Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62012CC0251

    Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Kokott της 8ης Μαΐου 2013.
    Christian Van Buggenhout και Ilse Van de Mierop κατά Banque Internationale à Luxembourg SA.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal de commerce de Bruxelles - Βέλγιο.
    Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις - Kανονισμός (ΕΚ) 1346/2000 - Διαδικασίες αφερεγγυότητας - Άρθρο 24, παράγραφος 1 - Εκπλήρωση παροχής "προς όφελος οφειλέτη υποκείμενου σε διαδικασία αφερεγγυότητας" - Πληρωμή προς πιστωτή του εν λόγω οφειλέτη.
    Υπόθεση C-251/12.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2013:295

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    JULIANE KOKOTT

    της 8ης Μαΐου 2013 ( 1 )

    Υπόθεση C‑251/12

    Christian van Buggenhout und Ilse van de Mierop (σύνδικος πτωχεύσεως της Grontimmo SA)

    κατά

    Banque Internationale à Luxembourg

    [αίτηση του Tribunal de commerce de Bruxelles (Βέλγιο)για την έκδοση προδικαστική αποφάσεως]

    «Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις — Kανονισμός (ΕΚ) 1346/2000 — Διαδικασία αφερεγγυότητας — Εκπλήρωση παροχής υπέρ του πτωχεύσαντος οφειλέτη — Καταβολή σε δανειστή του πτωχεύσαντος οφειλέτη μέσω τρίτου — Άγνοια ως προς την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας»

    I – Εισαγωγή

    1.

    Αντικείμενο της προκείμενης υπόθεσης αποτελεί, για πρώτη φορά, η ερμηνεία του άρθρου 24 του κανονισμού (ΕΚ) 1346/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας ( 2 ). Η εν λόγω διάταξη αποβλέπει στην προστασία της καλής πίστεως εκείνου ο οποίος, μη έχοντας λάβει γνώση της ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας, προβαίνει σε εκπλήρωση παροχής προς όφελος του πτωχεύσαντος οφειλέτη, ενώ πλέον θα μπορούσε να εκπληρώσει την παροχή παραδεκτά μόνο προς όφελος του συνδίκου της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

    2.

    Στην κύρια δίκη, οι σύνδικοι πτωχεύσεως απαιτούν από μία τράπεζα την απόδοση ενός υπολοίπου λογαριασμού της πτωχεύσασας οφειλέτριας, το οποίο η τράπεζα είχε ήδη καταβάλει, κατά την εμφάνιση προς πληρωμή επιταγής την οποία είχε εκδώσει βάσει οδηγίας της πτωχεύσασας οφειλέτριας παρασχεθείσης προ της ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας, σε τρίτο. Η τράπεζα αρνείται να καταβάλει ξανά στους συνδίκους πτωχεύσεως και επικαλείται προς υπεράσπισή της τη διάταξη του άρθρου 24 του κανονισμού.

    II – Κανονιστικό πλαίσιο

    3.

    Το άρθρο 24, παράγραφος 1, του κανονισμού 1346/2000, έχει ως εξής:

    «Παροχή υπέρ του οφειλέτη

    1. Ο προβαίνων εντός κράτους μέλους σε εκπλήρωση παροχής προς όφελος οφειλέτη υποκείμενου σε διαδικασία αφερεγγυότητας η οποία άρχισε σε άλλο κράτος μέλος, ενώ θα έπρεπε να εκτελεσθεί προς όφελος του συνδίκου της διαδικασίας αυτής, ελευθερώνεται, εάν αγνοούσε την έναρξη της διαδικασίας.»

    III – Τα πραγματικά περιστατικά και η κύρια δίκη

    4.

    Στις 11 Μαΐου 2006, η Association des Copropriétaires du Quartier des Arts κατέθεσε ενώπιον του Tribunal de commerce de Bruxelles αίτηση για κήρυξη σε πτώχευση της εταιρίας GRONTIMMO SA ( 3 ).

    5.

    Στις 22 και 24 Μαΐου 2006, δύο εταιρίες εξέδωσαν επιταγές συνολικού ποσού 1400000 ευρώ υπέρ της Grontimmo προς μερική εξόφληση υφιστάμενων οφειλών τους προς την Grontimmo.

    6.

    Στις 29 Μαΐου 2006 διορίστηκαν νέοι διαχειριστές της Grontimmo. Την ίδια ημέρα υπεγράφη μεταξύ της Grontimmo και της KOSTNER DEVELOPMENT INC. ( 4 ), μιας εταιρίας του παναμαϊκού δικαίου η οποία είχε συσταθεί μόλις προσφάτως, συμφωνία δυνάμει της οποίας η Grontimmo απέκτησε από την Kostner δικαίωμα προαιρέσεως αγοράς έναντι τιμήματος 1400000 ευρώ. Το εν λόγω δικαίωμα προαιρέσεως είχε ως αντικείμενο την αγορά μετοχών μιας λουξεμβουργιανής εταιρίας και μιας εταιρίας συσταθείσας κατά το δίκαιο των ολλανδικών Αντιλλών.

    7.

    Στις 2 Ιουνίου 2006, οι νέοι διαχειριστές της Grontimmo έδωσαν εντολή προς την Dexia Internationale Luxembourg ( 5 ) i) να ανοίξει λογαριασμό για την είσπραξη των επιταγών συνολικού ποσού 1400000 ευρώ και ii) να εκδώσει τραπεζική επιταγή της DEXIA ποσού 1400000 ευρώ υπέρ της Kostner με χρέωση της Grontimmo. Στις 14 Ιουνίου 2006 εξαργυρώθηκαν οι επιταγές και πιστώθηκε ποσό συνολικού ύψους 1399900 ευρώ στον λογαριασμό της Grontimmo στην εν λόγω τράπεζα.

    8.

    Η Grontimmo κηρύχθηκε σε πτώχευση από το Tribunal de Commerce de Bruxelles στις 4 Ιουλίου 2006. Κατά τα εκτεθέντα από το αιτούν δικαστήριο, η πτώχευση συνεπάγεται, σύμφωνα με το βελγικό δίκαιο, τη στέρηση από την πτωχεύσασα οφειλέτρια του δικαιώματος διαχειρίσεως του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων της, τούτο δε αυτοδικαίως από την πρώτη ώρα της ημέρας κατά την οποία κηρύχτηκε η πτώχευση. Ιδίως κατά το βελγικό δίκαιο, από την εν λόγω χρονική στιγμή η τυχόν καταβολή που διενεργεί τρίτος πιστωτής προς την πτωχεύσασα οφειλέτρια δεν συνεπάγεται την απόσβεση της ενοχικής υποχρεώσεώς του. Οι σύνδικοι δημοσίευσαν την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας μόνο στο Βέλγιο, όχι όμως στο Λουξεμβούργο.

    9.

    Στις 5 Ιουλίου 2006, δηλαδή μία ημέρα μετά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, η τράπεζα εξέδωσε, βάσει της εντολής που είχε λάβει από την Grontimmo ήδη στις 2 Ιουνίου 2006, μια επιταγή για το τίμημα του δικαιώματος προαιρέσεως αγοράς, ύψους 1400000 ευρώ, με δικαιούχο την Kostner. Η επιταγή εισπράχθηκε από την Kostner αυθημερόν με αντίστοιχη χρέωση του λογαριασμού της Grontimmo.

    10.

    Στη συνέχεια, οι σύνδικοι πτωχεύσεως της Grontimmo κάλεσαν την τράπεζα να καταθέσει στον λογαριασμό της Grontimmo το ποσό που είχε καταβάλει στην Kostner. Οι σύνδικοι υποστήριξαν εν προκειμένω ότι η εν λόγω καταβολή πραγματοποιήθηκε κατά παράβαση της απαγορεύσεως διαθέσεως των περιουσιακών στοιχείων της πτωχεύσασας εταιρίας και συνεπώς δεν μπορεί να αντιταχθεί στην ομάδα των πιστωτών.

    11.

    Επικαλούμενη το άρθρο 24 του κανονισμού 1346/2000, η τράπεζα επισήμανε ότι στις 5 Ιουλίου 2006, ημέρα κατά την οποία προέβη στην έκδοση και εξόφληση της επιταγής σύμφωνα με την εντολή που είχε λάβει, αγνοούσε την πτώχευση της Grontimmo και συνεπώς δεν υποχρεούτο να προβεί στην επιστροφή του ως άνω ποσού και στη διάθεσή του υπέρ της πτωχευτικής περιουσίας. Κατόπιν αυτού, οι σύνδικοι πτωχεύσεως άσκησαν αγωγή κατά της τράπεζας ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

    IV – Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

    12.

    Με την από 26 Απριλίου 2012 απόφασή του, το αιτούν δικαστήριο ανέστειλε τη δίκη και υπέβαλε τα ακόλουθα ερωτήματα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης:

     

    «Ποια ερμηνεία πρέπει να δοθεί στη φράση “παροχή προς όφελος οφειλέτη” που απαντά στο άρθρο 24 του κανονισμού 1346/2000, της 29ης Μαΐου 2000;

     

    Πρέπει να θεωρηθεί ότι η φράση αυτή καλύπτει και πληρωμή προς πιστωτή του πτωχεύσαντος οφειλέτη κατόπιν αιτήσεως του τελευταίου, οσάκις ο εξοφλήσας τη σχετική χρηματική οφειλή για λογαριασμό και προς όφελος του πτωχεύσαντος οφειλέτη ενήργησε εν αγνοία της υπάρξεως διαδικασίας αφερεγγυότητας η οποία κινήθηκε κατά του οφειλέτη σε άλλο κράτος μέλος;»

    13.

    Στο πλαίσιο της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας, οι σύνδικοι πτωχεύσεως της Grontimmo, η Banque Internationale à Luxembourg, η Βελγική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν εγγράφως και ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους. Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Γαλλική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση. Στην επ’ ακροατηρίω συζήτηση συμμετείχε επίσης η Γερμανική Κυβέρνηση.

    V – Νομική εκτίμηση

    14.

    Το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει τη φράση «παροχή προς όφελος [πτωχευτικού] οφειλέτη» στο άρθρο 24 του κανονισμού 1346/2000. Διερωτάται αν αυτή καταλαμβάνει και τις πληρωμές οι οποίες δεν έγιναν προς τον πτωχεύσαντα οφειλέτη, αλλά, κατόπιν εντολής αυτού, προς δανειστή του πτωχεύσαντος οφειλέτη και, δη, για λογαριασμό και υπέρ του πτωχεύσαντος οφειλέτη.

    15.

    Προτού επιληφθώ της ερμηνείας του άρθρου 24 θα υπαγάγω την εν λόγω διάταξη εν συντομία στο γενικό ρυθμιστικό πλαίσιο του κανονισμού. Ο κανονισμός 1346/2000 προβλέπει την απευθείας αναγνώριση των αποφάσεων περί ενάρξεως της διαδικασίας πτωχεύσεως ( 6 ). Η εν λόγω αυτόματη αναγνώριση συνεπάγεται, κατά συνέπεια, την επέκταση σε άλλα κράτη μέλη των επιπτώσεων της διαδικασίας αυτής σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους ενάρξεώς της ( 7 ). Ο κανονισμός περιλαμβάνει πρωτίστως κανόνες άρσεως συγκρούσεων κατά τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου και του αρμόδιου δικαστηρίου. Έτσι, το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού, ορίζει ότι τα αποτελέσματα της διαδικασίας αφερεγγυότητας προσδιορίζονται με βάση το δίκαιο του κράτους μέλους ενάρξεως της διαδικασίας.

    16.

    Με την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας ο πτωχεύσας οφειλέτης στερείται κατά κανόνα, με βάση το δίκαιο των κρατών μελών, το δικαίωμα να διαχειρίζεται και να διαθέτει την περιουσία του. Κατά συνέπεια ο πτωχεύσας οφειλέτης χάνει και την εξουσία προς λήψη: ο οφειλέτης του πτωχεύσαντος οφειλέτη (τρίτος οφειλέτης) δεν απαλλάσσεται πλέον από την ενοχή εκπληρώνοντας την παροχή προς τον πτωχεύσαντα οφειλέτη. Αν, εντούτοις, ο τρίτος οφειλέτης εκπληρώσει την παροχή προς τον πτωχεύσαντα οφειλέτη, η εν λόγω παροχή δεν έχει απελευθερωτικό χαρακτήρα. Η εκπλήρωση της παροχής δεν αντιτάσσεται στον σύνδικο της πτωχεύσεως, στον οποίο ανήκει πλέον η εξουσία προς λήψη. Στην περίπτωση αυτή, ο τρίτος οφειλέτης υποχρεούται καταρχήν να καταβάλει και δεύτερη φορά, και, δη, στον σύνδικο.

    17.

    Καθόσον ο κανονισμός επιτάσσει την αυτόματη αναγνώριση των αποτελεσμάτων της ενάρξεως διαδικασίας αφερεγγυότητας σε όλα τα κράτη μέλη, οι τρίτοι οφειλέτες διατρέχουν τον κίνδυνο να καταβάλουν σε λάθος πρόσωπο επειδή δεν έχουν λάβει γνώση της ενάρξεως μιας τέτοιας διαδικασίας σε άλλο κράτος μέλος. Ο κίνδυνος αυτός είναι ιδιαίτερα αυξημένος όταν πρόκειται για διαδικασίες αφερεγγυότητας οι οποίες έχουν κινηθεί σε άλλο κράτος μέλος, καθόσον ο τρίτος οφειλέτης αδυνατεί κατά κανόνα να ενημερώνεται καθημερινώς για όλες τις ενάρξεις διαδικασιών αφερεγγυότητας σε όλα τα άλλα κράτη μέλη. Ειδικότερα, ο τρίτος οφειλέτης δεν μπορεί να περιορισθεί στην ενημέρωση μόνο για τις δημοσιεύσεις ενάρξεως διαδικασιών αφερεγγυότητας που λαμβάνουν χώρα στο δικό του κράτος μέλος, καθόσον ο κανονισμός δεν προβλέπει υποχρέωση προς δημοσίευση κάθε ενάρξεως διαδικασίας αφερεγγυότητας σε όλα τα κράτη μέλη. Έτσι, και στην προκείμενη περίπτωση η κήρυξη της πτωχεύσεως της Grontimmo δεν δημοσιεύτηκε στο Λουξεμβούργο.

    18.

    Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 24 προστατεύει τους τρίτους οφειλέτες οι οποίοι εκπληρώνουν την παροχή καλή τη πίστει κατά τρόπο αντίθετο προς αυτόν που επιβάλλει το νέο καθεστώς ( 8 ). Προκειμένου να προστατευτούν τα πρόσωπα αυτά, τα οποία, αγνοώντας την έναρξη διαδικασίας στην αλλοδαπή, εκπληρώνουν μια παροχή προς τον οφειλέτη ενώ θα έπρεπε να την εκπληρώσουν προς τον αλλοδαπό σύνδικο, ο κανονισμός προβλέπει τον απελευθερωτικό χαρακτήρα της εκπληρώσεως αυτής ( 9 ).

    19.

    Κατά την άποψή μου, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 24 του κανονισμού 1346/2000 δεν εμπίπτουν μόνο οι παροχές οι οποίες εκπληρώνονται προς τον πτωχεύσαντα οφειλέτη υπό τη μορφή απευθείας πληρωμής ποσού ή παροχής άλλου περιουσιακού στοιχείου προς αυτόν, αλλά όλες εν γένει οι παροχές προς τρίτους, τις οποίες ο τρίτος οφειλέτης εκπληρώνει με βάση τις οδηγίες του πτωχεύσαντος οφειλέτη και για λογαριασμό αυτού. Και αυτού του είδους οι παροχές πρέπει να χαρακτηρισθούν ως «παροχή υπέρ του οφειλέτη» κατά την έννοια του άρθρου 24 του κανονισμού 1346/2000. Τούτο προκύπτει τόσο από τη γραμματική ερμηνεία όσο και από την οικονομία του άρθρου 24 του κανονισμού.

    Γραμματική ερμηνεία

    20.

    Οι ενάγοντες της κύριας δίκης καθώς και η Βελγική, η Γερμανική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση τάσσονται υπέρ της ερμηνείας του όρου «παροχή» κατά τρόπο ώστε ο όρος αυτός να περιλαμβάνει και παροχές που εκπληρώνονται μέσω μιας τράπεζας (τρίτης οφειλέτριας) προς δανειστή του πτωχεύσαντος οφειλέτη, εφόσον η εκπλήρωση αυτή γίνεται με βάση τις οδηγίες του πτωχεύσαντος οφειλέτη ( 10 ) ή με τη συγκατάθεσή του ( 11 ).

    21.

    Μια τέτοια ερμηνεία δεν είναι αντίθετη προς το γράμμα του άρθρου 24 του κανονισμού. Μάλιστα, αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για την αγγλική, τη γαλλική, την ισπανική και την ιταλική έκδοση του κανονισμού, στις οποίες γίνεται λόγος για «εκπλήρωση προς όφελος του οφειλέτη» ( 12 ). Τούτο, διότι εκπλήρωση συμβατικής υποχρεώσεως προς όφελος του πτωχεύσαντος οφειλέτη δεν λαμβάνει χώρα μόνον όταν ο πτωχεύσας οφειλέτης λαμβάνει δι’ αυτής άμεσα ορισμένο χρηματικό ποσό ή άλλο περιουσιακό στοιχείο και, συνεπώς, κατά μια παραστατική έκφραση, διά της εκπληρώσεως της παροχής κρατάει κάτι στα χέρια του.

    22.

    «Εκπλήρωση προς όφελος του οφειλέτη» υφίσταται, κατά γενική παραδοχή του όρου αυτού, και στην περίπτωση στην οποία ο τρίτος οφειλέτης προβαίνει μεν σε παροχή προς τρίτον, εκπληρώνοντας όμως με τον τρόπο αυτόν υποχρέωση την οποία εκείνος, ο τρίτος οφειλέτης, έχει απέναντι στον πτωχεύσαντα οφειλέτη. Αν, για παράδειγμα, η αναληφθείσα έναντι του πτωχεύσαντος οφειλέτη υποχρέωση συνίσταται στην παράδοση κάποιου πράγματος σε τρίτο, η εκπλήρωση της εν λόγω υποχρεώσεως προς όφελος του οφειλέτη θα συνίσταται σε αυτήν ακριβώς την παράδοση προς τον τρίτο.

    23.

    Εξάλλου, μια τέτοια παροχή προς τρίτο μπορεί να χαρακτηρισθεί και υπό άλλο πρίσμα ως εκπλήρωση προς όφελος του πτωχεύσαντος οφειλέτη. Καθόσον ο πτωχευτικός οφειλέτης υποχρεούται προς ανάλογη παροχή, όπως για παράδειγμα προς καταβολή για την ικανοποίηση απαιτήσεως από τίμημα, έναντι τρίτου, ο πτωχεύσας οφειλέτης απελευθερώνεται από την υποχρέωση καταβάλλοντας στον τρίτο. Η παροχή του τρίτου οφειλέτη προς τρίτο ενεργεί και υπό αυτή την έννοια «προς όφελος» του πτωχεύσαντος οφειλέτη. Αυτό συμβαίνει και στην προκείμενη περίπτωση: Η καταβολή προς την Kostner είναι προς όφελος της Grontimmo, καθόσον η τελευταία απελευθερώνεται με τον τρόπο αυτόν από την απαίτηση της Kostner για καταβολή του τιμήματος.

    24.

    Στη γερμανική απόδοση του άρθρου 24 του κανονισμού χρησιμοποιείται η διατύπωση «wer an einen Schuldner leistet» [«όποιος προβαίνει σε εκπλήρωση παροχής προς οφειλέτη»]. Μεταφέροντας κατά λέξη στη γαλλική, λόγου χάρη, γλώσσα, η έκφραση αυτή θα μεταφραζόταν ως «celui qui exécute une obligation à l’égard du débiteur». Υπό την έννοια αυτή, η γερμανική απόδοση θα μπορούσε να θεωρηθεί περισσότερο συσταλτική σε σχέση με άλλες γλωσσικές αποδόσεις, οι οποίες χρησιμοποιούν την έκφραση «εκπλήρωση παροχής προς όφελος του οφειλέτη». Όμως και η γερμανική απόδοση «wer an einen Schuldner leistet» επιτρέπει κάλλιστα την προτεινόμενη ερμηνεία του κανόνα δικαίου. Βάσει της κοινής γλωσσικής αντιλήψεως, μια παροχή αποτελεί «εκπλήρωση παροχής» όταν απορρέει από συγκεκριμένη ενοχική σχέση. Για τον λόγο αυτόν, από γλωσσική άποψη υφίσταται «εκπλήρωση παροχής προς τον οφειλέτη» και όταν ο τρίτος οφειλέτης προβαίνει σε παροχή προς τρίτον εξαιτίας μιας υφιστάμενης μεταξύ αυτού και του πτωχεύσαντος οφειλέτη ενοχικής σχέσεως. Η εν λόγω ενοχική σχέση καθιστά την παροχή προς τον τρίτο παροχή προς τον πτωχεύσαντα οφειλέτη.

    25.

    Υπέρ της ανωτέρω ερμηνείας του άρθρου 24 του κανονισμού συνηγορεί και η τριακοστή αιτιολογική σκέψη αυτού, από την οποία προκύπτει ότι η έννοια της «παροχής» δεν καταλαμβάνει μόνο την πληρωμή, αλλά και κάθε άλλη μορφή παροχής προς τον πτωχεύσαντα οφειλέτη ( 13 ). Σε αντίθεση, όμως, με ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση της πληρωμής, η άλλου είδους εκπλήρωση παροχής υπέρ του πτωχεύσαντος οφειλέτη δεν συνδέεται αναγκαστικά με την απευθείας παροχή προς αυτόν.

    26.

    Όπως ορθώς παρατηρεί η Γερμανική κυβέρνηση, το ερώτημα αν έχει συσταθεί μια τέτοια ενοχική σχέση μεταξύ του τρίτου οφειλέτη και του πτωχεύσαντος οφειλέτη απαντάται με βάση το εθνικό δίκαιο. Βεβαίως, στην προκείμενη περίπτωση δεν συντρέχει εμφανής λόγος ο οποίος να συνηγορεί κατά της υπάρξεως μιας τέτοιας σχέσεως. Παρέχοντας προς τρίτο (Kostner), ο τρίτος οφειλέτης (τράπεζα) προβαίνει σε παροχή προς τον πτωχεύσαντα οφειλέτη (Grontimmo) σε εκπλήρωση της υποχρεώσεώς του που απορρέει από τη σύμβαση που έχει συνάψει με τον πτωχεύσαντα οφειλέτη. Συγκεκριμένα, η τράπεζα είχε έναντι της Grontimmo τη συμβατική υποχρέωση να καταβάλλει κατ’ εντολή της Grontimmo ποσά από το υπόλοιπο λογαριασμού της τελευταίας είτε στην ίδια είτε σε τρίτους, ή, όπως εν προκειμένω συνέβη, να εκδώσει και να εξαργυρώσει επιταγές με χρέωση του λογαριασμού. Αυτή την υποχρέωση που είχε αναλάβει έναντι της Grontimmo ήθελε να εκπληρώσει η τράπεζα εκδίδοντας και εξαργυρώνοντας τις επιταγές.

    27.

    Με βάση τα προεκτεθέντα, φρονώ ότι μια περίπτωση όπως η επίμαχη καλύπτεται αναμφιβόλως από το γράμμα του άρθρου 24 του κανονισμού χωρίς να απαιτείται διασταλτική ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως. Η έκδοση και η πληρωμή της επιταγής υπέρ της Kostner, στις οποίες οφείλεται η χρέωση του λογαριασμού, συνιστά παροχή της τράπεζας προς τον πελάτη του πτωχεύσαντα οφειλέτη.

    Τελεολογική ερμηνεία

    28.

    Κατά τα προεκτεθέντα, ο κανονισμός προβλέπει την αυτόματη αναγνώριση κάθε ενάρξεως διαδικασίας αφερεγγυότητας σε άλλο κράτος μέλος, χωρίς όμως να προβλέπει συγχρόνως την υποχρεωτική δημοσίευση της ενάρξεως των διαδικασιών αυτών σε όλα τα κράτη μέλη. Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 24 έρχεται να προστατεύσει τους τρίτους οι οποίοι εκπληρώνουν την παροχή καλή τη πίστει προς τον μη έχοντα πλέον εξουσία λήψεως πτωχεύσαντα οφειλέτη, κατά τρόπο αντίθετο προς αυτόν που επιβάλλει το νέο καθεστώς το οποίο προκύπτει μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Αυτοί οι καλόπιστοι τρίτοι δεν θα πρέπει να υποχρεωθούν να παράσχουν και προς τον σύνδικο, ήτοι να παράσχουν δύο φορές.

    29.

    Στο μέτρο αυτό, η ανάγκη προστασίας του καλόπιστου τρίτου, του οποίου η εκπλήρωση της παροχής έναντι του πτωχεύσαντος οφειλέτη συνίσταται στην παροχή προς τρίτον σύμφωνα με τις οδηγίες του πτωχεύσαντος οφειλέτη, δεν διαφέρει από την ανάγκη προστασίας που έχει ο τρίτος ο οποίος προβαίνει σε εκπλήρωση διά της παροχής απευθείας προς τον πτωχεύσαντα οφειλέτη. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις ο τρίτος οφειλέτης εκπληρώνει την παροχή απευθείας προς τον πτωχεύσαντα οφειλέτη καθόσον δεν γνωρίζει ότι αυτός έχει πτωχεύσει.

    30.

    Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει κανείς εξετάζοντας το ιστορικό της αγωγής της κύριας δίκης. Όταν μια τράπεζα δεν έχει γνώση της ενάρξεως διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά της περιουσίας του πελάτη της σε άλλο κράτος μέλος, δεν προκύπτει εμφανής λόγος για τον οποίο αυτή, έχοντας καταβάλει σε τρίτο, εν αγνοία της αφερεγγυότητας, ορισμένο ποσό από το υπόλοιπο του λογαριασμού του πτωχεύσαντος οφειλέτη συνεπεία υποχρεώσεως προς έκδοση και πληρωμή επιταγής, την οποία υποχρέωση είχε αναλάβει εγκύρως προ της ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας, πρέπει να βρίσκεται σε χειρότερη θέση σε σχέση με εκείνη στην οποία θα βρισκόταν εάν είχε προβεί σε καταβολή του ποσού αυτού απευθείας προς τον πτωχεύσαντα οφειλέτη.

    31.

    Ορθή είναι εν προκειμένω η παρατήρηση του αιτούντος δικαστηρίου ότι δεν είναι δυνατό να αναμένεται από μια τράπεζα να ελέγχει καθημερινώς πριν από την εκτέλεση εντολών πληρωμής αλλοδαπών πελατών τις δημοσιεύσεις διαδικασιών αφερεγγυότητας σε άλλα κράτη μέλη, ή να ζητά την έκδοση βεβαιώσεως σχετικά με τη μη έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας, η οποία ούτως ή άλλως θα ίσχυε μόνο για την ημέρα εκδόσεώς της. Όπως σωστά επισήμαναν ορισμένα κράτη μέλη, μια διαφορετική ερμηνεία θα προκαλούσε σημαντικούς περιορισμούς στις διασυνοριακές πληρωμές.

    32.

    Το γεγονός ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν αποκλείεται να πρόκειται για συναλλαγή με την οποία ο πτωχεύσας οφειλέτης ενδεχομένως συρρίκνωσε την πτωχευτική περιουσία ενεργώντας βλαπτικά ή καταδολιευτικά δεν δικαιολογεί τη συσταλτική ερμηνεία του άρθρου 24 του κανονισμού εις βάρος της τράπεζας. Εξάλλου, σκοπός της εν λόγω διατάξεως είναι ακριβώς η προστασία της καλής πίστης της τράπεζας. Ούτως ή άλλως, αν η τράπεζα γνώριζε ότι πρόκειται για καταχρηστική διάθεση εκ μέρους της πτωχεύσασας οφειλέτριας, δεν θα ήταν καλόπιστη και δεν θα μπορούσε να επικαλεσθεί δικαιώματα που απορρέουν από το άρθρο 24 του κανονισμού.

    33.

    Επίσης δεν είναι πειστικό το επιχείρημα της Επιτροπής ότι μια τέτοια ερμηνεία θα ευνοούσε τη συρρίκνωση της πτωχευτικής περιουσίας. Είναι αδιάφορο αν ο πτωχεύσας οφειλέτης μειώνει την πτωχευτική περιουσία εισπράττοντας ο ίδιος ορισμένο ποσό από το υπόλοιπο του λογαριασμού το οποίο στη συνέχεια παραδίδει σε μετρητά σε κάποιον αφανή τρίτο, ή αν χρησιμοποιεί για τον σκοπό αυτόν την τράπεζα. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις πρόκειται για παράβαση διατάξεων εθνικού δικαίου, η οποία όμως ενδέχεται να διώκεται ποινικώς ή με την κίνηση κάποιας άλλης διαδικασίας κατά του πτωχεύσαντος οφειλέτη. Αντιθέτως, δεν προκύπτει εμφανής λόγος για τον οποίο η τράπεζα πρέπει να έχει ευθύνη στη δεύτερη μόνο περίπτωση.

    34.

    Στον βαθμό που η Επιτροπή συντάσσεται με την άποψη ότι επαφίεται στον εθνικό νομοθέτη να αποφασίσει αν θα θεσπίσει ρήτρα καλής πίστης κατά την οποία θα είναι δυνατή η απελευθέρωση μιας τράπεζας από την υποχρέωση προς πληρωμή σε περιπτώσεις όπως η επίμαχη, η στάση της έρχεται σε αντίθεση με την ιδέα της εναρμονίσεως η οποία διέπει το άρθρο 24 του κανονισμού 1346/2000. Ειδικότερα, σε αντίθεση με τις περισσότερες εκ των υπολοίπων διατάξεων του κανονισμού, το άρθρο 24 δεν παραπέμπει στο εθνικό δίκαιο, αλλά περιέχει μια αυτοτελή ρύθμιση ουσιαστικού δικαίου, η οποία και θα πρέπει να εφαρμοσθεί ενιαία σε όλα τα κράτη μέλη. Για τον λόγο αυτόν επιβάλλεται η εφαρμογή της προεκτεθείσας αυτοτελούς ερμηνείας της προκείμενης διατάξεως στο πλαίσιο της Ένωσης.

    35.

    Εν κατακλείδι, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το άρθρο 24 θα πρέπει να ερμηνεύεται εξαρχής συσταλτικά λόγω του χαρακτήρα του ως διάταξης εισάγουσας εξαίρεση από την αρχή της αυτόματης αναγνωρίσεως των αποφάσεων ενάρξεως διαδικασίας αφερεγγυότητας. Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί όμως να γίνει εν προκειμένω δεκτό, καθόσον η προτεινόμενη ερμηνεία προκύπτει άμεσα από το γράμμα της διατάξεως και δεν αποτελεί ανεπίτρεπτη διασταλτική ερμηνεία, όπως εσφαλμένα θεωρεί η Επιτροπή.

    VI – Πρόταση

    36.

    Επομένως, προτείνω να δοθεί στην αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως η ακόλουθη απάντηση:

    Μια πληρωμή προς δανειστή του πτωχεύσαντος οφειλέτη αποτελεί παροχή «υπέρ του οφειλέτη» κατά την έννοια του άρθρου 24 του κανονισμού (ΕΚ) 1346/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας, όταν διενεργείται προς εκπλήρωση αναληφθείσας έναντι του πτωχεύσαντος οφειλέτη υποχρεώσεως.


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.

    ( 2 ) ΕΕ L 160, σ. 1.

    ( 3 ) Στο εξής: Grontimmo.

    ( 4 ) Στο εξής: Kostner.

    ( 5 ) Ήδη Banque Internationale à Luxemburg, στο εξής: εναγόμενη τράπεζα ή τράπεζα.

    ( 6 ) Εικοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1346/2000.

    ( 7 ) Εικοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1346/2000.

    ( 8 ) Τριακοστή αιτιολογική σκέψη του κανονισμού.

    ( 9 ) Βλ. ομοίως τριακοστή αιτιολογική σκέψη του κανονισμού.

    ( 10 ) Κατά τη Βελγική και την Πορτογαλική Κυβέρνηση, καθώς και κατά τους ενάγοντες στην κύρια δίκη.

    ( 11 ) Κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση.

    ( 12 ) «Exécution au profit du débiteur», «where an obligation has been honoured in a Member State for the benefit of a debtor», «ejecución a favor del deudor» και «prestazioni a favore del debitore».

    ( 13 ) Virgós, M., και Schmit, E., Επεξηγηματική έκθεση επί της Συμβάσεως ΕΕ για τις διαδικασίες αφερεγγυότητας, απόδοση στη γερμανική γλώσσα κατόπιν επεξεργασίας από την ομάδα των γλωσσομαθών νομικών, Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έγγραφο 6500/1/96 REV 1, σημείο 187.

    Top