This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62012CJ0122
Judgment of the Court (Fourth Chamber), 3 October 2013.#Bernhard Rintisch v Office for Harmonisation in the Internal Market (Trade Marks and Designs) (OHIM).#Appeal — Community trade mark — Regulation (EC) No 40/94 — Article 74(2) — Regulation (EC) No 2868/95 — First and third subparagraphs of Rule 50(1) — Opposition by the proprietor of an earlier trade mark — Existence of the mark — Evidence submitted in support of the opposition after the expiry of the period set for that purpose — Failure to take account thereof — Discretion of the Board of Appeal — Provision to the contrary — Circumstances precluding additional or supplementary evidence from being taken into account.#Case C‑122/12 P.
Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 3ης Οκτωβρίου 2013.
Bernhard Rintisch κατά Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ).
Αίτηση αναίρεσης — Κοινοτικό σήμα — Κανονισμός (ΕΚ) 40/94 — Άρθρο 74, παράγραφος 2 — Κανονισμός (ΕΚ) 2868/95 — Κανόνας 50, παράγραφος 1, πρώτο και τρίτο εδάφιο — Ανακοπή από τον δικαιούχο προγενέστερου σήματος — Ύπαρξη του σήματός του — Αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προσκομίστηκαν προς στήριξη της ανακοπής μετά το πέρας της προθεσμίας που τάχθηκε συναφώς — Δεν ελήφθησαν υπόψη — Διακριτική ευχέρεια του τμήματος προσφυγών — Αντίθετη διάταξη — Περιστάσεις οι οποίες αντιτίθενται στη συνεκτίμηση επιπρόσθετων ή συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων.
Υπόθεση C‑122/12 P.
Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 3ης Οκτωβρίου 2013.
Bernhard Rintisch κατά Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ).
Αίτηση αναίρεσης — Κοινοτικό σήμα — Κανονισμός (ΕΚ) 40/94 — Άρθρο 74, παράγραφος 2 — Κανονισμός (ΕΚ) 2868/95 — Κανόνας 50, παράγραφος 1, πρώτο και τρίτο εδάφιο — Ανακοπή από τον δικαιούχο προγενέστερου σήματος — Ύπαρξη του σήματός του — Αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προσκομίστηκαν προς στήριξη της ανακοπής μετά το πέρας της προθεσμίας που τάχθηκε συναφώς — Δεν ελήφθησαν υπόψη — Διακριτική ευχέρεια του τμήματος προσφυγών — Αντίθετη διάταξη — Περιστάσεις οι οποίες αντιτίθενται στη συνεκτίμηση επιπρόσθετων ή συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων.
Υπόθεση C‑122/12 P.
Court reports – general
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2013:628
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (τέταρτο τμήμα)
της 3ης Οκτωβρίου 2013 ( *1 )
«Αίτηση αναίρεσης — Κοινοτικό σήμα — Κανονισμός (ΕΚ) 40/94 — Άρθρο 74, παράγραφος 2 — Κανονισμός (ΕΚ) 2868/95 — Κανόνας 50, παράγραφος 1, πρώτο και τρίτο εδάφιο — Ανακοπή από τον δικαιούχο προγενέστερου σήματος — Ύπαρξη του σήματός του — Αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προσκομίστηκαν προς στήριξη της ανακοπής μετά το πέρας της προθεσμίας που τάχθηκε συναφώς — Δεν ελήφθησαν υπόψη — Διακριτική ευχέρεια του τμήματος προσφυγών — Αντίθετη διάταξη — Περιστάσεις οι οποίες αντιτίθενται στη συνεκτίμηση νέων ή συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων»
Στην υπόθεση C‑122/12 P,
με αντικείμενο αίτηση αναίρεσης δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 2012,
Bernhard Rintisch, κάτοικος Bottrop (Γερμανία), εκπροσωπούμενος από τον A. Dreyer, Rechtsanwalt,
αναιρεσείων,
όπου οι έτεροι διάδικοι είναι:
το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενο από τον G. Schneider,
καθού πρωτοδίκως,
η Valfleuri Pâtes alimentaires SA, με έδρα το Wittenheim (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τον F. Baujoin, avocate,
παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),
συγκείμενο από τους L. Bay Larsen (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, J. Malenovský, U. Lõhmus, M. Safjan και A. Prechal, δικαστές,
γενική εισαγγελέας: E. Sharpston
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 16ης Μαΐου 2013,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 |
Με το δικόγραφό του, ο Β. Rintisch ζητεί την αναίρεση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 16ης Δεκεμβρίου 2011, T-152/09, Rintisch κατά ΓΕΕΑ – Valfleuri Pâtes alimentaires (PROTIACTIVE) (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του που είχε ως αίτημα την ακύρωση της απόφασης του τέταρτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) της 3ης Φεβρουαρίου 2009 (υπόθεση R 1661/2007-4) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ του αναιρεσείοντος και της Valfleuri Pâtes alimentaires SA (στο εξής: Valfleuri). |
Το νομικό πλαίσιο
2 |
Ο κανονισμός (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 13 Απριλίου 2009. Εντούτοις, λαμβανομένου υπόψη του κρίσιμου, από πλευράς πραγματικών περιστατικών, χρόνου, η υπό κρίση διαφορά εξακολουθεί να διέπεται από τον κανονισμό 40/94. |
3 |
Οι λεπτομέρειες της εφαρμογής του κανονισμού 40/94 ρυθμίζονται από τον κανονισμό (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995 (ΕΕ L 303, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 1041/2005 της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 2005 (ΕΕ L 172, σ. 4, στο εξής: κανονισμός εφαρμογής). |
Ο κανονισμός 40/94
4 |
Στο άρθρο 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 διευκρινίζεται ότι το ΓΕΕΑ «δεν μπορεί να λάβει υπόψη του πραγματικά περιστατικά τα οποία οι διάδικοι δεν επικαλέστηκαν ή αποδεικτικά στοιχεία τα οποία δεν προσκόμισαν εγκαίρως». |
Ο κανονισμός εφαρμογής
5 |
Ο κανόνας 19 του κανονισμού εφαρμογής έχει ως εξής:
[...]
|
6 |
Η παράγραφος 1 του τιτλοφορούμενου «Εξέταση της ανακοπής» κανόνα 20 του κανονισμού αυτού προβλέπει τα ακόλουθα: «Εάν ο ανακόπτων δεν έχει αποδείξει μέχρι τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στον κανόνα 19, παράγραφος 1, την ύπαρξη, εγκυρότητα και έκταση της προστασίας του προγενέστερου σήματος ή προγενέστερου δικαιώματος, καθώς επίσης και το δικαίωμά του να ασκήσει ανακοπή, η ανακοπή απορρίπτεται ως [αβάσιμη].» |
7 |
Η παράγραφος 1 του επιγραφόμενου «Εξέταση της προσφυγής» κανόνα 50 του ίδιου κανονισμού ορίζει τα κάτωθι: «Οι διατάξεις που ισχύουν για τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση εφαρμόζονται κατ’ αναλογία και για τη διαδικασία προσφυγής, εκτός αν ορίζεται άλλως. [...] Στην περίπτωση που η προσφυγή αφορά απόφαση τμήματος ανακοπών, το τμήμα εξετάζει την προσφυγή μόνον όσον αφορά τα γεγονότα και τα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν κατατεθεί εντός των προθεσμιών που ορίζονται ή διευκρινίζονται από το τμήμα ανακοπών σύμφωνα με τον κανονισμό [40/94] και τους παρόντες κανόνες, εκτός εάν το τμήμα θεωρεί ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη επιπρόσθετα ή συμπληρωματικά γεγονότα και στοιχεία δυνάμει του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού [40/94]». |
Ο κανονισμός 1041/2005
8 |
Στην αιτιολογική σκέψη 7 του κανονισμού 1041/2005 επισημαίνεται ότι: «Είναι απαραίτητη η πλήρης επαναδιατύπωση των διατάξεων σχετικά με τη διαδικασία ανακοπής, έτσι ώστε να προσδιορισθούν οι προϋποθέσεις για το παραδεκτό των αιτήσεων, να προσδιορισθούν με σαφήνεια οι νομικές συνέπειες των παραλείψεων και να τεθούν οι διατάξεις σύμφωνα με τη χρονολογική σειρά των διαδικασιών.» |
Το ιστορικό της διαφοράς
9 |
Το ιστορικό της διαφοράς εκτέθηκε από το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 1 έως 16 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ως εξής:
[...]
[...]
|
Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση
10 |
Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Απριλίου 2009, ο Β. Rintisch άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. |
11 |
Προς στήριξη της προσφυγής του, προέβαλε τρεις λόγους ακύρωσης, εκ των οποίων μόνον ο δεύτερος αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση αναίρεσης. Ο συγκεκριμένος λόγος αφορούσε παράβαση, εκ μέρους του τμήματος προσφυγών, του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, καθώς και κατάχρηση εξουσίας. |
12 |
Αφού υπενθύμισε με τις σκέψεις 31 και 32 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, παραπέμποντας συναφώς στην απόφαση της 13ης Μαρτίου 2007, C-29/05 P, ΓΕΕΑ κατά Kaul (Συλλογή 2007, σ. I-2213, σκέψη 42), ότι από το άρθρο 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 προκύπτει ότι, κατά κανόνα και εκτός αντίθετης διάταξης, η επίκληση πραγματικών περιστατικών και η προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων από τους διαδίκους παραμένει δυνατή και μετά το πέρας των σχετικών προθεσμιών που προβλέπονται από τις διατάξεις του κανονισμού αυτού και ότι το ΓΕΕΑ μπορεί κάλλιστα να λαμβάνει υπόψη τέτοια πραγματικά περιστατικά ή αποδεικτικά στοιχεία, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το πρώτο σκέλος του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης τον οποίο προέβαλε ο Β. Rintisch, κρίνοντας κατ’ ουσία, με τις σκέψεις 33 έως 42 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τα εξής:
[...]
|
13 |
Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε εν συνεχεία το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου ακύρωσης με το ακόλουθο σκεπτικό:
|
14 |
Δεδομένου ότι απέρριψε και τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης τους οποίους προέβαλε ο Β. Rintisch προς στήριξη της προσφυγής του, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή. |
Αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου
15 |
Με το δικόγραφό του, ο Β. Rintisch ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα. |
16 |
Το ΓΕΕΑ και η Valfleuri ζητούν να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο Β. Rintisch στα δικαστικά έξοδα. |
Επί της αίτησης αναίρεσης
17 |
Προς στήριξη των αιτημάτων του, ο αναιρεσείων προβάλλει δύο λόγους οι οποίοι αφορούν παράβαση του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 και κατάχρηση της εξουσίας του τμήματος προσφυγών αντιστοίχως. |
Επί του πρώτου λόγου αναίρεσης, σχετικά με παράβαση του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94
Επιχειρήματα των διαδίκων
18 |
Ο Β. Rintisch υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως το άρθρο 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 και τον κανόνα 50, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής. |
19 |
Ισχυρίζεται συγκεκριμένα ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τον κανόνα 50, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του ως άνω κανονισμού, ενώ πρόκειται για διάταξη η οποία αφορά ειδικώς την εξέταση της προσφυγής και προβλέπει ρητώς ότι το άρθρο 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 έχει εφαρμογή, παρέχοντας έτσι στο τμήμα προσφυγών τη διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει αν θα πρέπει να λάβει υπόψη επιπρόσθετα ή συμπληρωματικά πραγματικά περιστατικά ή αποδεικτικά στοιχεία. Επιπλέον, κατά τον αναιρεσείοντα, κακώς το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να διακρίνει μεταξύ της επέλευσης εντελώς νέων πραγματικών περιστατικών και της καθυστερημένης επίκλησης ή προσκόμισης επιπρόσθετων ή συμπληρωματικών πραγματικών περιστατικών ή αποδεικτικών στοιχείων κατά την έννοια του κανόνα 50, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού εφαρμογής. |
20 |
Το ΓΕΕΑ αμφισβητεί την ερμηνεία των κρίσιμων διατάξεων την οποία προτείνει ο αναιρεσείων. Κατά την άποψή του, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο κανόνας 20, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής πρέπει να θεωρηθεί ως αντίθετη διάταξη κατά την έννοια της προαναφερθείσας απόφασης ΓΕΕΑ κατά Kaul, εφόσον πρόκειται για διάταξη αναγκαστικού δικαίου και η προθεσμία που προβλέπεται με αυτήν είναι αποκλειστική. |
21 |
Η Valfleuri διατείνεται ότι οι κανόνες 19, παράγραφος 4, και 20, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής είναι ρητές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου οι οποίες αποκλείουν οποιαδήποτε δυνατότητα του ΓΕΕΑ να παρατείνει την προθεσμία που τάσσεται στον ανακόπτοντα προς απόδειξη της ύπαρξης και του κύρους των προγενέστερων σημάτων. Κατά συνέπεια, το ΓΕΕΑ δεν διέθετε, στην προκειμένη περίπτωση, τη διακριτική ευχέρεια που του παρέχει το άρθρο 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94. |
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
22 |
Το άρθρο 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 ορίζει ότι το ΓΕΕΑ δεν μπορεί να λάβει υπόψη του πραγματικά περιστατικά ή αποδεικτικά στοιχεία τα οποία οι διάδικοι δεν επικαλέστηκαν ή, αντιστοίχως, δεν προσκόμισαν εγκαίρως. |
23 |
Όπως έχει αποφανθεί το Δικαστήριο, από το γράμμα της εν λόγω διάταξης προκύπτει ότι, κατά κανόνα και εκτός άλλης αντίθετης διάταξης, η επίκληση πραγματικών περιστατικών και η προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων από τους διαδίκους παραμένει δυνατή και μετά το πέρας των σχετικών προθεσμιών που προβλέπονται στον κανονισμό 40/94, καθώς και ότι επ’ ουδενί απαγορεύεται στο ΓΕΕΑ να λαμβάνει υπόψη πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία που έχουν υποβληθεί εκπροθέσμως στην κρίση του (προαναφερθείσα απόφαση ΓΕΕΑ κατά Kaul, σκέψη 42, και απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, C‑621/11 P, New Yorker SHK Jeans κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 22). |
24 |
Η εν λόγω διάταξη, διευκρινίζοντας ότι το ΓΕΕΑ «μπορεί» σε παρόμοιες περιπτώσεις να αποφασίσει να μη λάβει υπόψη τέτοια πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία, παρέχει στην πράξη στο ΓΕΕΑ ευρεία διακριτική ευχέρεια, προκειμένου να καταλήξει, αιτιολογώντας την απόφασή του επ’ αυτού του σημείου, αν πρέπει να τα λάβει υπόψη ή όχι (προαναφερθείσες αποφάσεις ΓΕΕΑ κατά Kaul, σκέψη 43, και New Yorker SHK Jeans κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 23). |
25 |
Εφόσον ο πρώτος λόγος τον οποίον προβάλλει ο αναιρεσείων αφορά αποκλειστικώς τη διακριτική ευχέρεια που διαθέτει, κατά την άποψή του, το ΓΕΕΑ, πρέπει, προκειμένου να διαπιστωθεί αν υφίσταται αντίθετη διάταξη ικανή να αποκλείσει την άσκηση της ευχέρειας αυτής, να γίνει αναδρομή στους κανόνες που διέπουν τη διαδικασία προσφυγής. |
26 |
Ο κανόνας 50, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού εφαρμογής προβλέπει συναφώς ότι, ελλείψει αντίθετης διάταξης, οι διατάξεις οι οποίες διέπουν τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση εφαρμόζονται mutatis mutandis στη διαδικασία προσφυγής. |
27 |
Το συμπέρασμα το οποίο συνήγαγε, στη σκέψη 37 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο από την ως άνω διάταξη είναι ότι το τμήμα προσφυγών όφειλε να εφαρμόσει τον κανόνα 20, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής στο πλαίσιο της ενώπιόν του διαδικασίας και ότι δεσμευόταν, ως εκ τούτου, να κρίνει ότι η προσκόμιση στοιχείων προς απόδειξη της ύπαρξης, του κύρους και της έκτασης της προστασίας του προγενέστερου σήματος μετά το πέρας της σχετικής προθεσμίας που έχει τάξει το ΓΕΕΑ συνεπάγεται την απόρριψη της ανακοπής, χωρίς το τμήμα προσφυγών να διαθέτει ουδεμία διακριτική ευχέρεια συναφώς. |
28 |
Κατ αυτόν τον τρόπο όμως το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε σε μια εσφαλμένη ερμηνεία του κανόνα 50, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής, καθόσον δεν έλαβε υπόψη το περιεχόμενο του τρίτου εδαφίου της εν λόγω διάταξης. |
29 |
Συγκεκριμένα, μολονότι το πρώτο εδάφιο της διάταξης αυτής θέτει την αρχή σύμφωνα με την οποία οι διατάξεις που διέπουν τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση εφαρμόζονται mutatis mutandis στη διαδικασία προσφυγής, το τρίτο εδάφιο της ίδιας διάταξης συνιστά ειδικό κανόνα που εισάγει παρέκκλιση από την ως άνω αρχή. Ο ειδικός αυτός κανόνας αφορά μόνον τη διαδικασία προσφυγής κατά απόφασης του τμήματος ανακοπών και διευκρινίζει τι ισχύει, ενώπιον του τμήματος προσφυγών, ως προς τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προβλήθηκαν ή, αντιστοίχως, προσκομίστηκαν μετά το πέρας των προθεσμιών που τάχθηκαν ή ορίστηκαν στον πρώτο βαθμό. |
30 |
Ο εν λόγω κανόνας 50, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού εφαρμογής τυγχάνει επομένως, επί του συγκεκριμένου σημείου της διαδικασίας προσφυγής κατά απόφασης του τμήματος ανακοπών, εφαρμογής αντί των διατάξεων που διέπουν τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος ανακοπών, μεταξύ των οποίων καταλέγεται και ο κανόνας 20, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής. |
31 |
Σημειωτέον δε ότι ο ειδικός αυτός κανόνας προστέθηκε στον κανονισμό εφαρμογής στο πλαίσιο της τροποποίησης του τελευταίου από τον κανονισμό 1041/2005, ο οποίος είχε ιδίως ως σκοπό, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική του σκέψη 7, να αποσαφηνίσει τις έννομες συνέπειες τυχόν παραλείψεων κατά τη διαδικασία ανακοπής. Η ως άνω διαπίστωση επιβεβαιώνει ότι οι συνέπειες που έχει, ως προς τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών, η ενδεχόμενη καθυστέρηση στην προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων ενώπιον του τμήματος ανακοπών πρέπει να ρυθμίζονται βάσει του προαναφερθέντος ειδικού κανόνα. |
32 |
Ο κανόνας 50, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού εφαρμογής ορίζει ότι, όταν η προσφυγή στρέφεται κατά απόφασης του τμήματος ανακοπών, το τμήμα εξετάζει την προσφυγή μόνον ως προς τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία έχουν προβληθεί ή, αντιστοίχως, προσκομιστεί εντός των προθεσμιών που έταξε ή όρισε το τμήμα ανακοπών, εκτός αν το τμήμα εκτιμά ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη επιπρόσθετα ή συμπληρωματικά πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία δυνάμει του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94. |
33 |
Επομένως ο κανονισμός εφαρμογής προβλέπει ρητώς ότι το τμήμα προσφυγών διαθέτει, στο πλαίσιο της εξέτασης προσφυγής κατά απόφασης του τμήματος ανακοπών, διακριτική ευχέρεια δυνάμει τόσο του κανόνα 50, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού εφαρμογής όσο και του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 ως προς το ζήτημα αν πρέπει να λάβει υπόψη, ή όχι, επιπρόσθετα ή συμπληρωματικά πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία τα οποία οι διάδικοι δεν επικαλέστηκαν ή, αντιστοίχως, δεν προσκόμισαν εντός των προθεσμιών που έταξε ή όρισε το τμήμα ανακοπών. |
34 |
Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε πράγματι σε νομικό σφάλμα καθόσον έκρινε, με τη σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι ο κανόνας 20, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής συνιστούσε αντίθετη διάταξη η οποία απέκλειε τη συνεκτίμηση, από το τμήμα προσφυγών, των αποδεικτικών στοιχείων που ο αναιρεσείων προσκόμισε εκπροθέσμως ενώπιον του ΓΕΕΑ, με συνέπεια να συναγάγει το συμπέρασμα ότι το τμήμα προσφυγών δεν διέθετε, ούτε δυνάμει του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, διακριτική ευχέρεια προκειμένου να λάβει υπόψη τα στοιχεία αυτά. |
35 |
Εντούτοις πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, αν το σκεπτικό μιας απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου ενέχει παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, αλλά το διατακτικό της είναι βάσιμο για άλλους νομικούς λόγους, η αίτηση αναίρεσης είναι απορριπτέα (αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 2000, C-210/98 P, Salzgitter κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-5843, σκέψη 58, και της 29ης Μαρτίου 2011, C-352/09 P, ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. I-2359, σκέψη 136). |
36 |
Εν προκειμένω, από τη σκέψη 34 της παρούσας απόφασης συνάγεται ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε νομικό σφάλμα διαπιστώνοντας στα σημεία 38 έως 40 της προσβαλλόμενης απόφασης ότι, βάσει του κανόνα 20, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής, δεν επαφιόταν στη διακριτική του ευχέρεια να αποφασίσει αν θα λάμβανε υπόψη τα εκπροθέσμως προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη, το κύρος και την έκταση της προστασίας του προγενέστερου σήματος. |
37 |
Τονίζεται πάντως ότι το τμήμα προσφυγών ανέφερε, στο σημείο 42 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι, σε περίπτωση που κρινόταν ότι είχε διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει αν θα λάμβανε υπόψη τα εκπροθέσμως προσκομισθέντα έγγραφα, δεν θα ασκούσε την ευχέρεια αυτή υπέρ του ανακόπτοντος. Εν συνεχεία εξήγησε, στα σημεία 43 έως 46 της απόφασής του, τους λόγους για τους οποίους κατέληξε στο ως άνω συμπέρασμα. |
38 |
Οι λόγοι αυτοί, οι οποίοι προβλήθηκαν από το τμήμα προσφυγών ως επικουρική αιτιολογία για τη μη συνεκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που ο Β. Rintisch προσκόμισε εκπροθέσμως, μπορούν να θεραπεύσουν το ελάττωμα της προσβαλλόμενης απόφασης μόνον αν είναι δυνατό να θεωρηθεί, βάσει αυτών, ότι το τμήμα προσφυγών άσκησε πραγματικά τη διακριτική ευχέρεια την οποία του παρέχει το άρθρο 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, προκειμένου να καταλήξει, αιτιολογώντας τη σχετική του απόφαση και λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των κρίσιμων περιστάσεων, αν έπρεπε να συνεκτιμήσει τα εκπροθέσμως προσκομισθέντα ενώπιόν του αποδεικτικά στοιχεία για να εκδώσει την απόφαση που όφειλε να λάβει επί της προσφυγής (βλ., σχετικώς, απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, C‑610/11 P, Centrotherm Systemtechnik κατά ΓΕΕΑ και centrotherm Clean Solutions, σκέψη 110). |
39 |
Υπενθυμίζεται, επ’ αυτού, ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει, πιο συγκεκριμένα, ότι η συνεκτίμηση πραγματικών περιστατικών ή αποδεικτικών στοιχείων που δεν υποβλήθηκαν εμπροθέσμως στην κρίση του ΓΕΕΑ, όταν αυτό καλείται να αποφανθεί στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής, μπορεί να δικαιολογηθεί ιδίως όταν το ΓΕΕΑ θεωρεί, αφενός, ότι τα εκπροθέσμως προσκομισθέντα στοιχεία ενδέχεται, εκ πρώτης όψεως, να έχουν πράγματι σημασία για την τύχη της ασκηθείσας ενώπιόν του ανακοπής και, αφετέρου, ότι η απόρριψή τους δεν κρίνεται επιβεβλημένη λόγω είτε του σταδίου της διαδικασίας κατά το οποίο γίνεται η καθυστερημένη υποβολή τους είτε των σχετικών με αυτήν περιστάσεων (προαναφερθείσες αποφάσεις ΓΕΕΑ κατά Kaul, σκέψη 44, και Centrotherm Systemtechnik κατά ΓΕΕΑ και centrotherm Clean Solutions, σκέψη 113). |
40 |
Εν προκειμένω, στο μέτρο κατά το οποίο ο Β. Rintisch στήριξε την ανακοπή του συγκεκριμένα σε τρία προγενέστερα σήματα καταχωρισμένα στη Γερμανία, ο κανόνας 19, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημείο ii, του κανονισμού εφαρμογής περιέχει ακριβή και εξαντλητική απαρίθμηση των αποδεικτικών στοιχείων που αυτός ήταν υποχρεωμένος να προσκομίσει σχετικά με την ύπαρξη, το κύρος και την έκταση της προστασίας των εν λόγω σημάτων. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο Β. Rintisch γνώριζε, πριν καν ασκήσει την ανακοπή του, ποια ακριβώς έγγραφα έπρεπε να καταθέσει προς στήριξή της. Συνακόλουθα, το τμήμα προσφυγών οφείλει, υπό τις συνθήκες αυτές, να ασκήσει με φειδώ τη διακριτική του ευχέρεια και να δεχθεί τα εκπροθέσμως προσκομισθέντα έγγραφα μόνον αν οι σχετικές με την κατάθεσή τους περιστάσεις δικαιολογούν την καθυστέρηση που επέδειξε ο αναιρεσείων κατά την υποβολή των απαιτούμενων αποδεικτικών στοιχείων. |
41 |
Όπως όμως υπογράμμισε το τμήμα προσφυγών για να αιτιολογήσει την απόφασή του, ο Β. Rintisch είχε ήδη από τις 15 Ιανουαρίου 2007 στην κατοχή του τα στοιχεία που αποδείκνυαν την ανανέωση της ισχύος των οικείων σημάτων και δεν εξήγησε για ποιον λόγο τα προσκόμισε μόλις τον Οκτώβριο του 2007. |
42 |
Επομένως από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι οι περιστάσεις υπό τις οποίες έγινε η εκπρόθεσμη κατάθεση των αποδεικτικών στοιχείων της ύπαρξης, του κύρους και της έκτασης της προστασίας των οικείων σημάτων δεν δικαιολογούν την καθυστέρηση που επέδειξε ο αναιρεσείων κατά την προσκόμιση των απαιτούμενων εγγράφων. |
43 |
Το γεγονός ότι ο Β. Rintisch προσκόμισε, πριν από τη λήξη της προθεσμίας που έταξε το τμήμα ανακοπών, αποσπάσματα από το διαδικτυακό μητρώο του Deutsches Patent- und Markenamt, στα οποία γινόταν λόγος για την ανανέωση της ισχύος των οικείων σημάτων, αλλά σε γλώσσα διαφορετική από τη γλώσσα διαδικασίας, δεν αναιρεί την ως άνω ανάλυση, εφόσον ο κανόνας 19, παράγραφος 4, του κανονισμού εφαρμογής ορίζει ότι το ΓΕΕΑ μπορεί να λαμβάνει υπόψη μόνον έγγραφα που υποβάλλονται εμπροθέσμως είτε απευθείας στη γλώσσα διαδικασίας είτε μεταφρασμένα σε αυτή. |
44 |
Κατά συνέπεια, βασίμως το τμήμα προσφυγών αρνήθηκε να λάβει υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία κατέθεσε ο Β. Rintisch μετά το πέρας της προθεσμίας που του έταξε συναφώς το τμήμα ανακοπών και, μάλιστα, όντως δεν χρειαζόταν το τμήμα προσφυγών να αποφανθεί επί της σημασίας που τυχόν είχαν τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία, ούτε να κρίνει αν το στάδιο της διαδικασίας κατά το οποίο έγινε η εν λόγω εκπρόθεσμη προσκόμιση απέκλειε το ενδεχόμενο συνεκτίμησής τους. |
45 |
Πράγματι, αντιθέτως προς τα όσα υποστηρίζει ο Β. Rintisch, το τμήμα προσφυγών δεν είναι υποχρεωμένο, κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας δυνάμει του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, να εξετάζει και τα τρία κριτήρια που προαναφέρθηκαν στη σκέψη 39 της παρούσας απόφασης, εφόσον ένα και μόνον εξ αυτών αρκεί για να γίνει δεκτό ότι δεν πρέπει στην προκειμένη περίπτωση να ληφθούν υπόψη τα εκπροθέσμως προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, διάταξη της 4ης Μαρτίου 2010, C‑193/09 P, Kaul κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 38). |
46 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, το διαπιστωθέν στη σκέψη 34 της παρούσας απόφασης νομικό σφάλμα στο οποίο υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι άμοιρο συνεπειών ως προς την εξέταση της αίτησης αναίρεσης, δεδομένου ότι η απόρριψη, με τη σκέψη 47 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακύρωσης περί παράβασης του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 δικαιολογείται για άλλους λόγους από εκείνους που εξέθεσε το Γενικό Δικαστήριο, οπότε το ως άνω νομικό σφάλμα δεν επισύρει την αναίρεση της απόφασής του. |
Επί του δεύτερου λόγου αναίρεσης, σχετικά με κατάχρηση της εξουσίας του τμήματος προσφυγών
Επιχειρήματα των διαδίκων
47 |
Ο Β. Rintisch διατείνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υποτίμησε το ζήτημα της κατάχρησης από το τμήμα προσφυγών των εξουσιών των οποίων αυτό απολαύει. |
48 |
Το ΓΕΕΑ επισημαίνει ότι το δικόγραφο της αναίρεσης δεν περιέχει κανένα επιχείρημα προς στήριξη του δεύτερου αυτού λόγου. |
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
49 |
Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, διαπιστώνεται, αφενός, ότι ο αναιρεσείων περιορίζεται σε γενικόλογες αιτιάσεις χωρίς να προσδιορίζει σε καμία περίπτωση τα σημεία της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου κατά των οποίων βάλλει με τον συγκεκριμένο λόγο και, αφετέρου, ότι δεν αναφέρει ποια νομικά επιχειρήματα προβάλλει προς στήριξη του ίδιου αυτού λόγου. |
50 |
Όμως, κατά πάγια νομολογία, από το άρθρο 256 ΣΛΕΕ, από το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και από το κρίσιμο, βάσει του χρόνου κατάθεσης της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, άρθρο 112, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, νυν άρθρο 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων πρέπει, στο δικόγραφό του, να αναφέρει με σαφήνεια τα επικρινόμενα στοιχεία της απόφασης της οποίας ζητεί την αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν με συγκεκριμένο τρόπο το αίτημά του αυτό, ειδάλλως η αίτηση αναίρεσης ή ο οικείος λόγος απορρίπτονται ως απαράδεκτα (αποφάσεις της 28ης Ιουνίου 2005, C-189/02 P, C-202/02 P, C-205/02 P έως C-208/02 P και C-213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I-5425, σκέψη 426, καθώς και της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C-487/06 P, British Aggregates κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I-10515, σκέψη 121). |
51 |
Ο δεύτερος λόγος τον οποίο προέβαλε ο Β. Rintisch στο πλαίσιο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης δεν πληροί τις ως άνω απαιτήσεις και πρέπει, κατόπιν τούτου, να απορριφθεί ως απαράδεκτος. |
52 |
Δεδομένου ότι κανένας από τους λόγους που προβλήθηκαν προς στήριξη της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης δεν μπορεί να γίνει δεκτός, η αίτηση αναίρεσης είναι απορριπτέα. |
Επί των δικαστικών εξόδων
53 |
Δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναίρεσης είναι αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική δίκη δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. |
54 |
Ο αναιρεσείων πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, δεδομένου ότι το ΓΕΕΑ και η Valfleuri είχαν υποβάλει σχετικό αίτημα και αυτός ηττήθηκε. |
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφασίζει: |
|
|
(υπογραφές) |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.