EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62011CJ0332

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 21ης Φεβρουαρίου 2013.
ProRail BV κατά Xpedys NV κ.λπ.
Αίτηση του Hof van Cassatie για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Κανονισμός (ΕΚ) 1206/2001 — Συνεργασία κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις — Απευθείας διεξαγωγή αποδείξεων — Ορισμός πραγματογνώμονα — Καθήκοντα εκτελούμενα εν μέρει στο έδαφος του κράτους μέλους του αιτούντος δικαστηρίου και εν μέρει στο έδαφος άλλου κράτους μέλους.
Υπόθεση C‑332/11.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2013:87

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 21ης Φεβρουαρίου 2013 ( *1 )

«Κανονισμός (ΕΚ) 1206/2001 — Συνεργασία κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις — Απευθείας διεξαγωγή αποδείξεων — Ορισμός πραγματογνώμονα — Καθήκοντα εκτελούμενα εν μέρει στο έδαφος του κράτους μέλους του αιτούντος δικαστηρίου και εν μέρει στο έδαφος άλλου κράτους μέλους»

Στην υπόθεση C-332/11,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβληθείσα δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ από το Hof van Cassatie (Βέλγιο) με απόφαση της 27ης Μαΐου 2011, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 30 Ιουνίου 2011, στο πλαίσιο της δίκης

ProRail BV

κατά

Xpedys NV,

FAG Kugelfischer GmbH,

DB Schenker Rail Nederland NV,

Nationale Maatschappij der Belgische Spoorwegen NV,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Tizzano, πρόεδρο τμήματος, A. Borg Barthet, M. Ilešič (εισηγητή), J.-J. Kasel και M. Berger, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Jääskinen

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η ProRail BV, εκπροσωπούμενη από τον S. Van Moorleghem, advocaat,

οι Xpedys NV, DB Schenker Rail Nederland NV και Nationale Maatschappij der Belgische Spoorwegen NV, εκπροσωπούμενες από τον M. Godfroid, advocaat,

η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J.-C. Halleux και T. Materne,

η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και J. Vláčil,

η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την K. Petersen,

η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. Inez Fernandes,

η Ελβετική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον D. Klingele,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την A.-M. Rouchaud-Joët και τον R. Troosters,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΚ) 1206/2001 του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 2001, για τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ L 174, σ. 1).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της ProRail BV (στο εξής: ProRail) και, αφετέρου, της Xpedys NV (στο εξής: Xpedys), της FAG Kugelfischer GmbH (στο εξής: FAG), της DB Schenker Rail Nederland NV (στο εξής: DB Schenker) και της Nationale Maatschappij der Belgische Spoorwegen NV (στο εξής: SNCB), κατόπιν σιδηροδρομικού ατυχήματος που προκλήθηκε από αμαξοστοιχία προερχόμενη από το Βέλγιο και έχουσα ως προορισμό τις Κάτω Χώρες.

Το νομικό πλαίσιο

Ο κανονισμός (ΕΚ) 1206/2001

3

Κατά την αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού 1206/2001, «[η] απρόσκοπτη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς απαιτεί να βελτιωθεί, και ιδίως να απλουστευθεί και να επιταχυνθεί, η συνεργασία των δικαστηρίων στο πεδίο της διεξαγωγής αποδείξεων».

4

Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 6 και 7 του κανονισμού αυτού:

«(6)

Δεν υφίσταται μέχρι σήμερα καμία δεσμευτική νομική πράξη μεταξύ όλων των κρατών μελών στο πεδίο της διεξαγωγής αποδείξεων. Η σύμβαση της Χάγης της 18ης Μαρτίου 1970 για τη λήψη μαρτυρικών αποδείξεων στην αλλοδαπή σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις ισχύει μόνον μεταξύ ένδεκα κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(7)

Δεδομένου ότι, για την έκδοση μιας απόφασης στα πλαίσια εκκρεμούς διαδικασίας σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις ενώπιον δικαστηρίου ενός κράτους μέλους συχνά απαιτείται η διεξαγωγή αποδείξεων σε άλλο κράτος μέλος, η δραστηριότητα της Κοινότητας δεν πρέπει να περιορίζεται στον τομέα της διαβίβασης δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις [...]. Ως εκ τούτου θα πρέπει να συνεχισθεί η βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ δικαστηρίων των κρατών μελών στον τομέα της διεξαγωγής αποδείξεων.»

5

Η αιτιολογική σκέψη 15 του εν λόγω κανονισμού έχει ως εξής:

«Για τη διευκόλυνση της διεξαγωγής αποδείξεων, ένα δικαστήριο κράτους μέλους πρέπει να έχει τη δυνατότητα, σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους του, να διεξάγει αποδείξεις απευθείας σε άλλο κράτος μέλος, εφόσον υπάρχει αποδοχή του τελευταίου προς τούτο και υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει το κεντρικό όργανο ή η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτελέσεως.»

6

Το άρθρο 1 του κανονισμού 1206/2001, το οποίο επιγράφεται «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει:

«1.   Ο παρών κανονισμός ισχύει σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις όταν το δικαστήριο ενός κράτους μέλους παραγγέλλει, σύμφωνα με τις διατάξεις της εθνικής του νομοθεσίας:

α)

στο αρμόδιο δικαστήριο άλλου κράτους μέλους τη διεξαγωγή αποδείξεων, ή

β)

τη διεξαγωγή αποδείξεων απευθείας σε άλλο κράτος μέλος.

2.   Δεν επιτρέπεται παραγγελία για τη διεξαγωγή αποδείξεων αν οι αποδείξεις δεν προορίζονται να χρησιμοποιηθούν σε δικαστικές υποθέσεις που έχουν ήδη αρχίσει να εκδικάζονται ή πρόκειται να εκδικασθούν.

3.   Στον παρόντα κανονισμό, με τον όρο “κράτος μέλος” νοούνται τα κράτη μέλη με εξαίρεση τη Δανία.»

7

Κατά το άρθρο 3 του κανονισμού 1206/2001, το οποίο επιγράφεται «Κεντρικό όργανο»:

«1.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει ένα κεντρικό όργανο, το οποίο:

α)

παρέχει πληροφορίες στα δικαστήρια·

β)

επιλύει τις δυσχέρειες που μπορεί να προκύψουν σε σχέση με μια παραγγελία·

γ)

διαβιβάζει περαιτέρω, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μετά από αίτηση αιτούντος δικαστηρίου, παραγγελία στο αρμόδιο δικαστήριο.

2.   Ομοσπονδιακά κράτη, κράτη με πλείονα νομικά συστήματα ή κράτη με αυτόνομες εδαφικές ενότητες, δύνανται να ορίζουν περισσότερα από ένα κεντρικά όργανα.

3.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει επίσης το κεντρικό όργανο που προβλέπει η παράγραφος 1 ή μία ή περισσότερες αρμόδιες αρχές που επιφορτίζονται με τη λήψη των αποφάσεων επί παραγγελιών σύμφωνα με το άρθρο 17.»

8

Στο κεφάλαιο II του κανονισμού αυτού, το οποίο αφορά τη διαβίβαση και την εκτέλεση των παραγγελιών για τη διεξαγωγή αποδείξεων, περιλαμβάνεται το τμήμα 3, το οποίο επιγράφεται «Διεξαγωγή των αποδείξεων από το δικαστήριο εκτελέσεως» και αποτελείται από τα άρθρα 10 έως 16 του εν λόγω κανονισμού.

9

Το άρθρο 10 του κανονισμού 1206/2001, το οποίο επιγράφεται «Γενικές διατάξεις για την εκτέλεση της παραγγελίας», ορίζει:

«1.   Το δικαστήριο εκτελέσεως εκτελεί την παραγγελία αμελλητί και το αργότερο εντός 90 ημερών από την παραλαβή της παραγγελίας.

2.   Το δικαστήριο εκτελέσεως εκτελεί την παραγγελία σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους του.

[...]»

10

Το άρθρο 17, το οποίο διέπει την απευθείας διεξαγωγή αποδείξεων από το αιτούν δικαστήριο, ορίζει:

«1.   Όταν δικαστήριο ζητεί να διεξαχθούν αποδείξεις απευθείας σε άλλο κράτος μέλος, πρέπει να υποβάλλει παραγγελία στο προβλεπόμενο από το άρθρο 3, παράγραφος 3, κεντρικό όργανο ή αρμόδια αρχή του κράτους αυτού […].

2.   Η απευθείας διεξαγωγή αποδείξεων μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον σε εθελοντική βάση, χωρίς τη λήψη μέτρων καταναγκασμού.

Όταν η απευθείας διεξαγωγή αποδείξεων προϋποθέτει την ακρόαση προσώπου, το αιτούν δικαστήριο ενημερώνει το πρόσωπο αυτό ότι η δικαστική πράξη θα πραγματοποιηθεί σε εθελοντική βάση.

3.   Η διεξαγωγή αποδείξεων πραγματοποιείται από μέλος του δικαστικού προσωπικού ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, όπως από πραγματογνώμονα, ο οποίος διορίζεται σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους του αιτούντος δικαστηρίου.

4.   Εντός 30 ημερών από την παραλαβή της παραγγελίας, το κεντρικό όργανο ή η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτελέσεως ενημερώνουν το αιτούν δικαστήριο κατά πόσον η παραγγελία αυτή έγινε αποδεκτή και, ενδεχομένως, τους όρους βάσει των οποίων θα γίνει η διεξαγωγή αυτή σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους τους […].

Ειδικότερα, το κεντρικό όργανο ή η αρμόδια αρχή μπορεί να αναθέσει σε δικαστήριο του κράτους μέλους του να λάβει μέρος στη διεξαγωγή των αποδείξεων προκειμένου να διασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή αυτού του άρθρου και των προϋποθέσεων που έχουν καθοριστεί.

Το κεντρικό όργανο ή η αρμόδια αρχή ενθαρρύνει τη χρήση τηλεπικοινωνιακών τεχνολογιών, όπως είναι οι τηλεδιασκέψεις.

5.   Το κεντρικό όργανο ή η αρμόδια αρχή μπορεί να αρνηθεί την απευθείας διεξαγωγή αποδείξεων μόνον αν:

α)

η παραγγελία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με το άρθρο 1·

β)

η παραγγελία δεν περιλαμβάνει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 4, ή

γ)

η απευθείας διεξαγωγή αποδείξεων αντίκειται στις θεμελιώδεις αρχές της νομοθεσίας στο κράτος μέλος του.

6.   Υπό την επιφύλαξη των όρων που προβλέπονται από την παράγραφο 4, το αιτούν δικαστήριο εκτελεί την παραγγελία σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους του.»

11

Το άρθρο 21, παράγραφος 2, του κανονισμού 1206/2001, το οποίο διέπει τη σχέση μεταξύ των συμφωνιών ή συμβάσεων των οποίων μέρη είναι ή θα είναι τα κράτη μέλη, ορίζει:

«Ο παρών κανονισμός δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρούν ή να συνάπτουν επιμέρους συμφωνίες ή συμβάσεις μεταξύ δύο ή περισσότερων εξ αυτών, προκειμένου να διευκολύνεται η διεξαγωγή αποδείξεων, εφόσον συνάδουν προς τον παρόντα κανονισμό.»

Ο κανονισμός (ΕΚ) 44/2001

12

Το άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ L 12, σ. 1), ορίζει:

«Τα ασφαλιστικά μέτρα που προβλέπονται από το δίκαιο κράτους μέλους μπορούν να ζητηθούν από τις δικαστικές αρχές του κράτους αυτού, έστω και αν δικαστήριο άλλου κράτους μέλους έχει, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, διεθνή δικαιοδοσία για την ουσία της υπόθεσης.»

13

Στο κεφάλαιο III του κανονισμού 44/2001, το οποίο επιγράφεται «Αναγνώριση και εκτέλεση», περιλαμβάνεται το άρθρο 32, το οποίο ορίζει:

«Ως απόφαση, κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού, νοείται κάθε απόφαση εκδιδόμενη από δικαστήριο κράτους μέλους, οποιαδήποτε και αν είναι η ονομασία της, όπως απόφαση, διαταγή, διαταγή εκτελέσεως, καθώς και ο καθορισμός της δικαστικής δαπάνης από τον γραμματέα.»

14

Κατά το άρθρο 33, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού:

«Απόφαση που εκδίδεται σε κράτος μέλος αναγνωρίζεται στα λοιπά κράτη μέλη χωρίς ιδιαίτερη διαδικασία.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

15

Στις 22 Νοεμβρίου 2008 εκτροχιάστηκε στο Άμστερνταμ (Κάτω Χώρες) εμπορική αμαξοστοιχία προερχόμενη από το Βέλγιο και έχουσα ως προορισμό τις Κάτω Χώρες.

16

Κατόπιν του ατυχήματος αυτού, δικαστικές διαδικασίες κινήθηκαν τόσο ενώπιον των βελγικών δικαστηρίων όσο και ενώπιον των ολλανδικών δικαστηρίων. Η διαδικασία ενώπιον των τελευταίων δικαστηρίων, η οποία κινήθηκε από την ProRail με την άσκηση αγωγής για την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε στο ολλανδικό σιδηροδρομικό δίκτυο, δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας υποθέσεως.

17

Αντίδικοι στη διαφορά της κύριας δίκης, της οποίας έχουν επιληφθεί τα βελγικά δικαστήρια ασφαλιστικών μέτρων, είναι, αφενός, η ProRail και, αφετέρου, τέσσερις άλλες εταιρίες που έχουν σχέση με το ανωτέρω ατύχημα, δηλαδή η Xpedys, η FAG, η DB Schenker και η SNCB.

18

Η ProRail, εταιρία εδρεύουσα στην Ουτρέχτη (Κάτω Χώρες), διαχειρίζεται τις κύριες σιδηροδρομικές γραμμές στις Κάτω Χώρες και συνάπτει συμβάσεις προσβάσεως με επιχειρήσεις σιδηροδρομικών μεταφορών, στις οποίες περιλαμβάνεται η DB Schenker.

19

Η DB Schenker, η οποία επίσης εδρεύει στην Ουτρέχτη, είναι ιδιώτης σιδηροδρομικός μεταφορέας του οποίου ο σιδηροδρομικός στόλος αποτελείται από βαγόνια που αρχικώς μίσθωσε, το 2001, από την SNCB, εταιρία εδρεύουσα στις Βρυξέλλες (Βέλγιο).

20

Από την 1η Μαΐου 2008 η Xpedys, που και αυτή εδρεύει στις Βρυξέλλες, έχει αποκτήσει, κατά την DB Schenker και την SNCB, την ιδιότητα του εκμισθωτή των βαγονιών αυτών.

21

Η FAG, η οποία εδρεύει στο Schweinfurt (Γερμανία), είναι κατασκευαστής εξαρτημάτων βαγονιών όπως άξονες, κιβώτια άξονα, τύμπανα άξονα και κλωβοί τριβέων άξονα.

22

Μετά το ατύχημα, και συγκεκριμένα στις 11 Φεβρουαρίου 2009, η DB Schenker επέδωσε στην Xpedys και στην SNCB, ως εκμισθώτριες μέρους των βαγονιών που είχαν εμπλακεί στο εν λόγω ατύχημα, αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που είχε καταθέσει κατ’ αυτών ενώπιον του προέδρου του rechtbank van koophandel te Brussel (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εμπορικών υποθέσεων Βρυξελλών), με την οποία ζητούσε τον ορισμό πραγματογνώμονα. Η ProRail και η FAG άσκησαν παρέμβαση. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής, η ProRail ζήτησε από το επιληφθέν δικαστήριο να κρίνει αβάσιμη την αίτηση ορισμού πραγματογνώμονα ή, στην περίπτωση που παρά ταύτα οριζόταν πραγματογνώμονας, να περιορίσει τα καθήκοντά του στη διαπίστωση των φθορών που υπέστησαν τα βαγόνια, να μη διατάξει πραγματογνωμοσύνη αφορώσα ολόκληρο το ολλανδικό σιδηροδρομικό δίκτυο και να ορίσει ότι ο πραγματογνώμονας θα εκτελέσει τα καθήκοντά του σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού 1206/2001.

23

Με απόφαση της 5ης Μαΐου 2009, ο πρόεδρος του rechtbank van koophandel te Brussel έκρινε βάσιμη την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της DB Schenker. Όρισε πραγματογνώμονα και καθόρισε τα καθήκοντα του τελευταίου, τα οποία έπρεπε να εκτελεστούν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους στις Κάτω Χώρες. Στο πλαίσιο της πραγματογνωμοσύνης αυτής, ο πραγματογνώμονας έπρεπε να μεταβεί στον τόπο του ατυχήματος στις Κάτω Χώρες καθώς και σε όλους τους τόπους στους οποίους θα μπορούσε να προβεί σε χρήσιμες διαπιστώσεις, προκειμένου να καθορίσει τα αίτια του ατυχήματος, τις φθορές που υπέστησαν τα βαγόνια και την έκταση των ζημιών. Επιπλέον, κλήθηκε να προσδιορίσει τον κατασκευαστή ορισμένων τεχνικών στοιχείων των βαγονιών και να αποφανθεί όσον αφορά την κατάσταση των στοιχείων αυτών, τον τρόπο φορτώσεως των βαγονιών και το πραγματικό φορτίο ανά άξονα. Τέλος, ο πραγματογνώμονας έπρεπε να εξετάσει το σιδηροδρομικό δίκτυο και τη σιδηροδρομική υποδομή που διαχειρίζεται η ProRail και να αποφανθεί επί του ζητήματος αν, και σε ποιο βαθμό, το ατύχημα μπορούσε να οφείλεται επίσης στην υποδομή αυτή.

24

Η ProRail άσκησε κατά της εν λόγω αποφάσεως έφεση ενώπιον του hof van beroep te Brussel (Εφετείου Βρυξελλών), με την οποία ζήτησε, κυρίως, να κριθεί αβάσιμος ο ορισμός πραγματογνώμονα και, επικουρικώς, να περιοριστούν τα καθήκοντα του Βέλγου πραγματογνώμονα στη διαπίστωση της φθοράς που υπέστησαν τα βαγόνια, στο μέτρο που τα καθήκοντα αυτά μπορούσαν να εκτελεστούν στο Βέλγιο, να μην επιτραπεί πραγματογνωμοσύνη σχετική με το ολλανδικό δίκτυο και την ολλανδική σιδηροδρομική υποδομή ούτε εκκαθάριση μεταξύ των μερών ή, στην περίπτωση που διατηρηθεί ο ορισμός του πραγματογνώμονα, να εκτελεστούν σύμφωνα με τη διαδικασία του κανονισμού 1206/2001 τα καθήκοντά του στις Κάτω Χώρες.

25

Δεδομένου ότι το hof van beroep te Brussel απέρριψε την έφεση ως αβάσιμη, η ProRail κατέθεσε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αίτηση αναιρέσεως, με την οποία προβάλλει παράβαση, αφενός, των άρθρων 1 και 17 του κανονισμού 1206/2001 και, αφετέρου, του άρθρου 31 του κανονισμού 44/2001.

26

Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, όταν δικαστήριο κράτους μέλους επιθυμεί να προβεί απευθείας στη διεξαγωγή αποδείξεων εντός άλλου κράτους μέλους, όπως σε δικαστική πραγματογνωμοσύνη, πρέπει να ζητηθεί βάσει των άρθρων 1 και 17 του κανονισμού 1206/2001 προηγούμενη άδεια των αρχών του τελευταίου κράτους. Διερωτάται επίσης ως προς τη σημασία που έχει, στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν του, το άρθρο 33, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001, κατά το οποίο οι αποφάσεις που εκδίδονται σε κράτος μέλος αναγνωρίζονται στα άλλα κράτη μέλη χωρίς ιδιαίτερη διαδικασία.

27

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Hof van Cassatie αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχουν τα άρθρα 1 και 17 του [κανονισμού 1206/2001], λαμβανομένων επίσης υπόψη, μεταξύ άλλων, της ευρωπαϊκής ρυθμίσεως για την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις και της διατυπωμένης στο άρθρο 33, παράγραφος 1, του [κανονισμού 44/2001] αρχής ότι απόφαση που εκδίδεται σε κράτος μέλος αναγνωρίζεται στα λοιπά κράτη μέλη χωρίς ιδιαίτερη διαδικασία, την έννοια ότι ο δικαστής που διατάσσει έρευνα από πραγματογνώμονα, του οποίου τα καθήκοντα πρέπει να εκτελεσθούν εν μέρει στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο ανήκει ο δικαστής, εν μέρει όμως και σε άλλο κράτος μέλος, οφείλει, για την απευθείας διενέργεια του δεύτερου αυτού μέρους, να χρησιμοποιήσει μόνο, και άρα αποκλειστικά, τη θεσπισθείσα με τον ανωτέρω κανονισμό διαδικασία του άρθρου [του] 17 ή έχουν την έννοια ότι στον πραγματογνώμονα που ορίστηκε από τη χώρα αυτή μπορεί να ανατεθεί, εκτός του πλαισίου των διατάξεων του [κανονισμού 1206/2001], έρευνα που πρέπει να διεξαχθεί εν μέρει σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

Επί του παραδεκτού

28

H Xpedys, η DB Schenker και η SNCB υποστηρίζουν ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη επειδή έχει αμιγώς υποθετικό χαρακτήρα και είναι αλυσιτελής, εφόσον ο κανονισμός 1206/2001 δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω.

29

Διατείνονται, κατ’ αρχάς, ότι την πρωτοβουλία για τη διασυνοριακή πραγματογνωμοσύνη έλαβε ένας των διαδίκων της κύριας δίκης, και όχι δικαστήριο, όπως απαιτούν τα άρθρα 1 και 17 του κανονισμού 1206/2001. Στη συνέχεια, το άρθρο 17 του κανονισμού αυτού, υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 7 του τελευταίου, έχει εφαρμογή μόνον όταν το εθνικό δικαστήριο δικάζει επί της ουσίας, πράγμα που δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Επιπλέον, φρονούν ότι η διασυνοριακή πραγματογνωμοσύνη δεν δύναται να θεωρηθεί πράξη ασκήσεως δημόσιας εξουσίας κράτους μέλους στο έδαφος άλλου κράτους μέλους. Τέλος, η εφαρμογή του κανονισμού 1206/2001 στο πλαίσιο της εν λόγω διαφοράς θα επιμήκυνε τη διάρκεια της διαδικασίας, πράγμα που θα αντέβαινε προς τους σκοπούς του εν λόγω κανονισμού, δηλαδή την απλούστευση και την επιτάχυνση της διεξαγωγής αποδείξεων.

30

Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η οποία στηρίζεται σε σαφή διαχωρισμό των καθηκόντων των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, ο εθνικός δικαστής είναι ο μόνος αρμόδιος να διαπιστώσει και να αξιολογήσει τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, καθώς και να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει το εθνικό δίκαιο. Ομοίως, μόνο στον εθνικό δικαστή, ο οποίος έχει επιληφθεί της διαφοράς και οφείλει να αναλάβει την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί, απόκειται να αξιολογήσει, με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που θέτει στο Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, όταν τα ερωτήματα που τέθηκαν αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο, κατ’ αρχήν, οφείλει να απαντήσει (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 12ης Απριλίου 2005, C-145/03, Keller, Συλλογή 2005, σ. I-2529, σκέψη 33· της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, C-11/07, Eckelkamp κ.λπ., Συλλογή 2008, σ. I-6845, σκέψεις 27 και 32, και της 25ης Οκτωβρίου 2012, C-553/11, Rintisch, σκέψη 15).

31

Έτσι, η από το Δικαστήριο απόρριψη αιτήσεως εθνικού δικαστηρίου για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως είναι δυνατή μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία για να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του τέθηκαν (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 14ης Ιουνίου 2012, C-618/10, Banco Español de Crédito, σκέψη 77, και προαναφερθείσα απόφαση Rintisch, σκέψη 16).

32

Πάντως, διαπιστώνεται ότι τούτο δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

33

Πράγματι, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει σαφώς ότι η ερμηνεία των άρθρων 1 και 17 του κανονισμού 1206/2001 είναι αναγκαία για τη λύση της διαφοράς της κύριας δίκης, δεδομένου ότι η αίτηση αναιρέσεως που κατατέθηκε ενώπιον του Hof van Cassatie στηρίζεται σε παράβαση των άρθρων αυτών. Έτσι, η από το Δικαστήριο ερμηνεία των εν λόγω άρθρων θα διευκρινίσει στο αιτούν δικαστήριο αν τα άρθρα αυτά αποκλείουν τη δυνατότητα να διαταχθεί χωρίς να χρησιμοποιηθεί ο εν λόγω κανονισμός η επίμαχη στην κύρια δίκη πραγματογνωμοσύνη, η οποία πρέπει να διενεργηθεί εν μέρει σε άλλο κράτος μέλος.

34

Ειδικότερα, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η υπόθεση της κύριας δίκης δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1206/2001, δεδομένου ότι η διεξαγωγή αποδείξεων δεν διατάχθηκε αυτεπαγγέλτως, αλλά κατόπιν της πρωτοβουλίας ενός των διαδίκων, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι από το άρθρο 1, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι αυτός έχει εφαρμογή όταν δικαστήριο κράτους μέλους ζητεί είτε από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους να προβεί στη διεξαγωγή αποδείξεων είτε να προβεί απευθείας στη διεξαγωγή αποδείξεων σε άλλο κράτος μέλος, ενώ εν προκειμένω δεν έχει σημασία το αν η πρωτοβουλία ελήφθη από διάδικο ή από το ίδιο το δικαστήριο.

35

Στη συνέχεια, όσον αφορά το επιχείρημα ότι είναι αδύνατον να εφαρμοστεί ο κανονισμός 1206/2001 στο πλαίσιο διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, διαπιστώνεται ότι, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, η παραγγελία διεξαγωγής αποδείξεων πρέπει να έχει σκοπό να διεξαχθούν αποδείξεις που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν σε δικαστική διαδικασία που έχει κινηθεί ή πρόκειται να κινηθεί. Κατά συνέπεια, ο εν λόγω κανονισμός έχει εφαρμογή όχι μόνον στο πλαίσιο δίκης επί της ουσίας, αλλά και στο πλαίσιο διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

36

Τέλος, όσο για τις αιτιάσεις ότι πραγματογνώμονας, όπως αυτός στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν ασκεί πράξεις δημόσιας εξουσίας και ότι η εφαρμογή του κανονισμού 1206/2001 στο πλαίσιο της επίμαχης διαδικασίας θα επιμήκυνε τη διάρκειά της, διαπιστώνεται, όπως ο γενικός εισαγγελέας παρατήρησε στο σημείο 32 των προτάσεών του, ότι οι αιτιάσεις αυτές αφορούν την ουσία της παρούσας υποθέσεως και επομένως δεν δύνανται να επηρεάσουν το παραδεκτό της.

37

Υπό τις συνθήκες αυτές, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να θεωρηθεί παραδεκτή.

Επί της ουσίας

38

Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί στην ουσία να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και 17 του κανονισμού 1206/2001, υπό το πρίσμα του άρθρου 33, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001, έχουν την έννοια ότι δικαστήριο κράτους μέλους το οποίο επιθυμεί τη διεξαγωγή στο έδαφος άλλου κράτους μέλους αποδείξεων από πραγματογνώμονα οφείλει, για να μπορέσει να διατάξει τη διεξαγωγή αυτή, να χρησιμοποιήσει τον τρόπο διεξαγωγής αποδείξεων που προβλέπεται από τις εν λόγω διατάξεις του κανονισμού 1206/2001.

39

Κατ’ αρχάς, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 33 του κανονισμού 44/2001 δεν δύναται να ασκήσει επιρροή για την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο προδικαστικό ερώτημα, δεδομένου ότι το ερώτημα αυτό αφορά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε άλλο κράτος μέλος και όχι την αναγνώριση από κράτος μέλος αποφάσεως που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος. Κατά συνέπεια, για να δώσει απάντηση στο ερώτημα αυτό, το Δικαστήριο πρέπει να περιοριστεί στην ερμηνεία των άρθρων 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και 17 του κανονισμού 1206/2001.

40

Πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1206/2001, ο τελευταίος έχει εφαρμογή σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις όταν δικαστήριο κράτους μέλους, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας του, ζητεί να προβεί απευθείας στη διεξαγωγή αποδείξεων σε άλλο κράτος μέλος.

41

Οι προϋποθέσεις μιας τέτοιας απευθείας διεξαγωγής αποδείξεων διέπονται από το άρθρο 17 του κανονισμού αυτού. Κατ’ εφαρμογήν των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου αυτού, η διεξαγωγή αυτή δύναται να πραγματοποιηθεί απευθείας στο κράτος μέλος εκτελέσεως με την προηγούμενη άδεια του κεντρικού οργάνου ή της αρμόδιας αρχής του κράτους αυτού. Κατά την παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου, η διεξαγωγή αυτή πραγματοποιείται από μέλος του δικαστικού σώματος ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, π.χ. πραγματογνώμονα, το οποίο έχει οριστεί σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους του αιτούντος δικαστηρίου.

42

Εν προκειμένω, πρέπει πρώτα να υπομνησθεί ότι, κατ’ αρχήν, ο κανονισμός 1206/2001 έχει εφαρμογή μόνο στην περίπτωση που το δικαστήριο κράτους μέλους αποφασίσει να προβεί στη διεξαγωγή αποδείξεων σύμφωνα με έναν από τους τρόπους που προβλέπει ο κανονισμός αυτός, περίπτωση στην οποία οφείλει να ακολουθήσει τις διαδικασίες που είναι συναφείς με τους τρόπους αυτούς (απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2012, C-170/11, Lippens κ.λπ., σκέψη 28).

43

Στη συνέχεια, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 2, 7, 8, 10 και 11 του κανονισμού 1206/2001, ο τελευταίος έχει ως σκοπό την απλή, αποτελεσματική και ταχεία διεξαγωγή αποδείξεων εντός διασυνοριακού πλαισίου. Η από δικαστήριο κράτους μέλους διεξαγωγή αποδείξεων σε άλλο κράτος μέλος δεν πρέπει να έχει ως συνέπεια την επιμήκυνση της διάρκειας των εθνικών διαδικασιών. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, ο ανωτέρω κανονισμός εισήγαγε ένα υποχρεωτικό για όλα τα κράτη μέλη, με εξαίρεση το Βασίλειο της Δανίας, καθεστώς για την εξάλειψη των εμποδίων που μπορούν να εμφανιστούν στον τομέα αυτόν (βλ. απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2011, C-283/09, Weryński, Συλλογή 2011, σ. I-601, σκέψη 62, και προαναφερθείσα απόφαση Lippens κ.λπ., σκέψη 29).

44

Επιπλέον, όπως ο γενικός εισαγγελέας παρατήρησε στο σημείο 62 των προτάσεών του, ο κανονισμός αυτός δεν περιορίζει τις δυνατότητες διεξαγωγής αποδείξεων σε άλλα κράτη μέλη, αλλά σκοπό έχει να ενισχύσει τις δυνατότητες αυτές, ευνοώντας τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων στον τομέα αυτόν.

45

Πάντως, δεν στοιχεί με τους σκοπούς αυτούς ερμηνεία των άρθρων 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και 17 του κανονισμού 1206/2001 κατά την οποία δικαστήριο κράτους μέλους οφείλει, για κάθε πραγματογνωμοσύνη που πρέπει να διενεργηθεί απευθείας σε άλλο κράτος μέλος, να ενεργεί σύμφωνα με τον τρόπο διεξαγωγής αποδείξεων που προβλέπεται από τα άρθρα αυτά. Πράγματι, σε ορισμένες περιστάσεις, είναι δυνατόν να αποδειχθεί πιο απλό, πιο αποτελεσματικό και πιο ταχύ, για το δικαστήριο που διατάσσει μια τέτοια πραγματογνωμοσύνη, να προβεί σε αυτή τη διεξαγωγή αποδείξεων χωρίς να χρησιμοποιήσει τον εν λόγω κανονισμό.

46

Τέλος, η ερμηνεία κατά την οποία ο κανονισμός 1206/2001 δεν διέπει με εξαντλητικό τρόπο τη διασυνοριακή διεξαγωγή αποδείξεων, αλλά σκοπό έχει μόνο να διευκολύνει μια τέτοια διεξαγωγή αποδείξεων, επιτρέποντας τη χρησιμοποίηση άλλων μέσων που έχουν τον ίδιο σκοπό, επιρρωννύεται από το άρθρο 21, παράγραφος 2, του κανονισμού 1206/2001, το οποίο ρητώς επιτρέπει συμφωνίες ή συμβάσεις μεταξύ των κρατών μελών έχουσες σκοπό την περαιτέρω διευκόλυνση της διεξαγωγής αποδείξεων, αρκεί να συνάδουν με τον κανονισμό αυτόν (προαναφερθείσα απόφαση Lippens κ.λπ., σκέψη 33).

47

Παρά ταύτα, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, στο μέτρο που ο πραγματογνώμονας που ορίστηκε από δικαστήριο κράτους μέλους πρέπει να μεταβεί σε άλλο κράτος μέλος για να διενεργήσει την πραγματογνωμοσύνη που του έχει ανατεθεί, η πραγματογνωμοσύνη αυτή είναι δυνατόν, υπό ορισμένες περιστάσεις, να επηρεάσει τη δημόσια εξουσία του κράτους μέλους στο οποίο αυτή πρέπει να διενεργηθεί, ιδίως όταν πρόκειται για πραγματογνωμοσύνη που διενεργείται σε τόπους που συνδέονται με την άσκηση της εξουσίας αυτής ή σε τόπους στους οποίους, βάσει του δικαίου του κράτους μέλους στο οποίο αυτή διενεργείται, η πρόσβαση ή άλλη επέμβαση απαγορεύονται ή επιτρέπονται μόνο σε εξουσιοδοτημένα πρόσωπα.

48

Υπό τις περιστάσεις αυτές, εκτός αν το δικαστήριο που προτίθεται να διατάξει διασυνοριακή πραγματογνωμοσύνη παραιτηθεί από τη διεξαγωγή της εν λόγω αποδείξεως και ελλείψει συμφωνίας ή συμβάσεως μεταξύ των κρατών μελών υπό την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 2, του κανονισμού 1206/2001, ο τρόπος διεξαγωγής αποδείξεων που προβλέπεται από τα άρθρα 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και 17 του εν λόγω κανονισμού είναι ο μόνος που μπορεί να παράσχει στο δικαστήριο κράτους μέλους τη δυνατότητα να προβεί απευθείας σε πραγματογνωμοσύνη σε άλλο κράτος μέλος.

49

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι εθνικό δικαστήριο που προτίθεται να διατάξει πραγματογνωμοσύνη η οποία πρέπει να διενεργηθεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους δεν οφείλει οπωσδήποτε να χρησιμοποιήσει τον τρόπο διεξαγωγής αποδείξεων που προβλέπεται από τα άρθρα 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και 17 του κανονισμού 1206/2001.

50

Η ερμηνεία αυτή δεν δύναται να τεθεί υπό αμφισβήτηση από τα επιχειρήματα που αντλούνται από το ιστορικό του κανονισμού αυτού, και ιδίως από το γεγονός ότι, στον εν λόγω κανονισμό, δεν περιελήφθη η πρόταση διατάξεως ρητώς προβλέπουσας, σε περίπτωση διασυνοριακής πραγματογνωμοσύνης, τη δυνατότητα απευθείας ορισμού πραγματογνώμονα από το δικαστήριο κράτους μέλους χωρίς προηγούμενη άδεια από το άλλο κράτος μέλος ή χωρίς προηγούμενη πληροφόρησή του.

51

Πράγματι, η διάταξη αυτή πρέπει να νοηθεί στο πλαίσιο της αρχικής προτάσεως του κανονισμού 1206/2001 η οποία προέβλεπε μόνον έναν τρόπο διεξαγωγής αποδείξεων, δηλαδή τη διεξαγωγή αποδείξεων από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους ως δικαστήριο εκτελέσεως. Έτσι, η εν λόγω διάταξη, η οποία δεν επέτρεπε να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη από το δικαστήριο άλλου κράτους μέλους, αποτελούσε εξαίρεση από αυτόν τον μοναδικό τρόπο διεξαγωγής αποδείξεων. Πάντως, το γεγονός ότι τέτοια διάταξη δεν περιλαμβάνεται στον κανονισμό 1206/2001 δεν συνεπάγεται ότι εθνικό δικαστήριο που διατάσσει διασυνοριακή πραγματογνωμοσύνη οφείλει εκ συστήματος να χρησιμοποιεί τους τρόπους διεξαγωγής αποδείξεων που προβλέπει ο κανονισμός αυτός.

52

Αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από την ProRail, η ερμηνεία αυτή δεν επηρεάζεται ούτε από τη διαπίστωση του Δικαστηρίου στη σκέψη 23 της αποφάσεως της 28ης Απριλίου 2005, C-104/03, St. Paul Dairy (Συλλογή 2005, σ. I-3481), κατά την οποία αίτηση εξετάσεως μάρτυρα υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως στην οποία εκδόθηκε η απόφαση εκείνη θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μέσο καταστρατηγήσεως των κανόνων του κανονισμού 1206/2001 που διέπουν, με τις ίδιες εγγυήσεις και τα ίδια αποτελέσματα για όλα τα υποκείμενα δικαίου, τη διαβίβαση και την εκτέλεση παραγγελιών δικαστηρίου κράτους μέλους να διεξαχθούν αποδείξεις σε άλλο κράτος μέλος.

53

Όπως έχει ήδη κρίνει το Δικαστήριο, η διαπίστωση αυτή πρέπει να νοηθεί υπό το πρίσμα των περιστάσεων της υποθέσεως στην οποία εκδόθηκε η απόφαση εκείνη, όπου αίτηση προσωρινής εξετάσεως μάρτυρα υποβληθείσα απευθείας στο δικαστήριο του κράτους μέλους της κατοικίας του μάρτυρα, το οποίο όμως δεν ήταν αρμόδιο να εκδικάσει την υπόθεση επί της ουσίας, θα μπορούσε όντως να χρησιμοποιηθεί ως μέσο καταστρατηγήσεως των κανόνων του κανονισμού 1206/2001, καθόσον είναι ικανή να στερήσει από το αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο έπρεπε να είχε υποβληθεί η αίτηση αυτή, τη δυνατότητα να προβεί στην εξέταση του εν λόγω μάρτυρα σύμφωνα με τους κανόνες του ανωτέρω κανονισμού (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Lippens κ.λπ., σκέψη 36). Πάντως, οι περιστάσεις της παρούσας υποθέσεως διαφέρουν από εκείνες της υποθέσεως στην οποία εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση St. Paul Dairy, στο μέτρο που οι απoδείξεις πρέπει να διεξαχθούν, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του επιληφθέντος δικαστηρίου, οπότε το τελευταίο έχει τη δυνατότητα να εφαρμόσει τον κανονισμό 1206/2001.

54

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω κρίσεων, στο ερώτημα που τέθηκε πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και 17 του κανονισμού 1206/2001 έχουν την έννοια ότι δικαστήριο κράτους μέλους το οποίο επιθυμεί τη διεξαγωγή στο έδαφος άλλου κράτους μέλους αποδείξεων από πραγματογνώμονα δεν οφείλει οπωσδήποτε να χρησιμοποιήσει τον προβλεπόμενο από τις διατάξεις αυτές τρόπο διεξαγωγής αποδείξεων για να μπορέσει να διατάξει τη διεξαγωγή αυτή.

Επί των δικαστικών εξόδων

55

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Τα άρθρα 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και 17 του κανονισμού (ΕΚ) 1206/2001 του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 2001, για τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, έχουν την έννοια ότι δικαστήριο κράτους μέλους το οποίο επιθυμεί τη διεξαγωγή στο έδαφος άλλου κράτους μέλους αποδείξεων από πραγματογνώμονα δεν οφείλει οπωσδήποτε να χρησιμοποιήσει τον προβλεπόμενο από τις διατάξεις αυτές τρόπο διεξαγωγής αποδείξεων για να μπορέσει να διατάξει τη διεξαγωγή αυτή.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

Top