This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62011CC0004
Opinion of Mr Advocate General Jääskinen delivered on 18 April 2013. # Bundesrepublik Deutschland v Kaveh Puid. # Reference for a preliminary ruling: Hessischer Verwaltungsgerichtshof - Germany. # Asylum - Charter of Fundamental Rights of the European Union -Article 4 - Regulation (EC) No 343/2003 - Article 3(1) and (2) - Determination of the Member State responsible for examining an asylum application lodged in one of the Member States by a third-country national - Articles 6 to 12 - Criteria for determining the Member State responsible - Article 13 - Fall-back clause. # Case C-4/11.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jääskinen της 18ης Απριλίου 2013.
Bundesrepublik Deutschland κατά Kaveh Puid.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Hessischer Verwaltungsgerichtshof - Γερμανία.
Άσυλο - Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης - Άρθρο 4 - Κανονισμός (EΚ) 343/2003 - Άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2 - Προσδιορισμός του κράτους μέλους το οποίο είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που έχει υποβληθεί σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας - Άρθρα 6 έως 12 - Κριτήρια για τον προσδιορισμό του υπευθύνου κράτους μέλους - Άρθρο 13 - Επικουρική ρήτρα.
Υπόθεση C-4/11.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jääskinen της 18ης Απριλίου 2013.
Bundesrepublik Deutschland κατά Kaveh Puid.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Hessischer Verwaltungsgerichtshof - Γερμανία.
Άσυλο - Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης - Άρθρο 4 - Κανονισμός (EΚ) 343/2003 - Άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2 - Προσδιορισμός του κράτους μέλους το οποίο είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που έχει υποβληθεί σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας - Άρθρα 6 έως 12 - Κριτήρια για τον προσδιορισμό του υπευθύνου κράτους μέλους - Άρθρο 13 - Επικουρική ρήτρα.
Υπόθεση C-4/11.
Court reports – general
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2013:244
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
NIILO JÄÄSKINEN
της 18ης Απριλίου 2013 ( 1 )
Υπόθεση C‑4/11
Bundesrepublik Deutschland
κατά
Kaveh Puid
[αίτηση του Hessischer Verwaltungsgerichtshof (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου — Εφαρμογή του διά της δικαστικής οδού — Κανονισμός 343/2003 του Συμβουλίου — Προσδιορισμός του υπεύθυνου κράτους μέλους για την εξέταση αιτήσεως ασύλου που υπέβαλε υπήκοος τρίτης χώρας — Άρθρο 3, παράγραφος 2 — Δικαιώματα των αιτούντων άσυλο — Εξαιρετικές περιπτώσεις όπως ορίσθηκαν με την απόφαση N.S. κ.λπ. (συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-411/10 και C-493/10) — Άρθρο 19, παράγραφος 2 — Αναστολή της μεταφοράς αιτούντος άσυλο»
I – Εισαγωγή
1. |
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει εναρμονίσει τόσο τους διαδικαστικούς ( 2 ) όσο και τους ουσιαστικούς κανόνες ( 3 ) για τη θέσπιση ολοκληρωμένου συστήματος στον τομέα των προσφύγων στο πλαίσιο του Κοινού Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου. Το σύστημα αυτό βασίζεται στην τήρηση των κανόνων του διεθνούς δικαίου στον συγκεκριμένο τομέα, συμπεριλαμβανομένης της αρχής της μη επαναπροωθήσεως. Προβλέπει ότι η αίτηση ασύλου εξετάζεται από ένα μόνο κράτος μέλος και ότι, σε περίπτωση κατά την οποία ζητείται άσυλο σε άλλο κράτος εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο αιτών μεταφέρεται στο υπεύθυνο κράτος μέλος για την εξέταση της αιτήσεως ασύλου. Ο προσδιορισμός του υπεύθυνου κράτους μέλους διέπεται από τον κανονισμό (EΚ) 343/2003 του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2003, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου η οποία υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ( 4 ). |
2. |
Με την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ζητείται η παροχή διευκρινίσεων ως προς τη μεταχείριση της οποίας πρέπει να τύχει ο αιτών άσυλο που έχει υποβάλει αίτηση ασύλου εντός κράτους μέλους διαφορετικού από αυτό της αρχικής εισόδου του στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά η μεταφορά του οποίου στο κράτος μέλος της αρχικής εισόδου δεν είναι δυνατή λόγω συστημικών πλημμελειών όσον αφορά τη διαδικασία χορηγήσεως ασύλου και τις συνθήκες υποδοχής των αιτούντων άσυλο στο περί ου ο λόγος κράτος. |
3. |
Η υπό κρίση υπόθεση συναρτάται προς την απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Δεκεμβρίου 2011, C-411/10 και C-493/10, N.S. κ.λπ. (Συλλογή 2011, σ. I-13905). Με την απόφαση αυτή το Δικαστήριο έκρινε ότι είναι αντίθετο προς το δίκαιο της Ένωσης αμάχητο τεκμήριο περί του ότι το κράτος μέλος που ορίζεται ως υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως ασύλου, βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 343/2003, σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( 5 ). Κατ’ ουσίαν ζητείται από το Δικαστήριο να διευκρινίσει τις συνέπειες που έχει η απόφαση αυτή όσον αφορά την εφαρμογή της επονομαζόμενης «ρήτρας κυριαρχίας» του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού. |
4. |
Με την απόφαση N.S. κ.λπ. το Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι το άρθρο 4 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων έχει την έννοια ότι απόκειται στα κράτη μέλη, περιλαμβανομένων και των εθνικών δικαστηρίων, να μη μεταφέρουν αιτούντα άσυλο προς το «υπεύθυνο κράτος μέλος», κατά την έννοια του κανονισμού 343/2003, οσάκις «είναι αδύνατο να αγνοούν ότι οι συστημικές πλημμέλειες [η υπογράμμιση δική μου] όσον αφορά τη διαδικασία χορηγήσεως ασύλου και τις συνθήκες υποδοχής των αιτούντων άσυλο στο κράτος μέλος αυτό αποτελούν σοβαρούς και αποδεδειγμένους λόγους που να πείθουν ότι ο αιτών θα διατρέξει ουσιαστικό κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση κατά την έννοια της διατάξεως αυτής ( 6 )». |
5. |
Στην υπό κρίση υπόθεση, το Hessischer Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Έσσης) ζητεί να διευκρινισθεί κατά πόσον, υπό περιστάσεις παρεμφερείς αυτών που περιγράφονται στην απόφαση N.S. κ.λπ., οι αιτούντες άσυλο δύνανται να αξιώσουν δικαστικώς την εκ μέρους κράτους μέλους εξέταση των αιτήσεών τους χορηγήσεως ασύλου, βάσει της υποχρεώσεως αυτού του κράτους μέλους να ασκήσει την αρμοδιότητά του, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 343/2003. Πρόκειται για το τέταρτο από τα τέσσερα ερωτήματα που υπέβαλε το Hessischer Verwaltungsgerichtshof με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο απέσυρε τα υπόλοιπα τρία ερωτήματα μετά την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου επί της υποθέσεως N.S. κ.λπ. Τα προαναφερθέντα τρία ερωτήματα αφορούσαν τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των περιστάσεων που εκτέθηκαν στο σημείο 4 ως προς την εφαρμογή του κανονισμού 343/2003. |
II – Νομικό πλαίσιο
Α – Διεθνές δίκαιο
6. |
Το άρθρο 33, παράγραφος 1, της Συμβάσεως περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία υπεγράφη στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 [Recueil des traités des Nations unies (Συλλογή των Συνθηκών των Ηνωμένων Εθνών), τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954)] (στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης) ( 7 ), επιγραφόμενο «Απαγόρευσις απελάσεως και επαναπροωθήσεως», ορίζει τα εξής: «Κανένα συμβαλλομένο κράτος δεν απελαύνει ή θα επαναπροωθεί, καθ’ οιονδήποτε τρόπον, πρόσφυγες, στα σύνορα εδαφών ένθα η ζωή ή ελευθερία τους απειλούνται για λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής [τάξεως] ή πολιτικών πεποιθήσεων». |
Β – Το δίκαιο της Ένωσης
Ο κανονισμός 343/2003
7. |
Στις αιτιολογικές σκέψεις 3, 4, 12 και 15 του κανονισμού 343/2003 αναφέρεται ότι:
[…]
[…]
|
8. |
Το άρθρο 1 του κανονισμού 343/2003 ορίζει τα εξής: «Ο παρών κανονισμός θεσπίζει τα κριτήρια και τους μηχανισμούς προσδιορισμού του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου η οποία υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας.» |
9. |
Το άρθρο 3, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 343/2003 ορίζει τα εξής: «1. Τα κράτη μέλη εξετάζουν κάθε αίτηση ασύλου που υποβάλλεται από υπήκοο τρίτης χώρας σε οποιοδήποτε από αυτά, είτε στα σύνορα είτε εντός του εδάφους του. Η αίτηση εξετάζεται από ένα μόνο κράτος μέλος, το οποίο είναι το οριζόμενο ως υπεύθυνο σύμφωνα με τα κριτήρια που διαλαμβάνονται στο κεφάλαιο ΙΙΙ. 2. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, κάθε κράτος μέλος δύναται να εξετάζει αίτηση ασύλου που έχει κατατεθεί από υπήκοο τρίτης χώρας, ακόμη και αν δεν είναι υπεύθυνο για την εξέταση δυνάμει των κριτηρίων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Στην περίπτωση αυτή, το εν λόγω κράτος μέλος καθίσταται το υπεύθυνο κράτος μέλος κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού και αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις που συνδέονται με αυτή την ευθύνη. Ενδεχομένως, ενημερώνει το κράτος μέλος που ήταν προηγουμένως υπεύθυνο, το κράτος μέλος που διεξάγει διαδικασία προσδιορισμού του υπευθύνου κράτους μέλους ή το κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε αίτημα αναδοχής ή εκ νέου ανάληψης του αιτούντος. 3. Έκαστο κράτος μέλος διατηρεί το δικαίωμα, να προωθεί, κατ’ εφαρμογή του εθνικού δικαίου του, τον αιτούντα άσυλο προς τρίτη χώρα, τηρουμένων των διατάξεων της σύμβασης της Γενεύης.» |
10. |
Το κεφάλαιο III του κανονισμού 343/2003 αποτελείται από δέκα άρθρα τα οποία ιεραρχούν τα κριτήρια προσδιορισμού του υπευθύνου κράτους μέλους για την εξέταση αιτήσεως ασύλου. Το άρθρο 5 στο κεφάλαιο III του κανονισμού 343/2003 ορίζει: «1. Τα κριτήρια του παρόντος κεφαλαίου για τον προσδιορισμό του υπευθύνου κράτους μέλους εφαρμόζονται με τη σειρά με την οποία παρατίθενται στο παρόν κεφάλαιο. 2. Ο προσδιορισμός του υπευθύνου κράτους μέλους κατ’ εφαρμογή των κριτηρίων πραγματοποιείται βάσει της κατάστασης που υπήρχε τη στιγμή κατά την οποία ο αιτών άσυλο υπέβαλε την αίτησή του για πρώτη φορά σε ένα κράτος μέλος.» |
11. |
Το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 343/2003 ορίζει ότι: «1. Όταν διαπιστώνεται, βάσει αποδεικτικών στοιχείων ή των εμμέσων αποδείξεων, όπως περιγράφεται στους δύο καταλόγους που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφος 3, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων που αναφέρονται στο κεφάλαιο ΙΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) 2725/2000, ότι ο αιτών άσυλο διέβη παρανόμως, οδικώς, διά θαλάσσης ή δι’ αέρος, τα σύνορα κράτους μέλους προερχόμενος από τρίτη χώρα, αυτό το κράτος μέλος στο οποίο εισήλθε παρανόμως είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης ασύλου. Η ευθύνη αυτή παύει να υφίσταται δώδεκα μήνες μετά την ημερομηνία κατά την οποία έλαβε χώρα η παράνομη διάβαση των συνόρων.» |
12. |
Το άρθρο 13 του κανονισμού 343/2003 έχει ως εξής: «Εάν δεν είναι δυνατόν να καθορισθεί το κράτος μέλος το οποίο είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης ασύλου βάσει των κριτηρίων που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό, υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης είναι το πρώτο κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση ασύλου.» |
13. |
Το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 343/2003 προβλέπει τα εξής: «Κάθε κράτος μέλος δύναται, ακόμη και αν δεν είναι υπεύθυνο κατ’ εφαρμογή των κριτηρίων του παρόντος κανονισμού, να επανενώνει μέλη οικογένειας καθώς και άλλους εξαρτώμενους συγγενείς για ανθρωπιστικούς λόγους, βάσει ιδίως οικογενειακών ή πολιτισμικών κριτηρίων. Στην περίπτωση αυτή, το εν λόγω κράτος μέλος, κατόπιν αιτήματος άλλου κράτους μέλους, εξετάζει την αίτηση ασύλου του ενδιαφερομένου. Οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να συναινούν.» |
14. |
Κατά το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 343/2003: «Το κράτος μέλος που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου δυνάμει του παρόντος κανονισμού υποχρεούται: […]
[…]». |
15. |
Το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 343/2003 ορίζει ότι: «1. Εάν το κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε αίτηση ασύλου θεωρεί ότι άλλο κράτος μέλος είναι υπεύθυνο για την εξέτασή της, μπορεί να απευθύνει σε αυτό αίτημα περί αναδοχής του αιτούντος, το συντομότερο δυνατό και, σε κάθε περίπτωση, εντός προθεσμίας τριών μηνών από την υποβολή της αίτησης ασύλου κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2. […]» |
16. |
Κατά το άρθρο 19, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 343/2003: «1. Όταν το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα δέχεται την αναδοχή του αιτούντος, το κράτος μέλος στο οποίο έχει υποβληθεί η αίτηση ασύλου κοινοποιεί στον αιτούντα την απόφασή του να μην εξετάσει την αίτηση και την υποχρέωση μεταφοράς του αιτούντος προς το υπεύθυνο κράτος μέλος. 2. Η απόφαση της παραγράφου 1 πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Συνοδεύεται από στοιχεία σχετικά με την προθεσμία εκτέλεσης της μεταφοράς και περιλαμβάνει, εφόσον είναι απαραίτητο, τις πληροφορίες σχετικά με τον τόπο στον οποίο θα πρέπει να παρουσιασθεί ο αιτών άσυλο και την ημερομηνία κατά την οποία θα πρέπει να το πράξει, εφόσον μεταβαίνει στο υπεύθυνο κράτος μέλος με δικά του μέσα. Κατά της αποφάσεως αυτής μπορεί να ασκηθεί ένδικο μέσο ή αναθεώρηση. Το ένδικο μέσο κατά της απόφασης αυτής ή η αναθεώρησή της δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα όσον αφορά την εκτέλεση της μεταφοράς, εκτός αν τα δικαστήρια ή τα αρμόδια όργανα το αποφασίσουν κατά περίπτωση, εφόσον αυτό επιτρέπεται από την εθνική νομοθεσία.» |
17. |
Το άρθρο 13 της οδηγίας 2004/83 ορίζει τα εξής: «Χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα Τα κράτη μέλη χορηγούν το καθεστώς πρόσφυγα σε υπηκόους τρίτων χωρών ή σε ανιθαγενείς που πληρούν τις οικείες προϋποθέσεις σύμφωνα με τα κεφάλαια ΙΙ και ΙΙΙ.» |
18. |
Το άρθρο 25, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/85 ορίζει: «Περιπτώσεις απαράδεκτων αιτήσεων 1. Πέραν των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια αίτηση δεν εξετάζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) 343/2003, τα κράτη μέλη δεν οφείλουν να εξετάζουν εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις για το χαρακτηρισμό του ως πρόσφυγα σύμφωνα με την οδηγία 2004/83/ΕΚ όταν μια αίτηση θεωρείται ως απαράδεκτη δυνάμει του παρόντος άρθρου.» |
19. |
Κατά το άρθρο 39, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2005/85: «Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής 1) Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτούντες άσυλο να έχουν δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά των ακόλουθων αποφάσεων:
[…] 2. Τα κράτη μέλη ορίζουν τις προθεσμίες και θεσπίζουν τις λοιπές απαιτούμενες διατάξεις για την άσκηση του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής από τον αιτούντα σύμφωνα με την παράγραφο 1.» |
Γ – Εθνική νομοθεσία
20. |
Το άρθρο 16a, παράγραφοι 1 και 2, του Grundgesetz (Θεμελιώδης Νόμος) ορίζει: «Οι πολιτικοί πρόσφυγες δικαιούνται ασύλου. Δεν είναι δυνατή η επίκληση της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου από όσους εισέρχονται στην επικράτεια της χώρας από κράτος μέλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή από τρίτο κράτος στο οποίο είναι διασφαλισμένη η εφαρμογή της Συμβάσεως περί του καθεστώτος των προσφύγων και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τη διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών. Όσα κράτη δεν είναι μέλη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και πληρούν τα κριτήρια του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου προσδιορίζονται διά νόμου, η κύρωση του οποίου προϋποθέτει τη συμφωνία του Bundesrat. Στις προβλεπόμενες στο πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου περιπτώσεις, οι πράξεις περί παύσεως της διαμονής των αιτούντων σχετική άδεια εκτελούνται, χωρίς να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα η τυχόν άσκηση εναντίον τους ένδικου βοηθήματος.» |
III – Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
21. |
Ο Kaveh Puid (ο αιτών άσυλο) είναι Ιρανός υπήκοος, ο οποίος ταξίδεψε αεροπορικώς στις 20 Οκτωβρίου 2007 από την Τεχεράνη στην Αθήνα. Μετά από παραμονή τεσσάρων ημερών στην Αθήνα μετέβη στη Φρανκφούρτη. Κατά την άφιξή του στο οικείο αεροδρόμιο δήλωσε, στο πλαίσιο του ελέγχου διαβατηρίων, ότι ζητούσε άσυλο, συνελήφθη και τέθηκε υπό κράτηση εν όψει της επαναπροωθήσεώς του. Σε αμφότερα τα σκέλη του ταξιδιού είχε χρησιμοποιήσει πλαστό ταξιδιωτικό έγγραφο. |
22. |
Στις 15 Νοεμβρίου 2007 ο αιτών άσυλο ζήτησε από το Verwaltungsgericht Frankfurt am Main (Διοικητικό Δικαστήριο Φρανκφούρτης), μεταξύ άλλων, να υποχρεώσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να επιτρέψει την είσοδό του και να τον παραπέμψει στο όργανο που ήταν αρμόδιο να προσδιορίσει ποιο κράτος μέλος ήταν υπεύθυνο να εξετάσει την αίτηση ασύλου, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003. Το Verwaltungsgericht Frankfurt am Main υποχρέωσε την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να απαγορεύσει προσωρινώς την επαναπροώθηση του αιτούντος άσυλο στην Ελλάδα από την αρμόδια αστυνομική αρχή του αεροδρομίου της Φρανκφούρτης έως τις 16 Ιανουαρίου 2008 το αργότερο. |
23. |
Tο Bundesamt für Migration und Flüchtlinge (γερμανική Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Μεταναστεύσεως και Προσφύγων, στο εξής: ομοσπονδιακή υπηρεσία) έκρινε με την από 14 Δεκεμβρίου 2007 απόφαση ότι η αίτηση ασύλου ήταν απαράδεκτη και διέταξε την επαναπροώθηση του αιτούντος άσυλο στην Ελλάδα. Η εν λόγω απόφαση στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο στον κανονισμό 343/2003, βάσει του οποίου το υπεύθυνο κράτος για την εξέταση της αιτήσεως ασύλου ήταν η Ελλάδα, λόγω των χρονικών ορίων που θέτουν τα άρθρα 17, παράγραφος 2, και 18, παράγραφοι 4 και 7, του κανονισμού 343/2003, και στο ότι δεν συνέτρεχαν οι εξαιρετικοί ανθρωπιστικοί λόγοι που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την εκ μέρους της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ανάληψη της ευθύνης για την εξέταση της αιτήσεως ασύλου, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003. Η ομοσπονδιακή υπηρεσία έκρινε ότι η Ελλάδα ήταν ασφαλής τρίτη χώρα, κατά την έννοια του άρθρου 16a, παράγραφος 2, του Θεμελιώδους Νόμου, και ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία είναι αρμόδια να ελέγχει την τήρηση των ελάχιστων προδιαγραφών, δεν είχε αποτρέψει μέχρι τότε τα κράτη μέλη να επαναπροωθούν άτομα στην Ελλάδα. Ως εκ τούτου, ο αιτών άσυλο επαναπροωθήθηκε στην Αθήνα στις 23 Ιανουαρίου 2008. |
24. |
Εντούτοις, στις 25 Δεκεμβρίου 2007 ο αιτών άσυλο είχε ήδη προσφύγει ενώπιον του Verwaltungsgericht Frankfurt am Main ζητώντας, αφενός, να ακυρωθεί η απόφαση της ομοσπονδιακής υπηρεσίας της 14ης Δεκεμβρίου 2007 και, αφετέρου, να υποχρεωθεί η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να αναγνωρίσει ότι είναι το υπεύθυνο κράτος μέλος για την εξέταση της αιτήσεως ασύλου, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003. |
25. |
Το Verwaltungsgericht Frankfurt am Main διέταξε την αυτοπρόσωπη παρουσία του αιτούντος άσυλο στη δίκη. Προς τούτο, επετράπη σε αυτόν να ταξιδέψει στη Γερμανία. |
26. |
Το Verwaltungsgericht Frankfurt am Main ακύρωσε με την από 8 Ιουλίου 2009 απόφασή του την από 14 Δεκεμβρίου 2007 απόφαση της ομοσπονδιακής υπηρεσίας και έκρινε ότι η εκτέλεση της πράξεως περί επαναπροωθήσεώς του ήταν παράνομη. Η ομοσπονδιακή υπηρεσία υποχρεώθηκε να ανακαλέσει την από 14 Δεκεμβρίου 2007 πράξη περί επαναπροωθήσεως στην Ελλάδα και να επαναφέρει τα πράγματα στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν εκτελεστεί η πράξη. |
27. |
Βάσει του σκεπτικού του Verwaltungsgericht Frankfurt am Main η ομοσπονδιακή υπηρεσία όφειλε κατ’ ουσία να αναλάβει την ευθύνη να εξετάσει την αίτηση ασύλου, ασκώντας τη σχετική ευχέρεια του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003. Η διακριτική ευχέρεια της ομοσπονδιακής υπηρεσίας έπαυσε να υφίσταται μόλις κατέστη προφανές ότι οι ελάχιστες προδιαγραφές όσον αφορά την υποδοχή των αιτούντων άσυλο και την εφαρμογή της διαδικασίας παροχής ασύλου δεν τηρούνται στην Ελλάδα, καθώς και ότι είχαν σημειωθεί σημαντικές παραβιάσεις των διαδικαστικών δικαιωμάτων του αιτούντος άσυλο και δεν είχαν τηρηθεί οι όροι υποδοχής κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα. Τούτο αντέβαινε προς τον ίδιο τον σκοπό και το περιεχόμενο των εφαρμοστέων οδηγιών. Επιπροσθέτως, το Verwaltungsgericht Frankfurt am Main υποχρέωσε την ομοσπονδιακή υπηρεσία να χορηγήσει στον αιτούντα προσωρινή άδεια διαμονής μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως. |
28. |
Κατά της αποφάσεως του Verwaltungsgericht Frankfurt am Main ασκήθηκε έφεση ενώπιον του Hessischer Verwaltungsgerichtshof, με την οποία προβαλλόταν ότι δεν ήταν πειστική η αιτιολογία της αποφάσεως κατά την οποία η Γερμανία όφειλε να ασκήσει την ευχέρεια που της παρέχει το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003 να υπεισέλθει στη θέση του υπεύθυνου κράτους μέλους. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από την ομοσπονδιακή υπηρεσία, υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι, πέραν των σοβαρών παραβιάσεων της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το γεγονός ότι το υπεύθυνο κράτος μέλος δεν έχει ενεργήσει σύμφωνα με τις οδηγίες περί υποδοχής των αιτούντων άσυλο και των ελάχιστων προδιαγραφών κατά τη διαδικασία χορηγήσεως ασύλου δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη προκειμένου να κριθεί αν έπρεπε να ασκηθεί ή όχι το δικαίωμα να αναληφθεί η ευθύνη για την εξέταση της αιτήσεως ασύλου. Η ομοσπονδιακή υπηρεσία υποστήριξε ότι τυχόν πλημμέλειες όσον αφορά τη στέγαση και τη διατροφή των αιτούντων άσυλο δεν απαλλάσσουν το κράτος μέλος από την υποχρέωση να φέρει εις πέρας τη διαδικασία. Σε διαφορετική περίπτωση, οι αιτούντες άσυλο θα αποκτούσαν τελικώς το δικαίωμα μεταφοράς σε οποιοδήποτε από τα κράτη μέλη από τα οποία θα είχαν διέλθει. |
29. |
Tο Hessischer Verwaltungsgerichtshof έκρινε αναγκαία την υποβολή τεσσάρων προδικαστικών ερωτημάτων στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αποφάσισε να το πράξει στις 22 Δεκεμβρίου 2010. Απέσυρε τα τρία πρώτα ερωτήματα, καθόσον σε αυτά δόθηκε απάντηση με την από 21 Δεκεμβρίου 2011 απόφαση N.S. κ.λπ. |
30. |
Επιπλέον, η ομοσπονδιακή υπηρεσία ανακάλεσε με την από 20 Ιανουαρίου 2011 απόφασή της την πράξη της 14ης Δεκεμβρίου 2007 και αποφάσισε να ασκήσει την ευχέρειά της να εξετάσει την αίτηση, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003. Με την από 18 Μαΐου 2011 πράξη, η ομοσπονδιακή υπηρεσία απέρριψε την αίτηση του αιτούντος για τη χορήγηση ασύλου βάσει του άρθρου 16a του Θεμελιώδους Νόμου, πλην όμως του αναγνώρισε την ιδιότητα του πρόσφυγα (Flüchtlingseigenschaft). |
31. |
Κατά το αιτούν δικαστήριο, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως διατηρεί τη σημασία της από νομικής απόψεως, καθώς, ανεξαρτήτως των προεκτεθέντων, ο αιτών άσυλο έχει, βάσει του γερμανικού δικαίου, έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της από 14 Δεκεμβρίου 2007 αποφάσεως της ομοσπονδιακής υπηρεσίας ενώπιον του Hessischer Verwaltungsgerichtshof. Τούτο ισχύει διότι κρατήθηκε παρανόμως επαναπροωθούμενος στην Ελλάδα, ενώ εν τω μεταξύ είχε ζητήσει, αφενός, την ακύρωση της από 14 Δεκεμβρίου 2007 αποφάσεως και, αφετέρου, αποζημίωση. |
32. |
Το αιτούν δικαστήριο επιβεβαίωσε επιπλέον ότι εξακολουθούσε να υφίσταται διάσταση απόψεων όσον αφορά την απάντηση στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο και δεν αποσύρθηκε. Το εν λόγω ερώτημα έχει ως εξής: «Παρέχεται στον αιτούντα άσυλο, βάσει της υποχρεώσεως κράτους μέλους να ασκήσει το δικαίωμα που απορρέει από το άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 343/2003 [κανονισμός Δουβλίνο ΙΙ] το δικαίωμα να αξιώσει δικαστικώς από το εν λόγω κράτος μέλος να υπεισέλθει στη θέση του υπεύθυνου κράτους μέλους;» |
33. |
Ως προς τα τέσσερα ερωτήματα που υπέβαλε αρχικώς το Hessischer Verwaltungsgerichtshof, κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις ο Κ. Puid, η Γερμανική, η Βελγική, η Ιρλανδική, η Ελληνική, η Γαλλική, η Ιταλική και η Πολωνική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η Ελβετία και η Επιτροπή. Εξ αυτών, οι γραπτές παρατηρήσεις της Ιταλικής Κυβερνήσεως δεν αφορούσαν το τέταρτο ερώτημα, ενώ η Βελγική Κυβέρνηση δεν αναφέρθηκε σε αυτό ευθέως. Οι εκπρόσωποι του Κ. Puid, της Ιρλανδίας, της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Επιτροπής συμμετείχαν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 22ας Ιανουαρίου 2013. |
IV – Ανάλυση
Α – Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
1. Το υπόβαθρο του Ενιαίου Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου
34. |
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που συνήλθε στο Στρασβούργο στις 8 και 9 Δεκεμβρίου 1989 καθόρισε ως σκοπό την εναρμόνιση της πολιτικής των κρατών μελών περί ασύλου. |
35. |
Στις 15 Ιουνίου 1990 τα κράτη μέλη υπέγραψαν στο Δουβλίνο Σύμβαση περί του καθορισμού του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης χορηγήσεως ασύλου η οποία υποβάλλεται σε ένα από τα κράτη μέλη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: Σύμβαση του Δουβλίνου) ( 8 ). |
36. |
Στο άρθρο K1, παράγραφος 1, ΣΕΕ, της Συνθήκης του Μάαστριχτ προβλεπόταν ότι τα κράτη μέλη θεωρούν την πολιτική ασύλου ως θέμα κοινού ενδιαφέροντος. Το άρθρο 63 ΕΚ, που εισήχθη με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, υποχρέωσε το Συμβούλιο να θεσπίσει, εντός διαστήματος πέντε ετών από τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης του Άμστερνταμ, μεταξύ άλλων, μέτρα συνάδοντα με τη Σύμβαση της Γενεύης, όσον αφορά τον προσδιορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους για την εξέταση της αιτήσεως ασύλου υπηκόου τρίτης χώρας σε ένα από τα κράτη μέλη, τις ελάχιστες προδιαγραφές για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο και για τον χαρακτηρισμό υπηκόων τρίτων χωρών ως προσφύγων, καθώς και τις ελάχιστες προδιαγραφές για την αναγνώριση ή την ανάκληση της ιδιότητας του πρόσφυγα. Η διάταξη αυτή περιέχεται πλέον στο άρθρο 78 ΣΛΕΕ. |
37. |
Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που συνήλθε στο Τάμπερε στις 15 και 16 Οκτωβρίου 1999 αποφασίσθηκε η καθιέρωση Κοινού Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου. Το σύστημα αυτό τέθηκε σε εφαρμογή, μεταξύ άλλων, με τον κανονισμό 343/2003 που αντικατέστησε τη Συνθήκη του Δουβλίνου, την οδηγία 2003/9, την οδηγία 2004/83 και την οδηγία 2005/85. |
38. |
Βάσει του άρθρου 18 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) και του άρθρου 78 ΣΛΕΕ, το δικαίωμα ασύλου πρέπει να διασφαλίζεται, μεταξύ άλλων, κατά τρόπο σύμφωνο με τη Σύμβαση της Γενεύης. Κατά το άρθρο 4 του Χάρτη, κανείς δεν επιτρέπεται να υποβληθεί σε βασανιστήρια ούτε σε απάνθρωπες ή εξευτελιστικές ποινές ή μεταχείριση. Το άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη απαγορεύει την απομάκρυνση, απέλαση ή έκδοση ατόμου προς κράτος όπου διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση. Το άρθρο 47 του Χάρτη διασφαλίζει το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας κάθε προσώπου του οποίου παραβιάσθηκαν τα δικαιώματα ή οι ελευθερίες που εγγυάται το δίκαιο της Ένωσης. |
2. Τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου στην απόφαση N.S. κ.λπ.
39. |
Πριν δώσω απάντηση στο εναπομείναν προδικαστικό ερώτημα, φρονώ ότι είναι σκόπιμο να συνοψίσω τα ζητήματα που εξέτασε το Δικαστήριο στην υπόθεση N.S. κ.λπ., καθώς και τα συμπεράσματά του. Στο πλαίσιο της υποθέσεως N.S. κ.λπ. εξετάσθηκαν τα ακόλουθα ζητήματα, τα οποία είναι κρίσιμα όσον αφορά την προκείμενη υπόθεση. |
40. |
Οι περιστάσεις της υποθέσεως που εξέτασε το Δικαστήριο ήταν παρεμφερείς με αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης. Ο N.S., Αφγανός υπήκοος, μετέβη στο Ηνωμένο Βασίλειο όπου και υπέβαλε αυθημερόν αίτηση ασύλου. Πριν φτάσει στο Ηνωμένο Βασίλειο είχε διέλθει από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, στην οποία δεν υπέβαλε αίτηση ασύλου, αλλά κρατήθηκε επί τέσσερις ημέρες. Ο Secretary of State for the Home Department απηύθυνε στην Ελλάδα αίτημα αναδοχής της αιτήσεως ασύλου του N.S. Δεδομένου ότι η Ελλάδα δεν απάντησε, θεωρήθηκε ότι ανέλαβε την ευθύνη να εξετάσει την αίτηση του εκκαλούντος της υποθέσεως εκείνης. |
41. |
Ο N.S. αντιτάχθηκε στη μεταφορά του στην Ελλάδα από το Ηνωμένο Βασίλειο για τον λόγο ότι, σε περίπτωση επαναπροωθήσεώς του στην Ελλάδα, υφίστατο κίνδυνος προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και/ή τη Σύμβαση της Γενεύης. Η ένδικη διαφορά ήχθη ενώπιον του United Kingdom Court of Appeal, το οποίο υπέβαλε επτά προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο. |
42. |
Όπως ανέφερα ήδη, το Δικαστήριο έκρινε ότι είναι αντίθετο προς το δίκαιο της Ένωσης αμάχητο τεκμήριο περί του ότι το υπεύθυνο κράτος μέλος στο οποίο ένα κράτος μέλος προτείνει να μεταφερθεί ο αιτών άσυλο θα σεβασθεί τα θεμελιώδη δικαιώματα που ο αιτών αντλεί από το δίκαιο της Ένωσης. |
43. |
Το Δικαστήριο απεφάνθη κατ’ αυτόν τον τρόπο, μεταξύ άλλων, επειδή «το κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου βασίζεται στην πλήρη και συνολική εφαρμογή της Συμβάσεως της Γενεύης και στη διασφάλιση ότι κανείς δεν θα αποστέλλεται σε χώρα όπου υπάρχει κίνδυνος να διωχθεί εκ νέου» και επειδή «η τήρηση της Συμβάσεως της Γενεύης και του πρωτοκόλλου του 1967 προβλέπεται από το άρθρο 18 του Χάρτη και το άρθρο 78 ΣΛΕΕ» ( 9 ). Έκρινε ότι «σε περίπτωση κατά την οποία υφίσταται σοβαρός κίνδυνος συστημικών πλημμελειών όσον αφορά τη διαδικασία χορηγήσεως ασύλου και τις συνθήκες υποδοχής των αιτούντων άσυλο στο υπεύθυνο κράτος μέλος, συνεπαγόμενος την απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη, των αιτούντων άσυλο που μεταφέρονται στην επικράτεια αυτού του κράτους μέλους, η μεταφορά αυτή αντιβαίνει στην εν λόγω διάταξη» ( 10 ). |
44. |
Τούτο συμβαίνει όταν κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται ένας αιτών άσυλο «είναι αδύνατο να αγνοεί ότι οι συστημικές πλημμέλειες όσον αφορά τη διαδικασία χορηγήσεως ασύλου και τις συνθήκες υποδοχής των αιτούντων άσυλο» στο «υπεύθυνο κράτος μέλος» υπό την έννοια του κανονισμού 343/2003 «αποτελούν σοβαρούς και αποδεδειγμένους λόγους που να πείθουν ότι ο αιτών θα διατρέξει ουσιαστικό κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη» ( 11 ). |
45. |
Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι, σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος περιέλθει σε αυτή την κατάσταση και τελεί εν γνώσει αυτών των πληροφοριών, υπέχει ορισμένες επιπρόσθετες υποχρεώσεις. Πρόκειται για τις ακόλουθες προϋποθέσεις: «Με την επιφύλαξη της δυνατότητας του κράτους μέλους που πρέπει να προβεί στη μεταφορά να εξετάσει το ίδιο την αίτηση που διαλαμβάνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003, η αδυναμία μεταφοράς αιτούντος προς άλλο κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οσάκις το κράτος αυτό προσδιορίζεται ως το υπεύθυνο κράτος μέλος βάσει των κριτηρίων του κεφαλαίου III του εν λόγω κανονισμού, υποχρεώνει το κράτος μέλος που όφειλε να προβεί στη μεταφορά αυτή να συνεχίσει την εξέταση των κριτηρίων του ως άνω κεφαλαίου για να διακριβώσει αν κάποιο από τα επόμενα κριτήρια καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό άλλου κράτους μέλους ως υπεύθυνου για την εξέταση της αιτήσεως ασύλου. Πάντως, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται ο αιτών άσυλο πρέπει να μεριμνά ώστε να μην επιδεινώσει κατάσταση τυχόν προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων αυτού του αιτούντος ακολουθώντας διαδικασία προσδιορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλους μη εύλογης χρονικής διάρκειας. Εφόσον παρίσταται ανάγκη, οφείλει να εξετάσει το ίδιο την αίτηση σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003» ( 12 ). |
3. Το υποβληθέν από το Hessischer Verwaltungsgerichtshof ερώτημα
46. |
Πρώτον, είναι αναγκαίο να αποσαφηνιστεί το υποβληθέν ερώτημα. Τούτο είναι απαραίτητο λόγω της στενής συνάφειας που υφίσταται μεταξύ του εναπομείναντος προδικαστικού ερωτήματος και των τριών που αποσύρθηκαν, ιδίως δε του τρίτου εξ αυτών, το οποίο είχε ως εξής: «Υποχρεούται το κράτος μέλος να ασκήσει την ευχέρεια κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 343/2003 λαμβανομένων υπόψη των ως άνω εγγυήσεων του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων εν πάση περιπτώσει, οσάκις στο υπεύθυνο κράτος μέλος υφίστανται ιδιαιτέρως σοβαρές πλημμέλειες, οι οποίες θέτουν καταρχήν σε κίνδυνο τις διαδικαστικές εγγυήσεις για τους αιτούντες άσυλο ή θέτουν σε κίνδυνο την ύπαρξη ή τη σωματική ακεραιότητα των μεταφερόμενων αιτούντων άσυλο;» |
47. |
Φρονώ ότι το εναπομείναν προδικαστικό ερώτημα αφορά κατ’ ουσία τη νομική μεταχείριση που πρέπει να επιφυλαχθεί στον αιτούντα άσυλο εντός του κράτους μέλους στο οποίο υποβλήθηκε η οικεία αίτηση, οσάκις οι συνθήκες στο υπεύθυνο κράτος μέλος κατά τον κανονισμό 343/2003 είναι οι περιγραφόμενες στην απόφαση N.S. κ.λπ. Ειδικότερα, το προδικαστικό ερώτημα αφορά τις αρμοδιότητες του πρώτου κράτους μέλους, και συγκεκριμένα των δικαστηρίων του, καθώς και τα δικαιώματα του αιτούντος άσυλο και τα μέσα έννομης προστασίας που έχει στη διάθεσή του. Θα επιχειρήσω να αναλύσω το προδικαστικό ερώτημα υπό αυτό ακριβώς το πρίσμα. |
Β – Η απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα
1. Θεμελιώδεις αρχές της νομοθεσίας περί ασύλου της ΕΕ
48. |
Η θεμελιώδης αρχή της Συμβάσεως της Γενεύης είναι αυτή της μη επαναπροωθήσεως, κατά την οποία κανένας πρόσφυγας δεν απελαύνεται ούτε επαναπροωθείται στα σύνορα επικρατειών όπου ενδέχεται να απειλείται η ζωή ή η ελευθερία του λόγω της φυλής του, της θρησκείας του, της ιθαγένειάς του, της συμμετοχής του σε κάποια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή των πολιτικών του πεποιθήσεων. |
49. |
Η αρχή της μη επαναπροωθήσεως συνιστά την ουσία του θεμελιώδους δικαιώματος στη χορήγηση ασύλου που κατοχυρώνει το άρθρο 18 του Χάρτη και το άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Οι διατάξεις αυτές δεν καθιερώνουν ουσιαστικό δικαίωμα χορηγήσεως ασύλου υπέρ των αιτούντων άσυλο ( 13 ) αλλά δικαίωμα δίκαιης και ουσιαστικής εξετάσεως της αιτήσεως ασύλου, καθώς και δικαίωμα μη επαναπροωθήσεως σε χώρες ή εδάφη κατά παραβίαση της αρχής της μη επαναπροωθήσεως. |
50. |
Εντούτοις, το δίκαιο της Ένωσης καθιερώνει ένα υποκειμενικό δικαίωμα χορηγήσεως του καθεστώτος του πρόσφυγα, στον βαθμό που εναρμονίζει τις προϋποθέσεις χορηγήσεως του καθεστώτος του πρόσφυγα δυνάμει της οδηγίας 2004/83 στην περίπτωση προσώπων που πληρούν τα οριζόμενα σε αυτήν κριτήρια. Τούτο ισχύει υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης που σχετίζονται με τη μεταφορά των αιτούντων άσυλο σε τρίτες ασφαλείς χώρες. |
51. |
Η αναγνώριση και η ανάκληση της ιδιότητας του πρόσφυγα έχει εναρμονιστεί και από διαδικαστικής απόψεως. Πιο συγκεκριμένα, η οδηγία 2005/85 θεσπίζει ελάχιστες προδιαγραφές, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προστασίας. |
52. |
Εντούτοις, η εφαρμογή της οδηγίας 2005/85, και κατά συνέπεια της οδηγίας 2004/83, συνιστά απλώς το δεύτερο βήμα κατά την εξέταση αιτήσεως ασύλου που υποβάλλει υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής. Σε πρώτη φάση είναι αναγκαίο να προσδιοριστεί το υπεύθυνο κράτος μέλος για την εξέταση της αιτήσεως ασύλου. |
53. |
Το υπεύθυνο κράτος μέλος προσδιορίζεται σύμφωνα με τον κανονισμό 343/2003 βάσει αντικειμενικών και ιεραρχημένων μεταξύ τους κριτηρίων, η εφαρμογή των οποίων οδηγεί στον προσδιορισμό ενός και μόνον κράτους μέλους υπεύθυνου για την εξέταση της αιτήσεως. Εντούτοις, ο κανονισμός παρέχει στα κράτη μέλη και τη διακριτική ευχέρεια να αναλάβουν να εξετάσουν την αίτηση, είτε για τους ανθρωπιστικούς λόγους που ορίζονται στο άρθρο 15 του κανονισμού 343/2003 είτε επειδή το επέλεξαν οικειοθελώς κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003. |
54. |
Η αρχή της μη επαναπροωθήσεως διαπνέει και το σύστημα που εγκαθίδρυσε ο κανονισμός 343/2003, που αποβλέπει στην οργάνωση και διάρθρωση της διαδικασίας εξετάσεως των αιτήσεων ασύλου εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την καταπολέμηση του forum shopping. Εν πάση περιπτώσει, τα κράτη μέλη υπέχουν υποχρεώσεις από τη Σύμβαση της Γενεύης και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Για τον λόγο αυτό δεν μπορούν να μεταφέρουν τους αιτούντες άσυλο σε άλλα κράτη μέλη, εκτός και εάν υπάρχουν εγγυήσεις ότι η αρχή αυτή θα τηρηθεί. Επομένως, το σύστημα που καθιερώνει η Σύμβαση του Δουβλίνου και ο κανονισμός 343/2003 ερείδεται στον αμοιβαίο σεβασμό μεταξύ των κρατών μελών. Τούτο σημαίνει ότι ο κανονισμός 343/2003 βασίζεται στο τεκμήριο ότι όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορούν να θεωρηθούν ασφαλείς χώρες για τους αιτούντες άσυλο και ότι τα κράτη μέλη τηρούν την αρχή της μη επαναπροωθήσεως προς τρίτες χώρες. |
55. |
Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Hessischer Verwaltungsgerichtshof, είναι αναγκαίο να αναλυθεί η ερμηνεία του κανονισμού 343/2003 υπό συνήθεις περιστάσεις. Τούτο καθιστά δυνατή την ερμηνεία του κανονισμού σε καταστάσεις όπως οι περιγραφείσες στην υπόθεση N.S. κ.λπ., στο πλαίσιο των οποίων αποδεικνύεται τελικώς ότι δεν υφίσταται η τεκμαιρόμενη αρχικώς ικανότητα του κράτους μέλους που είναι prima facie υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως ασύλου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. |
2. Η ερμηνεία του κανονισμού 343/2003
56. |
Κατά τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε, το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου πρέπει να περιλαμβάνει «σαφή και λειτουργικό καθορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεων ασύλου» ( 14 ). Κατ’ εμέ, υπό το πρίσμα αυτό πρέπει να δοθεί απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα, υπό την έννοια ότι τυχόν απάντηση μη συνάδουσα με τους σκοπούς της σαφήνειας και της λειτουργικότητας θα ήταν αντίθετη προς τους σκοπούς του κανονισμού 343/2003 και τους σκοπούς του Κοινού Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου. Επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, προς ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος ( 15 ). |
57. |
Ο κανονισμός 343/2003 σκοπεί τόσο στην ταχεία εξέταση των αιτήσεων ασύλου όσο και στην αποφυγή του forum shopping. Για παράδειγμα, κατά την αιτιολογική σκέψη 4 του κανονισμού 343/2003 πρέπει να μη διακυβεύεται ο «στόχος της ταχύτητας κατά την εξέταση των αιτήσεων ασύλου» ( 16 ), ενώ στο κεφάλαιο V του κανονισμού 343/2003 προβλέπονται αυστηρές προθεσμίες τόσο όσον αφορά την εξέταση της αιτήσεως ασύλου όσο και τη μεταφορά του αιτούντος άσυλο στο υπεύθυνο κράτος μέλος ( 17 ). Ο σκοπός της αποφυγής του forum shopping αποτυπώνεται στα άρθρα 9 έως 12 που προβλέπουν ότι το κράτος μέλος που εξέδωσε τα αναγκαία ταξιδιωτικά έγγραφα ή το κράτος της αρχικής εισόδου, νόμιμης ή παράνομης, είναι υπεύθυνο να εξετάσει την αίτηση ασύλου, πλην πολύ συγκεκριμένων εξαιρέσεων ( 18 ). Αληθεύει μεν ότι τα άρθρα 15 (η καλούμενη ανθρωπιστική ρήτρα) και 3, παράγραφος 2 (η καλούμενη ρήτρα κυριαρχίας), αναγνωρίζουν την ύπαρξη περιθωρίου διακριτικής ευχέρειας, πρόκειται όμως περί διακριτικής ευχέρειας των κρατών μελών και όχι του αιτούντος άσυλο ( 19 ). |
58. |
Επιπλέον, όπως ορίζεται στην αιτιολογική σκέψη 16 και στο άρθρο 1 του κανονισμού 343/2003, σκοπός του είναι «η θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας». Επομένως, ο κανονισμός 343/2003 δεν αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων σε ιδιώτες, αλλά στην καλύτερη οργάνωση των σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών (
20
) Υπό το πρίσμα αυτό, οι διατάξεις του κανονισμού 343/2003 για τις υποχρεώσεις των κρατών μελών έναντι των αιτούντων τη χορήγηση ασύλου οι οποίοι υπόκεινται στη διαδικασία της Συμβάσεως του Δουβλίνου αφορούν κατά βάση μόνον την πορεία των διαδικασιών μεταξύ κρατών μελών ή αποσκοπούν στη διασφάλιση της συνοχής με άλλες νομικές πράξεις για το άσυλο». , έστω και αν περιλαμβάνει ορισμένα στοιχεία που δεν στερούνται σημασίας από απόψεως των δικαιωμάτων των αιτούντων άσυλο. Τα προεκτεθέντα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003 είναι μέτρο λαμβανόμενο κατά διακριτική ευχέρεια, δεν συνηγορούν υπέρ ερμηνείας βάσει της οποίας στους αιτούντες άσυλο παρέχονται υποκειμενικά δικαιώματα κατά την εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως. Όπως έχει κρίνει επανειλημμένως το Δικαστήριο, καίτοι οι διατάξεις των κανονισμών παράγουν, κατ’ αρχήν, άμεσα αποτελέσματα στις εθνικές έννομες τάξεις, χωρίς να απαιτείται οι εθνικές αρχές να λάβουν μέτρα εφαρμογής ή ο νομοθέτης της Ένωσης να θεσπίσει συμπληρωματικές κανονιστικές ρυθμίσεις για την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων κανονισμού, ενδέχεται να είναι απαραίτητη η λήψη μέτρων εφαρμογής είτε από τα κράτη μέλη είτε από τον νομοθέτη της Ένωσης ( 21 ). |
59. |
Περαιτέρω μέτρα απαιτούνται προφανώς οσάκις ένα κράτος μέλος διαθέτει περιθώριο διακριτικής ευχέρειας. Επομένως, υπό φυσιολογικές συνθήκες οι αιτούντες άσυλο δεν μπορούν να αντλήσουν από τις διατάξεις του κανονισμού 343/2003 κανένα δικαίωμα συνιστάμενο στη δυνατότητα να αξιώσουν από κράτος μέλος διαφορετικό του υπεύθυνου να εξετάσει την αίτηση ασύλου τους. Όπως τόνισε η Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της, προκειμένου διάταξη του δικαίου της Ένωσης να δύναται να αναπτύξει άμεσα αποτελέσματα στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών και κρατών μελών, πρέπει να επιβάλλει σαφή και απαλλαγμένη αιρέσεων υποχρέωση στα κράτη μέλη και η εκτέλεση ή τα αποτελέσματά της να μην προϋποθέτουν την επέμβαση κράτους μέλους ή της Επιτροπής μέσω της εκδόσεως κάποιας πράξεως. Το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003 δεν πληροί τα ως άνω κριτήρια ( 22 ). |
3. Εφαρμογή του κανονισμού 343/2003 σε εξαιρετικές περιπτώσεις
60. |
Εντούτοις, το προδικαστικό ερώτημα δεν αφορά τη συνήθη εφαρμογή του κανονισμού 343/2003, αλλά εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες το κράτος μέλος που είναι prima facie υπεύθυνο να εξετάσει την αίτηση ασύλου δεν ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις που υπέχει από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου σε τέτοιο βαθμό ώστε οι αιτούντες άσυλο να μην μπορούν να μεταφερθούν σε αυτό. Φρονώ ότι, σε τέτοιες περιστάσεις, απόκειται στα εθνικά δικαστήρια να διασφαλίσουν την τήρηση των αρχών που διατύπωσε το Δικαστήριο στην απόφασή του N.S. κ.λπ., τούτο δε κατά μείζονα λόγο καθόσον έχει σαφώς καταδειχθεί ότι τα κράτη μέλη υπέχουν θετική υποχρέωση συμμορφώσεως προς την απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής συμπεριφοράς. |
61. |
Στα ακόλουθα σημεία, ορίζονται ως εξαιρετικές περιπτώσεις αυτές που πληρούν τόσο την ουσιαστική όσο και τη σχετική με τον βαθμό αποδείξεως προϋπόθεση που διατύπωσε το Δικαστήριο στην υπόθεση N.S. κ.λπ. Κατά το Δικαστήριο, η ουσιαστική προϋπόθεση πληρούται στην περίπτωση κατά την οποία υφίστανται συστημικές πλημμέλειες όσον αφορά τη διαδικασία χορηγήσεως ασύλου και τις συνθήκες υποδοχής των αιτούντων άσυλο στο κράτος μέλος που είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως ασύλου βάσει του κανονισμού 343/2003, οι οποίες ενέχουν τον κίνδυνο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως. Το Δικαστήριο έκρινε ότι συντρέχει ο απαιτούμενος βαθμός αποδείξεως όταν το κράτος μέλος που υπό φυσιολογικές συνθήκες θα επαναπροωθούσε τον αιτούντα άσυλο δεν είναι δυνατό να αγνοεί την ύπαρξη συστημικών πλημμελειών όσον αφορά τη διαδικασία χορηγήσεως ασύλου και τις συνθήκες υποδοχής των αιτούντων άσυλο στο υπεύθυνο κράτος μέλος, με αποτέλεσμα να συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι περί του ότι ο αιτών θα διατρέξει ουσιαστικό κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση. Ειδικότερα, πρόκειται για τις περιπτώσεις στις οποίες είναι πασιφανές ότι οι αιτούντες άσυλο δεν πρέπει να μεταφερθούν στο οικείο κράτος μέλος ( 23 ). |
62. |
Είναι προφανές ότι το Δικαστήριο επέβαλε τις προαναφερθείσες αυστηρές προϋποθέσεις προκειμένου να μην είναι εύκολο να παρακαμφθεί η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, η οποία διαπνέει τον κανονισμό 343/2003. Τούτο σημαίνει ότι η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης δεν μπορεί να τίθεται εν αμφιβόλω μέσω συστηματικού ελέγχου, στο πλαίσιο κάθε διαδικασίας χορηγήσεως ασύλου, του κατά πόσον άλλα κράτη μέλη συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Τυχόν αντίθετη ερμηνεία δεν θα ήταν συμβατή προς τον πρωταρχικό σκοπό του κανονισμού 343/2003 που συνίσταται στην κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των κρατών μελών, τη διασφάλιση της ταχείας διεξαγωγής των διαδικασιών χορηγήσεως ασύλου και την αποφυγή του forum shopping. |
63. |
Για τον λόγο αυτό, όταν ένα κράτος μέλος στο οποίο έχει υποβληθεί αίτηση ασύλου δεν είναι δυνατό να αγνοεί την ύπαρξη συστημικών πλημμελειών όσον αφορά τη διαδικασία χορηγήσεως ασύλου και τις συνθήκες υποδοχής των αιτούντων άσυλο, πλημμελειών που ενέχουν σοβαρό κίνδυνο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως στο κράτος μέλος που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν το υπεύθυνο κατά τον κανονισμό 343/2003, οι καθ’ ύλην αρμόδιες αρχές του πρώτου κράτους μέλους δεν πρέπει να μεταφέρουν αυτοβούλως τους αιτούντες άσυλο στο εν λόγω υπεύθυνο κράτος μέλος, χωρίς να έχουν υποχρεωθεί προς τούτο από τα εθνικά δικαστήρια ή να τους έχει ζητηθεί αυτό από τους αιτούντες άσυλο. Έστω και αν το άρθρο 3, παράγραφος 2, δεν χορηγεί, λόγω της φύσεώς του ως μέτρο εξαιρετικού χαρακτήρα, δικαιώματα σε ιδιώτες, τούτο δεν αναιρεί τη θετική υποχρέωση των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων τους, να απέχουν από ενέργειες που ενδέχεται να συνεπάγονται τον κίνδυνο υποβολής των αιτούντων άσυλο σε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση. Πράγματι, στην ίδια την υπόθεση N.S. κ.λπ. κρίθηκε ότι ο Χάρτης τυγχάνει εφαρμογής κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας των κρατών μελών. Όσον αφορά τις ρυθμίσεις του δικαίου της Ένωσης περί ασύλου, οι υποχρεώσεις που διατυπώθηκαν στην απόφαση N.S. κ.λπ. τηρούνται μόλις η οικεία αρχή του κράτους μέλους, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται περί δικαιοδοτικού οργάνου ή όχι, κρίνει ότι οι ως άνω αναλυθείσες ελάχιστες προϋποθέσεις που διατυπώθηκαν στην απόφαση N.S. κ.λπ. πληρούνται στο κράτος μέλος που, σε διαφορετική περίπτωση, θα αποτελούσε το «υπεύθυνο» κράτος μέλος. |
64. |
Κατόπιν τούτου, η απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα απαιτεί την εξέταση των ακόλουθων ζητημάτων: i) πώς πρέπει να ενεργήσει το κράτος μέλος στην εξαιρετική περίπτωση κατά την οποία ο αιτών άσυλο πρόκειται να υποστεί απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση αν πραγματοποιηθεί η μεταφορά του, και ii) ποια δικαιώματα και ποια μέσα ένδικης προστασίας έχει ο αιτών άσυλο στη διάθεσή του. |
α) Πώς πρέπει να ενεργήσει το κράτος μέλος σε εξαιρετική περίπτωση
65. |
Όσον αφορά το πώς πρέπει να ενεργήσει το κράτος μέλος στην ως άνω εξαιρετική περίπτωση, από την απόφαση N.S. κ.λπ. συνάγεται σαφώς ότι δεν επιτρέπεται να μεταφερθεί ο αιτών άσυλο στο κράτος μέλος που είναι εκ πρώτης όψεως υπεύθυνο κατά τον κανονισμό 343/2003. Επομένως, στις σχέσεις μεταξύ των εν λόγω κρατών μελών τυγχάνει εφαρμογής η αρχή της μη επαναπροωθήσεως. |
66. |
Ειδικότερα, με την απόφαση N.S. κ.λπ. το Δικαστήριο έκρινε ότι το κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση υποχρεούται να εξακολουθήσει να εξετάζει τα κριτήρια του κεφαλαίου III για να διακριβώσει αν κάποιο από τα επόμενα κριτήρια καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό άλλου κράτους μέλους ως υπεύθυνου για την εξέταση της αιτήσεως ασύλου. Εντούτοις, σε περίπτωση παρελεύσεως μη εύλογης χρονικής διάρκειας, το κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση οφείλει, εφόσον παρίσταται ανάγκη, να εξετάσει το ίδιο την αίτηση σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003 ( 24 ). |
67. |
Επομένως, όταν συντρέχει εξαιρετική περίπτωση το κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση ασύλου δεν υπέχει μια άνευ όρων υποχρέωση να εξετάσει το ίδιο την αίτηση. Μπορεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος να επιχειρήσει να βρει άλλο κράτος μέλος υπεύθυνο να εξετάσει την αίτηση. Αν όμως το εγχείρημα τούτο αποτύχει, το κράτος μέλος υποχρεούται πλέον να εξετάσει το ίδιο την αίτηση ασύλου. |
68. |
Εντούτοις, φρονώ ότι τούτο δεν συνεπάγεται υποχρέωση του κράτους μέλους να ασκήσει την αρμοδιότητα που του ανατίθεται βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 343/2003. Ο κανονισμός 343/2003 έχει την έννοια ότι μόλις συντρέξουν οι προϋποθέσεις που περιγράφονται στην απόφαση N.S. κ.λπ., το κράτος μέλος στο οποίο εξακολουθούν να υφίστανται οι εν λόγω συνθήκες παύει απλώς να είναι το υπεύθυνο κράτος μέλος υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού. Τούτο άλλωστε έγινε δεκτό και από την Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Tο κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση ασύλου καθίσταται το υπεύθυνο κράτος μέλος, αν δεν μπορεί να ορισθεί άλλο κράτος μέλος ως τέτοιο ( 25 ). |
69. |
Όσον αφορά το ζήτημα αυτό, τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 13 του κανονισμού 343/2003 επειδή, όπως ορίζεται ρητώς στο γράμμα της διατάξεως αυτής, «δεν είναι δυνατόν να καθορισθεί το κράτος μέλος το οποίο είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης ασύλου βάσει των κριτηρίων που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό». Το άρθρο 13 ορίζει εν συνεχεία ότι «υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης είναι το πρώτο κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση ασύλου». Ως εκ τούτου, στην περίπτωση του Κ. Puid η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας είναι το «πρώτο κράτος μέλος» στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση ασύλου και ως τέτοιο είναι αρμόδιο να περατώσει την εξέταση της αιτήσεως ασύλου σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 343/2003. |
70. |
Εντούτοις, είναι απαραίτητο να υπογραμμισθεί ότι δεν μπορεί να συναχθεί από το άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, μια ουσιαστική υποχρέωση του κράτους μέλους στο οποίο υποβλήθηκε για πρώτη φορά αίτηση ασύλου. Με τη διάταξη αυτή επιδιώκεται προφανώς να παρασχεθεί η δυνατότητα σε οποιοδήποτε κράτος μέλος στο οποίο έχει υποβληθεί αίτηση ασύλου ( 26 ) να υπεισέλθει στη θέση του υπεύθυνου κράτους μέλους κατ’ ενάσκηση της κυριαρχικής του εξουσίας. Τούτο θα μπορούσε να συμβεί, για παράδειγμα, για πολιτικούς, πρακτικούς ή ανθρωπιστικούς λόγους ( 27 ). Επομένως, η διάταξη αυτή επιτρέπει στα κράτη μέλη, αλλά δεν τα υποχρεώνει, να εξετάζουν αιτήσεις ασύλου. |
71. |
Υπογραμμίζεται ότι ο κανονισμός 343/2003 ουδόλως υποχρεώνει κράτος μέλος να αρνηθεί να εξετάσει αίτηση ασύλου, αλλά απλώς συντονίζει, εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την πρακτική που τα περισσότερα κράτη μέλη θα υιοθετούσαν εν πάση περιπτώσει· ήτοι να αρνηθούν να παράσχουν διεθνή προστασία σε αιτούντες άσυλο που κατέληξαν σε αυτά έχοντας διέλθει από ασφαλείς χώρες. Συνεπώς, ο κανονισμός 343/2003 κατανέμει μεταξύ των κρατών μελών την ευθύνη για την εξέταση των αιτήσεων ασύλου και όχι την κανονιστική αρμοδιότητα ( 28 ). |
β) Τα δικαιώματα και τα μέσα ένδικης προστασίας που διαθέτει ο αιτών άσυλο
72. |
Όσον αφορά τα δικαιώματα και τα μέσα ένδικης προστασίας που έχουν στη διάθεσή τους οι αιτούντες άσυλο, σκόπιμο είναι να γίνει διάκριση μεταξύ των αποφάσεων που λαμβάνονται όσον αφορά την ευθύνη, αφενός, για την εξέταση της αιτήσεως ασύλου και, αφετέρου, για τη μεταφορά του αιτούντος στο υπεύθυνο κράτος μέλος, οσάκις εξετάζεται η περίπτωση του αιτούντος άσυλο στο πλαίσιο εξαιρετικής περιπτώσεως όπως αυτή ορίσθηκε στην απόφαση N.S. κ.λπ. |
73. |
Η απόφαση περί εξετάσεως της αιτήσεως ασύλου λαμβάνεται από το κράτος μέλος στο οποίο απευθύνθηκε το αίτημα (ήτοι το κράτος μέλος από το οποίο ένα άλλο κράτος μέλος έχει ζητήσει να εξετάσει την αίτηση ασύλου) σύμφωνα με το άρθρο 18 του κανονισμού 343/2003. Ο κανονισμός 343/2003, ερμηνευόμενος υπό το πρίσμα των σκοπών που επιδιώκει το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου, ουδόλως χορηγεί στους αιτούντες άσυλο το υποκειμενικό δικαίωμα να αξιώσουν από συγκεκριμένο κράτος μέλος να εξετάσει την αίτηση ασύλου ( 29 ). Τούτο ισχύει τόσο όσον αφορά το κράτος μέλος στο οποίο απευθύνθηκε το αίτημα όσο και το αιτούν κράτος μέλος. |
74. |
H απόφαση περί μεταφοράς στο υπεύθυνο κράτος μέλος διέπεται από το άρθρο 19 του κανονισμού 343/2003. Το εν λόγω άρθρο ορίζει ότι «όταν το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα δέχεται την αναδοχή του αιτούντος, το κράτος μέλος στο οποίο έχει υποβληθεί η αίτηση ασύλου κοινοποιεί στον αιτούντα την απόφασή του να μην εξετάσει την αίτηση και την υποχρέωση μεταφοράς του αιτούντος προς το υπεύθυνο κράτος μέλος» [η υπογράμμιση δική μου]. |
75. |
Η απόφαση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003, προβλέπει τους λόγους στους οποίους βασίσθηκε η έκδοσή της. Πρέπει να συνοδεύεται από στοιχεία για την προθεσμία εκτέλεσης της μεταφοράς και να περιλαμβάνει, εφόσον είναι απαραίτητο, τις πληροφορίες που αφορούν τον τόπο στον οποίο θα πρέπει να παρουσιασθεί ο αιτών άσυλο και την ημερομηνία κατά την οποία θα πρέπει να το πράξει, εφόσον μεταβαίνει στο υπεύθυνο κράτος μέλος με δικά του μέσα. |
76. |
Η απόφαση να μην εξετασθεί η αίτηση υπόκειται σε έφεση ή αναίρεση ( 30 ). Τα ένδικα μέσα κατά της αποφάσεως αυτής ή η αναθεώρησή της δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα όσον αφορά την εκτέλεση της μεταφοράς, εκτός αν τα δικαστήρια ή τα αρμόδια όργανα το αποφασίσουν κατά περίπτωση, εφόσον αυτό επιτρέπεται από την εθνική νομοθεσία ( 31 ). |
77. |
Ακριβώς στο πλαίσιο των προαναφερθεισών διαδικασιών οφείλει το εθνικό δικαστήριο, συνεπεία του καθήκοντός του να παράσχει αποτελεσματική ένδικη προστασία, κατά το άρθρο 19, παράγραφος 1 ΣΕΕ, να διακριβώσει κατά πόσον συντρέχουν οι εξαιρετικές περιστάσεις της υποθέσεως N.S. κ.λπ. στο πλαίσιο της εκάστοτε υπό κρίση υποθέσεως και αν αυτές μεταβάλλουν τις υποχρεώσεις του κράτους μέλους στο οποίο έχει ζητηθεί άσυλο. Είναι αυτονόητο, δεδομένου ότι αυτό αποτελεί μέρος του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης ( 32 ), ότι τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται να διασφαλίζουν την προστασία των δικαιωμάτων που περιέχονται στον Χάρτη στο πλαίσιο των προαναφερθεισών διαδικασιών· και τούτο κατά μείζονα λόγο οσάκις η νομοθεσία της Ένωσης μνημονεύει ειδικώς την τήρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και τον Χάρτη, όπως κάνει στην υπό κρίση υπόθεση ο κανονισμός 343/2003, και συγκεκριμένα η αιτιολογική σκέψη 15 αυτού ( 33 ). |
78. |
Δυνάμει του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003, το ένδικο μέσο κατά της απόφασης αυτής ή η αναθεώρησή της δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα όσον αφορά την εκτέλεση της μεταφοράς, εκτός αν τα δικαστήρια ή τα αρμόδια όργανα το αποφασίσουν κατά περίπτωση, εφόσον αυτό επιτρέπεται από την εθνική νομοθεσία. Οι λόγοι της ελλείψεως ανασταλτικού αποτελέσματος επεξηγήθηκαν στην πρόταση της Επιτροπής για τον κανονισμό 343/2003. Η μεταφορά προς άλλο κράτος μέλος δεν μπορεί ως εκ της φύσεώς της να προξενήσει στο συγκεκριμένο πρόσωπο σοβαρή και δυσχερώς επανορθώσιμη ζημία ( 34 ). Είναι προφανές ότι τούτο δεν ισχύει σε περίπτωση που συντρέχουν οι εξαιρετικές περιστάσεις που ορίσθηκαν με την απόφαση N.S. κ.λπ. |
79. |
Φρονώ ότι ένα εθνικό δικαστήριο που δεν είναι δυνατό να αγνοεί ότι συστημικές πλημμέλειες όσον αφορά τη διαδικασία χορηγήσεως ασύλου και τις συνθήκες υποδοχής των αιτούντων άσυλο στο υπεύθυνο κράτος μέλος, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1 του κανονισμού 343/2003, αποτελούν σοβαρούς και αποδεδειγμένους λόγους περί του ότι ο αιτών θα διατρέξει ουσιαστικό κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη υποχρεούται να αναστείλει τη μεταφορά των αιτούντων άσυλο σε τέτοιο κράτος μέλος και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, να μην εφαρμόσει οποιαδήποτε αντίθετη προς τις διατάξεις αυτές εθνική διάταξη. Τούτο συνάγεται από τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης σχετικά με την παροχή αποτελεσματικής προστασίας και την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων ( 35 ). Όπως έχει ήδη επισημανθεί, οι αρμόδιες αρχές υπέχουν παρεμφερείς υποχρεώσεις στο πλαίσιο των διαδικασιών χορηγήσεως ασύλου. |
80. |
Επισημαίνω ότι στην τρέχουσα πρόταση αναδιατύπωσης του κανονισμού 343/2003 της Επιτροπής, στο άρθρο 26 το οποίο φέρει τον τίτλο «προσφυγές» προτείνεται, μεταξύ άλλων, ότι «σε περίπτωση ένδικου μέσου ή αναθεώρησης της απόφασης μεταφοράς […] η αρχή […] αποφασίζει, ενεργώντας αυτοδίκαια, το ταχύτερο δυνατόν και σε κάθε περίπτωση όχι αργότερα από επτά εργάσιμες ημέρες από την υποβολή του ένδικου μέσου ή της αναθεώρησης, κατά πόσον το ενδιαφερόμενο πρόσωπο μπορεί να παραμείνει στο έδαφος του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους εν αναμονή του αποτελέσματος του ένδικου μέσου ή της αναθεώρησής του» ( 36 ). |
81. |
Κατά συνέπεια, ακόμη και στις εξαιρετικές περιπτώσεις που περιγράφονται στην απόφαση N.S. κ.λπ., οι αιτούντες άσυλο δεν έχουν δικαίωμα να αξιώσουν, βάσει του κανονισμού 343/2003, από συγκεκριμένο κράτος μέλος να εξετάσει την αίτηση χορηγήσεως ασύλου. Εντούτοις, εθνικό δικαστήριο που δεν είναι δυνατό να αγνοεί ότι συστημικές πλημμέλειες όσον αφορά τη διαδικασία ασύλου και τις συνθήκες υποδοχής των αιτούντων άσυλο στο υπεύθυνο κράτος μέλος, δυνάμει του κανονισμού 343/2003, αποτελούν σοβαρούς και αποδεδειγμένους λόγους περί του ότι ο αιτών θα διατρέξει ουσιαστικό κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη υποχρεούται να αναστείλει τη μεταφορά των αιτούντων άσυλο στο εν λόγω κράτος μέλος. |
V – Πρόταση
82. |
Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω να δοθεί η εξής απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα του Hessischer Verwaltungsgerichtshof: «Οι αιτούντες άσυλο δεν έχουν αγώγιμη αξίωση, βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού (ΕΚ) 343/2003 του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2003, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου η οποία υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας, να αξιώσουν από συγκεκριμένο κράτος μέλος να εξετάσει την αίτησή τους χορηγήσεως ασύλου. Εντούτοις, εθνικό δικαστήριο που δεν είναι δυνατό να αγνοεί ότι συστημικές πλημμέλειες όσον αφορά τη διαδικασία ασύλου και τις συνθήκες υποδοχής των αιτούντων άσυλο στο υπεύθυνο κράτος μέλος, δυνάμει του κανονισμού 343/2003, αποτελούν σοβαρούς και αποδεδειγμένους λόγους περί του ότι ο αιτών θα διατρέξει ουσιαστικό κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη υποχρεούται να αναστείλει τη μεταφορά των αιτούντων άσυλο στο εν λόγω κράτος μέλος.» |
( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.
( 2 ) Οδηγία 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα (ΕΕ L 326, σ. 13).
( 3 ) Οδηγία 2004/83/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους (ΕΕ L 304, σ. 12). Η οδηγία 2004/83 θα καταργηθεί από την 21η Δεκεμβρίου 2013 βάσει του άρθρου 40 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (ΕΕ L 337, σ. 9). Οι συνθήκες υποδοχής εναρμονίζονται βάσει της οδηγίας 2003/9/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2003, σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο (ΕΕ L 31, σ. 18).
( 4 ) ΕΕ 2003, L 50, σ. 1.
( 5 ) Σκέψη 104 της αποφάσεως.
( 6 ) Σκέψη 106 της αποφάσεως.
( 7 ) Άπαντα τα κράτη μέλη είναι συμβαλλόμενα μέρη στη Σύμβαση της Γενεύης και στο πρωτόκολλο του 1967. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Σύμβαση της Γενεύης και στο πρωτόκολλο του 1967.
( 9 ) Σκέψη 75, στην οποία γίνεται μνεία της αποφάσεως της 2ας Μαρτίου 2010, C-175/08, C-176/08, C-178/08 και C-179/08, Salahadin Abdulla κ.λπ. (Συλλογή 2010, σ. I-1493, σκέψη 53), και της αποφάσεως της 17ης Ιουνίου 2010, C-31/09 Bolbol (Συλλογή 2010, σ. I-5539, σκέψη 38).
( 10 ) Σκέψη 86 της αποφάσεως. Το Δικαστήριο βασίσθηκε επίσης στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου όσον αφορά την έκθεση σε συνθήκες κρατήσεως που συνεπάγονται απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση παραπέμποντας στις σκέψεις 88 και 90, στην απόφαση MSS κατά Βελγίου και Ελλάδας της 21ης Ιανουαρίου 2011, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Recueil des arrêts et décisions.
( 11 ) Σκέψη 94 της αποφάσεως.
( 12 ) Σκέψεις 107 και 108 της αποφάσεως.
( 13 ) Η Γερμανική Κυβέρνηση παρέπεμψε στις γραπτές παρατηρήσεις της στις προπαρασκευαστικές εργασίες του άρθρου 18 του Χάρτη και επισήμανε ότι εκείνο το διάστημα οι σχετικές με τη χορήγηση του καθεστώτος του πρόσφυγα εθνικές νομοθεσίες δεν ήταν εναρμονισμένες. Επομένως, το άρθρο 18 του Χάρτη δεν παρέχει, κατ’ εμέ, περαιτέρω προστασία σε σχέση με τη Σύμβαση της Γενεύης και το κοινοτικό κεκτημένο όσον αφορά τα δικαιώματα των αιτούντων άσυλο.
( 14 ) Πρόταση για την έκδοση κανονισμού για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας, COM(2001) 447 τελικό, σ. 2, παράγραφος 1. Βλ. αιτιολογική σκέψη 3 του κανονισμού 343/2003.
( 15 ) Απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2009, C-19/08, Petrosian κ.λπ. (Συλλογή 2009, σ. Ι-495, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
( 16 ) Απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2012, C‑245/11, K (σκέψη 48), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι «οι αρμόδιες εθνικές αρχές έχουν την υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι η εφαρμογή του κανονισμού 343/2003 γίνεται κατά τρόπο που να εγγυάται την αποτελεσματική πρόσβαση στις διαδικασίες υπαγωγής στο καθεστώς των προσφύγων και να μη διακυβεύει τον σκοπό της ταχείας διεξαγωγής της εξετάσεως των αιτήσεων ασύλου».
( 17 ) Για πίνακα των προθεσμιών που προβλέπει ο κανονισμός 343/2003, βλ. το παράρτημα των προτάσεων της 15ης Μαΐου 2012 της γενικής εισαγγελέα Ε. Sharpston στην υπόθεση C-179/11, Cimade (απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012).
( 18 ) Βλ. επίσης τις προτάσεις της 22ας Σεπτεμβρίου 2011 της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση N.S. κ.λπ., στις οποίες παρατήρησε στο σημείο 94, μεταξύ άλλων, ότι με τον κανονισμό 343/2003 «επιδιώκεται επίσης να αποτραπούν πρακτικές forum shopping εκ μέρους των αιτούντων άσυλο», όπως μαρτυρεί η κρίση ότι «για την εξέταση αιτήσεως ασύλου υποβληθείσας εντός της Ένωσης είναι υπεύθυνο μόνον ένα κράτος μέλος το οποίο προσδιορίζεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων».
( 19 ) Στο σημείο αυτό σκόπιμο είναι να εξετασθούν κατ’ αναλογία τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο στην απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2013, C‑396/11, Radu, στο πλαίσιο της οποίας το Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 34, ότι «η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 αποβλέπει, μέσω της εγκαθιδρύσεως ενός απλουστευμένου και αποτελεσματικότερου συστήματος παραδόσεως των προσώπων τα οποία έχουν καταδικασθεί ή είναι ύποπτα για παραβάσεις της ποινικής νομοθεσίας, στη διευκόλυνση και επιτάχυνση της δικαστικής συνεργασίας, συμβάλλοντας στην επίτευξη του σκοπού τον οποίο έχει θέσει η Ένωση να καταστεί ένας χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης εδραζόμενος στον υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης που πρέπει να υφίσταται μεταξύ των κρατών μελών». Τούτο αποτέλεσε τον παράγοντα που οδήγησε το Δικαστήριο στο να απορρίψει την προτροπή να συμπληρώσει τα μέσα παροχής έννομης προστασίας κατά του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως ενώπιον της εκτελεστικής αρχής αναγνωρίζοντας το δικαίωμα ακροάσεως του καταζητούμενου ενώπιον της αρχής εκδόσεως του εντάλματος. Δεδομένου ότι το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου αποβλέπει εξίσου στην «εγκαθίδρυση ενός απλουστευμένου και αποτελεσματικότερου συστήματος» βασισμένου στο «υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης που πρέπει να υφίσταται μεταξύ των κρατών μελών», φρονώ ότι με την ίδια κατ’ ανάγκη περίσκεψη πρέπει να χορηγούνται στους αιτούντες άσυλο επιπρόσθετα δικαιώματα σε σχέση με αυτά που τους έχει αναγνωρίσει ο νομοθέτης της Ένωσης. Βλ., ως πλέον πρόσφατη, την απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2013, C‑399/11, Melloni (σκέψη 37).
( 20 ) Στο σημείο αυτό θα παραπέμψω στις προτάσεις της 12ης Ιανουαρίου 2012, της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση C-620/10, Kastrati (απόφαση της 3ης Μαΐου 2012), στην οποία η γενική εισαγγελέας παρατήρησε στο σημείο 29 ότι «σκοπός του κανονισμού 343/2003 δεν είναι η παροχή διαδικαστικών εγγυήσεων στους αιτούντες άσυλο, υπό την έννοια του προσδιορισμού των προϋποθέσεων για την αποδοχή ή την απόρριψη των αιτήσεών τους περί χορηγήσεως ασύλου. Αντιθέτως, ο εν λόγω κανονισμός ρυθμίζει πρωτίστως την κατανομή των υποχρεώσεων και των καθηκόντων των κρατών μελών μεταξύ τους.
( 21 ) Απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2010, C-367/09, Belgisch Interventie-en Restitutiebureau (Συλλογή 2010, σ. I-10761, σκέψεις 32 και 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
( 22 ) Η Επιτροπή βασίσθηκε σχετικώς στην πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ήτοι στην απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 1963, 26/62, Van Gend & Loos (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 861), στην απόφαση της 15ης Ιουλίου 1964, 6/64, Costa κατά Enel (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 1191), και στην απόφαση της 16ης Ιουνίου 1966, 57/65, Lütticke (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 293).
( 23 ) Φρονώ ότι η ύπαρξη τέτοιου είδους καταστάσεως είναι δυνατό να συνάγεται από τις πληροφορίες που παρέχει η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός και η Επιτροπή, καθώς και η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, οι επιφορτισμένες με τη χορήγηση ασύλου αρχές των κρατών μελών ανταλλάσσουν πληροφορίες μεταξύ τους όσον αφορά τις συνθήκες υποδοχής των αιτούντων άσυλο. Δεδομένου ότι η περιγραφόμενη στην υπόθεση N.S. κ.λπ. εξαιρετική περίπτωση δεν σχετίζεται με τα ατομικά χαρακτηριστικά του αιτούντος άσυλο, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λαμβάνουν υπόψη τις εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τρόπο γενικό και να μην τις εκλαμβάνουν ως ζήτημα αποδεικτικών στοιχείων προσκομιζόμενων στο πλαίσιο της εξετάσεως του παραδεκτού μιας συγκεκριμένης αιτήσεως.
( 24 ) Σκέψεις 107 και 108 της αποφάσεως.
( 25 ) Βλ., σχετικώς, απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2011, C‑245/11, K (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 47), όπου το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι «εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, παράγραφος 2, το κράτος μέλος το οποίο υποχρεούται να αναλάβει τον αιτούντα άσυλο για τους μνημονευόμενους στη διάταξη αυτή ανθρωπιστικούς λόγους, καθίσταται το υπεύθυνο κράτος μέλος για την εξέταση της αιτήσεως ασύλου».
( 26 ) Είναι κάλλιστα πιθανό ο αιτών άσυλο να έχει υποβάλει αιτήσεις σε πλείονα κράτη μέλη. Αν οι περιστάσεις αποκλείουν τη μεταφορά του στο κράτος μέλος της αρχικής εισόδου, υπεύθυνο καθίσταται τελικώς, βάσει του άρθρου 13 του κανονισμού 343/2003, το κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η πρώτη αίτηση. Ελλείψει αυτής της διατάξεως, η υποχρέωση παροχής διεθνούς προστασίας θα μπορούσε να βασισθεί προφανώς στο διεθνές δίκαιο και να αφορά, κατά περίπτωση, είτε το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται ο αιτών είτε το κράτος μέλος της αρχικής εισόδου. Το παράδειγμα αυτό καταδεικνύει τις δυσκολίες να συναχθεί από τον κανονισμό ενδεχόμενη αντικειμενική υποχρέωση του κράτους μέλους να ασκήσει την αρμοδιότητά του δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2.
( 27 ) Βλ. προτάσεις της 27ης Ιουνίου 2012 της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση C-245/11, K (σημεία 27 έως 31), και COM(2001) 447 τελικό, όπ.π., σ. 10.
( 28 ) Η αρμοδιότητα κράτους να εξετάσει αίτηση ασύλου και να παράσχει διεθνή προστασία εμπίπτει στην άσκηση της εθνικής του κυριαρχίας. Για τον λόγο αυτό, η οδηγία 2004/83 δεν αποκλείει την εφαρμογή από τα κράτη μέλη ευνοϊκότερων διατάξεων όσον αφορά τον καθορισμό των προσώπων στα οποία πρέπει να αναγνωρισθεί η ιδιότητα του πρόσφυγα (βλ. άρθρο 3).
( 29 ) Κατ’ εξαίρεση, στα άρθρα 7 και 8 του κανονισμού 343/2003 που αφορούν τα μέλη της οικογένειας, η βούληση των οικείων προσώπων ασκεί επιρροή από νομικής απόψεως.
( 30 ) Η διάταξη αυτή δεν περιεχόταν στη Σύμβαση του Δουβλίνου. Για την ανάλυση των διαφορών μεταξύ του άρθρου 19 και των αντίστοιχων διατάξεων της Συμβάσεως του Δουβλίνου, βλ. COM(2001) 447 τελικό, όπ.π., σ. 17 και 18.
( 31 ) Εντούτοις, το άρθρο 39 της οδηγίας 2005/85 σχετικά με το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής δεν τυγχάνει εφαρμογής στην εν λόγω απόφαση. Βλ. άρθρο 39, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, περίπτωση i, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 25, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας.
( 32 ) Βλ., μεταξύ άλλων, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα Ε. Sharpston στην υπόθεση C‑396/11 (προπαρατεθείσα στη υποσημείωση 19 απόφαση, σημείο 52).
( 33 ) Επισημαίνω ότι στην απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2010, C-400/10 PPU, McB. (Συλλογή 2010, σ. I-8965, σκέψεις 60 και 61), το Δικαστήριο απεφάνθη ότι ο κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000 (ΕΕ L 338, σ. 1), έπρεπε να ερμηνευτεί κατά τρόπο σύμφωνο με το άρθρο 24 του Χάρτη και τα δικαιώματα του παιδιού, μολονότι το ζήτημα αυτό δεν τέθηκε με το προδικαστικό ερώτημα που υποβλήθηκε από το εθνικό δικαστήριο. Το Δικαστήριο υιοθέτησε αυτή την προσέγγιση εν μέρει λόγω των δεσμεύσεων που απορρέουν από την αιτιολογική σκέψη 33 του κανονισμού 2201/2003.
( 34 ) Βλ. COM(2001) 447 τελικό, όπ.π., σ. 19.
( 35 ) Βλ., γενικά, απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, C-279/09, DEB (Συλλογή 2010, σ. I-13849)
( 36 ) Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλει σε κράτος μέλος υπήκοος τρίτης χώρας ή απάτρις [COM(2008) 820 τελικό, σ. 47].