This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62007CC0278
Opinion of Advocate General Sharpston delivered on 25 September 2008. # Hauptzollamt Hamburg-Jonas v Josef Vosding Schlacht-, Kühl- und Zerlegebetrieb GmbH & Co. (C-278/07), Vion Trading GmbH (C-279/07) and Ze Fu Fleischhandel GmbH (C-280/07). # References for a preliminary ruling: Bundesfinanzhof - Germany. # Regulation (EC, Euratom) No 2988/95 - Protection of the European Communities’ financial interests - Article 3 - Recovery of an export refund - Determining the limitation period - Irregularities committed before the entry into force of Regulation No 2988/95 - Rule on limitation forming part of the general civil law of a Member State. # Joined cases C-278/07 to C-280/07.
Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Sharpston της 25ης Σεπτεμβρίου 2008.
Hauptzollamt Hamburg-Jonas κατά Josef Vosding Schlacht-, Kühl- und Zerlegebetrieb GmbH & Co. (C-278/07), Vion Trading GmbH (C-279/07) και Ze Fu Fleischhandel GmbH (C-280/07).
Αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Bundesfinanzhof - Γερμανία.
Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 - Προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων - Άρθρο 3 - Ανάκτηση επιστροφής κατά την εξαγωγή - Προσδιορισμός της προθεσμίας παραγραφής - Παρατυπίες διαπραχθείσες πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού 2988/95 - Κανόνας παραγραφής του γενικού αστικού δικαίου κράτους μέλους.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-278/07 έως C-280/07.
Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Sharpston της 25ης Σεπτεμβρίου 2008.
Hauptzollamt Hamburg-Jonas κατά Josef Vosding Schlacht-, Kühl- und Zerlegebetrieb GmbH & Co. (C-278/07), Vion Trading GmbH (C-279/07) και Ze Fu Fleischhandel GmbH (C-280/07).
Αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Bundesfinanzhof - Γερμανία.
Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 - Προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων - Άρθρο 3 - Ανάκτηση επιστροφής κατά την εξαγωγή - Προσδιορισμός της προθεσμίας παραγραφής - Παρατυπίες διαπραχθείσες πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού 2988/95 - Κανόνας παραγραφής του γενικού αστικού δικαίου κράτους μέλους.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-278/07 έως C-280/07.
Συλλογή της Νομολογίας 2009 I-00457
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2008:521
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
ELEANOR SHARPSTON
της 25ης Σεπτεμβρίου 2008 ( 1 )
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-278/07 έως C-280/07
Hauptzollamt Hamburg-Jonas
κατά
Josef Vosding Schlacht-, Kühl- und Zerlegebetrieb GmbH & Co. κ.λπ.
«Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 — Προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Άρθρο 3 — Ανάκτηση επιστροφής κατά την εξαγωγή — Προσδιορισμός της προθεσμίας παραγραφής — Παρατυπίες διαπραχθείσες πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού 2988/95 — Κανόνας παραγραφής του γενικού αστικού δικαίου κράτους μέλους»
1. |
Οι υπό κρίση αιτήσεις του Bundesfinanzhof (Federal Finance Court), Γερμανία, για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: κανονισμός 2988/95 ή κανονισμός) ( 2 ). Ειδικότερα, αφορούν τις διατάξεις του κανονισμού που προβλέπουν μια προθεσμία παραγραφής της δίωξης για την ανάκτηση των ποσών που καταβλήθηκαν ως επιστροφές κατά την εξαγωγή, όταν η υποχρέωση απόδοσης των ποσών αυτών απορρέει από ορισμένη παρατυπία. |
2. |
Το αιτούν δικαστήριο επιθυμεί να προσδιοριστεί το χρονικό και ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής της προθεσμίας παραγραφής που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 2988/95. Ειδικότερα, ερωτά αν η διάταξη αυτή μπορεί να εφαρμοστεί σε περιπτώσεις που ανέκυψαν πριν από τη θέση σε ισχύ του κανονισμού και σε διοικητικές πράξεις που δεν συνιστούν κυρώσεις. Επίσης, ζητεί καθοδήγηση όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού που αφορά παρεκκλίσεις από την προθεσμία παραγραφής που προβλέπει ο κανονισμός, κατ’ εφαρμογήν του εθνικού δικαίου. |
Νομικό πλαίσιο
Κανονισμός 2988/95
3. |
Ο κανονισμός 2988/95, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 26 Δεκεμβρίου 1995, θεσπίζει διάφορους γενικούς κανόνες σχετικά με ελέγχους, διοικητικά μέτρα και κυρώσεις για παρατυπίες σε περιπτώσεις που γίνονται καταβολές σε δικαιούχους βάσει κοινοτικών πολιτικών. |
4. |
Προηγουμένως, δεν υπήρχαν κοινοί κοινοτικοί κανόνες που να ορίζουν τις παρατυπίες αυτές. Ούτε υπήρχαν κοινοί κανόνες για τις προθεσμίες παραγραφής ως προς την έρευνα ή τον εντοπισμό των παρατυπιών, ή που να περιόριζαν την εφαρμογή των λαμβανομένων διοικητικών μέτρων ανάκτησης ή των επιβαλλόμενων διοικητικών κυρώσεων λόγω τέτοιου είδους παρατυπιών ( 3 ). |
5. |
Ιδιαίτερη σημασία έχουν η τρίτη, η τέταρτη και η πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού. Η τρίτη αιτιολογική σκέψη εκθέτει ότι λεπτομερείς διαδικασίες διαχείρισης και ελέγχου των κοινοτικών εξόδων αποτελούν αντικείμενο διάφορων λεπτομερών διατάξεων σύμφωνα με τις σχετικές κοινοτικές πολιτικές, αλλά οι πράξεις σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων πρέπει να καταπολεμηθούν σε όλους τους τομείς. Η τέταρτη αιτιολογική σκέψη προβλέπει ότι η αποτελεσματική καταπολέμηση της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων απαιτεί την καθιέρωση ενός κοινού νομικού πλαισίου σε όλους τους τομείς που καλύπτονται από τις κοινοτικές πολιτικές. Η πέμπτη αιτιολογική σκέψη υπενθυμίζει ότι τα είδη συμπεριφοράς που στοιχειοθετούν παρατυπίες καθώς και τα αντίστοιχα διοικητικά μέσα και κυρώσεις προβλέπονται σε τομεακούς κανόνες σύμφωνα με τον κανονισμό. Ο κανονισμός είναι αρκετά ευρύς όσον αφορά το οριζόντιο πεδίο εφαρμογής του ώστε να στηρίζεται στο άρθρο 235 ΕΚ και στο άρθρο 203 ΕΚΑΕ ( 4 ). |
6. |
Ο κανονισμός θεσπίζει έτσι διάφορους γενικούς κανόνες σχετικά με ελέγχους, διοικητικά μέτρα και κυρώσεις. |
7. |
Το άρθρο 1, παράγραφος 1, έχει ως εξής: «1. Για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων θεσπίζονται γενικοί κανόνες σχετικά με ομοιογενείς ελέγχους, καθώς και με διοικητικά μέτρα και κυρώσεις για τις παρατυπίες βάσει του κοινοτικού δικαίου.» |
8. |
Το άρθρο 1, παράγραφος 2, ορίζει την παρατυπία ως: «[…] κάθε παράβαση διάταξης του κοινοτικού δικαίου που προκύπτει από πράξη ή παράλειψη ενός οικονομικού φορέα, με πραγματικό ή ενδεχόμενο αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο γενικός προϋπολογισμός των Κοινοτήτων ή προϋπολογισμός διαχειριζόμενος από τις Κοινότητες, είτε με τη μείωση ή ματαίωση εσόδων που προέρχονται από ίδιους πόρους που εισπράττονται απευθείας για λογαριασμό της Κοινότητας, είτε με αδικαιολόγητη δαπάνη.» |
9. |
Οι σχετικές διατάξεις του άρθρου 3 προβλέπουν τα εξής: «1. Η προθεσμία παραγραφής της δίωξης είναι τετραετής από τη διάπραξη της παρατυπίας που ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1. Ωστόσο, οι τομεακοί κανόνες [ ( 5 )]μπορούν να προβλέπουν μικρότερη προθεσμία, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των τριών ετών. Για τις διαρκείς ή επαναλαμβανόμενες παρατυπίες, η παραγραφή τρέχει από την ημέρα που έπαυσε η παρατυπία. Για τα πολυετή προγράμματα η προθεσμία παραγραφής συνεχίζεται σε κάθε περίπτωση ως την τελική ολοκλήρωση του προγράμματος. Η παραγραφή της δίωξης διακόπτεται από κάθε πράξη που φέρεται εις γνώσιν του ενδιαφερόμενου, προέρχεται από την αρμόδια αρχή και αποσκοπεί στη διερεύνηση ή τη δίωξη της παρατυπίας. Η προθεσμία παραγραφής αρχίζει και πάλι να τρέχει μετά από κάθε διακοπή της. Εντούτοις, η παραγραφή επέρχεται το αργότερο κατά τη λήξη χρονικού διαστήματος ίσου τουλάχιστον του διπλασίου της προθεσμίας παραγραφής, εφόσον η αρμόδια αρχή δεν έχει επιβάλει κάποια κύρωση, εκτός από τις περιπτώσεις που η διοικητική διαδικασία ανεστάλη σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1. 2. Η προθεσμία εκτέλεσης της απόφασης που καθορίζει τη διοικητική ποινή είναι τριετής. Ως έναρξη της προθεσμίας αυτής υπολογίζεται η ημέρα κατά την οποία η απόφαση κατέστη οριστική. Οι περιπτώσεις διακοπής και αναστολής ρυθμίζονται από τις σχετικές διατάξεις του εθνικού δικαίου. 3. Τα κράτη μέλη διατηρούν την ευχέρεια εφαρμογής προθεσμίας μεγαλύτερης από την προβλεπόμενη στις παραγράφους 1 και 2 αντιστοίχως.» |
10. |
Το άρθρο 4 προβλέπει ότι, κατά γενικό κανόνα, αν ένας οικονομικός φορέας έχει αποκτήσει αδικαιολογήτως όφελος με παρατυπία, το όφελος αυτό πρέπει να αφαιρεθεί (είτε με επιστροφή του είτε με κατάπτωση εγγυήσεως). Το άρθρο 4, παράγραφος 4, ωστόσο, ορίζει ότι «[τα]α μέτρα του παρόντος άρθρου δεν θεωρούνται κυρώσεις». |
11. |
Το άρθρο 5 προβλέπει, αντιθέτως, τις διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλονται στην περίπτωση παρατυπιών εκ προθέσεως ή εξ αμελείας. |
12. |
Το άρθρο 6 προβλέπει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να ανασταλεί η επιβολή χρηματικών κυρώσεων. Το άρθρο 6, παράγραφος 1, τελευταία περίοδος, ορίζει ότι «Η αναστολή της διοικητικής διαδικασίας αναστέλλει την προβλεπόμενη στο άρθρο 3 προθεσμία παραγραφής». |
Εθνικές νομικές διατάξεις
13. |
Κατά τον επίμαχο χρόνο, το άρθρο 195 του γερμανικού Αστικού Κώδικα (Bürgerlichesgesetzbuch, στο εξής: BGB) προέβλεπε τα τριάντα έτη ως συνήθη προθεσμία παραγραφής των αξιώσεων βάσει του γερμανικού αστικού δικαίου. Το άρθρο 195 τροποποιήθηκε την 1η Ιανουαρίου 2002. Η συνήθης προθεσμία παραγραφής συντμήθηκε στα τρία έτη και παραμένει έκτοτε τριετής. |
14. |
Κατά τον χρόνο που ανέκυψαν οι παρατυπίες, δεν υπήρχαν διατάξεις του γερμανικού δικαίου που να προβλέπουν ορισμένη προθεσμία παραγραφής της αξίωσης ανάκτησης παρανόμως χορηγηθέντος χρηματικού οφέλους (όπως η ανάκτηση επιστροφών λόγω εξαγωγών που χορηγήθηκαν παρανόμως) ή, γενικότερα, παρανόμως χορηγηθέντων διοικητικών πλεονεκτημάτων. Τόσο η διοίκηση όσο και τα δικαστήρια εφάρμοσαν το άρθρο 195 του BGB mutatis mutandis ( 6 ). |
Πραγματικά περιστατικά
15. |
Το 1993, τρεις εταιρείες ( 7 ) ζήτησαν την προκαταβολή επιστροφών λόγω επικείμενης εξαγωγής διαφόρων παρτίδων βοείου κρέατος στην Ιορδανία. Το Hauptzollamt (κεντρικό τελωνείο) ( 8 ) δέχτηκε τα αιτήματα αυτά. |
16. |
Το 1998, το Hauptzollamt διενήργησε διάφορους ελέγχους. Κατόπιν των ελέγχων αυτών, σχημάτισε την άποψη ότι το επίμαχο βόειο κρέας είχε στην πραγματικότητα εξαχθεί εκ νέου από την Ιορδανία στο Ιράκ. Ως εκ τούτου, το Hauptzollamt ζήτησε από τις τρεις εταιρείες να αποδώσουν τα ποσά που τους είχαν χορηγηθεί ως επιστροφές λόγω εξαγωγών, με το σκεπτικό ότι τους είχαν καταβληθεί παρανόμως βάσει παράτυπης αιτήσεως ( 9 ). |
17. |
Οι εταιρείες προσέφυγαν ενώπιον του Finanzgericht Hamburg (φορολογικού δικαστηρίου του Αμβούργου) κατά των αποφάσεων του Hauptzollamt. Με την απόφασή του της 4ης Μαΐου 2005, το Finanzgericht δέχτηκε τις προσφυγές. Δέχτηκε την άποψη ότι είχε παρέλθει η προθεσμία παραγραφής που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 2988/95· ως εκ τούτου, η είχε παραγραφεί η αξίωση του Hauptzollamt. |
18. |
Το Hauptzollamt άσκησε αναίρεση ενώπιον του Bundesfinanzhof, το οποίο ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
|
19. |
Γραπτές παρατηρήσεις υποβλήθηκαν από τους Josef Vosding, Vion και Ze Fu, την Τσεχική Κυβέρνηση και την Επιτροπή. |
20. |
Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 17ης Απριλίου 2008, οι μετέχοντες στη διαδικασία που υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις (πλην της Τσεχικής Κυβερνήσεως) και, επιπροσθέτως, η Γαλλική Κυβέρνηση παρέστησαν και ανέπτυξαν προφορικές παρατηρήσεις. |
Εκτίμηση
Προκαταρκτικό σχόλιο
21. |
Και οι τρεις εταιρείες υποστήριξαν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ότι το Hauptzollamt δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι όντως έλαβε χώρα η εν λόγω παρατυπία. Επανέλαβαν τα επιχειρήματα αυτά στην παρούσα διαδικασία. |
22. |
Εντούτοις, το άρθρο 234 ΕΚ στηρίζεται στη σαφή διάκριση των λειτουργιών μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου. Η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών εμπίπτει στην αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων ενώ ο ρόλος του Δικαστηρίου συνίσταται στην παροχή καθοδήγησης στην ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο πρέπει να στηριχθεί για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως στα πραγματικά περιστατικά που εκθέτει το εθνικό δικαστήριο στη διάταξη περί παραπομπής ( 10 ). |
Το πρώτο ερώτημα
23. |
Το πρώτο ερώτημα αφορά το χρονικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 2988/95. Κατ’ ουσίαν, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το άρθρο αυτό μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτωση που πριν τη θέση σε ισχύ του κανονισμού διαπράχθηκε ή έπαψε να υφίσταται μια παρατυπία ( 11 ). |
24. |
Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, «ενώ οι κανόνες διαδικασίας εφαρμόζονται γενικώς επί όλων των διαφορών που εκκρεμούν κατά το χρονικό σημείο της ενάρξεως της ισχύος τους, δεν συμβαίνει το ίδιο με τους ουσιαστικούς κανόνες, οι οποίοι ερμηνεύονται συνήθως ως μη διέποντες τις διαμορφωθείσες προ της ενάρξεως της ισχύος τους καταστάσεις» ( 12 ). |
25. |
Ένας ουσιαστικός κανόνας δικαίου μπορεί κατ’ εξαίρεση να έχει αναδρομική εφαρμογή. Αυτή η αναδρομική εφαρμογή είναι δυνατή μόνο στο μέτρο που υπάρχουν επαρκώς σαφείς ενδείξεις όσον αφορά τον επιδιωκόμενο σκοπό ή την οικονομία του κανόνα αυτού που προτίθεται να έχει αναδρομική ισχύ. Κατά την αναδρομική εφαρμογή μιας ουσιαστικής διάταξης, πρέπει να δοθεί επίσης η δέουσα προσοχή στην ασφάλεια δικαίου και στη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων ( 13 ). |
26. |
Το πρώτο βήμα προκειμένου να καθοριστεί αν το αιτούν δικαστήριο μπορεί να δώσει αναδρομική ισχύ στο άρθρο 3, παράγραφος 1, είναι επομένως να διαπιστωθεί αν το άρθρο αυτό είναι διαδικαστική ή ουσιαστική διάταξη. |
27. |
Στην υπόθεση Vonk Dairy Products ( 14 ), το Δικαστήριο δεν χρειάστηκε να εξετάσει ρητώς αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 2988/95 είναι διαδικαστικός κανόνας δυνάμενος να έχει αναδρομική ισχύ. Η απόφαση στηρίζεται στην υπόθεση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, είναι διαδικαστικός κανόνας ο οποίος ήταν εφαρμοστέος και ότι όντως ίσχυε η προβλεπόμενη σ’ αυτόν δέουσα προθεσμία παραγραφής ( 15 ). Καθόσον η δίκη διεπόταν μόνον από τον κανονισμό 2988/95 και πραγματικό ζήτημα στην εν λόγω υπόθεση ήταν αν οι δραστηριότητες του εξαγωγέα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «διαρκείς ή επαναλαμβανόμενες παρατυπίες», δεν ήταν απαραίτητο να αναλυθεί λεπτομερώς αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, ήταν αμιγώς διαδικαστικός κανόνας ( 16 ). |
28. |
Με τη διάταξή του περί παραπομπής, το Bundesfinanzhof παραλληλίζει σε αρκετά σημεία το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 2988/95 με το άρθρο 221, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 302, σ. 1, στο εξής: «κοινοτικός τελωνειακός κώδικας», που ήταν το επίμαχο άρθρο στην υπόθεση Molenbergnatie ( 17 ). |
29. |
Η διάταξη αυτή προέβλεπε ότι «[η] γνωστοποίηση [της τελωνειακής οφειλής] στον οφειλέτη δεν είναι δυνατόν να γίνει μετά τη λήξη τριετούς προθεσμίας από την ημερομηνία γένεσης της τελωνειακής οφειλής. Ωστόσο, όταν, η αδυναμία των τελωνειακών αρχών να προσδιορίσουν το ακριβές ποσό των νομίμως οφειλομένων δασμών, οφείλεται σε πράξη που υπόκειται σε ποινική δικαστική δίωξη, η εν λόγω γνωστοποίηση γίνεται εφόσον αυτό προβλέπεται από τις ισχύουσες διατάξεις, και μετά τη λήξη της εν λόγω τριετούς προθεσμίας.» |
30. |
Στις παρατηρήσεις τους, οι Josef Vosding και Ze Fu ακολουθούν τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το Bundesfinanzhof και εκτιμούν (εφαρμόζοντας κατ’ αναλογία την απόφαση Molenbergnatie) ότι ο κανόνας είναι ουσιαστικός. Αντιθέτως, η Vion, η Γαλλία και η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι ο κανόνας είναι διαδικαστικός ( 18 ). |
31. |
Με την απόφαση Molenbergnatie, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 221, παράγραφος 3, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα κωλύει την άσκηση του δικαιώματος των αρχών […] να […] εισπράξουν [την οφειλή] αλλά ότι ήταν επίσης «ένα[ς] κανόνα[ς] που διέπει την ίδια την τελωνειακή οφειλή» ( 19 ). Στη συνέχεια, το Δικαστήριο συνέδεσε απερίφραστα την παρέλευση της προθεσμίας παραγραφής με την ύπαρξη της οφειλής αυτής καθαυτής, εκτιμώντας ότι με την παρέλευση της προθεσμίας παραγραφής «η οφειλή […] έχει παραγραφεί και, κατά συνέπεια, αποσβεσθεί» ( 20 ). Ως εκ τούτου, ενέταξε το άρθρο 221, παράγραφος 3, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα στους ουσιαστικούς κανόνες. |
32. |
Με όλο το σεβασμό, φρονώ ότι η αιτιολογία αυτή δεν ευσταθεί. Απλώς και μόνο με τη λήξη μιας προθεσμίας παραγραφής και τη συνακόλουθη αδυναμία είσπραξης εκ μέρους του πιστωτή των χρημάτων που του οφείλονται δεν αποσβένονται το χρέος αυτό καθαυτό ούτε τα αποτελέσματά του. Τα χρέη αποσβένονται εν γένει με την ακύρωσή τους από τον πιστωτή ή με την καταβολή από τον οφειλέτη του ποσού που οφείλεται βάσει του χρέους αυτού. Η λήξη μιας προθεσμίας παραγραφής δεν εμπίπτει σε καμία από τις ανωτέρω περιπτώσεις. Αντιθέτως, όπως υποστήριξε ο γενικός εισαγγελέας F. Jacobs στην υπόθεση Molenbergnatie, η προθεσμία παραγραφής εμπίπτει ορθώς στη σφαίρα του δικονομικού δικαίου ( 21 ). Ως εκ τούτου, συμμερίζομαι την άποψη του γενικού εισαγγελέα F. Jacobs ότι, συνήθως at any rate, η παρέλευση μιας προθεσμίας παραγραφής δεν συνεπάγεται αυτομάτως την «απόσβεση» της υποκείμενης υποχρέωσης η οποία θα ήταν διαφορετικώς εκτελεστή. |
33. |
Από τη διατύπωση του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού ουδόλως προκύπτει ότι μια διαδικασία διέπεται ή επηρεάζεται κατ’ ουσίαν από το άρθρο 3, παράγραφος 1 ( 22 ). Είναι απλά και μόνο ένας κανόνας παραγραφής, η δομή του οποίου είναι όντως κλασσική. |
34. |
Καθίσταται σαφές ότι οι έρευνες των αρχών επιδιώκουν να διαπιστώσουν αν έχει όντως υπάρξει παρατυπία και ότι το αποτέλεσμα των ερευνών αυτών θα έχει άμεση επιρροή στις μεταγενέστερες αποφάσεις για το (α) αν θα πρέπει να καταβληθεί ορισμένη επιστροφή λόγω εξαγωγής, (β) σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, το ποσό αυτής, (γ) αν (συγκρίνοντας το ποσό αυτό με την ήδη καταβληθείσα επιστροφή λόγω εξαγωγής) έχει γίνει αχρεώστητη καταβολή και (δ) σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, ποιο ποσό πρέπει να αναζητήσουν οι αρχές από τον δικαιούχο. Εντούτοις, οι παράγοντες αυτοί δεν μπορούν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι ο κανόνας του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού είναι από τη φύση του ουσιαστικός κανόνας. |
35. |
Κατά τη γνώμη μου, το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού είναι ένας αμιγώς διαδικαστικός κανόνας. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, την οποία έχω ήδη μνημονεύσει ( 23 ), το άρθρο αυτό εφαρμόζεται σε όλες τις δίκες που εκκρεμούν κατά το χρόνο που τέθηκε σε ισχύ. |
36. |
Αν, ωστόσο, το Δικαστήριο κρίνει ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1 ερμηνεύεται ορθώς ως ουσιαστικός κανόνας, τότε είναι αναγκαίο να εξετασθεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, πληροί τις προϋποθέσεις της αποφάσεως Salumi ( 24 ) και μπορεί, συνεπώς, να έχει αναδρομική εφαρμογή. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι, εν συντομία, ότι η αναδρομικότητα πρέπει να απορρέει σαφώς από τη διατύπωση και από τους σκοπούς και την οικονομία του μέτρου και ότι θα πρέπει να σέβεται την ασφάλεια δικαίου και τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων. |
37. |
Ακριβώς λόγω του ότι οι δύο πρώτες προϋποθέσεις της αποφάσεως Salumi αφορούν ένα μέτρο που έχει σαφώς ουσιαστικά έννομα αποτελέσματα (κάτι που δεν ισχύει για το αμφισβητούμενο μέτρο), είναι δύσκολο να δει κανείς πώς οι προϋποθέσεις αυτές πληρούνται εν προκειμένω. Η προφανής ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, σε συνδυασμό με τους ευρείς ορισμούς του άρθρου 1, παράγραφος 1, είναι ότι εφαρμόζεται σε όλες τις καταστάσεις που καλύπτονται από τον κανονισμό. Για τον αποκλεισμό αυτής της ερμηνείας θα απαιτούνταν σαφής διατύπωση με το αντίθετο περιεχόμενο. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Εντούτοις, αυτό δεν αρκεί καθαυτό ως απόδειξη ότι ο νομοθέτης σαφώς επιδίωκε την αναδρομική εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 1. |
38. |
Σκοπός του κανονισμού είναι η προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων και η θέσπιση γενικών κανόνων σχετικά με διοικητικά μέτρα και κυρώσεις για τις παρατυπίες βάσει του κοινοτικού δικαίου. Αυτό το γενικό πλαίσιο επίσης προβλέπει προθεσμίες παραγραφής της αξίωσης ανάκτησης αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών αλλά ουδόλως διαφωτίζει το ζήτημα της χρονικής εφαρμογής τους. |
39. |
Όσον αφορά τους σκοπούς και την οικονομία του, ο κανονισμός εισάγει ένα «κοινό νομικό πλαίσιο» ( 25 ) και εξηγεί γιατί αυτό είναι αναγκαίο και κατάλληλο ( 26 ). Μολονότι η αναδρομική εφαρμογή μιας ενιαίας προθεσμίας παραγραφής δεν αντίκειται στους σκοπούς αυτούς, ούτε θίγει την οικονομία του κανονισμού, είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς στα στοιχεία αυτά τη θετική αποδοχή της αναδρομικής εφαρμογής. |
40. |
Τέλος, η αναδρομική εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 1, στην υπό κρίση υπόθεση θα συνεπαγόταν μια μικρότερη προθεσμία παραγραφής από εκείνη που θα ίσχυε διαφορετικά βάσει του εθνικού δικαίου. Αυτό λειτουργεί προς όφελος των ενδιαφερόμενων εταιρειών, σύμφωνα με τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη αυτών ( 27 ). Η εξυπηρέτηση των γενικών συμφερόντων της ασφάλειας δικαίου από μια τέτοιου είδους ερμηνεία καθίσταται λιγότερο σαφής. |
41. |
Ως εκ τούτου, είμαι της γνώμης ότι αν (quod non) το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού ήταν ουσιαστική διάταξη, δεν θα πληρούσε τα κριτήρια της αποφάσεως Salumi. Κατόπιν τούτου καταλήγω ότι, επειδή η προθεσμία παραγραφής που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, πρώτη πρόταση, του κανονισμού 2988/95 είναι διαδικαστική και όχι ουσιαστική, η εν λόγω προθεσμία παραγραφής εφαρμόζεται ακόμη κι αν η επίμαχη παρατυπία διαπράχθηκε ή τερματίστηκε πριν από τη θέση σε ισχύ του κανονισμού. |
Το δεύτερο ερώτημα
42. |
Το δεύτερο ερώτημα αφορά το ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 2988/95. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν η προθεσμία παραγραφής ισχύει για όλα τα μέτρα που λαμβάνουν οι εθνικές αρχές για την αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων επιστροφών λόγω παρατυπιών ( 28 ). |
43. |
Με την απόφαση Handlbauer ( 29 ) το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, έχει εφαρμογή τόσο στις παρατυπίες του άρθρου 4 όσο και στις παρατυπίες του άρθρου 5. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, θεσπίζει «γενικούς κανόνες» και ότι ο ευρύς ορισμός της «παρατυπίας» στο άρθρο 1, παράγραφος 2, «καλύπτει τόσο τις εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παρατυπίες οι οποίες μπορούν […] να επισύρουν διοικητική κύρωση [ ( 30 )] όσο και τις παρατυπίες οι οποίες συνεπάγονται, αποκλειστικά, την αφαίρεση του αδικαιολογήτως αποκτηθέντος οφέλους [ ( 31 )] […]». Το Δικαστήριο, επομένως, δεν διέκρινε μεταξύ των δύο κατηγοριών παρατυπιών ( 32 ). |
44. |
Με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η Επιτροπή επισημαίνει στο Δικαστήριο διάφορα προβλήματα που ισχυρίζεται ότι έχει δημιουργήσει η απόφαση Handlbauer. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση επανέλαβε αυτές τις ανησυχίες της. Ειδικότερα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, αν η προθεσμία παραγραφής έπρεπε να εφαρμοστεί και σε διοικητικά μέτρα που δεν επιβάλλουν κυρώσεις, κάτι τέτοιο θα λειτουργούσε σε βάρος του προϋπολογισμού των Κοινοτήτων. |
45. |
Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προθεσμία παραγραφής λειτουργεί προς το συμφέρον των ενδιαφερόμενων εταιρειών, καθόσον περιορίζεται το χρονικό διάστημα κατά το οποίο μπορούν να επιβληθούν κυρώσεις σε ορισμένη εταιρεία λόγω παρατυπιών και ότι αυτό είναι όντως δέον όσον αφορά τα μέτρα που επιβάλλουν κυρώσεις. Ωστόσο, τα οικονομικά συμφέροντα των Κοινοτήτων υπαγορεύουν τον μη περιορισμό αυτό όσον αφορά λιγότερο σοβαρά μέτρα. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή διακρίνει ευδιάκριτα μεταξύ των συνεπειών μιας παρατυπίας εκ προθέσεως ή εξ αμελείας και μιας παρατυπίας που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εξαγωγέα. |
46. |
Οι κυρώσεις του άρθρου 5 είναι διοικητικές κυρώσεις. Διαφέρουν από τα διοικητικά μέτρα ανάκτησης του άρθρου 4 ως προς τη φύση τους και ως προς τον υπολογισμό των οικείων ποσών. Εντούτοις, οι κυρώσεις αυτές δεν υφίστανται στο κενό. Αμφότερες είναι το αποτέλεσμα παρατυπιών και είναι στενά συνδεδεμένες με την εκάστοτε παρατυπία. |
47. |
Κάθε παρατυπία συνεπάγεται, κατά γενικό κανόνα, την αφαίρεση του αδικαιολογήτως αποκτηθέντος οφέλους ( 33 ) (δηλαδή την ανάκτηση των καταβληθέντων χρημάτων). Αν η παρατυπία διαπράχθηκε εκ προθέσεως ή εξ αμελείας είναι δυνατή η επιβολή διοικητικών κυρώσεων. Η αιτιολόγηση της Επιτροπής οδηγεί στο (παράλογο) αποτέλεσμα ότι οι εξαγωγές που διαπράττουν παρατυπίες εκ προθέσεως ή εξ αμελείας μπορούν να επωφελούνται από μια προθεσμία παραγραφής η οποία όμως δεν παρέχεται στους λιγότερο υπαίτιους. |
48. |
Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προθεσμία παραγραφής τόσο των διοικητικών μέτρων ανάκτησης όσο και διοικητικών μέτρων που δεν λαμβάνονται λόγω παρατυπιών ( 34 ) πρέπει να διέπεται από το εθνικό δίκαιο. Παραπέμπει στις προπαρασκευαστικές εργασίες του κανονισμού, υποστηρίζοντας ότι η πλειονότητα των κρατών μελών ήθελε να περιορίσει την εφαρμογή της προθεσμίας παραγραφής στις διοικητικές κυρώσεις. Ωστόσο, οι προπαρασκευαστικές εργασίες είναι ένα βοηθητικό εργαλείο για την ερμηνεία των νόμων. Δεν μπορούν αυτές καθαυτές να χρησιμοποιηθούν ενάντια στη σαφή διατύπωση της νομοθεσίας ( 35 ). Το κείμενο του κανονισμού όπως εκδόθηκε δεν υποστηρίζει αυτή την ερμηνεία· και το Δικαστήριο με την απόφαση Handlbauer απέρριψε την ερμηνεία που ασπάστηκε η Επιτροπή (η οποία εξέθεσε τις απόψεις της πλήρως στην υπόθεση αυτή). Η ερμηνεία του Δικαστηρίου ήταν, επίσης, σύμφωνη με τη γνώμη του γενικού εισαγγελέα ( 36 ) και το Πρωτοδικείο είχε προγενεστέρως δεχθεί την ίδια άποψη στην υπόθεση T-125/01, Peix ( 37 ). |
49. |
Επιπροσθέτως, η αιτιολόγηση της Επιτροπής φαίνεται να μπερδεύει την ανάκτηση των επιστροφών κατά την εξαγωγή στις περιπτώσεις που η παρατυπία δεν ήταν εκ προθέσεως ή εξ αμελείας με την ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων επιστροφών κατά την εξαγωγή από την αρμόδια αρχή χωρίς να υπάρχει καμία παρατυπία. Η πρώτη περίπτωση καλύπτεται σαφώς από τον κανονισμό 2988/95 ( 38 ). Η δεύτερη, επίσης σαφώς, δεν καλύπτεται ( 39 ). |
50. |
Μια στενή ερμηνεία του ουσιαστικού πεδίου εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 1, δεν υποστηρίζεται ούτε από τη διατύπωση του κανονισμού. |
51. |
Πρώτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το περιεχόμενο του όρου «διαδικασία» πρέπει να καθορίσει το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 1, και ότι ο όρος «διαδικασία» πρέπει να ερμηνευθεί ως «διαδικασία που συνεπάγεται ορισμένη διοικητική κύρωση». Κατά τη γνώμη μου, εντούτοις, οι παράμετροι του άρθρου 3, παράγραφος 1, τίθενται από το περιεχόμενο του όρου «παρατυπία». Ο όρος αυτός ορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, ως «κάθε παράβαση διάταξης του κοινοτικού δικαίου που προκύπτει από πράξη ή παράλειψη ενός οικονομικού φορέα, με πραγματικό ή ενδεχόμενο αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο γενικός προϋπολογισμός των Κοινοτήτων» ( 40 ). |
52. |
Η διαδικασία ανάκτησης ανακύπτει μόνον αν έχει διαπραχθεί ορισμένη παρατυπία. Μικρότερες και λιγότερο σοβαρές παραβάσεις μπορούν να ζημιώσουν τον κοινοτικό προϋπολογισμό, όπως προκύπτει από τον ευρύ ορισμό της έννοιας της «παρατυπίας» στο άρθρο 1, παράγραφος 2 ( 41 ). Το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρέπει επομένως να καλύπτει όλες τις διαδικασίες ανάκτησης αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών εξαιτίας ορισμένης παρατυπίας. |
53. |
Περαιτέρω, η άποψη της Επιτροπής φαίνεται να αγνοεί την ίδια τη διατύπωση του άρθρου 1, παράγραφος 1 —στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 3, παράγραφος 1— το οποίο αναφέρει ότι ο κανονισμός θεσπίζει γενικούς κανόνες σχετικά, μεταξύ άλλων, με «με διοικητικά μέτρα και κυρώσεις». |
54. |
Δεύτερον η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι από τη διατύπωση του άρθρου 3, παράγραφος 1, τέταρτο εδάφιο, προκύπτει ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, στο σύνολό του αφορά αποκλειστικώς τις παρατυπίες που συνεπάγονται την επιβολή διοικητικών κυρώσεων ( 42 ). |
55. |
Είμαι της γνώμης ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, ερμηνευόμενο στο σύνολό του, θεσπίζει ένα γενικό σύστημα παραγραφής. Η συνήθης προθεσμία παραγραφής είναι τέσσερα έτη (άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο). Το άρθρο 3, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο ασχολείται με τα ειδικότερα προβλήματα που προκύπτουν από διαρκείς ή επαναλαμβανόμενες παρατυπίες. Οποιαδήποτε πράξη των αρμοδίων αρχών για τη διερεύνηση ή τη δίωξη της παρατυπίας αρκεί για τη διακοπή της παραγραφής (άρθρο 3, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο). Το άρθρο 3, παράγραφος 1, τέταρτο εδάφιο θεσπίζει ένα γενικό κανόνα ότι η παραγραφή επέρχεται συνήθως (συμπεριλαμβανομένων τυχόν διακοπών βάσει του άρθρο 3, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο) μετά από οκτώ έτη. Υπάρχουν μόνο δύο εξαιρέσεις από τον κανόνα αυτό: α) όταν οι αρμόδιες αρχές έχουν επιβάλει κάποια κύρωση (βάσει του άρθρου 5) ή β) όταν έχει ανασταλεί η διοικητική διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1. Στην πρώτη περίπτωση, το άρθρο 3, παράγραφος 2 προβλέπει μια τριετή προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να εκτελεστεί η απόφαση που καθορίζει τη διοικητική ποινή. Στη δεύτερη περίπτωση, εφαρμόζονται οι λεπτομερείς ειδικές διατάξεις του άρθρου 6. Είμαι της γνώμης ότι η ερμηνεία αυτή δίνει συνοχή στους κανόνες παραγραφής. Αντιθέτως, η προτεινόμενη από την Επιτροπή ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, τέταρτο εδάφιο, στρεβλώνει τη φυσική έννοια των τριών πρώτων εδαφίων. |
56. |
Όπως έχω επισημάνει, δεν φρονώ ότι η παρούσα διατύπωση του κανονισμού μπορεί, χωρίς στρεβλώσεις, να θεωρηθεί ότι έχει την έννοια που της αποδίδει η Επιτροπή. Αν η Επιτροπή ισχυρίζεται ορθώς ότι η βούληση του νομοθέτη ήταν η προθεσμία παραγραφής να εφαρμόζεται αποκλειστικά στις διοικητικές κυρώσεις, είμαι της γνώμης ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να προτείνει μια διευκρινιστική τροποποίηση στο Συμβούλιο αντί να ζητεί από το Δικαστήριο να επανεξετάσει την απόφασή του Handlbauer. |
57. |
Τρίτον, το άρθρο 3, παράγραφος 1, αποτελεί μέρος του τμήματος του κανονισμού με τίτλο «Γενικές Αρχές». Το πεδίο εφαρμογής του πρέπει, καταρχήν, να ερμηνευθεί ευρέως. |
58. |
Τέταρτον, το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρέπει να εξετασθεί στο πλαίσιο του διοικητικού δικαίου που το περιβάλλει. Εδώ, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η προθεσμία παραγραφής των διοικητικών κυρώσεων υπολογίζεται από τότε που θα ανακύψει η παρατυπία, ενώ, στην περίπτωση της ανάκτησης αχρεωστήτως καταβληθέντων πλεονεκτημάτων, η προθεσμία τρέχει από τη χορήγηση του πλεονεκτήματος. Η Επιτροπή στη συνέχεια υποθέτει ότι η δεύτερη περίπτωση προηγείται πάντα της πρώτης. Με αυτό το δεδομένο, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η εξαγωγέας που διέπραξε μια παρατυπία (η οποία συνεπάγεται τη λήψη διοικητικών μέτρων ανάκτησης ή την επιβολή διοικητικών κυρώσεων) θα έχει, σύμφωνα με την απόφαση Handlbauer, ευμενέστερη μεταχείριση από τον εξαγωγέα που δεν διέπραξε καμία παρατυπία, λόγω της διαφορετικής έναρξης της προθεσμίας παραγραφής. |
59. |
Εντούτοις, η υπόθεση της Επιτροπής είναι εσφαλμένη. Η χορήγηση του πλεονεκτήματος πριν τη διάπραξη της παρατυπίας δεν συντρέχει απαραιτήτως σε όλες τις περιπτώσεις. Για παράδειγμα, αν η παρατυπία συνίσταται στην εσφαλμένη καταχώρηση στοιχείων στην αίτηση, η σειρά επέλευσης των δύο γεγονότων θα είναι η αντίστροφη. Αν, σε ορισμένη περίπτωση, ένας εξαγωγέας βρίσκεται σε ευμενέστερη θέση βάσει του εθνικού δικαίου ή βάσει του κανονισμού εξαρτάται τόσο από τον χρόνο επέλευσης αυτών των δύο γεγονότων όσο και από το αν το εθνικό δίκαιο προβλέπει μια μεγαλύτερη ή μικρότερη προθεσμία παραγραφής σε σύγκριση με τον κανονισμό. Κάτι τέτοιο δεν συνιστά επαρκή βάση για την αναθεώρηση της αποφάσεως Handlbauer. |
60. |
Ως εκ τούτου, καταλήγω ότι η προθεσμία παραγραφής που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 1, εφαρμόζεται εν γένει σε διοικητικά μέτρα, όπως η ανάκτηση επιστροφών κατά την εξαγωγή που χορηγήθηκαν παρατύπως καθώς και στις διοικητικές κυρώσεις. |
61. |
Καθόσον προτείνω να δοθεί καταφατική απάντηση στα δύο πρώτα ερωτήματα, θα εξετάσω τώρα το τρίτο ερώτημα. |
Το τρίτο ερώτημα
62. |
Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο επιδιώκει να διευκρινίσει το περιθώριο που παρέχει στα κράτη μέλη το άρθρο 3, παράγραφος 3, για παρεκκλίσεις από το άρθρο 3, παράγραφος 1. |
63. |
Το ερώτημα αυτό έχει δύο σκέλη. Πρώτον, πρέπει η επίμαχη διάταξη του εθνικού δικαίου που τέθηκε σε ισχύ προκειμένου να επωφεληθεί από την παρέκκλιση αυτή να έχει θεσπιστεί μετά τον κανονισμό 2988/88; Δεύτερον, πόσο ειδική πρέπει να είναι η νομοθεσία; |
Χρόνος
64. |
Το άρθρο 3, παράγραφος 3, ορίζει ότι τα κράτη μέλη «διατηρούν την ευχέρεια» εφαρμογής μεγαλύτερης προθεσμίας παραγραφής ( 43 ). Ο όρος «διατηρούν την ευχέρεια» αποτελεί —κατά τη γνώμη μου, αναμφιβόλως— ένδειξη ότι δεν πρέπει να καταργηθεί η εθνική νομοθεσία που προϋπήρχε όταν τέθηκε σε ισχύ ο κανονισμός 2988/95. Η νομοθεσία αυτή καλύπτεται από την παρέκκλιση. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να θεσπίσουν νέα νομοθεσία που να προβλέπει μεγαλύτερες προθεσμίες παραγραφής, καθόσον η σχετική αρμοδιότητά τους διατηρείται από την παρέκκλιση. Αυτό που δεν μπορούν να προβλέψουν είναι μικρότερες προθεσμίες παραγραφής. Η ερμηνεία αυτή συνάδει προς τον σκοπό του κανονισμού να καταπολεμήσει πράξεις που θίγουν τα δημοσιονομικά συμφέροντα των Κοινοτήτων ( 44 ). |
Ιδιαιτερότητα
65. |
Το πεδίο εφαρμογής της προθεσμίας παραγραφής του άρθρου 3, παράγραφος 1, ορίζεται αυτό καθαυτό από το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2. Η προθεσμία παραγραφής είναι η προθεσμία που εφαρμόζεται σε διαδικασίες που αφορούν «παρατυπίες» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2 ( 45 ). Ως εκ τούτου, η νομοθεσία που επιδιώκει να παρεκκλίνει από το άρθρο 3, παράγραφος 1, στηριζόμενη στο άρθρο 3, παράγραφος 3, πρέπει ομοίως να εμπίπτει στο εν λόγω πεδίο εφαρμογής. |
66. |
Κατά τη γνώμη μου, το άρθρο 195 του BGB δεν πληροί το κριτήριο αυτό. |
67. |
Ο BGB περιέχει τη γενική κωδικοποίηση του γερμανικού αστικού δικαίου. Η προθεσμία παραγραφής του άρθρου 195 του BGB συνιστά γενική διάταξη του αστικού δικαίου. Δεν αφορά, αυτή καθαυτή, θέματα διοικητικού δικαίου. Ειδικότερα, δεν έχει per se εφαρμογή στην περίπτωση ανάκτησης αχρεωστήτως καταβληθέντων επιστροφών λόγω εξαγωγής ( 46 ). |
68. |
Φαίνεται ότι, πριν τεθεί σε ισχύ ο κανονισμός 2988/95, τα γερμανικά δικαστήρια εφάρμοζαν κατ’ αναλογία το άρθρο 195 του BGB σε περιπτώσεις που αφορούσαν τη διοικητική ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών. Η αναλογική εφαρμογή δεν συνιστά εφαρμογή απορρέουσα σαφώς και αναμφιβόλως από τη συνήθη προθεσμία παραγραφής που προβλέπει ο κανονισμός για «κάθε παράβαση διάταξης του κοινοτικού δικαίου που προκύπτει από πράξη ή παράλειψη ενός οικονομικού φορέα, με πραγματικό ή ενδεχόμενο αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο γενικός προϋπολογισμός των Κοινοτήτων». Ο κανονισμός 2988/95 προβλέπει τώρα μια συνήθη προθεσμία παραγραφής (συνήθως τέσσερα έτη). Καθόσον περιέχεται σε κανονισμό, αυτή η προθεσμία παραγραφής έχει άμεση εφαρμογή. Η εφαρμογή μεγαλύτερης προθεσμίας παραγραφής βάσει προηγούμενης δικαστικής αναλογίας θα προσέκρουε ευθέως στην αρχή της ασφάλειας δικαίου. Ως εκ τούτου, είμαι της γνώμης ότι η γενική προθεσμία παραγραφής του άρθρου 195 του BGB δεν μπορεί να εφαρμοστεί βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού. |
69. |
Το γεγονός ότι, κατά τον επίμαχο χρόνο, η προθεσμία παραγραφής του άρθρου 195 του BGB ήταν τριάντα έτη αποτέλεσε αντικείμενο ιδιαίτερης προσοχής σε ορισμένες γραπτές παρατηρήσεις. Αν δεν εφαρμοζόταν ο κανονισμός, τα επιχειρήματα αυτά θα μπορούσαν όντως να είναι λυσιτελή κατά την εξέταση της ορθότητας της αναλογικής εφαρμογής του άρθρου 195 του BGB σε διοικητικές διαδικασίες για την ανάκτηση ποσών που καταβλήθηκαν από τον προϋπολογισμό των Κοινοτήτων. Ωστόσο, από τη θέση σε ισχύ του κανονισμού 2988/95, η πραγματική διάρκεια της εθνικής προθεσμίας παραγραφής που επιδιώκουν να εφαρμόσουν οι εθνικές αρχές καθίσταται άνευ σημασίας. Δεν μπορεί να γίνει πλέον δεκτή η αναλογική εφαρμογή. |
70. |
Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο, δεν τίθεται κανένα πρόβλημα από το γεγονός ότι η τροποποίηση του άρθρου 195 του BGB το 2002 μείωσε τη γενική προθεσμία παραγραφής του αστικού δικαίου στα τρία έτη. Καθόσον το άρθρο 195 του BGB δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να εξακολουθεί να εφαρμόζεται κατ’ αναλογία για την ανάκτηση επιστροφών κατά την εξαγωγή που εισπράχθηκαν παρανόμως λόγω ορισμένης παρατυπίας, η προβλεπόμενη τριετής προθεσμία παραγραφής δεν προσκρούει στην τετραετή προθεσμία του άρθρου 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο. Με απλά λόγια, οι δύο διατάξεις λειτουργούν σε διαφορετικά πεδία. Επομένως, δεν υφίσταται σύγκρουση μεταξύ τους. |
71. |
Για λόγους πληρότητας, θα ήθελα να προσθέσω ότι η εθνική νομοθεσία που προβλέπει την εφαρμογή συγκεκριμένης (μεγαλύτερης) προθεσμίας παραγραφής σε διαδικασίες που αφορούν αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά σε βάρος του προϋπολογισμού των Κοινοτήτων πρέπει να συνάδει προς τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου (όπως η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων) και να μην είναι δυσανάλογη ώστε να εμπίπτει στην παρέκκλιση του άρθρου 3, παράγραφος 3. Καθόσον η συνήθης προθεσμία παραγραφής βάσει του κανονισμού 2988/95 είναι τέσσερα έτη, η τριακονταετής προθεσμία παραγραφής είναι εν πάση περιπτώσει δυσανάλογη. |
72. |
Ως εκ τούτου, καταλήγω ότι το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2988/95 εφαρμόζεται σε μεγαλύτερες προθεσμίες παραγραφής που προέβλεπε το εθνικό δίκαιο πριν τη θέση σε ισχύ του κανονισμού αυτού, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω προθεσμίες παραγραφής εφαρμόζονταν ή εφαρμόζονται σε διαδικασίες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού και συνάδουν προς τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου. |
Πρόταση
73. |
Ως εκ τούτου, προτείνω να δοθεί από το Δικαστήριο η ακόλουθη απάντηση στα υποβληθέντα από το Bundesfinanzhof ερωτήματα:
|
( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.
( 2 ) ΕΕ L 312, σ. 1.
( 3 ) Το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 729/70/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1970, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ, ειδ. έκδ. 03/005, σ. 93), όριζε συγκεκριμένα ότι τα κράτη μέλη όφειλαν να εξασφαλίσουν την πραγματοποίηση και την κανονικότητα των χρηματοδοτούμενων από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (στο εξής: ΕΓΤΠΕ) πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των επιστροφών κατά την εξαγωγή σε τρίτες χώρες, να προλάβουν και να διώξουν ανωμαλίες καθώς και να ανακτήσουν τα απολεσθέντα εξ αιτίας ανωμαλιών ή αμελειών ποσά. Ωστόσο, δεν προέβλεπε ορισμένη προθεσμία παραγραφής σε σχέση με τις πράξεις αυτές.
( 4 ) Βλ., συναφώς, τη δωδέκατη αιτιολογική σκέψη στο προοίμιο του κανονισμού.
( 5 ) Κατά τον επίμαχο χρόνο δεν υπήρχαν σχετικοί τομεακοί κανόνες.
( 6 ) Όπως ρητώς αναφέρει το αιτούν δικαστήριο στη διάταξη περί παραπομπής: «In Deutschland bestand in dem hier in Betracht zu ziehenden Zeitraum keine Vorschrift, welche die Verjährung eines Anspruches auf Rückforderung zu Unrecht gewährter Ausfuhrerstattung oder –allgemeiner— zu Unrecht gewährter verwaltungsrechtlicher Vergünstigungen speziell regelte. Von der Verwaltung und der Rechtsprechung wurde insofern vielmehr das Bürgerliche Gesetzbuch (BGB) entsprechend angewandt […].»
( 7 ) Η Josef Vosding Schlacht, Kühl- und Zerlegebetrieb GmbH & Co. (στο εξής: Josef Vosding· υπόθεση C-278/07), η Vion Trading GmbH (στο εξής:Vion, υπόθεση C-279/07) και η Ze Fu Fleischhandel GmbH (στο εξής: Ze Fu, υπόθεση C-280/07). Και οι τρεις ήταν αρχικώς προσφεύγουσες ενώπιον του Finanzgericht του Αμβούργου και είναι πλέον αναιρεσίβλητες στη διαδικασία ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.
( 8 ) Το αναιρεσείον στη διαδικασία ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.
( 9 ) Με τις αποφάσεις του της 23ης Σεπτεμβρίου 1999 (για την Josef Vosding) και της (για τις Vion και Ze Fu).
( 10 ) Βλ. προσφάτως την απόφαση της 8ης Μαΐου 2008, C-491/06, Danske Svineproducenter (Συλλογή 2008, σ. I-3339, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
( 11 ) Μολονότι μπορεί να υπάρχουν αμφιβολίες όσον αφορά το πότε ακριβώς ανέκυψε η παρατυπία, το αιτούν δικαστήριο υποθέτει ότι η εφαρμογή ήταν πλημμελής λόγω παρατυπίας το 1993, πριν τη θέση σε ισχύ του κανονισμού το 1995. Το ίδιο θα υποθέσω κι εγώ.
( 12 ) Βλ. απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2006, C-201/04, Molenbergnatie (Συλλογή 2006, σ. I-2049, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
( 13 ) Βλ. απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 1981, 212/80 έως 217/80, SRL Meridionale Industria Salumi κ.λπ. (Συλλογή 1981, σ. 2735, σκέψεις 9 και 10 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
( 14 ) Απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2007, C-279/05 (Συλλογή 2007, σ. I-239).
( 15 ) Βλ. σκέψεις 40 έως 44 της αποφάσεως, ιδίως τη σκέψη 42, και τα σημεία 68 και 79 των παρουσών προτάσεων.
( 16 ) Η σκέψη 26 της αποφάσεως Vonk αναφέρει ότι η τελευταία σχετική εξαγωγή έλαβε χώρα στις 28 Σεπτεμβρίου 1994. Η παραγραφή διακόπηκε σε δύο περιπτώσεις από διοικητικές πράξεις όμοιες με τις περιγραφόμενες στο άρθρο 3, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο. Η απόφαση περί αποδόσεως των επιστροφών κατά την εξαγωγή φέρει ημερομηνία την . Ως εκ τούτου, τα γεγονότα που προκάλεσαν τη δίκη ανέκυψαν πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού το 1995, αλλά η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση εκδόθηκε μεταγενέστερα. Ο κανονισμός δεν εφαρμόστηκε, επομένως, σε «εκκρεμή» κατά τον χρόνο έναρξης της ισχύος του δίκη.
( 17 ) Παρατίθεται στην υποσημείωση 12.
( 18 ) Η Τσεχική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει λόγος να συζητηθεί το ζήτημα της αναδρομικής ισχύος, καθόσον η διάταξη διέπει μια μελλοντική κατάσταση που εξακολουθεί να παράγει αποτελέσματα. Εντούτοις, καθόσον η κατάσταση ανέκυψε πριν από τον κανονισμό, είμαι της γνώμης ότι το ζήτημα της αναδρομικότητας έχει σημασία.
( 19 ) Σκέψη 39 της αποφάσεως.
( 20 ) Σκέψη 41 της αποφάσεως.
( 21 ) Ο γενικός εισαγγελέας F. Jacobs έκρινε ότι το άρθρο 221, παράγραφος 3, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα συνιστά «κανόνα παραγραφής», με αποτέλεσμα η παρέλευση του χρόνου παραγραφής να μην επηρεάζει την ύπαρξη του χρέους αυτού καθαυτού (βλ. σημείο 40 των προτάσεών του στην υπόθεση Molenbergnatie).
( 22 ) Συναφώς, το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού μπορεί ενδεχομένως να αντιπαραβληθεί προς το άρθρο 221, παράγραφος 3, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, που εξετάστηκε στην υπόθεση Molenbergnatie. Το δεύτερο καθιστά δυνατή τη γνωστοποίηση στον οφειλέτη μετά την παρέλευση της προθεσμίας παραγραφής, όταν η αδυναμία των τελωνειακών αρχών να προσδιορίσουν το ακριβές ποσό των νομίμως οφειλομένων δασμών (δική μου η υπογράμμιση), οφείλεται σε πράξη που υπόκειται σε ποινική δικαστική δίωξη —στοιχείο το οποίο δεν υπάρχει στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού.
( 23 ) Βλ. υποσημείωση 12 ανωτέρω.
( 24 ) Σκέψεις 9 και 10 της αποφάσεως και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, με άλλη διατύπωση στο σημείο 25 ανωτέρω.
( 25 ) Τέταρτη αιτιολογική σκέψη.
( 26 ) Τρίτη και τέταρτη αιτιολογική σκέψη.
( 27 ) Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι εταιρείες προσδοκούσαν δικαιολογημένα τη μη παράταση της προθεσμίας παραγραφής —εδώ, ασφαλώς, συντμήθηκε σημαντικά σε σχέση με την προθεσμία που ίσχυε προγενεστέρως βάσει του εθνικού δικαίου.
( 28 ) Σε αντίθεση προς τα μέτρα που συνεπάγονται κυρώσεις.
( 29 ) Απόφαση της 24ης Ιουνίου 2004, C-278/02 (Συλλογή 2004, σ. I-6171).
( 30 ) Δηλαδή παρατυπίες βάσει του άρθρου 5.
( 31 ) Δηλαδή παρατυπίες βάσει του άρθρου 4.
( 32 ) Βλ. σκέψεις 32 έως 34 της αποφάσεως.
( 33 ) Άρθρο 4, παράγραφος 1.
( 34 ) Για παράδειγμα, στην περίπτωση εσφαλμένης καταβολής από την επίμαχη διοικητική αρχή μιας επιστροφής κατά την εξαγωγή στον δικαιούχο και της επιδίωξης ανάκτησής της. Το ζήτημα αυτό ανέκυψε στην υπόθεση C-281/07, Bayerische Hypotheken, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου.
( 35 ) Βλ. σημείο 30 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Tizzano στην υπόθεση C-133/00 (απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2001, Bowden, Συλλογή 2001, σ. I-7031).
( 36 ) Βλ. σημεία 39 έως 53 των προτάσεων, συγκεκριμένα σημείο 52.
( 37 ) Απόφαση της 13ης Μαρτίου 2003, T-125/01, José Marti Peix κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. II-865). Η αίτηση αναιρέσεως στην υπόθεση αυτή αφορούσε άλλο νομικό ζήτημα.
( 38 ) Βλ. άρθρο 1, παράγραφος 2 και άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού.
( 39 ) Βλ. τις προτάσεις μου στην προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 34 υπόθεση Bayerische Hypotheken, η οποία αφορά την ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθείσας επιστροφής κατά την εξαγωγή εξαιτίας σφάλματος του Hauptzollamt, χωρίς να υπάρχει καμία παρατυπία.
( 40 ) Δική μου η υπογράμμιση.
( 41 ) Βλ. την προπαρατεθείσα ανωτέρω στην υποσημείωση 29 απόφαση Handlbauer, σκέψεις 32 και 33, και την τρίτη και τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού. Η προπαρατεθείσα ανωτέρω στην υποσημείωση 14 απόφαση Vonk του Δικαστηρίου στηρίζεται επίσης στην υπόθεση ότι η προθεσμία παραγραφής του άρθρου 3, παράγραφος 1, ισχύει για όλες τις διαδικασίες και όχι μόνον για εκείνες που συνεπάγονται την επιβολή διοικητικών κυρώσεων.
( 42 ) Αυτή η διατύπωση φαίνεται να έχει προβληματίσει και το αιτούν δικαστήριο.
( 43 ) Το άρθρο περιέχει τον όρο «conservent» στα γαλλικά· «behalten» στα γερμανικά. Όπως και το αγγλικό κείμενο, οι όροι αυτοί σαφώς επισημαίνουν ότι η διάταξη καλύπτει προϋφιστάμενη νομοθεσία που θεσπίζει μεγαλύτερη προθεσμία παραγραφής. Η Επιτροπή υποστηρίζει, πειστικώς, ότι, αν δεν συνέβαινε αυτό, θα έπρεπε να έχει χρησιμοποιηθεί ένα άλλο ρήμα όπως το ρήμα «εφαρμόζουν» («appliquer» ή «anzuwenden»).
( 44 ) Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 3 και 4. Όσον αφορά τις συνέπειες λόγω της τροποποίησης του άρθρου 195 του BGB το 2002 (με την οποία μειώθηκε η προθεσμία παραγραφής της διάταξης αυτής σε 3 έτη), βλ. σημείο 70 κατωτέρω.
( 45 ) Βλ. σημείο 60 ανωτέρω.
( 46 ) Βλ. σημείο 14 ανωτέρω.