EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62009FJ0105

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (τρίτο τμήμα) της 13ης Απριλίου 2011.
Séverine Scheefer κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Υπαλληλική υπόθεση — Έκτακτη υπάλληλος — Ανανέωση συμβάσεως ορισμένου χρόνου — Αναπροσδιορισμός του χαρακτήρα της συμβάσεως από ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου — Άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ.
Υπόθεση F-105/09.

Court reports – Reports of Staff Cases

ECLI identifier: ECLI:EU:F:2011:41

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (τρίτο τμήμα)

της 13ης Απριλίου 2011 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Έκτακτος υπάλληλος – Ανανέωση συμβάσεως ορισμένου χρόνου – Μετατροπή της συμβάσεως ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου – Άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ»

Στην υπόθεση F-105/09,

με αντικείμενο προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο εφαρμόζεται επί της Συνθήκης ΕΚΑΧ δυνάμει του άρθρου 106α αυτής,

Séverine Scheefer, έκτακτη υπάλληλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κάτοικος Λουξεμβούργου (Λουξεμβούργο), εκπροσωπούμενη από τους R. Adam και P. Ketter, δικηγόρους,

προσφεύγουσα-ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπουμένου αρχικώς από τις R. Ignătescu και L. Chrétien, στη συνέχεια, από τις R. Ignătescu και S. Alves,

καθού-εναγομένου,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. Mahoney, πρόεδρο, H. Kreppel και S. Van Raepenbusch (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: J. Tomac, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 17ης Νοεμβρίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (στο εξής: Δικαστήριο ΔΔ) στις 23 Δεκεμβρίου 2009, η S. Scheefer ζητεί, κατ’ ουσίαν, να ακυρωθεί η απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 12ης Φεβρουαρίου 2009, που επιβεβαιώνει ότι η σύμβαση έκτακτης υπαλλήλου της προσφεύγουσας θα έληγε στις 31 Μαρτίου 2009, και η απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2009 περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεώς της, καθώς και να αποκατασταθεί η ζημία που υπέστη λόγω της συμπεριφοράς του Κοινοβουλίου.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης

2        Το άρθρο 2 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται στο Λοιπό Προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΛΠ) ορίζει τα εξής:

«Θεωρείται “έκτακτος υπάλληλος” κατά την έννοια του παρόντος καθεστώτος:

α) ο υπάλληλος ο οποίος προσλαμβάνεται για να καταλάβει θέση που περιλαμβάνεται στον πίνακα θέσεων, ο οποίος προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού που αναφέρεται σε κάθε όργανο και στον οποίο οι αρμόδιες για τον προϋπολογισμό αρχές έχουν προσδώσει προσωρινό χαρακτήρα·

[...]».

3        Το άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ προβλέπει τα εξής:

«Η πρόσληψη εκτάκτου υπαλλήλου για τον οποίο ισχύει το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, μπορεί να γίνεται για ορισμένο ή αόριστο χρόνο. Η σύμβαση του εν λόγω υπαλλήλου που προσλαμβάνεται για ορισμένο χρόνο μπορεί να ανανεωθεί μία μόνο φορά για ορισμένο χρόνο. Κάθε μεταγενέστερη ανανέωση γίνεται για αόριστο χρόνο.»

4        Το άρθρο 7, παράγραφοι 2 έως 4, του εσωτερικού κανονισμού σχετικά με την πρόσληψη των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού που εξέδωσε το Προεδρείο του Κοινοβουλίου στις 3 Μαΐου 2004 (στο εξής: εσωτερικός κανονισμός) προβλέπει τα εξής:

«2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων που εφαρμόζονται στους μόνιμους υπαλλήλους, οι έκτακτοι υπάλληλοι προσλαμβάνονται, κατά σειρά κατάταξης, μεταξύ των επιτυχόντων υποψηφίων διαγωνισμού ή διαδικασίας προσλήψεως που προβλέπεται στο άρθρο 29, παράγραφος 2, του Κανονισμού περί της Υπηρεσιακής Καταστάσεως των Υπαλλήλων [της Ευρωπαϊκής Ένωσης].

3. Αν δεν υπάρχουν διαθέσιμοι επιτυχόντες, οι έκτακτοι υπάλληλοι προσλαμβάνονται:

–        όσον αφορά τους έκτακτους υπαλλήλους που αναφέρονται στο άρθρο 2, [στοιχείο] αʹ, του ΚΛΠ, κατόπιν επιλογής από επιτροπή ad hoc που περιλαμβάνει ένα μέλος οριζόμενο από την επιτροπή προσωπικού·

–        όσον αφορά τους έκτακτους υπαλλήλους που αναφέρονται στο άρθρο 2, [στοιχείο] βʹ, του ΚΛΠ, κατόπιν γνωμοδοτήσεως της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως.

4. Κατ’ απόκλιση από τις προηγούμενες διατάξεις, οι έκτακτοι υπάλληλοι που αναφέρονται στο άρθρο 2, [στοιχείο] αʹ, του ΚΛΠ μπορούν να προσλαμβάνονται με τη διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο 3, δεύτερη περίπτωση, του παρόντος άρθρου, εφόσον οι εν λόγω προσλήψεις αποσκοπούν αποκλειστικώς στην προσωρινή πλήρωση θέσεων, εν αναμονή της πληρώσεώς τους κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, παράγραφος 3, πρώτη περίπτωση.»

 Η συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου

5        Η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο) και περιέχεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ L 175, σ. 43), ορίζει ότι:

«1. Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, συλλογικές συμβάσεις ή πρακτική, ή/και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα, για την πρόληψη των καταχρήσεων λαμβάνουν κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:

α)      αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας·

β)       τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου·

γ)      τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας.

2. Τα κράτη μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, υπό ποιες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου:

α)      θεωρούνται “διαδοχικές”·

β)      χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου.»

 Το ιστορικό της διαφοράς

6        Με σύμβαση που υπεγράφη, αντιστοίχως, στις 29 Μαρτίου και 4 Απριλίου 2006, το Κοινοβούλιο προσέλαβε την προσφεύγουσα-ενάγουσα ως έκτακτη υπάλληλο δυνάμει του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, του ΚΛΠ για την περίοδο από 1ης Απριλίου 2006 έως 31ης Μαρτίου 2007 (στο εξής: αρχική σύμβαση) και την τοποθέτησε ως ιατρό στη ιατρική υπηρεσία του Λουξεμβούργου (Λουξεμβούργο).

7        Με συμπληρωματική συμφωνία που υπεγράφη από το Κοινοβούλιο στις 23 Φεβρουαρίου 2007 και από την προσφεύγουσα-ενάγουσα στις 26 Φεβρουαρίου 2007 (στο εξής: συμπληρωματική συμφωνία της 26ης Φεβρουαρίου 2007), η αρχική σύμβαση παρατάθηκε μέχρι τις 31 Μαρτίου 2008.

8        Στις 18 Οκτωβρίου 2007 το Κοινοβούλιο δημοσίευσε την υπ’ αριθ. PE/95/S ανακοίνωση για την οργάνωση διαδικασίας επιλογής βάσει προσόντων και εξετάσεων για την πρόσληψη ιατρού ως εκτάκτου υπαλλήλου διοικήσεως (JO C 244 A, σ. 5). Η προσφεύγουσα-ενάγουσα υπέβαλε υποψηφιότητα, αλλά η υποψηφιότητά της απορρίφθηκε λόγω ελλείψεως της απαιτούμενης πείρας.

9        Με συμπληρωματική συμφωνία της 26ης Μαρτίου 2008 που αντικατέστησε εκείνη της 26ης Φεβρουαρίου 2007 (στο εξής: συμπληρωματική συμφωνία της 26ης Μαρτίου 2008), η αρχική σύμβαση παρατάθηκε μέχρι τις 31 Μαρτίου 2009.

10      Με επιστολή της 22ας Ιανουαρίου 2009, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ρώτησε τον Γενικό Γραμματέα του Κοινοβουλίου σχετικά με τη δυνατότητα να συνεχισθεί η συνεργασία της με την ιατρική υπηρεσία του οργάνου υπό το καθεστώς συμβάσεως αορίστου χρόνου.

11      Στις 12 Φεβρουαρίου 2009 ο Γενικός Γραμματέας του Κοινοβουλίου απάντησε στην προσφεύγουσα-ενάγουσα ότι, κατόπιν λεπτομερούς εξετάσεως της καταστάσεώς της, δεν μπόρεσε να βρεθεί καμία αποδεκτή νομική λύση ώστε να καταστεί δυνατή η συνέχιση της απασχολήσεώς της στην ιατρική υπηρεσία και επιβεβαίωσε ότι η σύμβαση της ενδιαφερομένης θα έληγε κατά την προβλεπόμενη ημερομηνία, δηλαδή στις 31 Μαρτίου 2009.

12      Στις 2 Απριλίου 2009 η προσφεύγουσα-ενάγουσα υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά το άρθρο 90, παράγραφος 2, του Κανονισμού περί της Υπηρεσιακής Καταστάσεως των Υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: KΥΚ), ζητώντας να της αναγνωρίσει το Κοινοβούλιο δικαίωμα για σύναψη συμβάσεως αορίστου χρόνου κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ και να συνεχισθεί η σύμβασή της ως εκτάκτου υπαλλήλου και μετά την 31η Μαρτίου 2009.

13      Στις 12 Οκτωβρίου 2009 η αρμόδια για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως αρχή απέρριψε την ένσταση της προσφεύγουσας-ενάγουσας ως απαράδεκτη και, επικουρικώς, ως αβάσιμη.

 Αιτήματα των διαδίκων και διαδικασία

14      Η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        [...] να ακυρώσει την απόφαση του Κοινοβουλίου της 12ης Φεβρουαρίου 2009 [...]·

–        [...] να ακυρώσει την απόφαση του Κοινοβουλίου της 12ης Οκτωβρίου 2009 [...]·

–        [...] να ακυρώσει τον νομικό χαρακτηρισμό της αρχικής συμβάσεως [...] καθώς και την ημερομηνία λήξεως που καθορίστηκε στις 31 Μαρτίου 2009·

–        κατόπιν αυτού να μετατρέψει τη σύμβαση προσλήψεως της προσφεύγουσας-ενάγουσας σε σύμβαση αορίστου χρόνου·

–        να αποκαταστήσει τη ζημία που υπέστη η προσφεύγουσα-ενάγουσα λόγω της συμπεριφοράς του Κοινοβουλίου·

–        επικουρικώς και για την απίθανη περίπτωση που το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει ότι παρά τη διαμόρφωση προσλήψεως αορίστου χρόνου, η σχέση εργασίας έπαυσε [...], να επιδικάσει αποζημίωση για καταχρηστική λύση της συμβατικής σχέσεως·

–        έτι επικουρικότερον και στην απίθανη περίπτωση που το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει ότι δεν ήταν δυνατή η μετατροπή [...], να επιδικάσει αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη η προσφεύγουσα-ενάγουσα λόγω της υπαίτιας συμπεριφοράς του Κοινοβουλίου·

–        να επιφυλάξει υπέρ της [...] προσφεύγουσας-ενάγουσας όλα τα άλλα δικαιώματα και μέσα παροχής εννόμου προστασίας και, ιδίως, να επιδικάσει εις βάρος του Κοινοβουλίου αποζημίωση για την προξενηθείσα ζημία·

–        να καταδικάσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

15      Με αυτοτελές δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 18 Φεβρουαρίου 2010, το Κοινοβούλιο προέβαλε ένσταση απαραδέκτου κατά της προσφυγής, βάσει του άρθρου 78, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας.

16      Με την ένσταση απαραδέκτου, το Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να κηρύξει την προσφυγή προδήλως απαράδεκτη ως προς όλα της τα αιτήματα·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα-ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

17      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 17 Μαρτίου 2010, η προσφεύγουσα-ενάγουσα υπέβαλε τις γραπτές παρατηρήσεις της επί της προβληθείσας ενστάσεως απαραδέκτου.

18      Το Δικαστήριο ΔΔ (τρίτο τμήμα), με διάταξη της 8ης Ιουλίου 2010, αποφάσισε να συνεκδικάσει την ένσταση απαραδέκτου με την ουσία της υποθέσεως.

19      Με το υπόμνημα αντικρούσεως, που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 10 Σεπτεμβρίου 2010, το Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να κρίνει αβάσιμη την προσφυγή ακυρώσεως·

–        να απορρίψει ως απαράδεκτο το αίτημα της μετατροπής της συμβάσεως προσλήψεως της προσφεύγουσας-ενάγουσας σε σύμβαση αορίστου χρόνου·

–        να απορρίψει ως απαράδεκτο το αίτημα αποζημιώσεως προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη η προσφεύγουσα-ενάγουσα λόγω της υπαίτιας συμπεριφοράς του Κοινοβουλίου·

–        να απορρίψει ως αβάσιμο το αίτημα αποζημιώσεως για καταχρηστική λύση της συμβάσεως·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα-ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του δευτέρου αιτήματος περί ακυρώσεως της αποφάσεως της 12ης Οκτωβρίου 2009

20      Με το δεύτερο αίτημά της, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως του Κοινοβουλίου της 12ης Οκτωβρίου 2009 περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεώς της.

21      Πρέπει, εντούτοις, να υπομνησθεί ότι τα αιτήματα ακυρώσεως που στρέφονται ρητώς κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως, εφόσον ως τέτοια δεν έχουν αυτοτελές περιεχόμενο, έχουν ως αποτέλεσμα να επιλαμβάνεται το Δικαστήριο της πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική ένσταση (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου 1989, 293/87, Vainker κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 8· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Απριλίου 2006, T-309/03, Camós Grau κατά Επιτροπής, σκέψη 43· απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 11ης Δεκεμβρίου 2008, F-136/06, Reali κατά Επιτροπής, σκέψη 37) και, στην πραγματικότητα, ταυτίζονται με το αίτημα ακυρώσεως της πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η ένσταση.

22      Πρέπει συνεπώς, έστω και αν δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι κάθε προσφεύγων έχει συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής του ενστάσεως συγχρόνως με την ακύρωση της βλαπτικής για τα συμφέροντά του πράξεως, να γίνει δεκτό ότι η προσφυγή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, στρέφεται κατά της αποφάσεως που, κατά την προσφεύγουσα-ενάγουσα, περιέχεται στην επιστολή του Γενικού Γραμματέα του Κοινοβουλίου της 12ης Φεβρουαρίου 2009 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

 Επί του τρίτου και τετάρτου αιτήματος περί μετατροπής της συμβάσεως της προσφεύγουσας-ενάγουσας

23      Με το τρίτο και τέταρτο αίτημά της, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί την ακύρωση του νομικού χαρακτηρισμού της αρχικής της συμβάσεως και τη μετατροπή της σε σύμβαση αορίστου χρόνου.

24      Πρέπει πάντως να υπομνησθεί ότι, μολονότι ο νομικός χαρακτηρισμός μιας πράξεως εμπίπτει αποκλειστικώς στην εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ και δεν εξαρτάται από τη βούληση των διαδίκων, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να ακυρώσει μόνον τις βλαπτικές πράξεις και όχι, αυτόν καθαυτόν, τον εσφαλμένο χαρακτηρισμό των εν λόγω πράξεων από τον συντάκτη τους. Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο ένδικης προσφυγής ασκηθείσας δυνάμει του άρθρου 91 του ΚΥΚ, ο δικαστής της Ένωσης δεν δύναται, χωρίς να σφετεριστεί τα προνόμια των διοικητικών αρχών, να προβεί σε δηλώσεις ή βασικές διαπιστώσεις ή να απευθύνει διαταγές στα κοινοτικά όργανα (απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 1989, 108/88, Jaenicke Cendoya κατά Επιτροπής, σκέψεις 8 και 9· διάταξη του Δικαστηρίου ΔΔ της 16ης Μαΐου 2006, F-55/05, Voigt κατά Επιτροπής, σκέψη 25· απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 30ής Απριλίου 2009, F-65/07, Aayhan κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 52).

25      Πρέπει, συνεπώς, το τρίτο και το τέταρτο αίτημα να απορριφθούν ως απαράδεκτα, καθόσον με αυτά ζητείται να προβεί το Δικαστήριο ΔΔ, με το διατακτικό της παρούσας αποφάσεως, σε μετατροπή της συμβάσεως της προσφεύγουσας-ενάγουσας.

 Επί του πρώτου και του τρίτου αιτήματος περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και περί ακυρώσεως του καθορισμού της 31ης Μαρτίου 2009 ως ημερομηνίας λήξεως της συμβάσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

–       Επί του παραδεκτού των αιτημάτων

26      Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα, με την επιστολή της της 22ας Ιανουαρίου 2009, δεν ζήτησε νέα ανανέωση της αρχικής της συμβάσεως, αλλά ζήτησε από τη Διοίκηση να αναγνωρίσει ότι η συμπληρωματική συμφωνία της 26ης Μαρτίου 2008 είχε επιφέρει μετατροπή της εν λόγω συμβάσεως σε σύμβαση αορίστου χρόνου, γεγονός από το οποίο συνήγαγε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, απορρίπτοντας το αίτημα αυτό, αποτελεί βλαπτική πράξη.

27      Το Κοινοβούλιο υπογραμμίζει, εντούτοις, ότι μια σύμβαση παράγει τα έννομα αποτελέσματά της από την υπογραφή της και συνεπώς θεωρεί ότι, υποθετικώς, βλαπτική πράξη αποτελεί η συμπληρωματική συμφωνία της 26ης Μαρτίου 2008 που παρέτεινε την αρχική σύμβαση μέχρι την 31η Μαρτίου 2009. Επομένως, η προσφεύγουσα-ενάγουσα έπρεπε να είχε υποβάλει ένσταση κατά της εν λόγω συμπληρωματικής συμφωνίας εντός τριών μηνών από της υπογραφής της. Υποβάλλοντας, στις 22 Ιανουαρίου 2009, αίτημα να αναγνωριστεί η ύπαρξη υπαλληλικής σχέσεως αορίστου χρόνου, η προσφεύγουσα-ενάγουσα προσπάθησε να καταστρατηγήσει τις προβλεπόμενες από τον ΚΥΚ προθεσμίες και να αντιπαρέλθει το ζήτημα της μη εμπρόθεσμης εκ μέρους της υποβολής διοικητικής ενστάσεως.

28      Το Κοινοβούλιο προσθέτει ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ο Γενικός Γραμματέας περιορίστηκε μόνον να «επιβεβαιώσει ότι [η] σύμβαση [της προσφεύγουσας] θα έληγε κατά την προβλεπόμενη ημερομηνία, δηλαδή στις 31 Μαρτίου 2009». Επρόκειτο για πράξη αμιγώς επιβεβαιωτική, μη δεκτική προσφυγής κατά πάγια νομολογία.

29      Από το γεγονός αυτό, το Κοινοβούλιο συνάγει ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν μπορεί παραδεκτώς να ζητήσει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

30      Η προσφεύγουσα-ενάγουσα απαντά, κατά κύριο λόγο, ότι η ένσταση απαραδέκτου, που υποβλήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 2010, υποβλήθηκε εκπροθέσμως, σύμφωνα με το άρθρο 78, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας που προβλέπει ότι «[η] αίτηση για να αποφανθεί επί του απαραδέκτου πρέπει να υποβληθεί εντός μηνός από την κοινοποίηση του δικογράφου της προσφυγής», που έλαβε χώρα στις 8 Ιανουαρίου 2010.

31      Επικουρικώς, η προσφεύγουσα-ενάγουσα αμφισβητεί την ουσία της υποβληθείσας ενστάσεως απαραδέκτου, ισχυριζόμενη ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ο Γενικός Γραμματέας δεν αποφάνθηκε επί αιτήματος παρατάσεως συμβάσεως, αλλά επί του κατά πόσον η δεύτερη ανανέωση της αρχικής συμβάσεως την είχε μετατρέψει σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Αφού ανέλυσε την κατάσταση, το Κοινοβούλιο κατέληξε ότι «καμία αποδεκτή νομική λύση» δεν της επέτρεπε να συνεχίσει την άσκηση των καθηκόντων της, με αποτέλεσμα την αναγκαστική λήξη της αρχικής συμβάσεως κατά την ημερομηνία που όριζε η συμπληρωματική συμφωνία της 26ης Μαρτίου 2008, δηλαδή στις 31 Μαρτίου 2009.

32      Κατά την άποψη της προσφεύγουσας-ενάγουσας, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί συνεπώς να θεωρηθεί ως απλή ενημέρωση ή αμιγώς επιβεβαιωτική πράξη. Αποτελεί απόφαση που τέμνει συγκεκριμένο νομικό ζήτημα και θίγει άμεσα τα συμφέροντά της. Ο ισχυρισμός του Κοινοβουλίου ότι δεν κατέστη δυνατόν να βρεθεί καμία λύση αποτελεί ομολογία ότι αναζητήθηκε πράγματι τέτοια λύση μετά τη σύναψη της συμπληρωματικής συμφωνίας της 26ης Μαρτίου 2008.

33      Η προσφεύγουσα-ενάγουσα επισημαίνει ότι, κατά την άποψη του Κοινοβουλίου, έπρεπε να ζητήσει η ίδια τρίτη ανανέωση της συμβάσεώς της, ενώ από το άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ προκύπτει ότι η σύμβασή της δεν θα έπρεπε καν να είχε παραταθεί για δεύτερη φορά και ότι κατόπιν της δεύτερης αυτής ανανεώσεως, μετατράπηκε στην πραγματικότητα αυτεπαγγέλτως σε σύμβαση αορίστου χρόνου.

34      Επικουρικώς, η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποστηρίζει ότι η συμπληρωματική συμφωνία της 26ης Μαρτίου 2008 δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «βλαπτική πράξη», καθόσον από το γράμμα του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ προκύπτει ότι η υπογραφή της ισοδυναμούσε με σύναψη συμβάσεως αορίστου χρόνου.

35      Επικουρικώς πάντοτε, η προσφεύγουσα-ενάγουσα επισημαίνει ότι αφού το ίδιο το Κοινοβούλιο χαρακτήρισε την από 2 Απριλίου 2009 επιστολή της ως «διοικητική ένσταση», κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, συνέχισε τη διαδικασία ασκώντας την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή.

–       Επί της ουσίας

36      Η προσφεύγουσα-ενάγουσα προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως, ο πρώτος από τους οποίους αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ, από νομική πλάνη και από πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, ο δεύτερος από παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και ο τρίτος από κατάχρηση εξουσίας και παράβαση του καθήκοντος μέριμνας, παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της αρχής της ισότητας, της αρχής της καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων καθώς και από κατάχρηση δικαιώματος.

37      Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ, όσον αφορά τη δεύτερη τροποποίηση της αρχικής της συμβάσεως, η συμπληρωματική συμφωνία της 26ης Μαρτίου 2008 επέφερε μετατροπή της εν λόγω συμβάσεως ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, αποκλείοντας τη μετατροπή αυτή, εκδόθηκε κατά παράβαση της εν λόγω διατάξεως.

38      Η προσφεύγουσα-ενάγουσα επισημαίνει, βεβαίως, ότι η συμπληρωματική συμφωνία της 26ης Μαρτίου 2008 «ακυρώνει και αντικαθιστά» εκείνη της 23ης Φεβρουαρίου 2007. Θεωρεί, εντούτοις, ότι από την αντικατάσταση αυτή δεν συνάγεται το συμπέρασμα ότι υπήρξε ως εκ τούτου, κατά το άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ, μία μόνον ανανέωση της συμβάσεως ορισμένου χρόνου, όπως υποστηρίζει το Κοινοβούλιο. Ακόμη και αν ληφθεί υπόψη η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως του Κοινοβουλίου την οποία αυτό επικαλείται, ο συγκεκριμένος τρόπος δράσεως αποτελεί τέχνασμα που δεν πρέπει να καθιστά δυνατή την καταστρατήγηση της προαναφερθείσας διατάξεως.

39      Το Κοινοβούλιο αντιτάσσει ότι οι ιατροί που απασχολεί είναι έκτακτοι υπάλληλοι κατά το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, του ΚΛΠ και ότι πρέπει, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, του εσωτερικού κανονισμού, να προσλαμβάνονται μεταξύ των επιτυχόντων υποψηφίων διαγωνισμού ή διαδικασίας προσλήψεως προβλεπόμενης από το άρθρο 29, παράγραφος 2, του ΚΥΚ. Ελλείψει εφεδρικού πίνακα για μελλοντικές προσλήψεις ιατρών και δεδομένου ότι δεν είχε υποβληθεί καμία υποψηφιότητα κατόπιν των ανακοινώσεων κενής θέσεως που είχε δημοσιεύσει προς κάλυψη της θέσεως του προκατόχου της προσφεύγουσας-ενάγουσας, υποχρεώθηκε να την προσλάβει για ορισμένο χρόνο και προσωρινώς, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού, έως ότου είναι σε θέση να προσλάβει ιατρό σύμφωνα με τη διαδικασία επιλογής του προαναφερθέντος άρθρου 7, παράγραφος 2. Αυτό ήταν το αντικείμενο της αρχικής συμβάσεως της προσφεύγουσας-ενάγουσας.

40      Η αρχική σύμβαση παρατάθηκε άπαξ, με τη συμπληρωματική συμφωνία της 26ης Φεβρουαρίου 2007, μέχρι τις 31 Μαρτίου 2008. Εντούτοις, μη διαθέτοντας ακόμη εφεδρικό πίνακα για μελλοντικές προσλήψεις ώστε να καλύψει την κενή θέση ιατρού, το Κοινοβούλιο βρέθηκε αναγκασμένο να παρατείνει εκ νέου την αρχική σύμβαση.

41      Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει, συναφώς, ότι, μολονότι απαγορεύεται κατ’ αρχήν η σύναψη περισσότερων διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, θα έπρεπε τουλάχιστο να υπάρξει επιφύλαξη για την περίπτωση που αυτή η διαδοχική σύναψη συμβάσεων ορισμένου χρόνου δικαιολογείται από θεμιτούς λόγους. Αυτό συνέβη στην προκειμένη περίπτωση, διότι οι αποφάσεις για την παράταση της αρχικής συμβάσεως ελήφθησαν προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέχεια της παροχής ιατρικών υπηρεσιών, ενώ το Κοινοβούλιο δεν θα μπορούσε να προσφέρει στην προσφεύγουσα-ενάγουσα σύμβαση αορίστου χρόνου χωρίς παράβαση του εσωτερικού του κανονισμού.

42      Εξάλλου, το άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ δεν απαγορεύει τη σύναψη συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου περιέχουσας αόριστο όρο, όπως είναι, στην προκειμένη περίπτωση, η αναμονή διορισμού ιατρού. Υπό την έννοια αυτή, οι καταληκτικές ημερομηνίες που ορίζονται στις δύο συμπληρωματικές συμφωνίες της αρχικής συμβάσεως θα έπρεπε να ερμηνευθούν ως απλώς κατά πρόβλεψη οριζόμενες ημερομηνίες.

43      Τέλος, το Κοινοβούλιο υπογραμμίζει ότι η συμπληρωματική συμφωνία της 26ης Μαρτίου 2008 περί παρατάσεως της αρχικής συμβάσεως μέχρι τις 31 Μαρτίου 2009 ήταν επωφελής για την προσφεύγουσα-ενάγουσα, καθόσον θα μπορούσε να μην παρατείνει την εν λόγω σύμβαση και να προσλάβει άλλο ιατρό ή να την παρατείνει μόνο για τη διάρκεια των λίγων μηνών που θα ήταν απαραίτητοι για την πρόσληψη ιατρού σύμφωνα με τη διαδικασία επιλογής.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

44      Πρέπει προκαταρκτικώς να διευκρινιστεί το περιεχόμενο του τρίτου αιτήματος της προσφεύγουσας-ενάγουσας, στο μέτρο που με αυτό ζητείται να ακυρωθεί η «ημερομηνία λήξεως [της αρχικής της συμβάσεως] που καθορίστηκε στις 31 Μαρτίου 2009».

45      Το εν λόγω αίτημα θα μπορούσε να ερμηνευθεί ότι αφορά την ημερομηνία της 31ης Μαρτίου 2009 που «επιβεβαίωσε» ο Γενικός Γραμματέας του Κοινοβουλίου με την προσβαλλόμενη απόφαση. Στην περίπτωση αυτή όμως θα προκαλείτο σύγχυση με το πρώτο αίτημα, με το οποίο ζητείται ακριβώς η ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως. Συνεπώς, προκειμένου να αποκτήσει αυτό το αίτημα αυτόνομο περιεχόμενο, θα πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της συμπληρωματικής συμφωνίας της 26ης Μαρτίου 2008, στο μέτρο που καθορίζει την 31η Μαρτίου 2009 ως ημερομηνία λήξεως της υπαλληλικής σχέσεως της προσφεύγουσας-ενάγουσας.

46      Κατόπιν αυτής της διευκρινίσεως, πρέπει, όσον αφορά την εκ μέρους της προσφεύγουσας-ενάγουσας επίκληση του εκπρόθεσμου χαρακτήρα της ενστάσεως απαραδέκτου που υπέβαλε το Κοινοβούλιο, να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 78, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου ΔΔ, η αίτηση με την οποία ζητείται να αποφανθεί το Δικαστήριο ΔΔ επί του απαραδέκτου, χωρίς να εισέλθει στην ουσία, πρέπει να υποβληθεί εντός μηνός από την κοινοποίηση του δικογράφου της προσφυγής. Στην προθεσμία αυτή πρέπει να προστεθεί η δεκαήμερη παρέκταση λόγω αποστάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 100, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας. Εν προκειμένω, η προσφυγή κοινοποιήθηκε στο Κοινοβούλιο στις 8 Ιανουαρίου 2010. Κατά συνέπεια, η ένσταση απαραδέκτου υποβλήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 2010, ήτοι την τελευταία ημέρα της κατά τον προαναφερθέντα τρόπο υπολογιζομένης προθεσμίας· ως εκ τούτου, είναι παραδεκτή.

47      Όσον αφορά τη σημασία της ενστάσεως απαραδέκτου, πρέπει να υπομνησθεί ότι η προσφυγή ακυρώσεως είναι παραδεκτή μόνον εφόσον η διοικητική ένσταση που πρέπει να προηγηθεί υποβλήθηκε εντός της προβλεπομένης από το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ τρίμηνης προθεσμίας από της βλαπτικής πράξεως.

48      Όσον αφορά τον καθορισμό του χρονικού σημείου κατά το οποίο πραγματοποιήθηκε η βλαπτική πράξη, δηλαδή τον καθορισμό της ημερομηνίας από την οποία πρέπει να υπολογιστεί η προθεσμία υποβολής της ενστάσεως, πρέπει να επισημανθεί ότι μια σύμβαση παράγει τα έννομα αποτελέσματά της και, συνεπώς, καθίσταται δυνητικώς βλαπτική για τον υπάλληλο, από την υπογραφή της, με αποτέλεσμα η προθεσμία εμπρόθεσμης υποβολής διοικητικής ενστάσεως κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ να πρέπει κατ’ αρχήν να υπολογίζεται από την υπογραφή της οικείας συμβάσεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουλίου 2002, Τ-137/99 και Τα-18/00, Martínez Páramo κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 56· απόφαση F-65/07, Aayhan κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 24, σκέψη 43).

49      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, η προσφεύγουσα-ενάγουσα θα μπορούσε να υποβάλει επισήμως διοικητική ένσταση κατά της συμπληρωματικής συμφωνίας της 26ης Μαρτίου 2008 για τον λόγο ότι αυτή δεν συνήφθη για αόριστο χρόνο (βλ., συναφώς, απόφαση Aayhan κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 24, σκέψη 44). Αυτό όμως δεν συνέβη. Επομένως, ελλείψει ενστάσεως υποβληθείσας εντός της προβλεπομένης από το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ τρίμηνης προθεσμίας, το τρίτο αίτημα, με το οποίο ζητείται η ακύρωση της εν λόγω συμπληρωματικής συμφωνίας στο μέτρο που καθορίζει την 31η Μαρτίου 2009 ως ημερομηνία λήξεως της υπαλληλικής σχέσεως της ενδιαφερομένης, είναι εκπρόθεσμο και, κατά συνέπεια, απαράδεκτο.

50      Εντούτοις, από το στοιχείο αυτό δεν συνάγεται ότι είναι απαράδεκτο και το πρώτο αίτημα, που στρέφεται κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως.

51      Πράγματι, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως, δηλαδή το γεγονός ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα προσελήφθη ως έκτακτη υπάλληλος κατά το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, του ΚΛΠ, ότι η πρόσληψη αυτή παρατάθηκε με τη συμπληρωματική συμφωνία της 26ης Φεβρουαρίου 2007 και ότι η δεύτερη συμπληρωματική συμφωνία της 26ης Μαρτίου 2008 «ακύρωσε και αντικατέστησε» την πρώτη, προκειμένου να παραταθεί η υπαλληλική σχέση της ενδιαφερομένης μέχρι τις 31 Μαρτίου 2009, ενώ, κατά το άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ, η σύμβαση έκτακτου υπαλλήλου για τον οποίο ισχύει το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, του ΚΛΠ μπορεί να ανανεωθεί μία μόνο φορά για ορισμένο χρόνο και «κάθε μεταγενέστερη ανανέωση γίνεται για αόριστο χρόνο».

52      Πρέπει όμως να επισημανθεί ότι η «ακύρωση και αντικατάσταση» μιας πρώτης συμπληρωματικής συμφωνίας που παρατείνει για ορισμένο χρόνο τη σύμβαση εργασίας της προσφεύγουσας-ενάγουσας μέσω νέας συμπληρωματικής συμφωνίας που παρατείνει την εν λόγω σύμβαση και πάλι για ορισμένο χρόνο, ώστε να μην υφίσταται παρά μία μόνον παράταση ορισμένου χρόνου, αποτελεί τέχνασμα που καθιστά κενό περιεχομένου το άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ.

53      Πράγματι, αναφερόμενο σε «κάθε μεταγενέστερη ανανέωση», το άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ εφαρμόζεται σε κάθε διαδικασία με την οποία έκτακτος υπάλληλος, υπαγόμενος στο άρθρο 2, στοιχείο αʹ, του ΚΛΠ, υποχρεούται, υπό την ιδιότητά του αυτή, να εξακολουθήσει την εργασιακή του σχέση με τον εργοδότη του βάσει συμβάσεως ορισμένου χρόνου ανανεωθείσας άπαξ.

54      Πρέπει, κατά τα λοιπά, να ληφθεί υπόψη η οδηγία 1999/70 και η συνημμένη σε αυτή συμφωνία-πλαίσιο. Πράγματι, το γεγονός ότι μια οδηγία δεν δεσμεύει, αυτή καθεαυτήν, τα κοινοτικά όργανα δεν αναιρεί το γεγονός ότι τα όργανα αυτά πρέπει να τη λαμβάνουν εμμέσως υπόψη στις σχέσεις τους με τους υπαλλήλους ή το λοιπό προσωπικό τους. Πρέπει, επομένως, να υπομνησθεί ότι εναπόκειται στο Κοινοβούλιο, σύμφωνα με το καθήκον πίστεως που το βαρύνει, να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει στο μέτρο του δυνατού, ως εργοδότης, τις διατάξεις του ΚΛΠ σύμφωνα με το γράμμα και τον σκοπό της συμφωνίας-πλαισίου. Αυτή όμως η συμφωνία-πλαίσιο καθιστά την εργασιακή σταθερότητα προέχοντα σκοπό στον τομέα των εργασιακών σχέσεων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (απόφαση Aayhan κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 24, σκέψεις 119 και 120). Πιο συγκεκριμένα, ειδικός σκοπός της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου είναι «να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου», μέσω της επιβολής στα κράτη μέλη της υποχρεώσεως να καθιερώσουν στην έννομη τάξη τους ένα ή περισσότερα από τα μέτρα που απαριθμούνται στο σημείο 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, της ρήτρας αυτής. Ειδικότερα, η ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο γʹ, επιτάσσει τον καθορισμό ενός μέγιστου αριθμού ανανεώσεων των συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Η ίδια ρήτρα προβλέπει, στο σημείο 2, στοιχείο βʹ, τη δυνατότητα των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, όταν χρειάζεται, να «χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου».

55      Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτό, όσον αφορά τα κοινοτικά όργανα, ότι το άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο που να του εξασφαλίζει ευρύ περιεχόμενο και να εφαρμόζεται αυστηρά, καθόσον, χαρακτηρίζοντας ως σύμβαση «αορίστου χρόνου» την τρίτη κατά σειρά συναπτόμενη σύμβαση ορισμένου χρόνου, έχει ακριβώς ως σκοπό να περιορίσει την προσφυγή σε διαδοχικές συμβάσεις εκτάκτου υπαλλήλου για ορισμένο χρόνο.

56      Εξάλλου, μάταια το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι το άρθρο 7, παράγραφος 4, του εσωτερικού του κανονισμού το εμπόδιζε να συνάψει σύμβαση αορίστου χρόνου, ενώ ήταν απαραίτητο να διασφαλιστεί η συνέχεια της παροχής υπηρεσιών από την ιατρική υπηρεσία του Λουξεμβούργου. Πράγματι, το άρθρο 7, παράγραφος 4, του εσωτερικού κανονισμού προβλέπει τη δυνατότητα προσωρινής καλύψεως θέσεων εν αναμονή προσλήψεως σύμφωνης προς την προβλεπόμενη από τον εν λόγω κανονισμό διαδικασία, η διάταξη όμως αυτή δεν επιβάλλει τη σύναψη συμβάσεων με διάρκεια καθορισμένη, όπως στην προκειμένη περίπτωση, για συγκεκριμένη περίοδο. Πρέπει, συναφώς, να υπομνησθεί ότι, κατά τη ρήτρα 3 της συμφωνίας-πλαισίου, σύμβαση ορισμένου χρόνου είναι η σύμβαση η λήξη της οποίας καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως συγκεκριμένη ημερομηνία, αλλά και η πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος. Επιπλέον, το άρθρο 7, παράγραφος 4, δεν απαγορεύει την προσφυγή σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, καθόσον μια προσωρινή κατάσταση μπορεί, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, να διατηρείται για απροσδιόριστη χρονική περίοδο και, σε κάθε περίπτωση, μια τέτοια σύμβαση δεν προσφέρει στον δικαιούχο τη μονιμότητα διορισμού ως μονίμου υπαλλήλου, αφού δύναται να λυθεί για θεμιτό λόγο και τηρουμένης της προθεσμίας καταγγελίας, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 47, στοιχείο γʹ, περίπτωση i, του ΚΛΠ. Σε κάθε περίπτωση, η δεσμευτική δύναμη του εσωτερικού κανονισμού υπολείπεται αυτής του ΚΛΠ και δεν μπορεί να εμποδίσει το άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ να παράγει τα αποτελέσματά του.

57      Μάταια, επίσης, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι το άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ δεν είναι αντίθετο στη σύναψη συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου περιέχουσας αόριστο όρο. Το επιχείρημα αυτό, που είναι θεωρητικά σωστό εφόσον ο όρος αυτός αντιστοιχεί στην πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος (βλ. ανωτέρω, σκέψη 56), είναι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλυσιτελές, εφόσον η αρχική σύμβαση και οι συμπληρωματικές της συμφωνίες ανέφεραν συγκεκριμένες καταληκτικές ημερομηνίες. Αλυσιτελής είναι επίσης και ο ισχυρισμός του Κοινοβουλίου, σύμφωνα με τον οποίο θα μπορούσε να μην παρατείνει την αρχική σύμβαση με τη συμπληρωματική συμφωνία της 26ης Μαρτίου 2008 ή να την παρατείνει μόνο για διάρκεια μικρότερη του έτους που χορηγήθηκε στην ενδιαφερομένη. Πράγματι, πρόκειται για απλές υποθέσεις που δεν ανταποκρίνονται στα πραγματικά περιστατικά. Επιπλέον, μια δεύτερη παράταση, έστω και για διάρκεια μικρότερη του έτους, θα αποτελούσε σε κάθε περίπτωση ανανέωση κατά την έννοια του προαναφερθέντος άρθρου 8, πρώτο εδάφιο.

58      Τέλος, το Κοινοβούλιο δεν μπορεί να αντλεί επιχειρήματα από την εξαιρετική κατάσταση στην οποία υποστηρίζει ότι βρέθηκε λόγω της κενής θέσης ιατρού στην ιατρική υπηρεσία του Λουξεμβούργου και της αδυναμίας πληρώσεώς της εντός σύντομης προθεσμίας. Πράγματι, όπως προαναφέρθηκε, το άρθρο 7, παράγραφος 4, του εσωτερικού κανονισμού δεν εμπόδιζε το Κοινοβούλιο να συνάψει σύμβαση αορίστου χρόνου, την οποία μπορούσε να λύσει οποτεδήποτε για θεμιτό λόγο, τηρουμένης της προθεσμίας καταγγελίας που προβλέπεται στο άρθρο 47, στοιχείο γʹ, περίπτωση i, του ΚΛΠ.

59      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα πληρούσε τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ.

60      Κατά τη διάταξη όμως αυτή, «κάθε μεταγενέστερη ανανέωση» που ακολουθεί μια πρώτη παράταση για ορισμένο χρόνο συμβάσεως ορισμένου χρόνου εκτάκτου υπαλλήλου κατά το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, «γίνεται για αόριστο χρόνο» και από αυτό συνάγεται ότι η εν λόγω μετατροπή πρέπει να θεωρηθεί ότι λαμβάνει χώρα αυτοδικαίως.

61      Εναπόκειται, επομένως, στο Δικαστήριο ΔΔ να διαπιστώσει ότι η συμπληρωματική συμφωνία της 26ης Μαρτίου 2008 έχει αυτοδικαίως μετατραπεί σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου από μόνη τη βούληση του νομοθέτη και ότι η παρέλευση της καταληκτικής ημερομηνίας που ορίζεται στην εν λόγω συμπληρωματική συμφωνία δεν μπορούσε να επιφέρει τη λήξη της υπαλληλικής σχέσεως της προσφεύγουσας-ενάγουσας.

62      Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία ο Γενικός Γραμματέας του Κοινοβουλίου εκτίμησε ότι δεν υπήρχε καμία αποδεκτή νομική λύση ώστε να καταστεί δυνατή η συνέχιση της απασχολήσεως της προσφεύγουσας-ενάγουσας στην ιατρική υπηρεσία του Λουξεμβούργου και με την οποία της «επιβεβαίωσε» ότι η σύμβασή της θα έληγε στις 31 Μαρτίου 2009, μετέβαλε αναγκαστικά κατά τρόπο χαρακτηριστικό τη νομική κατάσταση της ενδιαφερομένης, όπως αυτή προέκυπτε από το άρθρο 8 του ΚΛΠ. Η απόφαση αυτή αποτελεί, συνεπώς, βλαπτική πράξη και όχι αμιγώς επιβεβαιωτική απόφαση.

63      Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως εντός τριών μηνών από της κοινοποιήσεώς της και άσκησε την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή εντός τριών μηνών από της κοινοποιήσεως της απορρίψεως της εν λόγω ενστάσεως, το αίτημα ακυρώσεως της εν λόγω αποφάσεως είναι παραδεκτό.

64      Όσον αφορά την ουσία, από τις σκέψεις 51 έως 62 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, επιβεβαιώνοντας δήθεν στην προσφεύγουσα-ενάγουσα ότι η σύμβασή της έφθανε στη λήξη της, εκδόθηκε με την προοπτική σχέσεως εργασίας ορισμένου χρόνου και, συνεπώς, κατά παράβαση του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ. Εξάλλου, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Κοινοβούλιο παραδέχθηκε ότι η λύση που συνίστατο στην παραμονή της προσφεύγουσας-ενάγουσας στην υπηρεσία με περισσότερες συμβάσεις ορισμένου χρόνου δεν ήταν «η πλέον επιτυχής».

65      Η προσφυγή-αγωγή είναι, συνεπώς, βάσιμη και η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, δεκτού γενομένου του λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται στην παράβαση του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ, χωρίς να χρειάζεται να εξετασθούν οι λοιποί λόγοι της προσφυγής, ούτε το κατά πόσον η εν λόγω απόφαση αποτελούσε στην πραγματικότητα πράξη καταγγελίας συμβάσεως που κατέστη αορίστου χρόνου, ούτε και κατά πόσον συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για μια τέτοια καταγγελία, δεδομένου εξάλλου ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν διατύπωσε υπό την έννοια αυτή τον σχετικό λόγο ακυρώσεως.

 Επί του πέμπτου αιτήματος περί αποκαταστάσεως της ζημίας που υπέστη η προσφεύγουσα-ενάγουσα

66      Η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη λόγω της συμπεριφοράς του Κοινοβουλίου. Το Κοινοβούλιο αντιτάσσει ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν διευκρινίζει σε τι συνίσταται η υπαίτια συμπεριφορά του. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι, εφόσον η σχετική συμπεριφορά δεν απορρέει από την προσβαλλόμενη απόφαση, η προσφεύγουσα-ενάγουσα θα έπρεπε να είχε κινήσει την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, υποβάλλοντας αίτηση κατά το άρθρο 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ.

67      Εντούτοις, από την προσφυγή-αγωγή προκύπτει ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα διακρίνει το αίτημα αποκαταστάσεως της ζημίας της στο πλαίσιο του πέμπτου αιτήματός της από τα αιτήματα αποζημιώσεως που υπέβαλε στο πλαίσιο του έκτου, έβδομου και όγδοου αιτήματος. Επιπλέον, η προσφεύγουσα-ενάγουσα επιβεβαίωσε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι με το πέμπτο αίτημα δεν ζητεί την επιδίκαση αποζημιώσεως, αλλά την ικανοποίηση του «χρηματοοικονομικού σκέλους» που αποτελεί τη «λογική συνέπεια» της ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

68      Πρέπει, συναφώς, να υπομνησθεί ότι αίτημα με το οποίο ζητείται να καταβάλει το όργανο σε υπάλληλό του ποσό το οποίο ο τελευταίος θεωρεί ότι του οφείλεται δυνάμει του ΚΥΚ εμπίπτει στην έννοια των «χρηματικών διαφορών» του άρθρου 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, ενώ διακρίνεται από τις αγωγές αποζημιώσεως που ασκούν οι υπάλληλοι κατά του οργάνου τους. Κατά το άρθρο 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, το Δικαστήριο ΔΔ έχει, στις διαφορές αυτές, αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας που του παρέχει την εξουσία να τις επιλύει πλήρως και, συνεπώς, να αποφαίνεται επί του συνόλου των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων του υπαλλήλου, εκτός αν αναθέσει στο εμπλεκόμενο όργανο, και υπό τον έλεγχό του, την εκτέλεση συγκεκριμένου μέρους της αποφάσεως, υπό τους συγκεκριμένους όρους που το ίδιο καθορίζει (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C-135/06 P, Weißenfels κατά Κοινοβουλίου, σκέψεις 65, 67 και 68· απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 2ας Ιουλίου 2009, F-49/08, Giannini κατά Επιτροπής, σκέψεις 39 έως 42).

69      Κατόπιν της διευκρινίσεως αυτής, πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι η δικαστική ακύρωση πράξεως έχει ως αποτέλεσμα την αναδρομική εξάλειψη της οικείας πράξεως από την έννομη τάξη και ότι, όταν η ακυρωθείσα πράξη έχει ήδη εκτελεσθεί, η εξαφάνιση των αποτελεσμάτων της επιβάλλει την αποκατάσταση της έννομης καταστάσεως στην οποία βρισκόταν η προσφεύγουσα πριν από την έκδοσή της (απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 26ης Οκτωβρίου 2006, F-1/05, Landgren κατά Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Επαγγελματικής Εκπαίδευσης [ETF], σκέψη 92).

70      Εν προκειμένω διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα βρέθηκε, κατόπιν της συμπληρωματικής συμφωνίας της 26ης Μαρτίου 2008, δεσμευμένη με σύμβαση αορίστου χρόνου δυνάμει απλώς και μόνον του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ και ότι, ελλείψει τηρήσεως προθεσμίας καταγγελίας σύμφωνα με το άρθρο 47, στοιχείο γʹ, περίπτωση i, του ΚΛΠ, η υπαλληλική της σχέση δεν λύθηκε στις 31 Μαρτίου 2009.

71      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να υποχρεωθεί το Κοινοβούλιο να καταβάλει στην προσφεύγουσα-ενάγουσα τη διαφορά μεταξύ, αφενός, των αποδοχών που θα ελάμβανε αν παρέμενε στην υπηρεσία της και, αφετέρου, των αποδοχών, αμοιβών, επιδόματος ανεργίας ή τυχόν άλλων επιδομάτων που όντως έλαβε από 1ης Απριλίου 2009 αντί των αποδοχών που ελάμβανε στο Κοινοβούλιο.

 Επί του έκτου, του έβδομου και του όγδοου αιτήματος περί επιδικάσεως αποζημιώσεως

72      Με το έκτο, έβδομο και όγδοο αίτημά της, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ να υποχρεώσει το Κοινοβούλιο να της καταβάλει αποζημίωση λόγω της υπαίτιας συμπεριφοράς του, συγκεκριμένα λόγω της καταχρηστικής λύσεως της συμβάσεώς της.

73      Εντούτοις, δεδομένου ότι τα αιτήματα αυτά υποβλήθηκαν επικουρικώς σε σχέση με το αίτημα να υποχρεωθεί το Κοινοβούλιο να καταβάλει στην προσφεύγουσα-ενάγουσα τις αποδοχές που της οφείλονται από την παύση των καθηκόντων της και το Δικαστήριο ΔΔ δέχεται το αίτημα αυτό, δεν συντρέχει λόγος να αποφανθεί επί των εν λόγω αιτημάτων.

 Επί των δικαστικών εξόδων

74      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, με την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του ογδόου κεφαλαίου του δευτέρου τίτλου του εν λόγω κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, όταν απαιτείται από λόγους επιείκειας, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να αποφασίσει ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται εν μέρει μόνο στα έξοδα ή ότι δεν πρέπει να καταδικαστεί για τους ως άνω λόγους.

75      Από το σκεπτικό της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα νίκησε ως προς τα κύρια αιτήματά της, δηλαδή την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως και την υποχρέωση του Κοινοβουλίου να της καταβάλει αναδρομικώς τις αποδοχές της. Επιπλέον, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζήτησε ρητώς με το αιτητικό της προσφυγής-αγωγής της να καταδικασθεί το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα. Συνεπώς, δεδομένου ότι οι περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως δεν δικαιολογούν την εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Κοινοβούλιο πρέπει να καταδικασθεί να φέρει, πλην των δικαστικών εξόδων του, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα-ενάγουσα στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση που περιλαμβάνεται στο έγγραφο της 12ης Φεβρουαρίου 2009, με το οποίο ο Γενικός Γραμματέας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου πληροφόρησε την S. Scheefer, αφενός, ότι δεν μπόρεσε να βρεθεί καμία αποδεκτή νομική λύση ώστε να καταστεί δυνατή η συνέχιση της απασχολήσεώς της στην ιατρική υπηρεσία του Λουξεμβούργου (Λουξεμβούργο) και, αφετέρου, ότι η σύμβασή της ως εκτάκτου υπαλλήλου έληγε στις 31 Μαρτίου 2009.

2)      Υποχρεώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να καταβάλει στην S. Scheefer τη διαφορά μεταξύ, αφενός, των αποδοχών που θα ελάμβανε αν παρέμενε στην υπηρεσία της και, αφετέρου, των αποδοχών, αμοιβών, επιδόματος ανεργίας ή τυχόν άλλων επιδομάτων που όντως έλαβε από 1ης Απριλίου 2009 αντί των αποδοχών που ελάμβανε ως έκτακτη υπάλληλος.

3)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή-αγωγή.

4)      Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο φέρει, πλην των δικαστικών εξόδων του, τα δικαστικά έξοδα της S. Scheefer.

Mahoney

Kreppel

Van Raepenbusch

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Απριλίου 2011.

Η Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

      P. Mahoney

Η παρούσα απόφαση καθώς και οι παρατιθέμενη σε αυτήν αποφάσεις και διατάξεις των δικαιοδοτικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αναρτημένες στον ιστότοπο www.curia.eu.


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top