Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62010CJ0016

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 17ης Φεβρουαρίου 2011.
    The Number Ltd και Conduit Enterprises Ltd κατά Office of Communications και British Telecommunications plc.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division) - Ηνωμένο Βασίλειο.
    Προσέγγιση των νομοθεσιών - Τηλεπικοινωνίες - Δίκτυα και υπηρεσίες - Οδηγία 2002/22/EΚ - Ορισμός επιχειρήσεων για την παροχή καθολικής υπηρεσίας - Επιβολή ειδικών υποχρεώσεων στην ορισθείσα επιχείρηση - Υπηρεσίες πληροφοριών καταλόγου και καταλόγων.
    Υπόθεση C-16/10.

    Συλλογή της Νομολογίας 2011 I-00691

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2011:92

    Υπόθεση C-16/10

    The Number (UK) Ltd και Conduit Enterprises Ltd

    κατά

    Office of Communications και British Telecommunications plc

    [αίτηση του Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division)

    για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Προσέγγιση των νομοθεσιών – Τηλεπικοινωνίες – Δίκτυα και υπηρεσίες – Οδηγία 2002/22/EΚ – Ορισμός επιχειρήσεων για την παροχή καθολικής υπηρεσίας – Επιβολή ειδικών υποχρεώσεων στην ορισθείσα επιχείρηση – Υπηρεσίες πληροφοριών καταλόγου και καταλόγων»

    Περίληψη της αποφάσεως

    Προσέγγιση των νομοθεσιών – Τομέας των τηλεπικοινωνιών – Καθολική υπηρεσία και δικαιώματα των χρηστών – Οδηγία 2002/22

    (Οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2002/20, άρθρο 6 § 2, και 2002/22, άρθρα 3 § 2 και 8 § 1)

    Το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/22/ΕΚ, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία καθολικής υπηρεσίας), επιτρέπει στα κράτη μέλη, οσάκις αποφασίζουν να ορίσουν, κατά την εν λόγω διάταξη, μία ή περισσότερες επιχειρήσεις οι οποίες θα εγγυώνται την παροχή καθολικής υπηρεσίας ή διαφόρων στοιχείων καθολικής υπηρεσίας, όπως ορίζεται στα άρθρα 4 έως 7 και 9, παράγραφος 2, της ως άνω οδηγίας, να επιβάλλουν στις επιχειρήσεις αυτές αποκλειστικώς τις ειδικές υποχρεώσεις οι οποίες προβλέπονται από τις διατάξεις της προαναφερθείσας οδηγίας και συνδέονται με την εκ μέρους των ίδιων των ορισθεισών επιχειρήσεων παροχή στους τελικούς χρήστες της εν λόγω υπηρεσίας ή των εν λόγω στοιχείων αυτής.

    Καίτοι, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας καθολικής υπηρεσίας, απόκειται στα κράτη μέλη να καθορίζουν «την πιο αποτελεσματική και ενδεδειγμένη προσέγγιση για τη διασφάλιση της υλοποίησης της καθολικής υπηρεσίας», εντούτοις, η διακριτική ευχέρεια που απορρέει για τα κράτη μέλη από τη διάταξη αυτή δεν τους επιτρέπει να επιβάλουν σε ορισμένες επιχειρήσεις ειδικές υποχρεώσεις, διαφορετικές από αυτές που εμπίπτουν στις περιπτώσεις που αναφέρει το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2002/20, για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

    (βλ. σκέψεις 38, 40 και διατακτ.)







    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

    της 17ης Φεβρουαρίου 2011 (*)

    «Προσέγγιση των νομοθεσιών – Τηλεπικοινωνίες – Δίκτυα και υπηρεσίες – Οδηγία 2002/22/EΚ – Ορισμός επιχειρήσεων για την παροχή καθολικής υπηρεσίας – Επιβολή ειδικών υποχρεώσεων στην ορισθείσα επιχείρηση – Υπηρεσίες πληροφοριών καταλόγου και καταλόγων»

    Στην υπόθεση C‑16/10,

    με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division) (Ηνωμένο Βασίλειο) με απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2009, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 11 Ιανουαρίου 2010, στο πλαίσιο της δίκης

    The Number (UK) Ltd,

    Conduit Enterprises Ltd

    κατά

    Office of Communications,

    British Telecommunications plc,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους K. Lenaerts (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, D. Šváby, E. Juhász, Γ. Αρέστη και T. von Danwitz, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: J. Mazák

    γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2010,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    –        η The Number (UK) Limited και η Conduit Enterprises Limited, εκπροσωπούμενες από τους D. Rose, QC, και B. Kennelly, barrister,

    –        η British Telecommunications plc, εκπροσωπούμενη από τους R. Thomson, QC, J. O’ Flaherty, barrister και από τον S. Murray, solicitor,

    –        η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την F. Penlington, επικουρούμενη από τον C. Vajda, QC,

    –        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον P. Gentili, avvocato dello Stato,

    –        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους G. Braun και A. Nijenhuis,

    κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1        Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2002/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την αδειοδότηση) (ΕΕ L 108, σ. 21), της οδηγίας 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία-πλαίσιο) (ΕΕ L 108, σ. 33), και της οδηγίας 2002/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία καθολικής υπηρεσίας) (ΕΕ L 108, σ. 21), όπως ίσχυαν κατά την έκδοση της αποφάσεως περί παραπομπής.

    2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφορών μεταξύ, αφενός, της The Number (UK) Ltd (στο εξής: The Number) και της Conduit Enterprises Ltd (στο εξής: Conduit Enterprises), δύο παρεχόντων υπηρεσιών πληροφοριών καταλόγου και καταλόγων στο Ηνωμένο Βασίλειο, αφετέρου, της British Telecommunications plc (στο εξής: BT), σχετικά με τις χρεώσεις που επέβαλε η BT για την παροχή πληροφοριών προερχόμενων από μία βάση δεδομένων που περιέχει τα στοιχεία των συνδρομητών στην υπηρεσία τηλεπικοινωνιών, την οποία οφείλει να διαχειρίζεται η ΒΤ ως φορέας παροχής της καθολικής υπηρεσίας.

     Το νομικό πλαίσιο

     Το δίκαιο της Ένωσης

    3        Η έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας καθολικής υπηρεσίας ορίζει τα εξής:

    «Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξακολουθούν να εξασφαλίζουν ότι οι υπηρεσίες που ορίζονται στο κεφάλαιο ΙΙ διατίθενται, με την οριζόμενη ποιότητα, σε όλους τους τελικούς χρήστες της επικράτειάς τους, ανεξάρτητα από τη γεωγραφική τους θέση, και, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών εθνικών συνθηκών, σε προσιτή τιμή. […]»

    4        Κατά την ενδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας καθολικής υπηρεσίας:

    «Οι πληροφορίες καταλόγου και η υπηρεσία πληροφοριών καταλόγου αποτελούν ουσιαστικό μέσο πρόσβασης στις διαθέσιμες στο κοινό υπηρεσίες τηλεφωνίας και μέρος της υποχρέωσης παροχής καθολικής υπηρεσίας. Οι χρήστες και οι καταναλωτές επιθυμούν πλήρεις καταλόγους και υπηρεσία πληροφοριών καταλόγου που να καλύπτει όλους τους καταχωρισμένους συνδρομητές τηλεφώνου και τους αριθμούς τους (τόσο τους σταθερούς όσο και τους κινητούς) και την παρουσίαση των πληροφοριών αυτών χωρίς διακρίσεις […]».

    5        Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας καθολικής υπηρεσίας:

    «Τα κράτη μέλη καθορίζουν την πιο αποτελεσματική και ενδεδειγμένη προσέγγιση για τη διασφάλιση της υλοποίησης της καθολικής υπηρεσίας, με σεβασμό στις αρχές της αντικειμενικότητας, της διαφάνειας, της αμεροληψίας και της αναλογικότητας. Επιδιώκουν να ελαχιστοποιούν τις στρεβλώσεις στην αγορά, ιδίως όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών με τιμές ή άλλους όρους και προϋποθέσεις που αποκλίνουν από τους συνήθεις εμπορικούς όρους, ενώ παράλληλα διαφυλάσσουν το δημόσιο συμφέρον.»

    6        Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας καθολικής υπηρεσίας ορίζει:

    «Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι κάθε εύλογο αίτημα για σύνδεση, σε σταθερές θέσεις, με το δημόσιο τηλεφωνικό δίκτυο και για πρόσβαση σε διαθέσιμες στο κοινό τηλεφωνικές υπηρεσίες σε σταθερές θέσεις, ικανοποιείται από μια τουλάχιστον επιχείρηση.»

    7        Το άρθρο 5 της οδηγίας καθολικής υπηρεσίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Υπηρεσίες πληροφοριών καταλόγου και κατάλογοι», ορίζει:

    «1.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι:

    α)      διατίθεται στους τελικούς χρήστες ένας τουλάχιστον πλήρης κατάλογος συνδρομητών, σε εγκεκριμένη από την αρμόδια αρχή μορφή, είτε έντυπη είτε ηλεκτρονική είτε σε αμφότερες τις μορφές, ο οποίος ενημερώνεται τακτικά, τουλάχιστον μια φορά ετησίως·

    β)      διατίθεται σε όλους τους τελικούς χρήστες, συμπεριλαμβανομένων των χρηστών κοινοχρήστων τηλεφώνων, τουλάχιστον μία πλήρη τηλεφωνική υπηρεσία πληροφοριών καταλόγου.

    2.      Οι κατάλογοι που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνουν, με την επιφύλαξη του άρθρου 11 της οδηγίας 97/66/ΕΚ, όλους τους συνδρομητές των διαθέσιμων στο κοινό τηλεφωνικών υπηρεσιών.

    3.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις που παρέχουν τις υπηρεσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 εφαρμόζουν την αρχή της αμεροληψίας κατά την επεξεργασία των πληροφοριών που τους διατίθενται από άλλες επιχειρήσεις.»

    8        Το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας καθολικής υπηρεσίας ορίζει τα εξής:

    «Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν μία ή περισσότερες επιχειρήσεις οι οποίες εγγυώνται την παροχή καθολικής υπηρεσίας, όπως ορίζεται στα άρθρα 4, 5, 6 και 7, και, ανάλογα με την περίπτωση, το άρθρο 9 παράγραφος 2, έτσι ώστε να είναι δυνατόν να καλύπτεται το σύνολο της εθνικής επικράτειας. Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν διαφορετικές επιχειρήσεις ή ομάδες επιχειρήσεων για την παροχή των διαφόρων στοιχείων της καθολικής υπηρεσίας και/ή για να καλύπτουν διαφορετικά μέρη της εθνικής επικράτειας.»

    9        Το άρθρο 9 της οδηγίας καθολικής υπηρεσίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προσιτότητα τιμολογίων», ορίζει:

    «1.      Οι εθνικές κανονιστικές αρχές παρακολουθούν την εξέλιξη και το επίπεδο των λιανικών τιμολογίων των υπηρεσιών, οι οποίες, σύμφωνα με τα άρθρα 4, 5, 6 και 7, υπάγονται στις υποχρεώσεις παροχής καθολικής υπηρεσίας και οι οποίες παρέχονται από καθορισμένες επιχειρήσεις, ιδίως σε σχέση με τις εθνικές τιμές καταναλωτή και το εισόδημα.

    2.      Υπό το πρίσμα των εθνικών συνθηκών, τα κράτη μέλη μπορούν να υποχρεώνουν αυτές τις καθορισμένες επιχειρήσεις να παρέχουν τιμολογιακές επιλογές ή δέσμες τιμολογίων για τους καταναλωτές, οι οποίες είναι διαφορετικές από τους συνήθεις εμπορικούς όρους, προκειμένου ιδίως να εξασφαλίζεται ότι τα άτομα με χαμηλό εισόδημα ή με ειδικές κοινωνικές ανάγκες δεν αποκλείονται από την πρόσβαση ή τη χρήση της διαθέσιμης στο κοινό τηλεφωνικής υπηρεσίας.

    […]

    4.      Τα κράτη μέλη δύνανται να υποχρεώνουν τις επιχειρήσεις που υπέχουν τις προβλεπόμενες στα άρθρα 4, 5, 6 και 7 υποχρεώσεις, να εφαρμόζουν κοινά τιμολόγια, συμπεριλαμβανομένης της γεωγραφικής στάθμισης των τιμών, στο σύνολο της επικράτειας, υπό το πρίσμα των εθνικών συνθηκών, ή να τηρούν ανώτατα όρια τιμών.

    […]»

    10      Το άρθρο 11 της οδηγίας καθολικής υπηρεσίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ποιότητα υπηρεσιών των καθορισμένων επιχειρήσεων», ορίζει:

    «1.      Οι εθνικές κανονιστικές αρχές εξασφαλίζουν ότι, όλες οι καθορισμένες επιχειρήσεις που υπέχουν υποχρεώσεις δυνάμει των άρθρων 4, 5, 6 και 7 και του άρθρου 9 παράγραφος 2, δημοσιεύουν επαρκείς και ενημερωμένες πληροφορίες σχετικά με τις επιδόσεις τους στην παροχή καθολικής υπηρεσίας, βάσει των παραμέτρων, των ορισμών και των μεθόδων μέτρησης της ποιότητας της υπηρεσίας που περιλαμβάνονται στο παράρτημα III. Οι δημοσιευόμενες πληροφορίες διαβιβάζονται επίσης στην εθνική κανονιστική αρχή.

    [...]

    4.      Οι εθνικές κανονιστικές αρχές είναι σε θέση να ορίζουν στόχους επιδόσεων για τις επιχειρήσεις που υπέχουν υποχρεώσεις καθολικής υπηρεσίας, δυνάμει, τουλάχιστον, του άρθρου 4. Στην περίπτωση αυτήν, οι εθνικές κανονιστικές αρχές λαμβάνουν υπόψη τις απόψεις των ενδιαφερομένων, όπως προβλέπεται ιδίως στο άρθρο 33.

    5.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εθνικές κανονιστικές αρχές μπορούν να παρακολουθούν την τήρηση αυτών των στόχων επιδόσεων από τις καθορισμένες επιχειρήσεις.

    […]»

    11      Το άρθρο 25, παράγραφος 2, της οδηγίας καθολικής υπηρεσίας ορίζει τα ακόλουθα:

    «Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, όλες οι επιχειρήσεις που χορηγούν αριθμούς τηλεφώνου σε συνδρομητές, ικανοποιούν κάθε εύλογο αίτημα για τη διάθεση, στο πλαίσιο της παροχής διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών πληροφοριών καταλόγου και καταλόγων, των σχετικών πληροφοριών σε συμφωνημένη μορφή και κατά τρόπο δίκαιο, αντικειμενικό, κοστοστρεφή και αμερόληπτο.»

    12      Το άρθρο 8 της οδηγίας-πλαισίου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Στόχοι πολιτικής και κανονιστικές αρχές», ορίζει τα εξής:

    «1.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, κατά την άσκηση των κανονιστικών καθηκόντων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και τις ειδικές οδηγίες, οι εθνικές κανονιστικές αρχές λαμβάνουν κάθε εύλογο μέτρο που στοχεύει στην επίτευξη των στόχων των παραγράφων 2, 3 και 4. Τα εν λόγω μέτρα είναι ανάλογα προς τους στόχους αυτούς.

    Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, κατά την άσκηση των κανονιστικών καθηκόντων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και τις ειδικές οδηγίες, ιδίως εκείνων που αποσκοπούν στην εξασφάλιση πραγματικού ανταγωνισμού, οι εθνικές κανονιστικές αρχές λαμβάνουν ιδιαίτερα υπόψη το επιθυμητό της τεχνολογικής ουδετερότητας των κανονιστικών ρυθμίσεων.

    Οι εθνικές κανονιστικές αρχές μπορούν να συμβάλλουν, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, στην εξασφάλιση της εφαρμογής πολιτικών που αποσκοπούν στην προαγωγή της πολιτιστικής και γλωσσικής πολυμορφίας, καθώς και στον πλουραλισμό των μέσων ενημέρωσης.

    2.      Οι εθνικές κανονιστικές αρχές προάγουν τον ανταγωνισμό στην παροχή δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφών ευκολιών και υπηρεσιών, μεταξύ άλλων:

    α)      εξασφαλίζοντας ότι οι χρήστες […] αποκομίζουν το μέγιστο όφελος όσον αφορά την επιλογή, την τιμή και την ποιότητα·

    […]

    3.      Οι εθνικές κανονιστικές αρχές συμβάλλουν στην ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς μέσω [...].

    4.      Οι εθνικές κανονιστικές αρχές προάγουν τα συμφέροντα των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεταξύ άλλων:

    α)      εξασφαλίζοντας σε όλους του πολίτες πρόσβαση στην καθολική υπηρεσία που προβλέπεται στην [οδηγία για την καθολική υπηρεσία]·

    [...]».

    13      Το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας για την αδειοδότηση ορίζει τα ακόλουθα:

    «Η παροχή δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή η παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών επιτρέπεται, με την επιφύλαξη των ειδικών υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 6, παράγραφος 2, ή των δικαιωμάτων χρήσης που αναφέρονται στο άρθρο 5, μόνον έπειτα από χορήγηση γενικής άδειας. Είναι δυνατόν να απαιτηθεί από την ενδιαφερόμενη επιχείρηση η υποβολή κοινοποίησης, αλλά δεν προϋποτίθεται η έκδοση ρητής απόφασης ή άλλης διοικητικής πράξης από την εθνική κανονιστική αρχή, πριν από την άσκηση των εκ της αδείας δικαιωμάτων. Μετά την κοινοποίηση, εφόσον απαιτείται, μια επιχείρηση δύναται να εκκινήσει δραστηριότητα, ενδεχομένως με την επιφύλαξη των άρθρων 5, 6 και 7 σχετικά με τα δικαιώματα χρήσης.»

    14      Το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας για την αδειοδότηση ορίζει:

    «Οι ειδικές υποχρεώσεις οι οποίες ενδεχομένως επιβάλλονται στους φορείς παροχής δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφοι 1 και 2, και των άρθρων 6 και 8 της οδηγίας 2002/19/ΕΚ (οδηγία για την πρόσβαση) και των άρθρων 16, 17, 18 και 19 της οδηγίας 2002/22/ΕΚ (οδηγία για την καθολική υπηρεσία) ή στους εντεταλμένους να παρέχουν καθολική υπηρεσία βάσει της εν λόγω οδηγίας, είναι νομικά διακριτές από τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις βάσει της γενικής άδειας. Για να επιτυγχάνεται διαφάνεια για τις επιχειρήσεις, τα κριτήρια και οι διαδικασίες για την επιβολή των εν λόγω ειδικών υποχρεώσεων σε επιμέρους επιχειρήσεις, αναφέρονται στη γενική άδεια.»

     Το εθνικό δίκαιο

    15      O όρος 7 για την παροχή καθολικής υπηρεσίας (Universal Service Condition 7, στο εξής: USC 7), που επεβλήθη στην BT στο πλαίσιο του ορισμού της ως φορέα παροχής της καθολικής υπηρεσίας βάσει των διατάξεων του κανονισμού του 2003 για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες [Electronic Communications (Universal Service) Regulations 2003] ορίζει τα εξής:

    «7.1      Η BT διατηρεί βάση δεδομένων που περιέχει πληροφορίες καταλόγου για όλους τους συνδρομητές στους οποίους έχουν χορηγηθεί αριθμοί τηλεφώνου από οποιοδήποτε προμηθευτή [δικτύων ή υπηρεσιών] επικοινωνιών (στο εξής: βάση δεδομένων). Η BT ενημερώνει τακτικά τη βάση δεδομένων.

    7.2      Η BT θα διαθέτει, σύμφωνα με τις παραγράφους 7.3 και 7.4 κατωτέρω και όταν της ζητηθεί:

    α)      σε οποιονδήποτε φορέα παροχής [δικτύων ή υπηρεσιών] επικοινωνιών με την επιφύλαξη της παραγράφου 8.2 του General Condition 8 προκειμένου να του δώσει τη δυνατότητα να εφαρμόσει την παράγραφο αυτή, τους καταλόγους που καταρτίζει η BT που πληρούν τις απαιτήσεις του εν λόγω γενικού όρου·

    β)      σε οποιοδήποτε πρόσωπο που επιθυμεί να παράσχει υπηρεσίες τηλεφωνικών πληροφοριών διαθέσιμες στο κοινό και/ή καταλόγους, το περιεχόμενο της βάσης δεδομένων υπό μορφή μηχανικώς αναγνώσιμη.

    7.3      Η BT προμηθεύει τα αντικείμενα των σημείων α και β του σημείου 7.2, ανωτέρω, κατόπιν εύλογης αιτήσεως του προσώπου που τα ζητεί. Με την επιφύλαξη των ανωτέρω γενικώς, η BT μπορεί να αρνηθεί να παράσχει τα στοιχεία αυτά αν:

    α)      το πρόσωπο που τα ζητεί δεν δεσμευτεί ότι θα επεξεργαστεί τις πληροφορίες που περιέχουν σύμφωνα με δεοντολογικό κώδικα και/ή

    β)      η BT έχει σοβαρούς λόγους να πιστεύει ότι το πρόσωπο που ζητεί τα στοιχεία αυτά δεν θα συμμορφωθεί με τη νομοθεσία περί προστασίας δεδομένων.

    7.4      Η BT προμηθεύει τα στοιχεία των σημείων α και β, της παραγράφου 7.2, ανωτέρω, με όρους δίκαιους, αντικειμενικούς κοστοστρεφείς και αμερόληπτους, υπό τη μορφή που συμφωνείται μεταξύ της BT και του προσώπου που ζητεί τις πληροφορίες. Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία, ο διευθυντής μπορεί να καθορίσει τη μορφή που θα ισχύσει για τις πληροφορίες στο πλαίσιο των καθηκόντων επιλύσεως των διαφορών που του έχουν ανατεθεί.»

     Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    16      Στο Ηνωμένο Βασίλειο, φορέας παροχής της καθολικής υπηρεσίας στον τομέα των τηλεπικοινωνιών είναι η BT, εξαιρουμένης της περιοχής πέριξ της πόλεως Hull.

    17      Το Office of communications (Γραφείο επικοινωνιών, στο εξής: OFCOM) είναι η εθνική κανονιστική αρχή για τις τηλεπικοινωνίες στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το 2003, το ΟFCOM διαδέχθηκε το Γραφείο τηλεπικοινωνιών, Oftel.

    18      Ο USC 7, όρος που τέθηκε από το Oftel, υποχρεώνει την BT να διαθέτει στους λοιπούς παρέχοντες υπηρεσίες πληροφοριών καταλόγου και καταλόγων, οι οποίοι δεν ορίσθηκαν φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας, υπό όρους δίκαιους, αντικειμενικούς, κοστοστρεφείς και αμερόληπτους και υπό τη μορφή που συμφωνείται, την πλήρη βάση δεδομένων της που ονομάζεται OSIS και περιέχει τα στοιχείων των συνδρομητών τηλεφωνικών υπηρεσιών, την οποία καταρτίζει συλλέγοντας στοιχεία από όλους τους φορείς παροχής υπηρεσιών σταθερής τηλεφωνίας.

    19      Επομένως, αντί να επιβάλλει υποχρέωση καθολικής υπηρεσίας με αφετηρία τον χρήστη, ο USC 7 επιβάλλει στην BT υποχρέωση σε επίπεδο χονδρικής αγοράς, γεγονός που στην πράξη σημαίνει ότι στην αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου υπάρχουν πολλοί ανταγωνιστές φορείς παροχής υπηρεσιών πληροφοριών καταλόγου και καταλόγων που δραστηριοποιούνται χρησιμοποιώντας τη βάση δεδομένων OSIS.

    20      Στην απόφασή του της 25ης Νοεμβρίου 2004, C-109/03, KPN Telecom, (Συλλογή 2004, σ. I-11273), το Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι στα έξοδα που χρεώνουν οι παρέχοντες υπηρεσίες σταθερής τηλεφωνίας για τη διάθεση των «σχετικών» με τους συνδρομητές στοιχείων δεν πρέπει να περιλαμβάνονται τα εξωτερικά έξοδα για τη συλλογή, την επεξεργασία και την ανανέωση των στοιχείων αναφορικά με τους συνδρομητές του ίδιου του παρέχοντος. Η The Number και η Conduit Enterprises αμφισβήτησαν τα ποσά που τους χρέωνε η BT για τη χρήση της βάσης δεδομένων OSIS και επικαλέσθηκαν την εν λόγω απόφαση προς στήριξη του ένδικου βοηθήματός τους.

    21      Το OFCOM, το οποίο επελήφθη των διαφορών αυτών το 2005, εξέδωσε τις αποφάσεις του στις 10 Μαρτίου 2008. Στις αποφάσεις αυτές, το OFCOM έκρινε, ειδικότερα, ότι ο USC 7 δεν ήταν συμβατός προς το δίκαιο της Ένωσης διότι δεν μετέφερε ορθώς στο εσωτερικό δίκαιο τις επιταγές του άρθρου 5 της οδηγίας καθολικής υπηρεσίας. Επομένως, κατά το OFCOM, η BT δεν υπεχρεούτο να παράσχει πρόσβαση στη βάση δεδομένων OSIS υπό όρους που έχουν αποτελέσει αντικείμενο ρυθμίσεως, εξαιρουμένων των στοιχείων σχετικά με τους δικούς της συνδρομητές. Συγκεκριμένα, οφείλει να παρέχει τα ως άνω στοιχεία βάσει μίας άλλης –διαφορετικής από αυτήν του USC 7– υποχρεώσεως και μη αμφισβητούμενης στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία εφαρμόζεται σε όλες τις επιχειρήσεις ηλεκτρονικών επικοινωνιών και μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 25 της οδηγίας καθολικής υπηρεσίας.

    22      Με απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2008, το Competition Appeal Tribunal έκανε δεκτή την προσφυγή κατά της αποφάσεως του OFCOM. Έκρινε συναφώς ότι ο USC 7 εφάρμοζε ορθώς τις σχετικές διατάξεις της οδηγίας καθολικής υπηρεσίας.

    23      Υποστηριζόμενη από το OFCOM, η ΒΤ άσκησε έφεση κατά της εν λόγω αποφάσεως του Competition Appeal Tribunal ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Παρότι το αιτούν δικαστήριο κατέληξε προσωρινώς στο συμπέρασμα ότι ο USC 7 ήταν αντίθετος προς την οδηγία καθολικής υπηρεσίας, έκρινε απαραίτητο, προτού αποφανθεί, να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο, καθότι, κατά τη γνώμη του, από «την εξέταση των προβαλλομένων αρχών, των διαφορών μεταξύ των θεωρουμένων ως αυθεντικών εγγράφων και των προβαλλομένων επιχειρημάτων» προκύπτει «ότι το ζήτημα αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως υπεράνω αμφιβολίας»

    24      Υπό αυτές τις περιστάσεις, το Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)      Έχει η εξουσία που παρέχει στα κράτη μέλη το άρθρο 8, παράγραφος 1, της [οδηγίας καθολικής υπηρεσίας] σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της [οδηγίας-πλαισίου], τα άρθρα 3, παράγραφος 2 και 6, παράγραφος 2, της [οδηγίας για την αδειοδότηση] και το άρθρο 3, παράγραφος 2, της [οδηγίας καθολικής υπηρεσίας] και άλλες σχετικές διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, να ορίζουν μια ή περισσότερες επιχειρήσεις οι οποίες εγγυώνται την παροχή καθολικής υπηρεσίας ή διαφόρων στοιχείων καθολικής υπηρεσίας κατά την έννοια των άρθρων 4, έως 7 και 9, παράγραφος 2, της οδηγίας καθολικής υπηρεσίας την έννοια ότι:

    α)      επιτρέπει στο κράτος μέλος, όταν αποφασίζει να ορίσει επιχείρηση σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, να επιβάλει μόνο ειδικές υποχρεώσεις στην επιχείρηση βάσει των οποίων η επιχείρηση υποχρεούται να παρέχει η ίδια στους τελικούς χρήστες την καθολική υπηρεσία ή τα στοιχεία αυτής για τα οποία ορίστηκε ή

    β)      επιτρέπει στο κράτος μέλος, όταν αποφασίζει να ορίσει επιχείρηση βάσει της διατάξεως αυτής, να επιβάλει στην ορισθείσα επιχείρηση τις ειδικές υποχρεώσεις που θεωρεί πλέον αποτελεσματικές, κατάλληλες και ανάλογες προς τον σκοπό της εξασφαλίσεως της παροχής της καθολικής υπηρεσίας ή στοιχείων αυτής στους τελικούς χρήστες, ανεξαρτήτως του αν οι υποχρεώσεις αυτές απαιτούν από την ορισθείσα επιχείρηση να παρέχει η ίδια την καθολική υπηρεσία ή στοιχεία αυτής στους τελικούς χρήστες;

    2)      Επιτρέπουν οι διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό επίσης με το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας καθολικής υπηρεσίας, στα κράτη μέλη, στις περιπτώσεις όπου ορίζεται επιχείρηση βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας καθολικής υπηρεσίας σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο β΄ της ίδιας οδηγίας (πλήρης τηλεφωνική υπηρεσία πληροφοριών καταλόγου) χωρίς να υποχρεούται να παράσχει την υπηρεσία αυτή απευθείας στους τελικούς χρήστες, να επιβάλουν ειδικές υποχρεώσεις στην ορισθείσα υπηρεσία:

    α)      να διατηρεί και να ενημερώνει πλήρη βάση δεδομένων συνδρομητών·

    β)      να θέτει στη διάθεση και υπό μορφή μηχανικώς αναγνώσιμη το περιεχόμενο πλήρους βάσεως δεδομένων στοιχείων συνδρομητών όπως ενημερώνεται επί τακτικής βάσεως, σε οποιοδήποτε πρόσωπο επιθυμεί να παράσχει διαθέσιμες στο κοινό υπηρεσίες πληροφοριών καταλόγου ή καταλόγους (ανεξαρτήτως του αν το πρόσωπο αυτό προτίθεται να παράσχει πλήρη τηλεφωνική υπηρεσία πληροφοριών καταλόγου σε τελικούς χρήστες)• και

    γ)      να παρέχει τη βάση δεδομένων υπό όρους δίκαιους, αντικειμενικούς, κοστοστρεφείς και αμερόληπτους στο πρόσωπο αυτό;»

     Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

     Επί του πρώτου ερωτήματος

    25      Με το πρώτο του ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί κατά πόσον το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας καθολικής υπηρεσίας επιτρέπει στα κράτη μέλη, οσάκις αποφασίζουν να ορίσουν κατά την εν λόγω διάταξη μια ή περισσότερες επιχειρήσεις οι οποίες θα εγγυώνται την παροχή καθολικής υπηρεσίας ή διαφόρων στοιχείων καθολικής υπηρεσίας όπως ορίζεται στα άρθρα 4 έως 7 και 9, παράγραφος 2, της ως άνω οδηγίας, να επιβάλουν στις επιχειρήσεις αυτές μόνον ειδικές υποχρεώσεις ως προς τον τρόπο με τον οποίον θα παρέχουν αυτές στους τελικούς χρήστες την καθολική υπηρεσία, για την οποία ορίσθηκαν ή, αντιθέτως, κατά πόσον τα κράτη αυτά δύνανται να επιβάλουν στις ορισθείσες επιχειρήσεις τις ειδικές εκείνες υποχρεώσεις, τις οποίες θεωρούν πλέον κατάλληλες για τη διασφάλιση της παροχής της εν λόγω υπηρεσίας, ανεξαρτήτως του αν οι επιχειρήσεις αυτές παρέχουν οι ίδιες την υπηρεσία ή όχι.

    26      Προκαταρκτικώς, πρέπει να επισημανθεί ότι το εν λόγω ερώτημα τίθεται στο πλαίσιο κύριας δίκης, η οποία αφορά, ειδικότερα, τη συμβατότητα προς το δίκαιο της Ένωσης μιας υποχρεώσεως εμπίπτουσας στο εθνικό καθεστώς καθολικής υπηρεσίας, η οποία εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, στις υπηρεσίες πληροφοριών καταλόγου και καταλόγων και η οποία επιβάλλεται σε ένα μόνο φορέα παροχής, ήτοι την BT, σε επίπεδο χονδρικής αγοράς. Δυνάμει της προαναφερθείσας υποχρεώσεως, ο εν λόγω φορέας παροχής οφείλει να διατηρεί και να διαθέτει στους λοιπούς παρόχους τέτοιων υπηρεσιών πληροφοριών καταλόγου και καταλόγων, υπό όρους δίκαιους, αντικειμενικούς, κοστοστρεφείς και αμερόληπτους και υπό τη μορφή που συμφωνείται, τη βάση δεδομένων του OSIS, την οποία καταρτίζει συλλέγοντας στοιχεία από όλους τους φορείς παροχής υπηρεσιών σταθερής τηλεφωνίας.

    27      Στο πλαίσιο ακριβώς αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί κατά πόσον οι διατάξεις της οδηγίας για της αδειοδότηση, της οδηγίας- πλαισίου και της οδηγίας καθολικής υπηρεσίας, και ειδικότερα το άρθρο 8, παράγραφος 1, της τελευταίας, επιτρέπουν στα κράτη μέλη να επιβάλουν τέτοια υποχρέωση σε συγκεκριμένο φορέα, σε επίπεδο χονδρικής αγοράς, στο πλαίσιο του ορισμού του φορέα αυτού κατά την εν λόγω διάταξη, προκειμένου να επιτευχθεί εμμέσως, με τη δημιουργία ενός ευνοϊκού επί τούτου ανταγωνιστικού περιβάλλοντος, ο σκοπός της καθολικής υπηρεσίας, ο οποίος μνημονεύεται στην ενδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας καθολικής υπηρεσίας και αναφέρεται στο άρθρο 5 αυτής και συνίσταται στη διάθεση σε όλους τους τελικούς χρήστες πλήρων υπηρεσιών πληροφοριών καταλόγου και καταλόγων.

    28      Για τον καθορισμό της έννοιας και του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας καθολικής υπηρεσίας, η διάταξη αυτή πρέπει, καταρχάς, να ενταχθεί στο οικείο νομοθετικό πλαίσιο (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2006, C-475/03, Banca popolare di Cremona, Συλλογή 2006, σ. I-9373, σκέψη 18 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ακολούθως, πρέπει να ερμηνευθεί λαμβανομένων υπόψη του γράμματός της, καθώς και της όλης οικονομίας της εν λόγω οδηγίας και των σκοπών που επιδιώκει ο νομοθέτης.

    29      Σημειωτέον, συναφώς, ότι, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας για την αδειοδότηση, η παροχή δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή η παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών επιτρέπεται, με την επιφύλαξη των ειδικών υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 6, παράγραφος 2, ή των δικαιωμάτων χρήσης ραδιοσυχνοτήτων και αριθμών που αναφέρονται στο άρθρο 5, μόνον έπειτα από χορήγηση γενικής άδειας. Τα ως άνω δικαιώματα δεν αποτελούν αντικείμενο της κύριας δίκης.

    30      Επομένως, τα κράτη μέλη δεν δύνανται να επιβάλουν ειδικές υποχρεώσεις σε μια ή περισσότερες συγκεκριμένες επιχειρήσεις παρά μόνον εφόσον οι υποχρεώσεις αυτές εμπίπτουν στις περιπτώσεις του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας για την αδειοδότηση. Η εν λόγω διάταξη αναφέρεται, ειδικότερα, στις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις, οι οποίες ορίζονται για την παροχή καθολικής υπηρεσίας βάσει της οδηγίας καθολικής υπηρεσίας. Στις υποχρεώσεις αυτές περιλαμβάνεται η παροχή υπηρεσιών τηλεφωνικών υπηρεσιών και πλήρων καταλόγων, που μνημονεύονται στο άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας. Στο δε άρθρο 8, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας προβλέπεται ο ορισμός των φορέων που αναλαμβάνουν την παροχή της καθολικής υπηρεσίας ή διαφόρων στοιχείων αυτής.

    31      Οι υποχρεώσεις οι οποίες, δυνάμει των διατάξεων της οδηγίας καθολικής υπηρεσίας, μπορούν να επιβάλλονται στις επιχειρήσεις που ορίζονται κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, αυτής πρέπει, ως εξαίρεση από την απαγόρευση επιβολής ειδικών υποχρεώσεων στους φορείς κατά τρόπο εξατομικευμένο, να ερμηνεύονται συσταλτικώς.

    32      Όσον αφορά το γράμμα του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας καθολικής υπηρεσίας, παρότι, στο πρώτο του εδάφιο, προβλέπεται ο ορισμός μιας επιχειρήσεως η οποία «εγγυάται την παροχή» καθολικής υπηρεσίας, στο δεύτερο εδάφιο της ίδιας διατάξεως διευκρινίζεται επίσης ότι «τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν διαφορετικές επιχειρήσεις ή ομάδες επιχειρήσεων για την παροχή των διαφόρων στοιχείων της καθολικής υπηρεσίας». Επομένως, από το γράμμα της διατάξεως αυτής, εξεταζόμενης στο σύνολό της, προκύπτει ότι κράτος μέλος μπορεί να επιβάλει σε μια ορισθείσα επιχείρηση μόνον τις ειδικές υποχρεώσεις που προβλέπονται στις διατάξεις της οδηγίας καθολικής υπηρεσίας αναφορικά με την παροχή στους τελικούς χρήστες από την ίδια την επιχείρηση ενός εκ των ειδικών στοιχείων της καθολικής υπηρεσίας που καθορίζονται στα άρθρα 4 έως 7 και 9, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας.

    33      Σημειωτέον επίσης ότι η παροχή της καθολικής υπηρεσίας στους χρήστες από την ίδια την επιχείρηση δεν αποκλείει τη δυνατότητα της τελευταίας να αναθέτει υπεργολαβικά την παροχή αυτή σε τρίτους, υπό την προυπόθεση ότι εξακολουθεί να είναι υπεύθυνη έναντι των αρμοδίων αρχών του κράτους μέλους σε ό,τι αφορά τον τρόπο με τον οποίο παρέχεται η υπηρεσία.

    34      Εξάλλου, οι εκτιμήσεις σχετικά με την όλη οικονομία της οδηγίας καθολικής υπηρεσίας και τους σκοπούς της επιρρωννύουν την ερμηνεία αυτή. Συγκεκριμένα, οι διατάξεις των άρθρων 9 και 11 της εν λόγω οδηγίας, οι οποίες αφορούν αντιστοίχως τα τιμολόγια που εφαρμόζονται και τον εκ μέρους των εθνικών κανονιστικών αρχών έλεγχο των επιδόσεων των επιχειρήσεων που ορίσθηκαν για την παροχή καθολικής υπηρεσίας, συνεπάγονται ότι η υπηρεσία αυτή παρέχεται απαραιτήτως από τις ίδιες αυτές τις επιχειρήσεις.

    35      Όσον αφορά, καταρχάς, το άρθρο 9 της οδηγίας καθολικής υπηρεσίας, από την έβδομη αιτιολογική σκέψη αυτής προκύπτει ότι ένας εκ των κυρίων σκοπών της οδηγίας έγκειται στην εξασφάλιση της παροχής στους τελικούς χρήστες ενός ελάχιστου επιπέδου υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε προσιτή τιμή. Για τον σκοπό αυτό, το άρθρο 9 της οδηγίας καθολικής υπηρεσίας και, ειδικότερα, οι παράγραφοί 1, 2 και 4 προβλέπουν ένα μηχανισμό για τον εκ μέρους των αρμοδίων εθνικών αρχών έλεγχο και για τη ρύθμιση της δομής και του επιπέδου των τιμολογίων που εφαρμόζει η επιχείρηση η οποία ορίσθηκε για την παροχή των στοιχείων καθολικής υπηρεσίας.

    36      Αντιθέτως, το ως άνω άρθρο 9 δεν προβλέπει ρυθμιστικό μηχανισμό για τις τιμές που εφαρμόζουν άλλες επιχειρήσεις πέραν της ορισθείσας επιχειρήσεως. Επομένως, ακόμα και αν οι τρίτες αυτές επιχειρήσεις μπορούσαν να έχουν πρόσβαση, σε τιμές καθορισμένες από τον εθνικό ρυθμιστικό φορέα, σε μία πλήρη βάση δεδομένων σχετικά με το σύνολο των τηλεφωνικών συνδρομητών, όπως η βάση OSIS της BT, χάρη σε μία ειδική εθνική υποχρέωση όπως ο USC 7, δεν θα όφειλαν να παρέχουν, σε προσιτές τιμές, το αναφερόμενο στο άρθρο 5 της προαναφερθείσας οδηγίας στοιχείο της καθολικής υπηρεσίας, το οποίο συνίσταται στη διάθεση πλήρων υπηρεσιών πληροφοριών καταλόγου και καταλόγων σε όλους τους τελικούς χρήστες. Με βάση τα ανωτέρω, υποχρέωση όπως αυτή που επιβάλλει η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση δεν εγγυάται αυτή καθ’ εαυτήν ότι το κρίσιμο στοιχείο της καθολικής υπηρεσίας διατίθεται σε όλους τους τελικούς χρήστες σε προσιτές τιμές.

    37      Δεύτερον, κατά το άρθρο 11 της οδηγίας καθολικής υπηρεσίας, απόκειται στις εθνικές κανονιστικές αρχές να ελέγχουν την εκ μέρους των ορισθεισών επιχειρήσεων παροχή της καθολικής υπηρεσίας και να επιβάλουν σε αυτές, εφόσον είναι αναγκαίο, την τήρηση ορισμένων ειδικών απαιτήσεων όσον αφορά την ποιότητα της καθολικής υπηρεσίας. Επομένως, η διάταξη αυτή στηρίζεται στην παραδοχή ότι οι ορισθείσες επιχειρήσεις έχουν στη διάθεσή τους επιχειρησιακά δεδομένα ως προς την παροχή της καθολικής υπηρεσίας και είναι σε θέση να ασκούν άμεση επιρροή στον τρόπο με τον οποίο αυτή παρέχεται, γεγονός που προϋποθέτει ότι παρέχουν οι ίδιες την υπηρεσία αυτή.

    38      Ασφαλώς, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας καθολικής υπηρεσίας, απόκειται στα κράτη μέλη να καθορίζουν «την πιο αποτελεσματική και ενδεδειγμένη προσέγγιση για τη διασφάλιση της υλοποίησης της καθολικής υπηρεσίας». Εντούτοις, η διακριτική ευχέρεια που απορρέει για τα κράτη μέλη από τη διάταξη αυτή δεν τους επιτρέπει να επιβάλουν σε ορισμένες επιχειρήσεις ειδικές υποχρεώσεις, διαφορετικές από αυτές που εμπίπτουν στις περιπτώσεις που αναφέρει το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας για την αδειοδότηση. Επομένως, το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας καθολικής υπηρεσίας δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής του επιτρεπόμενου κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, αυτής, ορισμού, έτσι ώστε να δύναται κράτος μέλος να επιβάλει σε μία κατ’ αυτόν τον τρόπο ορισθείσα επιχείρηση άλλες υποχρεώσεις από αυτές που προβλέπουν οι διατάξεις της προαναφερθείσας οδηγίας.

    39      Τέλος, σε ό,τι αφορά την επιρροή που ενδεχομένως ασκεί στο πλαίσιο αυτό το άρθρο 25, παράγραφος 2, της οδηγίας καθολικής υπηρεσίας, αρκεί η διαπίστωση ότι η εν λόγω διάταξη υποχρεώνει απλώς τα κράτη μέλη να εξασφαλίζουν ότι «όλες οι επιχειρήσεις που χορηγούν αριθμούς τηλεφώνου σε συνδρομητές» ικανοποιούν κάθε εύλογο αίτημα για τη διάθεση των στοιχείων σχετικά με τους δικούς τους συνδρομητές για τον σκοπό της παροχής υπηρεσιών πληροφοριών καταλόγου και καταλόγων. Επομένως, η εν λόγω διάταξη, η οποία αφορά μια υποχρέωση που εφαρμόζεται κατά κανόνα στο σύνολο των φορέων, ουδόλως επηρεάζει το πεδίο εφαρμογής των ειδικών υποχρεώσεων που κράτος μέλος δύναται να επιβάλλει σε μία η περισσότερες συγκεκριμένες επιχειρήσεις, τις οποίες ορίζει για τον σκοπό της παροχής καθολικής υπηρεσίας, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας καθολικής υπηρεσίας.

    40      Κατόπιν όλων των προεκτεθεισών σκέψεων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας καθολικής υπηρεσίας επιτρέπει στα κράτη μέλη, οσάκις αποφασίζουν να ορίσουν κατά την εν λόγω διάταξη μια ή περισσότερες επιχειρήσεις οι οποίες θα εγγυώνται την παροχή καθολικής υπηρεσίας ή διαφόρων στοιχείων καθολικής υπηρεσίας όπως ορίζεται στα άρθρα 4 έως 7 και 9, παράγραφος 2, της ως άνω οδηγίας, να επιβάλλουν στις επιχειρήσεις αυτές αποκλειστικώς τις ειδικές υποχρεώσεις οι οποίες προβλέπονται από τις διατάξεις της προαναφερθείσας οδηγίας και συνδέονται με την εκ μέρους των ίδιων των ορισθεισών επιχειρήσεων παροχή στους τελικούς χρήστες της εν λόγω υπηρεσίας ή των εν λόγω στοιχείων αυτής.

     Επί του δευτέρου ερωτήματος

    41      Κατόπιν της απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα. Συγκεκριμένα, το ερώτημα αυτό στηρίζεται στην παραδοχή ότι κράτος μέλος νομίμως επιβάλει ειδική υποχρέωση σε επιχείρηση ορισθείσα κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας καθολικής υπηρεσίας, χωρίς να υποχρεούται αυτή να παράσχει την εν λόγω υπηρεσία απευθείας στους τελικούς χρήστες και αφορά, ουσιαστικώς, το κατά πόσον μια τέτοια υποχρέωση μπορεί να περιλαμβάνει απαιτήσεις σχετικές με τη διατήρηση βάσεως δεδομένων και τη διάθεσή της σε άλλους φορείς σε επίπεδο χονδρικής αγοράς. Από την απάντηση, όμως, στο πρώτο ερώτημα προκύπτει ότι δεν είναι δυνατόν να επιβληθεί τέτοια υποχρέωση δυνάμει της προαναφερθείσας διατάξεως.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    42      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

    Το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία καθολικής υπηρεσίας), επιτρέπει στα κράτη μέλη, οσάκις αποφασίζουν να ορίσουν, κατά την εν λόγω διάταξη, μια ή περισσότερες επιχειρήσεις οι οποίες θα εγγυώνται την παροχή καθολικής υπηρεσίας ή διαφόρων στοιχείων καθολικής υπηρεσίας, όπως ορίζεται στα άρθρα 4 έως 7 και 9, παράγραφος 2, της ως άνω οδηγίας, να επιβάλλουν στις επιχειρήσεις αυτές αποκλειστικώς τις ειδικές υποχρεώσεις οι οποίες προβλέπονται από τις διατάξεις της προαναφερθείσας οδηγίας και συνδέονται με την εκ μέρους των ίδιων των ορισθεισών επιχειρήσεων παροχή στους τελικούς χρήστες της εν λόγω υπηρεσίας ή των εν λόγω στοιχείων αυτής.

    (υπογραφές)


    * Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top