EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62010CJ0426

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 22ας Σεπτεμβρίου 2011.
Bell & Ross BV κατά Γραφείον εναρμονίσεως στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ).
Αίτηση αναιρέσεως - Εκπρόθεσμη κατάθεση του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου του δικογράφου της προσφυγής - Ιάσιμη πλημμέλεια.
Υπόθεση C-426/10 P.

Συλλογή της Νομολογίας 2011 I-08849

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2011:612

Υπόθεση C-426/10 P

Bell & Ross BV

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Αίτηση αναιρέσεως – Εκπρόθεσμη κατάθεση του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου του δικογράφου της προσφυγής – Ιάσιμη πλημμέλεια»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Αναίρεση – Λόγοι – Λόγος που προβάλλεται για πρώτη φορά στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως – Λόγος αναιρέσεως σχετικά με τις συνθήκες καταθέσεως του δικογράφου της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου – Αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη εκδοθείσα χωρίς ακρόαση των διαδίκων – Παραδεκτό

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 111)

2.        Διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Τυπικά στοιχεία – Εκπρόθεσμη κατάθεση του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου του δικογράφου της προσφυγής – Απαράδεκτο

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 44 § 6)

3.        Διαδικασία – Προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής – Εκπρόθεσμη άσκηση – Τυχαίο συμβάν ή ανωτέρα βία – Έννοια – Συγγνωστή πλάνη – Έννοια

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 45 εδ. 2)

1.        Στο πλαίσιο αναιρέσεως κατά διατάξεως του Γενικού Δικαστηρίου η οποία έχει εκδοθεί βάσει του άρθρου 111 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο δεν απαιτεί την ακρόαση των διαδίκων πριν την έκδοση τέτοιας αποφάσεως, δεν μπορεί να προσαφθεί στην αναιρεσείουσα ότι δεν προέβαλε, στο δικόγραφο της προσφυγής, επιχειρήματα σχετικά με τις συνθήκες καταθέσεώς του. Υπό τις περιστάσεις αυτές, λόγος αναιρέσεως αντλούμενος από το σημείο 57, στοιχείο β΄, των πρακτικών οδηγιών του Γενικού Δικαστηρίου προς τους διαδίκους δεν έχει, επομένως, ως σκοπό να τροποποιήσει το αντικείμενο της διαφοράς ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και, κατά συνέπεια, είναι παραδεκτός.

(βλ. σκέψη 37)

2.        Η μη κατάθεση του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου του δικογράφου της προσφυγής δεν περιλαμβάνεται στις ιάσιμες πλημμέλειες δυνάμει του άρθρου 44, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Συνεπώς, δικόγραφο το οποίο δεν έχει υπογραφεί από δικηγόρο πάσχει πλημμέλεια συνεπαγόμενη το απαράδεκτο της προσφυγής κατά τη λήξη των διαδικαστικών προθεσμιών και δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο τακτοποιήσεως. Η αυστηρή εφαρμογή των δικονομικών αυτών κανόνων ανταποκρίνεται στην επιταγή της ασφάλειας δικαίου και στην ανάγκη να αποφεύγεται κάθε δυσμενής διάκριση ή κάθε αυθαίρετη μεταχείριση κατά την απονομή της δικαιοσύνης.

(βλ. σκέψεις 42-43)

3.        Όσον αφορά τις προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής, η έννοια της συγγνωστής πλάνης πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά και μπορεί να αφορά μόνον εξαιρετικές περιστάσεις κατά τις οποίες, μεταξύ άλλων, το οικείο όργανο τήρησε συμπεριφορά δυνάμενη να προκαλέσει, από μόνη της ή σε καθοριστικό βαθμό, εύλογη σύγχυση σε καλόπιστο πολίτη ο οποίος επιδεικνύει όλη την επιμέλεια που απαιτείται από πρόσωπο που έχει τη συνήθη ενημέρωση.

Η έννοια του τυχαίου συμβάντος εμπεριέχει ένα αντικειμενικό στοιχείο, το οποίο σχετίζεται με μη φυσιολογικές και ξένες προς τον ενδιαφερόμενο περιστάσεις, και ένα υποκειμενικό στοιχείο, το οποίο συνδέεται με την υποχρέωση του ενδιαφερομένου να προφυλαχθεί από τις συνέπειες του μη φυσιολογικού γεγονότος, λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα χωρίς να υποβληθεί σε υπερβολικές θυσίες. Συγκεκριμένα, ο ιδιώτης πρέπει να παρακολουθεί προσεκτικά την εξέλιξη της αρξαμένης διαδικασίας και, ιδίως, να επιδεικνύει επιμέλεια όσον αφορά την τήρηση των προβλεπομένων προθεσμιών.

Για τη σύνταξη, τον έλεγχο και την επιμέλεια των εγγράφων της διαδικασίας που πρόκειται να κατατεθούν στη Γραμματεία υπεύθυνος είναι ο δικηγόρος του ενδιαφερομένου διαδίκου. Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι η σύγχυση μεταξύ του πρωτοτύπου και των αντιγράφων του δικογράφου της προσφυγής οφείλεται στην παρέμβαση τρίτης επιχειρήσεως στην οποία η αναιρεσείουσα ανέθεσε την πραγματοποίηση αντιγράφων δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως εξαιρετική περίσταση ή μη φυσιολογικό συμβάν ξένο προς την αναιρεσείουσα, το οποίο θα μπορούσε να δικαιολογήσει την εκ μέρους της επίκληση συγγνωστής πλάνης ή τυχαίου γεγονότος.

(βλ. σκέψεις 47-48, 50)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 22ας Σεπτεμβρίου 2011 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Εκπρόθεσμη κατάθεση του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου του δικογράφου της προσφυγής – Ιάσιμη πλημμέλεια»

Στην υπόθεση C‑426/10 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 24 Αυγούστου 2010,

Bell & Ross BV, με έδρα το Zoetermeer (Κάτω Χώρες), εκπροσωπούμενη από τον S. Guerlain, δικηγόρο,

αναιρεσείουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενο από τον A. Folliard-Monguiral,

καθού πρωτοδίκως,

η Klockgrossisten i Norden AB, με έδρα το Upplands Väsby (Σουηδία),

παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. N. Cunha Rodrigues, πρόεδρο τμήματος, A. Rosas, U. Lõhmus, A. Ó Caoimh και P. Lindh (εισηγήτρια), δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: A. Calot Escobar

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 9ης Ιουνίου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Bell & Ross BV (στο εξής: Bell & Ross) ζητεί την αναίρεση της διατάξεως του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Ιουνίου 2010, T‑51/10, Bell & Ross κατά ΓΕΕΑ (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη), με την οποία απορρίφθηκε ως προδήλως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεως η προσφυγή της με την οποία ζητούσε την ακύρωση της αποφάσεως του τρίτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, της 27ης Οκτωβρίου 2009 (R 1267/2008-3), Klockgrossisten i Norden AB κατά Bell & Ross.

 Το νομικό πλαίσιο

 Ο Οργανισμός του Δικαστηρίου

2        Το άρθρο 21, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι το έγγραφο της προσφυγής πρέπει να συνοδεύεται, όπου απαιτείται, από την πράξη της οποίας η ακύρωση ζητείται. Αν το έγγραφο αυτό δεν είναι συνημμένο στο έγγραφο της προσφυγής, «ο [γ]ραμματεύς καλεί τον ενδιαφερόμενο να τ[ο] προσκομίσει εντός ευλόγου προθεσμίας, χωρίς να δύναται να του αντιταχθεί το εκπρόθεσμο, σε περίπτωση που η κατάθεση γίνει μετά την πάροδο της προθεσμίας ασκήσεως της προσφυγής».

3        Το άρθρο 45 του Οργανισμού του Δικαστηρίου ορίζει τα ακόλουθα:

«Οι προθεσμίες λόγω αποστάσεως θα οριστούν από τον κανονισμό διαδικασίας.

Απώλεια δικαιώματος λόγω παρόδου των προθεσμιών δεν δύναται να αντιτάσσεται, όταν ο ενδιαφερόμενος αποδεικνύει την ύπαρξη τυχαίου συμβάντος ή ανωτέρας βίας.»

 Ο Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου

4        Το άρθρο 43 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου προβλέπει:

«1.      Το πρωτότυπο κάθε διαδικαστικού εγγράφου πρέπει να υπογράφεται από τον εκπρόσωπο ή τον δικηγόρο του διαδίκου.

Το πρωτότυπο, συνοδευόμενο από όλα τα συνημμένα που αναφέρονται σ’ αυτό, κατατίθεται με πέντε αντίγραφα για το Γενικό Δικαστήριο και ισάριθμα προς τους διαδίκους αντίγραφα. Τα αντίγραφα επικυρώνονται από τον διάδικο που τα καταθέτει.

[…]

6.      [Η] ημερομηνία κατά την οποία το αντίγραφο του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου ενός διαδικαστικού εγγράφου […] περιέρχεται στη Γραμματεία με τηλεομοιοτυπία ή με οποιοδήποτε άλλο τεχνικό μέσο επικοινωνίας διαθέτει το Γενικό Δικαστήριο, υπό τον όρον ότι το υπογεγραμμένο πρωτότυπο του εγγράφου, συνοδευόμενο από τα συνημμένα και τα αντίγραφα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, δεύτερο εδάφιο, κατατίθεται στη Γραμματεία το αργότερο δέκα ημέρες μετά την εν λόγω ημερομηνία. Το άρθρο 102, παράγραφος 2, δεν εφαρμόζεται επί της δεκαήμερης αυτής προθεσμίας.

[…]»

5        Το άρθρο 44 του ίδιου Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει:

«[…]

3.      Ο πληρεξούσιος δικηγόρος οφείλει να καταθέσει στη Γραμματεία αποδεικτικό νομιμοποιήσεώς του που να βεβαιώνει ότι έχει ικανότητα παραστάσεως ενώπιον των δικαστηρίων κράτους μέλους ή άλλου συμβαλλόμενου στη Συμφωνία ΕΟΧ κράτους.

4.      Το δικόγραφο της προσφυγής συνοδεύεται, όπου απαιτείται, από τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 21, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού.

5.      Αν ο προσφεύγων είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, επισυνάπτει στο δικόγραφο της προσφυγής του:

α)      το καταστατικό του ή πρόσφατο απόσπασμα του βιβλίου των εμπορικών εταιριών ή πρόσφατο απόσπασμα του βιβλίου των σωματείων ή κάθε άλλο στοιχείο που να αποδεικνύει την ύπαρξη του νομικού προσώπου·

β)      αποδεικτικό ότι η εντολή προς τον δικηγόρο δόθηκε προσηκόντως από εκπρόσωπό του εξουσιοδοτημένο προς τούτο.

5α.      Το δικόγραφο της προσφυγής που ασκείται δυνάμει ρήτρας διαιτησίας περιεχομένης σε σύμβαση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, η οποία έχει συναφθεί από την Ένωση ή για λογαριασμό της […] πρέπει να συνοδεύεται από αντίγραφο της περιέχουσας την εν λόγω ρήτρα συμβάσεως.

6.      Αν το δικόγραφο της προσφυγής δεν είναι σύμφωνο με τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στις παραγράφους 3 έως 5 του παρόντος άρθρου, ο Γραμματέας τάσσει στον προσφεύγοντα εύλογη προθεσμία για την τακτοποίηση του δικογράφου της προσφυγής ή για την προσκόμιση των στοιχείων που αναφέρονται ανωτέρω. Εφόσον εντός της προθεσμίας που έχει ταχθεί δεν γίνει η τακτοποίηση ή δεν προσκομιστούν τα στοιχεία, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει αν η μη τήρηση αυτών των προϋποθέσεων συνεπάγεται το απαράδεκτο της προσφυγής.»

 Οι οδηγίες προς τον Γραμματέα

6        Το άρθρο 7 των οδηγιών προς τον Γραμματέα του Γενικού Δικαστηρίου της 5ης Ιουλίου 2007 (ΕΕ L 232, σ. 1, στο εξής: οδηγίες προς τον Γραμματέα) προβλέπει:

«1.      Ο γραμματέας μεριμνά ώστε κατά την προσκόμιση των εγγράφων της διαδικασίας να τηρούνται οι διατάξεις του Οργανισμού, του Κανονισμού Διαδικασίας, των πρακτικών οδηγιών προς τους διαδίκους, καθώς και των παρουσών οδηγιών.

Ο γραμματέας τάσσει, κατά περίπτωση, στους διαδίκους προθεσμία προς τακτοποίηση τυχόν παρατυπιών των κατατεθειμένων εγγράφων.

Η επίδοση υπομνήματος αναβάλλεται σε περίπτωση μη τηρήσεως των διατάξεων του Κανονισμού Διαδικασίας, οι οποίες αναφέρονται στα σημεία 55 και 56 των πρακτικών οδηγιών προς τους διαδίκους.

Η μη τήρηση των διατάξεων των σημείων 57 και 59 των πρακτικών οδηγιών προς τους διαδίκους έχει ή, κατά περίπτωση, δύναται να έχει ως αποτέλεσμα την αναβολή της επιδόσεως του υπομνήματος.

[…]

3.      Υπό την επιφύλαξη […] των διατάξεων του άρθρου 43, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας σχετικά με την κατάθεση στοιχείων με τηλεομοιοτυπία ή με οποιοδήποτε άλλο τεχνικό μέσο επικοινωνίας, […] ο γραμματέας αποδέχεται μόνο τα έγγραφα που φέρουν πρωτοτύπως την υπογραφή του δικηγόρου ή εκπροσώπου του διαδίκου.

[…]»

 Οι πρακτικές οδηγίες προς τους διαδίκους

7        Οι πρακτικές οδηγίες του Γενικού Δικαστηρίου προς τους διαδίκους, όπως τροποποιήθηκαν στις 5 Ιουλίου 2007 (ΕΕ L 232, σ. 7, στο εξής: πρακτικές οδηγίες προς τους διαδίκους) προβλέπουν, στο τμήμα B, το οποίο τιτλοφορείται «Επί της καταθέσεως των υπομνημάτων», μεταξύ άλλων, τα εξής:

«[…]

7.      Στο τέλος του υπομνήματος πρέπει να υπάρχει η πρωτότυπη υπογραφή του δικηγόρου ή του εκπροσώπου του οικείου διαδίκου. Σε περίπτωση πλειόνων εκπροσώπων, αρκεί να έχει υπογράψει το υπόμνημα ένας από αυτούς.

[…]

9.      Η πρώτη σελίδα κάθε αντιγράφου διαδικαστικού εγγράφου το οποίο οι διάδικοι οφείλουν να καταθέσουν δυνάμει του άρθρου 43, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας φέρει, μονογεγραμμένη από τον δικηγόρο ή εκπρόσωπο του οικείου διαδίκου, μνεία πιστοποιούσα ότι πρόκειται για ακριβές αντίγραφο του πρωτοτύπου.»

8        Στα σημεία 55 έως 59 του τμήματος ΣΤ, το οποίο τιτλοφορείται «Επί των περιπτώσεων τακτοποιήσεως των υπομνημάτων», διευκρινίζονται οι προϋποθέσεις για την τακτοποίηση των δικογράφων των προσφυγών.

9        Κατά το εν λόγω σημείο 55, τάσσεται εύλογη προθεσμία προς τακτοποίησή του δικογράφου της προσφυγής το οποίο δεν είναι σύμφωνο με τις ακόλουθες προϋποθέσεις οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 44, παράγραφοι 3 έως 5, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου:

«α)      κατάθεση του αποδεικτικού νομιμοποιήσεως του δικηγόρου […]·

β)      απόδειξη της κατά νόμον υπάρξεως του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου […]·

γ)      εντολή […]·

δ)      αποδεικτικό ότι η εντολή δόθηκε προσηκόντως από εκπρόσωπο του νομικού προσώπου εξουσιοδοτημένον προς τούτο […]·

ε)      κατάθεση της προσβαλλομένης πράξεως (προσφυγή ακυρώσεως) […].»

10      Το σημείο 56 των πρακτικών οδηγιών προς τους διαδίκους ορίζει:

«Στις υποθέσεις πνευματικής ιδιοκτησίας στις οποίες τίθεται ζήτημα νομιμότητας αποφάσεως ενός τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, το δικόγραφο της προσφυγής που δεν είναι σύμφωνο με τις ακόλουθες προϋποθέσεις του άρθρου 132 του Κανονισμού Διαδικασίας δεν επιδίδεται στον έτερο διάδικο/στους λοιπούς διαδίκους, τάσσεται δε εύλογη προθεσμία προς τακτοποίησή του:

α)      μνεία των ονομάτων των διαδίκων στη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών και των διευθύνσεων που αυτοί δήλωσαν για τις κοινοποιήσεις στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής (άρθρο 132, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας)·

β)      μνεία της ημερομηνίας κοινοποιήσεως της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών (άρθρο 132, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας)·

γ)      επισύναψη της προσβαλλόμενης αποφάσεως (άρθρο 132, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας).»

11      Στο σημείο 57 των ίδιων οδηγιών προβλέπεται, μεταξύ άλλων:

«Αν το δικόγραφο της προσφυγής δεν είναι σύμφωνο με τους ακόλουθους τυπικούς κανόνες, η επίδοση του δικογράφου της προσφυγής αναβάλλεται και τάσσεται εύλογη προθεσμία προς τακτοποίησή του:

[…]

β)      πρωτότυπη υπογραφή του δικηγόρου ή του εκπροσώπου στο τέλος του δικογράφου της προσφυγής (σημείο 7 των πρακτικών οδηγιών)·

[…]

ξ)      κατάθεση των επικυρωμένων αντιγράφων του δικογράφου της προσφυγής (άρθρο 43, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας σημείο 9 των πρακτικών οδηγιών).»

12      Το σημείο 58 των πρακτικών οδηγιών προς τους διαδίκους προβλέπει ότι, αν το δικόγραφο της προσφυγής δεν είναι σύμφωνο με τους τυπικούς κανόνες σχετικά με τον προσδιορισμό τόπου επιδόσεων, το αποδεικτικό νομιμοποιήσεως κάθε άλλου επικουρούντος δικηγόρου, τη συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών και τη μετάφραση προς τη γλώσσα της διαδικασίας των συνημμένων εγγράφων, διενεργείται η επίδοση του δικογράφου της προσφυγής και τάσσεται εύλογη προθεσμία προς τακτοποίησή του.

13      Τέλος, το σημείο 59 προβλέπει, κατά περίπτωση, την κατ’ αρχήν τακτοποίηση ή τη δυνατότητα τακτοποιήσεως όταν ο αριθμός των σελίδων του δικογράφου της προσφυγής υπερβαίνει τον ανώτατο αριθμό σελίδων που προβλέπεται στις πρακτικές οδηγίες, καθώς και την αναβολή της επιδόσεως σε τέτοια περίπτωση.

 Το ιστορικό της υποθέσεως

14      Με δικόγραφο που περιήλθε με τηλεομοιοτυπία στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Ιανουαρίου 2010, η αναιρεσείουσα άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως του τρίτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 27ης Οκτωβρίου 2009. Το δικόγραφο αυτό περιήλθε στη Γραμματεία πριν τη λήξη της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, στις 25 Ιανουαρίου 2010.

15      Σε επιστολή της 28ης Ιανουαρίου 2010, η αναιρεσείουσα ανέφερε ότι απέστελλε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου το πρωτότυπο του δικογράφου της προσφυγής που είχε αποσταλεί μέσω τηλεομοιοτυπίας στις 22 Ιανουαρίου και τα παραρτήματά του, καθώς και επτά σύνολα πιστών αντιγράφων του και τα έγγραφα που απαιτούνται βάσει του άρθρου 44, παράγραφοι 3 έως 5, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

16      Στις 2 Φεβρουαρίου 2010, η Γραμματεία επικοινώνησε με την αναιρεσείουσα για να επιστήσει την προσοχή της στο γεγονός ότι δεν ήταν δυνατόν να προσδιοριστεί με βεβαιότητα το πρωτότυπο δικόγραφο της προσφυγής μεταξύ των εγγράφων που είχαν κατατεθεί την 1η Φεβρουαρίου 2010.

17      Με επιστολή της 3ης Φεβρουαρίου 2010, ο δικηγόρος της αναιρεσείουσας απέστειλε στη Γραμματεία το αντίγραφο του δικογράφου της προσφυγής που είχε στον φάκελό του, εξηγώντας τα ακόλουθα:

«Επειδή είμαι βέβαιος ότι σας έχω ήδη αποστείλει το πρωτότυπο του εγγράφου μαζί με αντίγραφα, αδυνατώ να σας βεβαιώσω αν το συνημμένο έγγραφο είναι ή όχι πρωτότυπο. Κατά την άποψή μου, είναι το αντίγραφο που είχαμε κρατήσει στον φάκελο. Αφού το εξετάσετε, αναμένω να μου γνωρίσετε τις παρατηρήσεις σας.»

18      Στις 5 Φεβρουαρίου 2010, η Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου πληροφόρησε την αναιρεσείουσα ότι το συμπέρασμα ήταν ότι το ανωτέρω έγγραφο ήταν το πρωτότυπο, καθώς αφού πέρασαν πάνω από την υπογραφή ένα υγρό μάκτρο, το μελάνι μαύρου χρώματος ξέβαψε ελαφρώς.

19      Η Γραμματεία καταχώρισε, επομένως, στο πρωτόκολλο το δικόγραφο της προσφυγής στις 5 Φεβρουαρίου 2010, δηλαδή, μετά τη λήξη της δεκαήμερης προθεσμίας, η οποία είχε αρχίσει να τρέχει από τη διαβίβαση του δικογράφου της προσφυγής με τηλεομοιοτυπία, σύμφωνα με το άρθρο 43, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

20      Με επιστολή της 12ης Φεβρουαρίου 2010, η αναιρεσείουσα επικαλέστηκε συγγνωστή πλάνη για να δικαιολογήσει την κατάθεση του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου του δικογράφου της προσφυγής μετά από τη λήξη της ως άνω δεκαήμερης προθεσμίας.

21      Το Γενικό Δικαστήριο δεν επέδωσε την προσφυγή στο ΓΕΕΑ.

 Η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη

22      Με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ως προδήλως απαράδεκτη βάσει του άρθρου 111 του Κανονισμού Διαδικασίας του.

23      Το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε ότι το άρθρο 43, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας του προβλέπει δεκαήμερη προθεσμία για την κατάθεση του πρωτοτύπου δικογράφου προσφυγής που έχει διαβιβαστεί με τηλεομοιοτυπία. Λαμβανομένης υπόψη της συμπληρωματικής αυτής προθεσμίας, το πρωτότυπο του δικογράφου της προσφυγής θα έπρεπε να έχει περιέλθει στη Γραμματεία πριν τη λήξη της προθεσμίας αυτής, την 1η Φεβρουαρίου 2010. Επειδή, όμως, το πρωτότυπο του δικογράφου της προσφυγής παρελήφθη στις 5 Φεβρουαρίου 2010, η προσφυγή ήταν εκπρόθεσμη, χωρίς να μπορεί να γίνει δεκτή παρέκκλιση από την προθεσμία ασκήσεως προσφυγής λόγω συγγνωστής πλάνης, για τους εξής λόγους:

«15.      Το δικόγραφο της προσφυγής περιήλθε με τηλεομοιοτυπία στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Ιανουαρίου 2010, ήτοι μετά τη λήξη της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής.

16.      Εντούτοις, κατά το άρθρο 43, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας, για τον έλεγχο της τηρήσεως των δικονοµικών προθεσμιών, λαμβάνεται υπόψη η ημερομηνία κατά την οποία το αντίγραφο του υπογεγραµµένου πρωτοτύπου ενός διαδικαστικού εγγράφου περιέρχεται στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου µε τηλεοµοιοτυπία, υπό τον όρον ότι το υπογεγραμμένο πρωτότυπο του εγγράφου κατατίθεται στη Γραμματεία το αργότερο δέκα ημέρες μετά την εν λόγω ημερομηνία.

17.      Εν προκειμένω, την 1η Φεβρουαρίου 2010, η προσφεύγουσα κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου επτά μη επικυρωμένα αντίτυπα του δικογράφου της προσφυγής. Το υπογεγραμμένο πρωτότυπο του δικογράφου της προσφυγής περιήλθε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Φεβρουαρίου 2010, ήτοι μετά τη λήξη της δεκαήμερης προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 43, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, μόνο η ημερομηνία καταθέσεως του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου του δικογράφου της προσφυγής, δηλαδή η 5η Φεβρουαρίου 2010, πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον έλεγχο της τηρήσεως της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής. Κατά συνέπεια, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η προσφυγή ήταν εκπρόθεσμη [διάταξη του Πρωτοδικείου της 28ης Απριλίου 2008, T-358/07, PubliCare Marketing Communications κατά ΓΕΕΑ (Publicare), που δεν δημοσιεύτηκε στη Συλλογή, σκέψη 13].

18.      Στην επιστολή της με ημερομηνία 12 Φεβρουαρίου 2010, η προσφεύγουσα επικαλείται συγγνωστή πλάνη δικαιολογούσα παρέκκλιση από την επίμαχη προθεσμία.

19.      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όσον αφορά τις προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής, η έννοια της συγγνωστής πλάνης πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά και μπορεί να αφορά μόνον εξαιρετικές περιστάσεις κατά τις οποίες, μεταξύ άλλων, το οικείο όργανο τήρησε συμπεριφορά δυνάμενη να προκαλέσει, από μόνη της ή σε καθοριστικό βαθμό, εύλογη σύγχυση σε καλόπιστο πολίτη ο οποίος επιδεικνύει όλη την επιμέλεια που απαιτείται από πρόσωπο που έχει τη συνήθη ενημέρωση (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Μαΐου 1991, T-12/90, Bayer κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑219, σκέψη 29, και διάταξη του Πρωτοδικείου της 11ης Δεκεμβρίου 2006, T-392/05, MMT κατά Επιτροπής, που δεν δημοσιεύτηκε στη Συλλογή, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

20.      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι, καθώς είχε αναθέσει σε εργολάβο την πραγματοποίηση των αναγκαίων αντιγράφων, η μη προσκόμιση του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου του δικογράφου της προσφυγής οφείλεται αποκλειστικώς σε σύγχυση κατά την προετοιμασία του φακέλου που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου μεταξύ των αντιγράφων και του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου της προσφυγής, το οποίο είχε επιστρέψει ο εργολάβος.

21.      Επιπλέον, δηλώνει ότι συνηθίζει να υπογράφει με μελάνι μαύρου χρώματος, ελλείψει κανόνα ο οποίος να επιβάλλει τη χρήση μελανιού άλλου χρώματος.

22.      Συνεπώς, λαμβανομένης υπόψη της ποιότητας των αντιγράφων, η διάκριση μεταξύ υπογεγραμμένου πρωτοτύπου και αντιγράφου ήταν εξαιρετικά δυσχερής, καθώς το χρώμα της πρωτότυπης υπογραφής ήταν ίδιο με εκείνο των αντιγράφων της.

23.      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, επίσης, ότι η εκ μέρους της Γραμματείας του Γενικού Δικαστηρίου προσπάθεια προσδιορισμού του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου του δικογράφου της προσφυγής διά της χρήσεως υγρού μάκτρου, προκειμένου να διαπιστωθεί αν ξεβάφει το μελάνι της υπογραφής, συνιστά εκδήλωση επιμέλειας που δεν μπορεί να απαιτείται, σε κάθε περίπτωση, από τους διαδίκους.

24.      Η προσφεύγουσα τέλος προσθέτει ότι το σημείο 57, στοιχείο ξ΄, των πρακτικών οδηγιών [...] προς τους διαδίκους [...], το οποίο επιτρέπει την τακτοποίηση, εντός εύλογης προθεσμίας, των δικογράφων προσφυγών τα οποία δεν είναι σύμφωνα με ορισμένους τυπικούς κανόνες, δίνει τη δυνατότητα καταθέσεως ελλειπόντων επικυρωμένων αντιγράφων του δικογράφου της προσφυγής, και, συνεπώς, η δυνατότητα αυτή μπορεί να ελαττώσει την προσοχή των διαδίκων σε ό,τι αφορά την ανάγκη να διακρίνεται το υπογεγραμμένο πρωτότυπο του δικογράφου της προσφυγής από τα αντίγραφά του.

25.      Η προσφεύγουσα εντούτοις δεν αποδεικνύει, σε σχέση με τα προεκτεθέντα, τη συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων, ούτε προσκομίζει αποδείξεις περί της απαιτούμενης από πρόσωπο που έχει τη συνήθη ενημέρωση επιμέλειας, κατά την έννοια της υπομνησθείσας στη σκέψη 19 ανωτέρω νομολογίας.

26.      Πράγματι, συνομολογεί ότι η ίδια προκάλεσε τη σύγχυση κατά την προετοιμασία του φακέλου που επρόκειτο να διαβιβαστεί στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου.

27.      Επιπλέον, δεν προκύπτει ότι η δυσχέρεια διακρίσεως του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου του δικογράφου της προσφυγής από τα αντίγραφά του δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με κάποιο τρόπο που να διασφαλίζει ότι το υπογεγραμμένο πρωτότυπο του δικογράφου της προσφυγής δεν θα αναμειχθεί με τα αντίγραφα, ούτως ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο καταθέσεώς του στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου μετά τη λήξη της δεκαήμερης προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 43, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας.

28.      Εξ άλλου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αφενός, η εκπρόθεσμη κατάθεση του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου του δικογράφου της προσφυγής στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου δεν περιλαμβάνεται στις περιπτώσεις τακτοποιήσεως που προβλέπονται στα σημεία 55 έως 59 των πρακτικών οδηγιών [...] προς τους διαδίκους και, αφετέρου, ότι το σημείο 57, στοιχείο ξ΄, των εν λόγω οδηγιών επιτρέπει, προς το συμφέρον των διαδίκων, την αναβολή της εκτιμήσεως, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, των προϋποθέσεων του παραδεκτού της προσφυγής που προβλέπονται στο άρθρο 43, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, οι οποίες επιβάλλουν τη διάκριση μεταξύ του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου και των αντιγράφων του. Συνεπώς, η προβλεπόμενη στο προαναφερθέν σημείο 57, στοιχείο ξ΄, δυνατότητα τακτοποιήσεως δεν θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την ελάττωση της προσοχής των διαδίκων όσον αφορά την ανάγκη διακρίσεως μεταξύ του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου της προσφυγής και των αντιγράφων του.

29.      Σε κάθε περίπτωση, εναπόκειτο στην προσφεύγουσα να διακρίνει μεταξύ του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου της προσφυγής και των αντιγράφων του.

30.      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη και ότι πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτη, χωρίς να είναι αναγκαία η κοινοποίησή της στο ΓΕΕΑ.»

 Αιτήματα των διαδίκων

24      Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Bell & Ross ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη·

–        να κηρύξει παραδεκτή την προσφυγή ακυρώσεως στην υπόθεση T-51/10 και, κατά συνέπεια, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο για να κρίνει επί της ουσίας και

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα τόσο της κατ’ αναίρεση διαδικασίας όσο και της πρωτόδικης διαδικασίας.

25      Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

–        να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

26      Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προέβαλε τους κάτωθι έξι λόγους αναιρέσεως:

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 111 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου

27      Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, κατά παράβαση του άρθρου 111 του Κανονισμού Διαδικασίας του.

28      Σε απάντηση επί του λόγου αυτού αναιρέσεως, πρέπει να επισημανθεί ότι, καίτοι το άρθρο 111 του Κανονισμού Διαδικασίας, στο οποίο βασίζεται η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, προβλέπει την ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, εντούτοις το άρθρο 2, παράγραφος 2, του ιδίου Κανονισμού Διαδικασίας διευκρινίζει ότι η μνεία περί γενικού εισαγγελέα «αφορά μόνο τις περιπτώσεις στις οποίες έχει οριστεί γενικός εισαγγελέας». Πλην όμως, στη συγκεκριμένη υπόθεση, ουδείς δικαστής ορίστηκε ως γενικός εισαγγελέας κατά τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

29      Επομένως, αυτός ο λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

 Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από την παράβαση του άρθρου 43 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου

 Επιχειρήματα των διαδίκων

30      Η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι εσφαλμένως ερμήνευσε το άρθρο 43 του Κανονισμού Διαδικασίας του κρίνοντας ότι η προσφυγή είχε κατατεθεί εκπροθέσμως. Επισημαίνει ότι, αντιθέτως προς τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα διάταξη του Πρωτοδικείου στην υπόθεση PubliCare Marketing Communications κατά ΓΕΕΑ της οποίας γίνεται μνεία στη σκέψη 17 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, η Γραμματεία έλαβε επτά αντίτυπα του δικογράφου της προσφυγής πριν τη λήξη της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής. Η αναιρεσείουσα διατείνεται ότι το κρίσιμο ζήτημα είναι ο προσδιορισμός του πρωτοτύπου του δικογράφου της προσφυγής. Το εν λόγω άρθρο 43 δεν διευκρινίζει τον τρόπο θέσεως της υπογραφής στο δικόγραφο της προσφυγής (χρώμα μελάνης, τύπος στυλογράφου, κ.λπ.). Η δοκιμή με υγρό μάκτρο στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο είναι αμφισβητήσιμη, καθώς ορισμένοι τύποι μελάνης δεν ξεβάφουν. Με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη το Γενικό Δικαστήριο, χωρίς να αναφέρει τη μέθοδο που του επέτρεψε να διακρίνει το πρωτότυπο από το αντίγραφο, προσέθεσε επιπλέον προϋποθέσεις οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στο άρθρο 43 του Κανονισμού Διαδικασίας του.

31      Το ΓΕΕΑ εκτιμά ότι αυτός ο λόγος αναιρέσεως είναι προδήλως αβάσιμος.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

32      Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη δεν επιβάλλει καμία ιδιαίτερη υποχρέωση όσον αφορά τον τρόπο υπογραφής των δικογράφων και τα μέσα αποδείξεως που καθιστούν δυνατή την πιστοποίηση του πρωτοτύπου της υπογραφής που πρέπει να έχει τεθεί σε αυτό.

33      Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι το αντίτυπο του δικογράφου της προσφυγής που περιήλθε στη Γραμματεία μετά τη λήξη της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής έφερε την πρωτότυπη υπογραφή του δικηγόρου.

34      Επομένως, αυτός ο λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από τη μη τήρηση του άρθρου 7, παράγραφος 1, των οδηγιών προς τον Γραμματέα και του σημείου 57, στοιχείο β΄, των πρακτικών οδηγιών προς τους διαδίκους

 Επιχειρήματα των διαδίκων

35      Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εφόσον δεν αναγνώρισε ότι ήταν δυνατή η τακτοποίηση του δικογράφου της προσφυγής κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, των οδηγιών προς τον Γραμματέα και το σημείο 57, στοιχείο β΄, των πρακτικών οδηγιών προς τους διαδίκους.

36      Το ΓΕΕΑ εκτιμά ότι αυτός ο λόγος αναιρέσεως δεν είναι παραδεκτός καθώς η αναιρεσείουσα δεν επικαλέστηκε την παράβαση του σημείου 57, στοιχείο β΄, των πρακτικών οδηγιών προς τους διαδίκους. Επί της ουσίας, το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι αυτός ο λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

37      Όσον αφορά το παραδεκτό αυτού του λόγου αναιρέσεως, πρέπει να τονισθεί ότι η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη εκδόθηκε βάσει του άρθρου 111 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο δεν απαιτεί την ακρόαση των διαδίκων πριν την έκδοση τέτοιας αποφάσεως. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί στην αναιρεσείουσα ότι δεν προέβαλε, στο δικόγραφο της προσφυγής, επιχειρήματα σχετικά με τις συνθήκες καταθέσεώς του. Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως δεν έχει, επομένως, ως σκοπό να τροποποιήσει το αντικείμενο της διαφοράς ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Κατά συνέπεια, είναι παραδεκτός.

38      Επί της ουσίας, πρέπει να τονισθεί ότι στη σκέψη 17 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το υπογεγραμμένο πρωτότυπο του δικογράφου της προσφυγής περιήλθε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου εκπροθέσμως. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε επιπλέον στη σκέψη 28 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως ότι η εκπρόθεσμη κατάθεση του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου του δικογράφου της προσφυγής δεν περιλαμβάνεται στις περιπτώσεις τακτοποιήσεως των δικογράφων που προβλέπονται στα σημεία 55 έως 59 των πρακτικών οδηγιών προς τους διαδίκους.

39      Δεν αμφισβητείται ότι το πρωτότυπο του δικογράφου της προσφυγής περιήλθε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου μετά τη λήξη της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής.

40      Εντούτοις, το άρθρο 43, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου επιβάλλει να κατατίθεται υπογεγραμμένο από τον δικηγόρο του διαδίκου το πρωτότυπο κάθε διαδικαστικού εγγράφου.

41      Κατά το άρθρο 43, παράγραφος 6, του ιδίου Κανονισμού Διαδικασίας, για τον έλεγχο της τηρήσεως των δικονομικών προθεσμιών λαμβάνεται υπόψη η ημερομηνία κατά την οποία το αντίγραφο του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου ενός διαδικαστικού εγγράφου περιέρχεται στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου µε τηλεοµοιοτυπία, υπό τον όρον ότι το υπογεγραμμένο πρωτότυπο του εγγράφου κατατίθεται σε αυτήν το αργότερο δέκα ημέρες μετά τη λήψη της τηλεομοιοτυπίας.

42      Η μη κατάθεση του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου του δικογράφου της προσφυγής δεν περιλαμβάνεται στις ιάσιμες δυνάμει του άρθρου 44, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου πλημμέλειες. Συνεπώς, δικόγραφο το οποίο δεν έχει υπογραφεί από δικηγόρο πάσχει πλημμέλεια συνεπαγόμενη το απαράδεκτο της προσφυγής κατά τη λήξη των διαδικαστικών προθεσμιών και δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο τακτοποιήσεως (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, διάταξη της 27ης Νοεμβρίου 2007, C-163/07 P, Diy-Mar Insaat Sanayi ve Ticaret και Akar κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑10125, σκέψεις 25 και 26).

43      Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η αυστηρή εφαρμογή των δικονομικών αυτών κανόνων ανταποκρίνεται στην επιταγή της ασφάλειας δικαίου και στην ανάγκη να αποφεύγεται κάθε δυσμενής διάκριση ή κάθε αυθαίρετη μεταχείριση κατά την απονομή της δικαιοσύνης. Κατά το άρθρο 45, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, δεν χωρεί παρέκκλιση από τις δικονομικές προθεσμίες παρά μόνον υπό περιστάσεις εντελώς εξαιρετικές, τυχαίου συμβάντος ή ανωτέρας βίας (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, μεταξύ άλλων, απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1985, 42/85, Cockerill-Sambre κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 3749, σκέψη 10, και διάταξη της 8ης Νοεμβρίου 2007, C-242/07 P, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑9757, σκέψη 16).

44      Επομένως, ο λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

 Επί του τετάρτου και πέμπτου λόγου, που αντλούνται από συγγνωστή πλάνη ή τυχαίο γεγονός

 Επιχειρήματα των διαδίκων

45      Η αναιρεσείουσα επικαλείται περίπτωση συγγνωστής πλάνης. Καθώς ο όγκος των απαιτούμενων αντιγράφων (συνολικά 2 651 σελίδες) ήταν σημαντικός, εκθέτει ότι κατέστη αναγκαία η χρήση των υπηρεσιών εργολάβου. Αυτός λησμόνησε να περιλάβει ένα από τα έγγραφα στην αποστολή προς το Γενικό Δικαστήριο, σφάλμα που ο δικηγόρος διόρθωσε εγκαίρως. Η σύγχυση μεταξύ του πρωτοτύπου και των αντιγράφων προέκυψε από ασυνήθεις και ξένες προς αυτήν περιστάσεις οφειλόμενες σε απροσεξία του εργολάβου. Η αναιρεσείουσα εκτιμά ότι ενήργησε καλοπίστως και επιμελώς. Όλα τα έγγραφα που προσκομίστηκαν στη Γραμματεία ήταν υπογεγραμμένα και κατατέθηκαν εμπροθέσμως. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει επίσης ότι η σύγχυση μεταξύ του πρωτοτύπου και των αντιγράφων προέκυψε από ασυνήθεις περιστάσεις άσχετες προς αυτήν και συνιστά ως εκ τούτου τυχαίο γεγονός, δηλαδή, σύγχυση μεταξύ του πρωτοτύπου και των αντιγράφων από τον εργολάβο και παράδοση από αυτόν ελλιπούς παραρτήματος. Η αναιρεσείουσα έλαβε όλα τα μέτρα για την επίλυση των ανωτέρω προβλημάτων.

46      Το ΓΕΕΑ φρονεί ότι περίπτωση συγγνωστής πλάνης μπορεί να γίνει δεκτή μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις στις οποίες, ιδίως, το αρμόδιο όργανο έχει ακολουθήσει συμπεριφορά ικανή να προκαλέσει, αυτή και μόνη ή σε καθοριστικό βαθμό, επιτρεπτή σύγχυση στον ενδιαφερόμενο. Εντούτοις, η διάκριση μεταξύ του πρωτοτύπου και του αντιγράφου έχει πολύ μεγάλη σημασία. Η αναιρεσείουσα θα έπρεπε να φροντίσει ώστε να διακρίνεται σαφώς το πρωτότυπο από τα αντίγραφα, για παράδειγμα υπογράφοντας το πρωτότυπο με στυλογράφο μπλε μελανιού. Αν είχε αντιδράσει ταχύτερα, θα ήταν δυνατή η εμπρόθεσμη τακτοποίηση του δικογράφου της προσφυγής. Το ΓΕΕΑ εκτιμά ότι για τη σύγχυση μεταξύ του πρωτοτύπου και των αντιγράφων ευθύνεται η αναιρεσείουσα.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

47      Το Γενικό Δικαστήριο ορθώς εκθέτει, στη σκέψη 19 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι, όσον αφορά τις προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής, η έννοια της συγγνωστής πλάνης πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά και μπορεί να αφορά μόνον εξαιρετικές περιστάσεις κατά τις οποίες, μεταξύ άλλων, το οικείο όργανο τήρησε συμπεριφορά δυνάμενη να προκαλέσει, από μόνη της ή σε καθοριστικό βαθμό, εύλογη σύγχυση σε καλόπιστο πολίτη ο οποίος επιδεικνύει όλη την επιμέλεια που απαιτείται από πρόσωπο που έχει τη συνήθη ενημέρωση.

48      Η έννοια του τυχαίου συμβάντος εμπεριέχει ένα αντικειμενικό στοιχείο, το οποίο σχετίζεται με μη φυσιολογικές και ξένες προς τον ενδιαφερόμενο περιστάσεις, και ένα υποκειμενικό στοιχείο, το οποίο συνδέεται με την υποχρέωση του ενδιαφερομένου να προφυλαχθεί από τις συνέπειες του μη φυσιολογικού γεγονότος, λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα χωρίς να υποβληθεί σε υπερβολικές θυσίες. Συγκεκριμένα, ο ιδιώτης πρέπει να παρακολουθεί προσεκτικά την εξέλιξη της αρξαμένης διαδικασίας και, ιδίως, να επιδεικνύει επιμέλεια όσον αφορά την τήρηση των προβλεπομένων προθεσμιών (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1994, C-195/91 P, Bayer κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I‑5619, σκέψη 32, και προπαρατεθείσα διάταξη Βέλγιο κατά Επιτροπής, σκέψη 17).

49      Η αναιρεσείουσα διατείνεται ότι η σύγχυση μεταξύ του πρωτοτύπου και των αντιγράφων του δικογράφου της προσφυγής οφείλεται στην παρέμβαση τρίτης επιχειρήσεως στην οποία είχε αναθέσει την πραγματοποίηση μεγάλου αριθμού αντιγράφων τα οποία ήταν απαραίτητα για την κατάθεση του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου.

50      Όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 89 των προτάσεών της, για τη σύνταξη, τον έλεγχο και την επιμέλεια των εγγράφων της διαδικασίας που πρόκειται να κατατεθούν στη Γραμματεία υπεύθυνος είναι ο δικηγόρος του ενδιαφερομένου διαδίκου. Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι η σύγχυση μεταξύ του πρωτοτύπου και των αντιγράφων του δικογράφου της προσφυγής οφείλεται στην παρέμβαση τρίτης επιχειρήσεως στην οποία η αναιρεσείουσα ανέθεσε την πραγματοποίηση αντιγράφων, καθώς και οι άλλες περιστάσεις που αυτή επικαλείται, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως εξαιρετικές περιστάσεις ή μη φυσιολογικά συμβάντα ξένα προς την αναιρεσείουσα, τα οποία θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την εκ μέρους της επίκληση συγγνωστής πλάνης ή τυχαίου γεγονότος.

51      Επομένως, ο τέταρτος και ο πέμπτος από τους λόγους αναιρέσεως είναι αβάσιμοι.

 Επί του έκτου λόγου, που αντλείται από την παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

 Επιχειρήματα των διαδίκων

52      Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, κρίνοντας την προσφυγή απαράδεκτη καίτοι επτά αντίγραφα του δικογράφου της προσφυγής με την υπογραφή του δικηγόρου είχαν παραληφθεί εντός των προθεσμιών, το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε τις αρχές της αναλογικότητας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Τόσο οι οδηγίες προς τον Γραμματέα (άρθρο 7) όσο και οι πρακτικές οδηγίες (σημείο 57, στοιχείο β΄) επέτρεπαν την τακτοποίηση του δικογράφου της προσφυγής ώστε να υπάρχει σε αυτό πρωτότυπη υπογραφή του δικηγόρου.

53      Το ΓΕΕΑ επισημαίνει ότι το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας δεν επηρεάζεται από την αυστηρή εφαρμογή των δικονομικών προθεσμιών και των άλλων τυπικών προϋποθέσεων. Το απαράδεκτο λόγω εκπρόθεσμης καταθέσεως του δικογράφου της προσφυγής δεν προσβάλλει το ως άνω δικαίωμα, ούτε είναι δυσανάλογο. Στο σημείο 57, στοιχείο β΄, των πρακτικών οδηγιών προς τους διαδίκους δεν είναι δυνατόν ως εκ της φύσεώς του να θεμελιωθεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη σχετικά με την τακτοποίηση δικογράφου προσφυγής που δεν φέρει πρωτότυπη υπογραφή ούτε μπορεί να ορίζεται παρέκκλιση από τη σαφή ρύθμιση του άρθρου 43, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

54      Εφόσον το πρωτότυπο του δικογράφου της προσφυγής δεν κατατέθηκε εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, η προσφυγή της αναιρεσείουσας ήταν απαράδεκτη.

55      Το συμπέρασμα αυτό δεν επηρεάζεται από την επίκληση της αρχής της αναλογικότητας εκ μέρους της αναιρεσείουσας. Πράγματι, όπως ήδη εκτέθηκε στη σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως, η αυστηρή εφαρμογή των δικονομικών κανόνων ανταποκρίνεται στην επιταγή της ασφάλειας δικαίου και στην ανάγκη να αποφεύγεται κάθε δυσμενής διάκριση ή κάθε αυθαίρετη μεταχείριση κατά την απονομή της δικαιοσύνης.

56      Όσον αφορά την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι το δικαίωμα επικλήσεως της εν λόγω αρχής παρέχεται σε κάθε πρόσωπο στο οποίο ένα όργανο της Ένωσης δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες. Επιπλέον, κανείς δεν μπορεί να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής αυτής ελλείψει συγκεκριμένων διαβεβαιώσεων εκ μέρους της διοικήσεως (απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2005, C-506/03, Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 58). Ομοίως, όταν ένας συνετός και ενημερωμένος επιχειρηματίας είναι σε θέση να προβλέψει τη θέσπιση κοινοτικού μέτρου ικανού να βλάψει τα συμφέροντά του, δεν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή αυτή μετά τη λήψη του εν λόγω μέτρου (απόφαση της 11ης Μαρτίου 1987, 265/85, Van de Bergh en Jurgens και Van Dijk Food Products (Lopik) κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 1155, σκέψη 44).

57      Εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι η αναιρεσείουσα δεν προέβαλε, προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, κανένα στοιχείο από το οποίο θα μπορούσε να συναχθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο της έδωσε συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις σχετικά με το νομότυπο του δικογράφου της προσφυγής της.

58      Κατά συνέπεια, ο έκτος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

59      Εξ όλων των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η αναίρεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

60      Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, που εφαρμόζεται στη διαδικασία αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 118 του ίδιου κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

61      Δεδομένου ότι το ΓΕΕΑ ζήτησε να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα η οποία και ηττήθηκε, πρέπει αυτή να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Καταδικάζει την Bell & Ross BV στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top