Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62007CC0214

    Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Sharpston της 12ης Ιουνίου 2008.
    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας.
    Κρατικές ενισχύσεις - Καθεστώς ενισχύσεων - Ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά - Εκτέλεση της απόφασης - Ανάκτηση των ενισχύσεων που τέθηκαν στη διάθεση των δικαιούχων - Απόλυτη αδυναμία εκτέλεσης.
    Υπόθεση C-214/07.

    Συλλογή της Νομολογίας 2008 I-08357

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2008:343

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    ELEANOR SHARPSTON

    της 12ης Ιουνίου 2008 ( 1 )

    Υπόθεση C-214/07

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    κατά

    Γαλλικής Δημοκρατίας

    «Κρατικές ενισχύσεις — Καθεστώς ενισχύσεων — Ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά — Εκτέλεση της αποφάσεως — Ανάκτηση των ενισχύσεων που τέθηκαν στη διάθεση των δικαιούχων — Απόλυτη αδυναμία εκτελέσεως»

    1. 

    Στην παρούσα διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων υποστηρίζει ότι η Γαλλική Δημοκρατία, μη ανακτώντας ποσά που χορήγησε στις εταιρίες που αναλαμβάνουν τις δραστηριότητες προβληματικών επιχειρήσεων, παρέλειψε να εκτελέσει την απόφαση 2004/343/ΕΚ της Επιτροπής ( 2 ) (στο εξής: απόφαση της Επιτροπής) εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Η Επιτροπή ζητεί, συνεπώς, να αναγνωριστεί ότι η Γαλλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 5 και 6 της απόφασης της Επιτροπής, το άρθρο 249, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ και το άρθρο 10 ΕΚ.

    2. 

    Η Γαλλική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί ούτε τη νομιμότητα της απόφασης που κήρυξε παράνομες τις εν λόγω κρατικές ενισχύσεις ούτε το ότι ήταν καταρχήν υποχρεωμένη να ανακτήσει τις ενισχύσεις αυτές. Υποστηρίζει, ωστόσο, ότι δεν παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το κοινοτικό δίκαιο.

    3. 

    Στο πλαίσιο της άμυνάς της, η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι οι διοικητικές αρχές της έπραξαν ό,τι ήταν δυνατόν για να ανακτήσουν τις εν λόγω ενισχύσεις και ότι, αν έπρεπε να τις ανακτήσουν ταχύτερα, θα τους εζητείτο το ακατόρθωτο. Αυτό ισχύει ιδίως στην περίπτωση που οι εταιρίες που έλαβαν ενίσχυση έπαυσαν στη συνέχεια τη δραστηριότητα τους και πώλησαν τα περιουσιακά τους στοιχεία.

    Το νομικό πλαίσιο

    Οι διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ

    4.

    Το άρθρο 10 ΕΚ ορίζει τα εξής:

    «Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την παρούσα Συνθήκη ή προκύπτουν από πράξεις των οργάνων της Κοινότητας. Διευκολύνουν την Κοινότητα στην εκτέλεση της αποστολής της.

    Απέχουν από κάθε μέτρο που δύναται να θέσει σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των σκοπών της παρούσας Συνθήκης.»

    5.

    Το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μια κρατική ενίσχυση είναι καταρχήν ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά. Το άρθρο 87, παράγραφος 3, ΕΚ απαριθμεί ορισμένες περιστάσεις υπό τις οποίες μια τέτοια ενίσχυση μπορεί, εντούτοις, να θεωρηθεί συμβατή με την κοινή αγορά.

    6.

    Το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ προβλέπει τα ακόλουθα:

    «Αν η Επιτροπή διαπιστώσει, αφού τάξει προηγουμένως στους ενδιαφερομένους προθεσμία για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, ότι ενίσχυση που χορηγείται από ένα κράτος ή με κρατικούς πόρους δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά […], αποφασίζει ότι το εν λόγω κράτος οφείλει να την καταργήσει ή να την τροποποιήσει εντός προθεσμίας που η ίδια καθορίζει.

    Αν το εν λόγω κράτος δεν συμμορφωθεί προς την απόφαση αυτή εντός της ταχθείσης προθεσμίας, η Επιτροπή ή οποιοδήποτε άλλο ενδιαφερόμενο κράτος δύναται να προσφύγει απευθείας στο Δικαστήριο, κατά παρέκκλιση των άρθρων 226 και 227 […]»

    7.

    Το τέταρτο εδάφιο του άρθρου 249 ΕΚ ορίζει τα εξής:

    «Η απόφαση είναι δεσμευτική ως προς όλα τα μέρη της για τους αποδέκτες που ορίζει.»

    Ο κανονισμός ΕΚ 659/1999 του Συμβουλίου

    8.

    Το γενικό νομοθετικό πλαίσιο της αναζήτησης των κρατικών ενισχύσεων θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου ( 3 ). Ο κανονισμός αυτός καθιερώνει την αρχή ότι οι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά ενισχύσεις πρέπει να επιστρέφονται από τους δικαιούχους αμελλητί, ώστε να αποκαθίσταται ουσιαστικός ανταγωνισμός ( 4 ).

    Η απόφαση της Επιτροπής

    9.

    Το άρθρο 44 septies του γαλλικού γενικού φορολογικού κώδικα ( 5 ) προέβλεπε διετή απαλλαγή από τον φόρο εταιριών για τις εταιρίες που ιδρύονται με σκοπό την ανάληψη των δραστηριοτήτων προβληματικών βιομηχανικών επιχειρήσεων. Σύμφωνα με τα άρθρα 1383 Α και 1464 Β και C, οι επιχειρήσεις υπέρ των οποίων ίσχυε η απαλλαγή αυτή μπορούσαν να τύχουν, κατόπιν απόφασης των αρμόδιων φορέων τοπικής αυτοδιοίκησης, και απαλλαγής από τον επαγγελματικό φόρο και τον έγγειο φόρο επί διετία.

    10.

    Με έγγραφο της 12ης Σεπτεμβρίου 2001, η Επιτροπή ζήτησε πληροφορίες από τη Γαλλική Δημοκρατία σχετικά με τη φοροαπαλλαγή που προέβλεπε το άρθρο 44 septies του γενικού φορολογικού κώδικα. Στη συνέχεια, η Επιτροπή κίνησε, με έγγραφο της , επίσημη διαδικασία έρευνας με την αιτιολογία ότι η απαλλαγή αυτή μπορούσε να αποτελεί ενίσχυση εμπίπτουσα στο άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

    11.

    Οι γαλλικές αρχές απάντησαν με επιστολή της 13ης Δεκεμβρίου 2002. Υποστήριξαν ότι η ρύθμιση αυτή δεν αποτελούσε ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ ή, αν έπρεπε να θεωρηθεί ως ενίσχυση, δικαιολογούνταν βάσει των κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων ( 6 ).

    12.

    Ωστόσο, η Επιτροπή έκρινε ότι οι επίμαχες φοροαπαλλαγές συνιστούσαν παράνομες κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Κατά συνέπεια, στις 16 Δεκεμβρίου 2003, εξέδωσε την επίδικη απόφαση.

    13.

    Οι ουσιαστικές διατάξεις της απόφασης αυτής προβλέπουν τα εξής:

    «Άρθρο 1

    Το καθεστώς ενισχύσεων που προβλέπεται στο άρθρο 44 septies του γενικού φορολογικού κώδικα, υπό μορφή καθεστώτος φορολογικών απαλλαγών υπέρ επιχειρήσεων που αναλαμβάνουν στοιχεία του ενεργητικού προβληματικών επιχειρήσεων, το οποίο έθεσε σε εφαρμογή η Γαλλία κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, της Συνθήκης, δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, με την επιφύλαξη των άρθρων 2 και 3.

    Άρθρο 2

    Οι απαλλαγές που έχουν χορηγηθεί βάσει του καθεστώτος που αναφέρεται στο άρθρο 1 δεν αποτελούν κρατικές ενισχύσεις εάν πληρούνται οι όροι που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΚ) 69/2001[ ( 7 )] ή οι κανόνες περί ήσσονος σημασίας που εφαρμόζονταν όταν χορηγήθηκαν οι απαλλαγές αυτές.

    Άρθρο 3

    Οι ενισχύσεις που έχουν χορηγηθεί βάσει του καθεστώτος που αναφέρεται στο άρθρο 1 οι οποίες πληρούν τους όρους που προβλέπονται στην κοινοποίηση του 1979 για τα καθεστώτα ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα ή στις κατευθυντήριες γραμμές του 1998 για τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα ή στον κανονισμό (ΕΚ) 70/2001 [ ( 8 )], συμβιβάζονται με την κοινή αγορά έως το ύψος της εκάστοτε αποδεκτής έντασης.

    Άρθρο 4

    Η Γαλλία πρέπει να καταργήσει το καθεστώς ενισχύσεων που αναφέρεται στο άρθρο 1.

    Άρθρο 5

    Η Γαλλία λαμβάνει όλα τα απαιτούμενα μέτρα για την ανάκτηση από τους δικαιούχους των ενισχύσεων που έχουν χορηγηθεί βάσει του καθεστώτος που αναφέρεται στο άρθρο 1 οι οποίες έχουν χορηγηθεί παράνομα, με εξαίρεση εκείνες που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 3.

    Η ανάκτηση πραγματοποιείται πάραυτα, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει το εθνικό δίκαιο εφόσον αυτές επιτρέπουν την άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της παρούσας απόφασης. […]

    Άρθρο 6

    Η Γαλλία ενημερώνει την Επιτροπή, εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης, για τα μέτρα που έχει λάβει ή πρόκειται να λάβει για να συμμορφωθεί προς αυτή.

    Άρθρο 7

    Η Γαλλία […] θα καταρτίσει πλήρη πίνακα των επιχειρήσεων οι οποίες έχουν τύχει απαλλαγών που έχουν χορηγηθεί βάσει του καθεστώτος που αναφέρεται στο άρθρο 1 και των ποσών που έχουν καταβληθεί σε κάθε περίπτωση.

    Η Γαλλία καταρτίζει πίνακα των επιχειρήσεων οι οποίες έχουν τύχει των ενισχύσεων που έχουν χορηγηθεί βάσει του καθεστώτος που αναφέρεται στο άρθρο 1, ενισχύσεις οι οποίες δεν πληρούν τους όρους [απαλλαγής στους οποίους αναφέρονται τα άρθρα 2 και 3 της παρούσας απόφασης]. Στον πίνακα αυτό θα προσδιορίζονται επίσης τα ποσά ενίσχυσης τα οποία έχει λάβει καθεμία από τις επιχειρήσεις αυτές.»

    14.

    Η Γαλλική Δημοκρατία δεν αμφισβήτησε το κύρος της απόφασης αυτής. Σε πρώτη φάση, ανέστειλε την εφαρμογή του άρθρου 44 septies με τη διοικητική οδηγία 4 H-2-04 της 4ης Μαρτίου 2004 ( 9 ). Στη συνέχεια, τροποποίησε το άρθρο αυτό με το άρθρο 41 του νόμου 2004-1485 της  ( 10 ). Η τροποποιηθείσα διάταξη εγκρίθηκε από την Επιτροπή ( 11 ).

    Οι μετά την έκδοση της απόφασης της Επιτροπής εξελίξεις

    15.

    Από τον Δεκέμβριο του 2003 έως τον Ιούλιο του 2006, η Επιτροπή και η Γαλλική Δημοκρατία αντάλλαξαν επιστολές και υπομνήματα σχετικά με την απόφαση της Επιτροπής. Υπάλληλοι των δύο μερών πραγματοποίησαν τρεις συναντήσεις για να συζητήσουν το ζήτημα του τρόπου ανάκτησης των ενισχύσεων. Ωστόσο, τόσο η αλληλογραφία όσο και οι συναντήσεις αυτές δεν οδήγησαν στην ανάκτηση καμίας από τις παράνομες ενισχύσεις.

    16.

    Οι ανταλλαγείσες επιστολές μεταξύ της Επιτροπής και των γαλλικών αρχών αναφέρονται κατά χρονολογική σειρά στα παραρτήματα της προσφυγής της Επιτροπής. Θεωρώ χρησιμότερο να τις συνοψίσω κατατάσσοντάς τες αναλόγως των επιχειρημάτων που προέβαλε κάθε μέρος.

    Ο αριθμός των εμπλεκομένων εταιριών

    17.

    Το πρώτο ζήτημα που έπρεπε να διευκρινιστεί ήταν το πόσες εταιρίες αφορούσε η απόφαση της Επιτροπής. Αρχικά, οι γαλλικές αρχές υπολόγισαν σε περίπου 2000 τις επιχειρήσεις που θα μπορούσε να αφορά η απόφαση. Περίπου ένα μήνα αργότερα, η Γαλλική Δημοκρατία απέστειλε στην Επιτροπή προκαταρκτικά στοιχεία, αναφέροντας ότι περίπου 4000 επιχειρήσεις ήταν δυνατό να έχουν επωφεληθεί από την ενίσχυση κατ’ εφαρμογήν των φορολογικών αυτών διατάξεων. Όταν η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία, η Γαλλική Δημοκρατία υπέβαλε τρεις πίνακες δικαιούχων ( 12 ).

    Ενισχύσεις χορηγηθείσες πριν από το φορολογικό έτος 1994

    18.

    Στην αρχική συνάντηση, οι γαλλικές αρχές ανέφεραν ότι η κατά το εθνικό δίκαιο υποχρέωση διατήρησης των λογιστικών στοιχείων περιοριζόταν σε 10 έτη. Συνεπώς, δεν υπήρχαν στοιχεία για την προ του τέλους του φορολογικού έτους 1993 χρονική περίοδο. Η Επιτροπή αναγνώρισε ότι ήταν αδύνατο να ανακτηθούν οι ενισχύσεις που είχαν χορηγηθεί πριν από το 1994. Συνεπώς, η παρούσα διαδικασία δεν αφορά τις ενισχύσεις αυτές.

    Δικαιούχοι που έχουν παύσει τις δραστηριότητές τους

    19.

    Στην αρχική συνάντηση, η Γαλλική Δημοκρατία ανέφερε ότι ορισμένοι δικαιούχοι ενδέχεται να έχουν παύσει τις δραστηριότητές τους. Δέκα μήνες αργότερα, η Γαλλική Δημοκρατία δήλωσε ότι επρόκειτο για 140 περίπου επιχειρήσεις. Κατά την τρίτη συνάντηση μεταξύ των μερών, η Επιτροπή συμφώνησε να θεωρηθεί η απόφασή της ως εκτελεσθείσα εφόσον επρόκειτο για επιχείρηση που είχε παύσει τις οικονομικές δραστηριότητές της.

    Καθορισμός των προτεραιοτήτων

    20.

    Όσον αφορά τους δικαιούχους που είχαν μεταβιβάσει τα στοιχεία του ενεργητικού τους σε άλλες εταιρίες, η Επιτροπή πρότεινε να περιορίσει η Γαλλική Δημοκρατία τους ελέγχους της στις κυριότερες από αυτές και να βεβαιωθεί ότι οι μεταβιβάσεις αυτές είχαν πραγματοποιηθεί υπό τους όρους της αγοράς.

    21.

    Γενικότερα, η Επιτροπή πρότεινε στις γαλλικές αρχές να στρέψουν κατά προτεραιότητα το ενδιαφέρον τους, στο πλαίσιο της ανάκτησης των παρανόμων ενισχύσεων, στις σημαντικότερες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Η Γαλλική Δημοκρατία δέχθηκε την πρόταση αυτή, ανάφερε όμως ότι θα κατέτασσε τους δικαιούχους σε δύο κατηγορίες, από της οποίες η μεν πρώτη θα περιελάμβανε τις επιχειρήσεις που απαλλάσσονταν ολοσχερώς από την υποχρέωση επιστροφής, η δε δεύτερη τις επιχειρήσεις των οποίων οι φάκελοι θα υποβάλλονταν σε ενδελεχή έλεγχο για να καθοριστεί το ακριβές ποσό που έπρεπε να επιστραφεί.

    22.

    Στις 16 Μαρτίου 2005, η Γαλλική Δημοκρατία υπέβαλε στην Επιτροπή πίνακα 55 δικαιούχων που είχε εντοπίσει και οι οποίοι όφειλαν, έκαστος, ποσό άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ.

    Η χορήγηση νέων ενισχύσεων σε ορισμένους δικαιούχους

    23.

    Η Γαλλική Δημοκρατία πρότεινε να χορηγήσει νέες ενισχύσεις σε ορισμένους δικαιούχους. Η Επιτροπή απάντησε ότι δεν έπρεπε να συνδεθούν οι νέες αυτές ενισχύσεις με την υποχρέωση επιστροφής των ποσών που καταβλήθηκαν κατ’ εφαρμογήν του καθεστώτος ενισχύσεων για την ανάληψη των δραστηριοτήτων προβληματικών επιχειρήσεων. Στις 7 Ιουλίου 2006, η Γαλλική Δημοκρατία απέστειλε στην Επιτροπή πίνακα των δικαιούχων που όφειλαν να επιστρέψουν ποσά κάτω των 200000 ευρώ και πρότεινε να τους χορηγηθούν νέες ενισχύσεις προς κάλυψη των οφειλών τους που συνδέονταν με την επιστροφή των παρανόμων ενισχύσεων ( 13 ).

    Ο ορισμός των ΜΜΕ

    24.

    Η Γαλλική Δημοκρατία ζήτησε την άδεια να εφαρμόσει έναν απλουστευμένο ορισμό των ΜΜΕ. Η Επιτροπή παρατήρησε ότι το να επικεντρώσει το ενδιαφέρον της στις ΜΜΕ θα αντέβαινε στη σειρά των προτεραιοτήτων που είχε ορίσει για την ανάκτηση των ενισχύσεων, δέχθηκε όμως τελικά, κατ’ εξαίρεση, να απλουστεύσει τα συνήθη κριτήρια καθορισμού μιας ΜΜΕ για τους σκοπούς της απαλλαγής από την υποχρέωση επιστροφής των ενισχύσεων.

    Νομική βάση της ανάκτησης των ενισχύσεων

    25.

    Στη δεύτερη συνάντηση, η Γαλλική Δημοκρατία εξήγησε ότι αντιμετώπιζε δυσκολίες ως προς την αναζήτηση της κατάλληλης νομικής βάσης στο εθνικό δίκαιο, επί της οποίας θα μπορούσε να στηρίξει τη διαδικασία ανάκτησης, και ότι θα απαιτείτο η έκδοση κανονιστικής πράξης ή η τροποποίηση της νομοθεσίας ώστε να υποχρεωθούν οι επιχειρήσεις να επιστρέψουν την ενίσχυση. Δεν φαίνεται να υπήρξε τροποποίηση της νομοθεσίας. Αντ’ αυτού, οι γαλλικές αρχές επιχείρησαν να ανακτήσουν τις παράνομες ενισχύσεις στηριζόμενες σε ad hoc βάση.

    26.

    Αυτή η ad hoc διαδικασία απαιτούσε τη συνεργασία των δικαιούχων. Επιπλέον, ορισμένες διαδικαστικές ενέργειες ήταν απαραίτητες ώστε να μπορεί να ανακτηθεί η παράνομη ενίσχυση. Η Γαλλική Δημοκρατία τόνισε τη σημασία του προσδιορισμού του ακριβούς ποσού της ενίσχυσης που έπρεπε να ανακτηθεί προτού αποσταλούν οι εντολές ανάκτησης της ενίσχυσης, επικαλέστηκε δε τον όγκο διοικητικής εργασίας που αυτό συνεπαγόταν. Η Γαλλική Δημοκρατία υπογράμμισε επίσης την ανάγκη να αποφευχθούν οι μετά την ανάκτηση της ενίσχυσης προσφυγές τις οποίες οι δικαιούχοι μπορούσαν να ασκήσουν κατά του Δημοσίου.

    Χρονοδιάγραμμα της ανάκτησης

    27.

    Η Επιτροπή ζήτησε από τις γαλλικές αρχές να της κοινοποιήσουν το χρονοδιάγραμμα σύμφωνα με το οποίο σχεδίαζαν να ανακτήσουν τις ενισχύσεις από τις μεγάλες επιχειρήσεις που ήταν εγκατεστημένες εκτός των ζωνών που υπάγονται σε καθεστώς περιφερειακών ενισχύσεων. Οι γαλλικές αρχές, όμως, δεν ανταποκρίθηκαν στο αίτημα αυτό.

    Εξηγήσεις για τις καθυστερήσεις κατά την ανάκτηση των ενισχύσεων

    28.

    Η Γαλλική Δημοκρατία παρέσχε ορισμένες εξηγήσεις πολιτικής φύσης προς δικαιολόγηση των καθυστερήσεων κατά την ανάκτηση των παρανόμων ενισχύσεων: αντιδράσεις εκ μέρους των εμπλεκομένων εταιριών· δυνητική ζημία που θα μπορούσε να τους προξενήσει η επιστροφή των ενισχύσεων· κίνδυνος επηρεασμού του επιπέδου της απασχόλησης και ενδεχόμενη αρνητική επίδραση που θα είχε μια ευρείας κλίμακας ανάκτηση των παρανόμων ενισχύσεων κατά τη στιγμή της προκήρυξης του γαλλικού δημοψηφίσματος επί της Συνθήκης για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα.

    Ύψος των ενισχύσεων που πρέπει να ανακτηθούν

    29.

    Η Επιτροπή ζήτησε από τη Γαλλική Δημοκρατία να εξηγήσει πώς σχεδίαζε να υπολογίσει το ύψος της ενίσχυσης που έπρεπε να ανακτήσει από κάθε δικαιούχο. Η Γαλλική Δημοκρατία εξήγησε ότι οι υπολογισμοί της θα στηρίζονταν στο όφελος που πράγματι αποκόμισε κάθε εταιρία από την ενίσχυση. Η Επιτροπή είχε ήδη αναφέρει ότι ένας υπολογισμός στηριζόμενος σ’ αυτή τη βάση θα ήταν εννοιολογικώς εσφαλμένος και, ως εκ τούτου, απέρριψε την προτεινόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία μέθοδο υπολογισμού των ποσών που έπρεπε να ανακτηθούν.

    Ανάκτηση των ενισχύσεων

    30.

    Η Επιτροπή ζήτησε από τη Γαλλική Δημοκρατία να της περιγράψει τη μέθοδο που σκόπευε να εφαρμόσει για την ανάκτηση των παρανόμων ενισχύσεων. Από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η Γαλλική Δημοκρατία ανταποκρίθηκε στο αίτημα αυτό.

    31.

    Τον Ιανουάριο του 2006, η Επιτροπή ζήτησε από τη Γαλλική Δημοκρατία να αποστείλει εντολές ανάκτησης των ενισχύσεων στις εταιρίες που είχε ήδη εντοπίσει και των οποίων το ύψος των παρανόμων ενισχύσεων είχε ήδη υπολογίσει. Δύο μήνες αργότερα, η Επιτροπή τής ζήτησε να επιβεβαιώσει ότι οι εντολές αυτές είχαν αποσταλεί. Όταν κινήθηκε η παρούσα διαδικασία τον Απρίλιο του 2007, η Γαλλική Δημοκρατία δεν είχε ακόμα αποστείλει τις εντολές ανάκτησης των ενισχύσεων.

    32.

    Τον Αύγουστο του 2004, η Επιτροπή άρχισε να εκδηλώνει ανησυχία διότι τα οφειλόμενα ποσά δεν είχαν ακόμα ουσιαστικά ανακτηθεί. Το Ιανουάριο του 2005, η Επιτροπή ανακοίνωσε ότι η διαδικασία ανάκτησης έπρεπε να αρχίσει πριν από τον Απρίλιο και απείλησε να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ. Η Γαλλική Δημοκρατία απάντησε στην επιστολή αυτή στα μέσα Μαρτίου. Μετά ένα έτος (τον Μάρτιο του 2006), η Επιτροπή και πάλι απείλησε με την κίνηση διαδικασίας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ. Η Γαλλική Δημοκρατία απάντησε τον Ιούλιο του 2006 τονίζοντας τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε και επισυνάπτοντας δύο πίνακες εταιριών που δεν υποχρεούνταν σε επιστροφή.

    33.

    Μετά την παραλαβή αυτής της Επιστολής, η Επιτροπή κίνησε ενώπιον του Δικαστηρίου τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ.

    Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

    34.

    Η Επιτροπή ζητεί να αναγνωριστεί ότι η Γαλλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 5 και 6 της απόφασης της Επιτροπής, το τέταρτο εδάφιο του άρθρου 249 ΕΚ και το άρθρο 10 ΕΚ.

    35.

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι η Γαλλική Δημοκρατία παρέβη την υποχρέωση της άμεσης και ουσιαστικής ανάκτησης των παρανόμων ενισχύσεων. Η Γαλλική Δημοκρατία δεν ανέκτησε κανένα από τα οφειλόμενα ποσά ούτε προέβη σε καμία ενέργεια ώστε να εξασφαλίσει την ουσιαστική ανάκτησή τους. Η Γαλλική Δημοκρατία δεν απέδειξε ότι της ήταν απολύτως αδύνατο να ανακτήσει τις παράνομες ενισχύσεις. Αντιθέτως, με τη συμπεριφορά που υιοθέτησε παρέβη το κατά το άρθρο 10 ΕΚ καθήκον ειλικρινούς συνεργασίας.

    36.

    Η Γαλλική Δημοκρατία αντιτείνει ότι προέβη σε ορισμένες ενέργειες για την ανάκτηση των ενισχύσεων, όπως της επέβαλλε η απόφαση της Επιτροπής. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, δεν έπαυσε να τονίζει και να εξηγεί τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι υπηρεσίες της. Οι δυσκολίες αυτές δημιούργησαν μια κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας ήταν, έως σήμερα, αδύνατη η ανάκτηση των παρανόμων ενισχύσεων. Η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι εφάρμοσε ενεργά τη διαδικασία ανάκτησης. Η Επιτροπή υποτίμησε σοβαρά τις δυσκολίες τις οποίες αντιμετώπισε η Γαλλική Δημοκρατία, η οποία δεν παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 10 ΕΚ.

    37.

    Η Επιτροπή και η Γαλλική Δημοκρατία κατέθεσαν όλα προβλεπόμενα υπομνήματα της έγγραφης διαδικασίας. Δεν διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

    Οι υποχρεώσεις των κρατών μελών

    Η φύση της υποχρέωσης

    38.

    Τα κράτη μέλη είναι, καταρχήν, υποχρεωμένα να ανακτούν τις παράνομες κρατικές ενισχύσεις. Η γενική αυτή υποχρέωση απορρέει από το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ και τον κανονισμό 659/1999. Η ατομική απόφαση που κηρύσσει παράνομη μια συγκεκριμένη μορφή κρατικής ενίσχυσης επιβάλλει ειδικότερη υποχρέωση στο κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται. Η απόφαση είναι δεσμευτική για τον αποδέκτη της.

    39.

    Οι υποχρεώσεις αυτές αποσκοπούν στην κατά το δυνατόν αποκατάσταση της προηγούμενης κατάστασης και στην εξάλειψη των βλαπτικών για τον ανταγωνισμό πλεονεκτημάτων που δημιούργησαν οι παράνομες κρατικές ενισχύσεις ( 14 ).

    40.

    Αποδέκτης της απόφασης είναι η Γαλλική Δημοκρατία. Καίτοι η απόφαση δεν έτασσε ειδική προθεσμία για την ανάκτηση των παρανόμων ενισχύσεων, επέβαλλε στη Γαλλική Δημοκρατία να προβεί στην ανάκτηση των ενισχύσεων «πάραυτα» (άρθρο 5). Οι διάδικοι συμφωνούν ως προς το ότι καμία ανάκτηση δεν είχε πραγματοποιηθεί προτού η Επιτροπή ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή. Συνεπώς, η Γαλλική Δημοκρατία δεν εκπλήρωσε την υποχρέωση αποτελέσματος που της επέβαλε η απόφαση της Επιτροπής.

    41.

    Το άρθρο 5 της απόφασης της Επιτροπής επιβάλλει επίσης υποχρέωση ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα αυτό. Επιβάλλει στη Γαλλική Δημοκρατία να λάβει «όλα τα απαιτούμενα μέτρα» και διευκρινίζει ότι η ανάκτηση «πραγματοποιείται πάραυτα, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει το εθνικό δίκαιο εφόσον αυτές επιτρέπουν την άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της […] απόφασης» ( 15 ).

    42.

    Κατά τη γνώμη μου, παρέλκει η λεπτομερής ανάλυση του τρόπου με τον οποίο ένα κράτος μέλος επιχείρησε να ανακτήσει τις ενισχύσεις όταν δεν έχει ούτε κατ’ ελάχιστον εκπληρώσει την υποχρέωση αποτελέσματος.

    Η εξαίρεση της απόλυτης αδυναμίας ανάκτησης

    43.

    Το Δικαστήριο παγίως αποφαίνεται ότι μόνον η απόλυτη αδυναμία μπορεί να δικαιολογήσει τη μη ανάκτηση των παρανόμων κρατικών ενισχύσεων ( 16 ). Το Δικαστήριο ερμηνεύει την εξαίρεση αυτή κατά τρόπο αυστηρό και δεν δέχεται ότι ο απλός «φόβος αντιμετωπίσεως εσωτερικών δυσχερειών» συνιστά απόλυτη αδυναμία ( 17 ).

    44.

    Πρέπει να τονιστεί ότι η εξαίρεση της απόλυτης αδυναμίας συνδέεται με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα: την ανάκτηση της παράνομης ενίσχυσης. Αν μπορούσε να γίνει επίκληση της απόλυτης αδυναμίας σχετικά με τον τρόπο που πραγματοποιήθηκε η ανάκτηση αυτή, θα ήταν πολύ εύκολο για το κράτος μέλος να επιλέξει διαδικασία που θα αποδεικνυόταν ότι δεν καθιστά δυνατή την ανάκτηση της παράνομης ενίσχυσης και να ισχυριστεί, στη συνέχεια, ότι εκπλήρωσε την υποχρέωσή του προς ανάκτηση της ενίσχυσης.

    45.

    Ορισμένες συμπληρωματικές υποχρεώσεις ανακύπτουν όταν το κράτος μέλος συναντά δυσκολίες για την ανάκτηση των ενισχύσεων. Το Δικαστήριο παγίως αποφαίνεται ότι η προϋπόθεση της απόλυτης αδυναμίας εκτέλεσης δεν πληρούται οσάκις η καθής κυβέρνηση απλώς γνωστοποιεί στην Επιτροπή δυσκολίες νομικής, πολιτικής και πρακτικής φύσης συνδεόμενες με την εκτέλεση της απόφασης, χωρίς να προβεί σε καμία ενέργεια προς τις οικείες επιχειρήσεις προκειμένου να ανακτήσει την ενίσχυση και χωρίς να προτείνει στην Επιτροπή εναλλακτικούς τρόπους εκτέλεσης της απόφασης, που θα καθιστούσαν δυνατή την υπερπήδηση των δυσκολιών αυτών. Ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλεστεί απόλυτη αδυναμία παρά μόνον αν έχει επιστήσει την προσοχή της Επιτροπής στα προβλήματα αυτά και αν έχει προσπαθήσει να επιλύσει τις δυσκολίες τις οποίες αντιμετωπίζει ( 18 ).

    46.

    Συνεπώς, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι «έπραξε παν δυνατόν» προς ανάκτηση των επίμαχων ποσών παρά μόνον αν οι περιστάσεις καταλήγουν στη δημιουργία αντικειμενικής απόλυτης αδυναμίας ( 19 ). Δεν μπορεί να στηρίξει την άμυνά του στη δική του υποκειμενική αντίληψη του τι είναι αδύνατο.

    Η απορρέουσα από το άρθρο 10 ΕΚ υποχρέωση

    47.

    Το άρθρο 10 ΕΚ επιβάλλει στα κράτη μέλη γενική υποχρέωση ειλικρινούς συνεργασίας.

    48.

    Φυσικά, ένα κράτος μέλος δεσμεύεται από την υποχρέωση αυτή ακόμα και όταν αντιμετωπίζει δυσκολίες ως προς την ανάκτηση της παράνομης ενίσχυσης. Η ειδική υποχρέωση εκτέλεσης μιας απόφασης επιβάλλουσας την ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων και η γενικότερη υποχρέωση που απορρέει από το άρθρο 10 ΕΚ συνδέονται στενά μεταξύ τους· το άρθρο 10 ΕΚ καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο το κράτος μέλος πρέπει να ενεργεί κατά την ανάκτηση των ενισχύσεων ( 20 ).

    49.

    Το Δικαστήριο υπήρξε, πράγματι, ιδιαίτερα κατηγορηματικό όσον αφορά τις επιταγές του άρθρου 10 ΕΚ σε περίπτωση που το κράτος μέλος συναντά δυσκολίες κατά την ανάκτηση παράνομης ενίσχυσης. Στην απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας, έκρινε ότι «κράτος μέλος το οποίο, κατά την εκτέλεση αποφάσεως της Επιτροπής περί κρατικών ενισχύσεων, συναντά δυσχέρειες που δεν είχαν προβλεφθεί και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν ή αντιλαμβάνεται ότι θα υπάρξουν συνέπειες που δεν είχε υπολογίσει η Επιτροπή, οφείλει να θέσει τα προβλήματα αυτά στην κρίση της Επιτροπής, προτείνοντας κατάλληλες τροποποιήσεις της επίμαχης αποφάσεως. Στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με τον κανόνα που επιβάλλει στα κράτη μέλη και στα κοινοτικά όργανα αμοιβαίο καθήκον ειλικρινούς συνεργασίας, από το οποίο διαπνέεται συγκεκριμένα το άρθρο 10 ΕΚ, η Επιτροπή και το κράτος μέλος οφείλουν να συνεργασθούν καλόπιστα για να υπερπηδήσουν τις δυσκολίες, τηρουμένων πλήρως των διατάξεων της Συνθήκης και ιδίως εκείνων που αφορούν τις ενισχύσεις» ( 21 ).

    50.

    Θα εξετάσω, συνεπώς, τη συμπεριφορά των γαλλικών αρχών σε δύο φάσεις. Καταρχάς, απέδειξε η Γαλλική Δημοκρατία ότι της ήταν απολύτως αδύνατο να ανακτήσει τις παράνομες ενισχύσεις; Δεύτερον, εκπλήρωσε η Γαλλική Δημοκρατία τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 10 ΕΚ με τον τρόπο με τον οποίο προσπάθησε να επιλύσει τις δυσκολίες τις οποίες αντιμετώπιζε;

    Ο ισχυρισμός περί απόλυτης αδυναμίας ανάκτησης των παρανόμων ενισχύσεων

    51.

    Η Γαλλική Δημοκρατία επικαλέστηκε ορισμένες ειδικές περιστάσεις που συνεπάγονταν, κατά τη γνώμη της, απόλυτη αδυναμία ανάκτησης των ενισχύσεων.

    52.

    Πρώτον, η Γαλλική Δημοκρατία διατείνεται ότι ήταν απολύτως αδύνατο να εντοπίσει τους δικαιούχους των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν πριν από το τέλος του φορολογικού έτους 1993, καθόσον τα λογιστικά στοιχεία διατηρούνται μόνον επί δεκαετία. Η Επιτροπή δέχθηκε το επιχείρημα αυτό και η προσφυγή της δεν αφορά πλέον την ανάκτηση αυτών των ενισχύσεων ( 22 ).

    53.

    Δεύτερον, οι γαλλικές αρχές εντόπισαν 204 εταιρίες που είχαν παύσει τις δραστηριότητές τους αφού είχαν λάβει την ενίσχυση κατ’ εφαρμογήν του καθεστώτος ενισχύσεων για την ανάληψη των δραστηριοτήτων προβληματικών επιχειρήσεων. Η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, στην περίπτωση αυτών των εταιριών, είναι απολύτως αδύνατη η εκτέλεση της απόφασης που διατάσσει την ανάκτηση των ενισχύσεων.

    54.

    Όταν μια εταιρία απλώς παύει να υφίσταται αφήνοντας πίσω της κέλυφος κενό περιεχομένου στα μητρώα εταιριών, καθίσταται αδύνατη στην πράξη η ανάκτηση της παράνομης ενίσχυσης. Ωστόσο, όταν μια εταιρία πτωχεύει, η επαναφορά στην προτέρα κατάσταση και η εξάλειψη της στρέβλωσης του ανταγωνισμού που οφείλεται στη χορήγηση των παρανόμων ενισχύσεων μπορούν, καταρχήν, να επιτευχθούν με την εγγραφή, στον πίνακα των απαιτήσεων, της σχετικής με την επιστροφή των εν λόγω ενισχύσεων οφειλής ( 23 ).

    55.

    Όταν μια εταιρία κηρύσσεται σε πτώχευση μετά από ένδικη διαδικασία και το δικαστήριο, εκδίδοντας την απόφασή του, λαμβάνει υπόψη του την παράνομη ενίσχυση, είτε η υποχρέωση ανάκτησης της παράνομης ενίσχυσης θα τηρηθεί (εφόσον η εταιρία διαθέτει επαρκές ενεργητικό ώστε να επιστρέψει την ενίσχυση κατά τον χρόνο αυτό) είτε θα παύσει να υφίσταται με την εκκαθάριση της εταιρίας, η οποία θα θέσει τέρμα στη στρέβλωση του ανταγωνισμού.

    56.

    Για την περίπτωση που ένας αρχικός δικαιούχος συνεχίζει τις δραστηριότητές του και τα στοιχεία του ενεργητικού του πωλούνται σε άλλη εταιρία ( 24 ), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος εναπέκειτο να βεβαιωθεί ότι ο αγοραστής τα απέκτησε πράγματι σύμφωνα με τους όρους της αγοράς ( 25 ) και χωρίς πρόθεση να αποφύγει την υποχρέωση επιστροφής της παράνομης ενίσχυσης.

    57.

    Με τα υπομνήματά της, η Επιτροπή αναφέρθηκε στα κριτήρια που διατυπώθηκαν με την απόφαση στην υπόθεση C-390/98, Banks ( 26 ), η οποία δεν προβλέπει την υποχρέωση εξακρίβωσης του αν η πώληση έγινε με σκοπό την καταστρατήγηση της υποχρέωσης επιστροφής της παράνομης ενίσχυσης. Η υπόθεση Banks, ωστόσο, αφορούσε την πώληση μετοχών, ενώ η υπό κρίση υπόθεση αφορά την πώληση στοιχείων του ενεργητικού, οπότε τα κατάλληλα κριτήρια είναι εκείνα που διατυπώνει η απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής. Στην τελευταία αυτή υπόθεση, το Δικαστήριο υιοθέτησε μεν την προσέγγιση που είχε ακολουθήσει στην απόφαση Banks ( 27 ), την μετέβαλε όμως προσαρμόζοντάς τη στις ιδιαιτερότητες της αγοράς στοιχείων του ενεργητικού και όχι μετοχών ( 28 ) και εφάρμοσε την τροποποιημένη αυτή προσέγγιση στην πώληση στοιχείων του ενεργητικού ( 29 ). Δεν βλέπω κανένα λόγο που θα επέβαλλε στο Δικαστήριο να αποκλίνει από την προσέγγιση που εκτίθεται στην απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής.

    58.

    Η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι είναι ενίοτε αδύνατο να καθοριστεί σε ποιον εναπόκειται —στον αρχικό δικαιούχο ή στον αγοραστή που απέκτησε στοιχεία του ενεργητικού— να επιστρέψει την παράνομη ενίσχυση. Υπό ορισμένες περιστάσεις, τα μεταβιβασθέντα στοιχεία του ενεργητικού είναι τόσο ασυνήθη που δεν υπάρχει κανένα σημείο σύγκρισης που θα επέτρεπε να καθοριστεί η υποθετική τιμή του συγκεκριμένου στοιχείου του ενεργητικού στην αγορά.

    59.

    Δεν μπορώ να δεχθώ το επιχείρημα αυτό.

    60.

    Το Δικαστήριο υπήρξε διστακτικό στο να δεχθεί ότι μια ιδιαίτερη κατάσταση μπορούσε να δημιουργήσει ανυπέρβλητα προβλήματα ( 30 ). Επιπλέον, θα ήταν (υποθέτω) πολύ ασυνήθιστο να είναι τα μεταβιβασθέντα στοιχεία του ενεργητικού πράγματι μοναδικά. Η Γαλλική Δημοκρατία δεν μπορεί να προβάλει καθαρά υποθετική ένσταση. Δεν απέδειξε, εξάλλου, ότι επρόκειτο για την κατάσταση κάποιας από τις επίμαχες εταιρίες, ούτε, κατά μείζονα λόγο, της πλειονότητας ή του συνόλου των εταιριών αυτών.

    61.

    Η Γαλλική Δημοκρατία δεν απέδειξε επίσης ότι οι γαλλικές αρχές δεν διέθεταν τα μέσα για να ερευνήσουν αυτές τις αγορές ή ότι πράγματι διενήργησαν τέτοιες έρευνες. Προσθέτω ότι, αν οι αρμόδιες αρχές επέβαλλαν στις αγοράστριες εταιρίες να αποδείξουν ότι η πώληση είχε πραγματοποιηθεί υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς, θα μπορούσαν να αποκομίσουν τα αναγκαία στοιχεία προς εκτίμηση των μεμονωμένων πράξεων.

    62.

    Η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει επίσης ότι, όταν ένας αγοραστής δεν έχει γνώση της συνδεόμενης με την επιστροφή της ενίσχυσης οφειλής κατά τον χρόνο που αποκτά τα στοιχεία του ενεργητικού εταιρίας υπό εκκαθάριση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υποχρεούται να επιστρέψει την παράνομη ενίσχυση, έστω και αν η πώληση πραγματοποιήθηκε με τίμημα κατώτερο εκείνου των όρων της αγοράς. Η Γαλλική Δημοκρατία διατείνεται ότι ένδικη προσφυγή για την ανάκτηση της ενίσχυσης κατά του αγοραστή αυτού θα ήταν άνευ νομικού ερείσματος στο εθνικό δίκαιο.

    63.

    Όπως ορθώς παρατήρησε η Επιτροπή, η αποδοχή της επιχειρηματολογίας της Γαλλικής Δημοκρατίας θα ενθάρρυνε τους αγοραστές να μην ενημερώνονται σχετικά με την ύπαρξη παρόμοιων οφειλών. Άλλωστε, η έλλειψη νομικού ερείσματος της ένδικης προσφυγής για την ανάκτηση της ενίσχυσης στο εθνικό δίκαιο δεν ισοδυναμεί προς απόλυτη αδυναμία.

    64.

    Θεωρώ τις ειδικές καταστάσεις που περιγράφηκαν ανωτέρω ως εμπίπτουσες στην κατηγορία των εσωτερικών δυσκολιών. Συνεπώς, η Γαλλική Δημοκρατία δεν απέδειξε την ύπαρξη απόλυτης αδυναμίας ως προς το θέμα αυτό.

    65.

    Τα γενικότερα επιχειρήματα που η Γαλλική Δημοκρατία αντλεί από την αδυναμία ανάκτησης στηρίζονται στη μείζονα σκέψη ότι έχει το δικαίωμα να επικαλεστεί τις δυσκολίες που αντιμετώπισε σε κάθε φάση της διαδικασίας ανάκτησης της ενίσχυσης και οι οποίες επιβράδυναν τη διαδικασία αυτή. Όπως ανέφερα προηγουμένως ( 31 ), ο τρόπος με τον οποίο ένα κράτος μέλος οργάνωσε τη διαδικασία ανάκτησης δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη προς εκτίμηση της απόλυτης αδυναμίας όταν το κράτος αυτό δεν ανέκτησε στην πράξη απολύτως καμία παράνομη ενίσχυση.

    66.

    Η Γαλλική Δημοκρατία, λαμβάνοντας τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της απόφασης της Επιτροπής, εντόπισε, στην πραγματικότητα, τους κύριους δικαιούχους που υποχρεούνταν να επιστρέψουν την παράνομη ενίσχυση. Καθόρισε το ποσό που όφειλε καθένας από αυτούς. Δεν βλέπω κανένα απτό λόγο —και ακόμα λιγότερο ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο— που θα μπορούσε να εμποδίσει τις γαλλικές αρχές να αποστείλουν εντολές ανάκτησης στους δικαιούχους αυτούς.

    67.

    Καταλήγω, συνεπώς, στο συμπέρασμα ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν αντέκρουσε τις αιτιάσεις της Επιτροπής ούτε απέδειξε την απόλυτη αδυναμία ανάκτησης των ενισχύσεων που χορήγησε στις εταιρίες από το φορολογικό έτος 1994 και μετά. Επομένως, η Γαλλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 5 και 6 της απόφασης της Επιτροπής και (πράγμα που αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πρώτης παράβασης) τις υποχρεώσεις που υπέχει από το τέταρτο εδάφιο του άρθρου 249 ΕΚ.

    Το άρθρο 10 ΕΚ

    68.

    Το καθήκον της ειλικρινούς συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών και Επιτροπής κατά τη διαδικασία ανάκτησης στηρίζεται στην ανάγκη εξασφάλισης της άμεσης και ουσιαστικής εκτέλεσης της απόφασης καθώς και της χωρίς καθυστέρηση ανάκτησης των ποσών που έχουν καταβληθεί στο πλαίσιο παρανόμων ενισχύσεων.

    69.

    Η απόφαση της Επιτροπής φέρει ημερομηνία 16 Δεκεμβρίου 2003. Οι γαλλικές αρχές δεν ανέκτησαν καμία από τις παράνομες ενισχύσεις ούτε έλαβαν πραγματικά αποτελεσματικά μέτρα για να επιτύχουν το αποτέλεσμα αυτό.

    70.

    Η προσέγγιση την οποία υιοθέτησαν οι γαλλικές αρχές για την ανάκτηση των οφειλομένων ποσών βρίσκεται στον αντίποδα εκείνης που θα είχε καταστήσει δυνατή την ταχεία ανάκτηση, τουλάχιστον εν μέρει, των παρανόμων ενισχύσεων.

    71.

    Πρώτον, οι γαλλικές αρχές αφιέρωσαν πολύ χρόνο και ενέργεια για να ελαχιστοποιήσουν τον αριθμό των εταιριών που θα έπρεπε να προβούν σε επιστροφές καθώς και τα ποσά που θα έπρεπε να επιστραφούν. Αντιθέτως, δεν κατέβαλαν καμία προσπάθεια για να ανακτήσουν την ενίσχυση από δικαιούχους που μπορούσαν εξαρχής να εντοπιστούν ως οφείλοντες μεγάλα ποσά ( 32 ).

    72.

    Δεύτερον, η Γαλλική Δημοκρατία επέλεξε να εφαρμόσει μια διαδικασία ανάκτησης ad hoc, η οποία απαιτούσε την ενεργό συμμετοχή και συνεργασία των δικαιούχων των παρανόμων ενισχύσεων. Δεν είναι ίσως περίεργο που η (επιχειρηθείσα) χρήση μιας τέτοιας διαδικασίας δημιούργησε σειρά προβλημάτων. Οι εν λόγω δικαιούχοι δεν ήταν καθόλου διατεθειμένοι να αυτοαποκαλυφθούν και να επιτρέψουν την πρόσβαση στους λογαριασμούς των επιχειρήσεών τους ή να παράσχουν άλλα πληροφοριακά στοιχεία που είχαν στην κατοχή τους. Όταν αποσταλούν οι εντολές ανάκτησης, είναι πολύ πιθανό να ανακύψουν νέες δυσκολίες ( 33 ).

    73.

    Η Επιτροπή άφησε να εννοηθεί ότι μια τόσο στενή συνεργασία ασφαλώς δεν θα ήταν αναγκαία αν οι γαλλικές αρχές είχαν απλώς απαιτήσει από τους δικαιούχους της ενίσχυσης να καταβάλουν τον φόρο από τον οποίο απαλλάχθηκαν αρχικά και τους είχε επιτρέψει να προσκομίσουν τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία προς απόδειξη του ότι το σύνολο ή μέρος του ποσού αυτού ενέπιπτε στις συμβατές με την κοινή αγορά κατηγορίες κρατικών ενισχύσεων στις οποίες αναφέρονται τα άρθρα 2 και 3 της απόφασης της Επιτροπής. Συμφωνώ με την άποψη αυτή.

    74.

    Η διαδικασία την οποία ακολούθησαν οι γαλλικές αρχές προφανώς απαιτούσε και να συγκεντρωθούν οι εντολές ανάκτησης ανά νομό προτού αποσταλούν. Η Γαλλική Δημοκρατία δεν εξήγησε τον λόγο για τον οποίο όφειλε να ενεργήσει κατά τον τρόπο αυτόν.

    75.

    Η Γαλλική Δημοκρατία διατείνεται ότι οι διοικητικές αρχές της ήταν υποχρεωμένες να ακολουθήσουν μια διαδικασία ad hoc προκειμένου να υπερπηδήσουν δύο εμπόδια.

    76.

    Πρώτον, η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το εθνικό της δίκαιο δεν περιέχει καμία κατάλληλη νομική βάση που να της επιτρέπει να ανακτήσει αυτές τις οφειλές. Όπως ήδη ανέφερα, το επιχείρημα αυτό είναι αλυσιτελές. Αν η εθνική έννομη τάξη ενός κράτους μέλους δεν προβλέπει τους αναγκαίους μηχανισμούς που να του επιτρέπουν να εκπληρώσει τις εκ του κοινοτικού δικαίου υποχρεώσεις του, σ’ αυτό το κράτος μέλος εναπόκειται να τους καθιερώσει. Αυτό δεν είναι παρά η λογική συνέπεια του δεσμευτικού χαρακτήρα των αποφάσεων που προβλέπονται από το άρθρο 249 ΕΚ.

    77.

    Δεύτερον, η Γαλλική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι δεν είναι δυνατή η ανάκτηση των οφειλών αυτών μέσω των διαδικασιών που χρησιμοποιούνται για την είσπραξη των κοινών φορολογικών οφειλών, οι οποίες υπόκεινται σε τριετή παραγραφή. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Γαλλική Δημοκρατία έπρεπε να εφαρμόσει μια ad hoc διαδικασία, η οποία απαιτεί τη συνεργασία των δικαιούχων της ενίσχυσης.

    78.

    Δεν δέχομαι το επιχείρημα αυτό. Το κοινοτικό δίκαιο επιβάλλει στη Γαλλική Δημοκρατία να ανακτήσει τις παράνομες ενισχύσεις, ανεξαρτήτως του αν έχουν ή όχι τον χαρακτήρα φορολογικών οφειλών κατά το εθνικό δίκαιο. Ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να αποφύγει να εκπληρώσει την υποχρέωση ανάκτησης των παρανόμων ενισχύσεων επικαλούμενο τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των δικαιούχων των ενισχύσεων αυτών ( 34 ).

    79.

    Αν οι γαλλικές αρχές θεωρούν ότι το εθνικό δίκαιο τις υποχρεώνει να χρησιμοποιήσουν μια διαδικασία ad hoc, οφείλουν να εφαρμόσουν μια διαδικασία που να συνεπάγεται την άμεση και πραγματική ανάκτηση των παρανόμων ενισχύσεων. Μια τυπικά ad hoc διαδικασία δεν απαιτεί αναγκαστικά τη συνεργασία των δικαιούχων της ενίσχυσης. Οι γαλλικές αρχές ήταν ελεύθερες να επιλέξουν τη διαδικασία ανάκτησης που θα χρησιμοποιούσαν, υπό την προϋπόθεση ότι θα ελάμβαναν υπόψη την κύρια υποχρέωσή τους να επιλέξουν μια διαδικασία που θα καθιστούσε δυνατό στη Γαλλική Δημοκρατία να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της. Φαίνεται, ωστόσο, ότι η διαδικασία την οποία επέλεξαν αποδείχθηκε ιδιαιτέρως αναποτελεσματική και δημιούργησε δυσκολίες τις οποίες η Γαλλική Δημοκρατία δεν προσπάθησε πράγματι να επιλύσει. Μια τέτοια προσέγγιση δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί σύμφωνη με το πνεύμα συνεργασίας που επιβάλλεται από το άρθρο 10 ΕΚ.

    80.

    Σημειώνω επίσης ότι η Γαλλική Δημοκρατία προτίθεται να χορηγήσει νέες ενισχύσεις στους δικαιούχους που εντόπισε ως οφείλοντες ποσά κάτω των 200000 ευρώ ( 35 ), επωφελούμενη του γεγονότος ότι, κατά τα έτη που παρήλθαν από την κοινοποίηση της απόφασης της Επιτροπής έως την κίνηση της παρούσας διαδικασίας, το όριο των ήσσονος σημασίας ενισχύσεων αυξήθηκε από 100000 σε 200000 ευρώ. Μια τέτοια προσέγγιση επίσης δεν ενισχύει την εντύπωση ενός κράτους μέλους ενεργούντος με πνεύμα ειλικρινούς συνεργασίας.

    81.

    Δεν αμφισβητείται ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν ενημέρωσε σχετικά την Επιτροπή εντός της προθεσμίας που τάσσει το άρθρο 6 της απόφασης της Επιτροπής. Καίτοι η Επιτροπή δεν προέβλεψε συγκεκριμένη προθεσμία για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ανάκτησης των ενισχύσεων την οποία επιβάλλει το άρθρο 5 της απόφασής της, επέβαλε, ωστόσο, κάποιες προθεσμίες κατά τη διάρκεια της παρατεταμένης αλληλογραφίας με τις γαλλικές αρχές ( 36 ). Καμία από τις προθεσμίες αυτές δεν τηρήθηκε.

    82.

    Το γεγονός ότι, όταν η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία, ήτοι τρία έτη και τέσσερις μήνες μετά τη δημοσίευση της απόφασής της, δεν είχε ανακτηθεί ούτε ένα σεντ από την αρχική ενίσχυση δεν χρειάζεται σχόλια.

    83.

    Για τον λόγο αυτό, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η Γαλλική Δημοκρατία παρέβη και τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 10 ΕΚ.

    Πρόταση

    84.

    Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει ότι η Γαλλική Δημοκρατία, μη ανακτώντας τα ποσά που χορήγησε στις εταιρίες που αναλαμβάνουν τις δραστηριότητες προβληματικών επιχειρήσεων, παρέλειψε να εκτελέσει την απόφαση 2004/343/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Δεκεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων που εφάρμοσε η Γαλλία για την ανάληψη των δραστηριοτήτων προβληματικών επιχειρήσεων, και παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 5 και 6 της απόφασης αυτής, από το άρθρο 249, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ και από το άρθρο 10 ΕΚ.


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

    ( 2 ) Απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2003 σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων που εφάρμοσε η Γαλλία για την ανάληψη των δραστηριοτήτων προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ 2004, L 108, σ. 38).

    ( 3 ) Κανονισμός της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88] της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1). Οι εφαρμοστέες στην παρούσα υπόθεση διατάξεις διατηρήθηκαν σε ισχύ αμετάβλητες.

    ( 4 ) Βλ., ιδίως, αιτιολογική σκέψη 13 και άρθρο 14 του κανονισμού 659/1999.

    ( 5 ) Το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 14A του νόμου 88-1149 της 23ης Δεκεμβρίου 1988 (νόμος επί του προϋπολογισμού του 1989), Journal Officiel de la République Française, . Το άρθρο 44 septies τροποποιήθηκε πέντε φορές προτού καταργηθεί και αντικατασταθεί με διάταξη που κηρύχθηκε από την Επιτροπή συμβατή με την κοινή αγορά (βλ. κατωτέρω σημείο 14).

    ( 6 ) ΕΕ 2004, C 244, σ. 2.

    ( 7 ) Κανονισμός της 12ης Ιανουαρίου 2001, για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (ΕΕ 2001, L 10, σ. 30).

    ( 8 ) Κανονισμός της 12ης Ιανουαρίου 2001, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΕΕ 2001, L 10, σ. 33). Ο κανονισμός αυτός προβλέπει ειδικό καθεστώς για τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ). Ειδικότερα, θεσπίζει ορισμένες προϋποθέσεις τις οποίες πρέπει να πληρούν οι ενισχύσεις.

    ( 9 ) Bulletin Officiel des Impots, αριθ. 43, της 4ης Μαρτίου 2004. Το μέτρο αυτό κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή με έγγραφο της .

    ( 10 ) Διορθωτικός νόμος επί του προϋπολογισμού του 2004, JORF της 31ης Δεκεμβρίου 2004.

    ( 11 ) Απόφαση N553/04 της 1ης Ιουνίου 2005, για την έγκριση του νέου άρθρου 44 septies (ΕΕ 2005, C 242, σ. 5). Με την ίδια απόφαση αναγνωρίζεται ότι τα άρθρα 1383 A και 1464 B επίσης συμβιβάζονται με το κοινοτικό δίκαιο.

    ( 12 ) Η Γαλλική Δημοκρατία επισύναψε ένα συμπληρωματικό πίνακα δικαιούχων στο υπόμνημα ανταπάντησης. Στους τέσσερις αυτούς πίνακες, οι γαλλικές αρχές απαριθμούσαν συνολικά 721 εταιρίες. Από αυτές, οι 143 έπρεπε να επιστρέψουν παράνομη ενίσχυση άνω των 200000 ευρώ. Η απόκλιση μεταξύ των πρώτων εκτιμήσεων και του αριθμού επιχειρήσεων που αναφέρονταν στους πίνακες μπορεί (ενδεχομένως) να εξηγηθεί από το ότι οι γαλλικές αρχές περιόρισαν τους ελέγχους τους μόνο στις επιχειρήσεις των οποίων οι φορολογικές δηλώσεις υπόκεινταν στο «régime réel normal» (δηλαδή τα έσοδα των οποίων υπερέβαιναν το όριο de minimis που ίσχυε για το καθεστώς αυτό) και, κατά συνέπεια, εξαίρεσαν τις εταιρίες των οποίων οι δηλώσεις υπόκεινταν στο «régime simplifié» καθώς και εκείνες που είχαν λάβει απαλλαγές κατώτερες του ορίου de minimis.

    ( 13 ) Υπάρχει προφανής διαφορά μεταξύ του ανωτάτου ορίου της ενίσχυσης de minimis που προβλέπει ο κανονισμός 69/2001 και εκείνου που αναφέρει η Γαλλική Δημοκρατία. Ο πρώτος προβλέπει ανώτατο όριο 100000 ευρώ. Ο κανονισμός 1998/2006 (ΕΕ 2006, L 379, σ. 5) —που ισχύει από 1ης Ιανουαρίου 2007— αύξησε το ανώτατο όριο σε 200000 ευρώ. Ενώ η τροποποίηση αυτή δεν μπορεί να έχει καμία επίδραση όσον αφορά την κατάταξη των αρχικά καταβληθεισών ενισχύσεων, το νέο ανώτατο όριο θα ισχύει για τις νέες κρατικές ενισχύσεις.

    ( 14 ) Βλ. απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2008, C-419/06, Επιτροπή κατά Ελλάδας, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 53 και 54 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία.

    ( 15 ) Επιβάλλοντας αυτές τις υποχρεώσεις, το άρθρο 5 της απόφασης της Επιτροπής επαναλαμβάνει κατ’ ουσίαν το άρθρο 14 του κανονισμού 657/1999, το οποίο επιβάλλει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να ανακτούν αμελλητί όλα τα ποσά που καταβλήθηκαν παράνομα ως κρατική ενίσχυση, με άμεση και πραγματική εκτέλεση της απόφασης της Επιτροπής. Το Δικαστήριο πάντοτε υπογράμμιζε την ανάγκη εξασφάλισης της άμεσης και πραγματικής εκτέλεσης της απόφασης αυτής. Βλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2002, C-209/00, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2002, σ. I-11695, σκέψεις 33 και 34· απόφαση της , C-232/05, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2006, σ. I-10071, σκέψεις 49 και 50, και προμνησθείσα στην υποσημείωση 14 απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας, σκέψεις 57 έως 61.

    ( 16 ) Βλ. προμνησθείσα στην υποσημείωση 14 απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας, σκέψη 39 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία.

    ( 17 ) Απόφαση της 26ης Ιουνίου 2003, C-404/00, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 2003, σ. I-6695, σκέψη 55.

    ( 18 ) Βλ., ως πλέον πρόσφατη, προμνησθείσα στην υποσημείωση 14 απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας, σκέψη 40 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία.

    ( 19 ) Κατά πάγια νομολογία, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλεστούν τις ιδιαιτερότητες των δικών τους νομικών συστημάτων προς δικαιολόγηση απόλυτης αδυναμίας. Βλ. απόφαση της 27ης Απριλίου 1988, 225/86, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1988, σ. 2271, σκέψη 10, και απόφαση της , C-183/91, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 1993, σ. I-3131, σκέψη 17. Στο σημείο 72 των προτάσεών του στην προμνησθείσα στην υποσημείωση 15 υπόθεση Γαλλία κατά Επιτροπής, ο γενικός εισαγγελέας D. Ruiz-Jarabo Colomer απέρριψε (ορθώς κατά τη γνώμη μου) επιχείρημα που προφανώς στηριζόταν εμμέσως σε περιορισμούς απορρέοντες από το νομικό σύστημα του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

    ( 20 ) Αυτό αποτελεί πάγια νομολογία από την απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 1986, 52/84, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1986, σ. 89, σκέψη 16, και μετά. Πρόσφατα επιβεβαιώθηκε με την απόφαση της , C-415/03, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 2005, σ. I-3875, σκέψη 42.

    ( 21 ) Απόφαση της 2ας Ιουλίου 2002, C-499/99, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-6031 σκέψη 24.

    ( 22 ) Η Γαλλική Δημοκρατία μπορεί να επικαλεστεί απόλυτη αδυναμία μόνο για τα λογιστικά στοιχεία τα οποία, κατά τον χρόνο έναρξης της ισχύος της απόφασης της Επιτροπής, είχαν ήδη καταστραφεί μετά τη λήξη της δεκαετούς υποχρεωτικής διατήρησής τους. Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι, κατά την έναρξη της διαδικασίας ανάκτησης, οι γαλλικές αρχές διέθεταν τα λογιστικά στοιχεία των φορολογικών ετών από το 1994 και μετά.

    ( 23 ) Βλ. απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, C-277/00, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-3925, σκέψη 85 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία.

    ( 24 ) Ή εταιρίες —το ότι τα στοιχεία του ενεργητικού αγοράζονται από πλείονες εταιρίες ουδόλως επηρεάζει την ανάλυση, έστω και αν αυτή η πλειονότητα των αγοραστών ενδέχεται να καταστήσει δυσχερέστερη στην πράξη την ταυτοποίηση των οφειλετών.

    ( 25 ) Προμνησθείσα στην υποσημείωση 23 απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 86.

    ( 26 ) Απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, Συλλογή 2001, σ. I-6117.

    ( 27 ) Σκέψη 80.

    ( 28 ) Σκέψη 86.

    ( 29 ) Σκέψεις 92 και 93.

    ( 30 ) Στην υπόθεση C-328/99, Ιταλία και SIM 2 Multimedia κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I-4035, το Δικαστήριο εκτίμησε την κατάσταση των όρων αγοράς που είχε διαπιστώσει η Επιτροπή. Αναφέρθηκε σε έναν υποθετικό «ιδιώτη επενδυτή» για να εκτιμήσει τις πράξεις του συγκεκριμένου επενδυτή (σκέψεις 37 έως 40 της απόφασης) και δέχθηκε την εκτίμηση του καταβληθέντος τιμήματος από ορκωτό πραγματογνώμονα (σκέψη 72 της απόφασης).

    ( 31 ) Στο σημείο 42.

    ( 32 ) Ήτοι, 55 εταιρίες που όφειλαν καθεμία άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ και των οποίων η ταυτότητα είχε βεβαιωθεί ήδη από τον Μάρτιο του 2005.

    ( 33 ) Η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες ως προς την προβληθείσα ανάγκη συνεργασίας. Ειδικότερα, διερωτάται αν ήταν απαραίτητη η συνεργασία όλων των εταιριών.

    ( 34 ) Απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, C-372/97, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-3679, σκέψη 112.

    ( 35 ) Η Επιτροπή θεωρεί ότι η χορήγηση νέων ενισχύσεων δεν πρέπει να συνδέεται με την επιστροφή των παλαιών ενισχύσεων που κηρύχθηκαν παράνομες. Δεν θα επεκταθώ επί του ζητήματος αυτού καθόσον είναι άσχετο με την υπόθεση που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο.

    ( 36 ) Οι προθεσμίες αυτές τάχθηκαν με την εξής σειρά: προθεσμία κοινοποίησης των προτεινομένων μέτρων ανάκτησης (τέλη Μαρτίου 2004)· προθεσμία αποστολής καταλόγου των δικαιούχων που όφειλαν άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ (1η Οκτωβρίου 2004)· προθεσμία αποστολής του χρονοδιαγράμματος της ανάκτησης ()· προθεσμία έναρξης των διαδικασιών ανάκτησης ()· νέα προθεσμία κοινοποίησης (μέσα Ιουνίου 2005)· προθεσμία αποστολής των εντολών ανάκτησης (αρχές Φεβρουαρίου 2006) και προθεσμία αποστολής καταλόγου των δικαιούχων που όφειλαν ποσά άνω των 100000 ευρώ (). Η ίδια η Γαλλική Δημοκρατία πρότεινε προθεσμία για την αποστολή των εντολών ανάκτησης (), την οποία επίσης δεν τήρησε.

    Top