Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62011CJ0476

    Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 26ης Σεπτεμβρίου 2013.
    HK Danmark κατά Experian A/S.
    Αίτηση του Vestre Landsret για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας — Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Άρθρο 21, παράγραφος 1 — Οδηγία 2000/78/ΕΚ — Άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2 — Επαγγελματικό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα — Κλιμάκωση του ύψους των εισφορών ανάλογα με την ηλικία.
    Υπόθεση C‑476/11.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2013:590

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (δεύτερο τμήμα)

    της 26ης Σεπτεμβρίου 2013 ( *1 )

    «Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας — Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Άρθρο 21, παράγραφος 1 — Οδηγία 2000/78/ΕΚ — Άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2 — Επαγγελματικό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα — Κλιμάκωση του ύψους των εισφορών ανάλογα με την ηλικία»

    Στην υπόθεση C‑476/11,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Vestre Landsret (Δανία) με απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2011, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 19 Σεπτεμβρίου 2011, στο πλαίσιο της δίκης

    HK Danmark, που ενεργεί για λογαριασμό της Glennie Kristensen,

    κατά

    Experian A/S,

    παρισταμένου του:

    Beskæftigelsesministeriet,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

    συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, Γ. Αρέστη, J.-C. Bonichot, A. Arabadjiev (εισηγητή) και J. L. da Cruz Vilaça, δικαστές,

    γενική εισαγγελέας: J. Kokott

    γραμματέας: A. Impellizzeri, υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Νοεμβρίου 2012,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    η HK Danmark, που ενεργεί για λογαριασμό της G. Kristensen, εκπροσωπούμενη από την T. Sejr Gad, advokat,

    η Experian A/S, εκπροσωπούμενη από την T. Brøgger Sørensen, advokat,

    το Beskæftigelsesministeriet, εκπροσωπούμενο από τον P. Biering, advokat,

    η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον C. Vang, επικουρούμενο από τον P. Biering, advokat,

    η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Jacobs και L. Van den Broeck,

    η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και J. Möller,

    η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις S. Centeno Huerta και S. Martínez-Lage Sobredo,

    η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις C. Wissels και C. Schillemans,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον J. Enegren και την C. Barslev,

    αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 7ης Φεβρουαρίου 2013,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ L 303, σ. 16).

    2

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της HK Danmark (στο εξής: HK), που ενεργεί για λογαριασμό της G. Kristensen, και της Experian A/S (στο εξής: Experian) σχετικά με τη νομιμότητα του επαγγελματικού συνταξιοδοτικού προγράμματος που εφαρμόζει η δεύτερη.

    Το νομικό πλαίσιο

    Η κανονιστική ρύθμιση της Ένωσης

    3

    Οι αιτιολογικές σκέψεις 1, 4, 13 και 25 της οδηγίας 2000/78 έχουν ως εξής:

    «(1)

    Κατά το άρθρο 6 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ευρωπαϊκή Ένωση βασίζεται στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, καθώς και του κράτους δικαίου, αρχές οι οποίες είναι κοινές για όλα τα κράτη μέλη και σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την [Προάσπιση] των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών[, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950,] και όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου.

    [...]

    (4)

    Η ισότητα ενώπιον του νόμου και η προστασία όλων των ατόμων έναντι των διακρίσεων αποτελεί οικουμενικό δικαίωμα αναγνωρισθέν από την οικουμενική διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την εξάλειψη κάθε μορφής διάκρισης εις βάρος των γυναικών, τα σύμφωνα των Ηνωμένων Εθνών για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και για τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την [Προάσπιση] των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, συμβαλλόμενα μέρη των οποίων είναι όλα τα κράτη μέλη. Η Σύμβαση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας αριθ. 111 απαγορεύει τις διακρίσεις στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας.

    [...]

    (13)

    Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικής προστασίας οι παροχές των οποίων δεν εξομοιούνται προς αμοιβή κατά την έννοια που δίδεται στον όρο αυτόν από την εφαρμογή του άρθρου [157 ΣΛΕΕ], ούτε προς τις πάσης φύσεως αμοιβές που καταβάλλει το κράτος με στόχο την πρόσβαση στην απασχόληση ή την παραμονή σε αυτήν.

    [...]

    (25)

    Η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας αποτελεί ουσιώδες στοιχείο για την πραγματοποίηση των στόχων που καθορίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση και για την ενθάρρυνση της ποικιλομορφίας στην απασχόληση [. Ε]ντούτοις, η διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας μπορεί να δικαιολογείται υπό ορισμένες περιστάσεις και, συνεπώς, απαιτούνται ειδικές διατάξεις οι οποίες μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με την κατάσταση των κρατών μελών. Συνεπώς, ο διαχωρισμός μεταξύ της διαφορετικής μεταχείρισης που δικαιολογείται με βάση θεμιτούς στόχους των πολιτικών απασχόλησης αγοράς εργασίας και επαγγελματικής κατάρτισης και των απαγορευμένων διακρίσεων είναι ουσιαστικής σημασίας.»

    4

    Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78 «[σ]κοπός της παρούσας οδηγίας είναι η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη.»

    5

    Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

    «1.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1.

    2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1:

    α)

    συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο».

    6

    Η παράγραφος 1 του άρθρου 3 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο τιτλοφορείται «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει τα εξής:

    «1.   Εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην Κοινότητα, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά:

    [...]

    γ)

    τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών,

    [...]».

    7

    Κατά το άρθρο 6 της ίδιας οδηγίας, το οποίο τιτλοφορείται «Δικαιολογημένη διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας»:

    «1.   Κατά παρέκκλιση εκ του άρθρου 2, παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό στόχο, ιδίως δε από θεμιτούς στόχους της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης, και εφόσον τα μέσα επίτευξης του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.

    Αυτή η διαφορετική μεταχείριση μπορεί ιδίως να περιλαμβάνει:

    α)

    την καθιέρωση ειδικών συνθηκών για την πρόσβαση στην απασχόληση και την επαγγελματική κατάρτιση, για την απασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των όρων απόλυσης και αμοιβής, για τους νέους, τους ηλικιωμένους και τους εργαζομένους που συντηρούν άλλα πρόσωπα, προκειμένου να ευνοείται η επαγγελματική τους ένταξη ή να εξασφαλίζεται η προστασία τους,

    [...]

    2.   Κατά παρέκκλιση εκ του άρθρου 2, παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι δεν συνιστά διάκριση λόγω ηλικίας, όσον αφορά τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, ο καθορισμός ηλικίας για την ένταξη ή την αποδοχή σε παροχές συνταξιοδότησης ή αναπηρίας, συμπεριλαμβανομένου και του καθορισμού για τα καθεστώτα αυτά διαφορετικού ορίου ηλικίας για εργαζόμενους ή για ομάδες ή κατηγορίες εργαζομένων και της χρήσης στο πλαίσιο των συστημάτων αυτών κριτηρίων ηλικίας στους αναλογιστικούς υπολογισμούς, υπό τον όρο ότι αυτό δεν καταλήγει σε διακρίσεις λόγω φύλου.»

    8

    Το Βασίλειο της Δανίας έκανε χρήση της δυνατότητας που παρέχει το άρθρο 18, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2000/78 για παράταση της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας αυτής στην εσωτερική έννομη τάξη όσον αφορά τις διακρίσεις λόγω ηλικίας και αναπηρίας και, ως εκ τούτου, η προθεσμία αυτή έληξε στις 2 Δεκεμβρίου 2006.

    Η δανική ρύθμιση

    9

    Η οδηγία 2000/78 μεταφέρθηκε στο εθνικό δίκαιο με τον νόμο 1417 για την τροποποίηση του νόμου περί απαγορεύσεως των διακρίσεων στην αγορά εργασίας (lov nr. 1417 om ændring af lov om forbud mod forskelsbehandling på arbejdsmarkedet m. v.), της 22ας Δεκεμβρίου 1996 (στο εξής: νόμος περί ίσης μεταχειρίσεως).

    10

    Το άρθρο 6a του ως άνω νόμου μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78. Έχει δε ως εξής:

    «Κατά παρέκκλιση εκ των άρθρων 2 έως 5, ο παρών νόμος δεν αποκλείει τον καθορισμό ηλικίας για την ένταξη σε επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως ή τη χρήση κριτηρίων ηλικίας στους αναλογιστικούς υπολογισμούς στο πλαίσιο των συστημάτων αυτών. Η χρήση αυτών των κριτηρίων ηλικίας δεν πρέπει να καταλήγει σε διακρίσεις λόγω φύλου.»

    Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    11

    Η G. Kristensen προσελήφθη στο τμήμα εξυπηρετήσεως πελατών της Experian στις 19 Νοεμβρίου 2007, όταν ήταν 29 ετών. Το σημείο 5.1. της συμβάσεως εργασίας της ορίζει σχετικά με τη συνταξιοδότηση τα εξής:

    «5.1

    [Η G. Kristensen υπάγεται] από τις 19 Αυγούστου 2008 στο υποχρεωτικό επαγγελματικό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα της [Experian], το οποίο διαχειρίζεται η Scandia. [Η Experian] καταβάλλει τα δύο τρίτα του ασφαλίστρου, ενώ [η G. Kristensen συνεισφέρει] καταβάλλοντας το ένα τρίτο του ποσού του ασφαλίστρου.

    Όσον αφορά το συνταξιοδοτικό πρόγραμμα της [Experian], [η G. Kristensen θα συνάψει] (μέσω του Willis) χωριστή σύμβαση με τη Scandia, η οποία διαχειρίζεται το συνταξιοδοτικό πρόγραμμα. Ασφάλιση γήρατος και ασθενείας παρέχεται με τη σύναψη της συμβάσεως εργασίας.

    Εφαρμοζόμενοι συντελεστές:

    Κάτω των 35 ετών: η συμμετοχή του εργαζόμενου είναι 3 % και της [Experian] 6 %·

    Από 35 έως 44 ετών: η συμμετοχή του εργαζόμενου είναι 4 % και της [Experian] 8 %·

    Άνω των 45 ετών: η συμμετοχή του εργαζόμενου είναι 5 % και της [Experian] 10 %.»

    12

    Από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτει ότι το επαγγελματικό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα το οποίο περιγράφεται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως δεν επιβάλλεται ούτε από τον νόμο ούτε από συλλογική σύμβαση, αλλά απορρέει αποκλειστικά από τη σύμβαση εργασίας που συνάπτει η Experian με τους εργαζόμενούς της.

    13

    Οι αποδοχές της G. Kristensen συνίσταντο στον συμφωνημένο βασικό μηνιαίο μισθό, δηλαδή 21500 δανικές κορώνες (DKK), με την προσθήκη της συνταξιοδοτικής εισφοράς του εργοδότη ποσοστού 6 %, και, συνεπώς, ο συνολικός μηνιαίος μισθός της, συμπεριλαμβανομένης της συνταξιοδοτικής εισφοράς του εργοδότη, ανερχόταν στο ποσό των 22790 DKK. Αν η G. Kristensen ήταν από 35 έως 44 ετών, θα λάμβανε 23220 DKK μηνιαίως, συμπεριλαμβανομένης της συνταξιοδοτικής εισφοράς του εργοδότη, και αν ήταν άνω των 45 ετών, θα λάμβανε μισθό 23650 DKK, συμπεριλαμβανομένης της συνταξιοδοτικής εισφοράς του εργοδότη.

    14

    Η G. Kristensen υπέβαλε την παραίτησή της με ισχύ από τις 31 Οκτωβρίου 2008. Η HK, η οποία ενεργεί για λογαριασμό της ενδιαφερόμενης, ζήτησε από την Experian, βάσει του νόμου περί ίσης μεταχειρίσεως, την καταβολή ως αποζημιώσεως ποσού το οποίο αντιστοιχεί σε εννέα μηνιαίους μισθούς, καθώς και αναδρομική καταβολή συνταξιοδοτικών εισφορών που αντιστοιχούν στο συντελεστή που εφαρμόζεται στους εργαζομένους άνω των 45 ετών, για τον λόγο ότι το συνταξιοδοτικό πρόγραμμα που εφαρμόζει η Experian εισάγει παράνομη διάκριση λόγω ηλικίας. Η Experian αντικρούει το αίτημα αυτό για τον λόγο ότι, γενικώς, τα συνταξιοδοτικά προγράμματα δεν εμπίπτουν στην προβλεπόμενη στον νόμο περί ίσης μεταχειρίσεως απαγόρευση, μεταξύ άλλων, των διακρίσεων λόγω ηλικίας.

    15

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Vestre Landsret αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Πρέπει η εξαίρεση την οποία προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας [2000/78] σχετικά με τον καθορισμό, όσον αφορά τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως, ηλικίας για την ένταξη ή την αποδοχή σε παροχές συνταξιοδοτήσεως ή αναπηρίας να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παρέχει τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να εξαιρούν εν γένει τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως από την απαγόρευση άμεσων ή έμμεσων διακρίσεων λόγω ηλικίας κατά το άρθρο 2 της οδηγίας [αυτής], εφόσον δεν εισάγεται διάκριση λόγω φύλου;

    2)

    Πρέπει η εξαίρεση την οποία προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας [2000/78] σχετικά με τον καθορισμό, όσον αφορά τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως, ηλικίας για την ένταξη ή την αποδοχή σε παροχές συνταξιοδοτήσεως ή αναπηρίας να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν απαγορεύει σε κράτος μέλος τη διατήρηση νομικού καθεστώτος, υπό το οποίο ο εργοδότης μπορεί να καταβάλλει κλιμακούμενες ανάλογα με την ηλικία συνταξιοδοτικές εισφορές ως τμήμα των αποδοχών, οπότε, παραδείγματος χάρη, καταβάλλει συνταξιοδοτικές εισφορές ύψους 6 % για εργαζόμενους κάτω των 35 ετών, ύψους 8 % για εργαζόμενους από 35 έως 44 ετών και ύψους 10 % για εργαζόμενους άνω των 45 ετών, εφόσον δεν εισάγεται διάκριση λόγω φύλου;»

    Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

    Επί του δευτέρου ερωτήματος

    Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

    16

    Με το δεύτερο ερώτημα, το οποίο πρέπει να εξεταστεί πρώτο, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 επαγγελματικό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα βάσει του οποίου ο εργοδότης καταβάλλει, ως τμήμα των αποδοχών, συνταξιοδοτικές εισφορές οι οποίες κλιμακώνονται ανάλογα με την ηλικία.

    17

    Επιβάλλεται, εκ προοιμίου, η διαπίστωση ότι η κύρια δίκη αφορά διαφορά μεταξύ δύο ιδιωτών σχετικά με φερόμενη δυσμενή διάκριση λόγω ηλικίας, η οποία δεν απορρέει από υποχρέωση που επιβάλλει ο νόμος ή από συλλογική σύμβαση, αλλά αποκλειστικά από τη σύμβαση εργασίας που συνάφθηκε μεταξύ της G. Kristensen και της Experian. Η HK, η οποία ενεργεί για λογαριασμό της G. Kristensen, επικαλείται τις διατάξεις της οδηγίας 2000/78 στο πλαίσιο της ένδικης αυτής διαφοράς.

    18

    Κατά πάγια, όμως, νομολογία του Δικαστηρίου, οι οδηγίες, δεδομένου ότι απευθύνονται τυπικά στα κράτη μέλη, δεν γεννούν υποχρεώσεις εις βάρος ιδιώτη και επομένως δεν μπορεί να γίνει επίκλησή τους κατ’ αυτού (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 1986, 152/84, Marshall, Συλλογή 1986, σ. 723, σκέψη 48· της 14ης Ιουλίου 1994, C-91/92, Faccini Dori, Συλλογή 1994, σ. I-3325, σκέψη 20, και της 19ης Ιανουαρίου 2010, C-555/07, Kücükdeveci, Συλλογή 2010, σ. I-365, σκέψη 46).

    19

    Κατόπιν τούτου, πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει την ύπαρξη της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας, η οποία αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης και την οποία συγκεκριμενοποιεί η οδηγία 2000/78 στον τομέα της απασχολήσεως και της εργασίας (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση Kücükdeveci, σκέψη 21). Η απαγόρευση κάθε είδους διακρίσεως μεταξύ άλλων και λόγω ηλικίας προβλέπεται από το άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), ο οποίος έχει από 1ης Δεκεμβρίου 2009 το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες.

    20

    Εντούτοις, για να εφαρμοστεί η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, πρέπει επιπλέον η περίπτωση αυτή να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης (προπαρατεθείσα απόφαση Kücükdeveci, σκέψη 23).

    21

    Τούτο συμβαίνει εν προκειμένω. Πράγματι, αφενός, το άρθρο 6a του νόμου περί ίσης μεταχειρίσεως σκοπό έχει να μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78. Η συμπεριφορά που φέρεται ότι εισάγει διάκριση στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης στηρίχθηκε στο άρθρο αυτό και, σε κάθε περίπτωση, ανάγεται σε χρόνο μεταγενέστερο της ημερομηνίας λήξεως της προθεσμίας που τάχθηκε στο συγκεκριμένο κράτος μέλος για τη μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική του έννομη τάξη, η οποία έληξε ως προς το Βασίλειο της Δανίας στις 2 Δεκεμβρίου 2006.

    22

    Αφετέρου, το επίμαχο στην κύρια δίκη επαγγελματικό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, για το οποίο προβάλλεται ότι εισάγει δυσμενή διάκριση, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78.

    23

    Πράγματι, όπως προκύπτει τόσο από τον τίτλο όσο και από το προοίμιο αλλά και το περιεχόμενο και τον σκοπό της, η ως άνω οδηγία επιδιώκει να θεσπίσει γενικό πλαίσιο προκειμένου να εξασφαλίσει σε όλους την ίση μεταχείριση «στην απασχόληση και την εργασία», προσφέροντάς τους αποτελεσματική προστασία έναντι των διακρίσεων για έναν από τους απαριθμούμενους στο άρθρο 1 αυτής λόγους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ηλικία.

    24

    Ειδικότερα, από το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2000/78 προκύπτει ότι αυτή εφαρμόζεται, εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που απονέμονται στην Ένωση, «σε όλα τα πρόσωπα, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων», όσον αφορά, μεταξύ άλλων, «τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών».

    25

    Ως προς το σημείο αυτό, το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78 πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και παράγραφος 3, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 13 της οδηγίας αυτής υπό την έννοια ότι δεν καλύπτει τα συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως και προστασίας οι παροχές των οποίων δεν εξομοιώνονται προς αμοιβή κατά την έννοια που δίδεται στον όρο αυτόν για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 157, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, ούτε προς τις πάσης φύσεως παροχές που καταβάλλει το Δημόσιο με σκοπό την πρόσβαση στην απασχόληση ή τη διατήρησή της (αποφάσεις της 1ης Απριλίου 2008, C-267/06, Maruko, Συλλογή 2008, σ. I-1757, σκέψη 41, και της 10ης Μαΐου 2011, C-147/08, Römer, Συλλογή 2011, σ. I-3591, σκέψη 32).

    26

    Συναφώς, η κατά το άρθρο 157, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ έννοια της αμοιβής περιλαμβάνει όλα τα οφέλη, σε χρήμα ή σε είδος, παρόντα ή μελλοντικά, αρκεί να παρέχονται, έστω και εμμέσως, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο λόγω της εργασίας του δευτέρου (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 17ης Μαΐου 1990, C-262/88, Barber, Συλλογή 1990, σ. I-1889, σκέψη 12).

    27

    Η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά εργοδοτικές εισφορές που καταβάλλει η Experian για τους εργαζόμενούς της κατά τη διάρκεια περιόδου απασχολήσεως στην επιχείρηση αυτή και όχι συνταξιοδοτικές παροχές που οφείλονται κατόπιν της συνταξιοδοτήσεώς τους.

    28

    Επιπλέον, η υποχρέωση του εργοδότη για καταβολή των εν λόγω εισφορών απορρέει αποκλειστικά από τη σύμβαση εργασίας που συνάπτει με τους εργαζόμενούς του και δεν του επιβάλλεται από τον νόμο. Η χρηματοδότηση του επίμαχου στην κύρια δίκη επαγγελματικού συνταξιοδοτικού προγράμματος διασφαλίζεται κατά τα δύο τρίτα των εισφορών από τον εργοδότη και κατά το υπόλοιπο ένα τρίτο από τον εργαζόμενο χωρίς συμμετοχή των δημοσίων αρχών. Ως εκ τούτου, το εν λόγω πρόγραμμα αποτελεί μέρος των παροχών που ο εργοδότης χορηγεί στους εργαζόμενούς του.

    29

    Βεβαίως, η καταβολή δεν πραγματοποιείται απευθείας στον εργαζόμενο, αλλά στον προσωπικό του αποταμιευτικό συνταξιοδοτικό λογαριασμό. Εντούτοις, όπως επισήμανε η Experian απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου, κάθε εργαζόμενος διαχειρίζεται ο ίδιος τον προσωπικό του αποταμιευτικό συνταξιοδοτικό λογαριασμό και αποφασίζει από κοινού με ειδικευμένο σύμβουλο στον τομέα των συντάξεων για τον τρόπο επενδύσεως του αποταμιευόμενου ποσού προκειμένου εν ευθέτω χρόνω να λάβει σύνταξη.

    30

    Κατά συνέπεια, οι εργοδοτικές εισφορές που καταβάλλονται στο πλαίσιο του επίμαχου στην κύρια δίκη προγράμματος είναι παρόν όφελος σε χρήμα, το οποίο παρέχεται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο λόγω της εργασίας του δεύτερου και ως εκ τούτου αποτελεί αμοιβή κατά την έννοια του άρθρου 157, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Κατά συνέπεια, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78.

    31

    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι πρέπει να εξεταστεί επί τη βάσει της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας, την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 21 του Χάρτη και συγκεκριμενοποιεί η οδηγία 2000/78, αν αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης επαγγελματικό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη.

    32

    Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το δεύτερο ερώτημα αφορά, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα αν η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας, την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 21 του Χάρτη και συγκεκριμενοποιεί η οδηγία 2000/78, και, ειδικότερα, τα άρθρα 2 και 6, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε επαγγελματικό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα βάσει του οποίου ο εργοδότης καταβάλλει, ως τμήμα των αποδοχών, συνταξιοδοτικές εισφορές οι οποίες κλιμακώνονται ανάλογα με την ηλικία.

    33

    Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει, κατ’ αρχάς, να εξεταστεί αν το επίμαχο στην κύρια δίκη επαγγελματικό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα εισάγει διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας.

    Επί της υπάρξεως διαφορετικής μεταχειρίσεως λόγω ηλικίας

    34

    Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, η «αρχή της ίσης μεταχείρισης» σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διακρίσεως για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1 της ίδιας οδηγίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ηλικία. Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας διευκρινίζει ότι, για την εφαρμογή της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, άμεση διάκριση συντρέχει όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1 της οδηγίας αυτής, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο.

    35

    Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η G. Kristensen ήταν κάτω των 35 ετών κατά τον χρόνο της προσλήψεώς της, η εργοδοτική εισφορά που κατέβαλλε η Experian στο συνταξιοδοτικό πρόγραμμα για αυτήν ανερχόταν στο 6 % του βασικού μισθού της. Οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές της, οι οποίες αποτελούνταν από τον βασικό μισθό προσαυξημένο με τις εργοδοτικές εισφορές, ήταν συνεπώς κατώτερες από τις συνολικές μηνιαίες αποδοχές εργαζόμενου με τον ίδιο βασικό μισθό αλλά ηλικίας άνω των 35 ετών. Πράγματι, για τους εργαζόμενους της Experian ηλικίας μεταξύ 35 και 45 ετών, οι εργοδοτικές εισφορές ανέρχονται στο 8 % του βασικού μισθού, ενώ για τους εργαζόμενους ηλικίας άνω των 45 ετών, αντιστοιχούν στο 10 % του βασικού μισθού. Το γεγονός ότι οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές των νεότερων σε ηλικία εργαζόμενων είναι κατώτερες και, κατά συνέπεια, το γεγονός ότι τυγχάνουν λιγότερο ευνοϊκής μεταχειρίσεως σχετίζεται, ως εκ τούτου, άμεσα με την ηλικία.

    36

    Κατά συνέπεια, το επίμαχο στην κύρια δίκη επαγγελματικό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα εισάγει διαφορετική μεταχείριση βάσει του κριτηρίου της ηλικίας.

    37

    Εν συνεχεία, πρέπει να εξεταστεί αν η διαφορετική αυτή μεταχείριση μπορεί να συνιστά διάκριση απαγορευόμενη από την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας, την οποία κατοχυρώνει ο Χάρτης και συγκεκριμενοποιεί η οδηγία 2000/78.

    38

    Το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78, το οποίο μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο στο δεύτερο ερώτημά του, ορίζει συναφώς ότι τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι, υπό ορισμένες περιστάσεις, η διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση λόγω ηλικίας.

    39

    Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστεί αν η διαφορετική μεταχείριση που διαπιστώθηκε στη σκέψη 36 της παρούσας αποφάσεως μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78.

    Επί της δικαιολογήσεως, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78, της διαφορετικής μεταχειρίσεως λόγω ηλικίας

    40

    Κατά τη γαλλική απόδοση του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν κατά παρέκκλιση από το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78, ότι «ne constitue pas une discrimination fondée sur l’âge la fixation, pour les régimes professionnels de sécurité sociale, d’âges d’adhésion ou d’admissibilité aux prestations de retraite ou d’invalidité, y compris la fixation, pour ces régimes, d’âges différents pour des travailleurs ou des groupes ou catégories de travailleurs et l’utilisation, dans le cadre de ces régimes, de critères d’âge dans les calculs actuariels, à condition que cela ne se traduise pas par des discriminations fondées sur le sexe [δεν συνιστά διάκριση λόγω ηλικίας, όσον αφορά τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, ο καθορισμός ηλικίας για την ένταξη ή την αποδοχή σε παροχές συνταξιοδότησης ή αναπηρίας, συμπεριλαμβανομένου και του καθορισμού για τα καθεστώτα αυτά διαφορετικού ορίου ηλικίας για εργαζόμενους ή για ομάδες ή κατηγορίες εργαζομένων και της χρήσης στο πλαίσιο των συστημάτων αυτών κριτηρίων ηλικίας στους αναλογιστικούς υπολογισμούς, υπό τον όρο ότι αυτό δεν καταλήγει σε διακρίσεις λόγω φύλου]».

    41

    Η απόδοση του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής στη δανική γλώσσα διαφέρει από το κείμενο που παρατέθηκε στην προηγούμενη σκέψη ως προς το ότι δεν γίνεται μνεία, ιδίως, των «prestations de retraite ou d’invalidité [παροχών συνταξιοδότησης ή αναπηρίας]».

    42

    Επιβάλλεται συναφώς η υπόμνηση ότι, κατά πάγια νομολογία, οι κανόνες του δικαίου της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται κατά τρόπο ομοιόμορφο λαμβανομένων υπόψη των αποδόσεών τους σε όλες τις γλώσσες της Ένωσης. Σε περίπτωση διαστάσεως μεταξύ των αποδόσεων στις διάφορες γλώσσες κειμένου του δικαίου της Ένωσης, η επίμαχη διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται βάσει της όλης οικονομίας της και του σκοπού της ρυθμίσεως της οποίας αποτελεί στοιχείο (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2005, C-280/04, Jyske Finans, Συλλογή 2005, σ. I-10683, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    43

    Όσον αφορά τις αποδόσεις του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 στις άλλες γλώσσες της Ένωσης, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι σε αυτές γίνεται ρητή μνεία, όπως και στην παρατεθείσα στη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως απόδοση στη γαλλική γλώσσα, του καθορισμού ηλικίας για την ένταξη ή την αποδοχή σε παροχές συνταξιοδοτήσεως ή αναπηρίας όσον αφορά τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως. Ενδεικτικώς, στην απόδοση της εν λόγω διατάξεως στην ισπανική γλώσσα γίνεται λόγος για «la determinación, para los regímenes profesionales de seguridad social, de edades para poder beneficiarse de prestaciones de jubilación o invalidez u optar a las mismas», η απόδοση της διατάξεως αυτής στη γερμανική γλώσσα έχει την εξής διατύπωση «bei den betrieblichen Systemen der sozialen Sicherheit die Festsetzung von Altersgrenzen als Voraussetzung für die Mitgliedschaft oder den Bezug von Altersrente oder von Leistungen bei Invalidität», η απόδοση της επίμαχης διατάξεως στην αγγλική γλώσσα αναφέρει «the fixing for occupational social security schemes of ages for admission or entitlement to retirement or invalidity benefits», ενώ η απόδοσή της στην πολωνική γλώσσα έχει την εξής διατύπωση «ustalanie, dla systemów zabezpieczenia społecznego pracowników, wieku przyznania lub nabycia praw do świadczeń emerytalnych lub inwalidzkich».

    44

    Από το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78, στις γλωσσικές αποδόσεις που παρατέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως, προκύπτει επιπλέον ότι η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή μόνο για τις περιοριστικά απαριθμούμενες σε αυτήν περιπτώσεις. Πράγματι, αν ο νομοθέτης της Ένωσης είχε την πρόθεση να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής πέρα από τις ρητά μνημονευόμενες στη διάταξη αυτή περιπτώσεις, θα την είχε εκφράσει ρητώς χρησιμοποιώντας, για παράδειγμα, το επίρρημα «ιδίως».

    45

    Η όλη οικονομία και ο σκοπός της οδηγίας 2000/78 επιβεβαιώνουν το συμπέρασμα αυτό. Πράγματι, η οδηγία αυτή συγκεκριμενοποιεί την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας στον τομέα της απασχολήσεως και της εργασίας, η οποία θεωρείται γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση Kücükdeveci, σκέψη 21). Η απαγόρευση κάθε είδους διακρίσεως λόγω, μεταξύ άλλων, ηλικίας προβλέπεται εξάλλου από το άρθρο 21 του Χάρτη, ο οποίος έχει από την 1η Δεκεμβρίου 2009 το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες.

    46

    Δεδομένου ότι το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέπουν εξαίρεση από την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας, η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς (βλ. απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, C‑546/11, Dansk Jurist-og Økonomforbund, σκέψη 41).

    47

    Η ερμηνεία, όμως, του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 υπό την έννοια ότι η διάταξη αυτή μπορεί να εφαρμοστεί σε κάθε τύπου επαγγελματικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως θα είχε ως αποτέλεσμα τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της, παρά το γεγονός ότι η εν λόγω διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς (απόφαση Dansk Jurist- og Økonomforbund, σκέψη 42).

    48

    Κατά συνέπεια, το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 έχει εφαρμογή μόνο ως προς τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως που καλύπτουν τους κινδύνους του γήρατος και της αναπηρίας (απόφαση Dansk Jurist- og Økonomforbund, σκέψη 43).

    49

    Εν προκειμένω, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η κλιμάκωση των συνταξιοδοτικών εισφορών ανάλογα με την ηλικία εντάσσεται στο πλαίσιο επαγγελματικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως που καλύπτει τον κίνδυνο του γήρατος, πρέπει επιπλέον η εν λόγω κλιμάκωση να εμπίπτει σε μία από τις περιπτώσεις τις οποίες προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78, δηλαδή στον «καθορισμ[ό] ηλικίας για την ένταξη ή την αποδοχή σε παροχές συνταξιοδότησης ή αναπηρίας», περιλαμβανομένης της «χρήσης […] κριτηρίων ηλικίας στους αναλογιστικούς υπολογισμούς».

    50

    Πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι το επίμαχο στην κύρια δίκη επαγγελματικό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα δεν προβλέπει ηλικία για την ένταξη στις παροχές συνταξιοδοτήσεως, δεδομένου ότι οι εργαζόμενοι της Experian συμμετέχουν αυτομάτως στο πρόγραμμα αυτό μετά από τη συμπλήρωση εννεάμηνης υπηρεσίας στην επιχείρηση. Κατά συνέπεια, αυτή καθαυτή η κλιμάκωση δεν συνεπάγεται «καθορισμ[ό] ηλικίας για την ένταξη ή την αποδοχή σε παροχές συνταξιοδότησης» κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78.

    51

    Η Δανική, η Βελγική και η Γερμανική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποστηρίζουν εντούτοις ότι η διάταξη αυτή έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται όχι μόνο ως προς τον καθορισμό ηλικίας για την ένταξη ή την αποδοχή σε παροχές συνταξιοδοτήσεως αλλά επίσης, κατά μείζονα λόγο, σε λιγότερο σοβαρές μορφές διακρίσεων λόγω ηλικίας, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη.

    52

    Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Πράγματι, αφενός, οι επίμαχες στην κύρια δίκη συνταξιοδοτικές εισφορές αποτελούν, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 30 της παρούσας αποφάσεως, τμήμα των αποδοχών των υπαλλήλων της Experian. Συνεπώς, η κλιμάκωση των εν λόγω εισφορών ανάλογα με την ηλικία μπορεί να έχει συνέπειες που υπερβαίνουν τον απλό καθορισμό ηλικίας για την ένταξη ή αποδοχή σε παροχές συνταξιοδοτήσεως. Αφετέρου, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 46 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς. Κατά συνέπεια, στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής δεν μπορούν να περιληφθούν όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν επαγγελματικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως το οποίο καλύπτει τους κινδύνους του γήρατος και της αναπηρίας, όπως, μεταξύ άλλων, ο καθορισμός του ποσού των εισφορών στο εν λόγω σύστημα, αλλά μόνο τα ρητώς μνημονευόμενα σε αυτήν.

    53

    Για τον ίδιο ακριβώς λόγο ο καθορισμός του ποσού των εισφορών δεν μπορεί να εξομοιωθεί με χρήση «κριτηρίων ηλικίας στους αναλογιστικούς υπολογισμούς» κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78, δεδομένου ότι αυτός, σε κάθε περίπτωση, δεν συνεπάγεται προσδιορισμό ηλικίας για την ένταξη ή αποδοχή σε παροχές συνταξιοδοτήσεως.

    54

    Κατά συνέπεια, η κλιμάκωση των συνταξιοδοτικών εισφορών ανάλογα με την ηλικία δεν εμπίπτει στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78.

    Επί της δικαιολογήσεως, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, της διαφορετικής μεταχειρίσεως λόγω ηλικίας

    55

    Δεδομένου ότι η κλιμάκωση των εργοδοτικών εισφορών ανάλογα με την ηλικία συνιστά διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας που δεν εμπίπτει στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 54 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να εξεταστεί εάν το μέτρο αυτό μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας.

    56

    Πράγματι, μολονότι το αιτούν δικαστήριο περιόρισε το ερώτημά του στην ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78, το γεγονός αυτό δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να του παράσχει όλα τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που μπορεί να του είναι χρήσιμα για την εκδίκαση της υπόθεσης της οποίας έχει επιληφθεί, ασχέτως του αν το αιτούν δικαστήριο έχει κάνει σχετική μνεία στο ερώτημά του (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, C-503/09, Stewart, Συλλογή 2011, σ. I-6497, σκέψη 79 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    57

    Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2000/78, η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από θεμιτό σκοπό, ιδίως δε από θεμιτούς σκοπούς της πολιτικής στον τομέα της απασχολήσεως, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής καταρτίσεως, και εφόσον τα μέσα επιτεύξεως του σκοπού αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.

    58

    Όσον αφορά, πρώτον, το ζήτημα αν το επίμαχο στην κύρια δίκη επαγγελματικό πρόγραμμα υπηρετεί θεμιτό σκοπό, η Experian και η Δανική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι το πρόγραμμα αυτό σκοπό έχει, κατά πρώτο λόγο, να καταστήσει δυνατή, αφενός, την αποταμίευση εύλογου ποσού για την ασφάλιση γήρατος σε μεγαλύτερης ηλικίας εργαζόμενους οι οποίοι προσλαμβάνονται από την Experian σε όψιμο στάδιο της επαγγελματικής τους σταδιοδρομίας εντός σχετικώς σύντομης περιόδου υπαγωγής στο πρόγραμμα αυτό. Αφετέρου, σκοπό έχει την σε πρώιμο στάδιο ένταξη στο ίδιο επαγγελματικό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα των νεότερων σε ηλικία εργαζόμενων, επιτρέποντάς τους όμως να έχουν στη διάθεσή τους μεγαλύτερο μέρος του μισθού τους, λαμβανομένου υπόψη του εφαρμοζόμενου μικρότερου συντελεστή για τις εργατικές εισφορές. Το πρόγραμμα αυτό καθιστά συνεπώς δυνατή για το σύνολο των εργαζομένων της Experian την αποταμίευση εύλογου ποσού για την ασφάλιση γήρατος, το οποίο μπορούν να έχουν στη διάθεσή τους κατά τη συνταξιοδότησή τους.

    59

    Κατά την Experian, η κλιμάκωση των συνταξιοδοτικών εισφορών που χαρακτηρίζει το επίμαχο πρόγραμμα δικαιολογείται, κατά δεύτερο λόγο, από την ανάγκη να καλύπτονται οι κίνδυνοι θανάτου, ανικανότητας προς εργασία και σοβαρής ασθένειας, των οποίων το κόστος αυξάνεται με την ηλικία. Μέρος των εν λόγω εισφορών χρησιμοποιείται για την κάλυψη των κινδύνων αυτών.

    60

    Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, τα κράτη μέλη καθώς και, κατά περίπτωση, οι κοινωνικοί εταίροι στο εθνικό επίπεδο έχουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως στην επιλογή όχι μόνον της επιδιώξεως ενός συγκεκριμένου σκοπού μεταξύ άλλων στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής και της πολιτικής απασχολήσεως αλλά και στον καθορισμό των μέτρων μέσω των οποίων μπορεί να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός (απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2007, C-411/05, Palacios de la Villa, Συλλογή 2007, σ. I-8531, σκέψη 68).

    61

    Τα ανωτέρω ισχύουν και όσον αφορά τους επιδιωκόμενους σκοπούς στο πλαίσιο επαγγελματικού συνταξιοδοτικού προγράμματος που περιλαμβάνεται σε σύμβαση εργασίας, όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη.

    62

    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι σκοποί, όπως αυτοί που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 58 και 59 της παρούσας αποφάσεως, οι οποίοι λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα του συνόλου των εργαζομένων της Experian, στο πλαίσιο προβληματισμών που εμπίπτουν στο πλαίσιο της κοινωνικής πολιτικής, της πολιτικής απασχολήσεως και της αγοράς εργασίας, προκειμένου να διασφαλιστεί αποταμίευση εύλογου ποσού για την ασφάλιση γήρατος του εργαζόμενου, μπορούν να θεωρηθούν θεμιτοί.

    63

    Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί αν η κλιμάκωση των εισφορών ανάλογα με την ηλικία τηρεί την αρχή της αναλογικότητας, δηλαδή εάν είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επιδίωξη των εν λόγω σκοπών.

    64

    Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, τον πρόσφορο χαρακτήρα της κλιμακώσεως αυτής ανάλογα με την ηλικία, προκύπτει ότι, λόγω της εφαρμογής για τους μεγαλύτερους σε ηλικία εργαζόμενους υψηλότερου συντελεστή τόσο για τις εργοδοτικές όσο και για τις εργατικές εισφορές, η κλιμάκωση των εισφορών ανάλογα με την ηλικία καθιστά δυνατή για αυτούς τους εργαζόμενους την αποταμίευση εύλογου ποσού για την ασφάλιση γήρατος, ακόμα και στην περίπτωση που η ένταξή τους στο επίμαχο πρόγραμμα είναι σχετικά πρόσφατη. Η κλιμάκωση αυτή καθιστά δυνατή επίσης την υπαγωγή των νεότερων σε ηλικία εργαζομένων στο πρόγραμμα αυτό, δεδομένου ότι σε αυτό πρόσβαση έχουν όλοι οι εργαζόμενοι της Experian ανεξαρτήτως της ηλικίας τους, επιβάλλοντας όμως στους νεότερους σε ηλικία εργαζόμενους μικρότερη οικονομική επιβάρυνση, δεδομένου ότι όντως οι παρακρατούμενες από αυτούς εισφορές είναι χαμηλότερες από τις εισφορές που καταβάλλουν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία εργαζόμενοι.

    65

    Επιπλέον, η εφαρμογή για τους μεγαλύτερους σε ηλικία εργαζόμενους υψηλότερου συντελεστή εργοδοτικών και εργατικών συνταξιοδοτικών εισφορών φαίνεται, κατ’ αρχήν, να είναι πρόσφορη για να διασφαλίσει ότι μεγαλύτερο μέρος αυτών των εισφορών θα διατίθεται για την κάλυψη των κινδύνων θανάτου, ανικανότητας προς εργασία και βαριάς ασθένειας, των οποίων η επέλευση είναι στατιστικώς πιθανότερη όσον αφορά τους μεγαλύτερους σε ηλικία εργαζόμενους.

    66

    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, είναι εύλογο να γίνει δεκτό ότι η κλιμάκωση των εισφορών ανάλογα με την ηλικία μπορεί να καταστήσει δυνατή την επίτευξη των σκοπών που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 58 και 59 της παρούσας αποφάσεως.

    67

    Πρέπει εντούτοις να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, ένα μέτρο είναι πρόσφορο για την υλοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού μόνον αν συμβάλλει πράγματι στην προσπάθεια υλοποιήσεώς του κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό (απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, C-159/10 και C-160/10, Fuchs και Köhler, Συλλογή 2011, σ. I-6919, σκέψη 85).

    68

    Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν η κλιμάκωση των εισφορών ανάλογα με την ηλικία ανταποκρίνεται στην απαίτηση αυτή, διασφαλίζοντας όμως ότι δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου ορίου για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών. Ως προς το σημείο αυτό, πρέπει να εξετάσει μεταξύ άλλων αν οι επιπτώσεις της διαπιστωθείσας διαφορετικής μεταχειρίσεως αντισταθμίζονται από τα οφέλη που προκύπτουν από το επίμαχο στην κύρια δίκη επαγγελματικό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα. Το εθνικό δικαστήριο οφείλει, ειδικότερα, να λάβει υπόψη το γεγονός, αφενός, ότι η G. Kristensen άντλησε οφέλη από το πρόγραμμα αυτό, καθόσον επωφελήθηκε από τις εισφορές που κατέβαλε για αυτήν ο εργοδότης της, και, αφετέρου, ότι στο μικρότερο ποσό εργοδοτικών εισφορών αντιστοιχεί μικρότερο ποσό εργατικών εισφορών, κατά τρόπον ώστε το ποσοστό του μηνιαίου βασικού μισθού το οποίο όφειλε να καταβάλλει η G. Kristensen στον αποταμιευτικό συνταξιοδοτικό λογαριασμό της ήταν μικρότερο από εκείνο που κατέβαλλε εργαζόμενος ηλικίας άνω των 45 ετών. Εναπόκειται στο εν λόγω δικαστήριο να σταθμίσει τα στοιχεία αυτά.

    69

    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας, την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 21 του Χάρτη και συγκεκριμενοποιεί η οδηγία 2000/78, και, ειδικότερα, τα άρθρα 2 και 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε επαγγελματικό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα βάσει του οποίου ο εργοδότης καταβάλλει, ως τμήμα των αποδοχών, συνταξιοδοτικές εισφορές οι οποίες κλιμακώνονται ανάλογα με την ηλικία, υπό τον όρο ότι η διαφορετική μεταχείριση που προκύπτει από το πρόγραμμα αυτό είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη θεμιτού σκοπού, πράγμα που εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει.

    Επί του πρώτου ερωτήματος

    70

    Κατόπιν της απαντήσεως που δόθηκε στο δεύτερο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο πρώτο ερώτημα.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    71

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    Η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας, την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συγκεκριμενοποιεί η οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, και, ειδικότερα, τα άρθρα 2 και 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε επαγγελματικό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα βάσει του οποίου ο εργοδότης καταβάλλει, ως τμήμα των αποδοχών, συνταξιοδοτικές εισφορές οι οποίες κλιμακώνονται ανάλογα με την ηλικία, υπό τον όρο ότι η διαφορετική μεταχείριση που προκύπτει από το πρόγραμμα αυτό είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη θεμιτού σκοπού, πράγμα που εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η δανική.

    Top