Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62007TJ0102

    Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 3ης Μαρτίου 2010.
    Freistaat Sachsen (Γερμανία) (T-102/07), MB Immobilien Verwaltungs GmbH και MB System GmbH & Co. KG (T-120/07) κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    Κρατικές ενισχύσεις - Ενίσχυση χορηγηθείσα από τη Γερμανία υπό μορφή αποκτήσεως συμμετοχής και εγγυήσεων για δάνεια - Απόφαση κηρύσσουσα την ενίσχυση ασύμβατη προς την κοινή αγορά - Γενικό καθεστώς ενισχύσεων εγκεκριμένο από την Επιτροπή - Έννοια της προβληματικής επιχειρήσεως - Κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων - Ποσό της ενισχύσεως - Υποχρέωση αιτιολογήσεως.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-102/07 και T-120/07.

    Συλλογή της Νομολογίας 2010 II-00585

    ECLI identifier: ECLI:EU:T:2010:62

    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-102/07 και T-120/07

    Freistaat Sachsen (Γερμανία) κ.λπ.

    κατά

    Ευρωπαϊκής Επιτροπής

    «Κρατικές ενισχύσεις – Ενίσχυση χορηγηθείσα από τη Γερμανία υπό μορφή αποκτήσεως συμμετοχής και εγγυήσεων για δάνεια – Απόφαση κηρύσσουσα την ενίσχυση ασύμβατη προς την κοινή αγορά – Γενικό καθεστώς ενισχύσεων εγκεκριμένο από την Επιτροπή – Έννοια της προβληματικής επιχειρήσεως – Κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων – Ποσό της ενισχύσεως – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

    Περίληψη της αποφάσεως

    1.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Γενικό καθεστώς ενισχύσεων εγκεκριμένο από την Επιτροπή – Ατομική ενίσχυση η οποία προβάλλεται ως καλυπτόμενη από την έγκριση – Εξέτασή της από την Επιτροπή

    (Άρθρα 87 ΕΚ και 88 ΕΚ)

    2.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απαγόρευση – Παρεκκλίσεις

    (Άρθρα 87 §§ 1 και 3 ΕΚ και 88 § 3 ΕΚ· ανακοίνωση 1999/C 288/02 της Επιτροπής, σημείο 3)

    3.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απαγόρευση – Παρεκκλίσεις – Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με το πλαίσιο των κρατικών ενισχύσεων σε προβληματικές επιχειρήσεις

    (Ανακοίνωση 1999/C 288/02 της Επιτροπής, σημεία 4 έως 6)

    4.      Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Έκταση – Απόφαση της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων – Υπολογισμός του ύψους ενισχύσεως σε προβληματική επιχείρηση

    (Άρθρα 87 ΕΚ και 253 ΕΚ· ανακοίνωση 97/C 273/03 της Επιτροπής)

    1.      Η Επιτροπή, όταν βρίσκεται ενώπιον ατομικής ενισχύσεως ως προς την οποία υποστηρίζεται ότι χορηγήθηκε κατ’ εφαρμογήν ήδη εγκεκριμένου καθεστώτος, δεν μπορεί, εκ προοιμίου, να το εξετάσει άμεσα σε σχέση με τη Συνθήκη. Πριν από την κίνηση οποιασδήποτε διαδικασίας, η Επιτροπή οφείλει να ελέγξει αν η ενίσχυση καλύπτεται από το γενικό καθεστώς και πληροί τους όρους που έχουν καθοριστεί με την εγκριτική αυτού απόφαση. Αν δεν ενεργούσε έτσι, η Επιτροπή θα μπορούσε, κατά την εξέταση κάθε ατομικής ενισχύσεως, να αναθεωρεί την εγκριτική του καθεστώτος ενισχύσεων απόφασή της, η οποία ήδη προϋπέθετε εξέταση από πλευράς του άρθρου 87 ΕΚ. Μια ενίσχυση η οποία αποτελεί αυστηρή και προβλέψιμη εφαρμογή των τεθεισών με την εγκριτική του γενικού καθεστώτος απόφαση προϋποθέσεων θεωρείται συνεπώς υφιστάμενη ενίσχυση, που δεν υπάρχει λόγος να γνωστοποιηθεί στην Επιτροπή ούτε να εξετασθεί από πλευράς του άρθρου 87 ΕΚ.

    Μια απόφαση της Επιτροπής που αποφαίνεται επί του συμβατού ενισχύσεως προς το οικείο καθεστώς εμπίπτει στην άσκηση της υποχρεώσεώς της να μεριμνά για την εφαρμογή των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ. Ως εκ τούτου, η εκ μέρους της Επιτροπής εξέταση του συμβατού ενισχύσεως προς το καθεστώς αυτό δεν συνιστά πρωτοβουλία υπερβαίνουσα το πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της. Επομένως, η εκτίμηση της Επιτροπής δεν μπορεί να περιορίζεται από την εκτίμηση των εθνικών αρχών που χορήγησαν την ενίσχυση.

    (βλ. σκέψεις 59-60, 62, 136)

    2.      Από την παράγραφο 3 των κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις που προορίζονται για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση των προβληματικών επιχειρήσεων, τις οποίες θέσπισε η Επιτροπή για τον εαυτό της, προς άσκηση της ευρείας διακριτικής εξουσίας εκτιμήσεως την οποία διαθέτει στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ και οι οποίες επιβάλλονται σε αυτήν, προκύπτει ότι «[ο]ι κρατικές ενισχύσεις που προορίζονται για τη διάσωση προβληματικών επιχειρήσεων από την πτώχευση και για την προώθηση της αναδιάρθρωσής τους δεν μπορούν να θεωρηθούν θεμιτές παρά μόνον υπό ορισμένους όρους». Για τον λόγο αυτό, οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές προβλέπουν μια υποχρέωση προηγουμένης κοινοποιήσεως στην Επιτροπή κάθε χρηματοδοτήσεως που το Δημόσιο χορηγεί ή εγγυάται σε επιχείρηση που τελεί σε προβληματική οικονομική κατάσταση.

    Δεν μπορεί να γίνει δεκτός, στο πλαίσιο εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα, ένας συγκεκριμένος ορισμός της έννοιας της προβληματικής επιχειρήσεως. Συγκεκριμένα, η αποδοχή της παράλληλης υπάρξεως διαφόρων ορισμών της έννοιας της προβληματικής επιχειρήσεως θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια κατάσταση στην οποία μια προβληματική κατά τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές επιχείρηση θα μπορούσε εντούτοις να λάβει κρατική ενίσχυση χωρίς να υπάρχει υποχρέωση κοινοποιήσεως και χωρίς να τηρηθούν αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές. Μια τέτοια όμως κατάσταση θα ήταν αντίθετη προς την οικονομία του άρθρου 87, παράγραφοι 1 και 3, ΕΚ και του άρθρου 88, παράγραφος, 3, ΕΚ, όπως διασαφηνίζεται σ’ αυτές τις κατευθυντήριες γραμμές.

    (βλ. σκέψεις 74, 76)

    3.      Το σημείο 4 των κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις που προορίζονται για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση των προβληματικών επιχειρήσεων περιορίζεται στο να αναφέρει γενικώς ότι μια επιχείρηση θεωρείται προβληματική επιχείρηση εφόσον δεν είναι ικανή, με δικούς της οικονομικούς πόρους ή με τους πόρους που είναι πρόθυμοι να συνεισφέρουν οι ιδιοκτήτες/μέτοχοί της και οι πιστωτές της, να ανακόψει τη ζημιογόνο πορεία της, η οποία θα την οδηγήσει, ελλείψει εξωτερικής παρέμβασης από το κράτος, προς μία σχεδόν βέβαιη οικονομική εξαφάνιση βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα. Περαιτέρω, από τη διατύπωση των σημείων 5 και 6 των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών προκύπτει ότι, αν μια επιχείρηση θεωρείται «σε όλες τις περιπτώσεις» προβληματική όταν έχει εξαφανισθεί σημαντικό μέρος του εταιρικού κεφαλαίου της, τίποτα δεν εμποδίζει μια επιχείρηση να αποδείξει με άλλα στοιχεία, όπως αυτά που απαριθμούνται στην παράγραφο 6, ότι αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες κατά την έννοια των κατευθυντηρίων αυτών γραμμών, ακόμη και αν δεν υπέστη απώλεια σημαντικού μέρους του εταιρικού κεφαλαίου της.

    Έτσι, η σημαντική μείωση του εταιρικού κεφαλαίου αποτελεί πολύ σοβαρό παράγοντα από τον οποίο προκύπτει ότι μια επιχείρηση είναι προβληματική. Επί πλέον, υπάρχουν ορισμένοι οικονομικοί παράγοντες, των οποίων το σημείο 6 των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών περιέχει ένα μη εξαντλητικό κατάλογο που μπορούν επίσης να αποδείξουν την ύπαρξη μιας τέτοιας καταστάσεως, έστω και αν δεν υπάρχει απώλεια σημαντικού μέρους του εταιρικού κεφαλαίου της ή κατάσταση αφερεγγυότητας κατά την έννοια του σημείου 5 των ιδίων κατευθυντηρίων γραμμών.

    (βλ. σκέψεις 103-105, 133, 135)

    4.      Το περιεχόμενο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως εξαρτάται από τη φύση της επίδικης πράξεως και από το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε. Από την αιτιολογία πρέπει να διαφαίνεται κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εκδίδει την προσβαλλόμενη πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό, αφενός, στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου προκειμένου να μπορέσουν να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους και να ελέγξουν αν η απόφαση είναι βάσιμη ή όχι και, αφετέρου, στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. Δεν είναι απαραίτητο η αιτιολογία να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα. Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση επί όλων των επιχειρημάτων που προβάλλουν οι ενδιαφερόμενοι, αλλά αρκεί να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν αποφασιστική σημασία για την οικονομία της αποφάσεως.

    Εντούτοις, πρέπει να ακυρωθεί απόφαση της Επιτροπής η οποία καταλήγει ότι υπάρχει κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά και η οποία δεν περιέχει καμία αναφορά, κατά τον υπολογισμό του ύψους της ενίσχυσης σε προβληματικές επιχειρήσεις, στην πρακτική των χρηματοπιστωτικών αγορών σχετικά με τη συσσώρευση κινδύνων (προβληματική επιχείρηση, έλλειψη ασφαλειών, κ.λπ.), εφόσον η σχέση μεταξύ των προσαυξήσεων που επέβαλε η Επιτροπή και της ειδικής καταστάσεως των εμπλεκομένων εταιρειών δεν προκύπτει σαφώς και η επιλογή των επιβληθεισών προσαυξήσεων έχει, τουλάχιστον φαινομενικά, τυχαίο χαρακτήρα, και μολονότι η ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μέθοδο καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης δεν περιέχει καμία ένδειξη για την εν λόγω σώρευση κινδύνων. Η Επιτροπή θα έπρεπε να εξηγήσει τη χρησιμοποίηση πρόσθετων προσαυξήσεων καθώς και το επίπεδό τους μέσω μιας αναλύσεως της πρακτικής στην αγορά, προκειμένου να παράσχει τη δυνατότητα στις εν λόγω επιχειρήσεις να αμφισβητήσουν τον κατάλληλο χαρακτήρα των συγκεκριμένων προσαυξήσεων και στο Γενικό Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητά τους.

    (βλ. σκέψεις 180, 217-218)







    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

    της 3ης Μαρτίου 2010 (*)

    «Κρατικές ενισχύσεις – Ενίσχυση χορηγηθείσα από τη Γερμανία υπό μορφή αποκτήσεως συμμετοχής και εγγυήσεων για δάνεια – Απόφαση κηρύσσουσα την ενίσχυση ασύμβατη προς την κοινή αγορά – Γενικό καθεστώς ενισχύσεων εγκεκριμένο από την Επιτροπή – Έννοια της προβληματικής επιχειρήσεως – Κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων – Ποσό της ενισχύσεως – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

    Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑102/07 και T‑120/07,

    Freistaat Sachsen (Γερμανία), εκπροσωπούμενο από τους C. Von Donat και G. Quardt, δικηγόρους,

    προσφεύγον στην υπόθεση T‑102/07,

    MB Immobilien Verwaltungs GmbH, με έδρα τη Neukirch (Γερμανία), εκπροσωπούμενη, αρχικώς, από τον G. Brüggen, στη συνέχεια, από τους A. Seidl, K. Lengert και W. T. Sommer, δικηγόρους,

    MB System GmbH & Co. KG, με έδρα το Nordhausen (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον G. Brüggen, δικηγόρο,

    προσφεύγουσες στην υπόθεση T‑120/07,

    κατά

    Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους K. Gross και T. Scharf,

    καθής,

    με αντικείμενο αιτήματα περί ακυρώσεως της αποφάσεως 2007/492/ΕΚ της Επιτροπής, της 24ης Ιανουαρίου 2007, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 38/2005 (πρώην NN 52/2004) της Γερμανίας υπέρ του ομίλου Biria (EE L 183, σ. 27),

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους O. Czúcz (εισηγητή), πρόεδρο, I. Labucka και K. O’Higgins, δικαστές,

    γραμματέας: T. Weiler, υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 20ής Ιανουαρίου 2009,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

     Το νομικό πλαίσιο και το ιστορικό της διαφοράς

    1.     Κοινοτική νομοθεσία

    1        Το άρθρο 87 ΕΚ ορίζει τα ακόλουθα:

    «1.      Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν η παρούσα Συνθήκη ορίζει άλλως·

    [...]

    3.      Δύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά:

    α)      οι ενισχύσεις για την προώθηση της οικονομικής αναπτύξεως περιοχών, στις οποίες το βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθως χαμηλό ή στις οποίες επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση·

    [...]

    γ)      οι ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον [...]».

    2        Οι κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (EE 1999, C 288, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 1999) προβλέπουν, στο σημείο τους 2, τα ακόλουθα:

    «2.1. Έννοια της προβληματικής επιχειρήσεως

    (4)      Δεν υπάρχει κοινοτικός ορισμός της προβληματικής επιχειρήσεως. Ωστόσο, η Επιτροπή θεωρεί ότι μία επιχείρηση είναι προβληματική κατά την έννοια των παρουσών κατευθυντηρίων γραμμών, εφόσον δεν είναι ικανή, με δικούς της οικονομικούς πόρους ή με τους πόρους που είναι πρόθυμοι να συνεισφέρουν οι ιδιοκτήτες/μέτοχοί της και οι πιστωτές της, να ανακόψει τη ζημιογόνο πορεία της, η οποία θα την οδηγήσει, ελλείψει εξωτερικής παρέμβασης από το κράτος, προς μία σχεδόν βέβαιη οικονομική εξαφάνιση βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα.

    (5)      Συγκεκριμένα, μια επιχείρηση θεωρείται σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως μεγέθους, ως προβληματική, στο πλαίσιο των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών:

    α)      εάν πρόκειται για εταιρεία οι εταίροι της οποίας έχουν περιορισμένη ευθύνη, εφόσον έχει εξαφανισθεί πάνω από το ήμισυ του εγγεγραμμένου της κεφαλαίου και άνω του ενός τετάρτου του κεφαλαίου αυτού έχει χαθεί στη διάρκεια των δώδεκα τελευταίων μηνών,

    ή

    β)      εάν πρόκειται για εταιρεία απεριόριστης ευθύνης, εφόσον έχει εξαφανισθεί πάνω από το ήμισυ των ιδίων πόρων της, όπως εμφανίζονται στα βιβλία της εταιρείας, και άνω του ενός τετάρτου των πόρων αυτών έχει χαθεί στη διάρκεια των δώδεκα τελευταίων μηνών,

    ή

    γ)      για όλες τις μορφές επιχειρήσεων, εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις του εθνικού δικαίου για να υπαχθεί σε συλλογική διαδικασία λόγω της αφερεγγυότητάς της

    (6)      Συνήθως, οι δυσχέρειες μιας επιχειρήσεως εκδηλώνονται με αύξηση των ζημιών, μείωση του κύκλου εργασιών, διόγκωση των αποθεμάτων, πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, μείωση του ακαθάριστου περιθωρίου αυτοχρηματοδότησης, αυξανόμενη δανειοληψία, αύξηση των οικονομικών επιβαρύνσεων καθώς και εξασθένηση ή εξαφάνιση της αξίας του καθαρού ενεργητικού. Στις σοβαρότερες περιπτώσεις, η επιχείρηση μπορεί να έχει καταστεί αφερέγγυα ή να υπάγεται σε συλλογική διαδικασία του εθνικού δικαίου λόγω αφερεγγυότητας. Στην τελευταία περίπτωση, οι παρούσες κατευθυντήριες οδηγίες εφαρμόζονται στις ενισχύσεις που χορηγούνται επ’ ευκαιρία σχετικής διαδικασίας που καταλήγει σε συνέχιση των δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως. Σε όλες τις περιπτώσεις, η επιχείρηση δεν είναι επιλέξιμη παρά μόνο εφόσον διαπιστωθεί η αδυναμία της να εξασφαλίσει την ανάκαμψή της με δικούς της πόρους ή με την εξασφάλιση κεφαλαίων από τους ιδιοκτήτες/μετόχους ή τους πιστωτές της.

    [...]»

    3        Όσον αφορά τα καθεστώτα ενισχύσεων προς τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ), το σημείο 4 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999 προβλέπει τα εξής:

    «4.1. Γενικές αρχές

    (64)      Η Επιτροπή θα εγκρίνει καθεστώτα ενισχύσεων διάσωσης ή/και αναδιάρθρωσης προβληματικών επιχειρήσεων μόνο υπέρ των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που αντιστοιχούν στον κοινοτικό ορισμό για τις [ΜΜΕ]. Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που ακολουθούν, το συμβιβάσιμο των εν λόγω καθεστώτων θα αξιολογείται σύμφωνα με τους όρους που αναλύονται στα [σημεία] 2 και 3. Κάθε ενίσχυση που χορηγείται στο πλαίσιο καθεστώτος και δεν πληροί έναν από τους όρους αυτούς θα πρέπει να κοινοποιείται σε ατομική βάση και να εγκρίνεται προηγουμένως από την Επιτροπή.

    4.2.      Επιλεξιμότητα

    (65)      Στο πλαίσιο των καθεστώτων που θα εγκρίνονται στο εξής, και εκτός αντίθετης διάταξης για τον οικείο κλάδο, δεν απαλλάσσονται από την υποχρέωση ατομικής κοινοποίησης παρά μόνο οι ενισχύσεις υπέρ των ΜΜΕ που πληρούν τουλάχιστον ένα από [τα τρία κριτήρια που ορίζονται στο σημείο 5]. [Οι ενισχύσεις υπέρ επιχειρήσεων που δεν πληρούν κανένα από τα τρία αυτά κριτήρια] θα πρέπει να κοινοποιούνται σε ατομική βάση στην Επιτροπή προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσον η δικαιούχος επιχείρηση χαρακτηρίζεται ως προβληματική.

    [...]»

    4        Το σημείο 6 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999 αφορά τα κατάλληλα μέτρα υπό την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 1, ΕΚ. Ως προς την προσαρμογή των καθεστώτων ενισχύσεων για τη διάσωση ή την αναδιάρθρωση, προβλέπει τα ακόλουθα:

    «(94) Τα κράτη μέλη πρέπει να προσαρμόσουν τα καθεστώτα ενισχύσεων διάσωσης και αναδιάρθρωσης που εφαρμόζουν και που παραμένουν σε ισχύ μετά τις 30 Ιουνίου 2000 και να τα ευθυγραμμίσουν με τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές και ιδίως με τις διατάξεις του [σημείου] 4 μετά την ημερομηνία αυτή.

    (95)      Για να μπορέσει η Επιτροπή να ελέγξει την προσαρμογή αυτή, τα κράτη μέλη της διαβιβάζουν, πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1999, μία κατάσταση με όλα αυτά τα καθεστώτα. Εν συνεχεία, και εν πάση περιπτώσει πριν από τις 30 Ιουνίου 2000, πρέπει να της διαβιβάσουν επαρκή στοιχεία που θα της επιτρέψουν να διαπιστώσει κατά πόσον τροποποιήθηκαν τα εν λόγω καθεστώτα σύμφωνα με τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές.»

    2.     Εγκεκριμένο καθεστώς ενισχύσεων

    5        Οι Bürgschaftsrichtlinien des Freistaates Sachsen für die Wirtschaft und die freien Berufe sowie die Land- und die Forstwirtschaft (οδηγίες σχετικά με τις εγγυήσεις του Freistaat Sachsen για την οικονομία, τα ελεύθερα επαγγέλματα καθώς και τη γεωργία και τη δασοκομία) προβλέπει δύο εναλλακτικές μορφές εγγυήσεων: αφενός, εγγυήσεις υπό μορφή λειτουργικών και επενδυτικών ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα (στο εξής: ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα) και, αφετέρου, εγγυήσεις υπό μορφή ενισχύσεων για τη διάσωση και αναδιάρθρωση (στο εξής: ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση). Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ενέκρινε τις εν λόγω οδηγίες του Freistaat Sachsen με την απόφαση SG (93) D/9273, της 7ης Ιουνίου 1993, σχετικά με την κρατική ενίσχυση αριθ. 73/93. Πρόκειται συνεπώς για ένα εγκεκριμένο καθεστώς ενισχύσεων (στο εξής: εγκεκριμένο καθεστώς ενισχύσεων). Στην εν λόγω απόφαση της 7ης Ιουνίου 1993, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι οι εγγυήσεις υπέρ επιχειρήσεων για τις οποίες ο εγγυητής γνωρίζει ή θα έπρεπε να γνωρίζει, ως επιμελής επιχειρηματίας, ότι είναι προβληματικές συνιστούν εγγύηση που δεν καλύπτεται από την επίμαχη απόφαση και πρέπει να κοινοποιείται μεμονωμένα στην Επιτροπή.

    6        Το εγκεκριμένο καθεστώς ενισχύσεων προσαρμόστηκε στις κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων, ως είχαν το 1994 (EE 1994, C 368, σ. 12, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 1994). Έτσι, στις 13 Μαρτίου 1996, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 96/475/ΕΚ όσον αφορά το συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά των κρατικών εγγυήσεων υπέρ σχεδίων αναδιάρθρωσης (συμπεριλαμβανομένων των σχεδίων εξυγίανσης και ανασυγκρότησης) μεγάλων προβληματικών επιχειρήσεων, στο πλαίσιο των καθεστώτων εγγυήσεως των ομόσπονδων κρατών της Σαξονίας-Άνχαλτ, Κάτω Σαξονίας, Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, Ρηνανίας-Παλατινάτου, Βαυαρίας, Βρέμης, Μεκλεμβούργου-Δυτικής Πομερανίας, Σλέσβιχ-Χόλσταϊν και Σαξονίας (EE L 194, σ. 25), ορίζοντας ότι η παροχή εγγυήσεων που προορίζονται για την αναδιάρθρωση των μεγάλων προβληματικών επιχειρήσεων, στο πλαίσιο οδηγίας περί των εγγυήσεων όπως αυτή του Freistaat Sachsen, έπρεπε να κοινοποιείται μεμονωμένα στην Επιτροπή. Όσον αφορά τον ορισμό της έννοιας της προβληματικής επιχειρήσεως, η απόφαση αυτή παραπέμπει στα κριτήρια των κατευθυντηρίων γραμμών του 1994. Με έγγραφο της 19ης Δεκεμβρίου 1996, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας επιβεβαίωσε ότι η εν λόγω απόφαση είχε μεταφερθεί ορθά στο εσωτερικό δίκαιο από το Freistaat Sachsen.

    7        Θεωρώντας ότι ο ορισμός της έννοιας της προβληματικής επιχειρήσεως ήταν αόριστος, οι γερμανικές αρχές και η Επιτροπή έκριναν αναγκαίο να καταστήσουν την έννοια αυτή λειτουργική για την εφαρμογή των προγραμμάτων εγγυήσεων των γερμανικών ομόσπονδων κρατών. Τούτο αποτέλεσε το αντικείμενο επιστολής της Επιτροπής της 2ας Μαρτίου 1998.

    8        Στην εν λόγω επιστολή, η Επιτροπή πρότεινε κατάλληλα μέτρα για την εφαρμογή των οδηγιών περί εγγυήσεων των γερμανικών ομόσπονδων κρατών, στα οποία συγκαταλεγόταν το εγκεκριμένο καθεστώς ενισχύσεων και, μεταξύ άλλων, ο ακόλουθος ορισμός της έννοιας της προβληματικής επιχειρήσεως (στο εξής: κατάλληλο μέτρο E 16/94):

    «Για την εφαρμογή των προαναφερθέντων κανόνων περί των εγγυήσεων, μια επιχείρηση θεωρείται προβληματική όταν πληρούται ένα από τα ακόλουθα κριτήρια:

    –        η οικεία επιχείρηση τελεί σε κατάσταση παύσεως πληρωμών ή είναι υπερχρεωμένη κατά την έννοια [της Konkursordnung (γερμανικής κανονιστικής πράξεως περί πτωχεύσεων)] ή [του Einführungsgesetz zur Insolvenzordnung (γερμανικού εισαγωγικού νόμου του κώδικα περί αφερεγγυότητας)]·

    –        περισσότερο από το ήμισυ των λογιστικά καταγεγραμμένων ιδίων κεφαλαίων όσον αφορά τις προσωπικές εταιρείες ή, όσον αφορά τις κεφαλαιουχικές εταιρείες, περισσότερο από το ήμισυ του εταιρικού κεφαλαίου αναλώθηκε συνεπεία ζημιών κατά την έννοια του άρθρου 92 [του Aktiengesetz (γερμανικού νόμου περί ανωνύμων εταιρειών)] και του άρθρου 49 [του Gesetz betreffend die Gesellschaften mit beschränkter Haftung (γερμανικού νόμου περί εταιρειών περιορισμένης ευθύνης)] και το 25 % του κεφαλαίου αυτού αναλώθηκε κατά τη διάρκεια των δώδεκα μηνών που προηγούνται της αιτήσεως περί χορηγήσεως της εγγυήσεως.

    Επιπλέον, κατά την εφαρμογή της έννοιας αυτής, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από την άποψη του δικαίου του προϋπολογισμού και ο εγγυητής πρέπει να ελέγχει [τα ακόλουθα στοιχεία] σε κάθε επιμέρους περίπτωση:

    –        Μια εγγύηση δεν μπορεί –κατά γενικό κανόνα– να χορηγείται όταν πρέπει να αναμένεται με μεγάλη πιθανότητα ότι θα υπάρξει κατάπτωση της εγγυήσεως (άρθρο 39 των προσωρινών διοικητικών οδηγιών σχετικά με τους περί προϋπολογισμού κανόνες του ομοσπονδιακού κράτους και αντίστοιχες διατάξεις των περί προϋπολογισμού κανόνων των ομόσπονδων κρατών)· εντεύθεν προκύπτει ότι μια εγγύηση μπορεί να χορηγείται υπέρ προβληματικών επιχειρήσεων, κατά την έννοια των ανωτέρω εκτεθέντων κριτηρίων, μόνον όταν ο εγγυητής διαπιστώνει, βάσει πραγματογνωμοσύνης που συντάσσει (ανεξάρτητος) ορκωτός λογιστής λαμβάνοντας υπόψη το δάνειο για το οποίο χορηγείται η εγγύηση, ότι είναι θετικές οι προοπτικές συνεχίσεως της επιχειρήσεως υπό κερδοφορία.

    –        Κατά τη χορήγηση της εγγυήσεως, πρέπει, σε κάθε επιμέρους περίπτωση, να εξακριβώνεται αν είναι δυνατή κάποια άλλη χρηματοδότηση στην αγορά κεφαλαίων.»

    9        Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας επιβεβαίωσε τη χρησιμοποίηση του ορισμού αυτού της έννοιας της προβληματικής επιχειρήσεως με επιστολή της 29ης Ιουνίου 1998.

    10      Περαιτέρω, σε επιστολή της 11ης Νοεμβρίου 1998 της Επιτροπής προς την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, διευκρινίζονται, όσον αφορά την έννοια της προβληματικής επιχειρήσεως, τα ακόλουθα:

    «Όσον αφορά τα σημεία που δεν έχουν ακόμη διευκρινιστεί οριστικά, ιδίως δε το ζήτημα του ορισμού της προβληματικής επιχειρήσεως και της εφαρμογής του κανόνα “de minimis” στις εγγυήσεις για προβληματικές επιχειρήσεις, η Επιτροπή προτείνει την αναμονή της τροποποιήσεως των κατευθυντηρίων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση. Μετά τη λήψη της αποφάσεως, τα εκκρεμή σημεία θα προσαρμοστούν στις κατευθυντήριες γραμμές, κατά το αναγκαίο μέτρο.»

    11      Το εγκεκριμένο καθεστώς ενισχύσεων προσαρμόστηκε στη συνέχεια στις κατευθυντήριες γραμμές του 1999. Σύμφωνα με τα κατάλληλα μέτρα που διαλαμβάνονται στο σημείο 6 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999 (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω), η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας διαβίβασε στην Επιτροπή, με επιστολή της 1ης Δεκεμβρίου 1999, ένα κατάλογο των καθεστώτων ενισχύσεων που παρέμεναν σε ισχύ πέραν της 30ής Ιουνίου 2000 και τα οποία έπρεπε συνεπώς να προσαρμοστούν στα εν λόγω κατάλληλα μέτρα (στο εξής: επιστολή της 1ης Δεκεμβρίου 1999). Ο κατάλογος αυτός περιείχε το εγκεκριμένο καθεστώς ενισχύσεων. Με επιστολή της 20ής Ιανουαρίου 2000 (στο εξής: επιστολή της 20ής Ιανουαρίου 2000), η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δέχθηκε τα εν λόγω κατάλληλα μέτρα. Επιπλέον, σύμφωνα με την παράγραφο 95 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας διαβίβασε επίσης συναφώς διάφορα έγγραφα στην Επιτροπή (επιστολές της 30ής Ιουνίου και της 11ης Δεκεμβρίου 2000, και της 26ης Μαρτίου 2001), με τα οποία βεβαιωνόταν η προσαρμογή των υφισταμένων γερμανικών καθεστώτων ενισχύσεως στα εν λόγω κατάλληλα μέτρα.

    12      Στο πλαίσιο αυτό, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας διαβίβασε επίσης, με επιστολή της 30ής Ιουνίου 2000 (στο εξής: επιστολή της 30ής Ιουνίου 2000), ένα Prüfraster für staatliche Bürgschaften aus den Bürgschaftsrichtlinien des Bundes und der Länder (Σύστημα ελέγχου για τις κρατικές εγγυήσεις που περιέχονται στις περί των εγγυήσεων οδηγίες του ομοσπονδιακού κράτους και των ομόσπονδων κρατών, στο εξής: σύστημα ελέγχου).

    3.     Εμπλεκόμενες επιχειρήσεις

    13      Ο όμιλος Biria δραστηριοποιούνταν στον τομέα παρασκευής και διανομής ποδηλάτων.

    14      Η πρώτη προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑120/07, η MB Immobilien Verwaltungs GmbH (στο εξής: MB Immobilien), υπεισέρχεται στα δικαιώματα της (νέας) Biria AG, πρώην μητρικής εταιρείας του ομίλου Biria.

    15      Η (νέα) Biria AG δημιουργήθηκε το 2003 διά της συγχωνεύσεως μεταξύ της (παλαιάς) Biria AG και της Sachsen Zweirad GmbH, η δε επιχείρηση ονομάστηκε καταρχάς Biria GmbH και εν συνεχεία (νέα) Biria AG. Ο μοναδικός ιδιοκτήτης της (νέας) Biria AG ήταν ο Mehdi Biria.

    16      Η δεύτερη προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑120/07, η MB System GmbH & Co. KG, υπεισέρχεται στα δικαιώματα της Bike Systems GmbH & Co., Thüringer Zweiradwerk KG (στο εξής: Bike Systems) που ήταν μία από τις πιο σημαντικές επιχειρήσεις του ομίλου Biria. Η MB System παρήγε αποκλειστικά ποδήλατα, ενώ μια άλλη επιχείρηση του ομίλου είχε αναλάβει τη διάθεση των ποδηλάτων στο εμπόριο.

    4.     Τα επίμαχα μέτρα

    17      Μεταξύ Μαρτίου 2001 και Δεκεμβρίου 2003, ο όμιλος Biria έλάβε τρεις χρηματικές συνεισφορές.

    18      Πρώτον, τον Μάρτιο 2001, η gbb Beteiligungs AG (στο εξής: gbb), θυγατρική της Deutsche Ausgleichsbank, γερμανικής τράπεζας δημοσίου δικαίου με αποστολή να χορηγεί επιδοτήσεις δημοσίου συμφέροντος υπέρ της γερμανικής οικονομίας, χορήγησε στην Bike Systems αφανή συνεισφορά ποσού 2 070 732 ευρώ περίπου, με διάρκεια μέχρι τα τέλη του 2010 (στο εξής: μέτρο 1).

    19      Δεύτερον, στις 23 Μαρτίου 2003, το Freistaat Sachsen χορήγησε, δυνάμει του εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων, εγγύηση σε ποσοστό 80 % για πίστωση κεφαλαίου κίνησης ύψους 5,6 εκατομμυρίων ευρώ υπέρ της Sachsen Zweirad, με αρχική διάρκεια έως τα τέλη του 2008 (στο εξής: μέτρο 2). Η εγγύηση αυτή επιστράφηκε στις 5 Ιανουαρίου 2004 και αντικαταστάθηκε από εγγύηση υπέρ της Biria GmbH (βλ. σκέψη 20 κατωτέρω).

    20      Τρίτον, στις 9 Δεκεμβρίου 2003, το Freistaat Sachsen χορήγησε, από της 5ης Ιανουαρίου 2004, εγγύηση σε ποσοστό 80 % για πίστωση κεφαλαίου κίνησης ύψους 24 875 000 ευρώ υπέρ της Biria GmbH (στο εξής: μέτρο 3), επίσης δυνάμει του εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων, έναντι της επιστροφής της εγγυήσεως που είχε χορηγηθεί στη Sachsen Zweirad στο πλαίσιο του μέτρου 2.

    5.     Διοικητική διαδικασία

    21      Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο 2003, υποβλήθηκαν στην Επιτροπή καταγγελίες σχετικά με εγγύηση χορηγηθείσα στον όμιλο Biria και σχετικά με συμμετοχές του Δημοσίου σε επιχειρήσεις του ομίλου.

    22      Με επιστολή της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, η Επιτροπή ζήτησε διευκρινίσεις από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Η τελευταία αυτή συμμορφώθηκε προς το αίτημα αυτό.

    23      Στις 18 Οκτωβρίου 2004, η Επιτροπή απηύθυνε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εντολή παροχής πρόσθετων πληροφοριών, καθόσον είχε αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσον τα μέτρα ενισχύσεως υπέρ του ομίλου Biria συμβιβάζονταν με τα καθεστώτα ενισχύσεων βάσει των οποίων υποτίθεται ότι χορηγήθηκαν. Ανταποκρινόμενη στην εντολή αυτή, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας διαβίβασε συμπληρωματικά στοιχεία με επιστολή της 31ης Ιανουαρίου 2005 (στο εξής: επιστολή της 31ης Ιανουαρίου 2005). Με την επιστολή της 31ης Ιανουαρίου 2005, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας γνωστοποίησε στην Επιτροπή ότι το μέτρο 3 είχε επίσης χορηγηθεί βάσει του εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων.

    24      Στις 20 Οκτωβρίου 2005, η Επιτροπή κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας όσον αφορά τρεις εικαζόμενες κρατικές ενισχύσεις. Στην ίδια απόφαση διαπίστωσε ότι διάφορα άλλα μέτρα ενισχύσεως που υποστηριζόταν ότι είχαν χορηγηθεί παράνομα είτε δεν αποτελούσαν κρατική ενίσχυση είτε είχαν χορηγηθεί σύμφωνα με το εγκεκριμένο καθεστώς ενισχύσεων. Η απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 5ης Ιανουαρίου 2006 (EE C 2, σ. 14). Η Επιτροπή κάλεσε όλους τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τα ενδεχόμενα μέτρα ενισχύσεως. Διάφορες καταγγέλλουσες εταιρείες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους, οι οποίες κοινοποιήθηκαν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας με επιστολές της 6ης Φεβρουαρίου 2006 και της 2ας Μαρτίου 2006 και στις οποίες η τελευταία αυτή απάντησε με επιστολές της 5ης Απριλίου 2006 και της 12ης Μαΐου 2006.

    25      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας γνωστοποίησε τα σχόλιά της σχετικά με την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας με επιστολή της 23ης Ιανουαρίου 2006 (στο εξής: επιστολή της 23ης Ιανουαρίου 2006).

    26      Με επιστολή της 6ης Φεβρουαρίου 2006, η Επιτροπή ζήτησε διευκρινίσεις από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η οποία τις παρέσχε με επιστολή της 5ης Απριλίου 2006. Η Επιτροπή της υπέβαλε ένα ακόμη αίτημα παροχής πληροφοριών στις 19 Ιανουαρίου 2006, στο οποίο αυτή απάντησε με επιστολή της 25ης Σεπτεμβρίου 2006.

    6.     Προσβαλλόμενη απόφαση

    27      Στις 24 Ιανουαρίου 2007, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2007/492/ΕΚ σχετικά με κρατική ενίσχυση C 38/2005 (πρώην NN 52/2004) της Γερμανίας υπέρ του ομίλου Biria (EE L 183, σ. 27, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

    «Άρθρο 1

    Η κρατική ενίσχυση [της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας] υπέρ των εταιρειών [Bike Systems], [Sachsen Zweirad] και Biria GmbH (νυν Biria AG) δεν είναι συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά. Η ενίσχυση περιλάμβανε τα ακόλουθα μέτρα:

    α)      Μέτρο 1: μία αφανής συνεισφορά στην εταιρεία [Bike Systems] ύψους 2 070 732 ευρώ. Το στοιχείο ενισχύσεως αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου αναφοράς προσαυξημένο κατά 1 000 σημεία βάσης και της αποζημίωσης της αφανούς συνεισφοράς (σταθερό επιτόκιο συν 50 % της μεταβλητής αποζημίωσης).

    β)      Μέτρο 2: μία εγγύηση ύψους 4 480 000 ευρώ υπέρ της εταιρείας [Sachsen Zweirad]. Το στοιχείο εγγυήσεως αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου αναφοράς προσαυξημένου κατά 800 σημεία βάσης και του επιτοκίου με το οποίο χορηγήθηκε το εγγυημένο δάνειο.

    γ)      Μέτρο 3: μία εγγύηση ύψους 19 900 000 ευρώ υπέρ της εταιρείας Biria GmbH (νυν Biria AG). Το στοιχείο εγγυήσεως αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου αναφοράς προσαυξημένου κατά 700 σημεία βάσης και του επιτοκίου με το οποίο χορηγήθηκε το εγγυημένο δάνειο.

    Άρθρο 2

    1.      [Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας] λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για να απαιτήσει την επιστροφή από τον δικαιούχο της αναφερόμενης στο άρθρο 1 ενισχύσεως που χορηγήθηκε παράνομα.

    2.      Η αφανής συνεισφορά και η εγγύηση υπέρ της εταιρείας Biria GmbH (νυν Biria AG) οφείλουν να τερματισθούν εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης.

    [...]»

    28      Οι λόγοι που διατυπώθηκαν προς στήριξη της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι, κατ’ ουσίαν, οι ακόλουθοι. Σχετικά με το μέτρο 1, η Επιτροπή θεώρησε ότι η απόκτηση συμμετοχής από την gbb μπορούσε να καταλογισθεί στο κράτος και ότι ευνοούσε την Bike Systems, διότι η επιχείρηση αυτή δεν θα μπορούσε να λάβει τη συμμετοχή αυτή στην αγορά με τους ίδιους όρους. Στηριζόμενη στο σημείο 3.2 της ανακοινώσεως για την εφαρμογή των άρθρων 87 [ΕΚ] και 88 [ΕΚ] στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων (EE 2000, C 71, σ. 14), η Επιτροπή θεώρησε ότι η συμμετοχή αυτή συνολικά έπρεπε να θεωρηθεί στοιχείο ενισχύσεως, διότι η Bike Systems αντιμετώπιζε δυσχέρειες κατά τη χρονική στιγμή της αποκτήσεως της συμμετοχής και ο σχετικός κίνδυνος ήταν τέτοιος ώστε κανένας επενδυτής, σε μια οικονομία της αγοράς, δεν θα αποκτούσε τη συμμετοχή αυτή. Όσον αφορά τα μέτρα 2 και 3, η Επιτροπή θεώρησε ότι οι δικαιούχοι ήταν μεγάλες επιχειρήσεις οι οποίες, κατά τον χρόνο χορηγήσεως των αντίστοιχων εγγυήσεων, ήσαν προβληματικές σύμφωνα με τα κριτήρια των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999, ιδίως δε τα κριτήρια της παραγράφου τους 6. Οι εν λόγω εγγυήσεις δεν καλύπτονταν συνεπώς από το εγκεκριμένο καθεστώς ενισχύσεων, αλλά έπρεπε να της είχαν κοινοποιηθεί μεμονωμένα. Η Επιτροπή διαπίστωσε, επιπλέον, για τα μέτρα 1, 2 και 3, ότι οι διατάξεις παρέκκλισης του άρθρου 87, παράγραφοι 2 και 3, ΕΚ δεν ίσχυαν και ότι, μεταξύ άλλων, δεν της είχε παρασχεθεί κανένα στοιχείο, όσον αφορά ειδικότερα την υλοποίηση ενός σχεδίου αναδιάρθρωσης όπως τούτο απαιτείται από τις κατευθυντήριες γραμμές του 1999. Όσον αφορά τα μέτρα 2 και 3, η Επιτροπή διευκρινίζει περαιτέρω στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι, δεδομένου ότι η Sachsen Zweirad έλαβε ενίσχυση αναδιάρθρωσης τον Απρίλιο του 1996 και τον Μάρτιο του 1998, δεν τηρήθηκε η αρχή της μοναδικής ενισχύσεως κατά τη χορήγηση των δύο εν λόγω εγγυήσεων, καθόσον παρήλθαν λιγότερα από 10 έτη από τη λήξη της περιόδου αναδιάρθρωσης και δεν συνέτρεχε εν προκειμένω καμία έκτακτη περίσταση. Κατά την Επιτροπή, δεν τηρήθηκαν συνεπώς οι κατευθυντήριες γραμμές του 1999.

     Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

    29      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 5 και 16 Απριλίου 2007, τα οποία πρωτοκολλήθηκαν αντιστοίχως με τους αριθμούς υποθέσεως T‑102/07 και T‑120/07, το Freistaat Sachsen, αφενός, και οι εταιρείες MB Immobilien και MB System, αφετέρου, άσκησαν τις υπό κρίση προσφυγές.

    30      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 13 Αυγούστου 2007, η MB Immobilien υπέβαλε αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, ζητώντας την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η αίτηση αυτή απερρίφθη με διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 11ης Οκτωβρίου 2007, οποίος επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

    31      Με διάταξη που εξέδωσε ο πρόεδρος του τετάρτου τμήματος του Πρωτοδικείου στις 24 Νοεμβρίου 2008, μετά από ακρόαση των διαδίκων, οι υποθέσεις T-102/07 και T‑120/07 ενώθηκαν προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και έκδοση κοινής αποφάσεως σύμφωνα με το άρθρο 50 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

    32      Στην υπόθεση T‑102/07, το Freistaat Sachsen ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

    –        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά τα μέτρα 2 και 3·

    –        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    33      Στην υπόθεση T‑120/07, οι εταιρείες MB Immobilien και MB System ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

    –        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

    –        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    34      Στην υπόθεση T‑102/07, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

    –        να απορρίψει την προσφυγή·

    –        να καταδικάσει το Freistaat Sachsen στα δικαστικά έξοδα.

    35      Στην υπόθεση T‑120/07, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

    –        να απορρίψει την προσφυγή·

    –        να καταδικάσει τις εταιρείες MB Immobilien και MB System στα δικαστικά έξοδα.

     Σκεπτικό

    36      Η προσφυγή στην υπόθεση T‑102/07 περιλαμβάνει τρεις λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος αντλείται από παραβίαση του κοινοτικού δικαίου λόγω εσφαλμένης ερμηνείας του εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων. Περιλαμβάνει τρία σκέλη. Με το πρώτο σκέλος, το Freistaat Sachsen αμφισβητεί τη μη εφαρμογή του κατάλληλου μέτρου E 16/94. Με το δεύτερο σκέλος, προβάλλει έλλειψη αιτιολογίας. Με το τρίτο σκέλος, ισχυρίζεται ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις δεν είναι προβληματικές επιχειρήσεις κατά την έννοια του εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων. Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών όσον αφορά τις δυσχέρειες των εν λόγω επιχειρήσεων. Περιλαμβάνει δύο σκέλη. Με το πρώτο σκέλος, το Freistaat Sachsen ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη προς την πρακτική της Επιτροπής. Με το δεύτερο σκέλος, προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των κριτηρίων της παραγράφου 6 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999. Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά το ποσό του στοιχείου ενισχύσεως.

    37      Η προσφυγή στην υπόθεση T‑120/07 περιλαμβάνει επίσης τρεις λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος αντλείται από παραβίαση του κοινοτικού δικαίου λόγω εσφαλμένης ερμηνείας του εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων. Ο δεύτερος λόγος αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών όσον αφορά τις δυσχέρειες των δικαιούχων επιχειρήσεων. Ο τρίτος λόγος αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Περιλαμβάνει τέσσερα σκέλη. Με το πρώτο σκέλος, οι εταιρείες MB Immobilien και MB System ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή παρεξέκλινε των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999 χωρίς να αιτιολογήσει το γεγονός αυτό. Με το δεύτερο σκέλος, προβάλλουν έλλειψη αιτιολογίας στηριζόμενες στο κατάλληλο μέτρο E 16/94. Με το τρίτο σκέλος, βάλλουν κατά του γεγονότος ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε την απόφασή της να παρεκκλίνει του κατάλληλου μέτρου E 16/94. Με το τέταρτο σκέλος, προβάλλουν σοβαρό σφάλμα αιτιολογίας κατά τον καθορισμό της αξίας των ενισχύσεων που πρέπει να ανακτηθούν.

    38      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε το Freistaat Sachsen στο πλαίσιο της προσφυγής στην υπόθεση T‑102/07 και τα επιχειρήματα που προέβαλαν η MB Immobilien και η MB System στο πλαίσιο της προσφυγής στην υπόθεση T‑120/07 αλληλεπικαλύπτονται σε μεγάλο βαθμό, έστω και αν οι αιτιάσεις του Freistaat Sachsen αφορούν μόνο τα μέτρα 2 και 3, ενώ οι αιτιάσεις των εταιρειών MB Immobilien και MB System αφορούν επίσης το μέτρο 1. Οι αιτιάσεις τους αφορούν, κατ’ ουσίαν, πρώτον, σχετικά με τα μέτρα 2 και 3, παράβαση του εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων στηριζόμενη στην υποτιθέμενη μη εφαρμογή του στενού ορισμού της έννοιας της προβληματικής επιχειρήσεως που περιλαμβάνεται στο κατάλληλο μέτρο E 16/94 και στην εφαρμογή του ορισμού που περιέχεται στις κατευθυντήριες γραμμές του 1999, ιδίως δε των δεικτών που προβλέπονται στην παράγραφό τους 6. Δεύτερον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλες πλάνες εκτιμήσεως κατά τον χαρακτηρισμό των δικαιούχων επιχειρήσεων ως προβληματικών. Τρίτον, προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Οι αιτιάσεις τους αναλύονται κατωτέρω με τη σειρά αυτή.

    1.     Επί των αιτιάσεων που αντλούνται από μη εφαρμογή του ορισμού της έννοιας της προβληματικής επιχειρήσεως που περιλαμβάνεται στο κατάλληλο μέτρο E 16/94

     Επιχειρήματα των διαδίκων

    39      Οι προσφεύγοντες δεν αμφισβητούν ότι οι προβληματικές επιχειρήσεις αποκλείονται από τις ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα του εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων. Ισχυρίζονται εντούτοις, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή έπρεπε να στηρίξει την ανάλυσή της σχετικά με το ότι οι επιχειρήσεις που ωφελήθηκαν από τα μέτρα 2 και 3 ήταν προβληματικές επί των κριτηρίων του κατάλληλου μέτρου E 16/94 και όχι επί των κριτηρίων των παραγράφων 4 έως 6 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999, που υποτίθεται ότι είναι ευρύτερα.

    40      Κατά το Freistaat Sachsen, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη, βάσει της νομολογίας, να εξετάσει τα μέτρα 2 και 3 βάσει των προϋποθέσεων του εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων (απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 1994, C‑47/91, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I‑4635). Με την προσβαλλόμενη απόφαση όμως, η Επιτροπή κατέληξε στην ασυμβατότητα των μέτρων 2 και 3 προς το εγκεκριμένο καθεστώς ενισχύσεων όχι βάσει του ορισμού της έννοιας της προβληματικής επιχειρήσεως που απορρέει από το κατάλληλο μέτρο E 16/94, αλλά βάσει των κριτηρίων που προβλέπονται στην παράγραφο 6 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999. Η Επιτροπή υπερεκτίμησε έτσι το εύρος της εξουσίας της εκτιμήσεως στο πλαίσιο της συγκεκριμένης εφαρμογής ενός καθεστώτος ενισχύσεων το οποίο ωστόσο είχε προηγουμένως εγκρίνει.

    41      Το Freistaat Sachsen υπενθυμίζει ότι το εγκεκριμένο καθεστώς ενισχύσεων περιέχει δύο εναλλακτικές μορφές ενισχύσεων: αφενός, τις ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα και, αφετέρου, τις ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση. Τα μέτρα 2 και 3 χορηγήθηκαν στο πλαίσιο των ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα, οπότε έπρεπε να εφαρμοστεί ο ορισμός της έννοιας της προβληματικής επιχειρήσεως που προκύπτει από το κατάλληλο μέτρο E 16/94.

    42      Πρώτον, το Freistaat Sachsen στηρίζεται στην ερμηνεία υφισταμένων πραγματικών περιστατικών και των επιστολών που αντηλλάγησαν πριν από τις κατευθυντήριες γραμμές του 1999.

    43      Έτσι, ισχυρίζεται ότι η έννοια της προβληματικής επιχειρήσεως ορίστηκε, καταρχάς, στην απόφαση SG (93) D/9273, ως καλύπτουσα κάθε επιχείρηση της οποίας ο εγγυητής γνωρίζει ή θα έπρεπε να γνωρίζει, ως επιμελής επιχειρηματίας, ότι είναι προβληματική.

    44      Κατά το Freistaat Sachsen, η Επιτροπή αποφάσισε με την απόφαση 96/475, όσον αφορά εγγυήσεις υπέρ σχεδίων αναδιάρθρωσης μεγάλων προβληματικών επιχειρήσεων, που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο των καθεστώτων εγγυήσεως διαφόρων γερμανικών ομόσπονδων κρατών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται το Freistaat Sachsen, ότι η χορήγηση εγγυήσεων υπέρ μεγάλων προβληματικών επιχειρήσεων έπρεπε να αποτελεί αντικείμενο μεμονωμένης κοινοποιήσεως. Εντεύθεν προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της εναλλακτικής μορφής των ενισχύσεων για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση του εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων, εγγυήσεις μπορούσαν πλέον να παρέχονται μόνο στις προβληματικές ΜΜΕ. Κατά το Freistaat Sachsen, δεν εξετάστηκε η εναλλακτική μορφή των ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα του εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων, πράγμα που επιβεβαιώθηκε με την επιστολή της 19ης Δεκεμβρίου 1996 (βλ. σκέψη 6 ανωτέρω).

    45      Περαιτέρω, το Freistaat Sachsen υποστηρίζει ότι, από την ανάγνωση της αλληλογραφίας μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Επιτροπής, όπως επί παραδείγματι της επιστολής της 2ας Μαρτίου 1998 (βλ. σκέψη 7 ανωτέρω), προκύπτει ότι παρόμοια προγράμματα εγγυήσεως υπήρχαν σε πολλά ομόσπονδα κράτη, όπως και σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Λόγω της σημασίας αυτού του μέσου περιφερειακής στηρίξεως, χρειάστηκε να βρεθεί μια λειτουργική οριοθέτηση της εννοίας «υγιείς επιχειρήσεις». Κατά το Freistaat Sachsen, σχετικά με την αναζήτηση αυτή πραγματοποιήθηκαν πολλές συζητήσεις και υπήρξε ανταλλαγή πολλών επιστολών μεταξύ της Επιτροπής και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η οποία σταμάτησε μόνο μετά από την εκ μέρους της Επιτροπής πρόταση ενός ορισμού της έννοιας της προβληματικής επιχειρήσεως με το κατάλληλο μέτρο E 16/94.

    46      Το κατάλληλο μέτρο E 16/94 όρισε εκ νέου τον αποκλεισμό των προβληματικών επιχειρήσεων από τις περιφερειακές ενισχύσεις. Αποκλείονταν πλέον από το ευεργέτημα των περιφερειακών ενισχύσεων, αφενός, οι επιχειρήσεις που πληρούν σαφή κριτήρια, τα οποία προβλέφθηκαν κατόπιν από την παράγραφο 5 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999, και, αφετέρου, οι επιχειρήσεις για τις οποίες υφίσταται ο κίνδυνος καταπτώσεως της εγγυήσεως. Ο ορισμός αυτός δεν τροποποιήθηκε έκτοτε.

    47      Το Freistaat Sachsen τονίζει επιπλέον ότι, στην επιστολή της 11ης Νοεμβρίου 1998 (βλ. σκέψη 10 ανωτέρω), η Επιτροπή ανέφερε ότι το ζήτημα του ορισμού της έννοιας της προβληματικής επιχειρήσεως δεν είχε ακόμη αποσαφηνιστεί οριστικά, αλλά ότι, χάριν της ασφάλειας δικαίου, έπρεπε να εφαρμοστούν τα κριτήρια του κατάλληλου μέτρου E 16/94.

    48      Δεύτερον, το Freistaat Sachsen ισχυρίζεται ότι, από τη μεταγενέστερη των κατευθυντήριων γραμμών του 1999 αλληλογραφία μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Επιτροπής, δεν προκύπτει καμία αλλαγή όσον αφορά την εφαρμογή του διαλαμβανόμενου στο κατάλληλο μέτρο E 16/94 ορισμού της έννοιας της προβληματικής επιχειρήσεως στη μορφή των ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα του εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων.

    49      Κατά το Freistaat Sachsen, η επιστολή της 1ης Δεκεμβρίου 1999 αφορά αποκλειστικά τις ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων. Το ίδιο ισχύει επίσης για την επιστολή της 20ής Ιανουαρίου 2000, με την οποία η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δέχθηκε τα κατάλληλα μέτρα που προβλέπονται στο σημείο 6 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999, καθόσον τα εν λόγω κατάλληλα μέτρα αφορούσαν, και αυτά, καθεστώτα ενισχύσεων για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση. Από την επιστολή αυτή προκύπτει επίσης ότι, για τις προβληματικές ΜΜΕ, έπρεπε να εφαρμοστεί ο ορισμός που διαλαμβάνεται στο σημείο 5 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999.

    50      Τα έγγραφα που διαβιβάστηκαν με την επιστολή της 30ής Ιουνίου 2000 αφορούσαν επίσης αποκλειστικά τα καθεστώτα ενισχύσεων για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση. Το σύστημα ελέγχου συνοψίζει στο σημείο του 3.5 τα προγράμματα ή τις εναλλακτικές μορφές προγραμμάτων περιφερειακού χαρακτήρα. Αντιθέτως, το σημείο 4 διέπει αποκλειστικά τις ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση. Τούτο ισχύει επίσης για τις μετέπειτα τροποποιήσεις του σημείου 4, που αποτελούν αντικείμενο των επιστολών που αντηλλάγησαν εν συνεχεία μεταξύ της Επιτροπής και της Γερμανικής Κυβερνήσεως.

    51      Τρίτον, το Freistaat Sachsen φρονεί ότι η εφαρμογή δύο ελαφρώς διαφορετικών ορισμών της έννοιας της προβληματικής επιχειρήσεως στο πλαίσιο της εναλλακτικής μορφής των ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα και της εναλλακτικής μορφής των ενισχύσεων για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση του εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων απορρέει από τους διαφορετικούς σκοπούς των εν λόγω εναλλακτικών μορφών.

    52      Η εναλλακτική μορφή των ενισχύσεων για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση αποσκοπεί στο να μπορούν να τύχουν των ενισχύσεων για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση μόνον οι ΜΜΕ που πληρούν τα κριτήρια της παραγράφου 5 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999. Το Freistaat Sachsen αναφέρει ότι, στην περίπτωση της εναλλακτικής μορφής των ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα, οι επιχειρήσεις μπορούσαν να τύχουν περιφερειακών ενισχύσεων αν δεν ήταν προβληματικές κατά το κατάλληλο μέτρο E 16/94, δηλαδή σύμφωνα με σαφώς καθορισμένα κριτήρια που αντιστοιχούν σε εκείνα της παραγράφου 5 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999, ή αν ήταν απίθανο να υπάρξει κατάπτωση της εγγυήσεως.

    53      Τέλος, το Freistaat Sachsen υποστηρίζει ότι οι δείκτες των δυσχερειών μιας επιχειρήσεως που προβλέπονται στην παράγραφο 6 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999 είναι υπερβολικά αόριστοι για να αποτελέσουν κριτήρια εκτιμήσεως, από τα κράτη μέλη, του συμβατού ενός σχεδιαζόμενου μέτρου ενισχύσεως προς ένα υφιστάμενο καθεστώς.

    54      Οι εταιρείες MB Immobilien και MB System υποστηρίζουν ότι, κατ’ αυτές, η Επιτροπή θα έπρεπε να εξετάσει τα μέτρα 2 και 3 υπό το πρίσμα των προϋποθέσεων του εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεως και επικαλούνται επίσης συναφώς το κατάλληλο μέτρο E 16/94. Τονίζουν ότι οι προϋποθέσεις του κατάλληλου μέτρου E 16/94 έχουν στενότερη διατύπωση απ’ ό,τι αυτές των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999. Αντί των δεικτών κατά την έννοια των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών, αυτό που έχει εν προκειμένω εφαρμογή είναι το αντλούμενο από το δίκαιο του προϋπολογισμού κριτήριο του κατάλληλου μέτρου E 16/94. Κατά το κριτήριο αυτό, δεν πρέπει να χορηγούνται εγγυήσεις όταν πιθανολογείται, με υψηλή πιθανότητα, ότι θα υπάρξει κατάπτωση της εγγυήσεως. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δέχθηκε τον ορισμό αυτόν και τόσο το Freistaat Sachsen όσο και οι δικαιούχοι έπρεπε να μπορούν να βασίζονται στο γεγονός ότι το εγκεκριμένο καθεστώς ενισχύσεων εφαρμοζόταν ως ειδικό καθεστώς.

    55      Οι εταιρείες MB Immobilien και MB System υποστηρίζουν ότι η προσαρμογή του εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων στις κατευθυντήριες γραμμές του 1999 αφορά μόνο την εναλλακτική μορφή ενισχύσεων για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση. Η Επιτροπή πρότεινε να κοινοποιούνται όλες οι εγγυήσεις υπέρ μεγάλων επιχειρήσεων ανεξάρτητα από τον σκοπό τους, αλλά αποσιώπησε το γεγονός ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας απέρριψε την πρόταση αυτή. Το ζήτημα αυτό δεν έχει ακόμη αποσαφηνιστεί οριστικά.

    56      Κατά τις εταιρείες MB Immobilien και MB System, οι εγγυήσεις προς στήριξη μέτρων αναδιάρθρωσης και διάσωσης υπέρ προβληματικών επιχειρήσεων κατά την έννοια του εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων περιορίστηκαν στις ΜΜΕ. Για τις λειτουργικές και επενδυτικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα, όπως προβλέπει το κατάλληλο μέτρο E 16/94, η εφαρμογή των αυστηρών κριτηρίων της παραγράφου 5 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999 έπρεπε να συμπληρώνεται από μια διττή σχετική με τον προϋπολογισμό προϋπόθεση, κατά την οποία δεν πρέπει να χορηγείται μια εγγύηση αν είναι πολύ πιθανό ότι θα καταπέσει και, επομένως, εγγυήσεις μπορούν να συνιστώνται υπέρ προβληματικών επιχειρήσεων μόνον όταν ο εγγυητής διαπιστώνει, βάσει της πραγματογνωμοσύνης που συντάσσει ανεξάρτητος οικονομικός ελεγκτής, ότι η δικαιούχος επιχείρηση, λαμβανομένου υπόψη του εγγυημένου δανείου, έχει πολλές πιθανότητες να συνεχίσει τη δραστηριότητά της. Περαιτέρω, όσον αφορά την υποχρέωση κοινοποίησης για τις ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση των μεγάλων προβληματικών επιχειρήσεων που προκύπτει από την απόφαση 96/475, οι εταιρείες MB Immobilien και MB System ισχυρίζονται ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας την αποδέχθηκε για τις δύο εναλλακτικές μορφές μόνο για τη Βάδη-Βυρτεμβέργη (Γερμανία) και το Αμβούργο (Γερμανία). Όσον αφορά την εναλλακτική μορφή των ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα, το εγκεκριμένο καθεστώς ενισχύσεων δεν επηρεάστηκε από την απόφαση 96/475. Κατά συνέπεια, το κριτήριο βάσει του οποίου μπορεί να ελεγχθεί το επιτρεπτό τέτοιου είδους εγγυήσεων παρέμεινε το προαναφερθέν σχετικό με τον προϋπολογισμό κριτήριο και δεν αντικαταστάθηκε από τους δείκτες που διαλαμβάνονται στις κατευθυντήριες γραμμές του 1999.

    57      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη των αιτιάσεων αυτών. Αμφισβητεί τη δυνατότητα εφαρμογής του κατάλληλου μέτρου E 16/94 και ισχυρίζεται ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ορθώς εφάρμοσε τα κριτήρια των παραγράφων 4 έως 6 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999.

     Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

    58      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφεύγοντες δεν αμφισβητούν ότι οι προβληματικές επιχειρήσεις αποκλείονται από την εναλλακτική μορφή των ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα του εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων. Υποστηρίζουν εντούτοις ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε, ως προς τα μέτρα 2 και 3, να στηρίξει την προσβαλλόμενη απόφαση επί του ορισμού της έννοιας της προβληματικής επιχειρήσεως που προκύπτει από τις παραγράφους 4 έως 6 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999 για να αποκλείσει κατ’ αυτό τον τρόπο τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις από την εφαρμογή της εναλλακτικής μορφής των ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα, αλλά έπρεπε να εφαρμόσει τον ορισμό του κατάλληλου μέτρου E 16/94 που είναι πιο περιοριστικός. Συγκεκριμένα, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν δέχθηκε τον υποτιθέμενο ευρύτερο ορισμό αυτό των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999 για την εναλλακτική μορφή των ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα του εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων. Περαιτέρω, οι δείκτες που διαλαμβάνονται στην παράγραφο 6 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999 είναι υπερβολικά ασαφείς ώστε τα κράτη μέλη να μπορούν να εκτιμήσουν το συμβατό χρηματοοικονομικών μέτρων προς ένα εγκεκριμένο καθεστώς ενισχύσεων.

    59      Όσον αφορά το περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι η Επιτροπή, όταν βρίσκεται ενώπιον ατομικής ενισχύσεως ως προς την οποία υποστηρίζεται ότι χορηγήθηκε κατ’ εφαρμογήν ήδη εγκεκριμένου καθεστώτος, δεν μπορεί, εκ προοιμίου, να το εξετάσει άμεσα σε σχέση με τη Συνθήκη ΕΚ. Πριν από την κίνηση οποιασδήποτε διαδικασίας, η Επιτροπή οφείλει να ελέγξει αν η ενίσχυση καλύπτεται από το γενικό καθεστώς και πληροί τους όρους που έχουν καθοριστεί με την εγκριτική αυτού απόφαση. Αν δεν ενεργούσε έτσι, η Επιτροπή θα μπορούσε, κατά την εξέταση κάθε ατομικής ενισχύσεως, να αναθεωρεί την εγκριτική του καθεστώτος ενισχύσεων απόφασή της, η οποία ήδη προϋπέθετε εξέταση από πλευράς του άρθρου 87 ΕΚ (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 40 ανωτέρω, σκέψη 24).

    60      Μια ενίσχυση η οποία αποτελεί αυστηρή και προβλέψιμη εφαρμογή των τεθεισών με την εγκριτική του γενικού καθεστώτος απόφαση προϋποθέσεων θεωρείται υφιστάμενη ενίσχυση, που δεν υπάρχει λόγος να γνωστοποιηθεί στην Επιτροπή ούτε να εξετασθεί από πλευράς του άρθρου 87 ΕΚ (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Μαΐου 2002, C‑321/99 P, ARAP κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑4287, σκέψη 83, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Νοεμβρίου 2004, T‑176/01, Ferriere Nord κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3931, σκέψη 51).

    61      Αντιθέτως, μέτρα που δεν καλύπτονται από τα γενικά καθεστώτα των οποίων γίνεται επίκληση αποτελούν νέες ενισχύσεις των οποίων το συμβατό προς την κοινή αγορά πρέπει να υποβάλλεται στην εξέταση της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, από το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88] ΕΚ (EE L 83, σ. 1), προκύπτει ότι «κάθε σχέδιο για τη χορήγηση νέας ενισχύσεως κοινοποιείται εγκαίρως στην Επιτροπή από το οικείο κράτος μέλος».

    62      Επιπλέον, πρέπει να τονιστεί ότι απόφαση της Επιτροπής που αποφαίνεται επί του συμβατού ενισχύσεως προς το οικείο καθεστώς εμπίπτει στην άσκηση της υποχρεώσεώς της να μεριμνά για την εφαρμογή των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ. Ως εκ τούτου, η εκ μέρους της Επιτροπής εξέταση του συμβατού ενισχύσεως προς το καθεστώς αυτό δεν συνιστά πρωτοβουλία υπερβαίνουσα το πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της. Επομένως, η εκτίμηση της Επιτροπής δεν μπορεί να περιορίζεται από την εκτίμηση των εθνικών αρχών που χορήγησαν την ενίσχυση.

    63      Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν δέχθηκε τον ορισμό των προβληματικών επιχειρήσεων που προκύπτει από τις παραγράφους 4 έως 6 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999 για την εναλλακτική μορφή των ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα του εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων, από το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 προκύπτει ότι η Επιτροπή λαμβάνει από το οικείο κράτος μέλος όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την εξέταση, σε συνεργασία με το κράτος μέλος, των υφιστάμενων καθεστώτων ενισχύσεων σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 1, ΕΚ. Εφόσον η Επιτροπή, με βάση τις διαβιβασθείσες πληροφορίες, συνάγει ότι το υφιστάμενο καθεστώς ενισχύσεων δεν είναι συμβατό ή δεν είναι πλέον συμβατό προς την κοινή αγορά, απευθύνει σύσταση προς το οικείο κράτος μέλος με την οποία του προτείνει κατάλληλα μέτρα, προκειμένου να τροποποιηθεί ή να ακυρωθεί το υφιστάμενο καθεστώς ενισχύσεων, σύμφωνα με το άρθρο 18 του κανονισμού 659/1999.

    64      Συναφώς, από το άρθρο 19 του κανονισμού 659/1999 προκύπτει ότι «[ε]φόσον το οικείο κράτος μέλος δέχεται τα προτεινόμενα μέτρα και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή, η τελευταία σημειώνει τη διαπίστωση αυτή και ενημερώνει σχετικά το κράτος μέλος». Το εν λόγω άρθρο διευκρινίζει επίσης ότι «[τ]ο κράτος μέλος δεσμεύεται με την αποδοχή του να εφαρμόσει τα κατάλληλα μέτρα».

    65      Εν προκειμένω, σύμφωνα με τα κατάλληλα μέτρα των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999 (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω), η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας διαβίβασε στην Επιτροπή, με επιστολή της 1ης Δεκεμβρίου 1999, ένα κατάλογο των καθεστώτων ενισχύσεων που εξακολουθούσαν να είναι σε ισχύ μετά την 30ή Ιουνίου 2000 και έπρεπε, σύμφωνα με την εν λόγω επιστολή, να προσαρμοστούν στα κατάλληλα μέτρα. Το εγκεκριμένο καθεστώς ενισχύσεων περιλαμβάνεται στον κατάλογο αυτό. Με έγγραφο της 20ής Ιανουαρίου 2000, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δέχθηκε τα κατάλληλα μέτρα που προτείνονται στο σημείο 6 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999.

    66      Ωστόσο, κατά τους προσφεύγοντες, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δέχθηκε τα κατάλληλα μέτρα μόνο για καθεστώτα ενισχύσεων για τη διάσωση και αναδιάρθρωση και, κατά συνέπεια, μόνο για την εναλλακτική μορφή των ενισχύσεων για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση του εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων. Εντεύθεν συνάγουν ότι στην εναλλακτική μορφή των ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα του εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων εξακολουθεί να εφαρμόζεται ο ορισμός της έννοιας της προβληματικής επιχειρήσεως που διαλαμβάνεται στο κατάλληλο μέτρο E 16/94.

    67      Η συλλογιστική αυτή πρέπει να απορριφθεί.

    68      Συγκεκριμένα, η Επιτροπή ορθώς τονίζει ότι η περιεχόμενη στη δικογραφία αλληλογραφία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας δεν κάνει διάκριση μεταξύ των εναλλακτικών μορφών του εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων. Το καθεστώς αυτό μνημονεύεται, μεταξύ άλλων, χωρίς άλλες διευκρινίσεις στην επιστολή της 1ης Δεκεμβρίου 1999. Η επιστολή της 20ής Ιανουαρίου 2000 είναι επίσης γενικής φύσεως. Επομένως δεν αποδείχθηκε ότι υφίσταται κάποιος ρητός αποκλεισμός της εφαρμογής των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999 όσον αφορά την εναλλακτική μορφή των ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα του εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων.

    69      Περαιτέρω, το σύστημα ελέγχου που αποτελεί, όπως προκύπτει από την επιστολή της 30ής Ιουνίου 2000, αναπόσπαστο τμήμα των γερμανικών καθεστώτων εγγυήσεως και μεταφέρει για τον τομέα αυτό τα κατάλληλα μέτρα, ιδίως δε το σημείο του 4.1, παραπέμπει ρητώς στην υποχρέωση ατομικής κοινοποιήσεως σε περίπτωση ενισχύσεων για τη διάσωση και αναδιάρθρωση που προορίζονται για μεγάλες προβληματικές επιχειρήσεις κατά την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999. Επομένως, από το σημείο 4.1 του συστήματος ελέγχου προκύπτει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δέχθηκε ότι κάθε εγγύηση που μπορεί να χαρακτηριστεί ενίσχυση για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση (εξαιρουμένων των εγγυήσεων που χορηγούνται στο πλαίσιο καθεστώτος ενισχύσεων προς τις ΜΜΕ που πληρούν τουλάχιστον ένα από τα τρία κριτήρια που προβλέπονται στην παράγραφο 5 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999, βλ. σκέψη 78 κατωτέρω) πρέπει να αποτελεί αντικείμενο ατομικής κοινοποιήσεως στην Επιτροπή, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 1999.

    70      Βεβαίως, όπως τονίζει το Freistaat Sachsen, στην επίμαχη αλληλογραφία γίνεται, σε ορισμένα σημεία, ρητή αναφορά στα «καθεστώτα ενισχύσεων για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση». Για παράδειγμα, στην επιστολή της 1ης Δεκεμβρίου 1999, γίνεται μνεία μιας προσαρμογής στις κατευθυντήριες γραμμές του 1999 όλων των «υφισταμένων καθεστώτων ενισχύσεων για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση» που είναι σε ισχύ μετά τις 30 Ιουνίου 2000. Το αυτό ισχύει για το σύστημα ελέγχου. Τούτο είναι απολύτως σύμφωνο προς το σημείο 6.3 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999 που απαιτεί την προσαρμογή «των υφισταμένων καθεστώτων ενισχύσεων διάσωσης ή αναδιάρθρωσης με βάση τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές».

    71      Αντίθετα προς όσα υποστηρίζει το Freistaat Sachsen, ωστόσο, από τις παραπομπές αυτές στα «καθεστώτα ενισχύσεων για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση» δεν απορρέει ότι η αποδοχή των κατάλληλων μέτρων από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας περιοριζόταν στην εναλλακτική μορφή των ενισχύσεων για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση του εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων.

    72      Συγκεκριμένα, ακόμη και αν η εν λόγω αποδοχή των κατάλληλων μέτρων των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999 αφορούσε αποκλειστικά τα υφιστάμενα καθεστώτα ενισχύσεων για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση, τούτο δεν συνεπάγεται ωστόσο ότι το Freistaat Sachsen μπορούσε να μη λάβει υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές του 1999 όταν χορήγησε, μετά τη θέση τους σε ισχύ στις 9 Οκτωβρίου 1999 και μετά την αποδοχή εκ μέρους της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας των σχετικών με αυτές κατάλληλων μέτρων, χρηματοοικονομικά πλεονεκτήματα σε δυνάμει προβληματικές επιχειρήσεις. Τούτο είναι αληθές έστω και αν τα εν λόγω πλεονεκτήματα ενέπιπταν a priori στις προϋποθέσεις ενός υφισταμένου καθεστώτος ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα για μια περιφέρεια η οποία αποτελεί, όπως τονίζεται στην αιτιολογική σκέψη 10 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ενισχυόμενη περιοχή κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, ΕΚ.

    73      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχεία α΄ και γ΄, ΕΚ επιφύλαξη σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα προϋποθέτει, όταν αμφισβητούνται ενισχύσεις για τη διάσωση, την ύπαρξη αληθούς προγράμματος αναδιαρθρώσεως, ώστε τα θετικά αποτελέσματα της ενισχύσεως επί της περιφερειακής αναπτύξεως να μπορούν να είναι διαρκή (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Μαρτίου 1991, C‑305/89, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. I‑1603, σκέψη 36) και να αντισταθμίζουν τα αποτελέσματα στρεβλώσεως του ανταγωνισμού.

    74      Ομοίως, από την παράγραφο 3 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999, τις οποίες θέσπισε η Επιτροπή για τον εαυτό της, προς άσκηση της ευρείας διακριτικής εξουσίας εκτιμήσεως την οποία διαθέτει στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ, και οι οποίες επιβάλλονται σε αυτήν (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2005, T‑171/02, Regione autonoma della Sardegna κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑2123, σκέψεις 94 και 95 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), προκύπτει ότι «[ο]ι κρατικές ενισχύσεις που προορίζονται για τη διάσωση προβληματικών επιχειρήσεων από την πτώχευση και για την προώθηση της αναδιάρθρωσής τους δεν μπορούν να θεωρηθούν θεμιτές παρά μόνον υπό ορισμένους όρους». Για τον λόγο αυτό, αφενός, οι κατευθυντήριες γραμμές του 1999 προβλέπουν, μεταξύ άλλων, στην παράγραφό τους 17, μια υποχρέωση προηγουμένης κοινοποιήσεως στην Επιτροπή κάθε χρηματοδοτήσεως που το Δημόσιο χορηγεί ή εγγυάται σε επιχείρηση που τελεί σε προβληματική οικονομική κατάσταση και, αφετέρου, στο πλαίσιο της εξετάσεως της κοινοποιήσεως αυτής, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τα στοιχεία περιφερειακής φύσεως που μνημονεύει το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχεία α΄ και γ΄, ΕΚ, όπως τούτο απορρέει από τις παραγράφους 19 και 20 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών.

    75      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, προτού χορηγήσει ενίσχυση σε μεγάλη επιχείρηση τελούσα σε οικονομική κατάσταση δυνάμενη να χαρακτηριστεί κατ’ ελάχιστον προβληματική, κατάσταση στην οποία τελούσε αναντίρρητα ο όμιλος Biria, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας θα έπρεπε καταρχάς να καθορίσει αν επρόκειτο για προβληματική επιχείρηση σύμφωνα με τα κριτήρια των παραγράφων 4 έως 6 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999. Σε περίπτωση που τούτο επαληθευόταν, η επίμαχη ενίσχυση υπέκειτο στην υποχρέωση ατομικής κοινοποίησης.

    76      Από τα ανωτέρω έπεται επίσης ότι το επιχείρημα των προσφευγόντων όσον αφορά την ύπαρξη ενός ειδικού ορισμού της έννοιας της προβληματικής επιχειρήσεως στο πλαίσιο της εναλλακτικής μορφής των ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα του εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων πρέπει να απορριφθεί. Η αποδοχή της παράλληλης υπάρξεως διαφόρων ορισμών της έννοιας της προβληματικής επιχειρήσεως θα μπορούσε, συγκεκριμένα, να οδηγήσει σε μια κατάσταση στην οποία μια προβληματική κατά τις κατευθυντήριες γραμμές του 1999 επιχείρηση θα μπορούσε εντούτοις να λάβει κρατική ενίσχυση χωρίς να υπάρχει υποχρέωση κοινοποιήσεως και χωρίς να τηρηθούν οι κατευθυντήριες γραμμές του 1999. Μια τέτοια όμως κατάσταση θα ήταν αντίθετη προς την οικονομία του άρθρου 87, παράγραφοι 1 και 3, ΕΚ και του άρθρου 88, παράγραφος, 3, ΕΚ, όπως διασαφηνίζεται στις κατευθυντήριες γραμμές του 1999 (βλ. σκέψη 74 ανωτέρω).

    77      Όσον αφορά εν συνεχεία τα επιχειρήματα των προσφευγόντων ότι οι δείκτες που προβλέπει η παράγραφος 6 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999 είναι υπερβολικά ασαφείς για να μπορούν να χρησιμοποιούνται από κράτος μέλος στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του συμβατού σχεδιαζόμενου μέτρου ενισχύσεως προς υφιστάμενο καθεστώς ενισχύσεως, πρέπει να υπομνησθεί, όπως ορθώς τονίζει η Επιτροπή, ότι, σε περίπτωση αμφιβολίας ως προς τον χαρακτηρισμό της καταστάσεως δικαιούχου επιχειρήσεως, το κράτος μέλος πρέπει να κοινοποιεί το επίμαχο μέτρο.

    78      Περαιτέρω, όσον αφορά τα επιχειρήματα των προσφευγόντων που αντλούνται από σύγκριση μεταξύ των κριτηρίων του κατάλληλου μέτρου E 16/94 και εκείνων της παραγράφου 5 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999, καθώς και από το γεγονός ότι ορισμένες επιστολές που αντηλλάγησαν μεταξύ της Επιτροπής και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας μετά τις κατευθυντήριες γραμμές του 1999 έκαναν αναφορά αποκλειστικά στα κριτήρια της εν λόγω παραγράφου 5, πρέπει να τονιστεί ότι από το γράμμα των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999, ιδίως δε από το σημείο τους 4 (βλ. σκέψη 3 ανωτέρω), προκύπτει σαφώς ότι τα μόνα καθεστώτα ενισχύσεων προβληματικών επιχειρήσεων που επιτρέπονται ακόμη είναι αυτά που αφορούν τις ΜΜΕ. Εντεύθεν προκύπτει επίσης ότι, για να εκτιμηθεί αν οι τελευταίες αυτές είναι προβληματικές, μόνο τα αυστηρά κριτήρια της παραγράφου 5 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999 είναι a priori κρίσιμα. Αν δεν υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής των εν λόγω αυστηρών κριτηρίων, επιβάλλεται η ατομική κοινοποίηση. Ναι μεν η αλληλογραφία μεταξύ της Επιτροπής και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, μετά τη θέσπιση των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999, περιείχε συνεπώς συζήτηση σχετικά με τον ορισμό της έννοιας της προβληματικής επιχειρήσεως, όπως αυτή προκύπτει από την παράγραφο 5 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999, προκειμένου να ορισθεί το πλαίσιο εκτιμήσεως των ακόμη επιτρεπόμενων καθεστώτων ενισχύσεων, πλην όμως δεν μπορεί να συναχθεί από αυτό, όπως φαίνεται να υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες, ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δέχθηκε μόνο τον ορισμό αυτόν ούτε ότι αρνήθηκε τη δυνατότητα χρησιμοποιήσεως του ορισμού της επιχειρήσεως που διαλαμβάνεται στην παράγραφο 6 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999 εκτός του ειδικού πλαισίου των καθεστώτων ενισχύσεων για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση των ΜΜΕ.

    79      Τέλος, πρέπει επιπλέον να διευκρινισθεί ότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή και όπως αυτό προκύπτει από την επιστολή της 23ης Ιανουαρίου 2006, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστήριξε την εκτίμηση των μέτρων 2 και 3 σε σχέση με την παράγραφο 6 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999. Περαιτέρω, ούτε από την προσβαλλόμενη απόφαση ούτε από τη δικογραφία προκύπτει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας επικαλέστηκε το κατάλληλο μέτρο E 16/94 στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, οι δε προσφεύγοντες εξάλλου δεν υποστηρίζουν το αντίθετο.

    80      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη όλη η αλληλογραφία μεταξύ της Επιτροπής και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας πριν από το 1999. Πρέπει επίσης να αποκλεισθεί ο υποτιθέμενος στενότερος ορισμός της έννοιας της προβληματικής επιχειρήσεως που διαλαμβάνεται στο κατάλληλο μέτρο E 16/94 με το αιτιολογικό ότι δεν έχει καμία σημασία για την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς.

    81      Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν παραβίασε το κοινοτικό δίκαιο ούτε παρέβη το εγκεκριμένο καθεστώς ενισχύσεων εκτιμώντας την κατάσταση των επιχειρήσεων τις οποίες αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση με γνώμονα τα κριτήρια των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999, συμπεριλαμβανομένης της παραγράφου τους 6, και όχι με γνώμονα τα κριτήρια του κατάλληλου μέτρου E 16/94.

    82      Επομένως, οι αιτιάσεις που προβλήθηκαν στο πλαίσιο των προσφυγών στις υποθέσεις T‑102/07 και T‑120/07 και οι οποίες αντλούνται από σχετική παράβαση του εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων πρέπει να απορριφθούν.

    2.     Επί των αιτιάσεων που αφορούν τον χαρακτηρισμό των δικαιούχων επιχειρήσεων ως προβληματικών

    83      Πρώτον, οι εταιρείες MB Immobilien και MB System υποστηρίζουν ότι η δικαιούχος του μέτρου 1 επιχείρηση, η Bike Systems, δεν ήταν προβληματική επιχείρηση τον Μάρτιο του 2001. Δεδομένου ότι το εγκεκριμένο καθεστώς ενισχύσεων αφορά κρατικές εγγυήσεις και το μέτρο 1 είναι αφανής συνεισφορά που χορηγήθηκε εκτός του πλαισίου αυτού, οι εταιρείες MB Immobilien και MB System δεν αμφισβητούν την έναντι της επιχειρήσεως αυτής δυνατότητα εφαρμογής του ορισμού της έννοιας της προβληματικής επιχειρήσεως που περιέχεται στις κατευθυντήριες γραμμές του 1999.

    84      Δεύτερον, το Freistaat Sachsen και η MB Immobilien υποστηρίζουν αμφότεροι ότι οι δύο δικαιούχοι των μέτρων 2 και 3 επιχειρήσεις, αντιστοίχως η Sachsen Zweirad και η Biria GmbH, δεν ήταν προβληματικές υπό την έννοια του κατάλληλου μέτρου E 16/94 κατά τη χορήγηση των εγγυήσεων. Συναφώς, από την προηγηθείσα ανάλυση προκύπτει ότι η Επιτροπή εδικαιούτο να στηρίξει την προσβαλλόμενη απόφαση επί του ορισμού της έννοιας της προβληματικής επιχειρήσεως που διαλαμβάνεται στις κατευθυντήριες γραμμές του 1999. Επομένως, οι αιτιάσεις που στηρίζονται στο γεγονός ότι οι δικαιούχοι επιχειρήσεις δεν ήταν προβληματικές σύμφωνα με τα κριτήρια του κατάλληλου μέτρου E 16/94 πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελείς.

    85      Τρίτον, το Freistaat Sachsen υποστηρίζει ότι η Sachsen Zweirad και η Biria GmbH δεν ήταν ούτε αυτές προβληματικές επιχειρήσεις κατά την έννοια των κριτηρίων των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999, αντιστοίχως τον Μάρτιο 2003 και τον Δεκέμβριο 2003.

    86      Περαιτέρω, με το υπόμνημα απαντήσεως, οι εταιρείες MB Immobilien και MB System υποστηρίζουν επίσης, επικουρικώς, ότι, ακόμα και αν εφαρμόζονταν οι κατευθυντήριες γραμμές του 1999, έπρεπε να θεωρηθεί ότι οι εταιρείες Sachsen Zweirad και Biria GmbH δεν ήταν προβληματικές. Η αιτίαση αυτή πρέπει ωστόσο να κριθεί απαράδεκτη λόγω παραβάσεως του άρθρου 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, κατά το οποίο το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να αναφέρει το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών. Συγκεκριμένα, η αναφορά αυτή πρέπει να είναι αρκούντως σαφής και ακριβής ώστε να μπορεί ο αντίδικος να προετοιμάσει την άμυνά του και το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής, ενδεχομένως, χωρίς πρόσθετα στοιχεία. Για να εξασφαλιστεί η ασφάλεια δικαίου και η ορθή απονομή της δικαιοσύνης είναι απαραίτητο τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η προσφυγή να προκύπτουν τουλάχιστον συνοπτικά, αλλά κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό, από το ίδιο το δικόγραφο (διάταξη του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουλίου 2005, T‑294/04, Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑2719, σκέψη 23).

    87      Επομένως, η εξέταση ενδεχόμενων σφαλμάτων εκτιμήσεως της Επιτροπής κατά την εφαρμογή των κριτηρίων των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999 στην κατάσταση της Sachsen Zweirad και της Biria GmbH θα περιοριστεί στην εξέταση των επιχειρημάτων που προέβαλε συναφώς το Freistaat Sachsen.

    88      Θα εξετασθεί συνεπώς κατωτέρω, βάσει των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999, αν η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως χαρακτηρίζοντας, αφενός, την Bike Systems ως προβληματική επιχείρηση τον Μάρτιο του 2001 και, αφετέρου, τη Sachsen Zweirad και την Biria GmbH ως προβληματικές επιχειρήσεις, αντιστοίχως, τον Μάρτιο του 2003 και τον Δεκέμβριο του 2003.

     Επί του ζητήματος αν η Bike Systems ήταν προβληματική επιχείρηση τον Μάρτιο του 2001

     Επιχειρήματα των διαδίκων

    89      Πρώτον, οι εταιρείες MB Immobilien και MB System υποστηρίζουν ότι οι λόγοι που διατυπώνονται στην αιτιολογική σκέψη 61 της προσβαλλομένης αποφάσεως για να θεωρηθεί ότι η εταιρεία Bike Systems ήταν προβληματική επιχείρηση δεν αντιστοιχούν σε κρίσιμα κατά την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999 κριτήρια ή συμπτώματα και είναι ελλιπείς. Η Επιτροπή διαπίστωσε η ίδια ότι η Bike Systems δεν είχε πτωχεύσει, αλλά δεν προέβη σε καμία διαπίστωση σχετικά με τον ισολογισμό των δικαιούχων επιχειρήσεων και, συνεπώς, σχετικά με τα κριτήρια των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών. Επιπλέον, δεν μπορούσε να συναχθεί αυτομάτως από μια περιορισμένη αναδιάρθρωση ότι οι μελλοντικές προοπτικές μιας επιχειρήσεως είναι αβέβαιες, αλλά απαιτούνταν προς τούτο λεπτομερέστερες διαπιστώσεις. Περαιτέρω, η Επιτροπή δεν έλαβε επαρκώς υπόψη το γεγονός ότι η Bike Systems εξαγοράστηκε από μια υγιή επιχείρηση. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι, συνεπεία του σχεδίου ανακάμψεως, υπήρξε αλλαγή ιδιοκτήτη, η Επιτροπή θα έπρεπε να εξετάσει την οικονομική βαρύτητα του αγοραστή για να μπορέσει να διατυπώσει έγκυρη γνώμη σχετικά με τις μελλοντικές προοπτικές της επιχειρήσεως. Επιπλέον, οι ζημίες ή τα αρνητικά ίδια κεφάλαια μπορούσαν, αλλά δεν έπρεπε οπωσδήποτε, να αποτελέσουν ένδειξη περί του ότι μια επιχείρηση είναι προβληματική, όπως τούτο προκύπτει από τα κριτήρια των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999.

    90      Δεύτερον, οι εταιρείες MB Immobilien και MB System υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν ανάλυσε μια δεσμευτική επιστολή προθέσεων (harte Patronatserklärung) της Biria GmbH της 6ης Μαρτίου 2001 (στο εξής: επιστολή προθέσεων), παρά το γεγονός ότι την ύπαρξη του εγγράφου αυτού είχε επικαλεσθεί η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας με την επιστολή της 31ης Ιανουαρίου 2005. Η Επιτροπή θα έπρεπε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι η gbb διέθετε, όσον αφορά τις υποχρεώσεις που δημιουργήθηκαν από τη σύμβαση της αφανούς συνεισφοράς, την εγγύηση της Biria GmbH και ότι, κατά συνέπεια, μπορούσε σε περίπτωση αδυναμίας πληρωμής να στραφεί κατά μιας επιχειρήσεως η οποία δεν ήταν προβληματική. Η Επιτροπή αναγνώρισε εξάλλου ότι δεν εξέτασε την επιστολή προθέσεων που η Biria GmbH είχε καταρτίσει υπέρ της Bike Systems, μολονότι γνώριζε την ύπαρξή της. Πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των δεσμευτικών επιστολών προθέσεων (harte Patronatserklärungen) και των μη δεσμευτικών επιστολών προθέσεων (weiche Patronatserklärungen). Στο πλαίσιο μιας δεσμευτικής επιστολής προθέσεων, ο εγγυητής δεν είναι οφειλέτης ο οποίος υποχρεούται σε εκπλήρωση της παροχής μόνο μετά τον κύριο οφειλέτη, αλλά ευθύνεται αλληλεγγύως με αυτόν ως συνοφειλέτης.

    91      Η συλλογιστική αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η Γερμανική Κυβέρνηση ανέφερε, στην επιστολή της 23ης Ιανουαρίου 2006, ότι συμφωνούσε με τις εξηγήσεις της Επιτροπής κατά τις οποίες μια αφανής συνεισφορά είναι συγκρίσιμη με ένα δάνειο μειωμένης εξασφάλισης του οποίου ο κίνδυνος, λόγω της ελλείψεως ασφαλείας, είναι μεγαλύτερος από αυτόν ενός κλασσικού τραπεζικού δανείου που προορίζεται για τη χρηματοδότηση μιας επενδύσεως, οπότε η αποζημίωση για μια τέτοια αφανή συνεισφορά πρέπει να είναι πολύ μεγαλύτερη από το επιτόκιο αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ισχύει κατά την ημερομηνία της χορηγήσεως. Όταν η Επιτροπή αναφέρει ότι, εν όψει αυτής της αφηρημένης δηλώσεως, δεν είχε κανένα λόγο να εξετάσει λεπτομερέστερα τον χαρακτηρισμό της επιστολής προθέσεων και να θέσει ερωτήματα σχετικά με αυτήν, λησμονεί ότι γνώριζε την επιστολή αυτή και είχε συνεπώς την υποχρέωση να την εξετάσει ή τουλάχιστον την υποχρέωση να θέσει ερωτήματα στο κράτος μέλος.

    92      Τρίτον, οι εταιρείες MB Immobilien και MB System υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη την έκθεση οικονομικού ελέγχου που αφορούσε, αφενός, τους ετήσιους λογαριασμούς που έκλεισαν στις 31 Δεκεμβρίου 2002 και, αφετέρου, την έκθεση διαχείρισης για τη χρήση 2002 της Bike Systems (στο εξής: έκθεση επί των λογαριασμών του 2002 της Bike Systems) την οποία γνώριζε και στην οποία αναφερόταν ότι «από την παρουσίαση και την εκτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού στον ισολογισμό της 31ης Δεκεμβρίου 2002 μπορούσε να συναχθεί ότι κατ’ αρχήν οι μελλοντικές προοπτικές ήσαν θετικές». Η Επιτροπή ουδέποτε έκανε λόγο για τη φερεγγυότητα του αγοραστή. Οι εταιρείες MB Immobilien και MB System αμφισβητούν τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι η έκθεση επί των λογαριασμών του 2002 της Bike Systems, δεν έχει καμία αξία για την εκτίμηση των αποφάσεων που εμπίπτουν στη χρήση 2001. Η Επιτροπή χρησιμοποιεί εξάλλου και η ίδια αυτό το είδος της a posteriori δικαιολογήσεως.

    93      Τέταρτον, ισχυρίζονται ότι τα επιχειρήματα που προβάλλει η Επιτροπή σχετικά με περιόδους μεταγενέστερες της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν μπορούν να χρησιμεύσουν για να δικαιολογηθεί η απόφαση αυτή.

    94      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα των MB Immobilien και MB System.

     Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

    95      Επιβάλλεται εκ προοιμίου η διευκρίνιση ότι από το δικόγραφο της προσφυγής στην υπόθεση T‑120/07 προκύπτει ότι οι αιτιάσεις των MB Immobilien και MB System, που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου τους ακυρώσεως, αφορούν, αφενός, τον χαρακτηρισμό της Bike Systems ως προβληματικής επιχειρήσεως και, αφετέρου, τον προσδιορισμό του στοιχείου ενισχύσεως, ειδικότερα την έκταση της προσαυξήσεως που εφάρμοσε η Επιτροπή.

    96      Όσον αφορά τον προσδιορισμό του στοιχείου ενισχύσεως του μέτρου 1, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο δεύτερος λόγος δεν περιέχει κανένα στοιχείο σε σχέση με την αιτίαση της MB Immobilien και της MB System που διατυπώθηκε στο πλαίσιο αυτού του λόγου της προσφυγής στην υπόθεση T‑120/07 και κατά την οποία η Επιτροπή δεν έλαβε επαρκώς υπόψη το γεγονός ότι μια αποζημίωση που υπερβαίνει κατά 600 σημεία βάσης το επιτόκιο αναφοράς λαμβάνει επαρκώς υπόψη τον αυξημένο κίνδυνο αδυναμίας πληρωμής μιας προβληματικής επιχειρήσεως. Ο λόγος αυτός πρέπει συνεπώς να κριθεί απαράδεκτος, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατέθηκε στη σκέψη 86 ανωτέρω. Τα επιχειρήματα κατά του προσδιορισμού του στοιχείου ενισχύσεως σε σχέση με το επιτόκιο αναφοράς της αγοράς, δεδομένου ότι διατυπώνονται στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως της προσφυγής στην υπόθεση T‑120/07 που αφορά τα ελαττώματα της αιτιολογίας, θα εξεταστούν κατωτέρω στο πλαίσιο της εξετάσεως των αιτιάσεων που αντλούνται από τα ελαττώματα της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    97      Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως της προσφυγής στην υπόθεση T‑120/07 και η εξέταση ενδεχόμενων σφαλμάτων κατά την εκτίμηση περιορίζονται συνεπώς στο ζήτημα αν η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως θεωρώντας ότι η Bike Systems ήταν προβληματική επιχείρηση κατά τον χρόνο χορήγησης του μέτρου 1, βάσει των κριτηρίων των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999.

    98      Πρέπει, εκ προοιμίου, να υπομνησθεί ότι ο έλεγχος, στον οποίο πρέπει να προβεί η Επιτροπή, συνεπάγεται τη συνεκτίμηση και την αξιολόγηση περίπλοκων πραγματικών περιστατικών και οικονομικών συνθηκών. Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι ο δικαστής δεν μπορεί να υποκαταστήσει την Επιτροπή στην εκτίμηση των περίπλοκων πραγματικών περιστατικών και οικονομικών συνθηκών, ο έλεγχος του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει να περιορίζεται στο αν τηρήθηκαν οι κανόνες διαδικασίας και αιτιολογήσεως, αν υφίστανται τα πραγματικά περιστατικά, αν συντρέχει πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ή αν συντρέχει κατάχρηση εξουσίας (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Μαΐου 2005, T‑111/01 και T‑133/01, Saxonia Edelmetalle και ZEMAG κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑1579, σκέψη 91 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    99      Όσον αφορά την κατάσταση της Bike Systems τον Μάρτιο του 2001, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή αναφέρει στην αιτιολογική σκέψη 61 της προσβαλλομένης αποφάσεως τα εξής:

    «[...] Ωστόσο η εταιρεία Bike Systems είχε μόλις ολοκληρώσει τη διαδικασία αφερεγγυότητας έχοντας εφαρμόσει ένα σχέδιο αφερεγγυότητας. Οι προοπτικές της επιχειρήσεως ήταν αβέβαιες επειδή αυτή είχε ολοκληρώσει μόνο μία περιορισμένη αναδιάρθρωση. Σύμφωνα με τους ετήσιους λογαριασμούς του 2001, η επιχείρηση εμφάνιζε εκ νέου ζημίες κατά το έτος αυτό. Το ίδιο κεφάλαιο εξακολουθούσε να είναι αρνητικό, χωρίς ωστόσο να προκαλεί αφερεγγυότητα χάρη στο αφανές αποθεματικό. Συνεπώς, κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, η εταιρεία Bike Systems όφειλε να αξιολογηθεί ως προβληματική επιχείρηση.»

    100    Η ανάλυση της καταστάσεως της Bike Systems στηρίζεται συνεπώς στην ύπαρξη ενός σχεδίου αφερεγγυότητας, στον περιορισμένο χαρακτήρα της αναδιάρθρωσής της από τον οποίο προκύπτει ότι οι μελλοντικές προοπτικές της ήταν αβέβαιες, στις ζημίες που καταγράφονται στον ισολογισμό του 2001 και στα αρνητικά ίδια κεφάλαια.

    101    Πρώτον, οι εταιρείες MB Immobilien και MB System ισχυρίζονται ότι οι εν λόγω παράγοντες δεν περιέχονται στις κατευθυντήριες γραμμές του 1999 και δεν στηρίζουν επαρκώς κατά νόμο το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι η Bike Systems ήταν προβληματική.

    102    Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

    103    Συγκεκριμένα, όσον αφορά το πλαίσιο αναλύσεως των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999, πρέπει να υπομνησθεί ότι η παράγραφός τους 4 απλώς αναφέρει γενικώς ότι μια επιχείρηση θεωρείται προβληματική επιχείρηση εφόσον δεν είναι ικανή, με δικούς της οικονομικούς πόρους ή με τους πόρους που είναι πρόθυμοι να συνεισφέρουν οι ιδιοκτήτες/μέτοχοί της και οι πιστωτές της, να ανακόψει τη ζημιογόνο πορεία της, η οποία θα την οδηγήσει, ελλείψει εξωτερικής παρέμβασης από το κράτος, προς μία σχεδόν βέβαιη οικονομική εξαφάνιση βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα.

    104    Περαιτέρω, από τη διατύπωση των παραγράφων 5 και 6 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999 προκύπτει ότι, αν μια επιχείρηση θεωρείται «σε όλες τις περιπτώσεις» προβληματική όταν έχει εξαφανισθεί σημαντικό μέρος του εταιρικού κεφαλαίου της, τίποτα δεν εμποδίζει μια επιχείρηση να αποδείξει με άλλα στοιχεία, όπως αυτά που απαριθμούνται στην παράγραφο 6, ότι αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες κατά την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999, ακόμη και αν δεν υπέστη απώλεια σημαντικού μέρους του εταιρικού κεφαλαίου της (βλ., υπό το πνεύμα αυτό και κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2005, T‑349/03, Corsica Ferries France κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑2197, σκέψη 185).

    105    Από τη νομολογία αυτή μπορεί να συναχθεί, αφενός, ότι η σημαντική μείωση του εταιρικού κεφαλαίου αποτελεί πολύ σοβαρό παράγοντα από τον οποίο προκύπτει ότι μια επιχείρηση είναι προβληματική και, αφετέρου, ότι υπάρχουν ορισμένοι οικονομικοί παράγοντες, των οποίων η παράγραφος 6 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999 περιέχει ένα μη εξαντλητικό κατάλογο (βλ. τη χρησιμοποίηση των λέξεων «όπως αυτά» στην απόφαση Corsica Ferries France κατά Επιτροπής, σκέψη 104 ανωτέρω, σκέψη 185), που μπορούν επίσης να αποδείξουν την ύπαρξη μιας τέτοιας καταστάσεως, έστω και αν δεν υπάρχει απώλεια σημαντικού μέρους του εταιρικού κεφαλαίου της ή κατάσταση αφερεγγυότητας κατά την έννοια της παραγράφου 5 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999.

    106    Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση κάνει λόγο για την ύπαρξη αρνητικών ιδίων κεφαλαίων η οποία, σε αντίθεση προς όσα ισχυρίζονται οι εταιρείες MB Immobilien και MB System, μπορεί να θεωρηθεί σημαντική ένδειξη της προβληματικής καταστάσεως μιας επιχειρήσεως, έστω και αν δεν συντρέχουν οι ειδικές περιστάσεις που διαλαμβάνονται στην παράγραφο 5 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999.

    107    Η προσβαλλόμενη απόφαση μνημονεύει και άλλες ενδείξεις, μεταξύ άλλων τη συνέχιση των ζημιών κατά το έτος του μέτρου 1. Έστω και αν ο τελευταίος αυτός παράγοντας δεν διαλαμβάνεται στον μη εξαντλητικό κατάλογο των ενδείξεων της παραγράφου 6, όπου μνημονεύεται η προϊούσα αύξηση των ζημιών, η λυσιτέλειά του στο πλαίσιο της αναλύσεως της οικονομικής καταστάσεως μιας επιχειρήσεως δεν μπορεί να μη γίνει δεκτή εφόσον αφορά την κατάσταση που υφίστατο πριν από ή κατά τον χρόνο της χορηγήσεως της ενισχύσεως, πράγμα που δεν αμφισβητούν οι εταιρείες MB Immobilien και MB System.

    108    Όσον αφορά την ύπαρξη ενός σχεδίου αφερεγγυότητας, από τις εξηγήσεις που παρέσχον η MB System και η Επιτροπή σε απάντηση σε γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T‑120/07 προκύπτει ότι η διαδικασία του σχεδίου, περί αφερεγγυότητας στο γερμανικό δίκαιο αποσκοπεί στην ανάκαμψη μιας αφερέγγυας επιχειρήσεως όταν η πτώχευση μπορεί ακόμη να αποφευχθεί και προϋποθέτει την υποβολή ενός σχεδίου αφερεγγυότητας.

    109    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η παράγραφος 5, στοιχείο γ΄, των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999 κάνει αναφορά στην περίπτωση μιας επιχείρησης η οποία «πληροί τις προϋποθέσεις του εθνικού δικαίου για να υπαχθεί σε συλλογική διαδικασία λόγω της αφερεγγυότητάς της» ως παράγοντα που καταδεικνύει ότι η επιχείρηση αυτή πρέπει εν πάση περιπτώσει να θεωρηθεί προβληματική. Βεβαίως, η κατάσταση της Bike Systems τον Μάρτιο του 2001 δεν αντιστοιχούσε στην κατάσταση που περιγράφεται στην εν λόγω παράγραφο 5, στοιχείο γ΄, καθόσον η εταιρεία αυτή είχε εξέλθει από τη διαδικασία περί αφερεγγυότητας. Ωστόσο η Επιτροπή, όπως το επιβεβαίωσε απαντώντας στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, θεώρησε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το σχέδιο αφερεγγυότητας είχε παράσχει τη δυνατότητα στην Bike Systems να εξέλθει από μια κατάσταση αφερεγγυότητας, αλλ’ ότι η κατάστασή της εξακολουθούσε να είναι εύθραυστη διότι, μεταξύ άλλων, η αναδιάρθρωσή της ήταν περιορισμένη, πράγμα που ελήφθη υπόψη ως ένδειξη προβληματικής καταστάσεως βάσει της παραγράφου 6 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999.

    110    Όσον αφορά εν συνεχεία την έκταση της αναδιαρθρώσεως αυτής, η MB System, ναι μεν δέχεται ότι η αρχική αναδιάρθρωση της Bike Systems είχε περιορισμένο χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι η εταιρεία έπρεπε να εξέλθει το γρηγορότερο από τη διαδικασία περί αφερεγγυότητας για να καταστεί δυνατή η συνέχιση των δραστηριοτήτων της και ότι συνεπώς επρόκειτο ουσιαστικά για εξόφληση χρεών, ισχυρίζεται όμως ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι η κατάσταση μιας επιχειρήσεως που εξήλθε από μια διαδικασία περί αφερεγγυότητας ομοιάζει με την κατάσταση μιας νέας εταιρείας, καθόσον δεν έχει πλέον χρέη. Επιπλέον, κατά την MB System, οι πιστωτές πίστευαν στην ανάκαμψη της Bike Systems εφόσον δέχθηκαν το σχέδιο αφερεγγυότητας. Κατ’ αυτήν, δεδομένου ότι ο όμιλος Biria είναι ο δεύτερος στην αγορά, μετά την εξαγορά της από τον όμιλο αυτό, η Bike Systems είχε εντελώς διαφορετικές οικονομικές προοπτικές.

    111    Παρά τους παράγοντες που ανέφεραν οι εταιρείες MB Immobilien και MB System, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η διαδικασία περί αφερεγγυότητας όσον αφορά την Bike Systems περατώθηκε μόλις τον Δεκέμβριο 2000, δηλαδή τρεις μόνον μήνες πριν από τη χορήγηση του μέτρου 1. Υπό τις περιστάσεις αυτές και λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι επρόκειτο ουσιαστικά για μια αναδιάρθρωση χρεών χωρίς μείζονες επιχειρησιακές αλλαγές, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η κατάσταση της Bike Systems τον Μάρτιο του 2001 εξακολουθούσε να είναι εύθραυστη και ότι οι μελλοντικές προοπτικές της ήταν αβέβαιες, τούτο δε παρά την εμπιστοσύνη που εξεδήλωσαν οι τράπεζες όσον αφορά αυτές τις μελλοντικές προοπτικές.

    112    Όσον αφορά την υποτιθέμενη μη συνεκτίμηση της καταστάσεως του υγιούς αγοραστή της Bike Systems, αιτίαση η οποία, όπως προκύπτει από απάντηση στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, αφορά την ενσωμάτωση της Bike Systems στον όμιλο Biria κατά τη διάρκεια της αναδιαρθρώσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το επιχείρημα της MB Immobilien και της MB System είναι μάλλον αστήρικτο και ότι οι εταιρείες αυτές δεν εξηγούν, μεταξύ άλλων, ποια συγκεκριμένα στοιχεία που προβλήθηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία δεν ελήφθησαν υπόψη από την Επιτροπή. Η αναφορά που έγινε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, σε απάντηση σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, στη θέση του ομίλου Biria στην αγορά δεν μπορεί να αρκεί συναφώς και επομένως η αιτίαση πρέπει να κριθεί απαράδεκτη σύμφωνα με την παρατεθείσα στη σκέψη 86 ανωτέρω νομολογία. Εν πάση περιπτώσει, όπως τονίζει η Επιτροπή, οφειλέτης της αποζημίωσης του μέτρου 1 ήταν η Bike Systems και όχι ο αγοραστής και δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένο ότι ένας αγοραστής θα υποστηρίξει τη θυγατρική του για την τακτοποίηση μιας τέτοιας οφειλής.

    113    Δεύτερον, οι εταιρείες MB Immobilien και MB System υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να αναλύσει την επιστολή προθέσεων.

    114    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το οικείο κράτος μέλος υποχρεούται, στο πλαίσιο του καθήκοντος συνεργασίας που έχει έναντι της Επιτροπής, να παράσχει όλα τα στοιχεία που θα δώσουν στο όργανο αυτό τη δυνατότητα να εξετάσει αν τηρούνται οι προϋποθέσεις της παρέκκλισης την οποία ζητεί (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Απριλίου 2006, T‑17/03, Schmitz-Gotha Fahrzeugwerke κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑1139, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    115    Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία, η νομιμότητα μιας κοινοτικής πράξεως πρέπει να εκτιμάται με βάση τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που υφίστανται κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως και οι πολύπλοκες εκτιμήσεις στις οποίες προβαίνει η Επιτροπή πρέπει να εξετάζονται μόνο με βάση τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή της κατά τον χρόνο που τις πραγματοποίησε (βλ. απόφαση Schmitz-Gotha Fahrzeugwerke κατά Επιτροπής, σκέψη 114 ανωτέρω, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    116    Εφόσον η Επιτροπή κάλεσε τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν επωφελώς τις παρατηρήσεις τους, δεν μπορεί να της προσαφθεί ότι δεν έλαβε υπόψη τυχόν πραγματικά στοιχεία που μπορούσαν να της προσκομίσουν κατά τη διοικητική διαδικασία αλλά δεν το έπραξαν, δεδομένου ότι δεν υποχρεούται να εξετάζει αυτεπαγγέλτως και στηριζόμενη σε εικασίες ποια στοιχεία θα μπορούσαν να της έχουν υποβληθεί (βλ. απόφαση Schmitz-Gotha Fahrzeugwerke κατά Επιτροπής, σκέψη 114 ανωτέρω, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    117    Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η επιστολή προθέσεων δεν κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας. Είναι εντούτοις αληθές ότι η ύπαρξή της μνημονεύθηκε από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στην επιστολή της 31ης Ιανουαρίου 2005 με την ακόλουθη διατύπωση:

    «Λόγω της στρατηγικής συμμαχίας που συνέπηξε ο όμιλος Biria (ιδίως συνεταιρισμός αγορών και παράδοση υλικών) θεωρήθηκε ότι οι μελλοντικές προοπτικές της Bike Systems ήταν θετικές και ότι η αναδιάρθρωσή της θα ήταν επιτυχημένη. Μια επιστολή προθέσεων που απαιτήθηκε από [τη Sachsen Zweirad] και την Biria GmbH στο πλαίσιο της καταβολής [της αφανούς συνεισφοράς] επρόκειτο να εξασφαλίσει ότι οι επιχειρήσεις αυτές θα υποστήριζαν ενεργώς το γίγνεσθαι της Bike Systems.»

    118    Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, το γεγονός ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας γνωστοποίησε σε μία και μόνο φράση ότι, στο πλαίσιο της αναχρηματοδότησης της οικείας εταιρείας, υπήρχε μια εγγύηση συνεχούς αρωγής εκ μέρους της μητρικής εταιρείας, δεν μπορεί να σημαίνει οπωσδήποτε, χωρίς άλλες αποδείξεις, για παράδειγμα σε σχέση με την οικονομική κατάσταση του συντάκτη της επιστολής προθέσεων κατά την ημερομηνία του μέτρου 1, ότι η Bike Systems έπρεπε να αξιολογηθεί διαφορετικά στο μέλλον ούτε ότι οι μελλοντικές προοπτικές της είχαν τροποποιηθεί. Εν πάση περιπτώσει, για να μπορέσει να εκτιμήσει τον δεσμευτικό χαρακτήρα της επιστολής προθέσεων, η Επιτροπή θα έπρεπε να διαθέτει το πρωτότυπο έγγραφο.

    119    Εν συνόψει, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις όπως έχουν περιγραφεί και σύμφωνα με την παρατιθέμενη στις σκέψεις 114 έως 116 ανωτέρω νομολογία, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να ζητήσει από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εξηγήσεις σχετικά με τον αντίκτυπο της επιστολής προθέσεων στην οικονομική κατάσταση της Bike Systems. Επιβάλλεται επομένως το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν ενήργησε παρανόμως μη προβαίνοντας σε μεταγενέστερη εξέταση της αναφοράς στην επιστολή προθέσεων που περιέχεται στην επιστολή της 31ης Ιανουαρίου 2005.

    120    Τρίτον, όσον αφορά τη μη συνεκτίμηση της έκθεσης επί των λογαριασμών του 2002 της Bike Systems για τη χρήση 2002 στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι προφανές ότι η οικονομική κατάσταση της Bike Systems το 2002 δεν είναι κρίσιμη για να εκτιμηθεί η νομιμότητα του μέτρου 1 που ελήφθη τον Μάρτιο του 2001. Συναφώς, η νομολογία διευκρινίζει σαφώς ότι το κατά πόσον ένα μέτρο συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ πρέπει να καθορίζεται βάσει της καταστάσεως η οποία υφίστατο κατά το χρονικό σημείο λήψεως του μέτρου αυτού. Αν η Επιτροπή ελάμβανε υπόψη μεταγενέστερα στοιχεία, θα ευνοούσε τα κράτη μέλη τα οποία παραβαίνουν την υποχρέωσή τους να κοινοποιήσουν, στο στάδιο του σχεδίου, τις ενισχύσεις που προτίθενται να χορηγήσουν (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουλίου 2002, T‑152/99, HAMSA κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑3049, σκέψη 53).

    121    Τέταρτον, οι αναφορές που έκανε η Επιτροπή στην κατάσταση της Bike Systems το 2002 και το 2003 και στις περιστάσεις υπό τις οποίες τερματίστηκε το μέτρο 1 το 2005 δεν είναι κρίσιμες για να κριθεί η νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, για τους ίδιους λόγους με αυτούς που διατυπώθηκαν στη σκέψη 120 ανωτέρω.

    122    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι παράγοντες που διαλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη 61 της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι σύμφωνοι προς τις κατευθυντήριες γραμμές του 1999 και ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η Bike Systems ήταν προβληματική επιχείρηση τον Μάρτιο 2001.

     Επί του αν η Sachsen Zweirad και η Biria GmbH ήταν προβληματικές επιχειρήσεις, αντιστοίχως τον Μάρτιο και τον Δεκέμβριο του 2003

    123    Το Freistaat Sachsen προβάλλει, αφενός, επιχειρήματα γενικού περιεχομένου που συνδέονται με το πλαίσιο της εκτιμήσεως της καταστάσεως των επιχειρήσεων που έτυχαν των μέτρων 2 και 3 και, αφετέρου, πρόδηλα σφάλματα κατά την εφαρμογή του εν λόγω πλαισίου στις επιχειρήσεις αυτές.

     Επί του πλαισίου εκτιμήσεως της καταστάσεως των επιχειρήσεων που έτυχαν των μέτρων 2 και 3

    –       Επιχειρήματα των διαδίκων

    124    Το Freistaat Sachsen ισχυρίζεται ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 66 έως 78 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή απλώς απαριθμεί ορισμένα τυπικά «συμπτώματα» προβληματικών επιχειρήσεων αναφερόμενη στην παράγραφο 6 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999, στην οποία η κατηγορία των επιχειρήσεων που μπορούν να στηριχθούν με ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση επεκτείνεται στις επιχειρήσεις που δεν πληρούν τα κριτήρια της εν λόγω παραγράφου 5. Οι προβληματικές επιχειρήσεις που θα ήταν αφερέγγυες χωρίς παρέμβαση του κράτους παρουσιάζουν εν γένει τα «συμπτώματα» που απαριθμούνται στην παράγραφο 6 των κατευθυντήριων γραμμών, ή τουλάχιστον μερικά από αυτά. Η παρουσία όμως ορισμένων από τα «συμπτώματα» αυτά δεν αρκεί για να διαπιστωθεί ότι μια επιχείρηση αντιμετωπίζει τόσες δυσχέρειες ώστε, ελλείψει κρατικής ενισχύσεως, θα εξαφανιζόταν από την αγορά.

    125    Περαιτέρω, κατά το Freistaat Sachsen, η πρακτική της Επιτροπής ασκείται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Για τις επιχειρήσεις που δεν πληρούν τα κριτήρια της παραγράφου 5 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999, δεν περιορίζεται, στις πιο πρόσφατες αποφάσεις της, στη διαπίστωση ορισμένων «συμπτωμάτων».

    126    Επιπλέον, η Επιτροπή υπερεκτιμά την έκταση της εξουσίας της εκτιμήσεως. Δεν μπορεί να υποκαταστήσει την εκτίμησή της σε αυτή της αρχής που χορήγησε την ενίσχυση, καθόσον, εγκρίνοντας το καθεστώς ενισχύσεων, η Επιτροπή παρέσχε στο κράτος μέλος ορισμένο περιθώριο χειρισμών. Επομένως, το μόνο έργο που όφειλε ακόμη να εκτελέσει δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 1, ΕΚ ήταν ο διαρκής έλεγχος της εφαρμογής του εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων. Κατά συνέπεια, το Freistaat Sachsen φρονεί ότι η εκτίμηση μιας αρχής ή ενός οργάνου του κράτους μέλους κατά τη χορήγηση της ενισχύσεως πρέπει να είναι προδήλως εσφαλμένη κατά τον χρόνο λήψεως της αποφάσεως (και όχι βάσει των στοιχείων που διαθέτει εκ των υστέρων η Επιτροπή κατά τον εν λόγω έλεγχο) ώστε το εγκεκριμένο καθεστώς ενισχύσεων να μη παράγει αποτελέσματα.

    127    Το Freistaat Sachsen υποστηρίζει, επιπλέον, ότι το περιθώριο εκτιμήσεως για να αποφασιστεί αν μια επιχείρηση μπορεί να θεωρηθεί προβληματική είναι στενότερο στο πλαίσιο των καθεστώτων περιφερειακών ενισχύσεων απ’ ό,τι στο πλαίσιο των ενισχύσεων για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση. Στην περίπτωση των τελευταίων αυτών, το επιζήμιο για τον ανταγωνισμό αποτέλεσμα προκύπτει από το γεγονός ότι η προβληματική επιχείρηση ευνοείται σε σχέση με τις άλλες επιχειρήσεις. Αντιθέτως, στην περίπτωση των περιφερειακών ενισχύσεων, η προβληματική επιχείρηση τελεί σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με τις λοιπές επιχειρήσεις που λαμβάνουν περιφερειακές ενισχύσεις για το ίδιο σχέδιο.

    128    Στο πλαίσιο αυτό, το Freistaat Sachsen φρονεί ότι πρέπει επίσης να θεωρηθούν διαφορετικά τα κριτήρια της παραγράφου 5 και της παραγράφου 6 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999. Ενώ τα κριτήρια της εν λόγω παραγράφου 5 θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο ελέγχου, τα «συμπτώματα» που απαριθμούνται στην εν λόγω παράγραφο 6 θα μπορούσαν να εμφανιστούν τόσο στην περίπτωση προβληματικών όσο και στην περίπτωση επιχειρήσεων που δεν είναι προβληματικές. Επομένως, αν μια επιχείρηση παρουσιάζει μερικά μόνο από τα «συμπτώματα» αυτά, δεν μπορεί να θεωρηθεί αποδεδειγμένο ότι η εκτίμηση της αρχής που χορήγησε την ενίσχυση, κατά την οποία η επιχείρηση δεν είναι προβληματική, είναι προδήλως εσφαλμένη. Ωστόσο, δεδομένου ότι τα κριτήρια της παραγράφου 5 και η πλειονότητα των «συμπτωμάτων» της παραγράφου 6 δεν επληρούντο όσον αφορά τις δύο επιχειρήσεις κατά την επίμαχη περίοδο, η περιεχόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση διαπίστωση ότι συνέτρεχαν ορισμένα «συμπτώματα» δεν αρκεί για να δικαιολογηθεί a posteriori η μη εφαρμογή ενός εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων.

    129    Κατά το Freistaat Sachsen, είναι παραπλανητικός ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι το Πρωτοδικείο έκρινε, με την απόφασή του Corsica Ferries France κατά Επιτροπής, σκέψη 104 ανωτέρω, ότι η παρουσία δύο ενδείξεων, ήτοι το αυξανόμενο επίπεδο των ζημιών και των χρεών, αρκούσε για να τεκμαρθεί ο χαρακτήρας μιας επιχειρήσεως ως προβληματικής, καθόσον η ένδικη αυτή διαφορά αφορούσε μια απόφαση με την οποία η Επιτροπή είχε επίσης διαπιστώσει τη συνδρομή ενός από τα κριτήρια που προβλέπει η παράγραφος 5 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999. Περαιτέρω, οι δύο προαναφερθείσες ενδείξεις δεν υφίσταντο στην περίπτωση της Sachsen Zweirad τον Μάρτιο 2003 και της Biria GmbH τον Δεκέμβριο 2003.

    130    Επιπλέον, η Επιτροπή δεν εκτίμησε ορθώς τα κριτήρια που διατυπώνονται στην παράγραφο 6 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999. Συγκεκριμένα, με τις παρατηρήσεις της επί της κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας διαβίβασε στην Επιτροπή ένα πίνακα από τον οποίο προκύπτει ότι δεν επληρούντο τα εν λόγω κριτήρια. Ο πίνακας αυτός αφορούσε καταρχάς την κατάσταση της Sachsen Zweirad, δεδομένου ότι, το 2001 και το 2002, η επιχείρηση αυτή σημείωσε ζημίες ενώ, μετά την εξαγορά της Biria AG (παλαιά επωνυμία), είχε πραγματοποιήσει εκ νέου κέρδη το 2003 (ως Biria GmbH). Τα κριτήρια της παραγράφου 6 των κατευθυντήριων γραμμών στηρίζονται σε μια αρνητική εξέλιξη (αυξανόμενες ζημίες, αποθέματα σε αύξηση, μείωση του cash-flow, αυξανόμενα χρέη και επιβαρύνσεις τόκων, μείωση ή απώλεια των ιδίων κεφαλαίων). Από τον πίνακα όμως που υπέβαλε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προκύπτει ότι, το 2003, η κατάσταση βελτιώθηκε και ότι καμία από τις ενδείξεις δεν υφίστατο ακόμη. Το ζήτημα της τάσεως της οικονομικής αναπτύξεως είναι αποφασιστικό για να εξεταστεί η επιχείρηση σε σχέση με τα κριτήρια της παραγράφου 6 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999. Μια φερέγγυα επιχείρηση που διαθέτει ακόμη περισσότερο από το ήμισυ των ιδίων κεφαλαίων της ή που απώλεσε λιγότερο από το ένα τέταρτο των κεφαλαίων αυτών κατά τη διάρκεια των δώδεκα τελευταίων μηνών δεν πληροί τα κριτήρια της προβληματικής επιχειρήσεως κατά την έννοια της παραγράφου 5 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών. Οι απώλειες ιδίων κεφαλαίων δεν μπορεί να αρκεί, κατά συνέπεια, για να πληρούται το συνδεόμενο με τις ζημίες κριτήριο που προβλέπει η παράγραφος 6 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999 και για να χαρακτηριστεί η επιχείρηση προβληματική όταν δεν έχουν προσεγγιστεί τα όρια που καθορίζει η παράγραφος 5. Αντιθέτως, πρέπει επίσης να υπάρχει πρόδηλη επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης. Η Επιτροπή δεν αναγνώρισε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η οικονομική κατάσταση των οικείων επιχειρήσεων είχε στην πραγματικότητα βελτιωθεί από το 2001.

    131    Όσον αφορά τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι αυτός καθεαυτόν ορισμός μιας προβληματικής επιχειρήσεως κατά την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999 διατυπώνεται στην παράγραφό τους 4, αρκεί η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν εφάρμοσε τον ορισμό αυτό στην προσβαλλόμενη απόφαση. Πρέπει να τονιστεί, επιπλέον, ότι από το κριτήριο αυτό δεν απορρέει ότι μια επιχείρηση πρέπει να θεωρηθεί προβληματική αφής στιγμής δεν δύναται να συγκεντρώσει ίδια ή δανειακά κεφάλαια για να χρηματοδοτήσει τα σχέδια που είναι απαραίτητα για τη βελτίωση της οικονομικής της καταστάσεως. Τούτο προκύπτει, μεταξύ άλλων, από το έγγραφο ΕΑΕ (2005) 795 της Επιτροπής με τίτλο «Σχέδιο δράσης για τις κρατικές ενισχύσεις – Λιγότερες και καλύτερα στοχευμένες κρατικές ενισχύσεις: οδικός χάρτης για τη μεταρρύθμιση των κρατικών ενισχύσεων 2005–2009 της Επιτροπής» (στο εξής: σχέδιο δράσης), κατά το οποίο μια τέτοια κατάσταση μπορεί επίσης να εξηγηθεί από τις δυσλειτουργίες της αγοράς. Η εναλλακτική μορφή των ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα του εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων μπορεί να εφαρμόζεται μόνον όταν δεν μπορεί να βρεθεί καμία άλλη χρηματοδότηση για το σχέδιο, τούτο δε ακόμη και για επιχειρήσεις που δεν είναι προβληματικές. Από την εμπειρία που αποκτήθηκε στο πλαίσιο της εφαρμογής αυτού του εργαλείο περιφερειακής στήριξης από το 1993 προκύπτει ότι οι επιχειρήσεις που δεν αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες έχουν εντούτοις ανάγκη της εγγυήσεως του ομοσπόνδου κράτους για την υλοποίηση των σχεδίων τους. Τούτο ισχύει για παράδειγμα όταν η συνήθης τράπεζά τους αναδιαρθρώνει το χαρτοφυλάκιό της και αποσύρεται από τη χρηματοδότηση.

    132    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του Freistaat Sachsen.

    –       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

    133    Από την ανάλυση που περιέχεται στις σκέψεις 103 έως 105 ανωτέρω προκύπτει ότι η παράγραφος 6 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999 περιέχει ένα μη εξαντλητικό κατάλογο των παραγόντων που μπορούν να χρησιμεύσουν για να αποδειχθεί ότι μια επιχείρηση είναι προβληματική, έστω και αν δεν υπάρχει έντονη μείωση του εταιρικού κεφαλαίου ή διαδικασία περί αφερεγγυότητας όπως αυτές που προβλέπει η παράγραφός τους 5, περιστάσεις βάσει των οποίων, κατά την εν λόγω παράγραφο 5, πρέπει εν πάση περιπτώσει να θεωρηθεί ότι η επιχείρηση είναι προβληματική. Αντίθετα προς όσα υποστηρίζει το Freistaat Sachsen, είναι συνεπώς δυνατόν, στο πλαίσιο των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999, να συναχθεί, βάσει ορισμένων ενδείξεων που παρατίθενται στην παράγραφο 6 ή ακόμη και βάσει άλλων ενδείξεων, ότι μια επιχείρηση αντιμετωπίζει τόσες δυσχέρειες ώστε, ελλείψει δημόσιας παρεμβάσεως, διακυβεύεται η επιβίωσή της.

    134    Περαιτέρω, όσον αφορά τους παραλληλισμούς που το Freistaat Sachsen θέλει να κάνει με άλλες διαδικασίες κρατικών ενισχύσεων, πρέπει να υπομνησθεί ότι η νομιμότητα μιας αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται ότι μια νέα ενίσχυση δεν πληροί τις προϋποθέσεις εφαρμογής της παρεκκλίσεως αυτής πρέπει να εκτιμηθεί μόνο στο πλαίσιο του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ και όχι βάσει μιας προγενέστερης πρακτικής της Επιτροπής για τη λήψη αποφάσεων, ακόμη και αν υποτεθεί ότι υπάρχει (απόφαση Regione autonoma della Sardegna κατά Επιτροπής, σκέψη 74 ανωτέρω, σκέψη 177). Οι συγκρίσεις με άλλες διαδικασίες κρατικών ενισχύσεων είναι συνεπώς αλυσιτελείς για να αποδειχθεί αν υφίσταται ένας ελάχιστος αριθμός κριτηρίων που πρέπει να πληρούνται κατά την έννοια της παραγράφου 6 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999, λαμβανομένου υπόψη του αν έχουν θιγεί ή όχι τα ίδια κεφάλαια κατά την έννοια της παραγράφου τους 5.

    135    Όσον αφορά την αναφορά που κάνει το Freistaat Sachsen στην απόφαση Corsica Ferries France κατά Επιτροπής, σκέψη 104 ανωτέρω, πρέπει να τονιστεί ότι το Πρωτοδικείο έκρινε στη σκέψη 191 της εν λόγω αποφάσεως ότι το ύψος των ζημιών και των χρηματοοικονομικών χρεών αποτελούν κριτήρια που μπορούν, αφ’ εαυτών, να αποδείξουν τον προβληματικό χαρακτήρα μιας επιχειρήσεως. Δεν μπορεί όμως εντεύθεν να συναχθεί ότι υφίσταται ένας ελάχιστος αριθμός κριτηρίων που πρέπει να πληρούται για να χαρακτηριστεί μια επιχείρηση ως προβληματική, διότι η εκτίμηση του Πρωτοδικείου συναφώς προσιδίαζε στα πραγματικά περιστατικά και στα στοιχεία της υποθέσεως. Από τούτο απορρέει εντούτοις ότι δεν είναι αναγκαίο να πληρούνται όλα τα κριτήρια που απαριθμούνται στην παράγραφο 6 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999 για να μπορεί μια επιχείρηση να θεωρηθεί προβληματική κατά την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999.

    136    Επιπλέον, όσον αφορά το επιχείρημα του Freistaat Sachsen ότι το περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής είναι διαφορετικό στο πλαίσιο ενός εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων, υπενθυμίστηκε στη σκέψη 62 ανωτέρω ότι η διενεργούμενη από την Επιτροπή εξέταση της συμφωνίας μιας ενισχύσεως προς ένα καθεστώς ενισχύσεων δεν αποτελεί πρωτοβουλία υπερβαίνουσα το πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της. Δεδομένου ότι οι προβληματικές επιχειρήσεις αποκλείονται από την εναλλακτική μορφή των ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα του εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων και ο ορισμός τους διέπεται από τις κατευθυντήριες γραμμές του 1999, όπως τούτο προκύπτει από την περιεχόμενη στις σκέψεις 58 έως 81 ανωτέρω ανάλυση του νομικού πλαισίου που εφαρμόζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Επιτροπή εδικαιούτο να εξακριβώσει αν οι κατευθυντήριες γραμμές του 1999 είχαν εφαρμοσθεί ορθώς εν προκειμένω. Επομένως, πρέπει να απορριφθούν για τους ίδιους λόγους τα επιχειρήματα που αντλούνται από ενδεχόμενο πιο περιορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής όσον αφορά τις ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα σε σχέση με τις ενισχύσεις για την αναδιάρθρωση.

    137    Εν συνεχεία, όσον αφορά το επιχείρημα του Freistaat Sachsen ότι, ελλείψει καταστάσεως απώλειας ιδίων κεφαλαίων όπως αυτή που περιγράφεται στην παράγραφο 5 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999, θα έπρεπε να αποδειχθεί, μέσω των κριτηρίων της παραγράφου τους 6, η ύπαρξη αρνητικής τάσεως, από τη νομολογία προκύπτει ότι η σημασία που προσδίδουν οι κατευθυντήριες γραμμές στους δείκτες τάσεως δεν καθιστά οπωσδήποτε επουσιώδη άλλα είδη δεικτών. Ωστόσο, οι δείκτες αυτοί μπορούν να θεωρηθούν ουσιώδεις μόνον αν παρέχουν τη δυνατότητα να διαπιστωθεί η ύπαρξη αληθών και αποδεδειγμένων δυσχερειών (βλ., υπό το πνεύμα αυτό και κατ’ αναλογία, απόφαση Regione autonoma della Sardegna κατά Επιτροπής, σκέψη 74 ανωτέρω, σκέψη 111). Επομένως, ναι μεν οι δείκτες τάσεως είναι, βεβαίως, πολύ ουσιώδεις για να αποδειχθεί αν μια επιχείρηση είναι προβληματική, πλην όμως δεν μπορεί να συναχθεί από τη διατύπωση των κριτηρίων στην παράγραφο 6 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999 κάποια υποχρέωση της Επιτροπής να αποδεικνύει την ύπαρξη αρνητικής τάσεως, εφόσον αποδεικνύει επαρκώς κατά νόμο ότι πρόκειται για μια εταιρεία της οποίας η επιβίωση θα διακυβευόταν ελλείψει δημόσιας παρεμβάσεως.

    138    Τέλος, όσον αφορά την αναφορά στο σχέδιο δράσης που εκπόνησε το Freistaat Sachsen, το εν λόγω έγγραφο προτείνει να γίνεται συχνότερα προσφυγή σε μια οικονομική προσέγγιση στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων και αναφέρει ότι ένα από τα ουσιώδη συναφώς στοιχεία συνίσταται στην ανάλυση των δυσλειτουργιών της αγοράς που μπορούν να αποτελούν τους λόγους για τους οποίους οι αγορές δεν καθιστούν δυνατή την επίτευξη των επιθυμητών σκοπών κοινού συμφέροντος (σημεία 22 και 23 του σχεδίου δράσης). Πάντως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί είναι πολύ γενικής φύσεως και χωρίς καμία σχέση με τον ορισμό της έννοιας της προβληματικής επιχειρήσεως. Ουδόλως επιβεβαιώνουν τη θέση του Freistaat Sachsen ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι τα προβλήματα ρευστότητας μιας επιχειρήσεως μπορούν να συνδέονται με ορισμένους μη μόνιμους οικονομικούς παράγοντες, όπως είναι μια φάση ανάπτυξης. Επομένως, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

    139    Επομένως, όλα τα επιχειρήματα που προέβαλε το Freistaat Sachsen όσον αφορά το γενικό πλαίσιο αναλύσεως που εφάρμοσε η Επιτροπή για να εκτιμήσει αν οι οικείες δικαιούχες επιχειρήσεις ήταν προβληματικές πρέπει να απορριφθούν.

     Επί της εκτιμήσεως της καταστάσεως της Sachsen Zweirad

    –       Επιχειρήματα των διαδίκων

    140    Το Freistaat Sachsen υποστηρίζει ότι η Sachsen Zweirad δεν είχε καταγράψει αυξανόμενες ζημίες τον Μάρτιο του 2003. Δέχεται ότι είχε υποστεί ζημίες το 2001 και το 2002, αλλά οι ζημίες αυτές είχαν ήδη περιοριστεί μεταξύ 2001 και 2002, μειούμενες από 1,274 εκατομμύρια ευρώ στις 733 000 ευρώ. Κατά τον χρόνο της χορήγησης του μέτρου 2, αναμενόταν ετήσιο θετικό αποτέλεσμα για το 2003. Επιπλέον, τα κέρδη των προηγουμένων ετών δεν είχαν απορροφηθεί από τις ζημίες. Η Sachsen Zweirad διατήρησε αμετάβλητα θετικά ίδια κεφάλαια. Περαιτέρω, από το 2001 μέχρι το 2002, ο κύκλος εργασιών της μειώθηκε κατά 13,8 % στα 51 εκατομμύρια ευρώ, διότι οι δυνητικοί αγοραστές ήταν εξαιρετικά επιφυλακτικοί στη Γερμανία, λόγω της συνεχίσεως της κακής συγκυρίας. Για τη χρήση 2003, η εταιρεία σχεδίαζε να ανορθώσει τον κύκλο εργασιών της και το σχέδιο αυτό κρίθηκε ρεαλιστικό, διότι, αφενός, η επιφυλακτικότητα των αγοραστών κατά την προηγούμενη περίοδο δημιούργησε την ανάγκη ανακάμψεως και, αφετέρου, οι δέκα πιο σημαντικοί πελάτες της Sachsen Zweirad είχαν ήδη δώσει ανέκκλητες παραγγελίες πριν από την έναρξη του έτους για ένα κύκλο εργασιών υπερβαίνοντα τα 30 εκατομμύρια ευρώ. Επομένως, η μείωση του κύκλου εργασιών δεν διήρκεσε πολύ. Το Freistaat Sachsen υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, μολονότι διαπίστωσε την παρουσία των δύο προαναφερθεισών ενδείξεων, δεν εξέτασε εντούτοις τις αιτίες τους ούτε τα αποτελέσματά τους στην εξέλιξη της επιχειρήσεως. Χωρίς μια τέτοια εξέταση, οι ενδείξεις αυτές δεν επιτρέπουν τη συναγωγή συμπεράσματος όσον αφορά το αν μια επιχείρηση είναι ή όχι προβληματική.

    141    Η Επιτροπή κάνει επιπλέον λόγο για προβλήματα ρευστότητας, αλλά τα προβλήματα αυτά δεν μπορούν να εξομοιωθούν με δυσχέρειες πληρωμών. Εξηγεί η ίδια ότι απαιτείται η προσφυγή σε εξωτερική χρηματοδότηση για να διασφαλιστεί η ανάπτυξη της επιχειρήσεως και η δημιουργία ενός κεφαλαίου κινήσεως που συνδέεται με την ανάπτυξη αυτή. Η δυσχέρεια όμως ευρέσεως χρηματοδοτήσεως για την ανάπτυξη στην αγορά δεν καθιστά δυνατό τον χαρακτηρισμό μιας επιχειρήσεως ως προβληματικής. Τούτο ισχύει επίσης για τη διαλαμβανόμενη στην έκθεση οικονομικού ελέγχου που αφορούσε, αφενός, τους ετήσιους λογαριασμούς που έκλεισαν στις 31 Δεκεμβρίου 2002 και, αφετέρου, την έκθεση διαχείρισης για τη χρήση 2002 της Sachsen Zweirad (στο εξής: έκθεση επί των λογαριασμών του 2002 της Sachsen Zweirad) ανάγκη συνολικής αναδιαρθρώσεως της χρηματοδοτήσεως για να μειωθεί το κόστος της επιχειρήσεως και να της παρασχεθεί η δυνατότητα να προχωρήσει με απόλυτη ασφάλεια σε πιο μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Οι μικρές απομένουσες διάρκειες των πιστώσεων αποτελούν πρωτίστως κίνδυνο στον τομέα του κόστους και όχι άμεσα απόδειξη σημαντικών δυσχερειών. Περαιτέρω, τα βάρη για τόκους που έφερε η Sachsen Zweirad είχαν μειωθεί (από 2 εκατομμύρια ευρώ το 2001 σε 1,8 εκατομμύρια ευρώ το 2002), οπότε δεν έπρεπε να αναμένεται καμία δυσχέρεια πληρωμών λόγω αυτού του βάρους των τόκων σε περίπτωση χορηγήσεως εγγυήσεως.

    142    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του Freistaat Sachsen.

    –       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

    143    Υπενθυμίζεται, εκ προοιμίου, ότι, κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ. Δεδομένου ότι ο δικαστής δεν μπορεί να υποκαταστήσει την Επιτροπή στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των περίπλοκων οικονομικών δεδομένων, ο έλεγχος του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει, κατά συνέπεια, να περιορίζεται στον έλεγχο της τηρήσεως των κανόνων διαδικασίας και της αιτιολογίας, της ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών και της ελλείψεως προδήλου πλάνης εκτιμήσεως και καταχρήσεως εξουσίας (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑68/03, Ολυμπιακή Αεροπορία Υπηρεσίες κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑2911, σκέψη 150 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    144    Εν προκειμένω, όσον αφορά το μέτρο 2 και την κατάσταση της Sachsen Zweirad τον Μάρτιο του 2003, η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει τα εξής:

    «(66) Κατά την άποψη της [Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας], η εταιρεία [Sachsen Zweirad] δεν εμφάνιζε κανένα από τα χαρακτηριστικά των προβληματικών επιχειρήσεων κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών [του 1999]. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι τα αναφερόμενα στην [παράγραφο] 6 των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών [του 1999] χαρακτηριστικά συμπτώματα μιας προβληματικής επιχειρήσεως είναι απλώς ενδεικτικά για το αν μία επιχείρηση μπορεί να αξιολογηθεί ως προβληματική, δεν αποτελούν όμως όρους, οι οποίοι πρέπει να πληρούνται αθροιστικά. Στο αποτέλεσμα των τακτικών δραστηριοτήτων της, η [Sachsen Zweirad] εμφάνισε ζημίες ύψους 1 274 000 [ευρώ] το 2001 και 733 000 [ευρώ] το 2002. Τις ζημίες ανέλαβε η μητρική εταιρεία Biria σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς αποτελεσμάτων. Ο κύκλος εργασιών μειώθηκε το 2002 σε σύγκριση με το 2001.

    (67)      Σύμφωνα με την [έκθεση επί των λογαριασμών του 2002 της Sachsen Zweirad], η [Sachsen Zweirad] αντιμετώπιζε επίσης προβλήματα ρευστότητας. Στην ετήσια έκθεση αναφέρεται ρητά ότι η κατάσταση ρευστότητας της [Sachsen Zweirad] ήταν δυσχερής λόγω των υψηλών δαπανών για την προχρηματοδότηση του αποθέματος και της ανάπτυξης εντός του ομίλου. Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση, η επιβίωση της επιχειρήσεως μπορούσε να εξασφαλισθεί μόνο εφόσον οι τράπεζες θα ήταν πρόθυμες να διατηρήσουν ή να αναδιαρθρώσουν τα υφιστάμενα πιστωτικά κονδύλια.

    (68)      Κατά την άποψη [της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας], δεν υπήρξε ποτέ κίνδυνος να μην παρατείνουν τις πιστώσεις τους τα ιδιωτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν αναιρεί τη διαπίστωση ότι η κατάσταση ρευστότητας της επιχειρήσεως ήταν δυσχερής. Σύμφωνα με την έκθεση επί των λογαριασμών του 2002 της Sachsen Zweirad, οι περισσότερες πιστώσεις είχαν υπολειπόμενη ωριμότητα κάτω των πέντε ετών, γεγονός που σε καμία περίπτωση δεν είναι ιδανικό για τη χρηματοδότηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και αυξάνει τους κινδύνους για την επιχείρηση. Ο βραχυπρόθεσμος χαρακτήρας των πιστώσεων είχε επιπλέον ως αποτέλεσμα την καταβολή υψηλών (έστω και αν αυτοί ήταν ελαφρώς μειωμένοι το 2002 σε σύγκριση με το 2001) τόκων που επιβάρυναν ακόμη περισσότερο τη ρευστότητα της επιχειρήσεως.»

    145    Από το χωρίο αυτό της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή στήριξε το συμπέρασμά της ότι η Sachsen Zweirad ήταν προβληματική επιχείρηση τον Μάρτιο 2003 στους ακόλουθους παράγοντες: πρώτον, στην ύπαρξη ζημιών, αν και μειούμενων, κατά τα έτη 2001 και 2002, δεύτερον, σε πτωτικό κύκλο εργασιών το 2002 σε σχέση με το 2001 και, τρίτον, στην ύπαρξη σοβαρών προβλημάτων ρευστότητας, για τα οποία γίνεται λόγος στην έκθεση επί των λογαριασμών του 2002 της Sachsen Zweirad για το έτος 2002 και τα οποία θα επιδεινώνονταν λόγω της επικράτησης των βραχυπρόθεσμων πιστώσεων με υψηλό επιτόκιο.

    146    Καταρχάς, όσον αφορά τον μειούμενο κύκλο εργασιών, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το κριτήριο αυτό μνημονεύεται στην παράγραφο 6 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999. Έστω και αν το κριτήριο αυτό από μόνο του δεν είναι ισχυρή ένδειξη για το ότι μια επιχείρηση αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα όταν έχουν ληφθεί υπόψη μόνο δύο διαδοχικά έτη, η Επιτροπή εξέτασε επίσης και άλλα κριτήρια για να εκτιμήσει την οικονομική κατάσταση της Sachsen Zweirad.

    147    Όσον αφορά τις ζημίες, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η παράγραφος 6 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999 κάνει αναφορά σε αύξηση των ζημιών. Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι αυτό δεν μπορεί να εμποδίσει την Επιτροπή να λάβει υπόψη τη συνεχή εμφάνιση ζημιών για πολλά διαδοχικά έτη ως δείκτη προβληματικής οικονομικής καταστάσεως, έστω και αν οι ζημίες αυτές δεν αυξάνονται. Περαιτέρω, φαίνεται απολύτως εύλογο στην περίπτωση ενός μέτρου ενισχύσεως που χορηγήθηκε κατά το πρώτο τρίμηνο του 2003 το να ληφθούν συναφώς υπόψη τα οικονομικά αποτελέσματα της δικαιούχου επιχειρήσεως κατά τα δύο προηγούμενα έτη.

    148    Περαιτέρω, όσον αφορά τον πίνακα που προσκομίστηκε συνημμένος στο δικόγραφο της προσφυγής και στον οποίο αναφέρεται το κέρδος 1,7 εκατομμυρίου ευρώ που εμφάνισε ένας ενδιάμεσος ισολογισμός της 31ης Μαΐου 2003 και του οποίου τη μη συνεκτίμηση προσάπτει το Freistaat Sachsen στην Επιτροπή, πρέπει να τονιστεί ότι, όπως αναφέρει η Επιτροπή, μια βελτίωση της καταστάσεως της δικαιούχου επιχειρήσεως κατά τη διάρκεια του έτους κατά το οποίο χορηγήθηκε το μέτρο 2 δεν μπορεί να επηρεάσει την εκτίμηση της καταστάσεώς της κατά τον χρόνο της χορηγήσεως, μεταξύ άλλων διότι δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η ύπαρξη της εν λόγω εγγυήσεως μπορούσε να έχει επηρεάσει την εξέλιξη αυτή. Όπως υπομνήσθηκε ανωτέρω, η νομολογία διευκρινίζει ότι το κατά πόσον ένα μέτρο συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ πρέπει να επιλύεται βάσει της καταστάσεως η οποία υφίστατο κατά το χρονικό σημείο λήψεως του μέτρου αυτού. Αν η Επιτροπή ελάμβανε υπόψη μεταγενέστερα στοιχεία, θα ευνοούσε τα κράτη μέλη τα οποία παραβαίνουν την υποχρέωσή τους να κοινοποιήσουν, στο στάδιο του σχεδίου, τις ενισχύσεις που προτίθενται να χορηγήσουν (απόφαση HAMSA κατά Επιτροπής, σκέψη 120 ανωτέρω, σκέψη 53).

    149    Όσον αφορά, εν συνεχεία, τα προβλήματα ρευστότητας, η παράγραφος 6 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999 δεν τα μνημονεύει ρητώς, έστω και αν κάνει αναφορά στη μείωση του ακαθάριστου περιθωρίου αυτοχρηματοδοτήσεως ως δείκτη προβληματικής οικονομικής καταστάσεως.

    150    Πάντως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η κατάσταση της ρευστότητας είχε σαφώς περιγραφεί ως ανησυχητική στην έκθεση επί των λογαριασμών του 2002 της Sachsen Zweirad επί της οποίας η Επιτροπή στήριξε την ανάλυσή της. Η εν λόγω έκθεση ανέφερε μεταξύ άλλων, τα εξής:

    «Η εταιρεία προσπάθησε να σταματήσει την επιδείνωση των αποτελεσμάτων, η οποία έγινε ακόμη εντονότερη σε σχέση με το 2001, πραγματοποιώντας οικονομίες κόστους οι οποίες, θεωρούμενες αφηρημένα, συγκεκριμενοποιήθηκαν, μεταξύ άλλων, στον τομέα των βαρών για μισθούς και στο επίπεδο των άλλων μορφών κόστους εκμετάλλευσης. Τα μέτρα αυτά αποδείχθηκαν ωστόσο ανεπαρκή για να αποφευχθεί ένα αρνητικό αποτέλεσμα στο τέλος του έτους αυτού [...]

    Όπως και κατά την προηγούμενη χρήση 2001, η διοίκηση της [Sachsen Zweirad] εκτιμά ότι η διεύρυνση του ομίλου επιχειρήσεων που συνδέονται με τη μητρική εταιρεία Biria AG, η οποία το 2002 επίσης δημιούργησε μια σημαντική ανάγκη χρηματοδοτήσεως, αποτελεί την κύρια πηγή του κινδύνου. Δεδομένου ότι η εγγύηση του ομοσπονδιακού και του ομοσπόνδου κράτους, που είχε γίνει καταρχάς δεκτή με την επιφύλαξη της υποβολής μιας δηλώσεως περί μη αντιθέσεως της [Επιτροπής], απορρίφθηκε, η κρίση ρευστότητας που μαστίζει σήμερα μπόρεσε να υπερνικηθεί, ιδίως κατά τη διάρκεια των χειμερινών μηνών, μόνο χάρη σε ένα σχέδιο χρηματοδοτήσεως που κατάρτισαν οι τράπεζες. Μέχρι σήμερα, η ύπαρξη της [Sachsen Zweirad] εξαρτάται συνεπώς από τη διατήρηση των νυν χορηγηθεισών από τις τράπεζες πιστώσεων, τούτο δε πολλώ μάλλον που η [Sachsen Zweirad] συνέστησε σημαντικές ασφάλειες για τα δάνεια του συνόλου του ομίλου Biria. Λόγω του ύψους των βραχυπρόθεσμων χρηματοδοτήσεων, υπάρχει κίνδυνος διακυμάνσεων του επιτοκίου που ενδέχεται να απειλήσουν την ίδια την ύπαρξη της εταιρείας.

    […]

    Οι σημαντικές δαπάνες στο πλαίσιο της προχρηματοδότησης του αποθέματος των εμπορευμάτων και η ανάπτυξη του ομίλου επηρέασαν πολύ αρνητικά τη ρευστότητα της επιχειρήσεως, της οποίας η κατάσταση εξακολουθεί να είναι τεταμένη τόσο ώστε η ύπαρξή της μπορεί να διασφαλιστεί μόνον υπό την προϋπόθεση ότι οι τράπεζες θα διατηρήσουν τις ήδη χορηγηθείσες πιστώσεις ή θα τις αναδιαρθρώσουν και θα τις διευρύνουν εν όψει της ακυρώσεως της εγγυήσεως καλής πίστεως του ομοσπονδιακού και των ομοσπόνδων κρατών.

    [...] Όσον αφορά τις βραχυπρόθεσμες χρηματοδοτήσεις, υπάρχει επιπλέον ο κίνδυνος των διακυμάνσεων του επιτοκίου που ενδέχεται να απειλήσουν την ίδια την ύπαρξη της εταιρείας [...]».

    151    Από το παράθεμα αυτό προκύπτει ότι η Sachsen Zweirad βρισκόταν σε δυσχερή οικονομική κατάσταση και υπό αναδιάρθρωση. Το Γενικό Δικαστήριο θεωρεί ότι, ιδίως εν όψει του ύψους των βραχυπρόθεσμων πιστώσεων που υπόκεινται σε διακυμάνσεις του επιτοκίου, η Επιτροπή εδικαιούτο να θεωρήσει την κατάσταση της ρευστότητας που περιέγραφε η έκθεση επί των λογαριασμών του 2002 της Sachsen Zweirad ως ένδειξη μιας δυσχερούς οικονομικής καταστάσεως που θα μπορούσε να διακυβεύσει την ικανότητα επιβιώσεως της επιχειρήσεως χωρίς κρατική παρέμβαση, διότι μια επιχείρηση με έλλειψη ρευστότητας δεν μπορεί να εξασφαλίσει την αποπληρωμή των βραχυπρόθεσμων ή μακροπρόθεσμων χρεών της.

    152    Περαιτέρω, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι η τεταμένη κατάσταση της ρευστότητας είχε προκληθεί από τη χρηματοδότηση της αναπτύξεως της Sachsen Zweirad και ότι εν λόγω κατάσταση δεν αποτελούσε συνεπώς οπωσδήποτε δείκτη προβληματικής καταστάσεως, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η έκθεση επί των λογαριασμών του 2002 της Sachsen Zweirad κάνει πράγματι λόγο για την προχρηματοδότηση του αποθέματος και της ανάπτυξης εντός του ομίλου. Πρέπει ωστόσο να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη περί την εκτίμηση στηριζόμενη στο πολύ ανησυχητικό ύφος της ετήσιας έκθεσης επί του σημείου αυτού, διότι η εν λόγω έκθεση έλαβε προδήλως υπόψη το πλαίσιο της αναπτύξεως, αλλά κάνει εντούτοις λόγο για μια κατάσταση που εξακολουθεί να είναι τεταμένη.

    153    Επιπλέον, όσον αφορά το επιχείρημα του Freistaat Sachsen ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να λάβει υπόψη την κατάσταση της συγκυρίας και την ύπαρξη σημαντικών ανέκκλητων παραγγελιών στα τέλη του 2002, η Επιτροπή ανέφερε, απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, ότι τα στοιχεία αυτά δεν είχαν γνωστοποιηθεί κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, αλλά αναφέρθηκαν για πρώτη φορά στο δικόγραφο της προσφυγής. Ερωτηθέν ως προς το σημείο αυτό κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Freistaat Sachsen δεν μπόρεσε να αντικρούσει τους ισχυρισμούς αυτούς ούτε να αναφέρει μέσω ποιων εγγράφων είχαν κοινοποιηθεί τα στοιχεία αυτά κατά τη διοικητική διαδικασία, αλλά ανέφερε μόνο ότι η αποδυνάμωση της συγκυρίας το 2002 αποτελούσε γενικώς γνωστό πρόβλημα.

    154    Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Γενικό Δικαστήριο θεωρεί ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη περί την εκτίμηση μη έχοντας λάβει υπόψη τους παράγοντες αυτούς για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Sachsen Zweirad τελούσε σε επισφαλή οικονομική και χρηματοπιστωτική κατάσταση. Από τη νομολογία που παρατέθηκε στη σκέψη 115 ανωτέρω προκύπτει, συγκεκριμένα, ότι οι εκτιμήσεις στις οποίες προέβη η Επιτροπή πρέπει να εξετάζονται μόνο με βάση τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή της κατά τον χρόνο που τις πραγματοποίησε.

    155    Όσον αφορά, τέλος, την υποτιθέμενη μη συνεκτίμηση της ελαφράς μειώσεως των επιβαρύνσεων για τόκους από 2 εκατομμύρια ευρώ το 2001 σε 1,8 εκατομμύρια ευρώ το 2002, η Επιτροπή ανέφερε, απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, ότι από την αιτιολογική σκέψη 68 της προσβαλλομένης αποφάσεως προέκυπτε ότι έλαβε υπόψη την περίσταση αυτή, αλλά ότι, για να εκτιμήσει αν μια επιχείρηση είναι προβληματική, έπρεπε να λάβει υπόψη την κατάστασή της στο σύνολό της. Ακόμη και αν λαμβανόταν υπόψη η ελαφρά μείωση των χρηματοοικονομικών επιβαρύνσεων, η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι η Sachsen Zweirad ήταν προβληματική επιχείρηση λόγω των σημαντικών παρελθουσών ζημιών και των ταμειακών προβλημάτων της.

    156    Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η αιτιολογική σκέψη 68 της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρει πράγματι τη μείωση των χρηματοοικονομικών επιβαρύνσεων από το 2001 μέχρι το 2002. Εν όψει της σαφώς αρνητικής αναλύσεως της καταστάσεως ρευστότητας της Sachsen Zweirad όπως αυτή προκύπτει από την έκθεση επί των λογαριασμών του 2002 της Sachsen Zweirad που μνημονεύθηκε ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο θεωρεί ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη περί την εκτίμηση θεωρώντας ότι ο ειδικός αυτός παράγοντας δεν μπορούσε να έχει καθοριστική επιρροή στη συνολική της εκτίμηση της καταστάσεως της εν λόγω επιχειρήσεως κατά τον χρόνο χορηγήσεως του μέτρου 2.

    157    Εν κατακλείδι, το Freistaat Sachsen δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη περί την εκτίμηση στηριζόμενη στους προαναφερθέντες παράγοντες για να καταλήξει στο ότι η Sachsen Zweirad ήταν προβληματική επιχείρηση τον Μάρτιο του 2003.

     Επί της εκτιμήσεως της καταστάσεως της Biria GmbH

    –       Επιχειρήματα των διαδίκων

    158    Το Freistaat Sachsen τονίζει ότι η Επιτροπή διαπιστώνει, στην αιτιολογική σκέψη 72 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η (νέα) Biria GmbH κληρονομησε τα προβλήματα της (παλαιάς) Biria AG και της Sachsen Zweirad, αλλά υποστηρίζει ότι από έναν τέτοιο ισχυρισμό δεν μπορεί να συναχθεί κάποιο συμπέρασμα όσον αφορά το αν μια αναδιαρθρωθείσα επιχείρηση ήταν προβληματική. Η Sachsen Zweirad δεν ήταν στο παρελθόν προβληματική επιχείρηση, οπότε η εξαγορά των αξιών του ενεργητικού και του παθητικού της Biria AG από την Biria GmbH δεν καθιστά αναγκαστικά την τελευταία αυτή προβληματική επιχείρηση, όπως τούτο αποδεικνύεται σαφώς από το γεγονός ότι το συνολικό ποσό του ισολογισμού αυξήθηκε από 24 εκατομμύρια ευρώ στις 31 Δεκεμβρίου 2002 σε περισσότερα από 34 εκατομμύρια ευρώ στις 31 Δεκεμβρίου 2003, ενώ το παθητικό αυξήθηκε μόνο κατά 4 εκατομμύρια, περνώντας από τα 22 στα 26 εκατομμύρια ευρώ. Πρέπει να ληφθούν ως βάση αποκλειστικά οι χρηματοοικονομικοί συντελεστές της αναδιαρθρωθείσας επιχειρήσεως, που αποδεικνύουν ότι η επιχείρηση αυτή δεν ήταν προβληματική.

    159    Περαιτέρω, η Επιτροπή προβάλλει σοβαρά προβλήματα ρευστότητας της Biria GmbH, αλλά αποσιωπά το γεγονός ότι τα προβλήματα αυτά δεν είχαν ως συνέπεια την αφερεγγυότητα της επιχειρήσεως, ούτε καν απλές προσωρινές παύσεις πληρωμών. Δεν λαμβάνει επίσης υπόψη το γεγονός ότι πρόκειται για προβλήματα που η εν λόγω επιχείρηση αντιμετώπισε κατά τη χρηματοδότηση της αναπτύξεώς της και όχι για δυσχέρειες πληρωμής προκύπτουσες από προβληματική σχέση μεταξύ εσόδων και δαπανών.

    160    Το Freistaat Sachsen φρονεί επίσης ότι το συμπέρασμα που η Επιτροπή συνάγει, στην αιτιολογική σκέψη 77 της προσβαλλομένης αποφάσεως, από την απόσυρση της κοινοπραξίας των τραπεζών, δεν επιβάλλεται οπωσδήποτε. Η εν λόγω κοινοπραξία των τραπεζών διευθυνόταν από την τράπεζα D., η οποία δημιουργήθηκε μόλις το 2001 διά της συγχωνεύσεως δύο άλλων τραπεζών και της οποίας, κατά τον Τύπο, ο προσανατολισμός εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο συζήτησης. Αυτός είναι εξάλλου ο λόγος για τον οποίο η προβλεπόμενη από πολλών ετών συγχώνευση με την τράπεζα W. ουδέποτε μπόρεσε να πραγματοποιηθεί. Κατόπιν αιτήσεως του εντολοδόχου της εγγυήσεως, η τράπεζα D. εξήγησε ότι η κοινοπραξία των τραπεζών αποσύρθηκε τον Νοέμβριο του 2003 για στρατηγικούς λόγους, όπως τούτο προκύπτει από μια επιστολή που προσκομίζεται στο παράρτημα του δικογράφου της προσφυγής. Το Freistaat Sachsen υποστηρίζει ότι η εξήγηση αυτή δεν είναι απίθανη αν τοποθετηθεί στο πλαίσιο της συνεχούς εσωτερικής συζητήσεως όσον αφορά το αν η τράπεζα D. πρέπει ή όχι να ασχολείται με επιχειρηματικούς πελάτες με εθνικής κατεύθυνσης δραστηριότητα και σε ανταγωνισμό με τις λαϊκές συνεταιριστικές τράπεζες και τα ταχυδρομικά ταμιευτήρια που συνδέονται με αυτήν. Η αξία των πιστώσεων διορθώθηκε στο πλαίσιο μιας εσωτερικής αναδιαρθρώσεως της τράπεζας και το προϊόν του τιμήματος αγοράς θα μπορούσε να βελτιστοποιηθεί με τη βοήθεια ενός φορολογικού σχεδίου προκειμένου να αποφευχθεί κάθε ή σχεδόν κάθε ζημία. Οι δύο άλλες τράπεζες συνεργάστηκαν για την απόσυρση της τράπεζας D., διότι καμία από αυτές δεν επιθυμούσε να αναλάβει τη διεύθυνση της κοινοπραξίας, απόφαση που επίσης δεν είναι ασυνήθης και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως απόδειξη ιδιαίτερου δυνητικού κινδύνου παύσεως πληρωμών. Από κανένα στοιχείο δεν μπορεί επομένως να συναχθεί ότι η εν λόγω επιχείρηση έπρεπε να χαρακτηριστεί προβληματική.

    161    Κατά το Freistaat Sachsen, από τα ανωτέρω έπεται ότι, έστω και αν οι επιχειρήσεις ακολούθησαν μια επιχειρηματική στρατηγική που ενείχε πολλούς κινδύνους και δεν είχαν επαρκή κεφαλαιοποίηση προς τούτο, η εμπεριστατωμένη εξέταση των κριτηρίων που απαριθμεί Επιτροπή θα είχε εντούτοις οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι, κατά τον χρόνο χορηγήσεως του μέτρου 3, οι εν λόγω επιχειρήσεις δεν αντιμετώπιζαν προβλήματα που διακύβευαν τη συνέχιση των δραστηριοτήτων τους αν το κράτος δεν τους χορηγούσε ενίσχυση. Η εντεταλμένη από το Freistaat Sachsen ελεγκτική εταιρεία κατέληξε, μεταξύ άλλων, στο συμπέρασμα για τις δύο επιχειρήσεις ότι ο κίνδυνος καταπτώσεως της εγγυήσεως ήταν τόσο μειωμένος ώστε η χορήγηση της εγγυήσεως μπορούσε να υποστηριχθεί.

    162    Τέλος, το Freistaat Sachsen υποστηρίζει ότι πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η προέλευση των προβλημάτων ρευστότητας δεν ασκεί επιρροή στο αν μια επιχείρηση πρέπει να θεωρηθεί προβληματική. Η απόφαση Corsica Ferries France κατά Επιτροπής, σκέψη 104 ανωτέρω, την οποία επικαλέσθηκε η Επιτροπή για να αποδείξει ότι η πρακτική του πολέμου τιμών ουδόλως είναι ασύμβατη προς την ύπαρξη οικονομικών δυσχερειών, δεν μπορεί να μεταφερθεί στην υπό κρίση περίπτωση, διότι τα προβλήματα ρευστότητας δεν μπορούν να εξομοιωθούν με ζημίες. Προβλήματα ρευστότητας εμφανίζονται συνήθως στο πλαίσιο της χρηματοδοτήσεως της αναπτύξεως, διότι η δημιουργία του παγίου κεφαλαίου και του κεφαλαίου κίνησης πρέπει να χρηματοδοτηθεί, αλλά η δημιουργία αυτή δεν μπορεί να σημαίνει την ύπαρξη ζημιών. Μια τεταμένη κατάσταση ρευστότητας δεν σημαίνει συνεπώς ότι μια επιχείρηση πρέπει να θεωρηθεί προβληματική.

    163    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του Freistaat Sachsen.

    –       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

    164    Όσον αφορά το μέτρο 3 και την κατάσταση της Biria GmbH κατά τον χρόνο χορηγήσεως του εν λόγω μέτρου τον Δεκέμβριο του 2003, η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει τα εξής:

    «(70) Η εταιρεία Biria GmbH (σήμερα Biria AG) ιδρύθηκε με ισχύ από την 1η Οκτωβρίου 2003 στο πλαίσιο της συγχώνευσης της εταιρείας Biria AG (παλαιά εταιρεία) με τη θυγατρική της επιχείρηση [Sachsen Zweirad].

    (71)      Κατά την άποψη [της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας], η εταιρεία Biria GmbH (σήμερα Biria AG) πρέπει να διακριθεί σαφώς από την εταιρεία Biria AG (παλαιά εταιρεία) και την εταιρεία [Sachsen Zweirad], επειδή από τη συγχώνευση προέκυψε μία νέα επιχείρηση. Συνεπώς, το ζήτημα αν αυτή η επιχείρηση κατά τη χρονική στιγμή της χορήγησης της εγγυήσεως στις 9 Δεκεμβρίου [2003] αντιμετώπιζε δυσχέρειες πρέπει να αξιολογηθεί βάσει του ισολογισμού έναρξης της νέας συγχωνευθείσας επιχειρήσεως. Από τον ισολογισμό έναρξης προκύπτει ότι η εταιρεία Biria GmbH δεν μπορεί να θεωρηθεί ως προβληματική.

    (72)      Η Επιτροπή απορρίπτει αυτή την επιχειρηματολογία. Η νέα συγχωνευθείσα επιχείρηση Biria GmbH δεν μπορεί να διακριθεί από την προηγούμενη εταιρεία Biria AG και την εταιρεία [Sachsen Zweirad], επειδή προέκυψε από τη συγχώνευση των δύο αυτών επιχειρήσεων. Σε διαφορετική περίπτωση θα ήταν εύκολο να παρακάμπτεται ο χαρακτηρισμός των επιχειρήσεων ως προβληματικών μέσω της συγχώνευσης οικονομικών φορέων ή της ίδρυσης νέων επιχειρήσεων. Η πρώην εταιρεία Biria AG εμφάνισε επίσης ζημίες κατά το 2002 και αντιμετώπιζε επίσης προβλήματα ρευστότητας όπως και η [Sachsen Zweirad]. Η εταιρεία Biria GmbH ανέλαβε στο σύνολό τους τα χρέη και τις υποχρεώσεις της Biria AG (παλαιά εταιρεία) και της [Sachsen Zweirad]. Επιπλέον, η εταιρεία Biria GmbH κατέχει τα ίδια περιουσιακά στοιχεία και έχει την ίδια επιχειρηματική δραστηριότητα όπως και οι εταιρείες Biria AG (παλαιά εταιρεία) και [Sachsen Zweirad]. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή έχει την άποψη ότι η εταιρεία Biria GmbH ανέλαβε τα προβλήματα της Biria AG (παλαιά εταιρεία) και της [Sachsen Zweirad].

    (73)      Σύμφωνα με την [Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας], η εταιρεία [Sachsen Zweirad] κυριάρχησε κατά τη συγχώνευση από οικονομικής απόψεως. Η εταιρεία [Sachsen Zweirad] δεν αντιμετώπιζε δυσχέρειες και ως εκ τούτου δεν πρέπει να θεωρηθεί αυτομάτως ότι η νέα εταιρεία Biria AG ήταν προβληματική. Αντίθετα με τους ισχυρισμούς της Γερμανίας, η Επιτροπή έχει σαφώς την άποψη ότι η εταιρεία [Sachsen Zweirad] αντιμετώπιζε δυσχέρειες. Κατά συνέπεια, η νέα εταιρεία Biria GmbH κληρονόμησε επίσης τις δυσχέρειες της [Sachsen Zweirad].

    (74)      Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση για το οικονομικό έτος 2003, το 2003 συνεχίσθηκε η αναδιάρθρωση και η αναδιοργάνωση του ομίλου Biria. Αυτή η διαδικασία είχε δρομολογηθεί ήδη το 2002 και περιλάμβανε την αναδιάρθρωση της χρηματοδότησης του ομίλου. Με βάση την εγγύηση του κρατιδίου της Σαξονίας για το δάνειο ύψους 24,875 εκατομμυρίων ευρώ, ο όμιλος Biria κατάρτισε νέο σχέδιο για τη μεσοπρόθεσμη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων του. Το νέο σχέδιο χρηματοδότησης προέβλεπε επίσης τη σημαντική αναπροσαρμογή των επιτοκίων και συνεπώς τη μείωση των πληρωμών τόκων.

    (75)      Ταυτόχρονα αναδιοργανώθηκε ο όμιλος τραπεζών: τρεις τράπεζες δήλωσαν πρόθυμες να παραιτηθούν απαιτήσεων ύψους 8567000 ευρώ –που όπως φαίνεται υπερβαίνουν σαφώς το 50 % των απαιτήσεών τους– με αντάλλαγμα την άμεση ικανοποίηση των υπολειπόμενων απαιτήσεων. Συνεπώς, το δάνειο που καλύπτεται από την εγγύηση σε ποσοστό 80 % του μέτρου 3, περιλαμβάνει 8 εκατομμύρια ευρώ ως δάνειο για την απόκτηση κεφαλαίων κίνησης, 7,45 εκατομμύρια ευρώ ως προκαταβολή σε αλληλόχρεο λογαριασμό και σε ένα ποσό ύψους 9,425 εκατομμυρίων ευρώ για την κάλυψη εποχικών χρηματοδοτικών αναγκών.

    (76)      Επομένως, η εταιρεία Biria GmbH (σήμερα Biria AG) αντιμετώπιζε σημαντικότατα προβλήματα ρευστότητας κατά τη χρονική στιγμή της χορήγησης της εγγυήσεως και ως εκ τούτου αποτελούσε προβληματική επιχείρηση. Αυτή η αξιολόγηση υποστηρίζεται από το γεγονός ότι τρεις τράπεζες αποσύρθηκαν από τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων της εταιρείας Biria και μάλιστα ήταν πρόθυμες να παραιτηθούν ενός μεγάλου ποσοστού των απαιτήσεών τους υπό την προϋπόθεση της άμεσης εξόφλησης των υπολειπόμενων απαιτήσεων. Εξ αυτού προκύπτει ότι οι τράπεζες είχαν σοβαρές επιφυλάξεις για το αν η εταιρεία Biria ήταν σε θέση να καλύψει τα χρέη της και για το αν θα μπορούσε να αξιολογηθεί ως αποδοτική επιχείρηση.

    (77)      Αντίθετα η [Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας] υποστηρίζει ότι η απόσυρση των τραπεζών από τη χρηματοδότηση οφειλόταν στον επαναπροσανατολισμό της επιχειρηματικής στρατηγικής τους. Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι κατά πάσα πιθανότητα, οι τράπεζες παραιτήθηκαν του 50 % των ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων. Ακόμη και στην περίπτωση της απόσυρσης των τραπεζών λόγω του επαναπροσανατολισμού της επιχειρηματικής στρατηγικής τους, το γεγονός αυτό αποτελεί ένδειξη ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θεωρούσαν ως εξαιρετικά απίθανη την πλήρη αποπληρωμή των δανείων.»

    165    Από το χωρίο αυτό της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή στήριξε το συμπέρασμά της ότι η Biria GmbH ήταν προβληματική επιχείρηση τον Δεκέμβριο 2003 στους ακόλουθους παράγοντες: πρώτον, στο γεγονός ότι κληρονόμησε στα οικονομικά προβλήματα των δύο ιδρυτικών εταιρειών, δεύτερον, τα σημαντικότατα προβλήματα ρευστότητας κατά τη χρονική στιγμή της χορήγησης του μέτρου 3 και, τρίτον, στην απόσυρση των τριών τραπεζών και στην παραίτησή τους, επί τη ευκαιρία αυτή, από μεγάλο ποσοστό των απαιτήσεών τους.

    166    Καταρχάς, όσον αφορά την «κληρονομιά» της Biria GmbH, το Freistaat Sachsen αμφισβητεί ότι η Sachsen Zweirad αντιμετώπιζε δυσχέρειες. Από την προηγηθείσα ανάλυση προκύπτει ωστόσο (βλ. σκέψεις 144 έως 157 ανωτέρω) ότι δεν αποδείχθηκε ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλες πλάνες περί την εκτίμηση συμπεραίνοντας το αντίθετο. Επιπλέον, από την αιτιολογική σκέψη 72 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η παλαιά εταιρεία Biria AG είχε επίσης εμφανίσει ζημίες κατά το 2002 και αντιμετώπιζε επίσης προβλήματα ρευστότητας, χωρίς τούτο να αμφισβητηθεί από το Freistaat Sachsen.

    167    Το Freistaat Sachsen ισχυρίζεται ωστόσο ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να στηριχθεί αποκλειστικά στον ισολογισμό της νέας εταιρείας Biria GmbH και να αναλύσει τους χρηματοοικονομικούς συντελεστές αντί να συναγάγει αφηρημένα συμπεράσματα κατά τα οποία ο συνδυασμός δύο προβληματικών εταιρειών οδηγεί αυτομάτως σε μια νέα επίσης προβληματική επιχείρηση.

    168    Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο θεωρεί ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλες πλάνες περί την εκτίμηση λαμβάνοντας υπόψη, πέραν των παραγόντων που συνδέονται με την οικονομική και χρηματοπιστωτική κατάσταση της νέας εταιρείας Biria GmbH, και την κατάσταση των δύο επιχειρήσεων που συγχωνεύθηκαν σε αυτή. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρθηκε στην αιτιολογική σκέψη 72 της προσβαλλομένης αποφάσεως και όπως παρατήρησε η Επιτροπή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δεν μπορεί να επιτραπεί σε εταιρείες να αποφεύγουν την εκπλήρωση της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως και την υποβολή ενός σχεδίου αναδιαρθρώσεως μέσω απλώς και μόνο της συγχωνεύσεως οικονομικών μονάδων ή της δημιουργίας νέων επιχειρήσεων.

    169    Περαιτέρω, όσον αφορά καταρχάς τις αναφορές που το Freistaat Sachsen κάνει σε ορισμένα χρηματοοικονομικά στοιχεία για τη χρήση του 2003, ιδίως στο σύνολο του ισολογισμού και στο αποτέλεσμα εκμεταλλεύσεως της Biria GmbH στις 31 Δεκεμβρίου 2003, πρέπει να υπομνησθεί ότι από τη νομολογία που παρατέθηκε στη σκέψη 120 ανωτέρω προκύπτει ότι το κατά πόσον ένα μέτρο συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ πρέπει να επιλυθεί βάσει της καταστάσεως η οποία υφίστατο κατά το χρονικό σημείο λήψεως του μέτρου αυτού. Δεν μπορεί να προσάπτεται στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη τα δεδομένα τα σχετικά με την κατάσταση της εν λόγω εταιρείας στις 31 Δεκεμβρίου 2003, καθόσον η ημερομηνία αυτή είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας χορηγήσεως της ενισχύσεως. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει η Επιτροπή, τα δεδομένα αυτά δεν ήταν διαθέσιμα κατά τον χρόνο χορηγήσεως της ενισχύσεως. Η Επιτροπή είχε συνεπώς δικαίωμα στην προσβαλλόμενη απόφαση να αναφερθεί συναφώς στην έκθεση περί της χρήσεως 2002. Επομένως, είναι αλυσιτελή τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν από το Freistaat Sachsen όσον αφορά το θετικό αποτέλεσμα της συνήθους εκμεταλλεύσεως της Biria GmbH για τη χρήση του 2003.

    170    Όσον αφορά εν συνεχεία το επιχείρημα του Freistaat Sachsen ότι, αν δεν λαμβάνονταν υπόψη ο ισολογισμός της νέας εταιρείας της 31ης Δεκεμβρίου 2003 και το αποτέλεσμα εκμεταλλεύσεως για τη χρήση του 2003, θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη τα ενδιάμεσα αποτελέσματα καθώς και ο προσωρινός ισολογισμός με ημερομηνία 31 Μαΐου 2003, η Επιτροπή τονίζει ορθώς ότι δεν μπορεί να καθοριστεί το κατά πόσον η θετική εξέλιξη του αποτελέσματος εκμεταλλεύσεως κατά το 2003 οφειλόταν στη χορήγηση του μέτρου 2 στη Sachsen Zweirad τον Μάρτιο του 2003, ήτοι στην εταιρεία που συγχωνεύθηκε με την Biria GmbH. Υπό τις περιστάσεις αυτές, οι αφηρημένες παραπομπές που έκανε το Freistaat Sachsen στα ενδιάμεσα αποτελέσματα του έτους 2003 δεν αρκούν για να αποδειχθεί ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη περί την εκτίμηση μη στηρίζοντας την ανάλυσή της όσον αφορά την οικονομική κατάσταση της Biria GmbH στα εν λόγω ενδιάμεσα αποτελέσματα.

    171    Περαιτέρω, όσον αφορά την κατάσταση μειωμένης ρευστότητας της Biria GmbH, η Επιτροπή κάνει αναφορά στην έκθεση οικονομικού ελέγχου που αφορούσε, αφενός, τους ετήσιους λογαριασμούς που έκλεισαν στις 31 Δεκεμβρίου 2002 και, αφετέρου, την έκθεση διαχείρισης για τη χρήση 2002 της εταιρείας αυτής, η οποία αναφέρει τα εξής:

    «Τα προβλήματα ρευστότητας της επιχειρήσεως έγιναν ακόμη πιο έντονα το 2002 και η κατάσταση εξακολουθεί να είναι τεταμένη, τόσο ώστε η επιβίωση της Biria AG μπορεί να διασφαλιστεί μόνον υπό την προϋπόθεση ότι οι τράπεζες θα διατηρήσουν τις ήδη χορηγηθείσες πιστώσεις ή θα τις αναδιαρθρώσουν και θα τις διευρύνουν εν όψει της ακυρώσεως των εγγυήσεων καλής πίστεως του ομοσπονδιακού και των ομοσπόνδων κρατών [...].

    Από λογιστικής απόψεως, η εταιρεία είναι υπερχρεωμένη. Η εμπορική διεύθυνση εκτιμά ωστόσο ότι δεν υφίσταται κατάσταση υπερχρεώσεως κατά την έννοια του δικαίου που διέπει την αφερεγγυότητα, δεδομένου ότι το αρνητικό κεφάλαιο του ισολογισμού αντισταθμίζεται από αφανή αποθεματικά της συμμετοχής στη [Sachsen Zweirad], από μια δήλωση εξαρτήσεως του εταίρου και από το good-will της Biria AG.»

    172    Συναφώς, έχει ήδη συναχθεί το συμπέρασμα ότι μια τεταμένη κατάσταση ρευστότητας μπορεί να συνιστά κατάλληλη ένδειξη προβληματικής καταστάσεως κατά την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999. Πρέπει εξάλλου να σημειωθεί συναφώς ότι η Επιτροπή τονίζει, χωρίς να αμφισβητηθεί από το Freistaat Sachsen, ότι οι πιστώσεις που καλύπτονται από το μέτρο 3 δεν προορίζονταν για επένδυση, αλλά ότι επρόκειτο, μεταξύ άλλων, για μια πίστωση του τρεχούμενου λογαριασμού και για μια άλλη πίστωση για την κάλυψη εποχικών χρηματοδοτικών αναγκών, πράγμα που προκύπτει επίσης από την αιτιολογική σκέψη 75 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Δεν ευσταθεί συνεπώς το επιχείρημα του Freistaat Sachsen ότι η κατάσταση της ρευστότητας δεν είχε ως συνέπεια την αφερεγγυότητα, διότι οι κατευθυντήριες γραμμές δέχονται μια προβληματική κατάσταση πέραν αυτού του συγκεκριμένου νομικού πλαισίου. Όσον αφορά τα επιχειρήματα του Freistaat Sachsen που αντλούνται από το γεγονός ότι η κατάσταση ρευστότητας της Biria GmbH θα έπρεπε να συσχετισθεί με το αναπτυξιακό πλαίσιο της εταιρείας, το Γενικό Δικαστήριο θεωρεί ότι ή περίσταση αυτή δεν αρκεί από μόνη της για να επιτραπεί στην Επιτροπή να μη λάβει υπόψη τα προβλήματα ρευστότητας μιας εταιρείας, αλλά ότι πρόκειται για σφαιρική εκτίμηση της καταστάσεως αυτής.

    173    Τέλος, όσον αφορά την απόσυρση των τραπεζών, πρέπει να τονιστεί ότι η επιστολή της τράπεζας D. που προσαρτάται στο δικόγραφο της προσφυγής στην υπόθεση T‑102/07 δεν αποτελεί πλήρη απόδειξη για το ότι ο εν λόγω διακανονισμός οφειλόταν απολύτως σε λόγους εσωτερικής στρατηγικής των τραπεζών. Συγκεκριμένα, η εν λόγω επιστολή, έστω και αν αναφέρει ότι η έναρξη της διαπραγματεύσεως μιας αναδιαρθρώσεως των πιστώσεων τον Φεβρουάριο του 2003 βασίστηκε σε λόγους στρατηγικής, δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την ανάλυση που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και σύμφωνα με την οποία η παραίτηση από το 50 % των πιστώσεων με αντάλλαγμα μια άμεση εξόφληση των υπολειπόμενων έχει εξαιρετικό χαρακτήρα. Η Επιτροπή δεν υπέπεσε συνεπώς σε πρόδηλη πλάνη περί την εκτίμηση ερμηνεύοντας την απόσυρση και την παραίτηση των τραπεζών ως ένδειξη ελλείψεως εμπιστοσύνης στις ικανότητες της Biria GmbH να εξοφλήσει το σύνολο των δανείων της.

    174    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι από κανένα από τα επιχειρήματα του Freistaat Sachsen δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλες πλάνες καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η Biria GmbH ήταν επίσης προβληματική επιχείρηση κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών.

    175    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθούν όλες οι αιτιάσεις των προσφευγόντων που αφορούν υποτιθέμενες πρόδηλες πλάνες περί την εκτίμηση κατά τον χαρακτηρισμό των δικαιούχων επιχειρήσεων ως προβληματικών.

    3.     Επί των αιτιάσεων που αντλούνται από ελλείψεις της αιτιολογίας

    176    Αφενός, τα επιχειρήματα των προσφευγόντων αφορούν την ανεπάρκεια της αιτιολογίας, καθόσον η Επιτροπή δεν αναφέρει τον λόγο για τον οποίο δεν προέβη σε εφαρμογή του ορισμού της έννοιας της προβληματικής επιχειρήσεως του κατάλληλου μέτρου E 16/94 και δεν εξηγεί ούτε τον λόγο για τον οποίο απέστη του ορισμού της εν λόγω εννοίας στις κατευθυντήριες γραμμές του 1999. Αφετέρου, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ελαττωματική λόγω ελλιπούς αιτιολογίας σχετικά με τον προσδιορισμό των στοιχείων ενισχύσεως όσον αφορά τα μέτρα 1 έως 3.

     Επί της ελλείψεως αιτιολογίας όσον αφορά τη μη εφαρμογή του κατάλληλου μέτρου E 16/94 και την απόκλιση σε σχέση με τις κατευθυντήριες γραμμές του 1999

     Επιχειρήματα των διαδίκων

    177    Το Freistaat Sachsen υποστηρίζει ότι, αν έπρεπε να θεωρηθεί ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ήταν προβληματικές σύμφωνα με τα κριτήρια που προβλέπει το εγκεκριμένο καθεστώς ενισχύσεων, η Επιτροπή δεν εξέφρασε την αιτιολογία μιας τέτοιας αποφάσεως. Ομοίως εξάλλου δεν εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους απέστη των κριτηρίων που καθορίζει το εγκεκριμένο καθεστώς ενισχύσεων. Περαιτέρω, κατ’ αυτό, η Επιτροπή δεν εξηγεί στην προσβαλλόμενη απόφαση τον λόγο για τον οποίο δεν εφαρμόζει τα κριτήρια της παραγράφου 5 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999, μολονότι έχει συχνά αμφιβολίες, σε άλλες διαδικασίες, για το γεγονός ότι μια εμπλεκόμενη επιχείρηση μπορεί να είναι προβληματική όταν δεν πληρούνται τα κριτήρια αυτά. Με δεδομένο ότι η παράγραφος 5 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999 περιέχει ένα γενικό κανόνα και η παράγραφός τους 6 μια εξαίρεση, η Επιτροπή θα έπρεπε να αιτιολογήσει τη μη εφαρμογή της εν λόγω παραγράφου 5.

    178    Οι εταιρείες MB Immobilien και MB System υποστηρίζουν ότι, όσον αφορά την εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ελαττωματική λόγω τριπλής ελλείψεως αιτιολογίας. Πρώτον, δεν αναφέρει τους λόγους για τους οποίους παρεξέκλινε της εξετάσεως των κριτηρίων των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999. Δεύτερον, σε περίπτωση που η Επιτροπή συνήγαγε το συμπέρασμα ότι οι δικαιούχοι των ενισχύσεων έπρεπε να χαρακτηριστούν προβληματικές επιχειρήσεις βάσει της καθορισθείσας από την ίδια διακρίσεως μεταξύ προβληματικών και υγιών επιχειρήσεων, τίποτα σχετικό δεν αναφέρθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση. Τρίτον, η Επιτροπή θα έπρεπε να αναφέρει τον λόγο για τον οποίο παρεξέκλινε των όρων του εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων όσον αφορά τα μέτρα 2 και 3.

    179    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγόντων.

     Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

    180    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το περιεχόμενο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως εξαρτάται από τη φύση της επίδικης πράξεως και από το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε. Από την αιτιολογία πρέπει να διαφαίνεται κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εκδίδει την προσβαλλόμενη πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό, αφενός, στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου προκειμένου να μπορέσουν να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους και να ελέγξουν αν η απόφαση είναι βάσιμη ή όχι και, αφετέρου, στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. Δεν είναι απαραίτητο η αιτιολογία να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα. Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση επί όλων των επιχειρημάτων που προβάλλουν οι ενδιαφερόμενοι, αλλά αρκεί να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν αποφασιστική σημασία για την οικονομία της αποφάσεως (βλ. απόφαση Corsica Ferries France κατά Επιτροπής, σκέψη 104 ανωτέρω, σκέψεις 62 έως 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    181    Εν προκειμένω, από την προσβαλλομένη απόφαση δεν προκύπτει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αναφέρθηκε στο κατάλληλο μέτρο E 16/94 στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας. Η Επιτροπή επιβεβαίωσε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι δεν είχε γίνει επίκληση του κατάλληλου μέτρου E 16/94 κατά τη διοικητική διαδικασία, χωρίς να αμφισβητηθεί επί του σημείου αυτού από τους προσφεύγοντες. Περαιτέρω, από την προηγηθείσα ανάλυση προκύπτει ότι ο ορισμός της έννοιας της προβληματικής επιχειρήσεως του κατάλληλου μέτρου E 16/94 δεν μπορούσε να εφαρμοστεί εν προκειμένω και ότι η Επιτροπή εδικαιούτο να στηριχθεί συναφώς στις κατευθυντήριες γραμμές του 1999. Υπό τις περιστάσεις αυτές, οι αιτιάσεις που στηρίζονται σε έλλειψη αιτιολογήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τη μη εφαρμογή του κατάλληλου μέτρου E 16/94 πρέπει να κριθούν αβάσιμες, διότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή οφείλει να εξηγήσει τον λόγο για τον οποίο δεν στηρίχθηκε σε κανόνες που δεν έχουν εφαρμογή και των οποίων δεν έγινε επίκληση.

    182    Πρέπει επίσης να απορριφθούν ως αβάσιμες οι αιτιάσεις που στηρίζονται σε έλλειψη αιτιολογήσεως σε σχέση με τη συνεκτίμηση ή τη μη συνεκτίμηση των κριτηρίων των κατευθυντηρίων γραμμών του 1999. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή αναφέρει στην αιτιολογική σκέψη 66 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι η άποψή της είναι ότι «τα αναφερόμενα στην [παράγραφο] 6 των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών [του 1999] χαρακτηριστικά συμπτώματα μιας προβληματικής επιχειρήσεως είναι απλώς ενδεικτικά για το αν μια επιχείρηση μπορεί να αξιολογηθεί ως προβληματική, δεν αποτελούν όμως όρους, οι οποίοι πρέπει να πληρούνται αθροιστικά». Συνεπώς, η θέση της συναφώς είναι σαφής. Κατά τα λοιπά, όπως προκύπτει από την προηγηθείσα ανάλυση, η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει ποια είναι τα οικονομικά κριτήρια που η Επιτροπή έλαβε υπόψη για να εκτιμήσει την οικονομική κατάσταση των οικείων δικαιούχων επιχειρήσεων. Η αιτιολογία αυτή είναι επαρκής ώστε να μπορούν οι διάδικοι να γνωρίζουν τη δικαιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως και το Γενικό Δικαστήριο να κρίνει τη νομιμότητά της.

     Επί της ελλείψεως αιτιολογίας όσον αφορά τον προσδιορισμό του στοιχείου ενισχύσεως

     Επιχειρήματα των διαδίκων

    183    Το Freistaat Sachsen αναφέρει ότι δεν κατανοεί τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή υπολόγισε το επιτόκιο με το οποίο, κατ’ αυτήν, έπρεπε να χορηγηθούν οι πιστώσεις για να είναι σύμφωνες προς τους όρους της αγοράς και για να μπορούν έτσι να θεωρηθούν ότι δεν συνιστούν ενίσχυση. Η Επιτροπή απλώς παρέπεμψε στην ανακοίνωσή της 97/C 273/03 σχετικά με τη μέθοδο καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης (EE 1997, C 273, σ. 3, στο εξής: ανακοίνωση περί των επιτοκίων αναφοράς). Μια απλή όμως παραπομπή σε μια προηγούμενη ανακοίνωση δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι 400 πρόσθετα σημεία βάσης είναι κάτι το σύνηθες στην αγορά. Το Freistaat Sachsen ισχυρίζεται ότι ομοίως δεν κατανοεί τον λόγο για τον οποίο η Επιτροπή εφαρμόζει, όσον αφορά τα μέτρα 2 και 3, δύο προσαυξήσεις (αιτιολογική σκέψη 93 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τα δύο παραδείγματα που παραθέτει στην ανακοίνωση περί των επιτοκίων αναφοράς (προβληματική επιχείρηση και έλλειψη ασφαλειών) αφορούν τον κίνδυνο αδυναμίας πληρωμών, οπότε η σώρευσή τους δεν φαίνεται δικαιολογημένη.

    184    Η Επιτροπή δεν απέδειξε εν πάση περιπτώσει καμία εύλογη σχέση με τους συνήθεις όρους της αγοράς. Φαίνεται εξάλλου ότι είναι μάλλον απίθανο να αντιδράσει η αγορά στην έλλειψη ασφαλειών μέσω σταθερών προσαυξήσεων των επιτοκίων απολύτως δυσανάλογων σε σχέση με το επίπεδο των ισχυόντων επιτοκίων. Πρέπει να θεωρηθεί ότι ο πιστωτικός τομέας εφαρμόζει μια σχετικά μικρή προσαύξηση όταν το επιτόκιο είναι χαμηλό και μια σχετικά μεγάλη προσαύξηση όταν το επιτόκιο είναι επίσης υψηλό.

    185    Το Freistaat Sachsen φρονεί επίσης ότι, στην αιτιολογική σκέψη 92 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή τεκμαίρεται ότι οι παρασχεθείσες ασφάλειες είχαν μικρή οικονομική αξία, αλλά δεν προσκόμισε συναφώς καμία απόδειξη. Από τους ετήσιους όμως ισολογισμούς της χρήσεως 2003 προκύπτει ότι τα δάνεια που χορήγησαν οι τράπεζες δεν ήταν μόνο ασφαλισμένα μέσω υποθηκών, αλλά και μέσω της μεταβιβάσεως εξοπλισμού και του κεφαλαίου κίνησης, τα οποία είχαν εγγραφεί στον ισολογισμό για αξίες αντιστοίχως 5,8 εκατομμυρίων ευρώ και 28,3 εκατομμυρίων ευρώ. Η Επιτροπή δεν μπορούσε συνεπώς να λάβει ως αφετηρία την αμελητέα οικονομική αξία των ασφαλειών, ή θα έπρεπε, τουλάχιστον, να εξηγήσει την επιλογή της αυτή.

    186    Τέλος, το Freistaat Sachsen ισχυρίζεται, σε σχέση με την αναφορά που έκανε η Επιτροπή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σε μια μελέτη ενός ελεγκτικού γραφείου της 26ης Οκτωβρίου 2004 όσον αφορά την επικαιροποίηση των επιτοκίων αναφοράς που εφαρμόζονται στις κρατικές ενισχύσεις εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: μελέτη), ότι η εν λόγω μελέτη δεν περιλαμβάνεται στη δικογραφία και της μελέτης αυτής δεν έγινε επίκληση ούτε στην προσβαλλόμενη απόφαση, οπότε οι απαιτήσεις αιτιολογήσεως της αποφάσεως αυτής δεν τηρήθηκαν επί του σημείου αυτού. Εξάλλου, πριν από την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δεν συνέταξε ούτε ανακοίνωση από την οποία θα προέκυπτε ότι συμμεριζόταν τα πορίσματα της μελέτης ενόψει μελλοντικών αποφάσεων.

    187    Οι εταιρείες MB Immobilien και MB System υποστηρίζουν, όσον αφορά το μέτρο 1, ότι η Επιτροπή δεν δικαιολογεί γιατί μια αποζημίωση αφανούς συνεισφοράς που ήταν ήδη μεγαλύτερη κατά 600 σημεία βάσης από το επιτόκιο αναφοράς που εφαρμοζόταν την περίοδο εκείνη δεν ελάμβανε υπόψη τους αυξημένους κινδύνους που συνδέονται με μια προβληματική επιχείρηση. Η Επιτροπή παρέπεμψε εξάλλου στην ανακοίνωση περί των επιτοκίων αναφοράς, διότι δεν διαπίστωσε τους όρους της αγοράς.

    188    Δεν αιτιολόγησε κατά πειστικό τρόπο τον τρόπο αξιολογήσεως των στοιχείων που συνιστούν ενίσχυση κατά το μέτρο 1, αναζήτησε το στοιχείο ενισχύσεως στη διαφορά μεταξύ της αποζημιώσεως που θα όφειλε να καταβάλει η Bike Systems στην αγορά και της πράγματι καταβληθείσας. Για τον προσδιορισμό του ποσού των τόκων, μια απλή αναφορά στην ανακοίνωση περί των επιτοκίων αναφοράς και η επανάληψη μιας υποθέσεως –προβληματική επιχείρηση– δεν μπορούσαν να αντικαταστήσουν την αναγκαία αιτιολογία. Τούτο ισχύει όχι μόνον επί της ουσίας, αλλά πρωτίστως όσον αφορά το ποσό της ενισχύσεως, τοσούτω μάλλον που, όσον αφορά τον αριθμό των σημείων βάσης, η Επιτροπή επιφύλαξε στον εαυτό της με την ανακοίνωση περί των επιτοκίων αναφοράς ένα περιθώριο χειρισμών.

    189    Ήταν αυθαίρετο να εφαρμόσει στους διάφορους κινδύνους 400 σημεία βάσης και να τα προσθέσει χωρίς να αιτιολογήσει την απόφαση αυτή ούτε επί της ουσίας ούτε όσον αφορά το ποσό. Συγκεκριμένα, από το κείμενο της ανακοινώσεως περί των επιτοκίων αναφοράς δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή επιφύλαξε για τον εαυτό της το δικαίωμα, ενόψει πληθώρας κινδύνων, να εφαρμόζει για έκαστον αυτών προσαύξηση 400 σημείων βάσης. Για τον λόγο αυτόν, ειδικότερα, ήταν αναγκαίο η Επιτροπή να αιτιολογήσει περισσότερο την προσαύξηση κατά 1 000 σημεία βάσης που είχε καθορίσει, τούτο δε τόσο επί της ουσίας όσον και αναφορικά με το ύψος.

    190    Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι το μέτρο 1 συνιστούσε δάνειο ιδιαίτερα υψηλού κινδύνου, οι εταιρείες MB Immobilien και MB System ισχυρίζονται ότι η σώρευση διαφόρων κινδύνων που εντεύθεν συνάγει η Επιτροπή αφορά στην πραγματικότητα τον ίδιο κίνδυνο, ήτοι αυτόν της πτωχεύσεως. Τούτο καθίσταται ιδιαιτέρως σαφές στο ακόλουθο πλαίσιο. Οσάκις μια επιχείρηση έχει παράσχει επαρκείς ασφάλειες, δεν έχει πολύ σημασία αν το δάνειο έχει προτεραιότητα εξοφλήσεως ή όχι. Τίποτα διαφορετικό δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί όταν οι υποτιθέμενα ανεπαρκείς ασφάλειες έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο προσαυξήσεως. Η Επιτροπή όμως θέλησε στην περίπτωση αυτή να προσαυξήσει κατά 400 και κατά 200 σημεία, συνεπώς κατά 600 σημεία βάσης συνολικά, την ίδια πραγματική κατάσταση, ήτοι την ανεπάρκεια των ασφαλειών. Αυτός ο τρόπος ενέργειας είναι εντελώς αντιφατικός.

    191    Οι εταιρείες MB Immobilien και MB System διευκρινίζουν επιπλέον ότι ούτε η ανακοίνωση περί των επιτοκίων αναφοράς ούτε η προσβαλλόμενη απόφαση διατυπώνουν δικαιολογία ως προς το ποιοι κίνδυνοι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από μια προσαύξηση 400 σημείων βάσης και για ποιο λόγο πρόκειται για 400 σημεία βάσης.

    192    Περαιτέρω, όσον αφορά τις διάφορες ασφάλειες, μολονότι η Επιτροπή επιχειρεί να περιγράψει τον συγκεκριμένο κίνδυνο, παραμένει άγνωστη η σχέση, από την άποψη της αξίας, μεταξύ, αφενός, των παρατεθεισών ασφαλειών και, αφετέρου, της αξιολογήσεώς τους ως σημείων βάσης.

    193    Επιπλέον, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή παρέλειψε, κατά την εξέταση των κινδύνων, να εκτιμήσει άλλες πτυχές πέραν των δεδομένων ασφαλειών, για παράδειγμα τις ικανότητες της επιχειρήσεως και τη θέση της στην αγορά. Μια ανάλυση των κινδύνων που περιορίζεται στις ασφάλειες και αγνοεί ευρύτερους οικονομικούς παράγοντες δεν ανταποκρίνεται στην υποχρέωση σύνεσης και πληρότητας.

    194    Επιπλέον, η Επιτροπή παρέλειψε να διατυπώσει εκτίμηση επί της επιστολής προθέσεων (βλ. σκέψη 90 ανωτέρω). Αν είχε προβεί στην εκτίμηση αυτή, δεν θα μπορούσε να υποθέσει ότι ο κίνδυνος ήταν αυξημένος.

    195    Όσον αφορά το μέτρο 2, οι εταιρείες MB Immobilien και MB System υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει επίσης λόγω σοβαρής ελλείψεως αιτιολογίας όσον αφορά τον προσδιορισμό των στοιχείων που συνιστούν ενίσχυση και της αξίας τους. Στις αιτιολογικές σκέψεις 88 έως 91 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή παραπέμπει εκ νέου στην ανακοίνωση περί των επιτοκίων αναφοράς χωρίς ωστόσο να διατυπώσει τους λόγους για τους οποίους εκτιμά ότι δικαιολογείται να εφαρμόσει μια προσαύξηση 400 σημείων βάσης λόγω του χαρακτηρισμού της οικείας εταιρείας ως προβληματικής επιχειρήσεως και μια προσαύξηση 400 σημείων βάσης με την αιτιολογία ότι οι ασφάλειες είναι ανεπαρκείς. Για τους ίδιους λόγους με αυτούς που διατυπώθηκαν για το μέτρο 1, η απλή παραπομπή στην ανακοίνωση περί των επιτοκίων αναφοράς δεν αρκεί.

    196    Περαιτέρω, στον βαθμό που η Επιτροπή στηρίζεται στις ζημίες της Sachsen Zweirad για να αποφασίσει ότι πρόκειται για προβληματική επιχείρηση και ότι υπάρχουν ιδιαίτεροι κίνδυνοι που πρέπει να ληφθούν υπόψη μέσω προσαυξήσεως, θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι οι ζημίες αυτές δεν είναι καθοριστικές. Η Επιτροπή δεν εξέτασε επαρκώς τη σύμβαση μεταβιβάσεως των κερδών και τον τρόπο εκκαθάρισης των ρευστών διαθεσίμων στο πλαίσιο του ομίλου (cash pool) που συμφωνήθηκαν μεταξύ της Sachsen Zweirad και της μητρικής της εταιρείας. Θα μπορούσε το πολύ να εξετάσει αν η μητρική εταιρεία ήταν προβληματική. Η προσαύξηση κατά 400 σημεία βάσης είναι συνεπώς παράνομη.

    197    Όσον αφορά στη συνέχεια το μέτρο 3, οι εταιρείες MB Immobilien και MB System φρονούν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει επίσης λόγω σοβαρής ελλείψεως αιτιολογίας όσον αφορά τα στοιχεία που συνιστούν την ενίσχυση (αιτιολογική σκέψη 93 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή προσδιορίζει το στοιχείο που συνιστά ενίσχυση βάσει της διαφοράς μεταξύ του συγκεκριμένα εφαρμοζόμενου επιτοκίου και του προσαυξηθέντος κατά 700 σημεία βάσης επιτοκίου που καθορίστηκε από την ίδια και δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί ο λόγος για τον οποίο, αφενός, αποφάσισε να προβεί σε προσαύξηση κατά ακριβώς 400 σημεία βάσης λόγω του ότι πρόκειται για προβληματική επιχείρηση και όχι κατά κάποιον άλλον αριθμό, και, αφετέρου, εφαρμόζει μια άλλη προσαύξηση κατά 300 σημεία βάσης με το αιτιολογικό ότι οι ασφάλειες είναι ανεπαρκείς. Βεβαίως, η Επιτροπή δέχεται ότι οι δεδομένες ασφάλειες έχουν κάποια οικονομική αξία, αλλά δεν δικαιολογεί γιατί αυτό καταλήγει στην εφαρμογή προσαυξήσεως κατά 100 και όχι κατά 200 σημεία βάσης επί των 400 σημείων τα οποία φαίνεται να έχει λάβει υπόψη. Δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί για ποιους λόγους η Επιτροπή εκτιμά στη συνέχεια ότι μια προσαύξηση κατά 300 σημεία βάσης είναι δικαιολογημένη, αν μη τι άλλο διότι, κατά την ανακοίνωση περί των επιτοκίων αναφοράς, σε περίπτωση ειδικών κινδύνων, πρέπει να εφαρμόζεται μια προσαύξηση κατά 400 σημεία βάσης.

    198    Όσον αφορά την αναφορά που έκανε η Επιτροπή στη μελέτη, οι εταιρείες MB Immobilien και MB System συμφωνούν με τις επικρίσεις του Freistaat Sachsen.

    199    Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η ανακοίνωση περί των επιτοκίων αναφοράς προβλέπει ένα ενιαίο επιτόκιο αναφοράς υπολογιζόμενο βάσει του αποκαλούμενου «διατραπεζικού επιτοκίου swap πέντε ετών». Σε περιπτώσεις ιδιαίτερου κινδύνου (π.χ. προβληματική επιχείρηση, έλλειψη εξασφαλίσεων που απαιτούν συνήθως οι τράπεζες), η μέθοδος προβλέπει μια προσαύξηση του επιτοκίου αναφοράς κατά 400 σημεία βάσης, ίσως και περισσότερο.

    200    Όσον αφορά καταρχάς το μέτρο 1, για να καθοριστεί το κανονικό επιτόκιο της αγοράς, η Επιτροπή χρησιμοποίησε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, τρεις προσαυξήσεις, οι οποίες ωστόσο δεν εφαρμόζονται στον ίδιο κίνδυνο, αλλά σε τρεις κινδύνους που είναι διακριτοί κατά τον υπολογισμό. Ο πρώτος καλυπτόμενος κίνδυνος αφορούσε το γεγονός ότι η Bike Systems αντιμετώπιζε δυσχέρειες. Η πιθανότητα η επιχείρηση να μην είναι σε θέση να εξοφλήσει το μέτρο 1 ή να καταβάλει τη συμφωνηθείσα αποζημίωση για το μέτρο αυτό ήταν συνεπώς αυξημένη. H οικονομική κατάσταση του αποδέκτη της ενισχύσεως είχε αναλυθεί εις βάθος. Έστω και για τον λόγο αυτόν, το επιχείρημα ότι η Επιτροπή εκτίμησε μόνο τις παρασχεθείσες ασφάλειες πρέπει να απορριφθεί. Ο δεύτερος κίνδυνος αφορά την έλλειψη ασφαλειών, η οποία αύξησε επιπλέον τον κίνδυνο αδυναμίας πληρωμών σε περίπτωση αφερεγγυότητας. Ο τρίτος κίνδυνος αποτελούνταν από το γεγονός ότι το μέτρο 1 εξαρτιόταν από άλλα δάνεια σε περίπτωση αφερεγγυότητας, οπότε προέκυπτε πρόσθετος κίνδυνος αδυναμίας πληρωμών. Πρόκειται, εν προκειμένω, για διαφορετικό κίνδυνο. Οι τρεις κίνδυνοι περιγράφονται με ακρίβεια και αιτιολογούνται στην προσβαλλόμενη απόφαση.

    201    Το επιχείρημα ότι όλοι αυτοί οι κίνδυνοι δεν αφορούν, τελικώς, παρά τον κίνδυνο αδυναμίας πληρωμών και δεν πρέπει συνεπώς να θεωρούνται σωρευτικώς είναι αλυσιτελές, διότι ισοδυναμεί με το να θεωρηθεί ότι, εν πάση περιπτώσει, αφής στιγμής μια επιχείρηση συνέστησε επαρκείς ασφάλειες, το ζήτημα αν ένα δάνειο είναι ή όχι πλήρως εξασφαλισμένο δεν είναι καθοριστικό. Εν προκειμένω όμως πρόκειται για επιχείρηση η οποία δεν συνέστησε επαρκείς ασφάλειες και είναι συνεπώς απολύτως καθοριστικό το αν το δάνειο είναι ή όχι πλήρως εξασφαλισμένο. Είναι, περαιτέρω, απολύτως δυνατό το να θεωρηθεί ότι μια επιχείρηση μπορεί να είναι προβληματική, αλλά ότι διαθέτει εντούτοις σημαντικές ασφάλειες που μπορούν να καλύψουν την πίστωση ή την εγγύηση. Το επιτόκιο που πρέπει να θεωρηθεί σύμφωνο με τους όρους της αγοράς και το οποίο εφαρμόζεται σε ένα δάνειο προς μια τέτοια επιχείρηση είναι συνεπώς χαμηλότερο από αυτό που ισχύει για ένα δάνειο προς μια προβληματική επιχείρηση η οποία δεν προσφέρει συγκρίσιμες ασφάλειες.

    202    Σε παρόμοιο συμπέρασμα καταλήγει και η μελέτη η οποία αφιερώνεται, μεταξύ άλλων, στον καθορισμό των προσαυξήσεων του κατώτατου επιτοκίου που είναι κατάλληλες σε ορισμένες περιπτώσεις. Εφαρμόζει δύο κριτήρια για μια τέτοια προσαύξηση, ήτοι τη βαθμολογία της επιχειρήσεως και τις ασφάλειες που η επιχείρηση αυτή προσφέρει, συνδυάζοντας συνεπώς τους δύο κινδύνους. Η μελέτη προτείνει, για παράδειγμα, την εφαρμογή σε μια επιχείρηση της κατηγορίας Γ η οποία, παρά τις δυσχέρειές της, παρέχει επαρκείς ασφάλειες, μιας προσαύξησης κατά 360 σημεία βάσης (ήτοι 3,6 εκατοστιαίες μονάδες). Αντιθέτως, η μελέτη θεωρεί ότι η κατάλληλη προσαύξηση για μια επιχείρηση της ίδιας κατηγορίας, η οποία όμως προσφέρει μόνο λίγες ασφάλειες, είναι κατά 1 650 σημεία βάσης (ήτοι 16,50 εκατοστιαίες μονάδες). Η επίμαχη εν προκειμένω προσαύξηση δεν εφαρμόζεται συνεπώς τρεις φορές για τον ίδιο κίνδυνο. Περαιτέρω, η αναφορά στη μελέτη που κάνει η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως μοναδικό σκοπό είχε να βεβαιώσει ότι το αποτέλεσμα στο οποίο κατέληξε και το οποίο αιτιολόγησε όσον αφορά το ύψος του στοιχείου ενισχύσεως αντιπροσώπευε πράγματι την οικονομική πραγματικότητα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θεωρήθηκε συμπληρωματική αιτιολογία, η οποία εξάλλου ήταν περιττή.

    203    Όσον αφορά το ζήτημα του κατάλληλου χαρακτήρα των προσαυξήσεων που καθορίστηκαν συνολικά σε 1 000 σημεία βάσης, η Επιτροπή θέλει να υπογραμμίσει ότι, στην ανακοίνωση περί των επιτοκίων αναφοράς, θεωρεί ότι μια προσαύξηση κατά 400 σημεία βάσης αποτελεί το ελάχιστο επίπεδο. Η πράγματι εφαρμοσθείσα προσαύξηση θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μεγαλύτερη από 400 σημεία βάσης. Ο κατάλληλος χαρακτήρας των προσαυξήσεων ενισχύεται από τη μελέτη που κρίνει κατάλληλη, στην περίπτωση μιας επιχειρήσεως της κατηγορίας Γ, δηλαδή σε δυσμενή οικονομική κατάσταση, την εφαρμογή μιας προσαυξήσεως κατά 1 000 σημεία βάσης όταν είναι κανονικές οι προσφερόμενες ασφάλειες, η ακόμη και κατά 1 650 σημεία αν οι διαθέσιμες ασφάλειες είναι μικρές. Η προσαύξηση κατά 1 000 σημεία βάσης που εφάρμοσε η Επιτροπή πρέπει συνεπώς να θεωρηθεί μάλλον πολύ χαμηλή και όχι πολύ υψηλή.

    204    Όσον αφορά, τέλος, την υποτιθέμενη μη συνεκτίμηση της επιστολής προθέσεων, η Επιτροπή περιορίζεται στο να αναφέρει ότι η εν λόγω επιστολή δεν προσκομίστηκε επωφελώς κατά την επίσημη διαδικασία έρευνας, οπότε δεν μπόρεσε να την υποβάλει σε ενδελεχέστερη εξέταση και, ενδεχομένως, να την ενσωματώσει περισσότερο στην ανάλυσή της.

    205    Ακολούθως, όσον αφορά το μέτρο 2, η αιτίαση κατά την οποία η Επιτροπή αιτιολόγησε ανεπαρκώς τη συνολική προσαύξηση κατά 800 σημεία βάσης σε σχέση με το επιτόκιο αναφοράς πρέπει να απορριφθεί με βάση τις αιτιολογικές σκέψεις 88 έως 91 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η χωριστή ανάλυση των διαφόρων κινδύνων ήταν αναγκαία για να προσδιοριστεί η ακριβής απόκλιση μεταξύ των τόκων που θα οφείλονταν υπό τους όρους της αγοράς ελλείψει του μέτρου 2 και των τόκων που πράγματι καταβλήθηκαν. Η προσαύξηση που εφάρμοσε εξακολουθεί να είναι μικρότερη από αυτή που προτείνει η μελέτη για ανάλογες καταστάσεις.

    206    Στην αιτίαση κατά την οποία η Επιτροπή έλαβε ανεπαρκώς υπόψη τη σύμβαση μεταβιβάσεως των κερδών και τον τρόπο εκκαθάρισης των ρευστών διαθεσίμων εντός του ομίλου, πρέπει να δοθεί εκ νέου η απάντηση ότι η Επιτροπή εκδίδει την απόφασή της βάσει των δεδομένων που έχει στη διάθεσή της όταν περατώνει την επίσημη διαδικασία έρευνας. Κατά τη διοικητική διαδικασία, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν επικαλέστηκε ωστόσο την εν λόγω «cash pool».

    207    Τέλος, όσον αφορά το μέτρο 3, η Επιτροπή παραπέμπει στις παρατηρήσεις της σχετικά με τον υπολογισμό του στοιχείου ενισχύσεως των μέτρων 1 και 2.

    208    Απαντώντας στην αιτίαση της MB Immobilien και της MB System σχετικά με το ύψος της προσαύξησης κατά 300 σημεία βάσης λόγω ανεπαρκών ασφαλειών, η Επιτροπή τονίζει ότι απαρίθμησε και εξέτασε στην προσβαλλόμενη απόφαση καθεμιά από τις ασφάλειες που συστάθηκαν για την εγγύηση (υποθήκες, εκχώρηση απαιτήσεων, εκχώρηση της κυριότητας εμπορευμάτων ιδιοκτησίας των επιχειρήσεων του ομίλου καθώς και μία εγγύηση εις ολόκληρο του ιδιοκτήτη της εταιρείας Biria GmbH). Αφού όμως εξέτασε τις ασφάλειες αυτές, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ασφάλειες της Biria GmbH ήταν καλλίτερης ποιότητας από εκείνες της Sachsen Zweirad, πράγμα που συνιστούσε τον λόγο για τον οποίο εφάρμοσε προσαύξηση μόνο κατά 300 σημεία βάσης για ανεπαρκείς εξασφαλίσεις (έναντι 400 σημείων βάσης στην περίπτωση του μέτρου 2).

     Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

    209    Η έκταση της εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εξετάσεως της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά την υποχρέωση αιτιολογήσεως υπενθυμίστηκε στη σκέψη 180 ανωτέρω.

    210    Πρέπει επίσης να τονιστεί, εκ προοιμίου, ότι το επιχείρημα των προσφευγόντων συγχέει τα ζητήματα τυπικής αιτιολογήσεως και την επί της ουσίας εκτίμηση. Συναφώς, πρέπει να υπενθυμιστεί η πάγια νομολογία κατά την οποία η υποχρέωση αιτιολογήσεως αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, καθόσον αυτό αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως. Συνεπώς, οι αιτιάσεις και τα επιχειρήματα με τα οποία σκοπείται να αμφισβητηθεί το βάσιμο της πράξεως αυτής είναι αλυσιτελή στο πλαίσιο προβολής λόγου αντλούμενου από έλλειψη ή ανεπάρκεια της αιτιολογίας (απόφαση Ολυμπιακή Αεροπορία Υπηρεσίες κατά Επιτροπής, σκέψη 143 ανωτέρω, σκέψη 79).

    211    Υπό το φως της νομολογίας αυτής, πρέπει να εξεταστεί αν η Επιτροπή αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμο τον τρόπο με τον οποίο υπολόγισε τα στοιχεία ενισχύσεως.

    212    Όσον αφορά, καταρχάς, το επιχείρημα της MB Immobilien και της MB System ότι η ανακοίνωση περί των επιτοκίων αναφοράς δεν ενέχει καμία δικαιολογία της προσαυξήσεως κατά 400 σημεία βάσης την οποία προτείνει για την προσαύξηση λόγω κινδύνου, πρέπει να τονιστεί ότι η ανακοίνωση αυτή περιορίζεται πράγματι στο να ορίσει ότι το επιτόκιο αναφοράς είναι ένα κατώτατο επιτόκιο «το οποίο μπορεί να αυξηθεί σε περιπτώσεις ιδιαίτερου κινδύνου (παραδείγματος χάρη, επιχείρηση που αντιμετωπίζει δυσχέρειες, απουσία εγγυήσεων τις οποίες συνήθως απαιτούν οι τράπεζες κ.λπ.)» και ότι, σε τέτοιες περιπτώσεις, «η προσαύξηση μπορεί να ανέλθει σε 400 σημεία βάσης και σε ακόμη υψηλότερο επίπεδο, εφόσον καμία ιδιωτική τράπεζα δεν θα δεχόταν να χορηγήσει το υπό εξέταση δάνειο». Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το περιεχόμενο της ανακοινώσεως περί των επιτοκίων αναφοράς επί του σημείου αυτού δεν είναι πολύ λεπτομερές και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να επαρκεί από μόνο του ως αιτιολογία ενός υπολογισμού της προσαυξήσεως λόγω κινδύνου σε μια συγκεκριμένη περίπτωση. Πρέπει επομένως να εξεταστεί ο τρόπος κατά τον οποίο η Επιτροπή εξήγησε την εφαρμογή της στην προσβαλλόμενη απόφαση.

    213    Όσον αφορά τον καθορισμό των στοιχείων ενίσχυσης εν προκειμένω, ιδίως δε του επιπέδου της προσαυξήσεως λόγω κινδύνου, η Επιτροπή αναφέρει στην αιτιολογική σκέψη 86 της προσβαλλομένης αποφάσεως, για το μέτρο 1, μετά από μια υπενθύμιση των αρχών που διατυπώνονται στην ανακοίνωση περί των επιτοκίων αναφοράς και τη δυσχερή οικονομική κατάσταση της Bike Systems, τα εξής:

    «[...] η Επιτροπή έχει την άποψη ότι η εταιρεία Bike Systems όφειλε να καταβάλλει επιτόκιο αντίστοιχο με τουλάχιστον το επιτόκιο αναφοράς προσαυξημένο κατά 400 σημεία βάσης ως προβληματική επιχείρηση, καθώς και μία περαιτέρω προσαύξηση κατά 400 σημεία βάσης λόγω των ελλιπών εξασφαλίσεων. Επιπλέον, η Επιτροπή θεωρεί εύλογη μία πρόσθετη προσαύξηση 200 σημείων βάσης για τη χαμηλή κατάταξη της αφανούς συνεισφοράς σε περίπτωση αφερεγγυότητας. Αυτό συνάδει με τις διατάξεις της ανακοίνωσης [περί των επιτοκίων αναφοράς], οι οποίες προβλέπουν ότι σε περιπτώσεις ιδιαίτερου κινδύνου, όπως π.χ. προβληματικές επιχειρήσεις, έλλειψη εξασφαλίσεων που απαιτούν συνήθως οι τράπεζες, η προσαύξηση μπορεί να ανέλθει σε 400 σημεία βάσης και σε ακόμη υψηλότερο επίπεδο. Συνεπώς, το στοιχείο ενίσχυσης αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου αναφοράς προσαυξημένου κατά 1000 σημεία βάσης και της πραγματικής αποζημίωσης της αφανούς συνεισφοράς.»

    214    Όσον αφορά τα μέτρα 2 και 3, η Επιτροπή αναφέρει, στις αιτιολογικές σκέψεις 90 έως 93 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα εξής:

    «(90) [...] οι εταιρείες [Sachsen Zweirad] και Biria GmbH ήταν προβληματικές επιχειρήσεις κατά τη χρονική στιγμή της χορήγησης των εγγυήσεων. Το δάνειο και η εγγύηση που χορηγήθηκαν στην εταιρεία [Sachsen Zweirad], ενείχαν πρόσθετο κίνδυνο λόγω των εξαιρετικά χαμηλών παρεχόμενων εξασφαλίσεων. Η εγγύηση για το δάνειο που χορηγήθηκε στην εταιρεία [Sachsen Zweirad] ασφαλίσθηκε απλώς με μία εγγυητική δήλωση των επιχειρήσεων του ομίλου. Η οικονομική αξία αυτών των εγγυητικών δηλώσεων είναι εξαιρετικά χαμηλή.

    (91)      Για τον λόγο αυτόν, η Επιτροπή έχει την άποψη ότι στην προκειμένη περίπτωση, η εταιρεία [Sachsen Zweirad] όφειλε να καταβάλλει επιτόκιο αντίστοιχο με τουλάχιστον το επιτόκιο αναφοράς προσαυξημένο κατά 400 σημεία βάσης ως προβληματική επιχείρηση, καθώς και μία περαιτέρω προσαύξηση κατά 400 σημεία βάσης λόγω των εξαιρετικά χαμηλών εξασφαλίσεων. Συνεπώς, το στοιχείο ενίσχυσης της εγγύησης αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου αναφοράς προσαυξημένου κατά 800 σημεία βάσης και του πραγματικού επιτοκίου με το οποίο χορηγήθηκε το εγγυημένο δάνειο.

    (92)      Όσον αφορά στο δάνειο και στην εγγύηση που χορηγήθηκαν στην εταιρεία Biria GmbH, οι προς το σκοπό αυτό παρασχεθείσες εξασφαλίσεις είχαν μεγαλύτερη οικονομική αξία από εκείνες που παρασχέθηκαν για την εγγύηση που χορηγήθηκε στην εταιρεία [Sachsen Zweirad]. Παρ’ όλα αυτά, οι εξασφαλίσεις ήταν σε κάθε περίπτωση χαμηλότερες από τις συνήθως απαιτούμενες. Η εγγύηση για την εταιρεία Biria GmbH ασφαλίσθηκε με πρώτη υποθήκη στα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας Bike Systems ύψους 15 εκατομμυρίων ευρώ. Ωστόσο, η υποθήκη είναι μειωμένης εξασφάλισης έναντι ενός άλλου δανείου ύψους 2 εκατομμυρίων ευρώ. Συνεπώς, αυτή η πρώτη υποθήκη καλύπτει ποσό που μόλις υπερβαίνει το 50 % του συνολικού ποσού του δανείου. Οι περαιτέρω εξασφαλίσεις –υποθήκες, εκχώρηση απαιτήσεων, εκχώρηση της κυριότητας εμπορευμάτων ιδιοκτησίας των επιχειρήσεων του ομίλου καθώς και μία εγγυητική δήλωση του ιδιοκτήτη της εταιρείας Biria GmbH– είχαν περιορισμένη οικονομική αξία.

    (93)      Η Επιτροπή έχει την άποψη ότι στην προκειμένη περίπτωση, η εταιρεία Biria GmbH όφειλε να καταβάλλει επιτόκιο αντίστοιχο με τουλάχιστον το επιτόκιο αναφοράς προσαυξημένο κατά 400 σημεία βάσης ως προβληματική επιχείρηση, καθώς και μία περαιτέρω προσαύξηση κατά 300 σημεία βάσης λόγω των εξαιρετικά χαμηλών εξασφαλίσεων (σε σύγκριση με την προσαύξηση των 400 σημείων βάσης για την εγγύηση που χορηγήθηκε στην εταιρεία [Sachsen Zweirad] λόγω των εξαιρετικά χαμηλών εξασφαλίσεων). Συνεπώς, το στοιχείο ενίσχυσης της εγγύησης αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου αναφοράς προσαυξημένου κατά 700 σημεία βάσης και του πραγματικού επιτοκίου με το οποίο χορηγήθηκαν τα εγγυημένα δάνεια.»

    215    Είναι αληθές ότι οι εξηγήσεις αυτές της Επιτροπής περιέχουν κάθε φορά περιγραφή της επιλεγείσας μεθόδου υπολογισμού, δηλαδή τη χρησιμοποίηση ενός επιτοκίου αναφοράς σε συνδυασμό με κατ’ αποκοπή προσαυξήσεις λόγω της προβληματικής καταστάσεως της οικείας επιχειρήσεως και της ελλείψεως ή του ανεπαρκούς μεγέθους των ασφαλειών. Η εν λόγω μέθοδος υπολογισμού είναι σύμφωνη προς την ανακοίνωση περί των επιτοκίων αναφοράς, η οποία αποτελεί δημοσιευμένο έγγραφο του οποίου τη λυσιτέλεια δεν αμφισβητούν οι προσφεύγοντες, καθώς και, κατά την Επιτροπή, προς την πάγια πρακτική της, χωρίς να αμφισβητηθεί επί του σημείου αυτού από τους προσφεύγοντες.

    216    Αντίθετα προς όσα ισχυρίζονται οι προσφεύγοντες, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι πλημμελής λόγω ελλιπούς αιτιολογίας όσον αφορά τα συμπεράσματα της Επιτροπής περί της ελλείψεως ή περί του ανεπαρκούς μεγέθους των ασφαλειών. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή ανάλυσε εμπεριστατωμένα την οικονομική κατάσταση των δικαιούχων επιχειρήσεων στις αιτιολογικές σκέψεις 59 έως 78 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Περαιτέρω, όσον αφορά το μέτρο 1, από τις σκέψεις 113 έως 119 ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν ενήργησε παρανόμως μην περιλαμβάνοντας την επιστολή προθέσεων στην ανάλυσή της. Όσον αφορά το μέτρο 2, η αιτιολογική σκέψη 90 της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρει ποια ασφάλεια ήταν διαθέσιμη και τον λόγο για τον οποίο θεωρήθηκε ανεπαρκής. Τέλος, η αιτιολογική σκέψη 92 της προσβαλλομένης αποφάσεως μνημονεύει, όσον αφορά το μέτρο 3, την ύπαρξη ενός δανείου ασφαλισμένου με πρώτη υποθήκη του οποίου όμως το ποσό μόλις υπερβαίνει το 50 % του συνολικού ποσού του δανείου και χαρακτηρίζει τις λοιπές διαθέσιμες ασφάλειες ως περιορισμένης οικονομικής αξίας Έτσι, έχοντας υπόψη τη σχέση μεταξύ της κύριας ασφάλειας που ελήφθη υπόψη από την Επιτροπή και του χαρακτηρισμού ως περιορισμένης οικονομικής αξίας, από την άποψη του ποσοστού του εγγυημένου μέσω της κύριας ασφάλειας δανείου, των λοιπών ασφαλειών που μνημονεύονται στο τέλος της αιτιολογικής σκέψης 92 της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να θεωρηθεί ότι το συμπέρασμα της Επιτροπής όσον αφορά το χαμηλό επίπεδο ασφάλειας για το μέτρο 3 δεν είναι πλημμελές λόγω ελλιπούς αιτιολογίας.

    217    Πάντως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφεύγοντες ορθώς τονίζουν ότι η ανακοίνωση περί των επιτοκίων αναφοράς δεν περιέχει καμία ένδειξη σχετικά με τη σώρευση των κινδύνων, έστω και αν δεν την αποκλείει. Επιπλέον, η ανάλυση της Επιτροπής δεν περιέχει καμία αναφορά στην πρακτική των χρηματοπιστωτικών αγορών επί του σημείου αυτού, οπότε η σχέση μεταξύ των προσαυξήσεων που επέβαλε η Επιτροπή και της ειδικής καταστάσεως των τριών εμπλεκομένων εταιρειών δεν προκύπτει σαφώς και η επιλογή των επιβληθεισών προσαυξήσεων έχει, τουλάχιστον φαινομενικά, τυχαίο χαρακτήρα.

    218    Το Γενικό Δικαστήριο θεωρεί συνεπώς ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να εξηγήσει τη χρησιμοποίηση πρόσθετων προσαυξήσεων καθώς και το επίπεδό τους μέσω μιας αναλύσεως της πρακτικής στην αγορά, προκειμένου να παράσχει τη δυνατότητα στους προσφεύγοντες να αμφισβητήσουν τον κατάλληλο χαρακτήρα των συγκεκριμένων προσαυξήσεων και στο Γενικό Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητά τους.

    219    Κατά την ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία, η Επιτροπή αναφέρθηκε συναφώς για περισσότερες διευκρινίσεις στη μελέτη, χωρίς ωστόσο να θέλει να παράσχει κατά τον τρόπο αυτό μια πρόσθετη αιτιολογία. Η εν λόγω μελέτη προτείνει, για καταστάσεις ανάλογες με την υπό κρίση, μια προσαύξηση σύμφωνα με τη βαθμολογία της οικείας επιχειρήσεως βάσει της χρηματοοικονομικής της ευρωστίας και μια πρόσθετη προσαύξηση σύμφωνα με το επίπεδο των παρεχομένων ασφαλειών. Η μελέτη φθάνει σε επίπεδα προσαυξήσεως ανερχόμενα μέχρι τα 1 650 σημεία για επιχειρήσεις με κακό προφίλ κινδύνου οι οποίες δεν παρέχουν παρά χαμηλού επιπέδου ασφάλειες.

    220    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι πρόσθετες αυτές εξηγήσεις της Επιτροπής που αναφέρονται σε διαφορετικά προφίλ κινδύνου των εταιρειών και ο συσχετισμός των ασφαλειών τις οποίες αυτές διαθέτουν με τυπικά αντίστοιχα ποσοστά προσαυξήσεων καθιστούν πράγματι κατανοητά τα επίπεδα των προσαυξήσεων που επιβλήθηκαν εν προκειμένω εντάσσοντάς τα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο συγκρίσεως και καθιστώντας τα αντικειμενικά.

    221    Οι προσφεύγοντες τονίζουν ωστόσο ορθώς ότι η μελέτη δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ως αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, διότι η τελευταία αυτή δεν κάνει συναφώς αναφορά στη μελέτη και η μελέτη αυτή δεν ήταν γνωστή στους προσφεύγοντες. Πρέπει όμως να υπομνησθεί ότι η αιτιολογία πρέπει, κατ’ αρχήν, να ανακοινώνεται στον ενδιαφερόμενο ταυτοχρόνως με την απόφαση που τον βλάπτει. Η έλλειψη αιτιολογίας δεν δύναται να καλυφθεί επειδή ο ενδιαφερόμενος πληροφορείται την αιτιολογία της αποφάσεως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψη 463· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 1996, T‑16/91, Rendo κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑1827, σκέψη 45, και Corsica Ferries France κατά Επιτροπής, σκέψη 104 ανωτέρω, σκέψη 287).

    222    Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Γενικό Δικαστήριο θεωρεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελής λόγω ελλιπούς αιτιολογίας όσον αφορά τις ουσιώδεις εκτιμήσεις που οδήγησαν την Επιτροπή να επιλέξει το επίπεδο των προσαυξήσεων λόγω κινδύνου που εφαρμόζονται στα μέτρα 1, 2 και 3, οπότε δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ.

    223    Επομένως, οι αιτιάσεις των προσφευγόντων που αντλούνται συναφώς από ελλιπή αιτιολογία πρέπει να γίνουν δεκτές. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να αποφανθεί επί των επιχειρημάτων που αφορούν το βάσιμο της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με το επίπεδο των προσαυξήσεων λόγω κινδύνου που εφαρμόζονται στα μέτρα 1, 2 και 3.

    224    Περαιτέρω, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι ο επίμαχος υπολογισμός των στοιχείων ενισχύσεως είναι ιδιαιτέρως σημαντικός για τη γενική οικονομία της προσβαλλομένης αποφάσεως και ότι, κατά συνέπεια, η απόφαση αυτή πρέπει να ακυρωθεί εξ ολοκλήρου.

    225    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    226    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε στις υποθέσεις T‑102/07 και T‑120/07, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας περί ασφαλιστικών μέτρων στην υπόθεση T‑120/07, σύμφωνα με τα σχετικά αιτήματα των προσφευγόντων.

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

    αποφασίζει:

    1)      Ακυρώνει την απόφαση 2007/492/ΕΚ της Επιτροπής, της 24ης Ιανουαρίου 2007, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 38/2005 (πρώην NN 52/2004) της Γερμανίας υπέρ του ομίλου Biria.

    2)      Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών με τη διαδικασία περί ασφαλιστικών μέτρων εξόδων στην υπόθεση T‑120/07.

    Czúcz

    Labucka

    O’Higgins

    (υπογραφές)

    Πίνακας περιεχομένων

    Το νομικό πλαίσιο και το ιστορικό της διαφοράς

    1.  Κοινοτική νομοθεσία

    2.  Εγκεκριμένο καθεστώς ενισχύσεων

    3.  Εμπλεκόμενες επιχειρήσεις

    4.  Τα επίμαχα μέτρα

    5.  Διοικητική διαδικασία

    6.  Προσβαλλόμενη απόφαση

    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

    Σκεπτικό

    1.  Επί των αιτιάσεων που αντλούνται από μη εφαρμογή του ορισμού της έννοιας της προβληματικής επιχειρήσεως που περιλαμβάνεται στο κατάλληλο μέτρο E 16/94

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

    2.  Επί των αιτιάσεων που αφορούν τον χαρακτηρισμό των δικαιούχων επιχειρήσεων ως προβληματικών

    Επί του ζητήματος αν η Bike Systems ήταν προβληματική επιχείρηση τον Μάρτιο του 2001

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

    Επί του αν η Sachsen Zweirad και η Biria GmbH ήταν προβληματικές επιχειρήσεις, αντιστοίχως τον Μάρτιο και τον Δεκέμβριο του 2003

    Επί του πλαισίου εκτιμήσεως της καταστάσεως των επιχειρήσεων που έτυχαν των μέτρων 2 και 3

    –  Επιχειρήματα των διαδίκων

    –  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

    Επί της εκτιμήσεως της καταστάσεως της Sachsen Zweirad

    –  Επιχειρήματα των διαδίκων

    –  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

    Επί της εκτιμήσεως της καταστάσεως της Biria GmbH

    –  Επιχειρήματα των διαδίκων

    –  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

    3.  Επί των αιτιάσεων που αντλούνται από ελλείψεις της αιτιολογίας

    Επί της ελλείψεως αιτιολογίας όσον αφορά τη μη εφαρμογή του κατάλληλου μέτρου E 16/94 και την απόκλιση σε σχέση με τις κατευθυντήριες γραμμές του 1999

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

    Επί της ελλείψεως αιτιολογίας όσον αφορά τον προσδιορισμό του στοιχείου ενισχύσεως

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

    Επί των δικαστικών εξόδων


    * Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Top