EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62006TJ0039

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 5ης Οκτωβρίου 2011.
Transcatab SpA κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Ιταλική αγορά αποκτήσεως και πρώτης μεταποιήσεως ακατέργαστου καπνού - Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ - Καθορισμός των τιμών και κατανομή της αγοράς - Καταλογισμός της παραβατικής συμπεριφοράς - Πρόστιμα - Αναλογικότητα - Σοβαρότητα και διάρκεια της παραβάσεως - Ελαφρυντικές περιστάσεις - Συνεργασία.
Υπόθεση T-39/06.

Συλλογή της Νομολογίας 2011 II-06831

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2011:562

Υπόθεση T-39/06

Transcatab SpA

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Ιταλική αγορά αποκτήσεως και πρώτης μεταποιήσεως ακατέργαστου καπνού – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Καθορισμός των τιμών και κατανομή της αγοράς – Καταλογισμός της παραβατικής συμπεριφοράς – Πρόστιμα – Αναλογικότητα – Σοβαρότητα και διάρκεια της παραβάσεως – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Συνεργασία»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Οικονομική ενότητα – Κριτήρια εκτιμήσεως – Τεκμήριο ασκήσεως καθοριστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί των θυγατρικών που της ανήκουν εξ ολοκλήρου

(Άρθρο 81 ΕΚ)

2.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Ανακοίνωση των αιτιάσεων – Υποχρεωτικό περιεχόμενο

(Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 27 § 1)

3.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Μέγιστο ύψος – Υπολογισμός – Κύκλος εργασιών που λαμβάνεται υπόψη

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

4.      Πράξεις των οργάνων – Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται σε περιπτώσεις παραβάσεων των κανόνων ανταγωνισμού – Πράξη αποσκοπούσα στην παραγωγή εξωτερικών αποτελεσμάτων – Περιεχόμενο

(Κανονισμός 1 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

5.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Πράξεις που εκ της φύσεώς τους και μόνον χαρακτηρίζονται ως πολύ σοβαρές

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1Α)

6.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Απόφαση περί επιβολής προστίμου – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο

(Άρθρα 81 ΕΚ και 253 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3)

7.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Ανακοίνωση των αιτιάσεων – Υποχρεωτικό περιεχόμενο

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 27)

8.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής – Όρια – Τήρηση της αρχής της αναλογικότητας – Περιεχόμενο

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

9.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Αποτρεπτικός χαρακτήρας του προστίμου

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 5, στοιχείο β΄)

10.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Έλλειψη πραγματικής εφαρμογής συμφωνίας

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημεία 1 Α, εδ. 1, και 3, δεύτερη περίπτωση)

11.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Παύση της παραβάσεως ήδη από τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής – Περιεχόμενο

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 3, τρίτη περίπτωση)

12.    Δίκαιο της Ένωσης – Αρχές – Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Προϋποθέσεις

13.    Γεωργία – Κανόνες ανταγωνισμού – Κανονισμός 26 – Εφαρμογή της εξαιρέσεως που προβλέπεται για τις συμφωνίες, αποφάσεις και πρακτικές που είναι απαραίτητες για την υλοποίηση των σκοπών του άρθρου 33 ΕΚ – Προϋποθέσεις

(Άρθρα 33 ΕΚ, 36 ΕΚ και 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 26 του Συμβουλίου, άρθρο 2)

14.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Συνεργασία της κατηγορούμενης επιχειρήσεως εκτός του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας – Προϋποθέσεις

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23· ανακοινώσεις της Επιτροπής 98/C 9/03, σημείο 3, έκτη περίπτωση, και 2002/C 45/03)

15.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Πρώτη περίπτωση εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού σε συγκεκριμένο τομέα της οικονομίας – Περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 3)

16.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Κακή οικονομική κατάσταση του επίμαχου τομέα – Περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

17.    Διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Τυπικά στοιχεία

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρα 44 § 1, στοιχείο γ΄, και 48 § 2)

18.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Μείωση του προστίμου έναντι της συνεργασίας που παρέσχε η επιχείρηση κατά της οποίας κινήθηκε η διαδικασία – Προϋποθέσεις

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 2· ανακοίνωση 2002/C 31/03 της Επιτροπής, σημείο 23, τελευταίο εδάφιο)

19.    Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που συνιστούν ενιαία παράβαση

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

1.      Στον τομέα του ανταγωνισμού, η συμπεριφορά μιας θυγατρικής εταιρίας μπορεί να καταλογισθεί στη μητρική εταιρία όταν, ιδίως, η θυγατρική, μολονότι έχει χωριστή νομική προσωπικότητα, δεν καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει, κυρίως, τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας, ενόψει, ιδίως, των υφισταμένων μεταξύ των δύο αυτών νομικών οντοτήτων οικονομικών, οργανωτικών και νομικών σχέσεων. Πράγματι, δεδομένου ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, η μητρική και η θυγατρική εταιρεία συναποτελούν τμήμα της ίδιας οικονομικής οντότητας και, επομένως, συνιστούν μία και μόνη επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ, η Επιτροπή μπορεί να απευθύνει μια απόφαση περί επιβολής προστίμου στη μητρική εταιρεία, χωρίς να απαιτείται να αποδείξει την εμπλοκή της εταιρείας αυτής στην παράβαση.

Στην ειδική περίπτωση κατά την οποία η θυγατρική που διέπραξε παράβαση των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού ανήκει εξ ολοκλήρου στη μητρική εταιρία, η μεν μητρική εταιρία έχει τη δυνατότητα ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής επί της θυγατρικής, υφίσταται δε μαχητό τεκμήριο ότι η μητρική εταιρία όντως ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της θυγατρικής της. Συνεπώς, η Επιτροπή μπορεί να συναγάγει την πραγματική άσκηση αποφασιστικής επιρροής στη συμπεριφορά μιας ελεγχόμενης κατά 100 % θυγατρικής, χωρίς να υποχρεούται να προσκομίσει συμπληρωματικές αποδείξεις από τις οποίες να προκύπτει ότι η μητρική εταιρεία πράγματι άσκησε τέτοια επιρροή ή τελούσε εν γνώσει της παραβάσεως ή της εμπλοκής της εν λόγω θυγατρικής στην παράβαση αυτή. Πρόκειται περί μαχητού τεκμηρίου, το οποίο μπορεί να ανατραπεί με απόδειξη του αντιθέτου. Στη μητρική εταιρία εναπόκειται συνεπώς να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό με στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η θυγατρική χαίρει αυτονομίας κατά τη χάραξη της πολιτικής της στην αγορά και ότι οι δύο αυτές εταιρείες δεν συνιστούν, επομένως, μία ενιαία οικονομική οντότητα. Σε αντίθετη περίπτωση, η άσκηση ελέγχου αποδεικνύεται από το γεγονός ότι το αντλούμενο από την κατοχή του συνολικού κεφαλαίου τεκμήριο δεν ανετράπη.

Το γεγονός ότι μια θυγατρική έχει τη δική της τοπική διεύθυνση και ίδιους πόρους δεν αποδεικνύει, αυτό καθαυτό, ότι καθορίζει αυτόνομα τη συμπεριφορά της στην αγορά σε σχέση με τη μητρική της εταιρεία. Η ανάθεση της διαχειρίσεως των τρεχουσών δραστηριοτήτων στην τοπική διεύθυνση μιας κατά 100 % ελεγχόμενης θυγατρικής πρόκειται, πράγματι, για συνήθη πρακτική και, ως εκ τούτου, δεν είναι ικανή να αποδείξει την πραγματική αυτονομία της θυγατρικής.

(βλ. σκέψεις 92-94, 103, 106)

2.      Στον τομέα του ανταγωνισμού, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας επιβάλλει να παρέχεται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, η δυνατότητα να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψή της σχετικά με το υποστατό και τον κρίσιμο χαρακτήρα των πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων των οποίων γίνεται επίκληση καθώς και σχετικά με τα έγγραφα που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή για να στηρίξει τον ισχυρισμό της ότι υπάρχει παράβαση της Συνθήκης.

Το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 αντανακλά την αρχή αυτή, στο μέτρο που προβλέπει ότι αποστέλλεται στα μέρη ανακοίνωση των αιτιάσεων, η οποία πρέπει να αναφέρει σαφώς όλα τα ουσιώδη στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η Επιτροπή σ’ αυτό το στάδιο της διαδικασίας ώστε οι ενδιαφερόμενοι να είναι σε θέση να αντιληφθούν για ποιες ενέργειες τους επικρίνει η Επιτροπή και να αμυνθούν λυσιτελώς προτού αυτή εκδώσει οριστική απόφαση. Η ανωτέρω επιταγή πληρούται οσάκις η συγκεκριμένη απόφαση δεν προσάπτει στους ενδιαφερομένους παραβάσεις διαφορετικές από εκείνες που παρατίθενται στην ανακοίνωση των αιτιάσεων και λαμβάνει υπόψη μόνον τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία οι ενδιαφερόμενοι είχαν την ευκαιρία να παράσχουν εξηγήσεις.

Πάντως, μνεία των εν λόγω στοιχείων μπορεί να γίνει συνοπτικά, η δε τελική απόφαση δεν χρειάζεται κατ’ ανάγκη να είναι αντίγραφο της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, καθόσον η ανακοίνωση αυτή συνιστά προκαταρκτικό έγγραφο, του οποίου οι πραγματικές και νομικές εκτιμήσεις έχουν καθαρά προσωρινό χαρακτήρα. Ως εκ τούτου, επιτρέπονται προσθήκες στην ανακοίνωση των αιτιάσεων οι οποίες πραγματοποιούνται υπό το πρίσμα του υπομνήματος απαντήσεως των μετεχόντων στη διαδικασία, των οποίων τα επιχειρήματα αποδεικνύουν ότι όντως άσκησαν τα δικαιώματά τους άμυνας. Η Επιτροπή μπορεί επίσης, ενόψει της διοικητικής διαδικασίας, να αναθεωρήσει ή να προσθέσει πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα προς στήριξη των αιτιάσεων που διατύπωσε.

Περαιτέρω, όσον αφορά τον καταλογισμό σε μητρική εταιρία παραβάσεως τελεσθείσας από τις θυγατρικές της που της ανήκουν κατά 100%, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να προσκομίσει, κατά το στάδιο της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, άλλα στοιχεία πλην των στοιχείων από τα οποία αποδεικνύεται η εκ μέρους της μητρικής εταιρείας κατοχή του κεφαλαίου των θυγατρικών της.

(βλ. σκέψεις 115-117, 123)

3.      Το ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, πρέπει να υπολογίζεται επί του σωρευτικού κύκλου εργασιών όλων των εταιρειών που απαρτίζουν την οικονομική οντότητα η οποία ενεργεί ως επιχείρηση υπό την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ, διότι μόνον ο σωρευτικός κύκλος εργασιών των εταιρειών που απαρτίζουν τον όμιλο μπορεί να αποτελέσει ένδειξη περί του μεγέθους και της οικονομικής ισχύος της εν λόγω επιχειρήσεως.

(βλ. σκέψεις 129-130)

4.      Οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ είναι ένα μέσον που αποβλέπει στο να διευκρινισθούν, τηρουμένου του δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος, τα κριτήρια που προτίθεται να εφαρμόσει η Επιτροπή στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό των προστίμων, την οποία της απονέμει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές δεν συνιστούν τη νομική βάση της αποφάσεως περί επιβολής προστίμου, καθόσον αυτή στηρίζεται στον κανονισμό 1/2003, καθορίζουν ωστόσο, κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, τη μεθοδολογία που η Επιτροπή δεσμεύτηκε να ακολουθεί για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων που επιβλήθηκαν με την απόφαση αυτή και κατοχυρώνουν, κατά συνέπεια, την ασφάλεια δικαίου των επιχειρήσεων.

Επομένως, μολονότι οι κατευθυντήριες γραμμές δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως κανόνας δικαίου τον οποίο οφείλει να τηρεί σε κάθε περίπτωση η διοίκηση, πλην όμως περιέχουν κανόνα συμπεριφοράς που υποδεικνύει την ακολουθητέα τακτική, από την οποία η διοίκηση δεν μπορεί να παρεκκλίνει σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση χωρίς να προβάλει δικαιολογητικούς λόγους.

Ο αυτοπεριορισμός της εξουσίας εκτιμήσεως της Επιτροπής που απορρέει από την έκδοση των κατευθυντηρίων γραμμών δεν είναι, εντούτοις, ασυμβίβαστος με τη διατήρηση σημαντικού περιθωρίου εκτιμήσεως για το θεσμικό αυτό όργανο. Πράγματι, το γεγονός ότι η Επιτροπή διευκρίνισε, με τις κατευθυντήριες γραμμές, την προσέγγισή της ως προς την αξιολόγηση της σοβαρότητας μιας παραβάσεως δεν αντιτίθεται στο να εκτιμήσει η Επιτροπή το εν λόγω κριτήριο σφαιρικά βάσει όλων των σχετικών περιστάσεων, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που δεν μνημονεύονται ρητώς στις κατευθυντήριες γραμμές.

(βλ. σκέψεις 141-143)

5.      Από τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ προκύπτει ότι οι οριζόντιες συμπράξεις που αποβλέπουν ιδίως, όπως εν προκειμένω, στον καθορισμό των τιμών μπορούν, εκ της φύσεώς τους και μόνον, να χαρακτηρίζονται ως «πολύ σοβαρές», χωρίς να υποχρεούται η Επιτροπή να αποδείξει τον πραγματικό αντίκτυπο της παραβάσεως στην αγορά και χωρίς να εμποδίζει η περιορισμένη έκταση της σχετικής γεωγραφικής αγοράς έναν τέτοιο χαρακτηρισμό. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, ενώ η περιγραφή των σοβαρών παραβάσεων μνημονεύει ρητώς τον αντίκτυπο στην αγορά και τα αποτελέσματα σε εκτεταμένες ζώνες της κοινής αγοράς, η περιγραφή των πολύ σοβαρών παραβάσεων, αντιθέτως, δεν απαιτεί να υπάρχουν συγκεκριμένος αντίκτυπος στην αγορά ούτε συνέπειες σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή.

Για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, είναι κρίσιμο το ζήτημα κατά πόσον οι μετέχοντες στη σύμπραξη έκαναν ό,τι ήταν δυνατόν προκειμένου να υλοποιηθούν οι προθέσεις τους. Αυτό που συνέβη κατόπιν, σε επίπεδο των τιμών της αγοράς που επιτεύχθηκαν στην πραγματικότητα, ενδέχεται να έχει επηρεαστεί από άλλους παράγοντες, εκτός του ελέγχου των μετεχόντων στη σύμπραξη, οι δε μετέχοντες στη σύμπραξη δεν μπορούν να επικαλούνται υπέρ αυτών εξωγενείς παράγοντες που παρεμπόδισαν τις προσπάθειές τους, ανάγοντας τους παράγοντες αυτούς σε στοιχεία δικαιολογούντα μείωση του προστίμου.

Δεν είναι δυνατόν να απαιτείται από την Επιτροπή, όταν στοιχειοθετείται η υλοποίηση συμπράξεως, να αποδεικνύει συστηματικά ότι οι συμφωνίες όντως παρείχαν στις οικείες επιχειρήσεις τη δυνατότητα να επιτύχουν υψηλότερο επίπεδο τιμών στις συναλλαγές ή, όπως εν προκειμένω, στις περιπτώσεις συμπράξεων αγοράς, κατώτερο επίπεδο από εκείνο που θα επικρατούσε χωρίς τη σύμπραξη. Θα ήταν δυσανάλογο να απαιτείται παρόμοια απόδειξη, η οποία θα απορροφούσε σημαντικούς πόρους, καθώς θα καθιστούσε αναγκαία την προσφυγή σε υποθετικούς υπολογισμούς, στηριζόμενους σε οικονομικά υποδείγματα, η ακρίβεια των οποίων μπορεί να ελεγχθεί δυσχερώς από τον δικαστή και ως προς τα οποία ουδόλως αποδεικνύεται ότι είναι απαλλαγμένα ελαττωμάτων.

Επιπλέον, η έκταση της γεωγραφικής αγοράς δεν είναι αυτοτελές κριτήριο, υπό την έννοια ότι μόνον παραβάσεις που αφορούν την πλειονότητα των κρατών μελών θα μπορούσαν να τύχουν του χαρακτηρισμού της «πολύ σοβαρής» παραβάσεως. Ούτε στη Συνθήκη, ούτε στον κανονισμό 1/2003, ούτε στις κατευθυντήριες γραμμές, ούτε στη νομολογία μπορεί να στηριχθεί η θέση ότι μόνον πολύ εκτεταμένοι, από γεωγραφική άποψη, περιορισμοί του ανταγωνισμού μπορούν να τύχουν τέτοιου χαρακτηρισμού. Εξάλλου, οι συμφωνίες που αποβλέπουν ιδίως στον καθορισμό των τιμών αγοράς, καθώς και στην κατανομή των αγοραζομένων ποσοτήτων μπορούν, εκ της φύσεώς τους και μόνον, να χαρακτηρίζονται ως «πολύ σοβαρές» παραβάσεις, χωρίς να απαιτείται να συνδέονται οι συμπεριφορές αυτές με συγκεκριμένη γεωγραφική έκταση. Ως εκ τούτου, το μέγεθος της οικείας γεωγραφικής αγοράς, ακόμη και εάν είναι περιορισμένο, δεν αποκλείει, κατ’ αρχήν, τον χαρακτηρισμό της εν προκειμένω διαπιστωθείσας παραβάσεως ως «πολύ σοβαρής».

(βλ. σκέψεις 148-149, 168-169, 172)

6.      Στο πλαίσιο του καθορισμού προστίμων λόγω παραβιάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού, η υποχρέωση αιτιολογήσεως πληρούται εφόσον η Επιτροπή εκθέτει στην απόφασή της τα στοιχεία εκτιμήσεως τα οποία χρησιμοποίησε για να μετρήσει τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως.

Στο πλαίσιο των αναλύσεων αναφορικά με παραβάσεις του άρθρου 81 ΕΚ, το άρθρο 253 ΕΚ δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να εξηγεί στις αποφάσεις της τους λόγους για τους οποίους δεν δέχθηκε, όσον αφορά τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου, άλλες προσεγγίσεις σε σχέση με αυτή την οποία πράγματι επέλεξε στην τελική απόφαση.

(βλ. σκέψεις 175, 177)

7.      Η Επιτροπή, αν αναφέρει ρητώς, με την ανακοίνωση των αιτιάσεων, ότι πρόκειται να εξετάσει το αν πρέπει να επιβάλει πρόστιμα στις οικείες επιχειρήσεις και αν αναφέρει τα κύρια πραγματικά και νομικά στοιχεία που μπορούν να επισύρουν πρόστιμο, όπως είναι η σοβαρότητα και η διάρκεια της προβαλλομένης παραβάσεως καθώς και το γεγονός ότι αυτή διεπράχθη «εκ προθέσεως ή εξ αμελείας», πληροί την υποχρέωσή της σεβασμού του δικαιώματος ακροάσεως των οικείων επιχειρήσεων. Η Επιτροπή, ενεργώντας έτσι, παρέχει στις επιχειρήσεις τα αναγκαία στοιχεία για να αμυνθούν όχι μόνον έναντι της διαπιστώσεως της παραβάσεως, αλλά και έναντι της επιβολής προστίμου.

Αντιθέτως, η Επιτροπή δεν υποχρεούται, εφόσον ανέφερε τα πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζει τον υπολογισμό του ποσού των προστίμων, να διευκρινίσει τον τρόπο με τον οποίο θα χρησιμοποιήσει καθένα από τα στοιχεία αυτά για τον καθορισμό του επιπέδου του προστίμου. Επιπλέον, στην απόφασή της, η Επιτροπή μπορεί επίσης, ενόψει της διοικητικής διαδικασίας, να αναθεωρήσει ή να προσθέσει πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα προς στήριξη των αιτιάσεων που διατύπωσε.

Επομένως, τα δικαιώματα άμυνας των οικείων επιχειρήσεων διασφαλίζονται ενώπιον της Επιτροπής, όσον αφορά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, με τη δυνατότητα που έχουν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους ως προς τη διάρκεια, τη σοβαρότητα και τον αντίθετο προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρα των πραγματικών περιστατικών που τους προσάπτονται.

(βλ. σκέψεις 180-182)

8.      Στο πλαίσιο των διαδικασιών που κινεί η Επιτροπή για την επιβολή κυρώσεων για τις παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού, η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας συνεπάγεται ότι τα πρόστιμα δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς, ήτοι σε σχέση με την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού, και το ποσό του επιβαλλόμενου σε μία επιχείρηση προστίμου για παράβαση σε υπόθεση ανταγωνισμού πρέπει να είναι ανάλογο με την παράβαση, εκτιμώμενη στο σύνολό της, λαμβάνοντας, ειδικότερα, υπόψη τη σοβαρότητα της παραβάσεως. Ειδικότερα, η αρχή της αναλογικότητας συνεπάγεται ότι η Επιτροπή οφείλει να καθορίζει το πρόστιμο κατ’ αναλογία προς τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για να εκτιμηθεί η σοβαρότητα της παραβάσεως και ότι οφείλει, επ’ αυτού, να εφαρμόζει τα εν λόγω στοιχεία κατά τρόπο συνεπή και αντικειμενικώς δικαιολογημένο.

Συναφώς, δεν προκύπτει ούτε από τον κανονισμό 1/2003 ούτε από τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ ότι το ύψος των προστίμων πρέπει να καθορίζεται σε ευθεία συνάρτηση με το μέγεθος της θιγόμενης αγοράς, δεδομένου ότι ο παράγων αυτός δεν αποτελεί υποχρεωτικό στοιχείο, αλλά ένα, μεταξύ άλλων, συναφές στοιχείο για την αξιολόγηση της σοβαρότητας της παραβάσεως. Επομένως, οι διατάξεις αυτές δεν επιβάλλουν αυτές καθεαυτές ρητώς στην Επιτροπή να λαμβάνει υπόψη το περιορισμένο μέγεθος της αγοράς των προϊόντων.

Το εφαρμοστέο δίκαιο ομοίως δεν περιλαμβάνει αρχή γενικής ισχύος, σύμφωνα με την οποία η κύρωση πρέπει να είναι ανάλογη με τον κύκλο εργασιών που πραγματοποιεί η επιχείρηση στην οικεία αγορά. Είναι δυνατόν, προκειμένου να καθορισθεί το πρόστιμο, να λαμβάνονται υπόψη τόσον ο συνολικός κύκλος εργασιών της επιχειρήσεως, που αποτελεί ένδειξη, έστω κατά προσέγγιση και ατελή, του μεγέθους και της οικονομικής ισχύος της, όσο και το ποσοστό του κύκλου εργασιών που προέρχεται από τα εμπορεύματα που αποτελούν το αντικείμενο της παραβάσεως και που, συνεπώς, μπορεί να παράσχει μια ένδειξη για την έκτασή της. Δεν πρέπει να προσδίδεται ούτε στο ένα ούτε στο άλλο από τα ποσά αυτά δυσανάλογη σημασία σε σχέση με τα λοιπά στοιχεία εκτιμήσεως και, κατά συνέπεια, ο καθορισμός του καταλλήλου προστίμου δεν μπορεί να είναι το αποτέλεσμα ενός απλού υπολογισμού στηριζόμενου στον συνολικό κύκλο εργασιών. Τούτο ισχύει, ιδίως, όταν τα οικεία εμπορεύματα δεν αντιπροσωπεύουν παρά ένα μικρό μόνον ποσοστό του κύκλου αυτού εργασιών. Επιπλέον, το τελικό ποσό του προστίμου, στο μέτρο που δεν υπερβαίνει το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών της οικείας επιχειρήσεως κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους της παραβάσεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογο από το γεγονός και μόνον ότι υπερβαίνει τον πραγματοποιηθέντα στην οικεία αγορά κύκλο εργασιών.

(βλ. σκέψεις 189-190, 196-197, 199)

9.      Στο πλαίσιο του υπολογισμού του προστίμου που επιβάλλεται λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού, δεδομένου ότι ο αφορών την αποτροπή σκοπός σχετίζεται με τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων εντός της Ένωσης, ο παράγων της αποτροπής αξιολογείται με γνώμονα πλειάδα στοιχείων και όχι μόνον την ιδιαίτερη κατάσταση της οικείας επιχειρήσεως.

Η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη, κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, να λάβει υπόψη την ελλειμματική χρηματοοικονομική κατάσταση μιας επιχειρήσεως, καθόσον η αναγνώριση μιας τέτοιας υποχρεώσεως θα κατέληγε να παράσχει αδικαιολόγητο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις επιχειρήσεις που είναι λιγότερο προσαρμοσμένες στις συνθήκες της αγοράς. Επομένως, μια εταιρία δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ορθότητα της εφαρμογής του πολλαπλασιαστικού συντελεστή για αποτρεπτικό σκοπό στηριζόμενη στο γεγονός ότι υπέστη ζημίες κατά τον χρόνο της εφαρμογής της συμπράξεως, οι οποίες είχαν ως συνέπεια να μη δραστηριοποιείται πλέον στην αγορά την οποία αφορούσε η σύμπραξη από της κινήσεως της διοικητικής διαδικασίας.

Περαιτέρω, το δίκαιο της Ένωσης δεν απαγορεύει αυτό καθ’ εαυτό το μέτρο θεσμικού οργάνου που οδηγεί σε πτώχευση ή εκκαθάριση συγκεκριμένης επιχειρήσεως. Συγκεκριμένα, η εκκαθάριση επιχειρήσεως με την υπό εξέταση νομική της μορφή, ναι μεν μπορεί να θίξει τα οικονομικά συμφέροντα των κυρίων, των μετόχων ή των κατόχων μεριδίων, αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι τα προσωπικά, υλικά και άυλα στοιχεία της επιχειρήσεως χάνουν και αυτά την αξία τους.

(βλ. σκέψεις 221-224)

10.    Η προβλεπόμενη στο σημείο 3, δεύτερη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, ελαφρυντική περίσταση, που αντλείται από την έλλειψη πραγματικής εφαρμογής των συμφωνιών ή των παραβατικών πρακτικών, θεμελιώνεται στην ιδία συμπεριφορά κάθε επιχειρήσεως. Εξ αυτού προκύπτει ότι, για τους σκοπούς της αξιολογήσεως της εν λόγω ελαφρυντικής περιστάσεως, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι τα απορρέοντα από το σύνολο της παραβάσεως αποτελέσματα, τα οποία πρέπει να συνυπολογίζονται κατά την εκτίμηση του συγκεκριμένου αντικτύπου μιας παραβάσεως επί της αγοράς για την εκτίμηση της σοβαρότητάς της (σημείο 1 A, πρώτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών), αλλά η ατομική συμπεριφορά κάθε επιχειρήσεως, στα πλαίσια της εξετάσεως της σοβαρότητας της συμμετοχής κάθε επιχειρήσεως στην παράβαση.

Εν πάση περιπτώσει, προκειμένου να τύχουν της εφαρμογής του σημείου 3, δεύτερη περίπτωση, των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών, οι παραβαίνουσες τους κανόνες περί ανταγωνισμού επιχειρήσεις πρέπει να αποδείξουν ότι υιοθέτησαν ανταγωνιστική συμπεριφορά ή, τουλάχιστον, ότι παρέβησαν σαφώς και σε σημαντικό βαθμό τις υποχρεώσεις που αποσκοπούσαν στην εφαρμογή της συμπράξεως, μέχρι σημείου ώστε να διαταράξουν την ίδια τη λειτουργία της και ότι δεν προσχώρησαν φαινομενικά στη συμφωνία και, ως εκ τούτου, δεν παρακίνησαν άλλες επιχειρήσεις να θέσουν την εν λόγω σύμπραξη σε εφαρμογή.

(βλ. σκέψεις 273, 275)

11.    Σύμφωνα με το σημείο 3, δεύτερη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, το βασικό ποσό του καθορισθέντος από την Επιτροπή προστίμου μειώνεται όταν η κατηγορούμενη επιχείρηση παύσει την παράβαση μετά τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής.

Ωστόσο, μια τέτοια μείωση του προστίμου δεν είναι αυτόματη, αλλά εξαρτάται από την εκτίμηση των συγκεκριμένων περιστάσεων από την Επιτροπή, στο πλαίσιο της διακριτικής της ευχέρειας. Επομένως, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, η Επιτροπή μπορεί να αρνηθεί να χορηγήσει μείωση του βασικού ποσού του προστίμου σε μια μετέχουσα σε παράνομη συμφωνία επιχείρηση.

Η αναγνώριση ελαφρυντικής περιστάσεως σε καταστάσεις στις οποίες μια επιχείρηση αποτελεί μέρος προδήλως παράνομης συμφωνίας, για την οποία γνώριζε ή δεν μπορούσε να μη γνωρίζει ότι συνιστούσε παράβαση, θα παρότρυνε τις επιχειρήσεις να συνεχίσουν μια μυστική συμφωνία για όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο, ελπίζοντας ότι η συμπεριφορά τους ουδέποτε θα αποκαλυφθεί και γνωρίζοντας συγχρόνως ότι, αν αποκαλυφθεί, θα μπορούσαν να παύσουν την παράβαση προκειμένου να μειωθεί το πρόστιμό τους. Η αναγνώριση αυτή θα στερούσε από το επιβαλλόμενο πρόστιμο κάθε αποτρεπτικό αποτέλεσμα και θα έθιγε την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

Επιπλέον, η παύση παραβάσεως διαπραχθείσας εκ προθέσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ελαφρυντική περίσταση όταν καθορίστηκε από την επέμβαση της Επιτροπής.

(βλ. σκέψεις 282-284)

12.    Το δικαίωμα για επίκληση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προϋποθέτει τη συνδρομή τριών προϋποθέσεων. Πρώτον, πρέπει να έχουν δοθεί από την κοινοτική διοίκηση στον ενδιαφερόμενο συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, προερχόμενες από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές. Δεύτερον, οι διαβεβαιώσεις αυτές πρέπει να μπορούν να δημιουργήσουν θεμιτή προσδοκία σ’ αυτόν προς τον οποίο απευθύνονται. Τρίτον, οι παρασχεθείσες διαβεβαιώσεις πρέπει να είναι σύμφωνες προς τους ισχύοντες κανόνες.

Σε θέματα ανταγωνισμού, το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή θεώρησε, κατά την πρακτική που ακολουθούσε προηγουμένως για τη λήψη των αποφάσεών της, ότι ορισμένα στοιχεία συνιστούσαν ελαφρυντικές περιστάσεις κατά την επιμέτρηση του προστίμου δεν σημαίνει ότι υποχρεούται να εκφέρει την ίδια κρίση και σε μεταγενέστερη απόφασή της. Επομένως, μια επιχείρηση δεν μπορεί να αντλήσει επιχείρημα από το γεγονός ότι η ελαφρυντική αυτή περίσταση εφαρμόστηκε σε άλλες περιπτώσεις παραβάσεων για να επικαλεσθεί συναφώς δικαιολογημένη εμπιστοσύνη.

(βλ. σκέψεις 289, 291)

13.    Ο κανονισμός 26, περί εφαρμογής ορισμένων κανόνων ανταγωνισμού στην παραγωγή και την εμπορία γεωργικών προϊόντων, και ιδίως το άρθρο 2 αυτού, προβλέπει παρέκκλιση από την εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ για τις συμφωνίες, αποφάσεις και πρακτικές που αφορούν την παραγωγή ή την εμπορία των προϊόντων που απαριθμούνται στο παράρτημα I της Συνθήκης ΕΚ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται, ο ακατέργαστος καπνός, και που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος μιας εθνικής οργανώσεως αγοράς ή είναι απαραίτητες για την πραγματοποίηση των αναφερομένων στο άρθρο 33 ΕΚ στόχων.

Καθόσον αφορά εξαίρεση από τον κανόνα γενικής εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, το άρθρο 2 του κανονισμού 26 πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Περαιτέρω, το άρθρο 2, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 26, που προβλέπει την προαναφερθείσα εξαίρεση, εφαρμόζεται μόνον αν η επίμαχη συμφωνία ευνοεί την επίτευξη όλων των σκοπών του άρθρου 33 ΕΚ. Τέλος, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 26, η επίμαχη συμφωνία πρέπει να είναι «απαραίτητη» για την υλοποίηση των εν λόγω σκοπών.

Συναφώς, ελλείψει κοινοποιήσεως και τυπικής διαδικασίας, μια επιχείρηση που μετέσχε σε πρόδηλη και πολύ σοβαρή παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ στον τομέα του ακατέργαστου καπνού δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι διατηρούσε αμφιβολία ως προς το ενδεχόμενο να εμπίπτει η επίμαχη συμφωνία τους στο πεδίο εφαρμογής της εξαιρέσεως που προβλέπει ο κανονισμός 26. Άλλωστε, σε ένα σύστημα όπως αυτό του κανονισμού 26, αποκλείεται να μπορούν οι επιχειρηματίες να υποκαταστήσουν τη δική τους εκτίμηση σε αυτή της Επιτροπής ως προς τα πλέον πρόσφορα μέσα για την επίτευξη των σκοπών του άρθρου 33 ΕΚ και, επομένως, να αναλαμβάνουν παράνομες πρωτοβουλίες οι οποίες θα δικαιολογούνταν από το γεγονός ότι επιδιώκουν τους σκοπούς αυτούς. Επιπλέον, η εξασφάλιση πραγματικού ανταγωνισμού στις αγορές των γεωργικών προϊόντων συνιστά έναν από τους σκοπούς της κοινής γεωργικής πολιτικής, καθώς και της οικείας κοινής οργανώσεως των σχετικών αγορών. Επομένως, η επιχείρηση αυτή δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι συμφωνίες προδήλως αντίθετες προς τον ανταγωνισμό, στις οποίες μετέσχε, επεδίωκαν τους σκοπούς του άρθρου 33, παράγραφος 1, ΕΚ.

(βλ. σκέψεις 298-300, 303, 305)

14.    Κατά το σημείο 3, έκτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, το βασικό ποσό του προστίμου μπορεί να μειωθεί λόγω της έμπρακτης συνεργασίας της επιχειρήσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας, εκτός του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ). Αυτή η ειδική ελαφρυντική περίσταση εφαρμόζεται μόνο στις παραβάσεις που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας.

Συναφώς, η εφαρμογή του σημείου 3, έκτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια να καθίσταται άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας η ανακοίνωση περί συνεργασίας. Πράγματι, η ανακοίνωση αυτή θεσπίζει ένα πλαίσιο ώστε να ανταμείβονται για τη συνεργασία τους στην έρευνα που διεξάγει η Επιτροπή οι επιχειρήσεις οι οποίες είναι ή υπήρξαν μέλη μυστικών συμπράξεων που δρουν στην Ένωση. Από το γράμμα και την οικονομία της εν λόγω ανακοινώσεως συνάγεται, επομένως, ότι οι επιχειρήσεις δεν μπορούν, κατ’ αρχήν, να τύχουν μειώσεως του προστίμου λόγω της συνεργασίας τους παρά μόνον όταν πληρούν τις αυστηρές προϋποθέσεις της εν λόγω ανακοινώσεως.

Επομένως, προκειμένου να διαφυλαχθεί η πρακτική αποτελεσματικότητα της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, η Επιτροπή οφείλει να χορηγεί μείωση προστίμου σε μια επιχείρηση βάσει του σημείου 3, έκτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Τέτοια περίπτωση συντρέχει, ιδίως, όταν η συνεργασία μιας επιχειρήσεως υπερβαίνει τη νόμιμη υποχρέωσή της συνεργασίας, χωρίς όμως να της παρέχει δικαίωμα σε μείωση προστίμου δυνάμει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, και ταυτοχρόνως είναι αντικειμενικά επωφελής για την Επιτροπή.

(βλ. σκέψεις 327-330)

15.    Οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ δεν προβλέπουν ρητώς καμία ελαφρυντική περίσταση σχετικά με την έλλειψη προηγουμένων στην αγορά την οποία αφορά η παράβαση. Η τελευταία περίπτωση του σημείου 3 των κατευθυντηρίων γραμμών προβλέπει, πάντως, τη δυνατότητα της Επιτροπής να λάβει υπόψη άλλες περιστάσεις πλην αυτών που αναφέρθηκαν στις προηγούμενες περιπτώσεις, για να χορηγήσει μείωση του βασικού ποσού του προστίμου. Συναφώς, η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά την εφαρμογή των ελαφρυντικών περιστάσεων. Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να επιβάλλει επιεικέστερα πρόστιμα οσάκις ενεργεί για πρώτη φορά σ’ ένα συγκεκριμένο τομέα.

(βλ. σκέψεις 342-343)

16.    Όταν επιβάλλει πρόστιμο λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να θεωρήσει ως ελαφρυντική περίσταση την κακή οικονομική κατάσταση του επίμαχου τομέα. Πράγματι, κατά γενικό κανόνα, τα καρτέλ δημιουργούνται όταν ο τομέας αντιμετωπίζει δυσχέρειες. Επομένως, εάν η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη τις δυσχέρειες αυτές,, το πρόστιμο θα έπρεπε να μειώνεται στο σύνολο περίπου των περιπτώσεων καρτέλ.

Καίτοι, στην πρακτική που ακολουθεί η Επιτροπή κατά τη λήψη των αποφάσεών της, οι διαρθρωτικές κρίσεις θεωρήθηκαν ενίοτε ως ελαφρυντικές περιστάσεις, εντούτοις η συνεκτίμηση από την Επιτροπή, σε προηγούμενες υποθέσεις, της οικονομικής καταστάσεως του τομέα ως ελαφρυντικής περιστάσεως δεν σημαίνει ότι πρέπει οπωσδήποτε να εξακολουθήσει να τηρεί την πρακτική αυτή.

(βλ. σκέψεις 352-353)

17.    Για να διασφαλίζεται η ασφάλεια δικαίου και η ορθή απονομή της δικαιοσύνης, για το παραδεκτό μιας προσφυγής επιβάλλεται τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, αλλά κατά τρόπο εύλογο και κατανοητό, από το κείμενο του δικογράφου. Συναφώς, μολονότι το κύριο μέρος του δικογράφου της προσφυγής μπορεί να θεμελιωθεί και να συμπληρωθεί, όσον αφορά συγκεκριμένα σημεία, με αναφορές σε αποσπάσματα συνημμένων σε αυτό εγγράφων, μια γενική αναφορά σε άλλα έγγραφα, έστω και συνημμένα στο δικόγραφο της προσφυγής, δεν μπορεί να αντισταθμίσει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων νομικής επιχειρηματολογίας τα οποία πρέπει να περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της προσφυγής. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να ερευνά και να εξακριβώνει, στα συνημμένα στην προσφυγή έγγραφα, τους ισχυρισμούς ή λόγους που θα μπορούσαν, κατά την κρίση του, να αποτελούν τη βάση της προσφυγής, δεδομένου ότι τα συνημμένα αυτά έγγραφα επιτελούν απλώς λειτουργία αποδεικτικών και διευκρινιστικών στοιχείων.

Συνεπώς, η αναγνώριση του παραδεκτού λόγων ακυρώσεως που δεν αναλύονται επαρκώς στο δικόγραφο της προσφυγής αλλά παραπέμπουν σε λόγους που υποτίθεται ότι θα προβληθούν από τρίτον σε άλλη υπόθεση, στην οποία παραπέμπει σιωπηρώς το δικόγραφο της προσφυγής, θα είχε ως συνέπεια την καταστρατήγηση των επιτακτικών προϋποθέσεων του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

Εν πάση περιπτώσει, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να απορρίπτει ως απαράδεκτο ένα αίτημα προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιόν του όταν τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται αυτό το αίτημα δεν προκύπτουν κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου της προσφυγής, δεδομένου ότι η έλλειψη των στοιχείων αυτών στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορεί να θεραπευθεί με την παρουσίασή τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

(βλ. σκέψεις 366, 371-372)

18.    Είναι σύμφυτο προς τη λογική της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) ότι το αποτέλεσμα που επιδιώκεται με την εν λόγω ανακοίνωση είναι να δημιουργηθεί κλίμα αβεβαιότητας στο εσωτερικό των συμπράξεων και να ενθαρρυνθεί η καταγγελία τους στην Επιτροπή. Η αβεβαιότητα αυτή απορρέει ακριβώς από το γεγονός ότι οι μετέχοντες στη σύμπραξη γνωρίζουν ότι μόνο σ’ έναν εξ αυτών μπορεί να χορηγηθεί πλήρης απαλλαγή από τα πρόστιμα, εφόσον καταγγείλει τους άλλους μετέχοντες στην παράβαση, εκθέτοντάς τους με τον τρόπο αυτόν στον κίνδυνο να τους επιβληθούν πρόστιμα. Στο πλαίσιο του συστήματος αυτού και κατά την ίδια λογική, στις επιχειρήσεις που υπήρξαν οι ταχύτερες στην παροχή της συνεργασίας τους χορηγούνται σημαντικότερες μειώσεις των προστίμων, τα οποία θα έπρεπε άλλως να καταβάλουν, σε σχέση με τις μειώσεις που χορηγούνται στις επιχειρήσεις που υπήρξαν λιγότερο ταχείες στη συνεργασία. Η χρονολογική σειρά και η ταχύτητα της συνεργασίας που παρέσχον τα μέλη της συμπράξεως συνιστούν, επομένως, θεμελιώδη στοιχεία του συστήματος που καθιέρωσε η ανακοίνωση περί συνεργασίας.

Η ερμηνεία του σκοπού μιας διατάξεως της ανακοινώσεως περί συνεργασίας πρέπει να είναι σύμφωνη προς τη λογική της εν λόγω ανακοινώσεως. Υπό το πρίσμα αυτό, το σημείο 23, τελευταίο εδάφιο, της ανακοινώσεως αυτής πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποσκοπεί στην ανταμοιβή μιας επιχειρήσεως, έστω και αν δεν ήταν η πρώτη που υπέβαλε την αίτηση απαλλαγής σχετικά με την επίμαχη σύμπραξη, εφόσον είναι η πρώτη που προσκόμισε στην Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πραγματικά περιστατικά τα οποία αγνοούσε η Επιτροπή και τα οποία έχουν άμεση σχέση με τη σοβαρότητα ή τη διάρκεια της συμπράξεως. Με άλλα λόγια, εάν τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η επιχείρηση αφορούν πραγματικά περιστατικά που παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να μεταβάλει την έως τότε αξιολόγησή της όσον αφορά την σοβαρότητα ή τη διάρκεια της συμπράξεως, η επιχείρηση η οποία προσκομίζει τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία ανταμείβεται με την απαλλαγή όσον αφορά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που μπορούν να αποδοθούν βάσει των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων.

Συνεπώς, το σημείο 23, τελευταίο εδάφιο, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας δεν αφορά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες μια επιχείρηση απλώς προσκόμισε νέα ή πληρέστερα αποδεικτικά στοιχεία σε σχέση με πραγματικά περιστατικά τα οποία ήδη γνώριζε η Επιτροπή. Το εν λόγω εδάφιο δεν εφαρμόζεται ούτε στις περιπτώσεις κατά τις οποίες μια επιχείρηση γνωστοποιεί νέα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, ωστόσο, δεν μπορούν να μεταβάλουν την αξιολόγηση της Επιτροπής ως προς τη σοβαρότητα ή τη διάρκεια της συμπράξεως. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται, αντιθέτως, αποκλειστικά και μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες συντρέχουν δύο προϋποθέσεις: πρώτον, η επίμαχη επιχείρηση είναι η πρώτη που αποδεικνύει πραγματικά περιστατικά που αγνοούσε προηγουμένως η Επιτροπή, δεύτερον, τα περιστατικά αυτά, επειδή έχουν άμεση σχέση με τη σοβαρότητα ή τη διάρκεια της πιθανολογούμενης συμπράξεως, παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να καταλήξει σε νέα συμπεράσματα επί της παραβάσεως.

(βλ. σκέψεις 379-382)

19.    Επιχείρηση που έχει μετάσχει σε παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού με τη συμπεριφορά της, που ενέπιπτε στην έννοια της συμφωνίας ή της εναρμονισμένης πρακτικής με αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ και απέβλεπε στην υλοποίηση της παραβάσεως στο σύνολό της, είναι επίσης υπαίτια, για όλη τη διάρκεια της συμμετοχής της στην εν λόγω παράβαση, για τη συμπεριφορά άλλων επιχειρήσεων στο πλαίσιο της ίδιας παραβάσεως.

Ομοίως, μια επιχείρηση μπορεί να θεωρηθεί υπαίτια συνολικής συμπράξεως, έστω και αν αποδεδειγμένα μετέσχε ευθέως σε ένα μόνον ή σε πλείονα συστατικά στοιχεία αυτής της συμπράξεως, εφόσον γνώριζε ή όφειλε οπωσδήποτε να γνωρίζει, αφενός, ότι η συμπαιγνία στην οποία μετείχε αποτελούσε μέρος συνολικού σχεδίου και, αφετέρου, ότι το συνολικό αυτό σχέδιο κάλυπτε όλα τα συστατικά στοιχεία της συμπράξεως.

(βλ. σκέψεις 394-395)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 5ης Οκτωβρίου 2011 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Ιταλική αγορά αποκτήσεως και πρώτης μεταποιήσεως ακατέργαστου καπνού – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Καθορισμός των τιμών και κατανομή της αγοράς – Καταλογισμός της παραβατικής συμπεριφοράς – Πρόστιμα – Αναλογικότητα – Σοβαρότητα και διάρκεια της παραβάσεως – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Συνεργασία»

Στην υπόθεση T‑39/06,

Transcatab SpA, με έδρα την Caserte (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους C. Osti και A. Prastaro, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης, αρχικώς, από τον F. Amato, στη συνέχεια, από τον V. Di Bucci και, τέλος, από τους É. Gippini Fournier και L. Malferrari, επικουρούμενους από τον F. Ruggeri Laderchi, δικηγόρο,

καθής,

με αντικείμενο, πρώτον, αίτημα περί μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως C(2005) 4012 τελικό της Επιτροπής, της 20ής Οκτωβρίου 2005, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, [ΕΚ] (Υπόθεση COMP/C-38.281/B.2 – Ακατέργαστος καπνός – Iταλία), δεύτερον, αίτημα περί μείωσης του προστίμου που επιβλήθηκε στην Transcatab με την απόφαση αυτή και, τρίτον, αντίθετη προσφυγή της Επιτροπής με αίτημα την αύξηση του προαναφερθέντος ποσού,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Azizi, πρόεδρο, E. Cremona (εισηγήτρια) και S. Frimodt Nielsen, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 30ής Νοεμβρίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, Transcatab SpA, είναι ιταλική εταιρεία υπό εκκαθάριση, η οποία δραστηριοποιείται κυρίως στην πρώτη μεταποίηση ακατέργαστου καπνού. Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν το αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως, η Transcatab ήταν η ιταλική θυγατρική, ελεγχόμενη σε ποσοστό 100 %, της Standard Commercial Corp. (στο εξής: SCC), μιας από τις μεγαλύτερες ανεξάρτητες εταιρείες εμπορίας φύλλων καπνού παγκοσμίως. Στις 13 Μαΐου 2005, δηλαδή κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, η SCC προέβη σε συγχώνευση με την Dimon Inc., δημιουργώντας έτσι μια νέα οντότητα με την επωνυμία Alliance One International, Inc. (στο εξής: Alliance One), η οποία ελέγχει την Transcatab σε ποσοστό 100 %.

 1. Η διοικητική διαδικασία

2        Στις 15 Ιανουαρίου 2002, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων απηύθυνε, επί τη βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), αιτήσεις παροχής πληροφοριών, σχετικά με την ιταλική αγορά ακατέργαστου καπνού, στις επαγγελματικές ενώσεις των Ιταλών μεταποιητών και των παραγωγών καπνού, ήτοι, αντιστοίχως, στην Associazione professionale trasformatori tabacchi italiani (APTI, Επαγγελματική ένωση των ιταλικών επιχειρήσεων μεταποιήσεως ακατέργαστου καπνού) και στην Unione italiana tabacco (Unitab, Ιταλική ένωση καπνού).

3        Στις 19 Φεβρουαρίου 2002, περιήλθε στην Επιτροπή αίτηση περί απαλλαγής από την επιβολή προστίμου εκ μέρους της Deltafina SpA, επιχειρήσεως μεταποιήσεως που είναι μέλος της APTI, κατ’ εφαρμογή της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3, στο εξής: ανακοίνωση περί συνεργασίας).

4        Στις 4 Απριλίου 2002, πραγματοποιήθηκε συνεδρίαση του προεδρείου της APTI. Κατά τη συνεδρίαση αυτή, η Deltafina ενημέρωσε τους μετέχοντες, μεταξύ των οποίων την Transcatab και την Dimon Italia Srl (θυγατρική της Dimon, που κατέστη η Mindo Srl), για την αίτηση περί απαλλαγής από την επιβολή προστίμου που υπέβαλε και για την απόφαση της Επιτροπής να της χορηγήσει την απαλλαγή υπό όρους.

5        Κατά την ίδια ημερομηνία, περιήλθε στην Επιτροπή αίτηση περί απαλλαγής από την επιβολή προστίμου, βάσει του σημείου 8 της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, και, επικουρικώς, αίτηση περί μειώσεως κάθε προστίμου, βάσει των σημείων 20 έως 27 της εν λόγω ανακοινώσεως, εκ μέρους της Dimon Italia, καθώς και, λίγες ώρες αργότερα, αίτηση περί μειώσεως κάθε προστίμου, βάσει των ιδίων διατάξεων, εκ μέρους της Transcatab.

6        Στις 9 Απριλίου 2002, η Επιτροπή βεβαίωσε την παραλαβή της αιτήσεως που υπέβαλε η Transcatab βάσει του σημείου 25 της ανακοινώσεως περί συνεργασίας. Η Transcatab υπέβαλε νέα αίτηση στις 10 Απριλίου 2002, που συνίστατο σε μια επεξηγηματική σημείωση και σε 44 παραρτήματα. Στις 30 Απριλίου 2002, η Επιτροπή επιβεβαίωσε ομοίως την παραλαβή των ανωτέρω, βάσει του σημείου 25 της ανακοινώσεως περί συνεργασίας.

7        Στις 18 και 19 Απριλίου 2002, η Επιτροπή διενήργησε ελέγχους, βάσει του άρθρου 14 του κανονισμού 17, στις εγκαταστάσεις της Dimon Italia και της Transcatab, καθώς και στις εγκαταστάσεις της Trestina Azienda Tabacchi SpA και της Romana Tabacchi SpA.

8        Στις 8 Οκτωβρίου 2002, η Επιτροπή ενημέρωσε την Dimon Italia και την Transcatab ότι, δεδομένου ότι υπήρξαν η πρώτη και η δεύτερη, αντιστοίχως, επιχείρηση που προσκόμισαν αποδεικτικά της παραβάσεως στοιχεία υπό την έννοια της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, προετίθετο να τους χορηγήσει, κατά το πέρας της διοικητικής διαδικασίας, μείωση που θα κυμαινόταν, αντιστοίχως, μεταξύ 30 και 50 % και μεταξύ 20 και 30 %, του προστίμου το οποίο θα τους επιβαλλόταν για τις παραβάσεις που ενδεχομένως θα διαπιστώνονταν, ελλείψει συνεργασίας.

9        Στις 25 Φεβρουαρίου 2004, η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση των αιτιάσεων, την οποία απηύθυνε σε δέκα επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων στις Transcatab, Deltafina, Dimon Italia και Romana Tabacchi (στο εξής: οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως) και στις μητρικές εταιρείες ορισμένων από αυτές, ιδίως τις SCC, Dimon και Universal Corp., μητρική εταιρεία της Deltafina. Οι αποδέκτες της ανακοινώσεως των αιτιάσεων είχαν τη δυνατότητα να απαντήσουν γραπτώς και κατά την ακρόαση που πραγματοποιήθηκε στις 22 Ιουνίου 2004.

10      Κατόπιν της εκδόσεως, στις 21 Δεκεμβρίου 2004, προσαρτήματος στην εν λόγω ανακοίνωση των αιτιάσεων σχετικά με την παράβαση εκ μέρους της Deltafina της υποχρεώσεως συνεργασίας που προβλέπει η ανακοίνωση περί συνεργασίας, σε σχέση με τη γνωστοποίηση της αιτήσεώς της περί απαλλαγής (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω), διεξήχθη δεύτερη ακρόαση την 1η Μαρτίου 2005.

11      Κατόπιν διαβουλεύσεως με τη συμβουλευτική επιτροπή στον τομέα των συμπράξεων και των δεσποζουσών θέσεων και έχοντας υπόψη την τελική έκθεση του συμβούλου ακροάσεων, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2005) 4012 τελικό, της 20ής Οκτωβρίου 2005, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 1, [ΕΚ] (Υπόθεση COMP/C.38.281/B.2 – Ακατέργαστος καπνός – Ιταλία) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), περίληψη της οποίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 13ης Φεβρουαρίου 2006 (ΕΕ L 353, σ. 45).

A –  2. Η προσβαλλόμενη απόφαση

12      Η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά, κατ’ αρχάς, οριζόντια σύμπραξη που ετέθη σε εφαρμογή από τις επιχειρήσεις μεταποιήσεως στην ιταλική αγορά ακατέργαστου καπνού.

13      Στο πλαίσιο της συμπράξεως αυτής, κατά το χρονικό διάστημα από το 1995 έως τις αρχές του 2002, οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως καθόρισαν τους όρους των εμπορικών συναλλαγών για την αγορά ακατέργαστου καπνού στην Ιταλία, τόσο για τις αγορές απευθείας από τους παραγωγούς όσο και για τις αγορές από «τρίτες εταιρείες συσκευασίας», κυρίως μέσω του καθορισμού των τιμών και του καταμερισμού της αγοράς.

14      Η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά και δύο άλλες παραβάσεις, που διακρίνονται από τη σύμπραξη που έθεσαν σε εφαρμογή οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως, οι οποίες σημειώθηκαν από τις αρχές του 1999 έως τα τέλη του 2001 και συνίσταντο, για την APTI, στον καθορισμό των συμβατικών τιμών τις οποίες θα διαπραγματευόταν, για λογαριασμό των μελών της, ενόψει της συνάψεως διεπαγγελματικών συμφωνιών με την Unitab, και, για την τελευταία, στον καθορισμό των τιμών τις οποίες θα διαπραγματευόταν με την APTI, για λογαριασμό των μελών της, ενόψει της συνάψεως των ίδιων συμφωνιών.

15      Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι οι πρακτικές των επιχειρήσεων μεταποιήσεως συνιστούσαν ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ (βλ., μεταξύ άλλων, αιτιολογικές σκέψεις 264 έως 269 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

16      Στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή καταλόγισε την ευθύνη για τη σύμπραξη στις επιχειρήσεις μεταποιήσεως, καθώς και στην Universal και στην Αlliance One, ως εταιρεία που προήλθε από τη συγχώνευση των Dimon Inc. και SCC.

17      Με το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμα στις μνημονευθείσες στην προηγούμενη σκέψη επιχειρήσεις, καθώς και στις APTI και Unitab (βλ. σκέψη 71 κατωτέρω).

B –  Οι αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως

18      Οι αιτιολογικές σκέψεις 325 έως 351 της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι αφιερωμένες στον καθορισμό των αποδεκτών της.

19      Εκ προοιμίου, η Επιτροπή παρέπεμψε στην πάγια νομολογία, κατά την οποία ο όρος «επιχείρηση», εντασσόμενος στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού, πρέπει να νοηθεί ως οικονομική ενότητα από την άποψη του αντικειμένου της επίμαχης συμφωνίας, έστω και αν από νομική άποψη η οικονομική αυτή ενότητα αποτελείται από περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα (αιτιολογική σκέψη 325 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

20      Στη συνέχεια, η Επιτροπή εξέθεσε ότι είχε αποδειχθεί ότι η Deltafina, η Dimon Italia, η Transcatab και η Romana Tabacchi, όπως επίσης και η APTI και η Unitab, είχαν συμμετάσχει, κατά τη διάρκεια των αντιστοίχων παραβάσεων, άμεσα στις διαπιστωθείσες παραβάσεις και ότι, κατά συνέπεια, εκάστη των επιχειρήσεων και ενώσεων αυτών ήταν αποδέκτης της προσβαλλομένης αποφάσεως (αιτιολογική σκέψη 327 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

21      Η Επιτροπή συνέχισε την ανάλυσή της, εξετάζοντας το ζήτημα του καταλογισμού της παραβατικής συμπεριφοράς ορισμένων θυγατρικών εταιρειών (Deltafina, Dimon Italia και Transcatab) στις αντίστοιχες μητρικές τους εταιρείες. Συναφώς, υπενθύμισε ότι, κατά τη διάρκεια των παραβάσεων, η Deltafina ήταν θυγατρική της Universal κατά 100 %, η Dimon Italia θυγατρική της Dimon κατά 100 % και η Transcatab θυγατρική της SCC κατά 100 % (αιτιολογική σκέψη 328 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

22      Η Επιτροπή εξέθεσε, μεταξύ άλλων, ότι, κατά τη νομολογία, μια μητρική εταιρεία μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για την παράνομη συμπεριφορά της θυγατρικής της, εφόσον η τελευταία δεν είναι σε θέση να προσδιορίζει κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά της στην αγορά. Ως προς τούτο, υπενθύμισε ότι, όταν μητρική εταιρεία κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου θυγατρικής, μπορεί να τεκμαρθεί ότι ασκεί καθοριστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής, οσάκις αυτή διαπράττει παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, EΚ (αιτιολογικές σκέψεις 329 και 330 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

23      Στην αιτιολογική σκέψη 331 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή κατέληξε ότι, όσον αφορά τις Deltafina, Dimon και Transcatab, μπορούσε θεμιτώς να τεκμαρθεί ότι αυτές «στερούνταν αυτονομίας» καθότι τελούσαν, ή είχαν τελέσει στην περίπτωση της Dimon Italia, υπό τον πλήρη έλεγχο των αντιστοίχων μητρικών τους εταιρειών.

24      Μολονότι απέρριψε την άποψη που υποστήριξαν οι προαναφερθείσες εταιρείες στις απαντήσεις τους επί της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, κατά την οποία απαιτούνται και άλλα στοιχεία, πέραν αυτού του ελέγχου κατά 100 %, προκειμένου να καταδειχθεί η άσκηση καθοριστικής επιρροής, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι κάθε τεκμήριο περί τέτοιας επιρροής στην περίπτωση μιας κατά 100 % ελεγχόμενης θυγατρικής ήταν μαχητό. Η απόδειξη περί του εναντίου βάρυνε το μέρος που προτίθεται να αντικρούσει ένα τέτοιο τεκμήριο μέσω «στέρεων αποδείξεων», οι δε αποδείξεις αυτές δεν είναι δυνατόν να συνιστούν απλώς γενικές πληροφορίες μη τεκμηριωμένες από πειστικά αποδεικτικά στοιχεία (αιτιολογική σκέψη 334 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

25      Ως προς τούτο, η Επιτροπή εξέτασε διαδοχικώς τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι μητρικές εταιρείες αποδέκτριες της προσβαλλομένης αποφάσεως.

26      Η Επιτροπή απέρριψε, κατ’ αρχάς, το γενικό επιχείρημα που προέβαλαν οι ενδιαφερόμενες μητρικές εταιρείες αναφορικά με την πλήρη ευθύνη της τοπικής διευθύνσεως για τις δραστηριότητες των αντιστοίχων θυγατρικών τους. Κατά την Επιτροπή, το γεγονός ότι η Dimon Inc. και η SCC διατήρησαν την υφιστάμενη διεύθυνση κατά την απόκτηση του 100 % των αντιστοίχων θυγατρικών τους δεν αποκλείει την εκ μέρους των εν λόγω μητρικών εταιρειών άσκηση καθοριστικής επιρροής στις αντίστοιχες ιταλικές θυγατρικές τους, διότι αποτελεί κοινή πρακτική να ανατίθεται στην τοπική διεύθυνση μιας κατά 100 % θυγατρικής η διαχείριση των τρεχουσών υποθέσεων (αιτιολογική σκέψη 338 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

27      Κατά την Επιτροπή, ουδεμία εκ των επιχειρήσεων αυτών απέδειξε, γενικώς, κάποια ιδιοτυπία του ομίλου της η οποία να έχει, σε σημαντικό βαθμό, καταστήσει τις δραστηριότητες της θυγατρικής της ανεξάρτητες από την επιρροή της (αιτιολογική σκέψη 339 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

28      Συναφώς, η Επιτροπή ανέλυσε τη σταθερότητα των οικονομικών δεσμών που υφίστανται μεταξύ των Deltafina, Dimon Italia, Transcatab και των αντιστοίχων μητρικών τους εταιρειών, οι οποίοι καταδεικνύουν ότι οι ιταλικές θυγατρικές συνιστούσαν οικονομική ενότητα με τον υπόλοιπο όμιλό τους. Η Επιτροπή επισήμανε, συναφώς, ότι οι συγκεκριμένοι όμιλοι ήσαν οι μεγαλύτεροι έμποροι φύλλων καπνού παγκοσμίως και ότι αποκτούσαν και εμπορεύονταν συχνά τον καπνό που είχε αγορασθεί από τις ιταλικές θυγατρικές τους (αιτιολογική σκέψη 340 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

29      Σε ό,τι αφορά την SCC, η Επιτροπή επισήμανε ότι, προτού η εταιρεία αυτή αποκτήσει το σύνολο του κεφαλαίου της Transcatab, ήλεγχε ήδη την τελευταία από κοινού με τον Ιταλό εταίρο της. Το γεγονός ότι η SCC δεν είχε «αλλάξει τίποτα στις διευθύνσεις» της θυγατρικής της κατόπιν της κτήσεως αυτής δεν μπορούσε, συνεπώς, να θεωρηθεί απόδειξη του ότι δεν άσκησε επιρροή στα διευθυντικά στελέχη αφότου κατέστη ιδιοκτήτης εξ ολοκλήρου. Αναφορικά, ιδίως, με τη μεταβίβαση εκτελεστικών αρμοδιοτήτων στον γενικό διευθυντή της Transcatab, η Επιτροπή δήλωσε ότι ουδεμία πληροφορία διέθετε, από την οποία να μπορεί να συναγάγει ότι δεν είχε διοριστεί από την SCC, όπως και τα λοιπά μέλη του διοικητικού συμβουλίου (αιτιολογικές σκέψεις 341 και 342 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

30      Η Επιτροπή απέρριψε, στη συνέχεια, το επιχείρημα της SCC ότι ουδείς δίαυλος επικοινωνίας υπήρχε μεταξύ αυτής και της θυγατρικής της (αιτιολογικές σκέψεις 343 και 344 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

31      Σημείωσε, ως προς τούτο, ότι οι δραστηριότητες της Transcatab είχαν θεωρηθεί δραστηριότητες της Standard Commercial Tobacco Co., Inc., συμμετοχικής εταιρείας εντός του ομίλου SCC, ανήκουσας κατά 100 % στην SCC, και ότι είχαν αναλυθεί στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των πωλήσεων του ομίλου SCC στους παραγωγούς τσιγάρων. Συνήγαγε, ως εκ τούτου, ότι τα αποτελέσματα των δραστηριοτήτων της Transcatab είχαν μεταφερθεί στα ανώτερα όργανα του ομίλου και είχαν ακολούθως παγιωθεί (αιτιολογική σκέψη 344 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

32      Η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, δεδομένου ότι οι όμιλοι στους οποίους ανήκαν η Transcatab και η Dimon Italia κατά τη διάρκεια της παραβάσεως είχαν παύσει να υφίστανται κατόπιν της συγχωνεύσεώς τους στη νέα οντότητα Alliance One, η τελευταία, ως διάδοχος των δύο αυτών ομίλων, ήταν αποδέκτρια της προσβαλλομένης αποφάσεως (αιτιολογική σκέψη 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

33      Λαμβάνοντας υπόψη τα διαφορετικά αυτά στοιχεία, η Επιτροπή συμπέρανε, στην αιτιολογική σκέψη 351 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Deltafina, η Universal, η Mindo (τέως Dimon Italia), η Transcatab, η Alliance One, η Romana Tabacchi, η APTI και η Unitab έπρεπε να θεωρηθούν υπεύθυνες για τις παραβάσεις και να είναι αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως.

C –  Ο καθορισμός του ποσού των προστίμων

34      Στις αιτιολογικές σκέψεις 356 έως 404 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε το ζήτημα των προστίμων που έπρεπε να επιβληθούν στους αποδέκτες αυτής.

35      Η Επιτροπή καθόρισε τα ποσά των προστίμων με γνώμονα τη σοβαρότητα και τη διάρκεια των επίμαχων παραβάσεων, δηλαδή τα δύο κριτήρια τα οποία αναφέρουν ρητώς το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), και το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 (αιτιολογικές σκέψεις 356 και 357 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

a)     Καθορισμός του αρχικού ποσού των προστίμων

36      Όσον αφορά τη σοβαρότητα της επίμαχης παραβάσεως, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι, για να αξιολογηθεί ο παράγων αυτός, έπρεπε να λάβει υπόψη την ίδια τη φύση της παραβάσεως, τον πραγματικό της αντίκτυπο στην αγορά, εφόσον αυτός είναι δυνατόν να μετρηθεί, και την έκταση της οικείας γεωγραφικής αγοράς (αιτιολογική σκέψη 365 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

37      Στη συνέχεια, η Επιτροπή ανέφερε ότι η παραγωγή ακατέργαστου καπνού στην Ιταλία αντιστοιχούσε στο 38 % της παραγωγής υπό ποσόστωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πράγμα το οποίο αντιπροσώπευε 67 338 εκατομμύρια ευρώ το 2001, δηλαδή το τελευταίο πλήρες έτος της παραβάσεως (αιτιολογική σκέψη 366 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

38      Προκειμένου περί της φύσεως της παραβάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι ήταν πολύ σοβαρή, διότι η παράβαση συνίστατο στον καθορισμό των τιμών αγοράς ποικιλιών ακατέργαστου καπνού στην Ιταλία και στην κατανομή των αγοραζομένων ποσοτήτων. Η Επιτροπή προσέθεσε, παραπέμποντας στο τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως που αφορά την ανάλυση του περιορισμού του ανταγωνισμού (αιτιολογικές σκέψεις 272 επ.), ότι μια σύμπραξη αφορώσα την πραγματοποίηση των αγορών μπορούσε να νοθεύσει τη βούληση των παραγωγών να επιτύχουν ορισμένη απόδοση, όπως επίσης να περιορίσει τον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων μεταποιήσεως στις αγορές επόμενων σταδίων. Τόνισε, επίσης, ότι τούτο ισχύει κυρίως σε περιπτώσεις όπως η υπό κρίση, όπου το προϊόν το οποίο αφορά η σύμπραξη, εν προκειμένω ο ακατέργαστος καπνός, αποτελεί ουσιώδη «συντελεστή» των δραστηριοτήτων που ασκούν οι συμμετέχοντες στη σύμπραξη στα επόμενα στάδια, εν προκειμένω της πρώτης μεταποιήσεως καπνού και της πωλήσεως μεταποιημένου καπνού (αιτιολογικές σκέψεις 367 και 368 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

39      Στην αιτιολογική σκέψη 369 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παράβαση που διέπραξαν οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως έπρεπε να χαρακτηρισθεί ως πολύ σοβαρή.

40      Στη συνέχεια, στις αιτιολογικές σκέψεις 370 έως 376 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε το ζήτημα του «ειδικού βάρους» και της «αποτροπής». Συναφώς, ανέφερε ότι κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, έπρεπε να ληφθούν υπόψη το «ειδικό βάρος κάθε επιχειρήσεως και οι πιθανές επιπτώσεις της παράνομης συμπεριφοράς της» (αιτιολογική σκέψη 370 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

41      Επομένως, η Επιτροπή εκτίμησε ότι τα πρόστιμα έπρεπε να καθοριστούν σε συνάρτηση με τη θέση κάθε εμπλεκόμενου μέρους στην αγορά (αιτιολογική σκέψη 371 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

42      Ως προς τούτο, η Επιτροπή θεώρησε ότι το αρχικό ποσό του προστίμου που θα επιβαλλόταν στην Deltafina έπρεπε να είναι το πιο υψηλό, δεδομένου ότι είναι ο μεγαλύτερος αγοραστής, με μερίδιο αγοράς που το 2001 ανήλθε περίπου στο 25 % (αιτιολογική σκέψη 372 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

43      Λαμβανομένων υπόψη των μικρότερων μεριδίων τους στη σχετική αγορά, μεταξύ 9 και 11 % περίπου το 2001, η Επιτροπή έκρινε ότι η Transcatab, η Dimon και η Romana Tabacchi «έπρεπε να ενταχθούν στην ίδια κατηγορία» και ότι το αρχικό ποσό του προστίμου έπρεπε να είναι μικρότερο ως προς αυτές (αιτιολογική σκέψη 373 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

44      Εντούτοις, η Επιτροπή έκρινε ότι ένα αρχικό ποσό που θα αντανακλούσε αποκλειστικώς και μόνον τη θέση στην αγορά δεν θα επιδρούσε αρκούντως αποτρεπτικά στην Deltafina, την Dimon Italia (Mindo) και την Transcatab, διότι, παρά τον σχετικώς περιορισμένο κύκλο εργασιών τους, καθεμία ανήκει –ή, στην περίπτωση της Mindo, ανήκε στο παρελθόν– σε πολυεθνικούς ομίλους με σημαντική οικονομική και χρηματοπιστωτική ισχύ, οι οποίοι συγκαταλέγονταν μεταξύ των κυριοτέρων εμπόρων καπνού παγκοσμίως και δραστηριοποιούνταν σε διάφορα επίπεδα της καπνοβιομηχανίας και σε διάφορες γεωγραφικές αγορές (αιτιολογική σκέψη 374 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

45      Κατά συνέπεια, προκειμένου να καταστούν αποτρεπτικά τα πρόστιμα, η Επιτροπή έκρινε ότι έπρεπε να εφαρμόσει πολλαπλασιαστικό συντελεστή 1,5 –ήτοι προσαύξηση κατά 50 %– στο αρχικό ποσό που καθορίσθηκε για την Deltafina και πολλαπλασιαστικό συντελεστή 1,25 –ήτοι προσαύξηση κατά 25 %– στο αρχικό ποσό που καθορίσθηκε για την Dimon Italia (Mindo) και την Transcatab (αιτιολογική σκέψη 375 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

46      Επομένως, στην αιτιολογική σκέψη 376 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή καθόρισε το αρχικό ποσό των προστίμων ως εξής:

–        Deltafina:                   37,5 εκατομμύρια ευρώ·

–        Transcatab:                   12,5 εκατομμύρια ευρώ·

–        Dimon Italia (Mindo):          12,5 εκατομμύρια ευρώ·

–        Romana Tabacchi:          10 εκατομμύρια ευρώ.

b)     Καθορισμός του βασικού ποσού των προστίμων

47      Στις αιτιολογικές σκέψεις 377 και 378 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε το ζήτημα της διάρκειας της παραβάσεως.

48      Θεώρησε ότι η σύμπραξη που έθεσαν σε εφαρμογή οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως είχε αρχίσει στις 29 Σεπτεμβρίου 1995 και είχε παύσει να υφίσταται, κατά τις δηλώσεις τους, στις 19 Φεβρουαρίου 2002. Επομένως, η Επιτροπή εκτίμησε ότι έπρεπε να εφαρμόσει προσαύξηση κατά 60 % στο αρχικό ποσό των προστίμων που επέβαλε στις επιχειρήσεις μεταποιήσεως, πλην της Romana Tabacchi, της οποίας η συμμετοχή ήταν μικρότερης διάρκειας.

49      Τα βασικά ποσά των προστίμων που επιβλήθηκαν στους αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως καθορίσθηκαν, ως εκ τούτου, ως εξής:

–        Deltafina:                   60 εκατομμύρια ευρώ·

–        Transcatab:                   20 εκατομμύρια ευρώ·

–        Dimon Italia (Mindo):          20 εκατομμύρια ευρώ·

–        Romana Tabacchi:          12,5 εκατομμύρια ευρώ.

c)     Ελαφρυντικές περιστάσεις

50      Στις αιτιολογικές σκέψεις 380 έως 398 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε κατά πόσον έπρεπε να ληφθούν υπόψη ελαφρυντικές περιστάσεις.

51      Σε ό,τι αφορά, ιδίως, την κατάσταση της Τranscatab, η Επιτροπή απέρριψε το σύνολο των επιχειρημάτων της για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων.

52      Κατ’ αρχάς, η Επιτροπή επισήμανε ότι η θέση σε εφαρμογή της συμπράξεως των επιχειρήσεων μεταποιήσεως δεν συνδεόταν με τις διεπαγγελματικές συμφωνίες που συνήφθησαν στο πλαίσιο της APTI. Συνήγαγε το συμπέρασμα ότι το ιταλικό κανονιστικό πλαίσιο δεν είχε ενθαρρύνει τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων μεταποιήσεως, οι οποίες δεν μπορούσαν, κατά συνέπεια, να τύχουν μειώσεως του ποσού του προστίμου τους επί τη βάσει του επιχειρήματος αυτού (αιτιολογική σκέψη 381 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

53      Στη συνέχεια, η Επιτροπή απέρριψε το επιχείρημα των επιχειρήσεων μεταποιήσεως ότι έπρεπε να μειωθεί το πρόστιμό τους δεδομένου ότι είχαν τερματίσει την παράβαση πριν από την επέμβαση της Επιτροπής. Η Επιτροπή υπενθύμισε συναφώς τη νομολογία κατά την οποία, στις υποθέσεις που αφορούν σοβαρές παραβάσεις των κανόνων περί ανταγωνισμού, για τις οποίες τα μέρη γνώριζαν ή όφειλαν οπωσδήποτε να γνωρίζουν ότι η συμπεριφορά τους ήταν θεμελιωδώς παράνομη, το γεγονός ότι έπαυσαν τη συμπεριφορά αυτή πριν από την επέμβαση της Επιτροπής δεν πρέπει, κατ’ αρχήν, να καταλήξει σε μείωση του ποσού του προστίμου κατά τον υπολογισμό του (αιτιολογική σκέψη 382 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

54      Η Επιτροπή έκρινε επίσης ότι δεν μπορούσε να θεωρήσει ότι η σύμπραξη δεν τέθηκε σε εφαρμογή, δεδομένου ότι από την περιγραφή των πραγματικών περιστατικών προέκυπτε ότι τα μέρη είχαν εξασφαλίσει τη θέση σε εφαρμογή της συμπράξεως, χάρη, μεταξύ άλλων, στη συμμετοχή τους σε τακτικές συνεδριάσεις και σε τακτικές ανταλλαγές πληροφοριών σχετικά με τις τιμές και τις ποσότητες κατά τη διάρκεια των περιόδων που πραγματοποιούνταν οι αγορές (αιτιολογική σκέψη 383 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

55      Τέλος, η Επιτροπή απέρριψε το επιχείρημα της Transcatab ότι έπρεπε να ληφθεί υπόψη το συγκεκριμένο κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο της αγοράς ακατέργαστου καπνού στην Ιταλία για να καθοριστεί το ποσό του προστίμου, κατ’ εφαρμογή του σημείου 5, στοιχείο β΄, των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, [ΑΧ] (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές). Η Επιτροπή παρατήρησε ότι η εφαρμογή του εν λόγω σημείου 5, στοιχείο β΄, των κατευθυντηρίων γραμμών είχε εξαιρετικό χαρακτήρα και ότι η παρούσα υπόθεση δεν παρουσίαζε χαρακτηριστικά παρεμφερή ή πανομοιότυπα προς αυτά της υποθέσεως που παρέθεσε η Transcatab προς στήριξη του επιχειρήματός της. Η Επιτροπή προσέθεσε ακόμη ότι δεν γινόταν δεκτό ότι η ύπαρξη παρανόμων πρακτικών που έθιγαν τον τομέα του καπνού σε ορισμένες ιταλικές περιφέρειες μπορούσε να έχει καθοριστικές συνέπειες προκαλώντας τις επίμαχες πρακτικές και ότι η μεταρρύθμιση της κοινής οργανώσεως των αγορών είχε υπερβολικά αβέβαιες και χρονικά απομακρυσμένες συνέπειες για να δικαιολογεί τη συνεκτίμηση ελαφρυντικής περιστάσεως (αιτιολογική σκέψη 384 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

56      Η Επιτροπή εξέτασε, στη συνέχεια, την ιδιαίτερη κατάσταση της Deltafina και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι έπρεπε να μειώσει το πρόστιμό της κατά 50 % λόγω της συνεργασίας που παρέσχε (αιτιολογικές σκέψεις 385 έως 398 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

57      Η Επιτροπή καθόρισε το ποσό των προστίμων, κατόπιν της εφαρμογής των ελαφρυντικών περιστάσεων, ως εξής (αιτιολογική σκέψη 399 της προσβαλλομένης αποφάσεως):

–        Deltafina:          30 εκατομμύρια ευρώ·

–        Dimon Italia (Mindo): 20 εκατομμύρια ευρώ·

–        Transcatab:          20 εκατομμύρια ευρώ·

–        Romana Tabacchi: 8,75 εκατομμύρια ευρώ.

58      Η Επιτροπή, τέλος, υπενθύμισε ότι, κατά το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, για καθεμία από τις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην παράβαση, το πρόστιμο δεν πρέπει να υπερβαίνει το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος. Προσέθεσε ότι, οσάκις οι οικείες επιχειρήσεις ανήκουν σε όμιλο και έχει αποδειχθεί ότι οι επιχειρήσεις αυτές τελούν υπό την καθοριστική επιρροή των μητρικών τους εταιρειών και, κατά συνέπεια, οι μητρικές τους εταιρείες είναι από κοινού και εις ολόκληρον υπεύθυνες για το πρόστιμο που επιβλήθηκε στη θυγατρική τους, πρέπει, για τον καθορισμό του προαναφερθέντος ανωτάτου ορίου του 10 %, να λαμβάνεται υπόψη ο παγκόσμιος κύκλος εργασιών του ομίλου (αιτιολογικές σκέψεις 400 και 401 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

59      Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή ανέφερε ότι το πρόστιμο που επιβλήθηκε στη Romana Tabacchi δεν έπρεπε να υπερβεί τα 2,05 εκατομμύρια ευρώ και ότι δεν χρειαζόταν να μειωθούν τα υπόλοιπα πρόστιμα βάσει της διατάξεως αυτής (αιτιολογικές σκέψεις 402 και 403 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

d)     Εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας

60      Στις αιτιολογικές σκέψεις 405 έως 500 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή απεφάνθη επί της εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας.

61      Οι Deltafina, Dimon Italia και Transcatab ζήτησαν και οι τρεις να τύχουν της εφαρμογής της εν λόγω ανακοινώσεως. Όσον αφορά την Deltafina, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι της είχε χορηγήσει την απαλλαγή υπό όρους. Η Επιτροπή διευκρίνισε, επιπλέον, ότι κατέληξε στο προκαταρκτικό συμπέρασμα ότι η Dimon Italia και η Transcatab ήσαν, αντιστοίχως, η πρώτη και η δεύτερη επιχείρηση που προσκόμισαν αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την πιθανολογούμενη παράβαση, τα οποία αντιπροσώπευαν σημαντική προστιθέμενη αξία σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε ήδη στην κατοχή της η Επιτροπή, υπό την έννοια του σημείου 22 της ανακοινώσεως περί συνεργασίας (αιτιολογικές σκέψεις 405 έως 407 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

62      Αφού εξέτασε την κατάσταση της Deltafina και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούσε να της χορηγηθεί απαλλαγή λόγω της παραβάσεως της υποχρεώσεως συνεργασίας που προβλέπεται από την ανακοίνωση περί συνεργασίας (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 408 έως 484 της προσβαλλομένης αποφάσεως και σκέψεις 4 και 10 ανωτέρω), η Επιτροπή εξέτασε τις περιπτώσεις της Dimon Italia και της Transcatab.

63      Πρώτον, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η έλλειψη χορηγήσεως οριστικής απαλλαγής στην Deltafina δεν είχε καμία άμεση επίπτωση στον τρόπο εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας στην Dimon Italia και στην Transcatab (αιτιολογικές σκέψεις 485 έως 491 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

64      Δεύτερον, καθόρισε τη μείωση των προστίμων που μπορούσε να χορηγηθεί, μεταξύ άλλων, στην Transcatab, δυνάμει της εν λόγω ανακοινώσεως.

65      Συναφώς, η Επιτροπή διαπίστωσε, κατ’ αρχάς, ότι η Transcatab συμμορφώθηκε προς τους όρους που της είχαν επιβληθεί, δηλαδή είχε θέσει τέλος στην ανάμιξή της στην παράβαση το αργότερο κατά την ημερομηνία της προσκομίσεως των αποδεικτικών στοιχείων (αιτιολογικές σκέψεις 492 και 493 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

66      Στη συνέχεια, η Επιτροπή έκρινε ότι, για να καθορίσει το επίπεδο της μειώσεως, ελάμβανε υπόψη το χρονικό σημείο κατά το οποίο προσκομίσθηκαν τα αποδεικτικά στοιχεία, το μέτρο κατά το οποίο αυτά είχαν προστιθέμενη αξία, καθώς και την έκταση και τον αδιάλειπτο χαρακτήρα της συνεργασίας που παρείχαν οι επιχειρήσεις μετά την ημερομηνία κοινοποιήσεως των αποδεικτικών στοιχείων (αιτιολογική σκέψη 494 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

67      Επομένως, πρώτον, η Επιτροπή παρατήρησε ότι η Transcatab είχε υποβάλει την αίτησή της περί επιείκειας πριν η Επιτροπή λάβει ενεργά μέτρα ελέγχου, ότι η αίτησή της είχε καλύψει όλη τη διάρκεια της παραβάσεως και ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που παρέσχε είχαν ενισχύσει υπό πολλές επόψεις τα στοιχεία που είχε ήδη στην κατοχή της η Επιτροπή (αιτιολογική σκέψη 495 της προσβαλλομένης αποφάσεως)

68      Δεύτερον, όσον αφορά ειδικά τα έγγραφα που προσκόμισε η Transcatab, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι η έκθεση των πραγματικών περιστατικών που προέκυπτε από αυτά ήταν ιδιαιτέρως διεξοδική και ότι υπήρξε ιδιαιτέρως χρήσιμη για να κατανοήσει την παράβαση και, ιδίως, ορισμένα από τα στοιχεία της (όπως τη σύναψη διεπαγγελματικής συμφωνίας για το πλεόνασμα της παραγωγής καπνού το 1998). Eπισήμανε, πάντως, ότι δεν αγνοούσε κανένα από τα πραγματικά περιστατικά σχετικά με τα οποία η Transcatab είχε προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία (αιτιολογική σκέψη 497 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

69      Τέλος, η Επιτροπή αναγνώρισε επίσης ότι η Transcatab επέδειξε διάθεση συνεργασίας απέναντί της καθόλη τη διάρκεια της διαδικασίας και ότι δεν αμφισβήτησε το υποστατό των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή με την ανακοίνωση των αιτιάσεων (αιτιολογική σκέψη 498 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

70      Η Επιτροπή κατέληξε, επομένως, στο συμπέρασμα ότι η Transcatab εδικαιούτο το υψηλότερο ποσοστό μειώσεως το οποίο προβλέπεται εντός της αντίστοιχης κλίμακας, δηλαδή μείωση κατά 30 % (αιτιολογική σκέψη 499 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

71      Δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή καθόρισε τελικά (βλ. άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως) τα ποσά των προστίμων που έπρεπε να επιβληθούν στις επιχειρήσεις και στις ενώσεις επιχειρήσεων που ήσαν αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως ως εξής:

–        Deltafina και Universal, από κοινού και εις ολόκληρον: 30 εκατομμύρια ευρώ·

–        Dimon Italia (Mindo) και Alliance One: 10 εκατομμύρια ευρώ· η Alliance One International είναι υπεύθυνη εις ολόκληρον, ενώ η Mindo είναι υπεύθυνη από κοινού και εις ολόκληρον μόνον για ποσό ύψους 3,99 εκατομμυρίων ευρώ·

–        Transcatab και Alliance One, από κοινού και εις ολόκληρον: 14 εκατομμύρια ευρώ·

–        Romana Tabacchi: 2,05 εκατομμύρια ευρώ·

–        APTI: 1 000 ευρώ·

–        Unitab: 1 000 ευρώ.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

72      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου (νυν Γενικού Δικαστηρίου) στις 24 Ιανουαρίου 2006, η Alliance One άσκησε προσφυγή με αίτημα τη μερική ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως (υπόθεση T‑25/06). Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 3 Φεβρουαρίου 2006, η Transcatab άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

73      Με το δικόγραφο της προσφυγής, η Alliance One ζήτησε τη συνεκδίκαση της υποθέσεως εκείνης με την υπό κρίση υπόθεση. Το ίδιο αίτημα διατύπωσε και η Transcatab με το δικόγραφο της προσφυγής της.

74      Το Πρωτοδικείο απέρριψε το αίτημα συνεκδικάσεως.

75      Στις 24 Νοεμβρίου 2009, το Πρωτοδικείο, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας βάσει του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του, υπέβαλε γραπτή ερώτηση στην Transcatab, η οποία απάντησε εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Στις 4 Φεβρουαρίου 2010, η Επιτροπή υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της απαντήσεως της Transcatab.

76      Κατόπιν εκθέσεως της εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, κάλεσε την Transcatab να προσκομίσει ένα έγγραφο. Το έγγραφο προσκομίσθηκε εμπροθέσμως.

77      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 30ής Νοεμβρίου 2010.

78      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε την Transcatab να προσκομίσει ένα άλλο έγγραφο, δυνάμει του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας. Η Transcatab προσκόμισε το έγγραφο αυτό στις 22 Δεκεμβρίου 2010.

79      Η Transcatab ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει εν μέρει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να μειώσει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

80      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καθορίσει το ποσό του προστίμου σε 15 εκατομμύρια ευρώ, δυνάμει των εξουσιών που του απονέμει το άρθρο 229 ΕΚ·

–        να καταδικάσει την Transcatab στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

81      Προς στήριξη της προσφυγής της, η Transcatab προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως, ορισμένοι εκ των οποίων υποδιαιρούνται σε πλείονα σκέλη. Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου, η Transcatab ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η Alliance One είναι υπεύθυνη για τη συμπεριφορά της, ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε επαρκώς την άποψή της συναφώς και ότι προσέβαλε επίσης τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας. Ο δεύτερος λόγος αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο, από έλλειψη αιτιολογίας και παράλογη αιτιολογία, από την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, καθώς και από την παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας, της ίσης μεταχειρίσεως και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κατά τον καθορισμό του προστίμου. Ο τρίτος λόγος αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο και από έλλειψη αιτιολογίας κατά τον καθορισμό του προστίμου, σε σχέση με την αξιολόγηση της διάρκειας της παραβάσεως, από την παραβίαση της αρχής ne bis in idem σε σχέση με το επιβληθέν πρόστιμο στην APTI, καθώς και από την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, η Transcatab ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή εσφαλμένως θεώρησε με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι καμία από τις ελαφρυντικές περιστάσεις που επικαλείται δεν ετύγχανε εφαρμογής. Στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου, ισχυρίζεται, τέλος, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλματα κατά την εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας.

82      Η Επιτροπή εκτιμά ότι, με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η Transcatab αναίρεσε την προηγούμενη συνεργασία της, που συνίστατο στη μη αμφισβήτηση του υποστατού των πραγματικών περιστατικών που διαπιστώθηκαν με την ανακοίνωση των αιτιάσεων. Επομένως, με αντίθετη προσφυγή, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να περιορίσει τη μείωση του προστίμου της Transcatab από 30 σε 25 % και, έτσι, να το καθορίσει το εν λόγω πρόστιμο, κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, σε 15 εκατομμύρια ευρώ.

 1. Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά τον καταλογισμό της παραβάσεως στη μητρική εταιρεία της Transcatab


A –  Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αντλείται από εσφαλμένη ερμηνεία της νομολογίας, από την παράβλεψη των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων και από την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

a)     Επιχειρήματα των διαδίκων

83      Πρώτον, η Transcatab αμφισβητεί την ορθότητα των συμπερασμάτων της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι το γεγονός και μόνον ότι η SCC κατείχε, κατά τη διάρκεια της παραβάσεως, το 100 % του κεφαλαίου της αρκούσε για να πιθανολογηθεί η ευθύνη της για την παραβατική συμπεριφορά της θυγατρικής της. Το τεκμήριο αυτό είναι αντίθετο προς τη νομολογία. Κατά την Transcatab, η Επιτροπή πρέπει να αποδείξει την ύπαρξη άλλων ενδείξεων που καθιστούν δυνατόν να θεωρηθεί ότι μια μητρική εταιρεία άσκησε πράγματι καθοριστική επιρροή στη θυγατρική της. Εν προκειμένω, η Επιτροπή περιορίσθηκε να πιθανολογήσει την ευθύνη της SCC και δεν προσκόμισε άλλες ενδείξεις ικανές να θεμελιώσουν την ευθύνη αυτή. Επομένως, αντέστρεψε το βάρος αποδείξεως, το οποίο δεν έφερε η Transcatab ή η μητρική εταιρεία, αλλά η ίδια η Επιτροπή.

84      Δεύτερον, η Transcatab διατείνεται ότι η SCC προσκόμισε στην Επιτροπή επαρκή στοιχεία για να αποδείξει ότι ήταν άσχετη προς τη συμπεριφορά της Transcatab. Τα στοιχεία αυτά αφορούν τόσο την περιγραφή της τοπικής πραγματικότητας της ιταλικής αγοράς όσο και τα χαρακτηριστικά της δομής του ομίλου SCC που καταδεικνύουν την ανεξαρτησία των θυγατρικών του. Επιπλέον, αφορούν την αυτονομία του διοικητικού συμβουλίου καθώς και του γενικού διευθυντή του.

85      Στο υπόμνημα απαντήσεως, η Transcatab υποστηρίζει, επιπλέον, ότι το επιχείρημα της Επιτροπής, ότι δεν είναι δυνατόν να ανατραπεί το τεκμήριο περί καθοριστικής επιρροής παρά μόνον εάν η συμμετοχή είναι αποκλειστικά χρηματοοικονομικής φύσεως, είναι αντίθετο προς τη νομολογία. Κατά την Transcatab, η Επιτροπή δεν εξέτασε προσεκτικά τις αποδείξεις που προσκομίσθηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία και περιορίσθηκε στην απόρριψη όλων των επιχειρημάτων επί τη βάσει μη τεκμηριωμένων προκαταλήψεων. Πρώτον, ο ισχυρισμός ότι είναι απίθανο ότι η μητρική εταιρεία μπορεί να μεταβιβάσει καθ’ ολοκληρία τη διαχείριση θυγατρικής δεν είναι βάσιμος. Συγκεκριμένα, όπως απέδειξε η Transcatab κατά τη διοικητική διαδικασία, η διακλαδούμενη δομή του ομίλου εμπόδιζε την ενιαία διαχείριση. Δεύτερον, η Επιτροπή εφάρμοσε το τεκμήριο της καθοριστικής επιρροής ακόμη και για την περίοδο κατά την οποία η SCC κατείχε μόνο το 50 % του κεφαλαίου της Transcatab, ενώ η Transcatab και η SCC είχαν αποδείξει ότι το διοικητικό συμβούλιο και ο γενικός διευθυντής της Transcatab, στους οποίους είχαν ανατεθεί όλες οι εξουσίες διαχειρίσεως της εταιρείας, είχαν διοριστεί πριν αποκτήσει η SCC τον αποκλειστικό έλεγχο της Transcatab. Tρίτον, το γεγονός ότι ορισμένα έγγραφα είχαν συνταχθεί στην αγγλική γλώσσα δεν αρκεί για να αποδείξει την επιρροή της μητρικής εταιρείας στη διαχείριση της εμπορικής δραστηριότητας της Transcatab. Εν κατακλείδι, η Επιτροπή κακώς απέρριψε τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία, χωρίς επαρκή ή λογική αιτιολογία και χωρίς αντιπαράθεση προς άλλα έγγραφα τουλάχιστον ίσης αποδεικτικής ισχύος. Επομένως, η Επιτροπή δεν τήρησε την υποχρέωσή της να συγκροτήσει με αμεροληψία τον φάκελο της υποθέσεως.

86      Τρίτον, η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας της Alliance One, στο μέτρο που χρησιμοποίησε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, έγγραφα του φακέλου των οποίων δεν είχε γίνει μνεία στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, εμποδίζοντας έτσι την SCC να λάβει θέση επ’ αυτών και προσβάλλοντας, εκ του λόγου τούτου, τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της νομίμου διαδόχου της, της Alliance One. Η Transcatab αναγνωρίζει ότι εκπρόκειτο για έγγραφα γνωστά στους μετέχοντες στη διαδικασία. Πάντως, δεδομένου ότι δεν είχε γίνει μνεία των εγγράφων αυτών στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, οι μετέχοντες στη διαδικασία μπορούσαν δικαιολογημένα να εκτιμήσουν ότι δεν είχαν σημασία για την υπόθεση και ότι δεν ήταν, επομένως, αναγκαίο να εκφέρουν την άποψή τους επ’ αυτών. Με το υπόμνημα απαντήσεως και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Transcatab επιβεβαίωσε ότι προέβαλλε προσβολή των δικών της δικαιωμάτων άμυνας.

87      Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθούν τα επιχειρήματα της Transcatab. Όσον αφορά, ιδίως, την αιτίαση που αντλείται από την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της Alliance One, η Επιτροπή θέτει εν αμφιβόλω το παραδεκτό της, στο μέτρο που η Transcatab δεν προβάλλει προσβολή των δικών της δικαιωμάτων, αλλά των δικαιωμάτων άλλου μετέχοντος στη διαδικασία. Η επέκταση της αιτιάσεως στα δικαιώματα άμυνας της Transcatab είναι εκπρόθεσμη και, κατά συνέπεια, απαράδεκτη.

b)     Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

–       Επί της παραβάσεως των κανόνων που διέπουν τον καταλογισμό στη μητρική εταιρεία των πρακτικών της θυγατρικής της

88      Προκειμένου περί της πρώτης αιτιάσεως που προβάλλει η Transcatab, πρέπει να υπομνησθεί ότι το δίκαιο του ανταγωνισμού αφορά τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψη 59) και ότι η έννοια της επιχειρήσεως καλύπτει κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος που τον διέπει και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς του (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψη 112, και της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑8237, σκέψη 54).

89      Από τη νομολογία προκύπτει ότι ο όρος επιχείρηση, εντασσόμενος στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να νοείται ως οικονομική ενότητα, έστω και αν, από νομική άποψη, η οικονομική αυτή ενότητα αποτελείται από περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 2006, C‑217/05, Confederación Española de Empresarios de Estaciones de Servicio, Συλλογή 2006, σ. I‑11987, σκέψη 40, και Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 80 ανωτέρω, σκέψη 55˙ απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, T‑325/01, DaimlerChrysler κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑3319, σκέψη 85).

90      Οσάκις με τέτοια οικονομική ενότητα παραβιάζει τους κανόνες του ανταγωνισμού, ευθύνεται, κατά την αρχή της προσωπικής ευθύνης, για την παράβαση αυτή (βλ., κατά την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C‑49/92 P, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, Συλλογή 1999, σ. I‑4125, σκέψη 145, της 11ης Δεκεμβρίου 2007, C‑280/06, ETI κ.λπ., Συλλογή 2007, σ. I‑10893, σκέψη 39 και Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 88 ανωτέρω, σκέψη 56).

91      Η παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού πρέπει να καταλογίζεται, κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση, σε νομικό πρόσωπο στο οποίο ενδέχεται να επιβληθούν πρόστιμα. Για την εφαρμογή και την εκτέλεση των αποφάσεων της Επιτροπής στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού, είναι, πράγματι, απαραίτητος ο προσδιορισμός, ως μιας οντότητας διαθέτουσας νομική προσωπικότητα (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Απριλίου 1999, T‑305/94 έως T‑307/94, T‑313/94 έως T‑316/94, T‑318/94, T‑325/94, T‑328/94, T‑329/94 και T‑335/94, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, καλούμενη PVC II, Συλλογή 1999, σ. II‑931, σκέψη 978).

92      Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η συμπεριφορά μιας θυγατρικής εταιρείας μπορεί να καταλογισθεί στη μητρική εταιρεία, ιδίως όταν η θυγατρική, μολονότι έχει χωριστή νομική προσωπικότητα, δεν καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει, κυρίως, τις οδηγίες της μητρικής εταιρείας, λαμβανομένων, ιδίως, υπόψη των υφισταμένων μεταξύ των δύο αυτών νομικών οντοτήτων οικονομικών, οργανωτικών και νομικών σχέσεων (βλ. απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 80 ανωτέρω, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

93      Πράγματι, δεδομένου ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, η μητρική και η θυγατρική εταιρεία συναποτελούν τμήμα της ίδιας οικονομικής οντότητας και, επομένως, συνιστούν μία και μόνη επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ, η Επιτροπή μπορεί να απευθύνει μια απόφαση περί επιβολής προστίμου στη μητρική εταιρεία, χωρίς να απαιτείται να αποδείξει την εμπλοκή της εταιρείας αυτής στην παράβαση (βλ., συναφώς, απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 88 ανωτέρω, σκέψη 59).

94      Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι, στην ειδική περίπτωση που μια μητρική εταιρεία κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής της, η οποία διέπραξε παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, αφενός, η μητρική εταιρεία μπορεί να ασκεί καθοριστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής αυτής και, αφετέρου, υφίσταται μαχητό τεκμήριο ότι η εν λόγω μητρική εταιρεία ασκεί πράγματι τέτοια καθοριστική επιρροή (βλ. απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 88 ανωτέρω, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

95      Υπό τις συνθήκες αυτές, αρκεί να αποδείξει η Επιτροπή ότι η μητρική εταιρεία κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου θυγατρικής προκειμένου να συναχθεί ότι η μητρική ασκεί καθοριστική επιρροή επί της εμπορικής πολιτικής της θυγατρικής. Στη συνέχεια, η Επιτροπή θα είναι σε θέση να θεωρήσει τη μητρική εταιρεία συνυπεύθυνη για την καταβολή του επιβληθέντος στη θυγατρική προστίμου, εκτός αν η εν λόγω μητρική εταιρεία, στην οποία απόκειται να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο, προσκομίσει επαρκή στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι η θυγατρική της ενεργεί αυτοτελώς στην αγορά (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑286/98P, Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. Ι-9925, σκέψη 29, και Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 88 ανωτέρω, σκέψη 61).

96      Καίτοι το Δικαστήριο, στις σκέψεις 28 και 29 της αποφάσεως Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής, σκέψη 95 ανωτέρω, έκανε λόγο, πέραν της κατοχής του 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής, και για άλλες περιστάσεις, όπως είναι η μη αμφισβήτηση της επιρροής που ασκεί η μητρική εταιρεία επί της εμπορικής πολιτικής της θυγατρικής της και η κοινή εκπροσώπηση των δύο εταιρειών κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, εντούτοις το Δικαστήριο παρέθεσε τις περιστάσεις αυτές μόνον προκειμένου να εκθέσει το σύνολο των στοιχείων επί των οποίων το Πρωτοδικείο στήριξε τη συλλογιστική του και όχι για να εξαρτήσει την εφαρμογή του τεκμηρίου, το οποίο μνημονεύθηκε στη σκέψη 94 ανωτέρω, από την παροχή πρόσθετων ενδείξεων όσον αφορά την εκ μέρους της μητρικής εταιρείας πραγματική άσκηση επιρροής (βλ. απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 88 ανωτέρω, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Οκτωβρίου 2008, T‑69/04, Schunk και Schunk Kohlenstoff-Technik κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2567, σκέψη 57).

97      Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι, προκειμένου να καταλογίσει στη μητρική εταιρεία την ευθύνη για την παράβαση που διέπραξε η θυγατρική της, η Επιτροπή στηρίχτηκε στην υπόθεση ότι ο καταλογισμός αυτός είναι δυνατός όταν η μητρική εταιρεία και η θυγατρική της αποτελούν τμήματα της ίδιας οικονομικής οντότητας και, ως εκ τούτου, συνιστούν μία και μόνη επιχείρηση υπό την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ (αιτιολογική σκέψη 325 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

98      Το κεντρικό στοιχείο στο οποίο βασίστηκε η Επιτροπή για να αποδείξει ότι ήταν δυνατόν να καταλογιστεί στη μητρική εταιρεία η παραβατική συμπεριφορά της θυγατρικής της είναι η έλλειψη αυτονομίας της τελευταίας όσον αφορά τη συμπεριφορά της στην αγορά. Πράγματι, η εν λόγω έλλειψη αυτονομίας απορρέει από την εκ μέρους της μητρικής εταιρείας άσκηση «καθοριστικής επιρροής» στη συμπεριφορά της θυγατρικής της, η δε πραγματική άσκηση τέτοιας επιρροής μπορεί να συνάγεται κατά τεκμήριο, κατά τη νομολογία, στην περίπτωση που η μητρική εταιρεία κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου της θυγατρικής της (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 329 και 330 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

99      Στην αιτιολογική σκέψη 331 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε, επομένως, ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η Transcatab «στερούνταν αυτονομίας», δεδομένου ότι ελεγχόταν κατά 100 % από τη μητρική της εταιρεία, την SCC.

100    Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Transcatab με το υπόμνημα απαντήσεως, ήτοι ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή μετέτρεψε ένα τεκμήριο «iuris tantum» σε τεκμήριο «iuris et de iure», η συλλογιστική αυτή δεν αποκλίνει από τη λογική ενός μαχητού τεκμηρίου. Επομένως, όπως στις περιπτώσεις άλλων μαχητών τεκμηρίων που γίνονται δεκτά στο δίκαιο του ανταγωνισμού, εάν ένα γεγονός μπορεί νομίμως να συναχθεί κατά τεκμήριο από την Επιτροπή, θεωρείται ως αποδεδειγμένο, εφόσον η οικεία επιχείρηση δεν αποκρούει το τεκμήριο προσκομίζοντας πειστικές ανταποδείξεις (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 90 ανωτέρω, σκέψεις 121 και 126, και της 8ης Ιουλίου 1999, C‑199/92 P, Hüls κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑4287, σκέψεις 162 και 167). Εξάλλου, δεδομένου του μαχητού του χαρακτήρα, το προαναφερθέν τεκμήριο, το οποίο μπορεί να ανατραπεί σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση, δεν συνεπάγεται αυτόματο καταλογισμό ευθύνης στη μητρική εταιρεία, η οποία κατέχει το σύνολο του εταιρικού κεφαλαίου της θυγατρικής της, διότι τούτο θα αντέβαινε στην αρχή της προσωπικής ευθύνης που αποτελεί τη βάση του δικαίου του ανταγωνισμού.

101    Επομένως, η Επιτροπή δεν παρέβη τους κανόνες που διέπουν τον καταλογισμό στη μητρική εταιρεία της συμπεριφοράς της θυγατρικής της, επειδή θεώρησε ουσιαστικώς την SCC, διάδοχος της οποίας είναι η Αlliance One, υπεύθυνη για την παράβαση που διέπραξε η Transcatab.

102    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ένα τέτοιο συμπέρασμα δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση με τα επιχειρήματα που προβάλλει η Transcatab στην απάντησή της επί της γραπτής ερωτήσεως του Γενικού Δικαστηρίου αναφορικά με τις συνέπειες που θα έπρεπε να αντληθούν από την απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 88 ανωτέρω. Κατά την Transcatab, πρώτον, στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία της προγενέστερης νομολογίας, ιδίως της αποφάσεως Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής, σκέψη 95 ανωτέρω, σε κάθε δε περίπτωση, η συναφής νομολογία δεν είναι ομοιόμορφη επί του σημείου αυτού. Δεύτερον, το πραγματικό πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής διαφέρει από εκείνο της υπό κρίση υποθέσεως, δεδομένου ότι στη σύμπραξη είχαν εμπλακεί πολλές θυγατρικές και, συνεπώς, ήταν δυσκολότερο να αποδειχθεί ότι η μητρική εταιρεία δεν τελούσε εν γνώσει των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού δραστηριοτήτων. Σε ό,τι όμως αφορά το πρώτο επιχείρημα, αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 88 ανωτέρω (βλ. υπό την έννοια αυτή, επίσης, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑8241, σημεία 60 και 61), το Δικαστήριο, όχι μόνον έλαβε υπόψη τη νομολογία στην οποία στηρίζει η Transcatab σημαντικό τμήμα της επιχειρηματολογίας της και, ιδίως, την απόφαση Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής, σκέψη 95 ανωτέρω, αλλά, επίσης, ερμήνευσε ομοιόμορφα την προγενέστερη νομολογία (απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 88 ανωτέρω, σκέψεις 58 έως 62). Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα, αρκεί η διαπίστωση ότι η υποτιθέμενη διαφορά μεταξύ των δύο υποθέσεων στερείται σημασίας, καθότι το κριτήριο για τον καταλογισμό της ευθύνης στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 88 ανωτέρω, ουδόλως ήταν η άμεση ή έμμεση γνώση, εκ μέρους της μητρικής εταιρείας, των δραστηριοτήτων στις οποίες επιδίδονταν η θυγατρική ή οι θυγατρικές της. Σε κάθε περίπτωση, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, στην απόφαση αυτή, ουδόλως ελήφθη υπόψη τέτοιο στοιχείο.

–       Επί της παραβλέψεως των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίσθηκαν για να ανατραπεί το τεκμήριο

103    Όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 94 και 95 ανωτέρω, όταν η μητρική εταιρεία κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου θυγατρικής, η Επιτροπή μπορεί να συναγάγει κατά τεκμήριο ότι η μητρική εταιρεία ασκεί καθοριστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής της, χωρίς να υποχρεούται να προσκομίσει συμπληρωματικές αποδείξεις από τις οποίες να προκύπτει ότι η μητρική εταιρεία πράγματι άσκησε τέτοια επιρροή ή τελούσε εν γνώσει της παραβάσεως ή της εμπλοκής της εν λόγω θυγατρικής στην παράβαση αυτή. Πρόκειται περί μαχητού τεκμηρίου, το οποίο μπορεί να ανατραπεί με απόδειξη του αντιθέτου. Επομένως, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η Transcatab, στην SCC –η οποία, κατά τον χρόνο της παραβάσεως κατείχε το 100 % του κεφαλαίου της Transcatab (βλ. την αιτιολογική σκέψη 336 της προσβαλλομένης αποφάσεως)– εναπόκειται να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό με στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η θυγατρική χαίρει αυτονομίας κατά τη χάραξη της πολιτικής της στην αγορά και ότι οι δύο αυτές εταιρείες δεν συνιστούν, επομένως, μία ενιαία οικονομική οντότητα. Σε αντίθετη περίπτωση, η άσκηση ελέγχου αποδεικνύεται από το γεγονός ότι το αντλούμενο από την κατοχή του συνολικού κεφαλαίου τεκμήριο δεν ανετράπη (βλ., συναφώς, απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 88 ανωτέρω, σκέψεις 60 έως 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, T‑175/05, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 93).

104    Εν προκειμένω, η Επιτροπή αφιέρωσε τις αιτιολογικές σκέψεις 335 έως 346 της προσβαλλομένης αποφάσεως στην εξέταση των επιχειρημάτων και των αποδεικτικών στοιχείων τα οποία προέβαλε η SCC στην απάντησή της επί της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, προκειμένου να αποδείξει ότι δεν άσκησε καθοριστική επιρροή στην εμπορική πολιτική της Transcatab, και δεν τα θεώρησε ικανά να ανατρέψουν το τεκμήριο.

105    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με το δικόγραφο της προσφυγής, η Transcatab διατείνεται απλώς, χωρίς ουδόλως να θεμελιώνει τα επιχειρήματά της, ότι η SCC απέδειξε κατά τη διοικητική διαδικασία ότι είχε αποκεντρωμένη δομή, καθότι διέθετε τη δική της τοπική διεύθυνση, πλήρως ανεξάρτητη, στην οποία είχαν μεταβιβασθεί όλα τα καθήκοντα, λαμβανομένων ακριβώς υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της ιταλικής αγοράς ακατέργαστου καπνού, και ότι τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου καθώς και ο γενικός διευθυντής της ήσαν αυτόνομοι και δεν είχαν κανένα άμεσο ή έμμεσο δεσμό με την SCC. Πάντως, η Transcatab ουδόλως προσδιόρισε τα ενδεχόμενα σφάλματα που διέπραξε η Επιτροπή, στην προσβαλλόμενη απόφαση, όσον αφορά την εκτίμηση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων. Μόνον με το υπόμνημα απαντήσεως, απαντώντας σε ορισμένα επιχειρήματα της Επιτροπής, προβάλλει κάποια επιχειρήματα που αποσκοπούν στην αμφισβήτηση, εμμέσως, της προσβαλλομένης αποφάσεως.

106    Εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται να τονισθεί, κατ’ αρχάς, ότι, όπως ορθώς διαπίστωσε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 338 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το γεγονός αυτό καθαυτό, ότι μια θυγατρική έχει τη δική της τοπική διεύθυνση και ίδιους πόρους, δεν αποδεικνύει ότι καθορίζει αυτόνομα τη συμπεριφορά της στην αγορά σε σχέση με τη μητρική της εταιρεία. Η ανάθεση της διαχειρίσεως των τρεχουσών δραστηριοτήτων στην τοπική διεύθυνση μιας κατά 100 % ελεγχόμενης θυγατρικής αποτελεί, πράγματι, συνήθη πρακτική και, ως εκ τούτου, δεν είναι ικανή να αποδείξει την πραγματική αυτονομία της θυγατρικής. Το ίδιο ισχύει για το επιχείρημα που αντλείται από τα υποτιθέμενα χαρακτηριστικά της ιταλικής αγοράς ακατέργαστου καπνού, εφόσον τα χαρακτηριστικά αυτά δεν εμποδίζουν μια μητρική εταιρεία να ασκεί πλήρως πραγματικό έλεγχο στη θυγατρική της.

107    Επιβάλλεται, επιπλέον, η διαπίστωση ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 341 και 342 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διευκρίνισε, αφενός, ότι, πριν αποκτήσει το σύνολο του κεφαλαίου της Transcatab, η SCC ήλεγχε ήδη την εταιρεία αυτή με τον Ιταλό εταίρο της και ότι το γεγονός ότι η SCC ουδόλως μετέβαλε τον προσανατολισμό της Transcatab, κατόπιν της αναλήψεως του ελέγχου, δεν μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί ως απόδειξη του ότι δεν άσκησε επιρροή στη θυγατρική της αφότου κατέστη αποκλειστικός της ιδιοκτήτης. Η Επιτροπή επισήμανε, αφετέρου, ότι η μεταβίβαση εκτελεστικών εξουσιών στον γενικό διευθυντή της Transcatab, ο οποίος, ελλείψει αποδείξεων περί του αντιθέτου, ευλόγως μπορούσε να υποτεθεί ότι διορίσθηκε από την SCC, δεν εμπόδισε τα άλλα μέλη του διοικητικού συμβουλίου να αναλάβουν εκτελεστικές θέσεις και να ασκήσουν εκτελεστικές αρμοδιότητες.

108    Επιβάλλεται όμως η παρατήρηση ότι, ελλείψει διευκρινίσεως εκ μέρους της SCC, ορθώς αποδίδει η Επιτροπή σημασία στο γεγονός ότι η SCC, η οποία συγκέντρωνε όλες τις εξουσίες όταν κατέστη μοναδικός μέτοχος ώστε να προβεί σε μερική ή πλήρη ανανέωση του διοικητικού συμβουλίου, ουδέν μέτρο έλαβε προς αυτή την κατεύθυνση. Εξ αυτού προκύπτει ότι η διατήρηση των μελών του διοικητικού συμβουλίου και, κυρίως, του γενικού διευθυντή στα καθήκοντά τους δεν μπορεί παρά να αποδοθεί σε απόφαση της SCC, ως μοναδικού μετόχου της Transcatab.

109    Επιπλέον, το γεγονός ότι ένα μόνον πρόσωπο, ήτοι ο γενικός διευθυντής, διαθέτει σημαντικές εξουσίες που του εκχωρήθηκαν από το διοικητικό συμβούλιο θα μπορούσε, αντιθέτως, να καταδείξει τη βούληση της μητρικής εταιρείας να απλοποιήσει την εκ μέρους της άσκηση ελέγχου στη θυγατρική της, περιορίζοντας ακριβώς τον ρόλο του διοικητικού συμβουλίου σε δευτερεύουσες δραστηριότητες και συγκεντρώνοντας όλες τις εξουσίες στα χέρια ενός «ανθρώπου εμπιστοσύνης». Πράγματι, δεν είναι εύλογο να εκχωρεί μια πολυεθνική εταιρεία όλες τις εξουσίες μιας θυγατρικής, όπως στην περίπτωση της Transcatab, που δραστηριοποιείται στην εθνική αγορά, ή να αποδέχεται μια μεταβίβαση αρμοδιοτήτων που προϋπήρχε της κτήσεως πλήρους ελέγχου, σε ένα φυσικό πρόσωπο το οποίο, ενεργώντας με πλήρη αυτονομία και χωρίς να έχει, όπως υποστηρίζεται, ορισθεί από τον μοναδικό μέτοχο, επιλέγει, με τη σειρά του, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, αποκλείοντας την εκ μέρους οιουδήποτε άλλου προσώπου άσκηση οποιασδήποτε επιρροής στη διαχείριση της εταιρείας, και το οποίο δεν λογοδοτεί, de facto, για τις πράξεις του σε οιονδήποτε.

110    Επομένως, λαμβανομένου επίσης υπόψη του γεγονότος ότι τέτοια μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στον γενικό διευθυντή θυγατρικής ουδόλως είναι ασυνήθης, ένα τέτοιο επιχείρημα δεν μπορεί να ανατρέψει το τεκμήριο περί του ελέγχου που ασκούσε η μητρική εταιρεία στην Transcatab.

111    Όσον αφορά, στη συνέχεια, το επιχείρημα με το οποίο βάλλεται το υποτιθέμενο συμπέρασμα που συνήγαγε η Επιτροπή από το γεγονός ότι ορισμένα έγγραφα είχαν συνταχθεί στην αγγλική, αρκεί η διαπίστωση ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Transcatab, τα έγγραφα αυτά, των οποίων γίνεται μνεία στις αιτιολογικές σκέψεις 343 έως 346 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν είχαν ως σκοπό ούτε να αποδείξουν ότι οι μητρικές εταιρείες ήσαν σε θέση να επηρεάσουν ή επηρέασαν, συγκεκριμένα, τη συμπεριφορά των ιταλικών θυγατρικών τους, ούτε, ακόμη λιγότερο, να αποδείξουν ότι οι μητρικές εταιρείες τελούσαν εν γνώσει της επίμαχης συμπράξεως. Αντιθέτως, η Επιτροπή χρησιμοποίησε απλώς ορισμένα έγγραφα που αποτελούν τμήμα του διοικητικού φακέλου για να αποδείξει ποιος ήταν ο βαθμός αξιοπιστίας των αποδεικτικών στοιχείων και των επιχειρημάτων που προέβαλε η SCC με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων για να ανατρέψει το τεκμήριο ασκήσεως καθοριστικής επιρροής στην Transcatab.

112    Τέλος, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς που προέβαλε η Transcatab με το υπόμνημα απαντήσεως, ουδόλως συνάγεται από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι το τεκμήριο καθοριστικής επιρροής μπορεί να ανατραπεί μόνον εάν η συμμετοχή της μητρικής εταιρείας είναι αποκλειστικά χρηματοοικονομική.

113    Επομένως, η αιτίαση που αντλείται από την παράβλεψη των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίσθηκαν προκειμένου να ανατραπεί το τεκμήριο πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας

114    Προκειμένου περί της τρίτης αιτιάσεως που προβάλλει η Transcatab, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών που αφορούν την πολιτική του ανταγωνισμού συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Eνώσεως, τον σεβασμό της οποίας διασφαλίζουν τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑534/07 P, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑7415, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

115    Κατά πάγια νομολογία, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας επιτάσσει να παρέχεται, κατά τη διοικητική διαδικασία, στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση η δυνατότητα να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψή της επί του υποστατού και του κρίσιμου χαρακτήρα των προβαλλόμενων πραγματικών περιστατικών, καθώς και επί των εγγράφων που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή για να στηρίξει τον ισχυρισμό της σχετικά με την ύπαρξη παραβάσεως της Συνθήκης (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80 έως 103/80, Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1825, σκέψη 10, και της 6ης Απριλίου 1995, C‑310/93 P, BPB Industries και British Gypsum κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. I‑865, σκέψη 21).

116    Το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 αντανακλά την αρχή αυτή, στο μέτρο που προβλέπει ότι αποστέλλεται στα μέρη ανακοίνωση των αιτιάσεων, η οποία πρέπει να αναφέρει σαφώς όλα τα ουσιώδη στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η Επιτροπή σ’ αυτό το στάδιο της διαδικασίας (βλ., συναφώς, απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 88 ανωτέρω, σκέψη 67), ώστε οι ενδιαφερόμενοι να είναι σε θέση να αντιληφθούν για ποιες ενέργειες τους επικρίνει η Επιτροπή και να αμυνθούν λυσιτελώς προτού αυτή εκδώσει οριστική απόφαση. Η ανωτέρω επιταγή πληρούται οσάκις η συγκεκριμένη απόφαση δεν προσάπτει στους ενδιαφερομένους παραβάσεις διαφορετικές από εκείνες που παρατίθενται στην ανακοίνωση των αιτιάσεων και λαμβάνει υπόψη μόνον τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία οι ενδιαφερόμενοι είχαν την ευκαιρία να παράσχουν εξηγήσεις (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Μαρτίου 2003, T‑213/00, CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑913, σκέψη 109 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

117    Πάντως, μνεία των εν λόγω στοιχείων μπορεί να γίνει συνοπτικά, η δε τελική απόφαση δεν χρειάζεται κατ’ ανάγκη να είναι αντίγραφο της ανακοινώσεως των αιτιάσεων (βλ., συναφώς, απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 115 ανωτέρω, σκέψη 14), καθόσον η ανακοίνωση αυτή συνιστά προκαταρκτικό έγγραφο, του οποίου οι πραγματικές και νομικές εκτιμήσεις έχουν καθαρά προσωρινό χαρακτήρα (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Νοεμβρίου 1987, 142/84 και 156/84, British American Tobacco και Reynolds Industries κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 4487, σκέψη 70). Ως εκ τούτου, επιτρέπονται προσθήκες στην ανακοίνωση των αιτιάσεων οι οποίες πραγματοποιούνται υπό το πρίσμα του υπομνήματος απαντήσεως των μετεχόντων στη διαδικασία, των οποίων τα επιχειρήματα αποδεικνύουν ότι όντως άσκησαν τα δικαιώματά τους άμυνας. Η Επιτροπή μπορεί επίσης, ενόψει της διοικητικής διαδικασίας, να αναθεωρήσει ή να προσθέσει πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα προς στήριξη των αιτιάσεων που διατύπωσε (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 28ης Φεβρουαρίου 2002, T‑86/95, Compagnie générale maritime κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1011, σκέψη 448, και της 22ας Οκτωβρίου 2002, Τ‑310/01, Schneider Electric κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. ΙΙ-4071, σκέψη 438).

118    Εξάλλου, το Δικαστήριο έκρινε ότι η συνεκτίμηση ενός επιχειρήματος που προέβαλε επιχείρηση κατά τη διοικητική διαδικασία, χωρίς να της δοθεί η δυνατότητα να εκφέρει σχετικώς την άποψή της πριν από τη λήψη της τελικής αποφάσεως, δεν μπορεί να συνιστά, καθαυτή, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνάς της (διάταξη του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 2001, C‑497/99 P, Irish Sugar κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑5333, σκέψη 24).

119    Τέλος, πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, προσβάλλονται τα δικαιώματα άμυνας οσάκις υφίσταται το ενδεχόμενο, λόγω παρατυπίας εκ μέρους της Επιτροπής, η κινηθείσα από αυτήν διοικητική διαδικασία να καταλήξει πιθανώς σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Η προσφεύγουσα επιχείρηση αποδεικνύει ότι έλαβε χώρα παρόμοια προσβολή εφόσον αποδείξει επαρκώς όχι ότι η απόφαση της Επιτροπής θα είχε διαφορετικό περιεχόμενο, αλλά ότι θα μπορούσε να υποστηρίξει καλύτερα την άμυνά της ελλείψει της παρατυπίας, παραδείγματος χάρη, λόγω του ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για την άμυνά της έγγραφα στα οποία δεν της επετράπη η πρόσβαση κατά τη διοικητική διαδικασία (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 2ας Οκτωβρίου 2003, C‑194/99 P, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑10821, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 1ης Ιουλίου 2010, C‑407/08 P, Knauf Gips κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 28).

120    Εν προκειμένω, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, η Επιτροπή, προκειμένου να δικαιολογήσει τον καταλογισμό στην SCC της ευθύνης για παραβάσεις της νομοθεσίας περί συμπράξεων που διέπραξε η κατά 100 % ανήκουσα σε αυτή Transcatab, μπορούσε, κατ’ αρχήν, υπό το πρίσμα των νομολογιακών αρχών που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 94 έως 96 ανωτέρω, να περιοριστεί στην απόδειξη της κατανομής του κεφαλαίου μεταξύ θυγατρικών και μητρικών εταιρειών (βλ. σημεία 336 έως 338 της ανακοινώσεως των αιτιάσεων). Κατ’ εφαρμογή των νομολογιακών αυτών αρχών, η Επιτροπή όφειλε συνεπώς να λάβει θέση στην τελική της απόφαση επί των επιχειρημάτων που προέβαλαν τα μέρη απαντώντας στην εν λόγω ανακοίνωση (βλ. τις αιτιολογικές σκέψεις 335 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως), με σκοπό να ανατρέψουν το επίμαχο τεκμήριο.

121    Επιπλέον, όσον αφορά το επιχείρημα της Transcatab ότι η Επιτροπή είχε χρησιμοποιήσει στην προσβαλλόμενη απόφαση έγγραφα των οποίων δεν γίνεται μνεία στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, επιβάλλεται να τονισθεί ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 335 έως 344 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξετάζει ορισμένες πτυχές και ειδικά έγγραφα αναφορικά με τις σχέσεις μεταξύ των SCC και Transcatab, αποκλειστικώς στο πλαίσιο της εκτιμήσεως των επιχειρημάτων και των αποδεικτικών στοιχείων που προέβαλαν τα μέρη κατά τη διοικητική διαδικασία ασκώντας τα δικαιώματά τους άμυνας, και, κατά την εξέταση αυτή, παραπέμπει σε έγγραφα που περιέχονται στον διοικητικό φάκελο. Η συνεκτίμηση των πτυχών και των εγγράφων αυτών δεν μπορούσε, επομένως, να επηρεάσει την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας της Transcatab, κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι αυτή είχε πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα –τα οποία ήδη διέθετε εν πάση περιπτώσει– κατά τη διοικητική διαδικασία.

122    Κατά τα λοιπά, από τη δικογραφία προκύπτει ότι τόσον η SCC όσο και η Transcatab ήσαν σε θέση να απαντήσουν στην αιτίαση που διατυπώθηκε ρητώς στην ανακοίνωση των αιτιάσεων η οποία τους απευθύνθηκε και να εκθέσουν την άμυνά τους κατά την ακρόαση ενώπιον του συμβούλου ακροάσεων. Ως εκ τούτου, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας τηρήθηκε η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως.

123    Εν πάση περιπτώσει, πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι, όπως επισήμανε το Δικαστήριο, στο μέτρο που η Επιτροπή δεν είχε υποχρέωση, όσον αφορά τον καταλογισμό της παραβάσεως, να προσκομίσει, κατά το στάδιο της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, άλλα στοιχεία πλην των στοιχείων από τα οποία αποδεικνύεται η εκ μέρους της μητρικής εταιρείας κατοχή του κεφαλαίου των θυγατρικών της, το επιχείρημα περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας είναι απορριπτέο (βλ., συναφώς, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 88 ανωτέρω, σκέψη 64).

124    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί επί της ουσίας η αιτίαση που αντλείται από την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, χωρίς να χρειάζεται να κριθεί το ζήτημα του παραδεκτού που ήγειρε η Επιτροπή.

125    Υπό το πρίσμα του συνόλου των προηγουμένων σκέψεων, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

B –  Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αντλείται από την παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003

a)     Επιχειρήματα των διαδίκων

126    Η Transcatab υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, λόγω του ότι θεώρησε την Alliance One υπεύθυνη για τις επίμαχες παραβάσεις, της επέβαλε πρόστιμο που υπερβαίνει το μέγιστο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών της για το οικονομικό έτος που προηγείται της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, όριο που προβλέπεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Συγκεκριμένα, το πρόστιμο που της επιβλήθηκε ανέρχεται στο 43 % περίπου του κύκλου εργασιών της.

127    Κατά τα λοιπά, η Transcatab παραπέμπει στα επιχειρήματα που ανέπτυξε η Alliance One με την προσφυγή της (υπόθεση T‑25/06), της οποίας επισυνάπτει αντίγραφο.

128    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθούν τα επιχειρήματα της Transcatab.

b)     Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

129    Επιβάλλεται, κατ’ αρχάς, η παρατήρηση ότι το σκέλος αυτό συνδέεται στενά με το πρώτο σκέλος του υπό εξέταση λόγου, στο μέτρο που η απόρριψη του πρώτου σκέλους έχει κατ’ ανάγκη επίπτωση στο βάσιμο του υπό κρίση σκέλους. Κατά συνέπεια, λαμβανομένων υπόψη των σκέψεων βάσει των οποίων απορρίφθηκε το πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου, πρέπει να συναχθεί ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη επειδή έλαβε τον ενοποιημένο κύκλο εργασιών της SCC ως αναφορά για τον υπολογισμό του ανωτάτου ορίου του 10 % του κύκλου εργασιών που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 (βλ., συναφώς, απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 103 ανωτέρω, σκέψη 114).

130    Πράγματι, το ανώτατο αυτό όριο του 10 % πρέπει να υπολογίζεται επί του σωρευτικού κύκλου εργασιών όλων των εταιρειών που απαρτίζουν την οικονομική οντότητα η οποία ενεργεί ως επιχείρηση υπό την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ, διότι μόνον ο σωρευτικός κύκλος εργασιών των εταιρειών που απαρτίζουν τον όμιλο μπορεί να αποτελέσει ένδειξη περί του μεγέθους και της οικονομικής ισχύος της εν λόγω επιχειρήσεως (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 20ής Μαρτίου 2002, Τ-9/99, HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. ΙΙ-1487, σκέψεις 528 και 529, και της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 103 ανωτέρω, σκέψη 114).

131    Όσον αφορά, δεύτερον, την εκ μέρους της Transcatab γενική παραπομπή στα επιχειρήματα που αναπτύσσονται στην προσφυγή που άσκησε η μητρική της εταιρεία, η Alliance One, επισημαίνεται ότι η παραπομπή αυτή, η οποία αφορά γενικώς το επισυναφθέν σχετικό έγγραφο και δεν επιτρέπει στο Γενικό Δικαστήριο να προσδιορίσει με ακρίβεια τα επιχειρήματα που θα μπορούσε να θεωρήσει ως συμπληρωματικά των λόγων που αναπτύσσονται στα υπομνήματα, πρέπει να θεωρηθεί απαράδεκτη.

132    Πράγματι, πρέπει να υπομνησθεί ότι, βάσει του άρθρου 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των προβληθέντων ισχυρισμών. Κατά πάγια νομολογία, για να είναι παραδεκτή μια προσφυγή πρέπει τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, πλην όμως κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό, από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου. Μολονότι το κύριο μέρος της προσφυγής μπορεί να στηριχθεί και να συμπληρωθεί, επί συγκεκριμένων σημείων, με παραπομπές σε συγκεκριμένα χωρία συνημμένων εγγράφων, γενική παραπομπή σε άλλα κείμενα, ακόμη και συνημμένα στην προσφυγή, δεν μπορεί να καλύψει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων της νομικής επιχειρηματολογίας, τα οποία, δυνάμει των προμνησθεισών διατάξεων, πρέπει να περιλαμβάνονται στο κείμενο της προσφυγής. Επιπλέον, δεν απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να αναζητεί και να εντοπίζει στα παραρτήματα τους λόγους και τα επιχειρήματα που θα μπορούσε να δεχθεί ότι αποτελούν τη βάση της προσφυγής, δεδομένου ότι τα παραρτήματα επιτελούν λειτουργία αμιγώς αποδεικτική και διευκρινιστική (βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 14ης Δεκεμβρίου 2005, T‑209/01, Honeywell κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑5527, σκέψεις 56 και 57, και της 17ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑201/04, Microsoft κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑3601, σκέψη 94 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

133    Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου πρέπει επίσης να απορριφθεί εν μέρει ως αβάσιμο και εν μέρει ως απαράδεκτο.

134    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

C –  2. Eπί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά τον καθορισμό του αρχικού ποσού του προστίμου


D –  Επί του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά τη σοβαρότητα της παραβάσεως

135    Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, η Transcatab προβάλλει πλείονες αιτιάσεις που αφορούν τον χαρακτηρισμό της παραβάσεως ως «πολύ σοβαρής» στην προσβαλλόμενη απόφαση.

136    Εκ προοιμίου, πρέπει να υπομνησθούν οι γενικές αρχές που διέπουν τον καθορισμό του ύψους των προστίμων και, κυρίως, την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως.

137    Το άρθρο 81, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, ΕΚ κηρύσσει ρητώς ως ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά τις συμφωνίες και τις εναρμονισμένες πρακτικές που συνίστανται στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής, ή στον περιορισμό ή τον έλεγχο της παραγωγής ή των αγορών. Οι παραβάσεις αυτού του είδους, ιδίως εφόσον πρόκειται για οριζόντιες συμπράξεις, χαρακτηρίζονται από τη νομολογία ως ιδιαιτέρως σοβαρές στον βαθμό που συνεπάγονται ευθεία παρέμβαση στις ουσιώδεις παραμέτρους του ανταγωνισμού στην οικεία αγορά (απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Μαρτίου 1999, T‑141/94, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑347, σκέψη 675) ή ως κατάφωρες παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 6ης Απριλίου 1995, T‑148/89, Tréfilunion κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑1063, σκέψη 109, και της 14ης Μαΐου 1998, T‑311/94, BPB de Eendracht κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1129, σκέψη 303).

138    Σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου για παραβάσεις του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, εκτός από τη σοβαρότητα της παραβάσεως, και η διάρκειά της.

139    Κατά πάγια νομολογία, η σοβαρότητα των παραβάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού πρέπει να αποδεικνύεται βάσει ικανού αριθμού στοιχείων όπως είναι, μεταξύ άλλων, τα ιδιαίτερα περιστατικά της υποθέσεως, το πλαίσιό της και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, τούτο δε χωρίς να υφίσταται δεσμευτικός ή εξαντλητικός κατάλογος των κριτηρίων που πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη (αποφάσεις του Δικαστηρίου Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 88 ανωτέρω, σκέψη 241, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, σκέψη 114 ανωτέρω, σκέψη 54, και της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑125/07 P, C‑133/07 P, C‑135/07 P και C‑137/07 P, Εrste Group Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑8681, σκέψη 91).

140    Προκειμένου να διασφαλίσει τη διαφάνεια και την αντικειμενικότητα των αποφάσεών της με τις οποίες καθορίζει πρόστιμα για παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού, η Επιτροπή υιοθέτησε κατευθυντήριες γραμμές (πρώτο εδάφιο των κατευθυντηρίων γραμμών).

141    Οι κατευθυντήριες γραμμές είναι ένα μέσο που αποβλέπει στο να διευκρινισθούν, τηρουμένου του δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος, τα κριτήρια που προτίθεται να εφαρμόσει η Επιτροπή στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό των προστίμων, την οποία της απονέμει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Οι κατευθυντήριες γραμμές δεν συνιστούν τη νομική βάση της αποφάσεως περί επιβολής προστίμου, καθόσον αυτή στηρίζεται στον κανονισμό 1/2003, καθορίζουν ωστόσο, κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, τη μεθοδολογία που η Επιτροπή δεσμεύτηκε να ακολουθεί για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων που επιβλήθηκαν με την απόφαση αυτή και κατοχυρώνουν, κατά συνέπεια, την ασφάλεια δικαίου των επιχειρήσεων (απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 88 ανωτέρω, σκέψεις 209 έως 213, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Δεκεμβρίου 2006, T‑259/02 έως T‑264/02 και T‑271/02, Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑5169, σκέψεις 219 και 223).

142    Επομένως, μολονότι οι κατευθυντήριες γραμμές δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως κανόνας δικαίου τον οποίο οφείλει να τηρεί σε κάθε περίπτωση η διοίκηση, πλην όμως περιέχουν κανόνα συμπεριφοράς που υποδεικνύει την ακολουθητέα τακτική, από την οποία η διοίκηση δεν μπορεί να παρεκκλίνει σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση χωρίς να προβάλει δικαιολογητικούς λόγους (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 88 ανωτέρω, σκέψεις 209 και 210, και της 18ης Μαΐου 2006, C‑397/03 P, Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑4429, σκέψη 91).

143    Ο αυτοπεριορισμός της εξουσίας εκτιμήσεως της Επιτροπής που απορρέει από την έκδοση των κατευθυντηρίων γραμμών δεν είναι, εντούτοις, ασυμβίβαστος με τη διατήρηση σημαντικού περιθωρίου εκτιμήσεως για το θεσμικό αυτό όργανο (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑44/00, Mannesmannröhren-Werke κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2223, σκέψεις 246, 274 και 275). Πράγματι, το γεγονός ότι η Επιτροπή διευκρίνισε, με τις κατευθυντήριες γραμμές, την προσέγγισή της ως προς την αξιολόγηση της σοβαρότητας μιας παραβάσεως δεν αντιτίθεται στο να εκτιμήσει η Επιτροπή το εν λόγω κριτήριο σφαιρικά βάσει όλων των σχετικών περιστάσεων, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που δεν μνημονεύονται ρητώς στις κατευθυντήριες γραμμές (απόφαση Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 141 ανωτέρω, σκέψη 237).

144    Σύμφωνα με την προβλεπόμενη από τις κατευθυντήριες γραμμές μέθοδο, η Επιτροπή λαμβάνει ως βάση για τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων που προτίθεται να επιβάλει στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ένα ποσό καθοριζόμενο σε συνάρτηση με την «εγγενή» σοβαρότητα της παραβάσεως. Κατά την αξιολόγηση της εν λόγω σοβαρότητας της παραβάσεως, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η φύση της παραβάσεως, ο πραγματικός αντίκτυπός της στην αγορά, εφόσον αυτός μπορεί να εκτιμηθεί, και η έκταση της σχετικής γεωγραφικής αγοράς (σημείο 1 Α, πρώτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών).

145    Στο πλαίσιο αυτό, οι παραβάσεις κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες, ήτοι στις «ελαφρές παραβάσεις», για τις οποίες το προβλεπόμενο ύψος των προστίμων κυμαίνεται από 1 000 έως 1 εκατομμύριο ευρώ, στις «σοβαρές παραβάσεις», για τις οποίες το προβλεπόμενο ύψος των προστίμων κυμαίνεται από 1 εκατομμύριο έως 20 εκατομμύρια ευρώ, και στις «πολύ σοβαρές παραβάσεις», για τις οποίες το προβλεπόμενο ύψος των προστίμων υπερβαίνει τα 20 εκατομμύρια ευρώ (σημείο 1 Α, δεύτερο εδάφιο, περιπτώσεις ένα έως τρία, των κατευθυντηρίων γραμμών). Όσον αφορά τις πολύ σοβαρές παραβάσεις, η Επιτροπή αποσαφηνίζει ότι πρόκειται κατά βάση για οριζόντιους περιορισμούς, π.χ. συνασπισμούς επιχειρήσεων με σκοπό τον έλεγχο των τιμών ή τον επιμερισμό των αγορών βάσει ποσοστώσεων, ή για άλλου είδους πρακτικές οι οποίες πλήττουν την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, όπως είναι εκείνες οι οποίες αποσκοπούν στη στεγανοποίηση των εθνικών αγορών, ή για καταχρήσεις δεσπόζουσας θέσεως εκ μέρους επιχειρήσεων που αναπτύσσουν δραστηριότητα υπό καθεστώς οιονεί μονοπωλίου (σημείο 1 Α, δεύτερο εδάφιο, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών).

146    Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί ότι οι τρεις πτυχές της αξιολογήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως, οι οποίες μνημονεύθηκαν στη σκέψη 144 ανωτέρω, δεν έχουν το ίδιο βάρος στο πλαίσιο της σφαιρικής εξετάσεως. Η φύση της παραβάσεως διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο, ιδίως, για τον χαρακτηρισμό των παραβάσεων ως «πολύ σοβαρών» (απόφαση Erste Group Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 139 ανωτέρω, σκέψη 101, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Απριλίου 2010, T‑456/05 και T‑457/05, Gütermann και Zwicky κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 137).

147    Αντιθέτως, ούτε ο πραγματικός αντίκτυπος στην αγορά ούτε η έκταση της γεωγραφικής αγοράς συνιστούν απαραίτητα στοιχεία για τον χαρακτηρισμό της παραβάσεως ως πολύ σοβαρής στις περιπτώσεις οριζόντιων συμπράξεων που αποσκοπούν, ιδίως, όπως στην υπό κρίση διαφορά, στον καθορισμό των τιμών. Συγκεκριμένα, τα δύο αυτά κριτήρια, μολονότι συνιστούν στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την αξιολόγηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, συγκαταλέγονται μεταξύ των υπολοίπων κριτηρίων για τους σκοπούς της συνολικής εκτιμήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως (βλ., συναφώς, απόφαση Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, σκέψη 114 ανωτέρω, σκέψεις 74 και 81, και αποφάσεις του Πρωτοδικείου Raiffeisen Zentralbank Österreich κατά Επιτροπής, σκέψη 141 ανωτέρω, σκέψεις 240 και 311, και της 8ης Οκτωβρίου 2008, T‑73/04, Carbone-Lorraine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2661, σκέψη 91).

148    Επομένως, επίσης κατά πάγια πλέον νομολογία, από τις κατευθυντήριες γραμμές προκύπτει ότι οι οριζόντιες συμπράξεις που αποβλέπουν ιδίως, όπως εν προκειμένω, στον καθορισμό των τιμών μπορούν, εκ της φύσεώς τους και μόνον, να χαρακτηρίζονται ως «πολύ σοβαρές», χωρίς να υποχρεούται η Επιτροπή να αποδείξει τον πραγματικό αντίκτυπο της παραβάσεως στην αγορά (απόφαση Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, σκέψη 114 ανωτέρω, σκέψη 75· βλ. επίσης, συναφώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 27ης Ιουλίου 2005, T‑49/02 έως T‑51/02, Brasserie nationale κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑3033, σκέψη 178, και της 25ης Οκτωβρίου 2005, T‑38/02, Groupe Danone κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑4407, σκέψη 150) και χωρίς να εμποδίζει η περιορισμένη έκταση της σχετικής γεωγραφικής αγοράς έναν τέτοιο χαρακτηρισμό (βλ., συναφώς, αποφάσεις Erste Group Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 139 ανωτέρω, σκέψη 103, και Carbone-Lorraine κατά Επιτροπής, σκέψη 147 ανωτέρω, σκέψη 91).

149    Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, ενώ η περιγραφή των σοβαρών παραβάσεων μνημονεύει ρητώς τον αντίκτυπο στην αγορά και τα αποτελέσματα σε εκτεταμένες ζώνες της κοινής αγοράς, η περιγραφή των πολύ σοβαρών παραβάσεων, αντιθέτως, δεν απαιτεί να υπάρχουν συγκεκριμένος αντίκτυπος στην αγορά ούτε συνέπειες σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή (αποφάσεις Gütermann και Zwicky κατά Επιτροπής, σκέψη 146 ανωτέρω, σκέψη 137· βλ. επίσης, υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση Brasserie nationale κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 148 ανωτέρω, σκέψη 178).

150    Επιπλέον, υπάρχει μια αλληλεξάρτηση μεταξύ των τριών πτυχών της αξιολογήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως, υπό την έννοια ότι ένας υψηλός βαθμός σοβαρότητας με γνώμονα τη μία ή την άλλη πτυχή μπορεί να αντισταθμίσει την αμελητέα σοβαρότητα της παραβάσεως από άλλες απόψεις (απόφαση Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 141 ανωτέρω, σκέψη 241).

151    Σε ό,τι αφορά, ειδικότερα, την υπό κρίση διαφορά, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή καθόρισε το ύψος του επιβληθέντος στους διαφόρους αποδέκτες προστίμου βάσει της γενικής μεθόδου με την οποία έχει αυτοδεσμευθεί με τις κατευθυντήριες γραμμές, τούτο δε έστω και αν δεν μνημονεύει ρητώς τις ως άνω κατευθυντήριες γραμμές στην εν λόγω απόφαση.

a)     Επιχειρήματα των διαδίκων

152    Πρώτον, η Transcatab διατείνεται ότι από το κείμενο των κατευθυντηρίων γραμμών, όπως αυτό επαναλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 365 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι, προκειμένου να αξιολογήσει τη σοβαρότητα της παραβάσεως, η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να λάβει υπόψη τρία κριτήρια, ήτοι τη φύση της παραβάσεως, τον πραγματικό αντίκτυπό της στην αγορά, εφόσον αυτός μπορεί να εκτιμηθεί, και την έκταση της σχετικής γεωγραφικής αγοράς. Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορούσε να χαρακτηρίσει τη σύμπραξη ως «πολύ σοβαρή» μόνο βάσει της φύσεως της παραβάσεως, χωρίς να λάβει υπόψη τα δύο άλλα κριτήρια.

153    Ωστόσο, παρά τις διατάξεις των κατευθυντηρίων γραμμών, η Επιτροπή θεώρησε την επίμαχη παράβαση «πολύ σοβαρή». Κατά την Transcatab, ο χαρακτηρισμός αυτός πάσχει λόγω πλάνης, καθόσον δεν λαμβάνει υπόψη την έλλειψη συγκεκριμένου αντικτύπου στην αγορά και την περιορισμένη έκταση της οικείας γεωγραφικής αγοράς. Λαμβάνοντας ορθώς υπόψη τα τρία προαναφερθέντα κριτήρια, η Επιτροπή θα έπρεπε να χαρακτηρίσει τη σύμπραξη ως απλώς «σοβαρή» παράβαση. Σε πολλές προηγούμενες περιπτώσεις, η Επιτροπή είχε χαρακτηρίσει ως σοβαρή παράβαση ένα καρτέλ για τον έλεγχο των τιμών όπως αυτό της υπό κρίση περιπτώσεως. Επιπλέον, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά στη φύση της παραβάσεως για να την χαρακτηρίσει πολύ σοβαρή, όπως δηλώνει, αλλά αξιολόγησε τη σοβαρότητα της παραβάσεως λαμβάνοντας υπόψη τα τρία προαναφερθέντα κριτήρια, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 365 και 368 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Το γεγονός ότι η Επιτροπή επέβαλε κύρωση κάτω από το ελάχιστο όριο των 20 εκατομμυρίων ευρώ που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές δεν καθιστά δυνατόν να θεωρηθεί ότι η Transcatab δεν έχει συμφέρον να προβάλει τον λόγο αυτόν, στο μέτρο που το όριο αυτό δεν συνιστά παρά μια ένδειξη του ελάχιστου ύψους των προστίμων που μπορούν να επιβληθούν.

154    Δεύτερον, η Transcatab προβάλλει πλείονες αιτιάσεις όσον αφορά ειδικά την έλλειψη συνεπειών της συμπράξεως στην αγορά. Συγκεκριμένα, κατά την Transcatab, οι συμφωνίες για τις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν είχαν κανέναν αντίκτυπο στην αγορά, ή τουλάχιστον δεν προκάλεσαν τα συνομολογηθέντα αποτελέσματα. Πράγματι, από πλείονες συγκρίσεις των τιμών στις οποίες προέβη η Επιτροπή με την ανακοίνωση των αιτιάσεων προκύπτει ότι οι τιμές που ανέφεραν τα μέρη στις συμφωνίες τους δεν «αντικατοπτρίσθηκαν» ποτέ στην αγορά. Η Transcatab παραθέτει πλείονα συγκεκριμένα παραδείγματα και πλείονα στοιχεία που στηρίζουν τα επιχειρήματά της και υποστηρίζει επίσης ότι, εάν η συμφωνία είχε παραγάγει αποτελέσματα, θα υπήρχε μείωση και σταθεροποίηση των τιμών, πράγμα το οποίο δεν συνέβη. Άλλωστε, η ίδια η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει, στις αιτιολογικές σκέψεις 97 επ., ότι οι τιμές του ακατέργαστου καπνού στην Ιταλία αυξήθηκαν μεταξύ 1990 και 2000 κατά τρόπο ο οποίος δεν παρατηρήθηκε σε κανένα άλλο κράτος μέλος και ότι οι αυξήσεις αυτές εξακολούθησαν μέχρι το 2002, έτος κατά το οποίο οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως έθεσαν τέρμα στις συμφωνίες τους. Επιπλέον, στην υπόθεση στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε η απόφαση C(2004) 4030 τελικό της Επιτροπής, της 20ής Οκτωβρίου 2004, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 1, [ΕΚ] (Υπόθεση COMP/C.38.238/B.2 – Ακατέργαστος καπνός – Ισπανία) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2004) 4030] (στο εξής: υπόθεση Ακατέργαστος καπνός – Ισπανία), η Επιτροπή θεώρησε την αύξηση των τιμών του καπνού, παρά την ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ των επιχειρήσεων μεταποιήσεως, ως απόδειξη μη εφαρμογής των συμφωνιών. Εξάλλου, κατά την πρακτική που ακολουθούσε προηγουμένως για τη λήψη των αποφάσεών της, η Επιτροπή ελάμβανε υπόψη την έλλειψη πραγματικού αντικτύπου στην αγορά των συμπεριφορών που θεωρούνται ιδιαίτερα σοβαρές, προκειμένου να τις χαρακτηρίσει ως «σοβαρές» και όχι ως «πολύ σοβαρές» παραβάσεις. Η Επιτροπή, επίσης, έκρινε εσφαλμένως και αναιτιολόγητα, στην αιτιολογική σκέψη 368 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η σύμπραξη μπορούσε να έχει συνέπειες στην αγορά στα μεταγενέστερα στάδια της μεταποιήσεως και της πωλήσεως του μεταποιημένου καπνού. Στα μεταγενέστερα στάδια, η σύμπραξη θα μπορούσε το πολύ να έχει ως συνέπεια τη μείωση των δαπανών των κατασκευαστών τσιγάρων.

155    Eπιπλέον, η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τον αντίκτυπο της παραβάσεως στην αγορά είναι παράλογη, στο μέτρο που η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η σύμπραξη μπορούσε να μειώσει τη συνολική παραγωγή καπνού εις βάρος των καταναλωτών (αιτιολογική σκέψη 282 της προσβαλλομένης αποφάσεως), ενώ το ουσιαστικό πρόβλημα της ευρωπαϊκής και της ιταλικής αγοράς καπνού ήταν η πλεονασματική παραγωγή καπνού κακής ποιότητας. Περαιτέρω, η Επιτροπή ουδόλως ανέφερε στην ανακοίνωση των αιτιάσεων ότι η σύμπραξη είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγής. Προβάλλοντας το επιχείρημα αυτό για πρώτη φορά στην προσβαλλόμενη απόφαση, προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας της Transcatab, στην οποία δεν παρεσχέθη η δυνατότητα απαντήσεως. Η Επιτροπή ανέφερε επίσης για πρώτη φορά στην προσβαλλόμενη απόφαση την ενδεχόμενη συνέπεια στην αγορά όσον αφορά τα μεταγενέστερα στάδια της παραγωγής, προσβάλλοντας έτσι περαιτέρω τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας.

156    Τρίτον, η Transcatab διατείνεται ότι η γεωγραφική αγορά την οποία αφορούν οι παραβάσεις για τις οποίες επιβλήθηκαν κυρώσεις με την προσβαλλόμενη απόφαση είναι ιδιαιτέρως μικρής εκτάσεως, καθόσον περιορίζεται σε τέσσερις περιφέρειες της Ιταλίας, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 84 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πρόκειται, επομένως, για γεωγραφική αγορά πολύ πιο περιορισμένη από την εθνική αγορά. Η Επιτροπή ουδόλως έλαβε υπόψη το στοιχείο αυτό για να καθορίσει τη σοβαρότητα της παραβάσεως. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει προδήλως έλλειψη αιτιολογίας ως προς το σημείο αυτό. Επιπλέον, δυνάμει της πρακτικής της Επιτροπής κατά τη λήψη των αποφάσεών της, η παράβαση θα έπρεπε να θεωρηθεί σοβαρή και όχι πολύ σοβαρή. Περαιτέρω, με την απόφαση που αφορά την υπόθεση Ακατέργαστος καπνός – Ισπανία, η Επιτροπή έλαβε υπόψη για τον καθορισμό του προστίμου τις σχετικά περιορισμένες διαστάσεις της αγοράς του οικείου προϊόντος, η οποία δεν κάλυπτε παρά ορισμένες περιφέρειες της Ισπανίας.

157    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθούν τα επιχειρήματα της Transcatab.

b)     Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

158    Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι η Transcatab αμφισβητεί τυπικώς το «βασικό ποσό» του προστίμου, το οποίο προκύπτει, σύμφωνα με το σημείο 1 B, τέταρτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών, από πρόσθεση των ποσών που καθορίστηκαν βάσει της σοβαρότητας και της διάρκειας της παραβάσεως. Ωστόσο, από τα επιχειρήματά της προκύπτει ότι το επικρινόμενο ποσό του προστίμου είναι εκείνο που καθορίστηκε βάσει της σοβαρότητας της παραβάσεως, οπότε κρίσιμο ποσό στο πλαίσιο αυτού του λόγου ακυρώσεως είναι το αρχικό ποσό εκκινήσεως του προστίμου, όπως μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 376 της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, την απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, Τ-161/05, Hoechst κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑3555, σκέψη 107).

–       Επί του χαρακτηρισμού της παραβάσεως ως πολύ σοβαρής

159    Όσον αφορά την αιτίαση της Transcatab που αντλείται από το γεγονός ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλματα ως προς τον χαρακτηρισμό της παραβάσεως ως «πολύ σοβαρής», προσήκει, κατ’ αρχάς, να τονισθεί ότι, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 146 έως 148 ανωτέρω, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, μεταξύ των τριών κριτηρίων που μνημονεύονται στις κατευθυντήριες γραμμές για την αξιολόγηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, η φύση της παραβάσεως αποτελεί το κύριο στοιχείο για τον χαρακτηρισμό των παραβάσεων ως πολύ σοβαρών. Επομένως, συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές που αποβλέπουν στον καθορισμό των τιμών ή στην κατανομή των αγορών μπορούν να χαρακτηρισθούν, βάσει της φύσεώς τους και μόνον, ως «πολύ σοβαρές», χωρίς να απαιτείται να έχουν αυτές οι εκδηλώσεις συμπεριφοράς πραγματικό αντίκτυπο στην οικεία αγορά ή ιδιαίτερη γεωγραφική έκταση.

160    Εν προκειμένω, όσον αφορά τη φύση της επίμαχης παραβάσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αυτή είχε ως αντικείμενο, ιδίως, τον από κοινού καθορισμό των τιμών που κατέβαλλαν οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως για τον ακατέργαστο καπνό, καθώς και την κατανομή των προμηθευτών και των ποσοτήτων ακατέργαστου καπνού. Τέτοιες πρακτικές συνιστούν οριζόντιο περιορισμό που εμπίπτει στο είδος «συνασπισμός επιχειρήσεων με σκοπό τον έλεγχο των τιμών» υπό την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών και, επομένως, είναι, εξ ορισμού, «πολύ σοβαρές». Οι συμπράξεις αυτού του τύπου χαρακτηρίζονται από τη νομολογία ως κατάφωρες παραβάσεις των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού ή ως ιδιαιτέρως σοβαρές παραβάσεις, στον βαθμό που συνεπάγονται ευθεία παρέμβαση στις ουσιώδεις παραμέτρους του ανταγωνισμού στην οικεία αγορά (βλ. σκέψη 137 ανωτέρω).

161    Επομένως, η Επιτροπή μπορούσε, στην υπό κρίση περίπτωση, να χαρακτηρίσει τη σύμπραξη ως πολύ σοβαρή παράβαση στηριζόμενη μόνο στην ίδια τη φύση της παραβάσεως και μάλιστα ανεξαρτήτως του πραγματικού αντικτύπου της στην αγορά και της γεωγραφικής εκτάσεώς της (βλ. τη νομολογία της οποίας γίνεται μνεία στις σκέψεις 146 έως 149 ανωτέρω και, ιδίως, την απόφαση Erste Group Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 139 ανωτέρω, σκέψη 103).

162    Επιπλέον, όσον αφορά ειδικά τις ποικίλες αναφορές της Transcatab στις αποφάσεις που εξέδωσε προηγουμένως η Επιτροπή, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι η προηγούμενη πρακτική λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής δεν χρησιμεύει, αφ’ εαυτής, ως νομικό πλαίσιο για την επιβολή προστίμων στον τομέα του ανταγωνισμού, δεδομένου ότι το πλαίσιο αυτό καθορίζεται αποκλειστικώς στον κανονισμό 1/2003, όπως εφαρμόζεται υπό το πρίσμα των κατευθυντηρίων γραμμών, και ότι η Επιτροπή διαθέτει, στον τομέα του καθορισμού του ποσού των προστίμων, ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και δεν δεσμεύεται από τις προηγούμενες εκτιμήσεις της (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 19ης Μαρτίου 2009, C‑510/06 P, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑1843, σκέψη 82, και Erste Group Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 139 ανωτέρω, σκέψη 123). Επομένως, τα επιχειρήματα της Trancatab σχετικά με την προηγούμενη πρακτική της Επιτροπής κατά τη λήψη των αποφάσεών της δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν.

163    Εξάλλου, κανένα από τα επιχειρήματα της Transcatab δεν μπορεί να θέσει να αμφιβόλω τον χαρακτηρισμό της συμπράξεως ως πολύ σοβαρής. Επομένως, πρέπει να αναλυθούν πλεοναστικώς.

–       Επί του πραγματικού αντικτύπου της παραβάσεως στην αγορά

164    Όσον αφορά, ειδικά, τα επιχειρήματα που αντλούνται από σφάλματα κατά τον καθορισμό της σοβαρότητας της παραβάσεως, λόγω της υποτιθέμενης ελλείψεως πραγματικού αντικτύπου της παραβάσεως στην αγορά, τονίζεται ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Transcatab, από το γράμμα της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, μολονότι στην αιτιολογική σκέψη 365 αυτής η Επιτροπή έλαβε ως δεδομένο, χρησιμοποιώντας τους όρους των κατευθυντηρίων γραμμών, ότι για την αξιολόγηση της σοβαρότητας της παραβάσεως οφείλει να λάβει υπόψη τα τρία στοιχεία που μνημονεύονται στο πρώτο εδάφιο του σημείου 1 A των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών (βλ. σκέψη 144 ανωτέρω), δεν θεμελίωσε εν συνεχεία την αξιολόγηση της σοβαρότητας της παραβάσεως στον πραγματικό αντίκτυπο της παραβάσεως στην αγορά.

165    Πράγματι, το τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως που αφορά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 365 έως 369) δεν περιέχει καμία ανάλυση του πραγματικού αντικτύπου της παραβάσεως στην αγορά. Ειδικότερα, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η Transcatab, τέτοια ανάλυση δεν προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 368 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η αιτιολογική αυτή σκέψη, η οποία συνδέεται στενά με την προηγούμενη που αφορά τη φύση της παραβάσεως, αναφέρεται γενικά στην ικανότητα των συμπράξεων αγοράς, όπως συμβαίνει και στην τυπική περίπτωση των «καρτέλ πωλήσεως», να επηρεάσουν τον ανταγωνισμό. Η Επιτροπή υποστηρίζει στο σημείο αυτό, ότι ο εν λόγω τύπος συμπράξεων μπορεί να αλλοιώσει την ανταγωνιστική συμπεριφορά των οικείων επιχειρήσεων, είτε πρόκειται για τους παραγωγούς είτε για τις επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητες σε μεταγενέστερα στάδια, στο μέτρο που επηρεάζει μια ουσιώδη παράμετρο της ανταγωνιστικής συμπεριφοράς των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον κλάδο της μεταποιήσεως, δηλαδή στην τιμή αγοράς του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της μεταποιήσεως. Στην ίδια αιτιολογική σκέψη, η Επιτροπή δηλώνει, στη συνέχεια, ότι αυτή η ικανότητα αλλοιώσεως του ανταγωνισμού είναι ακόμη πιο σημαντική στην περίπτωση προϊόντος όπως το επίμαχο στην υπό κρίση διαφορά.

166    Επιπλέον, ούτε το τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως που αφορά την ανάλυση του περιορισμού του ανταγωνισμού (αιτιολογικές σκέψεις 277 επ.), στο οποίο παραπέμπει η αιτιολογική σκέψη 368, περιέχει ανάλυση του πραγματικού αντικτύπου της παραβάσεως στην αγορά. Πράγματι, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η Transcatab, κανένα στοιχείο δεν υποδηλώνει ότι θα ήταν δυνατόν να συναχθεί από το τμήμα αυτό της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο αναλύει τις περιοριστικές για τον ανταγωνισμό συνέπειες των συμφωνιών μεταξύ των επιχειρήσεων μεταποιήσεως, ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε στον πραγματικό αντίκτυπο των συμπράξεων στην αγορά για να καθορίσει τη σοβαρότητα της παραβάσεως ενόψει καθορισμού του προστίμου.

167    Άλλωστε, στο πλαίσιο των αιτιολογικών σκέψεων που αφορούν την ικανότητα της συμπράξεως αγοράς να επηρεάσει τις συμπεριφορές των επιχειρήσεων μεταποιήσεως εντάσσεται η αναφορά, με αρκετά γενική διατύπωση, στις πιθανές συνέπειες επί των αγορών σε μεταγενέστερα στάδια της παραγωγής, τις οποίες θέτει εν αμφιβόλω η Transcatab (βλ. σκέψη 154 ανωτέρω in fine). Στο μέτρο όμως που η σύμπραξη καθόριζε, μεταξύ άλλων, τις ποσότητες καπνού που αγόραζε εκάστη των επιχειρήσεων μεταποιήσεως, η Transcatab δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι είναι εσφαλμένη η διαπίστωση ότι η σύμπραξη είχε την ικανότητα να επηρεάσει τις δραστηριότητες στα μεταγενέστερα στάδια της μεταποιήσεως του καπνού και της πωλήσεως του μεταποιημένου καπνού. Πράγματι, στο μέτρο που αποφάσιζε για τις αγοραζόμενες ποσότητες του ακατέργαστου προϊόντος, η σύμπραξη ήταν οπωσδήποτε σε θέση να επηρεάσει τις συμπεριφορές των επιχειρήσεων μεταποιήσεως σε μεταγενέστερα στάδια όσον αφορά το μεταποιημένο προϊόν. Άλλωστε, η Transcatab δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα και δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο ικανό να αντικρούσει τη διαπίστωση αυτή. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ουδόλως γίνεται μνεία ενδεχομένων επιπτώσεων στην τιμή των τσιγάρων για τους τελικούς καταναλωτές, οπότε τα επιχειρήματα που προβάλλει συναφώς η Transcatab πρέπει να απορριφθούν.

168    Όσον αφορά, ειδικότερα, τα στοιχεία που παρουσίασε η Transcatab ή τα μνημονευόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση στοιχεία τα οποία αποδεικνύουν την απουσία επιπτώσεων της συμπράξεως στην αγορά (βλ. σκέψη 154 ανωτέρω), πρέπει να επισημανθεί ότι από τη νομολογία προκύπτει ότι, για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, είναι κρίσιμο το ζήτημα κατά πόσον οι μετέχοντες στη σύμπραξη έκαναν ό,τι ήταν δυνατόν προκειμένου να υλοποιηθούν οι προθέσεις τους. Αυτό που συνέβη κατόπιν, σε επίπεδο των τιμών της αγοράς που επιτεύχθηκαν στην πραγματικότητα, ενδέχεται να έχει επηρεαστεί από άλλους παράγοντες, εκτός του ελέγχου των μετεχόντων στη σύμπραξη, οι δε μετέχοντες στη σύμπραξη δεν μπορούν να επικαλούνται υπέρ αυτών εξωγενείς παράγοντες που παρεμπόδισαν τις προσπάθειές τους, ανάγοντας τους παράγοντες αυτούς σε στοιχεία δικαιολογούντα μείωση του προστίμου (βλ. αποφάσεις Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 141 ανωτέρω, σκέψη 287· Carbone-Lorraine κατά Επιτροπής, σκέψη 147 ανωτέρω, σκέψη 86, και Gütermann και Zwicky κατά Επιτροπής, σκέψη 146 ανωτέρω, σκέψη 130 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

169    Επιπλέον, κατά τη νομολογία, δεν είναι δυνατόν να απαιτείται από την Επιτροπή, όταν στοιχειοθετείται η υλοποίηση συμπράξεως, να αποδεικνύει συστηματικά ότι οι συμφωνίες όντως παρείχαν στις οικείες επιχειρήσεις τη δυνατότητα να επιτύχουν υψηλότερο επίπεδο τιμών στις συναλλαγές ή, όπως εν προκειμένω, στις περιπτώσεις συμπράξεων αγοράς, κατώτερο επίπεδο από εκείνο που θα επικρατούσε χωρίς τη σύμπραξη. Θα ήταν δυσανάλογο να απαιτείται παρόμοια απόδειξη, η οποία θα απορροφούσε σημαντικούς πόρους, καθώς θα καθιστούσε αναγκαία την προσφυγή σε υποθετικούς υπολογισμούς, στηριζόμενους σε οικονομικά υποδείγματα, η ακρίβεια των οποίων μπορεί να ελεγχθεί δυσχερώς από τον δικαστή και ως προς τα οποία ουδόλως αποδεικνύεται ότι είναι απαλλαγμένα ελαττωμάτων (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 141 ανωτέρω, σκέψη 286˙ Carbone-Lorraine κατά Επιτροπής, σκέψη 147 ανωτέρω, σκέψη 85, και Gütermann και Zwicky κατά Επιτροπής, σκέψη 146 ανωτέρω, σκέψη 129 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

170    Εν προκειμένω, από την ανάλυση του αφορώντος τα προσαπτόμενα πραγματικά περιστατικά τμήματος της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως υιοθέτησαν συνειδητώς αντιβαίνουσα προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά, για την οποία τους επιβλήθηκαν κυρώσεις (βλ., παραδείγματος χάρη, αιτιολογικές σκέψεις 111, 124, 125, 141 και 158 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τούτο επιβεβαιώνεται, εξάλλου, από το γεγονός ότι η σύμπραξη είχε απόρρητο χαρακτήρα, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 363 και 473 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επιπλέον, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως επανειλημμένως συμφώνησαν επί μέτρων που απέβλεπαν στη διασφάλιση της αποτελεσματικής λειτουργίας της συμπράξεως, όπως η αμοιβαία αποστολή των τιμολογίων των αντιστοίχων προμηθευτών τους (αιτιολογικές σκέψεις 122 και 129 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η υποχρέωση διαβουλεύσεως σε περιπτώσεις αγορών εκτός των συμφωνιών (αιτιολογική σκέψη 139 της προσβαλλομένης αποφάσεως), οι υποχρεώσεις ελέγχου των υπαλλήλων προκειμένου να αποτραπεί η εκ μέρους τους ανάληψη πρωτοβουλιών χωρίς τον αναγκαίο συντονισμό (αιτιολογική σκέψη 140 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η δημιουργία μιας δομής προκειμένου να διασφαλισθεί η επίτευξη των αντιθέτων στον ανταγωνισμό σκοπών (αιτιολογική σκέψη 187 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Συναφώς, πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι από την αιτιολογική σκέψη 383 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή απέδειξε ότι η σύμπραξη ετέθη σε εφαρμογή.

171    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα περί πλάνης της Επιτροπής που στηρίζονται στη μη εφαρμογή στην αγορά των τιμών που ανέφεραν τα μέρη στις συμφωνίες τους και στο γεγονός ότι η Επιτροπή διέθετε στοιχεία καταδεικνύοντα μια αύξηση των τιμών του ακατέργαστου καπνού ανώτερη από την κατά μέσον όρο αύξηση των τιμών των λοιπών γεωργικών προϊόντων.

–       Επί της γεωγραφικής εκτάσεως της αγοράς

172    Όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από την περιορισμένη γεωγραφική έκταση της αγοράς την οποία αφορά η παράβαση, από τη νομολογία που παρατέθηκε στις σκέψεις 147 έως 149 ανωτέρω προκύπτει ότι η έκταση της γεωγραφικής αγοράς δεν είναι αυτοτελές κριτήριο, υπό την έννοια ότι μόνον παραβάσεις που αφορούν την πλειονότητα των κρατών μελών θα μπορούσαν να τύχουν του χαρακτηρισμού της «πολύ σοβαρής» παραβάσεως. Ούτε στη Συνθήκη, ούτε στον κανονισμό 1/2003, ούτε στις κατευθυντήριες γραμμές, ούτε στη νομολογία μπορεί να στηριχθεί η θέση ότι μόνον πολύ εκτεταμένοι, από γεωγραφική άποψη, περιορισμοί του ανταγωνισμού μπορούν να τύχουν τέτοιου χαρακτηρισμού. Εξάλλου, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 148 ανωτέρω, οι συμφωνίες που αποβλέπουν ιδίως, όπως εν προκειμένω, στον καθορισμό των τιμών αγοράς, καθώς και στην κατανομή των αγοραζομένων ποσοτήτων μπορούν, εκ της φύσεώς τους και μόνον, να χαρακτηρίζονται ως «πολύ σοβαρές» παραβάσεις, χωρίς να απαιτείται να συνδέονται οι συμπεριφορές αυτές με συγκεκριμένη γεωγραφική έκταση. Ως εκ τούτου, το μέγεθος της οικείας γεωγραφικής αγοράς, ακόμη και εάν είναι περιορισμένο, δεν αποκλείει, κατ’ αρχήν, τον χαρακτηρισμό της εν προκειμένω διαπιστωθείσας παραβάσεως ως «πολύ σοβαρής». Επομένως, η Επιτροπή ουδόλως υπέπεσε σε πλάνη κατά τον χαρακτηρισμό της παραβάσεως ως «πολύ σοβαρής», λαμβανομένης υπόψη της γεωγραφικής εκτάσεως της οικείας αγοράς.

173    Πλεοναστικώς, πρέπει να επισημανθεί ότι, καίτοι δεν αμφισβητείται ότι η παραγωγή του ακατέργαστου καπνού ήταν συγκεντρωμένη σε ορισμένες περιφέρειες της Ιταλίας, εντούτοις επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η σύμπραξη αφορούσε την αγορά της αποκτήσεως του ακατέργαστου καπνού και όχι την αγορά της παραγωγής, οπότε το πεδίο εφαρμογής της συμπράξεως δεν περιοριζόταν στις περιφέρειες αυτές, αλλά κάλυπτε ολόκληρη την ιταλική επικράτεια. Κατά πάγια όμως νομολογία, η επικράτεια κράτους μέλους αποτελεί ουσιώδες τμήμα της κοινής αγοράς (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Νοεμβρίου 1983, 322/81, Nederlandsche Banden-Industrie-Michelin κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 3461, σκέψη 28, και απόφαση Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 148 ανωτέρω, σκέψη 150). Επομένως, η Transcatab αβασίμως υποστηρίζει ότι η γεωγραφική έκταση της αγοράς την οποία αφορά η παράβαση ήταν περιορισμένη.

–       Επί της παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

174    Όσον αφορά τις αιτιάσεις που αντλούνται από την παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, επισημαίνεται ότι, κατά πάγια νομολογία, από την αιτιολογία μιας ατομικής αποφάσεως πρέπει να διαφαίνεται, κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο, η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εκδίδει την πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία ανταποκρίνεται στις επιταγές του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του γράμματος της πράξεως, αλλά και του πλαισίου εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

175    Στο πλαίσιο του καθορισμού προστίμων λόγω παραβιάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού, η υποχρέωση αιτιολογήσεως πληρούται εφόσον η Επιτροπή εκθέτει στην απόφασή της τα στοιχεία εκτιμήσεως τα οποία χρησιμοποίησε για να μετρήσει τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου, της 15ης Οκτωβρίου 2002, C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 463 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

176    Εν προκειμένω, όσον αφορά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, η Επιτροπή ανέφερε, στις αιτιολογικές σκέψεις 365 έως 369 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τους λόγους που την ώθησαν να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η παράβαση έπρεπε να θεωρηθεί πολύ σοβαρή. Όπως αναφέρθηκε στις σκέψεις 159 επ. ανωτέρω, η Επιτροπή στήριξε το συμπέρασμα αυτό στη φύση της επίμαχης παραβάσεως ως πολύ σοβαρής.

177    Πάντως, πρέπει να επισημανθεί ότι, εφόσον ο πραγματικός αντίκτυπος στην αγορά και η έκταση της γεωγραφικής αγοράς δεν συνιστούν απαραίτητα στοιχεία για τον χαρακτηρισμό της παραβάσεως ως πολύ σοβαρής στις περιπτώσεις οριζόντιων συμπράξεων που αποσκοπούν, ιδίως, όπως στην υπό κρίση διαφορά, στον καθορισμό των τιμών, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να αιτιολογήσει γιατί δεν έλαβε υπόψη τα κριτήρια αυτά. Συναφώς, πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο των αναλύσεων αναφορικά με παραβάσεις του άρθρου 81 ΕΚ, το άρθρο 253 ΕΚ δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να εξηγεί στις αποφάσεις της τους λόγους για τους οποίους δεν δέχθηκε, όσον αφορά τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου, άλλες προσεγγίσεις σε σχέση με αυτή την οποία πράγματι επέλεξε στην προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Μαΐου 2010, T‑18/05, IMI κ.λπ. κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 153 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

178    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή δεν παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει όσον αφορά τον πραγματικό αντίκτυπο της παραβάσεως στην αγορά ή την περιορισμένη έκταση της γεωγραφικής αγοράς.

179    Τέλος, όσον αφορά, ειδικότερα, την προβαλλόμενη από την Transcatab αιτίαση η οποία αντλείται από τη μη λογική αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με το πλεόνασμα της παραγωγής καπνού (βλ. σκέψη 155 ανωτέρω), πρέπει να επισημανθεί ότι η ύπαρξη πλεονάζουσας παραγωγής δεν συνιστά κατ’ ανάγκη απόδειξη του ότι η εφαρμογή της συμπράξεως που απέβλεπε στη μείωση της παραγωγής αυτής δεν παρήγαγε αποτελέσματα συναφώς. Πράγματι, δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι, χωρίς τη σύμπραξη, η παραγωγή καπνού θα ήταν ακόμη πιο σημαντική. Επομένως, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η Transcatab, δεν υπάρχει κατ’ ανάγκη αντίφαση μεταξύ της υπάρξεως πλεονάζουσας παραγωγής και της περιλαμβανομένης στην προσβαλλόμενη απόφαση διαπιστώσεως ότι η σύμπραξη μπορούσε να μειώσει τη συνολική παραγωγή καπνού. Κατά συνέπεια, η Transcatab δεν μπορεί να υποστηρίζει, επί τη βάσει του επιχειρήματος αυτού, ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς το σημείο αυτό ήταν μη λογική. Συνεπώς, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί των προσβολών των δικαιωμάτων άμυνας

180    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, αν η Επιτροπή αναφέρει ρητώς, με την ανακοίνωση των αιτιάσεων, ότι πρόκειται να εξετάσει το αν πρέπει να επιβάλει πρόστιμα στις οικείες επιχειρήσεις και αν αναφέρει τα κύρια πραγματικά και νομικά στοιχεία που μπορούν να επισύρουν πρόστιμο, όπως είναι η σοβαρότητα και η διάρκεια της προβαλλομένης παραβάσεως καθώς και το γεγονός ότι αυτή διεπράχθη «εκ προθέσεως ή εξ αμελείας», πληροί την υποχρέωσή της σεβασμού του δικαιώματος ακροάσεως των οικείων επιχειρήσεων. Η Επιτροπή, ενεργώντας έτσι, παρέχει στις επιχειρήσεις τα αναγκαία στοιχεία για να αμυνθούν όχι μόνον έναντι της διαπιστώσεως της παραβάσεως, αλλά και έναντι της επιβολής προστίμου (απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 115 ανωτέρω, σκέψη 21˙ αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 20ής Μαρτίου 2002, T‑23/99, LR AF 1998 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1705, σκέψη 199, και της 19ης Μαΐου 2010, Τ-11/05, Wieland‑Werke κ.λπ. κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 129).

181    Αντιθέτως, η Επιτροπή δεν υποχρεούται, εφόσον ανέφερε τα πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζει τον υπολογισμό του ποσού των προστίμων, να διευκρινίσει τον τρόπο με τον οποίο θα χρησιμοποιήσει καθένα από τα στοιχεία αυτά για τον καθορισμό του επιπέδου του προστίμου (απόφαση Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 141 ανωτέρω, σκέψη 369). Επιπλέον, στην απόφασή της, η Επιτροπή μπορεί επίσης, ενόψει της διοικητικής διαδικασίας, να αναθεωρήσει ή να προσθέσει πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα προς στήριξη των αιτιάσεων που διατύπωσε (βλ. απόφαση Schneider Electric κατά Επιτροπής, σκέψη 117 ανωτέρω, σκέψη 438 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

182    Επομένως, τα δικαιώματα άμυνας των οικείων επιχειρήσεων διασφαλίζονται ενώπιον της Επιτροπής, όσον αφορά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, με τη δυνατότητα που έχουν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους ως προς τη διάρκεια, τη σοβαρότητα και τον αντίθετο προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρα των πραγματικών περιστατικών που τους προσάπτονται (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 6ης Οκτωβρίου 1994, Τ-83/91, Tetra Pak κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. II‑755, σκέψη 235, και Wieland‑Werke κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 180 ανωτέρω, σκέψη 131).

183    Eν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στο σημείο II A της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, η Επιτροπή εξέθεσε, σύμφωνα με τη νομολογία, τα κυριότερα πραγματικά και νομικά στοιχεία που μπορούσαν να οδηγήσουν στην επιβολή προστίμου στην Transcatab. Eιδικότερα, η Επιτροπή ανέφερε τα πραγματικά και νομικά στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, για τον υπoλογισμό του αρχικού ποσού του επιβληθέντος στην προσφεύγουσα προστίμου. Η Transcatab είχε τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί των στοιχείων αυτών, οπότε πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι συναφώς το δικαίωμα ακροάσεως έγινε δεόντως σεβαστό. Άλλωστε, όπως επισημάνθηκε στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δεν στήριξε τον χαρακτηρισμό της παραβάσεως ως πολύ σοβαρής στα συγκεκριμένα αποτελέσματα της συμπράξεως επί της αγοράς τόσον όσον αφορά τη μείωση της παραγωγής όσο και όσον αφορά τις δραστηριότητες που ασκήθηκαν σε μεταγενέστερα στάδια, αλλά, αντιθέτως, στήριξε τον χαρακτηρισμό αυτό στη φύση των επίμαχων παραβάσεων ως πολύ σοβαρών.

184    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

E –  Eπί του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αντλείται από την παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας, της ίσης μεταχειρίσεως και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κατά τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου

a)     Επιχειρήματα των διαδίκων

185    Πρώτον, η Transcatab υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον της επέβαλε πρόστιμο 14 εκατομμυρίων ευρώ. Το πρόστιμο αυτό είναι δυσανάλογο σε σχέση τόσο με το σύνολο των ετήσιων αγορών τις οποίες πραγματοποίησε στην αγορά αναφοράς, οι οποίες δεν έφθασαν το ποσό των 13 εκατομμυρίων ευρώ, όσο και με τη συνολική αξία των αγορών καπνού που συνιστούν το αντικείμενο των συμφωνιών και η οποία δεν υπερέβη τα 50 εκατομμύρια ευρώ ετησίως. Κατά τον καθορισμό του προστίμου, η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη τις ιδιαιτέρως περιορισμένες διαστάσεις της αγοράς. Επιπλέον, οι νέες κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2006) ορίζουν ότι το βασικό ποσό του προστίμου καθορίζεται σε συνάρτηση με την αξία των πωλήσεων της επιχειρήσεως στην αγορά την οποία αφορά η σύμπραξη.

186    Δεύτερον, η Transcatab διατείνεται ότι, κατά τον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου, η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Επιφύλαξε, αδικαιολογήτως, διαφορετική μεταχείριση στην επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση σύμπραξη και στη σύμπραξη που αποτέλεσε το αντικείμενο της αποφάσεως στην υπόθεση Ακατέργαστος καπνός – Ισπανία, ενώ αμφότερες οι υποθέσεις παρουσίαζαν σημαντικές ομοιότητες όσον αφορά τόσο το αντικείμενο της συμπράξεως όσο και την περιορισμένη γεωγραφική έκταση.

187    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθούν τα επιχειρήματα της Transcatab.

b)     Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

–       Επί της παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας

188    Πρέπει να υπομνησθεί ότι η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει οι πράξεις των θεσμικών οργάνων να μην υπερβαίνουν τα όρια του καταλλήλου και του αναγκαίου για την επίτευξη των σκοπών που νομίμως επιδιώκει η οικεία ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, οσάκις υφίσταται επιλογή μεταξύ περισσοτέρων καταλλήλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο καταναγκαστικό και τα προξενούμενα μειονεκτήματα δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκομένους σκοπούς (απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Μαΐου 1998, C‑180/96, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑2265, σκέψη 96, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, Τ-30/05, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 223).

189    Στο πλαίσιο των διαδικασιών που κινεί η Επιτροπή για την επιβολή κυρώσεων για τις παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού, η εφαρμογή της αρχής αυτής συνεπάγεται ότι τα πρόστιμα δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς, ήτοι σε σχέση με την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού, και το ποσό του επιβαλλόμενου σε μία επιχείρηση προστίμου για παράβαση σε υπόθεση ανταγωνισμού πρέπει να είναι ανάλογο με την παράβαση, εκτιμώμενη στο σύνολό της, λαμβάνοντας, ειδικότερα, υπόψη τη σοβαρότητα της παραβάσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, σκέψη 188 ανωτέρω, σκέψεις 223 και 224 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ειδικότερα, η αρχή της αναλογικότητας συνεπάγεται ότι η Επιτροπή οφείλει να καθορίζει το πρόστιμο κατ’ αναλογία προς τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για να εκτιμηθεί η σοβαρότητα της παραβάσεως και ότι οφείλει, επ’ αυτού, να εφαρμόζει τα εν λόγω στοιχεία κατά τρόπο συνεπή και αντικειμενικώς δικαιολογημένο (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑43/02, Jungbunzlauer κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3435, σκέψεις 226 έως 228, και της 28ης Απριλίου 2010, T‑446/05, Amann & Söhne και Cousin Filterie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. ΙΙ‑1255, σκέψη 171).

190    Όσον αφορά, κατά πρώτο λόγο, την αιτίαση που αντλείται από τον δυσανάλογο χαρακτήρα του προστίμου σε σχέση με τη συνολική αξία των αγορών που πραγματοποιήθηκαν στη σχετική αγορά, επιβάλλεται να τονισθεί ότι δεν προκύπτει ούτε από τον κανονισμό 1/2003 ούτε από τις κατευθυντήριες γραμμές ότι το ύψος των προστίμων πρέπει να καθορίζεται σε ευθεία συνάρτηση με το μέγεθος της θιγόμενης αγοράς, δεδομένου ότι ο παράγων αυτός δεν αποτελεί υποχρεωτικό στοιχείο, αλλά ένα, μεταξύ άλλων, συναφές στοιχείο για την αξιολόγηση της σοβαρότητας της παραβάσεως (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 25ης Ιανουαρίου 2007, C‑407/04 P, Dalmine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑829, σκέψη 132, και της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, σκέψη 114 ανωτέρω, σκέψη 55). Επομένως, οι διατάξεις αυτές δεν επιβάλλουν αυτές καθεαυτές ρητώς στην Επιτροπή να λαμβάνει υπόψη το περιορισμένο μέγεθος της αγοράς των προϊόντων (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑322/01, Roquette Frères κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3137, σκέψη 148).

191    Εντούτοις, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 139 ανωτέρω, κατά τη νομολογία, για να εκτιμήσει τη σοβαρότητα μιας παραβάσεως, η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει υπόψη ένα μεγάλο αριθμό στοιχείων, ο χαρακτήρας και η σημασία των οποίων ποικίλλουν ανάλογα με τη μορφή της επίδικης παραβάσεως και των ειδικών περιστάσεων της συγκεκριμένης παραβάσεως. Μεταξύ των στοιχείων αυτών που καταδεικνύουν τη σοβαρότητα της παραβάσεως, δεν μπορεί να αποκλείεται το να περιλαμβάνεται, ανάλογα με την περίπτωση, και το μέγεθος της αγοράς του επίμαχου προϊόντος (απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 115 ανωτέρω, σκέψη 120, και απόφαση Gütermann και Zwicky κατά Επιτροπής, σκέψη 146 ανωτέρω, σκέψη 267).

192    Επομένως, παρότι το μέγεθος της αγοράς μπορεί να αποτελεί στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη προκειμένου να αποδεικνύεται η σοβαρότητα της παραβάσεως, η σημασία του ποικίλλει αναλόγως του τύπου της παραβάσεως και των ειδικών περιστάσεων της οικείας παραβάσεως.

193    Εν προκειμένω, όσον αφορά, πρώτον, το είδος της παραβάσεως, διαπιστώνεται ότι η επίμαχη σύμπραξη είχε ως αντικείμενο, ιδίως, τον από κοινού καθορισμό των τιμών που κατέβαλλαν οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως για τον ακατέργαστο καπνό, καθώς και την κατανομή των προμηθευτών και των ποσοτήτων ακατέργαστου καπνού. Τέτοιες πρακτικές συνιστούν οριζόντιο περιορισμό του τύπου «συνασπισμός επιχειρήσεων με σκοπό τον έλεγχο των τιμών» κατά την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών και είναι, επομένως, εξ ορισμού, «πολύ σοβαρές» παραβάσεις. Για τέτοιου είδους συμπράξεις, που χαρακτηρίζονται από τη νομολογία ως κατάφωρες παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού ή ως ιδιαιτέρως σοβαρές παραβάσεις, στον βαθμό που επηρεάζουν άμεσα τις ουσιώδεις παραμέτρους του ανταγωνισμού στην οικεία αγορά (βλ. σκέψη 137 ανωτέρω), οι κατευθυντήριες γραμμές προβλέπουν κύρωση της οποίας το ελάχιστο αρχικό ποσό υπερβαίνει τα 20 εκατομμύρια ευρώ.

194    Όσον αφορά, δεύτερον, τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης παραβάσεως, διαπιστώνεται ότι το μέγεθος της οικείας αγοράς ουδόλως είναι αμελητέο, δεδομένου ότι από την αιτιολογική σκέψη 366 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η παραγωγή ακατέργαστου καπνού στην Ιταλία αντιπροσωπεύει το 38 % της παραγωγής βάσει ποσοστώσεως στην Ένωση. Επιπλέον, από την υποσημείωση 290 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, δεδομένου ότι η σύμπραξη κάλυπτε επίσης τις αγορές από «τρίτους συσκευαστές» –ήτοι μεσάζοντες που αγοράζουν οι ίδιοι τον ακατέργαστο καπνό των παραγωγών και πραγματοποιούν μια αρχική επεξεργασία του καπνού– αφορούσε αγορές αξίας υπερβαίνουσας την απλή αξία των αγορών ακατέργαστου καπνού που παράγεται στην Ιταλία.

195    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Transcatab δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι το πρόστιμό της είναι δυσανάλογο σε σχέση με τη συνολική αξία των αγορών στην οικεία αγορά.

196    Κατά δεύτερο λόγο, σε ό,τι αφορά την αιτίαση που αντλείται από τον δυσανάλογο χαρακτήρα του προστίμου σε σχέση με την αξία των αγορών της Transcatab στην οικεία αγορά, πρέπει, κατ’ αρχάς, να υπογραμμισθεί ότι το εφαρμοστέο δίκαιο δεν περιλαμβάνει αρχή γενικής ισχύος, σύμφωνα με την οποία η κύρωση πρέπει να είναι ανάλογη με τον κύκλο εργασιών που πραγματοποιεί η επιχείρηση στην οικεία αγορά (βλ. απόφαση Gütermann και Zwicky κατά Επιτροπής, σκέψη 146 ανωτέρω, σημείο 277 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

197    Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, είναι δυνατόν, προκειμένου να καθορισθεί το πρόστιμο, να λαμβάνονται υπόψη τόσον ο συνολικός κύκλος εργασιών της επιχειρήσεως, που αποτελεί ένδειξη, έστω κατά προσέγγιση και ατελή, του μεγέθους και της οικονομικής ισχύος της, όσο και το ποσοστό του κύκλου εργασιών που προέρχεται από τα εμπορεύματα που αποτελούν το αντικείμενο της παραβάσεως και που, συνεπώς, μπορεί να παράσχει μια ένδειξη για την έκτασή της. Δεν πρέπει να προσδίδεται ούτε στο ένα ούτε στο άλλο από τα ποσά αυτά δυσανάλογη σημασία σε σχέση με τα λοιπά στοιχεία εκτιμήσεως και, κατά συνέπεια, ο καθορισμός του καταλλήλου προστίμου δεν μπορεί να είναι το αποτέλεσμα ενός απλού υπολογισμού στηριζόμενου στον συνολικό κύκλο εργασιών. Τούτο ισχύει, ιδίως, όταν τα οικεία εμπορεύματα δεν αντιπροσωπεύουν παρά ένα μικρό μόνον ποσοστό του κύκλου αυτού εργασιών (αποφάσεις του Δικαστηρίου Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 115 ανωτέρω, σκέψη 121, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 88 ανωτέρω, σκέψη 243, και της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑322/07 P, C‑327/07 P και C‑338/07 P, Papierfabrik August Koehler κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑7191, σκέψη 114).

198    Διαπιστώνεται, όμως, ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 40 έως 43 ανωτέρω, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή καθόρισε το πρόστιμο σε συνάρτηση με το μερίδιο αγοράς κάθε επιχειρήσεως με βάση τις αγορές του επίμαχου προϊόντος στην αγορά στην οποία διαπράχθηκε η παράβαση. Επομένως, η αξία των αγορών στην οικεία αγορά υπήρξε κριτήριο το οποίο ελήφθη υπόψη κατά τον καθορισμό του προστίμου στην προκειμένη περίπτωση.

199    Εξάλλου, από τη νομολογία προκύπτει ότι το τελικό ποσό του προστίμου, στο μέτρο που δεν υπερβαίνει το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών της οικείας επιχειρήσεως κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους της παραβάσεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογο από το γεγονός και μόνον ότι υπερβαίνει τον πραγματοποιηθέντα στην οικεία αγορά κύκλο εργασιών (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, T‑224/00, Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑2597, σκέψη 200).

200    Εξάλλου, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 160 και 193 ανωτέρω, η επίμαχη παράβαση είχε ως αντικείμενο πρακτικές που συνιστούν οριζόντιο περιορισμό του τύπου «συνασπισμός επιχειρήσεων με σκοπό τον έλεγχο των τιμών» κατά την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών και είναι, επομένως, εξ ορισμού, «πολύ σοβαρές» παραβάσεις. Για τέτοιου είδους συμπράξεις ιδιαιτέρως σοβαρές, οι κατευθυντήριες γραμμές προβλέπουν κύρωση της οποίας το ελάχιστο αρχικό ποσό υπερβαίνει τα 20 εκατομμύρια ευρώ. Πάντως, από την αιτιολογική σκέψη 376 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το αρχικό ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην Transcatab αντιστοιχεί σε ποσό σαφώς κατώτερο εκείνου το οποίο θα μπορούσε η Επιτροπή, δυνάμει των κατευθυντηρίων γραμμών, να επιβάλει για πολύ σοβαρές παραβάσεις. Στο πλαίσιο αυτό, η Transcatab δεν μπορεί να προβάλει ότι το πρόστιμο που της επιβλήθηκε είναι δυσανάλογο σε σχέση με το υποτιθέμενο περιορισμένο μέγεθος της επίμαχης αγοράς και το σύνολο των ετήσιων αγορών που πραγματοποίησε στην αγορά αναφοράς.

201    Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα το οποίο η προσφεύγουσα αντλεί από τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006, υπογραμμίζεται, όπως παραδέχεται και η ίδια η Transcatab, ότι οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές δεν είχαν εφαρμογή στα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση ένδικης διαφοράς (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιουνίου 2010, C‑413/08 P, Lafarge κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. Ι‑5361, σκέψη 108).

–       Επί της παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

202    Κατά πάγια νομολογία, προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως υπάρχει μόνον όταν παρόμοιες καταστάσεις αντιμετωπίζονται κατά τρόπο διαφορετικό ή διαφορετικές καταστάσεις αντιμετωπίζονται καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός εάν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς (απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 1984, 106/83, Sermide, Συλλογή 1984, σ. 4209, σκέψη 28, και απόφαση Hoechst κατά Επιτροπής, σκέψη 158 ανωτέρω, σκέψη 79).

203    Επιβάλλεται επίσης να υπομνησθεί ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 162 ανωτέρω, κατά πάγια νομολογία, η πρακτική που ακολουθεί η Επιτροπή κατά τη λήψη των αποφάσεών της δεν αποτελεί νομικό πλαίσιο για τα πρόστιμα στον τομέα του ανταγωνισμού, δεδομένου ότι η Επιτροπή έχει, όσον αφορά τον καθορισμό του ποσού των προστίμων, ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, κατά την άσκηση της οποίας δεν δεσμεύεται από προηγούμενες εκτιμήσεις της.

204    Το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή θεώρησε, με την προηγούμενη πρακτική της όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων, ότι μια συμπεριφορά δικαιολογούσε πρόστιμο ορισμένου ποσού ουδόλως συνεπάγεται ότι είναι υποχρεωμένη να προβεί στην ίδια εκτίμηση σε μια μεταγενέστερη απόφαση (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑329/01, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3255, σκέψη 110 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

205    Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι η απλή επίκληση εκ μέρους της Transcatab της αποφάσεως στην υπόθεση Ακατέργαστος καπνός – Ισπανία δεν μπορεί να ευδοκιμήσει στον βαθμό που η Επιτροπή δεν όφειλε να εκτιμήσει κατά τον ίδιο τρόπο την υπό κρίση υπόθεση (βλ., υπό την έννοια αυτή, την απόφαση της 19ης Μαρτίου 2009, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, σκέψη 162 ανωτέρω, σκέψη 83).

206    Όσον αφορά ειδικά την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως εν προκειμένω, πρέπει να τονιστεί ότι οι λοιπές αποφάσεις της Επιτροπής με τις οποίες επέβαλε πρόστιμα δεν έχουν, κατ’ αρχήν, παρά ενδεικτικό χαρακτήρα, τοσούτω μάλλον όταν οι περιστάσεις των λοιπών αυτών αποφάσεων δεν είναι ίδιες με αυτές της προσβαλλομένης αποφάσεως (απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, σκέψη 204 ανωτέρω, σκέψη 112). Πάντως, εν προκειμένω, καίτοι είναι αληθές ότι υπάρχουν ορισμένες αναλογίες μεταξύ της υποθέσεως Ακατέργαστος καπνός – Ισπανία και της υπό κρίση υποθέσεως, υφίστανται, ωστόσο, σημαντικές διαφορές μεταξύ τους, οι οποίες ουδόλως μπορούν να θεωρηθούν αμελητέες. Πράγματι, αφενός, δεν αμφισβητείται ότι η ισπανική αγορά είχε μικρότερες διαστάσεις και μικρότερη σημασία από την ιταλική αγορά. Αφετέρου, τα εθνικά κανονιστικά πλαίσια που διέπουν τον οικείο τομέα ήσαν διαφορετικά (βλ., ειδικότερα, σκέψεις 317 επ. κατωτέρω).

207    Λαμβανομένων, όμως, υπόψη των ως άνω μη αμελητέων διαφορών, η Επιτροπή μπορούσε, ή μάλλον είχε την υποχρέωση, να επιφυλάξει διαφορετική μεταχείριση στις δύο περιπτώσεις, όσον αφορά τον καθορισμό της κυρώσεως. Κατά συνέπεια, η Transcatab δεν μπορεί βασίμως να στηριχτεί στην απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση Ακατέργαστος καπνός – Ισπανία για να αποδείξει την ύπαρξη παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως στην υπό κρίση υπόθεση.

–       Επί της παραβιάσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

208    Επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, το δικαίωμα για προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προϋποθέτει τη συνδρομή τριών προϋποθέσεων. Πρώτον, πρέπει να έχουν δοθεί από την κοινοτική διοίκηση στον ενδιαφερόμενο συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, προερχόμενες από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές. Δεύτερον, οι διαβεβαιώσεις αυτές πρέπει να μπορούν να δημιουργήσουν θεμιτή προσδοκία σ’ αυτόν προς τον οποίο απευθύνονται. Τρίτον, οι παρασχεθείσες διαβεβαιώσεις πρέπει να είναι σύμφωνες προς τους ισχύοντες κανόνες (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 4ης Φεβρουαρίου 2009, T‑145/06, Omya κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑145, σκέψη 117 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ., επίσης, υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Απριλίου 2009, Τ-13/03, Nintendo και Nintendo of Europe κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑947, σκέψη 203 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

209    Στην υπό κρίση διαφορά, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η πρώτη προϋπόθεση που θέτει η νομολογία δεν πληρούται. Πράγματι, από τη νομολογία προκύπτει ότι ο καθορισμός του ύψους των προστίμων εμπίπτει στην ευρεία εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής, οπότε οι επιχειρηματίες δεν μπορούν να έχουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά τον καθορισμό των ποσών αυτών (βλ. απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, σκέψη 204 ανωτέρω, σκέψη 109 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επομένως, το προηγούμενο σχετικά με την υπόθεση Ακατέργαστος καπνός – Ισπανία που επικαλείται η Transcatab δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι της παρέσχε συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις υπό την έννοια της νομολογίας της οποίας έγινε μνεία στην προηγούμενη σκέψη.

210    Eπιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η απόφαση στην υπόθεση Ακατέργαστος καπνός – Ισπανία εκδόθηκε από την Επιτροπή τον Οκτώβριο του 2004, δηλαδή άνω των δύο ετών μετά την υποβολή από την Transcatab της αιτήσεως μειώσεως του προστίμου βάσει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Transcatab ουδόλως μπορεί να υποστηρίξει ότι ενήργησε στηριζόμενη σε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη την οποία είχε αντλήσει από τον καθορισμό του ποσού του προστίμου στην εν λόγω υπόθεση.

211    Λαμβανομένων υπόψη των προηγουμένων σκέψεων, το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

F –  Επί του τρίτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αντλείται από την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας κατά τη συνεκτίμηση του αποτρεπτικού χαρακτήρα της κυρώσεως και της χρηματοοικονομικής καταστάσεως της Transcatab

a)     Επιχειρήματα των διαδίκων

212    Η Transcatab αμφισβητεί την εφαρμογή του πολλαπλασιαστικού συντελεστή κατά τον καθορισμό του αρχικού ποσού του προστίμου. Πρώτον, αμφισβητεί την ορθότητα της παραδοχής στην οποία στηρίζεται η εφαρμογή αυτή, δηλαδή τον καταλογισμό της ευθύνης της παραβάσεως στη μητρική της εταιρεία, την Alliance One.

213    Δεύτερον, διατείνεται ότι, εν προκειμένω, το αποτρεπτικό αποτέλεσμα θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς την εφαρμογή πολλαπλασιαστικού συντελεστή και χάρη στον καθορισμό αρχικού ποσού του προστίμου κατώτερου από αυτό που δέχθηκε η Επιτροπή.

214    Tρίτον, υποστηρίζει ότι, δυνάμει της αρχής της αναλογικότητας, η Επιτροπή θα έπρεπε να κλιμακώσει το ποσό του προστίμου, λαμβάνοντας υπόψη την επισφαλή χρηματοοικονομική κατάσταση της Transcatab και τους κινδύνους για την εξακολούθηση της δραστηριότητάς της. Πράγματι, κατά το χρονικό διάστημα από το 1995 έως το 2002, η Transcatab είχε σωρεύσει σημαντικές ζημίες και είχε υποχρεωθεί να τεθεί σε εκκαθάριση κατόπιν του προστίμου που επέβαλε η Επιτροπή. Επιπλέον, η Transcatab δεν ήταν πλέον παρούσα στην ιταλική αγορά και δεν ασκούσε πλέον δραστηριότητες στην αγορά κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, οπότε δεν υπήρχε καμία ανάγκη αποτροπής καθόσον την αφορά. Ομοίως, στην υπό κρίση περίπτωση, δεν υφίσταται καμία πρόσθετη απαίτηση αποτροπής συνδεόμενη με την καλούμενη «πολλαπλών προϊόντων» παραγωγή. Τέλος, ακόμη και οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006 αναφέρονται στην ικανότητα της επιχειρήσεως να καταβάλει το πρόστιμο, λαμβάνοντας έτσι υπόψη τον κίνδυνο διακυβεύσεως της οικονομικής της βιωσιμότητας.

215    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθούν τα επιχειρήματα της Transcatab.

b)     Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

216    Από τη νομολογία προκύπτει ότι οι κυρώσεις που προβλέπει το άρθρο 23 του κανονισμού 1/2003 έχουν ως σκοπό τον κολασμό των παρανόμων πράξεων, καθώς και την πρόληψη της εκ νέου τελέσεώς τους. Επομένως, η αποτροπή αποτελεί σκοπό του προστίμου (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 2006, T‑15/02, BASF κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑497, σκέψεις 218 και 219 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 103 ανωτέρω, σκέψη 150).

217    Η ανάγκη εξασφαλίσεως επαρκούς αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου επιβάλλει την κλιμάκωση του ποσού του προστίμου ούτως ώστε να λαμβάνεται υπόψη ο επιδιωκόμενος αντίκτυπός του στην επιχείρηση στην οποία επιβάλλεται, τούτο δε προκειμένου το πρόστιμο να μην είναι αμελητέο, ή αντιθέτως υπερβολικά υψηλό, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της οικονομικής δυνατότητας της συγκεκριμένης επιχειρήσεως, σύμφωνα με τις επιταγές, αφενός, της ανάγκης εξασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας του προστίμου και, αφετέρου, της τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 5ης Απριλίου 2006, T‑279/02, Degussa κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑897, σκέψη 283, της 18ης Ιουνίου 2008, Τ‑410/03, Hoechst κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑881, σκέψη 379, και της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 103 ανωτέρω, σκέψη 154). Επομένως, μολονότι η ανάγκη διασφαλίσεως επαρκούς αποτρεπτικού αποτελέσματος στο πρόστιμο αποτελεί θεμιτό σκοπό τον οποίο η Επιτροπή έχει δικαίωμα να επιδιώκει κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, εντούτοις είναι υποχρεωμένη να τηρεί τις γενικές αρχές του δικαίου και, ιδίως, την αρχή της αναλογικότητας, όχι μόνον κατά τον καθορισμό του βασικού ποσού, αλλά και όταν προσαυξάνει το ποσό αυτό με σκοπό να διασφαλίσει επαρκές αποτρεπτικό αποτέλεσμα στο πρόστιμο (προπαρατεθείσα απόφαση Degussa κατά Επιτροπής, σκέψη 316).

218    Οι κατευθυντήριες γραμμές μνημονεύουν τον αποτρεπτικό σκοπό στο σημείο τους 1 A, που αφορά τη σοβαρότητα των παραβάσεων. Ειδικότερα, το τέταρτο εδάφιο του σημείου αυτού ορίζει ότι είναι ανάγκη «να καθορίζεται το ύψος του προστίμου σε επίπεδο που να του εξασφαλίζει επαρκώς αποτρεπτικό χαρακτήρα». Εν προκειμένω, στις αιτιολογικές σκέψεις 374 και 375 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αιτιολόγησε την ανάγκη εφαρμογής πολλαπλασιαστικού συντελεστή 1,25 επικαλούμενη τη βούλησή της να διασφαλίσει επαρκώς αποτρεπτικό χαρακτήρα στο πρόστιμο που επέβαλε στην Transcatab, θεωρώντας ότι ανήκε σε πολυεθνικό όμιλο που διέθετε σημαντική οικονομική και χρηματοοικονομική ισχύ, μεταξύ των κυριοτέρων εμπόρων καπνού παγκοσμίως, που δραστηριοποιούνται σε διάφορα επίπεδα της καπνοβιομηχανίας και σε διάφορες γεωγραφικές αγορές.

219    Όσον αφορά, πρώτον, το επιχείρημα σχετικά με την παραδοχή στην οποία στηρίζεται η εφαρμογή του πολλαπλασιαστικού συντελεστή, δηλαδή τον καταλογισμό της ευθύνης της παραβάσεως στη μητρική της εταιρεία, την Alliance One, αρκεί να επισημανθεί ότι, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου, έγινε δεκτό ότι η Επιτροπή ορθώς έκρινε ότι η Alliance One έπρεπε να θεωρηθεί συνυπεύθυνη για την παράβαση που διέπραξε η Transcatab (βλ. το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου). Επομένως, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

220    Όσον αφορά, δεύτερον, το επιχείρημα που αντλεί η Transcatab από τον ήδη επαρκώς αποτρεπτικό χαρακτήρα του αρχικού ποσού των 10 εκατομμυρίων ευρώ, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ουδόλως θεμελιώνει τον ισχυρισμό της ότι το ποσό του προστίμου, αν είχε καθορισθεί χωρίς να ληφθεί υπόψη ο συντελεστής που αφορά το αποτρεπτικό αποτέλεσμα, θα αρκούσε για τη διασφάλιση τέτοιου αποτελέσματος στο πρόστιμο (βλ., συναφώς, απόφαση Lafarge κατά Επιτροπής, σκέψη 201 ανωτέρω, σκέψη 107).

221    Προκειμένου, τρίτον, για την αιτίαση που αντλείται από το ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη την επισφαλή χρηματοοικονομική της κατάσταση και ότι παραβίασε, επομένως, την αρχή της αναλογικότητας εφαρμόζοντας τον πολλαπλασιαστικό συντελεστή, πρέπει, κατ’ αρχάς, να τονισθεί ότι, κατά τη νομολογία, δεδομένου ότι ο αφορών την αποτροπή σκοπός σχετίζεται με τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων εντός της Ένωσης, ο παράγων της αποτροπής αξιολογείται με γνώμονα πλειάδα στοιχείων και όχι μόνον την ιδιαίτερη κατάσταση της οικείας επιχειρήσεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Απριλίου 2009, Τ‑12/03, Itochu κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑883, σκέψη 93· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 2006, C‑289/04 P, Showa Denko κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑5859, σκέψη 23, και απόφαση Jungbunzlauer κατά Επιτροπής, σκέψη 189 ανωτέρω, σκέψη 300).

222    Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη, κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, να λάβει υπόψη την ελλειμματική χρηματοοικονομική κατάσταση μιας επιχειρήσεως, καθόσον η αναγνώριση μιας τέτοιας υποχρεώσεως θα κατέληγε να παράσχει αδικαιολόγητο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις επιχειρήσεις που είναι λιγότερο προσαρμοσμένες στις συνθήκες της αγοράς (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 88 ανωτέρω, σκέψη 327, της 29ης Ιουνίου 2006, C‑308/04 P, SGL Carbon κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑5977, σκέψη 105 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Απριλίου 2010, Τ-452/05, BST κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. ΙΙ‑1373, σκέψη 95).

223    Επομένως, η Transcatab δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ορθότητα της εφαρμογής του πολλαπλασιαστικού συντελεστή για αποτρεπτικό σκοπό στηριζόμενη στο γεγονός ότι υπέστη ζημίες κατά τον χρόνο της εφαρμογής της συμπράξεως, οι οποίες είχαν ως συνέπεια να μη δραστηριοποιείται πλέον στην αγορά την οποία αφορούσε η σύμπραξη από της κινήσεως της διαδικασίας. Επιπλέον, λαμβανομένων υπόψη του γεγονότος ότι η Transcatab ανήκει σε πολυεθνικό όμιλο που διαθέτει σημαντική οικονομική και χρηματοπιστωτική ισχύ και του καταλογισμού της ευθύνης στη μητρική της εταιρεία, η εφαρμογή του πολλαπλασιαστικού συντελεστή σε ποσό που καθορίστηκε βάσει του συνολικού κύκλου εργασιών του ομίλου αυτού δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι καθιστά το πρόστιμο δυσανάλογο.

224    Περαιτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, η Transcatab δεν απέδειξε, ούτε κατά τη διοικητική διαδικασία ούτε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το επιχείρημά της ότι υποχρεώθηκε να τεθεί υπό εκκαθάριση λόγω της κινήσεως της επίμαχης έρευνας από την Επιτροπή και της σχεδιαζόμενης επιβολής προστίμου. Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν απαγορεύει αυτό καθ’ εαυτό το μέτρο θεσμικού οργάνου που οδηγεί σε πτώχευση ή εκκαθάριση συγκεκριμένης επιχειρήσεως. Πράγματι, η εκκαθάριση επιχειρήσεως με την υπό εξέταση νομική της μορφή, ναι μεν μπορεί να θίξει τα οικονομικά συμφέροντα των κυρίων, των μετόχων ή των κατόχων μεριδίων, αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι τα προσωπικά, υλικά και άυλα στοιχεία της επιχειρήσεως χάνουν και αυτά την αξία τους (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Απριλίου 2004, T‑236/01, T‑239/01, T‑244/01 έως T‑246/01, T‑251/01 και T‑252/01, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑1181, σκέψη 372 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

225    Όσον αφορά το επιχείρημα σχετικά με την πρόσθετη απαίτηση αποτροπής για επιχειρήσεις των οποίων η παραγωγή αφορά «πολλαπλά προϊόντα», επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναφέρεται σε τέτοια απαίτηση, οπότε το επιχείρημα αυτό δεν ασκεί εν προκειμένω επιρροή. Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006, ήδη επισημάνθηκε ότι αυτές δεν είχαν εφαρμογή στα πραγματικά περιστατικά που προκάλεσαν την υπό κρίση διαφορά (βλ. σκέψη 201 ανωτέρω).

226    Υπό το πρίσμα του συνόλου των προηγουμένων σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί το τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος στο σύνολό του.

G –  3. Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου


H –  Επί του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αντλείται από εσφαλμένη προσαύξηση του ποσού του προστίμου λόγω της διάρκειας της παραβάσεως

a)     Επιχειρήματα των διαδίκων

227    Πρώτον, η Transcatab αμφισβητεί την ορθότητα της προσαυξήσεως κατά 60 % του αρχικού ποσού του προστίμου επί τη βάσει της διαπιστώσεως ότι οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως είχαν μετάσχει σε ενιαία παράβαση με διάρκεια έξι ετών και τεσσάρων μηνών. Πράγματι, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι, κατά τη χρονική περίοδο από το 1999 έως το 2002, οι συμφωνίες που συνήφθησαν στην ιταλική αγορά του ακατέργαστου καπνού ήσαν, κατά μεγάλο μέρος, διεπαγγελματικές συμφωνίες που συνήφθησαν μεταξύ της Unitab και της APTI. Επομένως, η Επιτροπή θα έπρεπε να διακρίνει, κατά τον καθορισμό του προστίμου, μεταξύ των ενεργειών που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 1995 και 1998 και αυτών που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 1999 και 2002, για τις οποίες την ευθύνη έφερε αποκλειστικά η APTI. Εξάλλου, η ίδια η Επιτροπή επισημαίνει ότι η APTI είχε την αποκλειστική ευθύνη των αποφάσεών της (αιτιολογική σκέψη 253 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επομένως, η Επιτροπή θα έπρεπε τουλάχιστον να μην αυξήσει το πρόστιμο για τα τρία επίμαχα έτη.

228    Eιδικότερα, από τις αιτιολογικές σκέψεις 152 και 154 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και από ορισμένα έγγραφα που περιελήφθησαν στον φάκελο, προκύπτει ότι, ήδη από το 1998, οι επαφές μεταξύ των επιχειρήσεων μεταποιήσεως διεξήχθησαν στο πλαίσιο των διεπαγγελματικών συμφωνιών και ενόψει της προετοιμασίας τους. Οι συνεδριάσεις αυτές μεταξύ των επιχειρήσεων μεταποιήσεως εξακολούθησαν, στη συνέχεια, καθόλη τη χρονική περίοδο κατά την οποία η APTI ήταν επιφορτισμένη με τη διαπραγμάτευση των διεπαγγελματικών συμφωνιών με την Unitab. Η Transcatab αναφέρεται ειδικά στις αιτιολογικές σκέψεις 104, 143, 151 έως 153, 158 και 165 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Όσον αφορά το έτος 1999, μόνον οι αιτιολογικές σκέψεις 158 και 159 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν αφορούσαν άμεσα τις διεπαγγελματικές συμφωνίες. Εν τούτοις, τις αφορούσαν έμμεσα. Ακόμη και μετά το 1999, οι επαφές μεταξύ των επιχειρήσεων μεταποιήσεως πραγματοποιούνταν πάντοτε στο πλαίσιο του καθορισμού της κοινής θέσεως που θα υιοθετούσαν εντός της APTI. Η Transcatab παραθέτει ως παράδειγμα τις αιτιολογικές σκέψεις 199 και 212 της προσβαλλομένης αποφάσεως ή, στο πλαίσιο των σκοπών που επιδιώκονται μέσω της Cogentab –της ενώσεως που δημιούργησαν η APTI και η Unitab–, τις αιτιολογικές σκέψεις 187 έως 189, 191 και 208 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Εν πάση περιπτώσει, οι επαφές που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ των επιχειρήσεων μεταποιήσεως εκτός των διεπαγγελματικών συμφωνιών περιορίστηκαν σε ορισμένες πτυχές της αγοράς, συνιστάμενες κυρίως σε απλές ανταλλαγές πληροφοριών.

229    Δεύτερον, η Transcatab απέδειξε, στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ότι η σύμπραξη δεν είχε αντίκτυπο στην αγορά και ότι δεν προκάλεσε βλάβη στους καταναλωτές. Πάντως, κατά τις κατευθυντήριες γραμμές, ο ακριβής σκοπός της προσαυξήσεως που εφαρμόζεται για τις παραβάσεις μεγάλης διάρκειας έγκειται στο «να επιβληθούν ουσιαστικές κυρώσεις για περιορισμούς οι οποίοι παρήγαγαν επί μεγάλο χρονικό διάστημα τις επιβλαβείς τους συνέπειες έναντι των καταναλωτών». Επομένως, εφαρμόζοντας αυτομάτως προσαύξηση 10 % ετησίως χωρίς να λάβει υπόψη την κατάσταση στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη κατά την εφαρμογή των κριτηρίων τα οποία είχε θέσει η ίδια για τον υπολογισμό του προστίμου.

230    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθούν τα επιχειρήματα της Transcatab.

b)     Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

–       Επί της προσαυξήσεως του προστίμου βάσει της διάρκειας της συμφωνίας

231    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ ενδέχεται να προκύπτει όχι μόνον από μεμονωμένη πράξη αλλά και από σειρά πράξεων ή ακόμη και από αδιάλειπτη συμπεριφορά (απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 90 ανωτέρω, σκέψη 81). Όταν οι διάφορες πράξεις εντάσσονται σε ένα συνολικό σχέδιο, λόγω του ότι επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, ήτοι τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς, η Επιτροπή νομιμοποιείται να καταλογίσει την ευθύνη για τις πράξεις αυτές αναλόγως της συμμετοχής στην παράβαση, θεωρούμενη στο σύνολό της (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 88 ανωτέρω, σκέψη 258).

232    Επιπλέον, όταν οι διαπιστωθείσες συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές εντάσσονται, ως εκ της ταυτότητας του αντικειμένου τους, σε συστήματα περιοδικών συναντήσεων και καθορισμού επιδιωκομένων τιμών και ποσοστώσεων, τα οποία, με τη σειρά τους, εντάσσονται σε σειρά προσπαθειών των εμπλεκομένων επιχειρήσεων που επιδιώκουν ένα και τον αυτό οικονομικό σκοπό, δηλαδή τη νόθευση της εξελίξεως των τιμών, θα ήταν τεχνητό να υποδιαιρεθεί αυτή η συνεχής συμπεριφορά, που χαρακτηρίζεται από ένα και τον αυτό σκοπό, αναλυόμενη σε πλείονες και χωριστές παραβάσεις, ενώ, αντιθέτως, πρόκειται για ενιαία παράβαση, η οποία συγκεκριμενοποιήθηκε προοδευτικά τόσο με συμφωνίες όσο και με εναρμονισμένες πρακτικές (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση BST κατά Επιτροπής, σκέψη 222 ανωτέρω, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

233    Εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή θεώρησε, χωρίς να την αντικρούσει επ’ αυτού η Transcatab, ότι οι πρακτικές των επιχειρήσεων μεταποιήσεως κατέληξαν σε ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, στο μέτρο που εντάχθηκαν στο πλαίσιο ενός συνολικού σχεδίου που καθόριζε τις αγοραστικές συμπεριφορές επί της αγοράς επιδιώκοντας τον ίδιο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό στόχο και τον ίδιο οικονομικό σκοπό, δηλαδή τη νόθευση της κανονικής εξελίξεως των τιμών στην αγορά του ακατέργαστου καπνού και τον έλεγχο του ανεφοδιασμού μέσω της κατανομής του. Η Επιτροπή απέδειξε ειδικότερα, χωρίς η Transcatab να αμφισβητήσει το σημείο αυτό, ότι η σύμπραξη είχε τους ίδιους σκοπούς καθόλη τη διάρκειά της και ότι διατήρησε την ίδια δομή σε βάθος χρόνου, καθώς και τους ίδιους μηχανισμούς λειτουργίας (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 264 έως 269 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

234    Η Επιτροπή διαπίστωσε επίσης, χωρίς να την αντικρούσει επ’ αυτού η Transcatab, ότι μετά το 1999, παράλληλα προς τον συντονισμό εκτός των διεπαγγελματικών συμφωνιών, οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως συντονίσθηκαν προκειμένου να καθορίσουν τη συμπεριφορά της APTI και ότι ο συντονισμός αυτός συνιστούσε, κατά τη διάρκεια των ετών αυτών, σημαντικό στοιχείο της στρατηγικής συμπράξεως των επιχειρήσεων μεταποιήσεως (βλ. αιτιολογική σκέψη 244 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Πράγματι, η προετοιμασία των συνεδριάσεων της APTI επεδίωκε τον ίδιο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό σκοπό με αυτόν που επιδιώχθηκε με τη σύναψη των συμφωνιών μεταξύ των επιχειρήσεων μεταποιήσεως, δηλαδή τη νόθευση της κανονικής εξελίξεως των τιμών στην αγορά του ακατέργαστου καπνού.

235    Ελλείψει όμως αμφισβητήσεως της ορθότητας των εκτιμήσεων αυτών, ακόμη και αν υποτεθεί ότι, όπως υποστηρίζει η Transcatab, από το 1999, οι συνεδριάσεις των επιχειρήσεων μεταποιήσεως είχαν απλώς προκαταρκτικό και προπαρασκευαστικό σε σχέση με τις συνεδριάσεις της APTI χαρακτήρα, η Επιτροπή ορθώς έκρινε ότι η συμμετοχή στις συνεδριάσεις αυτές εντασσόταν στο πλαίσιο ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως, στο μέτρο που διαπίστωσε ότι ο συντονισμός μεταξύ των επιχειρήσεων μεταποιήσεως, προκειμένου να καθορίσουν τη συμπεριφορά της APTI, αποτελούσε τμήμα της στρατηγικής συμπράξεως και εντασσόταν στον ίδιο ενιαίο σκοπό που επεδίωκαν οι επιχειρήσεως μεταποιήσεως πριν από το 1999.

236    Κατά συνέπεια, ακόμη και αν υποτεθεί ότι, όπως υποστηρίζει η Transcatab, μετά το 1999 οι συμπεριφορές των επιχειρήσεων μεταποιήσεως είχαν αποκλειστικά προκαταρκτικό και προπαρασκευαστικό σε σχέση με τις συνεδριάσεις της APTI χαρακτήρα, το γεγονός αυτό δεν μπορεί να έχει καμία επίπτωση στη διάρκεια της παραβάσεως, οπότε η Επιτροπή, ακόμη και στην υποθετική αυτή περίπτωση, θα μπορούσε να θεωρήσει ότι η παράβαση που διέπραξαν οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως είχε διάρκεια περίπου έξι ετών και τεσσάρων μηνών. Επομένως, η αιτίαση της Transcatab που αντλείται από το γεγονός ότι, κατά τη χρονική περίοδο από το 1999 έως το 2002, οι συμπεριφορές των επιχειρήσεων μεταποιήσεως είχαν αποκλειστικώς προπαρασκευαστικό χαρακτήρα σε σχέση με τη σύναψη των διεπαγγελματικών συμφωνιών δεν μπορεί να ασκήσει καμία επιρροή στη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, οπότε πρέπει να θεωρηθεί αλυσιτελής.

237    Η ορθότητα της διαπιστώσεως αυτής δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω από το επιχείρημα που αντλείται από το γεγονός ότι η Επιτροπή δέχθηκε ότι η ευθύνη για τη συμπεριφορά της APTI έπρεπε να καταλογισθεί στην APTI και όχι στα μέλη της (βλ. αιτιολογική σκέψη 253 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Πράγματι, η συμπεριφορά της APTI αποτέλεσε διαφορετική παράβαση από αυτή που διέπραξαν οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως με την οποία επεδιώκετο ιδιαίτερος, αντίθετος προς τον ανταγωνισμό σκοπός, έστω και αν αυτός συνέπιπτε εν μέρει με τον αντίθετο προς τον ανταγωνισμό σκοπό που επεδίωκαν οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 270 έως 273 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Transcatab δεν αμφισβήτησε την ορθότητα της διαπιστώσεως αυτής.

238    Eν πάση περιπτώσει, πρέπει να επισημανθεί ότι η υπό κρίση αιτίαση στερείται επίσης πραγματικής βάσεως.

239    Πρώτον, η ίδια η Transcatab αναγνωρίζει ρητώς με τα υπομνήματά της ότι, κατά τη διάρκεια της οικείας χρονικής περιόδου, υπήρξαν επαφές μεταξύ των επιχειρήσεων μεταποιήσεως «πέρα των διεπαγγελματικών συμφωνιών», οι οποίες αφορούσαν «ορισμένες πτυχές της αγοράς» και στο πλαίσιο των οποίων υπήρξαν ανταλλαγές ευαίσθητων πληροφοριών. Η Transcatab υποστηρίζει επίσης ότι, κατά την οικεία χρονική περίοδο, «το μεγαλύτερο μέρος» των συμφωνιών που συνήφθησαν στην ιταλική αγορά του ακατέργαστου καπνού ήσαν διεπαγγελματικές συμφωνίες που συνήφθησαν μεταξύ της Unitab και της ΑΡΤΙ, επιχείρημα από το οποίο συνάγεται ότι, κατά την περίοδο αυτή, υπήρξαν και άλλες συμφωνίες μεταξύ των επιχειρήσεων μεταποιήσεως επιπλέον των επαφών που αφορούσαν τις διεπαγγελματικές συμφωνίες.

240    Δεύτερον, από την προσβαλλόμενη απόφαση και από τον φάκελο προκύπτει ότι, κατά την εν λόγω χρονική περίοδο, οι επαφές μεταξύ των επιχειρήσεων μεταποιήσεως υπερέβησαν σαφώς τις απλές προκαταρκτικές συναντήσεις που αποσκοπούσαν στην υιοθέτηση κοινής γραμμής συμπεριφοράς εντός της APTI για τη διαπραγμάτευση των διεπαγγελματικών συμφωνιών. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με τον legge n° 88 sulle norme sugli accordi interprofessionali e sui contratti di coltivazione e vendita dei prodotti agricoli (νόμος 88 περί ρυθμίσεως των διεπαγγελματικών συμφωνιών και των συμβάσεων καλλιέργειας και πωλήσεως γεωργικών προϊόντων), της 16ης Μαρτίου 1988 (GURI αριθ. 69 της 23ης Μαρτίου 1988, στο εξής: νόμος 88/88), οι διεπαγγελματικές συμφωνίες αφορούσαν τον καθορισμό των ελαχίστων τιμών που έπρεπε να ενταχθούν στις συμβάσεις καλλιέργειας (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 68 και 253 της προσβαλλομένης αποφάσεως), ενώ ο σκοπός των συμφωνιών μεταξύ των επιχειρήσεων μεταποιήσεως ήταν πολύ ευρύτερος, εφόσον η σύμπραξη προέβλεπε, μεταξύ άλλων, τον καθορισμό των μεγίστων ή μέσων τιμών παραδόσεως, καθώς και τις ποσότητες καπνού που έπρεπε να αγοράσει κάθε επιχείρηση μεταποιήσεως και τις αντίστοιχες πηγές εφοδιασμού (αιτιολογική σκέψη 363 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

241    Από πλείονα όμως στοιχεία της προσβαλλομένης αποφάσεως και του φακέλου προκύπτει ότι, ακόμη και από το 1999, οι επαφές μεταξύ των επιχειρήσεων μεταποιήσεως αφορούσαν αντικείμενο πολύ ευρύτερο από τον απλό συντονισμό της θέσεως της APTI για τη σύναψη των διεπαγγελματικών συμφωνιών.

242    Πράγματι, επί παραδείγματι, από την αιτιολογική σκέψη 186 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, κατά την Επιτροπή, τον Οκτώβριο του 1999, οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως συνήψαν μυστική συμφωνία της οποίας το περιεχόμενο και ο τύπος παρουσίαζαν μεγάλες ομοιότητες με τη συμφωνία της Villa Grazioli του Σεπτεμβρίου 1998 (βλ. αιτιολογική σκέψη 142 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η συμφωνία αυτή, προσαρτημένη ως παράρτημα στο υπόμνημα αντικρούσεως, αποσκοπούσε κυρίως στον καθορισμό των τιμών αγοράς του ακατέργαστου καπνού (Burley και Bright) από «τρίτες εταιρείες συσκευασίας», στην κατανομή των «τρίτων εταιρειών συσκευασίας» με συγκεκριμένες ποσότητες μεταξύ των επιχειρήσεων μεταποιήσεως και στον αποκλεισμό των «τρίτων εταιρειών συσκευασίας» που δεν είχαν προσχωρήσει στην Cogentab (βλ. αιτιολογική σκέψη 186 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

243    Επιπλέον, από τις αιτιολογικές σκέψεις 202 έως 204 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το 2000 ο συντονισμός μεταξύ των επιχειρήσεων μεταποιήσεως ήταν διαρκής. Πάντως, η Transcatab ουδόλως αποδεικνύει ότι ο συντονισμός αυτός αφορούσε αποκλειστικά τις θέσεις που θα υιοθετούνταν εντός της APTI. Αντιθέτως, από την αιτιολογική σκέψη 204 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως συναντήθηκαν στις 21 Σεπτεμβρίου 2000 για να δημιουργήσουν μηχανισμό συντονισμού μεταξύ των επιχειρήσεων μεταποιήσεως στο επίπεδο των αρμόδιων για τις αγορές διευθυντών.

244    Από την αιτιολογική σκέψη 212 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει επίσης ότι, στις 14 Σεπτεμβρίου 2001, πραγματοποιήθηκε συνεδρίαση μεταξύ των προέδρων και των αρμόδιων για τις αγορές διευθυντών της Deltafina, της Dimon και της Transcatab, της οποίας η προταθείσα ημερησία διάταξη αφορούσε όχι μόνο τη διεπαγγελματική συμφωνία μεταξύ της APTI και της Unitab, αλλά και τις αμοιβαίες σχέσεις μεταξύ των εν λόγω επιχειρήσεων, τις αγορές από «τρίτες εταιρείες συσκευασίας», τις σχέσεις με τη Romana Tabacchi, καθώς και τις στρατηγικές που θα υιοθετούνταν στο μέλλον.

245    Όλα αυτά τα παραδείγματα καταδεικνύουν ότι, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ του 1999 και του 2002, οι επαφές μεταξύ των επιχειρήσεων μεταποιήσεως δεν είχαν αποκλειστικά ως αντικείμενο τις διεπαγγελματικές συμφωνίες, όπως υποστηρίζει η Transcatab, και ότι, αντιθέτως, κατά την περίοδο αυτή, η σύμπραξη μεταξύ των επιχειρήσεων μεταποιήσεως συνέχισε να λειτουργεί παράλληλα προς τις διεπαγγελματικές συμφωνίες. Εξάλλου, η Transcatab ουδόλως απέδειξε ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη, καθόσον δεν θεώρησε ότι, κατά το χρονικό διάστημα από το 1999 έως το 2002, οι συμπεριφορές των επιχειρήσεων μεταποιήσεως είχαν αποκλειστικά προπαρασκευαστικό χαρακτήρα σε σχέση με τη σύναψη των διεπαγγελματικών συμφωνιών.

246    Λαμβανομένων υπόψη των προηγουμένων σκέψεων, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η πρώτη αιτίαση που προέβαλε η Transcatab στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της ελλείψεως βλάβης των καταναλωτών

247    Το επιχείρημα που η Transcatab αντλεί από πλάνη της Επιτροπής κατά την προσαύξηση κατά 10 % ετησίως, λαμβανομένου υπόψη ότι η παράβαση δεν συνεπαγόταν βλάβη των καταναλωτών, στερείται νομικής και πραγματικής βάσεως.

248    Πρώτον, ούτε από το άρθρο 23 του κανονισμού 1/2003 ούτε από το σημείο 1 Β, τρίτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών που επικαλείται η Transcatab μπορεί να συναχθεί ότι οι διατάξεις αυτές εξαρτούν την προσαύξηση για τις παραβάσεις μεγάλης διάρκειας από τη μακροχρόνια παραγωγή επιβλαβών συνεπειών έναντι των καταναλωτών. Το χωρίο των κατευθυντηρίων γραμμών στο οποίο αναφέρεται η Transcatab σκοπεί να δικαιολογήσει γενικώς την πολιτική στον τομέα των προστίμων που εξαγγέλλεται με τις κατευθυντήριες γραμμές, ιδίως δε τις τροποποιήσεις σε σχέση με την προηγούμενη πρακτική. Επομένως, η Transcatab δεν μπορεί να στηρίξει το επιχείρημά της στην εν λόγω διάταξη των κατευθυντηρίων γραμμών.

249    Δεύτερον, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η Transcatab, ουδόλως αποδείχθηκε ότι η σύμπραξη δεν είχε αντίκτυπο στην αγορά και, επομένως, ούτε ότι δεν παρήγαγε αρνητικά αποτελέσματα για τους καταναλωτές. Πράγματι, τα στοιχεία που επικαλείται η Transcatab στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως δεν παρέχουν τη δυνατότητα αποδείξεως της ελλείψεως αποτελεσμάτων, στο μέτρο που τα στοιχεία αυτά ενδέχεται να έχουν επηρεαστεί από άλλους παράγοντες (βλ., μεταξύ άλλων, σκέψη 168 ανωτέρω). Το γεγονός ότι η σύμπραξη διήρκεσε πλείονα έτη καταδεικνύει άλλωστε ότι οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως δεν θεωρούσαν ότι η σύμπραξη δεν ήταν χρήσιμη και ότι δεν παρήγε αποτελέσματα. Επομένως, η παραδοχή στην οποία στηρίζεται το επιχείρημα της Transcatab είναι εσφαλμένη.

250    Κατά συνέπεια, υπό το πρίσμα των προηγουμένων σκέψεων, το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

I –  Επί του δευτέρου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αντλείται από την παραβίαση της αρχής ne bis in idem και από την έλλειψη αιτιολογίας

a)     Επιχειρήματα των διαδίκων

251    Η Transcatab ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή ne bis in idem. Η Επιτροπή δέχθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η ευθύνη για τη σύναψη των διεπαγγελματικών συμφωνιών κατά το χρονικό διάστημα από το 1999 έως το 2001 έπρεπε να καταλογισθεί αποκλειστικά στην APTI. Πάντως, καθόσον δεν διέκρινε το χρονικό διάστημα μεταξύ του 1995 και του 1998 από αυτό μεταξύ του 1999 και του 2001, καταλόγισε στις επιχειρήσεις μεταποιήσεως την ευθύνη για τη συμπεριφορά που παρατηρήθηκε στο πλαίσιο των διεπαγγελματικών συμφωνιών, συμπεριφορά που είχε ήδη καταλογίσει αποκλειστικά στην APTI.

252    Eν προκειμένω, υπάρχει ταυτότητα των πραγματικών περιστατικών που προσάπτονται στην APTI και αυτών που προσάπτονται στην Transcatab για το χρονικό διάστημα από το 1999 έως το 2002, στο μέτρο που οι συνεδριάσεις των επιχειρήσεων μεταποιήσεως κατά την περίοδο αυτή ήσαν προκαταρκτικές σε σχέση με τις συνεδριάσεις της APTI. Επιπλέον, υπάρχει ταυτότητα του παραβάτη, στο μέτρο που είναι παγκοίνως γνωστό ότι οι επαγγελματικές ενώσεις εκφράζουν τις απόψεις των μελών τους και εκπροσωπούν τα συμφέροντά τους. Επομένως, η Επιτροπή επέβαλε κυρώσεις στις επιχειρήσεις μεταποιήσεως δύο φορές για την ίδια παράβαση. Επέβαλε κύρωση στις επιχειρήσεις μεταποιήσεως μια πρώτη φορά ως μέλη της APTI και, στη συνέχεια, ατομικώς. Εξ αυτού συνάγεται η επιβολή υπερβολικού προστίμου στις επιχειρήσεις μεταποιήσεως καθώς και έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς το σημείο αυτό.

253    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθούν τα επιχειρήματα της Transcatab.

b)     Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

254    Εκ προοιμίου, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αρχή ne bis in idem, η οποία διατυπώνεται και στο άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου αριθ. 7 της Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, την τήρηση της οποίας εξασφαλίζει ο δικαστής. Στον τομέα του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού, η αρχή αυτή απαγορεύει στην Επιτροπή να καταδικάσει ή να διώξει μια επιχείρηση εκ νέου για συμπεριφορά αντίθετη προς τον ανταγωνισμό για την οποία της είχε ήδη επιβληθεί κύρωση ή για την οποία είχε κριθεί ως μη έχουσα ευθύνη με προγενέστερη απόφαση της Επιτροπής η οποία δεν είναι πλέον δεκτική προσφυγής (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, T‑224/00, Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑2597, σκέψεις 85 και 86, και Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 224 ανωτέρω, σκέψεις 130 και 131). Η εφαρμογή της αρχής ne bis in idem εξαρτάται από την τριπλή προϋπόθεση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, της ταυτότητας του παραβάτη και της ταυτότητας του προστατευομένου εννόμου συμφέροντος. Η αρχή αυτή απαγορεύει, συνεπώς, την επιβολή πλειόνων κυρώσεων στο ίδιο πρόσωπο για την ίδια παράνομη συμπεριφορά προς προστασία του ιδίου εννόμου αγαθού (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 88 ανωτέρω, σκέψη 338, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Δεκεμβρίου 2006, T‑217/03 και T‑245/03, FNCBV κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑4987, σκέψη 340).

255    Eν προκειμένω, η πρώτη προϋπόθεση, δηλαδή η ταυτότητα των πραγματικών περιστατικών, δεν συντρέχει. Πράγματι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι υπήρξε κάποια αλληλεπικάλυψη μεταξύ ενός μέρους των διαφόρων αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορών που προσάπτονται στις επιχειρήσεις μεταποιήσεως, ιδίως του συντονισμού για τον καθορισμό της συμπεριφοράς της APTI (αιτιολογική σκέψη 244 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και της συμπεριφοράς που προσάπτεται στην APTI, δηλαδή του καθορισμού της θέσεως που θα υιοθετούσε κατά τις διαπραγματεύσεις επί των τιμών ενόψει της συνάψεως διεπαγγελματικών συμφωνιών με την Unitab (αιτιολογικές σκέψεις 253 και 254 της προσβαλλομένης αποφάσεως), επιβάλλεται η διαπίστωση ότι πρόκειται για δύο διαφορετικές συμπεριφορές. Πράγματι, ο συντονισμός που προηγείται της λήψεως αποφάσεως είναι διαφορετικός από την ίδια τη λήψη της αποφάσεως.

256    Eπιπλέον, όπως επισημάνθηκε στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του λόγου αυτού, ο συντονισμός μεταξύ επιχειρήσεων μεταποιήσεως προκειμένου να καθορίσουν τη συμπεριφορά της APTI εντασσόταν στην ευρύτερη στρατηγική της συμπράξεως των επιχειρήσεων μεταποιήσεως της οποίας συνιστούσε σημαντικό στοιχείο (βλ. αιτιολογική σκέψη 244 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Συναφώς, πρέπει επίσης να τονισθεί ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εξέθεσε με σαφήνεια και ακρίβεια ότι στην APTI και στις επιχειρήσεις μεταποιήσεως επιβλήθηκαν κυρώσεις για διαφορετικές παραβάσεις (βλ., για την APTI, αιτιολογικές σκέψεις 253, 254 και 270 έως 273, και, για τις επιχειρήσεις μεταποιήσεως, αιτιολογικές σκέψεις 240 έως 252 καθώς και 264 έως 269 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

257    Επομένως, η Transcatab δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι, εν προκειμένω, υπήρξε ταυτότητα των πραγματικών περιστατικών που προσάπτονται στις επιχειρήσεις μεταποιήσεως και των πραγματικών περιστατικών που προσάπτονται στην APTI.

258    Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, δηλαδή την ταυτότητα των παραβατών, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ούτε αυτή συντρέχει εν προκειμένω. Πράγματι, ακόμη και αν η Transcatab είναι μέλος της APTI, πρόκειται για δύο διαφορετικές οντότητες, καθόσον η ΑPTI έχει νομική προσωπικότητα, αντικείμενο και σκοπούς ειδικούς, αυτοτελείς και διαφορετικούς σε σχέση με την Transcatab (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση FNCBV κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 254 ανωτέρω, σκέψη 128).

259    Επομένως, εν προκειμένω, δεν συντρέχει ούτε η προϋπόθεση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών ούτε η προϋπόθεση της ταυτότητας των παραβατών, στο μέτρο που η προσβαλλόμενη απόφαση δεν επιβάλλει για δεύτερη φορά κυρώσεις στις ίδιες οντότητες ή στα ίδια πρόσωπα για τα ίδια πραγματικά περιστατικά. Κατά συνέπεια, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής ne bis in idem.

260    Όσον αφορά την αιτίαση που αντλείται από την έλλειψη αιτιολογίας, επιβάλλεται να τονισθεί ότι, στο μέτρο που οι συμπεριφορές που προσάπτονται στις επιχειρήσεις μεταποιήσεως και αυτές που προσάπτονται στην APTI ήσαν διαφορετικές συμπεριφορές που υιοθετήθηκαν από διαφορετικές νομικές οντότητες, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να διατυπώσει αιτιολογία σχετικά με την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem. Eπιπλέον, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή ουδόλως συγχέει την ευθύνη της APTI και την ευθύνη των επιχειρήσεων μεταποιήσεως. Eιδικότερα, σύμφωνα με τη νομολογία της οποίας γίνεται μνεία στη σκέψη 174 ανωτέρω, οι αιτιολογικές σκέψεις που παρατίθενται στη σκέψη 256 ανωτέρω αποδίδουν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τη συλλογιστική της Επιτροπής συναφώς, παρέχοντας έτσι στην Transcatab τη δυνατότητα να λάβει γνώση των λόγων που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του.

261    Λαμβανομένων υπόψη των προηγουμένων σκέψεων, το σκέλος αυτό πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

J –  Επί του τρίτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αντλείται από την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

a)     Επιχειρήματα των διαδίκων

262    Επικουρικώς, η Transcatab υποστηρίζει ότι οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως, συμβαλλόμενες με τους γεωργούς, ήσαν πεπεισμένες ότι παραμένουν εντός του πλαισίου της εθνικής νομοθεσίας και, ειδικότερα, του νόμου 88/88 και των διεπαγγελματικών συμφωνιών. Όσον αφορά τις διεπαγγελματικές συμφωνίες, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι το εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο μπορούσε να δημιουργήσει σε σημαντικό βαθμό αβεβαιότητα ως προς τη νομιμότητα των πρακτικών της APTI. Για τον λόγο αυτόν, επέβαλε στην APTI συμβολικό πρόστιμο 1 000 ευρώ μόνο. Η Transcatab διερωτάται γιατί δεν εφαρμόστηκε η ίδια συλλογιστική στην περίπτωσή της, παρά τον μεγάλο αριθμό αποδεικτικών στοιχείων από τα οποία προκύπτει ότι οι επίδικες συμπεριφορές των επιχειρήσεων μεταποιήσεως κατά τα έτη 1999 έως 2002 αναφέρονται σχεδόν αποκλειστικά σε προκαταρκτικές συμβάσεις που αποσκοπούσαν στον καθορισμό κοινής θέσεως εντός της APTI. Η διαφορετική αξιολόγηση της συμπεριφοράς της APTI και της συμπεριφοράς της Transcatab συνεπάγεται παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

263    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθούν τα επιχειρήματα της Transcatab.

b)     Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

264    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από την παρατεθείσα στη σκέψη 202 ανωτέρω νομολογία, προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως υπάρχει μόνον όταν παρόμοιες καταστάσεις αντιμετωπίζονται κατά τρόπο διαφορετικό ή διαφορετικές καταστάσεις αντιμετωπίζονται καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός εάν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς.

265    Εν προκειμένω, πρώτον, επισημαίνεται ότι, όπως ήδη διαπιστώθηκε στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως (βλ. σκέψη 256 ανωτέρω), στις επιχειρήσεις μεταποιήσεως και στην APTI επιβλήθηκαν κυρώσεις για διαφορετικές παραβάσεις (βλ., αντιστοίχως, αιτιολογικές σκέψεις 240 έως 252 και 253 και 254 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

266    Όσον αφορά όμως ειδικά τη χρονική περίοδο από το 1999 και εξής, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι στις επιχειρήσεις μεταποιήσεως επιβλήθηκαν κυρώσεις για διάφορες αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορές που εντάσσονται στην ίδια στρατηγική συμπράξεως η οποία είχε αρχίσει πολύ πριν από το 1999. Επομένως, στις επιχειρήσεις μεταποιήσεως επιβλήθηκαν κυρώσεις τόσο για τον συντονισμό των τιμών τους εκτός των διεπαγγελματικών συμφωνιών όσο και για την παράλληλη δραστηριότητα συντονισμού που αποσκοπούσε στον καθορισμό της συμπεριφοράς της APTI (βλ., μεταξύ άλλων, αιτιολογική σκέψη 244 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

267    Αντιθέτως, η APTI θεωρήθηκε υπεύθυνη μόνο για τη συμπεριφορά που συνδέεται με τη σύναψη των διεπαγγελματικών συμφωνιών. Η Επιτροπή έκρινε ότι η APTI δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνη για την ενιαία και διαρκή παράβαση των επιχειρήσεων μεταποιήσεως, στο μέτρο που ο φάκελος της Επιτροπής δεν περιέχει κανένα στοιχείο που να καταδεικνύει ότι η ένωση αυτή είχε εγκρίνει το γενικό σχέδιο των επιχειρήσεων μεταποιήσεως που αποσκοπούσε στον συντονισμό του συνόλου της συμπεριφοράς τους στον τομέα των αγορών ή ότι είχε γνώση του σχεδίου αυτού (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 270 και 271 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

268    Δεύτερον, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι, ακόμη και μετά το 1999, η εμβέλεια της συμπράξεως μεταξύ των επιχειρήσεων μεταποιήσεως υπερέβαινε κατά πολύ το πεδίο εφαρμογής του νόμου 88/88 (βλ. και σκέψεις 240 έως 245 ανωτέρω). Επομένως, η Transcatab δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι το νομικό πλαίσιο δικαιολογούσε την επιβολή στις επιχειρήσεις μεταποιήσεως συμβολικού προστίμου όπως αυτό που επιβλήθηκε στην APTI (βλ., συναφώς, τις αναλύσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 298 έως 311 κατωτέρω).

269    Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η κατάσταση των επιχειρήσεων μεταποιήσεως, ιδίως της Transcatab, και η κατάσταση της APTI όσον αφορά τις παραβάσεις της περιόδου από το 1999 έως το 2002 δεν είναι συγκρίσιμες. Κατά συνέπεια, η Transcatab δεν μπορεί να προβάλει παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

270    Υπό το πρίσμα όλων των προηγουμένων σκέψεων, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

K –  4. Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά ορισμένες ελαφρυντικές περιστάσεις


L –  Επί του πρώτου σκέλους του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά την ελαφρυντική περίσταση που αντλείται από την έλλειψη εφαρμογής της συμπράξεως

a)     Επιχειρήματα των διαδίκων

271    Η Transcatab προσάπτει, κατ’ αρχάς, στην Επιτροπή ότι δεν της αναγνώρισε την ελαφρυντική περίσταση, η οποία προβλέπεται στο σημείο 3, δεύτερη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών και αντλείται από την έλλειψη πραγματικής εφαρμογής των συμφωνιών ή των παραβατικών πρακτικών. Υποστηρίζει ότι κατέδειξε ήδη, στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ότι οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως δεν είχαν θέσει σε εφαρμογή το μεγαλύτερο μέρος των συμφωνιών τους. Η διαπίστωση αυτή συνάγεται από την έλλειψη συνεπειών των συμφωνιών αυτών στην αγορά.

272    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθούν τα επιχειρήματα της Transcatab.

b)     Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

273    Πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, η προβλεπόμενη στο σημείο 3, δεύτερη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών ελαφρυντική περίσταση, που αντλείται από την έλλειψη πραγματικής εφαρμογής των συμφωνιών ή των παραβατικών πρακτικών, θεμελιώνεται στην ιδία συμπεριφορά κάθε επιχειρήσεως. Εξ αυτού προκύπτει ότι, για τους σκοπούς της αξιολογήσεως της εν λόγω ελαφρυντικής περιστάσεως, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι τα απορρέοντα από το σύνολο της παραβάσεως αποτελέσματα, τα οποία πρέπει να συνυπολογίζονται κατά την εκτίμηση του συγκεκριμένου αντικτύπου μιας παραβάσεως επί της αγοράς για την εκτίμηση της σοβαρότητάς της (σημείο 1 A, πρώτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών), αλλά η ατομική συμπεριφορά κάθε επιχειρήσεως, στα πλαίσια της εξετάσεως της σοβαρότητας της συμμετοχής κάθε επιχειρήσεως στην παράβαση (αποφάσεις Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 148 ανωτέρω, σκέψη 384, και Gütermann και Zwicky κατά Επιτροπής, σκέψη 146 ανωτέρω, σκέψη 178).

274    Επομένως, η Transcatab δεν μπορεί να θεμελιώσει πλάνη της Επιτροπής κατά την εφαρμογή της επίμαχης ελαφρυντικής περιστάσεως στην έλλειψη πραγματικού αντικτύπου της παραβάσεως επί των τιμών.

275    Δεύτερον, και εν πάση περιπτώσει, πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι από τη νομολογία προκύπτει σαφώς ότι, προκειμένου να τύχουν της εφαρμογής του σημείου 3, δεύτερη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών, οι παραβαίνουσες τους κανόνες περί ανταγωνισμού επιχειρήσεις πρέπει να αποδείξουν ότι υιοθέτησαν ανταγωνιστική συμπεριφορά ή, τουλάχιστον, ότι παρέβησαν σαφώς και σε σημαντικό βαθμό τις υποχρεώσεις που αποσκοπούσαν στην εφαρμογή της συμπράξεως, μέχρι σημείου ώστε να διαταράξουν την ίδια τη λειτουργία της και ότι δεν προσχώρησαν φαινομενικά στη συμφωνία και, ως εκ τούτου, δεν παρακίνησαν άλλες επιχειρήσεις να θέσουν την εν λόγω σύμπραξη σε εφαρμογή (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑50/00, Dalmine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2395, σκέψη 292, και, υπό το πνεύμα αυτό, της 15ης Μαρτίου 2006, T‑26/02, Daiichi Pharmaceutical κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑713, σκέψη 113).

276    Εν προκειμένω, όμως, η Transcatab ουδόλως διατείνεται ότι αντιτάχθηκε σαφώς και σε σημαντικό βαθμό στην εφαρμογή της επίμαχης συμπράξεως, μέχρι σημείου ώστε να διαταράξει την ίδια τη λειτουργία της. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη καθόσον δεν της αναγνώρισε την επίμαχη ελαφρυντική περίσταση.

277    Τέλος, επιβάλλεται ακόμη η διαπίστωση, αφενός, ότι η Επιτροπή απέδειξε, στην αιτιολογική σκέψη 383 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η σύμπραξη είχε τεθεί σε εφαρμογή και, αφετέρου, ότι η Transcatab, καθόσον η ίδια υποστηρίζει ότι οι συμφωνίες κατά «το μεγαλύτερο μέρος» δεν είχαν τεθεί σε εφαρμογή, αναγνωρίζει ότι οι επίμαχες συμπράξεις είχαν τεθεί, τουλάχιστον εν μέρει, σε εφαρμογή (βλ. σκέψη 239 ανωτέρω).

278    Λαμβανομένων υπόψη των προηγουμένων σκέψεων, το σκέλος αυτό πρέπει να απορριφθεί.

M –  Επί του δευτέρου σκέλους του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά την ελαφρυντική περίσταση που αντλείται από την παύση των επίδικων δραστηριοτήτων πριν από την επέμβαση της Επιτροπής

a)     Επιχειρήματα των διαδίκων

279    Η Transcatab προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν της αναγνώρισε την προβλεπόμενη στο σημείο 3, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών ελαφρυντική περίσταση, η οποία αντλείται από την παύση των παραβάσεων ήδη από τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής.

280    Πρώτον, οι κατευθυντήριες γραμμές δεν συνδέουν κατ’ουδένα τρόπο την εφαρμογή της εν λόγω ελαφρυντικής περιστάσεως με τον περισσότερο ή λιγότερο σοβαρό χαρακτήρα της παραβάσεως, οπότε η εν λόγω ελαφρυντική περίσταση έχει εφαρμοστεί και σε περιπτώσεις σοβαρών και πολύ σοβαρών παραβάσεων. Δεύτερον, μετά τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής, η Transcatab δεν εκδήλωσε καμία συμπεριφορά δυνάμενη να αποτελέσει παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού. Tρίτον, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τις ιδιομορφίες του τομέα του ακατέργαστου καπνού. Τέταρτον, η μη εφαρμογή της εν λόγω ελαφρυντικής περιστάσεως προκύπτει από μεταστροφή της νομολογίας στον τομέα των προστίμων, στην οποία προέβη το Πρωτοδικείο με την απόφαση της 15ης Ιουνίου 2005, T‑71/03, T‑74/03, T‑87/03 και T‑91/03, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής (μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή). Η νομολογιακή αυτή μεταστροφή, που επήλθε μετά την έναρξη της διαδικασίας, θίγει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της Transcatab, η οποία ανέμενε να τύχει μειώσεως του προστίμου καθόσον είχε τερματίσει την παράνομη συμπεριφορά της ήδη από τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής.

281    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθούν τα επιχειρήματα της Transcatab.

b)     Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

282    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με το σημείο 3, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών, το βασικό ποσό του καθορισθέντος από την Επιτροπή προστίμου μειώνεται όταν η κατηγορούμενη επιχείρηση παύσει την παράβαση μετά τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής.

283    Κατά τη νομολογία, όμως, η μείωση του προστίμου λόγω παύσεως της παραβάσεως ήδη από τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής δεν είναι αυτόματη, αλλά εξαρτάται από την εκτίμηση των συγκεκριμένων περιστάσεων από την Επιτροπή, στο πλαίσιο της διακριτικής της ευχέρειας (βλ. απόφαση Carbone‑Lorraine κατά Επιτροπής, σκέψη 147 ανωτέρω, σκέψη 228 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επομένως, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, η Επιτροπή μπορεί να αρνηθεί να χορηγήσει μείωση του βασικού ποσού του προστίμου σε μια μετέχουσα σε παράνομη συμφωνία επιχείρηση (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2009, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, σκέψη 162 ανωτέρω, σκέψη 148).

284    Πράγματι, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αναγνώριση ελαφρυντικής περιστάσεως σε καταστάσεις στις οποίες μια επιχείρηση αποτελεί μέρος προδήλως παράνομης συμφωνίας, για την οποία γνώριζε ή δεν μπορούσε να μη γνωρίζει ότι συνιστούσε παράβαση, θα παρότρυνε τις επιχειρήσεις να συνεχίσουν μια μυστική συμφωνία για όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο, ελπίζοντας ότι η συμπεριφορά τους ουδέποτε θα αποκαλυφθεί και γνωρίζοντας συγχρόνως ότι, αν αποκαλυφθεί, θα μπορούσαν να παύσουν την παράβαση προκειμένου να μειωθεί το πρόστιμό τους. Η αναγνώριση αυτή θα στερούσε από το επιβαλλόμενο πρόστιμο κάθε αποτρεπτικό αποτέλεσμα και θα έθιγε την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2009, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, σκέψη 162 ανωτέρω, σκέψη 149). Επιπλέον, το Πρωτοδικείο έχει ήδη ρητώς κρίνει ότι η παύση παραβάσεως διαπραχθείσας εκ προθέσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ελαφρυντική περίσταση όταν καθορίστηκε από την επέμβαση της Επιτροπής (απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Μαρτίου 1999, T‑157/94, Ensidesa κατά Επιτροπής, σ. II‑707, σκέψη 498, και Wieland‑Werke κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 180 ανωτέρω, σκέψη 229).

285    Εν προκειμένω, η επίμαχη παράβαση αφορά μυστική σύμπραξη με αντικείμενο, μεταξύ άλλων, τον καθορισμό των τιμών και την κατανομή των προμηθευτών και των ποσοτήτων που αγοράζονται. Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 137 ανωτέρω, η σύμπραξη αυτού του είδους απαγορεύεται ρητώς από το άρθρο 81, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, ΕΚ και χαρακτηρίζεται από τη νομολογία ως ιδιαιτέρως σοβαρή στον βαθμό που επηρεάζει ευθέως τις ουσιώδεις παραμέτρους του ανταγωνισμού στην οικεία αγορά. Επιπλέον, εν προκειμένω, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 170 ανωτέρω, οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως υιοθέτησαν συνειδητώς αντιβαίνουσα προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά, για την οποία τους επιβλήθηκαν κυρώσεις και επανειλημμένως συμφώνησαν επί μέτρων που απέβλεπαν στη διασφάλιση της θέσεως σε ουσιαστική εφαρμογή της συμπράξεως.

286    Υπό τις συνθήκες αυτές, υπό το πρίσμα της νομολογίας της οποίας έγινε μνεία στις σκέψεις 283 και 284 ανωτέρω, η Transcatab δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη καθόσον δεν της αναγνώρισε την ελαφρυντική περίσταση που επικαλέστηκε.

287    Το συμπέρασμα αυτό δεν τίθεται εν αμφιβόλω από τα ειδικά επιχειρήματα που προέβαλε η Transcatab.

288    Πράγματι, υπό το πρίσμα της προαναφερθείσας νομολογίας, το γεγονός ότι η Transcatab δεν υιοθέτησε παράνομη συμπεριφορά μετά τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής δεν σημαίνει ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να αναγνωρίσει την επίμαχη ελαφρυντική περίσταση. Επιπλέον, οι ιδιομορφίες του οικείου τομέα, όπως η έλλειψη προηγουμένων περιπτώσεων την οποία επικαλείται η Transcatab και η ρύθμισή του, μολονότι μπορούν ενδεχομένως να ασκήσουν κάποια επιρροή στην εκτίμηση άλλων ελαφρυντικών περιστάσεων (βλ., μεταξύ άλλων, το τρίτο και το πέμπτο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως), δεν συνιστούν, πάντως, κρίσιμα στοιχεία για την αναγνώριση της επίμαχης ελαφρυντικής περιστάσεως.

289    Όσον αφορά, τέλος, την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 208 ανωτέρω, κατά τη νομολογία, το δικαίωμα για επίκληση της αρχής αυτής προϋποθέτει τη συνδρομή τριών προϋποθέσεων. Πρώτον, πρέπει να έχουν δοθεί από την κοινοτική διοίκηση στον ενδιαφερόμενο συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, προερχόμενες από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές. Δεύτερον, οι διαβεβαιώσεις αυτές πρέπει να μπορούν να δημιουργήσουν θεμιτή προσδοκία σ’ αυτόν προς τον οποίο απευθύνονται. Τρίτον, οι παρασχεθείσες διαβεβαιώσεις πρέπει να είναι σύμφωνες προς τους ισχύοντες κανόνες (βλ. την παρατεθείσα στη σκέψη 208 ανωτέρω νομολογία).

290    Συναφώς, αρκεί να επισημανθεί ότι η πρώτη από τις προϋποθέσεις αυτές δεν συντρέχει εν προκειμένω, εφόσον η Transcatab ουδόλως μπορεί να επικαλεστεί συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις εκ μέρους της Επιτροπής ότι θα ετύγχανε μειώσεως του προστίμου με την παύση της παράνομης συμπεριφοράς της ήδη από τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής.

291    Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή θεώρησε, κατά την πρακτική που ακολουθούσε προηγουμένως για τη λήψη των αποφάσεών της, ότι ορισμένα στοιχεία συνιστούσαν ελαφρυντικές περιστάσεις κατά την επιμέτρηση του προστίμου δεν σημαίνει ότι υποχρεούται να εκφέρει την ίδια κρίση και σε μεταγενέστερη απόφασή της (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, Τ‑347/94, Mayr-Melnhof κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1751, σκέψη 368, και LR AF 1998 κατά Επιτροπής, σκέψη 180 ανωτέρω, σκέψη 337). Επομένως, η Transcatab δεν μπορεί να αντλήσει επιχείρημα από το γεγονός ότι η ελαφρυντική αυτή περίσταση εφαρμόστηκε σε άλλες περιπτώσεις παραβάσεων. Εξάλλου, η απόφαση της 15ης Ιουνίου 2005, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 280 ανωτέρω, στην οποία αναφέρεται η αιτιολογική σκέψη 382 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ουδόλως συνιστά νομολογιακή μεταστροφή, στο μέτρο που, όπως ορθώς παρατήρησε η Επιτροπή, το Πρωτοδικείο είχε ήδη ρητώς θεωρήσει, πριν από την έκδοση της αποφάσεως αυτής, ότι η παύση παραβάσεως διαπραχθείσας εκ προθέσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ελαφρυντική περίσταση όταν καθορίστηκε από την επέμβαση της Επιτροπής (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 11ης Μαρτίου 1999, T‑156/94, Aristrain κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑645, σκέψη 138, και T‑157/94, Ensidesa κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑707, σκέψη 498). Επομένως, η Transcatab δεν μπορεί να επικαλεστεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη συναφώς.

292    Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των προηγουμένων σκέψεων, το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

N –  Επί του τρίτου σκέλους του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά την ελαφρυντική περίσταση που αντλείται από την ύπαρξη εύλογης αμφιβολίας ως προς τον παραβατικό χαρακτήρα της επίδικης συμπεριφοράς

293    Στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους, η Transcatab προβάλλει, κατ’ ουσίαν, δύο αιτιάσεις. Αφενός, προβάλλει πλάνη καθόσον η Επιτροπή δεν αναγνώρισε την ελαφρυντική περίσταση που αντλείται από την ύπαρξη εύλογης αμφιβολίας ως προς τον παραβατικό χαρακτήρα της επίδικης συμπεριφοράς. Αφετέρου, προβάλλει παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως σε σχέση με την υπόθεση Ακατέργαστος καπνός – Ισπανία.

a)     Επί της υπάρξεως εύλογης αμφιβολίας ως προς τον παράνομο χαρακτήρα της επίδικης συμπεριφοράς

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

294    Η Transcatab υποστηρίζει ότι η ύπαρξη συγκεχυμένου νομικού πλαισίου σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο δημιούργησε εύλογη αμφιβολία όσον αφορά τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων μεταποιήσεως ακατέργαστου καπνού και της APTI στην Ιταλία. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή έπρεπε να εφαρμόσει την ελαφρυντική περίσταση που προβλέπει το σημείο 3, τέταρτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών και, τουλάχιστον, να μειώσει το πρόστιμο που επιβλήθηκε στις μεμονωμένες επιχειρήσεις μεταποιήσεως. Η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε την απόρριψη της αιτήσεως αναγνωρίσεως της εν λόγω ελαφρυντικής περιστάσεως που υπέβαλε η Transcatab.

295    Ειδικότερα, η Transcatab διατείνεται ότι ο κανονισμός 26 του Συμβουλίου, της 4ης Απριλίου 1962, περί εφαρμογής ορισμένων κανόνων ανταγωνισμού στην παραγωγή και την εμπορία γεωργικών προϊόντων (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/001, σ. 35), προβλέπει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, εξαίρεση για τις συμφωνίες που είναι αναγκαίες για την πραγματοποίηση των στόχων του άρθρου 33 ΕΚ. Οι συμφωνίες όμως μεταξύ των επιχειρήσεων μεταποιήσεως θεωρήθηκαν αναγκαίες για την επίτευξη των στόχων του άρθρου 33 ΕΚ. Πράγματι, οι συμφωνίες αυτές ήσαν αναγκαίες για τη διασφάλιση της ορθολογικής αναπτύξεως της γεωργικής παραγωγής και για τη σταθεροποίηση και την επιβίωση της ιταλικής αγοράς. Αποσκοπούσαν στον περιορισμό των εσόδων των μεσαζόντων χωρίς να μειώνουν, αντιθέτως μάλιστα αυξάνοντας, τα έσοδα των γεωργών. Η Transcatab υποστηρίζει ότι απέδειξε ότι, λαμβανομένου υπόψη του ειδικού πραγματικού πλαισίου της υπό κρίση υποθέσεως, οι συμφωνίες μεταξύ των επιχειρήσεων μεταποιήσεως αποσκοπούσαν στην επίτευξη των σκοπών του άρθρου 33 ΕΚ. Οι εκτιμήσεις αυτές καθώς και οι άλλες επεμβάσεις της Ένωσης στον τομέα του καπνού δημιούργησαν εύλογη αμφιβολία στις επιχειρήσεις μεταποιήσεως ως προς τη συμβατότητα της επίδικης συμπεριφοράς προς τους κανόνες του ανταγωνισμού.

296    Κατά την Transcatab, η εθνική νομοθεσία, ιδίως ο νόμος 88/88, μπορούσε επίσης να δημιουργήσει σε μεγάλο βαθμό αβεβαιότητα ως προς τη νομιμότητα της επίδικης συμπεριφοράς. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έπρεπε να αναγνωρίσει την εν λόγω περίσταση υπέρ των επιχειρήσεων μεταποιήσεως, όπως το έπραξε για την APTI και την Unitab, στις οποίες επέβαλε συμβολικό πρόστιμο 1 000 ευρώ.

297    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθούν τα επιχειρήματα της Transcatab.

b)     – Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

298    Eπιβάλλεται, κατ’ αρχάς, να τονισθεί ότι η υπό κρίση υπόθεση αφορά τη συμμετοχή σε οριζόντια σύμπραξη, τα μέλη της οποίας διατήρησαν τον απόρρητο χαρακτήρα της επί πλείονα έτη, όσον αφορά, ιδίως, τον καθορισμό των τιμών. Κατά συνέπεια, πρόκειται για πρόδηλη και πολύ σοβαρή παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ. Επιπλέον, όσον αφορά την οικεία επιχείρηση, πρόκειται για μία από τις κυριότερες ιταλικές επιχειρήσεις μεταποιήσεως ακατέργαστου καπνού που ανήκει σε έναν από τους μεγαλύτερους ομίλους ανεξαρτήτων εμπόρων φύλλων καπνού παγκοσμίως. Επομένως, πρόκειται για επιχείρηση η οποία διέθετε τα υλικά και πνευματικά μέσα που της παρείχαν τη δυνατότητα εκτιμήσεως των χαρακτηριστικών των σχετικών κανόνων και των συνεπειών που μπορούσε να έχει συναφώς η συμπεριφορά της, ιδίως από πλευράς κανόνων του ανταγωνισμού. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί εύλογα να θεωρηθεί ότι η Transcatab μπορούσε να έχει αμφιβολίες ως προς το αν η συμπεριφορά της συνιστούσε παράβαση (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 148 ανωτέρω, σκέψη 406, και Carbone‑Lorraine κατά Επιτροπής, σκέψη 147 ανωτέρω, σκέψη 229).

299    Όσον αφορά, πρώτον, ειδικά τον κανονισμό 26 που επικαλείται η Transcatab, πρέπει να τονισθεί ότι ο κανονισμός αυτός, και ιδίως το άρθρο 2 αυτού, προβλέπει παρέκκλιση από την εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ για τις συμφωνίες, αποφάσεις και πρακτικές που αφορούν την παραγωγή ή την εμπορία των προϊόντων που απαριθμούνται στο παράρτημα I της Συνθήκης ΕΚ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται, ο ακατέργαστος καπνός, και που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος μιας εθνικής οργανώσεως αγοράς ή είναι απαραίτητες για την πραγματοποίηση των αναφερομένων στο άρθρο 33 ΕΚ στόχων.

300    Από τη νομολογία προκύπτει ότι, καθόσον αφορά εξαίρεση από τον κανόνα γενικής εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, το άρθρο 2 του κανονισμού 26 πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 2, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 26, που προβλέπει την προαναφερθείσα εξαίρεση, εφαρμόζεται μόνον αν η επίμαχη συμφωνία ευνοεί την επίτευξη όλων των σκοπών του άρθρου 33 ΕΚ. Τέλος, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 26, η επίμαχη συμφωνία πρέπει να είναι «απαραίτητη» για την υλοποίηση των εν λόγω σκοπών (βλ. απόφαση FNCBV κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 254 ανωτέρω, σκέψη 199 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

301    Συναφώς, επιβάλλεται, πρώτον, η διαπίστωση ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 303 έως 313 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή απέκλεισε ρητώς την εφαρμογή, στην υπό κρίση υπόθεση, των εξαιρέσεων από το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, που προβλέπει το άρθρο 2 του κανονισμού 26. Η Transcatab δεν θέτει εν αμφιβόλω την ορθότητα ούτε της αναλύσεως αυτής ούτε του συμπεράσματος στο οποίο καταλήγει η Επιτροπή, αλλά υποστηρίζει απλώς ότι η επίμαχη ρύθμιση της δημιούργησε εύλογη αμφιβολία την οποία η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη.

302    Δεύτερον, επισημαίνεται ότι ο κανονισμός 26 προβλέπει, στο άρθρο 2, παράγραφοι 2 και 3, ειδική διαδικασία, η οποία παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διαπιστώσει σε ποιες συμφωνίες μπορούν να εφαρμοστούν οι προβλεπόμενες στην παράγραφο 2 εξαιρέσεις. Η διαδικασία αυτή προβλέπει, μεταξύ άλλων, διαβούλευση της Επιτροπής με τα κράτη μέλη και τις επιχειρήσεις ή ενώσεις ενδιαφερομένων επιχειρήσεων.

303    Πάντως, από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει ότι οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων μεταποιήσεως κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή, ώστε να τύχουν απαλλαγής στο πλαίσιο της ειδικής αυτής διαδικασίας. Άλλωστε, η Transcatab δεν υποστηρίζει ότι οι συμφωνίες αυτές κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή. Αντιθέτως, από ορισμένες σημειώσεις που ελήφθησαν κατά τη συνεδρίαση της APTI της 4ης Απριλίου 2002 (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω) από τους εκπροσώπους της Dimon Italia προκύπτει ότι οι εν λόγω συμφωνίες δεν κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητεί η Transcatab. Ελλείψει κοινοποιήσεως και τυπικής διαδικασίας, η Transcatab δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως διατηρούσαν αμφιβολία ως προς το ενδεχόμενο να εμπίπτουν οι συμφωνίες τους στο πεδίο εφαρμογής της εξαιρέσεως που προβλέπει ο κανονισμός 26. Άλλωστε, σε ένα σύστημα όπως αυτό του κανονισμού 26, αποκλείεται να μπορούν οι επιχειρηματίες να υποκαταστήσουν τη δική τους εκτίμηση σε αυτή της Επιτροπής ως προς τα πλέον πρόσφορα μέσα για την επίτευξη των σκοπών του άρθρου 33 ΕΚ και, επομένως, να αναλαμβάνουν παράνομες πρωτοβουλίες οι οποίες θα δικαιολογούνταν από το γεγονός ότι επιδιώκουν τους σκοπούς αυτούς.

304    Tρίτον, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι ο σκοπός της συμπράξεως ήταν, ήδη από την αρχή, σαφώς αντίθετος προς τον ανταγωνισμό (βλ., για παράδειγμα, την αιτιολογική σκέψη 111 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Από τις συνθήκες της υπό κρίση υποθέσεως δεν προκύπτει, ούτε άλλωστε η Transcatab το αποδεικνύει, ότι οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως απέβλεπαν στην επιδίωξη, μέσω παρανόμων συμφωνιών, των σκοπών του άρθρου 33 ΕΚ.

305    Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι η εξασφάλιση πραγματικού ανταγωνισμού στις αγορές των γεωργικών προϊόντων συνιστά έναν από τους σκοπούς της κοινής γεωργικής πολιτικής, καθώς και της οικείας κοινής οργανώσεως αγοράς (βλ. αιτιολογική σκέψη 311 της προσβαλλομένης αποφάσεως και απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, C‑137/00, Milk Marque και National Farmers’ Union, Συλλογή 2003, σ. I‑7975, σκέψη 57). Επομένως, η Transcatab δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι συμφωνίες προδήλως αντίθετες προς τον ανταγωνισμό, όπως η επίμαχη σύμπραξη μεταξύ των επιχειρήσεων μεταποιήσεως, επεδίωκαν τους σκοπούς του άρθρου 33, παράγραφος 1, ΕΚ.

306    Υπό το πρίσμα του συνόλου των προηγουμένων σκέψεων, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η Transcatab δεν μπορεί ευλόγως να ισχυρίζεται ότι ο κανονισμός 26 της δημιούργησε δικαιολογημένες αμφιβολίες ως προς το αν η επίμαχη σύμπραξη συνιστά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού.

307    Όσον αφορά, δεύτερον, την εθνική νομοθεσία, επισημαίνεται ότι, στην αιτιολογική σκέψη 323 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η σύμπραξη των επιχειρήσεων μεταποιήσεως δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του νόμου 88/88, στο μέτρο που απέβλεπε ουσιαστικά στον καθορισμό των ανώτατων ή μέσων τιμών παραδόσεως, καθώς και στην κατανομή των ποσοτήτων και των προμηθευτών, ενώ ο ως άνω νόμος απέβλεπε στην εξασφάλιση ελαχίστων τιμών για τους γεωργούς.

308    Επομένως, στο μέτρο που οι δραστηριότητες της συμπράξεως δεν καλύπτονταν από την εθνική νομοθεσία, οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως δεν μπορούσαν να διατηρούν αμφιβολίες ως προς τον παραβατικό χαρακτήρα της συμπεριφοράς τους στηριζόμενες στην εν λόγω νομοθεσία.

309    Υπό τις συνθήκες αυτές και υπό το πρίσμα των αναλύσεων που εκτέθηκαν στη σκέψη 298 ανωτέρω, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη καθόσον δεν χορήγησε μείωση προστίμου λόγω της επίμαχης ελαφρυντικής περιστάσεως.

310    Όσον αφορά την προβληθείσα στο υπόμνημα απαντήσεως αιτίαση που αντλείται από την υποτιθέμενη έλλειψη αιτιολογίας σε σχέση με την απόρριψη της επίμαχης ελαφρυντικής περιστάσεως, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, ναι μεν η Επιτροπή υποχρεούται, δυνάμει του άρθρου 253 ΕΚ, να αιτιολογεί τις αποφάσεις της αναφέροντας τα πραγματικά στοιχεία τα οποία δικαιολογούν την απόφασή της και τις νομικές εκτιμήσεις που την ώθησαν στη λήψη της, η διάταξη όμως αυτή δεν απαιτεί να αναφέρεται λεπτομερώς η Επιτροπή σε όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που εξετάστηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία (απόφαση Nederlandsche Banden-Industrie-Michelin κατά Επιτροπής, σκέψη 173 ανωτέρω, σκέψεις 14 και 15, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, Τ‑319/94, Fiskeby Board κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1331, σκέψη 127).

311    Επομένως, δεν είναι δυνατόν να αντληθεί επιχείρημα από το γεγονός ότι, στο τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως που αφορά τις ελαφρυντικές περιστάσεις, η Επιτροπή δεν παρέσχε εξηγήσεις ως προς τους λόγους για τους οποίους εκτίμησε ότι δεν όφειλε να λάβει υπόψη ορισμένα στοιχεία που επικαλέστηκε συναφώς η Transcatab στην απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων. Εξάλλου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 303 έως 324 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέλυσε τον αντίκτυπο τόσο του κανονισμού 26 όσο και της εθνικής νομοθεσίας.

c)     Επί της διαφορετικής μεταχειρίσεως σε σχέση με την υπόθεση Ακατέργαστος καπνός – Ισπανία

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

312    Η Transcatab υποστηρίζει ότι η μη εφαρμογή από την Επιτροπή της επίμαχης ελαφρυντικής περιστάσεως σε ένα τόσο συγκεχυμένο νομικό πλαίσιο όπως αυτό της υπό κρίση περιπτώσεως είχε ως συνέπεια έντονα διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των ιταλικών και των ισπανικών επιχειρήσεων μεταποιήσεως. Η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως συναφώς είναι προδήλως παράλογη, καθόσον δεν έλαβε υπόψη ορισμένες εκτιμήσεις που έγιναν δεκτές στην υπόθεση Ακατέργαστος καπνός – Ισπανία, η οποία είναι παρόμοια με την υπό κρίση υπόθεση. Ειδικότερα, στην ισπανική υπόθεση, η Επιτροπή είχε θεωρήσει ότι το νομικό πλαίσιο και η συμπεριφορά της κυβερνήσεως μπορούσαν να δημιουργήσουν τέτοια αβεβαιότητα ώστε να δικαιολογούν μείωση κατά 40 % του προστίμου, όχι μόνο για τις επαγγελματικές ενώσεις αλλά και έναντι των μεμονωμένων επιχειρήσεων μεταποιήσεως.

313    Αντιθέτως, στην υπό κρίση υπόθεση, σε μια κατάσταση σχεδόν πανομοιότυπη, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η σύμπραξη των επιχειρήσεων μεταποιήσεως ενέπιπτε πλήρως στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ, στο μέτρο που απέβλεπε ουσιαστικά στον καθορισμό των ανώτατων ή μέσων τιμών παραδόσεως, ενώ ο νόμος 88/88 καθόριζε ελάχιστες τιμές. Πάντως, και στην υπόθεση Ακατέργαστος καπνός – Ισπανία, ο νόμος προέβλεπε μόνο τον καθορισμό ελαχίστων τιμών.

314    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθούν τα επιχειρήματα της Transcatab.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

315    Με την υπό κρίση αιτίαση, η Transcatab προβάλλει παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, καθόσον, σε μια περίπτωση παρεμφερή προς την υπό κρίση, δηλαδή στην υπόθεση Ακατέργαστος καπνός – Ισπανία, η Επιτροπή εφάρμοσε τη συγκεκριμένη ελαφρυντική περίσταση ως προς τις επιχειρήσεις μεταποιήσεως.

316    Συναφώς, υπομνήσθηκε ήδη στις σκέψεις 202 και 264 ανωτέρω ότι, κατά πάγια νομολογία, προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως υπάρχει μόνον όταν παρόμοιες καταστάσεις αντιμετωπίζονται κατά τρόπο διαφορετικό ή διαφορετικές καταστάσεις αντιμετωπίζονται καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός εάν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς.

317    Εν προκειμένω, η σύγκριση μεταξύ των δύο συγκεκριμένων αποφάσεων όσον αφορά την επίπτωση του εθνικού ρυθμιστικού πλαισίου επί των κρίσιμων πρακτικών καταδεικνύει ότι οι δύο καταστάσεις χαρακτηρίζονταν από σημαντικές διαφορές. Ειδικότερα, από τις αιτιολογικές σκέψεις 52 επ., 349 επ., 426 έως 429, 437 και 438 της αποφάσεως που αφορά την υπόθεση Ακατέργαστος καπνός – Ισπανία προκύπτει ότι, στην Ισπανία, οι δημόσιες αρχές διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις των συμφωνιών μεταξύ παραγωγών και επιχειρήσεων μεταποιήσεως. Επρόκειτο για διαπραγματεύσεις που χαρακτηρίσθηκαν ως «δημόσιες». Στην Ισπανία, υπήρχε μάλιστα μια «πρακτική του υπουργείου [αποσκοπούσα στο] να επιτρέπει και να ενθαρρύνει τα μέρη να διαπραγματεύονται συλλογικώς τους όρους αγοράς και πώλησης του καπνού, συμπεριλαμβανομένων των τιμών» (αιτιολογική σκέψη 60 της αποφάσεως στην υπόθεση Ακατέργαστος καπνός – Ισπανία). Η Επιτροπή συνήγαγε εξ αυτού ότι «οι δημόσιες διαπραγματεύσεις μεταξύ των εκπροσώπων των παραγωγών και των επιχειρήσεων μεταποιήσεως [είχαν] προσδιορίσει, τουλάχιστον ως ένα βαθμό, το ουσιαστικό πλαίσιο (ιδίως όσον αφορά τις ευκαιρίες συνεννόησης και υιοθέτησης κοινής θέσης) εντός του οποίου οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως ανέπτυξαν, πέρα από την κοινή θέση που επρόκειτο να υιοθετήσουν στο πλαίσιο των δημόσιων διαπραγματεύσεων, τη μυστική στρατηγική τους ως προς τις (μέγιστες) μέσες τιμές παράδοσης και τις ποσότητες» (αιτιολογική σκέψη 438 της αποφάσεως στην υπόθεση Ακατέργαστος καπνός – Ισπανία). Γι’ αυτόν ουσιαστικώς τον λόγο, η Επιτροπή χορήγησε έκπτωση κατά 40 % του ποσού των προστίμων που επιβλήθηκαν στις ισπανικές επιχειρήσεις μεταποιήσεως.

318    Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι οι δημόσιες αρχές δεν διαδραμάτισαν τέτοιο ρόλο στις διαπραγματεύσεις μεταξύ επιχειρήσεων μεταποιήσεως και παραγωγών στην υπό κρίση υπόθεση.

319    Επομένως, η Transcatab δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, επειδή δεν εφάρμοσε την κρίσιμη ελαφρυντική περίσταση.

320    Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από την παράλογη αιτιολογία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Transcatab περιορίζεται σε μια λίαν γενική παραπομπή στην απόφαση επί της υποθέσεως Ακατέργαστος καπνός – Ισπανία, χωρίς να διευκρινίζει ποιες είναι οι εκτιμήσεις που δεν ελήφθησαν υπόψη στην προσβαλλόμενη απόφαση με συνέπεια να καθίσταται η αιτιολογία της αποφάσεως αυτής παράλογη.

321    Επομένως, το τρίτο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

O –  Επί του τετάρτου σκέλους του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά την ελαφρυντική περίσταση που αντλείται από την έμπρακτη συνεργασία της Transcatab στο πλαίσιο της διαδικασίας

a)     Επιχειρήματα των διαδίκων

322    Η Transcatab ισχυρίζεται, πρώτον, ότι η Επιτροπή όφειλε να της αναγνωρίσει την ελαφρυντική περίσταση που προβλέπει το σημείο 3, έκτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με την έμπρακτη συνεργασία της επιχειρήσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας εκτός του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας. Υποστηρίζει ότι η συνεργασία της με την Επιτροπή ήταν πλήρης καθόλη τη διάρκεια της διαδικασίας και ότι υπερέβη τα όρια της συνεργασίας που απαιτείται στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί συνεργασίας. Αναφέρεται ειδικά σε αυθόρμητες δηλώσεις του γενικού διευθυντή της και του αρμόδιου για τις αγορές διευθυντή σχετικά με τη λειτουργία της συμπράξεως, καθώς και στη θετική αξιολόγηση της συνεργασίας της στην οποία προέβησαν υπάλληλοι της Επιτροπής που διενήργησαν τον σχετικό έλεγχο. Επιπλέον, η Επιτροπή είχε ήδη, σε προηγούμενες περιπτώσεις, μειώσει το αρχικό ποσό του προστίμου που είχε την πρόθεση να επιβάλει, λαμβάνοντας υπόψη το πνεύμα συνεργασίας που επέδειξε η επιχείρηση.

323    Η Transcatab διατείνεται, δεύτερον, ότι, στο μέτρο που δεν της αναγνώρισε την εν λόγω ελαφρυντική περίσταση, αλλά την αναγνώρισε, αντιθέτως, στην Deltafina, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Η Επιτροπή χορήγησε στην Deltafina μείωση κατά 50 % για τη συνεργασία της, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι δεν της είχε χορηγηθεί καμία μείωση του προστίμου υπό την έννοια της ανακοινώσεως περί συνεργασίας. Πάντως, από την προσβαλλόμενη απόφαση συνάγεται ότι η Deltafina δεν τήρησε τις υποχρεώσεις συνεργασίας που απορρέουν από την εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας. Επομένως, μια επιχείρηση η οποία δεν τήρησε την υποχρέωση συνεργασίας που υπέχει έτυχε σημαντικότερης μειώσεως του προστίμου της από τη μείωση που χορηγήθηκε στην Transcatab, η οποία, αντιθέτως, συνεργάστηκε αδιαλείπτως και σε πολύ σημαντικότερο βαθμό από ό,τι ήταν απολύτως αναγκαίο. Η στάση αυτή εκμηδενίζει τη λειτουργία παροχής κινήτρων της ανακοινώσεως περί συνεργασίας.

324    Κατά την Transcatab, το γεγονός ότι η Deltafina συνειδητά παρέβη την υποχρέωση συνεργασίας δεν καθιστά την περίπτωσή της εξαιρετική. Επομένως, κατά την Transcatab, υπάρχουν δύο δυνατότητες: είτε το σύστημα της ανακοινώσεως περί συνεργασίας και η ελαφρυντική περίσταση που αντλείται από τη συνεργασία μπορούν να συνυπάρξουν και, στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή καλώς μείωσε το πρόστιμο της Deltafina, πλην όμως όφειλε να επιφυλάξει, κατά δίκαιη κρίση, την ίδια μεταχείριση στην Transcatab η οποία συνεργάστηκε τουλάχιστον όσο και η Deltafina∙ είτε τα δύο συστήματα δεν μπορούν να συνυπάρξουν και, στην περίπτωση αυτή, η εφαρμογή της ελαφρυντικής περιστάσεως στην Deltafina αποκλείεται, εν προκειμένω, δεδομένου ότι ήταν η πρώτη επιχείρηση που επικαλέστηκε την εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας.

325    Επικουρικώς, η Transcatab ζητεί να της χορηγηθεί πρόσθετη μείωση του προστίμου της, στο ίδιο τουλάχιστον μέτρο με τη μείωση που χορηγήθηκε στην Deltafina, λόγω της πλήρους συνεργασίας της, εκτός του συστήματος της ανακοινώσεως περί συνεργασίας.

326    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθούν τα επιχειρήματα της Transcatab.

b)     Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

327    Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση της Transcatab, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το σημείο 3, έκτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών, το βασικό ποσό του προστίμου μπορεί να μειωθεί λόγω της έμπρακτης συνεργασίας της επιχειρήσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας, εκτός του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας.

328    Από τη νομολογία προκύπτει ότι αυτή η ειδική ελαφρυντική περίσταση εφαρμόζεται μόνο στις παραβάσεις που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας (απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 88 ανωτέρω, σκέψη 380).

329    Συναφώς, επιβάλλεται να επισημανθεί ότι η εφαρμογή του σημείου 3, έκτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια να καθίσταται άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας η ανακοίνωση περί συνεργασίας. Πράγματι, διαπιστώνεται ότι η ανακοίνωση περί συνεργασίας θεσπίζει ένα πλαίσιο ώστε να ανταμείβονται για τη συνεργασία τους στην έρευνα που διεξάγει η Επιτροπή οι επιχειρήσεις οι οποίες είναι ή υπήρξαν μέλη μυστικών συμπράξεων που δρουν στην Ένωση. Από το γράμμα και την οικονομία της εν λόγω ανακοινώσεως συνάγεται, επομένως, ότι οι επιχειρήσεις δεν μπορούν, κατ’ αρχήν, να τύχουν μειώσεως του προστίμου λόγω της συνεργασίας τους παρά μόνον όταν πληρούν τις αυστηρές προϋποθέσεις της εν λόγω ανακοινώσεως.

330    Επομένως, προκειμένου να διαφυλαχθεί η πρακτική αποτελεσματικότητα της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, η Επιτροπή οφείλει να χορηγεί μείωση προστίμου σε μια επιχείρηση βάσει του σημείου 3, έκτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Τέτοια περίπτωση συντρέχει, ιδίως, όταν η συνεργασία μιας επιχειρήσεως υπερβαίνει τη νόμιμη υποχρέωσή της συνεργασίας, χωρίς όμως να της παρέχει δικαίωμα σε μείωση προστίμου δυνάμει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, και ταυτοχρόνως είναι αντικειμενικά επωφελής για την Επιτροπή.

331    Εν προκειμένω, από τις αιτιολογικές σκέψεις 493 έως 498 προκύπτει ότι η Επιτροπή αξιολόγησε, στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Transcatab, καθώς και τη στάση της και τη διάρκεια της συνεργασίας καθόλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Συναφώς, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή έχει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως για να αξιολογήσει την ποιότητα και τη χρησιμότητα της συνεργασίας μιας επιχειρήσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Μαΐου 2007, C‑328/05 P, SGL Carbon κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑3921, σκέψη 88).

332    Δεδομένου ότι η Transcatab ήταν η δεύτερη επιχείρηση, μετά την Mindo, η οποία πληρούσε τις προϋποθέσεις της ανακοινώσεως περί συνεργασίας ώστε να τύχει μειώσεως του προστίμου, η Επιτροπή της χορήγησε, επί τη βάσει της αξιολογήσεως της παρασχεθείσας συνεργασίας, μείωση του προστίμου της κατά 30 % δυνάμει της εν λόγω ανακοινώσεως, δηλαδή μείωση που τοποθετείται στο υψηλότερο επίπεδο της κλίμακας που προβλέπει η ανακοίνωση περί συνεργασίας για τη δεύτερη επιχείρηση που πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη μείωση.

333    Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη τη συνεργασία που παρέσχε η Transcatab στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί συνεργασίας. Εξάλλου, είναι αναμφισβήτητο ότι πρόκειται στη συγκεκριμένη περίπτωση για σύμπραξη και, κατά συνέπεια, για παράβαση που όντως εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω ανακοινώσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 88 ανωτέρω, σκέψη 381).

334    Επιπλέον, η Transcatab ουδόλως απέδειξε την ύπαρξη εν προκειμένω εξαιρετικών καταστάσεων που δικαιολογούν τη συνεκτίμηση της συνεργασίας της εκτός του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας και, επομένως, την εφαρμογή της ελαφρυντικής περιστάσεως που προβλέπει το σημείο 3, έκτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών. Πράγματι, οι περιστάσεις που επικαλείται η Transcatab, όπως οι αυθόρμητες δηλώσεις ή η θετική αξιολόγηση της συνεργασίας της, δεν συνιστούν στοιχεία δυνάμενα να δικαιολογήσουν την εφαρμογή της εν λόγω ελαφρυντικής περιστάσεως εν προκειμένω.

335    Ούτε η δεύτερη αιτίαση της Transcatab, που αντλείται από την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως σε σχέση με την εφαρμογή της εν λόγω ελαφρυντικής περιστάσεως στην Deltafina, μπορεί να ευδοκιμήσει.

336    Υπομνήσθηκε ήδη ότι, κατά πάγια νομολογία, προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως υπάρχει μόνον όταν παρόμοιες καταστάσεις αντιμετωπίζονται κατά τρόπο διαφορετικό ή διαφορετικές καταστάσεις αντιμετωπίζονται καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός εάν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς (βλ. σκέψεις 202, 264 και 316 ανωτέρω).

337    Επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, η κατάσταση της Deltafina δεν είναι παρεμφερής προς την κατάσταση της Transcatab. Πράγματι, η Deltafina ήταν η πρώτη επιχείρηση η οποία ήλθε σε επαφή με την Επιτροπή και ζήτησε απαλλαγή δυνάμει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, ενώ η Transcatab ήταν η τρίτη επιχείρηση που υπέβαλε αίτηση στην Επιτροπή δυνάμει της ίδιας ανακοινώσεως. Επομένως, αφού χορήγησε στην Deltafina την απαλλαγή υπό όρους δυνάμει της εν λόγω ανακοινώσεως, η Επιτροπή, έχοντας διαπιστώσει την εκ μέρους της παράβαση της υποχρεώσεως συνεργασίας την οποία υπείχε εφόσον αιτήθηκε την απαλλαγή, αποφάσισε, κατά τη λήξη της διαδικασίας, να μην της χορηγήσει την οριστική απαλλαγή. Η Επιτροπή έκρινε ότι δεν έπρεπε να χορηγηθεί στην Deltafina μείωση του προστίμου δυνάμει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, η οποία δεν είχε πλέον, κατά την Επιτροπή, εφαρμογή στην περίπτωσή της. Για τον λόγο αυτόν, η Επιτροπή θεώρησε ότι η κατάσταση της Deltafina παρουσίαζε εξαιρετικά χαρακτηριστικά που δικαιολογούσαν τη χορήγηση μειώσεως του προστίμου λόγω της επίμαχης ελαφρυντικής περιστάσεως.

338    Από τις σκέψεις αυτές συνάγεται ότι η κατάσταση της Deltafina και η κατάσταση της Transcatab ήσαν πολύ διαφορετικές όσον αφορά την εκτίμηση της συνεργασίας τους, οπότε η Transcatab δεν μπορεί να προβάλει παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, καθόσον η Επιτροπή δεν της αναγνώρισε την ελαφρυντική περίσταση που αντλείται από την έμπρακτη συνεργασία στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας.

339    Επομένως, το τέταρτο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

P –  Επί του πέμπτου σκέλους του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά την ελαφρυντική περίσταση που αντλείται από την έλλειψη προηγουμένου στην αγορά του ακατέργαστου καπνού τον χρόνο κατά τον οποίο η Επιτροπή άρχισε τις έρευνές της

a)     Επιχειρήματα των διαδίκων

340    Η Transcatab διατείνεται ότι η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη ως ελαφρυντική περίσταση το γεγονός ότι, τον χρόνο κατά τον οποίο κίνησε την επίμαχη διαδικασία, δεν υπήρχε κανένα προηγούμενο που να αφορά την αγορά του ακατέργαστου καπνού. Η Επιτροπή απέρριψε την εφαρμογή αυτής της ελαφρυντικής περιστάσεως χωρίς να παράσχει καμία ένδειξη στην προσβαλλόμενη απόφαση, παραβαίνοντας έτσι την υποχρέωση αιτιολογήσεως. Προς στήριξη του ισχυρισμού της, η Transcatab παραθέτει πλείονα προηγούμενα.

341    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθούν τα επιχειρήματα της Transcatab.

b)     Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

342    Οι κατευθυντήριες γραμμές δεν προβλέπουν ρητώς καμία ελαφρυντική περίσταση σχετικά με την έλλειψη προηγουμένων στην αγορά την οποία αφορά η παράβαση. Η τελευταία περίπτωση του σημείου 3 των κατευθυντηρίων γραμμών προβλέπει, πάντως, τη δυνατότητα της Επιτροπής να λάβει υπόψη άλλες περιστάσεις πλην αυτών που αναφέρθηκαν στις προηγούμενες περιπτώσεις, για να χορηγήσει μείωση του βασικού ποσού του προστίμου.

343    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά την εφαρμογή των ελαφρυντικών περιστάσεων (απόφαση Mannesmannröhren-Werke κατά Επιτροπής, σκέψη 143 ανωτέρω, σκέψη 307). Επιπλέον, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να επιβάλλει επιεικέστερα πρόστιμα οσάκις ενεργεί για πρώτη φορά σ’ ένα συγκεκριμένο τομέα (απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Νοεμβρίου 2005, Τ-52/02, SNCZ κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑5005, σκέψη 84).

344    Επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση ότι η Transcatab δεν αποδεικνύει για ποιο λόγο η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη καθόσον δεν θεώρησε ότι η έλλειψη προηγουμένου στον τομέα του ακατέργαστου καπνού έπρεπε να έχει ως συνέπεια τη μείωση του προστίμου της Transcatab. Η Transcatab περιορίζεται αποκλειστικά στο να αναφερθεί σε μια ολόκληρη σειρά περιπτώσεων στις οποίες η Επιτροπή έλαβε υπόψη ως ελαφρυντική περίσταση το γεγονός ότι το άρθρο 81 ΕΚ δεν είχε ακόμη τύχει εφαρμογής στον τομέα που αποτελεί το αντικείμενο του προστίμου.

345    Πάντως, πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή θεώρησε, κατά την πρακτική που ακολουθούσε προηγουμένως για τη λήψη των αποφάσεών της, ότι ορισμένα στοιχεία συνιστούσαν ελαφρυντικές περιστάσεις κατά την επιμέτρηση του προστίμου δεν σημαίνει ότι υποχρεούται να εκφέρει την ίδια κρίση και σε μεταγενέστερη απόφασή της (αποφάσεις Mayr-Melnhof κατά Επιτροπής, σκέψη 291 ανωτέρω, σκέψη 368, και LR AF 1998 κατά Επιτροπής, σκέψη 180 ανωτέρω, σκέψη 337).

346    Όσον αφορά την αιτίαση που αντλείται από την έλλειψη αιτιολογίας, υπομνήσθηκε ήδη στις σκέψεις 310 και 311 ανωτέρω ότι το άρθρο 253 ΕΚ δεν απαιτεί να αναλύει η Επιτροπή όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που εξετάστηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία και ότι, επομένως, δεν μπορεί να αντληθεί επιχείρημα από το γεγονός ότι, στο τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως που αφορά τις ελαφρυντικές περιστάσεις, η Επιτροπή δεν παρέσχε εξηγήσεις ως προς τους λόγους για τους οποίους εκτίμησε ότι δεν όφειλε να λάβει υπόψη ορισμένα στοιχεία που επικαλέστηκε συναφώς η Transcatab.

347    Υπό το πρίσμα των σκέψεων αυτών, το πέμπτο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί.

Q –  Επί του έκτου σκέλους του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά τα κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά του τομέα του ακατέργαστου καπνού στην Ιταλία και την κρίση του τομέα αυτού

a)     Επιχειρήματα των διαδίκων

348    Η Transcatab υποστηρίζει ότι η Επιτροπή όφειλε να μειώσει το πρόστιμο κατ’ εφαρμογή του σημείου 5, στοιχείο β΄, των κατευθυντηρίων γραμμών, λαμβάνοντας υπόψη το πλαίσιο της κρίσεως της ιταλικής αγοράς και τις πιέσεις τις οποίες υφίσταντο οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως εκ μέρους των μεσαζόντων ακόμη και μέσω παρανόμων δραστηριοτήτων. Ένα τόσο ιδιαίτερο οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο είχε καταστήσει αναγκαία τη λήψη μέτρων για την επιβίωση των επιχειρήσεων μεταποιήσεως. Πλείονα έγγραφα καταδεικνύουν τις τεράστιες πιέσεις τις οποίες υφίσταντο οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως και τους «τρομερούς εκφοβισμούς και τις απειλές» που δέχονταν. Eπιπλέον, η συμπεριφορά των επιχειρήσεων μεταποιήσεως ανταποκρινόταν στην ανάγκη να εξισορροπηθεί η ισχύς των μεσαζόντων. Οι επιχειρήσεις μεταποιήσεως δεν μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στην κατάσταση αυτή παρά μόνο χάρη σε συμπράξεις που είχαν πραγματικό αποτρεπτικό αποτέλεσμα. Η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη την κατάσταση αυτή χορηγώντας μείωση του προστίμου.

349    Επιπλέον, κατά την εξεταζόμενη χρονική περίοδο, η Transcatab, όπως άλλωστε και άλλες επιχειρήσεις μεταποιήσεως που δραστηριοποιούνται στην Ιταλία, υπέστη διαρκείς και σημαντικές ζημίες και τέθηκε υπό εκκαθάριση. Οι διαπιστώσεις αυτές καταδεικνύουν ότι οι συμπράξεις είχαν ως σκοπό να λειτουργήσουν διορθωτικά στην κρίση που αντιμετώπιζε ο οικείος τομέας και να διασφαλίσουν την επιβίωσή του.

350    Η Transcatab υποστηρίζει ότι, με την απόφαση 2003/600/ΕΚ της Επιτροπής, της 2ας Απριλίου 2003, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] (Υπόθεση COMP/C.38.279/F3 – Γαλλικό βόειο κρέας) (ΕΕ L 209, σ. 12, αιτιολογικές σκέψεις 180 έως 185), η Επιτροπή θεώρησε ότι η κρίση του τομέα δικαιολογούσε μείωση του προστίμου κατά 60 %. Οι ιδιομορφίες της επίμαχης αγοράς έχουν άλλωστε ληφθεί υπόψη στη νομολογία και σε άλλες προηγούμενες περιπτώσεις. Επιπλέον, κατά την Transcatab, το σημείο 5, στοιχείο β΄, των κατευθυντηρίων γραμμών δεν πρέπει να εφαρμόζεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Η φράση «πρέπει να λαμβάνεται υπόψη» καταδεικνύει, συγκεκριμένα, ότι η Επιτροπή δεν έχει περιθώριο εκτιμήσεως ως προς το αν θα λάβει υπόψη τα στοιχεία που διαλαμβάνονται στο σημείο αυτό.

351    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθούν τα επιχειρήματα της Trancatab.

b)     Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

352    Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να θεωρήσει ως ελαφρυντική περίσταση την κακή οικονομική κατάσταση του επίμαχου τομέα (βλ. απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 224 ανωτέρω, σκέψη 345 και εκεί εκεί παρατιθέμενη νομολογία· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 29ης Νοεμβρίου 2005, Τ-64/02, Heubach κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑5137, σκέψη 139, και Wieland‑Werke κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 180 ανωτέρω, σκέψη 227). Πράγματι, επισημάνθηκε ότι, κατά γενικό κανόνα, τα καρτέλ δημιουργούνται όταν ο τομέας αντιμετωπίζει δυσχέρειες. Επομένως, εάν γινόταν δεκτή η συλλογιστική της Transcatab, το πρόστιμο θα έπρεπε να μειώνεται στο σύνολο περίπου των περιπτώσεων καρτέλ (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 141 ανωτέρω, σκέψη 510˙ της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, σκέψη 188 ανωτέρω, σκέψη 207, και Wieland‑Werke κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 180 ανωτέρω, σκέψη 227).

353    Βεβαίως, είναι αληθές ότι, στην πρακτική που ακολουθεί η Επιτροπή κατά τη λήψη των αποφάσεών της, οι διαρθρωτικές κρίσεις θεωρήθηκαν ενίοτε ως ελαφρυντικές περιστάσεις. Πάντως, κατά τη νομολογία που παρατίθεται στην προηγούμενη σκέψη, η συνεκτίμηση από την Επιτροπή, σε προηγούμενες υποθέσεις, της οικονομικής καταστάσεως του τομέα ως ελαφρυντικής περιστάσεως δεν σημαίνει ότι πρέπει οπωσδήποτε να εξακολουθήσει να τηρεί την πρακτική αυτή (αποφάσεις της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, σκέψη 188 ανωτέρω, σκέψη 208, και Wieland‑Werke κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 180 ανωτέρω, σκέψη 227).

354    Επομένως, η Transcatab δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι η Επιτροπή όφειλε να μειώσει το πρόστιμο λόγω της καταστάσεως κρίσεως της ιταλικής αγοράς ακατέργαστου καπνού.

355    Επιπλέον, κατ’ εφαρμογή της νομολογίας της οποίας έγινε μνεία στις σκέψεις 352 και 353 ανωτέρω καθώς και της νομολογίας της οποίας έγινε μνεία στις σκέψεις 162 και 346 ανωτέρω, πρέπει να θεωρηθεί ότι η παραπομπή στην απόφαση 2003/600 δεν ασκεί επιρροή. Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να τονισθεί ότι η Επιτροπή εξήγησε σαφώς ότι η κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας είχε εκδοθεί η απόφαση εκείνη διέφερε ουσιωδώς από την υπό κρίση περίπτωση, στο μέτρο που, στην υπόθεση του γαλλικού βοείου κρέατος, η προσαπτόμενη συμπεριφορά αντιστοιχούσε σε απρόβλεπτη κρίση, η οποία προκλήθηκε από δραματική πτώση της ζητήσεως οφειλόμενη σε παράγοντες εντελώς ανεξάρτητους από την οικονομική κατάσταση του τομέα, ενώ, εν προκειμένω, οι δυσκολίες του οικείου τομέα υφίσταντο από μακρού χρόνου και ήσαν σε μεγάλο βαθμό διαρθρωτικής φύσεως.

356    Όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από το γεγονός ότι η συμπεριφορά των επιχειρήσεων μεταποιήσεως αντιστοιχούσε στην ανάγκη να εξισορροπηθεί η ισχύς των μεσαζόντων, η Επιτροπή διευκρίνισε, στις αιτιολογικές σκέψεις 289 και 290 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τους λόγους για τους οποίους απέρριψε το επιχείρημα αυτό. Eιδικότερα, στην αιτιολογική σκέψη 289 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ορθώς έκρινε ότι δεν απόκειται στις επιχειρήσεις να λάβουν μέτρα αντίθετα προς το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, για να αντισταθμίσουν τις πρακτικές που θεωρούν, καλώς ή κακώς, παράνομες.

357    Eπιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Transcatab δεν απέδειξε τους «τρομερούς εκφοβισμούς και τις απειλές» που ισχυρίστηκε ότι δεχόταν. Πράγματι, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, το υπ’ αριθ. 2573 έγγραφο του φακέλου το οποίο επικαλέστηκε δεν είναι άλλο από τα πρακτικά –τα οποία συνέταξαν οι εκπρόσωποι της Dimon Italia– συνεδριάσεως η οποία πραγματοποιήθηκε το 1997 μεταξύ, κυρίως, της Deltafina, της Transcatab και της APTI, σχετικά με τον καπνό που παρήχθη εκτός ποσοστώσεως και την ανάγκη να αναλάβουν οι αρχές κατάλληλες πρωτοβουλίες για να διασφαλίσουν την πώλησή του. Το έγγραφο αυτό αναφέρεται μόνο στο ενδεχόμενο διαμαρτυριών εκ μέρους των γεωργών λόγω των δυσκολιών που αντιμετωπίζει ο τομέας τους. Πάντως, από το έγγραφο αυτό δεν προκύπτει ότι οι εν λόγω ενδεχόμενες διαμαρτυρίες, ως προς τις οποίες δεν υπάρχει κανένα αποδεικτικό στοιχείο ότι όντως πραγματοποιήθηκαν, στρέφονταν οπωσδήποτε κατά των επιχειρήσεων μεταποιήσεως. Το απλό, όμως, ενδεχόμενο υπάρξεως διαμαρτυριών δεν μπορεί να αποτελέσει εξαιρετική κατάσταση κρίσεως δικαιολογούσα συμπεριφορές αντίθετες προς το άρθρο 81 ΕΚ. Eπιπλέον, η έκθεση της εξεταστικής επιτροπής του Κοινοβουλίου που επικαλείται η Transcatab δεν μνημονεύει κανένα ειδικό περιστατικό σχετικό με παράνομες δραστηριότητες στην αγορά του καπνού και, επομένως, δεν ασκεί επιρροή στο πλαίσιο αυτό.

358    Τέλος, το επιχείρημα που αντλείται από τη χρηματοπιστωτική κατάσταση της Transcatab αναλύθηκε και απορρίφθηκε στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως.

359    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί και το έκτο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, ο λόγος αυτός στο σύνολό του.

R –  5. Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας


S –  Επιχειρήματα των διαδίκων

360    Πρώτον, η Transcatab διατείνεται ότι η Επιτροπή, εφόσον έκρινε ότι η ανακοίνωση περί συνεργασίας δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στην Deltafina, όφειλε να την αντιμετωπίσει ως την πρώτη εταιρεία που έπρεπε να τύχει της μειώσεως του προστίμου.

361    Δεύτερον, η Transcatab υποστηρίζει ότι, κατ’ εφαρμογή του σημείου 23, τελευταίο εδάφιο, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, δεν έπρεπε να υποστεί κυρώσεις για τη συμπεριφορά της κατά το χρονικό διάστημα από το 1999 έως το 2002. Συγκεκριμένα, ήταν η πρώτη επιχείρηση που ενημέρωσε την Επιτροπή για την ύπαρξη συμφωνιών που συνομολογήθηκαν κατά την εν λόγω χρονική περίοδο. Η συμβολή της ήταν εξαιρετικά διεξοδική, αποφασιστική και πλήρης. Πριν η Transcatab προσκομίσει τα στοιχεία της, η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της κάποια στοιχεία που παρέσχον η Deltafina και η Dimon. Η Transcatab μνημονεύει πλείονα παραδείγματα στοιχείων που προσκόμισε σχετικά με κάθε έτος κατά το χρονικό διάστημα από το 1999 έως το 2002.

362    Επομένως, όσον αφορά την ανωτέρω χρονική περίοδο, η Transcatab παρέσχε «αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πραγματικά περιστατικά τα οποία αγνοούσε προηγουμένως η Επιτροπή» και τα περιστατικά αυτά είχαν «άμεση σχέση με τη βαρύτητα ή τη διάρκεια» της συμπράξεως υπό την έννοια του σημείου 23, τελευταίο εδάφιο, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας. Το εδάφιο αυτό αποσκοπεί να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να αντισταθμίσει το ποσοστό μειώσεως που ενδέχεται να μη χορηγηθεί σε μια επιχείρηση επειδή σημείωσε καθυστέρηση σε σχέση με τους ανταγωνιστές της εξαιτίας του χρόνου που αφιέρωσε στη σύνταξη πλήρους δηλώσεως.

363    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθούν τα επιχείρημα της Transcatab.

T –  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

a)     Επί της ιδιότητας της πρώτης εταιρείας που πρέπει να τύχει μειώσεως του προστίμου

364    Πρέπει να υπομνησθεί ότι οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της προσφυγής αποτελούν κανόνες δημοσίας τάξεως, τις προϋποθέσεις δε αυτές ο δικαστής της Ένωσης πρέπει να εξετάζει ενδεχομένως αυτεπαγγέλτως (βλ. απόφαση Honeywell κατά Επιτροπής, σκέψη 132 ανωτέρω, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ. επίσης, κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Νοεμβρίου 2007, C‑176/06 P, Stadtwerke Schwäbisch Hall κ.λπ. κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 18).

365    Όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 131 και 132 ανωτέρω, κατά το άρθρο 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και το άρθρο 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει μεταξύ άλλων το «αντικείμενο της διαφοράς» και «συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση». Επιπλέον, κατά το άρθρο 48, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, «κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι κάθε λόγος ακυρώσεως που δεν διατυπώνεται επαρκώς με το εισαγωγικό δικόγραφο πρέπει να θεωρείται απαράδεκτος. Επιπλέον, η συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση πρέπει να είναι αρκούντως σαφής και ακριβής, ώστε να μπορεί ο μεν καθού να προετοιμάζει την άμυνά του, το δε Γενικό Δικαστήριο να κρίνει την προσφυγή, ενδεχομένως, χωρίς να χρειαστεί πρόσθετες πληροφορίες (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 24ης Φεβρουαρίου 2000, Τ‑145/98, ADT Projekt κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑387, σκέψη 66, και της 16ης Μαρτίου 2004, Τ‑157/01, Danske Busvognmænd κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑917, σκέψη 45). Ανάλογες προϋποθέσεις απαιτούνται όταν η αιτίαση προβάλλεται προς στήριξη λόγου ακυρώσεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, Τ‑352/94, Mo och Domsjö κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1989, σκέψη 333).

366    Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία, για να διασφαλίζεται η ασφάλεια του δικαίου και η ορθή απονομή της δικαιοσύνης, για το παραδεκτό μιας προσφυγής επιβάλλεται τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, αλλά κατά τρόπο εύλογο και κατανοητό, από το κείμενο του δικογράφου (βλ. απόφαση Honeywell κατά Επιτροπής, σκέψη 132 ανωτέρω, σκέψη 56). Συναφώς, μολονότι το κύριο μέρος του δικογράφου της προσφυγής μπορεί να θεμελιωθεί και να συμπληρωθεί, όσον αφορά συγκεκριμένα σημεία, με αναφορές σε αποσπάσματα συνημμένων σε αυτό εγγράφων, μια γενική αναφορά σε άλλα έγγραφα, έστω και συνημμένα στο δικόγραφο της προσφυγής, δεν μπορεί να αντισταθμίσει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων νομικής επιχειρηματολογίας τα οποία, δυνάμει των προμνησθεισών διατάξεων, πρέπει να περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της προσφυγής (διάταξη του Πρωτοδικείου της 21ης Μαΐου 1999, Τ‑154/98, Asia Motor France κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑1703, σκέψη 49). Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να ερευνά και να εξακριβώνει, στα συνημμένα στην προσφυγή έγγραφα, τους ισχυρισμούς ή λόγους που θα μπορούσαν, κατά την κρίση του, να αποτελούν τη βάση της προσφυγής, δεδομένου ότι τα συνημμένα αυτά έγγραφα επιτελούν απλώς λειτουργία αποδεικτικών και διευκρινιστικών στοιχείων (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Μαΐου 2009, Τ‑151/05, NVV κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑1219, σκέψη 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

367    Eν προκειμένω, η παρουσίαση της υπό κρίση αιτιάσεως είναι πολύ συνοπτική, καθόσον η Transcatab της αφιερώνει μία μόνο φράση στο δικόγραφο της προσφυγής της.

368    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, μολονότι παραδέχθηκε ότι η αιτίαση είχε διατυπωθεί κατά λακωνικό τρόπο, η Transcatab διευκρίνισε το περιεχόμενό της. Η Transcatab υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, στην περίπτωση κατά την οποία το Γενικό Δικαστήριο ήθελε δεχθεί ότι η ανακοίνωση περί συνεργασίας δεν είχε εφαρμογή στην Deltafina και, επομένως, ότι η Mindo έπρεπε να θεωρηθεί η πρώτη επιχείρηση που θα ετύγχανε της απαλλαγής από πρόστιμα αντί της Deltafina, θα έπρεπε να θεωρηθεί –επί τη βάσει ενός είδους «αλυσιδωτών αποτελεσμάτων»– η πρώτη εταιρεία που θα τύχει της μειώσεως του προστίμου κατά το σημείο 23, πρώτο εδάφιο, στοιχείο β΄, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας. Κατά συνέπεια, η μείωση του προστίμου που χορήγησε η Επιτροπή στην Transcatab θα πρέπει να αυξηθεί.

369    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αποδοχή του επιχειρήματος της Transcatab προϋποθέτει, πρώτον, την εκ μέρους της Mindo άσκηση προσφυγής κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δεύτερον, την προβολή λόγου ακυρώσεως αντλούμενου από το ότι θα έπρεπε να θεωρηθεί ως τυγχάνουσα απαλλαγής από πρόστιμα στη θέση της Deltafina, λόγω της μη εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας στην εταιρεία αυτή, και, τρίτον, την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου αποδοχή του λόγου αυτού στο πλαίσιο της αφορώσας την Mindo υποθέσεως.

370    Επομένως, η αιτίαση της Transcatab στηρίζεται σε σιωπηρή παραπομπή σε λόγο ακυρώσεως που θα προβληθεί ενδεχομένως στο πλαίσιο άλλης υποθέσεως και στον οποίο δεν αναφέρεται καν ρητώς. Επιπλέον, η αιτίαση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή παρά μόνον εάν ο λόγος ακυρώσεως που θα προβληθεί ενδεχομένως από την Mindo στο πλαίσιο της άλλης υποθέσεως θα γίνει δεκτός από το Γενικό Δικαστήριο.

371    Η αναγνώριση όμως του παραδεκτού λόγων ακυρώσεως που δεν αναλύονται επαρκώς στο δικόγραφο της προσφυγής αλλά παραπέμπουν σε λόγους που υποτίθεται ότι θα προβληθούν από τρίτον σε άλλη υπόθεση, στην οποία παραπέμπει σιωπηρώς το δικόγραφο της προσφυγής, θα είχε ως συνέπεια την καταστρατήγηση των επιτακτικών προϋποθέσεων του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου (νυν Γενικού Δικαστηρίου), που υπενθυμίζονται με τη σκέψη 365 ανωτέρω (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Honeywell κατά Επιτροπής, σκέψη 132 ανωτέρω, σκέψη 64).

372    Εν πάση περιπτώσει, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να απορρίπτει ως απαράδεκτο ένα αίτημα προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιόν του όταν τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται αυτό το αίτημα δεν προκύπτουν κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου της προσφυγής, δεδομένου ότι η έλλειψη των στοιχείων αυτών στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορεί να θεραπευθεί με την παρουσίασή τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Ιουλίου 2006, C‑214/05 P, Rossi κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2006, σ. I‑7057, σκέψη 37).

373    Υπό το πρίσμα του συνόλου των σκέψεων αυτών, η επίμαχη αιτίαση πρέπει να θεωρηθεί απαράδεκτη.

b)     Επί του σημείου 23, τελευταίο εδάφιο, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας

374    Όσον αφορά το επιχείρημα της Transcatab που αντλείται από το γεγονός ότι, κατ’ εφαρμογή του σημείου 23, τελευταίο εδάφιο, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, δεν θα έπρεπε να της επιβληθεί κύρωση για τη συμπεριφορά της κατά το χρονικό διάστημα 1999-2002 υπό την ιδιότητα της πρώτης επιχειρήσεως που ενημέρωσε την Επιτροπή για την ύπαρξη των συμφωνιών που συνομολογήθηκαν κατά την ως άνω χρονική περίοδο, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη διάταξη αυτή, «εάν μια επιχείρηση παράσχει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πραγματικά περιστατικά τα οποία αγνοούσε προηγουμένως η Επιτροπή και τα οποία έχουν άμεση σχέση με τη βαρύτητα ή τη διάρκεια της πιθανολογούμενης σύμπραξης (καρτέλ), η Επιτροπή δεν θα λάβει υπόψη τα στοιχεία αυτά κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου που θα επιβάλει στην επιχείρηση που παρέσχε τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία».

375    Πρέπει, επίσης, να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της συνεργασίας που παρέχουν τα μέλη μιας συμπράξεως, στην Επιτροπή μπορεί να προσαφθεί μόνον πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, δεδομένου ότι έχει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως για να αξιολογήσει την ποιότητα και τη χρησιμότητα της συνεργασίας μιας επιχειρήσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 10ης Μαΐου 2007, SGL Carbon κατά Επιτροπής, σκέψη 331 ανωτέρω, σκέψη 88).

376    Επομένως, πρέπει, πρώτον, να διευκρινιστεί η έννοια του σημείου 23, τελευταίο εδάφιο, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας και, δεύτερον, να ελεγχθεί αν, κατά την εφαρμογή της διατάξεως αυτής, η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον επέβαλε κυρώσεις στην Transcatab για τη συμπεριφορά της κατά το χρονικό διάστημα 1999-2002.

377    Πρέπει, κατ’ αρχάς, να απορριφθεί η ερμηνεία που προτείνει η Transcatab και κατά την οποία το σημείο 23, τελευταίο εδάφιο, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας αποσκοπεί στο να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να αντισταθμίσει το ποσοστό μειώσεως του προστίμου που ενδέχεται να μη χορηγηθεί σε μια επιχείρηση λόγω της καθυστερήσεως που σημείωσε σε σχέση με τους ανταγωνιστές της εξαιτίας του χρόνου που αφιέρωσε στη σύνταξη πλήρους δηλώσεως (βλ. σκέψη 362 ανωτέρω). Η ερμηνεία αυτή είναι αντίθετη προς τη λογική της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, στο μέτρο που θα έθετε σε κίνδυνο τον κύριο σκοπό του συστήματος που δημιούργησε η εν λόγω ανακοίνωση, δηλαδή την παροχή κινήτρου στα μέλη της συμπράξεως να «προδώσουν» το καρτέλ και να συνεργαστούν με την Επιτροπή.

378    Πράγματι, από το προοίμιο της ανακοινώσεως περί συνεργασίας προκύπτει ότι η λογική της ανακοινώσεως αυτής είναι να ενθαρρύνει τις επιχειρήσεις που συμμετέχουν σε παράνομες συμπράξεις να συνεργαστούν με την Επιτροπή στο πλαίσιο της καταπολεμήσεως των καρτέλ, για τον λόγο ότι οι συμπράξεις του είδους αυτού συνιστούν πρακτικές που συγκαταλέγονται μεταξύ των πιο σοβαρών περιορισμών του ανταγωνισμού. Στο πλαίσιο αυτό, προκειμένου να ενισχύσει τη συνεργασία αυτή, η Επιτροπή προβλέπει σύστημα το οποίο αποσκοπεί στη χορήγηση, στις επιχειρήσεις που συνεργάζονται μαζί της, είτε απαλλαγής είτε μειώσεων των προστίμων που ενδέχεται να τους επιβληθούν.

379    Είναι όμως σύμφυτο προς τη λογική αυτή ότι το αποτέλεσμα που επιδιώκεται με την ανακοίνωση περί συνεργασίας είναι να δημιουργηθεί κλίμα αβεβαιότητας στο εσωτερικό των συμπράξεων και να ενθαρρυνθεί η καταγγελία τους στην Επιτροπή. Η αβεβαιότητα αυτή απορρέει ακριβώς από το γεγονός ότι οι μετέχοντες στη σύμπραξη γνωρίζουν ότι μόνο σ’ έναν εξ αυτών μπορεί να χορηγηθεί πλήρης απαλλαγή από τα πρόστιμα, εφόσον καταγγείλει τους άλλους μετέχοντες στην παράβαση, εκθέτοντάς τους με τον τρόπο αυτόν στον κίνδυνο να τους επιβληθούν πρόστιμα. Στο πλαίσιο του συστήματος αυτού και κατά την ίδια λογική, στις επιχειρήσεις που υπήρξαν οι ταχύτερες στην παροχή της συνεργασίας τους χορηγούνται σημαντικότερες μειώσεις των προστίμων, τα οποία θα έπρεπε άλλως να καταβάλουν, σε σχέση με τις μειώσεις που χορηγούνται στις επιχειρήσεις που υπήρξαν λιγότερο ταχείες στη συνεργασία.

380    Η χρονολογική σειρά και η ταχύτητα της συνεργασίας που παρέσχον τα μέλη της συμπράξεως συνιστούν, επομένως, θεμελιώδη στοιχεία του συστήματος που καθιέρωσε η ανακοίνωση περί συνεργασίας.

381    Η ερμηνεία όμως του σκοπού μιας διατάξεως της ανακοινώσεως περί συνεργασίας πρέπει να είναι σύμφωνη προς τη λογική της εν λόγω ανακοινώσεως. Υπό το πρίσμα αυτό, το σημείο 23, τελευταίο εδάφιο, της ανακοινώσεως αυτής πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποσκοπεί στην ανταμοιβή μιας επιχειρήσεως, έστω και αν δεν ήταν η πρώτη που υπέβαλε την αίτηση απαλλαγής σχετικά με την επίμαχη σύμπραξη, εφόσον είναι η πρώτη που προσκόμισε στην Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πραγματικά περιστατικά τα οποία αγνοούσε η Επιτροπή και τα οποία έχουν άμεση σχέση με τη σοβαρότητα ή τη διάρκεια της συμπράξεως. Με άλλα λόγια, εάν τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η επιχείρηση αφορούν πραγματικά περιστατικά που παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να μεταβάλει την έως τότε αξιολόγησή της όσον αφορά την σοβαρότητα ή τη διάρκεια της συμπράξεως, η επιχείρηση η οποία προσκομίζει τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία ανταμείβεται με την απαλλαγή όσον αφορά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που μπορούν να αποδοθούν βάσει των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων.

382    Συνεπώς, το σημείο 23, τελευταίο εδάφιο, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας δεν αφορά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες μια επιχείρηση απλώς προσκόμισε νέα ή πληρέστερα αποδεικτικά στοιχεία σε σχέση με πραγματικά περιστατικά τα οποία ήδη γνώριζε η Επιτροπή. Το εν λόγω εδάφιο δεν εφαρμόζεται ούτε στις περιπτώσεις κατά τις οποίες μια επιχείρηση γνωστοποιεί νέα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, ωστόσο, δεν μπορούν να μεταβάλουν την αξιολόγηση της Επιτροπής ως προς τη σοβαρότητα ή τη διάρκεια της συμπράξεως. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται, αντιθέτως, αποκλειστικά και μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες συντρέχουν δύο προϋποθέσεις: πρώτον, η επίμαχη επιχείρηση είναι η πρώτη που αποδεικνύει πραγματικά περιστατικά που αγνοούσε προηγουμένως η Επιτροπή, δεύτερον, τα περιστατικά αυτά, επειδή έχουν άμεση σχέση με τη σοβαρότητα ή τη διάρκεια της πιθανολογούμενης συμπράξεως, παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να καταλήξει σε νέα συμπεράσματα επί της παραβάσεως.

383    Επομένως, υπό το πρίσμα των σκέψεων αυτών πρέπει να εξετασθεί αν η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη επιβάλλοντας κυρώσεις στην Transcatab για τη συμπεριφορά της κατά το χρονικό διάστημα από το 1999 έως το 2002. Συναφώς, πρέπει να τονισθεί, πρώτον, ότι, στην αιτιολογική σκέψη 497 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δήλωσε ρητώς ότι δεν αγνοούσε κανένα από τα πραγματικά περιστατικά σε σχέση με τα οποία η Transcatab είχε παράσχει αποδεικτικά στοιχεία και, δεύτερον, ότι, στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτιάσεως, τα επιχειρήματα της Transcatab αφορούν μόνο τη διάρκεια της συμπράξεως. Αντιθέτως, δεν αφορούν πραγματικά περιστατικά που είχαν ενδεχομένως σχέση με τη σοβαρότητα της παραβάσεως.

384    Από τον φάκελο προκύπτει ότι, από της υποβολής της αιτήσεως περί απαλλαγής εκ μέρους της Deltafina, στις 19 Φεβρουαρίου 2002, η Επιτροπή είχε γνώση του γεγονότος ότι η σύμπραξη είχε αρχίσει το 1995 και είχε διαρκέσει μέχρι το 2001. Πράγματι, στην αίτησή της περί απαλλαγής, η Deltafina, αφενός, είχε παραδεχθεί ρητώς το γεγονός αυτό και, αφετέρου, είχε παρουσιάσει οκτώ χειρόγραφα σημειώματα σχετικά με συναντήσεις και συζητήσεις μεταξύ των επιχειρήσεων μεταποιήσεως όσον αφορά το έτος 1999, δύο χειρόγραφα σημειώματα όσον αφορά το έτος 2000 και δύο άλλα όσον αφορά το έτος 2001. Άλλωστε, πρέπει να τονισθεί ότι η Transcatab διατείνεται απλώς ότι ήταν η πρώτη που προσκόμισε την απόδειξη πλειόνων συμφωνιών και επαφών που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ των επιχειρήσεων μεταποιήσεως κατά την περίοδο εκείνη. Δεν υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι η Επιτροπή δεν γνώριζε ήδη το γεγονός ότι η σύμπραξη μεταξύ των επιχειρήσεων μεταποιήσεως λειτουργούσε κατά τη χρονική περίοδο μεταξύ 1999 και 2002.

385    Επιπλέον, η διεξοδική ανάλυση της προσβαλλομένης αποφάσεως καταδεικνύει επίσης ότι η Επιτροπή θεμελίωσε την απόφασή της σε πλείονα πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τις επαφές που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ των επιχειρήσεων μεταποιήσεως, τα οποία προέρχονταν από την Deltafina και την Dimon Italia, και, επομένως, προσκομίσθηκαν ανεξαρτήτως των πληροφοριών στοιχείων που παρέσχε η Transcatab.

386    Όσον αφορά, ειδικότερα, το έτος 1999, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Deltafina παρέσχε πλείονες ενδείξεις σχετικά με τις επαφές που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ των επιχειρήσεων μεταποιήσεως κατά το έτος αυτό, όπως για παράδειγμα, στις αιτιολογικές σκέψεις 159 (υποσημείωση 181), 195 (υποσημείωση 206), 199 (υποσημείωση 212) και 200 (υποσημείωση 214). Από όλες αυτές όμως τις υποσημειώσεις συνάγεται ότι η Deltafina είχε περιγράψει το περιεχόμενο των συναντήσεων σε δηλώσεις που προσκόμισε πριν από την υποβολή της αιτήσεως μειώσεως του προστίμου εκ μέρους της Transcatab.

387    Όσον αφορά την επέκταση της συμπράξεως και στο πλεόνασμα της παραγωγής, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 144 και 148 συντάχθηκαν επί τη βάσει πληροφοριών που παρέσχε η Deltafina. Η Επιτροπή διευκρίνισε στο υπόμνημα ανταπαντήσεως ότι αυτές οι αιτιολογικές σκέψεις στηρίζονται σε έγγραφα που προσκόμισε η Deltafina στις 22 Φεβρουαρίου 2002, δηλαδή και πάλι πριν από την υποβολή εκ μέρους της Transcatab της αιτήσεως περί μειώσεως του προστίμου της. Το γεγονός ότι η επέκταση αυτή τυποποιήθηκε στη συνέχεια σε συμφωνία την οποία προσκόμισε η Transcatab ουδόλως μεταβάλλει την εκτίμηση της υπό κρίση αιτιάσεως της Transcatab υπό το πρίσμα του σημείου 23, τελευταίο εδάφιο, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας.

388    Όσον αφορά το έτος 2000, οι αιτιολογικές σκέψεις 203 (υποσημείωση 216) και 204 (υποσημείωση 218) της προσβαλλομένης αποφάσεως καταδεικνύουν ότι η Deltafina προσκόμισε πολλά αποδεικτικά στοιχεία για τις επαφές μεταξύ των επιχειρήσεων μεταποιήσεως κατά το έτος εκείνο. Η υποσημείωση 218 διευκρινίζει, ιδίως, ότι η Deltafina είχε περιγράψει το περιεχόμενο της συνεδριάσεως της οποίας γίνεται μνεία στην αιτιολογική σκέψη 204 της προσβαλλομένης αποφάσεως σε δηλώσεις προγενέστερες της υποβολής εκ μέρους της Transcatab της αιτήσεως περί μειώσεως του προστίμου της, πράγμα που επιβεβαίωσε η Επιτροπή με το υπόμνημα ανταπαντήσεως. Επιπλέον, από τον φάκελο συνάγεται ότι, στις 19 Μαρτίου 2002, η Deltafina προσκόμισε επίσης πληροφοριακά στοιχεία και έγγραφα στην Επιτροπή σχετικά με τις επαφές που πραγματοποιήθηκαν κατά το έτος εκείνο.

389    Όσον αφορά το έτος 2001, από τις αιτιολογικές σκέψεις 209 (υποσημείωση 223) και 211 (υποσημείωση 225) της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, πριν από την εκ μέρους της Transcatab υποβολή της αιτήσεως περί μειώσεως του προστίμου, η Deltafina είχε ήδη προσκομίσει στην Επιτροπή έγγραφα που αποδείκνυαν την ύπαρξη επαφών μεταξύ επιχειρήσεων μεταποιήσεως κατά το έτος εκείνο. Ειδικότερα, τα έγγραφα 495, 498, 524, και 614, των οποίων γίνεται μνεία στις δύο υποσημειώσεις αυτές, αποδεικνύουν χωρίς περιθώριο αμφιβολίας την ύπαρξη επαφών κατά τη διάρκεια εκείνης της χρονικής περιόδου μεταξύ των επιχειρήσεων μεταποιήσεως. Τα έγγραφα αυτά καταδεικνύουν επίσης ότι, πριν από την εκ μέρους της Transcatab υποβολή της αιτήσεως περί μειώσεως του προστίμου, η Επιτροπή γνώριζε ήδη τις παράνομες επαφές μεταξύ των επιχειρήσεων μεταποιήσεως, στις οποίες περιλαμβανόταν η Transcatab, τουλάχιστον μέχρι τις 15 Οκτωβρίου 2001.

390    Όσον αφορά το έτος 2002, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι γνώριζε ήδη τη συνέχιση των επαφών μεταξύ των επιχειρήσεων μεταποιήσεως κατά το έτος αυτό, βάσει της τηλεομοιοτυπίας της οποίας έγινε μνεία στην υποσημείωση 235 της προσβαλλομένης αποφάσεως και την οποία προσκόμισε η Dimon. Η Transcatab υποστηρίζει, πάντως, ότι το έγγραφο αυτό προσκομίσθηκε μετά τις 18 Απριλίου 2002, ημερομηνία κατά την οποία προσκόμισε τα έγγραφα των οποίων γίνεται μνεία στην υποσημείωση 234 όσον αφορά το έτος 2002.

391    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Dimon Italia προσκόμισε το ως άνω έγγραφο μετά την Transcatab και, επομένως, ότι η Transcatab ήταν η πρώτη επιχείρηση η οποία προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία περί των συναντήσεων που πραγματοποιήθηκαν στην αρχή του 2002, το γεγονός αυτό δεν θα είχε καμία πρακτική συνέπεια.

392    Πράγματι, αφενός, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 389 ανωτέρω, από τον φάκελο προκύπτει ότι, πριν από την εκ μέρους της Transcatab υποβολή της αιτήσεως περί μειώσεως του προστίμου, η Επιτροπή διέθετε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη διάρκεια της συμπράξεως τουλάχιστον μέχρι τις 15 Οκτωβρίου 2001. Δεδομένου ότι η σύμπραξη άρχισε στις 29 Σεπτεμβρίου 1995 (βλ. αιτιολογική σκέψη 377 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και η Transcatab δεν αμφισβήτησε το γεγονός αυτό, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, πριν από την προσκόμιση των εγγράφων από την Transcatab, η Επιτροπή διέθετε, επομένως, ήδη επαρκείς πληροφορίες για να αποδείξει ότι η σύμπραξη είχε διάρκεια άνω των έξι ετών. Η διαπίστωση αυτή και μόνον παρείχε έτσι στην Επιτροπή τη δυνατότητα να αυξήσει το αρχικό ποσό του προστίμου κατά 60 %. Επομένως, το γεγονός ότι η Επιτροπή διαπίστωσε διάρκεια μεγαλύτερη κατά τέσσερις μήνες (μέχρι τις 19 Φεβρουαρίου 2002) δεν είχε καμία συνέπεια για τον καθορισμό της τελικής κυρώσεως.

393    Αφετέρου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 256 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή απέδειξε, χωρίς η Transcatab να αμφισβητήσει την ορθότητα της εκτιμήσεως αυτής (βλ. σκέψη 233 ανωτέρω), ότι η σύμπραξη ήταν ενιαία και διαρκής παράβαση. Η Επιτροπή διαπίστωσε επίσης ότι η παράβαση αυτή τερματίσθηκε στις 19 Φεβρουαρίου 2002, δηλαδή την ημερομηνία κατά την οποία η Deltafina υπέβαλε την αίτηση απαλλαγής από τα πρόστιμα. Η Transcatab, όμως, ούτε υποστήριξε ούτε απέδειξε ότι έπαυσε να μετέχει στην παράβαση πριν από την ημερομηνία αυτή.

394    Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι η επιχείρηση που έχει μετάσχει σε μια τέτοια παράβαση με τη συμπεριφορά της, που ενέπιπτε στην έννοια της συμφωνίας ή της εναρμονισμένης πρακτικής με αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ και απέβλεπε στην υλοποίηση της παραβάσεως στο σύνολό της, είναι επίσης υπαίτια, για όλη τη διάρκεια της συμμετοχής της στην εν λόγω παράβαση, για τη συμπεριφορά άλλων επιχειρήσεων στο πλαίσιο της ίδιας παραβάσεως (βλ. απόφαση BST κατά Επιτροπής, σκέψη 222 ανωτέρω, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

395    Ομοίως, μια επιχείρηση μπορεί να θεωρηθεί υπαίτια συνολικής συμπράξεως, έστω και αν αποδεδειγμένα μετέσχε ευθέως σε ένα μόνον ή σε πλείονα συστατικά στοιχεία αυτής της συμπράξεως, εφόσον γνώριζε ή όφειλε οπωσδήποτε να γνωρίζει, αφενός, ότι η συμπαιγνία στην οποία μετείχε αποτελούσε μέρος συνολικού σχεδίου και, αφετέρου, ότι το συνολικό αυτό σχέδιο κάλυπτε όλα τα συστατικά στοιχεία της συμπράξεως (αποφάσεις του Πρωτοδικείου PVC II, σκέψη 91 ανωτέρω, σκέψη 773˙ HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 130 ανωτέρω, σκέψη 231, και της 19ης Μαΐου 2010, Τ-19/05, Boliden κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. ΙΙ‑1843, σκέψη 61).

396    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Transcatab δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πραγματικά περιστατικά τα οποία αγνοούσε προηγουμένως η Επιτροπή και τα οποία έχουν άμεση σχέση με τη σοβαρότητα ή τη διάρκεια της εικαζομένης συμπράξεως που θα δικαιολογούσαν την εφαρμογή της μερικής απαλλαγής που προβλέπει το σημείο 23, τελευταίο εδάφιο, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας. Επομένως, η Transcatab δεν μπορεί να προβάλει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και δεν πρέπει, επομένως, να θεωρηθεί υπαίτια για το σύνολο της παραβάσεως.

397    Κατά συνέπεια, το αίτημα περί μερικής ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του. Σε ό,τι αφορά το αίτημα περί μεταρρυθμίσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι, δεδομένου ότι κανένα στοιχείο δεν είναι εν προκειμένω ικανό να δικαιολογήσει μείωση του ποσού του προστίμου, το εν λόγω αίτημα δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

U –  6. Επί της αντίθετης προσφυγής της Επιτροπής


V –  Επιχειρήματα των διαδίκων

398    Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η Transcatab αμφισβήτησε την ακρίβεια των πραγματικών περιστατικών, ιδίως τη διάρκεια της συμπράξεως, όπως τα διαπίστωσε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση. Υποστηρίζοντας, στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ότι από το 1999 περιορίστηκε σε συμπεριφορά που εντάσσεται αποκλειστικά στο πλαίσιο των διεπαγγελματικών συμφωνιών (βλ. σκέψεις 227 και 228 ανωτέρω), η Transcatab δεν αρκέστηκε να αμφισβητήσει την ορθότητα της ερμηνείας των πραγματικών περιστατικών που έδωσε η Επιτροπή, αλλά έθεσε εν αμφιβόλω το υποστατό πραγματικών περιστατικών τα οποία είχε παραδεχθεί προηγουμένως. Η εκ μέρους της Transcatab αμφισβήτηση της διάρκειας της συμπράξεως, η οποία συνιστά ουσιώδες στοιχείο της περιγραφής των πραγματικών περιστατικών, καθιστά εν μέρει αδικαιολόγητη τη μείωση κατά 30 % που της χορήγησε η Επιτροπή. Επομένως, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να περιορίσει τη μείωση του προστίμου από 30 σε 25 % και να καθορίσει το πρόστιμο, στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας πλήρους δικαιοδοσίας, στο ποσό των 15 εκατομμυρίων ευρώ.

399    Η Transcatab ζητεί την απόρριψη της αντίθετης προσφυγής της Επιτροπής.

W –  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

400    Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το γεγονός ότι η Transcatab δεν «έθεσε εν αμφιβόλω τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή στην ανακοίνωση των αιτιάσεων» αποτέλεσε έναν από τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή της χορήγησε μείωση κατά 30 % του προστίμου (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 498 και 499 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

401    Ωστόσο, από την απάντηση της Transcatab στην ανακοίνωση των αιτιάσεων προκύπτει ότι, μολονότι αυτή δεν απήντησε ρητώς στις αιτιάσεις της Επιτροπής σχετικά με τη διάρκεια της παραβάσεως, υποστήριξε, πάντως, ότι, στο μέτρο που οι επιχειρήσεως μεταποιήσεως ενεργούσαν από το 1999 τηρώντας τον νόμο 88/88, δεν έπρεπε να θεωρηθούν υπεύθυνες για τις αντιβαίνουσες προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορές που υιοθετήθηκαν από το έτος εκείνο.

402    Επομένως, ακόμη και αν η παρουσίαση του εν λόγω επιχειρήματος έρχεται σε αντίφαση προς ορισμένα επιχειρήματα που προβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και προς την έλλειψη αμφισβητήσεως ορισμένων πτυχών της αναλύσεως της Επιτροπής, αυτό δεν αφαιρεί τίποτα από τη διαπίστωση ότι το επιχείρημα που περιέχει το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως προβλήθηκε ήδη στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας. Κατά συνέπεια, όταν η Επιτροπή χορήγησε τη μείωση του προστίμου στην Transcatab, γνώριζε ήδη το επιχείρημα αυτό, οπότε το εν λόγω επιχείρημα δεν μπορεί να συνιστά αμφισβήτηση του υποστατού των πραγματικών περιστατικών θέτουσα εν αμφιβόλω τη μείωση που χορηγήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση δυνάμει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας.

403    Επομένως, η αντίθετη προσφυγή της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί.

404    Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί η προσφυγή στο σύνολό της, καθώς και η αντίθετη προσφυγή της Επιτροπής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

405    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Πάντως, κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του ως άνω κανονισμού, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων ή εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι.

406    Εν προκειμένω, η Transcatab ηττήθηκε όσον αφορά την προσφυγή της, ενώ η Επιτροπή ηττήθηκε όσον αφορά την αντίθετη προσφυγή της. Ωστόσο, επειδή η τελευταία αποσκοπούσε στην οριακή και μόνον αύξηση του ποσού των προστίμων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αυτές που ηττήθηκαν είναι κατ’ ουσίαν οι προσφεύγουσες. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να κριθεί ότι η προσφεύγουσα θα φέρει τα δικαστικά έξοδά της και το 90 % των εξόδων της Επιτροπής, ενώ η Επιτροπή θα φέρει το 10 % των δικαστικών εξόδων της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Απορρίπτει την αντίθετη προσφυγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

3)      Η Transcatab SpA φέρει τα δικαστικά της έξοδα και το 90 % των εξόδων της Επιτροπής.

4)      Η Επιτροπή φέρει το 10 % των δικαστικών εξόδων της.

Azizi

Cremona

Frimodt Nielsen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 5 Οκτωβρίου 2011.

(υπογραφές)

Πίνακας περιεχομένων


Ιστορικό της διαφοράς

1. Η διοικητική διαδικασία

2. Η προσβαλλόμενη απόφαση

Οι αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως

Ο καθορισμός του ποσού των προστίμων

Καθορισμός του αρχικού ποσού των προστίμων

Καθορισμός του βασικού ποσού των προστίμων

Ελαφρυντικές περιστάσεις

Εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

1. Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά τον καταλογισμό της παραβάσεως στη μητρική εταιρεία της Transcatab

Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αντλείται από εσφαλμένη ερμηνεία της νομολογίας, από την παράβλεψη των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων και από την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

–  Επί της παραβάσεως των κανόνων που διέπουν τον καταλογισμό στη μητρική εταιρεία των πρακτικών της θυγατρικής της

–  Επί της παραβλέψεως των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίσθηκαν για να ανατραπεί το τεκμήριο

–  Επί της προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας

Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αντλείται από την παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

2. Eπί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά τον καθορισμό του αρχικού ποσού του προστίμου

Επί του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά τη σοβαρότητα της παραβάσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

–  Επί του χαρακτηρισμού της παραβάσεως ως πολύ σοβαρής

–  Επί του πραγματικού αντικτύπου της παραβάσεως στην αγορά

–  Επί της γεωγραφικής εκτάσεως της αγοράς

–  Επί της παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

–  Επί των προσβολών των δικαιωμάτων άμυνας

Eπί του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αντλείται από την παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας, της ίσης μεταχειρίσεως και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κατά τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

–  Επί της παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας

–  Επί της παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

–  Επί της παραβιάσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

Επί του τρίτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αντλείται από την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας κατά τη συνεκτίμηση του αποτρεπτικού χαρακτήρα της κυρώσεως και της χρηματοοικονομικής καταστάσεως της Transcatab

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

3. Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου

Επί του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αντλείται από εσφαλμένη προσαύξηση του ποσού του προστίμου λόγω της διάρκειας της παραβάσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

–  Επί της προσαυξήσεως του προστίμου βάσει της διάρκειας της συμφωνίας

–  Επί της ελλείψεως βλάβης των καταναλωτών

Επί του δευτέρου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αντλείται από την παραβίαση της αρχής ne bis in idem και από την έλλειψη αιτιολογίας

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του τρίτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αντλείται από την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

4. Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά ορισμένες ελαφρυντικές περιστάσεις

Επί του πρώτου σκέλους του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά την ελαφρυντική περίσταση που αντλείται από την έλλειψη εφαρμογής της συμπράξεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του δευτέρου σκέλους του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά την ελαφρυντική περίσταση που αντλείται από την παύση των επίδικων δραστηριοτήτων πριν από την επέμβαση της Επιτροπής

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του τρίτου σκέλους του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά την ελαφρυντική περίσταση που αντλείται από την ύπαρξη εύλογης αμφιβολίας ως προς τον παραβατικό χαρακτήρα της επίδικης συμπεριφοράς

Επί της υπάρξεως εύλογης αμφιβολίας ως προς τον παράνομο χαρακτήρα της επίδικης συμπεριφοράς

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί της διαφορετικής μεταχειρίσεως σε σχέση με την υπόθεση Ακατέργαστος καπνός – Ισπανία

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του τετάρτου σκέλους του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά την ελαφρυντική περίσταση που αντλείται από την έμπρακτη συνεργασία της Transcatab στο πλαίσιο της διαδικασίας

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του πέμπτου σκέλους του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά την ελαφρυντική περίσταση που αντλείται από την έλλειψη προηγουμένου στην αγορά του ακατέργαστου καπνού τον χρόνο κατά τον οποίο η Επιτροπή άρχισε τις έρευνές της

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του έκτου σκέλους του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά τα κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά του τομέα του ακατέργαστου καπνού στην Ιταλία και την κρίση του τομέα αυτού

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

5. Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί της ιδιότητας της πρώτης εταιρείας που πρέπει να τύχει μειώσεως του προστίμου

Επί του σημείου 23, τελευταίο εδάφιο, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας

6. Επί της αντίθετης προσφυγής της Επιτροπής

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

Top