Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62008CP0195

    Γνώμη του γενικού εισαγγελέα Sharpston της 1ης Ιουλίου 2008.
    Inga Rinau.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Lietuvos Aukščiausiasis Teismas - Λιθουανία.
    Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις - Διεθνής δικαιοδοσία και εκτέλεση των αποφάσεων - Εκτέλεση αποφάσεων επί γαμικών διαφορών και διαφορών γονικής μέριμνας - Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 - Αίτηση περί μη αναγνωρίσεως αποφάσεως επιστροφής παιδιού παρανόμως κατακρατηθέντος σε άλλο κράτος μέλος - Επείγουσα προδικαστική διαδικασία.
    Υπόθεση C-195/08 PPU.

    Συλλογή της Νομολογίας 2008 I-05271

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2008:377

    ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    ELEANOR SHARPSTON

    της 1ης Ιουλίου 2008 (1)

    Υπόθεση C-195/08 PPU

    Rinau

    [αίτηση του Lietuvos Aukščiausiasis teismas (Λιθουανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Επείγουσα προδικαστική διαδικασία – Κανονισμός “Βρυξέλλες IIα” – Αίτηση περί μη αναγνωρίσεως αποφάσεως επιστροφής παιδιού – Προϋποθέσεις εξετάσεως της αιτήσεως»





    1.        Ένα παιδί που γεννήθηκε το 2005 στη Γερμανία από Γερμανό πατέρα και Λιθουανή μητέρα που ήταν τότε παντρεμένοι, αλλά σήμερα διαζευγμένοι, βρίσκεται τώρα στη Λιθουανία με τη μητέρα του, παρά τη βούληση του πατέρα. Στο πλαίσιο της διαδικασίας διαζυγίου, τα γερμανικά δικαστήρια ανέθεσαν την επιμέλεια του τέκνου στον πατέρα και διέταξαν την επιστροφή του σ’ αυτόν. Το Lietuvos Aukščiausiasis teismas (ανώτατο δικαστήριο της Λιθουανίας) υπέβαλε έξι προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με τις προϋποθέσεις εξετάσεως αιτήσεως της μητέρας για την έκδοση αποφάσεως περί μη αναγνωρίσεως αυτών των κεφαλαίων της αποφάσεως περί εκδόσεως διαζυγίου.

    2.        Η κατάσταση αυτή διέπεται, σε επίπεδο κοινοτικού δικαίου, από τον κανονισμό «Βρυξέλλες IIα» (2) σε συνδυασμό με τη Σύμβαση της Χάγης του 1980 (3). Δεν θα παραθέσω τις σχετικές διατάξεις τους, αλλά θα αναφερθώ σ’ αυτές στο πλαίσιο της αναλύσεώς μου.

    3.        Τα κυριότερα στοιχεία του πραγματικού και διαδικαστικού πλαισίου της διαφοράς εκτίθενται συνοπτικώς στον κατωτέρω πίνακα:

    –        τα στοιχεία με παχύτερους χαρακτήρες αφορούν, αφενός, τη διαδικασία διαζυγίου στη Γερμανία, η οποία ολοκληρώθηκε με την έκδοση αποφάσεως εκδίδουσας το διαζύγιο, παρέχουσας την οριστική επιμέλεια του τέκνου στον πατέρα και διατάσσουσας την επιστροφή του τέκνου σ’ αυτόν και, αφετέρου, τη διαδικασία που κίνησε η μητέρα στη Λιθουανία με αίτημα τη μη αναγνώριση των δύο τελευταίων κεφαλαίων της αποφάσεως αυτής, στο πλαίσιο της οποίας υποβλήθηκαν τα εξεταζόμενα προδικαστικά ερωτήματα·

    –        τα στοιχεία που παρατίθενται με πλάγιους χαρακτήρες αφορούν χωριστή διαδικασία που κίνησε ο πατέρας στη Λιθουανία ζητώντας από τα δικαστήρια αυτού του κράτους να εκδώσουν απόφαση διατάσσουσα την επιστροφή του τέκνου στη Γερμανία· κατόπιν διαφόρων αμφισβητήσεων και αναστολών της εκδοθείσας διατάξεως, η διαδικασία αυτή συνεχίζεται στη Λιθουανία παραλλήλως προς εκείνη στο πλαίσιο της οποίας υποβλήθηκαν τα προδικαστικά ερωτήματα.

    Ημερομηνία

    Γερμανία

    Λιθουανία

    11/1/2005

    Γέννηση του τέκνου

     

    3/2005

    Χωρισμός των γονέων· η επιμέλεια ασκείται από κοινού· το τέκνο διαμένει με τη μητέρα του, αλλά έχει συχνή επικοινωνία με τον πατέρα. Κίνηση της διαδικασίας διαζυγίου.

     

    21/7/2006

    Με τη συναίνεση του πατέρα η μητέρα αναχωρεί για διακοπές δύο εβδομάδων στη Λιθουανία μαζί με το τέκνο.

     

    6/8/2006


    Η μητέρα παραμένει στη Λιθουανία με το τέκνο.

    14/8/2006

    Το Amtsgericht Oranienburg (Γερμανία) αίρει την από κοινού άσκηση της επιμέλειας και αναθέτει προσωρινώς την επιμέλεια στον πατέρα.

     

    ?/2006

    Η μητέρα ασκεί έφεση κατά της αποφάσεως του Amtsgericht      Oranienburg.

     

    11/10/2006

    Το Branderburgisches Oberlandesgericht (Γερμανία) απορρίπτει την έφεση της μητέρας και αναθέτει προσωρινώς την επιμέλεια στον πατέρα.


     

    Ημερομηνία

    Γερμανία

    Λιθουανία

    30/10/2006

     

    Ο πατέρας ζητεί από το Klaipėdos apygardos teismas (Λιθουανία) (4) να διατάξει την επιστροφή του τέκνου στη Γερμανία.

    22/12/2006

     

    Το Klaipėdos apygardos teismas απορρίπτει το αίτημα του πατέρα.

    15/3/2007

     

    Το Lietuvos apeliacinis teismas (Εφετείο της Λιθουανίας) εξαφανίζει τη διάταξη του Klaipėdos apygardos teismas και διατάσσει την επιστροφή του τέκνου μέχρι τις 15/4/2007.

    4/6/2007

     

    Η μητέρα ζητεί επανάληψη της διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε η διάταξη της 15/3/2007, επικαλούμενη νέες περιστάσεις και το συμφέρον του τέκνου, βάσει του άρθρου 13 της Συμβάσεως.

    13/6/2007

     

    Ο γενικός εισαγγελέας της Δημοκρατίας της Λιθουανίας ζητεί την επανάληψη της ίδιας διαδικασίας, προβάλλοντας εσφαλμένη εφαρμογή της Συμβάσεως εκ μέρους του Lietuvos apeliacinis teismas.



    Ημερομηνία

    Γερμανία

    Λιθουανία

    19/6/2007

     

    Το Klaipėdosapygardosteismas απορρίπτει τις δύο αιτήσεις επαναλήψεως της διαδικασίας και διαπιστώνει τη δικαιοδοσία του AmtsgerichtOranienburg.

    20/6/2007

    Το Amtsgericht Oranienburg εκδίδει το διαζύγιο, αναθέτει την επιμέλεια στον πατέρα, διατάσσει την επιστροφή του τέκνου και εκδίδει πιστοποιητικό δυνάμει του άρθρου 43 του κανονισμού.

     

    6/8/2007

    Η μητέρα ασκεί έφεση κατά της αποφάσεως περί αναθέσεως της επιμέλειας και κατά της διατάξεως περί επιστροφής.

     

    27/8/2007

     

    Αποφαινόμενο επί των αιτημάτων της μητέρας και του γενικού εισαγγελέα, το      Lietuvos      apeliacinis      teismas      επιβεβαιώνει την απόρριψη των αιτημάτων περί επαναλήψεως της διαδικασίας.

    ?/2007

     

    Η μητέρα ζητεί την έκδοση αποφάσεως περί μη αναγνωρίσεως της αποφάσεως του Amtsgericht      Oranienburg      της 20/6/2007, καθόσον αναθέτει την επιμέλεια στον πατέρα και διατάσσει την επιστροφή του τέκνου.

    14/9/2007

     

    Το Lietuvos      apeliacinis      teismas      απορρίπτει το αίτημα περί εκδόσεως αποφάσεως μη αναγνωρίσεως.

    Ημερομηνία

    Γερμανία

    Λιθουανία

    11/10/2007

     

    Η μητέρα ασκεί αναίρεση κατά της αποφάσεως του Lietuvos      apeliacinis      teismas της 14/9/2007.

    7/1/2008

     

    Κατόπιν αιτήσεως αναιρέσεως της μητέρας και του γενικού εισαγγελέα, το LietuvosAukščiausiasisteismas αναιρεί τις αποφάσεις της 19/6 και της 27/8/2007, για μη τήρηση του κώδικα πολιτικής δικονομίας, και αναπέμπει στο Klaipėdosapygardosteismas τις αιτήσεις επαναλήψεως της διαδικασίας.

    20/2/2008

    Το Branderburgisches Oberlandesgericht απορρίπτει την έφεση της μητέρας κατά της αποφάσεως της 20/6/2007.

     

    15/3/2008

     

    Το Lietuvos Aukščiausiasis teismas αναστέλλει την εκτέλεση της διατάξεως του Lietuvos apeliacinis teismas της 15/3/2007.

    21/3/2008

     

    Το Klaipėdos apygardos teismas απορρίπτει και πάλι τις αιτήσεις και του γενικού εισαγγελέα περί επαναλήψεως της διαδικασίας.






    Ημερομηνία

    Γερμανία

    Λιθουανία

    30/4/2008

     

    Το Lietuvos apeliacinis teismas επιβεβαιώνει την απόρριψη των αιτήσεων περί επαναλήψεως της διαδικασίας. Το Lietuvos      Aukščiausiasis      teismas αποφασίζει να υποβάλει έξι προδικαστικά ερωτήματα στο πλαίσιο εκδικάσεως της αναιρέσεως κατά της αποφάσεως της 14/9/2007      

    14/5/2008

     

    Περιέρχονται στο Δικαστήριο τα προδικαστικά ερωτήματα

    21/5/2008

     

    Το Lietuvos      Aukščiausiasis      teismas ζητεί την εφαρμογή της επείγουσας προδικαστικής διαδικασίας.

    26/5/2008

     

    Το Lietuvos Aukščiausiasis teismas κρίνει παραδεκτή την αίτηση αναιρέσεως της μητέρας κατά των αποφάσεων της 21/3 και 30/4/2008 και αναστέλλει την εκτέλεση της διατάξεως του Lietuvos apeliacinis teismas της 15/3/2007.

    4.        Κατά τη διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας υποβλήθηκαν τα προδικαστικά ερωτήματα, το Lietuvos Aukščiausiasis teismas της Λιθουανίας καλείται να αποφανθεί αν πρέπει να αναιρέσει την απόφαση του Lietuvos apeliacinis teismas της 14ης Σεπτεμβρίου 2007 που απέρριψε την αίτηση της μητέρας περί εκδόσεως αποφάσεως μη αναγνωρίσεως της αποφάσεως περί διαζυγίου, καθόσον δι’ αυτής ανατίθεται η επιμέλεια του τέκνου στον πατέρα και διατάσσεται η επιστροφή του στη Γερμανία.

    5.        Όσον αφορά την επιστροφή του τέκνου, το Lietuvos apeliacinis teismas είχε διαπιστώσει ότι, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 8, του κανονισμού, παρά την έκδοση αποφάσεως (5) περί μη επιστροφής η οποία εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 13 της Συμβάσεως της Χάγης, οποιαδήποτε μεταγενέστερη απόφαση διατάσσει την επιστροφή του τέκνου και έχει εκδοθεί από αρμόδιο δικαστήριο είναι εκτελεστή σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου III, σημείο 4. Δυνάμει του άρθρου 42, παράγραφος 1, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα αυτό, μία τέτοια μεταγενέστερη απόφαση αναγνωρίζεται και μπορεί να εκτελεστεί σε άλλο κράτος μέλος χωρίς να απαιτείται κήρυξη εκτελεστότητας και χωρίς να μπορεί να προσβληθεί η αναγνώριση, εφόσον είναι εκτελεστή και έχει σχετικώς εκδοθεί πιστοποιητικό στο κράτος προέλευσης. Το Amtsgericht Oranienburg εξέδωσε ένα τέτοιο πιστοποιητικό, διαπιστώνοντας ότι συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις εκδόσεώς του. Δεδομένου ότι έπρεπε να εκτελεστεί αμέσως μία τέτοια απόφαση, χωρίς ειδική διαδικασία περιαφής εκτελεστηρίου τύπου, το αίτημα περί μη αναγνωρίσεώς της είναι απαράδεκτο.

    6.        Το Lietuvos apeliacinis teismas υπενθύμισε, επίσης, ότι στις 15 Μαρτίου 2007, είχε διατάξει την επιστροφή του τέκνου, στηριζόμενο στον κανονισμό και στη σύμβαση. Συνεπώς, η απόφαση που εξέδωσε στις 20 Ιουνίου 2007 το Amtsgericht Oranienburg έπρεπε να εκτελεσθεί απευθείας, κατά τις διατάξεις του κεφαλαίου III, τμήμα 4, του κανονισμού, χωρίς ειδική διαδικασία περιαφής εκτελεστηρίου τύπου. Το Lietuvos apeliacinis teismas απέρριψε το επιχείρημα κατά το οποίο από το άρθρο 11, παράγραφος 8, του κανονισμού προέκυπτε ότι δεν πρέπει να εφαρμοστεί η απόφαση περί επιστροφής του τέκνου, ελλείψει διαδικασίας αναγνωρίσεως της δικαστικής αποφάσεως, παρά μόνο στην περίπτωση που έχει εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 13 της Συμβάσεως απόφαση περί μη επιστροφής. Κατά το Lietuvos apeliacinis teismas, από τη φράση «ανεξάρτητα από απόφαση για τη μη επιστροφή» προκύπτει ότι, ακόμα και στην περίπτωση υπάρξεως τέτοιας αποφάσεως, είναι δυνατή η βάσει του κανονισμού επιστροφή του τέκνου, χωρίς εφαρμογή της διαδικασίας αναγνωρίσεως της δικαστικής αποφάσεως. Σε περίπτωση που έχει ήδη εκδοθεί δυνάμει της Συμβάσεως απόφαση περί επιστροφής, αυτή πρέπει να εκτελεσθεί παραλλήλως προς την ανάλογη απόφαση, την εκδοθείσα δυνάμει του κανονισμού, χωρίς προηγούμενη διαδικασία αναγνωρίσεως (άρθρο 42, παράγραφος 1, του κανονισμού).

    7.        Προκειμένου περί της επιμέλειας του τέκνου, το Lietuvos apeliacinis teismas έκρινε ότι, ελλείψει αιτήσεως αναγνωρίσεως αυτού του κεφαλαίου της αποφάσεως, δεν μπορεί να εξεταστεί το αίτημα περί μη αναγνωρίσεως.

    8.        Κατά την εκδίκαση της αιτήσεως αναιρέσεως, ανέκυψαν ενώπιον του Lietuvos Aukščiausiasis teismas ορισμένα ερμηνευτικά ζητήματα.

    9.        Πρώτον, το άρθρο 21, παράγραφος 3, του κανονισμού προβλέπει ότι κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει την έκδοση αποφάσεως για την αναγνώριση ή τη μη αναγνώριση. Κατά το άρθρο 31, παράγραφος 1, το πρόσωπο κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση δεν έχει δικαίωμα υποβολής παρατηρήσεων στο στάδιο αυτό της διαδικασίας. Εν προκειμένω, την αίτηση περί μη αναγνωρίσεως την υπέβαλε το πρόσωπο κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση, ενώ ο έτερος διάδικος δεν υπέβαλε αίτηση αναγνωρίσεως. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, το πρόσωπο κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση μπορεί να ζητήσει τη μη αναγνώρισή της και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ποια είναι η έννοια του άρθρου 31, παράγραφος 1;

    10.      Στη συνέχεια, κατά το άρθρο 40, παράγραφος 2, του κανονισμού, οι διατάξεις του τμήματος 4 δεν εμποδίζουν ένα δικαιούχο γονικής μέριμνας να επικαλεσθεί την αναγνώριση και την εκτέλεση μιας αποφάσεως. Εν προκειμένω, η μητέρα υπέβαλε στο Lietuvos apeliacinis teismas αίτηση περί μη αναγνωρίσεως. Επιτρέπεται η υποβολή μιας τέτοιας αιτήσεως; Και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το επιληφθέν δικαστήριο οφείλει να εξετάσει τους λόγους της μη αναγνωρίσεως βάσει του άρθρου 23 του κανονισμού; Ποια είναι η έννοια της προϋποθέσεως του άρθρου 21, παράγραφος 3, κατά την οποία η δυνατότητα να ζητηθεί η έκδοση αποφάσεως περί αναγνωρίσεως ή μη αναγνωρίσεως υφίσταται υπό την επιφύλαξη του τμήματος 4, το οποίο ρυθμίζει την εκτέλεση ορισμένων αποφάσεων με τις οποίες διατάσσεται η επιστροφή ενός τέκνου;

    11.      Καίτοι ο κανονισμός δεν καθορίζει απευθείας το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να εξετάσει το ζήτημα της επιστροφής του τέκνου, εντούτοις το άρθρο 11, παράγραφος 6, αυτού ορίζει ότι, σε περίπτωση που δικαστήριο εκδίδει απόφαση περί μη επιστροφής δυνάμει του άρθρου 13 της Συμβάσεως, οφείλει να διαβιβάσει αντίγραφο στο αρμόδιο δικαστήριο του κράτους μέλους εντός του οποίου το τέκνο είχε τη συνήθη διαμονή του πριν από την παράνομη μη επιστροφή. Επομένως, στην παρούσα υπόθεση, το γερμανικό δικαστήριο θα είχε δικαίωμα να αποφανθεί επί του ζητήματος της επιστροφής του τέκνου μόνον εφόσον το λιθουανικό δικαστήριο αποφάσιζε τη μη επιστροφή του τέκνου. Αν, επομένως, το γερμανικό δικαστήριο διέτασσε την επιστροφή του και εξέδιδε σχετικό πιστοποιητικό, η απόφαση αυτή θα ήταν απευθείας αναγνωρισμένη και εκτελεστή στη Λιθουανία, χωρίς ειδική διαδικασία περιαφής εκτελεστηρίου τύπου (άρθρα 11, παράγραφος 8, και 42 του κανονισμού). Εφόσον, όμως, το Lietuvos apeliacinis teismas έχει ήδη διατάξει την επιστροφή του τέκνου, είχε το γερμανικό δικαστήριο αρμοδιότητα να εξετάσει το ζήτημα αυτό δυνάμει του άρθρου 11 και να εκδώσει σχετικό πιστοποιητικό δυνάμει του άρθρου 42; Η έκδοση της αποφάσεως της διατάσσουσας την επιστροφή και η έκδοση του πιστοποιητικού συμφωνούν προς τους σκοπούς και τις διαδικασίες του κανονισμού;

    12.      Τέλος, δυνάμει του άρθρου 24 του κανονισμού, ένα λιθουανικό δικαστήριο δεν μπορεί να ελέγξει τη δικαιοδοσία ενός γερμανικού δικαστηρίου ούτε να εξετάσει αν η δικαιοδοσία αυτή αντίκειται στη δημόσια τάξη. Εντούτοις, το επιλαμβανόμενο της αιτήσεως περί μη αναγνωρίσεως δικαστήριο, αφού ελέγξει τους λόγους μη αναγνωρίσεως που προβλέπει το άρθρο 23 του κανονισμού, οφείλει να εκδώσει απόφαση. Αν δεν διαπιστώσει την ύπαρξη λόγων περί μη αναγνωρίσεως, πρέπει να αναγνωρίσει τη γερμανική απόφαση. Στην περίπτωση αυτή, θα είναι εκτελεστές στη Λιθουανία δύο αποφάσεις διατάσσουσες την επιστροφή του τέκνου –η απόφαση του γερμανικού δικαστηρίου και η απόφαση του Lietuvos apeliacinis teismas. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει το επιληφθέν του αιτήματος περί μη αναγνωρίσεως δικαστήριο να αναγνωρίσει την απόφαση που διατάσσει την επιστροφή του τέκνου ακόμα και αν το δικαστήριο του κράτους μέλους προελεύσεως δεν τήρησε μία από τις διαδικασίες που προβλέπει ο κανονισμός;

    13.      Κατά συνέπεια, το Lietuvos Aukščiausiasis teismas υποβάλλει τα ακόλουθα ερωτήματα:

    «1)      Μπορεί ο κατά την έννοια του άρθρου 21 του κανονισμού […] ενδιαφερόμενος να ζητήσει την έκδοση αποφάσεως περί μη αναγνωρίσεως δικαστικής αποφάσεως σε περίπτωση μη υποβολής αιτήσεως για την αναγνώριση της αποφάσεως αυτής;

    2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, πώς πρέπει να εφαρμόσει το εθνικό δικαστήριο, στο πλαίσιο της εξετάσεως της αιτήσεως περί μη αναγνωρίσεως της αποφάσεως την οποία του έχει υποβάλει το πρόσωπο κατά του οποίου είναι εκτελεστή η απόφαση, το άρθρο 31, παράγραφος 1, του κανονισμού […], κατά το οποίο “[…] ούτε το πρόσωπο κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση ούτε το παιδί έχουν, στο στάδιο αυτό της διαδικασίας, δικαίωμα υποβολής παρατηρήσεων”;

    3)      Πρέπει το εθνικό δικαστήριο ενώπιον του οποίου έχει καταθέσει ο δικαιούχος γονικής μέριμνας αίτηση περί μη αναγνωρίσεως της αποφάσεως του δικαστηρίου του κράτους μέλους προελεύσεως, η οποία διατάσσει την επιστροφή του παιδιού το οποίο διαμένει μαζί του στο κράτος εκδόσεως, και η οποία συνοδεύεται από το πιστοποιητικό του άρθρου 42 του κανονισμού […], να εξετάσει την εν λόγω αίτηση βάσει των διατάξεων του κεφαλαίου ΙΙΙ, τμήματα 1 και 2, του κανονισμού […], όπως προβλέπεται στο άρθρο 40, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού;

    4)      Ποια είναι η σημασία της κατά το άρθρο 21, παράγραφος 3, του κανονισμού […] προϋποθέσεως “υπό την επιφύλαξη του τμήματος 4”;

    5)      Συνάδει προς τους σκοπούς και τις διαδικασίες που καθιερώνει ο κανονισμός […] η έκδοση αποφάσεως επιστροφής του παιδιού και η χορήγηση του πιστοποιητικού του άρθρου 42 του κανονισμού […] από το δικαστήριο του κράτους μέλους προελεύσεως, όταν το δικαστήριο του κράτους μέλους όπου κατακρατείται παρανόμως το παιδί έχει εκδώσει απόφαση περί επιστροφής του στο κράτος προελεύσεως;

    6)      Το ότι το άρθρο 24 του κανονισμού […] απαγορεύει να ελέγχεται η δικαιοδοσία του δικαστηρίου προελεύσεως σημαίνει ότι το εθνικό δικαστήριο ενώπιον του οποίου υποβλήθηκε αίτηση περί αναγνωρίσεως ή μη της αποφάσεως αλλοδαπού δικαστηρίου, το οποίο δεν μπορεί να ελέγξει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου του κράτους μέλους προελεύσεως και το οποίο δεν διαπίστωσε τη συνδρομή άλλων λόγων μη αναγνωρίσεως των αποφάσεων που απαριθμούνται στο άρθρο 23 του κανονισμού […], οφείλει να αναγνωρίσει την απόφαση επιστροφής του παιδιού την οποία εξέδωσε το δικαστήριο του κράτους μέλους προελεύσεως, στην περίπτωση που το δικαστήριο του κράτους μέλους προελεύσεως δεν τήρησε τη διαδικασία που θεσπίζει ο κανονισμός για να αποφανθεί επί του ζητήματος της επιστροφής του παιδιού;»

    14.      Δεδομένου ότι το Δικαστήριο αποφάσισε να εκδικάσει την υπόθεση κατά την επείγουσα προδικαστική διαδικασία του άρθρου 104β του Κανονισμού του Διαδικασίας, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η μητέρα, ο πατέρας, η Λιθουανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, μόνοι δυνάμενοι να μετάσχουν στο στάδιο αυτό της διαδικασίας. Οι ίδιοι διάδικοι, καθώς και οι Κυβερνήσεις της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Λετονίας, των Κάτω Χωρών και του Ηνωμένου Βασιλείου, έλαβαν μέρος στην προφορική διαδικασία που διεξήχθη στις 26 και 27 Ιουνίου 2008.

     Ανάλυση

     Σκοποί και αρχές της Συμβάσεως και του κανονισμού

    15.      Η έκθεση Pérez-Vera επί της Συμβάσεως συνοψίζει τους κατά το άρθρο 1 αυτής σκοπούς της ως ακολούθως: «δεδομένου ότι ένα από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τις υπό εξέταση καταστάσεις είναι το ότι ο απαγωγέας ισχυρίζεται ότι η πράξη του θα νομιμοποιηθεί από τις αρμόδιες αρχές του κράτους στο οποίο κατέφυγε, ένα αποτελεσματικό μέσο αποτροπής του είναι να μην έχουν οι ενέργειές του αυτές καμία πρακτική και νομική συνέπεια. Προς τούτο, η Σύμβαση θέτει ως πρωταρχικό σκοπό της την αποκατάσταση του statu quo, μέσω της “άμεσης επιστροφής των παιδιών που μετακινήθηκαν ή κατακρατήθηκαν παράνομα σε ένα από τα συμβαλλόμενα κράτη”» (6).

    16.      Από το προοίμιο του κανονισμού και ιδίως από τη δέκατη έβδομη, την εικοστή πρώτη, την εικοστή τρίτη και την εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη, καθώς και από τις διατάξεις του άρθρου 11, προκύπτει ότι επιδιώκει την επίτευξη του ίδιου σκοπού διασφαλίζοντας, κατ’ αρχήν και πλην εξαιρετικών περιστάσεων, την ταχεία και αυτόματη επιστροφή του παιδιού στο κράτος μέλος από το οποίο μετακινήθηκε και όπου είχε τη συνήθη διαμονή του πριν από τη μετακίνησή του (7).

    17.      Επίσης, ιδίως από τη δωδέκατη και τη δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη, καθώς και από τις διατάξεις των άρθρων 8, 10 και 11, προκύπτει ότι σκοπός του κανονισμού είναι, επίσης, να αναθέσει στα δικαστήρια του ιδίου αυτού κράτους μέλους την αρμοδιότητα εξετάσεως και ρυθμίσεως, επί της ουσίας, των ζητημάτων επιμέλειας και επικοινωνίας και να διατηρήσει την αρμοδιότητα αυτή, επιβεβαιώνοντας τον ρόλο των δικαστηρίων του κράτους μέλους προς το οποίο μετακινήθηκε το παιδί, όσον αφορά το ζήτημα της επιστροφής του.

    18.      Μία από τις αρχές στις οποίες στηρίζεται ο κανονισμός είναι η αρχή της συνεργασίας και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ δικαστηρίων και αρχών των κρατών μελών, η οποία επιβάλλει την κατ’ αρχήν αναγνώριση και αυτόματη εκτέλεση των αποφάσεων των δικαστηρίων του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής του παιδιού (8) (βλ., ειδικότερα, δέκατη όγδοη, εικοστή πρώτη, εικοστή τρίτη και εικοστή πέμπτη αιτιολογική σκέψη, καθώς και άρθρα 21, 24, 26 και 42).

    19.      Η θεμελιώδης σημασία αυτής της αρχής υπογραμμίστηκε κατά την προφορική διαδικασία, όταν ο συνήγορος της μητέρας υπαινίχθηκε ότι τα λιθουανικά δικαστήρια θα μπορούσαν να εκτιμήσουν ότι δεν είναι δεδομένη η αντικειμενικότητα των γερμανικών δικαστηρίων προκειμένου περί διαφοράς μεταξύ ενός Γερμανού πατέρα και μιας Λιθουανής μητέρας. Είναι προφανές ότι άρνηση αναγνωρίσεως στηριζόμενη σε τέτοιου είδους αμφιβολίες (ασχέτως αν όντως επηρέασαν τα λιθουανικά δικαστήρια) θα εξουδετέρωνε ολόκληρο το σύστημα του κανονισμού. Θα ερχόταν, επίσης, σε πλήρη αντίθεση με τον σκοπό της δημιουργίας ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης τον οποίον ακριβώς επεδίωξαν τα κράτη μέλη συνάπτοντας τις συνθήκες.

    20.      Τέλος, η αναμφισβητήτως σημαντικότερη αρχή που διέπει τόσο τη Σύμβαση όσο και τον κανονισμό είναι η διασφάλιση του προέχοντος συμφέροντος του παιδιού (βλ., ιδίως, προοίμιο της Συμβάσεως, καθώς και δωδέκατη και δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη, όπως και άρθρα 12, 15 και 23, του κανονισμού· βλ., επίσης, άρθρο 3 της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα του παιδιού (9), καθώς και άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (10)).

    21.      Η αρχή αυτή προβλήθηκε μετ’ επιτάσεως κατά την προφορική διαδικασία, εκθύμως δε συμμερίζομαι την άποψη ότι, σε κάθε περίπτωση, προέχει το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού.

    22.      Εντούτοις, θα ήθελα να μετριάσω κατά τι την αρχή αυτή, όσον αφορά ειδικότερα την επιστροφή του παιδιού στο κράτος μέλος της συνήθους διαμονής του. Αναμφισβητήτως, τόσο η Σύμβαση όσο και ο κανονισμός στηρίζονται στην αρχή ότι, σε περίπτωση παράνομης μετακινήσεως ή μη επιστροφής του παιδιού, το υπέρτερο συμφέρον του επιβάλλει σε όλες τις περιπτώσεις την επιστροφή του, υπό την επιφύλαξη μόνον ορισμένων ειδικών περιστάσεων που περιγράφονται στα άρθρα 13 και 20 της Συμβάσεως (σε συνδυασμό, όσον αφορά το άρθρο 13, στοιχείο β΄, με το άρθρο 11, παράγραφος 4, του κανονισμού). Θεωρώ τη ρύθμιση αυτή απολύτως συνεπή και, μάλιστα, αναγκαία. Ασφαλώς, δεν θα μπορούσε να εξυπηρετεί το συμφέρον του παιδιού η μετακίνησή του, από έναν των γονέων του, από κράτος μέλος σε κράτος μέλος προς αναζήτηση δικαστηρίου που, κατά την άποψη του γονέα αυτού, θα αναγνώριζε ευχερέστερα τις διεκδικήσεις του. Πρέπει να προσθέσω ότι η επιστροφή του παιδιού στο κράτος μέλος της συνήθους διαμονής του δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε την επιστροφή του στον γονέα από τον οποίον αποσπάστηκε και τον χωρισμό του από τον γονέα ο οποίος το απήγαγε. Τα ζητήματα αυτά είναι διαφορετικά και πρέπει να επιλύονται από το αρμόδιο δικαστήριο λαμβανομένων υπόψη όλων των συναισθηματικών, ψυχολογικών και ουσιαστικών στοιχείων της καταστάσεως, με προεξάρχον κριτήριο το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού.

    23.      Κατά συνέπεια, φρονώ ότι οι διατάξεις του κανονισμού πρέπει να ερμηνευθούν υπό το πρίσμα αυτών των σκοπών.

    24.      Πάντως, όσον αφορά την παρούσα υπόθεση επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ουδόλως επιτεύχθηκε ο βασικός σκοπός της μη δημιουργίας ουδενός πρακτικού ή νομικού αποτελέσματος από την ενέργεια του γονέα που το απήγαγε.

    25.      Καίτοι δεν είναι δυνατόν, με βάση τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, να προσδιορισθούν με ακρίβεια και βεβαιότητα οι παράγοντες εκείνοι που συνέβαλαν στη διαμόρφωση αυτής της καταστάσεως, εντούτοις, διαφαίνεται ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν λειτούργησε κατά τον πλέον ιδεώδη τρόπο η μεταξύ δικαστηρίων και κεντρικών αρχών συνεργασία στην οποία σκοπεύει τόσο η Σύμβαση όσο και ο κανονισμός. Καθίσταται, επίσης, σαφές με την πάροδο του χρόνου ότι το επιδιωκόμενο από τη Σύμβαση και τον κανονισμό αποτέλεσμα δεν θα συναντούσε τα ίδια εμπόδια αν ο πατέρας προσέφευγε απευθείας στο Amtsgericht Oranienburg ευθύς μετά την έκδοση της αποφάσεως του Klaipėdos apygardos teismas περί μη επιστροφής (11).

    26.      Εν πάση περιπτώσει, νομίζω ότι πριν δοθεί απάντηση σε ερωτήματα του Lietuvos Aukščiausiasis teismas θα ήταν χρήσιμο να αναλυθεί η εξέλιξη της διαδικασίας με κριτήριο τις σχετικές διατάξεις της Συμβάσεως και του κανονισμού.

     Η εξέλιξη της διαδικασίας εξεταζόμενη υπό το πρίσμα των σχετικών διατάξεων

    27.      Πρώτον, είναι βέβαιο και αναμφισβήτητο ότι τα γερμανικά δικαστήρια είχαν διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθούν της αγωγής διαζυγίου, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού, καθόσον κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής συνέτρεχαν όλες οι προβλεπόμενες από τις διατάξεις αυτές προϋποθέσεις κατοικίας.

    28.      Δεύτερον, δεν αμφισβητείται ότι συντρέχει πράγματι «παράνομη μη επιστροφή» του παιδιού, κατά την έννοια της Συμβάσεως (άρθρο 3) και του κανονισμού (άρθρο 2, σημείο 11). Όταν η μητέρα δήλωσε την πρόθεσή της να μην επανακάμψει στη Γερμανία με το παιδί, την επιμέλεια του τέκνου ασκούσαν από κοινού οι δύο γονείς, δυνάμει του γερμανικού δικαίου, ο δε πατέρας είχε συναινέσει για τη μετάβασή του, για περίοδο δύο εβδομάδων, στη Λιθουανία.

    29.      Επομένως, εφόσον δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 10 του κανονισμού για τη μεταβίβαση διεθνούς δικαιοδοσίας, εξακολουθούσαν να διατηρούν την κατά το άρθρο 8 δικαιοδοσία επιλύσεως των σχετικών με την άσκηση της γονικής μέριμνας διαφορών τα δικαστήρια του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής του παιδιού πριν από την παράνομη μη επιστροφή του, δηλαδή τα δικαστήρια της Γερμανίας. Βάσει μιας αυστηρής λογικής –την οποία επιβεβαιώνει το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού– τη δικαιοδοσία αυτή διατηρεί, ειδικότερα, το Δικαστήριο το οποίο είχε επιληφθεί της αγωγής διαζυγίου, δηλαδή το Amtsgericht Oranienburg.

    30.      Το παιδί έπρεπε να επιστρέψει στη Γερμανία στις 6 Αυγούστου 2006. Όταν η μητέρα του γνωστοποίησε την πρόθεσή της να παραμείνει στη Λιθουανία με το παιδί, ο πατέρας προσέφυγε, αρχικώς, στο αρμόδιο για ζητήματα γονικής μέριμνας δικαστήριο (το Amtsgericht Oranienburg), το οποίο, στις 14 Αυγούστου 2006, του ανέθεσε, προσωρινώς, την αποκλειστική επιμέλεια. Κατόπιν αναιρέσεως της μητέρας, το Branderburgisches Oberlandesgericht επιβεβαίωσε την ανάθεση της επιμέλειας με απόφαση της 11ης Οκτωβρίου 2006.

    31.      Πρέπει να τονισθεί, στο σημείο αυτό, ότι δυνάμει του άρθρου 21, παράγραφος 1, του κανονισμού, η προσωρινή αυτή ανάθεση της επιμέλειας έπρεπε να αναγνωρισθεί στη Λιθουανία «χωρίς καμιά διαδικασία» –αλλά ότι, δυνάμει της τρίτης παραγράφου του ιδίου άρθρου, ο πατέρας θα μπορούσε να ζητήσει την αναγνώριση ή η μητέρα να ζητήσει απόφαση περί μη αναγνωρίσεως, «σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει το τμήμα 2». Τέτοιες ενέργειες, πάντως, δεν έγιναν.

    32.      Ακολούθως, στις 30 Οκτωβρίου 2006, στηριζόμενος κυρίως στο άρθρο 12 της Συμβάσεως, ο πατέρας ζήτησε από το αρμόδιο λιθουανικό δικαστήριο (το Klaipėdos apygardos teismas) να διατάξει την επιστροφή του παιδιού. Επισημαίνω, σχετικώς, ότι μολονότι προέβη στην ενέργεια αυτή μετά την έκδοση και την επιβεβαίωση της αποφάσεως που του ανέθετε την οριστική επιμέλεια, μπορούσε να είχε προβεί στην ενέργεια αυτή από τη στιγμή που κατέστη γεγονός η μη επιστροφή του παιδιού.

    33.      Το επιληφθέν λιθουανικό δικαστήριο είχε, κατ’ αρχήν, υποχρέωση να διατάξει την επιστροφή του παιδιού, καθόσον δεν είχε ακόμα παρέλθει η ετήσια προθεσμία που προβλέπει το άρθρο 12 της Συμβάσεως. Όφειλε, επίσης, να εκδώσει την απόφασή του εντός έξι εβδομάδων από της καταθέσεως της σχετικής αιτήσεως (άρθρο 11, παράγραφος 3, του κανονισμού). Οι λόγοι για τους οποίους θα μπορούσε να αποφασίσει τη μη επιστροφή του παιδιού μπορούσαν να είναι μόνον εκείνοι που απαριθμεί το άρθρο 13 της Συμβάσεως, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 11, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού, καθώς και οι απαριθμούμενοι στο άρθρο 20 της Συμβάσεως.

    34.      Εν προκειμένω, το λιθουανικό δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του –περί μη επιστροφής– στις 22 Δεκεμβρίου 2006, δηλαδή λίγο περισσότερο από επτά εβδομάδες μετά την κατάθεση της σχετικής αιτήσεως (12).

    35.      Κατόπιν, το Δικαστήριο αυτό όφειλε, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 6, του κανονισμού, να διαβιβάσει αμέσως αντίγραφο της αποφάσεώς του και των συναφών εγγράφων στο αρμόδιο δικαστήριο ή στην αρμόδια κεντρική αρχή της Γερμανίας, ώστε να έγγραφα αυτά να περιέλθουν στο γερμανικό δικαστήριο εντός μηνός. Από τις διευκρινίσεις που παρασχέθηκαν κατά την προφορική διαδικασία προκύπτει ότι εκείνος που κοινοποίησε πρώτος την απόφαση στη γερμανική κεντρική αρχή ήταν ο συνήγορος του πατέρα, ενώ ακολούθως απεστάλη μετάφραση από τη λιθουανική κεντρική αρχή.

    36.      Στη συνέχεια, κατόπιν αιτήσεως του πατέρα, το Amtsgericht Oranienburg θα μπορούσε, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 8, του κανονισμού να διατάξει την επιστροφή του παιδιού. Η απόφαση αυτή του Δικαστηρίου θα περάτωνε τη διαφορά. Αν, κατόπιν εξετάσεως του ζητήματος της επιμέλειας σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 7, είχε διατάξει την επιστροφή και είχε επιβεβαιώσει την απόφασή του σύμφωνα με το άρθρο 42 του κανονισμού, η απόφασή του αυτή θα ήταν εκτελεστή στη Λιθουανία υπό τους όρους που προβλέπουν τα άρθρα 42 έως 45.

    37.      Εντούτοις, αντί να κάνει χρήση αυτής της δυνατότητας, ο πατέρας άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως περί μη επιστροφής ενώπιον του Lietuvos apeliacinis teismas, το οποίο, στις 15 Μαρτίου 2007, εξαφάνισε την απόφαση και διέταξε την επιστροφή του παιδιού εντός μηνός (13).

    38.      Η τελευταία αυτή διάταξη έπρεπε, προφανώς, να εκτελεσθεί εντός της ταχθείσας προθεσμίας, διότι, όπως προκύπτει από την απόφαση του Lietuvos Aukščiausiasis teismas της 7ης Ιανουαρίου 2008, το άρθρο 2, παράγραφος 6, του λιθουανικού νόμου περί εκτελέσεως του κανονισμού αποκλείει ρητώς την άσκηση αναιρέσεως. Άλλωστε, η άμεση εκτέλεσή της θα ήταν σύμφωνη προς τους θεμελιώδεις σκοπούς της Συμβάσεως και του κανονισμού.

    39.      Εντούτοις, κατόπιν αιτήσεως επαναλήψεως της διαδικασίας που υπέβαλε η μητέρα και των δικονομικών παρατυπιών που ακολούθησαν, τίποτε εκ των ανωτέρω δεν έγινε και δεν έχει γίνει ως σήμερα. Αντιθέτως, ανεστάλη πολλές φορές η εκτέλεση της αποφάσεως του Lietuvos apeliacinis teismas, ακόμα και με απόφαση του Lietuvos Aukščiausiasis teismas –παρά το γεγονός, μάλιστα, ότι το ίδιο αυτό δικαιοδοτικό όργανο (14) είχε κρίνει, με την απόφασή του με την οποία επέτρεψε την επανάληψη της διαδικασίας, ότι τέτοιου είδους αναστολή αποκλείεται.

    40.      Μολονότι η εκτέλεση αποφάσεως δικαστηρίου κράτους μέλους εντός του εδάφους του κράτους αυτού αποτελεί ζήτημα εσωτερικού δικαίου, δεν μπορεί, στο στάδιο αυτό της διαδικασίας, να αποκλεισθεί ότι η κατάσταση που προκύπτει από τις διαδοχικές αυτές αναστολές –το γεγονός δηλαδή ότι δύο περίπου έτη μετά τη μη επιστροφή και πλέον των 15 μηνών μετά την έκδοση της αποφάσεως της διατάσσουσας την επιστροφή του, το παιδί δεν έχει ακόμα επιστρέψει στη Γερμανία– είναι εντελώς ασύμβατη με τους θεμελιώδεις σκοπούς της Συμβάσεως και του κανονισμού.

    41.      Έρχομαι τώρα στην απόφαση του Amtsgericht Oranienburg της 20ής Ιουνίου 2007, με την οποία εκδόθηκε το διαζύγιο, ανατέθηκε η οριστική επιμέλεια στον πατέρα και διατάχθηκε (και πάλι) η επιστροφή του παιδιού (απόφαση επιβεβαιωθείσα στις 17 Φεβρουαρίου 2008 από το Branderburgisches Oberlandesgericht). Για την απόφαση αυτή εκδόθηκε πιστοποιητικό σύμφωνα με το άρθρο 42 του κανονισμού, γεγονός που συνεπάγεται ότι η απόφαση περί επιστροφής «αναγνωρίζεται και μπορεί να εκτελεστεί» στη Λιθουανία «χωρίς να απαιτείται κήρυξη εκτελεστότητας και χωρίς να μπορεί να προσβληθεί η αναγνώριση».

    42.      Διαπιστώνω ότι το πιστοποιητικό που εκδόθηκε για την απόφαση αυτή χρησιμοποιεί το προβλεπόμενο έντυπο και περιέχει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, καθώς και ότι η ίδια η απόφαση επισημαίνει, σύμφωνα με το άρθρο 42, παράγραφος 2, του κανονισμού, α) ότι, λόγω της ηλικίας του, δεν κρίθηκε αναγκαία η εξέταση του παιδιού, β) ότι οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα να διατυπώσουν τις απόψεις τους (η μητέρα δεν παρέστη αυτοπροσώπως, αλλά εκπροσωπήθηκε (15)) και γ) ότι οι λόγοι περί μη επιστροφής που έλαβε υπόψη του το Klaipėdos apygardos teismas προκειμένου να εκδώσει την απόφασή του περί μη επιστροφής (διάταξη της 22ας Δεκεμβρίου 2006, εν τω μεταξύ εξαφανισθείσα υπό την επιφύλαξη επαναλήψεως της διαδικασίας) εξετάσθηκαν και απορρίφθηκαν. Επομένως, μολονότι δεν τηρήθηκε λεπτομερώς η προβλεπόμενη από το άρθρο 11, παράγραφος 6, του κανονισμού διαδικασία διαβιβάσεως επιτεύχθηκε ο επιδιωκόμενος με τη διαδικασία αυτή σκοπός, προκύπτει δε σαφώς από την απόφαση του Amtsgericht Oranienburg της 20ής Ιουνίου 2007 και από την απόφαση του Branderburgisches Oberlandesgericht της 20ής Φεβρουαρίου 2008 με την οποία απορρίφθηκε η αναίρεση της μητέρας, ότι τα δύο αυτά δικαιοδοτικά όργανα αποφάνθηκαν έχοντας πλήρη γνώση της υποθέσεως.

    43.      Το καθεστώς αυτής της αποφάσεως και του πιστοποιητικού που τη συνοδεύει δημιουργεί, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του κανονισμού, απορίες στο αιτούν δικαστήριο, τις οποίες εκθέτει στο πέμπτο ερώτημά του. Φρονώ ότι θα ήταν χρήσιμο να εξετασθεί το ζήτημα αυτό πρώτο, καθόσον είναι κατά τη γνώμη μου το κυριότερο και από την απάντηση σ’ αυτό εξαρτάται η απάντηση που θα δοθεί σε πολλά άλλα ερωτήματα.

     Το πέμπτο ερώτημα

    44.      Με το ερώτημα αυτό, το Lietuvos Aukščiausiasis teismas ζητεί ουσιαστικώς να διευκρινιστεί αν, υπό τις δικονομικές περιστάσεις της παρούσας υποθέσεως, το γερμανικό δικαστήριο είχε δικαίωμα βάσει του κανονισμού να διατάξει την επιστροφή του παιδιού και να εκδώσει το προβλεπόμενο στο άρθρο 42 πιστοποιητικό.

    45.      Νομίζω ότι τα δύο ζητήματα πρέπει να εξεταστούν χωριστά: έκδοση διατάξεως περί επιστροφής και πιστοποίηση της διατάξεως αυτής.

     Διάταξη περί επιστροφής

    46.      Όσον αφορά τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής να διατάξει την επιστροφή του παιδιού, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ δύο δυνατών βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας: του άρθρου 8 του κανονισμού (σε συνδυασμό με το άρθρο 10 και, ενδεχομένως, το άρθρο 12, παράγραφος 1) και του άρθρου 11 του κανονισμού, ιδίως της παραγράφου 8 αυτού (σε συνδυασμό με τις διατάξεις της Συμβάσεως).

    47.      Κατά την προφορική διαδικασία προέκυψε ότι τα κράτη μέλη και η Επιτροπή εξέφρασαν πολύ διαφορετικές, ή ακόμα και διαμετρικά αντίθετες, απόψεις ως προς την έννοια αυτών των διατάξεων. Αφενός, υποστηρίχθηκε η ερμηνεία κατά την οποία, αρχικώς, μόνον τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το παιδί έχουν διεθνή δικαιοδοσία, στο πλαίσιο της Συμβάσεως και του άρθρου 11 του κανονισμού, προκειμένου να διατάξουν την επιστροφή του, και ότι τα δικαστήρια του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής έχουν μια τέτοια δικαιοδοσία μόνον εφόσον και αφότου εκδοθεί οριστική και εκτελεστή απόφαση περί μη επιστροφής εκ μέρους δικαστηρίου του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το παιδί. Αφετέρου, ότι τα δικαστήρια του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής έχουν επίσης, και ανά πάσα στιγμή, διεθνή δικαιοδοσία να διατάξουν την επιστροφή του παιδιού είτε δυνάμει του άρθρου 8 του κανονισμού (σε συνδυασμό με το άρθρο 10) είτε στο πλαίσιο της Συμβάσεως και του άρθρου 11 του κανονισμού (16).

    48.      Λαμβανομένων υπόψη των διαφορετικών αυτών ερμηνειών θεωρώ ουσιώδες να αποφανθεί με ιδιαίτερη σαφήνεια το Δικαστήριο επί των διατάξεων αυτών του κανονισμού.

    49.      Όσον αφορά τη δική μου γνώμη, επιθυμώ εξ αρχής να αποκλείσω την περίπτωση να έχουν τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το παιδί αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία μέχρις ότου να εκδώσουν απόφαση περί μη επιστροφής.

    50.      Βεβαίως, το άρθρο 12 της Συμβάσεως ορίζει ότι αυτά τα δικαστήρια θα επιληφθούν αιτήματος με αντικείμενο την έκδοση διατάξεως περί επιστροφής, είναι δε λογικότερη η προσφυγή αρχικώς στα δικαστήρια αυτά, καθόσον η απόφασή τους δεν χρειάζεται να περιβληθεί τον εκτελεστήριο τύπο προκειμένου να καταστεί εκτελεστή. Είναι επίσης αληθές ότι από το άρθρο 11 του κανονισμού συνάγεται μάλλον ότι αναφέρεται πρώτα σε απόφαση εκδοθείσα στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται το παιδί.

    51.      Εντούτοις, υπενθυμίζω ότι η Σύμβαση δεν περιέχει κανένα κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας και επισημαίνω ότι καμία διάταξη του κανονισμού δεν προβλέπει ρητώς ότι διεθνή δικαιοδοσία να διατάξουν την επιστροφή του παιδιού έχουν μόνον τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται. Δηλαδή, μία τέτοια διεθνής δικαιοδοσία δεν αμφισβητείται, χωρίς, όμως, από κανένα στοιχείο να προκύπτει ότι είναι αποκλειστική.

    52.      Εξάλλου, η γενική αρμοδιότητα επί ζητημάτων γονικής μέριμνας περιλαμβάνει αναμφισβητήτως την αρμοδιότητα να διαταχθεί η επιστροφή απαχθέντος παιδιού.

    53.      Πράγματι, κατά το άρθρο 2, σημείο 7, του κανονισμού, η γονική μέριμνα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα επιμέλειας και, κατά το σημείο 9 του ιδίου άρθρου, το δικαίωμα επιμέλειας περιλαμβάνει, ειδικότερα, το δικαίωμα επιλογής του τόπου κατοικίας του παιδιού. Το τμήμα 2 του κεφαλαίου ΙΙ φέρει τον τίτλο «Γονική μέριμνα» και περιλαμβάνει το άρθρο 11, υπό τον τίτλο «Επιστροφή του παιδιού». Επιπλέον, δεδομένου ότι το άρθρο 10, στοιχείο β΄, σημείο iv, αναφέρεται σε «απόφαση για επιμέλεια που δεν συνεπάγεται την επιστροφή του παιδιού» εκδοθείσα από «τα δικαστήρια του κράτους μέλους στα οποία το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτησή του» (17), προκύπτει ότι τα δικαστήρια αυτά μπορούν επίσης να εκδώσουν απόφαση περί επιμέλειας συνεπαγόμενη την επιστροφή. Τέλος, αν δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία, δυνάμει του άρθρου 8 ή του άρθρου 12 του κανονισμού, να επιλαμβάνεται παντός ζητήματος σχετικού με τη γονική μέριμνα και, κατά συνέπεια, την επιμέλεια (σε συνδυασμό, ενδεχομένως, με αίτημα εκδόσεως διαζυγίου), είναι αδιανόητο να μην περιλαμβάνει η δικαιοδοσία αυτή δυνατότητα ρυθμίσεων που να διασφαλίζουν ότι πράγματι το παιδί θα βρίσκεται μαζί με το πρόσωπο στο οποίο ανατέθηκε η επιμέλειά του. Η δυνατότητα αυτή συνεπάγεται, με τη σειρά της, τη δυνατότητα λήψεως παντός προσωρινού μέτρου που θα κριθεί αναγκαίο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Αν το αρμόδιο για τη γονική μέριμνα δικαστήριο δεν είχε τη δυνατότητα να διατάξει την επιστροφή του παιδιού θα εστερείτο παντελώς της δικαιοδοσίας να αποφανθεί επί της προσωρινής ή οριστικής επιμέλειάς του.

    54.      Καταλήγω, επομένως, στο συμπέρασμα ότι, αρχικώς, σε περίπτωση απαγωγής παιδιού, είναι δυνατό να ζητηθεί η έκδοση αποφάσεως διατάσσουσας την επιστροφή του είτε από το αρμόδιο δικαστήριο του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το παιδί είτε από το αρμόδιο δικαστήριο του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής του, ή ακόμα από το αρμόδιο δικαστήριο που επελήφθη αιτήσεως διαζυγίου, χωρισμού ή ακυρώσεως του γάμου, αν αυτό βρίσκεται σε τρίτο κράτος μέλος (18).

    55.      Αντιθέτως, τα αποτελέσματα της διατάξεως που θα εκδοθεί ενδέχεται να είναι διαφορετικά αναλόγως του δικαστηρίου που έχει επιλεγεί.

    56.      Αν η διάταξη συνεπάγεται την επιστροφή του παιδιού θα είναι, εξ ορισμού, εκτελεστή στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται το παιδί, καθόσον έχει εκδοθεί από δικαστήριο αυτού του κράτους. Αν έχει εκδοθεί από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους, θα είναι αναγνωρισμένη στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται το παιδί, δυνάμει του άρθρου 21, παράγραφος 1, του κανονισμού, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε διαδικασία (υπό την επιφύλαξη της δυνατότητας υποβολής αιτήματος περί μη αναγνωρίσεως, δυνάμει του άρθρου 21, παράγραφος 3, για έναν από τους λόγους που περιοριστικώς αναφέρονται στο άρθρο 23), η εκτέλεσή της, όμως, απαιτεί περιαφή εκτελεστηρίου τύπου, κατά τη διαδικασία που προβλέπουν οι διατάξεις του κεφαλαίου III, τμήμα 2, του κανονισμού (δηλαδή τα άρθρα 28 έως 36). Τούτο διότι οι μόνες αποφάσεις που είναι εκτελεστές σε άλλο κράτος μέλος χωρίς μια τέτοια διαδικασία είναι εκείνες που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 8, του κανονισμού (δηλαδή, μετά την έκδοση μιας πρώτης αποφάσεως περί μη επιστροφής κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 13 της Συμβάσεως) και έχουν πιστοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 42, παράγραφος 2, του κανονισμού.

    57.      Αν η διάταξη δεν συνεπάγεται την επιστροφή του παιδιού και αν έχει εκδοθεί από δικαστήριο κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο στο οποίο βρίσκεται το παιδί, δεν μπορεί, προφανώς, να επιδιωχθεί η αναγνώριση και εκτέλεσή της σε οποιοδήποτε κράτος, παραμένει, όμως, δυνατή η άσκηση κατά της αποφάσεως αυτής των μέσων παροχής ενδίκου προστασίας που προβλέπει η εθνική νομοθεσία.

    58.      Αν, αντιθέτως, διάταξη περί μη επιστροφής εκδοθεί από αρμόδιο δικαστήριο του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το παιδί, έχει εφαρμογή ο μηχανισμός του άρθρου 11, παράγραφοι 6 έως 8, του κανονισμού –κοινοποίηση της αποφάσεως στο αρμόδιο δικαστήριο του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής, κλήση των διαδίκων εκ μέρους του δικαστηρίου αυτού και έκδοση αποφάσεως διατάσσουσας την επιστροφή του παιδιού, αποφάσεως η οποία, σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος, θα είναι αυτομάτως εκτελεστή, χωρίς να χωρεί έναντι αυτής οποιοδήποτε ένδικο μέσον, εφόσον έχει πιστοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 42, παράγραφος 2.

    59.      Επομένως, το αρμόδιο δικαστήριο του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής του παιδιού έχει τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της διεθνούς δικαιοδοσίας που αντλεί ήδη από τα άρθρα 8, 10, και, ενδεχομένως, 12 του κανονισμού, να διατάξει την επιστροφή του παιδιού δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 8, εφόσον έχει εκδοθεί απόφαση περί μη επιστροφής κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 13 της Συμβάσεως. Στην περίπτωση αυτή, η απόφασή του δεν χρειάζεται να περιβληθεί εκτελεστήριο τύπο κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στο τμήμα 2, του κεφαλαίου III.

    60.      Εντούτοις, το ζήτημα που θέτει το αιτούν δικαστήριο προϋποθέτει την προηγούμενη ύπαρξη όχι αποφάσεως περί μη επιστροφής κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 13 της Συμβάσεως, αλλά διατάξεως περί επιστροφής δυνάμει του άρθρου 12 της Συμβάσεως, εκδοθείσας εκ μέρους αρμοδίου δικαστηρίου του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το παιδί. Μπορεί, σε μια τέτοια περίπτωση, επίσης το αρμόδιο δικαστήριο του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής να διατάξει την επιστροφή του παιδιού;

    61.      Ασφαλώς, ένα τέτοιο ζήτημα ανακύπτει μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις, όπως αυτές της παρούσας υποθέσεως. Είναι αυτονόητο ότι σε κάθε ευλόγως πιθανή περίπτωση, το παιδί θα επιστραφεί στο κράτος μέλος της συνήθους διαμονής του μετά την πρώτη διάταξη περί επιστροφής, για τον μείζονα λόγο ότι η ιδιαίτερα αυστηρή προθεσμία για την έκδοση της αποφάσεως δεν ευνοεί την άσκηση εφέσεως (19). Επομένως είναι απολύτως κατανοητό, όπως επισήμανε η Ολλανδική Κυβέρνηση κατά την προφορική διαδικασία, γιατί ο νομοθέτης δεν ρύθμισε ρητώς με τον κανονισμό την εντελώς ασυνήθιστη περίπτωση που εξετάζουμε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

    62.      Θα προσπαθήσω, παρά ταύτα, να συναγάγω από τις διατάξεις του κανονισμού, ερμηνευόμενες υπό πρίσμα των θεμελιωδών σκοπών που επιδιώκει, απάντηση στην κατάσταση αυτή.

    63.      Αρχικώς, μπορεί να ληφθεί υπόψη το άρθρο 19 του κανονισμού, το οποίο αφορά την εκκρεμοδικία. Κατά τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου αυτού, σε περίπτωση ασκήσεως αγωγών για θέματα γονικής μέριμνας ενός παιδιού, με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία, ενώπιον δικαστηρίων διαφόρων κρατών μελών, το δικαστήριο που επελήφθη δεύτερο αναστέλλει αυτεπαγγέλτως τη διαδικασία του μέχρι να διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο. Όταν διαπιστωθεί η δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο, το δικαστήριο που επελήφθη στη συνέχεια οφείλει να διαπιστώσει την έλλειψη δικαιοδοσίας του υπέρ αυτού του δικαστηρίου. Επομένως, υπό κανονικές συνθήκες, εφόσον στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται το παιδί βρίσκεται υπό εξέλιξη διαδικασία με αντικείμενο την έκδοση διατάξεως επιστροφής, το δικαστήριο του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής δεν μπορεί να εξετάσει το ίδιο αυτό ζήτημα. Αν τηρηθεί η προθεσμία των έξι εβδομάδων που επιβάλλει το άρθρο 11, παράγραφος 3, ουδόλως καθυστερεί κατ’ αυτόν τον τρόπο η διαδικασία επιστροφής, ενώ, αντιθέτως, η ταυτόχρονη διεξαγωγή δύο διαδικασιών με το ίδιο αντικείμενο θα μπορούσε να περιπλέξει την κατάσταση.

    64.      Πάντως, μόλις το δικαστήριο του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το παιδί εκδώσει την απόφασή του, δεν υπάρχει πλέον εκκρεμοδικία και, επομένως, το δικαστήριο του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής δεν κωλύεται να ασκήσει τη δικαιοδοσία του. Τη δικαιοδοσία αυτή επιβεβαιώνει ρητώς το άρθρο 11, παράγραφος 8, του κανονισμού, σε περίπτωση εκδόσεως μιας πρώτης αποφάσεως περί μη επιστροφής και δεν συντρέχει κανένας λόγος αποκλεισμού αυτής της δικαιοδοσίας (βάσει των άρθρων 8 και 10), στην περίπτωση εκδόσεως μιας πρώτης αποφάσεως διατάσσουσας την επιστροφή του παιδιού. Η μόνη διαφορά στην περίπτωση αυτή είναι ότι οι ειδικές διατάξεις του άρθρου 11, παράγραφος 8, δεν έχουν εφαρμογή και, στην πράξη, μια δεύτερη διάταξη περί επιστροφής θα ήταν, κατά κανόνα, περιττή.

    65.      Θέλω επίσης να προσθέσω, ότι κατά τη γνώμη μου, χωρίς να συντάσσομαι οπωσδήποτε με τη γνώμη της Επιτροπής κατά την οποία, σε περίπτωση που το δικαστήριο του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το παιδί δεν εκδώσει απόφαση εντός ορισμένης προθεσμίας, εκ των πραγμάτων διαμορφώνεται κατάσταση ως εάν είχε εκδοθεί απόφαση περί μη επιστροφής, δυνάμενη να προκαλέσει εφαρμογή του άρθρου 11, παράγραφος 8, ο κανόνας του άρθρου 19 περί εκκρεμοδικίας πρέπει να ερμηνευθεί υπό την προϋπόθεση της προθεσμίας των έξι εβδομάδων που επιβάλλει το άρθρο 11, παράγραφος 3, οποιαδήποτε δε υπέρβαση αυτής της προθεσμίας μπορεί επίσης να άρει το εμπόδιο ασκήσεως της δικαιοδοσίας, της απορρέουσας από τα άρθρα 8 και 10, του δικαστηρίου του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής.

    66.      Επομένως, συνοψίζοντας την ανάλυση αυτού του σκέλους του πέμπτου ερωτήματος, η έκδοση αποφάσεως περί επιστροφής του παιδιού εκ μέρους του δικαστηρίου του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής, μετά την εκ μέρους του δικαστηρίου του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το παιδί έκδοση αποφάσεως περί επιστροφής δεν είναι ασύμβατη με τους σκοπούς και τις διαδικασίες του κανονισμού.

     Πιστοποίηση της αποφάσεως

    67.      Το αιτούν δικαστήριο ερωτά, επίσης, αν, μετά την έκδοση αυτής της αποφάσεως, η χορήγηση του κατά το άρθρο 42 του κανονισμού πιστοποιητικού είναι σύμφωνη προς τους ως άνω σκοπούς και διαδικασίες.

    68.      Η απάντηση στο σκέλος αυτό του ερωτήματος είναι απλούστερη, τουλάχιστον θεωρητικώς. Το πιστοποιητικό αυτό σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χορηγηθεί αν η απόφαση δεν εκδόθηκε υπό τις περιστάσεις που ορίζει το άρθρο 11, παράγραφος 8, του κανονισμού (το άρθρο 42 αναφέρεται στο άρθρο 40, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, το οποίο, με τη σειρά του, παραπέμπει στο άρθρο 11, παράγραφος 8). Η έκδοση αποφάσεως περί επιστροφής υπό τις περιστάσεις αυτές προϋποθέτει απόφαση περί μη επιστροφής εκδοθείσα προηγουμένως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 13 της Συμβάσεως. Βεβαίως, μεμονωμένως εξεταζόμενη, η φράση «ανεξάρτητα από απόφαση για τη μη επιστροφή του παιδιού σύμφωνα με το άρθρο 13 της Σύμβασης» (η υπογράμμιση δική μου) θα μπορούσε να νοηθεί υπό την έννοια «είτε έχει εκδοθεί τέτοια απόφαση είτε όχι» (20). Εντούτοις, η συστηματική ερμηνεία των παραγράφων 6 έως 8 του άρθρου 11 αποκλείει μια τέτοια ερμηνεία. Εξάλλου, το κατά το άρθρο 42 πιστοποιητικό μπορεί να χορηγηθεί μόνον αν, μεταξύ άλλων, το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του λαμβάνοντας υπόψη τους λόγους και τα αποδεικτικά στοιχεία βάσει των οποίων εκδόθηκε η απόφαση κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 13 της Συμβάσεως (άρθρο 42, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄).

    69.      Επομένως, η χορήγηση του κατά το άρθρο 42 του κανονισμού πιστοποιητικού από το δικαστήριο του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής του παιδιού, αναφορικά με απόφαση περί επιστροφής που εκδόθηκε μεταγενέστερα από απόφαση του δικαστηρίου του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το παιδί, δεν είναι, κατ’ αρχήν, σύμφωνη προς τις διαδικασίες του κανονισμού.

     Δικαιοδοσία προς έκδοση του κατά το άρθρο 42 πιστοποιητικού στην παρούσα υπόθεση

    70.      Στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, πάντως, δεν γίνεται καμία μνεία σε στοιχείο της παρούσας υποθέσεως το οποίο πρέπει οπωσδήποτε να ληφθεί υπόψη προκειμένου να είναι πράγματι χρήσιμη η απάντηση που θα δοθεί στο αιτούν δικαστήριο.

    71.      Πράγματι, η απόφαση του Amtsgericht Oranienburg της 20ής Ιουνίου 2007, η οποία αμφισβητείται ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, εκδόθηκε, βεβαίως, μετά την εκ μέρους του Lietuvos apeliacinis teismas έκδοση, στις 15 Μαρτίου 2007, αποφάσεως διατάσσουσας επίσης την επιστροφή του παιδιού, αλλά και μετά την εκ μέρους του Klaipėdos apygardos teismas έκδοση, στις 22 Δεκεμβρίου 2006, αποφάσεως η οποία ήταν πράγματι «απόφαση για τη μη επιστροφή του παιδιού σύμφωνα με το άρθρο 13 της Σύμβασης», κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 8, του κανονισμού.

    72.      Μπορεί το στοιχείο αυτό να επηρεάσει το συμβατό με τον κανονισμό του πιστοποιητικού που εξέδωσε το Amtsgericht Oranienburg σχετικά με την απόφασή του; Είχε, δηλαδή, το Amtsgericht Oranienburg το δικαίωμα να κρίνει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφοι 6 έως 8;

    73.      Κατά την προφορική διαδικασία τα περισσότερα από τα κράτη μέλη που κατέθεσαν παρατηρήσεις υποστήριξαν ότι η απάντηση πρέπει να είναι αρνητική –καθόσον μόνο μία αμετάκλητη, εκτελεστή και περιβεβλημένη με την ισχύ του δεδικασμένου απόφαση περί μη επιστροφής θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την εφαρμογή αυτών των διατάξεων. Εν προκειμένω, όμως, η απόφαση του Klaipėdos apygardos teismas της 22ας Δεκεμβρίου 2006, δεν είχε απλώς αποτελέσει αντικείμενο εφέσεως, αλλά είχε επίσης εξαφανισθεί πριν από την έκδοση της αποφάσεως του Amtsgericht Oranienburg της 20ής Ιουνίου 2007. Επιπροσθέτως, δεν αμφισβητείται ότι η απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2006 ουδέποτε είχε καταστεί εκτελεστή.

    74.      Δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτή.

    75.      Στο άρθρο 11 τονίζεται ότι «το δικαστήριο εκδίδει την απόφασή του» (παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος), «ανεξάρτητα από απόφαση για τη μη επιστροφή του παιδιού σύμφωνα με το άρθρο 13 της Σύμβασης» (παράγραφος 8) (21). Αναφορικά με άλλες διατάξεις, όταν ο συντάκτης του κανονισμού θέλει να προσδιορίσει τον εκτελεστό χαρακτήρα μιας αποφάσεως, το ορίζει ρητώς (βλ., ιδίως, άρθρα 28, 36 και 44). Εν τούτοις, από κανένα στοιχείο του άρθρου 11 δεν προκύπτει ότι η απόφαση περί μη επιστροφής πρέπει να είναι εκτελεστή, ή ακόμα να εξακολουθεί να ισχύει, κατά τον χρόνο που το δικαστήριο του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής αποφαίνεται στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 8 (22).

    76.      Αντιθέτως, η διάταξη αυτή μάλλον αδιαφορεί ως προς τη μεταγενέστερη τύχη της αποφάσεως αυτής. Ούτε ρητώς ούτε σιωπηρώς αναφέρεται σε διαδικασία ασκήσεως μέσου παροχής ενδίκου προστασίας στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται το παιδί. Η παράγραφος 6 επιβάλλει στο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση την υποχρέωση να τη διαβιβάσει αμέσως, όπως και κάθε άλλο σχετικό έγγραφο στις αρχές του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής του παιδιού, ώστε να περιέλθει στο αρμόδιο δικαστήριο αυτού του κράτους εντός επιτακτικής προθεσμίας ενός μηνός από της εκδόσεως της αποφάσεως περί μη επιστροφής. Από της κοινοποιήσεως αυτής άρχεται, κατά την παράγραφο 7, μία νέα προθεσμία τριών μηνών εντός της οποίας οι διάδικοι πρέπει να καταθέσουν τις παρατηρήσεις τους προκειμένου να εξεταστεί, από το δικαστήριο του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής, το ζήτημα της επιμέλειας, ώστε να έχει έτσι το δικαστήριο αυτό τη δυνατότητα να διατάξει την επιστροφή του παιδιού κατά τον ρυθμιζόμενο στην παράγραφο 8 τρόπο, με την εκτελεστότητα που απορρέει από το άρθρο 42 στην περίπτωση που έχει εκδοθεί ένα τέτοιο πιστοποιητικό.

    77.      Ως αποτελούσες ένα ενιαίο σύνολο οι υποχρεώσεις αυτές και οι ενέργειες αρχίζουν αυτομάτως να ισχύουν από της εκδόσεως της αποφάσεως περί μη επιστροφής. Το μόνο στοιχείο που θα μπορούσε να διακόψει τη σειρά αυτή των ενεργειών είναι η μη κατάθεση παρατηρήσεων εκ μέρους των διαδίκων ενώπιον του δικαστηρίου του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής (παράγραφος 7, δεύτερο εδάφιο), πράγμα το οποίο ισοδυναμεί, στην πράξη, με παραίτηση του γονέα από τον οποίον απομακρύνθηκε το παιδί.

    78.      Αν, στη συνέχεια, η εκδοθείσα από το δικαστήριο του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το παιδί απόφαση περί μη επιστροφής εξαφανισθεί από ιεραρχικώς υπέρτερο δικαστήριο, ουδόλως τροποποιείται η κατάσταση ως προς τα κύρια στοιχεία αυτής, τα οποία είναι: α) η έκδοση μιας τέτοιας αποφάσεως· β) η συνεχιζόμενη μη επιστροφή του παιδιού· γ) η πάροδος χρόνου και δ) το δικαστήριο του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής εξακολουθεί να είναι το μόνο που έχει διεθνή δικαιοδοσία να αποφανθεί επί της επιμέλειας του παιδιού, απόφαση η οποία λογικώς συνεπάγεται την εξουσία να εξασφαλίσει την πραγματική παρουσία του παιδιού πλησίον του προσώπου στο οποίο αναθέτει την επιμέλεια, έστω και διά προσωρινού μέτρου.

    79.      Είναι απολύτως σύμφωνο προς τους σκοπούς και την όλη οικονομία του κανονισμού, όσον αφορά τις περιπτώσεις απαγωγής παιδιού, να ερμηνευθούν οι παράγραφοι 6 έως 8 του άρθρου 11 υπό την έννοια ότι εφαρμόζονται παρά την άσκηση οποιουδήποτε ένδικου μέσου κατά της αρχικής αποφάσεως περί μη επιστροφής στο κράτος μέλος στο οποίο αυτή εκδόθηκε. Σκοπός των ρυθμίσεων αυτών είναι να αναθέσει την τελική ευθύνη της αποφάσεως περί επιστροφής του παιδιού στο δικαστήριο εκείνο που έχει διεθνή δικαιοδοσία να αποφανθεί, είτε προσωρινώς είτε οριστικώς, επί της επιμέλειας (απόφαση η οποία λογικώς συνεπάγεται τη δυνατότητα του δικαστηρίου αυτού να διασφαλίσει την πραγματική παρουσία του παιδιού πλησίον του προσώπου στο οποίο αναθέτει την επιμέλεια), τούτο δε το συντομότερο δυνατόν, ώστε η οριστική απόφαση περί επιστροφής να ληφθεί το συντομότερο δυνατόν.

    80.      Η ερμηνεία αυτή δεν θίγει, επίσης, τα δικαιώματα ή τα δικονομικά συμφέροντα των διαδίκων. Ο γονέας που απήγαγε το τέκνο δεν θα έχει κανένα συμφέρον να αμφισβητήσει απόφαση περί μη επιστροφής στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται το παιδί, ο δε γονέας από τον οποίον απομακρύνθηκε το παιδί θα έχει, κατά κανόνα, τη δυνατότητα να αναπτύξει ευκολότερα τα επιχειρήματά του ενώπιον του δικαστηρίου του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής του παιδιού.

    81.      Αντιθέτως, διαφορετική ερμηνεία θα συνεπαγόταν, οπωσδήποτε, πρόσθετες καθυστερήσεις στη διαδικασία επιστροφής του παιδιού, η ταχύτητα διεξαγωγής της οποίας είναι μία από τις πρωταρχικές απαιτήσεις τόσο της Συμβάσεως όσο και του κανονισμού. Σε εξαιρετικές περιστάσεις, όπως αποδεικνύει η παρούσα υπόθεση, θα μπορούσε να ευνοήσει μία παρελκυστική τακτική χωρίς τέλος που θα έβλαπτε ανεπανόρθωτα την ορθή εφαρμογή τόσο του κανονισμού όσο και της Συμβάσεως.

    82.      Κατά την άποψή μου, το γράμμα του κανονισμού δεν μας υποχρεώνει σε μια τέτοια ερμηνεία, η οποία θα αντέβαινε προς έναν από τους κύριους σκοπούς του.

    83.      Επομένως, στην παρούσα υπόθεση, η εκ των υστέρων εξαφάνιση της αποφάσεως της 22ας Δεκεμβρίου 2006 του Klaipėdos apygardos teismas με απόφαση του Lietuvos apeliacinis teismas της 15ης Μαρτίου 2007 ουδόλως εμπόδισε το Amtsgericht Oranienburg να αποφασίσει, στις 20 Ιουνίου 2007, περί της επιστροφής του παιδιού κατά το άρθρο 11, παράγραφος 8, του κανονισμού.

    84.      Επομένως, το δικαστήριο αυτό είχε διεθνή δικαιοδοσία να εκδώσει το κατά το άρθρο 42 πιστοποιητικό, πράγμα που σημαίνει ότι η απόφασή του, δεόντως πιστοποιημένη, ήταν εκτελεστή στη Λιθουανία «χωρίς να απαιτείται κήρυξη εκτελεστότητας και χωρίς να μπορεί να προσβληθεί η αναγνώριση».

    85.      Προς απάντηση σε ένα ζήτημα που έθεσε η μητέρα και επανέλαβε το αιτούν δικαστήριο, όσον αφορά τη σχέση μεταξύ της αποφάσεως του Lietuvos apeliacinis teismas της 15ης Μαρτίου 2007 και της αποφάσεως του Amtsgericht Oranienburg της 20ής Ιουνίου 2007, που αμφότερες διατάσσουν την επιστροφή του παιδιού, θα ήθελα να τονίσω, αρχικώς, ότι δύο αποφάσεις με το ίδιο περιεχόμενο κανονικώς δεν θα έπρεπε να δημιουργούν μεταξύ τους προβλήματα. Αν, παρά ταύτα, η κατάσταση αυτή δημιουργούσε πρόβλημα όσον αφορά τους δικονομικούς κανόνες του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το παιδί, θα έπρεπε οι σχετικές διατάξεις να προσαρμοστούν ή να ερμηνευθούν και να εφαρμοστούν σύμφωνα με τον σκοπό του κανονισμού. Στην περίπτωση δε κατά την οποία οι δύο αποφάσεις προβλέπουν διαφορετικό τρόπο επιστροφής του παιδιού, προβάδισμα θα έχει η απόφαση του Δικαστηρίου του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής, καθόσον αυτό το δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να αποφαίνεται επί παντός ζητήματος σχετικού με τη γονική μέριμνα. Εξάλλου, ούτε η Σύμβαση ούτε ο κανονισμός προβλέπουν ότι το δικαστήριο του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το παιδί μπορεί να εξαρτήσει την απόφασή του από προϋποθέσεις. Ο ρόλος του περιορίζεται στη διασφάλιση της επιστροφής του παιδιού στο κράτος μέλος της συνήθους διαμονής του (εφόσον διαπιστωθεί ότι δεν συντρέχουν οι λόγοι αρνήσεως της επιστροφής που προβλέπουν τα άρθρα 13 και 20 της Συμβάσεως), οι δε αρχές και τα αρμόδια δικαστήρια του κράτους αυτού θα λάβουν τα μέτρα που απαιτούνται προς διασφάλιση της καλής διαβιώσεως του παιδιού και του σεβασμού των συμφερόντων του.

     Δυνατότητα του δικαστηρίου του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το παιδί να εξετάσει το κύρος πιστοποιητικού εκδοθέντος δυνάμει του άρθρου 42

    86.      Απομένει να εξεταστεί μία ακόμα πτυχή αυτού του ζητήματος, η οποία απετέλεσε αντικείμενο αντιπαραθέσεως επιχειρημάτων κατά την έγγραφη και προφορική διαδικασία, αλλά η οποία, αν το δικαστήριο συνταχθεί με την άποψή μου, δεν θα έχει συνέπειες στην παρούσα υπόθεση: στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής διατάξει την επιστροφή του παιδιού και πιστοποιήσει την απόφασή του σύμφωνα με το άρθρο 42, παράγραφος 2, του κανονισμού, χωρίς όμως να έχει δικαιοδοσία να το πράξει επειδή δεν πληρούται η προϋπόθεση της υπάρξεως προγενέστερης αποφάσεως περί μη επιστροφής εκδοθείσας εκ μέρους δικαστηρίου του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το παιδί, το δεύτερο αυτό δικαστήριο μπορεί να εξετάσει την ύπαρξη τέτοιας δικαιοδοσίας και, ενδεχομένως, να μην αναγνωρίσει το κύρος του πιστοποιητικού;

    87.      Κατά την άποψή μου, η απάντηση πρέπει να είναι αρνητική.

    88.      Καταρχάς, είναι σαφές ότι ο κανονισμός δεν προβλέπει τέτοιο έλεγχο. Αντιθέτως, το ότι σε περίπτωση εκδόσεως πιστοποιητικού σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 42, παράγραφος 2, η απόφαση «αναγνωρίζεται και μπορεί να εκτελεστεί χωρίς να απαιτείται κήρυξη εκτελεστότητας και χωρίς να μπορεί να προσβληθεί η αναγνώριση» αποκλείει ρητώς έναν τέτοιον έλεγχο.

    89.      Ο αποκλεισμός αυτός είναι σύμφωνος προς τον σκοπό διασφαλίσεως του απρόσβλητου χαρακτήρα της αποφάσεως που εκδίδεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 11, παράγραφος 8 (υπενθυμίζω ότι, όταν θα εκδίδεται μια τέτοια απόφαση, η προθεσμία των έξι εβδομάδων που κανονικώς προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 3, θα έχει παρέλθει από μακρού), καθώς και προς την αρχή της εμπιστοσύνης και της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των αποφάσεων δικαστηρίων των κρατών μελών.

    90.      Το αποτέλεσμα αυτό, εξάλλου, δεν θίγει τα δικαιώματα του γονέα που προέβη στην απαγωγή.

    91.      Πρώτον, το άρθρο 42 προβλέπει σειρά δικονομικών εγγυήσεων που πρέπει να τηρήσει το δικαστήριο του κράτους μέλους προελεύσεως για την έκδοση ενός τέτοιου πιστοποιητικού.

    92.      Δεύτερον, μολονότι το άρθρο 43 αποκλείει οποιαδήποτε δυνατότητα προσβολής της αποφάσεως περί χορηγήσεως του πιστοποιητικού, ο γονέας που προέβη στην απαγωγή έχει πάντοτε τη δυνατότητα να προσφύγει (κατά τους δικονομικούς κανόνες του κράτους μέλους προελεύσεως), κατά της αποφάσεως για την οποία εκδόθηκε το πιστοποιητικό. Αν το δικαστήριο στο οποίο προσφύγει τον δικαιώσει –επειδή, για παράδειγμα, δεν ελήφθησαν υπόψη τα όσα προβλέπουν οι παράγραφοι 6 και 7 του άρθρου 11–, θα εξαφανίσει την απόφαση και, επομένως, τις συνέπειες του πιστοποιητικού.

    93.      Εξάλλου, ο ίδιος ο κανονισμός προβλέπει ότι «το πιστοποιητικό παράγει αποτελέσματα μόνον εντός των ορίων της εκτελεστότητας της απόφασης» (άρθρο 44). Επίσης, στο άρθρο 47 τονίζεται ότι «απόφαση για την οποία εκδίδεται πιστοποιητικό σύμφωνα με […] το άρθρο 42, παράγραφος 1, δεν μπορεί να εκτελείται αν είναι ασυμβίβαστη με μεταγενέστερη εκτελεστή απόφαση». Απόφαση εκδοθείσα κατόπιν ασκήσεως ενδίκου μέσου και εξαφανίζουσα την πρώτη απόφαση πληροί αυτή την προϋπόθεση και, επομένως, αποκλείει την εκτέλεση της πιστοποιημένης αποφάσεως.

    94.      Συνεπώς, ο διάδικος που επιθυμεί να αμφισβητήσει το κύρος του πιστοποιητικού δεν στερείται μέσων· η επιβαλλόμενη ενέργεια είναι να ζητήσει την εξαφάνιση της αποφάσεως για την οποία εκδόθηκε το πιστοποιητικό.

    95.      Κατά την άποψή μου, η δυνατότητα αυτή συνιστά αποτελεσματική προστασία του γονέα ο οποίος προέβη στην απαγωγή έναντι οποιασδήποτε τυχόν αδικαιολόγητης αποφάσεως δικαστηρίου του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής του παιδιού.

    96.      Θα ήθελα ακόμη να προσθέσω ότι, μολονότι στην εξεταζόμενη περίπτωση ο κανονισμός απαιτεί από το δικαστήριο του κράτους μέλους εκτελέσεως να επιδείξει την αμοιβαία εμπιστοσύνη επί της οποίας θεμελιώνεται ο χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, εντούτοις δεν απαιτεί η εμπιστοσύνη αυτή να είναι τυφλή. Αντιθέτως, στο πλαίσιο του θεσπισθέντος συστήματος καλείται απλώς να αναγνωρίσει και να σεβαστεί την ακεραιότητα, την αντικειμενικότητα και την ανεξαρτησία ενός δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους, κατά της αποφάσεως του οποίου χωρεί η άσκηση ενδίκου μέσου εκ μέρους του διαδίκου κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση, όπως ακριβώς θα έπραττε και έναντι των δικαστηρίων του δικού του κράτους. Τελικώς, δεν του ζητείται κάτι παράλογο.

     Το έκτο ερώτημα

    97.      Δεδομένου ότι από την εξέταση του πέμπτου ερωτήματος κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η απόφαση της 20ής Ιουνίου 2007 εξεδόθη σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει ο κανονισμός, το έκτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο υποβλήθηκε για την περίπτωση που κριθεί ότι δεν τηρήθηκε η διαδικασία αυτή, καθίσταται άνευ αντικειμένου εν προκειμένω.

    98.      Εντούτοις, επισημαίνεται ότι από τα άρθρα 21 και 31, παράγραφος 2, του κανονισμού, από κοινού εξεταζόμενα, προκύπτει σαφώς ότι, κατά κανόνα, απόφαση αφορώσα τη γονική μέριμνα πρέπει να αναγνωρίζεται και να εκτελείται σε άλλο κράτος μέλος, εκτός αν συντρέχει λόγος μη αναγνωρίσεως προβλεπόμενος από το άρθρο 23, ο δε έλεγχος της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου καταγωγής αποκλείεται ρητώς από το άρθρο 24.

    99.      Από τα διαλαμβανόμενα στα σημεία 86 έως 96 των προτάσεών μου προκύπτει, επίσης, ότι αποκλείεται ο έλεγχος τηρήσεως της προβλεπόμενης από το άρθρο 11 του κανονισμού διαδικασίας.

     Το τέταρτο ερώτημα

    100. Τα τέσσερα πρώτα ερωτήματα αφορούν το αίτημα της μητέρας να εκδοθεί απόφαση περί μη αναγνωρίσεως της επίμαχης αποφάσεως του Amtsgericht Oranienburg της 20ής Ιουνίου 2007, καθόσον δι’ αυτής ρυθμίζεται το ζήτημα της επιμέλειας και διατάσσεται η επιστροφή του παιδιού. Νομίζω ότι πρέπει πρώτα να εξεταστεί το τέταρτο από τα ερωτήματα αυτά.

    101. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί η προϋπόθεση «υπό την επιφύλαξη του τμήματος 4», του άρθρου 21, παράγραφος 3, του κανονισμού.

    102. Το άρθρο 21, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, ορίζει:

    «Υπό την επιφύλαξη του τμήματος 4, οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος μπορεί, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει το τμήμα 2 του παρόντος κεφαλαίου, να ζητήσει την έκδοση απόφασης για την αναγνώριση ή μη αναγνώριση της απόφασης.»

    103. Θέτει, επομένως, ένα γενικό κανόνα (καθόσον το άρθρο 21 καλύπτει όλες τις σχετικές με τον γάμο και τη γονική μέριμνα διαφορές), η οποία παρέχει σε όλους τους ενδιαφερομένους το δικαίωμα να ζητήσουν αναγνώριση ή μη αναγνώριση αποφάσεως εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού, υπό την επιφύλαξη, ίσως, των διατάξεων του κεφαλαίου III, τμήμα 4.

    104. Το τμήμα αυτό αφορά ορισμένες αποφάσεις σχετικές με το δικαίωμα επικοινωνίας ή διατάσσουσες την επιστροφή του παιδιού. Από της απόψεως αυτής, έχει εφαρμογή επί επιστροφής παιδιού κατόπιν αποφάσεως διατάσσουσας την επιστροφή του και εκδοθείσας σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 8 (άρθρο 40, παράγραφος 1, στοιχείο β΄). Στην παρούσα υπόθεση πρόκειται για τέτοιου είδους απόφαση.

    105. Επομένως, κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει τη μη αναγνώριση αποφάσεως διατάσσουσας την επιστροφή παιδιού, εκδοθείσας υπό τους όρους του άρθρου 11, παράγραφος 8, εκτός αν αυτό είναι ασύμβατο με διάταξη του κεφαλαίου III, τμήμα 4, η οποία, ως lex specialis, προέχει έναντι του γενικού κανόνα.

    106. Στο τμήμα αυτό, το άρθρο 42, παράγραφος 1, προβλέπει, μεταξύ άλλων:

    «Εκτελεστή απόφαση εκδιδόμενη σε κράτος μέλος για την επιστροφή του παιδιού κατά την έννοια του άρθρου 40, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, για την οποία έχει εκδοθεί πιστοποιητικό στο κράτος μέλος προέλευσης κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2, αναγνωρίζεται σε άλλο κράτος μέλος […] χωρίς να απαιτείται κήρυξη εκτελεστότητας.»

    107. Επομένως, σε περίπτωση όπως η παρούσα, στην οποία έχει εκδοθεί τέτοιο πιστοποιητικό, η προϋπόθεση «υπό την επιφύλαξη του τμήματος 4» του άρθρου 21, παράγραφος 3, του κανονισμού σημαίνει συγκεκριμένα ότι δεν είναι δυνατή η προσβολή της αναγνωρίσεως πιστοποιημένης αποφάσεως ούτε, κατά μείζονα λόγο, η υποβολή αυτοτελούς αιτήματος περί μη αναγνωρίσεως.

     Το τρίτο ερώτημα

    108. Η απάντηση που προτείνω στο τέταρτο ερώτημα, ότι δηλαδή δεν χωρεί αίτημα μη αναγνωρίσεως αναφορικά με διάταξη περί επιστροφής του παιδιού η οποία εκδόθηκε υπό τις περιστάσεις του άρθρου 11, παράγραφος 8, του κανονισμού και έχει πιστοποιηθεί κατά τις διατάξεις του άρθρου 42, παράγραφος 2, καθιστά περιττό το τρίτο ερώτημα, το οποίο υποβλήθηκε για την περίπτωση που κριθεί ότι είναι δυνατή η υποβολή τέτοιου αιτήματος.

    109. Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, δεν επιτρέπεται κανένας έλεγχος της αποφάσεως ή του πιστοποιητικού που εξέδωσε το δικαστήριο του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το παιδί είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήματος του προσώπου κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση.

     Το πρώτο και δεύτερο ερώτημα

    110. Το ίδιο ισχύει και για το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα, καθόσον αυτά αφορούν το αίτημα περί μη αναγνωρίσεως του κεφαλαίου της αποφάσεως που διατάσσει την επιστροφή του παιδιού.

    111. Εντούτοις, αντιθέτως προς τα λοιπά ερωτήματα, το περιεχόμενο των δύο αυτών πρώτων ερωτημάτων δεν περιορίζεται ρητώς στην απόφαση τη διατάσσουσα την επιστροφή του παιδιού. Καθόσον η μητέρα ζητεί επίσης τη μη αναγνώριση και του κεφαλαίου εκείνου της αποφάσεως που αναθέτει την επιμέλεια του παιδιού στον πατέρα, τα ερωτήματα αυτά εξακολουθούν να είναι κρίσιμα. Πράγματι, αντιθέτως προς τη διατάσσουσα την επιστροφή απόφαση, το ζήτημα αυτό δεν ρυθμίζεται στο κεφάλαιο III, τμήμα 4, του κανονισμού, το οποίο αποκλείει οποιαδήποτε αμφισβήτηση της αποφάσεως περί αναγνωρίσεως διατάξεως περί επιστροφής η οποία έχει δεόντως πιστοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 42, παράγραφος 2.

    112. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν ενδιαφερόμενος κατά την έννοια του άρθρου 21 του κανονισμού μπορεί να ζητήσει τη μη αναγνώριση δικαστικής αποφάσεως, χωρίς να έχει υποβληθεί αίτημα αναγνωρίσεως, σε περίπτωση δε καταφατικής απαντήσεως, κατά ποιο τρόπο το δικαστήριο που επελήφθη τέτοιου αιτήματος υποβληθέντος εκ μέρους του προσώπου κατά του οποίου είναι εκτελεστή η απόφαση πρέπει να εφαρμόσει το άρθρο 31, παράγραφος 1, κατά το οποίο το πρόσωπο αυτό δεν έχει τη δυνατότητα να καταθέσει παρατηρήσεις στο στάδιο αυτό της διαδικασίας.

    113. Το άρθρο 21 του κανονισμού περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο III, τμήμα 1, το οποίο φέρει τον τίτλο «αναγνώριση». Στην πρώτη παράγραφό του προβλέπει ότι οι αποφάσεις που εκδίδονται σε κράτος μέλος «αναγνωρίζονται στα λοιπά κράτη μέλη χωρίς καμιά διαδικασία». Εντούτοις, κατά την τρίτη παράγραφό του (υπό την επιφύλαξη του τμήματος 4 –η οποία, όπως προανέφερα, δεν αφορά τις αποφάσεις περί επιμέλειας του παιδιού), «οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος μπορεί, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει το τμήμα 2 του παρόντος κεφαλαίου, να ζητήσει την έκδοση απόφασης για την αναγνώριση ή μη αναγνώριση της απόφασης». Στο άρθρο 23 απαριθμούνται επτά λόγοι μη αναγνωρίσεως αποφάσεων σχετικών με την άσκηση της γονικής μέριμνας.

    114. Το τμήμα 2 του κεφαλαίου III φέρει τον τίτλο «αίτηση για την κήρυξη της εκτελεστότητας». Στο περιλαμβανόμενο στο τμήμα αυτό άρθρο 28, παράγραφος 1, ορίζεται ότι «αποφάσεις που εκδόθηκαν σε κράτος μέλος για την άσκηση της γονικής μέριμνας παιδιού, οι οποίες είναι εκτελεστές σ’ αυτό το κράτος μέλος και έχουν επιδοθεί, μπορούν να εκτελεστούν σε άλλο κράτος μέλος αφού κηρυχθούν εκτελεστές με αίτηση κάθε ενδιαφερομένου». Στο άρθρο 31, παράγραφος 1, ορίζεται ότι το επιλαμβανόμενο δικαστήριο αποφασίζει σε σύντομο χρονικό διάστημα, «χωρίς το πρόσωπο κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση […] να έχει, στο στάδιο αυτό της διαδικασίας, δικαίωμα υποβολής παρατηρήσεων». Στη δεύτερη παράγραφο διευκρινίζεται ότι «η αίτηση μπορεί να απορριφθεί μόνο για έναν από τους λόγους που προβλέπονται στα άρθρα 22, 23 και 24» –οι οποίοι είναι άπαντες λόγοι μη αναγνωρίσεως. Το άρθρο 33 προβλέπει ότι είτε ο ένας είτε ο έτερος διάδικος, εντός προθεσμίας ενός μηνός (παράγραφος 5), μπορούν να ασκήσουν προσφυγή κατά της αποφάσεως που εκδίδεται σχετικά με την αίτηση για την κήρυξη εκτελεστότητας (παράγραφος 1) και ότι η προσφυγή αυτή εξετάζεται σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν τη διαδικασία της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας (παράγραφος 3).

    115. Αντιλαμβάνομαι την αμηχανία του Lietuvos Aukščiausiasis teismas. Κατά το άρθρο 21, παράγραφος 3, το πρόσωπο κατά του οποίου μπορεί να χωρήσει η εκτέλεση (το οποίο προφανώς είναι «ενδιαφερόμενος») μπορεί να ζητήσει τη μη αναγνώριση αυτής της αποφάσεως, το άρθρο, όμως, 31, παράγραφος 1, αποκλείει, προφανώς, τη δυνατότητα του προσώπου αυτού (23) να καταθέσει παρατηρήσεις στο στάδιο αυτό της διαδικασίας.

    116. Προς επίλυση αυτού του διλήμματος, πρέπει, κατά την άποψή μου, να γίνει διάκριση μεταξύ της «αναγνωρίσεως» και της «κηρύξεως της εκτελεστότητας» μιας αποφάσεως. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι δύο αυτές έννοιες συμπλέουν. Τούτο, ιδίως, στην περίπτωση αποφάσεως περί επιστροφής παιδιού, της οποίας η αναγνώριση χωρίς την κήρυξη της εκτελεστότητας δεν έχει νόημα. Αντιθέτως, ουδόλως απαιτείται «κήρυξη εκτελεστότητας» μιας αποφάσεως περί διαζυγίου, ώστε να έχει οποιοσδήποτε από τους δύο πρώην συζύγους τη δυνατότητα συνάψεως νέου γάμου. Αρκεί απλή αναγνώριση του κύρους της αποφάσεως. Όσον αφορά απόφαση περί ασκήσεως της γονικής μέριμνας, τούτο εξαρτάται από τις περιστάσεις. Σε περίπτωση διαφωνίας του γονέα στον οποίο δεν ανατέθηκε η επιμέλεια, απαιτείται η κήρυξη εκτελεστότητας. Σε περίπτωση συμφωνίας των δύο γονέων, απλή αναγνώριση αρκεί.

    117. Το κεφάλαιο III, τμήμα 1, του κανονισμού αφορά την αναγνώριση. Το άρθρο 21, παράγραφος 1, αυτού προβλέπει αυτόματη αναγνώριση όλων των αποφάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού. Είναι σαφές ότι η πρόθεση του κοινοτικού νομοθέτη ήταν όλες οι αποφάσεις αυτές να αναγνωρίζονται αυτομάτως βάσει της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης (βλ. εικοστή πρώτη και εικοστή τρίτη αιτιολογική του κανονισμού). Εντούτοις, η τρίτη παράγραφος του άρθρου αυτού επιτρέπει την υποβολή αιτήματος για την έκδοση αποφάσεως περί αναγνωρίσεως ή μη αναγνωρίσεως «σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει το τμήμα 2». Δεδομένου ότι το τμήμα 2 αφορά τα αιτήματα για την κήρυξη εκτελεστότητας, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για περιπτώσεις στις οποίες απαιτείται τόσο η αναγνώριση όσο και η κήρυξη εκτελεστότητας. Τούτο συμβαίνει με την απόφαση περί αναθέσεως της επιμέλειας του παιδιού στον πατέρα, στην παρούσα υπόθεση, καθόσον η μητέρα αντιτάσσεται.

    118. Εξάλλου, από το άρθρο 31 του κανονισμού προκύπτει σαφώς ότι η διαδικασία κηρύξεως εκτελεστότητας (η οποία, επομένως, καλύπτει τα αιτήματα περί αναγνωρίσεως και μη αναγνωρίσεως) πρέπει να είναι ταχεία και απλουστευμένη. Τούτο είναι απολύτως συνεπές προς την αρχή της αυτόματης αναγνωρίσεως, της στηριζόμενης στην αμοιβαία εμπιστοσύνη.

    119. Επομένως, οποιοδήποτε αίτημα περί αναγνωρίσεως ή μη αναγνωρίσεως αποφάσεως περί αναθέσεως της επιμέλειας παιδιού πρέπει να είναι σύμφωνη προς τις διαδικασίες του τμήματος 2. Το πρόβλημα που ίσως ανακύπτει σε περίπτωση όπως η παρούσα είναι η προφανής ανισότητα όπλων μεταξύ των δύο μερών, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος του άρθρου 31, παράγραφος 1. Σε περίπτωση κατά την οποία ο γονέας στον οποίο ανατέθηκε η επιμέλεια του παιδιού επιδιώξει την αναγνώριση και εκτέλεση της αποφάσεως, έχει τη δυνατότητα να καταθέσει τις κατά τη γνώμη του απαιτούμενες παρατηρήσεις, ενώ ο έτερος γονέας δεν έχει τέτοια δυνατότητα. Αντιθέτως, αν ο έτερος γονέας ζητήσει την έκδοση αποφάσεως περί μη αναγνωρίσεως, η κατάσταση αντιστρέφεται, τουλάχιστον με βάση τη γραμματική ερμηνεία της διατάξεως.

    120. Στις παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο προτάθηκε να ερμηνευθεί το άρθρο 31, παράγραφος 1, το οποίο μάλλον αφορά κυρίως τις αιτήσεις αναγνωρίσεως παρά περιαφής του εκτελεστηρίου τύπου είτε υπό την έννοια ότι εφαρμόζεται mutatis mutandis επί των αιτήσεων περί μη αναγνωρίσεως (δηλαδή να ερμηνευθεί η φράση «το πρόσωπο κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση» υπό την έννοια «το πρόσωπο που αντιτίθεται στην αίτηση») είτε υπό την έννοια ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί επί τέτοιου είδους αιτήσεων.

    121. Κατά την άποψή μου, δεν συντρέχει επιτακτικός λόγος αποκλεισμού της γραμματικής ερμηνείας και εφαρμογής. Υπάρχει αναμφισβήτητα ανισότητα όπλων, η οποία όμως είναι σύμφωνη με την προτεραιότητα που δίδεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη και αναγνώριση, δεν είναι τόσο μεγάλη και δεν είναι τέτοια ώστε να στερεί από τον ευρισκόμενο σε δυσμενέστερη θέση διάδικο τη δυνατότητα να προβάλει τα επιχειρήματά του.

    122. Αφενός, στην περίπτωση αιτήσεως αναγνωρίσεως και εκτελεστότητας που υποβάλει ο γονέας στον οποίο ανατέθηκε η επιμέλεια, είναι προφανές ότι το επιληφθέν δικαστήριο οφείλει, εν πάση περιπτώσει, να εξετάσει την τυχόν συνδρομή λόγων μη αναγνωρίσεως εξ εκείνων που απαριθμεί το άρθρο 31, παράγραφος 2. Οι λόγοι αυτοί, όμως, είναι οι μόνοι τους οποίους θα μπορούσε να προβάλει ο έτερος γονέας. Επομένως, αυτός δεν στερείται της δυνατότητας να προβάλει τα επιχειρήματά του αναφορικά με τους λόγους μη αναγνωρίσεως.

    123. Αφετέρου, στην περίπτωση που τη μη αναγνώριση της αποφάσεως τη ζητεί αυτός ο γονέας, η αίτηση μπορεί να υποβληθεί με πράξη εκθέτουσα τους προβαλλόμενους λόγους μη αναγνωρίσεως. Καίτοι ο γονέας αυτός δεν μπορεί στο στάδιο αυτό της διαδικασίας να προβάλει τα επιχειρήματά του, ενώ ο γονέας στον οποίο ανατέθηκε η επιμέλεια μπορεί να καταθέσει τις παρατηρήσεις που κρίνει αναγκαίες, εντούτοις η άποψή του θα ληφθεί, εν πάση περιπτώσει, υπόψη από το επιληφθέν δικαστήριο. Στην πράξη, πρόκειται για διαδικασία επιτρέπουσα την άπαξ μόνον προβολή επιχειρημάτων εκ μέρους των διαδίκων, περίπτωση συνηθισμένη όταν πρόκειται για ταχεία και απλουστευμένη διαδικασία.

    124. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, οι δύο διάδικοι έχουν δικαίωμα προσφυγής σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν τη διαδικασία της αμφισβητούμενης διαδικασίας, κατά το άρθρο 33 του κανονισμού.

    125. Επομένως, το θεσπιζόμενο σύστημα διασφαλίζει εύλογη ισορροπία μεταξύ του σκοπού διασφαλίσεως της αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αποφάσεων, δυνάμει της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, μέσω μιας ταχείας και απλουστευμένης διαδικασίας, και το δικαίωμα για δίκαιη δίκη, από το οποίο, στην πράξη, δεν στερείται κανένας διάδικος.

     Πρόταση

    126. Για τους ανωτέρω λόγους, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως ακολούθως στα ερωτήματα που του υπέβαλε το Lietuvos Aukščiausiasis teismas:

    «Οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι:

    –        η έκδοση αποφάσεως περί μη επιστροφής παιδιού εκ μέρους δικαστηρίου του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής μετά την εκ μέρους δικαστηρίου του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το παιδί έκδοση αποφάσεως περί επιστροφής είναι απολύτως συμβατή με τους σκοπούς και τις διαδικασίες του κανονισμού·

    –        κατ’ αρχήν, η χορήγηση του κατά το άρθρο 42 του κανονισμού 2201/2003 πιστοποιητικού από το δικαστήριο του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής του παιδιού, αναφορικά με απόφαση περί επιστροφής εκδοθείσα μετά την εκ μέρους δικαστηρίου του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το παιδί έκδοση αποφάσεως περί επιστροφής, δεν είναι σύμφωνη προς τις διαδικασίες του κανονισμού·

    –        το γεγονός ότι η απόφαση περί μη επιστροφής εκδόθηκε από δικαστήριο του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το παιδί αρκεί προς κίνηση των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφοι 6 έως 8, του κανονισμού 2201/2003, ανεξαρτήτως της μεταγενέστερης τύχης αυτής της αποφάσεως και συγκεκριμένα του αν αυτή εφεσιβλήθηκε ή εξαφανίστηκε·

    –        σε περίπτωση κατά την οποία δικαστήριο κράτους μέλους εκδώσει απόφαση διατάσσουσα την επιστροφή παιδιού και πιστοποιήσει την απόφαση αυτή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 42, παράγραφος 2, του κανονισμού 2201/2003, η δικαιοδοσία του προς τούτο δεν μπορεί να αμφισβητηθεί παρά διά της ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αρμόδιου ιεραρχικώς υπέρτερου δικαστηρίου του ιδίου κράτους μέλους, πράγμα που αποκλείει οποιοδήποτε έλεγχο εκ μέρους των δικαστηρίων του κράτους μέλους εκτελέσεως·

    –        σε περίπτωση χορηγήσεως τέτοιου πιστοποιητικού, δεν είναι δυνατή η αμφισβήτηση της αναγνωρίσεως της πιστοποιημένης αποφάσεως ούτε, κατά μείζονα λόγο, η κατάθεση αυτοτελούς αιτήσεως με αίτημα τη μη αναγνώριση·

    –        στην περίπτωση άλλων δικαστικών αποφάσεων την αμφισβήτηση της αναγνωρίσεως των οποίων δεν αποκλείει το άρθρο 42 του κανονισμού 2201/2003, ένας ενδιαφερόμενος κατά το άρθρο 21 του εν λόγω κανονισμού μπορεί να ζητήσει τη μη αναγνώρισή τους, χωρίς να έχει προηγηθεί αίτηση αναγνωρίσεως·

    –        σε μία τέτοια περίπτωση, οι διατάξεις του άρθρου 31, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003 επιτρέπουν στον διάδικο αυτόν να εκθέσει στο δικόγραφο τους λόγους μη αναγνωρίσεως που προβάλλει, όχι όμως να απαντήσει στα επιχειρήματα του έτερου διαδίκου στο στάδιο αυτό της διαδικασίας.»


    1 – Γλώσσες πρωτοτύπου: η γαλλική και η αγγλική.


    2 – Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000 (ΕΕ L 338, σ. 1, στο εξής: κανονισμός).


    3 – Σύμβαση για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών, συναφθείσα στις 25 Οκτωβρίου 1980, στο εξής: Σύμβαση ή Σύμβαση της Χάγης. Επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς τον κανονισμό, η Σύμβαση δεν περιλαμβάνει κανόνες περί δικαιοδοσίας. Οι σχετικές ρυθμίσεις του κανονισμού λαμβάνουν ως πρότυπο τους κανόνες της Συμβάσεως για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση, εκτέλεση και συνεργασία όσον αφορά τη γονική μέριμνα και μέτρα για την προστασία των παιδιών, η οποία συνήφθη στη Χάγη στις 19 Οκτωβρίου 1996, χωρίς να έχει εισέτι τεθεί σε ισχύ σε όλα τα κράτη μέλη, ιδίως μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Δημοκρατίας της Λιθουανίας. Επισημαίνεται ότι, δυνάμει του άρθρου 60 αυτού, ο κανονισμός υπερισχύει της Συμβάσεως στους τομείς που ρυθμίζει ο κανονισμός.


    4 –      Χρησιμοποιώ αδιακρίτως τον όρο αυτό για λόγους συντομίας προς υποδήλωση τόσο του Klaipėdos apylinkes teismas, πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όσο και του Klaipėdos apygardos teismas, δευτεροβάθμιο δικαστήριο.


    5 – Κατά το άρθρο 2, σημείο 4, του κανονισμού, με τον όρο «απόφαση» νοείται κάθε απόφαση διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης γάμου, καθώς και κάθε απόφαση σχετικά με τη γονική μέριμνα, που εκδίδεται από δικαστήριο κράτους μέλους, ασχέτως της ονομασίας της, όπως «διαταγή», «διάταξη» ή «απόφαση».


    6 – Έκθεση περιλαμβανόμενη στην ηλεκτρονική διεύθυνση της διασκέψεως της Χάγης για το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, σημείο 16. Ως ένας ακόμη λόγος που δικαιολογεί τον σκοπό αυτόν, μπορεί ακόμα να σημειωθεί το ότι «ο γονέας ο οποίος μετακινεί το παιδί έχει έναν ισχυρό σύμμαχο: τον χρόνο. Πράγματι, όσο περισσότερο περνά ο χρόνος τόσο οι δεσμοί με το παλαιό περιβάλλον ζωής χαλαρώνουν και καθίσταται δυσχερέστερη η επάνοδος στο statu quo ante» (Hugues Fulchiron, «La lutte contre les enlèvements d’enfants», Lenouveaudroitcommunautairedudivorceetdelaresponsabilité parentale, Dalloz, 2005). Επομένως, η άμεση και πραγματική επιστροφή του παιδιού συνιστά επιτακτική ανάγκη.


    7 – Βλ., επίσης, «Πρακτικό οδηγό για την εφαρμογή του νέου κανονισμού Βρυξέλλες II» (έγγραφο που συνέταξαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής κατόπιν διαβουλεύσεως με το ευρωπαϊκό δικαστικό δίκτυο, στο εξής: πρακτικός οδηγός), τμήμα VII, σ. 37: «Σκοπός του κανονισμού είναι να αποτρέψει τις απαγωγές τέκνων μεταξύ κρατών μελών και, σε περίπτωση απαγωγής, τη διασφάλιση της ταχείας επιστροφής του τέκνου στο κράτος μέλος καταγωγής του.»


    8 – Θα χρησιμοποιώ εφεξής τη συντομευμένη έκφραση «κράτος μέλος της συνήθους διαμονής» προς υποδήλωση του κράτους από το οποίο μετακινήθηκε το παιδί ή στο οποίο είχε τη συνήθη διαμονή του πριν από τη μετακίνηση.


    9 – Της 20ής Νοεμβρίου 1989, επικυρωμένης από όλα τα κράτη μέλη.


    10 – ΕΕ 2000, C 364, σ. 1 (πλέον πρόσφατη δημοσίευση, ΕΕ 2007, C 303, σ. 1).


    11 – Βλ., ανωτέρω, σημεία 34 επ.


    12 – Στη δικογραφία δεν περιλαμβάνεται η απόφαση αυτή, δεν αμφισβητείται όμως ότι στηρίχθηκε στο άρθρο 13, σημείο β΄, της Συμβάσεως, το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα αυτή «αν υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή του παιδιού να το εκθέσει σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο να το περιαγάγει σε μια αφόρητη κατάσταση».


    13 – Πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά τα στοιχεία που παρέσχε ο εκπρόσωπος της Γερμανικής Κυβερνήσεως κατά την προφορική διαδικασία, η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε από τη λιθουανική κεντρική αρχή στη γερμανική κεντρική αρχή, η οποία την κοινοποίησε στον συνήγορο του πατέρα, εκ παραδρομής, όμως, δεν την κοινοποίησε στο Amtsgericht Oranienburg. Πάντως, από την απόφαση αυτού του Δικαστηρίου της 20ής Ιουνίου 2007, καθώς και από την επιβεβαιωτική απόφαση του Branderburgisches Oberlandesgericht της 20ής Φεβρουαρίου 2008, προκύπτει ότι τα δικαιοδοτικά αυτά όργανα είχαν λάβει γνώση της αποφάσεως.


    14 – Με διαφορετική, όμως, σύνθεση, όπως ανέφερε κατά την προφορική διαδικασία ο συνήγορος του πατέρα.


    15 – Από τις περιλαμβανόμενες στη δικογραφία γερμανικές αποφάσεις προκύπτει ότι η μητέρα εκπροσωπήθηκε και κατέθεσε παρατηρήσεις, στις δίκες κατόπιν των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις του Amtsgericht Oranienburg της 14ης Αυγούστου 2006 και της 20ής Ιουνίου 2007, καθώς και ότι παρέστη προσωπικώς και εξέθεσε τις απόψεις της στο πλαίσιο της δίκης κατόπιν της οποίας εκδόθηκε η επιβεβαιωτική απόφαση του Branderburgisches Oberlandesgericht της 20ής Φεβρουαρίου 2008. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώθηκαν κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου προφορική διαδικασία, στην οποία επίσης παρέστη προσωπικώς η μητέρα.


    16 – Καθόσον τα άρθρα 12 και 13 της Συμβάσεως δεν περιέχουν κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας, αλλά οδηγίες προς κάθε αρμόδιο δικαστήριο, και καθόσον παραπέμπει σ’ αυτά το άρθρο 11, παράγραφοι 1 έως 5.


    17 – Η υπογράμμιση δική μου.


    18 – Ασφαλώς, με την έκφραση «σχετικών με την αίτηση αυτή» συνάγεται ότι η αίτηση πρέπει να έχει πράγματι κατατεθεί· δεν αρκεί να είναι, εξ υποθέσεως, το δικαστήριο αρμόδιο να αποφανθεί επί μιας τέτοιας αιτήσεως.


    19 – Κατά τον πρακτικό οδηγό της Επιτροπής, σημείο VII.2.4, προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση της προθεσμίας των έξι εβδομάδων που προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 3, η νομοθεσία των κρατών μελών πρέπει α) να αποκλείει τη δυνατότητα ασκήσεως εφέσεως κατά αποφάσεως διατάσσουσας την επιστροφή του παιδιού, ή β) να προβλέπει τη δυνατότητα εφέσεως, ορίζοντας, όμως, ότι η απόφαση είναι εκτελεστή διαρκούσης της διαδικασίας εφέσεως, ή γ) να προβλέπει ταχεία εκδίκαση της εφέσεως. Πρέπει ακόμα να σημειωθεί ότι, στην ίδια λογική, η λιθουανική νομοθεσία αποκλείει, προφανώς, την άσκηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως που εκδόθηκε, εν προκειμένω, από το Lietuvos apeliacinis teismas στις 15 Μαρτίου 2007, η οποία διατάσσει την επιστροφή του παιδιού (καίτοι στην πράξη δεν αποκλείεται η εφαρμογή άλλων δικονομικών διατάξεων με επιδίωξη την επανεξέταση της διαφοράς).


    20 – Η διατύπωση στην ισπανική γλώσσα της διατάξεως αυτής, «aun cuando se haya dictado una resolución de no restitución», προσφέρεται ευκολότερα για μια τέτοια ερμηνεία.


    21 – Η υπογράμμιση δική μου. Όσον αφορά την παράγραφο 8, στην απόδοσή της στις διάφορες γλώσσες παραλείπεται η λέξη «έκδοση», καθόσον γραμματικώς δεν απαιτείται.


    22 – Είναι, πάντως, σαφές ότι πρέπει να έχει υπάρξει απόφαση περί μη επιστροφής –βλ., ανωτέρω, σημείο 64.


    23 – Καίτοι εμφανίζεται λίγο παράδοξο, προκειμένου περί αποφάσεως που αναθέτει την επιμέλεια σε ένα γονέα, να γίνεται λόγος για εκτέλεση της αποφάσεως αυτής κατά του έτερου γονέα, νομίζω ότι από την όλη οικονομία του κεφαλαίου III, τμήμα 2, του κανονισμού προκύπτει σαφώς ότι με την έκφραση «πρόσωπο κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση» εννοείται ο γονέας στον οποίο δεν ανατέθηκε η επιμέλεια.

    Top