This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62009CC0406
Opinion of Mr Advocate General Mengozzi delivered on 5 April 2011. # Realchemie Nederland BV v Bayer CropScience AG. # Reference for a preliminary ruling: Hoge Raad der Nederlanden - Netherlands. # Regulation (EC) No 44/2001 - Jurisdiction and recognition and enforcement of judgments - Definition of ‘civil and commercial matters’ - Recognition and enforcement of an order imposing a fine - Directive 2004/48/EC - Intellectual property rights - Infringement of those rights - Measures, procedures and remedies - Sentence - Exequatur procedure - Related legal costs. # Case C-406/09.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mengozzi της 5ης Απριλίου 2011.
Realchemie Nederland BV κατά Bayer CropScience AG.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Hoge Raad der Nederlanden - Κάτω Χώρες.
Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 - Διεθνής δικαιοδοσία και εκτέλεση των αποφάσεων - Έννοια των "αστικών και εμπορικών υποθέσεων" - Αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεως με την οποία επιβλήθηκε πρόστιμο - Οδηγία 2004/48/ΕΚ - Δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας - Προσβολή των δικαιωμάτων αυτών - Μέτρα, διαδικασίες και μέσα επανορθώσεως - Καταδίκη - Διαδικασία κηρύξεως εκτελεστότητας - Συναφή δικαστικά έξοδα.
Υπόθεση C-406/09.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mengozzi της 5ης Απριλίου 2011.
Realchemie Nederland BV κατά Bayer CropScience AG.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Hoge Raad der Nederlanden - Κάτω Χώρες.
Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 - Διεθνής δικαιοδοσία και εκτέλεση των αποφάσεων - Έννοια των "αστικών και εμπορικών υποθέσεων" - Αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεως με την οποία επιβλήθηκε πρόστιμο - Οδηγία 2004/48/ΕΚ - Δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας - Προσβολή των δικαιωμάτων αυτών - Μέτρα, διαδικασίες και μέσα επανορθώσεως - Καταδίκη - Διαδικασία κηρύξεως εκτελεστότητας - Συναφή δικαστικά έξοδα.
Υπόθεση C-406/09.
Συλλογή της Νομολογίας 2011 I-09773
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2011:209
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
PAOLO MENGOZZI
της 5ης Απριλίου 2011 (1)
Υπόθεση C‑406/09
Realchemie Nederland BV
κατά
Bayer CropScience AG
[αίτηση του Hoge Raad der Nederlanden (Κάτω Χώρες) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Διεθνής δικαιοδοσία και εκτέλεση αποφάσεων – Έννοια των “αστικών και εμπορικών υποθέσεων” – Αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεως με την οποία επιβλήθηκε “αστικό πρόστιμο”– Οδηγία 2004/48/ΕΚ – Δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας – Μέτρα, διαδικασίες και μέσα επανορθώσεως σε περίπτωση προσβολής τέτοιου δικαιώματος – Καταδίκη στα δικαστικά έξοδα στο πλαίσιο δίκης για την κήρυξη εκτελεστών στην ημεδαπή αλλοδαπών αποφάσεων που προστατεύουν δικαίωμα διανοητικής ιδιοκτησίας»
1. Η παρούσα αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως ανάγεται σε αντιδικία μεταξύ της γερμανικής εταιρίας Bayer CropScience AG (στο εξής: Bayer) και της ολλανδικής εταιρίας Realchemie Nederland BV (στο εξής: Realchemie) ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων. Η Bayer προσήπτε στη Realchemie ότι είχε προσβάλει τα δικαιώματα ευρεσιτεχνίας από ένα εκ των διπλωμάτων της. Στο πλαίσιο της διαδικασίας εκείνης, ο δικαστής είχε επιβάλει στη Realchemie «αστικό πρόστιμο» κατά το γερμανικό δίκαιο. Θέλοντας να πετύχει να εκτελεστεί το αστικό αυτό πρόστιμο στις Κάτω Χώρες, η Bayer ζήτησε να αναγνωριστεί και εκτελεστεί στις Κάτω Χώρες η απόφαση με την οποία επιβλήθηκε το πρόστιμο και, προς τούτο, κίνησε δίκη για την κήρυξη εκτελεστότητας. Το πρώτο ερώτημα του αιτούντος –ολλανδικού– δικαστηρίου είναι αν ένα τέτοιο πρόστιμο εμπίπτει στο πεδίο των αστικών ή εμπορικών υποθέσεων υπό την έννοια του άρθρου 1 του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (2).
2. Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο αν το άρθρο 14 της οδηγίας 2004/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την τήρηση των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας (3), επιβάλλει στα κράτη μέλη να καταδικάζουν βαρύτερα στα δικαστικά έξοδα τον καθού στη δίκη όπου ζητείται η κήρυξη εκτελεστών στην ημεδαπή αλλοδαπών αποφάσεων που έχουν ως αντικείμενο την προστασία δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας.
I – Το νομικό πλαίσιο
A – Το δίκαιο της Ένωσης
1. Ο κανονισμός 44/2001
3. Ο κανονισμός 44/2001 έχει ιδίως ως σκοπό, κατά τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του, τη «θέσπιση διατάξεων σχετικά με την ενοποίηση των κανόνων σύγκρουσης δικαιοδοσίας στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις καθώς και σχετικά με την απλούστευση των διατυπώσεων για την ταχεία και απλή αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων κρατών μελών που δεσμεύονται από τον ανά χείρας κανονισμό».
4. Στην έκτη και έβδομη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 44/2001 εκτίθεται:
«(6) Για να επιτευχθεί ο στόχος της ελεύθερης κυκλοφορίας των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, είναι αναγκαίο και ενδεδειγμένο οι κανόνες σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων να καθορίζονται από δεσμευτικό και άμεσα εφαρμοστέο κοινοτικό νομοθέτημα.
(7) Το πεδίο εφαρμογής του ανά χείρας κανονισμού πρέπει να καλύπτει όλες τις κύριες αστικές και εμπορικές υποθέσεις εκτός από κάποια σαφώς καθορισμένα ζητήματα.»
5. Στη δέκατη έκτη και δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 44/2001 εκτίθεται:
«(16) Η αμοιβαία εμπιστοσύνη στην απονομή της δικαιοσύνης δικαιολογεί την αυτόματη αναγνώριση των αποφάσεων που εκδίδονται σε κράτος μέλος, χωρίς να απαιτείται καμία διαδικασία, εκτός σε περίπτωση αμφισβήτησης.
(17) Η προαναφερόμενη αμοιβαία εμπιστοσύνη απαιτεί αποτελεσματικότητα και ταχύτητα της διαδικασίας με την οποία κηρύσσεται εκτελεστή σε κράτος μέλος, απόφαση που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος. Για τον σκοπό αυτό, μια απόφαση θα πρέπει να κηρύσσεται εκτελεστή κατά τρόπο οιονεί αυτόματο, μετά από απλό τυπικό έλεγχο των υποβαλλομένων εγγράφων, χωρίς να έχει το δικαστήριο τη δυνατότητα να προβάλει αυτεπαγγέλτως έναν από τους λόγους μη εκτέλεσης που προβλέπονται από τον ανά χείρας κανονισμό.»
6. Στη δέκατη ένατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 44/2001 εκτίθεται ότι «[π]ρέπει να διασφαλισθεί η συνέχεια μεταξύ της Σύμβασης των Βρυξελλών [του 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών) (4)] και του ανά χείρας κανονισμού και γι’ αυτό τον σκοπό πρέπει να προβλεφθούν μεταβατικές διατάξεις. Η ίδια ανάγκη συνέχειας ισχύει και όσον αφορά την ερμηνεία των διατάξεων της Σύμβασης των Βρυξελλών από το Δικαστήριο».
7. Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 ορίζει ότι «[ο] παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου. Δεν καλύπτει ιδίως φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις».
8. Κατά το άρθρο 32 του κανονισμού 44/2001, «[ω]ς απόφαση […] νοείται κάθε απόφαση εκδιδόμενη από δικαστήριο κράτους μέλους, οποιαδήποτε και αν είναι η ονομασία της, όπως απόφαση, διαταγή, διαταγή εκτελέσεως, καθώς και ο καθορισμός της δικαστικής δαπάνης από τον γραμματέα».
9. Το άρθρο 34, σημείο 2, του κανονισμού 44/2001 διατυπώνει την αρχή ότι «[α]πόφαση δεν αναγνωρίζεται […] αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο δεν έχει επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο εγκαίρως και κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να αμυνθεί, εκτός αν ο εναγόμενος παρέλειψε να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως ενώ μπορούσε να το πράξει».
10. Το άρθρο 38, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 ορίζει ότι «[α]ποφάσεις που εκδόθηκαν και είναι εκτελεστές σε κράτος μέλος εκτελούνται σε άλλο κράτος μέλος, αφού κηρυχθούν εκεί εκτελεστές, με αίτηση κάθε ενδιαφερομένου».
11. Το άρθρο 49 του κανονισμού 44/2001 ορίζει ότι «[ο]ι αλλοδαπές αποφάσεις που καταδικάζουν σε χρηματική ποινή ως μέσο εκτελέσεως κηρύσσονται εκτελεστές στο κράτος μέλος εκτελέσεως μόνο αν το ποσό έχει προσδιορισθεί κατά τρόπο οριστικό από τα δικαστήρια του κράτους προελεύσεως».
2. Η οδηγία 2004/48
12. Στην τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2004/48 εκτίθεται ότι, «χωρίς αποτελεσματικά μέσα επιβολής των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, η καινοτομία και η δημιουργικότητα αποθαρρύνονται και οι επενδύσεις μειώνονται. Κατά συνέπεια, είναι αναγκαίο να ληφθεί μέριμνα ώστε το ουσιαστικό δίκαιο της διανοητικής ιδιοκτησίας, το οποίο σήμερα εμπίπτει σε μεγάλο βαθμό στο κοινοτικό κεκτημένο, να εφαρμόζεται αποτελεσματικά εντός της Κοινότητας».
13. Στην όγδοη έως τη δέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2004/48 εκτίθεται:
«(8) Οι διαφορές μεταξύ των συστημάτων που ισχύουν στα κράτη μέλη όσον αφορά τα μέσα επιβολής των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας υπονομεύουν την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και δεν επιτρέπουν τη διασφάλιση ισοδύναμου επιπέδου προστασίας εντός της Κοινότητας. Η εν λόγω κατάσταση δεν ευνοεί την ελεύθερη κυκλοφορία εντός της εσωτερικής αγοράς ούτε δημιουργεί περιβάλλον ευνοϊκό για τον υγιή ανταγωνισμό.
(9) […] Κατά συνέπεια, η προσέγγιση των σχετικών νομοθεσιών των κρατών μελών είναι ουσιώδης προϋπόθεση για την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.
(10) Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι η προσέγγιση των νομοθετικών συστημάτων προκειμένου να διασφαλιστεί υψηλό, ισοδύναμο και ομοιογενές επίπεδο προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας στην εσωτερική αγορά.»
14. Στην ενδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2004/48 διευκρινίζεται ότι «[η] παρούσα οδηγία δεν σκοπεί να θεσπίσει εναρμονισμένους κανόνες στους τομείς της δικαστικής συνεργασίας, της δικαιοδοσίας ή της αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ούτε ασχολείται με το εφαρμοστέο δίκαιο. Υπάρχουν κοινοτικά κείμενα που διέπουν τα θέματα αυτά σε γενικό επίπεδο και εφαρμόζονται, κατ’ αρχήν, και στον τομέα της διανοητικής ιδιοκτησίας».
15. Το άρθρο 1 της οδηγίας 2004/48 ορίζει ότι η οδηγία αυτή «αφορά τα μέτρα, τις διαδικασίες και τα μέτρα αποκατάστασης που είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της επιβολής των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας».
16. Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/48 ορίζει ότι, «[μ]ε την επιφύλαξη των μέσων που προβλέπονται ή ενδέχεται να προβλεφθούν με την κοινοτική ή την εθνική νομοθεσία, καθόσον τα εν λόγω μέσα μπορεί να είναι ευνοϊκότερα για τους δικαιούχους, τα μέτρα, οι διαδικασίες και τα μέτρα αποκατάστασης που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 3, σε οποιαδήποτε προσβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας όπως προβλέπεται από την κοινοτική νομοθεσία ή/και την εθνική νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους».
17. Το άρθρο 14 της οδηγίας 2004/48, το οποίο επιγράφεται «Δικαστικά έξοδα», ορίζει ότι «[τ]α κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα εύλογα και αναλογικά δικαστικά έξοδα και οι λοιπές δαπάνες στις οποίες υπεβλήθη ο νικήσας διάδικος να βαρύνουν κατά κανόνα τον ηττηθέντα διάδικο, εκτός αν λόγοι επιεικείας επιβάλλουν άλλως».
Β – Η γερμανική ρύθμιση
18. Τα άρθρα 890 και 891 του γερμανικού κώδικα πολιτικής δικονομίας (Zivilprozessordnung, στο εξής: ZPO) έχουν ως ακολούθως:
«Άρθρο 890
Αναγκαστική εκτέλεση της υποχρεώσεως παραλείψεως και ανοχής
1. Αν ο οφειλέτης παραβεί την υποχρέωσή του παραλείψεως ή την υποχρέωσή του ανοχής μιας πράξεως, κατόπιν αιτήσεως του δανειστή καταδικάζεται από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είτε σε πρόστιμο και, σε περίπτωση αδυναμίας εισπράξεως, σε προσωποκράτηση είτε σε προσωποκράτηση το πολύ έξι μηνών. Κάθε πρόστιμο έχει ως ανώτατο όριο το ποσό των 250 000 ευρώ, η δε προσωποκράτηση δεν δύναται να υπερβεί συνολικά τα δύο έτη.
2. Της καταδίκης πρέπει να έχει προηγηθεί απειλητική προειδοποίηση, η οποία διατυπώνεται, κατόπιν αιτήσεως, από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αν ήδη δεν περιλαμβάνεται στην καταψηφιστική απόφαση.
3. Ο οφειλέτης δύναται επίσης, κατόπιν αιτήσεως του δανειστή, να υποχρεωθεί στη σύσταση εγγυήσεως για κάθε περαιτέρω ζημία που θα απορρεύσει εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος από κάθε άλλη παράβαση της υποχρεώσεώς του.
Άρθρο 891
Διαδικασία, ακρόαση του οφειλέτη, καθορισμός των δικαστικών εξόδων
Οι αποφάσεις των άρθρων 887 έως 890 εκδίδονται με διάταξη.
[…]».
19. Το άρθρο 1 του κανονισμού περί εισπράξεως των δικαστικών προστίμων (Justizbeitreibungsordnung, στο εξής: JBeitrO) ορίζει:
«1. Η είσπραξη των ακολούθων απαιτήσεων υπόκειται στον παρόντα [JBeitrO] στο μέτρο που η είσπραξη γίνεται από τις ομοσπονδιακές δικαστικές αρχές:
[…]
(3) προστίμων και χρηματικών ποινών·
[…].
2. Ο [JBeitrO] έχει εφαρμογή επίσης για την είσπραξη των απαιτήσεων της παραγράφου 1 από τις δικαστικές αρχές των ομοσπόνδων κρατών στο μέτρο που οι απαιτήσεις απορρέουν από ομοσπονδιακές ρυθμίσεις».
Γ – Η ολλανδική ρύθμιση
20. Από τη δικογραφία προκύπτει ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών μετέφερε, στην εσωτερική του έννομη τάξη, το άρθρο 14 της οδηγίας 2004/48 μέσω του άρθρου 1019h του ολλανδικού κώδικα πολιτικής δικονομίας. Κατά τα όσα εκθέτει το αιτούν δικαστήριο, η διάταξη αυτή επιτρέπει, στις υποθέσεις που καλύπτει η οδηγία αυτή, βαρύτερη καταδίκη στα δικαστικά έξοδα απ’ ό,τι γίνεται συνήθως.
II – Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
21. Η διαφορά της κύριας δίκης, όπου η Realchemie αντιδικεί με τη Bayer ενώπιον του Hoge Raad der Nederlanden (Κάτω Χώρες), ανάγεται σε διαδικασία που η Bayer είχε προηγουμένως κινήσει στη Γερμανία.
22. Κατόπιν αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων που η Bayer είχε υποβάλει ενώπιόν του, το Landgericht Düsseldorf (Γερμανία), με διάταξη της 19ης Δεκεμβρίου 2005 (η λεγόμενη «βασική διάταξη»), απαγόρευσε στη Realchemie, λόγω προσβολής δικαιωμάτων από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, να εισάγει, να κατέχει και να εμπορεύεται ορισμένα παρασιτοκτόνα στη Γερμανία. Η απαγόρευση αυτή συνοδεύθηκε με χρηματικές ποινές. Επιπλέον, η Realchemie υποχρεώθηκε να γνωστοποιήσει τις εμπορικές συναλλαγές με αντικείμενο τα σχετικά παρασιτοκτόνα, το δε απόθεμά της έπρεπε να τεθεί υπό δικαστική μεσεγγύηση. Με τη βασική διάταξη, η Realchemie καταδικάστηκε επίσης στα δικαστικά έξοδα (5).
23. Στις 17 Αυγούστου 2006, κατόπιν αιτήσεως της Bayer, βάσει του άρθρου 890 του ZPO, η Realchemie υποχρεώθηκε, με διάταξη του Landgericht Düsseldorf, στην καταβολή του λεγόμενου «αστικού» προστίμου, ύψους 20 000 ευρώ, προς το ταμείο του εν λόγω δικαστηρίου για παράβαση της απαγορεύσεως που επιβλήθηκε με τη βασική διάταξη. Με τη διάταξη, η Realchemie καταδικάστηκε επίσης στα δικαστικά έξοδα (6).
24. Με νέα διάταξη της 6ης Οκτωβρίου 2006, το Landgericht Düsseldorf επέβαλε χρηματική ποινή 15 000 ευρώ στη Realchemie για να την αναγκάσει να γνωστοποιήσει τις εμπορικές συναλλαγές που αφορά η βασική διάταξη. Επιπλέον, η Realchemie καταδικάστηκε στα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας αυτής σχετικά με τη χρηματική ποινή (7).
25. Δεν αμφισβητείται ότι οι έξι αυτές αποφάσεις κοινοποιήθηκαν στη Realchemie.
26. Στις 6 Απριλίου 2007, η Bayer προσέφυγε στον δικαστή ασφαλιστικών μέτρων του Rechtbank ’s‑Hertogenbosch (Κάτω Χώρες) για να κηρυχθούν εκτελεστές στις Κάτω Χώρες και οι έξι αποφάσεις του Landgericht Düsseldorf. Η Bayer ζήτησε επίσης να καταδικαστεί η Realchemie στα δικαστικά έξοδα στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής. Στις 10 Απριλίου 2007, ο εν λόγω δικαστής ασφαλιστικών μέτρων δέχθηκε την αίτηση της Bayer και υποχρέωσε τη Realchemie στην καταβολή δικαστικών εξόδων ποσού 482 ευρώ.
27. Στις 14 Ιουνίου 2007, η Realchemie άσκησε ένδικο μέσο βάσει του άρθρου 43 του κανονισμού 44/2001, επικαλούμενη τον λόγο μη αναγνωρίσεως κατά το άρθρο 34, σημείο 2, του ίδιου κανονισμού. Υποστήριξε ότι η βασική διάταξη όπως η διάταξη με την οποία επιβλήθηκε το αστικό πρόστιμο και εκείνη με την οποία επιβλήθηκε χρηματική ποινή δεν μπορούν να αναγνωριστούν και εκτελεστούν σε άλλο κράτος μέλος, επειδή εκδόθηκαν χωρίς να κλητευθεί η Realchemie και χωρίς να διεξαχθεί προφορική διαδικασία. Όσον αφορά τις αποφάσεις σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, ούτε αυτές μπορούν να αναγνωριστούν και εκτελεστούν, δεδομένου ότι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των τριών διατάξεων που προαναφέρθηκαν. Ειδικότερα, όσον αφορά τη διάταξη με την οποία επιβλήθηκε το αστικό πρόστιμο, η Realchemie υποστήριξε ότι η αίτηση κηρύξεως εκτελεστότητας που είχε υποβάλει η Bayer έπρεπε να απορριφθεί επειδή το πρόστιμο, το οποίο, κατά τον JBeitrO, εισπράττεται αυτεπαγγέλτως από τις γερμανικές δικαστικές αρχές, δεν περιέρχεται στη Bayer, αλλά στο Γερμανικό Δημόσιο.
28. Στις 26 Φεβρουαρίου 2008, το αστικό τμήμα του Rechtbank ’s‑Hertogenbosch, αφού άκουσε τους διαδίκους, απέρριψε το ένδικο μέσο της Realchemie, επικύρωσε την απόφαση της 10ης Απριλίου 2007 και καταδίκασε τη Realchemie στα δικαστικά έξοδα που εκκαθαρίστηκαν στο ποσό των 1 155 ευρώ. Το Rechtbank ‘s‑Hertogenbosch θεώρησε ότι, έστω και αν εκδόθηκαν χωρίς να κλητευθεί ο αντίδικος της Bayer, οι τρεις επίμαχες διατάξεις κάλλιστα αποτελούν αποφάσεις υπό την έννοια του άρθρου 32 του κανονισμού 44/2001. Όσον αφορά τη διάταξη με την οποία επιβλήθηκε το αστικό πρόστιμο, το Rechtbank ‘s‑Hertogenbosch έκρινε ότι το γεγονός ότι το ποσό των 20 000 ευρώ πρέπει να καταβληθεί στο Gerichtskasse, δηλαδή στο ταμείο του Landgericht Düsseldorf, ουδόλως αναιρεί το δικαίωμα και το συμφέρον της Bayer να καταβάλει η Realchemie το πρόστιμο στο εν λόγω ταμείο. Συγκεκριμένα, με το πρόστιμο επιδιώκεται να τηρηθεί η βασική διάταξη προς το συμφέρον του νικητή διαδίκου, δηλαδή της Bayer. Κατά συνέπεια, η τελευταία κάλλιστα έχει συμφέρον να συνεχίσει στις Κάτω Χώρες την εκτέλεση της διατάξεως με την οποία επιβλήθηκε το πρόστιμο. Τέλος, το Rechtbank ’s‑Hertogenbosch καταδίκασε τη Realchemie στα δικαστικά έξοδα και τα εκκαθάρισε κατά το κοινό σύστημα, αντιθέτως προς αίτηση της Bayer να εφαρμόσει το άρθρο 1019h του ολλανδικού κώδικα πολιτικής δικονομίας ή, τουλάχιστον, το άρθρο 14 της οδηγίας 2004/48.
29. Δεδομένου ότι η απόφαση επί του ενδίκου μέσου που ασκήθηκε βάσει του άρθρου 43 του κανονισμού 44/2001 μπορούσε να προσβληθεί με αίτηση αναιρέσεως κατά το άρθρο 44 του εν λόγω κανονισμού και του παραρτήματός του V, η Realchemie κατέθεσε ενώπιον του Hoge Raad der Nederlanden αίτηση αναιρέσεως της αποφάσεως του Rechtbank ‘s‑Hertogenbosch της 26ης Φεβρουαρίου 2008. Η Bayer κατέθεσε αντίθετη αίτηση αναιρέσεως, ζητώντας να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί η Realchemie στα πραγματικά δικαστικά έξοδα βάσει του άρθρου 14 της οδηγίας 2004/48, σε συνδυασμό με το άρθρο 1019h του ολλανδικού κώδικα πολιτικής δικονομίας.
30. Ο γενικός εισαγγελέας του Hoge Raad der Nederlanden ανέπτυξε στις 26 Ιουνίου 2009 τις προτάσεις του, με τις οποίες πρότεινε στο εν λόγω δικαστήριο να αποταθεί στο Δικαστήριο πριν εκδώσει οριστική απόφαση.
31. Στη συνέχεια, το Hoge Raad der Nederlanden προσδιόρισε δύο σημεία επί των οποίων είναι αναγκαία ερμηνεία από το Δικαστήριο.
32. Αφενός, όσον αφορά τη διάταξη με την οποία επιβλήθηκε αστικό πρόστιμο, διερωτάται αν το πρόστιμο αυτό εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001 λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων δημοσίου δικαίου που το χαρακτηρίζουν. Συγκεκριμένα, το εν λόγω πρόστιμο είναι η κύρωση για παράβαση δικαστικής απαγορεύσεως. Επιβάλλεται από τον Γερμανό δικαστή κατόπιν αιτήσεως ιδιώτη διαδίκου, αλλά πρέπει να καταβληθεί, αφότου οι δικαστικές αρχές το εισπράξουν αυτεπαγγέλτως, στο ταμείο του δικαστηρίου, υπέρ του Γερμανικού Δημοσίου και όχι υπέρ του διαδίκου που είχε τη σχετική πρωτοβουλία.
33. Αφετέρου, το Hoge Raad der Nederlanden διατυπώνει αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 14 της οδηγίας 2004/48 στη διαφορά της κύριας δίκης. Εφόσον δύναται να θεωρηθεί ότι η οδηγία αυτή έχει ως σκοπό να διασφαλίσει την πραγματική τήρηση των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας και εφόσον η αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεως σχετικής με τα δικαιώματα αυτά δύναται να αποτελέσει πτυχή της πραγματικής τηρήσεως των εν λόγω δικαιωμάτων, η οδηγία 2004/48 ορίζει ότι τα μέτρα, οι διαδικασίες και τα μέσα επανορθώσεως που προβλέπει εφαρμόζονται για κάθε προσβολή δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας (8). Πάντως, η διαδικασία κηρύξεως εκτελεστότητας, εφόσον συνίσταται στο να εξακριβώσει ο δικαστής ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση και την εκτέλεση, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας.
34. Κατά συνέπεια, αντιμέτωπο με δυσκολία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης, το Hoge Raad der Nederlanden αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και, με απόφαση περί παραπομπής που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 21 Οκτωβρίου 2009, να θέσει στο Δικαστήριο βάσει του άρθρου 234 ΕΚ τα ακόλουθα δύο προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Πρέπει η έννοια “αστικές και εμπορικές υποθέσεις” που περιλαμβάνεται στο άρθρο 1 του κανονισμού [44/2001] να ερμηνευθεί κατά τρόπον ώστε ο [εν λόγω] κανονισμός να έχει εφαρμογή επίσης για την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεως με την οποία επιβλήθηκε πρόστιμο βάσει του άρθρου 890 του [ZPO];
2) Πρέπει το άρθρο 14 της οδηγίας [2004/48] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι έχει εφαρμογή επίσης σε διαδικασία κηρύξεως εκτελεστότητας όσον αφορά:
α) απόφαση που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος σχετικά με προσβολή δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας·
β) απόφαση που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος με την οποία επιβλήθηκε χρηματική ποινή ή πρόστιμο για παράβαση απαγορεύσεως προσβολής δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας·
γ) αποφάσεις καθορισμού δικαστικών εξόδων οι οποίες εκδόθηκαν σε άλλο κράτος μέλος σε προέκταση των αποφάσεων που προαναφέρθηκαν στα στοιχεία α΄ και β΄;»
III – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
35. Η Realchemie, η Ολλανδική και η Γερμανική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις στο Δικαστήριο.
36. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη στις 25 Ιανουαρίου 2011, η Realchemie, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή υπέβαλαν προφορικά τις παρατηρήσεις τους.
IV – Νομική ανάλυση
Α – Επί του πρώτου ερωτήματος
37. Μετά από κάποιες προκαταρκτικές παρατηρήσεις, θα αναλύσω το νομικό καθεστώς του αστικού προστίμου στο γερμανικό δίκαιο, πριν αξιολογήσω τα χαρακτηριστικά στοιχεία του υπό το πρίσμα της νομολογίας του Δικαστηρίου.
1. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
38. Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η απόφαση που εκδόθηκε στη Γερμανία, με την οποία επιβλήθηκε στη Realchemie αστικό πρόστιμο βάσει του άρθρου 890 του ZPO, δύναται να αναγνωριστεί και εκτελεστεί στις Κάτω Χώρες βάσει του κανονισμού 44/2001. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο καλείται να καθορίσει αν ένα τέτοιο πρόστιμο εμπίπτει στο πεδίο των αστικών ή εμπορικών υποθέσεων υπό την έννοια του άρθρου 1 του εν λόγω κανονισμού.
39. Κατ’ αρχάς, θέλω να προβώ σε δύο ειδών παρατηρήσεις.
40. Πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί η συνέχεια που υπάρχει μεταξύ της Συμβάσεως των Βρυξελλών και του κανονισμού 44/2001, όπως αναφέρει η δέκατη ένατη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού (9). Το Δικαστήριο έχει λογικά συναγάγει ότι, «εφόσον πλέον ο κανονισμός 44/2001 αντικαθιστά, στις σχέσεις των κρατών μελών, τη Σύμβαση των Βρυξελλών, η ερμηνεία που έχει δοθεί από το Δικαστήριο όσον αφορά τις [διατάξεις της εν λόγω Συμβάσεως] ισχύει και για τις [διατάξεις του εν λόγω κανονισμού], όταν οι διατάξεις της Συμβάσεως των Βρυξελλών και αυτές του κανονισμού 44/2001 μπορούν να χαρακτηριστούν ως ισοδύναμες» (10). Τούτο συμβαίνει με το άρθρο 1 του κανονισμού 44/2001, του οποίου το κείμενο είναι πανομοιότυπο με εκείνο του άρθρου 1 της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Κατά συνέπεια, στην παρούσα προδικαστική διαδικασία δύναται να γίνει λυσιτελώς επίκληση της νομολογίας που διαμορφώθηκε με βάση την εν λόγω Σύμβαση. Το ίδιο ισχύει για τις διάφορες εισηγητικές εκθέσεις που συντάχθηκαν σχετικά (11).
41. Δεύτερον, θα σημειώσω ότι το άρθρο 1 του κανονισμού 44/2001, σε συνδυασμό με την έβδομη αιτιολογική του σκέψη η οποία υπογραμμίζει τη σημασία να περιληφθούν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού «όλες [οι] κύριες αστικές και εμπορικές υποθέσεις», συνηγορεί υπέρ ερμηνείας της εκφράσεως αυτής που να καλύπτει αυτό που αποτελεί τον πυρήνα της κατά τα κοινώς ισχύοντα στα ευρωπαϊκά κράτη (12). Κατά συνέπεια, αυτές οι «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» αποτελούν αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης ανεξάρτητη από τους εθνικούς χαρακτηρισμούς που κάθε κράτος μέλος δίνει στις δεκτικές αναγνωρίσεως και εκτελέσεως δικαστικές διαδικασίες και πράξεις και πρέπει να ερμηνεύονται με αναφορά στο ιστορικό, στους σκοπούς και στο όλο σύστημα του εν λόγω κανονισμού (13).
2. Το νομικό καθεστώς του αστικού προστίμου στο γερμανικό δίκαιο
42. Κατά τα όσα εξέθεσαν σε ευθυγράμμιση μεταξύ τους το αιτούν δικαστήριο, η Realchemie και η Γερμανική Κυβέρνηση, με το αστικό πρόστιμο του άρθρου 890 του ZPO επιδιώκεται η αναγκαστική εκτέλεση ενός δικαιώματος ανοχής ή αποχής, κατά το γερμανικό δίκαιο, έχοντος προηγουμένως αναγνωριστεί με δικαστική απόφαση. Αν ο οφειλέτης παραβεί την υποχρέωσή του αποχής ή ανοχής, πρέπει να εξαναγκαστεί να τηρήσει την αρχική υποχρέωση. Ο εξαναγκασμός αυτός γίνεται μέσω του άρθρου 890 του ZPO, βάσει του οποίου γίνεται «ανάκληση στην τάξη». Η ανάκληση αυτή δύναται να λάβει δύο μορφές, δηλαδή να συνίσταται σε αστικό πρόστιμο ή σε προσωποκράτηση. Από το εν λόγω άρθρο 890 προκύπτει επίσης ότι ο δικαστής δύναται να επιλέξει να διατάξει ευθέως προσωποκράτηση χωρίς να έχει oπωσδήποτε επιβάλει προηγουμένως αστικό πρόστιμο.
43. Πάντα κατά το άρθρο 890 του ZPO, η ανάκληση στην τάξη γίνεται κατόπιν αιτήσεως του δανειστή. Ανάκληση στην τάξη δύναται να γίνει μόνον αν έχει προηγηθεί απειλητική προειδοποίηση του οφειλέτη για το τι συνεπάγεται η μη τήρηση της υποχρεώσεώς του (14). Άπαξ παραβιαστεί η υποχρέωση, αφότου ο δανειστής φέρει την υπόθεση ενώπιόν του και αφότου ακούσει τον οφειλέτη (15) ο Γερμανός δικαστής δύναται να διατάξει την ανάκληση στην τάξη, η οποία εν προκειμένω συνίστατο στην επιβολή αστικού προστίμου 20 000 ευρώ εις βάρος της Realchemie λόγω μη τηρήσεως της υποχρεώσεώς της που απέρρεε από τη βασική διάταξη.
44. Κατά συνέπεια, το εν λόγω πρόστιμο μπόρεσε να επιβληθεί μόνον κατόπιν αιτήσεως της Bayer. Παρά ταύτα, δεν επιβλήθηκε υπέρ της Bayer. Το αστικό πρόστιμο πρέπει να καταβληθεί στο ταμείο του δικαστηρίου για να περιέλθει στο δημόσιο ταμείο. Εισπράττεται αυτεπαγγέλτως. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου είναι εν προκειμένω η εκτελεστική αρχή (16).
45. Η Realchemie προσθέτει, χωρίς εν προκειμένω να δώσουν συνέχεια τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, ότι η απόφαση ανακλήσεως στην τάξη δεν αποτελεί, αυτή καθ’ εαυτή, εκτελεστό τίτλο. Έχει απλώς αναγνωριστικό χαρακτήρα. Μόνον όταν το αστικό πρόστιμο περιληφθεί σε αναλυτικό λογαριασμό των δικαστικών εξόδων, που να αναφέρει τον δανειστή, το ποσό και την προθεσμία καταβολής, θα πρόκειται για εκτελεστό τίτλο, που μόνον αυτός μπορεί να αναγνωριστεί και εκτελεστεί στο κράτος όπου ζητείται η κήρυξη της εκτελεστότητας (17).
3. Νομική εκτίμηση
α) Το αλυσιτελές του κριτηρίου του κυρίου και του παρεπομένου
46. Μία από τις ιδιομορφίες της επίμαχης καταστάσεως στην κύρια δίκη απορρέει από το ότι η διαφορά, στο πλαίσιο της οποίας εντάσσεται η έκδοση της διατάξεως με την οποία επιβλήθηκε αστικό πρόστιμο στη Γερμανία, αφορά ασφαλιστικά μέτρα.
47. Όταν επρόκειτο για τέτοια μέτρα, η στάση του Δικαστηρίου ήταν ότι, «επειδή τα ασφαλιστικά μέτρα είναι ικανά να διασφαλίσουν ποικίλης φύσεως δικαιώματα, το ζήτημα αν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως καθορίζεται όχι από την ίδια τους τη φύση, αλλά από τη φύση των δικαιωμάτων στη διασφάλιση των οποίων αποβλέπουν» (18).
48. Στην παρούσα υπόθεση, η διάταξη με την οποία επιβλήθηκε το αστικό πρόστιμο εκδόθηκε στο πλαίσιο «κύριας» διαφοράς για να διαταχθούν ασφαλιστικά μέτρα προκειμένου να γίνει προσωρινά σεβαστό ένα δικαίωμα διανοητικής ιδιοκτησίας, δικαίωμα εμφανώς αστικής φύσεως. Εφόσον η διάταξη με την οποία επιβλήθηκε το αστικό πρόστιμο δεν θα μπορούσε να εκδοθεί αν δεν υπήρχε η βασική διάταξη, η πρώτη αποτελεί παρεπόμενο της δεύτερης και η ύπαρξή της εξαρτάται από αυτήν. Η αστική φύση της βασικής διατάξεως θα μπορούσε να καθορίσει εκείνην της διατάξεως με την οποία επιβλήθηκε το αστικό πρόστιμο. Έτσι, όπως προτείνει η Γερμανική Κυβέρνηση, για να δοθεί απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα θα ήταν αρκετό να εξακριβωθεί αν η βασική διάταξη μπορεί να αναγνωριστεί και εκτελεστεί βάσει του άρθρου 1 του κανονισμού 44/2001. Εφόσον όντως πρόκειται περί αυτού, τότε και η διάταξη με την οποία επιβλήθηκε το αστικό πρόστιμο εκδόθηκε σε δίκη που αποτελεί αστική ή εμπορική υπόθεση.
49. Η πρόταση αυτή είναι ελκυστική, επειδή έχει το προσόν της απλότητας και αποτελεσματικότητας. Παρά ταύτα, πρέπει να απορριφθεί αμέσως, επειδή η εφαρμογή του κριτηρίου του παρεπομένου προσκρούει σε ένα στοιχείο που προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, με το αστικό πρόστιμο, όπως εκτέθηκε πιο πάνω, γίνεται ανάκληση στην τάξη κατά το γερμανικό δίκαιο, αλλά το πρόστιμο αυτό δεν είναι η μοναδική μορφή της, επειδή για τον Γερμανό δικαστή υπάρχει επίσης η δυνατότητα να διατάξει προσωποκράτηση. Τραβηγμένη μέχρι τα άκρα, η συλλογιστική που προτάθηκε θα μπορούσε να καταλήξει στο να θεωρηθεί ότι η προσωποκράτηση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 του κανονισμού 44/2001 όταν διατάσσεται στο πλαίσιο κύριας δίκης σχετικής με ασφαλιστικά μέτρα που λαμβάνονται για να παύσει η προσβολή ενός δικαιώματος αστικής φύσεως. Εφόσον είναι προφανές ότι αποκλείεται μια τέτοια κατάσταση, άλλο είναι το κριτήριο που το Δικαστήριο πρέπει να υιοθετήσει στο πλαίσιο της αναλύσεώς του.
β) Οι συνέπειες του αστικού προστίμου για τη φύση των εννόμων σχέσεων μεταξύ των διαδίκων ή για το αντικείμενο της διαφοράς
i) Οι κατευθυντήριες γραμμές που έχει χαράξει η νομολογία του Δικαστηρίου
50. Εφόσον στο πλαίσιο της παρούσας προδικαστικής διαδικασίας δεν παρέχει καμία βοήθεια το ειδικό κριτήριο που το Δικαστήριο συνήγαγε όταν επρόκειτο για ασφαλιστικά μέτρα, πρέπει να γίνει παραπομπή στις γενικές κατευθυντήριες γραμμές που το Δικαστήριο έχει χαράξει στο πλαίσιο της νομολογίας του σχετικά με το άρθρο 1 της Συμβάσεως των Βρυξελών.
51. Έτσι, από την πάγια αυτή νομολογία προκύπτει ότι η έννοια των «αστικών και εμπορικών υποθέσεων» πρέπει να ερμηνεύεται λαμβανομένου υπόψη ότι «εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως ορισμένα είδη δικαστικών αποφάσεων λόγω της φύσεως των εννόμων σχέσεων μεταξύ των διαδίκων ή λόγω του αντικειμένου της διαφοράς» (19). Τα δύο αυτά κριτήρια –φύση των εννόμων σχέσεων μεταξύ των διαδίκων ή αντικείμενο της διαφοράς– έχουν χρησιμεύσει μέχρι τώρα για να δείχνουν τα όρια μεταξύ, από τη μια πλευρά, των διαφορών που αποτελούν αστικές ή εμπορικές υποθέσεις λόγω του ότι σκοπό έχουν να οργανώσουν μια έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου και, από την άλλη πλευρά, εκείνων που απορρέουν από σχέση δημοσίου δικαίου.
52. Όσον αφορά το πρώτο κριτήριο, το Δικαστήριο έχει πει ότι πρέπει «να προσδιοριστεί η έννομη σχέση μεταξύ των αντιδίκων και να εξεταστούν η βάση της ένδικης αγωγής και ο τρόπος ασκήσεώς της» (20). Έτσι, έχει κρίνει ότι η έννομη σχέση μεταξύ των διαδίκων είναι σχέση ιδιωτικού δικαίου όταν αντιδικούν δύο ιδιώτες και εφόσον ο ενάγων άσκησε κατ’ αυτόν τον τρόπο αγωγή που του παρεχόταν λόγω νομικής υποκαταστάσεως προβλεπομένης από διάταξη του αστικού δικαίου, χωρίς η αγωγή αυτή να αντιστοιχεί στην άσκηση οποιωνδήποτε εξουσιών υπέρμετρων σε σχέση με τους κανόνες που έχουν εφαρμογή στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών (21). Τα ίδια κρίθηκαν όταν επρόκειτο για αγωγή η οποία έβαλλε όχι κατά συμπεριφορών και διαδικασιών που αποτελούν έκφανση προνομίων δημοσίας εξουσίας του ενός των διαδίκων, αλλά κατά πράξεων που είχαν τελεστεί από ιδιώτες (22).
53. Επιπλέον, απλώς και μόνον το γεγονός ότι ο ένας των διαδίκων είναι οργανισμός δημοσίου δικαίου δεν έχει αυτομάτως ως συνέπεια ότι η διαφορά αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001. Μόνον όταν η δημόσια αρχή, που αντιδικεί με ιδιώτη, ενεργεί στο πλαίσιο δημοσίας εξουσίας, η διαφορά θα αποκλείεται από το πεδίο αυτό (23). Συγκεκριμένα, «η εκδήλωση προνομίων δημόσιας εξουσίας εκ μέρους του ενός των διαδίκων, λόγω της εκ μέρους του ασκήσεως υπέρμετρων εξουσιών έναντι των εφαρμοζομένων στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών κανόνων, συνεπάγεται τη μη υπαγωγή μιας τέτοιας διαφοράς στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού […] 44/2001» (24).
54. Όσο για αυτό καθ’ εαυτό το δεύτερο κριτήριο, θα σημειώσω ότι δεν αποτελεί το αντικείμενο τόσο πλούσιας νομολογίας του Δικαστηρίου. Εντελώς μεμονωμένα, και σε αντίφαση με την παλαιότερη νομολογία του, το Δικαστήριο έκρινε, σε απόφαση που εκδόθηκε το 1991, ότι «[γ]ια τον καθορισμό του αν μια διαφορά εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνο το αντικείμενο της διαφοράς αυτής» (25). Η λύση αυτή δεν επανελήφθη έκτοτε και το Δικαστήριο αρκέστηκε να κρίνει αργότερα ότι, «αν, ως εκ του αντικειμένου της, μια διαφορά βρίσκεται εκτός του πεδίου εφαρμογής της Συμβάσεως, η ύπαρξη προκαταρκτικού ζητήματος επί του οποίου πρέπει να αποφανθεί ο δικαστής προκειμένου να λύσει τη διαφορά, δεν μπορεί, όποιο και να είναι το περιεχόμενο του ζητήματος αυτού, να δικαιολογήσει την εφαρμογή της Συμβάσεως» (26). Στη συνέχεια, το Δικαστήριο επανέλαβε τη βασική του κρίση παραπέμποντας τόσο στην έννομη σχέση μεταξύ των διαδίκων όσο και στο αντικείμενο της διαφοράς (27).
55. Έτσι, με γνώμονα ακριβώς τα πιο πάνω στοιχεία πρέπει να εξακριβωθεί αν υπήρξε έκφανση οποιουδήποτε προνομίου δημοσίας εξουσίας στη δίκη όπου εκδόθηκε η διάταξη με την οποία επιβλήθηκε το αστικό πρόστιμο, αξιολογουμένων της φύσεως της έννομης σχέσεως μεταξύ των διαδίκων και του αντικειμένου της διαφοράς.
ii) Εφαρμογή εν προκειμένω
56. Η Επιτροπή υποστήριξε στην ουσία ότι η διάταξη με την οποία επιβλήθηκε το αστικό πρόστιμο δεν δύναται να θεωρηθεί μεμονωμένα και ότι οι διάδικοι στη βασική δίκη και σε εκείνη που οδήγησε στο αστικό πρόστιμο είναι ίδιοι, πολλώ δε μάλλον επειδή μόνον η Bayer έχει την εξουσία να κινήσει δίκη σχετικά με το εν λόγω πρόστιμο. Η Γερμανική Κυβέρνηση θεώρησε ότι το δικαίωμα του οποίου έγινε επίκληση είναι το δικαίωμα να γίνει σεβαστή η διανοητική ιδιοκτησία της Bayer, και επομένως δεν πηγάζει από πράξη αμιγώς δημοσίας εξουσίας. Στο πλαίσιο της δίκης που κατέληξε στην επιβολή του αστικού προστίμου, το Γερμανικό Δημόσιο απλώς βοήθησε τον δανειστή να πετύχει να γίνει σεβαστό το δικαίωμά του, το δε πρόστιμο ενισχύει τη διαταγή να παύσει η παράβαση. Ως εκ τούτου, το ουσιαστικό δίκαιο που εφαρμόστηκε στη βασική διάταξη πρέπει να καθορίσει τη φύση της διαφοράς.
57. Δεν μπορώ να συμμεριστώ την ανάλυση αυτή.
58. Το αστικό πρόστιμο όπως έχει οργανωθεί και εφαρμόζεται από το γερμανικό δίκαιο απαρτίζεται τόσο από στοιχεία αστικής φύσεως, τα οποία εμπίπτουν στο ιδιωτικό δίκαιο, όσο και από στοιχεία δημοσίου δικαίου. Η ανομοιογενής αυτή σύνθεση με κάνει να σταθμίσω κάθε ένα από τα στοιχεία αυτά για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα που τέθηκε.
59. Ασφαλώς, το αστικό πρόστιμο επιβλήθηκε λόγω του ότι η Realchemie δεν τήρησε τις υποχρεώσεις που της επέβαλε η βασική διάταξη. Σίγουρα, το να τηρήσει η Realchemie τις εν λόγω υποχρεώσεις θα συμβάλει στην προσωρινή προστασία του δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας της Bayer, η οποία, επιπλέον, είναι ο μόνος διάδικος που μπορεί να απαιτήσει από Γερμανό δικαστή την επιβολή αστικού προστίμου.
60. Παρά ταύτα, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι, αν ληφθούν υπόψη η λειτουργία και ο σκοπός του αστικού προστίμου, το ποιος πραγματικά ωφελείται από αυτό και τα της εισπράξεώς του, οι πτυχές που ανάγονται στο δημόσιο δίκαιο είναι καθοριστικές και συνηγορούν υπέρ του αποκλεισμού του αστικού προστίμου από το πεδίο των αστικών και εμπορικών υποθέσεων υπό την έννοια του άρθρου 1 του κανονισμού 44/2001.
61. Όσο για τη λειτουργία του αστικού προστίμου και τον επιδιωκόμενο σκοπό, κατά την άποψή μου θα ήταν ελλιπές να σταματήσω στο συμπέρασμα ότι το πρόστιμο δεν έχει άλλους σκοπούς εκτός από την πραγματική προστασία του δικαιώματος της Bayer που αναγνωρίστηκε με τη βασική διάταξη. Τα πράγματα είναι σαφώς πιο περίπλοκα.
62. Το αστικό πρόστιμο είναι ένα αναγκαστικό μέτρο το οποίο φυσικά έχει μια κατασταλτική πτυχή. Οι ενδιαφερόμενοι τοποθετήθηκαν διά μακρών ως προς το αν το αστικό πρόστιμο έχει προ πάντων προληπτικό ή κατασταλτικό χαρακτήρα, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι, αν υπερισχύει η προληπτική πτυχή, τότε το αστικό πρόστιμο εμπίπτει στο πεδίο των αστικών και εμπορικών υποθέσεων.
63. Κατ’ εμέ, πρέπει να διακριθούν δύο χρονικά διαστήματα: η προληπτική πτυχή ισχύει καθ’ όλη την περίοδο μεταξύ της δημοσιεύσεως της βασικής διατάξεως –στην οποία περιλαμβάνεται η απειλητική προειδοποίηση– και της κινήσεως της δίκης που έπρεπε να καταλήξει στην επιβολή του προστίμου. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα, ο ηττηθείς διάδικος –η Realchemie– γνωρίζει κάλλιστα τι συνεπάγεται η μη τήρηση των υποχρεώσεων που επιβλήθηκαν με τη βασική διάταξη. Απλώς και μόνον η ύπαρξη της απειλητικής προειδοποιήσεως είναι αρκετή για να αποτραπεί ο οφειλέτης να παραβεί τη διαταγή που απαγγέλθηκε. Αντιθέτως, από τη στιγμή που ο εν λόγω οφειλέτης παρέβη τη βασική διάταξη, είναι σαφές ότι τότε η επιβολή του αστικού προστίμου έχει στην ουσία κατασταλτικό χαρακτήρα. Αφενός, το αστικό πρόστιμο δεν έχει ως λειτουργία ή σκοπό να αποκαταστήσει τη ζημία που υπέστη η Bayer ή να την αποζημιώσει για τη συνέχιση της προσβολής του δικαιώματός της διανοητικής ιδιοκτησίας από τη Realchemie, παρά τις διαταγές που περιλαμβάνονται στη βασική διάταξη. Αφετέρου, εκείνο για το οποίο επιβλήθηκε κύρωση δεν είναι τόσο το γεγονός ότι η Realchemie ενέμεινε στην υποτιθέμενη (28) προσβολή του δικαιώματος της Bayer. Αντιθέτως, ο Γερμανός δικαστής, επιβάλλοντος το αστικό πρόστιμο, επέβαλε κύρωση για την παράβαση διαταγής που εκδόθηκε από τις δικαστικές αρχές, και εν προκειμένω της διαταγής να τηρήσει η Realchemie τις υποχρεώσεις που περιγράφονται στη βασική διάταξη. Κατά συνέπεια, το αντικείμενο της δίκης η οποία κατέληξε στην επιβολή του αστικού προστίμου είναι η κύρωση, εν ευρεία εννοία, για υπαίτια παράβαση δικαστικής απαγορεύσεως. Επομένως, δεν είναι πλέον δυνατό να υποστηριχθεί ότι το κριτήριο που πρέπει να υπερισχύσει είναι εκείνο του ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε στη βασική διάταξη, επειδή το κριτήριο αυτό δεν έχει καμία συνέπεια για την επιβολή του αστικού προστίμου: μετράει μόνο το γεγονός ότι παραβιάστηκε δικαστική διαταγή πράξεως ή παραλείψεως. Έτσι, το ιδιωτικό συμφέρον αναιρείται υπέρ του δημοσίου συμφέροντος που είναι ο σεβασμός των δικαστικών αποφάσεων.
64. Ως εκ τούτου, δεν νομίζω ότι μπορεί να υποστηριχθεί ότι στο πλαίσιο της διαδικασίας που οδήγησε στην επιβολή του προστίμου η φύση της έννομης σχέσεως μεταξύ των διαδίκων δεν τροποποιήθηκε σε σχέση με την κύρια διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της βασικής διατάξεως. Σίγουρα, η Bayer είναι εκείνος που πρέπει να ζητήσει να επιβληθεί πρόστιμο. Είναι αλήθεια ότι η κύρωση αυτή μπορεί να απαγγελθεί μόνον όταν το συμφέρον της Bayer να τηρηθεί η βασική διάταξη συμπίπτει με το συμφέρον του κράτους να εκτελούνται οι δικαστικές αποφάσεις του. Κατά τη γερμανική νομοθεσία, ο νικητής διάδικος στη βασική δίκη θα μπορέσει έτσι να συμβάλει στην τήρηση ενός δημοσίου συμφέροντος κινώντας τη δίκη σχετικά με το πρόστιμο, πλην όμως εδώ πρόκειται μόνο για ευχέρεια και ο δικαστής δεν δύναται να επιληφθεί αυτεπαγγέλτως για να επιβάλει το αστικό πρόστιμο. Ωστόσο, η ευχέρεια αυτή δεν είναι τίποτα άλλο παρά έκφανση του εκ βάθρων μικτού χαρακτήρα του αστικού προστίμου και δεν πρέπει να θεωρηθεί ως το καθοριστικό στοιχείο.
65. Συγκεκριμένα, άπαξ ζήτησε την επιβολή αστικού προστίμου, η Bayer δεν έχει πλέον ρόλο στη δίκη, η οποία της διαφεύγει εντελώς. Ναι μεν, στην αρχή, η Realchemie και η Bayer αντιδίκησαν στη βασική δίκη, πλην όμως, στη δίκη που οδήγησε στην επιβολή του προστίμου, η διαφορά πλέον αφορά μόνο τη Realchemie και τον δικαστή, δηλαδή τον παραβάτη της δικαστικής αποφάσεως και την αρχή που εξέδωσε την απόφαση αυτή. Είναι φανερό, η διαφορά γλίστρησε από μια σχέση αυστηρώς ιδιωτικού δικαίου –τη λύση της βασικής διαφοράς μεταξύ της Realchemie και της Bayer– σε μια σχέση που αναντίρρητα έχει στοιχεία δημοσίου δικαίου –δηλαδή την κύρωση για τη μη τήρηση δικαστικής αποφάσεως.
66. Η ανάλυση αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η Bayer δεν είναι εκείνος που ωφελείται από το αστικό πρόστιμο, το οποίο πρέπει να καταβληθεί στο ταμείο του δικαστηρίου υπέρ της δημοσίας αρχής. Η είσπραξη του αστικού προστίμου αποτελεί μονοπώλιο των δικαστικών αρχών, αποκλειομένης οποιασδήποτε παρεμβάσεως του διαδίκου που κίνησε τη δίκη. Ο συνδυασμός των στοιχείων αυτών αποδεικνύει ότι η εκτέλεση του αστικού προστίμου χρησιμεύει για να τηρηθεί το δικαίωμα του κράτους να καταστέλλει πράξεις ή παραλείψεις αντίθετες προς τις εκδοθείσες διαταγές, και όχι το δικαίωμα της Bayer να γίνει σεβαστή η διανοητική της ιδιοκτησία.
67. Χωρίς να φθάσω στο σημείο να πω ότι το αστικό πρόστιμο δύναται να εξομοιωθεί πλήρως με απόφαση ποινικού χαρακτήρα, νομίζω ότι τα στοιχεία που παρέχει η έκθεση Schlosser (29) , για να διευκρινίσει τη διάκριση μεταξύ αστικού και ποινικού δικαίου, μπορούν να μας διαφωτίσουν επακριβώς ως προς το ποια στάση πρέπει να τηρηθεί σε μια τόσο διφορούμενη περίπτωση. Στο σημείο 29 της εν λόγω εκθέσεως, εκτίθεται ότι «οι ποινικές δίκες και οι ποινικές αποφάσεις κάθε μορφής αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως. Αυτό δεν ισχύει μόνο για την ποινική δίκη stricto sensu, δεδομένου ότι ούτε και οι άλλες κατασταλτικές διαδικασίες που εφαρμόζονται σε περίπτωση παραβιάσεως διαταγών ή απαγορευτικών διατάξεων δημόσιου συμφέροντος δεν υπάγονται στο αστικό δίκαιο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να είναι αρκετά δύσκολο να χαρακτηριστούν οι ποινές ιδιωτικού χαρακτήρα που συναντώνται με διάφορες μορφές σε πολλά νομικά συστήματα […]. Επειδή πολλά νομικά συστήματα επιτρέπουν σε ιδιώτες να παρέμβουν σε ποινικές δίκες, δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως κριτήριο καθορισμού των ορίων η νομική φύση του προσώπου που προκάλεσε τη δίκη. Το καθοριστικό στοιχείο είναι αν η κύρωση έχει ή όχι ευνοϊκό αποτέλεσμα, σε ατομική βάση, για τον ιδιώτη ή για οποιοδήποτε άλλο φυσικό πρόσωπο. Για τον λόγο αυτό, οι αποφάσεις που εκδίδονται από τα δανικά εργατικά δικαστήρια και οι οποίες προβλέπουν πληρωμή προστίμου στον αιτούντα ή σε οποιονδήποτε άλλο έχει υποστεί ζημία σε ατομική βάση, υπάγονται οπωσδήποτε στη Σύμβαση».
68. Εφαρμοζόμενη εν προκειμένω, η έκθεση Schlosser επιβεβαιώνει την αρχική μου προσέγγιση. Βρισκόμαστε όντως ενώπιον διαδικασίας κατασταλτικού χαρακτήρα εφαρμοστέας σε περίπτωση παραβάσεως διαταγής. Το κριτήριο του προσώπου που κίνησε τη δίκη πρέπει να θεωρηθεί δευτερεύον, επειδή το καθοριστικό στοιχείο είναι το ποιος ωφελείται από την κύρωση και το αν το πρόστιμο καταβάλλεται υπέρ του αιτούντος ιδιώτη διαδίκου. Εν προκειμένω, το δικαίωμα κινήσεως δίκης ανήκει στη Bayer, αλλά δεν είναι δυνατόν να λεχθεί ότι η κύρωση την ωφελεί, επειδή το πρόστιμο δεν καταβάλλεται σε αυτήν. Κατά συνέπεια, δεν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για να θεωρηθεί ότι το αστικό πρόστιμο εμπίπτει στο πεδίο των αστικών ή εμπορικών υποθέσεων και, επομένως, στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001.
γ) Συγκριτική ανάλυση του αστικού προστίμου και της χρηματικής ποινής υπό την έννοια του άρθρου 49 του κανονισμού 44/2001
69. Οι ενδιαφερόμενοι διίστανται και όσον αφορά το αν το αστικό πρόστιμο δύναται να θεωρηθεί χρηματική ποινή κατά το άρθρο 49 του κανονισμού 44/2001. Ειδικά η Γερμανική Κυβέρνηση θεωρεί ότι η εξομοίωση αυτή είναι άνευ ετέρου δυνατή λόγω του ότι, στο γερμανικό δίκαιο, η χρηματική ποινή και το αστικό πρόστιμο ουδόλως διακρίνονται μεταξύ τους, επειδή και τα δύο πρέπει να καταβληθούν υπέρ του Δημοσίου, και λόγω του ότι το ίδιο το γράμμα του κανονισμού αυτού δεν διακρίνει αναλόγως του αν η χρηματική ποινή καταβάλλεται στο Δημόσιο ή σε ιδιώτη διάδικο.
70. Παρά ταύτα, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 49 του εν λόγω κανονισμού δεν απηχεί τη γερμανική αντίληψη περί χρηματικής ποινής. Εν πάση περιπτώσει, αυτό δείχνει το σημείο 213 της εκθέσεως Schlosser, το οποίο περιγράφει τη χρηματική ποινή υπό την έννοια ότι «[ο] εναγόμενος καταδικάζεται στην τέλεση της εν λόγω πράξεως και συγχρόνως στην καταβολή ορισμένου ποσού στον ενάγοντα σε περίπτωση [μη συμμορφώσεως]. […] Ωστόσο, η Σύμβαση δεν ρυθμίζει το ζήτημα αν μπορεί να επιτραπεί τέτοια εκτέλεση σε περίπτωση που επιβάλλεται πρόστιμο λόγω μη εφαρμογής της δικαστικής αποφάσεως, όχι υπέρ του διαδίκου ο οποίος ζητεί την εκτέλεση αλλ’ υπέρ του κράτους». Έτσι, ακόμη και αν το Δικαστήριο θεωρήσει ότι το αστικό πρόστιμο δύναται να εξομοιωθεί με χρηματική ποινή –πράγμα για το οποίο αμφιβάλλω–, η διαπίστωση αυτή δεν θα μπορέσει να λύσει το ζήτημα μόνο με βάση το άρθρο 49 του κανονισμού 44/2001, επειδή, κατά την έκθεση Schlosser, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν θέλησε να καλύψει με τον τρόπο αυτόν τις καταστάσεις όπου χρηματική ποινή ή παρόμοιο μέσο καταβάλλεται υπέρ του Δημοσίου σε περίπτωση μη τηρήσεως δικαστικής αποφάσεως.
71. Επιπλέον, η έκθεση Pocar (30) μας διευκρινίζει ότι το γεγονός ότι, στα μέτρα που καλύπτει ο κανονισμός 44/2001, δεν περιλαμβάνονται τα πρόστιμα που καταβάλλονται στο Δημόσιο για παράβαση δικαστικής αποφάσεως δεν είναι το αποτέλεσμα άγνοιας της υπάρξεως ενός τέτοιου μηχανισμού, αλλά αντιθέτως οφείλεται στη βούληση των συντακτών του εν λόγω κανονισμού. Όσον αφορά το άρθρο 49 του κανονισμού 44/2001, η εν λόγω έκθεση υπενθυμίζει ότι, «[ό]πως έχει επισημανθεί, η διάταξη αφήνει ανοικτό το ερώτημα αν καλύπτει χρηματικές ποινές επιβαλλόμενες για μη τήρηση δικαστικής απόφασης, οι οποίες εισπράττονται όχι από τον δανειστή αλλά από το κράτος» (31). Συνεχίζει διευκρινίζοντας ότι «[κ]ατά τις εργασίες αναθεώρησης θεωρήθηκε σκόπιμο να προσδιορισθεί η διατύπωση ως προς το σημείο αυτό. Η ομάδα ad hoc προτίμησε, ωστόσο, να μην μεταβληθεί η διατύπωση προσκειμένου να περιληφθούν ρητά οι χρηματικές ποινές που καταβάλλονται στο κράτος, διότι μία απόφαση υπέρ του κράτους μπορεί να έχει ποινικό χαρακτήρα, με αποτέλεσμα ότι μία μεταβολή στο σημείο αυτό θα μπορούσε να εισαγάγει ποινική διάσταση σε μία Σύμβαση που αφορά αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Η διάταξη θα μπορούσε επομένως να θεωρηθεί ότι αφορά χρηματικές ποινές καταβαλλόμενες στο κράτος μόνο αν είναι σαφώς αστικής φύσεως, εφόσον δε η εκτέλεσή τους ζητείται από ιδιώτη στο πλαίσιο διαδικασίας για την κήρυξη της εκτελεστότητας της απόφασης ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι τα ποσά καταβάλλονται στο κράτος». Πάντως, όπως έδειξα, ο αστικός χαρακτήρας του προστίμου, υπό την έννοια του άρθρου 890 του ZPO, πόρρω απέχει του να είναι πρόδηλος.
72. Όσον αφορά το αστικό αυτό πρόστιμο, θα σημειώσω ακόμη ότι η χρηματική ποινή υπό την έννοια του κανονισμού 44/2001 –που επομένως πρέπει να διακριθεί από τη γερμανική αντίληψη– έχει ως σκοπό να παροτρύνει τον εναγόμενο να παύσει την προσβολή του δικαιώματος του ενάγοντος. Ενώ το αστικό πρόστιμο επιβάλλεται υπό τη μορφή ενός πάγιου ποσού, η χρηματική ποινή συνίσταται στην καταβολή ενός «χρηματικού ποσού για κάθε ημέρα υπερημερίας, με σκοπό να αναγκάσ[ει] τον οφειλέτη να εκτελέσει τις υποχρεώσεις του» (32). Προ πάντων, ο οφειλέτης έχει τη δυνατότητα να αποφύγει την καταβολή της χρηματικής ποινής τηρώντας τις υποχρεώσεις του. Στο πλαίσιο του αστικού προστίμου, η στάση του οφειλέτη μετά την επιβολή του προστίμου αυτού δεν έχει καμία συνέπεια: άπαξ επιβλήθηκε, το αστικό πρόστιμο είναι καταβλητέο, οπότε μικρή σημασία έχει το αν ο οφειλέτης εκτελέσει τελικά τις υποχρεώσεις του. Εδώ πρόκειται για βασικό στοιχείο το οποίο, λαμβανομένων υπόψη και των παρατηρήσεων που περιέχονται στην έκθεση Schlosser, θα πρέπει να μας πείσει ότι στο προδικαστικό ερώτημα δεν πρέπει να δοθεί απάντηση υπό το πρίσμα του άρθρου 49 του κανονισμού 44/2001.
4. Καταληκτικές παρατηρήσεις
73. Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, προτείνω να δοθεί στο πρώτο ερώτημα η απάντηση ότι απόφαση με την οποία ο οφειλέτης μιας υποχρεώσεως που περιλαμβάνεται σε προηγούμενη δικαστική απόφαση καταδικάζεται, λόγω του ότι δεν συμμορφώθηκε με την απόφαση εκείνη και κατόπιν αιτήσεως του αντιδίκου του, να καταβάλει στο ταμείο του δικαστηρίου το λεγόμενο «αστικό» πρόστιμο υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 890 του ZPO δεν υπάγεται στην έννοια των «αστικών και εμπορικών υποθέσεων» κατά το άρθρο 1 του κανονισμού 44/2001.
74. Αν το Δικαστήριο κρίνει διαφορετικά, παρά το ότι ρωτήθηκε από το αιτούν δικαστήριο μόνον όσον αφορά την έκταση εφαρμογής του άρθρου 1 του κανονισμού 44/2001, νομίζω ότι είναι αναγκαίο να υπενθυμίσει στο εν λόγω δικαστήριο ότι δεν είναι αρκετό μια απόφαση να αποτελεί αστική ή εμπορική υπόθεση για να αναγνωριστεί και εκτελεστεί στο κράτος όπου ζητείται η κήρυξη της εκτελεστότητας. Αντιθέτως, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει ακόμη να βεβαιωθεί ότι η απόφαση που ζητείται να κηρυχθεί εκτελεστή εκδόθηκε, στο κράτος προελεύσεώς της, τηρουμένων των δικαιωμάτων άμυνας, ότι όντως αποτελεί εκτελεστό τίτλο και ότι ο διάδικος που ζητεί την αναγνώριση και εκτέλεσή της στο κράτος εκτελέσεως είναι όντως «ενδιαφερόμενος» υπό την έννοια του άρθρου 38 του κανονισμού 44/2001.
75. Σχετικά με τα τρία αυτά σημεία, θα περιοριστώ να υπενθυμίσω τα στοιχεία της δικογραφίας επί των οποίων πρέπει να επιστηθεί ιδιαιτέρως η προσοχή του αιτούντος δικαστηρίου.
76. Όσον αφορά την τήρηση των δικαιωμάτων άμυνας, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι «από το σύνολο των διατάξεων της Συμβάσεως […] προκύπτει ότι, στο πλαίσιο των σκοπών τους οποίους επιδιώκει η Σύμβαση, επιζητείται οι διαδικασίες που οδηγούν σε έκδοση δικαστικών αποφάσεων να χωρούν χωρίς να θίγεται το δικαίωμα της άμυνας» (33). Εν προκειμένω, η Realchemie διατείνεται, με τις γραπτές παρατηρήσεις της, ότι η βασική διάταξη εκδόθηκε χωρίς προφορική διαδικασία και χωρίς προηγούμενη κλήτευσή της. Εξάλλου, έλαβε γνώση της διατάξεως με την οποία επιβλήθηκε το αστικό πρόστιμο μόνον μετά την έκδοση της διατάξεως αυτής. Παρά ταύτα, το άρθρο 891 του ZPO (34), σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε η Γερμανική Κυβέρνηση, απαιτεί να ακουστεί προηγουμένως ο οφειλέτης, όταν ο δικαστής εξετάζει την περίπτωση, αφότου του το έχει ζητήσει ο δανειστής, να επιβάλει αστικό πρόστιμο βάσει του άρθρου 890 του ZPO.
77. Όσον αφορά τον εκτελεστό χαρακτήρα τη διατάξεως με την οποία επιβλήθηκε το αστικό πρόστιμο, η Realchemie υποστήριξε ότι, αυτή καθ’ εαυτή, η διάταξη αυτή δεν αποτελεί εκτελεστό τίτλο, αλλά μόνον ο αναλυτικός λογαριασμός των εξόδων έχει την ιδιότητα αυτή, ιδίως δε λόγω του ότι αναφέρει την ταυτότητα του δανειστή –της δημόσιας αρχής– σε αντίθεση με την εν λόγω διάταξη. Η Γερμανική Κυβέρνηση, η οποία ρωτήθηκε επ’ αυτού κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν ήταν σε θέση να διαφωτίσει το Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, πρέπει να αρκεστώ να υπενθυμίσω ότι το άρθρο 38 του κανονισμού 44/2001 ορίζει εν προκειμένω ότι μόνον οι αποφάσεις που εκδόθηκαν σε κράτος μέλος και που είναι εκτελεστές εκεί μπορούν να εκτελεστούν σε άλλο κράτος μέλος αφότου κηρυχθούν εκεί εκτελεστές (35), και να αφήσω στο αιτούν δικαστήριο τη φροντίδα να αξιολογήσει τον εκτελεστό χαρακτήρα της επίμαχης διατάξεως.
78. Τέλος, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η διάταξη με την οποία επιβλήθηκε το αστικό πρόστιμο έχει όντως εκτελεστό χαρακτήρα στο κράτος εκδόσεώς της, απομένει να λυθεί το ζήτημα αν η Bayer δύναται να ζητήσει την εκτέλεσή της στο κράτος εκτελέσεως, με άλλα λόγια αν είναι «ενδιαφερόμενος» υπό την έννοια του άρθρου 38 του κανονισμού 44/2001. Θα σημειώσω ότι η γερμανική ρύθμιση σαφώς φαίνεται να δείχνει ότι ο πρόεδρος του δικαστηρίου που εξέδωσε την εν λόγω διάταξη είναι η μόνη εκτελεστική αρχή. Δεν είναι σαφές, από την ανάγνωση της δικογραφίας, αν η Bayer έχει στη Γερμανία δικαίωμα να επισπεύσει επ’ ονόματι της δικαστικής αρχής την εκτέλεση της εν λόγω διατάξεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να έχει κατά νου τα στοιχεία που παρέχει η έκθεση Jenard, κατά τα οποία «η έκφραση “με αίτηση κάθε ενδιαφερομένου μέρους” επιβάλλει ότι το δικαίωμα αιτήσεων του εκτελεστηρίου τύπου ανήκει σε όλα τα πρόσωπα που δικαιούνται να επικαλεστούν τη δικαστική απόφαση στο κράτος εκδόσεως της αποφάσεως» (36).
79. Λαμβανομένων υπόψη των αβεβαιοτήτων και αμφισημιών της δικογραφίας –οι οποίες εξηγούνται από το γεγονός ότι το αιτούν δικαστήριο επέλεξε να εστιάσει το ερώτημά του στο άρθρο 1 του κανονισμού 44/2001–, το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να δώσει οριστικές απαντήσεις, αλλά θα πρέπει να επιστήσει την προσοχή του αιτούντος δικαστηρίου στα τρία αυτά σημεία αν συναγάγει, αντιθέτως προς αυτό που προτείνω, ότι η επίμαχη απόφαση όντως εμπίπτει στο πεδίο των αστικών και εμπορικών υποθέσεων υπό την έννοια του άρθρου 1 του κανονισμού 44/2001.
B – Επί του δευτέρου ερωτήματος
80. Με την αντίθετη αίτησή της αναιρέσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, η Bayer ζήτησε να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως της Realchemie και να καταδικασθεί η τελευταία στα λεγόμενα «πραγματικά» δικαστικά έξοδα βάσει του άρθρου 14 της οδηγίας 2004/48 σε συνδυασμό με το άρθρο 1019h του ολλανδικού κώδικα πολιτικής δικονομίας, το οποίο σκοπό έχει να το μεταφέρει στην ολλανδική έννομη τάξη. Το εν λόγω άρθρο 1019h προβλέπει καταδίκη στα δικαστικά έξοδα βαρύτερη από τις συνήθεις καταδίκες στα δικαστικά έξοδα στις υποθέσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/48 (37).
81. Με το δεύτερο ερώτημά του προς το Δικαστήριο, το αιτούν δικαστήριο ζητεί στην ουσία να διευκρινιστεί αν τα έξοδα δίκης που κινήθηκε στις Κάτω Χώρες για να κηρυχθεί εκτελεστότητα, κατά τη διάρκεια της οποίας δίκης ζητείται η αναγνώριση και εκτέλεση έξι αποφάσεων που εκδόθηκαν στη Γερμανία στο πλαίσιο διαφοράς σχετικά με την τήρηση δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας, εμπίπτουν στο άρθρο 14 της οδηγίας 2004/48, το οποίο υποχρεώνει τα κράτη μέλη να φροντίζουν ώστε τα δικαστικά έξοδα του νικήσαντος διαδίκου να φέρονται κατ’ αρχήν από τον ηττηθέντα διάδικο. Κατά συνέπεια, το ζήτημα είναι να καθοριστεί αν μια τέτοια δίκη κηρύξεως εκτελεστότητας εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/48.
82. Αρκετά πριν από την έκδοση της οδηγίας 2004/48, η Κοινότητα είχε συνάψει τη Συμφωνία για τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου (38), η οποία ορίζει, στο άρθρο της 41, ότι «[τ]α μέλη μεριμνούν ώστε η νομοθεσία τους να προβλέπει τις διαδικασίες επιβολής […] προκειμένου να είναι δυνατή η αποτελεσματική λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση κάθε πράξης παραβίασης των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας». Με τον σκοπό να αυξήσει την αποτελεσματικότητα της προστασίας των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, το άρθρο 45 της εν λόγω Συμφωνίας διατυπώνει την αρχή ότι οι δικαστικές αρχές έχουν την εξουσία να διατάξουν τον παραβάτη να καταβάλει στον κάτοχο του προσβληθέντος δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας τα δικαστικά έξοδα, εν ευρεία εννοία.
83. Η οδηγία 2004/48, όπως υπενθυμίζουν η τέταρτη και η πέμπτη αιτιολογική της σκέψη, ευθυγραμμίζεται με τις προαναφερθείσες διεθνείς υποχρεώσεις της Κοινότητας. Αναγνωρίζοντας τη σημασία της προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας για την προώθηση της καινοτομίας και της δημιουργικότητας, καθώς και για την ανάπτυξη της απασχολήσεως και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας (39), ο νομοθέτης της Ένωσης διαπίστωσε την ανάγκη «να ληφθεί μέριμνα ώστε το ουσιαστικό δίκαιο της διανοητικής ιδιοκτησίας […] να εφαρμόζεται αποτελεσματικά εντός της Κοινότητας» (40). Δεδομένου ότι οι διαφορές στα δίκαια των κρατών μελών αποδυναμώνουν το εν λόγω ουσιαστικό δίκαιο (41), η οδηγία αυτή σκοπό έχει να διασφαλίσει, με την προσέγγιση των σχετικών νομοθεσιών, την τήρηση των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας με την εφαρμογή των αναγκαίων προς τούτο μέτρων, διαδικασιών και μέσων επανορθώσεως (42). Κατά το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας, «τα μέτρα, οι διαδικασίες και τα μέτρα αποκατάστασης […] εφαρμόζονται […] σε οποιαδήποτε προσβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας όπως προβλέπεται από την κοινοτική νομοθεσία ή/και την εθνική νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους». Ακριβώς όταν τα εν λόγω μέτρα, οι εν λόγω διαδικασίες και τα εν λόγω μέσα επανορθώσεως είναι αναγκαία για να τηρηθεί ένα δικαίωμα διανοητικής ιδιοκτησίας η οδηγία 2004/48 ορίζει ότι «[τ]α κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα εύλογα και αναλογικά δικαστικά έξοδα και οι λοιπές δαπάνες στις οποίες υπεβλήθη ο νικήσας διάδικος να βαρύνουν κατά κανόνα τον ηττηθέντα διάδικο, εκτός εάν λόγοι επιεικείας επιβάλλουν άλλως» (43).
84. Επειδή ο σκοπός του νομοθέτη της Ένωσης είναι να παράσχει αυξημένη προστασία στους κατόχους δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι, εφόσον η αντιδικία της Bayer με τη Realchemie στη Γερμανία είχε ως αντικείμενο την προστασία δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας, η κινηθείσα στις Κάτω Χώρες από τη Bayer δίκη κηρύξεως εκτελεστότητας αποτελεί ένα είδος προεκτάσεως της αντιδικίας αυτής και δύναται να θεωρηθεί ότι και αυτή αφορά μια προσβολή δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας υπό την έννοια της οδηγίας 2004/48 που η Bayer θέλει να παύσει με το να αναγνωριστεί ο εκτελεστός χαρακτήρας των αποφάσεων που εκδόθηκαν στη Γερμανία. Κατά συνέπεια, θα μπορούσε να πρόκειται για δίκη που εμπίπτει στην εν λόγω οδηγία και επομένως θα μπορούσε να έχει εφαρμογή το άρθρο της 14.
85. Παρά ταύτα, η προσέγγιση αυτή δεν με πείθει για τρεις μείζονες λόγους.
86. Ο πρώτος είναι ότι δεν νομίζω ότι μπορεί να λεχθεί ότι το αντικείμενο δίκης κηρύξεως εκτελεστότητας είναι, κατά κυριολεξία, η προστασία οποιουδήποτε δικαιώματος του ουσιαστικού δικαίου. Αντιθέτως, το αντικείμενό της συνίσταται στο να εξακριβωθεί αν αντικειμενικά πληρούνται οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την αναγνώριση και εκτέλεση των σχετικών δικαστικών αποφάσεων στο κράτος όπου ζητείται η κήρυξη της εκτελεστότητας. Η δίκη αυτή αποτελεί ένα βήμα πριν από το στάδιο της εκτελέσεως, το οποίο έχει ως σκοπό να συνεχιστεί η αρξαμένη στο κράτος μέλος προελεύσεως προστασία του σχετικού δικαιώματος.
87. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι το άρθρο 14 της οδηγίας 2004/48 δικαιολογείται πλήρως από την ιδιαίτερη φύση της αντιδικίας σχετικά με δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας. Η Επιτροπή υποστήριξε, με τις γραπτές παρατηρήσεις της, και κατά τη γνώμη μου σωστά, ότι ο σκοπός του εν λόγω άρθρου 14 είναι να μην αποτρέπονται οι κάτοχοι δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας να ασκήσουν αγωγή λόγω του δυνητικά μεγάλου κόστους της δίκης. Η αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας φυσικά συνεπάγεται τη δικαστική τους προστασία. Προβλέποντας αναγκαία προς τούτο μέτρα, διαδικασίες και μέσα επανορθώσεως και διατυπώνοντας την αρχή ότι τα δικαστικά έξοδα πρέπει κατ’ αρχήν να φέρονται από τον ηττηθέντα διάδικο, η οδηγία 2004/48 θέτει ευνοϊκές προϋποθέσεις προκειμένου να κινούν δίκες τα υποκείμενα δικαίου που μπορούν να επικαλεστούν τις προϋποθέσεις αυτές. Κατά συνέπεια, η ratio του εν λόγω άρθρου 14 έγκειται στην ιδιαιτερότητα των διαδικασιών και αποδεικτικών μέσων στον τομέα της διανοητικής ιδιοκτησίας, όπου τα έξοδα έρευνας ή πραγματογνωμοσύνης μπορούν να αποδειχθούν υψηλότατα (44). Πάντως, το ποσό των εξόδων στο πλαίσιο δίκης κηρύξεως εκτελεστότητας δεν είναι συγκρίσιμο με εκείνα στο πλαίσιο δίκης με αντικείμενο να διαπιστωθεί προσβολή δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας, και δεν νομίζω ότι μπορούν να αποτρέψουν τον θιγέντα διάδικο να κινήσει τέτοια δίκη (45). Δεν δικαιολογείται η αναγνώριση οποιασδήποτε ιδιομορφίας στις δίκες κηρύξεως εκτελεστότητας που έχουν ως αντικείμενο αποφάσεις οι οποίες εκδόθηκαν σε άλλο κράτος μέλος σχετικά με δικαίωμα διανοητικής ιδιοκτησίας.
88. Τρίτον, η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από τη διευκρίνιση, στην ενδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2004/48, ότι η οδηγία αυτή «δεν σκοπεί να θεσπίσει εναρμονισμένους κανόνες στους τομείς της δικαστικής συνεργασίας, της δικαιοδοσίας ή της αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ούτε ασχολείται με το εφαρμοστέο δίκαιο. Υπάρχουν κοινοτικά κείμενα που διέπουν τα θέματα αυτά σε γενικό επίπεδο και εφαρμόζονται, κατ’ αρχήν, και στον τομέα της διανοητικής ιδιοκτησίας». Εφόσον η εν λόγω οδηγία δεν έχει σκοπό να θεσπίσει εναρμονισμένους κανόνες για την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, μου φαίνεται ότι κατά μείζονα λόγο δεν έχει σκοπό να θεσπίσει γενικό κανόνα που να διέπει την καταδίκη στα έξοδα στο πλαίσιο δίκης κηρύξεως εκτελεστότητας.
89. Η εν λόγω ενδέκατη αιτιολογική σκέψη προϋποθέτει ότι η οδηγία 2004/48 έχει εφαρμογή τηρουμένου του κανονισμού 44/2001. Κατά τον κανονισμό 44/2001, η εξέταση αυτή πρέπει να περιορίζεται στο ζήτημα αν η απόφαση αφορά αστική ή εμπορική υπόθεση. Το να θεωρηθεί ότι το άρθρο 14 της εν λόγω οδηγίας επιβάλλει διαφορετικό καθορισμό των δικαστικών εξόδων, όταν το ζήτημα είναι να αναγνωριστεί και εκτελεστεί απόφαση σχετική με προσβολή δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας, συνεπάγεται, ούτως ή άλλως, ότι θα πρέπει να εξεταστεί επί της ουσίας η εν λόγω απόφαση, πράγμα που θα υπερακόντιζε τον απλό έλεγχο που απαιτείται βάσει του άρθρου 1 του κανονισμού 44/2001. Η επιταγή απλοποιήσεως και ταχύτητας της διαδικασίας κηρύξεως εκτελεστότητας, όπως τάσσεται από τον κανονισμό 44/2001 (46), θα ετίθετο και αυτή σε κίνδυνο, χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος δικαιολογητικός λόγος.
90. Για όλους τους λόγους αυτούς, προτείνω να ερμηνευθεί το άρθρο 14 της οδηγίας 2004/48 υπό την έννοια ότι δεν έχει εφαρμογή στο πλαίσιο δίκης κηρύξεως εκτελεστότητας η οποία έχει ως αντικείμενο την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σχετικών με προσβολή δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας.
V – Συμπέρασμα
91. Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα δύο προδικαστικά ερωτήματα του Hoge Raad der Nederlanden ως εξής:
«1) Απόφαση με την οποία ο οφειλέτης μιας υποχρεώσεως που περιλαμβάνεται σε προηγούμενη δικαστική απόφαση καταδικάζεται, λόγω του ότι δεν συμμορφώθηκε με την απόφαση εκείνη και κατόπιν αιτήσεως του αντιδίκου του, να καταβάλει στο ταμείο του δικαστηρίου το λεγόμενο “αστικό” πρόστιμο υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 890 του γερμανικού κώδικα πολιτικής δικονομίας (Zivilprozessordnung) δεν υπάγεται στην έννοια των “αστικών και εμπορικών υποθέσεων” κατά το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.
2) Το άρθρο 14 της οδηγίας 2004/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την τήρηση των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν έχει εφαρμογή στο πλαίσιο δίκης κηρύξεως εκτελεστότητας η οποία έχει ως αντικείμενο την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σχετικών με προσβολή δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας.»
1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.
2 – EE 2001, L 12, σ. 1.
3 – EE L 195, σ. 16.
4 – Παγιωμένη μορφή (EE 1998, C 27, σ. 1).
5 – Το Landgericht Düsseldorf εκκαθάρισε τα δικαστικά έξοδα στο ποσό των 7 829,60 ευρώ με διάταξη της 29ης Αυγούστου 2006.
6 – Με διάταξη της 19ης Σεπτεμβρίου 2006, το Landgericht Düsseldorf εκκαθάρισε τα δικαστικά έξοδα στο ποσό των 898,60 ευρώ.
7 – Με διάταξη της 11ης Νοεμβρίου 2006, το Landgericht Düsseldorf εκκαθάρισε τα δικαστικά έξοδα στο ποσό των 852,40 ευρώ.
8 – Βλ. άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/48.
9 – Βλ. σημείο 6 των προτάσεών μου.
10 – Απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, C-167/08, Draka NK Cables κ.λπ. (Συλλογή 2009, σ. I-3477, σκέψη 20).
11 – Όπως η έκθεση του Jenard, J., σχετικά με τη Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (EE 1986, C 298, σ. 29) (στο εξής: έκθεση Jenard) και η έκθεση του Schlosser, P., σχετικά με τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας στη Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καθώς και στο Πρωτόκολλο σχετικά με την ερμηνεία της από το Δικαστήριο (EE 1986, C 298, σ. 99) (στο εξής: έκθεση Schlosser), έτσι η εισηγητική έκθεση του Pocar, F., στη Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις που υπεγράφη στο Λουγκάνο στις 30 Οκτωβρίου 2007 (EE 2009, C 319, σ. 1) (στο εξής: έκθεση Pocar) θα χρησιμοποιηθεί και αυτή, επειδή ο κανονισμός 44/2001 χρησίμευσε ως βάση της εν λόγω Συμβάσεως.
12 – Απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2007, C-292/05, Λεχουρίτου κ.λπ. (Συλλογή 2007, σ. I-1519, σκέψη 28).
13 – Όσον αφορά το άρθρο 1 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, βλ. αποφάσεις της 14ης Οκτωβρίου 1976, 29/76, LTU (Συλλογή τόμος 1976, σ. 577, σκέψη 3)· της 16ης Δεκεμβρίου 1980, 814/79, Rüffer (Συλλογή τόμος 1980/III, σ. 493, σκέψη 7 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), και της 21ης Απριλίου 1993, C-172/91, Sonntag (Συλλογή 1993, σ. I-1963, σκέψη 18)· όσον αφορά τον κανονισμό 44/2001, βλ. προαναφερθείσα απόφαση Draka NK Cables κ.λπ. (σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), καθώς και απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, C‑533/07, Falco Privatstiftung και Rabitsch (Συλλογή 2009, σ. I‑3327, σκέψη 20 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
14 – Από τη δικογραφία προκύπτει ότι η βασική διάταξη όντως περιείχε την απειλητική αυτή προειδοποίηση προς τη Realchemie.
15 – Άρθρο 891 του ZPO.
16 – Άρθρο 1, παράγραφος 1, σημείο 3, του JBeitrO.
17 – Από τις γραπτές παρατηρήσεις της Realchemie προκύπτει ότι το δικαστήριο εκτελέσεως του προστίμου όντως εξέδωσε αναλυτικό λογαριασμό εξόδων στις 23 Αυγούστου 2006.
18 – Αποφάσεις της 27ης Μαρτίου 1979, 143/78, de Cavel (Συλλογή τόμος 1979/I, σ. 597, σκέψη 8)· της 26ης Μαρτίου 1992, C‑261/90, Reichert και Kockler (Συλλογή 1992, σ. I‑2149, σκέψη 32), και της 17ης Νοεμβρίου 1998, C‑391/95, Van Uden (Συλλογή 1998, σ. I‑7091, σκέψη 33).
19 – Προαναφερθείσα απόφαση LTU, σκέψη 4· αποφάσεις της 14ης Νοεμβρίου 2002, C‑271/00, Baten (Συλλογή 2002, σ. I‑10489, σκέψη 29), και της 15ης Μαΐου 2003, C‑266/01, Préservatrice foncière TIARD (Συλλογή 2003, σ. I‑4867, σκέψη 21), και προαναφερθείσα απόφαση Λεχουρίτου κ.λπ. (σκέψη 30).
20 – Απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 2004, C‑265/02, Frahuil (Συλλογή 2004, σ. I‑1543, σκέψη 20 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
21 – Αυτόθι (σκέψη 21).
22 – Απόφαση της 28ης Απριλίου 2009, C‑420/07, Apostolides (Συλλογή 2009, σ. I‑3571, σκέψη 45).
23 – Προαναφερθείσες αποφάσεις LTU (σκέψη 4)· Rüffer (σκέψη 8)· Sonntag (σκέψη 20)· Baten (σκέψη 30)· Préservatrice foncière TIARD (σκέψη 22)· Λεχουρίτου κ.λπ. (σκέψη 31) και Apostolides (σκέψη 43).
24 – Προαναφερθείσες αποφάσεις Λεχουρίτου κ.λπ. (σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) και Apostolides (σκέψη 44). Για συστηματική ανάλυση της νομολογίας του Δικαστηρίου στο σημείο αυτό, παραπέμπω στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ruiz-Jarabo Colomer στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση Λεχουρίτου κλπ. και, ειδικότερα, στα σημεία 37 επ. των προτάσεων.
25 – Απόφαση της 25ης Ιουλίου 1991, C‑190/89, Rich (Συλλογή 1991, σ. I‑3855, σκέψη 26). Η υπογράμμιση δική μου.
26 – Απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 1994, C‑129/92, Owens Bank (Συλλογή 1994, σ. I‑117, σκέψη 34).
27 – Βλ. νομολογία που παρατέθηκε στην υποσημείωση 19.
28 – Συγκεκριμένα, δεν πρέπει να λησμονηθεί ότι η βασική διάταξη είναι απλώς απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, όπου κατά συνέπεια διατυπώθηκε μια προσωρινή κρίση σχετικά με μια φερόμενη –αλλά όχι ακόμα αποδεδειγμένη– προσβολή ενός δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας από τη Realchemie.
29 – Προαναφέρθηκε στην υποσημείωση 11.
30 – Προαναφέρθηκε στην υποσημείωση 11.
31 – Σημείο 167 της εν λόγω εκθέσεως.
32 – Προαναφερθείσα έκθεση Jenard (σ. 82).
33 – Απόφαση της 13ης Ιουνίου 1995, C‑474/93, Hengst Import (Συλλογή 1995, σ. I‑2113, σκέψη 16 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
34 – Βλ. σημείο 18 των προτάσεών μου.
35 – Η έκθεση Jenard αναφέρει ότι ο εκτελεστός αυτός χαρακτήρας είναι «ποιοτικό γνώρισμα του τίτλου του οποίου ζητείται η εκτέλεση, που πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει σύμφωνα με το δίκαιο της χώρας εκδόσεως της δικαστικής αποφάσεως. […] [Δ]εν υπάρχει λόγος αλλοδαπές δικαστικές αποφάσεις να περιβάλλονται με ιδιότητες που στερούνται στη χώρα εκδόσεως της αποφάσεως» (σ. 75 και 76). Βλ., επίσης, απόφαση της 29ης Απριλίου 1999, C-267/97, Coursier (Συλλογή 1999, σ. I-2543, σκέψη 23), και προαναφερθείσα απόφαση Apostolides (σκέψη 66) η οποία παραθέτει στο σημείο αυτό την έκθεση Jenard.
36 – Προαναφερθείσα έκθεση Jenard (σ. 77).
37 – Θα σημειώσω ότι στη δικογραφία δεν περιέχεται καμία πληροφορία σχετικά με το ακριβές κείμενο της διατάξεως αυτής του ολλανδικού δικαίου και, επομένως, σχετικά με τη διαφορά μεταξύ συνήθους καταδίκης στα δικαστικά έξοδα και καταδίκης στα δικαστικά έξοδα όπως αυτή προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο 1019h.
38 – Αποτελεί το παράρτημα 1 Γ της Συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, η οποία υπεγράφη στο Μαρακές στις 15 Απριλίου 1994 και εγκρίθηκε με την απόφαση 94/800/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των συμφωνιών που απέρρευσαν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (1986-1994) (EE L 336, σ. 1).
39 – Βλ. πρώτη και δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2004/48.
40 – Τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2004/48.
41 – Βλ. έβδομη έως ένατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2004/48.
42 – Άρθρο 1 της οδηγίας 2004/48.
43 – Άρθρο 14 της οδηγίας 2004/48.
44 – Όπως υπενθύμισε η Επιτροπή στο αιτιολογικό προτάσεως οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τα μέτρα και τις διαδικασίες που αποσκοπούν στη διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας [COM(2003) 46 τελικό], της 30ής Ιανουαρίου 2003 (σ. 9).
45 – Εξάλλου, θα ήθελα να παρατηρήσω ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, η Realchemie καταδικάστηκε στα έξοδα της δίκης κηρύξεως εκτελεστότητας, αλλά η Bayer ζητεί βαρύτερη καταδίκη.
46 – Προαναφερθείσα απόφαση Draka NK Cables κ.λπ. (σκέψεις 26 και 30).