Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62007CC0127

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Poiares Maduro της 21ης Μαΐου 2008.
    Société Arcelor Atlantique et Lorraine και λοιποί κατά Premier ministre, Ministre de l’Écologie et du Développement durable και Ministre de l'Économie, des Finances et de l'Industrie.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Conseil d'État - Γαλλία.
    Περιβάλλον - Ολοκληρωμένη πρόληψη και μείωση της μόλυνσης - Σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου -Οδηγία 2003/87/ΕΚ - Πεδίο εφαρμογής - Περιλαμβάνει τις εγκαταστάσεις σιδήρου και χάλυβα - Αποκλεισμός των εγκαταστάσεων των τομέων της χημείας και των μη σιδηρούχων μετάλλων - Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.
    Υπόθεση C-127/07.

    Συλλογή της Νομολογίας 2008 I-09895

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2008:292

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    M. POIARES MADURO

    της 21ης Μαΐου 2008 ( 1 )

    Υπόθεση C-127/07

    Société Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ.

    κατά

    Premier ministre κ.λπ.

    «Περιβάλλον — Ολοκληρωμένη πρόληψη και μείωση της μόλυνσης — Σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου — Οδηγία 2003/87/ΕΚ — Πεδίο εφαρμογής — Περιλαμβάνει τις εγκαταστάσεις σιδήρου και χάλυβα — Αποκλεισμός των εγκαταστάσεων των τομέων της χημείας και των μη σιδηρούχων μετάλλων — Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως»

    1. 

    Το ζήτημα το οποίο αποτελεί αντικείμενο της παρούσας προδικαστικής παραπομπής αφορά το συμβατό προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου που θεσπίζει η κοινοτική οδηγία και προϋποθέτει την εφαρμογή περίπλοκων πραγματικών εκτιμήσεων. Μπορεί να φανεί παράδοξο ότι ένα τέτοιο τεχνικό ζήτημα οφείλεται σε απόφαση μείζονος σημασίας στις σχέσεις μεταξύ εθνικού συνταγματικού δικαίου και κοινοτικού δικαίου. Είκοσι περίπου έτη μετά την έκδοση από το ίδιο δικαιοδοτικό όργανο της παραπομπής της αποφάσεως Nicolo ( 2 ) που ρύθμιζε το ζήτημα της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου επί των νόμων, η απόφαση Arcelor που εξέδωσε η Ολομέλεια του τμήματος διοικητικών διαφορών του Conseil d’État (Γαλλικό Συμβούλιο της Επικρατείας) στις 8 Φεβρουαρίου 2007 διευκρινίζει όντως, με όρους αρχής, τις σχέσεις μεταξύ του γαλλικού συντάγματος και του κοινοτικού δικαίου καθώς και τις λεπτομέρειες συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και του Γάλλου διοικητικού δικαστή, όταν ο τελευταίος επιλαμβάνεται υποθέσεως επί της συνταγματικότητας μιας κοινοτικής οδηγίας. Το φαινομενικό παράδοξο οφείλεται στο γεγονός ότι, όπως θα δούμε, η αμφισβήτηση του κύρους της οδηγίας ενόψει της κοινοτικής αρχής της ισότητας δημιουργήθηκε από αμφισβήτηση της συνταγματικότητας της τελευταίας. Η υπόθεση αυτή παρέχει έτσι στο Δικαστήριο την ευκαιρία να διευκρινίσει και αυτό τη φύση των σχέσεων μεταξύ εθνικών συνταγμάτων και κοινοτικού δικαίου. Μπορεί επίσης να εξαλείψει ορισμένους φόβους για ενδεχόμενη σύγκρουση η οποία, όπως θα δούμε, δεν δικαιολογούνται απολύτως, δεδομένων των κοινών συνταγματικών θεμελίων στα οποία στηρίζονται οι εθνικές έννομες τάξεις και η κοινοτική έννομη τάξη.

    2. 

    Το ίδιο το προδικαστικό ερώτημα δεν στερείται περιεχομένου. Θέτει υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα ενός νομοθετικού κειμένου το οποίο συνιστά έναν από τους κύριους δείκτες της πολιτικής της Κοινότητας στον τομέα προστασίας του περιβάλλοντος. Με το ερώτημα, το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί των σχέσεων, διαλεκτικής φύσεως, μεταξύ της πρακτικής του νομοθετικού πειραματισμού και των νομοθετικών επιταγών περί της ίσης μεταχειρίσεως.

    I — Νομικό πλαίσιο

    3.

    Το κείμενο του οποίου η ισχύς βάλλεται στην παρούσα υπόθεση εκδόθηκε στην οπτική της εκτελέσεως εκ μέρους της Κοινότητας και των κρατών μελών των υποχρεώσεων που ανέλαβαν βάσει του πρωτοκόλλου του Κιότο στη σύμβαση-πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών περί των κλιματικών αλλαγών. Το εν λόγω πρωτόκολλο, το οποίο υιοθετήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 1997 τείνει να μειώσει το σύνολο των αερίων θερμοκηπίου τουλάχιστον κατά 5 % σε σχέση με το επίπεδο του 1990 κατά τη διάρκεια της περιόδου 2008-2012. Εγκριθέν από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα με απόφαση της 25ης Απριλίου 2002, περιλαμβάνει τις δεσμεύσεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών να μειώσουν τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου κατά 8 % σε σχέση με το επίπεδο του 1990 κατά την περίοδο μεταξύ 2008 και 2012, δεσμεύσεις που η Κοινότητα και τα κράτη μέλη συμφώνησαν να εκπληρώσουν από κοινού.

    4.

    Χωρίς να αναμένει την έναρξη ισχύος του πρωτοκόλλου του Κιότο η οποία έγινε στις 16 Φεβρουαρίου 2005, η Κοινότητα και τα κράτη μέλη αποφάσισαν να συμμορφωθούν εκ των προτέρων στις αναληφθείσες υποχρεώσεις. Προς τούτο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εξέδωσαν, στις 13 Οκτωβρίου 2003, βάσει του άρθρου 175, παράγραφος 1, ΕΚ, την οδηγία 2003/87/ΕΚ ( 3 ). Η οδηγία αυτή τέθηκε σε ισχύ στις 25 Οκτωβρίου 2003 και η τελευταία ημερομηνία μεταφοράς της στο εσωτερικό δίκαιο ορίστηκε η 1η Ιανουαρίου 2005.

    5.

    Προκειμένου να προωθήσει τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά τρόπο αποδοτικό από πλευράς κόστους και οικονομικώς αποτελεσματικό, η οδηγία 2003/87/ΕΚ θεσπίζει σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου. Κατά την πρώτη φάση που περιλαμβάνεται μεταξύ 2005 και2007, η οδηγία καλύπτει, κατά το άρθρο 4 αυτής, μόνο τα αέρια θερμοκηπίου που αναφέρονται στο παράρτημα II αυτής, δηλαδή το διοξείδιο του άνθρακα (ή CO2), και μόνον τις εκπομπές που προκύπτουν από τις δραστηριότητες του πίνακα του παραρτήματος I. Το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων που αυτή θεσπίζει δεν εφαρμόζεται, επομένως, κατά την πρώτη αυτή φάση, παρά μόνον στις δραστηριότητες στον ενεργειακό τομέα, στην παραγωγή και επεξεργασία σιδηρούχων μετάλλων (χυτοσιδήρου, χάλυβα), στη βιομηχανία ανόργανων υλών (τσιμέντου, υάλου, κεραμικών) και στην παραγωγή πολτού για χαρτί, χαρτιού και χαρτονιού. Ωστόσο, κατά το άρθρο 30 προβλέπεται επανεξέταση η οποία θα έχει ως αντικείμενο ενδεχόμενη τροποποίηση του παραρτήματος I για να περιληφθούν σ’ αυτό άλλες δραστηριότητες και εκπομπές αερίων θερμοκηπίου.

    6.

    Δυνάμει του άρθρου 4 της οδηγίας, κάθε εγκατάσταση που πραγματοποιεί οποιαδήποτε δραστηριότητα περιλαμβανόμενη στο παράρτημα I της οδηγίας και που συνεπάγεται εκπομπές CO2 πρέπει να είναι κάτοχος άδειας εκδοθείσας από την αρμόδια αρχή, η δε άδεια εκδίδεται μόνον αν ο φορέας της εγκατάστασης είναι σε θέση να παρακολουθεί και να δηλώνει τις εκπομπές CO2. Η συνολική ποσότητα των δικαιωμάτων που χορηγεί κάθε κράτος μέλος στους φορείς των εγκαταστάσεων που αναφέρει το παράρτημα I της οδηγίας γίνεται βάσει ενός εθνικού σχεδίου χορηγήσεων των δικαιωμάτων. Αυτό διευκρινίζει, για την πρώτη περίοδο τριών ετών και στη συνέχεια για τις περιόδους των επόμενων πέντε ετών, όχι μόνον την συνολική ποσότητα των ποσοστώσεων που κάθε κράτος μέλος προτίθεται να χορηγήσει για την εξεταζόμενη περίοδο αλλά και τα κριτήρια βάσει των οποίων προτίθεται να της χορηγήσει.

    7.

    Το άρθρο 10 της οδηγίας προβλέπει την υποχρέωση για τα κράτη μέλη να χορηγήσουν τουλάχιστον το 95 % των δικαιωμάτων δωρεάν για την πρώτη φάση και τουλάχιστον το 90 % για τη δεύτερη περίοδο. Τέλος, κατά το άρθρο 12, τα δικαιώματα μπορούν να μεταβιβάζονται μεταξύ προσώπων εντός της Κοινότητας και μεταξύ προσώπων εντός της Κοινότητας και προσώπων στις τρίτες χώρες.

    8.

    Η μεταφορά στο γαλλικό δίκαιο της οδηγίας 2003/87/ΕΚ της 13ης Οκτωβρίου 2003 πραγματοποιήθηκε με την ordonnance της 15ης Απριλίου 2004 περί δημιουργίας συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου, οι δε λεπτομέρειες εφαρμογής προβλέπονταν με διάταγμα του Conseil d’État. Επί της βάσεως αυτής, εκδόθηκε το διάταγμα 2004-832 της 19ης Αυγούστου 2004.

    II — Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

    9.

    Η εταιρία Arcelor και άλλες χαλυβουργικές επιχειρήσεις ζήτησαν, στις 12 Ιουλίου 2005, από τον Πρόεδρο της (Γαλλικής) Δημοκρατίας, τον Πρωθυπουργό, τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης και τον Αναπληρωτή Υπουργό Βιομηχανίας την κατάργηση του άρθρου 1 του διατάγματος 2004-832 της 19ης Αυγούστου 2004, καθόσον το άρθρο αυτό προβλέπει την εφαρμογή του εν λόγω διατάγματος στις εγκαταστάσεις του χαλυβουργικού τομέα. Επειδή το αίτημά τους δεν ευδοκίμησε, οι προσφεύγουσες άσκησαν στις 15 Νοεμβρίου 2005, ενώπιον του Conseil d’État προσφυγή λόγω υπερβάσεως εξουσίας κατά της σιωπηρής αρνήσεως για την κατάργηση του άρθρου και ζήτησαν όπως υποχρεωθούν οι αρμόδιες διοικητικές αρχές να προβούν στην αιτηθείσα κατάργηση. Προς στήριξη της προσφυγής τους, επικαλούνται παραβίαση πολλών αρχών συνταγματικού χαρακτήρα, όπως το δικαίωμα ιδιοκτησίας, η ελευθερία του επιχειρείν και η αρχή της ισότητας.

    10.

    Με την απόφασή του περί παραπομπής, το Conseil d’État παρατηρεί ότι υπάγοντας τις χαλυβουργικές δραστηριότητες στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου, το άρθρο 1 του επίδικου διατάγματος δεν επαναλαμβάνει, αυτούσιο, το περιεχόμενο της οδηγίας 2003/87. Συγκεκριμένα, το παράρτημα I της οδηγίας αυτής, το οποίο καθορίζει τον πίνακα των δραστηριοτήτων στις οποίες έχει εφαρμογή, αναφέρει μεταξύ άλλων, για τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, τις δραστηριότητες για «παραγωγή και επεξεργασία σιδηρούχων μετάλλων», δηλαδή τις «εγκαταστάσεις φρίξεως ή θερμοσυσσωμάτωσης μεταλλευμάτων, συμπεριλαμβανομένων και θειούχων μεταλλευμάτων» και τις «εγκαταστάσεις για την παραγωγή χυτοσιδήρου ή χάλυβα (πρωτογενής ή δευτερογενής τήξη) συμπεριλαμβανομένης και της συνεχούς χυτεύσεως, με δυναμικότητα άνω των 2,5 τόνων την ώρα». Επίσης, το άρθρο 1 του διατάγματος της 19ης Αυγούστου 2004, ορίζει ότι «το παρόν διάταγμα έχει εφαρμογή στις εγκαταστάσεις που έχουν σχέση με την προστασία του περιβάλλοντος οι οποίες παράγουν ή μεταποιούν μέταλλα, παράγουν ενέργεια, προϊόντα μεταλλικά, από χαρτί ή από πολτό χαρτιού και πληρούν τα κριτήρια που έχουν καθοριστεί στο παράρτημα του παρόντος διατάγματος, λόγω των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα»· κατά το σημείο II-A του παραρτήματος του εν λόγω διατάγματος, τούτο αφορά τις δραστηριότητες παραγωγής και μεταποιήσεως σιδηρούχων μετάλλων, τις «εγκαταστάσεις φρίξεως ή θερμοσυσσωματώσεως μεταλλευμάτων, συμπεριλαμβανομένων και θειούχων μεταλλευμάτων» και τις «εγκαταστάσεις για την παραγωγή χυτοσιδήρου ή χάλυβα (πρωτογενής ή δευτερογενής τήξη) συμπεριλαμβανομένης και της συνεχούς χυτεύσεως με δυναμικότητα άνω των 2,5 τόνων την ώρα». Όπως ορθώς παρατηρεί το Conseil d’État, αυτή η επανάληψη του περιεχομένου της οδηγίας επιβαλλόταν από την τελευταία η οποία στερεί από τα κράτη μέλη τη δυνατότητα να αποκλείσουν τις δραστηριότητες που αναφέρει το παράρτημα I αυτής από το πεδίο εφαρμογής του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου.

    11.

    Επομένως, η αμφισβήτηση της συνταγματικότητας του διατάγματος ισοδυναμούσε με έμμεση αμφισβήτηση της συμφωνίας προς το γαλλικό σύνταγμα της ίδιας της οδηγίας. Επί του σημείου αυτού, το Conseil d’État αρχίζει με υπόμνηση της υπεροχής του Συντάγματος στην εσωτερική έννομη τάξη. Παρατηρεί, ωστόσο, ότι προκύπτει από την αποδοχή εκ μέρους του συνταγματικού νομοθέτη της συμμετοχής της Γαλλίας στην ευρωπαϊκή οικοδόμηση που διατυπώθηκε στο άρθρο 88-1 του γαλλικού συντάγματος της 4ης Οκτωβρίου 1958«η συνταγματική υποχρέωση μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο των οδηγιών», στην οποία δεν είναι δυνατό, επομένως, να παρεμβάλλονται κατ’ αρχήν εμπόδια. Ως εκ τούτου, ο έλεγχος τηρήσεως από μια οδηγία των αρχών και κανόνων συνταγματικού χαρακτήρα δεν μπορεί να ασκείται από το Conseil d’État παρά μόνον ελλείψει ισοδύναμης προστασίας, δηλαδή εφόσον δεν υπάρχει κανόνας ή γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου που, λαμβάνοντας υπόψη τον χαρακτήρα ή το περιεχόμενό τους, όπως ερμηνεύονται στο παρόν στάδιο εξελίξεως της κοινοτικής νομοθεσίας, διασφαλίζουν με την εφαρμογή τους την πραγματική τήρηση της διατάξεως ή της συνταγματικής αρχής της οποίας γίνεται επίκληση. Αντιθέτως, αν υπάρχει ισοδυναμία προστασίας, ο εθνικός δικαστής προβαίνει στη «μεταφορά» ( 4 ) στην κοινοτική σφαίρα της συγκρούσεως μεταξύ της κοινοτικής διατάξεως και της εθνικής συνταγματικής διατάξεως: ο λόγος που αντλείται από την παράβαση των κανόνων ή την παραβίαση αρχών συνταγματικού χαρακτήρα αναχαρακτηρίζεται, οπότε η αμφισβήτηση της συνταγματικότητας της οδηγίας καθίσταται αμφισβήτηση της ισχύος της βάσει του κοινοτικού δικαίου και η εκτίμηση του βασίμου της αμφισβητήσεως αυτής, σε περίπτωση σοβαρής δυσχέρειας, παραπέμπεται στο Δικαστήριο σύμφωνα με τη νομολογία Foto-Frost ( 5 ).

    12.

    Εφαρμόζοντας τη σχάρα ελέγχου που διαμορφώθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Conseil d’État διαπιστώνει κατ’ αρχάς ότι το δικαίωμα ιδιοκτησίας και η ελευθερία ασκήσεως επιχειρηματικών δραστηριοτήτων διασφαλίζονται εξίσου και από την κοινοτική έννομη τάξη, κρίνει δε ότι η επίδικη οδηγία δεν μπορεί να θεωρηθεί ως προσβάλλουσα τα δικαιώματα αυτά. Ως προς την αιτίαση περί παραβιάσεως της συνταγματικής αρχής της ισότητας η οποία προκύπτει από την ομοιόμορφη αντιμετώπιση διαφορετικών καταστάσεων, το γαλλικό διοικητικό δικαστήριο την απορρίπτει ως ανενεργό διότι η συνταγματική αρχή της ισότητας, αντίθετα προς την κοινοτική αρχή της ισότητας, δεν επιβάλλει να αντιμετωπίζονται διαφορετικά οι διαφορετικές καταστάσεις ( 6 ).

    13.

    Απομένει ο λόγος περί παραβιάσεως της συνταγματικής αρχής της ισότητας η οποία οφείλεται στην διαφορετική αντιμετώπιση παρόμοιων καταστάσεων. Συναφώς, το Conseil d’État σημειώνει ότι υπάρχει μια γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου η οποία, από το περιεχόμενο που της προσδίδει η νομολογία του Δικαστηρίου, «διασφαλίζει την πραγματική εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ισότητας». Και η ισχύς της οδηγίας της 13ης Οκτωβρίου 2003 δυνάμει αυτής της κοινοτικής αρχής της ισότητας δημιουργεί σοβαρή δυσχέρεια. Οι αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου ως προς το κύρος της οδηγίας ενισχύονται από τις ακόλουθες σκέψεις: οι βιομηχανίες πλαστικών και αλουμινίου βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση με εκείνη των βιομηχανιών του χαλυβουργικού τομέα διότι εκπέμπουν τα ίδια αέρια θερμοκηπίου με εκείνα για τα οποία η οδηγία της 13ης Οκτωβρίου 2003 θέλησε να περιορίσει την εκπομπή και βρίσκονται σε ανταγωνιστική κατάσταση προς τη χαλυβουργική βιομηχανία, στο μέτρο που οι βιομηχανίες αυτές παράγουν εν μέρει υλικά τα οποία μπορούν να υποκαταστήσουν εκείνα που παράγει η χαλυβουργική βιομηχανία· όμως, αυτές τυγχάνουν διαφορετικής μεταχειρίσεως διότι δεν καλύπτονται, καθ’ εαυτές, από το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων αερίων θερμοκηπίου· η ύπαρξη μιας αντικειμενικής δικαιολογίας για μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση είναι αμφίβολη, έστω και αν η απόφαση να μην περιληφθούν αμέσως, ως τέτοιες, οι βιομηχανίες πλαστικών και αλουμινίου στο σύστημα λήφθηκε ενόψει του σχετικού μεριδίου τους στις συνολικές εκπομπές αερίων θερμοκηπίου και της αναγκαιότητας να διασφαλισθεί η προοδευτική εφαρμογή ενός συνολικού μηχανισμού.

    14.

    Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το Conseil d’État κρίνει αναγκαίο να υποβάλει ερώτημα στο Δικαστήριο ως προς το ζήτημα του κύρους της οδηγίας της 13ης Οκτωβρίου 2003 ενόψει της αρχής της ισότητας καθόσον η οδηγία εφαρμόζεται στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου για τις εγκαταστάσεις του χαλυβουργικού τομέα χωρίς να περιλάβει σ’ αυτό τις βιομηχανίες αλουμινίου και πλαστικών.

    III — Εκτίμηση

    15.

    Μπορεί να φαίνεται ότι, δεδομένου ότι κλήθηκε να εκδικάσει τη συμφωνία της οδηγίας της 13ης Οκτωβρίου 2003 προς το γαλλικό σύνταγμα, το Conseil d’État αντιμετώπισε την απίθανη άσκηση να συμφιλιώσει το ασυμφιλίωτο: πώς να διασφαλίσει την προστασία του Συντάγματος στην εσωτερική έννομη τάξη χωρίς να θίξει την υπαρξιακή απαίτηση υπεροχής του κοινοτικού δικαίου; αυτή η ανταγωνιστική διεκδίκηση νομικής κυριαρχίας εκφράζει την ίδια την εκδήλωση του νομικού πλουραλισμού που σφραγίζει την πρωτοτυπία της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκληρώσεως. Από τη λύση που της έδωσε το αιτούν δικαστήριο γεννήθηκε το παρόν προδικαστικό ερώτημα. Όχι μόνον δεν καταλήγει σε προσβολή της ομοιόμορφης εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, αλλά οδηγεί το αρμόδιο δικαστήριο να ζητήσει, με προδικαστικό ερώτημα, τη συνδρομή του Δικαστηρίου προκειμένου να διασφαλίσει την τήρηση από τις κοινοτικές πράξεις των αξιών και αρχών που αναγνωρίζονται επίσης από το εθνικό τους σύνταγμα. Δεν μπορεί να υπάρχει στην πρόσκληση αυτή τίποτε που να μας εκπλήσσει. Δεδομένου ότι η ίδια η Ένωση στηρίζεται στις συνταγματικές αρχές που είναι κοινές στα κράτη μέλη, όπως υπενθυμίζει το άρθρο 6, παράγραφος 1, ΣΕΕ. Στην πραγματικότητα, αυτό που το Conseil d’État ζητεί από το Δικαστήριο, δεν είναι να εξακριβώσει τη συμφωνία μιας κοινοτικής πράξεως προς ορισμένες εθνικές συνταγματικές αξίες —εξάλλου δεν μπορούσε να το πράξει— αλλά να ελέγξει τη νομιμότητά της υπό το φως ανάλογων ευρωπαϊκών συνταγματικών αξιών. Δια της οδού αυτής εκείνο το οποίο εκ πρώτης όψεως, φαινόταν ασυμβίβαστο, κατέστη στην πράξη συμβατό. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι εθνικές έννομες τάξεις στηρίζονται στις ίδιες θεμελιώδεις νομικές αξίες. Ενώ καθήκον των εθνικών δικαστηρίων είναι να διασφαλίζουν την τήρηση αυτών των αξιών στο πεδίο εφαρμογής των συνταγμάτων τους, ευθύνη του Δικαστηρίου είναι να πράττει το ίδιο στο πλαίσιο της κοινοτικής έννομης τάξης.

    16.

    Το άρθρο 6 ΣΕΕ εκφράζει τον σεβασμό που οφείλεται στις εθνικές συνταγματικές αξίες. Υποδεικνύει επίσης τα ίδια τα μέσα θεραπείας για την πρόληψη μιας πραγματικής συγκρούσεως με τις αρχές αυτές, ειδικότερα στηρίζοντας τις συνταγματικές βάσεις της Ενώσεως στις συνταγματικές αρχές που είναι κοινές στα κράτη μέλη. Με τη διάταξη αυτή, τα κράτη μέλη εξασφάλισαν ότι το δίκαιο της Ενώσεως δεν θα απειλεί τις θεμελιώδεις αρχές των συνταγμάτων τους. Συγχρόνως, ωστόσο, μεταβίβασαν τη φροντίδα προστασίας των αξιών αυτών στο πεδίο του κοινοτικού δικαίου στο Δικαστήριο. Συναφώς, το Conseil d’État ορθώς πράττει εφόσον συνάγει την ύπαρξη ταυτότητας μεταξύ των θεμελιωδών αρχών του συντάγματός του και εκείνων της κοινοτικής έννομης τάξης. Πρέπει ωστόσο να υπογραμμιστεί ότι αυτή η νομική ισότητα δεν μπορεί να διασφαλιστεί παρά μόνο σε ένα ολοκληρωμένο σύστημα και το οποίο δεν μπορεί να είναι παρά μόνο στο κοινοτικό επίπεδο και μέσω των μηχανισμών που προβλέπει η Συνθήκη. Αυτή η ταυτότητα του συστήματος μνημονεύεται στο άρθρο 6 ΣΕΕ και η οποία διασφαλίζει ότι δεν θίγονται τα εθνικά συντάγματα, έστω και αν αυτά δεν μπορούν πλέον να χρησιμοποιούνται ως κανόνες αναφοράς για τον έλεγχο της νομιμότητας των κοινοτικών πράξεων. Αν τούτο συνέβαινε, στο μέτρο που το περιεχόμενο και τα εργαλεία προστασίας των εθνικών συνταγμάτων διαφέρουν σημαντικά, η εφαρμογή των κοινοτικών πράξεων μπορούσε να είναι αντικείμενο παρεκκλίσεων σε ένα κράτος μέλος και όχι στα άλλα. Παρόμοιο αποτέλεσμα θα αντέβαινε προς τις αρχές που διαλαμβάνει το άρθρο 6 ΣΕΕ και, ειδικότερα, το ότι η Κοινότητα νοείται ως Κοινότητα δικαίου. Με άλλα λόγια, αν ήταν δυνατόν να γίνει επίκληση των εθνικών συνταγμάτων για να επιβληθεί μια επιλεκτική και εισάγουσα διακρίσεις εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων στο έδαφος της Ενώσεως, παραδόξως η συμφωνία της κοινοτικής έννομης τάξης προς τις συνταγματικές παραδόσεις που είναι κοινές στα κράτη μέλη θα είχε αλλοιωθεί. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, στην υπόθεση Internationale Handelsgesellschaft, το Δικαστήριο έκρινε ότι «η επίκληση προσβολής είτε των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως έχουν διατυπωθεί από το Σύνταγμα ενός κράτους μέλους, είτε των αρχών μιας εθνικής συνταγματικής δομής δεν θα μπορούσε να θίξει το κύρος μιας πράξης της Κοινότητας ή την ισχύ της στο έδαφος του κράτους αυτού» ( 7 ). Η υπεροχή του κοινοτικού δικαίου συνιστά επομένως υπαρξιακή επιταγή της έννομης τάξης μιας Κοινότητας δικαίου.

    17.

    Το άρθρο 6 ΣΕΕ περιορίζεται να εξηγήσει αυτό που θα προέκυπτε από αυτή την υπαρξιακή επιταγή, δηλαδή την εξέταση του συμβατού των κοινοτικών πράξεων προς τις συνταγματικές αξίες και αρχές των κρατών μελών δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνον μέσω του ίδιου του κοινοτικού δικαίου και περιορίζεται, κατά το ουσιώδες, στις θεμελιώδεις αρχές που περιλαμβάνονται στις κοινές συνταγματικές τους παραδόσεις. Δεδομένου ότι το κοινοτικό δίκαιο έχει ενσωματώσει (οικειοποιηθεί) τις συνταγματικές αξίες των κρατών μελών, τα εθνικά συντάγματα πρέπει να προσαρμόσουν τις απαιτήσεις τους ως προς την υπεροχή, προκειμένου να τηρούν την υπαρξιακή επιταγή της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου στο πεδίο εφαρμογής του. Τούτο δεν σημαίνει ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν διαδραματίζουν κανένα ρόλο στην ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στις γενικές αρχές και στα κοινοτικά θεμελιώδη δικαιώματα. Αντιθέτως, είναι συμφυές προς την ίδια τη φύση των συνταγματικών αξιών της Ενώσεως ως συνταγματικές αρχές που είναι κοινές στα κράτη μέλη που πρέπει να διευκρινιστούν και να αναπτυχθούν από το Δικαστήριο σε συνεχή διάλογο με τα εθνικά δικαστήρια, ειδικότερα εκείνα τα οποία είναι επιφορτισμένα με την αυθεντική ερμηνεία των εθνικών συνταγμάτων. Το πρόσφορο εργαλείο για τον διάλογο αυτόν είναι η προδικαστική παραπομπή και σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει να κατανοηθεί το υπό εξέταση ερώτημα.

    18.

    Υπό το ευεργέτημα αυτών των προκαταρκτικών παρατηρήσεων, προκύπτει ότι με την υπό εξέταση προδικαστική παραπομπή καλείται το Δικαστήριο να απαντήσει σε δύο ερωτήματα. Το πρώτο αφορά τα σημεία επί των οποίων ο έλεγχός του ως προς το κύρος της επίδικης οδηγίας μπορεί να ασκηθεί. Είναι το ζήτημα του εύρους της εξετάσεως του κύρους. Η δεύτερη αντιστοιχεί στο ίδιο το αντικείμενο του προδικαστικού ερωτήματος. Είναι το ζήτημα της συμφωνίας της βαλλόμενης οδηγίας προς την αρχή της ισότητας.

    Α — Το εύρος της εξετάσεως περί του κύρους

    19.

    Το προδικαστικό ερώτημα περί του κύρους που υπέβαλε το αιτούν εθνικό δικαστήριο αφορά μόνο τη συμφωνία της οδηγίας 2003/87 προς την αρχή της ισότητας «στο μέτρο που με αυτήν εφαρμόζεται το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου στις εγκαταστάσεις του τομέα της βιομηχανίας σιδήρου και χάλυβα χωρίς να περιλαμβάνονται σ’ αυτό οι βιομηχανίες αλουμινίου και πλαστικών». Οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης καλούν ωστόσο το Δικαστήριο να διευρύνει την εξέτασή του περί του κύρους στους άλλους λόγους νομιμότητας, οι περισσότεροι των οποίων είχαν ήδη ουσιαστικά προβληθεί στο πλαίσιο της εθνικής δικαστικής διαδικασίας. Οι λόγοι αυτοί αντλούνται από την παραβίαση της αρχής της ισότητας καθόσον η οδηγία περιλαμβάνει επίσης ομοιόμορφη μεταχείριση διαφορετικών καταστάσεων, της αρχής της ελευθερίας εγκαταστάσεως, προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας, του δικαιώματος ελεύθερης ασκήσεως επαγγελματικών δραστηριοτήτων και παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της ασφαλείας δικαίου.

    20.

    Οι λόγοι αυτοί που προβάλλουν οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης είναι παραδεκτοί; Μέχρι πού μπορεί να βαίνει ο έλεγχος νομιμότητας εκ μέρους του Δικαστηρίου όταν επιλαμβάνεται προδικαστικού ερωτήματος περί εκτιμήσεως του κύρους;

    21.

    Αποτελεί αρχή ότι η εξέταση στην οποία προβαίνει το Δικαστήριο στο πλαίσιο μιας προδικαστικής παραπομπής οριοθετείται από το ερώτημα που υποβάλλει το Δικαστήριο της ουσίας. Οι διάδικοι δεν μπορούν να μεταβάλουν το περιεχόμενο ( 8 ) ούτε το Δικαστήριο να δεχθεί το αίτημά τους ( 9 ). Ο λόγος είναι ότι το άρθρο 234 ΕΚ θεσπίζει την άμεση συνεργασία μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων μέσω διαδικασίας όπου ελλείπει η αντιδικία και ανεξάρτητης από κάθε πρωτοβουλία των διαδίκων κατά τη διάρκεια της οποίας αυτοί προσκαλούνται μόνο να εκθέσουν τις απόψεις τους ( 10 ). Η δικαστική συνεργασία την οποία η διάταξη αυτή ρυθμίζει στηρίζεται στη σαφή διάκριση των αρμοδιοτήτων μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, με συνέπεια να εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί, να εκτιμήσει, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της υποθέσεως που εκκρεμεί ενώπιόν του, τόσο το αν η έκδοση δικαστικής αποφάσεως είναι αναγκαία προκειμένου να μπορέσει να εκδώσει τη δική του απόφαση όσο και το αν τα ερωτήματα που υποβάλλει στο Δικαστήριο είναι λυσιτελή ( 11 ). Σ’ αυτούς τους ουσιαστικούς λόγους οι οποίοι οφείλονται στην ίδια τη φύση της προδικαστικής διαδικασίας προστίθεται ένας άλλος λόγος διαδικαστικής τάξεως, κατά τον οποίο κάθε μεταβολή της ουσίας των προδικαστικών ερωτημάτων θα επηρέαζε την υποχρέωση του Δικαστηρίου να διασφαλίζει στις κυβερνήσεις των κρατών μελών και στα ενδιαφερόμενα μέρη τη δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 23 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου (πρώην άρθρο 20), λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι, βάσει της διατάξεως αυτής, στα ενδιαφερόμενα μέρη κοινοποιούνται μόνον οι αποφάσεις περί παραπομπής ( 12 ).

    22.

    Ασφαλώς, ο σεβασμός της αρμοδιότητας του εθνικού δικαστηρίου για τον καθορισμό του πλαισίου της προδικαστικής εξετάσεως δεν αποκλείει ορισμένη ευελιξία. Έτσι, αν το προδικαστικό ερώτημα περί του κύρους διατυπώνεται κατά τρόπο ανοικτό, δηλαδή η διατύπωσή του δεν διευκρινίζει τις αιτίες ακυρότητας παρά μόνον ως παράδειγμα, το Δικαστήριο φρονεί ότι δικαιούται να προβαίνει στην ευρύτερη εξέταση του κύρους ( 13 ). Έτι περισσότερο, ενίοτε επιδεικνύει μια πολύ μεγάλη ελευθερία ως προς τη διατύπωση των ερωτημάτων και δεν διστάζει, εφόσον συντρέχει περίπτωση, να τα αναδιατυπώσει. Συμβαίνει ακόμη να μεταβάλει ένα ερώτημα περί ερμηνείας σε ερώτημα περί του κύρους ( 14 ). Εξάλλου, η ερμηνεία που δίνεται σε κοινοτικό μέτρο μπορεί ενίοτε να το οδηγήσει στην εκτίμηση του κύρους ( 15 ), ή ακόμη και να αναγνωρίσει την ακυρότητά του ( 16 ).

    23.

    Πάντως, όταν το προδικαστικό ερώτημα αναφέρει τις αιτίες ακυρότητας, το Δικαστήριο, εκτός από την ενδεχόμενη εξέταση αυτεπαγγέλτως ενός λόγου δημοσίας τάξεως ( 17 ), περιορίζει τον έλεγχό του στην εξέταση των εν λόγω αιτιών αποκλειομένων των λόγων που προβάλλουν οι διάδικοι της κύριας δίκης οι οποίοι δεν έγιναν δεκτοί από το εθνικό δικαστήριο ( 18 ). Τούτο επιβάλλει η εμπιστοσύνη που οφείλεται στο εθνικό δικαστήριο ως κοινοτικού δικαστηρίου και τον σεβασμό της αποστολής που ασκεί υπό την ιδιότητα αυτή, απ’ όπου έπεται ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να επανέλθει στην εκτίμηση που διατύπωσε το εθνικό δικαστήριο ως προς τη νομιμότητα μιας κοινοτικής πράξεως, εφόσον δεν υπάρχει ο κίνδυνος να τεθεί υπό αμφισβήτηση η ομοιόμορφη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου ( 19 ).

    24.

    Το Δικαστήριο δεν θα πρέπει επίσης να συζητήσει τους λόγους ακυρότητας της οδηγίας 2003/87/ΕΚ, που επικαλούνται οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης με τις παρατηρήσεις τους, που αντλούνται από την παραβίαση των γενικών αρχών πλην εκείνης της ισότητας. Το επιχείρημα που προβάλλουν οι προσφεύγουσες σχετικά με την ύπαρξη προσφυγής περί ακυρώσεως κατά της επίδικης οδηγίας που εκκρεμεί ενώπιον του Πρωτοδικείου, προς στήριξη του οποίου οι προβαλλόμενοι λόγοι είναι ευρύτεροι από τον λόγο ακυρότητας στον οποίο παραπέμπει το Conseil d’État, δεν μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικό συμπέρασμα. Κατά συνέπεια, η ευθυγράμμιση του εύρους της εκ μέρους του Δικαστηρίου εξετάσεως με εκείνη του Πρωτοδικείου σημαίνει παραγνώριση της αυτονομίας των δύο μέσων έννομης προστασίας που συνιστούν η προσφυγή περί ακυρώσεως και η προδικαστική παραπομπή, δεδομένου ότι η ρύθμιση καθενός από αυτά επινοήθηκε σε συνάρτηση με το αντικείμενό τους.

    25.

    Μπορεί ωστόσο το Δικαστήριο να εξετάσει τον ισχυρισμό περί παραβιάσεως της αρχής της ισότητας λόγω πανομοιότυπης μεταχειρίσεως διαφορετικών καταστάσεων που οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης προβάλλουν τόσον ενώπιον του Δικαστηρίου όσο και ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου; Είναι αληθές ότι, κατά το περιεχόμενο που της προσδίδει η νομολογία του Δικαστηρίου, η κοινοτική αρχή της ισότητας τείνει να απαγορεύσει όχι μόνον τη διαφορετική μεταχείριση παρόμοιων καταστάσεων αλλά ακόμη την ομοιόμορφη μεταχείριση διαφορετικών καταστάσεων ( 20 ). Η δυσχέρεια ανακύπτει λόγω του ότι η διάταξη επί της οποίας οι προσφεύγουσες, στο πλαίσιο της διαδικασίας της κύριας δίκης, είχαν στηρίξει την αιτίαση που αντλείται από την ομοιόμορφη μεταχείριση διαφορετικών καταστάσεων δεν ήταν η κοινοτική αρχή της ισότητας. Είχαν επικαλεσθεί την αρχή του γαλλικού συνταγματικού δικαίου περί ισότητας, αναπτύσσοντας έτσι την κριτική βάσει του εσωτερικού δικαίου περί της συνταγματικότητας της οδηγίας. Όμως, δεδομένου ότι η γαλλική αρχή δεν αντιτίθεται στην πανομοιότυπη μεταχείριση διαφορετικών καταστάσεων, το Conseil d’État απέρριψε τον λόγο αυτόν ως ανενεργό χωρίς να εξετάσει τη βασιμότητά του. Με άλλα λόγια, λόγω του περισσότερο περιορισμένου περιεχομένου του εσωτερικού δικαίου στον τομέα της ισότητας, πεδίο επί του οποίου τοποθετήθηκαν οι προσφεύγουσες, η επιχειρηματολογία τους δεν υποχρέωνε το αιτούν δικαστήριο να επιλύσει τη σύγκρουση μεταξύ της οδηγίας και του εθνικού συνταγματικού δικαίου. Το εν λόγω δικαστήριο δεν όφειλε επομένως, προκειμένου να αποφύγει τον έλεγχο της συμφωνίας της οδηγίας προς το γαλλικό σύνταγμα που θα παρεμπόδιζε την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, να μεταφέρει τη σύγκρουση στην κοινοτική σφαίρα με αναχαρακτηρισμό του λόγου περί συνταγματικότητας σε λόγο αντλούμενο από την παραβίαση της κοινοτικής αρχής της ισότητας και με παραπομπή της εξετάσεώς της από το Δικαστήριο.

    26.

    Η τύχη του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από την ομοιόμορφη μεταχείριση διαφορετικών καταστάσεων θα ήταν αναμφίβολα διαφορετική αν οι προσφεύγουσες είχαν στηριχθεί στην κοινοτική αρχή της ισότητας: ο δικαστής της κύριας δίκης θα είχε εξετάσει τη βασιμότητά του και, σε περίπτωση αμφιβολίας ως προς το κύρος της οδηγίας, θα παρέπεμπε το ζήτημα στο Δικαστήριο. Δεχόμενο, παρά ταύτα, να ασκήσει τον έλεγχό του επ’ αυτής της διαστάσεως της αρχής της ισότητας, το Δικαστήριο θα μπορούσε επομένως να δώσει την εσφαλμένη εντύπωση ότι επανορθώνει σφάλμα δικαστικής στρατηγικής.

    27.

    Αντίθετα, το να μην αποφανθεί επί του λόγου αυτού ισοδυναμεί, τελικά, με ευθυγράμμιση του περιεχομένου της κοινοτικής αρχής της ισότητας προς το περιεχόμενο, λιγότερο προστατευτικό, της αντίστοιχης αρχής του γαλλικού δικαίου. Τούτο θα αντέβαινε προς την αυτονομία του κοινοτικού δικαίου. Επομένως, νομίζω ότι το Δικαστήριο θα πρέπει επίσης να εξετάσει την αιτίαση που αντλείται από την ομοιόμορφη μεταχείριση διαφορετικών καταστάσεων. Εξάλλου, στο μέτρο που, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο έλεγχος του κύρους θα περιοριζόταν στην εξακρίβωση σεβασμού της αρχής η οποία αιτιολόγησε τις αμφιβολίες και την παραπομπή του αρμόδιου δικαστηρίου, μπορεί να υποστηριχθεί, χωρίς μεγάλη επιμονή στις παγιωμένες λύσεις στον τομέα αυτόν, ότι η εκ μέρους του Δικαστηρίου εξέταση παραμένει «εντός του πλαισίου του προδικαστικού ερωτήματος» που του υποβλήθηκε ( 21 ).

    Β — Το κύρος της οδηγίας 2003/87 ενόψει της αρχής της ισότητας

    28.

    Η γενική αρχή της ισότητας, ως γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, επιβάλλει «να μην αντιμετωπίζονται παρόμοιες καταστάσεις κατά τρόπο διαφορετικό και διαφορετικές καταστάσεις καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός αν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς» ( 22 ).

    29.

    Η εξέταση του κύρους της επίδικης οδηγίας ενόψει της κοινοτικής αρχής της ισότητας πρέπει, όπως ελέχθη, να αφορά τις δύο διαστάσεις που της αναγνωρίζει η νομολογία του Δικαστηρίου.

    30.

    Πριν από την εξέταση αυτή, επιβάλλεται να υπομνησθεί το αντικείμενο και το εύρος του ελέγχου τηρήσεως της αρχής της ισότητας που εφάρμοσε το Δικαστήριο.

    31.

    Η αρχή της ισότητας δημιουργεί τεκμήριο, βάσει του οποίου κάθε διαφορετική μεταχείριση συνιστά δυσμενή διάκριση, εκτός αν ο νομοθέτης προβάλλει αποδεκτή δικαιολογία ( 23 ), δηλαδή αντικειμενική και εύλογη ( 24 ). Σε όλα τα δικαιοδοτικά συστήματα, το εύρος του ελέγχου που ασκείται επί της δικαιολογίας αυτής και επί της διαφορετικής μεταχειρίσεως που προκύπτει απ’ αυτήν ποικίλλει ανάλογα με τον τομέα και ανάλογα με τους λόγους διαφοροποιήσεως που δέχεται ο νομοθέτης ( 25 ).

    32.

    Αν αυτός ο τελευταίος χρησιμοποιεί ύποπτες ταξινομήσεις, δηλαδή που συνδέονται με τη φυλή, το φύλο, την εθνική καταγωγή, τις πολιτικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις (…), ο έλεγχος θα είναι πολύ αυστηρός και μπορεί να επεκταθεί μέχρι τον πολύ στενό έλεγχο της αναλογικότητας. Ομοίως, στο κοινοτικό δίκαιο, η ρητή πρόληψη που εκφράζεται με τη Συνθήκη έναντι ορισμένων κριτηρίων διαφοροποιήσεως, όπως η ιθαγένεια (άρθρο 12 ΕΚ) όπου τα κριτήρια τα οποία διαλαμβάνει το άρθρο 13 ΕΚ, που δημιουργεί τεκμήριο δυσμενούς διακρίσεως το οποίο θέτει σε κίνηση, και στην περίπτωση αυτή, τον δικαστικό έλεγχο που περιλαμβάνει γενικώς αυστηρή εξέταση της αναλογικότητας.

    33.

    Σε ορισμένους τομείς αντιθέτως, ειδικότερα σ’ αυτόν της οικονομικής και κοινωνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, και εφόσον ο νομοθέτης δεν καταφεύγει σε τέτοιες ύποπτες ταξινομήσεις, δηλαδή εφόσον κρίνεται η ισότητα ενώπιον του νόμου, ο βαθμός εντάσεως του έλεγχου είναι λιγότερο υψηλός. Η διαπίστωση αυτή ισχύει για όλα τα εθνικά δικαιοδοτικά συστήματα, έστω και αν τα δηλωτικά αυτού του περιορισμού του έλεγχου (reasonableness, rational basis, erreur manifeste, Willkürverbot, […]) και το εύρος αυτού μπορούν να ποικίλλουν. Γι’ αυτόν τον μικρότερο βαθμό ελέγχου μπορούν να προβληθούν τρεις δικαιολογίες. Πρώτον, επειδή μπορεί να γίνει επίκληση της αρχής της ισότητας κατά οποιουδήποτε είδους κυβερνητικών μέτρων, ανεξάρτητα από τα συμφέροντα ή τις δραστηριότητες που επηρεάζονται, αν οι δικαστές ασκούσαν πάντοτε εμπεριστατωμένο έλεγχο θα υπέβαλλαν συχνά τις οικονομικές και κοινωνικές επιλογές του νομοθέτη σε μια δεύτερη εκτίμηση, πράγμα που θα έθετε υπό αμφισβήτηση τόσο τη νομιμότητά τους όσο και την ικανότητά τους δικαστικής αντιμετωπίσεως. Δεύτερον, κάθε νομοθετική δραστηριότητα συνεπάγεται επιλογές και περιλαμβάνει αναδιανεμητικά αποτελέσματα: κατ’ αρχήν, καίτοι οι επιλογές αυτές και τα αναδιανεμητικά αποτελέσματα ευνοούν αναπόφευκτα ορισμένες κοινωνικές ή οικονομικές κατηγορίες εις βάρος άλλων, δεν συνιστούν δυσμενείς διακρίσεις και εναπόκειται στην πολιτική διαδικασία να συζητά, καθορίζει και κατανέμει τα αναδιανεμητικά αυτά αποτελέσματα. Τρίτον, μόνον όταν ειδικές ομάδες, οι οποίες συχνά υποαντιπροσωπεύονται στη διαδικασία λήψεως πολιτικής αποφάσεως, εξακριβώνονται και προστατεύονται από τον νόμο οι δικαστές νομιμοποιούνται να θέσουν σε εφαρμογή ένα περισσότερο αυστηρό έλεγχο των διαφοροποιήσεων στη μεταχείριση που αποφασίζει η πολιτική.

    34.

    Ανάλογες σκέψεις οδηγούν επίσης στο κοινοτικό δίκαιο, στην αναγνώριση μιας διακριτικής ευχέρειας στον κάτοχο της κανονιστικής εξουσίας και στον συνακόλουθο περιορισμό του δικαστικού ελέγχου. Δεδομένου ότι η διενέργεια επιλογών και η διαιτησία μεταξύ αποκλινόντων συμφερόντων προϋποθέτει την εφαρμογή σύνθετων εκτιμήσεων, το Δικαστήριο αναγνώρισε προς τούτο στον κοινοτικό νομοθέτη ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως είτε στον γεωργικό ( 26 ), κοινωνικό ( 27 ), εμπορικό ( 28 ) ή ακόμη στον τομέα των μεταφορών ( 29 ). Το ίδιο επίσης ισχύει στον τομέα της περιβαλλοντικής πολιτικής «λόγω της ανάγκης σταθμίσεως ορισμένων από τους στόχους και τις αρχές του άρθρου 130 R της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 174 ΕΚ), όσο και λόγω της περίπλοκης εφαρμογής των κριτηρίων που ο κοινοτικός νομοθέτης οφείλει να τηρεί στο πλαίσιο της υλοποιήσεως της περιβαλλοντικής πολιτικής» ( 30 ).

    35.

    Κατά συνέπεια, προκειμένου να σέβεται την εξουσία διακριτικής ευχέρειας των κοινοτικών οργάνων και να μην παρεμβαίνει, περιφρονώντας τη διάκριση των εξουσιών, στις πολιτικές ευθύνες που υπέχουν υποκαθιστώντας με την εκτίμησή του την εκτίμηση που επιφυλάσσεται στα εν λόγω όργανα ( 31 ), το Δικαστήριο περιορίζει τον έλεγχό του, εφόσον δεν γίνεται λόγος για ύποπτες ταξινομήσεις, στην έρευνα της διαπραχθείσας πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως που έγινε με τις νομοθετικές επιλογές. Αυτός ο περιορισμός του δικαστικού ελέγχου παρατηρείται σ’ αυτούς τους τομείς, ακόμη και όταν πρόκειται να εξακριβωθεί το συμβατό του ληφθέντος μέτρου προς τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου και, ειδικότερα, προς την αρχή της ισότητας ( 32 ).

    36.

    Αυτός ο περιορισμός του δικαστικού ελέγχου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έλλειψη ελέγχου. Όταν ο περιορισμένος έλεγχος αφορά την τήρηση της αρχής της ισότητας, μπορεί σχηματικά να παρουσιαστεί ως εξής:

    το Δικαστήριο εξετάζει κατ’ αρχάς αν οι διαφοροποιήσεις στις οποίες προέβη ο νομοθέτης εμπίπτουν σε αντικειμενικά κριτήρια, δηλαδή σχετίζονται με σκοπό που επιδιώκεται από την οικεία νομοθεσία ( 33 ) ·

    το Δικαστήριο μεριμνά επίσης, πάντοτε με γνώμονα να προλάβει την αυθαιρεσία, για τη διατήρηση εσωτερικής συνοχής της οικείας νομοθεσίας, δηλαδή για την τήρηση των αντικειμενικών κριτηρίων που δέχθηκε ο νομοθέτης και για τη στάθμιση που αποφάσισε να προβεί ως προς τα κριτήρια αυτά·

    τέλος, το Δικαστήριο εξετάζει την καταλληλότητα μεταξύ της διαφορετικής μεταχειρίσεως που θεσπίσθηκε και του επιδιωκόμενου σκοπού και, στην οπτική αυτή, συχνά περιορίζεται στο να ελέγξει αν το ληφθέν μέτρο δεν είναι προδήλως απρόσφορο.

    37.

    Τι είναι λοιπόν η πρόδηλη πλάνη; Ακόμη και αν πρόκειται για νομολογιακό πρότυπο το οποίο οριοθετεί το Δικαστήριο επ’ ευκαιρία κάθε υποθέσεως, από μια συστηματικοποίηση της νομολογίας του προκύπτει ότι η πρόδηλη πλάνη είναι κατ’ αρχάς η προφανής πλάνη. Θεωρητικά, βεβαίως, το πρόδηλο μπορεί να ανακαλυφθεί «με τον ενθουσιασμό ενός μύωπα ντετέκτιβ» ( 34 ) ή, αντιθέτως, να καταδιώκεται «με τον τρόπο (…) των μεγαλύτερων ηρώων της αστυνομικής λογοτεχνίας» ( 35 ). Αλλά, και στην περίπτωση αυτή, προκύπτει από μια προσεκτική ανάγνωση της κοινοτικής νομοθεσίας ότι, γενικά, η πλάνη είναι προφανής μόνον αν είναι αναμφισβήτητη: αν υφίσταται αμφιβολία, αν ο προσφεύγων δεν επιτυγχάνει να αποδείξει ότι η αρχή που οδηγείται ενώπιον του Δικαστηρίου τελεί σε άδικο· αν, για να λεχθεί διαφορετικά, η κοινοτική αρχή «είχε τη δυνατότητα» ή «μπορούσε» να εκδώσει την πράξη ( 36 ), δηλαδή μπορούσε να είχε δίκαιο, η προσφυγή απορρίπτεται. Η πρόδηλη πλάνη είναι επίσης η σοβαρή πλάνη, καθόσον είναι αληθές ότι η πλάνη η οποία φθάνει σε ένα ορισμένο όριο σοβαρότητας καθίσταται προφανής ( 37 ). Κατανοούμενη κατ’ αυτόν τον τρόπο, η έννοια της πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως δεν είναι πολύ απομακρυσμένη από την έννοια της reasonableness ή unreasonableness, η οποία περιορίζει την εξέταση εκ μέρους των βρετανικών δικαστηρίων της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων διακριτικής ευχέρειας ( 38 ). Εξάλλου, δεν είναι ασφαλώς τυχαίο το ότι το Δικαστήριο, σε ορισμένες αποφάσεις, αφού υπέμνησε τον περιορισμό του ελέγχου του, στον τομέα αυτόν, στην πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, απέρριψε τον λόγο ακυρώσεως, διότι η κοινοτική εξουσία «μπορούσε ευλόγως» να προβεί στην βαλλόμενη εκτίμηση ( 39 ), διότι αυτή ήταν «ευλόγως δεκτή» ( 40 ). Φαίνεται επίσης να είναι παραπλήσια προς την έννοια του αυθαιρέτου, που χρησιμοποιείται ειδικότερα στο γερμανικό δίκαιο ( 41 ).

    38.

    Αναζήτηση της σοβαρής, προφανούς πλημμέλειας, κύρωση της μη εύλογης εκτιμήσεως, ο έλεγχος της προφανούς πλάνης εκτιμήσεως δεν επιδιώκει επομένως το μέτρο του οποίου η θέσπιση απαιτούσε περίπλοκες εκτιμήσεις να ήταν το καλύτερο δυνατό· αναγνωρίζεται στον νομοθέτη κάποιο περιθώριο σφάλματος, υπό την προϋπόθεση ότι δεν γίνεται υπέρβαση του ορίου του προφανούς.

    39.

    Τέτοια είναι, νομίζω, το αντικείμενο και το εύρος του έλεγχου τηρήσεως της αρχής της ισότητας που εφαρμόζει το Δικαστήριο στον οικονομικό τομέα ( 42 ) και επομένως, σε μια τέτοια εξέταση θα επιδοθώ επί του παρόντος στην υπόθεση αυτή για τους σκοπούς της απαντήσεως στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα.

    1. Επί της διαφορετικής μεταχειρίσεως παρόμοιων καταστάσεων

    40.

    Το ερώτημα που υπέβαλε το γαλλικό Conseil d’État αφορά, το υπενθυμίζω, «το κύρος της οδηγίας της 13ης Οκτωβρίου 2003 ενόψει της αρχής της ισότητας στο μέτρο που με αυτήν εφαρμόζεται το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου στις εγκαταστάσεις του τομέα σιδήρου και χάλυβα χωρίς να περιλαμβάνονται σ’ αυτό οι βιομηχανίες αλουμινίου και πλαστικών». Από το σκεπτικό της αποφάσεως του αρμόδιου δικαστηρίου προκύπτει ότι οι αμφιβολίες που δικαιολόγησαν την υποβολή του εν λόγω προδικαστικού ερωτήματος αφορούν την ύπαρξη αντικειμενικής δικαιολογίας αυτής της διαφορετικής μεταχειρίσεως που θεσπίζεται με την βαλλόμενη οδηγία μεταξύ, αφενός, του τομέα σιδήρου και χάλυβα και, αφετέρου, των τομέων αλουμινίου και πλαστικών, ενώ οι εν λόγω τομείς βρίσκονταν σε παρόμοιες καταστάσεις.

    41.

    Αντικρούω αμέσως την αντίρρηση που προέβαλαν η Επιτροπή και το Κοινοβούλιο κατά την οποία, έστω και αν αποδειχθεί, η διαφορετική μεταχείριση παρόμοιων καταστάσεων δεν συνιστά δυσμενή διάκριση καθόσον δεν συνεπαγόταν, καθεαυτή, μειονέκτημα για τη χαλυβουργία σε σχέση με το αλουμίνιο ή το πλαστικό. Τα δύο κοινοτικά όργανα προβάλλουν ότι τα κράτη μέλη παραμένουν ελεύθερα ως προς τα συνολικά δικαιώματα που προτίθενται να παραχωρήσουν, για την κατανομή τους μεταξύ των τομέων και, επομένως, μπορούν να χορηγήσουν στον τομέα της χαλυβουργίας δικαιώματα τα οποία καλύπτουν το σύνολο των αναγκών τους. Προβάλλουν ακόμη ότι τα κράτη μέλη μπορούν να υποβάλουν τους μη περιλαμβανόμενους τομείς σε εθνικά μέτρα περισσότερο δεσμευτικά από ό,τι το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων, προκειμένου να τηρήσουν τις υποχρεώσεις τους για τη μείωση των αερίων θερμοκηπίου βάσει του πρωτοκόλλου του Κιότο. Η αντίρρηση αυτή ισοδυναμεί με το ότι η δυσμενής διάκριση που επιβάλλει ή επιτρέπει η οδηγία μπορεί να διορθωθεί από την πολιτική των κρατών μελών. Όμως, η ύπαρξη δυσμενούς διακρίσεως εκτιμάται ενόψει της νομοθετικής διατάξεως που βάλλεται και του μηχανισμού που θέτει σε εφαρμογή. Η αντίρρηση αυτή δεν μπορεί επομένως να ευδοκιμήσει.

    42.

    Για την καλύτερη οριοθέτηση του αντικειμένου του υποβληθέντος ερωτήματος, πρέπει να διευκρινιστεί ευθύς εξαρχής ότι για να εξετασθεί αν η διαφορετική μεταχείριση παρόμοιων καταστάσεων δικαιολογείται αντικειμενικά, δηλαδή στηρίζεται σε αντικειμενικό κριτήριο, ισοδυναμεί στην πραγματικότητα με τον προσδιορισμό του αν η διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται από τις διαφορετικές καταστάσεις ( 43 ). Πράγματι, οι καταστάσεις δεν είναι ποτέ ταυτόσημες από όλες τις απόψεις, η ισότητα ποτέ δεν μπορεί να ενυπάρχει στο σύνολο των όρων συγκρίσεως. Επομένως, η επιλογή του tertium comparationis η οποία θα επιτρέψει στον κοινοτικό νομοθέτη να απομονώσει μεταξύ των άπειρων χαρακτηριστικών των προς σύγκριση καταστάσεων εκείνα που ασκούν επιρροή προκειμένου να αποφασισθεί αν η ομοιότητά τους έχει καθοριστική σημασία. Όμως, η νομολογία επιβάλλει όπως το κριτήριο που γίνεται δεκτό να είναι «αντικειμενικό» ( 44 ), δηλαδή σε σχέση με το αντικείμενο και τον σκοπό της εφαρμοστέας κανονιστικής ρυθμίσεως ( 45 ). Με άλλα λόγια, βάσει των σκοπών του επίδικου μέτρου πρέπει να προσδιοριστεί αν οι σχετικές καταστάσεις είναι ανάλογες. Κατά συνέπεια, στο μέτρο που το κριτήριο της αντικειμενικής διαφοροποιήσεως, όπως το κριτήριο της συγκρίσεως των καταστάσεων, πρέπει να αναφέρεται στον επιδιωκόμενο σκοπό, η επίκλησή του για να δικαιολογηθεί η διαφορετική μεταχείριση παρόμοιων καταστάσεων ισοδυναμεί, σε τελική ανάλυση, με εκτίμηση ότι η προβαλλόμενη ταυτότητα καταστάσεων δεν ασκεί επιρροή ενόψει του επιδιωκόμενου σκοπού. Με άλλα λόγια, με το ερώτημα περί του κύρους που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας προδικαστικής παραπομπής, το Δικαστήριο καλείται να εξακριβώσει αν το ότι έχει περιληφθεί ο τομέας της χαλυβουργίας στο πεδίο εφαρμογής του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου και ο αποκλεισμός των τομέων του αλουμινίου και των πλαστικών δικαιολογείται από αντικειμενικές εκτιμήσεις, δηλαδή οι οποίες είναι συνάρτηση του αντικειμένου και του σκοπού της βαλλόμενης οδηγίας.

    43.

    Όμως, κατά το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής, το κοινοτικό σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου αποβλέπει στο να «προωθήσει τη μείωση εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά τρόπο αποδοτικό από πλευράς κόστους και οικονομικώς αποτελεσματικό». Ενόψει του στόχου αυτού, έστω και αν η ύπαρξη μιας σχέσεως ανταγωνισμού μεταξύ των ενδιαφερόμενων επιχειρηματιών μπορεί να διαδραματίσει ένα ρόλο, δεν μπορεί να θεωρηθεί καθαυτή ως καθοριστική. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι, όπως υποστηρίζουν το αιτούν δικαστήριο και οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης, οι βιομηχανίες χάλυβα και αλουμινίου είναι ανταγωνιστικές, δεν θα προέκυπτε ωστόσο ότι αυτές πρέπει να θεωρηθούν ότι βρίσκονται σε παρόμοιες καταστάσεις ανεξάρτητα από τους επιδιωκόμενους στόχους ( 46 ) και ότι έπρεπε, επομένως, να τύχουν της ίδιας μεταχειρίσεως ενόψει του κοινοτικού συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου.

    44.

    Ωστόσο, ο επιδιωκόμενος στόχος μειώσεως των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου επιβάλλει à priori την υπαγωγή όλων των βιομηχανικών τομέων που εκπέμπουν τέτοια αέρια στην επίδικη οδηγία και, κατά συνέπεια, τους τομείς επίσης των μη σιδηρούχων μεταλλευμάτων και της χημικής βιομηχανίας. Αλλά η θέση σε εφαρμογή εκ μέρους της Κοινότητας ενός συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου εντάσσεται στο πλαίσιο μιας βήμα με βήμα προσεγγίσεως, αποκαλούμενης επίσης learning by doing. Όπως όλα τα παρεμβαίνοντα κοινοτικά όργανα υπογράμμισαν, το σύστημα που θέσπισε η οδηγία 2003/87/ΕΚ ήταν το πρώτο του είδους αυτού στον κόσμο. Θα αποτελούσε το παράδειγμα όχι μόνον για τους εμπλεκόμενους εντός της Κοινότητας αλλά ακόμη για τα τρίτα κράτη και, προς τούτο, επιτακτικά θα καταδεικνυόταν η αποτελεσματικότητά του. Η νεωτερικότητα του μηχανισμού, η περιπλοκότητα στη συγκρότηση του ελέγχου, κοινοποίηση και εξακρίβωση των εκπομπών που προϋποθέτει η εφαρμογή του, επέβαλλαν μια κάποια φρόνηση. Έπρεπε να αποφευχθεί η εφαρμογή ευθύς εξαρχής ενός συστήματος του οποίου το πεδίο εφαρμογής θα περιελάμβανε τους περισσότερους βιομηχανικούς τομείς και την πλειονότητα των αερίων θερμοκηπίου. Η πολύ μεγάλη φιλοδοξία εμπεριείχε τον κίνδυνο να οδηγήσει στην αποτυχία όπως μας το θυμίζει η λαϊκή σοφία: όποιος κυνηγά πολλούς λαγούς χάνει και τον ένα.

    45.

    Όντως, ειδικότερα στους τομείς οι οποίοι συνεπάγονται άγνωστους κοινωνικούς κινδύνους και/ή στους οποίους ο νομοθέτης εισάγει νέες πολιτικές, είναι συχνά συνετό, και κοινοτοπία, να ενεργεί με σύνεση εφαρμόζοντας δοκιμαστικά, σε περιορισμένα πεδία, τον νέο μηχανισμό. Επίσης, τα δίκαια των κρατών μελών δέχονται, ή ακόμα και καθιερώνουν την προσφυγή στη δοκιμαστική εφαρμογή της νομοθεσίας ( 47 ). Η ίδια η νομολογία του Δικαστηρίου αναγνώρισε τη νομιμότητα μιας νομοθετικής εναρμονίσεως σταδιακά ( 48 ), λαμβάνοντας υπόψη, ειδικότερα, την «περιπλοκότητα του θέματος» ( 49 ) που πρέπει να ρυθμιστεί. Και το Δικαστήριο αναγνώρισε στο νομοθέτη περιθώριο εκτιμήσεως προκειμένου να αποφασίζει ως προς τη σκοπιμότητα και τον ρυθμό μιας σταδιακής εναρμονίσεως ( 50 ).

    46.

    Επομένως, η ίδια η φύση της δοκιμαστικής εφαρμογής της νομοθεσίας δημιουργεί την ένταση με την αρχή της ισότητας. Πράγματι, η ίδια η ιδέα του learning by doing προϋποθέτει την εφαρμογή αρχικά της νέας πολιτικής σε περιορισμένο μόνον αριθμό των εν δυνάμει υποκειμένων της· οδηγεί σε μια τεχνητή οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής της προκειμένου να δοκιμασθούν οι συνέπειες πριν από κάθε επέκταση των κανόνων της σε όλους τους επιχειρηματίες οι οποίοι θα μπορούσαν, ενόψει των στόχων της, να υπαχθούν σ’ αυτήν. Ωστόσο, η αναγνώριση της νομιμότητας της δοκιμαστικής εφαρμογής της νομοθεσίας δεν μπορεί να άρει κάθε ενδεχόμενη κριτική ενόψει της αρχής της ισότητας. Οι δυσμενείς διακρίσεις που αναπόφευκτα συνεπάγεται η δοκιμαστική εφαρμογή της νομοθεσίας δεν μπορούν να είναι συμβατές προς την αρχή της ισότητας παρά μόνον αν πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις.

    47.

    Πρέπει κατ’ αρχάς τα πειραματικά μέτρα να έχουν μεταβατικό χαρακτήρα. Αυτό βεβαίως συμβαίνει στην περίπτωση της επίδικης οδηγίας. Το άρθρο 30 αυτής προβλέπει επανεξέταση της οδηγίας αυτής με βάση την «αποκτηθείσα» πείρα και την «πρόοδο κατά την παρακολούθηση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου» με σκοπό να περιληφθούν στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου άλλοι βιομηχανικοί τομείς και εκπομπές αερίων θερμοκηπίου. Κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως αυτής, η Επιτροπή πρότεινε να περιληφθούν οι αεροπορικές δραστηριότητες ( 51 ). Ιδίως, προκειμένου να μειωθούν οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου τουλάχιστον κατά 20 % σε σχέση με τα επίπεδά τους του 1990, πρότεινε να επεκταθεί το κοινοτικό σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, αφενός, στις εκπομπές CO2 που συνδέονται με τα πετροχημικά προϊόντα, την αμμωνία και το αλουμίνιο και, αφετέρου, στις εκπομπές N2O που προέρχονται από την παραγωγή νιτρικού οξέος, στεατικού οξέος και γλυοξιλίνης, καθώς και στις εκπομπές PCF που προέρχονται από τον τομέα του αλουμινίου ( 52 ).

    48.

    Θα πρέπει ακολούθως η οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής του πειραματικού μέτρου να ανταποκρίνεται σε αντικειμενικά κριτήρια. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αποκλεισμός ή η περίληψη στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου πρέπει επομένως να ανταποκρίνεται σε σκέψεις σχετικές με τους σκοπούς που επιδιώκονται με την οδηγία. Όπως ανέφερα ήδη, αυτή αποβλέπει στη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου με το μικρότερο κόστος, δηλαδή βλάπτοντας κατά το λιγότερο δυνατό την οικονομική ανάπτυξη και την απασχόληση ( 53 ). Προς τούτο, ο κοινοτικός νομοθέτης αποφάσισε να εφαρμόσει κατά προτεραιότητα το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, εφόσον το CO2 αντιπροσώπευε το 1999 πέραν του 80 % των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και η παρακολούθηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα μπορούσε να δώσει στοιχεία καλής ποιότητας, επί παγίας βάσεως, ενώ η παρατήρηση των εκπομπών άλλων αερίων θερμοκηπίου δημιουργούσε ακόμη πάρα πολλά προβλήματα ( 54 ). Και υπήγαγε στην επίμαχη οδηγία μόνον τους βιομηχανικούς τομείς οι οποίοι είχαν τις μεγαλύτερες εκπομπές CO2 για τον λόγο ότι, όσο πιο μεγάλες είναι οι ποσότητες εκπομπών που προέρχονται από ένα βιομηχανικό τομέα, τόσο μικρότερα είναι τα πάγια έξοδα (υπολογισμός και δήλωση των εκπομπών, εξακρίβωση αυτών από ανεξάρτητο οργανισμό, κατάρτιση και απασχόληση του αναγκαίου προσωπικού για τη διαχείριση της εμπορίας εκπομπών) που δημιουργεί η εφαρμογή του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων και που θα υφίστανται όλοι οι επιχειρηματίες οι οποίοι μετέχουν σ’ αυτό· για τις επιχειρήσεις που εκπέμπουν μικρές ποσότητες, οι οποίες διαθέτουν περιορισμένα δικαιώματα τα οποία μπορούν να εμπορευθούν, τα ενδεχόμενα πλεονεκτήματα τα οποία μπορούσαν να αντλήσουν από το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων είναι αντιθέτως, κατ’ ανάγκη, λιγότερο σημαντικά από αυτά που μπορούσαν να αντλήσουν οι επιχειρήσεις με μεγάλες εκπομπές αερίων.

    49.

    Το να δοθεί προτεραιότητα στο αέριο που «ευθύνεται» περισσότερο ως προς το αποτέλεσμα θερμοκηπίου και το να υπολογίζονται οι εκπεμπόμενες ποσότητες από το αέριο αυτό για κάθε βιομηχανικό τομέα συνιστούν ασφαλώς αντικειμενικά κριτήρια. Οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης αμφισβητούν ωστόσο ότι η ποσότητα εκπομπών CO2 ήταν καθοριστικό κριτήριο. Παραθέτουν μια στατιστική του Ευρωπαϊκού μητρώου εκπομπών ρυπογόνων για το έτος 2001, κατά την οποία οι εκπομπές CO2 του χημικού τομέα, στο σύνολό του, αντιπροσώπευαν 5,35 % και εκείνες του τομέα του αλουμινίου 2 % των συνολικών εκπομπών των βιομηχανικών δραστηριοτήτων εντός της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ενώ εκείνες του τομέα της χαλυβουργίας ανέρχονταν σε 5,4 %, εκείνες του τομέα της υαλουργίας, της κεραμευτικής και των οικοδομικών υλικών σε 2,7 % και εκείνες του τομέα του χαρτιού και της εκτύπωσης σε 1 %. Οι αριθμοί αυτοί δεν μπορούν ωστόσο να γίνουν δεκτοί διότι, όπως παρατήρησαν τα παρεμβαίνοντα κοινοτικά όργανα, δεν διακρίνουν μεταξύ των άμεσων ( 55 ) και έμμεσων ( 56 ) εκπομπών εκάστου των οικείων τομέων. Όμως, στο μέτρο που οι έμμεσες εκπομπές από τις εγκαταστάσεις καύσεως όπου υπερβαίνουν τα 20 mégawatts καλύπτονται και αυτές βάσει του τομέα της ενέργειας, ο νομοθέτης αποφάσισε να λάβει υπόψη μόνον τις άμεσες εκπομπές CO2 στους άλλους τομείς. Το γεγονός ότι δεν λαμβάνονται υπόψη οι εκπομπές CO2 παρά μόνο κατά τη στιγμή και στον τόπο που αυτές παράγονται είναι εξάλλου σύμφωνο προς τις αρχές «ο ρυπαίνων πληρώνει» και της επανόρθωσης των καταστροφών του περιβάλλοντος στην πηγή, που διαλαμβάνει το άρθρο 174 ΕΚ. Συναφώς, σύμφωνα με μελέτη που παραθέτουν όλα τα παρεμβαίνοντα κοινοτικά όργανα και στην οποία στηρίχθηκε ο κοινοτικός νομοθέτης, ο τομέας της χαλυβουργίας δεν βρίσκεται, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης, στην ίδια κατάσταση όπως οι τομείς του αλουμινίου και των πλαστικών: οι άμεσες εκπομπές CO2 της σιδηρουργίας (χάλυβα και χυτοσιδήρου) ανέρχονταν σε 174,8 εκατομμύρια τόνους το 1990 έναντι 16,2 εκατομμύρια τόνους για τα μη σιδηρούχα μέταλλα και 26, 2 εκατομμύρια τόνους για τον χημικό τομέα.

    50.

    Οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης αντιτάσσουν ότι ο τομέας του χαρτιού και του χαρτοπολτού είχαν περιληφθεί, ενώ παρήγαν μόλις 10,6 εκατομμύρια τόνους άμεσων εκπομπών CO2 το 1990, δηλαδή λιγότερες από τον τομέα της χημικής βιομηχανίας και ακόμη λιγότερες από τον τομέα των μη σιδηρούχων μετάλλων. Όμως, ο κοινοτικός νομοθέτης έλαβε επίσης υπόψη το πραγματοποιήσιμο, από διοικητικής απόψεως, της περιλήψεως των βιομηχανικών τομέων στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων. Δεδομένου ότι η καλή λειτουργία του εν λόγω συστήματος προϋπέθετε την εφαρμογή ενός σύνθετου μηχανισμού παρακολουθήσεως στο επίπεδο κάθε εγκαταστάσεως, το να περιληφθούν ευθύς εξαρχής τομείς που έχουν μεγάλο αριθμό εγκαταστάσεων σε σχέση με τον συνολικό όγκο εκπομπών που δημιουργούσαν οι τομείς αυτοί εμπεριείχε τον κίνδυνο να επιβαρυνθεί ο μηχανισμός παρακολουθήσεως και, επομένως, να προκληθεί βλάβη στην ποιότητα ελέγχου των εκπομπών και στην αξιοπιστία των στοιχείων, χωρίς να προσφέρει σημαντικό περιβαλλοντικό όφελος. Ο αριθμός των χημικών εγκαταστάσεων εντός της Κοινότητας ήταν ιδιαίτερα υψηλός, της τάξεως των 34000 μονάδων ( 57 ). Αντιθέτως, στον τομέα του χαρτιού υπήρχε πολύ μεγάλη συγκέντρωση. Η συνεκτίμηση αυτή των διοικητικών δυσχερειών διαχειρίσεως του συστήματος εμπορίας ανταποκρίνεται στον στόχο που διαλαμβάνει το άρθρο 1 της βαλλόμενης οδηγίας, δηλαδή να μειωθούν οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου «κατά τρόπο αποδοτικό από πλευράς κόστους και οικονομικώς αποτελεσματικό». Εξάλλου, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η μέριμνα να αποφεύγονται δυσανάλογα διοικητικά έξοδα μπορεί να δικαιολογήσει αντικειμενικά τη διαφορετική μεταχείριση ( 58 ).

    51.

    Στο επιχείρημα αυτό του πραγματοποιήσιμου από διοικητική άποψη, οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης αντέταξαν ωστόσο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι μικρός αριθμός εγκαταστάσεων ήταν υπαίτιος για την πολύ μεγάλη πλειονότητα των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στον χημικό τομέα και ότι, για να αποφασιστεί αν ο τομέας αυτός θα περιληφθεί στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων, θα έπρεπε επομένως να κριθεί ανά εγκατάσταση και όχι ανά ολόκληρο τομέα, και να περιληφθούν οι χημικές εγκαταστάσεις οι οποίες υπερβαίνουν ορισμένο όριο εκπομπών. Μια τέτοια προσέγγιση, ωστόσο, θα έθιγε την ισότητα μεταξύ μεγάλων και μικρών εγκαταστάσεων στον ίδιο τομέα μεταξύ των οποίων ο ανταγωνισμός είναι πλήρης.

    52.

    Πάντως, το επιχείρημα της διοικητικής αποτελεσματικότητας δικαιολογεί λιγότερο τον αποκλεισμό του τομέα του αλουμινίου, δεδομένου ότι στον τομέα αυτόν υπάρχει παρόμοια συγκέντρωση με εκείνη του τομέα του χαρτιού. Αλλά ο τελευταίος αυτός τομέας εκτίθεται περισσότερο στον διεθνή ανταγωνισμό. Επομένως, δεδομένου ότι ο τομέας αυτός δεν μπορούσε να εντάξει το κόστος που προέρχεται από την υπαγωγή του στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων χωρίς κίνδυνο απώλειας αγορών, οι εγκαταστάσεις αλουμινίου μπορούν να υποπέσουν στον πειρασμό της μετοικίσεως σε τρίτες χώρες οι οποίες δεν υπόκεινται στους στόχους του Κιότο. Όλως διαφορετική είναι συναφώς η κατάσταση στον τομέα του χαρτιού και του χαρτοπολτού: όπως προέβαλε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο κίνδυνος μετοικίσεων είναι ελάχιστος λόγω του ότι οι εγκαταστάσεις δεν μπορούν ευχερώς να απομακρυνθούν από τις πηγές εφοδιασμού σε πρώτες ύλες και ο διεθνής ανταγωνισμός από το γεγονός ότι η μεταφορά σε μακρινές αποστάσεις τέτοιων προϊόντων μικρής ενιαίας αξίας δεν είναι αποδοτικός.

    53.

    Ασφαλώς, ο τομέας της χαλυβουργίας υπόκειται επίσης σε πολύ έντονο διεθνή ανταγωνισμό και ο κίνδυνος μετοικίσεων προς χώρες χωρίς στόχο Κιότο υπάρχει. Οι εκπομπές CO2 που προέρχονται από τον τομέα αυτόν δεν συγκρίνονται με εκείνες που προέρχονται από τον τομέα του αλουμινίου, 10 φορές σημαντικότερες, και δικαιολογούσαν επομένως την περίληψή τους στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων ευθύς εξαρχής.

    54.

    Από τις προηγούμενες εκτιμήσεις προκύπτει επομένως ότι, έστω και αν ορισμένες επικρίσεις που διατύπωσαν οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης σε σχέση με την αρχή της ισότητας δεν είναι εντελώς αβάσιμες, έστω και αν ορθώς δημιούργησαν στο αρμόδιο δικαστήριο αμφιβολίες ως προς το κύρος της επίμαχης οδηγίας που δικαιολόγησαν την παρούσα προδικαστική παραπομπή, δεν προκύπτει, όπως καταδείχθηκε ανωτέρω, ότι, κατά την εφαρμογή της αρχής της ισότητας, η επιλογή των κριτηρίων, η στάθμιση που πραγματοποιήθηκε μεταξύ αυτών των τελευταίων δεν ήταν εύλογη, ειδικότερα στο πλαίσιο της δοκιμαστικής εφαρμογής της νομολογίας. Τα επιχειρήματα που προέβαλαν τα παρεμβαίνοντα κοινοτικά όργανα προκειμένου να υπερασπιστούν το ληφθέν νομοθετικό μέτρο φαίνονται ότι είναι δικαιολογημένα. Αναμφίβολα υπήρχαν και άλλες επιλογές· ακόμη υπήρχε ίσως μια καλύτερη λύση. Δεν εναπόκειται όμως στον δικαστή να το κρίνει. Όταν περισσότερες απόψεις μπορούν να βρίσκονται σε ίση απόσταση από την απόλυτη και αντικειμενική αλήθεια, ποιος είναι ο δικαστής ο οποίος θα αναλάβει την ευθύνη να αποκλείσει μια από αυτές; Αν το Δικαστήριο ακολουθούσε την οδό αυτή θα αφαιρούσε από τον έλεγχο της νομιμότητας τον αντικειμενικό του χαρακτήρα και θα οδηγούνταν στο να υποκαταστήσει τον κοινοτικό νομοθέτη στην εκτίμησή του της οικονομικής πολιτικής ( 59 ) και, επομένως, να σφετεριστεί τις πολιτικές ευθύνες του τελευταίου περιφρονώντας τη διάκριση των εξουσιών. Για όλους αυτούς τους λόγους, η οδηγία δεν φαίνεται ότι φέρει το στίγμα της προσβολής της αρχής της ισότητας.

    55.

    Το ότι με την πρόταση οδηγίας του 2008 αποφασίζεται να περιληφθούν στο πλαίσιο μιας δεύτερης φάσεως το αλουμίνιο και ο χημικός τομέας, ενώ η ποσότητα εκπομπών CO2 που προέρχεται από τους τομείς αυτούς, ο αριθμός των εγκαταστάσεών τους και ο βαθμός εκθέσεως στον διεθνή ανταγωνισμό δεν έχουν μεταβληθεί δεν μπορεί, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης, να αναιρέσει το συμπέρασμα αυτό και να καταδείξει ότι ο αρχικός αποκλεισμός των εν λόγω τομέων έφερε το στίγμα προφανούς πλάνης εκτιμήσεως στην εφαρμογή της αρχής της ισότητας. Πράγματι, όπως υποστήριξαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η εκτίμηση των κριτηρίων δεν μπορεί να είναι ίδια κατά τη στιγμή εφαρμογής του συστήματος και όταν αποφασίζεται η υπαγωγή των τομέων σε ένα σύστημα το οποίο αποδείχθηκα αποτελεσματικό. Αυτή είναι η ίδια η ουσία, κατά κάποιο τρόπο, της προσεγγίσεως step by step.

    2. Επί της ομοιόμορφης διαχειρίσεως διαφορετικών καταστάσεων

    56.

    Οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης υποστηρίζουν ότι ο χαλυβουργικός τομέας δεν βρίσκεται στην ίδια κατάσταση όπως οι άλλοι βιομηχανικοί τομείς οι οποίοι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της βαλλόμενης οδηγίας. Κατ’ αντίθεση προς τους τελευταίους αυτούς, δεν είναι τεχνικά σε θέση να μειώσει αυτές τις εκπομπές CO2 στο εγγύς μέλλον. Οι χαλυβουργικές εγκαταστάσεις είναι επομένως υποχρεωμένες να αποκτήσουν πρόσθετα δικαιώματα ενώ, κατ’ αντίθεση προς τις επιχειρήσεις των άλλων τομέων που υπόκεινται στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων, εκτίθενται σε ένα έντονο διεθνή ανταγωνισμό, πράγμα που τις εμποδίζει να μετακυλίσουν το κόστος των δικαιωμάτων στους πελάτες τους εκτός εάν απολέσουν μερίδια αγορών. Εκ τούτου θα προέκυπτε σημαντική μείωση των περιθωρίων κερδών τους και, επομένως, μείωση των δυνατοτήτων τους για επενδύσεις.

    57.

    Η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών της κύριας δίκης δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Πρέπει να παρατηρηθεί, πρώτον, ότι κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Γαλλική Κυβέρνηση αμφισβήτησε την έλλειψη ικανότητας των χαλυβουργικών επιχειρήσεων να μειώσουν σημαντικά τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, επικαλούμενη αρκετές τεχνικές οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον σκοπό αυτόν. Περαιτέρω, ακόμη και αν υποτεθεί ότι δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση και η χαλυβουργική βιομηχανία όντως βρίσκεται, συναφώς, σε διαφορετική κατάσταση, ο κοινοτικός νομοθέτης έλαβε δεόντως υπόψη την εν λόγω διαφορετική κατάσταση. Συγκεκριμένα, το παράρτημα III, σημείο 3, της οδηγίας 2003/87 επιβάλλει την υποχρέωση στα κράτη μέλη, για τη χορήγηση δικαιωμάτων, να λάβουν υπόψη το δυναμικό, συμπεριλαμβανομένου του τεχνολογικού δυναμικού, δραστηριοτήτων που καλύπτονται από αυτό το σύστημα μείωσης των εκπομπών. Εξάλλου, από τη συζήτηση κατά τη δημόσια συνεδρίαση προκύπτει ότι όλες οι εκπομπές του ομίλου Arcelor καλύφθηκαν από τα δικαιώματα τα οποία χορηγήθηκαν δωρεάν και από τον ισολογισμό της Arcelor για το έτος 2006 προκύπτει ακόμη ότι αντλήθηκε κέρδος από την πώληση των πλεοναζόντων δικαιωμάτων. Επίσης, και λαμβάνοντας υπόψη τον περιορισμό του ελέγχου που συνδέεται με τη διακριτική ευχέρεια που αναγνωρίστηκε στον κοινοτικό νομοθέτη στον τομέα αυτόν, η αιτίαση περί προσβολής της αρχής της ισότητας που αντλείται από την ομοιόμορφη μεταχείριση διαφορετικών καταστάσεων δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

    IV — Πρόταση

    58.

    Βάσει των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής στο ερώτημα που υπέβαλε το Conseil d’État:

    «Από την εξέταση του υποβληθέντος ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου.»


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

    ( 2 ) Βλ. Conseil d’État, Ass., 20 Οκτωβρίου 1989, Leb. 190.

    ( 3 ) Οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου, σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (ΕΕ L 275, σ. 32).

    ( 4 ) Για να επαναλάβω την επιτυχή διατύπωση του Κυβερνητικού Επιτρόπου Matthias Guyomar στις προτάσεις του στην υπόθεση αυτή, RFDA 2007, σ. 384, ειδικότερα σ. 394.

    ( 5 ) Απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 1987 (314/85, Συλλογή 1987, σ. 4199).

    ( 6 ) Βλ. υπό το πνεύμα αυτό, CE, Ass., 28 Μαρτίου 1997, Société Baxter, Leb. 114· CE, Sect., 19 Μαρτίου 2007, Le Gac, req. no 300467 et a.

    ( 7 ) Απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1970, 11/70, Internationale Handelsgesellschaft (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 581, σκέψη 3).

    ( 8 ) Βλ. αποφάσεις της 9ης Δεκεμβρίου 1965, 44/65, Singer (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 201, ειδικότερα σ. 205), και της 17ης Σεπτεμβρίου 1998, C-412/96, Kainuun Liikenne και Pohjolan Liikenne (Συλλογή 1998, σ. I-5141, σκέψη 23).

    ( 9 ) Βλ. απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2004, C-236/02, Slob (Συλλογή 2004, σ. I-1861, σκέψη 29).

    ( 10 ) Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 6ης Ιουλίου 2000, C-402/98, ATB κ.λπ. (Συλλογή 2000, σ. I-5501, σκέψη 29).

    ( 11 ) Βλ., ακόμη, πρόσφατες αποφάσεις της 26ης Ιουνίου 2007, C-305/05, Ordre des barreaux francophones et germanophone κ.λπ. (Συλλογή 2007, σ. I-5305, σκέψη 18), και της 15ης Απριλίου 2008, C-390/06, Nuova Agricast (Συλλογή 2008, σ. I-2577, σκέψη 43).

    ( 12 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 30ής Ιανουαρίου 1997, C-178/95, Wiljo (Συλλογή 1997, σ. I-585, σκέψη 30), και της 20ής Μαρτίου 1997, C-352/95, Phytheron International (Συλλογή 1997, σ. I-1729, σκέψη 14).

    ( 13 ) Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 30ής Νοεμβρίου 1978, 87/78, Welding (Συλλογή τόμος 1978, σ. 779)· της 7ης Ιουλίου 1981, 158/80, Rewe-Handelsgesellschaft Nord και Rewe-Markt Steffen (Συλλογή 1981, σ. 1805), και της 17ης Ιουλίου 1997, C-183/95, Affish (Συλλογή 1997, σ. I-4315).

    ( 14 ) Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 1ης Δεκεμβρίου 1965, 16/65, Schwarze (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 191), και της 15ης Οκτωβρίου 1980, 145/79, Roquette Frères (Συλλογή 1980/ΙΙΙ, σ. 153, σκέψεις 6 και 7).

    ( 15 ) Βλ. αποφάσεις της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, 313/86, Lenoir (Συλλογή 1988, σ. 5391), και της 6ης Απριλίου 2000, C-383/98, Polo κατά Lauren (Συλλογή 2000, σ. I-2519).

    ( 16 ) Βλ. αποφάσεις της 14ης Ιουνίου 1990, C-37/89, Weiser (Συλλογή 1990, σ. I-2395), και της 7ης Σεπτεμβρίου 1999, C-61/98, De Haan (Συλλογή 1999, σ. I-5003).

    ( 17 ) Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 18ης Φεβρουαρίου 1964, 73/63 και 74/63, Rotterdam και Putterskoek (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 1017, ειδικότερα σ. 1024).

    ( 18 ) Για παραδείγματα ιδιαίτερα σθεναρής αρνήσεως να εξεταστούν οι λόγοι ακυρότητας που προέβαλαν οι διάδικοι της κύριας δίκης οι οποίοι όμως δεν αναφέρονται από το αιτούν δικαστήριο, βλ. προαναφερθείσες αποφάσεις Ordre des barreaux francophones et germanophone κ.λπ., σκέψεις 17 έως 19, και Nuova Agricast, σκέψεις 42 έως 44.

    ( 19 ) Πράγματι, λησμονείται πάρα πολύ συχνά ότι με την απόφαση Foto-Frost (προπαρατεθείσα) αναγνωρίζεται στον εθνικό δικαστή η εξουσία να εκτιμά το κύρος των κοινοτικών πράξεων, αφού μόνον η αναγνώριση της ακυρότητας επιφυλάσσεται στο Δικαστήριο.

    ( 20 ) Για μια εντελώς πρόσφατη υπόμνηση, βλ. απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2007, C-273/04, Πολωνία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2007, σ. Ι-8925, σκέψη 86).

    ( 21 ) Απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 1982, 50/82 έως 58/82, Dorca Marina κ.λπ. (Συλλογή 1982, σ. 3949, σκέψη 13).

    ( 22 ) Αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 1984, 106/83, Sermide (Συλλογή 1984, σ. 4209, σκέψη 28)· της 20ής Σεπτεμβρίου 1988, 203/86, Ισπανία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1988, σ. 4563, σκέψη 25)· της 19ης Μαρτίου 1992, C-311/90, Hierl (Συλλογή 1992, σ. I-2061, σκέψη 18)· της 5ης Οκτωβρίου 1994, C-133/93, C-300/93 και C-362/93, Crispoltoni κ.λπ. (Συλλογή 1994, σ. I-4863, σκέψη 51)· της 10ης Σεπτεμβρίου 1996, C-222/94, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Συλλογή 1996, σ. I-4025, σκέψη 34)· της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, C-304/01, Ισπανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I-7655, σκέψη 31), και Πολωνία κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 86.

    ( 23 ) Βλ. Benedettelli, V., Il giudizio di eguaglianza nell’ordinamento giuridico delle comunità europee, Dott. A. Milani, Padova 1989, σ. 20.

    ( 24 ) Βλ. Hernu, R., Principe d’égalité et principe de non-discrimination dans la jurisprudence de la Cour de justice des Communautés européennes, LGDJ 2003, σ. 427 επ.

    ( 25 ) Βλ. υπό το πνεύμα αυτό, για μια συνολική παρουσίαση της νομολογίας του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας στον τομέα αυτόν, Somek, A., The Deadweight of formulae: what might have been the second germanization of american equal protection review, Journal of Constitutional Law 1988-1999, σ. 284· Sachs, M., «The Equality Rule Before the German Federal Constitutional Court », Saint-Louis-Warsaw transatlantic Law Journal, 1998, σ. 139· βλ., επίσης, πρόσφατη υπόμνηση της νομολογίας, BverfGE, 13 Μαρτίου 2007, 1BvF 1/05, παράγραφοι 79-82. Η νομολογία του γαλλικού συνταγματικού συμβουλίου σημειώνει επίσης μια διαβάθμιση του δικαστικού ελέγχου σε συνάρτηση με τους τομείς εφαρμογής της αρχής της ισότητας και του είδους των διακρίσεων που δημιουργεί ο νομοθέτης (βλ. Mélin-Soucramanien, F., Le principe d’égalité dans la jurisprudence της Conseil constitutionnel, Economica 1997, σ. 130 έως 162).

    ( 26 ) Βλ. απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1994, C-280/93, Γερμανία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1994, σ. I-4973, σκέψεις 89 και 90).

    ( 27 ) Βλ. απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 1996, C-84/94, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1996, σ. I-5755, σκέψη 58).

    ( 28 ) Βλ. απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 1998, C-150/94, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1998, σ. I-7235, σκέψη 53).

    ( 29 ) Βλ. απόφαση της 17ης Ιουλίου 1997, C-248/95 και C-249/95, SAM Schiffahrt και Stapf (Συλλογή 1997, σ. I-4475).

    ( 30 ) Απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2005, C-86/03, Ελλάδα κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. I-10979, σκέψη 88). Βλ., επίσης, αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1998, C-284/95, Safety Hi-Tech (Συλλογή 1998, σ. I-4301, σκέψη 37), και C-341/95, Bettati (Συλλογή 1998, σ. I-4355, σκέψη 35).

    ( 31 ) Πράγματι, από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η εξουσία διακριτικής ευχέρειας, και ο συνακόλουθος περιορισμός του ελέγχου αυτής, προκύπτει από την ανάγκη, την οποία επιβάλλει η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών, να γίνονται σεβαστές οι «πολιτικές ευθύνες» που η Συνθήκη αναθέτει στον κοινοτικό νομοθέτη και, κατά συνέπεια, ο τελευταίος να μην υποκαθίσταται στις επιλογές που οδηγείται να πραγματοποιήσει [βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1989, 265/87, Schräder HS Kraftfutter (Συλλογή 1989, σ. 2237, σκέψη 22), και της 13ης Νοεμβρίου 1990, C-331/88, Fedesa κ.λπ. (Συλλογή 1990, σ. I-4023, σκέψη 14)].

    ( 32 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 1990, C-267/88 έως C-285/88, Wuidart κ.λπ. (Συλλογή 1990, σ. I-435, σκέψεις 13 έως 18). Βλ., επίσης, αποφάσεις της 26ης Μαρτίου 1987, 58/86, Coopérative agricole d'approvisionnement des Avirons (Συλλογή 1987, σ. 1525, σκέψεις 14 έως 17), και της 8ης Ιουνίου 1989, 167/88, AGPB (Συλλογή 1989, σ. 1653, σκέψεις 29 έως 33).

    ( 33 ) Βλ. σημείο 42 των παρουσών.

    ( 34 ) Σύμφωνα με την ωραία διατύπωση του Kornprobst, M., «L’erreur manifeste», Recueil Dalloz, 1965, Chronique, σ. 121, ειδικότερα σ. 124.

    ( 35 ) Bourgois, J. P., L’erreur manifeste d’appréciation, la décision administrative, le juge et la force de l’évidence, εκδόσεις. L’Espace juridique, 1988, ειδικότερα σ. 231.

    ( 36 ) Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 18ης Μαρτίου 1975, 78/74, Deuka (Συλλογή τόμος 1975, συνοπτική μετάφραση στα ελληνικά), και της 13ης Δεκεμβρίου 1994, C-306/93, SMW Winzersekt (Συλλογή 1994, σ. I-5555, σκέψεις 25 έως 27).

    ( 37 ) Βλ. την ιδιαίτερα διαφωτιστική διατύπωση του Δικαστηρίου στην απόφαση της 17ης Ιουνίου 1965, 32/64, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 97, συνοπτική μετάφραση στα ελληνικά).

    ( 38 ) Επί της έννοιας της «reasonableness» ή «unreasonableness», βλ. Mac Cormick, N., «On reasonableness», στο Ch. Perelman και R. Van der Elst, Les notions à contenu variable en droit, έκδοση E. Bruylant, Βρυξέλλες, 1984, σ. 131.

    ( 39 ) Απόφαση Wuidart κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψεις 16 έως 18.

    ( 40 ) Απόφαση της 10ης Μαΐου 1979, 12/78, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 897, συνοπτική μετάφραση στα ελληνικά).

    ( 41 ) Δεν υπάρχει καλύτερη απεικόνιση της ισοτιμίας αυτών των διαφόρων ενδείξεων του περιορισμού του ελέγχου της αρχής της ισότητας από την παράθεση των ακόλουθων αποσπασμάτων από τη νομολογία του ομοσπονδιακού συνταγματικού δικαστηρίου της Καρλσρούης: «η αρχή της ισότητας παραβιάζεται όταν δεν μπορεί να ανεβρεθεί, βάσει μιας διαφοράς ή μιας νόμιμης ίσης μεταχειρίσεως, εύλογη δικαιολογία, που να προκύπτει από τη φύση των πραγμάτων ή από οποιονδήποτε πιθανό αντικειμενικό λόγο, εν ολίγοις, όταν η διάταξη πρέπει να θεωρείται ως αυθαίρετη» [BverfGE, 23 Οκτωβρίου 1951, 1, 14 (52)], νοουμένου ότι η αυθαίρετη συμπεριφορά συνίσταται στο ότι «το νομοθετικό μέτρο είναι αντικειμενικά και προδήλως απρόσφορο για την πραγματική κατάσταση που πρέπει να ελέγξει» [BverfGE, 7 Μαΐου 1953, 2, 266 (281)].

    ( 42 ) Τέτοιο είναι επίσης το εύρος του ελέγχου που άσκησε το ομοσπονδιακό συνταγματικό δικαστήριο της Γερμανίας επί ενός νόμου μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 2003/87 δυνάμει της αρχής της ισότητας που διασφαλίζει ο θεμελιώδης νόμος. Διαπιστώνοντας ότι η εν λόγω οδηγία είχε αφήσει επί του σημείου αυτού κάποια ευχέρεια στα κράτη μέλη κατά την εκτέλεση της υποχρεώσεως μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο, έκρινε ότι μπορούσε να ελέγξει την βαλλόμενη νομοθετική διάταξη χωρίς να αμφισβητήσει τη συνταγματικότητα της ίδιας της οδηγίας. Στη συνέχεια, παρατηρώντας ότι ο γερμανικός νομοθέτης είχε μια πολύ μεγάλη ευχέρεια όσον αφορά τα νομοθετικά μέτρα που απέβλεπαν στην προστασία του περιβάλλοντος, επαναλαμβάνοντας την πάγια νομολογία, περιόρισε τον έλεγχό του στην τήρηση του Willkürverbot (BverfGE, 13 Μαρτίου 2007, 1BvF 1/05).

    ( 43 ) Βλ., υπό το πνεύμα αυτό, Lenaerts, K., «L’égalité de traitement en droit communautaire», Cahiers de droit européen, 1991, σ. 3, ειδικότερα σ. 11· Barents, R., «The significance of the Non-Discrimination Principle for the Common Agricultural Policy: between Competition and Intervention», Mélanges H. G. Schermers, τόμος 2, Martinus Njhoff publishers 1994, σ. 527, ειδικότερα σ. 536.

    ( 44 ) Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 13ης Ιουλίου 1978, 8/78, Milac (Συλλογή τόμος 1978, σ. 533, συνοπτική μετάφραση στα ελληνικά)· της 9ης Ιουλίου 1985, 179/84, Bozzetti (Συλλογή 1985, σ. 2301, σκέψη 34), και της 29ης Ιουνίου 1995, C-56/94, SCAC (Συλλογή 1995, σ. I-1769, σκέψη 28).

    ( 45 ) Από το 1971, στον γεωργικό τομέα, το Δικαστήριο όντως έκρινε ότι ο συγκρίσιμος ή όχι χαρακτήρας των καταστάσεων «πρέπει να εκτιμάται υπό το φως των στόχων του γεωργικού καθεστώτος της Κοινότητας» (απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1971, 6/71, Rheinmühlen Düsseldorf, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 951, συνοπτική μετάφραση στα ελληνικά). Βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. Capotorti στην υπόθεση 117/76 και 16/77, Ruckdeschel κ.λπ. (απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 1977, Συλλογή τόμος 1977, σ. 531, συνοπτική μετάφραση στα ελληνικά).

    ( 46 ) Βλ., υπό το ίδιο πνεύμα, απόφαση της 11ης Μαρτίου 1987, 279/84, 280/84, 285/84 και 286/84, Rau Lebensmittelwerke κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1987, σ. 1069, σκέψεις 27 έως 34): επιχείρηση «βούτυρο Χριστουγέννων» κριθείσα ως μη εισάγουσα διακρίσεις έναντι της μαργαρίνης, ανταγωνιστικού προϊόντος «λαμβανομένων υπόψη των αντικειμενικών διαφορών που χαρακτηρίζουν τους νομικούς μηχανισμούς και τις οικονομικές προϋποθέσεις των οικείων αγορών». Βλ., επίσης, απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Φεβρουαρίου 1995, T-472/93, Campo Ebro κ.λπ. κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1995, σ. II-421, σκέψεις 84 επ.): δεν κρίθηκε αντίθετος προς την αρχή της ισότητας κανονισμός ο οποίος προέβλεπε τη χορήγηση ενισχύσεων μόνο στους παραγωγούς ζάχαρης, παρά την ύπαρξη ανταγωνιστικής σχέσεως μεταξύ της ζάχαρης και της ισογλυκόζης, εφόσον η κατάσταση των δύο αυτών προϊόντων δεν ήταν συγκρίσιμη ενόψει του σκοπού που επιδιωκόταν με τον βαλλόμενο κανονισμό, ο οποίος συνίστατο στον συμψηφισμό του υπερκόστους που δημιουργήθηκε από τη διατήρηση αποθεμάτων του προϊόντος.

    ( 47 ) Το δικαίωμα νομοθετικής δοκιμαστικής εφαρμογής αναγνωρίστηκε έτσι στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως με το άρθρο 72 του γαλλικού Συντάγματος της 4ης Οκτωβρίου 1958, μετά τη συνταγματική αναθεώρηση της 28ης Μαρτίου 2003.

    ( 48 ) Βλ. αποφάσεις της 29ης Φεβρουαρίου 1984, 37/83, Rewe-Zentrale (Συλλογή 1984, σ. 1229, σκέψη 20)· της 17ης Ιουνίου 1999, C-166/98, Socridis (Συλλογή 1999, σ. I-3791, σκέψη 26), και της 13ης Ιουλίου 2006, C-221/05, Sam Mc Cauley Chemists και Sadja (Συλλογή 2006, σ. I-6869, σκέψη 26).

    ( 49 ) Βλ. αποφάσεις της 29ης Φεβρουαρίου 1996, C-193/94, Σκαναβή και Χρυσανθακόπουλος (Συλλογή 1996, σ. I-929, σκέψη 27), και της 13ης Μαΐου 1997, C-233/94, Γερμανία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (Συλλογή 1997, σ. I-2405, σκέψη 43).

    ( 50 ) Βλ. απόφαση Rewe-Zentrale, προπαρατεθείσα, σκέψη 20· απόφαση της 18ης Απριλίου 1991, C-63/89, Assurances du crédit κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 1991, σ. I-1799, σκέψη 11).

    ( 51 ) Πρόταση οδηγίας της 20ής Δεκεμβρίου 2006, COM (2006) 818 τελικό.

    ( 52 ) Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2003/87 προκειμένου να βελτιωθεί και να επεκταθεί το κοινοτικό σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου της 23ης Ιανουαρίου 2008, COM(2008) 16 τελικό.

    ( 53 ) Βλ. πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2003/87.

    ( 54 ) Βλ. σημείο 10 της αιτιολογικής έκθεσης στην πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη δημιουργία συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών αερίου εντός της Κοινότητας και για την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2001, COM(2001) 581 τελικό.

    ( 55 ) Δηλαδή των εκπομπών οι οποίες αντιστοιχούν στα αέρια που εκπέμπονται στον τόπο παραγωγής του προϊόντος, στον κύκλο παραγωγής του.

    ( 56 ) Δηλαδή των εκπομπών οι οποίες αντιστοιχούν στα αέρια που εκπέμπονται στο προηγούμενο στάδιο του κύκλου παραγωγής, για παράδειγμα από ηλεκτρικό σταθμό ο οποίος παράγει την ενέργεια που καταναλώνεται στη συνέχεια κατά τη διαδικασία παραγωγής ορισμένων προϊόντων.

    ( 57 ) Βλ. σημείο 11 της δικαιολογητικής εκθέσεως της προτάσεως οδηγίας της 23ης Οκτωβρίου 2001, προπαρατεθείσας.

    ( 58 ) Βλ. απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 1983, 8/82, Wagner (Συλλογή 1983, σ. 371, σκέψεις 19 έως 21).

    ( 59 ) Ενώ η αποφυγή ενός τέτοιου εκφυλισμού του ελέγχου της νομιμότητας συνιστά τον λόγο υπάρξεως οριοθετήσεως του ελέγχου αυτού [Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 14ης Μαρτίου 1973, 57/72, Westzucker (Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 499) (συνοπτική μετάφραση στα ελληνικά), και της 13ης Μαΐου 1997, C-233/94, Γερμανία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (Συλλογή 1997, σ. I-2405, σκέψη 56)].

    Top