EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62011CJ0260

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 11ης Απριλίου 2013.
The Queen, κατόπιν αίτησης των David Edwards και Lilian Pallikaropoulos κατά Environment Agency κ.λπ.
Αίτηση του Supreme Court of the United Kingdom για την έκδοση προδικαστικής απόφασης.
Περιβάλλον — Σύμβαση του Aarhus — Οδηγία 85/337/ΕΟΚ — Οδηγία 2003/35/ΕΚ — Άρθρο 10α — Οδηγία 96/61/ΕΚ – Άρθρο 15α — Πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε θέματα περιβάλλοντος — Έννοια του «απαγορευτικού κόστους» των ένδικων διαδικασιών.
Υπόθεση C‑260/11.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2013:221

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 11ης Απριλίου 2013 ( *1 )

«Περιβάλλον — Σύμβαση του Άαρχους — Οδηγία 85/337/ΕΟΚ — Οδηγία 2003/35/ΕΚ — Άρθρο 10α — Οδηγία 96/61/ΕΚ — Άρθρο 15α — Πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε θέματα περιβάλλοντος — Έννοια του “απαγορευτικού κόστους” των δικαστικών διαδικασιών»

Στην υπόθεση C-260/11,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής απόφασης δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Supreme Court of the United Kingdom (Ηνωμένο Βασίλειο) με απόφαση της 17ης Μαΐου 2011, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 25 Μαΐου 2011, στο πλαίσιο της δίκης

The Queen, κατόπιν αίτησης των:

David Edwards,

Lilian Pallikaropoulos

κατά

Environment Agency,

First Secretary of State,

Secretary of State for Environment, Food and Rural Affairs,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Bay Larsen, προεδρεύοντα του τέταρτου τμήματος, J.-C. Bonichot (εισηγητή), C. Toader, A. Prechal και E. Jarašiūnas, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: K. Malacek, υπάλληλος διοίκησης,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζήτησης της 13ης Σεπτεμβρίου 2012,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η L. Pallikaropoulos, εκπροσωπούμενη από τους R. Buxton, solicitor, και D. Wolfe, QC,

η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την C. Murrell και τον J. Maurici, επικουρούμενους από τον R. Palmer, barrister,

η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον S. Juul Jørgensen και τη V. Pasternak Jørgensen,

η Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από την E. Creedon και τον D. O’Hagan, επικουρούμενους από την N. Hyland, barrister-at-law,

η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Γ. Καριψιάδη,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον P. Oliver και την L. Armati,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 18ης Οκτωβρίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής απόφασης αφορά την ερμηνεία του άρθρου 10α, πέμπτο εδάφιο, της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ L 175, σ. 40), και του άρθρου 15α, πέμπτο εδάφιο, της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 1996, σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (ΕΕ L 257, σ. 26), όπως τροποποιήθηκαν με την οδηγία 2003/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2003 (ΕΕ L 156, σ. 17, στο εξής: οδηγία 85/337 και οδηγία 96/61 αντιστοίχως).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ, αφενός, του D. Edwards και της L. Pallikaropoulos και, αφετέρου, των Environment Agency, First Secretary of State και Secretary of State for Environment, Food and Rural Affairs, με αντικείμενο την άδεια λειτουργίας που χορήγησε η Environment Agency σε μια τσιμεντοβιομηχανία. Τίθεται, συγκεκριμένα, το ζήτημα αν είναι σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης η απόφαση του House of Lords περί καταδίκης της L. Pallikaropoulos, της οποίας η αναίρεση απορρίφθηκε ως αβάσιμη, στα δικαστικά έξοδα των αντιδίκων.

Το νομικό πλαίσιο

Το διεθνές δίκαιο

3

Όπως αναφέρεται στο προοίμιο της σύμβασης για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε θέματα περιβάλλοντος, η οποία εγκρίθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με την απόφαση 2005/370/EK του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 2005 (ΕΕ L 124, σ. 1, στο εξής: σύμβαση του Άαρχους):

«[...]

Αναγνωρίζοντας επίσης ότι κάθε άτομο έχει το δικαίωμα να ζει σε περιβάλλον κατάλληλο για την υγεία και την ευημερία του, καθώς και το καθήκον, τόσο μεμονωμένα όσο και σε συνεργασία με άλλους, να προστατεύει και να βελτιώνει το περιβάλλον για να ωφελούνται οι παρούσες και μέλλουσες γενεές,

Εκτιμώντας ότι, προκειμένου να ασκήσουν αυτό το δικαίωμα και να εκπληρώσουν αυτό το καθήκον, οι πολίτες πρέπει να διαθέτουν πρόσβαση σε πληροφορίες, να δικαιούνται να συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων και να έχουν πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα και αναγνωρίζοντας, επί αυτού, ότι οι πολίτες, ενδέχεται, να χρειάζονται συνδρομή για να ασκήσουν τα δικαιώματά τους,

[...]

Μεριμνώντας να είναι προσιτοί στο κοινό, συμπεριλαμβανομένων των οργανισμών, αποτελεσματικοί δικαστικοί μηχανισμοί, ούτως ώστε να προστατεύονται τα νόμιμα συμφέροντά του και να εφαρμόζεται ο νόμος,

[...]».

4

Το άρθρο 1 της σύμβασης του Άαρχους, το οποίο τιτλοφορείται «Στόχος», προβλέπει τα ακόλουθα:

«Προκειμένου να συμβάλ[ει] στην προστασία του δικαιώματος κάθε ατόμου από τις παρούσες και μελλοντικές γενεές να ζει σε περιβάλλον κατάλληλο για την υγεία και την ευημερία του, κάθε μέρος εξασφαλίζει τα δικαιώματα της πρόσβασης σε πληροφορίες, της συμμετοχής του κοινού στη λήψη αποφάσεων και της πρόσβασης στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας σύμβασης.»

5

Η παράγραφος 8 του άρθρου 3 της σύμβασης αυτής, το οποίο επιγράφεται «Γενικές διατάξεις», έχει ως εξής:

«Κάθε μέρος εξασφαλίζει ότι τα άτομα που ασκούν τα δικαιώματά τους σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας σύμβασης δεν υφίστανται κυρώσεις ούτε διώκονται ούτε παρενοχλούνται κατά οποιονδήποτε τρόπο για την ανάμιξή τους. Η παρούσα διάταξη δεν επηρεάζει τις εξουσίες των εθνικών δικαστηρίων να επιδικάζουν εύλογες δαπάνες σε δικαστικές διαδικασίες.»

6

Το άρθρο 9 της ίδιας σύμβασης, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πρόσβαση στη δικαιοσύνη», ορίζει τα κάτωθι:

«1.   […]

2.   Κάθε μέρος, στο πλαίσιο της εθνικής του νομοθεσίας, εξασφαλίζει ότι το ενδιαφερόμενο κοινό:

α)

το οποίο έχει επαρκές συμφέρον

ή, εναλλακτικά,

β)

το οποίο ισχυρίζεται προσβολή δικαιώματος, σε περίπτωση που η διοικητική δικονομία ενός μέρους το απαιτεί ως προϋπόθεση,

διαθέτει πρόσβαση σε διαδικασία επανεξέτασης ενώπιον δικαστηρίου ή/και άλλου ανεξάρτητου και αμερόληπτου φορέα που καθορίζεται διά νόμου, προκειμένου να προσβάλει την ουσιαστική και τυπική νομιμότητα οποιασδήποτε απόφασης, πράξης ή παράλειψης που υπόκειται στις διατάξεις του άρθρου 6 και, σε περίπτωση που προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο και υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 3, άλλων σχετικών διατάξεων της παρούσας σύμβασης.

[...]

3.   Επιπλέον, και υπό την επιφύλαξη των διαδικασιών επανεξέτασης που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, κάθε μέρος εξασφαλίζει ότι, σε περίπτωση που πληροί τα τυχόν κριτήρια που καθορίζονται στο εθνικό του δίκαιο, το κοινό διαθέτει πρόσβαση σε διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες, προκειμένου να προσβάλει πράξεις και παραλείψεις από ιδιώτες και δημόσιες αρχές, οι οποίες συνιστούν παράβαση διατάξεων του εθνικού του δικαίου σχετικά με το περιβάλλον.

4.   Επιπλέον, και υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 1, οι διαδικασίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 3 [πρέπει να] προβλέπουν κατάλληλη και αποτελεσματική επανόρθωση, συμπεριλαμβανομένων προσωρινών μέτρων [όπου ενδείκνυται], και [να] είναι αμερόληπτες, δίκαιες, έγκαιρες και μη απαγορευτικά δαπανηρές. [...]

5.   Προκειμένου να προάγει την αποτελεσματικότητα των διατάξεων του παρόντος άρθρου, κάθε μέρος εξασφαλίζει την παροχή στο κοινό πληροφοριών σχετικά με την πρόσβαση σε διαδικασίες διοικητικής και δικαστικής επανεξέτασης και μελετά την καθιέρωση ενδεδειγμένων μηχανισμών αρωγής για την άρση ή τη μείωση οικονομικών και άλλων εμποδίων στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη.»

Το δίκαιο της Ένωσης

7

Σύμφωνα με το άρθρο 10α της οδηγίας 85/337 και το άρθρο 15α της οδηγίας 96/61:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, σύμφωνα με το εθνικό νομικό τους σύστημα, κάθε μέλος του ενδιαφερόμενου κοινού:

α)

που έχει επαρκές συμφέρον ή, εναλλακτικά,

β)

που υποστηρίζει ότι επέρχεται προσβολή δικαιώματος, εάν αυτό απαιτείται ως προϋπόθεση από το δικονομικό διοικητικό δίκαιο ενός κράτους μέλους,

έχει πρόσβαση σε μια διαδικασία εξέτασης ενώπιον δικαστηρίου ή άλλου ανεξάρτητου και αμερόληπτου οργάνου συσταθέντος νομοθετικώς, προκειμένου να αμφισβητήσει την ουσιαστική ή τη διαδικαστική νομιμότητα αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων που εμπίπτουν στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας περί συμμετοχής του κοινού.

Τα κράτη μέλη καθορίζουν σε ποια φάση είναι δυνατόν να προσβάλλονται αποφάσεις, πράξεις ή παραλείψεις.

Τα κράτη μέλη καθορίζουν τι αποτελεί επαρκές συμφέρον και τι προσβολή δικαιώματος, με σταθερό στόχο να παρέχεται στο ενδιαφερόμενο κοινό ευρεία πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Προς τούτο, το συμφέρον κάθε μη κυβερνητικής οργάνωσης που πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 1, παράγραφος 2, θεωρείται επαρκές για τους σκοπούς του στοιχείου αʹ του παρόντος άρθρου. Οι οργανώσεις αυτές θεωρείται επίσης ότι έχουν δικαιώματα που μπορούν να προσβληθούν, για τους σκοπούς του στοιχείου βʹ του παρόντος άρθρου.

Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν αποκλείουν τη δυνατότητα μιας προκαταρκτικής διαδικασίας αναθεώρησης ενώπιον διοικητικής αρχής και δεν θίγουν την απαίτηση να εξαντλούνται οι διοικητικές διαδικασίες αναθεώρησης πριν από την προσφυγή σε δικαστικές διαδικασίες αναθεώρησης, όπου υφίσταται τέτοιου είδους απαίτηση κατά την εθνική νομοθεσία.

Οι σχετικές διαδικασίες πρέπει να είναι ορθές, δίκαιες, εμπρόθεσμες και να μην έχουν απαγορευτικό κόστος.

[...]»

8

Η οδηγία 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (EE 2012, L 26, σ. 1) κωδικοποίησε την οδηγία 85/337. Η διάταξη του άρθρου 11, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2011/92 είναι ίδια με εκείνη του άρθρου 10α, πέμπτο εδάφιο, της οδηγίας 85/337.

9

H οδηγία 2008/1/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2008, σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (EE L 24, σ. 8), κωδικοποίησε την οδηγία 96/61. Η διάταξη του άρθρου 16, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2008/1 είναι ίδια με εκείνη του άρθρου 15α, πέμπτο εδάφιο, της οδηγίας 96/61.

Το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου

10

Το άρθρο 49, παράγραφος 1, του κανονισμού διαδικασίας του Supreme Court του 2009 (Supreme Court Rules 2009· SI 2009, σ. 1603) προβλέπει τα εξής:

«Ο λεπτομερής υπολογισμός της δικαστικής δαπάνης πραγματοποιείται από δύο διοριζόμενους από τον πρόεδρο costs officers, εκ των οποίων:

a)

ο ένας πρέπει να είναι costs judge (δικαστής δαπανών, ήτοι Taxing Master des Senior courts)

και

b)

ο άλλος μπορεί να είναι ο γραμματέας.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

11

Ο D. Edwards προσέβαλε δικαστικώς την απόφαση της Environment Agency να χορηγήσει άδεια για τη λειτουργία τσιμεντοβιομηχανίας, η οποία θα περιελάμβανε την αποτέφρωση αποβλήτων, στην πόλη Rugby (Ηνωμένο Βασίλειο), στηριζόμενος στις διατάξεις του δικαίου του περιβάλλοντος και επικαλούμενος, ειδικότερα, ότι δεν είχε πραγματοποιηθεί εκτίμηση των επιπτώσεων του οικείου σχεδίου στο περιβάλλον. Στο πλαίσιο αυτό, ο D. Edwards αιτήθηκε και έλαβε το ευεργέτημα πενίας.

12

Κατόπιν της απόρριψης της προσφυγής του, ο D. Edwards άσκησε έφεση ενώπιον του Court of Appeal, πριν αποφασίσει τελικώς να παραιτηθεί από τη διαδικασία κατά την τελευταία ημέρα της επ’ ακροατηρίου συζήτησης της υπόθεσής του.

13

Η L. Pallikaropoulos άσκησε πρόσθετη παρέμβαση και της επιτράπηκε να τον υποκαταστήσει ως εκκαλούσα για το υπόλοιπο της διαδικασίας. Η ίδια δεν πληρούσε μεν τις προϋποθέσεις παροχής του ευεργετήματος πενίας, πλην όμως το Court of Appeal δέχθηκε να περιορίσει την υποχρέωσή της για απόδοση δικαστικών εξόδων, θέτοντας εκ των προτέρων ως ανώτατο όριο το ποσό των 2000 λιρών στερλινών (GBP).

14

Το Court of Appeal απέρριψε την έφεση της L. Pallikaropoulos και την καταδίκασε στα δικαστικά έξοδά της, καθώς και στα δικαστικά έξοδα των αντιδίκων της, όπως αυτά είχαν περιοριστεί μέχρι του προαναφερθέντος ύψους.

15

Η L. Pallikaropoulos άσκησε αναίρεση ενώπιον του House of Lords, όπου υπέβαλε αίτημα να μην υποχρεωθεί, όπως είχε διατάξει το εν λόγω δικαστήριο, στην καταβολή εγγύησης ύψους 25000 GBP για τα προβλεπόμενα, κατ’ εκτίμηση, δικαστικά έξοδα. Το ως άνω αίτημά της απορρίφθηκε.

16

Η L. Pallikaropoulos ζήτησε επίσης την έκδοση ειδικής διαταγής («protective costs order») με την οποία θα περιοριζόταν η ευθύνη της ως προς τα δικαστικά έξοδα σε περίπτωση απόρριψης της αναίρεσής της. Ούτε αυτό το αίτημά της έγινε δεκτό.

17

Με απόφαση της 16ης Απριλίου 2008, το House of Lords επικύρωσε την απορριπτική απόφαση του Court of Appeal και, στις 18 Ιουλίου 2008, καταδίκασε τη L. Pallikaropoulos στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων της κύριας δίκης, τα οποία θα έπρεπε, σε περίπτωση διαφωνίας των διαδίκων ως προς το ακριβές ποσό, να καθοριστούν από τον Clerk of the Parliaments. Οι αναιρεσίβλητες της κύριας δίκης προσκόμισαν δύο τιμολόγια ύψους 55810 GBP και 32 290 GBP ως αποδοτέα έξοδα.

18

Το House of Lords μεταβίβασε τις αρμοδιότητες του στο νεοσυσταθέν Supreme Court of the United Kingdom, το οποίο ιδρύθηκε την 1η Οκτωβρίου 2009. Ο λεπτομερής υπολογισμός των δικαστικών εξόδων πραγματοποιήθηκε, σύμφωνα με τον κανονισμό διαδικασίας του Supreme Court του 2009, από δύο «costs officers» τους οποίους διόρισε ο πρόεδρος του εν λόγω δικαστηρίου. Στο πλαίσιο αυτό, η L. Pallikaropoulos επικαλέστηκε τις οδηγίες 85/337 και 96/61 για να προσβάλει την καταδίκη της στα δικαστικά έξοδα.

19

Με απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2009, οι «costs officers» έκριναν ότι ήταν, κατ’ αρχήν, αρμόδιοι να εκτιμήσουν τη βασιμότητα του επιχειρήματος αυτού.

20

Οι αναιρεσίβλητες της κύριας δίκης προσέβαλαν την ως άνω απόφαση ενώπιον μονομελούς τμήματος του Supreme Court of the United Kingdom, ζητώντας να παραπεμφθεί η υπόθεση σε πενταμελές τμήμα, αίτημα που έγινε τελικώς δεκτό.

21

Το πενταμελές τμήμα αποφάνθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 2010. Έκρινε ότι οι «costs officers» θα όφειλαν να μην υπερβούν τα όρια των αρμοδιοτήτων που τους αναθέτει ο κανονισμός διαδικασίας του Supreme Court του 2009 και, κατά συνέπεια, να υπολογίσουν απλώς και μόνον το ποσό των δικαστικών εξόδων. Διευκρίνισε επίσης ότι το ζήτημα αν η διαδικασία που ακολουθείται έχει απαγορευτικό κόστος κατά την έννοια των οδηγιών 85/337 και 96/61 εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο μπορεί να το εξετάσει είτε ως προκαταρκτικό ζήτημα, κατά την εκτίμηση του αιτήματος για έκδοση διαταγής περιορισμού των δικαστικών εξόδων, είτε ταυτόχρονα με την απόφασή του επί της ουσίας.

22

Το ίδιο τμήμα διαπίστωσε επιπλέον ότι το House of Lords δεν είχε εξετάσει, όταν αποφάνθηκε επί του αιτήματος για έκδοση διαταγής περιορισμού των δικαστικών εξόδων, το ζήτημα αν η καταδίκη της L. Pallikaropoulos στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων της κύριας δίκης αντέβαινε στις προαναφερθείσες οδηγίες.

23

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Supreme Court of the United Kingdom αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Κατά ποιον τρόπο πρέπει να εκτιμούν τα εθνικά δικαστήρια το ζήτημα της καταδίκης στα δικαστικά έξοδα ιδιώτη του οποίου η προσφυγή σε υπόθεση σχετική με την προστασία του περιβάλλοντος απορρίφθηκε, λαμβανομένων υπόψη των προϋποθέσεων του άρθρου 9, παράγραφος 4, της σύμβασης του Άαρχους, όπως τίθεται σε εφαρμογή με το άρθρο 10α της [οδηγίας 85/337] και με το άρθρο 15α της [οδηγίας 96/61];

2)

Πρέπει η εκτίμηση του ζητήματος αν η διαδικασία έχει “απαγορευτικό κόστος” κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 4, της σύμβασης του Άαρχους, όπως τίθεται σε εφαρμογή με τις οδηγίες, να στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια (συναρτώμενα, επί παραδείγματι, προς την ικανότητα του “μέσου” ιδιώτη να αναλάβει τη δυνητική δικαστική δαπάνη) ή σε υποκειμενικά κριτήρια (συναρτώμενα προς τις οικονομικές δυνατότητες του συγκεκριμένου προσφεύγοντος) ή σε συνδυασμό των δύο αυτών κριτηρίων;

3)

Ή μήπως εμπίπτει το ζήτημα αυτό αποκλειστικά στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, υπό τον μοναδικό όρο της επίτευξης του αποτελέσματος που επιδιώκεται με τις οδηγίες, ήτοι να μην έχει η επίμαχη διαδικασία “απαγορευτικό κόστος”;

4)

Ασκεί επιρροή, κατά την εκτίμηση του ζητήματος αν η διαδικασία έχει “απαγορευτικό κόστος”, το γεγονός ότι στην πραγματικότητα δεν παρακωλύθηκε η εκ μέρους του προσφεύγοντος άσκηση της προσφυγής ή η συνέχιση της διαδικασίας;

5)

Επιτρέπεται να διαφέρει η εκτίμηση σε επίπεδο εκδίκασης i) έφεσης ή ii) αναίρεσης από την εκτίμηση που πρέπει να πραγματοποιηθεί στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

24

Με τα διάφορα ερωτήματά του, τα οποία ενδείκνυται να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να δώσει διευκρινίσεις, αφενός, ως προς την απαίτηση που θέτουν τόσο το άρθρο 10α, πέμπτο εδάφιο, της οδηγίας 85/337 όσο και το άρθρο 15α, πέμπτο εδάφιο, της οδηγίας 96/61, να μην έχουν οι δικαστικές διαδικασίες κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων απαγορευτικό κόστος, αφετέρου, ως προς τυχόν κριτήρια εκτίμησης της ως άνω απαίτησης τα οποία μπορεί να χρησιμοποιήσει εθνικό δικαστήριο που αποφαίνεται επί δικαστικών εξόδων και, τέλος, ως προς το ενδεχόμενο περιθώριο ευελιξίας των κρατών μελών κατά τον καθορισμό τέτοιων κριτηρίων στο εσωτερικό τους δίκαιο. Σε σχέση με την εξέταση από τον εθνικό δικαστή του ζητήματος αν η οικεία διαδικασία έχει απαγορευτικό κόστος, το αιτούν δικαστήριο ζητεί επίσης από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν ο δικαστής οφείλει να λάβει υπόψη το γεγονός ότι η πιθανότητα καταδίκης του διάδικου στα δικαστικά έξοδα δεν τον αποθάρρυνε στην πράξη να ασκήσει την προσφυγή του ή να συνεχίσει τη διαδικασία και αν, εν πάση περιπτώσει, η ανάλυση που πρέπει να πραγματοποιήσει ο δικαστής μπορεί να είναι διαφορετική ανάλογα με τον βαθμό δικαιοδοσίας στον οποίο αποφαίνεται, δηλαδή σε πρώτο βαθμό, κατ’ έφεση ή κατ’ αναίρεση.

Επί της σημασίας του όρου «μη απαγορευτικό κόστος», όπως χρησιμοποιείται στις οδηγίες 85/337 και 96/61

25

Υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι, όπως έχει ήδη αποφανθεί το Δικαστήριο, η απαίτηση του άρθρου 10α, πέμπτο εδάφιο, της οδηγίας 85/337 και του άρθρου 15α, πέμπτο εδάφιο, της οδηγίας 96/61 να μην έχουν οι δικαστικές διαδικασίες απαγορευτικό κόστος δεν σημαίνει ότι απαγορεύεται στα εθνικά δικαστήρια να επιδικάζουν δικαστικά έξοδα (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, C-427/07, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, Συλλογή 2009, σ. I-6277, σκέψη 92).

26

Αυτό ορίζεται ρητώς και στη σύμβαση του Άαρχους, με την οποία το δίκαιο της Ένωσης πρέπει να «ευθυγραμμισθεί καταλλήλως», όπως προκύπτει από την πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2003/35, που τροποποίησε τις οδηγίες 85/337 και 96/61, καθόσον το άρθρο 3, παράγραφος 8, της σύμβασης αυτής προβλέπει ότι ουδόλως θίγεται η εξουσία των εθνικών δικαστηρίων να επιδικάζουν εύλογες δαπάνες κατά το πέρας ένδικης διαδικασίας.

27

Σημειωτέον δε ότι η απαίτηση να μην είναι το κόστος αυτών των διαδικασιών απαγορευτικό αφορά το σύνολο των δαπανών που προκύπτουν από τη συμμετοχή στην ένδικη διαδικασία (βλ., σχετικώς, προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, σκέψη 92).

28

Έτσι, το ζήτημα του τυχόν απαγορευτικού κόστους πρέπει να εκτιμάται σφαιρικώς, λαμβανομένων υπόψη όλων των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε ο ενδιαφερόμενος διάδικος.

29

Εξάλλου, από τις επιταγές τόσο της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της αρχής της ισότητας συνάγεται ότι διάταξη του δικαίου της Ένωσης που δεν περιέχει ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του περιεχομένου της πρέπει, κατά κανόνα, να ερμηνεύεται αυτοτελώς και με τον ίδιο τρόπο σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, βάσει του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η διάταξη αυτή και του σκοπού της (βλ., ιδίως, απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2012, C-204/09, Flachglas Torgau, σκέψη 37).

30

Επομένως, μολονότι ούτε η σύμβαση του Άαρχους, της οποίας το άρθρο 9, παράγραφος 4, προβλέπει ότι δεν επιτρέπεται οι διαδικασίες κατά την έννοια των παραγράφων 1 έως 3 του ίδιου αυτού άρθρου να έχουν απαγορευτικό κόστος, ούτε οι οδηγίες 85/337 και 96/61 προσδιορίζουν πώς ακριβώς πρέπει να εκτιμάται το ζήτημα του απαγορευτικού κόστους μιας δικαστικής διαδικασίας, η εκτίμηση αυτή δεν μπορεί πάντως να γίνεται με μοναδικό σημείο αναφοράς το εθνικό δίκαιο.

31

Όπως ρητώς διευκρινίζεται τόσο στο άρθρο 10α, πέμπτο εδάφιο, της οδηγίας 85/337 όσο και στο άρθρο 15α, πέμπτο εδάφιο, της οδηγίας 96/61, σκοπός του νομοθέτη της Ένωσης είναι να εξασφαλιστεί στο ενδιαφερόμενο κοινό «ευρεία πρόσβαση στη δικαιοσύνη».

32

Ο σκοπός αυτός αποτελεί έκφανση της γενικότερης βούλησης του νομοθέτη της Ένωσης να συμβάλλει στη διατήρηση, την προστασία και τη βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος και να ενεργοποιήσει το κοινό ώστε να δραστηριοποιηθεί προς αυτή την κατεύθυνση.

33

Εξάλλου, η απαίτηση να μην είναι το κόστος απαγορευτικό συναρτάται, στον τομέα του περιβάλλοντος, με τον σεβασμό του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής, όπως κατοχυρώνεται με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και με την τήρηση της αρχής της αποτελεσματικότητας, σύμφωνα με την οποία οι δικονομικές ρυθμίσεις σχετικά με ένδικες προσφυγές που έχουν ως σκοπό να διασφαλίσουν την προάσπιση των δικαιωμάτων που αντλούν οι ιδιώτες από το δίκαιο της Ένωσης δεν επιτρέπεται να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικώς δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων τα οποία παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης (βλ., ιδίως, απόφαση της 8ης Μαρτίου 2011, C-240/09, Lesoochranárske zoskupenie VLK, Συλλογή 2011, σ. I-1255, σκέψη 48).

34

Τέλος, μολονότι το έγγραφο το οποίο δημοσιεύθηκε το 2000 από την Οικονομική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη, με τίτλο «Η σύμβαση του Άαρχους, οδηγός εφαρμογής», δεν είναι δεσμευτικό ως προς την ερμηνεία των διατάξεων της εν λόγω σύμβασης, αξίζει πάντως να επισημανθεί ότι στο έγγραφο αυτό διευκρινίζεται ότι το κόστος μιας διαδικασίας προσφυγής που έχει ως νομική βάση είτε την ίδια τη σύμβαση είτε το εθνικό δίκαιο του περιβάλλοντος δεν πρέπει να τόσο υψηλό ώστε να εμποδίζει τα μέλη του κοινού να ασκήσουν τη σχετική προσφυγή εφόσον το θεωρούν απαραίτητο.

35

Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η απαίτηση του άρθρου 10α, πέμπτο εδάφιο, της οδηγίας 85/337 και του άρθρου 15α, πέμπτο εδάφιο, της οδηγίας 96/61 να μην έχουν οι δικαστικές διαδικασίες απαγορευτικό κόστος σημαίνει ότι οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να μπορούν να ασκήσουν προσφυγή ή να συνεχίσουν μια διαδικασία που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων χωρίς η ενδεχόμενη οικονομική επιβάρυνση να συνιστά εμπόδιο συναφώς. Όταν εθνικό δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων, καταδικάζοντας σε αυτά έναν ιδιώτη ο οποίος ηττήθηκε, ως προσφεύγων, σε ένδικη διαφορά σχετική με το περιβάλλον ή, γενικότερα, όταν καλείται, όπως μπορεί να συμβεί στα δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου, να λάβει θέση σε προκαταρκτικό στάδιο της διαδικασίας επί ενδεχόμενου περιορισμού των δικαστικών εξόδων που θα κληθεί να αποδώσει διάδικος εφόσον ηττηθεί, οφείλει να ελέγχει ότι η ως άνω απαίτηση πληρούται, λαμβάνοντας υπόψη τόσο το συμφέρον του προσώπου το οποίο επιθυμεί να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του όσο και το γενικό συμφέρον στην προστασία του περιβάλλοντος.

Επί των κριτηρίων που έχουν σημασία για την εκτίμηση της απαίτησης του «μη απαγορευτικού» κόστους

36

Όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 24 ανωτέρω, το Supreme Court of the United Kingdom ζήτησε να διευκρινιστούν τα κριτήρια εκτίμησης που πρέπει να χρησιμοποιεί ο εθνικός δικαστής όταν αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων προκειμένου να εξασφαλίσει ότι θα τηρείται η απαίτηση περί μη απαγορευτικού κόστους της διαδικασίας. Ερωτά, συγκεκριμένα, αν η εκτίμηση αυτή έχει αντικειμενικό ή υποκειμενικό χαρακτήρα και σε ποιον βαθμό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το εθνικό δίκαιο.

37

Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, αν δεν προβλέπεται άλλως με διάταξη του δικαίου της Ένωσης, τα κράτη μέλη οφείλουν, κατά τη μεταφορά μιας οδηγίας, να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητά της, ενώ διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την επιλογή των σχετικών μέσων (βλ., ιδίως, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2006, C-216/05, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, Συλλογή 2006, σ. I-10787, σκέψη 26).

38

Επομένως, όσον αφορά τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού της εξασφάλισης μιας πραγματικής δικαστικής προστασίας χωρίς απαγορευτικό κόστος στον τομέα του δικαίου του περιβάλλοντος, πρέπει να ληφθούν υπόψη όλες οι κρίσιμες διατάξεις του εθνικού δικαίου και ειδικότερα η ύπαρξη, αφενός, εθνικού συστήματος παροχής ευεργετήματος πενίας και, αφετέρου, ενός καθεστώτος εκ των προτέρων περιορισμού της ευθύνης για τα δικαστικά έξοδα, όπως αυτό για το οποίο έγινε λόγος στη σκέψη 16 ανωτέρω. Πιο συγκεκριμένα δε, πρέπει να συνεκτιμηθούν οι αισθητές αποκλίσεις μεταξύ των οικείων εθνικών ρυθμίσεων.

39

Εξάλλου, όπως επισημάνθηκε και προηγουμένως, το εθνικό δικαστήριο που καλείται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων πρέπει να ελέγχει ότι πληρούται η επίμαχη απαίτηση, λαμβάνοντας υπόψη τόσο το συμφέρον του προσώπου το οποίο επιθυμεί να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του όσο και το γενικό συμφέρον στην προστασία του περιβάλλοντος.

40

Η σχετική εκτίμηση δεν μπορεί, κατά συνέπεια, να αφορά αποκλειστικώς και μόνον την οικονομική κατάσταση του ενδιαφερομένου, αλλά πρέπει να στηρίζεται και σε μια αντικειμενική ανάλυση του ύψους των δικαστικών εξόδων, πολλώ δε μάλλον καθόσον, όπως τονίστηκε στη σκέψη 32 ανωτέρω, οι ιδιώτες και οι ενώσεις καλούνται να διαδραματίσουν ενεργό ρόλο στην προστασία του περιβάλλοντος. Υπ’ αυτή την έννοια, τίθεται ζήτημα στις περιπτώσεις που, εκ πρώτης όψεως, το κόστος της διαδικασίας είναι αντικειμενικά υπέρμετρο. Έτσι, το κόστος της διαδικασίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις οικονομικές δυνατότητες του ενδιαφερομένου ούτε να είναι, εν πάση περιπτώσει, αντικειμενικά υπέρμετρο εκ πρώτης όψεως.

41

Η ανάλυση δε της οικονομικής κατάστασης του ενδιαφερομένου από το εθνικό δικαστήριο δεν πρέπει να βασίζεται μόνο στις εκτιμώμενες οικονομικές δυνατότητες του «μέσου» προσφεύγοντος, αφού δεν αποκλείεται τέτοια στοιχεία να έχουν ελάχιστη σχέση με την κατάσταση του ενδιαφερομένου.

42

Ο εθνικός δικαστής μπορεί ακόμη να λάβει υπόψη την κατάσταση των διαδίκων της συγκεκριμένης διαφοράς, τις εύλογες πιθανότητες νίκης του προσφεύγοντος, τη σοβαρότητα του διακυβεύματος τόσο για τον ίδιο όσο και για την προστασία του περιβάλλοντος, την πολυπλοκότητα της εφαρμοστέας νομοθεσίας και διαδικασίας, καθώς και τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα της προσφυγής στα διάφορα στάδια της διαδικασίας (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, C-279/09, DEB, Συλλογή 2010, σ. I-13849, σκέψη 61).

43

Επιβάλλεται εξάλλου η διευκρίνιση ότι το στοιχείο στο οποίο αναφέρεται το Supreme Court of the United Kingdom, ήτοι ότι ο ενδιαφερόμενος δεν αποθαρρύνθηκε στην πράξη να ασκήσει την προσφυγή του, δεν αρκεί από μόνο του για να δικαιολογήσει το συμπέρασμα ότι η διαδικασία δεν είχε απαγορευτικό κόστος γι’ αυτόν, υπό την έννοια των οδηγιών 85/337 και 96/61 όπως αποσαφηνίστηκε ανωτέρω.

44

Τέλος, όσον αφορά το άλλο ζήτημα που τέθηκε από το αιτούν δικαστήριο, δηλαδή κατά πόσον η εκτίμηση του απαγορευτικού κόστους πρέπει να διαφέρει ανάλογα με το αν το εθνικό δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων κατά το πέρας πρωτοβάθμιας διαδικασίας, κατ’ έφεση ή κατ’ αναίρεση, διαπιστώνεται ότι όχι μόνον οι οδηγίες 85/337 και 96/61 δεν προβλέπουν τέτοια διάκριση, αλλά η ερμηνεία αυτή δεν θα εξυπηρετούσε πλήρως και τον σκοπό τον οποίο επιδιώκει ο νομοθέτης της Ένωσης, καθόσον η βούλησή του ήταν να εξασφαλίσει ευρεία πρόσβαση στη δικαιοσύνη και να συμβάλει στη βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος.

45

Η απαίτηση να μην έχει η δικαστική διαδικασία απαγορευτικό κόστος δεν επιτρέπεται, κατά συνέπεια, να εκτιμάται διαφορετικά από το εθνικό δικαστήριο ανάλογα με το αν αυτό αποφαίνεται σε πρώτο βαθμό, κατ’ έφεση ή κατ’ αναίρεση.

46

Πρέπει επομένως να γίνει δεκτό ότι όταν ο εθνικός δικαστής καλείται να αποφανθεί, στο πλαίσιο το οποίο υπενθυμίστηκε με τη σκέψη 41 ανωτέρω, επί του ζητήματος αν δικαστική διαδικασία σε υπόθεση σχετική με το περιβάλλον έχει απαγορευτικό κόστος για τον ενδιαφερόμενο, δεν πρέπει να στηρίζεται μόνο στην οικονομική κατάσταση του τελευταίου, αλλά οφείλει να πραγματοποιεί και μια αντικειμενική ανάλυση του ύψους των δικαστικών εξόδων. Μπορεί επίσης να λάβει υπόψη την κατάσταση των διαδίκων της συγκεκριμένης διαφοράς, τις εύλογες πιθανότητες νίκης του ενδιαφερομένου, τη σοβαρότητα του διακυβεύματος τόσο για τον ίδιο όσο και για την προστασία του περιβάλλοντος, την πολυπλοκότητα της εφαρμοστέας νομοθεσίας και διαδικασίας, τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα της προσφυγής του στα διάφορα στάδια της διαδικασίας, καθώς και την ύπαρξη, στο εθνικό δίκαιο, της δυνατότητας είτε για παροχή ευεργετήματος πενίας είτε για εκ των προτέρων περιορισμό της ευθύνης ως προς τα δικαστικά έξοδα.

47

Αντιθέτως, το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος δεν αποθαρρύνθηκε στην πράξη να ασκήσει την προσφυγή του δεν αρκεί από μόνο του για να δικαιολογήσει το συμπέρασμα ότι το κόστος της οικείας διαδικασίας δεν είναι απαγορευτικό γι’ αυτόν.

48

Τέλος, τα κριτήρια για την πραγματοποίηση της ως άνω εκτίμησης πρέπει να είναι τα ίδια ανεξαρτήτως αν αυτή γίνεται κατά το πέρας μιας πρωτοβάθμιας διαδικασίας, κατ’ έφεση ή κατ’ αναίρεση.

Επί των δικαστικών εξόδων

49

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Η απαίτηση του άρθρου 10α, πέμπτο εδάφιο, της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον, και του άρθρου 15α, πέμπτο εδάφιο, της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 1996, σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης, όπως τροποποιήθηκαν με την οδηγία 2003/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2003, να μην έχουν οι δικαστικές διαδικασίες απαγορευτικό κόστος σημαίνει ότι οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να μπορούν να ασκήσουν προσφυγή ή να συνεχίσουν μια διαδικασία που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων χωρίς η ενδεχόμενη οικονομική επιβάρυνση να συνιστά εμπόδιο συναφώς. Όταν εθνικό δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων, καταδικάζοντας σε αυτά έναν ιδιώτη ο οποίος ηττήθηκε, ως προσφεύγων, σε ένδικη διαφορά σχετική με το περιβάλλον ή, γενικότερα, όταν καλείται, όπως μπορεί να συμβεί στα δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου, να λάβει θέση σε προκαταρκτικό στάδιο της διαδικασίας επί ενδεχόμενου περιορισμού των δικαστικών εξόδων που θα κληθεί να αποδώσει διάδικος εφόσον ηττηθεί, οφείλει να ελέγχει ότι η ως άνω απαίτηση πληρούται, λαμβάνοντας υπόψη τόσο το συμφέρον του προσώπου το οποίο επιθυμεί να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του όσο και το γενικό συμφέρον στην προστασία του περιβάλλοντος.

 

Στο πλαίσιο της ως άνω εκτίμησης, ο εθνικός δικαστής δεν πρέπει να στηρίζεται μόνο στην οικονομική κατάσταση του ενδιαφερομένου, αλλά οφείλει να πραγματοποιεί και μια αντικειμενική ανάλυση του ύψους των δικαστικών εξόδων. Μπορεί επίσης να λάβει υπόψη την κατάσταση των διαδίκων της συγκεκριμένης διαφοράς, τις εύλογες πιθανότητες νίκης του ενδιαφερομένου, τη σοβαρότητα του διακυβεύματος τόσο για τον ίδιο όσο και για την προστασία του περιβάλλοντος, την πολυπλοκότητα της εφαρμοστέας νομοθεσίας και διαδικασίας, τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα της προσφυγής του στα διάφορα στάδια της διαδικασίας, καθώς και την ύπαρξη, στο εθνικό δίκαιο, της δυνατότητας είτε για παροχή ευεργετήματος πενίας είτε για εκ των προτέρων περιορισμό της ευθύνης ως προς τα δικαστικά έξοδα.

 

Αντιθέτως, το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος δεν αποθαρρύνθηκε στην πράξη να ασκήσει την προσφυγή του δεν αρκεί από μόνο του για να δικαιολογήσει το συμπέρασμα ότι το κόστος της οικείας διαδικασίας δεν είναι απαγορευτικό γι’ αυτόν.

 

Τέλος, τα κριτήρια για την πραγματοποίηση της ως άνω εκτίμησης πρέπει να είναι τα ίδια ανεξαρτήτως αν αυτή γίνεται κατά το πέρας μιας πρωτοβάθμιας διαδικασίας, κατ’ έφεση ή κατ’ αναίρεση.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

Top