EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62008CJ0303

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 22ας Δεκεμβρίου 2010.
Land Baden-Württemberg κατά Metin Bozkurt.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Bundesverwaltungsgericht - Γερμανία.
Συμφωνία Σύνδεσης ΕΟΚ-Τουρκίας - Οικογενειακή επανένωση - Άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της απόφασης 1/80 του Συμβουλίου Σύνδεσης - Συμβίωση του ενδιαφερόμενου με την τουρκικής ιθαγένειας εργαζόμενη σύζυγό του επί διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας - Διατήρηση του δικαιώματος διαμονής μετά το διαζύγιο - Καταδίκη του ενδιαφερόμενου για άσκηση σωματικής βίας κατά της πρώην συζύγου του - Κατάχρηση δικαιώματος.
Υπόθεση C-303/08.

Συλλογή της Νομολογίας 2010 I-13445

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2010:800

Υπόθεση C-303/08

Land Baden-Württemberg

κατά

Metin Bozkurt

(αίτηση του Bundesverwaltungsgericht

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Συμφωνία Σύνδεσης ΕΟΚ-Τουρκίας – Οικογενειακή επανένωση – Άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της απόφασης 1/80 του Συμβουλίου Σύνδεσης – Συμβίωση του ενδιαφερόμενου με την τουρκικής ιθαγένειας εργαζόμενη σύζυγό του επί διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας – Διατήρηση του δικαιώματος διαμονής μετά το διαζύγιο – Καταδίκη του ενδιαφερόμενου για άσκηση σωματικής βίας κατά της πρώην συζύγου του – Κατάχρηση δικαιώματος»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Διεθνείς συμφωνίες – Συμφωνία Σύνδεσης ΕΟΚ-Τουρκίας – Συμβούλιο Σύνδεσης που συστάθηκε με τη Συμφωνία Σύνδεσης ΕΟΚ-Τουρκίας – Απόφαση 1/80 – Οικογενειακή επανένωση

(Πρόσθετο πρωτόκολλο της Συμφωνίας Σύνδεσης ΕΟΚ-Τουρκίας, άρθρο 59· απόφαση 1/80 του Συμβουλίου Σύνδεσης ΕΟΚ-Τουρκίας, άρθρο 7, εδ. 1)

2.        Διεθνείς συμφωνίες – Συμφωνία Σύνδεσης ΕΟΚ-Τουρκίας – Συμβούλιο Σύνδεσης που συστάθηκε με τη Συμφωνία Σύνδεσης ΕΟΚ-Τουρκίας – Απόφαση 1/80 – Οικογενειακή επανένωση

(Απόφαση 1/80 του Συμβουλίου Σύνδεσης ΕΟΚ-Τουρκίας, άρθρα 7, εδ. 1, και 14 § 1)

1.        Το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της απόφασης 1/80 του Συμβουλίου Σύνδεσης ΕΟΚ-Τουρκίας έχει την έννοια ότι ένας Τούρκος υπήκοος, ο οποίος, ως μέλος της οικογένειας εργαζόμενης που έχει την τουρκική ιθαγένεια και είναι ενταγμένη στη νόμιμη αγορά εργασίας κράτους μέλους και λόγω του ότι διέμεινε με τη σύζυγό του για συνεχές διάστημα πέντε τουλάχιστον ετών, έχει τα δικαιώματα που απορρέουν από το νομικό καθεστώς που προβλέπεται στη δεύτερη περίπτωση της εν λόγω διάταξης, δεν χάνει τα δικαιώματα αυτά λόγω του διαζυγίου που εκδόθηκε σε ημερομηνία μεταγενέστερη της κτήσης των δικαιωμάτων αυτών.

Τα δικαιώματα που έχει αποκτήσει νόμιμα ο Τούρκος υπήκοος με βάση το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της απόφασης 1/80 υφίστανται ανεξάρτητα από τη συνέχιση της συνδρομής των προϋποθέσεων που έπρεπε να πληρούνται για τη γένεσή τους, πράγμα που σημαίνει ότι το μέλος της οικογένειας που έχει αποκτήσει ήδη δικαιώματα βάσει της απόφασης αυτής μπορεί να εδραιώσει σταδιακά τη θέση του στο κράτος μέλος υποδοχής και να ενταχθεί μόνιμα στο κράτος αυτό, κάνοντας ζωή ανεξάρτητη από το πρόσωπο χάρη στο οποίο απέκτησε τα δικαιώματα αυτά.

Αυτή η ερμηνεία του προαναφερθέντος άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, δεν είναι ασυμβίβαστη με τις απαιτήσεις του άρθρου 59 του πρόσθετου πρωτοκόλλου της Συμφωνίας Σύνδεσης ΕΟΚ-Τουρκίας, διότι η κατάσταση του μέλους της οικογένειας του Τούρκου μετανάστη δεν μπορεί να συγκριθεί λυσιτελώς με την κατάσταση του μέλους της οικογένειας ενός υπηκόου κράτους μέλους, με δεδομένες τις σημαντικές διαφορές που υπάρχουν μεταξύ του νομικού καθεστώτος στο οποίο υπάγεται καθένας τους.

(βλ. σκέψεις 40-45, 46, διατακτ. 1)

2.        Δεν συνιστά κατάχρηση δικαιώματος το γεγονός ότι ένας Τούρκος υπήκοος ασκεί δικαίωμα που έχει αποκτήσει νόμιμα βάσει του άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, της απόφασης 1/80 του Συμβουλίου Σύνδεσης ΕΟΚ-Τουρκίας, μολονότι ο ενδιαφερόμενος, αφού απέκτησε το δικαίωμα αυτό χάρη στην πρώην σύζυγό του, διέπραξε σοβαρό έγκλημα σε βάρος της, λόγω του οποίου και καταδικάστηκε.

Αντίθετα, το άρθρο 14, παράγραφος 1, της ίδιας αυτής απόφασης δεν απαγορεύει τη λήψη μέτρου απέλασης κατά του Τούρκου υπηκόου που βαρύνεται με ποινικές καταδίκες, εφόσον η ατομική συμπεριφορά του συνιστά ενεστώσα, πραγματική και αρκούντως σοβαρή απειλή για θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας. Στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει αν αυτό συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης. Το εθνικό αυτό δικαστήριο πρέπει επίσης να διασφαλίσει την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας και τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ενδιαφερόμενου. Ειδικότερα, δεν επιτρέπεται να αποφασίζεται η λήψη μέτρου απέλασης κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, της απόφασης 1/80 παρά μόνο αν η ατομική συμπεριφορά του ενδιαφερομένου ενέχει συγκεκριμένο κίνδυνο νέων σοβαρών διαταράξεων της δημόσιας τάξης.

(βλ. σκέψεις 60-61, διατακτ. 2)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 22ας Δεκεμβρίου 2010 (*)

«Συμφωνία Σύνδεσης ΕΟΚ-Τουρκίας – Οικογενειακή επανένωση – Άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της απόφασης 1/80 του Συμβουλίου Σύνδεσης – Συμβίωση του ενδιαφερόμενου με την τουρκικής ιθαγένειας εργαζόμενη σύζυγό του επί διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας – Διατήρηση του δικαιώματος διαμονής μετά το διαζύγιο – Καταδίκη του ενδιαφερόμενου για άσκηση σωματικής βίας κατά της πρώην συζύγου του – Κατάχρηση δικαιώματος»

Στην υπόθεση C‑303/08,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής απόφασης δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Bundesverwaltungsgericht (Γερμανία) με απόφαση της 24ης Απριλίου 2008, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 8 Ιουλίου 2008, στο πλαίσιο της δίκης

Land Baden-Württemberg

κατά

Metin Bozkurt,

παρεμβαίνων:

Vertreter des Bundesinteresses beim Bundesverwaltungsgericht,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Tizzano, πρόεδρο τμήματος, J.‑J. Kasel (εισηγητή), A. Borg Barthet, E. Levits και M. Berger, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

–        το Land Baden-Württemberg, εκπροσωπούμενο από τον M. Schenk,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Lumma και N. Graf Vitzthum,

–        η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Bering Liisberg και R. Holdgaard,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από την W. Ferrante, avvocato dello Stato,

–        η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους V. Kreuschitz και G. Rozet,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 8ης Ιουλίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης αφορά την ερμηνεία του άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, της απόφασης 1/80 του Συμβουλίου Σύνδεσης, της 19ης Σεπτεμβρίου 1980, σχετικά με την προώθηση της συνδέσεως (στο εξής: απόφαση 1/80). Το Συμβούλιο Σύνδεσης συστάθηκε με τη Συμφωνία Σύνδεσης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας, η οποία υπογράφηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1963 στην Άγκυρα από τη Δημοκρατία της Τουρκίας, αφενός, και από τα κράτη μέλη της ΕΟΚ και την Κοινότητα, αφετέρου, και συνάφθηκε, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με την απόφαση 64/732/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Δεκεμβρίου 1963 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/001, σ. 48).

2        Η εν λόγω αίτηση έχει υποβληθεί στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Land Baden-Württemberg (του γερμανικού ομόσπονδου κράτους της Βάδης-Βυρτεμβέργης, στο εξής: Land) και του M. Bozkurt, Τούρκου υπηκόου, σχετικά με διαδικασία απέλασης του ενδιαφερόμενου από τη γερμανική επικράτεια.

 Το νομικό πλαίσιο

3        Το άρθρο 59 του πρόσθετου πρωτοκόλλου, που υπογράφηκε στις 23 Νοεμβρίου 1970 στις Βρυξέλλες και συνάφθηκε, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2760/72 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1972 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/002, σ. 149), έχει ως εξής:

«Στους τομείς που καλύπτονται από το παρόν πρωτόκολλο, η Τουρκία δεν μπορεί να απολαύει περισσότερο ευνοϊκής μεταχειρίσεως από εκείνη που υφίσταται μεταξύ των κρατών μελών δυνάμει της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Κοινότητας.»

4        Το τμήμα 1 του κεφαλαίου II της απόφασης 1/80, κεφαλαίου που επιγράφεται: «Κοινωνικές διατάξεις», αφορά «Ζητήματα σχετικά με την απασχόληση και την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων». Στο τμήμα αυτό περιλαμβάνονται τα άρθρα 6 έως 16 της εν λόγω απόφασης.

5        Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της απόφασης 1/80 έχει ως εξής:

«Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 7 περί ελεύθερης προσβάσεως των μελών της οικογενείας του στην απασχόληση, ο Τούρκος εργαζόμενος που είναι ενταγμένος στη νόμιμη αγορά εργασίας κράτους μέλους:

–        εφόσον έχει απασχοληθεί νομίμως επί ένα έτος, δικαιούται, εντός αυτού του κράτους μέλους, ανανεώσεως της ισχύουσας αδείας εργασίας του στον ίδιο εργοδότη, αν εξακολουθεί να κατέχει θέση εργασίας,

–        εφόσον έχει απασχοληθεί νομίμως επί τρία έτη, και υπό την επιφύλαξη της αποδοτέας στους εργαζομένους των κρατών μελών της Κοινότητας προτεραιότητας, δικαιούται, εντός αυτού του κράτους μέλους, να αποδεχθεί, κατ’ επιλογή του, άλλη προσφορά εργασίας, στο ίδιο επάγγελμα, που του γίνεται υπό συνήθεις συνθήκες από άλλο εργοδότη και έχει καταγραφεί από τις υπηρεσίες απασχολήσεως του οικείου κράτους μέλους,

–        εφόσον έχει απασχοληθεί νομίμως επί τέσσερα έτη, έχει ελεύθερη πρόσβαση σε οποιαδήποτε έμμισθη δραστηριότητα της επιλογής του εντός αυτού του κράτους μέλους.»

6        Το άρθρο 7 της απόφασης 1/80 ορίζει τα εξής:

«Τα μέλη της οικογένειας Τούρκου εργαζομένου ενταγμένου στη νόμιμη αγορά εργασίας κράτους μέλους, στα οποία έχει επιτραπεί να ζήσουν μαζί του:

–        εφόσον διαμένουν νομίμως στο κράτος αυτό επί τρία τουλάχιστον έτη και υπό την επιφύλαξη της αποδοτέας στους εργαζομένους των κρατών μελών της Κοινότητας προτεραιότητας, δικαιούνται να αποδεχθούν οποιαδήποτε προσφορά εργασίας,

–        εφόσον διαμένουν νομίμως στο κράτος αυτό επί πέντε τουλάχιστον έτη, έχουν ελεύθερη πρόσβαση σε οποιαδήποτε έμμισθη δραστηριότητα.

Τα τέκνα Τούρκων εργαζομένων που έχουν ολοκληρώσει την επαγγελματική τους κατάρτιση εντός της χώρας υποδοχής μπορούν, ανεξαρτήτως της διαρκείας διαμονής τους στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, να αποδεχθούν οποιαδήποτε προσφορά εργασίας εντός αυτού, υπό τον όρο ότι ο ένας από τους γονείς έχει ασκήσει νόμιμη εργασία επί τρία τουλάχιστον έτη εντός του εν λόγω κράτους μέλους.»

7        Το άρθρο 14, παράγραφος 1, της ίδιας αυτής απόφασης είναι διατυπωμένο ως εξής:

«Οι διατάξεις του παρόντος τμήματος εφαρμόζονται υπό την επιφύλαξη των περιορισμών που δικαιολογούνται από λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας και δημοσίας υγείας.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

8        Ο M. Bozkurt, ο οποίος γεννήθηκε το 1959 στην Τουρκία, εισήλθε νόμιμα στη Γερμανία τον Απρίλιο του 1992.

9        Τον Σεπτέμβριο του 1993 νυμφεύθηκε πρόσωπο που είχε επίσης την τουρκική ιθαγένεια και εργαζόταν νόμιμα ως μισθωτή στη Γερμανία, όπου είχε άδεια διαμονής αόριστου χρόνου. Η σύζυγος απέκτησε τη γερμανική ιθαγένεια το 1999.

10      Ο M. Bozkurt έλαβε τον Οκτώβριο του 1993, κατόπιν του γάμου του, άδεια διαμονής ορισμένου χρόνου, η οποία μετατράπηκε τον Οκτώβριο του 1998, αφού δηλαδή ο ενδιαφερόμενος είχε εκπληρώσει την προϋπόθεση πενταετούς διαμονής κατά το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, της απόφασης 1/80, σε άδεια διαμονής αόριστου χρόνου.

11      Από τον Ιούνιο του 2000 ο προσφεύγων ζει χωριστά από τη σύζυγό του. Ο γάμος λύθηκε με διαζύγιο τον Νοέμβριο του 2003.

12      Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Γερμανία ο M. Bozkurt εργάστηκε σε πολλούς εργοδότες. Κατά το αιτούν δικαστήριο πάντως, δεν κατέστη δυνατόν να διαπιστωθούν οι ακριβείς περίοδοι εργασίας του, διότι ο ενδιαφερόμενος δεν είχε προσκομίσει συγκεκριμένα στοιχεία και δικαιολογητικά έγγραφα.

13      Από τις αρχές του 2000 ο M. Bozkurt είχε αναρρωτική άδεια επί διάστημα 18 περίπου μηνών, κατά το οποίο υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση για όγκο στον εγκέφαλο.

14      Όταν έληξε η αναρρωτική άδειά του αυτή, ο εργοδότης του κατάγγειλε τη σύμβαση εργασίας. Έκτοτε ο M. Bozkurt είναι άνεργος και λαμβάνει επίδομα για την εξασφάλιση του ελάχιστου επιπέδου διαβίωσης, δυνάμει του μέρους II του γερμανικού κώδικα κοινωνικής ασφάλισης (Sozialgesetzbuch, Teil II). Αρχικά του παραχωρήθηκε κατάλυμα σε δημοτικό ξενώνα αστέγων, από δε τον Νοέμβριο του 2005 ζει σε μικρό διαμέρισμα που του εκμισθώνει ο αδελφός του.

15      Αφού καταδικάστηκε το 1996 και το 2000 για πρόκληση σωματικών βλαβών και για εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, τον Μάιο του 2004 ο M. Bozkurt κρίθηκε ένοχος βιασμού της πρώην συζύγου του και πρόκλησης σωματικών βλαβών σε βάρος της, τα δε εγκλήματα αυτά είχαν διαπραχθεί στην Τουρκία τον Ιούλιο του 2002. Αφού η έφεση του ενδιαφερόμενου έγινε εν μέρει δεκτή, η ποινή του καθορίστηκε τελεσίδικα στις 17 Ιανουαρίου 2005 σε φυλάκιση δύο ετών, με αναστολή, οπότε ο M. Bozkurt, ο οποίος τελούσε σε προσωρινή κράτηση, απολύθηκε.

16      Με απόφαση της 26ης Ιουλίου 2005, το Land αποφάσισε να απελάσει τον M. Bozkurt και διέταξε την άμεση εκτέλεση της απόφασης αυτής (στο εξής: απόφαση απέλασης), στηριζόμενο στην τελευταία καταδίκη του M. Bozkurt, η οποία επιβεβαιώνει, κατά το Land, την τάση του M. Bozkurt για βιαιοπραγία. Κατά το Land, ο ενδιαφερόμενος δεν μπορεί να επικαλεστεί τα δικαιώματα που απονέμονται από το άρθρο 6 ή το άρθρο 7 της απόφασης 1/80, διότι δεν είχε βρει άλλη εργασία εντός εύλογου χρονικού διαστήματος μετά την απόλυσή του ούτε κατέβαλλε σοβαρές προσπάθειες για την εξεύρεση νέας εργασίας.

17      Ο M. Bozkurt πρόσβαλε την απόφαση απέλασης ενώπιον του Verwaltungsgericht Stuttgart, το οποίο αρχικά διέταξε την αναστολή της εκτέλεσής της και στη συνέχεια την ακύρωσε με απόφαση της 5ης Ιουλίου 2006.

18      Η έφεση που άσκησε το Land κατά της παραπάνω δικαστικής απόφασης απορρίφθηκε από το Verwaltungsgerichtshof Baden-Württemberg με απόφαση της 14ης Μαρτίου 2007. Το δικαστήριο αυτό έκρινε συγκεκριμένα ότι, αν ληφθούν υπόψη οι περίοδοι νόμιμης διαμονής του M. Bozkurt στη Γερμανία, ο ενδιαφερόμενος έχει αποκτήσει δικαίωμα διαμονής κατά το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, της απόφασης 1/80. Κατά συνέπεια, η απόφαση απέλασης είναι παράνομη, διότι δεν είναι σύμφωνη με τους όρους που ισχύουν για τους πολίτες της Ένωσης και οι οποίοι πρέπει να τηρούνται, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, όταν πρόκειται για Τούρκους υπηκόους που έχουν αποκτήσει δικαίωμα διαμονής σύμφωνα με την απόφαση 1/80. Το εν λόγω δικαστήριο δέχτηκε επίσης ότι το γεγονός ότι ο M. Bozkurt ήταν άνεργος από το 2000, ότι, λόγω της σοβαρότητας της ασθένειάς του, δεν θα εργαζόταν πιθανώς ποτέ πλέον και ότι είχε φυλακιστεί επί εννέα περίπου μήνες δεν σημαίνει ότι ο M. Bozkurt έχει χάσει το δικαίωμα που του απονέμει η εν λόγω διάταξη της απόφασης 1/80, αφού, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το δικαίωμα διαμονής, εφόσον έχει αποκτηθεί, είναι ανεξάρτητο από τη συνέχιση της συνδρομής των προϋποθέσεων από τις οποίες εξαρτιόταν η κτήση του.

19      Κατόπιν αυτού, το Land άσκησε ενώπιον του Bundesverwaltungsgericht αναίρεση, με την οποία ισχυρίζεται αφενός ότι ο M. Bozkurt έχει εν τω μεταξύ απολέσει το δικαίωμα διαμονής του στη Γερμανία, αφού έχει τεθεί εκτός αγοράς εργασίας, και αφετέρου ότι δεν μπορεί να επικαλείται το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της απόφασης 1/80, διότι έχει προσβάλει σοβαρά τη σωματική ακεραιότητα του προσώπου από το οποίο έλκει τα δικαιώματά του.

20      Το Bundesverwaltungsgericht, μολονότι συμφωνεί με τη νομική ανάλυση που περιέχεται στην απόφαση του Verwaltungsgerichtshof Baden-Württemberg της 14ης Μαρτίου 2007, εκτιμά ότι, για να επιλύσει τη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί, πρέπει να εξακριβώσει αν κατά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης απέλασης ο M. Bozkurt μπορούσε να επικαλεστεί την προστασία που απονέμει το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της απόφασης 1/80.

21      Συναφώς το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι δεν υπάρχει νομολογία του Δικαστηρίου επί του ζητήματος αν το δικαίωμα διαμονής σε κράτος μέλος, το οποίο έχει αποκτήσει Τούρκος υπήκοος ως μέλος της οικογένειας εργαζόμενης που έχει τουρκική ιθαγένεια και είναι ενταγμένη στη νόμιμη αγορά εργασίας του κράτους αυτού, χάνεται λόγω της λύσης του γάμου, η οποία επήλθε μετά τη νομότυπη κτήση του εν λόγω δικαιώματος.

22      Επιπλέον, το εν λόγω δικαστήριο θέτει το ζήτημα αν, με δεδομένα τα ιδιαίτερα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης της κύριας δίκης, ένας Τούρκος υπήκοος όπως ο M. Bozkurt μπορεί να επικαλεστεί εγκύρως δικαίωμα διαμονής με βάση το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της απόφασης 1/80, χωρίς η επίκληση αυτή να θεωρηθεί καταχρηστική. Ειδικότερα, πρέπει να εξακριβωθεί αν ο κάτοχος δικαιώματος που έχει αποκτηθεί νόμιμα μπορεί να χάσει το δικαίωμα αυτό, εφόσον αποδειχθεί εκ των υστέρων ανάξιος του δικαιώματος αυτού έναντι του προσώπου χάρη στο οποίο απέκτησε αρχικά το εν λόγω δικαίωμα.

23      Το Bundesverwaltungsgericht, κρίνοντας ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές, η επίλυση της διαφοράς που έχει υποβληθεί στην κρίση του απαιτεί την ερμηνεία της απόφασης 1/80, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Διατηρεί ο σύζυγος του ενταγμένου στη νόμιμη αγορά εργασίας κράτους μέλους Τούρκου εργαζόμενου το δικαίωμα εργασίας και διαμονής, το οποίο απέκτησε με βάση το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, της απόφασης 1/80 ως μέλος της οικογένειας, ακόμη και μετά τη λύση του γάμου με διαζύγιο;

Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα:

2)      Πρόκειται για καταχρηστική επίκληση του δικαιώματος διαμονής, το οποίο έλκει ο ενδιαφερόμενος Τούρκος υπήκοος από την πρώην σύζυγό του βάσει του άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, της απόφασης 1/80, όταν μετά την κτήση του δικαιώματος αυτού ο ενδιαφερόμενος βίασε την πρώην σύζυγό του και της προξένησε σωματικές κακώσεις και τιμωρήθηκε για την πράξη του αυτή με διετή φυλάκιση;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος

24      Από τη δικογραφία προκύπτει ότι ο Τούρκος υπήκοος τον οποίο αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης πληρούσε όλες τις αναγκαίες προϋποθέσεις για τη νόμιμη υπαγωγή του στο νομικό καθεστώς του άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, της απόφασης 1/80 πριν από τη λύση του γάμου του.

25      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι με το ερώτημα που έχει υποβάλει το αιτούν δικαστήριο τίθεται κατ’ ουσία το ζήτημα αν το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της απόφασης 1/80 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ένας Τούρκος υπήκοος όπως ο προσφεύγων της κύριας δίκης, ο οποίος, ως μέλος της οικογένειας εργαζόμενης που έχει την τουρκική ιθαγένεια και είναι ενταγμένη στη νόμιμη αγορά εργασίας κράτους μέλους και λόγω του ότι έχει διαμείνει με τη σύζυγό του για συνεχές διάστημα πέντε τουλάχιστον ετών, έχει τα δικαιώματα που απορρέουν από το νομικό καθεστώς που προβλέπεται στη δεύτερη περίπτωση της εν λόγω διάταξης, χάνει τα δικαιώματα αυτά λόγω του διαζυγίου που εκδόθηκε σε ημερομηνία μεταγενέστερη της κτήσης των δικαιωμάτων αυτών.

26      Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει να τονιστεί, πρώτον, ότι, όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, της απόφασης 1/80, για την κτήση των δικαιωμάτων που προβλέπει η διάταξη αυτή επιβάλλονται σωρευτικά δύο προϋποθέσεις, δηλαδή ο ενδιαφερόμενος πρέπει αφενός να είναι μέλος της οικογένειας Τούρκου εργαζομένου ενταγμένου στη νόμιμη αγορά εργασίας του κράτους μέλους υποδοχής και αφετέρου να του έχει επιτραπεί από τις αρμόδιες αρχές του κράτους αυτού να έλθει να ζήσει μαζί με τον εν λόγω εργαζόμενο. Είναι αναμφισβήτητο ότι τόσο ο M. Bozkurt όσο και η σύζυγός του πληρούσαν εν προκειμένω τις προϋποθέσεις αυτές.

27      Δεύτερον, σύμφωνα με το σύστημα που θέσπισαν τα συμβαλλόμενα μέρη με την εν λόγω διάταξη, τα δικαιώματα που απονέμονται στον Τούρκο εργαζόμενο που πληροί τις προϋποθέσεις που υπενθυμίστηκαν στην αμέσως προηγούμενη σκέψη διευρύνονται σταδιακά, ανάλογα με τη διάρκεια της πραγματικής διαμονής του ενδιαφερόμενου μαζί με τον διαμένοντα ήδη νόμιμα στο κράτος μέλος υποδοχής Τούρκο εργαζόμενο.

28      Για παράδειγμα, κατόπιν τριετούς νόμιμης διαμονής, ο ενδιαφερόμενος Τούρκος εργαζόμενος αποκτά το δικαίωμα να αποδέχεται οποιαδήποτε προσφορά εργασίας, υπό τη μόνη επιφύλαξη της αποδοτέας στους εργαζομένους των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης προτεραιότητας (άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της απόφασης 1/80).

29      Μετά από δύο επιπλέον έτη νόμιμης διαμονής στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, ο εν λόγω Τούρκος υπήκοος αποκτά ελεύθερη πρόσβαση σε οποιαδήποτε έμμισθη δραστηριότητα (άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, της ίδιας απόφασης). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο M. Bozkurt ανταποκρίνεται εν προκειμένω στο κριτήριο αυτό.

30      Επιβάλλεται στο σημείο αυτό η διευκρίνιση ότι, αντίθετα από ό,τι προβλέπεται δηλαδή στο πλαίσιο του συστήματος που θεσπίζει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της απόφασης 1/80 και το οποίο στηρίζεται στην άσκηση νόμιμης εργασίας επί ορισμένο χρόνο, το κριτήριο για την εφαρμογή του άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, της ίδιας απόφασης είναι η νόμιμη διαμονή μαζί με τον Τούρκο διακινούμενο εργαζόμενο. Μετά από κάποιο διάστημα τέτοιας νόμιμης διαμονής, ο ενδιαφερόμενος αποκτά το δικαίωμα εργασίας, χωρίς πάντως η τελευταία αυτή διάταξη να προβλέπει καμία υποχρέωση προς τούτο ή να ανάγει την άσκηση εργασίας σε προϋπόθεση της κτήσης δικαιώματος που να κατοχυρώνεται από την απόφαση 1/80 (βλ. επ’ αυτού, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 7ης Ιουλίου 2005, C‑373/03, Aydinli, Συλλογή 2005, σ. I‑6181, σκέψεις 29 και 31, της 18ης Ιουλίου 2007, C‑325/05, Derin, Συλλογή 2007, σ. I‑6495, σκέψη 56, και της 25ης Σεπτεμβρίου 2008, C‑453/07, Er, Συλλογή 2008, σ. I‑7299, σκέψεις 31 έως 34). Η κατάσταση στην οποία τελεί από άποψη εργασίας ένας Τούρκος υπήκοος όπως ο M. Bozkurt δεν έχει επομένως καμία σημασία.

31      Τρίτον, πρέπει να τονιστεί ότι το Δικαστήριο έχει επανειλημμένα αποφανθεί αφενός ότι το εν λόγω άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, παράγει άμεσα αποτελέσματα και αφετέρου ότι τα διαστήματα διαμονής που προβλέπει η εν λόγω διάταξη προϋποθέτουν την αναγνώριση σχετικού δικαιώματος διαμονής, διότι διαφορετικά θα καθίσταντο άνευ αποτελέσματος (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση Er, σκέψεις 25 και 26, και απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2008, C‑337/07, Altun, Συλλογή 2008, σ. I‑10323, σκέψεις 20 και 21).

32      Τέταρτον, τονίζεται ότι το σύστημα σταδιακής κτήσης των δικαιωμάτων, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της απόφασης 1/80, επιδιώκει δύο σκοπούς.

33      Καταρχάς, πριν από τη λήξη του αρχικού διαστήματος των τριών ετών, η εν λόγω διάταξη επιτρέπει την παρουσία των μελών της οικογένειας του διακινούμενου εργαζόμενου κοντά στον εργαζόμενο αυτό, με σκοπό να διευκολυνθεί, μέσω της οικογενειακής επανένωσης, η απασχόληση και η διαμονή του Τούρκου εργαζόμενου που είναι ήδη νόμιμα ενταγμένος στο κράτος μέλος υποδοχής (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 17ης Απριλίου 1997, C‑351/95, Kadiman, Συλλογή 1997, σ. I‑2133, σκέψεις 35 και 36, της 22ας Ιουνίου 2000, C‑65/98, Eyüp, Συλλογή 2000, σ. I‑4747, σκέψη 26, και της 11ης Νοεμβρίου 2004, C‑467/02, Cetinkaya, Συλλογή 2004, σ. I‑10895, σκέψη 25).

34      Στη συνέχεια, η ίδια διάταξη αποσκοπεί στην ενίσχυση της μόνιμης ένταξης της οικογένειας του Τούρκου μετανάστη στο κράτος μέλος υποδοχής, καθόσον παρέχει στο ενδιαφερόμενο μέλος της οικογένειας, μετά τη συμπλήρωση τριών ετών νόμιμης διαμονής, δικαίωμα πρόσβασης στην αγορά εργασίας. Ο βασικός σκοπός που επιδιώκεται δηλαδή είναι η εδραίωση της θέσης αυτού του μέλους της οικογένειας, το οποίο είναι ήδη νόμιμα ενταγμένο στο κράτος μέλος υποδοχής, καθόσον του παρέχονται τα μέσα να κερδίζει τα προς το ζην στο εν λόγω κράτος και, συνεπώς, να ανεξαρτητοποιηθεί οικονομικά έναντι του εν λόγω μετανάστη (βλ., μεταξύ άλλων, τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Eyüp, σκέψη 26, Cetinkaya, σκέψη 25, Aydinli, σκέψη 23, και Derin, σκέψεις 50 και 71).

35      Από τα παραπάνω το Δικαστήριο συνήγαγε ότι, αν και το μέλος της οικογένειας είναι καταρχήν υποχρεωμένο, εκτός αν συντρέχουν θεμιτοί λόγοι, να διαμένει πράγματι με τον διακινούμενο εργαζόμενο, ενόσω το ίδιο το μέλος αυτό δεν έχει δικαίωμα πρόσβασης στην αγορά εργασίας –δηλαδή πριν από την παρέλευση της τριετίας–, αυτό δεν ισχύει, αντίθετα, όταν ο ενδιαφερόμενος έχει αποκτήσει νόμιμα το δικαίωμα αυτό βάσει του άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, της απόφασης 1/80, και, κατά μείζονα λόγο, δεν μπορεί να ισχύει ούτε στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος, μετά τη συμπλήρωση πενταετίας, έχει δικαίωμα εργασίας μη υποκείμενο σε αιρέσεις (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Derin, σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

36      Συγκεκριμένα, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, της απόφασης 1/80, η διάταξη αυτή απονέμει στα μέλη της οικογένειας του Τούρκου εργαζόμενου ίδιο δικαίωμα πρόσβασης στην αγορά εργασίας του κράτους μέλους υποδοχής, καθώς και το σχετικό δικαίωμα να εξακολουθήσει να διαμένει στο έδαφος του κράτους αυτού.

37      Η απονομή των δικαιωμάτων αυτών οφείλεται βέβαια στην κατάσταση στην οποία τελούσε στο παρελθόν στο έδαφος του ίδιου αυτού κράτους ο συγγενής Τούρκος εργαζόμενος, χάρη στον οποίο το μέλος της οικογένειας του εργαζόμενου αυτού απέκτησε δικαίωμα διαμονής.

38      Εντούτοις, όπως ορθά υποστηρίζει η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με τις γραπτές παρατηρήσεις της, το μέλος της οικογένειας αυτού του εργαζόμενου, εφόσον έχει αποκτήσει αυτοτελές δικαίωμα με βάση το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της απόφασης 1/80, έχει ενταχθεί στο κράτος μέλος υποδοχής σε επαρκή βαθμό, ώστε να μπορεί να γίνει δεκτό ότι η κατάστασή του διαφέρει από την κατάσταση του συγγενούς του, χάρη στον οποίο εισήλθε στο έδαφος του κράτους αυτού, και ότι επομένως είναι ανεξάρτητη από την κατάσταση του συγγενούς του αυτού (βλ. επ’ αυτού προπαρατεθείσες αποφάσεις Derin, σκέψεις 50 και 71, και Altun, σκέψεις 59 και 63).

39      Η ίδια ερμηνεία επιβάλλεται και σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει συνολικά η απόφαση 1/80, σε σχέση με την οποία έχει γίνει δεκτό επανειλημμένα ότι αποσκοπεί στη βελτίωση της θέσης των Τούρκων μεταναστών στο κράτος μέλος υποδοχής, διευκολύνοντας τη σταδιακή ένταξη στο κράτος μέλος υποδοχής των Τούρκων υπηκόων που πληρούν τις προϋποθέσεις μιας από τις διατάξεις της απόφασης αυτής και απολαύουν συνεπώς των δικαιωμάτων που τους παρέχει η εν λόγω απόφαση (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 16ης Μαρτίου 2000, C‑329/97, Ergat, Συλλογή 2000, σ. I‑1487, σκέψεις 43 και 44, και προπαρατεθείσες αποφάσεις Derin, σκέψη 53, και Altun, σκέψεις 28 και 29).

40      Το Δικαστήριο, με βάση την αντίληψη αυτή, έχει δεχτεί ότι ορισμένα δικαιώματα παρεμφερή με τα δικαιώματα που απέκτησε νόμιμα ο M. Bozkurt με βάση το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της απόφασης 1/80 υφίστανται ανεξάρτητα από τη συνέχιση της συνδρομής των προϋποθέσεων που έπρεπε να πληρούνται για τη γένεσή τους (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Ergat, σκέψη 40, Cetinkaya, σκέψη 31, Aydinli, σκέψη 26, Derin, σκέψη 53, και Altun, σκέψη 36), πράγμα που σημαίνει ότι το μέλος της οικογένειας που έχει αποκτήσει ήδη δικαιώματα βάσει της απόφασης αυτής μπορεί να εδραιώσει σταδιακά τη θέση του στο κράτος μέλος υποδοχής και να ενταχθεί μόνιμα στο κράτος αυτό, κάνοντας ζωή ανεξάρτητη από το πρόσωπο χάρη στο οποίο απέκτησε τα δικαιώματα αυτά (βλ. επ’ αυτού, μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση Ergat, σκέψεις 43 και 44).

41      Η ερμηνεία που υπενθυμίστηκε στην αμέσως προηγούμενη σκέψη αποτελεί απλώς την έκφραση της γενικότερης αρχής του σεβασμού των κεκτημένων δικαιωμάτων, η οποία έχει κατοχυρωθεί με την απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1992, C‑237/91, Kus (Συλλογή 1992, σ. I‑6781, σκέψεις 21 και 22), αρχής που προβλέπει ότι, εφόσον ο Τούρκος υπήκοος μπορεί να επικαλεστεί εγκύρως δικαιώματα βάσει διάταξης της απόφασης 1/80, τα δικαιώματα αυτά δεν εξαρτώνται πλέον από το αν εξακολουθούν να υπάρχουν οι περιστάσεις υπό τις οποίες γεννήθηκαν τα εν λόγω δικαιώματα, αφού η απόφαση αυτή δεν επιβάλλει καμία τέτοια προϋπόθεση. Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Kus το επίμαχο στοιχείο ήταν ακριβώς ο γάμος, ο οποίος είχε παράσχει στον ενδιαφερόμενο Τούρκο υπήκοο τη δυνατότητα να εισέλθει στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής και ο οποίος είχε λυθεί στη συνέχεια με διαζύγιο, αφού ο ενδιαφερόμενος είχε ήδη αποκτήσει δικαιώματα κατ’ εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 1, της απόφασης 1/80. Υπενθυμίζεται ότι με τη σκέψη 22 της απόφασης της 5ης Οκτωβρίου 1994, C‑355/93, Eroglu (Συλλογή 1994, σ. I‑5113), το Δικαστήριο έκρινε ότι η αρχή αυτή έχει εφαρμογή και στο πλαίσιο του άρθρου 7 της ίδιας αυτής απόφασης (βλ. επ’ αυτού, μεταξύ άλλων, τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Ergat, σκέψη 40, Aydinli, σκέψη 26, Derin, σκέψη 50, και Altun, σκέψεις 42 και 43).

42      Όσον αφορά. πέμπτον, τις περιστάσεις που επισύρουν την απώλεια των δικαιωμάτων που παρέχονται βάσει του άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, της απόφασης 1/80 στα μέλη της οικογένειας Τούρκου εργαζομένου που πληρούν τις προϋποθέσεις που θέτει το εν λόγω εδάφιο, ο περιορισμός των δικαιωμάτων αυτών επιτρέπεται, κατά πάγια επίσης νομολογία, σε δύο μόνο περιπτώσεις, δηλαδή είτε όταν η παρουσία του Τούρκου μετανάστη στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής συνιστά, λόγω της ατομικής συμπεριφοράς του, πραγματικό και σοβαρό κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια υγεία, κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 1, της απόφασης αυτής, είτε όταν ο ενδιαφερόμενος έχει εγκαταλείψει το έδαφος του κράτους αυτού για σημαντικό χρονικό διάστημα χωρίς να συντρέχουν θεμιτοί λόγοι (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσες αποφάσεις Er, σκέψη 30, και Altun, σκέψη 62).

43      Το Δικαστήριο έχει επιβεβαιώσει επανειλημμένα ότι ο περιορισμός των δικαιωμάτων αυτών επιτρέπεται μόνο στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην αμέσως προηγούμενη σκέψη (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσες αποφάσεις Cetinkaya, σκέψη 38, Derin, σκέψη 54, Er, σκέψη 30, και Altun, σκέψη 62).

44      Από το σύνολο των παραπάνω σκέψεων συνάγεται ότι το διαζύγιο, εφόσον εκδίδεται μετά από τη νομότυπη κτήση από το ενδιαφερόμενο μέλος της οικογένειας των δικαιωμάτων που παρέχονται από το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της απόφασης 1/80, δεν ασκεί καμία επιρροή επί της δυνατότητας του ενδιαφερόμενου να διατηρήσει τα δικαιώματα αυτά, ακόμη και αν αρχικά ο ενδιαφερόμενος τα απέκτησε χάρη στον πρώην σύζυγό του.

45      Τέλος, διευκρινίζεται ότι η ερμηνεία που δόθηκε με την αμέσως προηγούμενη σκέψη δεν είναι ασυμβίβαστη με τις απαιτήσεις του άρθρου 59 του πρόσθετου πρωτοκόλλου, που υπογράφηκε στις 23 Νοεμβρίου 1970. Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας με τα σημεία 50 έως 52 των προτάσεών της, για λόγους παρεμφερείς προς αυτούς που παρέθεσε το Δικαστήριο στις σκέψεις 62 έως 67 της προπαρατεθείσας απόφασης Derin και στη σκέψη 21 της απόφασης της 4ης Οκτωβρίου 2007, C‑349/06, Polat (Συλλογή 2007, σ. I‑8167), η κατάσταση του μέλους της οικογένειας του Τούρκου μετανάστη δεν μπορεί να συγκριθεί λυσιτελώς με την κατάσταση του μέλους της οικογένειας ενός υπηκόου κράτους μέλους, με δεδομένες τις σημαντικές διαφορές που υπάρχουν μεταξύ του νομικού καθεστώτος στο οποίο υπάγεται καθένας τους (βλ. επ’ αυτού την απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2010, C‑462/08, Bekleyen, που δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 35 έως 38 και 43).

46      Κατόπιν των ανωτέρω, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της απόφασης 1/80 έχει την έννοια ότι ένας Τούρκος υπήκοος όπως ο προσφεύγων της κύριας δίκης, ο οποίος, ως μέλος της οικογένειας εργαζόμενης που έχει την τουρκική ιθαγένεια και είναι ενταγμένη στη νόμιμη αγορά εργασίας κράτους μέλους και λόγω του ότι διέμεινε με τη σύζυγό του για συνεχές διάστημα πέντε τουλάχιστον ετών, έχει τα δικαιώματα που απορρέουν από το νομικό καθεστώς που προβλέπεται στη δεύτερη περίπτωση της εν λόγω διάταξης, δεν χάνει τα δικαιώματα αυτά λόγω του διαζυγίου που εκδόθηκε σε ημερομηνία μεταγενέστερη της κτήσης των δικαιωμάτων αυτών.

 Επί του δεύτερου ερωτήματος

47      Κατά πάγια νομολογία, οι πολίτες δεν μπορούν να επικαλούνται τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης καταχρηστικώς ή καταστρατηγώντας τες, ενώ τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να λαμβάνουν υπόψη, κατά περίπτωση, βασιζόμενα σε αντικειμενικά στοιχεία, την καταχρηστική ή απατηλή συμπεριφορά των ενδιαφερομένων, προκειμένου να μην εφαρμόσουν ενδεχομένως υπέρ αυτών τις διατάξεις του δικαίου αυτού (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 1999, C‑212/97, Centros, Συλλογή 1999 , σ. I‑1459, σκέψη 25, της 21ης Φεβρουαρίου 2006, C‑255/02, Halifax κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I‑1609, σκέψη 68, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, C‑16/05, Tum και Dari, Συλλογή 2007, σ. I‑7415, σκέψη 64).

48      Για παράδειγμα, το Δικαστήριο απέκλεισε τη δυνατότητα να θεωρηθούν νόμιμες, ενόψει της εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 1, της απόφασης 1/80, οι περίοδοι απασχόλησης που είχε συμπληρώσει ένας Τούρκος υπήκοος χάρη στην τέλεση απάτης, η οποία είχε ως συνέπεια την καταδίκη του, διότι ο ενδιαφερόμενος δεν πληρούσε, στην πραγματικότητα, τις προϋποθέσεις της διάταξης αυτής και, επομένως, δεν είχε νομίμως δικαίωμα βάσει αυτής (βλ. αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 1997, C‑285/95, Kol, Συλλογή 1997, σ. I‑3069, σκέψεις 26 και 27, και της 11ης Μαΐου 2000, C‑37/98, Savas, Συλλογή 2000, σ. I‑2927, σκέψη 61).

49      Δεν είναι πράγματι δυνατόν να επιτρέπεται να επιδιώκουν οι Τούρκοι υπήκοοι να αποκομίζουν παρανόμως τα οφέλη που εγγυώνται οι διατάξεις της απόφασης 1/80.

50      Εντούτοις, από τη δικογραφία που διαβίβασε στο Δικαστήριο το αιτούν δικαστήριο εν προκειμένω προκύπτει ότι τα εθνικά δικαστήρια που έχουν αποφανθεί επί της ουσίας της υπόθεσης που εκκρεμεί επί του παρόντος ενώπιον του Bundesverwaltungsgericht έχουν διαπιστώσει ρητά ότι ο M. Bozkurt υπαγόταν νόμιμα στο νομικό καθεστώς του άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, της απόφασης 1/80. Εξάλλου, ενώπιον του Δικαστηρίου δεν προβλήθηκε κανένα στοιχείο από το οποίο να μπορεί να συναχθεί ότι στην υπόθεση της κύριας δίκης πρόκειται για περίπτωση λευκού γάμου που έχει συναφθεί με μόνο σκοπό την καταχρηστική κάρπωση οφελών που προβλέπονται από το δίκαιο που διέπει τη σύνδεση ΕΟΚ-Τουρκίας.

51      Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, ο M. Bozkurt ασκεί απλώς τα δικαιώματα που του απονέμονται ρητά από την απόφαση 1/80 και για την κτήση των οποίων πληρούσε όλες τις απαιτούμενες προϋποθέσεις.

52      Το γεγονός καθαυτό ότι ο Τούρκος υπήκοος αυτός ασκεί τα δικαιώματα που εγγυάται η εν λόγω απόφαση σε όλη τους την έκταση, δικαιώματα που απέκτησε στο παρελθόν νομότυπα, δεν μπορεί να θεωρηθεί κατάχρηση δικαιώματος.

53      Το αιτούν δικαστήριο, μολονότι δεν υποβάλλει ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 1, της απόφασης 1/80, θέτει πάντως το ζήτημα μήπως, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης της κύριας δίκης, η άσκηση από τον M. Bozkurt του δικαιώματος που απέκτησε δυνάμει του άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω απόφασης προσβάλλει τη δημόσια τάξη, αν ληφθεί υπόψη η σοβαρότητα του εγκλήματος που διέπραξε μετά την κτήση του δικαιώματος αυτού, σε βάρος μάλιστα του προσώπου χάρη στο οποίο απέκτησε το εν λόγω δικαίωμα.

54      Συναφώς διευκρινίζεται ότι το άρθρο 14, παράγραφος 1, της απόφασης 1/80 είναι αυτό που προβλέπει το κατάλληλο νομικό πλαίσιο για να εξακριβώνεται κατά πόσον ο Τούρκος υπήκοος που βαρύνεται με ποινικές καταδίκες επιτρέπεται να απελαύνεται από το κράτος μέλος υποδοχής και να στερείται έτσι τα δικαιώματα που αντλεί απευθείας από την εν λόγω απόφαση (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση Derin, σκέψη 74).

55      Όσον αφορά τον καθορισμό του περιεχομένου της εξαίρεσης για λόγους δημόσιας τάξης, την οποία προβλέπει η διάταξη αυτή, πρέπει, σύμφωνα με πάγια νομολογία, να ληφθεί υπόψη η ερμηνεία που έχει δοθεί στην ίδια εξαίρεση στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων που έχουν ιθαγένεια κράτους μέλους της Ένωσης (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση Polat, σκέψη 30).

56      Το Δικαστήριο έχει ανέκαθεν τονίσει ότι η εξαίρεση αυτή συνιστά παρέκκλιση από τη θεμελιώδη αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται στενά και της οποίας το περιεχόμενο δεν μπορεί να καθορίζεται μονομερώς από τα κράτη μέλη (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση Polat, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

57      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η εκ μέρους εθνικής αρχής επίκληση της έννοιας της δημόσιας τάξης προϋποθέτει, εκτός της διατάραξης της κοινωνικής τάξης που συνιστά κάθε παράβαση του νόμου, την ύπαρξη πραγματικής και αρκούντως σοβαρής απειλής για θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Polat, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

58      Επομένως, τα μέτρα που λαμβάνονται για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας πρέπει να βασίζονται αποκλειστικά στην ατομική συμπεριφορά του ενδιαφερόμενου. Τα μέτρα αυτά δεν μπορούν συνεπώς να διατάσσονται αυτόματα κατόπιν ποινικής καταδίκης και με σκοπό τη γενική πρόληψη (προπαρατεθείσα απόφαση Polat, σκέψεις 31 και 35).

59      Η ύπαρξη ποινικής καταδίκης δεν μπορεί συνεπώς να λαμβάνεται υπόψη παρά μόνο στο μέτρο που από τις περιστάσεις που οδήγησαν στην καταδίκη αυτή προκύπτει η ύπαρξη ατομικής συμπεριφοράς που συνιστά ενεστώσα απειλή για τη δημόσια τάξη (προπαρατεθείσα απόφαση Polat, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

60      Κατά συνέπεια, οι αρμόδιες εθνικές αρχές οφείλουν να προβαίνουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, σε εκτίμηση αφενός της ατομικής συμπεριφοράς του δράστη της παράβασης και αφετέρου του ζητήματος αν η συμπεριφορά αυτή αντιπροσωπεύει ενεστώτα, πραγματικό και αρκετά σοβαρό κίνδυνο για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια και, επιπλέον, είναι υποχρεωμένες να τηρούν την αρχή της αναλογικότητας και να σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα του ενδιαφερόμενου. Ειδικότερα, η λήψη μέτρου απέλασης με βάση το άρθρο 14, παράγραφος 1, της απόφασης 1/80 επιτρέπεται μόνον αν η ατομική συμπεριφορά του ενδιαφερόμενου ενέχει συγκεκριμένο κίνδυνο νέων σοβαρών διαταράξεων της δημόσιας τάξης (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Derin, σκέψη 74).

61      Κατόπιν όλων των παραπάνω σκέψεων, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η εξής απάντηση:

–        Δεν συνιστά κατάχρηση δικαιώματος το γεγονός ότι ένας Τούρκος υπήκοος όπως ο προσφεύγων της υπόθεσης της κύριας δίκης ασκεί δικαίωμα που έχει αποκτήσει νόμιμα βάσει του άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, της απόφασης 1/80, μολονότι ο ενδιαφερόμενος, αφού απέκτησε το δικαίωμα αυτό χάρη στην πρώην σύζυγό του, διέπραξε σοβαρό έγκλημα σε βάρος της, λόγω του οποίου και καταδικάστηκε.

–        Αντίθετα, το άρθρο 14, παράγραφος 1, της ίδιας αυτής απόφασης δεν απαγορεύει τη λήψη μέτρου απέλασης κατά του Τούρκου υπηκόου που βαρύνεται με ποινικές καταδίκες, εφόσον η ατομική συμπεριφορά του συνιστά ενεστώσα, πραγματική και αρκούντως σοβαρή απειλή για θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας. Στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει αν αυτό συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης.

 Επί των δικαστικών εξόδων

62      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της απόφασης 1/80, της 19ης Σεπτεμβρίου 1980, για την προώθηση της συνδέσεως, την οποία εξέδωσε το Συμβούλιο Σύνδεσης που συστάθηκε με τη Συμφωνία Σύνδεσης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας, έχει την έννοια ότι ένας Τούρκος υπήκοος όπως ο προσφεύγων της κύριας δίκης, ο οποίος, ως μέλος της οικογένειας εργαζόμενης που έχει την τουρκική ιθαγένεια και είναι ενταγμένη στη νόμιμη αγορά εργασίας κράτους μέλους και λόγω του ότι διέμεινε με τη σύζυγό του για συνεχές διάστημα πέντε τουλάχιστον ετών, έχει τα δικαιώματα που απορρέουν από το νομικό καθεστώς που προβλέπεται στη δεύτερη περίπτωση της εν λόγω διάταξης, δεν χάνει τα δικαιώματα αυτά λόγω του διαζυγίου που εκδόθηκε σε ημερομηνία μεταγενέστερη της κτήσης των δικαιωμάτων αυτών.

2)      Δεν συνιστά κατάχρηση δικαιώματος το γεγονός ότι ένας Τούρκος υπήκοος όπως ο προσφεύγων της υπόθεσης της κύριας δίκης ασκεί δικαίωμα που έχει αποκτήσει νόμιμα βάσει του άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, της απόφασης 1/80, μολονότι ο ενδιαφερόμενος, αφού απέκτησε το δικαίωμα αυτό χάρη στην πρώην σύζυγό του, διέπραξε σοβαρό έγκλημα σε βάρος της, λόγω του οποίου και καταδικάστηκε.

Αντίθετα, το άρθρο 14, παράγραφος 1, της ίδιας αυτής απόφασης δεν απαγορεύει τη λήψη μέτρου απέλασης κατά του Τούρκου υπηκόου που βαρύνεται με ποινικές καταδίκες, εφόσον η ατομική συμπεριφορά του συνιστά ενεστώσα, πραγματική και αρκούντως σοβαρή απειλή για θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας. Στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει αν αυτό συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top