Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62008CJ0044

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 10ης Σεπτεμβρίου 2009.
    Akavan Erityisalojen Keskusliitto AEK ry κ.λπ. κατά Fujitsu Siemens Computers Oy.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Korkein oikeus - Φινλανδία.
    Προδικαστική διαδικασία - Οδηγία 98/59/ΕΚ - Προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τις ομαδικές απολύσεις - Άρθρο 2 - Προστασία των εργαζομένων - Ενημέρωση των εργαζομένων και διαβούλευση με αυτούς - Όμιλος επιχειρήσεων - Μητρική εταιρία - Θυγατρική.
    Υπόθεση C-44/08.

    Συλλογή της Νομολογίας 2009 I-08163

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2009:533

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

    της 10ης Σεπτεμβρίου 2009 ( *1 )

    «Προδικαστική διαδικασία — Οδηγία 98/59/ΕΚ — Προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τις ομαδικές απολύσεις — Άρθρο 2 — Προστασία των εργαζομένων — Ενημέρωση των εργαζομένων και διαβούλευση με αυτούς — Όμιλος επιχειρήσεων — Μητρική εταιρία — Θυγατρική»

    Στην υπόθεση C-44/08,

    με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Korkein oikeus (Φινλανδία) με απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2008, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 8 Φεβρουαρίου 2008, στο πλαίσιο της δίκης

    Akavan Erityisalojen Keskusliitto AEK ry κ.λπ.

    κατά

    Fujitsu Siemens Computers Oy,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους K. Lenaerts, πρόεδρο τμήματος, R. Silva de Lapuerta, E. Juhász (εισηγητή), Γ. Αρέστη και J. Malenovský, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

    γραμματέας: C. Strömholm, υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Ιανουαρίου 2009,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    η Akavan Erityisalojen Keskusliitto AEK ry κ.λπ., εκπροσωπούμενη από τον H. Laitinen, asianajaja,

    η Fujitsu Siemens Computers Oy, εκπροσωπούμενη από τον P. Uoti, asianajaja,

    η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Guimaraes-Purokoski,

    η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον L. Seeboruth,

    η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους M. Huttunen, P. Aalto και J. Enegren,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 22ας Απριλίου 2009,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2 της οδηγίας 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις (ΕΕ L 225, σ. 16).

    2

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε από το Korkein oikeus (ανώτατο δικαστήριο της Φινλανδίας) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ Akavan Erityisalojen Keskusliitto AEK ry κ.λπ. και Fujitsu Siemens Computers Oy (στο εξής: FSC), σχετικά με την υποχρέωση διεξαγωγής διαβουλεύσεων με τους εκπροσώπους των εργαζομένων σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων.

    Το νομικό πλαίσιο

    Το κοινοτικό δίκαιο

    3

    Στις 17 Φεβρουαρίου 1975 το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εξέδωσε την οδηγία 75/129/ΕΟΚ, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 44), η οποία τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/56/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1992 (ΕΕ L 245, σ. 3).

    4

    Η οδηγία 75/129 καταργήθηκε με την οδηγία 98/59. Η δεύτερη, η ένατη και η ενδέκατη αιτιολογική σκέψη της τελευταίας έχουν ως ακολούθως:

    «[…] επιβάλλεται η ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης ισόρροπης οικονομικής και κοινωνικής αναπτύξεως εντός της Κοινότητας·

    […]

    […] πρέπει να προβλεφθεί ότι η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται καταρχήν και στις ομαδικές απολύσεις που προκύπτουν από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχείρησης κατόπιν δικαστικής αποφάσεως·

    […]

    Κατά την ενδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αυτής:

     

    […] πρέπει να εξασφαλιστεί ότι οι υποχρεώσεις των εργοδοτών όσον αφορά την ενημέρωση, τη διαβούλευση και την κοινοποίηση εφαρμόζονται ανεξάρτητα από το αν η απόφαση για τις ομαδικές απολύσεις λαμβάνεται από τον εργοδότη ή από επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη».

    5

    Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα: «Όταν ο εργοδότης προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις, υποχρεούται να πραγματοποιεί, εγκαίρως, διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας.»

    6

    Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας:

    «Οι διαβουλεύσεις αφορούν τουλάχιστον τις δυνατότητες αποφυγής ή μείωσης των ομαδικών απολύσεων, καθώς και τις δυνατότητες άμβλυνσης των συνεπειών, δια της αγωγής σε συνοδευτικά κοινωνικά μέτρα με σκοπό τη βοήθεια για την επαναπασχόληση ή τον αναπροσανατολισμό των απολυομένων εργαζομένων.»

    7

    Το άρθρο 2, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 98/59 ορίζει περαιτέρω ότι, για να μπορέσουν οι εκπρόσωποι των εργαζομένων να διατυπώσουν εποικοδομητικές προτάσεις, ο εργοδότης οφείλει να τους παρέχει εγκαίρως, κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων, όλες τις χρήσιμες πληροφορίες και να τους γνωστοποιεί εγγράφως τα στοιχεία που απαριθμούνται στο εδάφιο αυτό.

    8

    Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 4, της οδηγίας 98/59:

    «Οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 3 εφαρμόζονται ανεξάρτητα από το αν η απόφαση για τις ομαδικές απολύσεις λαμβάνεται από τον εργοδότη ή από επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη.

    Όσον αφορά τις προβαλλόμενες παραβάσεις των υποχρεώσεων ενημέρωσης, διαβούλευσης και κοινοποίησης που ορίζονται στην παρούσα οδηγία, δεν θα λαμβάνεται υπόψη, ως δικαιολογία, το επιχείρημα του εργοδότη ότι η επιχείρηση που έλαβε την απόφαση για τις ομαδικές απολύσεις δεν του παρέσχε τις αναγκαίες πληροφορίες.»

    9

    Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας έχει ως ακολούθως:

    «Ο εργοδότης υποχρεούται να κοινοποιεί εγγράφως στην αρμόδια δημόσια αρχή κάθε σχεδιαζόμενη ομαδική απόλυση.

    […]

    Η κοινοποίηση πρέπει να περιέχει κάθε χρήσιμη πληροφορία σχετικά με τη σχεδιαζόμενη ομαδική απόλυση και τις διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, που προβλέπονται στο άρθρο 2, και ιδίως τους λόγους της απολύσεως, τον αριθμό των υπό απόλυση εργαζομένων, τον αριθμό των συνήθως απασχολουμένων και την περίοδο μέσα στην οποία πρόκειται να πραγματοποιηθούν οι απολύσεις.»

    10

    Το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, της ίδιας οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα:

    «1.   Οι ομαδικές απολύσεις, το σχέδιο των οποίων έχει κοινοποιηθεί στην αρμόδια δημόσια αρχή, ισχύουν το ενωρίτερο 30 ημέρες από την κοινοποίηση που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, με την επιφύλαξη των διατάξεων που διέπουν τα κατά περίπτωση δικαιώματα ως προς την προθεσμία προειδοποιήσεως.

    Τα κράτη μέλη δύνανται να παρέχουν στην αρμόδια αρχή την ευχέρεια συντομεύσεως της αναφερόμενης στο προηγούμενο εδάφιο προθεσμίας.

    2.   Η αρμόδια δημόσια αρχή χρησιμοποιεί την προθεσμία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 για να εξεύρει λύσεις στα προβλήματα που δημιουργούνται από τις σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις.»

    Το εθνικό δίκαιο

    11

    Ο νόμος 725/1978, περί συμμετοχής των εργαζομένων στη λήψη αποφάσεων στο πλαίσιο των επιχειρήσεων [yhteistoiminnasta yrityksissä annettu laki (725/1978)], όπως τροποποιήθηκε με τους νόμους 51/1993 και 906/1996 (στο εξής: νόμος περί συμμετοχής των εργαζομένων), προβλέπει, στο άρθρο 1, ότι, για τη βελτίωση της δραστηριότητας των επιχειρήσεων καθώς και των όρων εργασίας και για να καταστεί αποτελεσματικότερη η συνεργασία μεταξύ εργοδότη και προσωπικού, αλλά και η αμοιβαία συνεργασία του προσωπικού, πρέπει να παρέχονται στους εργαζόμενους περισσότερες δυνατότητες ασκήσεως επιρροής επί ζητημάτων που αφορούν τις θέσεις εργασίας τους και τον τόπο παροχής της εργασίας αυτής.

    12

    Δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφοι 3 και 3b, του νόμου περί συμμετοχής των εργαζομένων, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας συνεργασίας το κλείσιμο ή η μεταφορά σε άλλο τόπο της επιχειρήσεως ή μέρους αυτής, όπως και η διεύρυνση ή η ουσιαστική μείωση της δραστηριότητάς της, καθώς και, ιδίως, η εφαρμογή μειωμένου ωραρίου εργασίας, η προσωρινή αργία για τεχνικούς λόγους και οι σχεδιαζόμενες απολύσεις για λόγους αφορώντες την παραγωγή ή για λόγους οικονομικής φύσεως.

    13

    Το άρθρο 7, παράγραφος 1, του νόμου αυτού ορίζει ότι, πριν ο εργοδότης λάβει απόφαση επί ζητήματος περί του οποίου γίνεται λόγος στο άρθρο 6, πρέπει να προβεί σε διαβουλεύσεις σχετικά με τους λόγους λήψεως του οικείου μέτρου, τα αποτελέσματά του και τις εναλλακτικές λύσεις με τους εργαζόμενους και τους εκπροσώπους του ενδιαφερόμενου προσωπικού. Κατά την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, ο εργοδότης, πριν κινήσει την εν λόγω διαδικασία συνεργασίας, πρέπει να παράσχει τις αναγκαίες πληροφορίες περί του σχεδιαζόμενου μέτρου στους εργαζόμενους και στους εκπροσώπους του ενδιαφερόμενου προσωπικού. Οι πληροφορίες αυτές, όπως είναι τα στοιχεία που αφορούν τους λόγους για τις σχεδιαζόμενες απολύσεις, η εκτίμηση του αριθμού των εργαζομένων των διαφόρων κατηγοριών που προβλέπεται να απολυθούν, η εκτίμηση της χρονικής περιόδου εντός της οποίας προβλέπεται να πραγματοποιηθούν οι σχεδιαζόμενες απολύσεις, καθώς και οι πληροφορίες επί των αρχών βάσει των οποίων θα προσδιοριστούν οι προς απόλυση εργαζόμενοι, πρέπει να παρέχονται εγγράφως όταν ο εργοδότης προτίθεται να απολύσει, να θέσει προσωρινά σε κατάσταση αργίας για διάστημα άνω των 90 ημερών ή να επιβάλει μειωμένο ωράριο εργασίας σε 10 τουλάχιστον εργαζόμενους.

    14

    Το άρθρο 7a, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου προβλέπει ότι πρέπει να γίνεται εγγράφως πρόταση διεξαγωγής διαβουλεύσεως στις περιπτώσεις περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 6, παράγραφοι 1 έως 5, τουλάχιστον πέντε ημέρες πριν από την έναρξη των διαβουλεύσεων αν το προς διαπραγμάτευση μέτρο ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα την απόλυση, την εφαρμογή μειωμένου ωραρίου εργασίας ή την προσωρινή θέση σε αργία ενός ή περισσοτέρων εργαζομένων.

    15

    Κατά το άρθρο 7b του νόμου περί συμμετοχής των εργαζομένων, όταν η πρόταση διεξαγωγής διαβουλεύσεων αφορά μέτρα σχετικά με μείωση του προσωπικού, η εν λόγω πρόταση ή οι πληροφορίες που αυτή περιλαμβάνει πρέπει να κοινοποιούνται εγγράφως στις αρμόδιες υπηρεσίες απασχολήσεως κατά την έναρξη των διαβουλεύσεων, εκτός αν αντίστοιχες πληροφορίες είχαν διαβιβαστεί προηγουμένως στο πλαίσιο άλλης περιπτώσεως. Αν τα κρίσιμα στοιχεία που ανακύπτουν κατά τη διαβούλευση διαφέρουν σημαντικά από τις προηγουμένως κοινοποιηθείσες πληροφορίες, ο εργοδότης πρέπει επίσης να γνωστοποιήσει και τα στοιχεία αυτά στις υπηρεσίες απασχολήσεως.

    16

    Κατά το άρθρο 8 του νόμου αυτού, αν ο εργοδότης και οι εκπρόσωποι του προσωπικού δεν συμφωνήσουν για μιαν άλλη διαδικασία, ο εργοδότης θεωρείται ότι ικανοποιεί την υποχρέωση διεξαγωγής διαβουλεύσεως όταν το σχεδιαζόμενο μέτρο αποτέλεσε το αντικείμενο διαδικασίας σύμφωνης προς το άρθρο 7 του εν λόγω νόμου. Εντούτοις, αν το μέτρο αυτό ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα την απόλυση, την εφαρμογή μειωμένου ωραρίου εργασίας ή την προσωρινή θέση σε αργία για διάστημα άνω των 90 ημερών 10 τουλάχιστον εργαζομένων, ο εργοδότης θεωρείται ότι εξεπλήρωσε την υποχρέωσή του διεξαγωγής διαβουλεύσεως μόνο μετά την πάροδο έξι εβδομάδων τουλάχιστον από της ενάρξεως της διαβουλεύσεως. Επιπλέον, εκτός αν υπάρχει αντίθετη συμφωνία, η εξέταση των εναλλακτικών λύσεων σε σχέση με το σχεδιαζόμενο μέτρο μπορεί να αρχίσει το νωρίτερο επτά ημέρες μετά την εξέταση των σχετικών λόγων και αποτελεσμάτων.

    17

    Δυνάμει του άρθρου 15a του νόμου περί συμμετοχής των εργαζομένων, όταν λαμβάνεται απόφαση, εκ προθέσεως ή εκ πρόδηλης αμελείας, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 7, παράγραφοι 1 έως 3, του άρθρου 7a ή του άρθρου 8 του νόμου αυτού και, ως συνέπεια της αποφάσεως αυτής, εργαζόμενος υποχρεώνεται να εργάζεται με μειωμένο ωράριο ή τίθεται προσωρινά σε κατάσταση αργίας, ή απολύεται, ο ενδιαφερόμενος δικαιούται να λάβει από τον εργοδότη αποζημίωση ίση κατ’ ανώτατο όριο προς αποδοχές 20 μηνών.

    Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    18

    Κατόπιν της συγχωνεύσεως ορισμένων εμπορικών δραστηριοτήτων στον τομέα πληροφορικής των εταιριών Fujitsu Ltd και Siemens AG στο πλαίσιο μιας κοινής επιχειρήσεως, την 1η Οκτωβρίου 1999 άρχισε τις δραστηριότητές του ο όμιλος Fujitsu Siemens Computers.

    19

    Η FSC είναι θυγατρική της Fujitsu Siemens Computers (Holding) BV (στο εξής: μητρική εταιρία), εταιρίας εγκατεστημένης στις Κάτω Χώρες. Την ως άνω ημερομηνία ο όμιλος αυτός είχε εγκαταστάσεις παραγωγής στο Espoo (Kilo) (Φινλανδία) και στις πόλεις Augsburg, Paderborn και Sömmerda (Γερμανία).

    20

    Κατά τη συνεδρίαση της 7ης Δεκεμβρίου 1999, η διοικούσα επιτροπή της μητρικής εταιρίας, αποτελούμενη από ηγετικά στελέχη του διοικητικού της συμβουλίου, αποφάσισε να προτείνει στο διοικητικό αυτό συμβούλιο την απόσπαση από τον όμιλο του ευρισκόμενου στο Kilo εργοστασίου.

    21

    Κατά τη συνεδρίαση της 14ης Δεκεμβρίου 1999, το ως άνω διοικητικό συμβούλιο αποφάσισε να ακολουθήσει την πρόταση αυτή, χωρίς ωστόσο να λάβει συγκεκριμένη απόφαση όσον αφορά το εν λόγω εργοστάσιο.

    22

    Την ίδια ημέρα, η FSC πρότεινε τη διεξαγωγή διαβουλεύσεων, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 20ής Δεκεμβρίου 1999 και 31ης Ιανουαρίου 2000.

    23

    Την 1η Φεβρουαρίου 2000 το διοικητικό συμβούλιο της FSC, αποτελούμενο κυρίως από διευθυντές του ομίλου και προεδρευόμενο από τον αντιπρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου της μητρικής εταιρίας, έλαβε μιαν απόφαση περί διακοπής των δραστηριοτήτων της FSC με εξαίρεση την πώληση ηλεκτρονικών υπολογιστών στη Φινλανδία. Η FSC άρχισε να απολύει τους εργαζομένους της στις 8 Φεβρουαρίου 2000. Συνολικά, απολύθηκαν περίπου 450 εργαζόμενοι από τους 490 που απασχολούσε η εταιρία αυτή.

    24

    Ορισμένοι από τους εργαζομένους αυτούς υποστήριξαν ότι η FSC παρέβη τον νόμο περί συμμετοχής των εργαζομένων με τις αποφάσεις που ελήφθησαν στο τέλος του 1999 και στις αρχές του 2000 όσον αφορά το κλείσιμο του εργοστασίου του Kilo. Οι εν λόγω εργαζόμενοι εκχώρησαν τις απαιτήσεις τους σχετικά με την αποζημίωση που προβλέπει ο νόμος αυτός, προς είσπραξη των σχετικών ποσών, στους αναιρεσείοντες της κύριας δίκης, οι οποίοι είναι συνδικαλιστικές οργανώσεις. Οι οργανώσεις αυτές προσέφυγαν προς τούτο ενώπιον του Espoon käräjäoikeus (πρωτοδικείου της πόλεως Espoo) ζητώντας την καταβολή των σχετικών ποσών.

    25

    Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του ως άνω δικαστηρίου, οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης υποστήριξαν ότι στην πραγματικότητα η οριστική απόφαση περί περιορισμού της δραστηριότητας του εργοστασίου του Kilo και περί αποσπάσεώς του από τη δραστηριότητα του ομίλου, πριν από τη μεταφορά της στη Γερμανία, είχε ληφθεί το αργότερο στις 14 Δεκεμβρίου 1999 από το διοικητικό συμβούλιο της μητρικής εταιρίας, οπότε η εν λόγω εγκατάσταση παραγωγής είχε παύσει να αποτελεί μέρος του ομίλου. Κατά τους αναιρεσείοντες της κύριας δίκης, η πραγματική απόφαση ελήφθη στις 14 Δεκεμβρίου 1999, πριν από τη διεξαγωγή των διαβουλεύσεων με το προσωπικό τις οποίες επιβάλλει ο νόμος περί συμμετοχής των εργαζομένων. Επομένως, η αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης παρέβη, εκ προθέσεως ή εκ πρόδηλης αμελείας, τον νόμο αυτό.

    26

    Η FSC ισχυρίστηκε, αφενός, ότι, κατά τη διάρκεια της συνεδριάσεως του διοικητικού συμβουλίου της μητρικής εταιρίας της 14ης Δεκεμβρίου 1999, δεν ελήφθη καμία απόφαση σχετική με το εργοστάσιο και, αφετέρου, ότι υπήρχαν ακόμη ενδεχόμενες εναλλακτικές λύσεις, όπως η συνέχιση της δραστηριότητας, ως είχε ή σε μικρότερη έκταση, η πώληση σε τρίτον ή η συνέχισή της σε συνεργασία με άλλη επιχείρηση. Η FSC υποστήριξε εξάλλου ότι η έννοια της αποφάσεως του εργοδότη συνεπάγεται παρέμβαση του αρμοδίου οργάνου της οικείας εταιρίας, ήτοι, εν προκειμένω, του διοικητικού της συμβουλίου, και ότι το διοικητικό αυτό συμβούλιο έλαβε την απόφαση για το κλείσιμο του εργοστασίου την 1η Φεβρουαρίου 2000, ήτοι μετά το πέρας των διαβουλεύσεων.

    27

    Το Espoon käräjäoikeus έκρινε ότι οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης δεν απέδειξαν ότι το διοικητικό συμβούλιο της μητρικής εταιρίας είχε αποφασίσει το κλείσιμο του εργοστασίου του Kilo κατά τρόπον ώστε να θεωρείται ότι οι διαβουλεύσεις μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων στο πλαίσιο της FSC δεν διεξήχθησαν σύμφωνα με τον νόμο περί συμμετοχής των εργαζομένων. Κατά το δικαστήριο αυτό, υπήρχαν όντως εναλλακτικές λύσεις έναντι του κλεισίματος του εργοστασίου και οι λύσεις αυτές είχαν εξεταστεί στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων. Το εν λόγω δικαστήριο, συνάγοντας ότι η σχετική με το κλείσιμο αυτό απόφαση ελήφθη στη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της FSC της 1ης Φεβρουαρίου 2000, όταν διαπιστώθηκε ότι ήταν αδύνατο να υπάρξει άλλη λύση, και ότι οι εν λόγω διαβουλεύσεις ήταν πραγματικές και πρόσφορες, απέρριψε την αγωγή.

    28

    Επιληφθέν κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, το Helsingin hovioikeus (εφετείο του Ελσίνκι), δεχόμενο ειδικότερα ότι η οριστική απόφαση περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 7, παράγραφος 1, του νόμου περί συμμετοχής των εργαζομένων μπορούσε να ληφθεί μόνον από τον εργοδότη, δηλαδή από την αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης, και ότι τα σχέδια της μητρικής εταιρίας δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής της υποχρεώσεως διαβουλεύσεως που προβλέπει ο νόμος αυτός, επιβεβαίωσε την απόφαση του Espoon käräjäoikeus.

    29

    Το Korkein oikeus, επιληφθέν της αιτήσεως αναιρέσεως που υπέβαλαν οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης, έκρινε ότι οι διατάξεις της οδηγίας 98/59 και του νόμου συμμετοχής των εργαζομένων παρουσιάζουν διαφορές από πλευράς δομής και περιεχομένου και ότι, επομένως, η σχέση μεταξύ τους δεν είναι σαφής από κάθε άποψη.

    30

    Εκτιμώντας ότι η ερμηνεία των διατάξεων της οδηγίας 98/89 είναι αναγκαία προκειμένου να εκδώσει την απόφασή του, το Korkein oikeus αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Έχει το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59/ΕΚ την έννοια ότι η υποχρέωση που προβλέπει το άρθρο αυτό, περί διεξαγωγής διαβουλεύσεων “εγκαίρως” όταν ο εργοδότης “προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις” εργαζομένων, συνεπάγεται ότι πρέπει να διεξάγονται διαβουλεύσεις όταν έχει διαπιστωθεί, κατόπιν ορισμένων αποφάσεων περί της ακολουθητέας εμπορικής στρατηγικής ή περί αλλαγής της πορείας της οικείας επιχειρήσεως, η ανάγκη να προβεί η επιχείρηση σε μαζικές απολύσεις; Ή έχει η διάταξη αυτή την έννοια ότι η υποχρέωση προς διεξαγωγή διαβουλεύσεων υφίσταται ήδη όταν ο εργοδότης προτίθεται να λάβει τέτοια μέτρα ή να προβεί σε τέτοιες αλλαγές σχετικά με τη δραστηριότητα της επιχειρήσεως, όπως είναι η μεταβολή της παραγωγικής ικανότητας ή η συγκέντρωση της παραγωγής, με αποτέλεσμα την ανάγκη για ομαδικές απολύσεις;

    2)

    Λαμβανομένου υπόψη ότι το άρθρο 2, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας κάνει μνεία περί έγκαιρης παροχής πληροφοριών κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων, έχει το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας την έννοια ότι η υποχρέωση περί διεξαγωγής διαβουλεύσεων “εγκαίρως” την οποία αυτό προβλέπει όταν ο εργοδότης “προτίθεται” να προβεί σε ομαδικές απολύσεις σημαίνει ότι οι διαβουλεύσεις πρέπει να αρχίζουν πριν τα σχέδια του εργοδότη φθάσουν σε τέτοιο σημείο ώστε αυτός να είναι σε θέση να έχει συγκεκριμένες πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β’, και να τις παράσχει στους εργαζομένους;

    3)

    Έχει την έννοια το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 4, αυτής, ότι ο εργοδότης, σε περίπτωση στην οποία ελέγχεται από άλλη επιχείρηση, υποχρεούται να διεξαγάγει διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων όταν είτε ο ίδιος ο εργοδότης, είτε η μητρική εταιρία που τον ελέγχει προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις των εργαζομένων στην υπηρεσία του εργοδότη αυτού;

    4)

    Όταν πρόκειται για υποχρέωση διεξαγωγής διαβουλεύσεων στο πλαίσιο θυγατρικής αποτελούσας μέλος ομίλου και προκειμένου περί της ερμηνείας των διατάξεων του άρθρου 2, παράγραφος 4, της οδηγίας όσον αφορά την υποχρέωση “έγκαιρης” ενάρξεως των διαβουλεύσεων σε περίπτωση που ο εργοδότης “προτίθεται” να προβεί σε ομαδικές απολύσεις υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, γεννάται η υποχρέωση διεξαγωγής διαπραγματεύσεων ήδη όταν η διεύθυνση του ομίλου ή της μητρικής εταιρίας έχει την πρόθεση να πραγματοποιήσει ομαδικές απολύσεις, χωρίς όμως η πρόθεση αυτή να έχει ακόμη συγκεκριμενοποιηθεί ώστε να αφορά ορισμένα άτομα εργαζόμενα στην υπηρεσία μιας συγκεκριμένης ελεγχόμενης θυγατρικής εταιρίας; Ή γεννάται η υποχρέωση διεξαγωγής διαβουλεύσεων στο πλαίσιο της θυγατρικής εταιρίας μόνο από τη στιγμή που η διεύθυνση του ομίλου ή της μητρικής εταιρίας προβλέπει ρητά ομαδικές απολύσεις όσον αφορά τη θυγατρική εταιρία;

    5)

    Όταν ο εργοδότης είναι μια θυγατρική επιχείρηση υπαγόμενη σε όμιλο εταιριών, η οποία ελέγχεται από άλλη επιχείρηση (τη μητρική εταιρία ή τη διεύθυνση του ομίλου) υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 4, της οδηγίας, έχει το άρθρο 2 της οδηγίας την έννοια ότι η προβλεπόμενη από αυτό διαδικασία διαβουλεύσεων πρέπει να έχει ολοκληρωθεί πριν ληφθεί απόφαση περί ομαδικών απολύσεων σε επίπεδο μητρικής εταιρίας ή διευθύνσεως του ομίλου;

    6)

    Αν η οδηγία έχει την έννοια ότι οι διαβουλεύσεις που πρέπει να πραγματοποιηθούν στο πλαίσιο της θυγατρικής εταιρίας οφείλουν να έχουν ολοκληρωθεί πριν η μητρική εταιρία ή η διεύθυνση του ομίλου λάβει απόφαση περί μαζικών απολύσεων, είναι η κρίσιμη στο πλαίσιο αυτό απόφαση μόνον εκείνη η οποία έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την πραγματοποίηση των μαζικών απολύσεων εργαζομένων της θυγατρικής εταιρίας ή πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί οι διαβουλεύσεις πριν ληφθεί απόφαση σχετικά με την εμπορική στρατηγική σε επίπεδο μητρικής εταιρίας ή διευθύνσεως του ομίλου, βάσει της οποίας είναι μεν πιθανό να προβεί σε ομαδικές απολύσεις η θυγατρική εταιρία, χωρίς όμως τούτο να είναι ακόμη απολύτως βέβαιο;»

    Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

    Επί του παραδεκτού

    31

    Η FSC υποστηρίζει ότι τα τέσσερα πρώτα ερωτήματα της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτα, διότι τα εν λόγω ερωτήματα δεν έχουν σχέση με τη διαφορά της κύριας δίκης. Φρονεί ότι, δεδομένου ότι τα αιτήματα των αναιρεσειουσών της κύριας δίκης ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου δεν αφορούν τη χρονική στιγμή κατά την οποία πρέπει να αρχίζουν οι διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, η απάντηση στα ερωτήματα αυτά δεν είναι αναγκαία για τη λύση της διαφοράς της κύριας δίκης. Επιπλέον, κατά την FSC, η εξέταση της αιτήσεως, από την άποψη αυτή, αφορά μια υποθετική κατάσταση.

    32

    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 234 ΕΚ, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της εκδοθησόμενης δικαστικής αποφάσεως να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υπόθεσης, τόσο την ανάγκη εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως προκειμένου το ίδιο να αποφανθεί όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβαλλόμενα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο υποχρεούται καταρχήν να απαντήσει (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2007, C-119/05, Lucchini, Συλλογή 2007, σ. I-6199, σκέψη 43, και της 16ης Ιουλίου 2009, C-12/08, Mono Car Styling, Συλλογή 2009, σ. I-6653, σκέψη 27).

    33

    Κατά συνέπεια, σε αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως που υποβάλλεται από εθνικό δικαστήριο μπορεί να μη δοθεί απάντηση μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμα όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 4ης Δεκεμβρίου 2008, C-221/07, Zablocka-Weyhermüller, Συλλογή 2008, σ. I-9029, σκέψη 20, και Mono Car Styling, προαναφερθείσα, σκέψη 28).

    34

    Εν προκειμένω, όμως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση του εθνικού δικαστηρίου, το αιτούν δικαστήριο εξέθεσε λεπτομερώς στο Δικαστήριο το πραγματικό και νομικό πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, καθώς και τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι η απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα είναι αναγκαία προκειμένου να αποφανθεί.

    35

    Κατά συνέπεια, τα προδικαστικά αυτά ερωτήματα είναι παραδεκτά.

    Επί του πρώτου ερωτήματος

    36

    Με το πρώτο του ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί διευκρινίσεις επί της εννοίας της εκφράσεως «προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις» στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59, προκειμένου να προσδιορίσει τη χρονική στιγμή από την οποία επιβάλλεται η υποχρέωση διαβουλεύσεως που προβλέπει το ως άνω άρθρο 2. Ερωτά, συναφώς, αν ο χρόνος γενέσεως της εν λόγω υποχρεώσεως είναι αυτός κατά τον οποίο διαπιστώνεται ότι αποφάσεις εμπορικής στρατηγικής ή μεταβολές στην εμπορική δραστηριότητα της επιχειρήσεως καθιστούν αναγκαίες τις ομαδικές απολύσεις εργαζομένων, ή αυτός κατά τον οποίο διαμορφώθηκε πρόθεση λήψεως τέτοιων αποφάσεων ή πραγματοποιήσεως τέτοιων μεταβολών οι οποίες αναμένεται να καταστήσουν αναγκαίες τις απολύσεις αυτές.

    37

    Προεισαγωγικώς, πρέπει να σημειωθεί ότι η υπό κρίση υπόθεση συνδέεται με αποφάσεις οικονομικού και εμπορικού χαρακτήρα που ενδέχεται να έχουν επιπτώσεις επί των θέσεων εργασίας ορισμένων εργαζομένων στο πλαίσιο μιας επιχειρήσεως και όχι αποφάσεις που έχουν ως άμεσο αντικείμενο την καταγγελία συγκεκριμένων σχέσεων εργασίας.

    38

    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59, οι βαρύνουσες τον εργοδότη υποχρεώσεις διαβουλεύσεως και κοινοποιήσεως γεννώνται πριν από την απόφαση του τελευταίου να καταγγείλει τις συμβάσεις εργασίας (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2005, C-188/03, Junk, Συλλογή 2005, σ. I-885, σκέψεις 36 και 37). Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, εξακολουθεί να υφίσταται η δυνατότητα αποφυγής ή, τουλάχιστον, περιορισμού της εκτάσεως των ομαδικών απολύσεων ή αμβλύνσεως των συνεπειών τους.

    39

    Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59 προβλέπει την υποχρέωση του εργοδότη να προβεί σε εύθετο χρόνο σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων όταν «προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις». Όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 48 και 49 των προτάσεών του, από μια σύγκριση των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι, σύμφωνα με το πνεύμα του κοινοτικού νομοθέτη, η γένεση της επίμαχης υποχρεώσεως διαβουλεύσεως συνδέεται με την ύπαρξη προθέσεως του εργοδότη να προβεί σε ομαδικές απολύσεις.

    40

    Οι περιλαμβανόμενες στα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας 98/59 αναφορές σε «σχέδιο» ομαδικών απολύσεων επιβεβαιώνουν την ύπαρξη μιας τέτοιας προθέσεως ως στοιχείο το οποίο δημιουργεί τις υποχρεώσεις που προβλέπει η εν λόγω οδηγία, ειδικότερα στο άρθρο 2.

    41

    Επομένως, η υποχρέωση διαβουλεύσεως που προβλέπει το ως άνω άρθρο 2 της οδηγίας 98/59 θεωρείται ότι γεννάται όταν ο εργοδότης προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις ή εκπονεί σχέδιο ομαδικών απολύσεων (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 1985, 284/83, Dansk Metalarbejderforbund και Specialarbejderforbundet i Danmark, Συλλογή 1985, σ. 553, σκέψη 17).

    42

    Εντούτοις, πρέπει να προστεθεί ότι, όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα της, η οδηγία 98/59 επιβάλλει τις υποχρεώσεις που αυτή προβλέπει, ιδίως την κατά το άρθρο 2 υποχρέωση διαβουλεύσεως, και στις καταστάσεις στις οποίες η προοπτική ομαδικών απολύσεων δεν αποτελεί άμεση επιλογή του εργοδότη.

    43

    Πράγματι, το άρθρο 2, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής καθιστά τον εργοδότη υπεύθυνο για την τήρηση των υποχρεώσεων ενημερώσεως και διαβουλεύσεως που απορρέουν από την οδηγία αυτή, έστω και αν η απόφαση περί ομαδικών απολύσεων δεν είναι δική του, αλλά της επιχειρήσεως η οποία τον ελέγχει και έστω και αν αυτός δεν ενημερώθηκε πάραυτα και ορθά για τη σχετική απόφαση.

    44

    Στο πλαίσιο μιας οικονομίας που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη ενός διαρκώς αυξανόμενου αριθμού ομίλων επιχειρήσεων, όταν μια επιχείρηση ελέγχεται από άλλη η διάταξη αυτή παρέχει τη δυνατότητα να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική επίτευξη του σκοπού της οδηγίας 98/59, ο οποίος είναι, όπως εκθέτει η δεύτερη αιτιολογική της σκέψη, η ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων (απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2007, C-270/05, Αθηναϊκή Χαρτοποιία, Συλλογή 2007, σ. I-1499, σκέψη 25).

    45

    Επιπλέον, όπως ορθώς παρατηρεί η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, αν η υποχρέωση διαβουλεύσεως ίσχυε από τα πρώιμα στάδια της διαδικασίας λήψεως της σχετικής αποφάσεως θα έφερε ίσως αποτελέσματα αντίθετα προς τον σκοπό της οδηγίας 98/59, όπως είναι ο περιορισμός της ευελιξίας των επιχειρήσεων όσον αφορά την αναδιάρθρωσή τους, η επιβολή πρόσθετων δεσμεύσεων διοικητικού χαρακτήρα και η άσκοπη πρόκληση ανησυχίας στους εργαζόμενους όσον αφορά την ασφάλεια των θέσεων εργασίας τους.

    46

    Τέλος, ο λόγος υπάρξεως και η αποτελεσματικότητα των διαβουλεύσεων με τους εκπροσώπους των εργαζομένων προϋποθέτουν ότι πρέπει να προσδιορίζονται οι παράγοντες οι οποίοι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων αυτών, δεδομένου ότι είναι αδύνατη η πρόσφορη και η εξυπηρετούσα τους σκοπούς τους διεξαγωγή διαβουλεύσεων αν δεν έχουν διαμορφωθεί τα κρίσιμα στοιχεία των σχεδιαζόμενων ομαδικών απολύσεων. Πρέπει να προστεθεί ότι οι σκοποί αυτοί συνίστανται, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/59, στην αποφυγή των ομαδικών απολύσεων ή στη μείωση της εκτάσεώς τους και στην άμβλυνση των συνεπειών τους (βλ. απόφαση Junk, προαναφερθείσα, σκέψη 38). Όμως, όταν απλώς σχεδιάζεται να ληφθεί μια απόφαση που εκτιμάται ότι οδηγεί σε ομαδικές απολύσεις και, επομένως, υφίσταται απλώς ενδεχόμενο ομαδικών απολύσεων, χωρίς οι κρίσιμοι παράγοντες που θα μπορούσαν να αποτελέσουν το αντικείμενο διαβουλεύσεων να είναι γνωστοί, οι σκοποί αυτοί δεν μπορούν να επιτευχθούν.

    47

    Αντιθέτως, η σύνδεση της κατά το άρθρο 2 της οδηγίας 98/59 υποχρεώσεως διαβουλεύσεως με τη λήψη αποφάσεως εμπορικής στρατηγικής συνεπαγομένης ομαδικές απολύσεις εργαζομένων μπορεί να περιορίσει ως ένα βαθμό την πρακτική αποτελεσματικότητα της υποχρεώσεως αυτής. Πράγματι, όπως προκύπτει από την παράγραφο 2, πρώτο εδάφιο, του ως άνω άρθρου 2 της οδηγίας 98/59, οι διαβουλεύσεις πρέπει να αφορούν, ιδίως, τη δυνατότητα αποφυγής ή μειώσεως της εκτάσεως των σχεδιαζόμενων ομαδικών απολύσεων. Όμως, διαβούλευση που αρχίζει ενώ έχει ήδη ληφθεί απόφαση συνεπαγόμενη τέτοιες ομαδικές απολύσεις δεν μπορεί πλέον να έχει ως αντικείμενο την αναζήτηση τυχόν εναλλακτικών λύσεων προς αποφυγή των απολύσεων.

    48

    Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, σε περιπτώσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, ο εργοδότης πρέπει να αρχίζει τη διαδικασία διαβουλεύσεως μόλις ληφθεί απόφαση εμπορικής στρατηγικής που τον υποχρεώνει να εξετάσει το ενδεχόμενο ομαδικών απολύσεων ή να σχεδιάσει τέτοιες ομαδικές απολύσεις.

    49

    Υπό τις συνθήκες αυτές, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59 έχει την έννοια ότι η εκ μέρους ομίλου επιχειρήσεων λήψη αποφάσεων εμπορικής στρατηγικής ή αποφάσεων που αφορούν αλλαγή των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που υποχρεώνουν τον εργοδότη να εξετάσει το ενδεχόμενο ομαδικών απολύσεων ή να σχεδιάσει τέτοιες ομαδικές απολύσεις συνεπάγεται την υποχρέωση του εργοδότη αυτού να προβεί σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων.

    Επί του δευτέρου ερωτήματος

    50

    Με το δεύτερο ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν η γένεση της υποχρεώσεως του εργοδότη προς διεξαγωγή διαβουλεύσεων επί των σχεδιαζομένων ομαδικών απολύσεων εξαρτάται από το γεγονός ότι ο εργοδότης είναι ήδη σε θέση να παράσχει στους εκπροσώπους των εργαζομένων όλες τις πληροφορίες που επιβάλλει το άρθρο 2, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο β’, της οδηγίας 98/59.

    51

    Το κείμενο της διατάξεως αυτής ορίζει σαφώς ότι ο εργοδότης πρέπει να παράσχει σχετικές πληροφορίες «εγκαίρως κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων», ώστε «να μπορέσουν οι εκπρόσωποι των εργαζομένων να διατυπώσουν εποικοδομητικές προτάσεις».

    52

    Από τη διάταξη αυτή απορρέει ότι οι πληροφορίες αυτές μπορούν να γνωστοποιούνται κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων και όχι οπωσδήποτε κατά τον χρόνο της ενάρξεώς τους.

    53

    Πράγματι, όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 64 και 65 των προτάσεών του, η λογική της διατάξεως αυτής είναι ότι ο εργοδότης παρέχει στους εκπροσώπους των εργαζομένων τις κρίσιμες πληροφορίες καθ’ όλη τη διάρκεια των διαβουλεύσεων. Επιβάλλεται να υπάρχει κάποια σχετική ευελιξία, δεδομένου ότι, αφενός, οι πληροφορίες αυτές μπορούν να είναι διαθέσιμες μόνο σε διαφορετικές χρονικές στιγμές της διαδικασίας διαβουλεύσεως, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι ο εργοδότης έχει τη δυνατότητα και την υποχρέωση να τις συμπληρώσει κατά τη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας. Αφετέρου, σκοπός της υποχρεώσεως αυτής του εργοδότη είναι να παρασχεθεί η δυνατότητα στους εκπροσώπους των εργαζομένων να μετάσχουν στη διαδικασία διαβουλεύσεως με τον πληρέστερο και τον αποτελεσματικότερο τρόπο, οπότε, προς τον σκοπό αυτό, κάθε νέα κρίσιμη πληροφορία πρέπει να γνωστοποιείται μέχρι την τελευταία στιγμή της εν λόγω διαδικασίας.

    54

    Επομένως, ο χρόνος ενάρξεως των διαβουλεύσεων δεν μπορεί να εξαρτάται από το γεγονός ότι ο εργοδότης είναι ήδη σε θέση να παράσχει στους εκπροσώπους των εργαζομένων όλες τις πληροφορίες που απαριθμεί το άρθρο 2, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο β’, της οδηγίας 98/59.

    55

    Κατά συνέπεια, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η γένεση της υποχρεώσεως του εργοδότη προς διεξαγωγή διαβουλεύσεων επί των σχεδιαζομένων ομαδικών απολύσεων δεν εξαρτάται από το αν ο εργοδότης είναι ήδη σε θέση να παράσχει στους εκπροσώπους των εργαζομένων όλες τις πληροφορίες που επιβάλλει το άρθρο 2, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο β’, της οδηγίας 98/59.

    Επί του τρίτου και του τετάρτου ερωτήματος

    56

    Με το τρίτο και το τέταρτο ερώτημα, στα οποία πρέπει να δοθεί απάντηση από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αφενός, αν το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της ίδιας οδηγίας, έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση ενός ομίλου επιχειρήσεων αποτελούμενου από μια μητρική εταιρία και μία ή περισσότερες θυγατρικές, η υποχρέωση διαβουλεύσεως με τους εκπροσώπους των εργαζομένων γεννάται όταν είτε ο εργοδότης είτε η μητρική εταιρία που τον ελέγχει εξετάζει το ενδεχόμενο ομαδικών απολύσεων και, αφετέρου, αν η γένεση της υποχρεώσεως διεξαγωγής διαβουλεύσεων επιβάλλει να προσδιορίζεται συγκεκριμένα η θυγατρική, τους εργαζόμενους της οποίας ενδέχεται να αφορούν οι ομαδικές απολύσεις.

    57

    Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφοι 1 και 3, καθώς και του άρθρου 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 98/59, ο μόνος υπόχρεος προς παροχή πληροφοριακών στοιχείων, προς διεξαγωγή διαβουλεύσεων και προς διενέργεια κοινοποιήσεων είναι ο εργοδότης, δηλαδή ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο που βρίσκεται σε σχέση εργασίας με τους εργαζόμενους οι οποίοι ενδέχεται να απολυθούν.

    58

    Μια επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη, ακόμα και αν μπορεί να λαμβάνει δεσμευτικές έναντι αυτού αποφάσεις, δεν έχει την ιδιότητα του εργοδότη.

    59

    Όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αφενός, η οργάνωση και η διοίκηση ενός ομίλου επιχειρήσεων είναι εσωτερική του υπόθεση και, αφετέρου, η οδηγία 98/59, όπως και η οδηγία 75/129, δεν έχει ως σκοπό να περιορίσει την ελευθερία τέτοιων ομίλων να οργανώνουν τις δραστηριότητές τους με τον τρόπο που θεωρούν ως πλέον σύμφωνο προς τις ανάγκες τους (βλ. επ’ αυτού, όσον αφορά την οδηγία 75/129, απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 1995, C-449/93, Rockfon, Συλλογή 1995, σ. I-4291, σκέψη 21).

    60

    Η οδηγία 98/59, όπως και η οδηγία 75/129, προβαίνει σε μερική μόνον εναρμόνιση των κανόνων προστασίας των εργαζομένων σε περιπτώσεις ομαδικών απολύσεων. Επομένως, δεν αποσκοπεί σε συνολική εναρμόνιση των εθνικών συστημάτων εκπροσωπήσεως των εργαζομένων στην επιχείρηση (βλ., όσον αφορά την οδηγία 75/129, απόφαση της 8ης Ιουνίου 1994, C-383/92, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Συλλογή 1994, σ. I-2479, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    61

    Στο πλαίσιο της ως άνω μερικής εναρμονίσεως, όπως σημειώνουν οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης, ο κοινοτικός νομοθέτης, εξέδωσε την οδηγία 92/56 και, στη συνέχεια, την οδηγία 98/59, με τη βούληση να πληρώσει το κενό της προηγούμενης κανονιστικής του ρυθμίσεως και να διευκρινίσει τις υποχρεώσεις των εργοδοτών που αποτελούν μέρος ενός ομίλου επιχειρήσεων. Προς τούτο, το άρθρο 2, παράγραφος 4, της οδηγίας 98/59 ορίζει ότι η υποχρέωση διαβουλεύσεως επιβάλλεται ανεξάρτητα από το αν η απόφαση περί ομαδικών απολύσεων προέρχεται από τον ίδιο τον εργοδότη ή από επιχείρηση που τον ελέγχει.

    62

    Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτή μια ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφοι 1 και 4, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 98/59 κατά την οποία, δυνάμει των διατάξεων αυτών, ανεξάρτητα από το αν σχεδιάζονται ομαδικές απολύσεις κατόπιν αποφάσεως της επιχειρήσεως που απασχολεί τους θιγόμενους εργαζομένους ή κατόπιν αποφάσεως της μητρικής της εταιρίας, η πρώτη εταιρία είναι πάντοτε εκείνη η οποία, ως εργοδότης, έχει την υποχρέωση διεξαγωγής διαβουλεύσεων με τους εκπροσώπους των εργαζομένων της.

    63

    Όσον αφορά τη χρονική στιγμή γενέσεως της υποχρεώσεως αυτής, είναι προφανές, όπως παρατηρεί η Φινλανδική Κυβέρνηση, ότι η διεξαγωγή διαβουλεύσεων με τους εκπροσώπους των εργαζομένων δεν μπορεί να αρχίσει παρά μόνον αν είναι γνωστή η επιχείρηση στο πλαίσιο της οποίας ενδέχεται να πραγματοποιηθούν ομαδικές απολύσεις. Πράγματι, όταν η μητρική εταιρία ομίλου επιχειρήσεων λαμβάνει αποφάσεις ικανές να έχουν επιπτώσεις επί των θέσεων εργασίας των εργαζομένων στο πλαίσιο του εν λόγω ομίλου, η θυγατρική εκείνη της οποίας οι εργαζόμενοι ενδέχεται να απολυθούν ομαδικά είναι αυτή η οποία, υπό την ιδιότητά της ως εργοδότη, υποχρεούται να προβεί σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων. Επομένως, δεν είναι δυνατή η διεξαγωγή τέτοιων διαβουλεύσεων όταν η εν λόγω θυγατρική δεν έχει προσδιοριστεί.

    64

    Επιπλέον, όσον αφορά τους κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/59 σκοπούς των διαβουλεύσεων, οι διαβουλεύσεις αυτές αφορούν τουλάχιστον τις δυνατότητες αποφυγής ή μειώσεως της εκτάσεως των ομαδικών απολύσεων και τις δυνατότητες αμβλύνσεως των συνεπειών τους με προσφυγή σε μέτρα κοινωνικής αρωγής με σκοπό, ιδίως, να βοηθηθούν οι απολυόμενοι εργαζόμενοι στην εκ νέου εύρεση εργασίας στον ίδιο ή σε διαφορετικό τομέα. Όμως, για να έχει κάποιο νόημα η διαβούλευση επί των ζητημάτων αυτών, πρέπει να είναι γνωστή η θυγατρική της οποίας το προσωπικό θα θιγεί από τις σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις.

    65

    Υπό τις συνθήκες αυτές, στο τρίτο και το τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της ίδιας οδηγίας, έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση ομίλου επιχειρήσεων αποτελούμενου από μία μητρική εταιρία και μία ή περισσότερες θυγατρικές, η θυγατρική που έχει την ιδιότητα του εργοδότη έχει την υποχρέωση διεξαγωγής διαβουλεύσεων με τους εκπροσώπους των εργαζομένων μόνον όταν έχει προσδιοριστεί η θυγατρική εκείνη εταιρία, στο πλαίσιο της οποίας ενδέχεται να πραγματοποιηθούν ομαδικές απολύσεις.

    Επί του πέμπτου και του έκτου ερωτήματος

    66

    Με το πέμπτο και το έκτο ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο ζητεί διευκρινίσεις επί της χρονικής στιγμής της περατώσεως της διαδικασίας διαβουλεύσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59 σε περίπτωση που, προκειμένου περί ομίλου επιχειρήσεων αποτελούμενου από μία μητρική εταιρία και μία ή πολλές θυγατρικές, η απόφαση που πρόκειται να οδηγήσει ενδεχομένως ή οπωσδήποτε σε ομαδικές απολύσεις λαμβάνεται σε επίπεδο μητρικής εταιρίας.

    67

    Όπως διαπιστώθηκε στο πλαίσιο της απαντήσεως στο τρίτο και το τέταρτο ερώτημα, η υποχρέωση διαβουλεύσεως που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59 δεσμεύει αποκλειστικά τον εργοδότη.

    68

    Πράγματι, καμία διάταξη της οδηγίας αυτής δεν μπορεί να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι μπορεί να επιβάλει μια τέτοια υποχρέωση στη μητρική εταιρία.

    69

    Επομένως, εναπόκειται πάντοτε στη θυγατρική, υπό την ιδιότητά της ως εργοδότης, να διεξαγάγει διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων τους οποίους ενδέχεται να αφορούν οι σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις και, ενδεχομένως, να υποστεί η ίδια τις συνέπειες της μη τηρήσεως της υποχρεώσεως διαβουλεύσεως αν δεν ενημερώθηκε πάραυτα και ορθά για την απόφαση της μητρικής της εταιρίας που καθιστά αναγκαίες τέτοιες απολύσεις.

    70

    Όσον αφορά την περάτωση της διαδικασίας διαβουλεύσεως, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι, όταν έχει εφαρμογή η οδηγία 98/59, ο εργοδότης δεν μπορεί να προβεί στην καταγγελία μιας συμβάσεως εργασίας παρά μόνο μετά το πέρας της εν λόγω διαδικασίας, δηλαδή αφού τηρήσει τις υποχρεώσεις του άρθρου 2 της οδηγίας αυτής (βλ. απόφαση Junk, προαναφερθείσα, σκέψη 45). Επομένως, η διαδικασία διαβουλεύσεως πρέπει να ολοκληρώνεται πριν ληφθεί η απόφαση περί της καταγγελίας των συμβάσεων των εργαζομένων.

    71

    Προκειμένου περί ομίλου επιχειρήσεων όπως αυτός της κύριας δίκης, από την ως άνω νομολογία απορρέει ότι απόφαση της μητρικής εταιρίας έχουσα ως άμεσο αντικείμενο να υποχρεώσει μια από τις θυγατρικές της να καταγγείλει τις συμβάσεις των εργαζομένων τους οποίους αφορούν οι ομαδικές απολύσεις δεν μπορεί να λαμβάνεται παρά μόνον κατόπιν διαδικασίας διαβουλεύσεως στο πλαίσιο της θυγατρικής αυτής, διότι άλλως η εν λόγω θυγατρική, ως εργοδότης, μπορεί να εκτεθεί στις συνέπειες της μη τηρήσεως της εν λόγω διαδικασίας.

    72

    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο πέμπτο και το έκτο ερώτημα πρέπει να να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 4, αυτής, έχει την έννοια ότι, όταν πρόκειται για όμιλο επιχειρήσεων, η θυγατρική η οποία πρόκειται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις πρέπει να ολοκληρώνει τη σχετική διαδικασία διαβουλεύσεως πριν η θυγατρική αυτή καταγγείλει τις συμβάσεις των εργαζομένων τους οποίους αφορούν οι απολύσεις αυτές, ενδεχομένως κατόπιν απευθείας εντολής εκ μέρους της μητρικής εταιρίας.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    73

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    1)

    Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις, έχει την έννοια ότι η εκ μέρους ομίλου επιχειρήσεων λήψη αποφάσεων εμπορικής στρατηγικής ή αποφάσεων που αφορούν αλλαγή των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που υποχρεώνουν τον εργοδότη να εξετάσει το ενδεχόμενο ομαδικών απολύσεων ή να σχεδιάσει τέτοιες ομαδικές απολύσεις συνεπάγεται την υποχρέωση του εργοδότη αυτού να προβεί σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων.

     

    2)

    Η γένεση της υποχρεώσεως του εργοδότη προς διεξαγωγή διαβουλεύσεων επί των σχεδιαζομένων ομαδικών απολύσεων δεν εξαρτάται από το αν ο εργοδότης είναι ήδη σε θέση να παράσχει στους εκπροσώπους των εργαζομένων όλες τις πληροφορίες που επιβάλλει το άρθρο 2, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο β’, της οδηγίας 98/59.

     

    3)

    Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της ίδιας οδηγίας, έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση ομίλου επιχειρήσεων αποτελούμενου από μία μητρική εταιρία και μία ή περισσότερες θυγατρικές, η θυγατρική που έχει την ιδιότητα του εργοδότη έχει την υποχρέωση διεξαγωγής διαβουλεύσεων με τους εκπροσώπους των εργαζομένων μόνον όταν έχει προσδιοριστεί η θυγατρική εκείνη εταιρία, στο πλαίσιο της οποίας ενδέχεται να πραγματοποιηθούν ομαδικές απολύσεις.

     

    4)

    Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 4, αυτής, έχει την έννοια ότι, όταν πρόκειται για όμιλο επιχειρήσεων, η θυγατρική η οποία πρόκειται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις πρέπει να ολοκληρώνει τη σχετική διαδικασία διαβουλεύσεως πριν η θυγατρική αυτή καταγγείλει τις συμβάσεις των εργαζομένων τους οποίους αφορούν οι απολύσεις αυτές, ενδεχομένως κατόπιν απευθείας εντολής εκ μέρους της μητρικής εταιρίας.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η φινλανδική.

    Top