EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62007CC0045

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Bot της 20ής Νοεμβρίου 2008.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας.
Παράβαση κράτους μέλους - Άρθρα 10 ΕΚ, 71 ΕΚ και 80, παράγραφος 2, ΕΚ - Ασφάλεια στη θάλασσα - Έλεγχος πλοίων και λιμενικών εγκαταστάσεων - Διεθνείς συμφωνίες - Αντίστοιχες αρμοδιότητες της Κοινότητας και των κρατών μελών.
Υπόθεση C-45/07.

Συλλογή της Νομολογίας 2009 I-00701

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2008:642

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

YVES BOT

της 20ής Νοεμβρίου 2008 ( 1 )

Υπόθεση C-45/07

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

Ελληνικής Δημοκρατίας

«Παράβαση κράτους μέλους — Άρθρα 10 ΕΚ, 71 ΕΚ και 80, παράγραφος 2, ΕΚ — Ασφάλεια στη θάλασσα — Έλεγχος πλοίων και λιμενικών εγκαταστάσεων — Διεθνείς συμφωνίες — Αντίστοιχες αρμοδιότητες της Κοινότητας και των κρατών μελών»

1. 

Με την υπό κρίση προσφυγή, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, υποβάλλοντας στον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (στο εξής: ΔΝΟ) πρόταση για τον έλεγχο της συμμόρφωσης πλοίων και λιμενικών εγκαταστάσεων προς τις απαιτήσεις του κεφαλαίου ΧΙ-2 της διεθνούς συμβάσεως του 1974 για την Ασφάλεια της Ζωής στη Θάλασσα (στο εξής: σύμβαση SOLAS) και του Διεθνή Κώδικα για την Ασφάλεια Πλοίων και Λιμενικών Εγκαταστάσεων (στο εξής: κώδικας ISPS) ( 2 ), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 10 ΕΚ, 71 ΕΚ και 80, παράγραφος 2, ΕΚ.

2. 

Με την πρότασή της, η Ελληνική Δημοκρατία κατέθεσε στην Επιτροπή Ναυτιλιακής Ασφάλειας του ΔΝΟ πίνακες ελέγχου («check lists») και άλλα μέσα που της φαίνονταν κατάλληλα για να συνδράμουν τα συμβαλλόμενα στη σύμβαση SOLAS κράτη στις ενέργειές τους για τον έλεγχο συμμόρφωσης των πλοίων και λιμενικών εγκαταστάσεων προς τις απαιτήσεις της σύμβασης αυτής και του κώδικα ISPS.

3. 

Η Επιτροπή εκτιμά ότι η Ελληνική Δημοκρατία, ενεργώντας ατομικά σε τομέα που εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας στις σχέσεις με τις τρίτες χώρες και θέτοντας υπό αμφισβήτηση την αρχή της ενότητας της αντιπροσωπεύσεως της Κοινότητας προς τις τρίτες χώρες, παραβίασε το κοινοτικό δίκαιο.

4. 

Με τις παρούσες προτάσεις εκθέτω τους λόγους για τους οποίους πιστεύω ότι η υπό κρίση προσφυγή είναι βάσιμη.

I — Το νομικό πλαίσιο

5.

Σύμφωνα με το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) 725/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, για τη βελτίωση της ασφάλειας στα πλοία και στις λιμενικές εγκαταστάσεις ( 3 ), με τίτλο «Στόχοι»:

«1.   Ο κύριος στόχος του παρόντος κανονισμού είναι η θέσπιση και η εφαρμογή κοινοτικών μέτρων για τη βελτίωση της ασφάλειας στα πλοία που χρησιμοποιούνται στο διεθνές εμπόριο και στην εθνική θαλάσσια κυκλοφορία, και στις συναφείς λιμενικές εγκαταστάσεις από απειλές διάπραξης σκόπιμων παράνομων ενεργειών.

2.   Ο παρών κανονισμός προτίθεται επίσης να παράσχει βάση για την εναρμονισμένη ερμηνεία και εφαρμογή, καθώς και για τον κοινοτικό έλεγχο, των ειδικών μέτρων για την ενίσχυση της ασφάλειας στη θάλασσα, τα οποία ενέκρινε η Διπλωματική Διάσκεψη του ΔΝΟ στις 12 Δεκεμβρίου 2002, που τροποποίησε τη [σύμβαση SOLAS] και θεσπίζει τον [κώδικα ISPS].»

6.

Το άρθρο 9 του κανονισμού 725/2004, με τίτλο «Εφαρμογή και έλεγχος της συμμόρφωσης», έχει ως εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη εκτελούν τα διοικητικά και ελεγκτικά καθήκοντα που απορρέουν από τις διατάξεις των ειδικών μέτρων για την ενίσχυση της ασφάλειας στη θάλασσα της σύμβασης SOLAS και του Κώδικα ISPS. Μεριμνούν ώστε να προβλέπονται και να παρέχονται πράγματι όλα τα αναγκαία μέσα για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κανονισμού.

[…]»

7.

Στο παράρτημα 1 του κανονισμού 725/2004 περιλαμβάνεται το κείμενο των τροποποιήσεων με τις οποίες προστέθηκε το νέο κεφάλαιο XI-2 στο παράρτημα της σύμβασης SOLAS, στην ενημερωμένη της έκδοση. Στο παράρτημα 2 του κανονισμού περιλαμβάνεται το κείμενο του κώδικα ISPS, στην ενημερωμένη του έκδοση.

II — Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

8.

Η Επιτροπή, θεωρώντας ότι η εθνική πρόταση που κατέθεσε η Ελληνική Δημοκρατία στις 18 Μαρτίου 2005 στην επιτροπή Ναυτιλιακής Ασφάλειας του ΔΝΟ ενέπιπτε σε τομέα που υπαγόταν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας στις σχέσεις με τις τρίτες χώρες, απηύθυνε στο εν λόγω κράτος μέλος, στις 10 Μαΐου 2005, έγγραφο οχλήσεως, στο οποίο η Ελληνική Δημοκρατία απάντησε στις 7 Ιουλίου 2005.

9.

Δεδομένου ότι δεν ικανοποιήθηκε από την απάντηση αυτή, η Επιτροπή διατύπωσε στις 19 Δεκεμβρίου 2005 αιτιολογημένη γνώμη στην οποία η Ελληνική Δημοκρατία απάντησε στις 21 Φεβρουαρίου 2006.

10.

Επειδή η Επιτροπή δεν πείσθηκε από τα επιχειρήματα που προέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία, αποφάσισε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή.

III — Η προσφυγή

11.

Με την προσφυγή της, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να διαπιστώσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, υποβάλλοντας στον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό πρόταση για τον έλεγχο της συμμόρφωσης πλοίων και λιμενικών εγκαταστάσεων προς τις απαιτήσεις του κεφαλαίου ΧΙ-2 της σύμβασης SOLAS και τον κώδικα ISPS, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 10 ΕΚ, 71 ΕΚ και 80, παράγραφος 2, ΕΚ καθώς και

να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

12.

Η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή, και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

13.

Με την από 2 Αυγούστου 2007 διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου, επετράπη στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας να παρέμβει προς στήριξη των αιτημάτων της Ελληνικής Δημοκρατίας.

IV — Κύρια επιχειρήματα των διαδίκων

14.

Η Επιτροπή, στηριζόμενη στην απόφαση της 31ης Μαρτίου 1971, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, γνωστή ως «AETR» ( 4 ), προβάλλει ότι, κατόπιν της εκδόσεως του κανονισμού 725/2004, ο οποίος ενσωμάτωσε στο κοινοτικό δίκαιο τόσο το κεφάλαιο XI-2 του παραρτήματος της σύμβασης SOLAS όσο και τον κώδικα ISPS, η Κοινότητα έχει αποκλειστική αρμοδιότητα όσον αφορά την ανάληψη διεθνών υποχρεώσεων στον τομέα που καλύπτεται από τον κανονισμό αυτό. Συνεπώς, κατά την Επιτροπή, η Κοινότητα έχει αποκλειστική αρμοδιότητα για την καλή εφαρμογή του σε κοινοτικό επίπεδο και για να συνδιαλέγεται, με άλλα μέλη του ΔΝΟ, όσον αφορά την ορθή εφαρμογή ή την περαιτέρω ανάπτυξη των κανόνων της σύμβασης SOLAS και του κώδικα ISPS. Τα κράτη μέλη επομένως δεν έχουν στο εξής αρμοδιότητα να υποβάλλουν εθνικές θέσεις στον ΔΝΟ για θέματα που εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας, εκτός αν έχουν ρητώς εξουσιοδοτηθεί από αυτήν.

15.

Η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει προς άμυνά της τα εξής επιχειρήματα.

16.

Πρώτον, έχει την άποψη ότι συμμορφώθηκε με την υποχρέωση ειλικρινούς συνεργασίας που υπέχει από το άρθρο 10 ΕΚ καταθέτοντας την επίδικη πρόταση, την 1η Μαρτίου 2005, στην επιτροπή Marsec, που προβλέπεται στο άρθρο 11 του κανονισμού 725/2004, προκειμένου να μπορέσει να συζητηθεί κατά τη συνεδρίαση της 14ης Μαρτίου 2005 της επιτροπής αυτής και να μπορέσει να επιτευχθεί μια κοινοτική θέση. Η Ελληνική Δημοκρατία επισημαίνει ότι η Επιτροπή, ενεργώντας μέσω του αντιπροσώπου της που προεδρεύει της επιτροπής Marsec, δεν συμπεριέλαβε την εν λόγω πρόταση στην ημερήσια διάταξη της ανωτέρω συνεδρίασης. Καταλήγει ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση ειλικρινούς συνεργασίας που υπέχει από το άρθρο 10 ΕΚ.

17.

Δεύτερον, η Ελληνική Δημοκρατία παρατηρεί ότι η υποβολή της πρότασής της στον ΔΝΟ αποτελεί πράξη διενεργηθείσα στο πλαίσιο της συμμετοχής της στον εν λόγω διεθνή οργανισμό. Πάντως, η ενεργός συμμετοχή σε διεθνή οργανισμό υπό την ιδιότητα του μέλους δεν ισοδυναμεί, κατ’ αυτήν, με την ανάληψη διεθνών υποχρεώσεων, η οποία αποτελεί τη μοναδική περίπτωση που καλύπτει η προπαρατεθείσα νομολογία AETR. Η υποβολή της ελληνικής προτάσεως δεν θίγει επομένως την αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας.

18.

Τρίτον, το ζήτημα της κατάρτισης και υποβολής προτάσεων στον ΔΝΟ ρυθμίζεται από τη συμφωνία κυρίων, που υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 1993. Αυτή η συμφωνία κυρίων επιτρέπει στα κράτη μέλη να υποβάλλουν προτάσεις στον ΔΝΟ όχι μόνο συλλογικά αλλά και μεμονωμένα, εφόσον δεν υπάρχει κοινοτική πρόταση επί του οικείου θέματος.

19.

Τέταρτον, η Ελληνική Δημοκρατία θεωρεί ότι, στις περιπτώσεις που, όπως εν προκειμένω, δεν έχει επιτευχθεί κοινοτική θέση, η προστασία του κοινοτικού συμφέροντος εξασφαλίζεται με την ενεργό συμμετοχή των κρατών μελών στον ΔΝΟ, και όχι με την επιβολή υποχρέωσης αποχής. Η επιβολή υποχρέωσης παθητικής συμμετοχής, η οποία πραγματώνεται με την αποχή από τις διαδικασίες διαμόρφωσης των κανόνων του ΔΝΟ θα κατέληγε στον περιορισμό, στην υποβάθμιση και εν τέλει στην αναίρεση της θεσμικής ιδιότητας του μέλους στον οργανισμό αυτό. Από τις νομοπαρασκευαστικές διαδικασίες αφήνει ανυπεράσπιστο το κοινοτικό συμφέρον προς όφελος των συμφερόντων των τρίτων χωρών. Εξάλλου, στις περιπτώσεις που, όπως εν προκειμένω, η Κοινότητα δεν είναι μέλος του ΔΝΟ, η υποχρέωση αποχής δεν εξασφαλίζει, κατά μείζονα λόγο, την προστασία του κοινοτικού συμφέροντος, αφού ακριβώς η αποχή των κρατών μελών από τις νομοπαρασκευαστικές διαδικασίες αφήνει ανυπεράσπιστο το συμφέρον αυτό προς όφελος των συμφερόντων των τρίτων χωρών.

20.

Πέμπτον, η Ελληνική Δημοκρατία τονίζει ότι ο κανονισμός 725/2004, με το άρθρο του 9, παράγραφος 1, επιφορτίζει τα κράτη μέλη με την αποκλειστική ευθύνη εφαρμογής, με τους δικούς τους όρους, των απαιτήσεων ασφαλείας που προδιαγράφει ο κανονισμός αυτός και οι οποίες στηρίζονται στις τροποποιήσεις της σύμβασης SOLAS και του κώδικα ISPS. Πάντως, τόσο το γράμμα όσο και το περιεχόμενο της επίδικης πρότασης συνάδει με το πνεύμα της κοινοτικής νομοθεσίας, η οποία παρέχει στα κράτη μέλη εκτενή περιθώρια χειρισμού ως προς την ανάπτυξη των βέλτιστων πρακτικών επί τεχνικών θεμάτων.

21.

Έκτον, από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει, σύμφωνα με την Ελληνική Δημοκρατία, ότι το άρθρο 307 ΕΚ επιβεβαιώνει το βάσιμο της επιχειρηματολογίας της.

22.

Το Ηνωμένο Βασίλειο προβάλλει τρία συγκεκριμένα επιχειρήματα. Προβάλλει ότι η αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας σε θέματα ασφάλειας στη θάλασσα περιορίζεται στους τομείς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 725/2004 και της οδηγίας 2005/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, για τη βελτίωση της ασφάλειας στα πλοία και στις λιμενικές εγκαταστάσεις ( 5 ). Το Ηνωμένο Βασίλειο επισημαίνει επίσης ότι το καθήκον συνεργασίας του άρθρου 10 ΕΚ δεν περιλαμβάνει την υποχρέωση των κρατών μελών να διευκολύνουν την προσχώρηση της Κοινότητας στους διεθνείς οργανισμούς, ειδικότερα, όταν, όπως ισχύει για τον ΔΝΟ, ο διεθνής οργανισμός δεν μπορεί, βάσει της συστατικής του πράξης, να δέχεται ως μέλη οντότητες όπως η Κοινότητα. Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει την άποψη, τέλος, ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να έχει προσπαθήσει να υποβάλει την ελληνική πρόταση στην επιτροπή Marsec και να δώσει τη δυνατότητα συζήτησης επί του θέματος, προς εκπλήρωση του καθήκοντος της ειλικρινούς συνεργασίας που υπέχει από το άρθρο 10 ΕΚ.

V — Εκτίμηση

23.

Πρέπει πρώτον να υπενθυμιστούν οι αρχές που διατύπωσε το Δικαστήριο με την προπαρατεθείσα απόφαση AETR, καθώς και η συμβολή της μεταγενέστερης νομολογίας, όσον αφορά, αφενός, την ύπαρξη σιωπηρώς προβλεπόμενης αρμοδιότητας στις σχέσεις με τρίτες χώρες και, αφετέρου, τον αποκλειστικό χαρακτήρα της αρμοδιότητας αυτής.

24.

Με τις σκέψεις 16 έως 18 και 22 της προπαρατεθείσας αποφάσεως AETR, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αρμοδιότητα της Κοινότητας για τη σύναψη διεθνών συμφωνιών μπορεί να απορρέει όχι μόνον από ρητές διατάξεις της Συνθήκης, αλλά και από άλλες διατάξεις της Συνθήκης και από πράξεις που εκδίδουν, στο πλαίσιο αυτών των διατάξεων, τα όργανα της Κοινότητας. Ειδικότερα, οσάκις, για την εφαρμογή μιας προβλεπόμενης από τη Συνθήκη κοινής πολιτικής, η Κοινότητα θεσπίζει διατάξεις οι οποίες θέτουν, με οποιαδήποτε μορφή, κοινούς κανόνες, τα κράτη μέλη δεν έχουν πλέον το δικαίωμα, ανεξαρτήτως του ατομικού ή συλλογικού χαρακτήρα της δράσεώς τους, να αναλαμβάνουν έναντι τρίτων χωρών υποχρεώσεις που θίγουν αυτούς τους κανόνες. Συγκεκριμένα, με την προοδευτική θέσπιση των κοινών αυτών κανόνων, μόνον η Κοινότητα είναι σε θέση να αναλάβει και να εκτελέσει, στο σύνολο του πεδίου εφαρμογής της κοινοτικής έννομης τάξης, τις υποχρεώσεις που έχουν αναληφθεί έναντι τρίτων χωρών. Εφόσον για την επίτευξη των σκοπών της Συνθήκης θεσπίζονται κοινοτικοί κανόνες, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να αναλαμβάνουν, εκτός του πλαισίου των κοινών οργάνων, δεσμεύσεις που δύνανται να θίγουν τους κανόνες αυτούς ή να αλλοιώνουν το περιεχόμενό τους ( 6 ).

25.

Συναφώς, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι, αν τα κράτη μέλη διατηρούσαν την ελευθερία να αναλαμβάνουν διεθνείς δεσμεύσεις που θίγουν τους κοινούς κανόνες, η επίτευξη του επιδιωκόμενου από τους κανόνες αυτούς σκοπού καθώς και η εκπλήρωση της αποστολής της Κοινότητας και η επίτευξη των σκοπών της Συνθήκης θα ετίθεντο σε κίνδυνο ( 7 ).

26.

Οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να θιγεί ή να αλλοιωθεί το περιεχόμενο των κοινών κανόνων από διεθνείς δεσμεύσεις που ανέλαβαν τα κράτη μέλη και, ως εκ τούτου, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες η Κοινότητα αποκτά αποκλειστική αρμοδιότητα στις σχέσεις με τρίτες χώρες λόγω της άσκησης της εσωτερικής της αρμοδιότητας έχουν ορισθεί από το Δικαστήριο με τις λεγόμενες αποφάσεις «ελεύθερης αεροπλοΐας» ( 8 ), στη συνέχεια δε έχουν υπενθυμιστεί από το Δικαστήριο με τις προπαρατεθείσες αποφάσεις της 2ας Ιουνίου 2005, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου και της 14ης Ιουλίου 2005, Επιτροπή κατά Γερμανίας.

27.

Αυτό συμβαίνει όταν οι διεθνείς αυτές δεσμεύσεις εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των κοινών κανόνων ή, εν πάση περιπτώσει, σε πεδίο καλυπτόμενο σε μεγάλο βαθμό από τους κανόνες αυτούς, ακόμη και αν δεν υφίσταται καμία αντίφαση μεταξύ των κανόνων αυτών και των εν λόγω δεσμεύσεων ( 9 ).

28.

Συνεπώς, όταν η Κοινότητα έχει περιλάβει στις εσωτερικές νομοθετικές πράξεις της ρήτρες σχετικές με τη μεταχείριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή έχει απονείμει ρητώς στα όργανά της αρμοδιότητα για τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων με τις τρίτες χώρες, αποκτά αποκλειστική εξωτερική αρμοδιότητα τα όρια της οποίας καθορίζονται από τις πράξεις αυτές ( 10 ).

29.

Κατά το Δικαστήριο, το ίδιο ισχύει και όταν, ελλείψει ρητής ρήτρας περί εξουσιοδοτήσεως των κοινοτικών οργάνων για διεξαγωγή διαπραγματεύσεων με τρίτες χώρες, η Κοινότητα έχει προβεί σε πλήρη εναρμόνιση σε ορισμένο τομέα, διότι οι κοινοί κανόνες που έχουν θεσπιστεί κατ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαν να θιγούν κατά την έννοια της προαναφερθείσας αποφάσεως AETR, αν τα κράτη μέλη διατηρούσαν ελευθερία διαπραγματεύσεως με τις τρίτες χώρες ( 11 ).

30.

Φρονώ ότι, βάσει των στοιχείων αυτών που αντλούνται από τη νομολογία του, το Δικαστήριο πρέπει να κηρύξει βάσιμη την υπό κρίση προσφυγή λόγω παραβάσεως.

31.

Συγκεκριμένα, έχω τη γνώμη ότι η Ελληνική Δημοκρατία, υποβάλλοντας στην επιτροπή ναυτικής ασφάλειας του ΔΝΟ πίνακες ελέγχου («check lists») και άλλα μέσα που της φαίνονταν κατάλληλα να συνδράμουν τα συμβαλλόμενα στη σύμβαση SOLAS κράτη στις ενέργειές τους για τον έλεγχο συμμόρφωσης των πλοίων και λιμενικών εγκαταστάσεων προς τις απαιτήσεις της σύμβασης αυτής και του κώδικα ISPS, παρενέβη σε τομέα που εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας στις σχέσεις με τρίτες χώρες. Ο τομέας αυτός αφορά τη βελτίωση της ασφάλειας στα πλοία και στις λιμενικές εγκαταστάσεις και οριοθετείται με σαφήνεια από τον κανονισμό 725/2004.

32.

Ο κοινοτικός νομοθέτης εκδίδοντας, βάσει του άρθρου 80, παράγραφος 2, ΕΚ, τον κανονισμό αυτό, θέλησε ο σκοπός της «εξασφάλισης διαρκούς μέριμνας για την ασφάλεια των θαλάσσιων μεταφορών της Ευρωπαϊκής […] και των πολιτών που τις χρησιμοποιούν, καθώς και του περιβάλλοντος, από κάθε απειλή διάπραξης σκόπιμων παράνομων ενεργειών, όπως τρομοκρατικές ενέργειες, πειρατεία ή άλλες αντίστοιχες πράξεις» ( 12 ) να αποτελέσει αντικείμενο κοινών κανόνων σε κοινοτικό επίπεδο, και τούτο στο πλαίσιο του προγράμματος σχετικά με τη ναυσιπλοΐα της κοινής πολιτικής μεταφορών.

33.

Όπως τονίζεται με την πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 725/2004, αυτός ο σκοπός της ασφάλειας «θα πρέπει να επιτευχθεί με την υιοθέτηση καταλλήλων μέτρων στον τομέα της πολιτικής θαλάσσιων μεταφορών μέσω της διαμόρφωσης κοινών κανόνων για την ερμηνεία, την εφαρμογή και τον έλεγχο [ ( 13 )] εντός της Κοινότητας των διατάξεων που ενέκρινε η Διπλωματική Διάσκεψη του ΔΝΟ στις 12 Δεκεμβρίου 2002», δηλαδή με τα ειδικά μέτρα για την ενίσχυση της ασφάλειας στη θάλασσα της σύμβασης SOLAS και του κώδικα ISPS. Το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού ορίζει, προς τούτο, ότι ο κανονισμός προτίθεται «να παράσχει βάση για την εναρμονισμένη ερμηνεία και εφαρμογή, καθώς και για τον κοινοτικό έλεγχο [ ( 14 )] [αυτών των] ειδικών μέτρων».

34.

Λόγω της άσκησης από την Κοινότητα της εσωτερικής της αρμοδιότητας στο τομέα της ναυσιπλοΐας, και ειδικότερα λόγω της θέσπισης κοινών κανόνων για τη βελτίωση της ασφάλειας των πλοίων και των λιμενικών εγκαταστάσεων, η Επιτροπή απέκτησε, κατά το μέτρο αυτό, αρμοδιότητα στις σχέσεις με τις τρίτες χώρες η οποία έχει έναν αποκλειστικό χαρακτήρα.

35.

Συγκεκριμένα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, δεδομένου ότι η Κοινότητα εναρμόνισε τις προϋποθέσεις ερμηνείας, εφαρμογής και ελέγχου των ειδικών μέτρων που υιοθετήθηκαν υπό την αιγίδα του ΔΝΟ και ενσωματώθηκαν στον κανονισμό 725/2004, οι κοινοί κανόνες που προβλέπονται από τον κανονισμό αυτό μπορούν να θιγούν εάν το κράτος μέλος διατηρεί τη δυνατότητα να προτείνει, ατομικώς, στον ΔΝΟ την υιοθέτηση νέων κανόνων σχετικών με την εφαρμογή και τον έλεγχο των απαιτήσεων που περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο XI-2 της σύμβασης SOLAS και στον κώδικα ISPS.

36.

Ειδικότερα, με την υποβολή στον ΔΝΟ πρότασης όπως η επίδικη στην υπό κρίση υπόθεση τίθεται σε κίνηση μία διαδικασία που μπορεί να καταλήξει στην υιοθέτηση από τον διεθνή αυτό οργανισμό νέων κανόνων σε θέματα εφαρμογής και ελέγχου των κανόνων που περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο XI-2 της σύμβασης SOLAS και στον κώδικα ISPS. Οι νέοι αυτοί κανόνες θα μπορούσαν, εμμέσως, να έχουν επίπτωση στον κανονισμό 725/2004, ακριβώς διότι αυτός ενσωματώνει στην κοινοτική νομοθεσία το κεφάλαιο XI-2 της σύμβασης SOLAS και τον κώδικα ISPS και εναρμονίζει, σε κοινοτικό επίπεδο, την εφαρμογή και τον έλεγχο των μέτρων αυτών.

37.

Κατά συνέπεια, στον τομέα που καλύπτεται από τον κανονισμό 725/2004, τα κράτη μέλη έχουν απολέσει την αρμοδιότητά τους να ενεργούν ατομικά σε διεθνές επίπεδο, είτε πρόκειται για την ανάληψη νέων δεσμεύσεων είτε για την υποβολή προτάσεως τροποποιήσεων ή προσθηκών στους υφιστάμενους κανόνες. Τα κράτη μέλη, έχοντας επιλέξει, κατά τη θέσπιση του κανονισμού αυτού, τον καθορισμό κοινών κανόνων σε κοινοτικό επίπεδο, δεν μπορούν, πράγματι, να έχουν τη δυνατότητα να τροποποιούν, έστω και εμμέσως, το περιεχόμενό του, εκτός εάν η πρωτοβουλία αυτή αποτελεί προϊόν κοινοτικής βούλησης.

38.

Έχω τη γνώμη ότι συμπεριφορά κράτους μέλους όπως η αμφισβητούμενη από την Επιτροπή στην υπό κρίση διαδικασία συνιστά, επιπλέον, παράβαση του άρθρου 10 ΕΚ. Υπενθυμίζω, συναφώς, ότι το άρθρο αυτό επιβάλλει στα κράτη μέλη να διευκολύνουν την Κοινότητα στην εκτέλεση της αποστολής της και να απέχουν από κάθε μέτρο δυνάμενο να θέσει σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των σκοπών της Συνθήκης ΕΚ ( 15 ). Επισημαίνω επίσης ότι, σύμφωνα με το Δικαστήριο, αυτό το καθήκον ειλικρινούς συνεργασίας είναι γενικής εφαρμογής και δεν εξαρτάται ούτε από τον αποκλειστικό ή μη χαρακτήρα της οικείας κοινοτικής αρμοδιότητας ούτε από ενδεχόμενο δικαίωμα των κρατών μελών να αναλαμβάνουν υποχρεώσεις έναντι τρίτων χωρών ( 16 ).

39.

Υπό περιστάσεις όπως της υπό κρίση υποθέσεως, φρονώ ότι το κράτος μέλος έχει καθήκον αποχής, το οποίο δεν αίρεται σε περίπτωση συντονισμένης δράσης που έχει αποφασιστεί σε κοινοτικό επίπεδο.

40.

Η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί ότι παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 10 ΕΚ, 71 ΕΚ και 80, παράγραφος 2, ΕΚ. Δεν έχω ωστόσο πεισθεί από τους αμυντικούς ισχυρισμούς αυτού του κράτους μέλους.

41.

Όσον αφορά, πρώτον, την κατηγορία που προσάπτεται στην Επιτροπή ότι παρέβη το καθήκον της ειλικρινούς συνεργασίας μη συμπεριλαμβάνοντας την ελληνική πρόταση στην ημερήσια διάταξη της συνεδρίασης της επιτροπής Marsec της 14ης Μαρτίου 2005, έχω την εντύπωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας, ότι η Ελληνική Δημοκρατία επιζητούσε μάλλον να πληροφορήσει τα λοιπά κράτη μέλη για την εθνική πρότασή της προς τον ΔΝΟ και όχι την επίτευξη κοινοτικής θέσεως επί του θέματος αυτού. Το προεδρείο της επιτροπής αυτής έκρινε, επομένως, ότι δεν ήταν σκόπιμη η εγγραφή της εν λόγω προτάσεως στην ημερήσια διάταξη της συνεδρίασης της 14ης Μαρτίου 2005, χωρίς η άρνηση αυτή να συνιστά παράβαση του άρθρου 10 ΕΚ.

42.

Εξάλλου, από τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο προκύπτει επίσης ότι η Επιτροπή προέβη σε κοινοτικό συντονισμό, με αντικείμενο ιδίως την εφαρμογή του κεφαλαίου XI-2 της σύμβασης SOLAS και του κώδικα ISPS, με σκοπό την υποβολή κοινοτικής πρότασης κατά την 80ή συνεδρίαση της επιτροπής ναυτικής ασφάλειας του ΔΝΟ. Έτσι, η Επιτροπή υπέβαλε στο Συμβούλιο, στις 27 Απριλίου 2005, έγγραφο εργασίας με τίτλο «IMO — European Community position to be adopted by the Council on maritime issues for the 80th session of the Maritime Safety Committee (MSC 80) meeting in London from 11 to 20 May 2005» ( 17 ). Το έγγραφο αυτό εξετάστηκε από ομάδα εμπειρογνωμόνων που συγκάλεσε το προεδρείο στις 29 Απριλίου 2005 και επικυρώθηκε από την ομάδα εργασίας θαλάσσιων υποθέσεων του Συμβουλίου στις 3 Μαΐου 2005 ( 18 ). Παράλληλα, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η Επιτροπή κάλεσε επανειλημμένα την Ελληνική Δημοκρατία να αποσύρει την εθνική πρόταση που υπέβαλε στις 18 Μαρτίου 2005 προς τον ΔΝΟ, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Η μη αναφορά στην πρόταση αυτή από το έγγραφο που εκθέτει την κοινοτική θέση μπορεί να γίνει κατανοητή ως το αποτέλεσμα της στάσης της Ελληνικής Δημοκρατίας.

43.

Στο πλαίσιο αυτό, φρονώ ότι δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή η κατηγορία ότι παρέβη το καθήκον της να προωθήσει τον κοινοτικό συντονισμό.

44.

Εξάλλου, συμμερίζομαι την άποψη της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία, στον βαθμό που η κοινοτική έννομη τάξη δεν στηρίζεται στην αρχή της αμοιβαιότητας, ενδεχόμενη παράβαση από το όργανο αυτό του καθήκοντος ειλικρινούς συνεργασίας που του επιβάλλει το άρθρο 10 ΕΚ δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να επιτρέψει σε κράτος μέλος να δικαιολογήσει τις δικές του παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου, εν προκειμένω δε την παραβίαση της αποκλειστικής αρμοδιότητας της Κοινότητας στις σχέσεις με τρίτες χώρες.

45.

Δεύτερον, δεν πιστεύω, εν αντιθέσει προς την Ελληνική Δημοκρατία, ότι η προπαρατεθείσα νομολογία AETR μπορεί να περιοριστεί στην περίπτωση που ένα κράτος μέλος παραβίασε την αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας στις σχέσεις με τρίτες χώρες αναλαμβάνοντας διεθνή δέσμευση. Η συλλογιστική που ανέπτυξε το Δικαστήριο στις υποθέσεις που έχει εκδικάσει έγκειται στην αποφυγή της υπεισέλευσης των κρατών μελών, ατομικώς ή συλλογικώς, σε τομέα που εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας στις σχέσεις με τρίτες χώρες. Τούτο συμβαίνει όταν μια κρατική παρέμβαση ενδέχεται να θίξει κοινούς κανόνες ή να μεταβάλει το περιεχόμενό τους. Πάντως, όπως προαναφέρθηκε, πρωτοβουλία όπως αυτή της Ελληνικής Δημοκρατίας ενώπιον του ΔΝΟ θέτει σε κίνηση μία διαδικασία που μπορεί να καταλήξει στην υιοθέτηση από τον διεθνή αυτό οργανισμό νέων κανόνων, οι οποίοι ενδέχεται να επηρεάσουν την υφιστάμενη κοινοτική νομοθεσία.

46.

Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από το ότι η συμφωνία κυρίων που υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο το 1993 επιτρέπει στα κράτη μέλη, όταν δεν υφίσταται κοινή θέση, να υποβάλλουν προτάσεις στον ΔΝΟ όχι μόνο συλλογικώς αλλά και ατομικώς, δυσχερώς μπορεί να αποδοθεί στην πράξη αυτή το νομικό περιεχόμενο που θέλει να του προσδώσει η Ελληνική Δημοκρατία. Από τις παρατηρήσεις που υπέβαλε στο Δικαστήριο η Επιτροπή προκύπτει, συγκεκριμένα, ότι αυτή η «συμφωνία κυρίων» αποτελεί δήλωση του οργάνου αυτού η οποία περιλήφθηκε στα πρακτικά που συνέταξε το Συμβούλιο κατά τη συνεδρίαση της 14ης Δεκεμβρίου 1993 της ομάδας εργασίας για τις μεταφορές. Πρόκειται επομένως για μη δεσμευτική πράξη η οποία, επιπλέον, δεν μπορεί να εξομοιωθεί με διοργανική συμφωνία. Εξάλλου, το περιεχόμενο της δηλώσεως αυτής, όπως και τα άλλα αποσπάσματα των πρακτικών που παρατίθενται με τα λοιπά έγγραφα που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο, επιβεβαιώνουν μάλλον την άποψη της Επιτροπής, με την οποία συμφωνώ, και η οποία μπορεί να συνοψισθεί ως εξής: η αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας δεν εμποδίζει την ενεργή συμμετοχή των κρατών μελών στον ΔΝΟ, εφόσον οι θέσεις που λαμβάνουν στον διεθνή αυτό οργανισμό έχουν, προηγουμένως, αποτελέσει αντικείμενο κοινοτικού συντονισμού.

47.

Τέταρτον, το γεγονός ότι η Κοινότητα δεν είναι μέλος του ΔΝΟ δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να επιτρέψει στα κράτη μέλη να υποβάλλουν προτάσεις προς τον διεθνή αυτό οργανισμό σε τομέα που εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας στις σχέσεις με τρίτες χώρες. Συμφωνώ, συναφώς, με την άποψη της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία, αν ένας οργανισμός δεν της επιτρέπει να ενεργεί ως τακτική εκπρόσωπος της Κοινότητας σε τομέα αποκλειστικής κοινοτικής αρμοδιότητας, η αρμοδιότητα αυτή μπορεί να ασκηθεί μέσω των κρατών μελών ενεργούντων αλληλεγγύως προς το συμφέρον της Κοινότητας και κατόπιν εξουσιοδοτήσεώς τους από αυτήν ( 19 ). Μια κοινοτική θέση, όπως αυτή που ανέφερα στην προηγούμενη ανάπτυξή μου, μπορεί επομένως να εκφρασθεί ενώπιον διεθνούς οργανισμού στον οποίο η Κοινότητα δεν είναι μέλος. Την ανάγκη μιας τέτοιας θέσης υπενθυμίζει εξάλλου ο κοινοτικός νομοθέτης στο άρθρο 10, παράγραφος 4, του κανονισμού 725/2004 που προβλέπει ότι, «[γ]ια τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού και προκειμένου να περιορισθούν οι κίνδυνοι σύγκρουσης της κοινοτικής ναυτιλιακής νομοθεσίας και των διεθνών κανονιστικών κειμένων, τα κράτη μέλη και η Επιτροπή συνεργάζονται στο πλαίσιο συντονιστικών συναντήσεων και/ή άλλων κατάλληλων μέσων, για τον καθορισμό, εφόσον απαιτείται, κοινής θέσης ή προσέγγισης στο πλαίσιο των αρμοδίων διεθνών fora».

48.

Πέμπτον και τελευταίο, δεν υιοθετώ τον ισχυρισμό ότι πρέπει να αφαιρεθεί από το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 725/2004 η συνέπεια ότι η αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας δεν καλύπτει την εκπλήρωση από τα κράτη μέλη των υποχρεώσεων του κεφαλαίου XI-2 της σύμβασης SOLAS και του κώδικα ISPS, όπως αυτές ενσωματώθηκαν στον κανονισμό αυτό.

49.

Πρέπει, συγκεκριμένα, να υπενθυμιστεί ότι η εναρμόνιση των προϋποθέσεων εφαρμογής και ελέγχου των ειδικών μέτρων για την ενίσχυση της ασφάλειας στη θάλασσα που ενέκρινε η Διπλωματική Διάσκεψη του ΔΝΟ στις 12 Δεκεμβρίου 2002 αποτελεί, ακριβώς, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 725/2004, έναν από τους κύριους σκοπούς του κανονισμού αυτού. Εξάλλου, το άρθρο 9, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού αποτελεί μία κλασική διάταξη σε αυτό το είδος ρύθμισης, για την εφαρμογή της οποίας είναι αναγκαία η χρησιμοποίηση του διοικητικού μηχανισμού των κρατών μελών. Η αποκεντρωμένη εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να έχει ως συνέπεια την παροχή στα κράτη μέλη, σε τομέα που εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας, της αρμοδιότητας για την ανάπτυξη σε διεθνές επίπεδο της εναρμόνισης των κανόνων ελέγχου, δεδομένου ότι αυτή πρέπει, δυνάμει του κανονισμού 725/2004, να διέλθει πρώτα από το κοινοτικό φίλτρο.

50.

Έκτον και τελευταίο, έχω την άποψη ότι το επιχείρημα που αντλείται από το άρθρο 307 ΕΚ είναι αλυσιτελές. Δεν τίθεται, πράγματι, ζήτημα αμφισβητήσεως των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από σύμβαση συναφθείσα πριν την ημερομηνία προσχωρήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Ειδικότερα, η υπό κρίση προσφυγή δεν έχει ως αντικείμενο να εμποδίσει το κράτος μέλος αυτό να συμμετάσχει στις εργασίες του ΔΝΟ ως ενεργό μέλος του οργανισμού αυτού. Πρόκειται απλώς περί υποδείξεως στην Ελληνική Δημοκρατία ότι, σε τομέα που εμπίπτει στην αποκλειστική εξωτερική αρμοδιότητα της Κοινότητας, η συμμετοχή της στον ΔΝΟ πρέπει να γίνεται τηρουμένων των υποχρεώσεων που απορρέουν, σε κοινοτικό επίπεδο, από τους κοινούς κανόνες των κρατών μελών.

VI — Πρόταση

51.

Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο:

να διαπιστώσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, υποβάλλοντας στον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό πρόταση για τον έλεγχο της συμμόρφωσης πλοίων και λιμενικών εγκαταστάσεων προς τις απαιτήσεις του κεφαλαίου ΧΙ-2 της διεθνούς συμβάσεως του 1974 για την Ασφάλεια της Ζωής στη Θάλασσα και του Διεθνή Κώδικα για την Ασφάλεια Πλοίων και Λιμενικών Εγκαταστάσεων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 10 ΕΚ, 71 ΕΚ και 80, παράγραφος 2, ΕΚ, και από τον κανονισμό (ΕΚ) 725/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, για τη βελτίωση της ασφάλειας στα πλοία και στις λιμενικές εγκαταστάσεις·

να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα και να υποχρεώσει το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας να φέρει τα έξοδά του.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Πρόταση της 18ης Μαρτίου 2005 (MSC 80/5/11).

( 3 ) ΕΕ L 129, σ. 6.

( 4 ) 22/70, Συλλογή τόμος 1968-1971, σ. 729.

( 5 ) ΕΕ L 310, σ. 28.

( 6 ) Βλ., επίσης, αποφάσεις της 2ας Ιουνίου 2005, C-266/03, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (Συλλογή 2005, σ. I-4805, σκέψη 40), καθώς και της 14ης Ιουλίου 2005, C-433/03, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 2005, σ. I-6985, σκέψη 42).

( 7 ) Προπαρατεθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (σκέψη 41), και Επιτροπή κατά Γερμανίας (σκέψη 43).

( 8 ) Αποφάσεις της 5ης Νοεμβρίου 2002, C-466/98, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Συλλογή 2002, σ. I-9427C-467/98, Επιτροπή κατά Δανίας (Συλλογή 2002, σ. I-9519)· C-468/98, Επιτροπή κατά Σουηδίας (Συλλογή 2002, σ. I-9575)· C-469/98, Επιτροπή κατά Φινλανδίας (Συλλογή 2002, σ. I-9627)· C-471/98, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 2002, σ. I-9681)· C-472/98, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (Συλλογή 2002, σ. I-9741)· C-475/98, Επιτροπή κατά Αυστρίας (Συλλογή 2002, σ. I-9797), και C-476/98, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 2002, σ. I-9855).

( 9 ) Βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση της 14ης Ιουλίου 2005 Επιτροπή κατά Γερμανίας (σκέψη 45).

( 10 ) Όπ.π. (σκέψη 46).

( 11 ) Όπ.π. (σκέψη 47).

( 12 ) Δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 725/2004.

( 13 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 14 ) Όπ.π.

( 15 ) Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 2005, Επιτροπή κατά Γερμανίας, προπαρατεθείσα (σκέψη 63), και της 24 Απριλίου 2007, C-523/04, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (Συλλογή 2007, σ. I-3267, σκέψη 74).

( 16 ) Απόφαση της 14ης Ιουλίου 2005, Επιτροπή κατά Γερμανίας, προπαρατεθείσα (σκέψη 64 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 17 ) SEC(2005) 586.

( 18 ) Βλ. παραρτήματα 2 και 3 του υπομνήματος απαντήσεως της Επιτροπής.

( 19 ) Βλ., συναφώς, γνωμοδότηση 2/91 του Δικαστηρίου, της 19ης Μαρτίου 1993 (Συλλογή 1993, σ. I-1061, σκέψη 5).

Top