Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62009CC0482

    Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Trstenjak της 3ης Φεβρουαρίου 2011.
    Budějovický Budvar, národní podnik κατά Anheuser-Busch Inc..
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division) - Ηνωμένο Βασίλειο.
    Σήματα - Οδηγία 89/104/EΟΚ - Άρθρο 9, παράγραφος 1 - Έννοια της "ανοχής" - Απώλεια δικαιώματος λόγω ανοχής - Χρονικό σημείο ενάρξεως της προθεσμίας απώλειας δικαιώματος - Απαραίτητες προϋποθέσεις για την έναρξη της προθεσμίας απώλειας δικαιώματος - Άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄ - Καταχώριση δύο πανομοιότυπων σημάτων που προσδιορίζουν πανομοιότυπα προϊόντα - Λειτουργίες του σήματος - Καλόπιστη εκ παραλλήλου χρήση.
    Υπόθεση C-482/09.

    Συλλογή της Νομολογίας 2011 I-08701

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2011:46

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    VERICA TRSTENJAK

    της 3ης Φεβρουαρίου 2011 (1)

    Υπόθεση C‑482/09

    Budějovický Budvar, národní podnik

    κατά

    Anheuser-Busch, Inc.

    [αίτηση του Court of Appeal, England & Wales (Ηνωμένο Βασίλειο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Οδηγία 89/104/ΕΟΚ– Προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων – Άρθρα 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, και 9, παράγραφος 1 – Απώλεια δικαιώματος λόγω ανοχής – Έννοια της ανοχής – Έννοια του δικαίου της Ενώσεως – Δυνατότητα εφαρμογής του εθνικού δικαίου των σημάτων, περιλαμβανομένων των διατάξεων περί καλόπιστης εκ παραλλήλου χρησιμοποιήσεως δύο πανομοιότυπων σημάτων»






    Πίνακας περιεχομένων


    I –   Εισαγωγή

    II – Κανονιστικό πλαίσιο

    Α –    Το δίκαιο της Ενώσεως 

    α)      Σημείο πανομοιότυπο με το σήμα για προϊόντα ή υπηρεσίες πανομοιότυπες με εκείνες για τις οποίες το σήμα έχει καταχωριστεί.

    Β –   Το εθνικό δίκαιο

    III – Τα περιστατικά, η διαδικασία της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

    V –   Κύρια επιχειρήματα των μετεχόντων στη διαδικασία

    Α –   Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

    Β –   Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

    Γ –   Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

    VI – Νομική εκτίμηση

    Α –   Εισαγωγικές παρατηρήσεις

    Β –   Εξέταση των προδικαστικών ερωτημάτων

    1.     Η κατά το δίκαιο της Ενώσεως έννοια της «ανοχής»

    α)     Καμία ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών

    β)     Εναρμόνιση των δικαιωμάτων που παρέχει το σήμα και σχετικές ενστάσεις

    γ)     Αναγκαιότητα ομοιόμορφης ρυθμίσεως

    δ)     Συμπέρασμα

    2.     Η περί απώλειας δικαιώματος ρύθμιση στο άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/104

    α)     Ορισμός της έννοιας της «ανοχής»

    β)     Αποκλεισμός της περιπτώσεως της «παθητικότητας συνεπεία εξαναγκασμού»

    γ)     Η διαμόρφωση της ρυθμίσεως περί απωλείας δικαιώματος

    i)     Προϋποθέσεις για την έναρξη της περιόδου ανοχής των πέντε ετών

    ii)   Η γνώση του δικαιούχου του προγενέστερου σήματος ως υποκειμενικό στοιχείο

    iii) Έλλειψη αναγκαιότητας καταχωρίσεως του προγενέστερου σήματος

    iv)   Συμπέρασμα

    3.     Το ζήτημα αν η αρχή της καλόπιστης εκ παραλλήλου χρήσεως συμβιβάζεται με το δίκαιο της Ενώσεως

    Γ –   Άλλα σχετικά νομικά ζητήματα

    1.     Η διαχρονική εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας

    α)     Γενικώς

    β)     Η διαδικασία της καταχωρίσεως σημάτων

    i)     Χρονικά συνδετικά στοιχεία

    ii)   Έλλειψη αναδρομικής ισχύος του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας

    iii) Έλλειψη δυνατότητας εφαρμογής από το χρονικό σημείο της ενάρξεως ισχύος της οδηγίας

    γ)     Η αφορώσα το κύρος του καταχωρισμένου σήματος διαδικασία

    δ)     Συμπέρασμα

    2.     Επί της μομφής της καταχρήσεως δικαιώματος

    VII – Τελικά συμπεράσματα

    VIII – Πρόταση

    I –    Εισαγωγή

    1.        Αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας είναι αίτηση του Court of Appeal (England & Wales, Civil Division, στο εξής: αιτούν δικαστήριο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως κατά το άρθρο 234 ΕΚ (2), με την οποία υποβάλλονται στο Δικαστήριο ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία των άρθρων 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, και 9, παράγραφος 1, της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (3).

    2.        Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως υποβάλλεται στο πλαίσιο εκδικάσεως διαφοράς μεταξύ της ζυθοποιίας Budĕjovický Budvar, národní podnik (στο εξής: BB), εδρεύουσας στην πόλη Česke Budějovice (Böhmisch Budweis, Τσεχική Δημοκρατία), και της ζυθοποιίας Anheuser-Busch (στο εξής: AB), εδρεύουσας στην πόλη Saint Louis (Μισσούρι, Ηνωμένες Πολιτείες), η οποία ανέκυψε με αφορμή αίτηση εκ μέρους της AB προς το Patent Office/Trade Marks Registry (στο εξής: εθνικό γραφείο σημάτων), με την οποία ζητήθηκε να κηρυχθεί άκυρο το υπέρ της BB καταχωρισθέν σήμα «Budweiser», δικαιούχος του οποίου είναι ομοίως, από ορισμένων ήδη ετών, η AB. Η αίτηση αυτή έθεσε τέρμα σε μια κατάσταση η οποία διαρκούσε σχεδόν πέντε έτη και κατά τη διάρκεια της οποίας αμφότερα τα ομώνυμα σήματα συνυπήρχαν αρμονικά στο έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου.

    3.        Το βασικό νομικό ζήτημα, που ανακύπτει στη διαφορά της κύριας δίκης, είναι αν η BB μπορεί να προβάλει κατά της αιτήσεως με την οποία η AB ζητεί την ακύρωση της καταχωρίσεως την ένσταση της απώλειας των δικαιωμάτων της από προγενέστερο σήμα. Αυτό πάλι εξαρτάται από τη διασαφήνιση του ζητήματος αν η οριζόμενη στο άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/104 πενταετής περίοδος, μετά την πάροδο της οποίας επέρχεται απώλεια του δικαιώματος λόγω ανοχής, έχει πράγματι λήξει. Η ιδιομορφία που υφίσταται στην κύρια δίκη έγκειται στο γεγονός ότι η αίτηση με την οποία ζητείται η ακύρωση, σύμφωνα με τα παρεχόμενα από το αιτούν δικαστήριο στοιχεία, υποβλήθηκε ακριβώς μία ημέρα πριν από την πάροδο της πενταετούς περιόδου. Αυτό πάντως χρήζει λεποτομερέστερης διευκρινίσεως. Κατά συνέπεια, με την αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ζητείται από το Δικαστήριο να απαντήσει στο ερώτημα υπό ποιες προϋποθέσεις επέρχεται απώλεια δικαιώματος, από ποιο χρονικό σημείο αρχίζει η πενταετής περίοδος και αν το δίκαιο της Ενώσεως αναγνωρίζει ενδεχομένως μια αρχή, κατά την οποία είναι νομικώς δυνατή η συνύπαρξη μεταξύ ενός προγενέστερου και ενός μεταγενέστερου σήματος με την ίδια ονομασία, αλλά αφορώντων διαφορετικά προϊόντα.

    II – Κανονιστικό πλαίσιο

     Α –        Το δίκαιο της Ενώσεως (4)

    4.        Σύμφωνα με τον σκοπό που εκτίθεται στην πρώτη και την τρίτη αιτιολογική της σκέψη, η οδηγία 89/104 επιδιώκει την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων. Εντούτοις, περιορίζεται στις εθνικές διατάξεις οι οποίες έχουν την πλέον άμεση επίδραση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, καθόσον μπορούν να παρεμποδίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών ή να νοθεύσουν τους όρους ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς.

    5.        Κατά την ενδέκατη αιτιολογική σκέψη, «για λόγους ασφαλείας του δικαίου και χωρίς να θίγονται κατά τρόπο ανεπιεική τα συμφέροντα του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, πρέπει να προβλεφθεί πως ο εν λόγω δικαιούχος δεν μπορεί πλέον να ζητά την ακυρότητα ή να αντιτίθεται στη χρήση σήματος μεταγενέστερου του δικού του, εφόσον εν γνώσει του ανέχθηκε τη χρήση αυτή για μεγάλο διάστημα, εκτός αν η αίτηση για το μεταγενέστερο σήμα έγινε κακόπιστα».

    6.        Το άρθρο 4 της οδηγίας 89/104, με τίτλο «Περαιτέρω λόγοι απαραδέκτου ή ακυρότητας όσον αφορά συγκρούσεις με προγενέστερα δικαιώματα», ορίζει τα εξής:

    «1.      Ένα σήμα δεν καταχωρίζεται ή, αν έχει καταχωρισθεί, είναι δυνατόν να κηρυχθεί άκυρο:

    α)      εάν είναι πανομοιότυπο με προγενέστερο σήμα, και τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες για τις οποίες το σήμα δηλώνεται ή είναι καταχωρισμένο, είναι πανομοιότυπες με εκείνες για τις οποίες προστατεύεται το προγενέστερο σήμα·

    […]

    2.      Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ως “προγενέστερα σήματα” νοούνται:

    α)       τα σήματα τα οποία έχουν κατατεθεί πριν από την ημερομηνία [υποβολής της] αίτησης [καταχωρίσεως] του σήματος, αφού ληφθούν υπόψη, ενδεχομένως, τα προβαλλόμενα δικαιώματα προτεραιότητας για τα σήματα αυτά, και τα οποία ανήκουν στις εξής κατηγορίες:

    i)       κοινοτικά σήματα,

    ii)       σήματα καταχωρισμένα στο οικείο κράτος μέλος ή, όσον αφορά το Βέλγιο, τις Κάτω Χώρες και το Λουξεμβούργο, στο Γραφείο Σημάτων της Μπενελούξ,

    iii)  σήματα που έχουν αποτελέσει αντικείμενο διεθνούς καταχώρισης, η οποία ισχύει σε ένα κράτος μέλος·

    […]

    δ)       τα σήματα τα οποία, κατά την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης του σήματος ή, ενδεχομένως, κατά την ημερομηνία προτεραιότητας που προβάλλεται προς υποστήριξη της αίτησης του σήματος, είναι “παγκοίνως γνωστά” στο οικείο κράτος μέλος, κατά την έννοια του άρθρου 6α της Σύμβασης των Παρισίων.

    […]

    4.       Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να προβλέπουν ότι ένα σήμα δεν γίνεται δεκτό προς καταχώριση ή είναι δυνατόν να κηρυχθεί άκυρο εφόσον και κατά το μέτρο που:

    α)      το σήμα είναι πανομοιότυπο ή παρόμοιο με προγενέστερο εθνικό σήμα κατά την έννοια της παραγράφου 2 και πρόκειται να καταχωριστεί ή έχει καταχωριστεί για προϊόντα ή υπηρεσίες που δεν είναι παρόμοιες με εκείνες για τις οποίες έχει καταχωριστεί το προγενέστερο σήμα, εφόσον το προγενέστερο σήμα έχει φήμη στο κράτος μέλος για το οποίο πρόκειται, η δε χρησιμοποίηση του μεταγενέστερου σήματος, χωρίς [εύλογη] αιτία, θα [προσπόριζε αθέμιτο] όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος, ή θα ήταν βλαπτική για τον εν λόγω διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη·

    β)      δικαιώματα επί μη καταχωρισμένου σήματος ή άλλου χρησιμοποιουμένου στις συναλλαγές διακριτικού σημείου έχουν αποκτηθεί πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης του μεταγενέστερου σήματος ή, ενδεχομένως, πριν από την ημερομηνία προτεραιότητας που προβάλλεται προς υποστήριξη της αίτησης του μεταγενέστερου σήματος και αυτό το μη καταχωρισμένο σήμα ή αυτό το άλλο σημείο παρέχει στον δικαιούχο του το δικαίωμα να απαγορεύει τη χρήση μεταγενέστερου σήματος·

    γ)      η χρήση του σήματος μπορεί να απαγορευθεί δυνάμει προγενεστέρου δικαιώματος, πέραν των δικαιωμάτων που προβλέπονται στην παράγραφο 2 και στο στοιχείο β΄ της παρούσας παραγράφου, και ιδίως δυνάμει

    i) του δικαιώματος επί του ονόματος,

    ii) δικαιώματος επί της ιδίας εικόνας,

    iii) δικαιώματος [του δημιουργού],

    iv) δικαιώματος βιομηχανικής ιδιοκτησίας·

    […]

    5.       Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι, εφόσον το επιτρέπουν οι περιστάσεις, δεν είναι απαραίτητο να μην γίνεται δεκτή η καταχώριση του σήματος ή να κηρύσσεται άκυρο ένα σήμα, εάν ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος ή άλλου προγενέστερου δικαιώματος συγκατατίθεται στην καταχώριση του μεταγενέστερου σήματος.

    6.       Ένα κράτος μέλος μπορεί να προβλέπει ότι, κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1 μέχρι 5, οι λόγοι απαραδέκτου ή ακυρότητας που ίσχυαν στο κράτος αυτό πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος των αναγκαίων προς συμμόρφωση με την παρούσα οδηγία διατάξεων, ισχύουν για τα σήματα των οποίων η αίτηση έχει κατατεθεί πριν από την εν λόγω ημερομηνία.»

    7.        Το άρθρο 5 της οδηγίας, με τίτλο «Δικαιώματα που παρέχει το σήμα», ορίζει τα εξής:

    «1.       Το καταχωρισμένο σήμα παρέχει στον δικαιούχο αποκλειστικό δικαίωμα. Ο δικαιούχος δικαιούται να απαγορεύει σε κάθε τρίτο, να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές, χωρίς τη συγκατάθεσή του:

              Σημείο πανομοιότυπο με το σήμα για προϊόντα ή υπηρεσίες πανομοιότυπες με εκείνες για τις οποίες το σήμα έχει καταχωριστεί.

    […]».

    8.        Το άρθρο 9 της οδηγίας, με τίτλο «Απώλεια δικαιώματος λόγω ανοχής», προβλέπει τα ακόλουθα:

    «1.       Όταν, σε ένα κράτος μέλος, ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, ανέχθηκε εν γνώσει του, για περίοδο πέντε συνεχών ετών, τη χρήση μεταγενέστερου σήματος καταχωρισμένου στο εν λόγω κράτος μέλος, δεν δικαιούται πλέον, βάσει του προγενέστερου σήματος, να ζητήσει την ακύρωση ούτε να αντιταχθεί στη χρήση του μεταγενέστερου σήματος για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες το μεταγενέστερο σήμα χρησιμοποιήθηκε, εκτός αν η κατάθεση του μεταγενέστερου σήματος ήταν κακόπιστη.

    2.       Κάθε κράτος μέλος μπορεί να προβλέψει ότι η παράγραφος 1 ισχύει για τον δικαιούχο προγενέστερου σήματος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 4, παράγραφος 4, στοιχείο α΄, ή για τον δικαιούχο άλλου προγενέστερου δικαιώματος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 4, παράγραφος 4, στοιχεία β΄ ή γ΄.

    […]»

    9.        Η τεθείσα σε ισχύ στις 28 Νοεμβρίου 2008 οδηγία 2008/95/ΕΚ, της 22ας Οκτωβρίου 2008, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (κωδικοποιημένη έκδοση) (5), αντικατέστησε την οδηγία 89/104. Δεδομένου ότι τα περιστατικά που προκάλεσαν τη διαφορά της κύριας δίκης συνέβησαν πριν από το χρονικό σημείο της ενάρξεως ισχύος της οδηγίας 2008/95, πρέπει κατά τη νομική εκτίμηση της εν προκειμένω υποθέσεως να ληφθεί ως βάση μόνον η οδηγία 89/104.

     Β –       Το εθνικό δίκαιο

    10.      Η οδηγία 89/104 μεταφέρθηκε στο εθνικό δίκαιο με τον νόμο περί σημάτων του 1994 (Trade Marks Act 1994). Συναφώς, αντίστοιχες προς τις διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, και του άρθρου 9 της οδηγίας είναι οι διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 48 του νόμου περί σημάτων του 1994.

    11.      Το άρθρο 7 του νόμου περί σημάτων του 1994 (6) περιέχει διατάξεις που ρυθμίζουν τα της διαδικασίας σε σχέση με την καταχώριση σήματος και αναφέρονται στη γνωστή στο αγγλικό δικαιο των σημάτων αρχή της καλόπιστης εκ παραλλήλου χρήσεως δύο πανομοιότυπων σημάτων («honest concurrent use»):

    «Η προβολή σχετικών λόγων απαραδέκτου στην περίπτωση καλόπιστης εκ παραλλήλου χρήσεως

    (1)       Το άρθρο αυτό έχει εφαρμογή, όταν έχει υποβληθεί αίτηση καταχωρίσεως σήματος και κατά τον υπεύθυνο μητρώου τεκμαίρεται

    (a)      ότι υφίσταται προγενέστερο σήμα, ως προς το οποίο πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφοι 1, 2 ή 3, ή

    (b)      ότι υφίσταται προγενέστερο σήμα, ως προς το οποίο πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 4,

    ο αιτών όμως μπορεί να αποδείξει ότι υπήρξε καλόπιστη εκ παραλλήλου χρήση του σήματος, του οποίου ζητείται η καταχώριση.

    (2)       Σ’ αυτή την περίπτωση, ο υπεύθυνος μητρώου δεν μπορεί να απορρίψει την αίτηση, αναφερόμενος σε προγενέστερο σήμα ή σε άλλο προγενέστερο δικαίωμα, εφόσον ο έχων αυτό το προγενέστερο σήμα ή αυτό το προγενέστερο δικαίωμα δεν έχει ασκήσει ανακοπή κατ’ αυτής.

    (3)      Για τους σκοπούς αυτού του άρθρου, νοείται ως honest concurrent use» η χρησιμοποίηση ενός σήματος από τον αιτούντα ή με τη συγκατάθεσή του, η οποία θεωρούνταν αρχικώς ως «honest concurrent use» κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, του νόμου περί σημάτων του 1938 [Trade Marks Act 1938].

    (4)      Το παρόν άρθρο δεν θίγει

    (a)      την άρνηση καταχωρίσεως για τους παρατιθέμενους στο τμήμα 3 λόγους (απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου) ή

    (b)      το αίτημα να κηρυχθεί η ακυρότητα κατά το άρθρο 47, παράγραφος 2, (αίτηση βάσει του σχετικού λόγου απαραδέκτου ως εκ της μη παρασχεθείσας συγκαταθέσεως για την καταχώριση).»

    III – Τα περιστατικά, η διαδικασία της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    12.      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η BB και η AB εμφανίσθηκαν για πρώτη φορά ενεργώς στη βρετανική αγορά τα έτη 1973 και 1974 αντιστοίχως. Αμφότερες διαθέτουν ζύθο με ένα σήμα που αποτελείται από τη λέξη «Budweiser» ή περιέχει αυτή τη λέξη.

    13.      Όπως περαιτέρω συνάγεται από την απόφαση περί παραπομπής, οι ονομασίες είναι μεν όμοιες, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τις μπίρες. Η γεύση, η τιμή και η παρουσίαση ανέκαθεν διέφεραν. Σε αγορές όπου κυκλοφορούν και οι δύο, οι καταναλωτές αντιλαμβάνονται σαφέστατα τη διαφορά, παρόλο που πάντα θα υφίσταται σε μικρό βαθμό κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των δύο.

    14.      Τον Νοέμβριο του 1976 η BB ζήτησε την καταχώριση της λέξεως «Bud» ως σήματος. Η AB άσκησε ανακοπή.

    15.      Το 1979 η ΑΒ άσκησε αγωγή κατά της BB λόγω απατηλής χρήσεως διακριτικού σημείου, ζητώντας τη λήψη προσωρινών μέτρων προκειμένου να απαγορευθεί στη ΒΒ η χρήση της λέξεως «Budweiser». Η ΒΒ άσκησε ανταγωγή, ζητώντας να παύσει η ΑΒ την απατηλή χρήση διακριτικού σημείου, η οποία συνίστατο στη χρησιμοποίηση της λέξεως «Budweiser». Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, ανεστάλη η εξέταση της ανακοπής. Τόσο όμως η αγωγή όσο και η ανταγωγή δεν είχαν αποτέλεσμα, διότι τα δικαστήρια έκριναν ότι κανένα από τα δύο μέρη δεν δημιουργούσε παραπλανητικές εντυπώσεις στο κοινό. Το σήμα και το διακριτικό σημείο «Budweiser» απολαύουν διττής φήμης.

    16.      Στις 11 Δεκεμβρίου 1979 η AB η ζήτησε την καταχώριση της λέξεως «Budweiser» ως σήματος για τα εξής προϊόντα: «ζύθο, ζύθο αφροζύμης και μαύρο ζύθο». Η ΒΒ άσκησε ανακοπή. Στις 28 Ιουνίου 1989, η BB υπέβαλε και αυτή αίτηση για να καταχωρισθεί ως σήμα η λέξη «Budweiser», κατά της οποίας η ΑΒ άσκησε ανακοπή.

    17.      Τον Φεβρουάριο του 2000, το Court of Appeal απέρριψε αμφότερες τις ανακοπές, οπότε αμφότερα τα μέρη μπορούσαν να καταχωρίσουν ως σήμα τη λέξη «Budweiser». Η απόφαση εκδόθηκε βάσει του προϊσχύσαντος νόμου του Ηνωμένου Βασιλείου περί σημάτων, αυτού του 1938, ο οποίος επέτρεπε ρητώς την παράλληλη καταχώριση δύο πανομοιότυπων ή παρόμοιων σε βαθμό που να προκαλείται σύγχυση σημάτων σε περιπτώσεις καλόπιστης εκ παραλλήλου χρήσεως ή όταν συντρέχουν άλλες ειδικές περιστάσεις. Κατόπιν της εκδόσεως αυτής της αποφάσεως, έκαστο των μερών επιδίωξε να καταχωρισθεί στο μητρώο σημάτων ως δικαιούχος του λεκτικού σήματος «Budweiser». Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ότι η BB πέτυχε την καταχώριση δύο σημάτων, και συγκεκριμένα του «Bud» (αίτηση καταχωρίσεως που υποβλήθηκε τον Νοέμβριο του 1976) και του «Budweiser» (αίτηση καταχωρίσεως που υποβλήθηκε τον Ιούνιο του 1989). Η AB πέτυχε να καταχωρισθεί ως σήμα η λέξη «Budweiser» (αίτηση καταχωρίσεως που υποβλήθηκε τον Δεκέμβριο του 1979).

    18.      Στις 18 Μαΐου 2005, δηλαδή τέσσερα έτη και 364 ημέρες μετά την καταχώριση στο μητρώο των αντιστοίχων σημάτων «Budweiser» αμφοτέρων των μερών, η AB ζήτησε από το εθνικό γραφείο σημάτων να κηρυχθεί άκυρη η υπέρ της ΒΒ καταχώριση του σήματος «Budweiser». Τα επιχειρήματα της αιτούσας ήταν τα εξής:

    –        Μολονότι τα σήματα αμφοτέρων των μερών καταχωρίσθηκαν στο μητρώο την ίδια ημέρα, το σήμα της ΑΒ ήταν «προγενέστερο» κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεδομένου ότι η ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως είναι προγενέστερη, στοιχείο το οποίο λαμβάνεται υπόψη προκειμένου να κριθεί ποιο σήμα είναι προγενέστερο.

    –        Τα σήματα και τα προϊόντα είναι πανομοιότυπα και, συνεπώς, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, το σήμα της ΒΒ μπορεί να κηρυχθεί άκυρο.

    –        Δεν υφίσταται ζήτημα ανοχής, δεδομένου ότι η κατά το άρθρο 9 περίοδος των πέντε ετών δεν είχε ακόμη παρέλθει.

    19.      Η γνώμη του γραφείου σημάτων ήταν ότι η ΑΒ δεν εμποδιζόταν να υποβάλει την αίτηση κηρύξεως του σήματος ως ακύρου, δεδομένου ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/104 περίοδος των πέντε ετών είχε αρχίσει από το χρονικό σημείο της καταχωρίσεως του μεταγενέστερου σήματος. Κατά συνέπεια, το γραφείο σημάτων έκανε δεκτή την αίτηση κηρύξεως του σήματος ως ακύρου.

    20.      Η ΒΒ άσκησε ένδικο μέσο κατ’ αυτής της αποφάσεως ενώπιον του High Court of Justice (England & Wales). Το δικαστήριο αυτό έκρινε ιδίως ότι κατά το άρθρο 48 του νόμου περί σημάτων του 1994 ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος, δηλαδή η AB, όφειλε να ανεχθεί τη χρήση ενός καταχωρισμένου σήματος, όχι όμως τη χρησιμοποίηση μη καταχωρισμένου σήματος, η καταχώριση του οποίου ναι μεν ζητήθηκε, πλην όμως δεν διενεργήθηκε. Δεδομένου ότι η AB δεν ανέχθηκε τη χρήση, το δικαστήριο δέχθηκε το αίτημα για την κήρυξη της ακυρότητας.

    21.      Κατόπιν τούτου, η BB άσκησε ένδικο μέσο ενώπιον του Court of Appeal. Το δικαστήριο αυτό εξέφρασε αμφιβολίες ως προς την έννοια του όρου «ανοχή» κατά το άρθρο 9, ιδίως δε ως προς το ζήτημα του χρόνου εκ του οποίου λογίζεται αρχόμενη η ανοχή της χρήσεως ενός μεταγενέστερου σήματος εκ μέρους του δικαιούχου προγενέστερου σήματος. Οι σχετικές με ερμηνευτικά ζητήματα αμφιβολίες του αφορούν πάντως και την ερμηνεία του άρθρου 4 της οδηγίας 89/104. Γι’ αυτόν τον λόγο, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως:

    «1)      Ποια είναι η έννοια της λέξεως “ανέχθηκε”, κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/104 του Συμβουλίου, ειδικότερα δε:

    α)      Αποτελεί η λέξη “ανέχθηκε” έννοια του κοινοτικού δικαίου ή τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να εφαρμόζουν σχετικώς τους κανόνες του εθνικού δικαίου (περιλαμβανομένων των κανόνων περί ολιγωρίας ή περί της από μακρόν εδραιωμένης καλόπιστης χρήσεως εκ παραλλήλου);

    β)      Εφόσον η λέξη “ανέχθηκε” αποτελεί έννοια του κοινοτικού δικαίου, μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο δικαιούχος σήματος ανέχθηκε τη μακροχρόνια και σαφώς εδραιωμένη καλόπιστη χρήση πανομοιότυπου σήματος από τρίτον, όταν την γνώριζε από μακρού, αλλά δεν είχε τη δυνατότητα να αντιταχθεί σ’ αυτήν;

    γ)      Απαιτείται, εν πάση περιπτώσει, ο δικαιούχος σήματος να το έχει καταχωρίσει πριν αρχίσει να «ανέχεται» τη χρήση από τρίτον (i) πανομοιότυπου ή (ii) παρόμοιου σε βαθμό που να προκαλείται σύγχυση σήματος;

    2)      Ποια είναι η αφετηρία της «περιόδου των πέντε συνεχών ετών», ειδικότερα δε μπορεί αυτή να αρχίσει (και συνεπώς να λήξει) πριν ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος επιτύχει πράγματι την καταχώριση του σήματός του, σε περίπτωση δε καταφατικής απαντήσεως ποιες είναι οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την έναρξη της περιόδου αυτής;

    3)      Μπορεί το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 89/104 του Συμβουλίου να παρέχει στον δικαιούχο προγενέστερου σήματος τη δυνατότητα να επικαλεσθεί επιτυχώς τα δικαιώματά του που απορρέουν από το σήμα, παρά τη μακροχρόνια καλόπιστη εκ παραλλήλου χρήση δύο πανομοιότυπων σημάτων για πανομοιότυπα προϊόντα, οπότε η εγγύηση της προελεύσεως βάσει του προγενέστερου σήματος δεν συνεπάγεται πλέον ότι το σήμα προσδιορίζει αποκλειστικώς τα προϊόντα του δικαιούχου του προγενέστερου σήματος, αλλά τα προϊόντα είτε του ιδίου είτε του άλλου χρήστη;»

    IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

    22.      Η απόφαση περί παραπομπής, με χρονολογία 20 Οκτωβρίου 2008, περιήλθε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 30 Νοεμβρίου 2008.

    23.      Η ΑΒ, η ΒΒ, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η Τσεχική, η Ιταλική, η Σλοβακική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις εντός της προθεσμίας που τάσσει το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου.

    24.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 24ης Νοεμβρίου 2010, παρέστησαν οι δικαστικοί πληρεξούσιοι της AB, της BB, της Τσεχικής Κυβερνήσεως, καθώς και της Επιτροπής, για να αναπτύξουν τις παρατηρήσεις τους.

    V –    Κύρια επιχειρήματα των μετεχόντων στη διαδικασία

     Α –       Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

    25.      Η BB υποστηρίζει την άποψη ότι η έννοια της «ανοχής» κατά το άρθρο 9 της οδηγίας 89/104 είναι αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ενώσεως. Στο περιεχόμενο της έννοιας αυτής εμπίπτει η μη παρεμπόδιση της χρήσεως του σήματος από τρίτον, όταν υπήρχε δυνατότητα προς τούτο.

    26.      Η AB έχει επίσης τη γνώμη ότι η έννοια της «ανοχής» είναι αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ενώσεως και ότι οι αρχές των κρατών μελών δεν μπορούν να στηρίζουν σε εθνικούς κανόνες τον ορισμό αυτής της έννοιας.

    27.      Κατά τον ορισμό αυτής της έννοιας, ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος πρέπει κατ’ ανάγκη να έχει τη δυνατότητα παρεμποδίσεως της χρήσεως μεταγενέστερου σήματος, προκειμένου να μπορεί πράγματι να την ανέχεται. Δεν μπορεί να λογίζεται ότι ανέχθηκε την καλόπιστη και επί σειρά ετών χρήση μεταγενέστερου σήματος, όταν είχε μεν γνώση αυτού, αλλά δεν ήταν σε θέση να εμποδίσει τη χρήση του. Η AB προβάλλει περαιτέρω ότι για να θεωρηθεί ότι υφίσταται «ανοχή» κατά την έννοια του άρθρου 9 της οδηγίας 89/104 απαιτείται να έχει επιτύχει ο δικαιούχος ενός σήματος την καταχώρισή του, πριν αρχίσει η καθεαυτή ανοχή ενός πανομοιότυπου ή παρόμοιου σήματος, το οποίο δίνει αφορμή για την πρόκληση συγχύσεως.

    28.      Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου προβάλλει ότι η έννοια της «ανοχής» συνιστά αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ενώσεως. Ο δικαιούχος ενός σήματος δεν μπορεί να λογίζεται ότι ανέχθηκε την καλόπιστη και επί σειρά ετών χρήση πανομοιότυπου σήματος από τρίτον, όταν είχε μεν γνώση αυτής, αλλά όχι τη δυνατότητα να απαγορεύσει αυτή τη χρήση. Περαιτέρω, δεν είναι απαραίτητο να έχει επιτύχει ο δικαιούχος του σήματος την καταχώρισή του, πριν αρχίσει η ανοχή της χρήσεως ενός πανομοιότυπου ή παρόμοιου σήματος.

    29.      Η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η έννοια της ανοχής κατά το άρθρο 9 της οδηγίας 89/104 αποτελεί έναν εναρμονισμένο σχεδιασμό του δικαίου της Ενώσεως και συνεπάγεται τη νομική δυνατότητα του δικαιούχου προγενέστερου σήματος να αντιταχθεί στην εκ μέρους άλλου χρήση ενός μεταγενέστερου σήματος, το οποίο είναι πανομοιότυπο ή μέχρι παραπλανήσεως παρόμοιο.

    30.      Δεδομένου ότι η έννοια του προγενέστερου σήματος, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/104, δεν προϋποθέτει την καταχώρισή του, δεν είναι αναγκαίο για την έναρξη της «ανοχής» της χρήσεως ενός πανομοιότυπου ή παρόμοιου σήματος από τρίτον να έχει επιτύχει ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος την καταχώριση, προκειμένου να αρχίσει να «ανέχεται» τη χρήση ενός πανομοιότυπου ή παρόμοιου σήματος από τρίτον. Το άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/104 δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να προβλέπουν ότι υφίσταται κατάσταση ανοχής κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, πριν από την καταχώριση του προγενέστερου σήματος, περιλαμβανομένων των περιστάσεων που περιγράφονται στο άρθρο 4, παράγραφος 4, στοιχεία α΄, β΄ και γ΄.

    31.      Η Πορτογαλική Κυβέρνηση έχει τη γνώμη ότι στην περίπτωση μιας επί σειρά ετών συνυπάρξεως δύο σημάτων στην αγορά πρέπει, προς το συμφέρον της καλής πίστεως και της ασφάλειας δικαίου, η προβλεπόμενη στο άρθρο 9 της οδηγίας 89/104 περίοδος απώλειας δικαιώματος να συμπίπτει με το χρονικό σημείο κατά το οποίο άρχισε η πραγματική χρήση των σημάτων, καθώς και με το χρονικό σημείο κατά το οποίο οι δικαιούχοι των υπερεχουσών ενδείξεων διαθέτουν τα μέσα –π.χ. τα προβλεπόμενα στις ρυθμίσεις περί αθέμιτου ανταγωνισμού μέσα–, προκειμένου να απαγορεύουν μια ενδεχομένως βλαπτική για τα συμφέροντα του δικαιούχου του σήματος χρήση.

    32.      Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η έννοια της «ανοχής» είναι αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ενώσεως, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται ομοιόμορφα.

    33.      Δεν πρέπει να θεωρείται ότι υφίσταται εκ μέρους του δικαιούχου προγενέστερου σήματος ανοχή ενός μεταγενέστερου καταχωρισμένου σήματος, πριν καν αυτό καταχωρισθεί, ιδίως δε, επίσης, όταν αυτός δεν είχε γνώση της χρήσεώς του και δεν επιχείρησε τίποτα κατ’ αυτής. Επί πλέον, το κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, προγενέστερο σήμα δεν χρειάζεται να έχει οπωσδήποτε καταχωρισθεί, πριν ο δικαιούχος του ανεχθεί τη χρήση του καταχωρισθέντος σ’ αυτό το κράτος μέλος μεταγενέστερου σήματος.

     Β –       Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

    34.      Κατά την άποψη της BB, η προβλεπόμενη στο άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/104 περίοδος ανοχής αρχίζει από το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο ενδιαφερόμενος πληροφορείται τη χρήση του σήματος από τρίτον. Το γεγονός ότι η περίοδος αυτή αρχίζει πριν ή μετά την καταχώριση του προγενέστερου σήματος στερείται σημασίας.

    35.      Η AB έχει αντιθέτως τη γνώμη ότι η περίοδος των «πέντε συνεχών ετών» αρχίζει αμέσως μόλις πληρωθούν οι ακόλουθες τρεις προϋποθέσεις: το προγενέστερο σήμα έχει καταχωρισθεί, ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος έχει λάβει γνώση της χρησιμοποιήσεως πανομοιότυπου ή παρόμοιου σήματος, το μεταγενέστερο σήμα έχει επίσης καταχωρισθεί. Η περίοδος αυτή δεν μπορεί ούτε να αρχίσει ούτε να λήξει, πριν πράγματι καταχωρισθεί το προγενέστερο σήμα.

    36.      Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου επισημαίνει ότι η περίοδος των «πέντε συνεχών ετών» αρχίζει αμέσως με την καταχώριση και τη χρήση του μεταγενέστερου σήματος και τη γνώση από τον δικαιούχο της χρήσεως αυτού του σήματος.

    37.      Η Σλοβακική Κυβέρνηση εξετάζει κατ’ αρχάς το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, πριν στραφεί στο πρώτο. Κατά την άποψή της, η πενταετής περίοδος αρχίζει από το χρονικό σημείο της καταχωρίσεως του μεταγενέστερου σήματος, εφόσον ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος έχει γνώση της χρησιμοποιήσεως του μεταγενέστερου σήματος και η καταχώρισή του ζητήθηκε καλοπίστως, μάλιστα δε ανεξαρτήτως του ότι το προγενέστερο σήμα έχει ήδη καταχωρισθεί ή κατατεθεί στο γραφείο σημάτων.

    38.      Η Ιταλική Κυβέρνηση προτείνει να δοθεί στο προδικαστικό ερώτημα η απάντηση ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/104 περίοδος ανοχής μπορεί να αρχίζει και ενδεχομένως επίσης να λήγει, πριν ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος επιτύχει την καταχώριση του σήματός του, δεν μπορεί όμως να αρχίζει ούτε πριν από την καταχώριση του μεταγενέστερου σήματος ούτε πριν από το χρονικό σημείο, κατά το οποίο ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος έχει πράγματι λάβει γνώση του καταχωρισθέντος μεταγενέστερου σήματος.

    39.      Η Επιτροπή έχει την άποψη ότι η περίοδος ανοχής αρχίζει κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος λαμβάνει γνώση της χρήσεως του μεταγενέστερου καταχωρισθέντος σήματος. Η περίοδος αυτή μπορεί επομένως να αρχίζει το νωρίτερο από το χρονικό σημείο της καταχωρίσεως του μεταγενέστερου σήματος, εφόσον αυτό χρησιμοποιείται από του χρονικού αυτού σημείου και ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος λαμβάνει γνώση αυτής της χρήσεως από του εν λόγω χρονικού σημείου. Η ημερομηνία της καταχωρίσεως του μεταγενέστερου σήματος καθορίζεται βάσει των αντίστοιχων εφαρμοστέων ρυθμίσεων σε κάθε κράτος μέλος που αφορούν τη διαδικασία καταχωρίσεως. Επί πλέον, η περίοδος ανοχής μπορεί να αρχίσει, πριν ακόμη επιτύχει ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος την καταχώριση του σήματός του.

     Γ –       Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

    40.      Η BB υποστηρίζει ότι στην περίπτωση εκ παραλλήλου καλόπιστης, καθώς και επί σειρά ετών, χρήσεως δύο πανομοιότυπων σημάτων, τα οποία αφορούν δύο πανομοιότυπα προϊόντα, συγκεκριμένα δε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε το σήμα να χαρακτηρίζει όχι αποκλειστικά τα προϊόντα του δικαιούχου του προγενέστερου σήματος, αλλά αντιθέτως τα προϊόντα του δικαιούχου του μεταγενέστερου σήματος και εφόσον δεν υφίσταται σοβαρός κίνδυνος συγχύσεως, δεν υφίσταται προσβολή της κύριας λειτουργίας του προγενέστερου σήματος από το μεταγενέστερο σήμα, κατά την προϋπόθεση που θέτει σχετικώς το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 89/104.

    41.      Η AB έχει τη γνώμη ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 89/104 παρέχει απόλυτη προστασία και, επομένως, επιτρέπει στον δικαιούχο του προγενέστερου σήματος να επικαλείται επιτυχώς τα δικαιώματά του, μάλιστα δε ακόμη και στην περίπτωση εκ παραλλήλου καλόπιστης και επί σειρά ετών χρήσεως δύο σημάτων που αφορούν παρόμοια προϊόντα, με συνέπεια η εγγύηση προελεύσεως του προγενέστερου σήματος να μην σημαίνει ότι το σήμα προσδιορίζει όχι αυτά και μόνο τα προϊόντα του δικαιούχου του προγενέστερου σήματος και κανενός άλλου, αλλά αντιθέτως να είναι εξίσου δηλωτικό των προϊόντων τόσο αυτού όσο και του άλλου χρήστη του σήματος.

    42.      Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου προτείνει να δοθεί σ’ αυτό το ερώτημα η απάντηση ότι, με επιφύλαξη των ρυθμίσεων του άρθρου 6, παράγραφος 2, και του άρθρου 9, οι ρυθμίσεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 89/104 έχουν εφαρμογή, καθόσον επιτρέπουν στον δικαιούχο του προγενέστερου σήματος να επικαλείται λυσιτελώς τα δικαιώματά του ακόμα και στην περίπτωση παράλληλης, καλόπιστης και επί σειρά ετών χρήσεως δύο σημάτων που αφορούν παρόμοια προϊόντα.

    43.      Κατά την άποψη της Τσεχικής Κυβερνήσεως, το άρθρο 4 της οδηγίας 89/104 δεν έχει εφαρμογή σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, δεδομένου ότι η οδηγία αυτή θέτει ως προϋπόθεση ότι στην περίπτωση ευρύτατα γνωστών πανομοιότυπων ή τουλάχιστον παρόμοιων σημάτων κανένα από αυτά τα σήματα δεν μπορεί να αποκτήσει επίσημη νομική προστασία, δηλαδή αμφότερα τα σήματα απολαύουν εξίσου προστασίας, με συνέπεια να μπορούν να χρησιμοποιούνται παραλλήλως σύμφωνα με τις διατάξεις του εθνικού και του διεθνούς δικαίου που αφορούν μη καταχωρισμένα σήματα.

    44.      Χάριν προνοίας, η Τσεχική Κυβέρνηση διατείνεται ότι το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/104 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο προβλεπόμενος σ’ αυτό χρόνος απώλειας δικαιώματος λόγω ανοχής δεν αρχίζει πριν από το χρονικό σημείο της καταχωρίσεως του αμφισβητούμενου σήματος.

    45.      Κατά την άποψη της Τσεχικής Κυβερνήσεως, η επίκληση του άρθρου 4 της οδηγίας 89/104 αποκλείεται στην περίπτωση καταχρήσεως δικαιώματος. Ως κατάχρηση δικαιώματος νοείται η προσπάθεια εξασφαλίσεως ιδίου οφέλους σε βάρος τρίτου κατ’ αντίθεση προς τον επιδιωκόμενο με τον κανόνα δικαίου σκοπό. Η κρίση περί της υπάρξεως καταχρήσεως δικαιώματος είναι έργο του εθνικού δικαστηρίου.

    46.      Η Σλοβακική Κυβέρνηση έχει την άποψη ότι η οδηγία 89/104 δεν επιτρέπει στον δικαιούχο του προγενέστερου δικαιώματος να επικαλείται λυσιτελώς τα δικαιώματά του κατά την έννοια του άρθρου 4, όταν η άσκηση αυτού του δικαιώματος είναι καταχρηστική.

    47.      Η απόδειξη μιας τέτοιας καταχρήσεως δικαιώματος προϋποθέτει, αφενός, ότι η λυσιτελής προβολή του δικαιώματος να ζητηθεί η ακύρωση του σήματος, παρά το ότι πληρούνται τυπικώς οι προϋποθέσεις εφαρμογής της οδηγίας, καθώς και των σχετικών διατάξεων για τη μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο, έχει ως αποτέλεσμα ένα στρατηγικής φύσεως πλεονέκτημα, η παροχή του οποίου αντιφάσκει προς τους σκοπούς της οδηγίας. Αφετέρου, πρέπει να προκύπτει από εκτίμηση όλων των περιστάσεων ότι ο κύριος σκοπός της αιτήσεως να κηρυχθεί άκυρο το σήμα συνίσταται στην απόκτηση ενός στρατηγικής φύσεως πλεονεκτήματος. Εντούτοις, ο έλεγχος του αν υφίσταται κατάχρηση δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να επαφίεται στο εθνικό δικαστήριο.

    48.      Η Ιταλική Κυβέρνηση τονίζει ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 89/104 δεν παρέχει στον δικαιούχο ενός προφανώς προγενέστερου σήματος το δικαίωμα να απαγορεύει τη χρήση ενός προφανώς μεταγενέστερου σήματος ή ακόμη και να ζητήσει να κηρυχθεί άκυρο. Σε μια κατάσταση, όπου υφίσταται εκ παραλλήλου καλόπιστη και επί σειρά ετών χρήση πανομοιότυπων ή μέχρι παραπλανήσεως παρόμοιων σημάτων, πρέπει να συνάγεται ότι η οδηγία 89/104 δεν εμποδίζει κράτος μέλος να αποφασίζει ότι δεν μπορεί να αναγνωρίζεται στους δικαιούχους δύο σημάτων το δικαίωμα να ζητούν την ακύρωση του άλλου σήματος ή την απαγόρευση της χρήσεώς του, μάλιστα δε ανεξαρτήτως σειράς καταχωρίσεως ή καν ενδεχομένως ανοχής.

    49.      Η Επιτροπή επισημαίνει ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 89/104 δεν αποκλείει τη συνύπαρξη δύο πανομοιότυπων σημάτων, τα οποία αφορούν δύο πανομοιότυπα, πλην όμως αποτελούντα αντικείμενο εμπορίας διαφορετικών παραγωγών, προϊόντα, ως αποτέλεσμα επί σειράς ετών καλόπιστης χρήσεως, εφόσον δεν θίγεται η κύρια λειτουργία του προγενέστερου σήματος, η οποία συνίσταται στον προσδιορισμό της καταγωγής των σχετικών προϊόντων.

    VI – Νομική εκτίμηση

     Α –       Εισαγωγικές παρατηρήσεις

    50.      Η εξέλιξη, σε επίπεδο Ενώσεως, βασικών κανόνων στον τομέα της διανοητικής ιδιοκτησίας είναι εξαιρετικά προωθημένη στον τομέα του δικαίου των σημάτων. Η επίτευξη ομοιομορφίας σ’ αυτόν τον τομέα του δικαίου στηρίζεται σε δύο διαφορετικές, παράλληλα ακολουθούμενες, συγγενείς ως προς το ρυθμιστικό αντικείμενο προσεγγίσεις, που όμως εμφανίζουν ποικιλόμορφες σχέσεις μεταξύ τους και αλληλοσυμπληρώνονται (7). Αφενός, υπάρχει το θεσπισθέν με τον κανονισμό (ΕΚ) 40/94 (8) σύστημα του κοινοτικού σήματος ως υπερεθνικού δικαιώματος βιομηχανικής ιδιοκτησίας, το οποίο με την έναρξη ισχύος του κανονισμού στις 15 Μαρτίου 1994 δημιούργησε ένα επέκεινα των εθνικών συνόρων ομοιόμορφο δίκαιο των σημάτων, που εκτείνεται σε όλο το έδαφος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Αφετέρου, υπάρχει η μέσω της προσεγγίσεως των νομοθεσιών με το νομικό μέσο της οδηγίας προϊούσα σύγκλιση των εθνικών εννόμων τάξεων. Αυτή η μέθοδος της προσεγγίσεως των νομοθεσιών δεν καθιστά βεβαίως ανίσχυρη την αρχή της εδαφικότητας (9), δηλαδή τη σύνδεση των εννόμων συνεπειών ενός σήματος με το έδαφος του συγκεκριμένου κράτους μέλους, η οποία χαρακτηρίζει ανέκαθεν το δίκαιο των σημάτων, συμβάλλει όμως οπωσδήποτε στην εξάλειψη υφιστάμενων μεταξύ των εθνικών ρυθμίσεων διαφορών και των συνακόλουθων εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών εντός της κοινής αγοράς (10).

    51.      Αυτός είναι επίσης ο σκοπός που επιδίωκε ο νομοθέτης της Ενώσεως με την έκδοση της οδηγίας 89/104, όπως προκύπτει από την πρώτη αιτιολογική της σκέψη. Σύμφωνα με την τρίτη αιτιολογική της σκέψη, η οδηγία δεν είχε πάντως ως σκοπό την πλήρη προσέγγιση των εθνικών νομοθεσιών περί σημάτων. Αντιθέτως, θεωρήθηκε ότι αρκεί η προσέγγιση να περιορίζεται σε εκείνες μόνο τις εθνικές διατάξεις, οι οποίες έχουν την πλέον άμεση επίδραση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Σ’ αυτές περιλαμβάνονται ιδίως, πράγμα που επισημαίνει η έβδομη αιτιολογική σκέψη, οι διατάξεις από τις οποίες «[εξαρτάται] η απόκτηση και η διατήρηση του δικαιώματος επί του κατατεθέντος σήματος». Αυτό ισχύει ειδικότερα για λόγους απαραδέκτου ή ακυρότητας, οι οποίοι πρέπει εν προκειμένω να απαριθμούνται περιοριστικά. Η δημιουργία ίδιων όρων σ’ αυτόν τον τομέα αναφέρεται ρητώς σ’ αυτή την αιτιολογική σκέψη ως προϋπόθεση για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών. Αντιθέτως, κατά την πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, η αρμοδιότητα των κρατών μελών για τη ρύθμιση διαδικαστικών πτυχών που συνδέονται με την καταχώριση, την έκπτωση ή την ακυρότητα των σημάτων που αποκτώνται με καταχώριση θα έπρεπε ως επί το πλείστον να εξακολουθεί να παραμένει άθικτη.

    52.      Δεδομένης μιας μόνο μερικής εναρμονίσεως των εθνικών δικαίων των σημάτων, τίθεται το ουσιώδες γι’ αυτή την υπόθεση ερώτημα αν και κατά πόσον η έννοια της «ανοχής» κατά το άρθρο 9 της οδηγίας καθορίζεται με βάση τους κανόνες του δικαίου της Ενώσεως. Το ερώτημα 1, υπό α΄, του αιτούντος δικαστηρίου αφορά την κατ’ αρχήν νομική ένταξη αυτής της έννοιας στις κατηγορίες του δικαίου της Ενώσεως, ενώ τα ερωτήματα 1, υπό β΄, έως 2 έχουν ως αντικείμενο το περιεχόμενο αυτής της έννοιας, καθώς και το πως ακριβώς έχει διαμορφωθεί η ρύθμιση για την απώλεια των δικαιωμάτων από προγενέστερο σήμα λόγω ανοχής. Διαφορετικό από τα ανωτέρω πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι το ερώτημα 3, το οποίο αφορά πρωτίστως την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1 στοιχείο α΄, της οδηγίας, καθώς και το αν ο μέχρι τούδε γνωστός στο αγγλικό δίκαιο των σημάτων νομικός θεσμός της «honest concurrent use» («καλόπιστης εκ παραλλήλου χρήσεως») συνάδει προς το δίκαιο της Ενώσεως. Χάριν σαφήνειας, θα ανακατατάξω τα υποβληθέντα ερωτήματα σε αντιστοιχία προς τις ανωτέρω θεματικές και κατ’ αυτήν επίσης τη σειρά θα δώσω απάντηση. Τέλος, πρέπει να εξετασθεί τόσο η πτυχή της διαχρονικής εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας στην περίπτωση της κύριας δίκης όσο και η μομφή της καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος εκ μέρους της ΑΒ, που διατυπώνει η Τσεχική και η Σλοβακική Κυβέρνηση στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου.

     Β –       Εξέταση των προδικαστικών ερωτημάτων

    1.      Η κατά το δίκαιο της Ενώσεως έννοια της «ανοχής»

    53.      Το πρώτο ζήτημα, που πρέπει να εξετασθεί αναλυτικά, είναι αν η έννοια της «ανοχής» στο άρθρο 9 της οδηγίας αποτελεί έννοια του δικαίου της Ενώσεως, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται αυτοτελώς και ομοιομόρφως. Η οδηγία δεν περιέχει αυθεντικό ορισμό αυτής της έννοιας. Τίθεται το ερώτημα αν το γεγονός αυτό εμποδίζει τον χαρακτηρισμό ως έννοιας του δικαίου της Ενώσεως.

     α)     Καμία ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών

    54.      Υπέρ ενός τέτοιου χαρακτηρισμού μπορεί πάντως να παρατεθεί η εν τω μεταξύ παγιωθείσα νομολογία του Δικαστηρίου (11), κατά την οποία από τις απαιτήσεις τόσο της ενιαίας εφαρμογής του δικαίου της Ενώσεως όσο και της αρχής της ισότητας απορρέει ότι σε διάταξη του δικαίου της Ενώσεως που δεν περιέχει ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της εννοίας και του περιεχομένου της πρέπει κανονικά να δίδεται, σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτοτελής και ομοιόμορφη ερμηνεία, η οποία πρέπει να ανευρίσκεται με βάση τα συμφραζόμενα και τον σκοπό που επιδιώκει η σχετική κανονιστική ρύθμιση. Αν όμως σε μια νομική πράξη της Ενώσεως ο νομοθέτης της Ενώσεως παραπέμπει σιωπηρώς στις πρακτικές που επικρατούν σε κάθε χώρα (12), δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να δώσει στον χρησιμοποιούμενο όρο ομοιόμορφο ορισμό κατά το δίκαιο της Ενώσεως.

    55.      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η οδηγία δεν περιέχει ρητώς καμία παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών, από την οποία θα μπορούσε να συναχθεί ότι η πρόθεση ήταν να παραμείνει αμετάβλητη η αρμοδιότητά τους να προσδίδουν συγκεκριμένο περιεχόμενο σ’ αυτή την αόριστη νομική έννοια (13).

     β)     Εναρμόνιση των δικαιωμάτων που παρέχει το σήμα και σχετικές ενστάσεις

    56.      Αρμοδιότητα των κρατών μελών δεν μπορεί να συναχθεί επίσης, κατά τρόπο έμμεσο, από το γεγονός ότι η οδηγία 89/104, όπως συνάγεται από την τρίτη αιτιολογική της σκέψη, προβλέπει απλώς μερική εναρμόνιση. Όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο, το γεγονός αυτό δεν αποκλείει να έχουν αποτελέσει αντικείμενο πλήρους εναρμονίσεως εκείνοι ιδίως οι κανόνες της εσωτερικής νομοθεσίας οι οποίοι επηρεάζουν κατά τον πλέον άμεσο τρόπο τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (14). Αυτό αληθεύει ως προς την εν προκειμένω εξεταζόμενη απώλεια δικαιωμάτων που παρέχει προγενέστερο σήμα, την οποία ρυθμίζει το άρθρο 9 της οδηγίας. Όπως μνημόνευσα προεισαγωγικώς (15), η έβδομη αιτιολογική σκέψη διευκρινίζει ότι η επιδιωκόμενη με την οδηγία εναρμόνιση του δικαίου των σημάτων περιλαμβάνει τις πτυχές που αφορούν την «απόκτηση» και τη «διατήρηση» του δικαιώματος επί του κατατεθέντος σήματος σε όλα τα κράτη μέλη. Συνάγεται επομένως, ότι αντικείμενο της εναρμονίσεως αποτελούν ειδικότερα οι πτυχές εκείνες που αφορούν τόσο την «ύπαρξη» (16) όσο και την «αποτελεσματική άσκηση» του δικαιώματος που παρέχει καταχωρισμένο σήμα.

    57.      Στην «αποτελεσματική άσκηση» του δικαιώματος που παρέχει ένα σήμα σκοπεί το άρθρο 4, παράγραφος 1, καθώς και το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας. Αμφότερες οι διατάξεις αποτελούν έκφραση της ισχύουσας στο δίκαιο των σημάτων «αρχής της προτεραιότητας», η έννοια της οποίας είναι ότι βάσει ενός προγενέστερου δικαιώματος μπορούν να ληφθούν μέτρα κατά όλων των νεότερων συγκρουομένων προς αυτό σημείων (17). Το άρθρο 4, παράγραφος 1, παρέχει στον δικαιούχο σήματος το δικαίωμα να ζητήσει να κηρυχθεί άκυρο μεταγενέστερο σήμα, το οποίο ως πανομοιότυπο ή παρόμοιο με το δικό του σήμα θα μπορούσε να αποτελέσει αφορμή για την πρόκληση συγχύσεων. Το άρθρο 5, παράγραφος 1, εξάλλου, παρέχει στον δικαιούχο του σήματος το αποκλειστικό δικαίωμα επί του σήματος, καθώς και το δικαίωμα να απαγορεύει σε κάθε τρίτο τη χρήση στις συναλλαγές (18).

    58.      Στις πτυχές που αποτελούν αντικείμενο εναρμονίσεως θα έπρεπε όμως κατ’ ανάγκη να περιλαμβάνονται και οι ενδεχόμενες ενστάσεις ουσιαστικού δικαίου του δικαιούχου ενός μεταγενέστερου σήματος, στον οποίο προσάπτεται ότι προσβάλλει τα δικαιώματα που παρέχει προγενέστερο σήμα. Η ρυθμιζόμενη στο άρθρο 9 της οδηγίας απώλεια δικαιώματος συνιστά πράγματι μια τέτοια ένσταση κατά του διασφαλιζόμενου με το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, δικαιώματος του δικαιούχου του σήματος να ζητήσει να κηρυχθεί άκυρο το άλλο σήμα.

    59.      Αυτή η προσέγγιση επιβεβαιώνεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου τη σχετική με το άρθρο 7 της οδηγίας, το οποίο ρυθμίζει την ανάλωση του δικαιώματος που παρέχει ένα σήμα και, επομένως, παρέχει τη δυνατότητα προβολής ενστάσεως κατά του δικαιώματος που αντλείται από το άρθρο 5. Ευλόγως, επομένως, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η οδηγία επιφέρει πλήρη εναρμόνιση σ’ αυτόν τον τομέα του δικαίου των σημάτων (19). Δεν διαφαίνεται κανένας λόγος για τη συναγωγή διαφορετικού συμπεράσματος στην περίπτωση απώλειας δικαιώματος (20).

    60.      Από απόψεως μεθοδολογίας δικαίου, η απώλεια δικαιώματος συνιστά συγκεκριμενοποίηση της αρχής της καλής πίστεως, ακριβέστερον δε της εκφραζόμενης με το αξίωμα venire contra factum propium νομικής αρχής, κατά την οποία στην περίπτωση αντιφατικής συμπεριφοράς του δικαιούχου θα πρέπει να του απαγορεύεται η άσκηση του δικαιώματός του κατά του υποχρέου (21). Κατά το δίκαιο των κρατών μελών, ένα δικαίωμα θεωρείται κατά κανόνα απωλεσθέν, όταν επί κάποιο χρονικό διάστημα (το χρονικό δεδομένο) ο δικαιούχος δεν το έχει προβάλει (αδράνεια του δικαιούχου) και ο υπόχρεως έλαβε αυτό ως βάση και κατ’ αντικειμενική θεώρηση της συμπεριφοράς του δικαιούχου μπορούσε επίσης θεμιτώς να λάβει ως βάση (η εμπιστοσύνη) ότι αυτός ούτε μελλοντικώς θα προέβαλε το δικαίωμα. Η αντίθετη προς την καλή πίστη συμπεριφορά συνίσταται εν προκειμένω στην κακόβουλη καθυστέρηση της ασκήσεως του δικαιώματος. Αυτό που προστατεύεται είναι η θεωρούμενη από την έννομη τάξη ως δικαιολογημένη υπό τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως εμπιστοσύνη του κατ’ αρχήν υποχρέου στην ύπαρξη ορισμένης νομικής καταστάσεως.

    61.      Αυτή η νομική αρχή διέπει τον ειδικότερο τομέα του δικαίου των σημάτων. Όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση Levi Strauss (22), η οδηγία 89/104 σκοπεί στη στάθμιση, αφενός, του συμφέροντος του δικαιούχου του σήματος να διασφαλίσει την ουσιώδη λειτουργία του σήματος και, αφετέρου, του συμφέροντος άλλων επιχειρηματιών να έχουν στη διάθεσή τους σημεία ικανά να διακρίνουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους. Ρητή έκφραση αυτής της αρχής αποτελεί η ενδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, κατά την οποία, για λόγους ασφαλείας δικαίου και χωρίς να θίγονται κατά δυσανάλογο τρόπο τα συμφέροντα του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, πρέπει να προβλεφθεί πως ο εν λόγω δικαιούχος δεν μπορεί πλέον να ζητεί την ακυρότητα ή να αντιτίθεται στη χρήση σήματος μεταγενέστερου του δικού του, εφόσον εν γνώσει του ανέχθηκε τη χρήση αυτή για μεγάλο διάστημα, εκτός αν το μεταγενέστερο σήμα κατατέθηκε κακόπιστα.

     γ)     Αναγκαιότητα ομοιόμορφης ρυθμίσεως

    62.      Λόγω ιδίως της κρίσιμης σημασίας του νομικού θεσμού της απώλειας δικαιώματος για την κατοχύρωση ασφάλειας δικαίου (23), ο νομοθέτης της Ενώσεως θέσπισε ομοιόμορφες ρυθμίσεις με το άρθρο 9 της οδηγίας. Ο λεπτομερής χαρακτήρας αυτής της ρυθμίσεως, ιδίως όσον αφορά τις προϋποθέσεις από τη συνδρομή των οποίων εξαρτάται η επέλευση του εννόμου αποτελέσματος της απώλειας δικαιώματος –τις οποίες θα αναλύσω λεπτομερέστερα κατά την εξέταση της δεύτερης θεματικής ενότητας (24)– καταδεικνύει τη βούληση του νομοθέτη της Ενώσεως για τη θεσμοθέτηση ομοιόμορφων ρυθμίσεων σε όλα τα κράτη μέλη. Δεν θα εξυπηρετούνταν ούτε ο σκοπός της εναρμονίσεως ούτε ο σκοπός της κατοχυρώσεως ασφάλειας δικαίου στην κοινή αγορά, αν επιτρεπόταν στα κράτη μέλη να θεσπίζουν δικές τους –ενδεχομένως μάλιστα αποκλίνουσες μεταξύ τους– διατάξεις, με τις οποίες να προσιορίζουν την έννοια της ανοχής του δικαιούχου του προγενέστερου σήματος.

    63.      Όσον αφορά τα πραγματικά στοιχεία της έννοιας της «ανοχής», τα οποία αναφέρονται σε ορισμένη συμπεριφορά του δικαιούχου του σήματος, έχω την γνώμη ότι η σημασία τους πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο συνολικό πλαίσιο του δικαίου των σημάτων. Η κύρια λειτουργία ενός σήματος συνίσταται στο ότι παρέχει στους πελάτες τη δυνατότητα να διακρίνουν, χωρίς κίνδυνο συγχύσεως, επιχειρήσεις και τα προϊόντά τους ή τις υπηρεσίες τους στην αγορά (25). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, επιτελεί συγχρόνως πολυάριθμες σημαντικές λειτουργίες οικονομικής και νομικής φύσεως (26) στον ανταγωνισμό μεταξύ επιχειρηματιών, οι οποίες αναγνωρίζονται από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Όσον αφορά το δικαίωμα επί του σήματος, το Δικαστήριο έχει κρίνει (27), ότι αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του συστήματος ανόθευτου ανταγωνισμού που σκοπεί να εγκαθιδρύσει η Συνθήκη. Στο πλαίσιο αυτού του συστήματος, οι επιχειρήσεις, κατά την εκτίμηση του Δικαστηρίου, πρέπει να είναι σε θέση να προσελκύουν την πελατεία με την ποιότητα των προϊόντων τους ή των υπηρεσιών τους, πράγμα που είναι δυνατό μόνο χάρη στην ύπαρξη διακριτικών γνωρισμάτων που εξατομικεύουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες αυτές. Για να μπορεί το σήμα να επιτελεί τη λειτουργία αυτή, πρέπει να παρέχει την εγγύηση ότι όλα τα προϊόντα επί των οποίων έχει τεθεί έχουν κατασκευαστεί ή παραχθεί υπό τον έλεγχο μιας μόνο επιχειρήσεως, η οποία έχει την ευθύνη για την ποιότητά τους.

    64.      Κατά συνέπεια, όπως κατ’ επανάληψη έχει δεχθεί το Δικαστήριο (28), το ειδικό αντικείμενο του σήματος συνίσταται κυρίως στη μέσω του αποκλειστικού δικαιώματος χρήσεως του σήματος για την πρώτη θέση σε κυκλοφορία του προϊόντος προστασία του δικαιούχου κατά των ανταγωνιστών που θα ήθελαν να εκμεταλλευτούν τη θέση και τη φήμη του σήματος, πωλώντας προϊόντα επί των οποίων έχει τεθεί παρανόμως το εν λόγω σήμα. Το σήμα όμως, από νομικής απόψεως, αποτελεί έκφραση του δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας του δικαιούχου (29), το οποίο με την κατά νόμο αναγνώριση δυνατότητας απωλείας υφίσταται τελικώς σημαντικό περιορισμό. Η ενδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας κάνει ρητώς λόγο για ζημία στα συμφέροντα του δικαιούχου. Κατά συνέπεια, είναι δικαιολογημένη η απαίτηση να επέρχεται απώλεια του αποκλειστικού δικαιώματος που παρέχει το σήμα μόνο κατ’ εξαίρεση, μάλιστα δε υπό επακριβώς καθοριζόμενες από τον νόμο προϋποθέσεις. Θα εξέπλησσε αν εν προκειμένω γινόταν δεκτό ότι ο νομοθέτης της Ενώσεως, λαμβανομένων υπόψη των σοβαρότατων συνεπειών για τη νομική θέση του δικαιούχου του σήματος, το δικαίωμα του οποίου παύει να υφίσταται, είχε λάβει την απόφαση να καθορίσει με την οδηγία όλες τις προϋποθέσεις της απώλειας δικαιώματος, με εξαίρεση την έννοια της «ανοχής». Μια τέτοια ερμηνεία δεν θα συμβιβαζόταν με τους σκοπούς της οδηγίας.

     δ)     Συμπέρασμα

    65.      Κατόπιν αυτής της δογματικής και τελολογικής ερμηνείας της οδηγίας 89/104, καταλήγω ότι η έννοια της «ανοχής», κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, αποτελεί έννοια του δικαίου της Ενώσεως, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται αυτοτελώς και ομοιομόρφως (30).

    2.      Η περί απώλειας δικαιώματος ρύθμιση στο άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/104

    66.      Όπως μνημονεύθηκε προεισαγωγικώς, τα ερωτήματα 1, υπό β΄, έως 2 έχουν ως αντικείμενο το κανονιστικό περιεχόμενο αυτής της έννοιας, καθώς και το πως ακριβώς έχει διαμορφωθεί η ρύθμιση για την απώλεια των δικαιωμάτων από προγενέστερο σήμα λόγω ανοχής.

     α)     Ορισμός της έννοιας της «ανοχής»

    67.      Σύμφωνα με τη λογική ακολουθία των ερωτημάτων, ενδείκνυται κατ’ αρχάς να εξακριβωθεί τι πρέπει νομικώς να νοείται ως «ανοχή» κατ’ αυτή τη διάταξη. Από τον τρόπο με τον οποίο έχει διατυπωθεί το ερώτημα 1, υπό β΄, συνάγεται ότι το αιτούν δικαστήριο έχει αμφιβολίες ως προς το αν η έλλειψη δυνατότητας του δικαιούχου προγενέστερου σήματος να απαγορεύσει τη χρήση πανομοιότυπου μεταγενέστερου σήματος από τρίτον επηρεάζει την εκτίμηση ως προς το αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υφίσταται «ανοχή». Το αιτούν δικαστήριο κάνει διάκριση με την απόφασή του περί παραπομπής (31) μεταξύ μιας «στενής» ερμηνείας της έννοιας, κατά την οποία ο ένας μπορεί να ανέχεται τη συμπεριφορά του άλλου, μόνον εφόσον είναι σε θέση να ζητήσει να παύσει η συμπεριφορά αυτή, και μιας «ευρείας» ερμηνείας, κατά την οποία υφίσταται επίσης ανοχή, όταν κάποιος δεν μπορεί να επιφέρει καμία μεταβολή σε μια συγκεκριμένη κατάσταση. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, εάν από τα συμφραζόμενα του άρθρου 9 απαιτούνταν διασταλτική ερμηνεία του όρου, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η ΑΒ και η ΒΒ ανέχθηκαν, κατ’ ανάγκη, η μία την εκ μέρους της άλλης χρήση της λέξεως «Budweiser» για περισσότερα από 30 έτη.

    68.      Η εξακρίβωση του κανονιστικού εννοιολογικού περιεχομένου αυτού του όρου προϋποθέτει ερμηνεία λαμβάνουσα υπόψη τόσο το γράμμα όσο και την οικονομία του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας και τον σκοπό αυτού του κανόνα. Αφετηρία και συγχρόνως όριο κάθε ερμηνείας είναι πάντοτε κατά τις συνήθεις ερμηνευτικές αρχές το γράμμα ενός κανόνα (32). Με τη γραμματική ερμηνεία ερευνάται και ανιχνεύεται το γενικό νόημα στην καθημερινή γλώσσα. Από αυτό το γενικό νόημα στην καθημερινή γλώσσα εξακριβώνεται η ενδεχομένως κατά το γράμμα έννοια και η σημασία του περιεχομένου ενός κανόνα (33). Στο δίκαιο της Ενώσεως υφίσταται εντούτοις η ιδιομορφία ότι λόγω ιδίως της γλωσσικής πολυμορφίας (34) μπορεί να εμφανίζονται πολύ μικρές αποκλίσεις από μια γλωσσική απόδοση σε άλλη (35). Παρά ταύτα, ο κανόνας δικαίου παραμένει δεσμευτικός σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ενώσεως, με τη συνέπεια ότι πρέπει να λαμβάνονται ισότιμα υπόψη όλες οι άλλες γλωσσικές αποδόσεις κατά την ερμηνεία του (36). Η ερμηνεία, επομένως, ενός κανόνα δικαίου της Ενώσεως απαιτεί σε περιπτώσεις αμφιβολίας μια σύνθετη μέθοδο προσεγγίσεως, συνιστάμενη στη συγκριτική έρευνα των επί μέρους γλωσσικών αποδόσεων (37).

    69.      Όσον αφορά την εν προκειμένω επίμαχη έννοια της «ανοχής», διαπιστώνεται ότι η αγγλική γλωσσική απόδοση της οδηγίας χρησιμοποιεί δύο διαφορετικές εκφράσεις για να περιγράψει τη συμπεριφορά του δικαιούχου του προγενέστερου σήματος. Αυτό το επισημαίνει και το αιτούν δικαστήριο. Ενώ στο άρθρο 9, τόσο στον τίτλο όσο και στην παράγραφο 1 αυτής της ρυθμίσεως, χρησιμοποιείται η έκφραση «acquiescence» ή «to acquiesce», στην καθοριστική για την κατανόηση αυτής της ρυθμίσεως αιτιολογία της οδηγίας υπάρχει το απαρέμφατο «to tolerate». Η δεύτερη αυτή έκφραση, που αποτελεί δάνειο από το λατινικό ρήμα «tolerare», χρησιμοποιείται συνεχώς και ομοιομόρφως σε όλες τις ρωμανικές γλωσσικές αποδόσεις. Καθόσον μπορώ να το ελέγξω, σε καμία άλλη γλωσσική απόδοση δεν διαπιστώνεται παρόμοια απόκλιση στην επιλογή των λέξεων (38). Σε τελική ανάλυση, όμως, οι αποκλίσεις αυτές δεν έχουν επίπτωση στο αποτέλεσμα της ερμηνείας πολλώ μάλλον, καθόσον από μια σημειολογική έρευνα μπορεί να διαγνωσθεί με επαρκή σαφήνεια τι πράγματι εννοούσε ο συντάκτης της οδηγίας.

    70.      Οι χρησιμοποιούμενες στις διάφορες γλωσσικές αποδόσεις εκφράσεις περιγράφουν μια υποκειμενική στάση, που χαρακτηρίζεται από επίδειξη κατανοήσεως και την έλλειψη αντιδράσεως έναντι μιας όχι κατ’ ανάγκη επιθυμητής καταστάσεως. Σύνηθες γνώρισμα αυτής της στάσεως αποτελεί η παθητικότητα, καθόσον ο ανεχόμενος, μολονότι έχει γνώση αυτής της περιστάσεως, παραιτείται από τη λήψη μέτρων κατ’ αυτής (39). Αυτή η πτυχή τονίζεται ιδιαιτέρως στη δανική και τη σουηδική κυρίως γλωσσική απόδοση (40). Σ’ αυτή την παθητικότητα αντιπαρατίθεται η ενεργός δράση ενός τρίτου, η στάση του οποίου ενθαρρύνεται από την αδράνεια ακριβώς του ανεχομένου (41). Κατά συνέπεια, η ανοχή παύει να υφίσταται, μόνον όταν ο ενδιαφερόμενος αρχίζει προδήλως να αντιδρά αμυνόμενος.

    71.      Όλα αυτά δεν αποκλείουν ακόμα και τη δυνατότητα να συναχθεί από αυτή την παθητική στάση ακόμη και σιωπηρή συγκατάθεση του ανεχομένου. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η έννομη τάξη συνδέει με αυτή την παθητικότητα την έννομη συνέπεια της απώλειας του φερόμενου ως ανήκοντος στον ανεχόμενο δικαιώματος. Παρά ταύτα, η απλώς «ανοχή» πρέπει να διακρίνεται σαφώς από τη «συγκατάθεση», η οποία, όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο με τη νομολογία του (42), πρέπει να δηλώνεται με τρόπο που να εκφράζει με βεβαιότητα τη βούληση παραιτήσεως από το εν λόγω δικαίωμα. Μια τέτοια βούληση προκύπτει συνήθως από ρητή διατύπωση της συγκαταθέσεως. Εντούτοις, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η συγκατάθεση μπορεί να προκύψει σιωπηρώς από στοιχεία ή περιστάσεις, οι οποίες, εκτιμώμενες από το εθνικό δικαστήριο, εκφράζουν επίσης, κατά τρόπο βέβαιο, παραίτηση του δικαιούχου από το δικαίωμά του.

     β)     Αποκλεισμός της περιπτώσεως της «παθητικότητας συνεπεία εξαναγκασμού»

    72.      Πάντως, θα ερχόταν σε αντίθεση προς το προεκτεθέν εννοιολογικό περιεχόμενο του όρου αυτού, αν επίσης μια οφειλόμενη σε έξωθεν εξαναγκασμό κατάσταση, παραδείγματος χάριν η νομικώς ή πραγματικώς έλλειψη δυνατότητας λήψεως αντιθέτων μέτρων, χαρακτηριζόταν ως «ανοχή». Πράγματι, η έννοια της «ανοχής» συνεπάγεται ακριβώς ότι ο ανεχόμενος θα ήταν θεωρητικά σε θέση να προβεί σε κάποια ενέργεια κατά μιας μη επιθυμητής καταστάσεως, εν επιγνώσει του όμως δεν το πράττει. Κατ’ εμέ, η παθητικότητα συνεπεία εξαναγκασμού δεν ανταποκρίνεται ούτε στη φυσική σημασία αυτής της έννοιας ούτε στον περιγραφέντα προηγουμένως σχεδιασμό περί της απωλείας δικαιώματος (43). Επί πλέον, πρέπει σοβαρά να ληφθεί υπόψη ότι, κατά την ενδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, ο νομοθέτης της Ενώσεως ρητώς επέτρεψε τη συρρίκνωση των συμφερόντων του δικαιούχου του προγενέστερου σήματος μέσω της απωλείας δικαιώματος μόνο υπό την επιφύλαξη ότι αυτά «δεν θίγονται κατά τρόπο ανεπιεική». Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι κανείς δεν μπορεί να υποχρεωθεί νομικώς σε κάτι το αδύνατο (impossibilium nulla obligatio est (44)), θα πρέπει να χαρακτηρισθεί ανεπιεικής ο μέσω της απώλειας δικαιώματος αποκλεισμός των δικαιωμάτων του δικαιούχου του προγενέστερου σήματος με την αιτιολογία ότι αυτός δεν προέβαλε αντίσταση κατά της παράνομης χρήσεως του σήματός του από τρίτον, μολονότι βρισκόταν σε απόλυτη αδυναμία να το πράξει.

     γ)     Η διαμόρφωση της ρυθμίσεως περί απωλείας δικαιώματος

    73.      Τα ερωτήματα 1, υπό γ΄, και 2 αφορούν τον τρόπο με τον οποίο έχει διαμορφωθεί η κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/104 ρύθμιση και σκοπό έχουν κυρίως να κρίνει το Δικαστήριο από ποιο χρονικό σημείο αρχίζει η κατά τη διάταξη αυτή περίοδος των πέντε ετών και ποιες συγκεκριμένως προϋποθέσεις πρέπει να υφίστανται εν προκειμένω.

    i)      Προϋποθέσεις για την έναρξη της περιόδου ανοχής των πέντε ετών

    74.      Το γράμμα του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας, καθώς και το πνεύμα και ο σκοπός αυτών των ρυθμίσεων δείχνουν σαφώς, κατ’ εμέ ότι η έναρξη της περιόδου ανοχής των πέντε ετών εξαρτάται από την πλήρωση των ακόλουθων τριών προϋποθέσεων: πρώτον, είναι απαραίτητο να έχει καταχωρισθεί το μεταγενέστερο σήμα, δεύτερον, αυτό το σήμα πρέπει να έχει χρησιμοποιηθεί, τρίτον, ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος πρέπει να είχε γνώση της καταχωρίσεως και της χρήσεως αυτού του μεταγενέστερου σήματος. Η ρύθμιση αυτή έχει σχεδιασθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε όλες αυτές οι προϋποθέσεις να πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς.

    ii)    Η γνώση του δικαιούχου του προγενέστερου σήματος ως υποκειμενικό στοιχείο

    75.      Η τελευταία προϋπόθεση είναι ιδιαίτερης σημασίας, λαμβανομένων υπόψη των νομικών προβλημάτων που ανακύπτουν, και επομένως χρήζει λεπτομερέστερης αναλύσεως.

    76.      Κατ’ αρχάς, αφενός, διαπιστώνεται ότι κατά τη διατύπωση του άρθρου 9, παράγραφος 1, ο εκδότης της οδηγίας τάχθηκε υπέρ μιας απώλειας δικαιώματος συνεπεία ανοχής και προφανώς ενσυνειδήτως κατά του νομικού μορφώματος της παραγραφής. Μεταξύ των εν λόγω νομικών θεσμών υφίστανται όντως σημαντικές διαφορές. Η παραγραφή ως νομικό μόρφωμα χαρακτηρίζεται, μεταξύ άλλων, από το ότι λαμβάνει ως γνώμονα την αδράνεια του δικαιούχου για ορισμένο χρονικό διάστημα (αντικειμενικό στοιχείο), ενώ η απώλεια δικαιώματος συνεπεία ανοχής λαμβάνει ως σημείο αναφοράς ένα υποκειμενικό στοιχείο. Αυτό το υποκειμενικό στοιχείο έχει εν προκειμένω σημασία. Σύμφωνα με αυτό, ο δικαιούχος του σήματος πρέπει επί ορισμένο χρονικό διάστημα να έχει παραμείνει αδρανής εν γνώσει του γεγονότος ότι ένας άλλος επιχειρεί πράξεις που συνιστούν προσβολή δικαιώματος (45). Η σημασία του στοιχείου αυτού δεν πρέπει να υποτιμάται κατά την ερμηνεία του άρθρου 9 της οδηγίας, προ πάντων δε κατά τη διευκρίνιση του ζητήματος πότε αρχίζει η περίοδος των πέντε ετών. Κατά συνέπεια, πρέπει να απαιτείται η χρονική ταύτιση της λήψεως γνώσεως με την έναρξη της περιόδου απώλειας του δικαιώματος.

    77.      Αφετέρου, όμως, βάσει αυτού του στοιχείου δεν μπορεί να καθορισθεί αν η περίοδος των πέντε ετών μπορεί να αρχίζει μόνον από το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος λαμβάνει πράγματι γνώση της καταχωρίσεως και της χρήσεως του μεταγενέστερου σήματος («πραγματική γνώση»). Νοητό είναι πράγματι επίσης να λαμβάνεται ως βάση το χρονικό σημείο, από το οποίο θα αναμενόταν ότι μπορούσε αυτός να λάβει σχετικώς γνώση («δυνητική γνώση»).

    78.      Σ’ αυτή την αλληλουχία, διαπιστώνεται πάντως ότι ο συντάκτης της οδηγίας έλαβε προφανώς υπόψη το χρονικό σημείο της καταχωρίσεως του μεταγενέστερου σήματος («τη χρήση μεταγενέστερου σήματος καταχωρισμένου») ως καθοριστικό χρονικό σημείο, διότι άλλως θα είχε θεωρήσει επαρκή για την προστασία των δικαιωμάτων του δικαιούχου του προγενέστερου σήματος την κατάθεση απλώς του μεταγενέστερου σήματος. Εντούτοις, πρέπει να επισημανθεί ότι η οδηγία σκοπεί μόνο στην προστασία των καταχωρισμένων σημάτων (46), ενώ δεν στερεί από τα κράτη μέλη το δικαίωμα να συνεχίζουν να προστατεύουν τα σήματα που έχουν αποκτηθεί λόγω χρήσης, όπως προκύπτει χωρίς κίνδυνο παρανοήσεως από την τέταρτη αιτιολογική σκέψη. Η καταχώριση επομένως του μεταγενέστερου σήματος συνιστά σημαντική διάσπαση της διαχρονικής συνέχειας. Η ίδια η καταχώριση διέπεται, σύμφωνα με την πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, από τις διαδικαστικές διατάξεις των κρατών μελών.

    79.      Ο καθορισμός του χρόνου ενάρξεως της πενταετούς περιόδου βάσει του χρόνου καταχωρίσεως εξυπηρετεί, επίσης την κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου, εφόσον η καταχώριση του μεταγενέστερου σήματος συνιστά δημόσια πράξη με αποτελέσματα δημοσιότητας, την οποία ο δικαιούχος του μεταγενέστερου σήματος μπορεί να επικαλεσθεί οποτεδήποτε, προκειμένου να προβάλει την ένσταση της κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας απώλειας δικαιώματος κατά αιτήσεως του δικαιούχου του προγενέστερου σήματος, με την οποία αυτός ζητεί την κήρυξη ακυρότητας κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας.

    80.      Η εμπιστοσύνη του δικαιούχου του μεταγενέστερου σήματος ότι πέντε έτη μετά την καταχώριση του σήματός του δεν θα υποβληθεί αίτηση για να κηρυχθεί αυτό άκυρο φαίνεται επίσης άξια προστασίας πολλώ μάλλον, καθόσον μπορεί λογικά να υποτεθεί ότι ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος έπρεπε κατ’ ανάγκη να είχε γνώση, στο πλαίσιο ενός αντιστοίχως μακρού χρονικού διαστήματος, της χρήσεως ενός πανομοιότυπου σήματος και παρά ταύτα δεν προέβη σε καμία ενέργεια. Σε τελευταία ανάλυση, η περίοδος των πέντε ετών από το χρονικό σημείο της καταχωρίσεως του μεταγενεστέρου σήματος αποδεικνύεται, κατ’ εγγύτερη θεώρηση, ως ένα είδος κανόνα περί τεκμηρίου. Κατ’ αυτή τη θεώρηση, υφίσταται κατά νόμο το τεκμήριο ότι ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος είχε εν πάση περιπτώσει από της καταχωρίσεως του μεταγενέστερου σήματος τη δυνατότητα να λάβει γνώση. Επομένως, παραδεκτώς οι αρχές και τα δικαστήρια, αλλά και οι επιχειρηματίες, μπορούν από μια αντικειμενική συμπεριφορά να συναγάγουν ότι υφίσταται σχετικώς γνώση του δικαιούχου του σήματος.

    81.      Ένας τέτοιος κανόνας περί τεκμηρίου δεν είναι κάτι το ασυνήθιστο στο δίκαιο των σημάτων, όπως ορθώς διαπίστωσε το Δικαστήριο με την απόφαση Chocoladefabrik Lindt & Sprüngli (47). Το Δικαστήριο διευκρίνισε πράγματι με αυτή την απόφαση ότι «το τεκμήριο γνώσης, εκ μέρους του αιτούντος την καταχώριση, του γεγονότος ότι ένας τρίτος χρησιμοποιεί, για πανομοιότυπο ή παρόμοιο προϊόν, πανομοιότυπο ή παρόμοιο σημείο ικανό να προκαλέσει σύγχυση με το σημείο του οποίου ζητείται η καταχώριση μπορεί να προκύπτει, μεταξύ άλλων, από μια γενική γνώση, στον οικείο οικονομικό τομέα, ότι γίνεται τέτοια χρήση, δεδομένου ότι η γνώση αυτή μπορεί να συναχθεί, μεταξύ άλλων, από τη διάρκεια αυτής της χρήσης». Όπως ορθώς διαπίστωσε το Δικαστήριο «όσο παλαιότερα ανατρέχει στον χρόνο η χρήση αυτή, τόσο πιθανότερο είναι να έχει γνώση της ο αιτών την καταχώριση κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης».

    82.      Ένα τέτοιο κατά νόμο τεκμήριο δεν αποκλείει όμως τη δυνατότητα ανατροπής του από τον δικαιούχο του προγενέστερου σήματος σε μια συγκεκριμένη περίπτωση (praesumptio juris tantum). Αν δεν αμβλυνθούν τα όρια μεταξύ των νομικών θεσμών της απώλειας δικαιώματος και της παραγραφής και γίνει αποδεκτό ότι η πάροδος του χρόνου καθίσταται ο μόνος καθοριστικός παράγων για την επέλευση της απώλειας δικαιώματος, τότε θα πρέπει κατά την ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας να τίθεται ως όρος ότι παρά ταύτα σημασία τελικώς έχει η πραγματική γνώση (48), εφόσον ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος μπορεί να αποδείξει ένα άλλο χρονικό σημείο κατά το οποίο έλαβε γνώση. Η απαίτηση να έχει λάβει γνώση ο ενδιαφερόμενος βρίσκεται σε αντιστοιχία προς την ιδιαίτερη βαρύτητα της ασφάλειας δικαίου, η οποία στην περίπτωση της ρυθμίσεως περί απωλείας δικαιώματος εκφράζεται με το αυστηρώς προβλεπόμενο χρονικό όριο.

    83.      Για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας δεν χρειάζεται εντούτοις να ληφθεί οριστικώς θέση επί του ζητήματος αν σημασία έχει η πραγματική ή η δυνητική γνώση, δεδομένου ότι το ζήτημα αυτό θα μπορούσε να έχει σημασία μόνο σε μια συγκυρία, όπου ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος έλαβε για πρώτη φορά γνώση σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο μετά την καταχώριση του μεταγενέστερου σήματος. Μια τέτοια συγκυρία δεν υφίσταται πάντως στην περίπτωση της κύριας δίκης πολλώ μάλλον, καθόσον μπορεί να θεωρηθεί με βεβαιότητα ότι η AB είχε γνώση της καταχωρίσεως του σήματος «Budweiser» υπέρ της BB στις 19 Μαΐου 2000. Αυτή την ημέρα, πράγματι, καταχωρίσθηκαν αμφότερες μετά από πολυετή νομική διαμάχη στο γραφείο σημάτων ως δικαιούχοι του λεκτικού αυτού σήματος. Επί πλέον, η AB είχε γνώση για το ότι η χρήση του σήματος «Budweiser» από τη BB ανέτρεχε στη δεκαετία του’70. Κατά συνέπεια, η καταχώριση του μεταγενέστερου σήματος και η λήψη γνώσεως της καταχωρίσεως και της χρήσεως του ίδιου σήματος συνέπιπταν χρονικώς.

    iii) Έλλειψη αναγκαιότητας καταχωρίσεως του προγενέστερου σήματος

    84.      Στο ζήτημα αν η περίοδος των πέντε ετών μπορεί να αρχίζει πριν ακόμη ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος έχει πράγματι επιτύχει την καταχώριση του σήματός του, όπως υποθέτει το αιτούν δικαστήριο και το υποδηλώνει με τα ερωτήματά του 1, υπό γ΄, και 2, πρέπει, κατά τη γνώμη μου, λαμβανομένης υπόψη της περιεχόμενης στο άρθρο 9, παράγραφος 1, παραπομπής στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας, να δοθεί καταφατική απάντηση.

    85.      Από το γράμμα, καθώς και την οικονομία αμφοτέρων των διατάξεων σε συνδυασμό μεταξύ τους («προγενέστερου σήματος, όπως αναφέρεται στο») συνάγεται ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, περιέχει ορισμό του τι πρέπει να νοείται ως «προγενέστερο σήμα» για τους σκοπούς της οδηγίας. Από τη διάταξη αυτή διαπιστώνεται σαφώς ότι κατά τη διάκριση μεταξύ ενός προγενέστερου και ενός μεταγενέστερου σήματος πρέπει να λαμβάνεται ως βάση το χρονικό σημείο της αντίστοιχης καταθέσεως και όχι της πραγματικής καταχωρίσεως. Επομένως, η έννοια του «προγενέστερου σήματος» δεν περιορίζεται σε σήματα που καταχωρίσθηκαν πριν από την καταχώριση ενός πανομοιότυπου ή παρόμοιου σε βαθμό που να προκαλείται σύγχυση διακριτικού σημείου. Από αυτό συνάγεται επομένως ότι, εφόσον σε μια συγκεκριμένη περίπτωση πληρούνται οι κατά τα ανωτέρω τρεις προϋποθέσεις, η ενδεχομένως μη γενομένη ακόμη καταχώριση του χρονικώς προγενέστερου σήματος δεν εμποδίζει την έναρξη της περιόδου των πέντε ετών.

    86.      Επομένως, στο ερώτημα 1, υπό γ΄, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι δεν απαιτείται ο δικαιούχος σήματος να το έχει καταχωρίσει πριν αρχίσει να «ανέχεται» τη χρήση από τρίτον ενός πανομοιότυπου ή παρόμοιου σε βαθμό που να προκαλείται σύγχυση διακριτικού σημείου. Κατά συνέπεια, και στο ερώτημα 2 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η περίοδος των πέντε ετών μπορεί να αρχίζει και θεωρητικά επίσης να λήγει, πριν ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος έχει πράγματι επιτύχει την καταχώριση του σήματός του.

    iv)    Συμπέρασμα

    87.      Από τις ανωτέρω σκέψεις συνάγονται τα ακόλουθα συμπεράσματα:

    –        Η προβλεπόμενη στο άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας περίοδος ανοχής των πέντε ετών αρχίζει από το χρονικό σημείο, κατά το οποίο ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος λαμβάνει γνώση της καταχωρίσεως και της χρήσεως του μεταγενέστερου σήματος στο κράτος μέλος, στο οποίο αυτό έχει επίσης καταχωρισθεί. Η περίοδος ανοχής μπορεί να αρχίζει το νωρίτερο από το χρονικό σημείο της καταχωρίσεώς του, εφόσον το μεταγενέστερο σήμα έχει χρησιμοποιηθεί κατά το χρονικό αυτό σημείο και ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος έχει λάβει γνώση αυτής της χρησιμοποιήσεως κατά το χρονικό αυτό σημείο.

    –        Το χρονικό σημείο της καταχωρίσεως καθορίζεται εξάλλου σύμφωνα με τις σχετικές διαδικαστικές διατάξεις των κρατών μελών.

    –        Η περίοδος ανοχής των πέντε ετών μπορεί να αρχίζει, πριν ακόμη ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος έχει επιτύχει πράγματι την καταχώριση του σήματός του.

    3.      Το ζήτημα αν η αρχή της καλόπιστης εκ παραλλήλου χρήσεως συμβιβάζεται με το δίκαιο της Ενώσεως

    88.      Με το τρίτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινισθεί αν προ μιας καταστάσεως όπως αυτή της κύριας δίκης είναι δυνατό, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας να ζητηθεί να κηρυχθεί άκυρο το μεταγενέστερο σήμα. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο θέτει συγκεκριμένα το ζήτημα αν στην περίπτωση από μακρού χρόνου υφιστάμενης καλόπιστης εκ παραλλήλου χρήσεως δύο πανομοιότυπων σημάτων το δίκαιο της Ενώσεως προβλέπει εξαίρεση, η οποία παρέχει προστασία στον δικαιούχο του μεταγενέστερου σήματος, Από νομικής δογματικής απόψεως, πρόκειται για την έκταση της κατά το δίκαιο των σημάτων αρχής της προτεραιότητας στο δίκαιο της Ενώσεως, καθώς και για το αν επιτρέπεται νομικώς η συνύπαρξη δύο πανομοιότυπων σημάτων.

    89.      Από το εκτιθέμενο στην απόφαση περί παραπομπής ιστορικό της υποθέσεως της κύριας δίκης συνάγεται ότι η απόφαση του Court of Appeal του Φεβρουαρίου του 2000, με την οποία επιτράπηκε στην AB και στην BB η καταχώριση του σήματος «Budweiser», στηρίχθηκε νομικώς σε ένα προ πολλού αναγνωρισμένο τόσο στο Common Law όσο και στο γραπτό δίκαιο της Αγγλίας νομικό μόρφωμα («honest concurrent use»), το οποίο καθιστά δυνατή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μια τέτοια συνύπαρξη. Το νομικό αυτό μόρφωμα έχει βεβαίως προσλάβει νομοθετική ισχύ για τη δικονομική του εφαρμογή με το άρθρο 7 του νόμου περί σημάτων του 1994 (49). Στην εθνική αυτή διάταξη, όμως, δεν μνημονεύονται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις εφαρμογής του, οι οποίες έχουν αντιθέτως καθορισθεί νομολογιακώς (50).

    90.      Αυτό θέτει το ζήτημα αν το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας επιτρέπει τη χρήση αυτού του νομικού μορφώματος. Συναφώς, κατά νομική θεώρηση, θα έπρεπε να πρόκειται για εξαίρεση από την καθιερωθείσα με αυτή τη διάταξη της οδηγίας αρχή της προτεραιότητας. Σ’ αυτή την αλληλουχία, διαπιστώνεται πάντως ότι μια τέτοια συνιστώσα εξαίρεση ρύθμιση δεν βρίσκει καμία αντιστοιχία στην οδηγία που θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως νομικό έρεισμα.

    91.      Αυτό όμως δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι το δίκαιο της Ενώσεως δεν επιτρέπει γενικώς τη χρήση ενός τέτοιου νομικού μορφώματος πολλώ μάλλον, καθόσον η οδηγία 89/104 προβλέπει μερική μόνον εναρμόνιση (51). Επομένως, θα ήταν απολύτως νοητό το νομικό αυτό μόρφωμα να ανήκει σε ένα τομέα, ο οποίος, εξακολουθεί να εμπίπτει στην κανονιστική αρμοδιότητα των κρατών μελών. Το νομικό αυτό μόρφωμα, παρομοίως προς την απώλεια δικαιώματος στο άρθρο 9 της οδηγίας, έχει πάντως διαμορφωθεί ως ένσταση. Το άρθρο 7 του νόμου περί σημάτων του 1994 (52) παρέχει στον καταθέτοντα ένα μεταγενέστερο σήμα τη δυνατότητα να αντιτάσσει έναντι προγενεστέρων δικαιωμάτων, στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του διαχειριστή μητρώου, την καλόπιστη εκ παραλλήλου χρήση του προς κατάθεση σήματος (53). Τελικώς, η ρύθμιση αυτή αφορά επίσης την «επικράτηση» του απορρέοντος από το σήμα δικαιώματος. Αυτό σημαίνει ότι αφορά ένα ρυθμιστικό αντικείμενο, το οποίο, όπως διαπιστώθηκε (54), υπόκειται στην εναρμόνιση.

    92.      Εφόσον η οδηγία 89/104 δεν επιτρέπει μια τέτοια κατά το εθνικό δίκαιο εξαίρεση, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι αυτή δεν συμβιβάζεται προς την οδηγία πολλώ μάλλον, καθόσον το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 1, είναι σαφές και δεν παρέχει περιθώρια ερμηνείας. Το άρθρο αυτό ορίζει ρητώς ότι ένα σήμα «δεν καταχωρίζεται» ή, «αν έχει καταχωρισθεί, είναι δυνατόν να κηρυχθεί άκυρο», εάν συγκρούεται με προγενέστερο σήμα ή με προγενέστερο δικαίωμα.

    93.      Μια δογματική ερμηνεία της οδηγίας παρέχει στοιχεία ιδιαίτερου βάρους κατά του συμβατού αυτού του νομικού μορφώματος προς την οδηγία. Μπορεί πράγματι να παρατεθεί ως επιχείρημα ότι οι εξαιρέσεις από το άρθρο 4, παράγραφος 1, αποτελούν αντικείμενο αποκλειστικής ρυθμίσεως και ότι καμία από αυτές δεν περιλαμβάνει τη συγκυρία που αφορά η διαδικασία της κύριας δίκης.

    94.      Έτσι, παραδείγματος χάριν, το άρθρο 4, παράγραφος 5, της οδηγίας ορίζει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι, εφόσον το επιτρέπουν οι περιστάσεις, δεν είναι απαραίτητο να μην γίνεται δεκτή η καταχώριση του σήματος ή να κηρύσσεται άκυρο ένα σήμα, εάν ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος ή άλλου προγενέστερου δικαιώματος συγκατατίθεται στην καταχώριση του μεταγενέστερου σήματος. Εντούτοις, η υφιστάμενη στην κύρια δίκη συγκυρία δεν αντιστοιχεί προφανώς προς αυτή της περιπτώσεως που αποτελεί το σημείο αναφοράς. Η αποδοχή της συνυπάρξεως δύο πανομοιότυπων σημάτων με βάση το ανωτέρω νομικό μόρφωμα ανάγεται σε μια απόφαση δημόσιας αρχής και όχι βέβαια σε μια «συγκατάθεση» υπό την έννοια μιας δηλώσεως βουλήσεως του δικαιούχου του προγενέστερου σήματος, όπως αυτή απαιτείται σύμφωνα με το γράμμα αυτής της διατάξεως της οδηγίας. Επομένως, μια τέτοια απόφαση δημόσιας αρχής, όπως αυτή του Court of Appeal του Φεβρουαρίου του 2000, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εφαρμογή αυτής της προβλέπουσας εξαίρεση ρυθμίσεως.

    95.      Το άρθρο 4, παράγραφος 6, της οδηγίας είναι επίσης απρόσφορο (55) πολλώ μάλλον, καθόσον η διάταξη αυτή επιτρέπει απλώς σε ένα κράτος μέλος να προβλέπει για μια μεταβατική περίοδο ότι εξακολουθούν να υφίστανται ορισμένοι κατά το εθνικό δίκαιο λόγοι απαραδέκτου ή ακυρότητας, οι οποίοι ίσχυαν πριν από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος των αναγκαίων προς συμμόρφωση με αυτή την οδηγία διατάξεων. Το επίμαχο όμως νομικό μόρφωμα της «honest concurrent use», όπως έχει προσλάβει νομοθετική ισχύ με το άρθρο 7 του νόμου περί σημάτων του 1994, αποτελεί όχι εμπόδιο για την καταχώριση ή λόγο ακυρώσεως κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 6, της οδηγίας, αλλά ένσταση, την οποία ο δικαιούχος του μεταγενέστερου σήματος μπορεί να προβάλει έναντι του εθνικού γραφείου σημάτων, αν αυτό στο πλαίσιο της εξετάσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως του σήματος που διενεργεί αυτεπαγγέλτως αναφέρεται σε ενδεχομένως εμπόδια που αφορούν την προστασία, όπως π.χ. την ύπαρξη προγενέστερου πανομοιότυπου σήματος κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, του νόμου περί σημάτων του 1994, δηλαδή της διατάξεως μεταφοράς του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο. Επομένως, ουδεμία πρόσβαση υπάρχει στο καθ’ ύλη πεδίο εφαρμογής αυτής της εξαιρέσεως, οπότε το γεγονός ότι οι αιτήσεις της AB και της BB για καταχώριση του σήματος «Budweiser» υποβλήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα ισχύος του νόμου περί σημάτων του 1938, δηλαδή πριν από τη μεταφορά της οδηγίας 89/104 στο αγγλικό δίκαιο, πρέπει σ’ αυτή την αλληλουχία να θεωρηθεί ότι δεν έχει σημασία για την υπό κρίση υπόθεση.

    96.      Ως ένα άλλο δογματικού χαρακτήρα επιχείρημα μπορεί τελικώς να αναφερθεί η ήδη εξετασθείσα ρύθμιση του άρθρου 9 περί απωλείας δικαιώματος, στην οποία προέβη τότε ο εκδότης της οδηγίας προς το συμφέρον ακριβώς της ασφάλειας δικαίου και η οποία εν προκειμένω έχει κατ’ ουσία τον ίδιο σκοπό με το ανωτέρω νομικό μόρφωμα του εθνικού δικαίου. Προ μιας τόσο σαφούς ρυθμίσεως της οδηγίας φαίνεται περιττή η αναζήτηση μιας συμπληρωματικής ρυθμίσεως περί εξαιρέσεως, προκειμένου να νομιμοποιηθεί η συνύπαρξη δύο πανομοιότυπων σημάτων.

    97.      Κατά συνέπεια, η οδηγία 89/104 δεν περιέχει ρύθμιση προβλέπουσα εξαίρεση, η οποία θα επέτρεπε σε μια κατάσταση όπως αυτή της κύριας δίκης τη συνύπαρξη δύο πανομοιότυπων σημάτων με βάση το επίμαχο νομικό μόρφωμα της «honest concurrent use». Επομένως, πρέπει να ληφθεί ως βάση ότι το νομικό αυτό μόρφωμα είναι κατ’ αρχήν ασυμβίβαστο προς το δίκαιο της Ενώσεως (56). Επομένως, σύμφωνα με το ισχύον σήμερα δίκαιο της Ενώσεως, δεν μπορεί κατ’ αρχήν να αιτιολογηθεί η ύπαρξη δύο πανομοιότυπων σημάτων με το επιχείρημα μιας ενδεχομένως καλόπιστης εκ παραλλήλου χρήσεως επί ορισμένο χρονικό διάστημα.

    98.      Υπό μορφή συνόψεως διαπιστώνεται ότι η οδηγία 89/104 δεν προβλέπει καμία εξαίρεση, η οποία, σε μια περίπτωση όπως της κύριας δίκης, θα επέτρεπε τη συνύπαρξη δύο πανομοιότυπων σημάτων. Κατά συνέπεια, το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας –προϋποτιθεμένου ότι είναι χρονικώς εφαρμοστέο στην περίπτωση της κύριας δίκης– εμποδίζει κατ’ αρχήν μια πολυετή καλόπιστη εκ παραλλήλου χρήση δύο πανομοιότυπων σημάτων, που καλύπτουν πανομοιότυπα εμπορεύματα, από δύο διαφορετικούς δικαιούχους σήματος.

     Γ –       Άλλα σχετικά νομικά ζητήματα

    99.      Παράλληλα με τις τρεις ανωτέρω θεματικές, στην υπό κρίση υπόθεση ανακύπτουν δύο άλλα σχετικά νομικά ζητήματα. Αφενός, πρόκειται για τη διαχρονική εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας στην περίπτωση της κύριας δίκης και, αφετέρου, για τη μομφή της καταχρηστικής ασκήσεως του εγκαθιδρυθέντος με αυτή τη διάταξη της οδηγίας δικαιώματος του δικαιούχου προγενέστερου σήματος να ζητήσει να κηρυχθεί άκυρο ένα μεταγενέστερο πανομοιότυπο σήμα.

    1.      Η διαχρονική εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας

     α)     Γενικώς

    100. Όπως εκτέθηκε στην εισαγωγή αυτών των προτάσεων (57), η αιτία της νομικής διαμάχης στην κύρια δίκη είναι κατ’ ουσία το ζήτημα αν η AB μπορεί να επικαλεσθεί το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, ή την αντίστοιχη εθνική διάταξη για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο, προκειμένου να ζητήσει να κηρυχθεί άκυρο το ομώνυμο καταχωρισθέν σήμα «Budweiser». Σ’ αυτή την αλληλουχία, ανακύπτει το ζήτημα –αν και το εθνικό δικαστήριο λαμβάνει με την απόφαση περί παραπομπής θέση επ’ αυτού– της διαχρονικής (ratione temporis) εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 89/104 σε σχέση με τα περιστατικά της κύριας δίκης, στο οποίο, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση. Θα το αναλύσω αυτό στη συνέχεια.

    101. Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι στο Δικαστήριο εναπόκειται να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο όλα τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ενώσεως που μπορεί να του είναι χρήσιμα για την εκδίκαση της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, ασχέτως αν έγινε σχετική μνεία κατά τη διατύπωση των ερωτημάτων (58). Η διευκρίνιση αυτού του ζητήματος έχει ιδιαίτερη σημασία στην υπό κρίση υπόθεση, μάλιστα δε διότι το νομικό μόρφωμα της «honest concurrent use», όπως διαπιστώθηκε, δεν συνάδει προς το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄. Αυτό πάλι, στην περίπτωση της διαχρονικής εφαρμογής αυτής της διατάξεως της οδηγίας, θα σήμαινε ότι η απόφαση του Court of Appeal του Φεβρουαρίου του 2000 να επιτρέψει τη συνύπαρξη δύο πανομοιότυπων σημάτων με βάση αυτό το νομικό μόρφωμα δεν ήταν σύμφωνη προς το δίκαιο της Ενώσεως.

    102. Με αυτή τη δικαστική απόφαση ολοκληρώθηκε πάντως μόνο μία από τις δύο εθνικές διαδικασίες, οι οποίες συνιστούν συγχρόνως τα δύο καθοριστικά χρονικά διαστήματα για την ενδεχόμενη διαχρονική εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 89/104, ήτοι, αφενός, η διαδικασία της καταχωρίσεως των δύο πανομοιότυπων σημάτων «Budweiser», συμπεριλαμβανομένων των τυχόν διαδικασιών ανακοπής, και, αφετέρου, η διαδικασία που αφορά το κύρος του σήματος που καταχωρίσθηκε για τη BB, η οποία άρχισε με την αίτηση της AB της 18ης Μαΐου 2005. Η δεύτερη αυτή διαδικασία είναι η διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας υποβλήθηκε η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως και επίσης, επομένως, το μόνο χρονικό διάστημα που έχει σημασία για την υπό κρίση υπόθεση. Δεδομένου όμως ότι δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι η τυχόν αδυναμία διαχρονικής εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, μπορεί στο πλαίσιο της πρώτης διαδικασίας να έχει επιπτώσεις στη δεύτερη διαδικασία, πρέπει η διαχρονική εφαρμογή αυτής της διατάξεως της οδηγίας να εξετασθεί με τη σειρά για αμφότερες τις διαδικασίες και για αμφότερα τα χρονικά διαστήματα.

     β)     Η διαδικασία της καταχωρίσεως σημάτων

    i)      Χρονικά συνδετικά στοιχεία

    103. Η απάντηση στο ζήτημα της διαχρονικής εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 89/104 αποδεικνύεται εξαιρετικά περίπλοκη πολλώ μάλλον, καθόσον τα κρίσιμα περιστατικά συνέβησαν σε χρόνο, κατά τον οποίο η διάταξη αυτή δεν είχε ακόμη τεθεί σε ισχύ ή δεν είχε ακόμη μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο.

    104. Η ίδια η οδηγία 89/104 άρχισε να ισχύει στις 27 Δεκεμβρίου 1988. Κατά το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας, τα κράτη μέλη όφειλαν να θέσουν σε ισχύ τις αναγκαίες διατάξεις για τη μεταφορά της στο εσωτερικό δίκαιο το αργότερο στις 28 Δεκεμβρίου 1991. Το Συμβούλιο είχε την εξουσία, κατά το άρθρο 16, παράγραφος 2, να μεταθέσει την ημερομηνία, μετά από πρόταση της Επιτροπής, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1992. Το Ηνωμένο Βασίλειο συμμορφώθηκε πάντως με αυτή την υποχρέωση μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο με καθυστέρηση, και συγκεκριμένα στις 31 Οκτωβρίου 1994 με τη θέση σε ισχύ του νόμου περί σημάτων του 1994.

    105. Με την απόφασή του Φεβρουαρίου 2000, το Court of Appeal δεν εφάρμοσε πάντως τον νόμο περί σημάτων του 1994, ο οποίος πράγματι σκοπούσε στη μεταφορά της οδηγίας 89/104 στο εσωτερικό δίκαιο, αλλά μόνο τον νόμο περί σημάτων του 1938, ο οποίος κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, δηλαδή μέχρι του χρονικού σημείου των καταθέσεων στα έτη 1979 και 1989, ήταν ο μόνος χρονικώς εφαρμοστέος νόμος. Με βάση αυτά τα δεδομένα, τίθεται το ζήτημα αν το Court of Appeal, λαμβανομένου υπόψη ότι εφαρμοστέος χρονικώς ήταν ο νόμος περί σημάτων του 1938, υποχρεούνταν τώρα να εφαρμόσει την οδηγία 89/104. Αυτό πάλι προϋποθέτει την αναδρομική εφαρμογή της οδηγίας 89/104 (όσον αφορά την κατάθεση το 1979) ή τη δυνατότητα εφαρμογής από της θέσεώς της σε ισχύ, αλλά πριν από τη μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο (όσον αφορά την κατάθεση το 1989).

    ii)    Έλλειψη αναδρομικής ισχύος του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας

    106. Το Δικαστήριο λαμβάνει ως βάση με τη νομολογία του ότι διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου της Ενώσεως, προς κατοχύρωση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, πρέπει κατ’ αρχήν να ερμηνεύονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να ισχύουν μόνο για καταστάσεις που διαμορφώνονται μετά την έναρξη ισχύος τους (59). Εξαίρεση από αυτή την αρχή υφίσταται, όταν από το γράμμα, τον επιδιωκόμενο σκοπό ή την οικονομία αυτών των διατάξεων ουσιαστικού δικαίου προκύπτει σαφώς ότι αφορούν επίσης διαμορφωθείσες προ της ενάρξεως της ισχύος τους καταστάσεις (60). Βεβαίως, στην εν προκειμένω συγκυρία, διαφορετικά απ’ ό,τι στην ανωτέρω συγκυρία, δεν επέρχονται έννομες συνέπειες πριν από την έναρξη ισχύος της διατάξεως. Επομένως, δεν υφίσταται κατά κυριολεξία αναδρομικότητα (61). Παρά ταύτα, πρέπει και σ’ αυτή την αλληλουχία να λαμβάνονται υπόψη οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, δεδομένου ότι με μια διαμορφωμένη στο παρελθόν, και επομένως μη δυνάμενη πλέον να μεταβληθεί, κατάσταση απορρέουν έννομες συνέπειες για το παρόν ή το μέλλον (62).

    107. Από το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 89/104 δεν προκύπτει ότι το άρθρο αυτό σκοπούσε στην παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων για τον πριν από την έναρξη ισχύος του χρόνο. Βεβαίως, παραδείγματος χάριν, το άρθρο 4, παράγραφος 6, της οδηγίας περιέχει ρύθμιση διαχρονικού χαρακτήρα, καθόσον επιτρέπει για μια μεταβατική περίοδο να εξακολουθούν να ισχύουν ορισμένοι κατά το εθνικό δίκαιο λόγοι απαραδέκτου ή ακυρότητας, που ίσχυαν πριν από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος των αναγκαίων προς συμμόρφωση με αυτή την οδηγία διατάξεων. Εντούτοις, από το πνεύμα και τον σκοπό αυτής της ρυθμίσεως προκύπτει σαφώς ότι οι έννομες συνέπειές της συνδέονται αποκλειστικώς με το μέλλον. Κατά τούτο, επομένως, αποκλείεται αναδρομική εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 89/104 κατά το χρονικό σημείο της πρώτης καταθέσεως το 1979.

    iii) Έλλειψη δυνατότητας εφαρμογής από το χρονικό σημείο της ενάρξεως ισχύος της οδηγίας

    108. Κάτι διαφορετικό θα μπορούσε πάντως να ισχύει όσον αφορά την κατάθεση του σήματος «Budweiser» από τη BB πολλώ μάλλον, καθόσον αυτή πραγματοποιήθηκε στις 28 Ιουνίου 1989, δηλαδή αφού είχε αρχίσει να ισχύει η οδηγία 89/104. Αμφίβολο είναι αν το Court of Appeal, με βάση το δεδομένο ότι η κατάθεση αυτή πραγματοποιήθηκε διαρκούσας ακόμη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, υποχρεούνταν να εξετάσει αν έπρεπε να αποκλεισθεί η συνύπαρξη των δύο πανομοιότυπων σημάτων με βάση το νομικό μόρφωμα της «honest concurrent use» λόγω ενδεχομένης ασυμβατότητας προς το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 89/104.

    109. Εκ των προτέρων πρέπει να επισημανθεί ότι πριν από την παρέλευση της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο δεν μπορεί να προσαφθεί στα κράτη μέλη ότι δεν έχουν ακόμη λάβει τα μέτρα για τη μεταφορά της στο εσωτερικό δίκαιο (63). Δεσμεύονται πάντως αυτά κατά τη διάρκεια της προθεσμίας μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο από το περιεχόμενο της ρυθμίσεως μιας οδηγίας υπό την έννοια ενός εκ των προτέρων αποτελέσματος, οπότε δεν μπορούν να συμπεριφέρονται κατά τρόπο αντιβαίνοντα προς το αντικείμενο και τον σκοπό της οδηγίας, ώστε κατόπιν να είναι αδύνατη μια σύμφωνη προς την οδηγία συμπεριφορά των κρατών μελών. Οφείλουν να απέχουν από τη θέσπιση διατάξεων, οι οποίες μπορούν σοβαρά να καταστήσουν αβέβαιο τον επιδιωκόμενο με την οδηγία σκοπό (64).

    110. Όσον αφορά τα αρμόδια για την εφαρμογή του δικαίου δικαστήρια των κρατών μελών, πρέπει να επισημανθεί ότι και οι φορείς δημόσιας εξουσίας δεσμεύονται από αυτή την υποχρέωση αποχής, οπότε, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, από της ημερομηνίας θέσεως σε ισχύ οδηγίας τα δικαστήρια των κρατών μελών οφείλουν, στο μέτρο του δυνατού, να απέχουν από οποιαδήποτε ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου δυνάμενη να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο, μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας, την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει η οικεία οδηγία (65).

    111. Όπως κατ’ επανάληψη έχει διευκρινίσει το Δικαστήριο, αυτή η υποχρέωση σύμφωνης προς την οδηγία ερμηνείας του εθνικού δικαίου δεν βαίνει πάντως πέρα από τα όρια που θέτουν οι γενικές αρχές του δικαίου, και συγκεκριμένα η αρχή της ασφάλειας δικαίου, πράγμα που σημαίνει ότι η εν λόγω υποχρέωση δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως έρεισμα για contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου (66).

    112. Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι μια σύμφωνη προς την οδηγία ερμηνεία του εθνικού δικαίου θα συνεπαγόταν τελικώς το contra legem ανεφάρμοστο του νομικού μορφώματος της «honest concurrent use», δεν μπορεί να προσάπτεται εκ των υστέρων στο Court of Appeal ότι με την έκδοση της αποφάσεώς του του Φεβρουαρίου 2000, την οποία στήριξε στο ισχύον κατά τα έτη 1979 και 1989 εθνικό δίκαιο, ενήργησε κατ’ αντίθεση προς το δίκαιο της Ενώσεως.

     γ)     Η αφορώσα το κύρος του καταχωρισμένου σήματος διαδικασία

    113. Τέλος, πρέπει να διευκρινισθεί αν το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 89/104 μπορεί να έχει διαχρονική εφαρμογή στην εν προκειμένω διαδικασία περί του κύρους του καταχωρισθέντος υπέρ της BB σήματος.

    114. Φρονώ ότι, οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι τα περιστατικά συνέβησαν σε σημαντικό βάθος χρόνου, συνηγορούν υπέρ της κατ’ εξαίρεση αποδοχής της συνυπάρξεως αμφοτέρων των πανομοιότυπων σημάτων και, επομένως, να παραμείνει ακεραία η απόφαση του Court of Appeal του Φεβρουαρίου του 2000 μετά των εννόμων συνεπειών της για τη διαδικασία επίσης της κύριας δίκης. Αυτό θα επέβαλε κατ’ ανάγκη τη διαπίστωση ότι δεν είναι δυνατή ούτε στη διαδικασία της κύριας δίκης η διαχρονική εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 89/104. Κατά τη γνώμη μου, υφίστανται οι προς τούτο προϋποθέσεις. Θα αναλύσω στη συνέχεια την άποψή μου.

    115. Στο πλαίσιο μιας διαδικασίας για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, το Δικαστήριο υποχρεούται να δώσει στο αιτούν δικαστήριο χρήσιμη απάντηση στα προδικαστικά του ερωτήματα, η οποία θα συμβάλει κατά το δυνατόν στην επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποφασίζει, χωρίς να λαμβάνει επαρκώς υπόψη τις περιστάσεις της διαφοράς της κύριας δίκης που χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερη πολυπλοκότητα. Δεν μπορεί ιδίως να αγνοήσει το γεγονός ότι η κατάσταση, στην οποία βρίσκονται σήμερα αμφότερες οι επιχειρήσεις, ανάγεται κυρίως στη νομική κατάσταση που υφίστατο στο Ηνωμένο Βασίλειο πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας και η οποία επέτρεπε τη συνύπαρξη πανομοιότυπων σημάτων. Εκ των υστέρων προσαρμογή αυτής νομικής καταστάσεως υπό την έννοια των κανόνων του δικαίου της Ενώσεως δεν ήταν δυνατή ούτε μετά το χρονικό αυτό σημείο πολλώ μάλλον, καθόσον αυτό θα σήμαινε ότι ο εθνικός δικαστής κινείται εκτός των ορίων του δικαίου του (67). Ούτε μία βήμα προς βήμα μετάβαση σε μια σύμφωνη προς το δίκαιο της Ενώσεως νομική κατάσταση ήταν δυνατή μετά τη μεταφορά της οδηγίας 89/104 στο εθνικό δίκαιο. Η νομική αυτή κατάσταση είχε ως αποτέλεσμα ότι παρά το πανομοιότυπο της χρησημοποιούμενης εμπορικώς λεκτικής ονομασίας («Budweiser»), καθώς και της καταστάσεως ανταγωνισμού στον ίδιο τομέα της αγοράς, αμφότερες οι επιχειρήσεις ενεργούσαν παράλληλα επί χρονικό διάστημα αρκετών δεκαετιών και είχαν προφανώς αποκτήσει μετά κόπου κάποια από απόψεως δικαίου των σημάτων υπεραξία («Goodwill») (68), η οποία προσδίδει στα σχετικά σήματα κάποια αναγνωρισιμότητα (69). Έχοντας εμπιστοσύνη σ’ αυτή τη νομική κατάσταση, αμφότερες οι επιχειρήσεις άσκησαν παραλλήλως δραστηριότητα και κατέκτησαν μερίδια της αγοράς. Η εμπιστοσύνη αυτή θα κλονιζόταν, αν μια επιχείρηση εξαναγκαζόταν νομικώς να παύσει οριστικώς να χρησιμοποιεί τη λεκτική ονομασία, την οποία οι πελάτες συνδέουν με ορισμένη ποιότητα. Αυτό, όμως, θα συνέβαινε πράγματι, αν το καταχωρισθέν υπέρ της BB σήμα κηρυσσόταν άκυρο.

    116. Η αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή η απεριόριστη εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, στην περίπτωση της κύριας δίκης θα είχε τελικώς επί πλέον ως αποτέλεσμα την προς τα πίσω επέκταση του κατά χρόνο πεδίου εφαρμογής της οδηγίας στο έτος 1979, όταν η AB κατέθεσε το σήμα «Budweiser». Εντούτοις, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο εκδότης της οδηγίας είχε τη βούληση να συμπεριλάβει χρονικώς περιστατικά που συνέβησαν το 1979.

     δ)     Συμπέρασμα

    117. Κατόπιν όλων αυτών, καταλήγω ότι δεν δικαιολογείται ούτε δυνατότητα αναδρομικής εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 89/104 ούτε δυνατότητα εφαρμογής από το χρονικό σημείο της θέσεως σε ισχύ της οδηγίας. Κατά συνέπεια, πρέπει να ληφθεί ως βάση στην περίπτωση της κύριας δίκης η αδυναμία διαχρονικής εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας. Επομένως, τα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να θεωρηθούν ως άνευ αντικειμένου.

    2.      Επί της μομφής της καταχρήσεως δικαιώματος

    118. Χάριν ολοκληρώσεως, πρέπει να εξετασθεί το περαιτέρω ζήτημα αν η άσκηση του απορρέοντος από το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας δικαιώματος από την ΑΒ στην περίπτωση της κύριας δίκης πρέπει να χαρακτηρισθεί ως καταχρηστική, λόγω του ότι αυτή ζήτησε μία μόλις ημέρα πριν από τη λήξη της περιόδου ανοχής των πέντε ετών να κηρυχθεί άκυρο το καταχωρισθέν υπέρ της BB σήμα. Αυτό δεν διατυπώνεται ρητώς από το αιτούν δικαστήριο, τουλάχιστον όμως υποδηλώνεται στο πλαίσιο των όσων εκθέτει (70). Αντιθέτως, η Τσεχική και η Σλοβακική Δημοκρατία προσάπτουν ρητώς στη AB κατάχρηση δικαιώματος. Σ’ αυτή την αλληλουχία, πρέπει να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια, προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στην αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, να εξαγάγει εκείνα τα στοιχεία του δικαίου της Ενώσεως που χρειάζονται ερμηνεία, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς (71). Έχω την άποψη ότι, λαμβανομένων ακριβώς υπόψη των ιδιαίτερων περιστάσεων στην κύρια δίκη και των εκδοχών που διατυπώθηκαν, ενδείκνυται να εξετασθεί η μομφή της καταχρήσεως δικαιώματος.

    119. Το δίκαιο της Ενώσεως γνωρίζει την έννοια της καταχρήσεως δικαιώματος (72), η οποία προέρχεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου (73) και η οποία έχει πλέον ένα σχετικώς σαφώς καθορισμένο περιεχόμενο (74). Την έννοια αυτή, αρχικώς εμφανισθείσα στο πεδίο των θεμελιωδών ελευθεριών, επεξέτεινε και διαμόρφωσε περαιτέρω το Δικαστήριο σε άλλους ειδικούς τομείς του δικαίου της Ενώσεως. Μπορεί –κατά όλως απλουστευμένη διατύπωση– να νοηθεί ως αρχή της απαγορεύσεως των καταχρήσεων, κατά την οποία «οι πολίτες δεν μπορούν να επικαλούνται τους κοινοτικούς κανόνες δολίως ή καταχρηστικώς» (75). Κατά το Δικαστήριο, η ύπαρξη καταχρήσεως προϋποθέτει κατ’ αρχάς ότι από μία συνολική εκτίμηση των αντικειμενικών περιστάσεων συνάγεται ότι παρά την τυπική τήρηση των προϋποθέσεων που προβλέπει το δίκαιο της Ενώσεως δεν επιτυγχάνεται ο σκοπός που επιδιώκει η σχετική ρύθμιση. Δεύτερον, η διαπίστωση αυτή προϋποθέτει την ύπαρξη ενός υποκειμενικού στοιχείου, το οποίο συνίσταται στη βούληση του ενδιαφερόμενου να αποκομίσει όφελος από τη ρύθμιση του δικαίου της Ενώσεως, δημιουργώντας τεχνητά τις προϋποθέσεις που είναι αναγκαίες για την παροχή του οφέλους αυτού (76).

    120. Καίτοι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει αν συντρέχουν, στην περίπτωση της διαφοράς της κύριας δίκης, οι περιστάσεις οι οποίες στοιχειοθετούν καταχρηστική πρακτική (77), εντούτοις το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί προδικαστικής παραπομπής, μπορεί να παράσχει διευκρινίσεις προκειμένου να καθοδηγήσει το εθνικό δικαστήριο στην ερμηνεία του (78).

    121. Με τα όσα υποστηρίζουν η Τσεχική και η Σλοβακική Κυβέρνηση προφανώς εννοούν ότι, κατά την άποψή τους, η καταχρηστική άσκηση του αντλούμενου από το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας δικαιώματος έγκειται στο ότι η AB υπέβαλε την αίτηση για να κηρυχθεί άκυρο το υπέρ της BB καταχωρισθέν σήμα «Budweiser» μία ημέρα πριν από τη λήξη της περιόδου των πέντε ετών, οπότε αφαιρέθηκε από τη BB η δυνατότητα άμυνας. Η επιχειρηματολογία αυτή δεν με πείθει, δεδομένου ότι στηρίζεται στην αμφίβολης βεβαιότητας κύρια εκδοχή ότι, λαμβανομένης υπόψη της υπάρξεως ενός τρίτου, ο οποίος κατά κανόνα κάνει παρανόμως χρήση ενός πανομοιότυπου σήματος, δεν επιτρέπεται στον ανεχόμενο να εξαντλήσει πλήρως την προβλεπόμενη από το άρθρο 9, παράγραφος 1, περίοδο. Ο δικαιούχος πρέπει όμως να έχει το δικαίωμα να κάνει χρήση των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου και του δικονομικού δικαίου όσον το δυνατόν καλλίτερα προς το συμφέρον του, χωρίς να εκτίθεται στη μομφή της καταχρήσεως δικαιώματος (79).

    122. Συνεπώς, ανεξαρτήτως του εξετασθέντος προεισαγωγικώς ζητήματος αν η συνύπαρξη των δύο σημάτων επιτρέπεται βάσει της αναγνωριζόμενης από το εθνικό δίκαιο αρχής της εκ παραλλήλου καλόπιστης χρήσεως, πρέπει να αντιταχθεί σ’ αυτήν την άποψη ότι μια αναγκαία προς τήρηση της προθεσμίας πράξη πρέπει κατ’ αρχήν να μπορεί να διενεργηθεί έως την παρέλευση της τελευταίας ημέρας. Αυτό ανταποκρίνεται τόσο στις αρχές του δικονομικού δικαίου της Ενώσεως (80) και των κρατών μελών της (81) όσο και στους σκοπούς της οδηγίας. Η εμπιστοσύνη του δικαιούχου του μεταγενέστερου σήματος στο ότι θα μπορεί αυτός να το χρησιμοποιεί άνευ ασκήσεως ανακοπής από τον δικαιούχο του προγενέστερου σήματος προστατεύεται πράγματι επαρκώς, λόγω του ότι η έννομη τάξη της Ενώσεως προβλέπει την έννομη συνέπεια της απώλειας δικαιώματος μετά την πάροδο της περιόδου ανοχής των πέντε ετών. Πριν από την πάροδο αυτής της περιόδου ο δικαιούχος του μεταγενέστερου σήματος πρέπει να είναι προετοιμασμένος για το ενδεχόμενο να λάβει ο άλλος ανά πάσα στιγμή αντίθετα μέτρα. Ο καθορισμός ενός άκαμπτου χρονικού ορίου πέντε ετών εξυπηρετεί, όπως εκτέθηκε προηγουμένως, την ασφάλεια δικαίου και προστατεύει σε τελευταία ανάλυση αμφότερα τα μέρη, δημιουργούντας ειρήνη από απόψεως δικαίου (82). Η απαγόρευση στον δικαιούχο του προγενέστερου σήματος να προβάλει το αντλούμενο από το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, δικαίωμά του μία ημέρα πριν από την πάροδο της περιόδου ανοχής των πέντε ετών θα σήμαινε τελικώς αμφισβήτηση του κύρους αυτής της ρυθμίσεως. Η χαλάρωση του άκαμπτου χρονικού ορίου για αφορώντες υποκειμενικές καταστάσεις λόγους, όπως αυτούς που επικαλούνται η Τσεχική και η Σλοβακική Κυβέρνηση, θα έθιγε την αρχή της ασφάλειας δικαίου και ως εκ τούτου δεν θα ανταποκρινόταν στη βούληση του συντάκτη της οδηγίας. Κατά συνέπεια, η άποψη αυτή είναι αβάσιμη.

    123. Επομένως, δεν διαφαίνεται κανενός είδους καταχρηστική άσκηση του αντλούμενου από το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας δικαιώματος από το γεγονός ότι η αίτηση της AB να κηρυχθεί άκυρο το μεταγενέστερο σήμα κατατέθηκε μία ημέρα πριν από τη λήξη της περιόδου ανοχής των πέντε ετών.

    VII – Τελικά συμπεράσματα

    124. Υπό μορφή συνόψεως, διαπιστώνεται ότι στην περίπτωση της κύριας δίκης δεν τίθεται ζήτημα ούτε δυνατότητας αναδρομικής εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 89/104 ούτε δυνατότητας εφαρμογής αυτής της διατάξεως της οδηγίας από το χρονικό σημείο της ενάρξεως ισχύος της οδηγίας. Άρα παρέλκει η απάντηση στα επί μέρους ερωτήματα. Η απάντηση του Δικαστηρίου θα πρέπει επομένως να είναι η ακόλουθη:

    –        Το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας δεν έχει διαχρονική εφαρμογή επί περιστατικών όπως αυτά της κύριας δίκης.

    –        Επομένως, σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης πρέπει να κρίνεται κατά το εθνικό δίκαιο αν ο δικαιούχος προγενεστέρου σήματος μπορεί να ζητήσει τον αποκλεισμό ενός σήματος από την καταχώριση ή σε περίπτωση καταχωρίσεως την ακύρωσή του, ακόμη κι αν επί μακρό χρόνο υπήρξε καλόπιστη εκ παραλλήλου χρήση αυτών των σημάτων για πανομοιότυπα εμπορεύματα.

    125. Στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο, αντιθέτως προς την άποψη που υποστηρίζω, κρίνει δυνατή τη διαχρονική εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 89/104 σε περιστατικά όπως αυτά της κύριας δίκης, πρέπει στα προδικαστικά ερωτήματα να δοθεί απάντηση ως ακολούθως:

    –        Η έννοια της «ανοχής» κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας είναι αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ενώσεως, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται ομοιόμορφα σε όλα τα κράτη μέλη. Προϋποθέτει τη νομική δυνατότητα του δικαιούχου ενός προγενέστερου σήματος να αντιταχθεί στη χρήση ενός μεταγενέστερου σήματος, το οποίο λόγω του πανομοιότυπου ή της ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα και του πανομοιότυπου ή της ομοιότητας των καλυπτομένων με αμφότερα τα σήματα εμπορευμάτων ή υπηρεσιών εγκυμονεί για το κοινό τον κίνδυνο συγχύσεων.

    –        Ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος δεν οφείλει να το καταχωρίσει, πριν καταστεί δυνατή η έναρξη της εκ μέρους του «ανοχής» της χρήσεως μεταγενέστερου σήματος από τρίτον σ’ αυτό το κράτος μέλος. Η προβλεπόμενη στο άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας περίοδος ανοχής αρχίζει από το χρονικό σημείο, κατά το οποίο ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος λαμβάνει γνώση της χρήσεως ενός μεταγενέστερου καταχωρισμένου σ’ αυτό το κράτος μέλος σήματος. Η περίοδος ανοχής μπορεί επομένως να αρχίζει το νωρίτερο από το χρονικό σημείο της καταχωρίσεως, εφόσον το μεταγενέστερο σήμα χρησιμοποιείται από αυτό το χρονικό σημείο και ο δικαιούχος έχει γνώση περί αυτού. Η περίοδος ανοχής μπορεί να αρχίζει και ενδεχομένως επίσης να λήγει, πριν ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος επιτύχει την καταχώριση αυτού του σήματος.

    –        Το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας κωλύει κατ’ αρχήν την επί πολλά έτη καλόπιστη εκ παραλλήλου χρήση δύο πανομοιότυπων σημάτων, που καλύπτουν πανομοιότυπα εμπορεύματα, από δύο διαφορετικούς δικαιούχους σημάτων.

    VIII – Πρόταση

    126. Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στην αίτηση του Court of Appeal (England & Wales) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως ακολούθως:

    –        Το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων, δεν έχει διαχρονική εφαρμογή επί περιστατικών όπως αυτά της κύριας δίκης.

    –        Επομένως, σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης πρέπει να κρίνεται κατά το εθνικό δίκαιο αν ο δικαιούχος προγενεστέρου σήματος μπορεί να ζητήσει τον αποκλεισμό ενός σήματος από την καταχώριση ή σε περίπτωση καταχωρίσεως την ακύρωσή του, ακόμη κι αν επί μακρό χρόνο υπήρξε καλόπιστη εκ παραλλήλου χρήση αυτών των σημάτων για πανομοιότυπα εμπορεύματα.


    1 – Γλώσσα των προτάσεων στο πρωτότυπο: η γερμανική.


    Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική


    2 – Σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας για την τροποποίηση της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας της 13ης Δεκεμβρίου 2007 (ΕΕ C 306, σ. 1), η διαδικασία για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ρυθμίζεται εφεξής από το άρθρο 267 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


    3 – ΕΕ L 40, σ. 1.


    4 – Λαμβανομένων ως σημείο αναφοράς των χρησιμοποιούμενων στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ χαρακτηρισμών, ο όρος «δίκαιο της Ενώσεως» χρησιμοποιείται ως όρος γένους για το κοινοτικό δίκαιο και το δίκαιο της Ενώσεως. Καθόσον στη συνέχεια πρόκειται για επιμέρους διατάξεις πρωτογενούς δικαίου, παρατίθενται οι σχετικές ratione temporis διατάξεις.


    5 – ΕΕ L 299, σ. 25.


    6 – Η διάταξη που ίσχυε προηγουμένως περιέχεται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, του νόμου περί σημάτων του 1938, με την οποία ουσιαστικώς ταυτίζεται από απόψεως περιεχομένου.


    7 – Έτσι, Knaak, R., GemeinschaftsmarkeundRechtderEU-Mitgliedstaaten (επιμέλεια: Eva-Marina Bastian, Roland Knaak και Gerhard Schricker), Μόναχο 2006, σ. 71. Βλ. Mühlendahl, A., «Territorialität und Einheitlichkeit im europäischen Markenrecht», Perspektiven des geistigen Eigentums und Wettbewerbsrechts – Festschrift für Gerhard Schricker zum 70. Geburtstag, Μόναχο 2005, σ. 853.


    8 – Κανονισμός (ΕΚ) 3288/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 349, σ. 83).


    9 – Σύμφωνα με τη αρχή της εδαφικότητας στο δίκαιο των σημάτων, οι έννομες συνέπειες ενός σήματος περιορίζονται στο έδαφος του κράτους εντός του οποίου το σήμα αποτελεί αντικείμενο προστασίας. Η προστασία του σήματος καθορίζεται σ’ αυτό το κράτος από την εθνική του έννομη τάξη (βλ. Fezer, K.-H., Markenrecht, 4η έκδοση, Μόναχο 2009, πρώτο μέρος, F. I 1, σημείο 1, Kaiser, G., StrafrechtlicheNebengesetze επιμέλεια: Georg Erbs, Max Kohlhaas και Friedrich Ambs), 178. Συμπλήρωμα, Μόναχο 2010, Markengesetz, Vorbemerkungen, σημείο 18).


    10 – Έτσι, Novak, M., «Rechtsprechung der Europäischen Gerichtshöfe zum Markenrecht», Europäische Zeitschrift für Wirtschaftsrecht, 2001, σ. 613.


    11 – Βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 21ης Οκτωβρίου 2010, C-467/08, SGAE (Συλλογή 2010, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 32), της 16ης Ιουλίου 2009, C-168/08, Hadadi (Συλλογή 2009, σ. I-6871, σκέψη 38), της 2ας Απριλίου 2009, C-523/07, A (Συλλογή 2009, σ. I-2805, σκέψη 34), της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C-314/06, Société Pipeline Méditerranée et Rhône (Συλλογή 2007, σ. I-12273, σκέψη 21), της 27ης Ιανουαρίου 2005, C-188/03, Junk (Συλλογή 2005, σ. I-885, σκέψη 29), της 12ης Οκτωβρίου 2004, C-55/02, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (Συλλογή 2004, σ. I-9387, σκέψη 45), της 22ας Μαΐου 2003, C‑103/01, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 2003, σ. I-5369, σκέψη 33), της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, C-287/98, Linster (Συλλογή 2000, σ. I-6917, σκέψη 43), της 2ας Απριλίου 1998, C-296/95, EMU Tabac κ.λπ. (Συλλογή 1998, σ. I-1605, σκέψη 30) και της 18ης Ιανουαρίου 1984, 327/82, Ekro (Συλλογή 1984, σ. 107, σκέψη 14).


    12 – Ως παράδειγμα παραπομπής στην ορολογία του εθνικού δικαίου μπορεί να αναφερθεί η πρώτη οδηγία 68/151/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 1968, περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιρειών, κατά την έννοια του άρθρου 58 δεύτερη παράγραφος της Συνθήκης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων, με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες (ΕΕ ειδ. επιμέλεια: 06/001, σ. 80). Η οδηγία αυτή δεν προβλέπει ούτε ομοιόμορφη έννοια των μετοχικών εταιρειών ούτε των εταιρειών περιορισμένης ευθύνης. Δεν ορίζει τι είναι μια τέτοια εταιρεία, αλλά περιορίζεται στον καθορισμό κανόνων που πρέπει να εφαρμόζονται σε ορισμένες εταιρικές μορφές οι οποίες προσδιορίζονται από τον νομοθέτη της Ενώσεως ως μετοχικές εταιρείες ή εταιρείες περιορισμένης ευθύνης (βλ. την απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2010, C-81/09, Ίδρυμα Τύπου, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 40 και 41, καθώς και τις προτάσεις μου της 2ας Ιουνίου 2010 στην ίδια υπόθεση, σημεία 42 και 43). Ως άλλο παράδειγμα μπορεί να αναφερθεί ο όρος «μισθωτός» στο άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 80/987/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητος του εργοδότη (ΕΕ ειδ. επιμέλεια: 05/004, σ. 35). Εναπόκειται στο εθνικό δίκαιο να διευκρινίσει αυτόν τον όρο και να προσδιορίσει το περιεχόμενό του (βλ. την απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2002, C-442/00, Rodríguez Caballero, Συλλογή 2002, σ. I-11915, σκέψη 27, καθώς και τις προτάσεις μου της 2ας Απριλίου 2009 στην υπόθεση C-69/08, Visciano, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, Συλλογή 2009, σ. I-6741, σημείο 23).


    13 – Βλ. Meyer, A., «Das deutsche und französische Markenrecht nach der Umsetzung der Ersten Markenrichtlinie (RL 89/104/EWG)», GewerblicherRechtsschutzundUrheberrecht, InternationalerTeil, 1996, σ. 592, ο οποίος επισημαίνει ότι οι νόμοι περί σημάτων των κρατών μελών πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με την οδηγία. Η οδηγία περί σημάτων χρησιμοποιεί αυτοτελή ορολογία, χωρίς να παραπέμπει στις υφιστάμενες έννομες τάξεις των κρατών μελών. Νομικές έννοιες, οι οποίες μέχρι τούδε μπορούσαν να ερμηνεύονται αυτοτελώς από τα επιφορτισμένα με την εφαρμογή του δικαίου εθνικά κρατικά όργανα, έχουν χαρακτήρα εννοιών κοινοτικού δικαίου με ειδικό περιεχόμενο σε ευρωπαϊκό επίπεδο.


    14 – Αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 1998, C-355/96, Sihouette International Schmied (Συλλογή 1998, σ. I-4799, σκέψη 23), και της 11ης Μαρτίου 2003, C-40/01, Ansul (Συλλογή 2003, σ. I-2439, σκέψη 27).


    15 – Βλ. το σημείο 51 των παρουσών προτάσεων.


    16 – Έτσι προφανώς και ο Novak, M., όπ.π. (υποσημείωση 10), σ. 613.


    17 – Βλ. Neu, C., «Die Verwirkung im Wettbewerbs- und Warenzeichenrecht», Gewerblicher Rechtsschutz und Urheberrecht, 1987, σ. 683.


    18 – Βλ. την απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, C-100/02, Gerolsteiner Brunnen (Συλλογή 2004, σ. I-691, σκέψη 17).


    19 – Αποφάσεις Silhouette (παρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψεις. 25 και 29), της 20ής Νοεμβρίου 2001, C-414/99, C-415/99 και C-416/99, Zino Davidoff και Levi Strauss (Συλλογή 2001, σ. I-8691, σκέψη 39), της 30ής Νοεμβρίου 2004, C-16/03, Peak Holding (Συλλογή 2004, σ. I-11313, σκέψη 30), της 23ης Απριλίου 2009, C-59/08, Copad (Συλλογή 2009, σ. I-3421, σκέψη 40), και της 15ης Οκτωβρίου 2009, C-324/08, Makro Zelfbedieningsgroothandel κ.λπ. (Συλλογή 2009, σ. I-10019, σκέψεις 20 και 21).


    20 – Ομοίως Stuckel, M., KommentarzumMarkenrecht, 2η έκδοση, Φραγκφούρτη επί του Μάιν 2007, § 21, σ. 468, σημείο 14, ο οποίος επισύρει την προσοχή στο ότι το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/104 επιδιώκει πλήρη εναρμόνιση της απώλειας των δικαιωμάτων που παρέχει ένα από απόψεως προτεραιότητας προγενέστερο σήμα όσον αφορά την ανοχή χρήσεως ενός από απόψεως προτεραιότητας μεταγενέστερου σήματος, καθόσον θίγονται δικαιώματα που παρέχει το άρθρο 4, παράγραφος 1. Κατά την άποψη του συγγραφέα, δεν διαφαίνεται γιατί εν προκειμένω θα έπρεπε να ισχύει κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι για το άρθρο 5 της οδηγίας, το οποίο αφορά τα «δικαιώματα που παρέχει το σήμα», και το άρθρο 7 της οδηγίας, το οποίο ρυθμίζει τα «όρια του δικαιώματος που παρέχει το σήμα».


    21 – Haft, K., Jonas, K.-U., Nack, R., Schulte, C. και Schweyer, S., «Duldung (Tolerierung) der Verletzung von Rechten des geistigen Eigentums», Gewerblicher Rechtsschutz und Urheberrecht, Internationaler Teil, 2006, σ. 793.


    22 – Απόφαση της 27ης Απριλίου 2006, C-145/05 (Συλλογή 2006, σ. I-3703, σκέψη 29).


    23 – Ο Stuckel, M., όπ.π., σ. 464, § 1, υπογραμμίζει τη σημασία που έχει η σχετική με την απώλεια δικαιώματος ένσταση στο πλαίσιο της δημιουργίας ασφάλειας δικαίου.


    24 – Βλ. τα σημεία 66 έως 87 των παρουσών προτάσεων.


    25 – Αποφάσεις της 5ης Σεπτεμβρίου 2005, C-37/03 P, BioID κατά ΓΕΕΑ (Συλλογή 2005, σ. I-7975, σκέψη 27), της 20ής Μαρτίου 2003, C-291/00, LTJ Diffusion (Συλλογή 2003, σ. I-2799, σκέψη 44), και της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, C-39/97 Canon (Συλλογή 1998, σ. I-5507, σκέψη 28).


    26 – Οι εγγενείς σε ένα σήμα, χαρακτηριστικές γι’ αυτό ως εκ της φύσεώς του ή αποδιδόμενες σ’ αυτό λειτουργίες είναι ποικίλες. Σ’ αυτές περιλαμβάνονται, σύμφωνα με τα σχετικά με το δίκαιο των σημάτων συγγράμματα και άρθρα, μεταξύ άλλων, οι λειτουργίες που έχουν σχέση με την κωδικοποίηση, την εγγύηση, την καταγωγή, την αναγνώριση και εξατομίκευση, την πληροφόρηση και επικοινωνία μέσω του σήματος, τη μονοπώληση, το όνομα, την ποιότητα, τη διακριτική ικανότητα, την εμπιστοσύνη, τη διάθεση στο εμπόριο και τη διαφήμιση, χωρίς να αποδίδεται πάντοτε και νομική σημασία στις επί μέρους λειτουργίες (βλ. Marx, C., Deutsches, europäischesundinternationalesMarkenrecht, 2η έκδοση, Κολωνία 2007, σ. 23, σημείο 64, Fezer, K.-H., Markenrecht, 2η έκδοση, Einleitung, σ. 68, σημείο 30, Phillips, J., TradeMarkLaw – APracticalAnatomy, Οξφόρδη 2003, σ. 23 επ., Torremans, P. και Holyoak, J., IntellectualPropertyLaw, 2η έκδοση, Λονδίνο 1998, σ. 347, Kucsko, G., GeistigesEigentum, Βιέννη 2003, σημείο 37, Novak, M., όπ.π., υποσημείωση 10, σ. 614). Κατά το Δικαστήριο, παράλληλα με την ουσιώδη λειτουργία του σήματος, η οποία συνίσταται στο να εγγυάται στους καταναλωτές την προέλευση του προϊόντος ή της υπηρεσίας, υφίστανται και άλλες λειτουργίες, όπως, μεταξύ άλλων, η λειτουργία που συνίσταται στην εγγύηση της ποιότητας του προϊόντος ή της υπηρεσίας αυτής, ή οι λειτουργίες του σήματος ως διαύλου επικοινωνίας, ως επενδυτικού στοιχείου ή ως μέσου διαφημίσεως (βλ. την απόφαση της 18ης Ιουνίου 2009, C-487/07, L’Oréal κ.λπ. (Συλλογή 2009, σ. I-5185, σκέψη 58).


    27 – Βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 17ης Οκτωβρίου 1990, C-10/89, HAG II (Συλλογή 1990, σ. I-3711, σκέψη 13), της 22ας Ιουνίου 1994, C-9/93, IHT Internationale Heiztechnik και Danziger (Συλλογή 1994, σ. I-2789, σκέψεις 37 και 45), της 11ης Ιουλίου 1996, C-427/93, C-429/93 και C-436/93, Bristol-Myers Squibb κ.λπ. (Συλλογή 1996, σ. I-3457, σκέψη 43), της 11ης Ιουλίου 1996, C‑232/94, MPA Pharma (Συλλογή 1996, σ. I-3671, σκέψη 16), της 11ης Ιουλίου 1996, C-71/94 έως C-73/94, Eurim-Pharm (Συλλογή 1996, σ. I-3603, σκέψη 30), της 11ης Νοεμβρίου 1997, C-349/95, Loendersloot (Συλλογή 1997, σ. I-6227, σκέψη 22), Canon (παρατεθείσα στην υποσημείωση 25, σκέψη 28), της 23ης Φεβρουαρίου 1999, C-63/97, BMW (Συλλογή 1999, σ. I-905, σκέψη 52), της 4ης Οκτωβρίου 2001, C-517/99, Merz & Krell (Συλλογή 2001, σ. I-6959, σκέψη 21), της 12ης Νοεμβρίου 2002, C-206/01, Arsenal Football Club (Συλλογή 2002, σ. I-10273, σκέψη 47), Gerolsteiner Brunnen (παρατεθείσα στην υποσημείωση 18, σκέψη 17), της 17ης Μαρτίου 2005, C-228/03, Gillette Company (Συλλογή 2005, σ. I-2337, σκέψη 25).


    28 – Βλ. τις αποφάσεις της 23ης Μαΐου 1978, 102/ 77, Hoffmann-La Roche (Συλλογή τόμος 1978, σ. 351, σκέψη 7), HAG ΙΙ (παρατεθείσα στην υποσημείωση 27, σκέψη 14), Bristol-Myers Squibb κ.λπ. (παρατεθείσα στην υποσημείωση 27, σκέψη 44), και Loendersloot (παρατεθείσα στην υποσημείωση 27, σκέψη 31).


    29 – Το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, μέρος του οποίου αποτελεί η διανοητική ιδιοκτησία, είναι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, θεμελιώδες δικαίωμα, το οποίο προστατεύεται στην κοινοτική έννομη τάξη ως γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου (βλ. με αυτό το πνεύμα τις αποφάσεις της 12ης Σεπτεμβρίου 2006, C-479/04, Laserdisken, Συλλογή 2006, σ. I-8089, σκέψη 65, και της 29ης Ιανουαρίου 2008, C-275/06, Promusicae, Συλλογή 2008, σ. I-271, σκέψη 62). Περαιτέρω, το άρθρο 17, παράγραφος 2, του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ο οποίος αποτελεί έκφραση της αυτοδεσμεύσεως της Ενώσεως για την τήρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και με την έναρξη ισχύος της τροποποιητικής Συνθήκης της Λισσαβώνας έχει προσλάβει τον χαρακτήρα πρωτογενούς δικαίου, επιβάλλει την προστασία της διανοητικής ιδιοκτησίας. Βλ. επί πλέον τις προτάσεις μου της 11ης Μαΐου 2010, στην υπόθεση SGAE (απόφαση παρατεθείσα στην υποσημείωση 11, σημείο 80).


    30 – Έτσι επίσης Stuckel, M., όπ.π. (υποσημείωση 20), σ. 466, σκέψη 9.


    31 – Βλ. τη σκέψη 41 της αποφάσεως περί παραπομπής.


    32 – Ομοίως Ehlers, D., Allgemeines Verwaltungsrecht (επιμέλεια: Hans-Uwe Erichsen κ.λπ.), § 2 I 6, σ. 59, σημείο 14. Ο γενικός εισαγγελέας P. Léger θεωρεί κατά κάποιο τρόπο με τις προτάσεις του της 28ης Σεπτεμβρίου 2004 στην υπόθεση C‑350/03, Schulte (απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2005, Συλλογή 2005, σ. I-9215, σημείο 84 επ.) ότι προέχει η γραμματική ερμηνεία, εφόσον εκθέτει ότι η ερμηνεία βάσει του επιδιωκόμενου σκοπού χρησιμοποιείται μόνον όταν η οικεία διάταξη μπορεί να επιδέχεται πολλές ερμηνείες ή οσάκις το υπό κρίση νομοθέτημα, λόγω, παραδείγματος χάριν, του ότι είναι διφορούμενο, είναι δυσερμήνευτο με βάση μόνον το γράμμα του.


    33 – Ομοίως Pechstein, M. και Drechsler, C., «Die Auslegung und Fortbildung des Primärrechts», στο: EuropäischeMethodenlehre (επιμέλεια: Karl Riesenhuber), Βερολίνο 2006, σ. 167, σημείο 18.


    34 – Το 1952 οι επίσημες γλώσσες ήταν ακόμη τέσσερις, το 1973 έξι, το 1981 επτά, το 1986 εννέα και το 1995 έντεκα. Ο αριθμός αυτός ανήλθε κατόπιν σε είκοσι το 2004, σε είκοσι μία το 2005 και, τέλος, σε είκοσι τρεις το 2007 (βλ. Gaudissart, M.-A., «Le régime et la pratique linguistiques de la Cour de Justice des Communautés européennes», Langues et construction européenne, Βρυξέλλες 2010, σ. 146).


    35 – Οι Baldus, C. και Vogel, F., «Gedanken zu einer europäischen Auslegungslehre: grammatikalisches und historisches Element», Fiat iustitia – Recht als Aufgabe der Vernunft, Festschrift für Peter Krause zum 70. Geburtstag, Βερολίνο 2006, σ. 247 επ. δεν αμφισβητούν ότι αφετηρία για την ερμηνεία κάθε κανόνα του κοινοτικού δικαίου είναι η γραμματική ερμηνεία. Αναφέρονται όμως στη δυσχέρεια, λόγω της υφιστάμενης εντός της Κοινότητας γλωσσικής πολυμορφίας, εξευρέσεως αξιόπιστης ερμηνείας, πράγμα που καθιστά αναγκαία τη στροφή προς άλλες ερμηνευτικές μεθόδους, όπως την τελολογική και την ιστορική ερμηνεία.


    36 – Απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, C-361/01 P, Kik κατά ΓΕΕΑ (Συλλογή 2003, σ. I-8283, σκέψη 87). Ως προς το γλωσσικό καθεστώς στην Ευρωπαϊκή Ένωση, βλ. Sibony, A.-L./De Sadeleer N., «La traduction en droit positif: les régimes linguistiques en droit communautaire», Traductionetdroitseuropéens: hommageaurecteurMichelVandeKerchove, 2009, σ. 78.


    37 – Πράγματι, κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η ανάγκη ομοιόμορφης ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου αποκλείει, σε περίπτωση αμφιβολίας, να θεωρείται μεμονωμένα το κείμενο μιας διατάξεως. Αντιθέτως, κατά την εκτίμηση του Δικαστηρίου, η ανάγκη αυτή απαιτεί να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται η διάταξη υπό το πρίσμα του κειμένου της στις άλλες επίσημες γλώσσες (βλ. ιδίως την απόφαση της 12ης Ιουλίου 1979, 9/79 Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 321, σκέψη 6). Επί πλέον, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι σε όλες τις γλωσσικές αποδόσεις πρέπει, κατ’ αρχήν, να αναγνωριστεί η ίδια αξία, η οποία δεν μπορεί να παραλλάσσει σε συνάρτηση με το μέγεθος του πληθυσμού των κρατών μελών όπου ομιλείται η εν λόγω γλώσσα (βλ. την απόφαση EMU Tabac κ.λπ., παρατεθείσα στην υποσημείωση 11, σκέψη 36).


    38 – Με εξαίρεση τη σλοβενική, η οποία στο προοίμιο χρησιμοποιεί την έκφραση «dopuščal», στο άρθρο 9 όμως «privolitve» ή «privolil». Βλ. κατά τα λοιπά τη γερμανική («geduldet»/«Duldung»), τη γαλλική («toléré»/«tolérance»), την ισπανική («tolerado»/«tolerancia»), την πορτογαλική («tolerado»/«tolerância»), την ιταλική («tollerato»/«tolleranza»), καθώς και την ολλανδική («gedoogt»/«gedogen») γλωσσική απόδοση.


    39 – Κατά την άποψη του Stuckel, M., όπ.π. (υποσημείωση 20), σ. 464, σημείο 6, πρέπει να θεωρείται ότι υφίσταται «ανοχή» κατά την έννοια του άρθρου 9 της οδηγίας 89/104, όταν ο δικαιούχος του έχοντος προτεραιότητα προγενέστερου διακριτικού σημείου παραμένει αδρανής και δεν λαμβάνει κανένα μέτρο κατ’ αυτού που το προσβάλλει.


    40 – Βλ. την επικεφαλίδα στο άρθρο 9 της δανικής («Rettighedsfortabelse på grund af passivitet») και της σουηδικής («Begränsningar till följd av passivitet») γλωσσικής αποδόσεως.


    41 – Έτσι και Fernández-Nóvoa, C., «Die Verwirkung durch Duldung im System der Gemeinschaftsmarke», Gewerblicher Rechtsschutz und Urheberrecht, Internationaler Teil, 1996, σ. 443.


    42 – Απόφαση Zino Davidoff και Levi Strauss (παρατεθείσα στην υποσημείωση 19, σκέψη 45).


    43 – Βλ. το σημείο 60 αυτών των προτάσεων. Βλ. Palandt και Heinrichs, H., BürgerlichesGesetzbuch, 64η έκδοση, Μόναχο 2005, § 242 BGB, σ. 257, σημείο 93), ο οποίος λαμβάνει επίσης ως βάση ότι ο δικαιούμενος πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προβάλλει το δικαίωμα. Παρομοίως επίσης Ingerl και Rohnke, Markengesetz, 3η έκδοση, Μόναχο 2010, σημείο 11, κατά την άποψη των οποίων ανοχή μπορεί να υφίσταται, μόνον αν ο δικαιούμενος είχε καν τη δυνατότητα να κινηθεί νομικώς κατά του προσβάλλοντος το δικαίωμα.


    44 – Το αξίωμα αυτό του ρωμαϊκού δικαίου διατυπώνεται στους Πανδέκτες 50, 17, 185.


    45 – Εξάλλου –και σε αντίθεση προς την περίπτωση της παραγραφής– η απώλεια δικαιώματος συνεπεία ανοχής προϋποθέτει ορισμένη συμπεριφορά του δικαιούχου. Ο δικαιούχος του μεταγενέστερου σήματος πρέπει πράγματι να έχει χρησιμοποιήσει σοβαρά το σήμα κατά το χρονικό ακριβώς διάστημα κατά το οποίο ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος παρέμεινε ενσυνειδήτως αδρανής. Σ’ αυτές τις διαφορές προστίθεται μία άλλη και ιδιαιτέρως σαφής πτυχή, ότι δηλαδή η παραγραφή επιφέρει οριστικό αποκλεισμό των δικαιωμάτων με συνέπεια να καθίσταται απρόσβλητη erga omnes η θέση του δικαιούχου του μεταγενέστερου σήματος. Αντιθέτως, η απώλεια δικαιώματος συνεπεία ανοχής επιφέρει όχι το απρόσβλητο erga omnes, αλλά μόνο τον αποκλεισμό των απαιτήσεων έναντι του δικαιούχου του προγενέστερου σήματος, ο οποίος ενσυνειδήτως ανέχθηκε τη χρήση του μεταγενέστερου σήματος (βλ. σχετικώς Fernández-Nóvoa, C., όπ.π., υποσημείωση 41, σ. 443).


    46 – Έτσι επίσης Knaak, R., όπ.π. (υποσημείωση 7), σ. 72, ο οποίος επισημαίνει ότι στο δίκαιο των σημάτων εναρμονίσθηκε με την οδηγία μόνον ένα μέρος του ουσιαστικού δικαίου των σημάτων, συγκεκριμένα δε η προστασία των καταχωρισμένων σημάτων.


    47 – Απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, C-529/07 (Συλλογή 2009, σ. I-4893, σκέψη 39).


    48 – Βλ. Ingerl και Rohnke, όπ.π. (υποσημείωση 43), σημείο 10, οι οποίοι ομοίως έχουν τη γνώμη ότι σημασία θα πρέπει να έχει η θετική γνώση του δικαιούχου. Υποχρέωση γνώσεως ή εξ ελαφράς (αλλά και βαρείας) αμελείας έλλειψη γνώσεως δεν αρκεί, κατά τη γνώμη τους. Ομοίως επίσης Nordemann, W., Wettbewerbs- undMarkenrecht, 9η έκδοση, Baden-Baden 2003, σ. 400, σημείο 2413.


    49 – Οι Morcom, C., Roughton, A., Graham, J. και Malynicz, S., TheModernLawofTradeMarks, 2η έκδοση, Suffolk 2005, σ. 221, σημείο 6.87, επισημαίνουν ότι το άρθρο 7 του νόμου περί σημάτων του 1994 έχει απλώς και μόνο δικονομικό χαρακτήρα και αφήνει άθικτο το ουσιαστικό δίκαιο.


    50 – Στα επιστημονικά συγγράμματα και άρθρα γίνεται κατά κανόνα αναφορά στην υπόθεση HammerhillPaperCo’sOppositiontoApplicationforRegistrationbyAlexPirie (1933) 50 RPC 147. Σ’ αυτή την υπόθεση, ο λόρδος Tomlin καθόρισε τα κριτήρια για την εκτίμηση του ζητήματος αν υφίσταται καλόπιστη εκ παραλλήλου χρήση δύο πανομοιότυπων σημάτων. Τα κριτήρια αυτά είναι τα ακόλουθα: 1) η διάρκεια και έκταση της χρήσεως, καθώς και ο επιχειρηματικός τομέας περί του οποίου πρόκειται, 2) ο βαθμός του κινδύνου συγχύσεως που μπορεί να απορρέει από την ομοιότητα των σημάτων, 3) η καλή πίστη κατά την εκ παραλλήλου χρήση, 4) η απόδειξη μιας περιπτώσεως συγχύσεως, 5) η αβεβαιότητα που θα προκαλούνταν αν καταχωριζόταν το σήμα.


    51 – Βλ. το σημείο 52 των παρουσών προτάσεων.


    52 – Βλ. την κατ’ ουσία όμοια από απόψεως περιεχομένου προγενέστερη διάταξη του άρθρου 12, παράγραφος 2, του νόμου περί σημάτων του 1938.


    53 – Βλ. τις αναλύσεις των Pfeiffer, T., «Markenanmeldung in Großbritannien – Ein praktischer Leitfaden», Wettbewerb in Recht und Praxis, 2000, σ. 1386 και Mountstephens, A. και Ohly, A., Gemeinschaftsmarke und Recht der EU-Mitgliedstaaten, όπ.π. (υποσημείωση 7), σ. 634, Schumann, H.-J., Der Schutz von Unternehmenskennzeichen und Wortmarken in England und Deutschland, 2000, σ. 195.


    54 – Βλ. το σημείο 56 των παρουσών προτάσεων.


    55 – Ομοίως Annand, R. και Norman, H., Blackstone’s Guide to the Trade Marks Act 1994, Λονδίνο 1994, σ. 110.


    56 – Αυτή την άποψη υιοθετεί ένα μεγάλο μέρος των συγγραμμάτων και άρθρων του αγγλόφωνου κόσμου. Οι Torremans, P. και Holyoak, J., όπ.π. (υποσημείωση), σ. 367, επισημαίνουν ότι η οδηγία 89/104 δεν προβλέπει μια τέτοια εξαίρεση. Οι συγγραφείς αυτοί διαπιστώνουν μάλιστα μια αντίφαση μεταξύ της κοινοτικής και της εθνικής ρυθμίσεως. Λαμβανομένου υπόψη αυτού του πορίσματος, έχουν τη γνώμη ότι «ο δικαιούχος ενός προγενέστερου σήματος, τα συμφέροντα του οποίου θα θίγονταν από την καταχώριση του μεταγενέστερου σήματος, έχει κάθε λόγο να ανέβει στο πρώτο αεροπλάνο για το Λουξεμβούργο και να ζητήσει από το Δικαστήριο [της Ευρωπαϊκής Ενώσεως] τη διαγραφή του άρθρου 7 του νόμου περί σημάτων του 1994 λόγω πλήρους ασυμβιβάστου προς την οδηγία, τη μεταφορά της οποίας στο εθνικό δίκαιο φέρεται να σκοπεί η εθνική αυτή ρύθμιση». Οι Morcom, C., Roughton, A., Graham, J. και Malynicz, S., όπ.π. (υποσημείωση 49), σ. 174, σημείο 6.79 και Smith, E., «The approach of the UK-IPO to co-ownership of registered trade marks: nanny leaves the Registry, but not completely», TradeMarkLawandSharingNames – ExploringUseoftheSameMarkbyMultipleUndertakings (επιμέλεια: Llana Simon Fhina), Cheltenham 2009, σ. 74, επισημαίνουν απλώς ότι δεν μπορεί να ανευρεθεί μια τέτοια εξαίρεση στην οδηγία. Ο Kitchin, D., Kerly'slawoftrademarksandtradenames, 14η έκδοση, Λονδίνο 2005, σ. 275, σημεία 9-150 και 9-153, εκθέτει ότι το άρθρο 7 του νόμου περί σημάτων, το οποίο προσδίδει νομοθετική ισχύ στο νομικό μόρφωμα της «honest concurrent use», δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στην οδηγία 89/104. Περαιτέρω, επισημαίνουν ότι η ενσωμάτωσή του στο κείμενο του νόμου προσέκρουσε αρχικώς στην αντίσταση της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, διότι αυτή είχε αμφιβολίες ως προς το συμβατό αυτού του νομικού μορφώματος προς τις δεσμευτικές διατάξεις του άρθρου 4 της οδηγίας. Οι συγγραφείς αυτοί θεωρούν ότι ακόμη και το άρθρο 7 του νόμου περί σημάτων δύσκολα συμβιβάζεται προς το δεσμευτικό περιεχόμενο του άρθρου 4 της οδηγίας 89/104. Κατά την άποψη των Annand, R., και Norman, H., όπ.π. (υποσημείωση 55), σ. 110 επ., το άρθρο 7 του νόμου περί σημάτων του 1994 αντιφάσκει προς το δεσμευτικό γράμμα του άρθρου 4 της οδηγίας, το οποίο ρητώς λέει ότι ένα σήμα «δεν καταχωρίζεται», εάν συγκρούεται με προγενέστερο σήμα ή με προγενέστερο δικαίωμα. Βλ. επίσης Schumann, H.-J., DerSchutzvonUnternehmenskennzeichenundWortmarkeninEnglandundDeutschland, 2000, σ. 46, 47, 195, ο οποίος θεωρεί ομοίως ότι το σχήμα της «honest concurrent use» είναι ασυμβίβαστο προς την οδηγία, δεδομένου ότι αυτή δεν προβλέπει μια τέτοια εξαίρεση. Αντιθέτως, το άρθρο 4, το οποίο προβλέπει σχετικώς τους ίδιους απαγορευτικούς λόγους με το άρθρο 5, δεν άφησε στα κράτη μέλη καμία ευχέρεια για μια τέτοια ρύθμιση. Από αυτή την άποψη, ο νόμος περί σημάτων του 1994 αντιφάσκει προς την οδηγία, οπότε μπορεί να κινηθεί η διαδικασία λόγω παραβάσεως κατά του Ηνωμένου Βασιλείου.


    57 – Βλ. το σημείο 3 των παρουσών προτάσεων.


    58 – Βλ. τις αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 1990, C-241/89, SARPP (Συλλογή 1990, σ. I-4695, σκέψη 8), της 2ας Φεβρουαρίου 1994, C-315/92, Verband Sozialer Wettbewerb, γνωστή ως «απόφαση Clinique» (Συλλογή 1994, σ.I-317, σκέψη 7), της 4ης Μαρτίου 1999, C-87/97, Consorzio per la tutela del formaggio Gorgonzola (Συλλογή 1999, σ. I-1301, σκέψη 16), της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, C-456/02, Trojani (Συλλογή 2004, σ. I-7573, σκέψη 38), και της 17ης Φεβρουαρίου 2005, C‑215/03, Oulane (Συλλογή 2005, σ. I-1215, σκέψη 47).


    59 – Αποφάσεις της 12ης Νοεμβρίου 1981, 212/80 έως 217/80, Meridionale Industria Salumi κ.λπ. (Συλλογή 1981, σ. 2735, σκέψη 9 επ.), της 15ης Ιουλίου 1993, C‑34/92, GruSa Fleisch (Συλλογή 1993, σ. I-4147, σκέψη 22), της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, C-74/00 P και C-75/00 P, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. I-7869, σκέψη 119), και της 9ης Μαρτίου 2006, C‑293/04, Beemsterboer Coldstore Services (Συλλογή 2006, σ. I-2263, σκέψη 21).


    60 – Παρατεθείσες στην υποσημείωση 59 αποφάσεις Meridionale Industria Salumi κ.λπ. (σκέψη 9 επ.), GruSa Fleisch (σκέψη 22), Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής (σκέψη 119) και Beemsterboer Coldstore Services (σκέψη 21).


    61 – Απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 1987, 278/84,, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 1987, σ. 1, σκέψη 35). Βλ. Berger, T., ZulässigkeitsgrenzenderRückwirkungvonGesetzen, Peter Lang 2002, σ. 180 και 196 επ., ο οποίος επισημαίνει ότι το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη διαρθρωτικά στοιχεία κανονιστικής φύσεως, θεωρώντας επίσης σημαντικό το κατά χρόνο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως για την οποία εκάστοτε πρόκειται. Καθοριστικό κριτήριο αναδρομικότητας είναι η έναρξη της διάρκειας ισχύος μιας ρυθμίσεως σε σχέση με το χρονικό σημείο της δημοσιεύσεώς της.


    62 – Παρατεθείσες στην υποσημείωση 59 αποφάσεις Meridionale Industria Salumi κ.λπ. (σκέψη 9), GruSa Fleisch (σκέψη 22), Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής (σκέψη 119) και Beemsterboer Coldstore Services (σκέψη 21).


    63 – Βλ. τις αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 1997, C-129/96, Inter-Environnement Wallonie (Συλλογή 1997, σ. I-7411, σκέψη 43), και της 4ης Ιουλίου 2006, C‑212/04, Αδενέλερ κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. I-6057 σκέψη 114).


    64 – Βλ. Kahl, W., EUV/EGVKommentar (επιμέλεια: Christian Calliess/Matthias Ruffert), 3η έκδοση, Μόναχο 2007, σ. 459, σημείο 63. Βλ. τις αποφάσεις Inter-Environnement Wallonie (παρατεθείσα στην υποσημείωση 63, σκέψη 45) και της 22ας Φεβρουαρίου 2005, C-144/04, Mangold (Συλλογή 2005, σ. I-9981, σκέψη 67).


    65 – Αποφάσεις της 14ης Ιανουαρίου 2010, C-304/08, Plus Warenhandelsgesellschaft (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 29), της 23ης Απριλίου 2009, C-261/07 και C-299/07, VTB-VAB και Galatea (Συλλογή 2009, σ. I-2949, σκέψη 39), και Αδενέλερ κ.λπ. (παρατεθείσα στην υποσημείωση 63, σκέψεις 122 και 123). Βλ. εσχάτως το σημείο 34 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Mengozzi της 17ης Νοεμβρίου 2010 στην εκκρεμούσα υπόθεση Defossez (C-477/09).


    66 – Βλ. με αυτό το πνεύμα τις αποφάσεις της 8ης Οκτωβρίου 1987, 80/86, Kolpinghuis Nijmegen (Συλλογή 1987, σ. 3969, σκέψη 13), Αδενέλερ κ.λπ. (παρατεθείσα στην υποσημείωση 63, σκέψη 110), της 15ης Απριλίου 2008, C-268/06, Impact (Συλλογή 2008, σ. I-2483, σκέψη 100), της 23ης Απριλίου 2009, C‑378/07, Αγγελιδάκη κ.λπ., (Συλλογή 2009, σ. I-3071, σκέψη 199), και της 16ης Ιουλίου 2009, C-12/08, Mono Car Styling (Συλλογή 2009, σ. I-6653, σκέψη 61).


    67 – Βλ. το σημείο 112 των παρουσών προτάσεων.


    68 – Ο όρος «Goodwill» στο δίκαιο των σημάτων του Ηνωμένου Βασιλείου χαρακτηρίζει κατά κανόνα την από απόψεως διαπιστώσεως της προελεύσεως σημασία ή την από απόψεως καταλληλότητας ή ποιότητας αντίληψη, που δημιουργείται από ένα διακριτικό σημείο σε σημαντικό τμήμα του ημεδαπού κύκλου συναλλασσομένων, προς τους οποίους απευθύνεται (βλ. Mountstephens, A. και Ohly, A., όπ.π., υποσημείωση 53, σ. 621).


    69 – Βλ. τη σκέψη 5 της αποφάσεως περί παραπομπής. Όπως εκθέτει το αιτούν δικαστήριο με αυτή τη σκέψη, μολονότι οι ονομασίες είναι όμοιες, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τη μπίρα. Η γεύση, η τιμή και η παρουσίαση ανέκαθεν διέφεραν, οπότε οι καταναλωτές είχαν σαφέστατα αντιληφθεί τη διαφορά, παρόλο που πάντα θα υφίσταται σε μικρό βαθμό σύγχυση μεταξύ των δύο.


    70 – Βλ. τις σκέψεις 1, 18, 22 και 23 της αποφάσεως περί παραπομπής.


    71 – Βλ. την απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 1978, 83/78, Redmond (Συλλογή τόμος 1978, σ. 739, σκέψη 26).


    72 – Βλ. σε σχέση με τον κίνδυνο της καταχρηστικής επικλήσεως του αναγνωριζόμενου στο κοινοτικό δίκαιο με το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών κατά τον χρόνος ασθενείας τις προτάσεις μου της 24ης Ιανουαρίου 2008 στις υποθέσεις C-350/06 και C-520/06, Stringer κ.λπ., (απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2009, Συλλογή 2009, σ. I-179, σημείο 80). Στην υποσημείωση 53 των προτάσεων όρισα την κατάχρηση δικαιώματος ως τη χρησιμοποίηση μιας νομικής καταστάσεως κατ’ αντίθεση προς τον σκοπό της, η οποία περιορίζει τη δυνατότητα ασκήσεως ενός υφισταμένου δικαιώματος. Αυτό σημαίνει ότι η προβολή μιας τυπικά δεδομένης αξιώσεως περιορίζεται από την αρχή της καλής πίστεως. Ακόμη κι αν κάποιος έχει ένα τυπικά αγώγιμο δικαίωμα, δεν μπορεί να το ασκεί καταχρηστικώς. Έτσι επίσης Creifelds, Rechtswörterbuch (επιμέλεια: Klaus Weber), 17η έκδοση, Μόναχο 2002, σ. 1109, κατά τον οποίο η άσκηση ενός δικαιώματος είναι καταχρηστική, όταν ναι μεν είναι σύμφωνη προς τον νόμο, η προβολή όμως της αξιώσεως είναι αντίθετη προς την καλή πίστη λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών της συγκεκριμένης περιπτώσεως.


    73 – Βλ. τις αποφάσεις της 7ης Φεβρουαρίουr 1979, 115/78, Knoors (Συλλογή τόμος 1979/I, σ. 169, σκέψη 25), της 3ης Οκτωβρίου 1990, C-61/89, Bouchoucha (Συλλογή 1990, σ. I-3551, σκέψη 14), της 7ης Ιουλίου 1992, C-370/90, Singh (Συλλογή 1992, σ. I-4265, σκέψη 24), της 12ης Μαΐου 1998, C-367/96, Κεφάλας κ.λπ. (Συλλογή 1998, σ. I-2843, σκέψη 20), της 9ης Μαρτίου 1999, C-212/97, Centros (Συλλογή 1999, σ. I-1459, σκέψη 24), της 23ης Μαρτίου 2000, C-373/97, Διαμαντής (Συλλογή 2000, σ. I-1705, σκέψη 33), της 21ης Νοεμβρίου 2002, C-436/00, X και Y (Συλλογή 2002, σ. I-10829, σκέψεις 41 και 45), της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C-167/01, Inspire Art (Συλλογή 2003, σ. I-10155, σκέψη 136), της 21ης Φεβρουαρίου 2006, C-255/02, Halifax κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ.I-1609, σκέψη 68), της 12ης Σεπτεμβρίου 2006, C-196/04, Cadbury Schweppes και Cadbury Schweppes Overseas (Συλλογή 2006, σ. I-7995, σκέψη 35), της 21ης Φεβρουαρίου 2008, C-425/06, Part Service (Συλλογή 2008, σ. I-897, σκέψη 42), και της 25ης Ιουλίου 2008, C-127/08, Metock κ.λπ. (Συλλογή 2008, σ. I-6241, σκέψη 75).


    74 – Έτσι επίσης ο γενικός εισαγγελέας Poiares Maduro με τις προτάσεις του της 28ης Φεβρουαρίου 2008 στην υπόθεση C-311/06, Consiglio Nazionale degli Ingegneri (απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2009, Συλλογή 2009, σ. I-415, σημείο 43 επ.).


    75 – Βλ. τις παρατεθείσες ανωτέρω στην υποσημείωση 73 αποφάσεις, Κεφάλας κ.λπ. (σκέψη 20), Διαμαντής (σκέψη 33), Halifax κ.λπ. (σκέψη 68), καθώς και Cadbury Schweppes και Cadbury Schweppes Overseas (σκέψη 35).


    76 – Βλ. την απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2000, C-110/99, Emsland-Stärke (Συλλογή 2000, σ. I-11569, σκέψεις 52 και 53), και της 21ης Ιουλίου 2005, C-515/03, Eichsfelder Schlachtbetrieb (Συλλογή 2005, σ. I-7355, σκέψη 39). Βλ. περαιτέρω τις προτάσεις μου της 10ης Φεβρουαρίου 2010, στην υπόθεση C-569/08, Internetportal und Marketing (απόφαση της 3ης Ιουνίου 2010, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σημείο 113), καθώς και της 2ας Ιουνίου 2010, στην υπόθεση C-118/09, Koller (απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σημείο 81).


    77 – Βλ. τις αποφάσεις Eichsfelder Schlachtbetrieb (παρατεθείσα στην υποσημείωση 76, σκέψη 40) και Halifax κ.λπ. (παρατεθείσα στην υποσημείωση 73, σκέψη 76).


    78 – Βλ. τις αποφάσεις της 17ης Οκτωβρίου 2002, C-79/01, Payroll κ.λπ. (Συλλογή 2002, σ. I-8923, σκέψη 29), και Halifax κ.λπ. (παρατεθείσα στην υποσημείωση 73, σκέψεις 76 και 77).


    79 – Βλ. Drew, J. και Priestley, H., «Anheuser-Busch and Budvar march on to the ECJ», JournalofIntellectualPropertyLaw & Practice, 2010, τόμος 5, σημείο 2, σ. 80, κατά την άποψη των οποίων ο δικαιούχος πρέπει να μπορεί να κάνει χρήση των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου και του δικονομικού δικαίου όσον το δυνατόν καλλίτερα προς το συμφέρον του.


    80 – Παραδείγματος χάριν, κατά τη διαβίβαση υπομνημάτων στο Δικαστήριο με τηλεομοιοτυπία ή με οποιοδήποτε άλλο τεχνικό μέσο επικοινωνίας που διαθέτει το Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 37, §§6 και 7, του κανονισμού διαδικασίας, επιτρέπεται η πλήρης εξάντληση της σχετικής προθεσμίας (βλ. Wägenbaur, B., EuGH Satzung und Verfahrensordnungen – Kommentar, Μόναχο 2008, Art. 37, σ. 142, σημείο 8).


    81 – Κατά το άρθρο 188, παράγραφος 1, του BGB, προθεσμία καθοριζόμενη ανά ημέρα λήγει με την πάροδο της τελευταίας ημέρας της προθεσμίας. Όπως ορθώς αναλύουν οι Palandt, Heinrichs, όπ.π. (υποσημείωση 43), § 188, σημείο 4, σ. 199, η αναγκαία προς τήρηση της προθεσμίας πράξη μπορεί κατ’ αρχήν να διενεργηθεί έως την πάροδο της τελευταίας ημέρας (24η ώρα). Ο Schroeter, U., «Die Fristenberechnung im Bürgerlichen Recht», JuristischeSchulung, 2007, σ. 31, επίσης επισημαίνει ότι ο ενδιαφερόμενος έχει πλήρως στη διάθεσή του την τελευταία επίσης ημέρα της υπολογισθείσας προθεσμίας και επομένως μπορεί να προβεί στη συνιστώσα τήρηση της προθεσμίας πράξη έως την 24η ώρα της τελευταίας ημέρας της προθεσμίας. Κατά το άρθρο 2229 του γαλλικού Code Civil, η παραγραφή επέρχεται μετά την πάροδο της τελευταίας ημέρας του χρόνου παραγραφής. Το άρθρο 2228 διευκρινίζει ότι οι χρόνοι παραγραφής υπολογίζονται με ημέρες και όχι με ώρες. Την ίδια ρύθμιση περιέχουν επίσης τα άρθρα 2261 και 2260 του βελγικού Code Civil. Κατά το άρθρο 2962 του ιταλικού Codice Civile, η παραγραφή επέρχεται με την πάροδο της τελευταίας ημέρας του χρόνου παραγραφής. Κατά το άρθρο 1961 του ισπανικού Código Civil, η παραγραφή επέρχεται με την πάροδο του προβλεπόμενου από τον νόμο χρόνου.


    82 – Έτσι επίσης Meyer, A., όπ.π. (υποσημείωση 13), σ. 597, ο οποίος επισημαίνει ότι με αυτή τη ρύθμιση λαμβάνονται υπόψη όχι μόνο τα δικαιολογημένα ατομικά συμφέροντα που συνδέονται με το μεταγενέστερο σήμα, αλλά και η γενική ανάγκη ασφάλειας δικαίου.

    Top