Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62009FJ0003

Απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (πρώτο τμήμα) της 30ής Νοεμβρίου 2009.
Roberto Ridolfi κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Υπαλληλική υπόθεση - Υπάλληλοι.
Υπόθεση F-3/09.

Συλλογή της Νομολογίας – Υπαλληλικές Υποθέσεις 2009 I-A-1-00491; II-A-1-02671

ECLI identifier: ECLI:EU:F:2009:162

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(πρώτο τμήμα)

της 30ής Νοεμβρίου 2009

Υπόθεση F-3/09

Roberto Ridolfi

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Υπάλληλοι τοποθετημένοι σε τρίτη χώρα – Προσαυξημένο σχολικό επίδομα – Επανατοποθέτηση στην έδρα του οργάνου – Διαδικασία κινητικότητας – Συνήθης χρόνος υπηρεσίας – Άρθρα 3 και 15 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ»

Αντικείμενο: Προσφυγή, ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο R. Ridolfi ζητεί, μεταξύ άλλων, την ακύρωση, αφενός, της αποφάσεως της Επιτροπής, της 5ης Μαρτίου 2008, περί μη αναγνωρίσεως από τις 24 Οκτωβρίου 2007, ημερομηνία επανατοποθετήσεώς του στην έδρα του οργάνου μετά τη συμπλήρωση συνήθους χρόνου υπηρεσίας σε τρίτη χώρα, των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη διαδικασία κινητικότητας του άρθρου 3 του παραρτήματος X του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και, αφετέρου, του σημειώματος της Επιτροπής, της 12ης Δεκεμβρίου 2008, περί καταβολής των προσαυξήσεων των σχολικών επιδομάτων που χορηγήθηκαν στον προσφεύγοντα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ για την περίοδο από 24 Οκτωβρίου 2007 έως 31 Δεκεμβρίου 2007.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Ο προσφεύγων καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Τοποθέτηση – Μετάταξη

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 7 § 1)

2.      Υπάλληλοι – Ίση μεταχείριση – Πλεονεκτήματα χορηγηθέντα στο πλαίσιο επανατοποθετήσεως στην έδρα της Επιτροπής μετά τη συμπλήρωση συνήθους χρόνου υπηρεσίας σε τρίτη χώρα

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα X, άρθρα 3 και 15)

1.      Σε περίπτωση μετατάξεως προς το συμφέρον της υπηρεσίας, η αρμόδια αρχή δύναται να λαμβάνει υπόψη τις προσωπικές επιθυμίες των ενδιαφερομένων προκειμένου να μπορέσουν να υπερβούν τις δυσχέρειες που αντιμετωπίζουν. Δεδομένου ότι η απόδοση του υπαλλήλου εξαρτάται από την προσωπική του ανέλιξη και οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες υπέχουν καθήκον αρωγής προς τους υπαλλήλους τους, το συμφέρον της υπηρεσίας επιτάσσει να συνεκτιμώνται τα προσωπικά προβλήματα που ο υπάλληλος επικαλείται. Η μη συνεκτίμηση των παραμέτρων αυτών στην περίπτωση υπαλλήλου ο οποίος έχει επανατοποθετηθεί κατόπιν ρητού αιτήματός του για προσωπικούς λόγους και η επίκληση αποκλειστικώς των αναγκών της υπηρεσίας διαχωρίζει εσφαλμένως το συμφέρον της υπηρεσίας και την προσωπική κατάσταση των υπαλλήλων, δύο στοιχεία άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους.

(βλ. σκέψη 47)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 9 Νοεμβρίου 1978, 140/77, Verhaaf κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1978, σ. 635, σκέψεις 11 και 12

2.      Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως απαγορεύει να αντιμετωπίζονται παρόμοιες καταστάσεις κατά διαφορετικό τρόπο και διαφορετικές καταστάσεις καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός αν μια τέτοια αντιμετώπιση διαφορετικών ή όμοιων καταστάσεων, αναλόγως της περιπτώσεως, δικαιολογείται αντικειμενικώς. Τούτο ισχύει και για την αρχή απαγορεύσεως των διακρίσεων, η οποία αποτελεί μερική έκφραση της γενικής αρχής της ισότητας και συνιστά, από κοινού με την τελευταία αυτή αρχή, ένα από τα θεμελιώδη δικαιώματα του κοινοτικού δικαίου των οποίων τον σεβασμό εγγυάται το Δικαστήριο. Επιπλέον, η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί από τα κοινοτικά θεσμικά όργανα να μην βαίνουν πέραν του κατάλληλου και αναγκαίου για την εκπλήρωση του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρου.

Εντούτοις, στην περίπτωση που ο κοινοτικός νομοθέτης αποφάσισε, στο πλαίσιο της διακριτικής του ευχέρειας, να αναγνωρίσει δικαιώματα «εκ της διαδικασίας κινητικότητας», ήτοι της προσωρινής επανατοποθετήσεως στην έδρα της Επιτροπής ή σε οποιονδήποτε τόπο υπηρεσίας της Κοινότητας υπαλλήλου τοποθετημένου σε τρίτη χώρα, έχει κατά μείζονα λόγο ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό των προϋποθέσεων και του τρόπου χορηγήσεως των δικαιωμάτων αυτών. Συνεπώς, οι προαναφερθείσες αρχές θα πρέπει να ερμηνευθούν υπό το πρίσμα της ευρείας αυτής εξουσίας εκτιμήσεως λαμβανομένης συγχρόνως υπόψη και της ανάγκης υλοποιήσεως των επιλογών του νομοθέτη στο πεδίο της διαχειρίσεως του προσωπικού.

Στο πεδίο αυτό, ο κοινοτικός δικαστής απλώς εξακριβώνει ότι το οικείο θεσμικό όργανο δεν προέβη σε αυθαίρετη ή προδήλως απρόσφορη διαφοροποίηση σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, κατά παραβίαση των αρχών της ισότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, και ότι το ληφθέν μέτρο δεν είναι προδήλως ακατάλληλο σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό κατά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

Δεδομένων ωστόσο των δυσχερειών και των υποχρεώσεων, προσωπικού ή οικογενειακού χαρακτήρα, που ενδεχομένως απορρέουν από την τοποθέτηση υπαλλήλων σε τρίτη χώρα, δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι η κατάσταση των υπαλλήλων που συμπληρώνουν τον συνήθη χρόνο υπηρεσίας σε τρίτη χώρα είναι παρεμφερής με την κατάσταση των υπαλλήλων οι οποίοι εγκατέλειψαν την τρίτη χώρα πριν τη συμπλήρωση του χρόνου αυτού, ιδίως κατόπιν αιτήματός τους. Τούτο ισχύει στη περίπτωση κατά την οποία κρίνεται και εκτιμάται η κατάσταση των υπαλλήλων βάσει των αναγκών της κοινοτικής δημόσιας διοίκησης προς εξασφάλιση, μεταξύ άλλων, της συνέχειας και ενότητας των υπηρεσιών της, καθώς και βάσει των δημοσιονομικών επιταγών. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι αυτές οι ανάγκες εξυπηρετούνται πληρέστερα όταν ο υπάλληλος συμπληρώνει τον συνήθη χρόνος υπηρεσίας του στην τρίτη χώρα και δεν αποχωρεί πρόωρα.

Δεδομένου ότι η κατάσταση των υπαλλήλων που συμπληρώνουν τον συνήθη χρόνο υπηρεσίας τους στην τρίτη χώρα δεν είναι παρεμφερής προς την κατάσταση των υπαλλήλων που δεν συμπλήρωσαν τον χρόνο αυτό, συνάγεται ότι η διαφοροποίηση των δύο αυτών κατηγοριών υπαλλήλων δεν είναι μόνο δικαιολογημένη, αλλά και επιτακτική, εκτός αν η αντίθετη περίπτωση δικαιολογείται αντικειμενικώς.

Στο πλαίσιο αυτό, ο κοινοτικός νομοθέτης είναι ελεύθερος να αναγνωρίζει ορισμένα πλεονεκτήματα μόνο στους υπαλλήλους που συμπληρώνουν τον συνήθη χρόνο υπηρεσίας σε τρίτη χώρα και επίσης να προσδιορίζει, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, τα δικαιώματα αυτά, όπως ακριβώς έπραξε όταν ρύθμισε τα στάδια της διαδικασίας της κινητικότητας και τη διατήρηση της χορηγήσεως των προσαυξημένων σχολικών επιδομάτων. Δεδομένου ότι ο ανατοποθετούμενος στην έδρα του οργάνου υπάλληλος ο οποίος δεν αντλεί δικαιώματα από τη διαδικασία κινητικότητας θα απολέσει μόνον τις προσαυξήσεις των σχολικών επιδομάτων, τις οποίες λαμβάνουν και οι επανατοποθετούμενοι υπάλληλοι στους οποίους αναγνωρίζονται δικαιώματα εκ της διαδικασίας κινητικότητας, και όχι το δικαίωμα να λαμβάνει σχολικά επιδόματα, η διαφοροποίηση των δύο κατηγοριών υπαλλήλων ουδόλως δυσανάλογη είναι προς τον σκοπό που επιδιώκει.

(βλ. σκέψεις 50, 51 και 53 έως 57)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 20 Φεβρουαρίου 1979, 122/78, Buitoni, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 341, σκέψεις 16 και 20· 23 Φεβρουαρίου 1983, 66/82, Fromançais, Συλλογή 1983, σ. 395, σκέψη 8· 17 Μαΐου 1984, 15/83, Denkavit Nederland, Συλλογή 1984, σ. 2171, σκέψη 25· 11 Μαρτίου 1987, 279/84, 280/84, 285/84 και 286/84, Rau Lebensmittelwerke κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 1069, σκέψη 34· 11 Ιουλίου 1989, 265/87, Schräder HS Kraftfutter, Συλλογή 1989, σ. 2237, σκέψη 22· 26 Ιουνίου 1990, C‑8/89, Zardi, Συλλογή 1990, σ. I‑2515, σκέψη 10· 5 Μαΐου 1998, C‑157/96, National Farmers’ Union κ.λπ., Συλλογή 1998, σ. I‑2211, σκέψη 60

ΠΕΚ: 30 Σεπτεμβρίου 1998, T‑13/97, Losch κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑543 και II‑1633, σκέψεις 113, 121 και 122· 30 Σεπτεμβρίου 1998, T‑164/97, Busacca κ.λπ. κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑565 και II‑1699, σκέψεις 49, 58 και 59· 6 Ιουλίου 1999, T‑112/96 και T‑115/96, Séché κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑115 και II‑623, σκέψεις 127 και 132· 27 Σεπτεμβρίου 2002, T‑211/02, Tideland Signal κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑3781, σκέψη 39· 8 Ιανουαρίου 2003, T‑94/01, T‑152/01 και T‑286/01, Hirsch κ.λπ. κατά ΕΚΤ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑1 και II‑27, σκέψη 51· 13 Απριλίου 2005, T‑2/03, Verein für Konsumenteninformation κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑1121, σκέψη 99· 13 Σεπτεμβρίου 2006, T‑217/99, T‑321/00 και T‑222/01, Sinaga κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 144

ΔΔΔ: 23 Ιανουαρίου 2007, F‑43/05, Chassagne κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 55, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και σκέψη 61· 28 Απριλίου 2009, F‑115/07, Balieu-Steinmetz και Noworyta κατά Κοινοβουλίου, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

Top