EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62006CJ0238

Απόφαση του Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα) της 25ης Οκτωβρίου 2007.
Develey Holding GmbH & Co. Beteiligungs KG κατά Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ).
Υπόθεση C-238/06 P.

Συλλογή της Νομολογίας 2007 I-09375

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2007:635

Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Διατακτικό

Διάδικοι

Στην υπόθεση C‑238/06 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που ασκήθηκε στις 25 Μαΐου 2006,

Develey Holding GmbH & Co. Beteiligungs KG , με έδρα το Unterhaching (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους R. Kunz-Hallstein και H. Kunz-Hallstein, Rechtsänwalte,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι:

το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) , εκπροσωπούμενο από τον G. Schneider,

καθού πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους Γ. Αρέστη, πρόεδρο τμήματος, R. Silva de Lapuerta και E. Juhász (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer

γραμματέας: B. Fülöp, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 24ης Μαΐου 2007,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης

1. Με την αίτηση αναιρέσεως, η εταιρία Develey Holding GmbH & Co. Beteiligungs KG (στο εξής: Develey) ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 15ης Μαρτίου 2006, T‑129/04, Develey κατά ΓΕΕΑ (μορφή πλαστικής φιάλης), Συλλογή 2006, σ. II‑811 (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή κατά της αποφάσεως του δεύτερου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), της 20ής Ιανουαρίου 2004, περί απορρίψεως της αιτήσεως καταχωρίσεως ενός τρισδιάστατου σήματος (στο εξής: επίδικη απόφαση).

Το νομικό πλαίσιο

Το διεθνές δίκαιο

Σύμβαση των Παρισίων

2. Το δίκαιο των σημάτων διέπεται διεθνώς από τη Σύμβαση περί προστασίας της βιομηχανικής ιδιοκτησίας, η οποία υπογράφηκε στο Παρίσι στις 20 Μαρτίου 1883 και της οποίας η τελευταία αναθεώρηση έγινε στη Στοκχόλμη στις 14 Ιουλίου 1967 ( Συλλογή συνθηκών των Ηνωμένων Εθνών, τόμος 828, αριθ. 11851, σ. 305 έως 388, στο εξής: Σύμβαση των Παρισίων). Όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας είναι συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση αυτή.

3. Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της Συμβάσεως των Παρισίων ορίζει:

«Οι υπήκοοι εκάστης των Χωρών της Ενώσεως θα απολαύωσιν εν πάσαις ταις λοιπαίς Χώραις της Ενώσεως εις ότι αφορά την προστασίαν της Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας, των πλεονεκτημάτων εκείνων, άτινα οι σχετικοί νόμοι αναγνωρίζουσιν επί του παρόντος ή θέλουσιν αναγνωρίσει μεταγενεστέρως εις τους ημεδαπούς, μη θιγομένων των δικαιωμάτων των ειδικώς προβλεπομένων υπό της παρούσης Συμβάσεως. Κατά συνέπειαν θα τυγχάνωσιν της αυτής προστασίας, οίας και ούτοι και της αυτής νομίμου συνδρομής κατά πάσης προσβολής των δικαιώματων των, υπό την επιφύλαξιν της εκπληρώσεως των εις τους ημεδαπούς επιβαλλομένων όρων και διατυπώσεων.»

4. Το άρθρο 6 πεντάκις, A και B, της Συμβάσεως των Παρισίων ορίζει:

«A.

1) Παν σήμα βιομηχανικόν ή εμπορικόν κανονικώς καταχωρηθέν εις την χώραν προελεύσεως είναι δεκτόν προς κατάθεσιν και θέλει προστατεύεσθαι απαράλλακτον εις τας άλλας χώρας της Ενώσεως υπό τας επιφυλάξεις του παρόντος άρθρου. Αι χώραι αύται δύνανται να απαιτώσιν, πριν ή προβώσιν εις την οριστικήν καταχώρησιν, την υποβολήν πιστοποιητικού καταθέσεως εις την χώραν. Ουδεμία επικύρωσις δύναται να απαιτηθή διά το πιστοποιητικόν τούτο.

2) Θεωρείται χώρα προελεύσεως η χώρα της Ενώσεως ένθα ο καταθέτης έχει εγκατάστασιν βιομηχανικήν ή εμπορικήν, πραγματικήν και σοβαράν και εάν δεν έχη κατοικίαν εντός της Ενώσεως η χώρα της ιθαγενείας του, εν η περιπτώσει είναι υπήκοος μιας χώρας της Ενώσεως.

B. Τα εμπορικά και βιομηχανικά σήματα τα προβλεπόμενα υπό του παρόντος άρθρου δεν δύνανται να απορριφθώσι κατά την καταχώρησιν ή να ακυρωθώσιν ειμή μόνον εις τας κάτωθι περιπτώσεις:

1. Όταν είναι τοιαύτης φύσεως, ώστε να προσβάλλωσι δικαιώματα αποκτηθέντα παρά τρίτων εν τη χώρα εν η ζητείται η προστασία.

2. Όταν είναι εστερημένα παντός διακριτικού χαρακτήρος ή συνιστάμενα αποκλειστικώς εκ σημείων ή ενδείξεων δυναμένων να χρησιμεύσωσιν εις το εμπόριον προς δήλωσιν του είδους, της ποιότητος, της ποσότητος, του προορισμού, της αξίας, της προελεύσεως των προϊόντων ή της εποχής της παραγωγής ή καταστάντα συνήθη εις την τρέχουσαν γλώσσαν ή τα χρηστάς και σταθεράς εμπορικάς σχέσεις (Habitudes Locales et Constantes) της χώρας, ένθα ζητείται η προστασία.

3. Όταν αντιβαίνωσιν εις την ηθικήν ή την δημοσίαν τάξιν, ιδία εκείνα, άτινα είναι φύσεως τοιαύτης, ώστε να εξαπατώσι το κοινόν. Εννοείται ότι σήμα δεν δύναται να θεωρηθή ως αντιβαίνον εις την δημοσίαν τάξιν διά μόνον τον λόγον, ότι δεν είναι σύμφωνον προς διάταξίν τινα, της περί σημάτων νομοθεσίας, εκτός της περιπτώσεως, καθ’ ην αυτή αύτη η διάταξις αφορά την δημοσίαν τάξιν.

Εν τούτοις διαφυλάσσεται η εφαρμογή του άρθρου 10 δίς.»

Το δίκαιο που πηγάζει από τη Συμφωνία για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου

5. Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της Συμφωνίας για τα Δικαιώματα Πνευματικής Ιδιοκτησίας στον Τομέα του Εμπορίου (στο εξής: Συμφωνία ΔΠΙΤΕ) που αποτελεί το παράρτημα 1 Γ της Συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, η οποία υπογράφηκε στο Μαρακές στις 15 Απριλίου 1994 και εγκρίθηκε με την απόφαση 94/800/ΕΚ του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των συμφωνιών που προήλθαν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (1986-1994), καθ’ όσον αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της (ΕΕ L 336, σ. 1), ορίζει:

«Για τους σκοπούς των μερών ΙΙ, ΙΙΙ και IV της παρούσας συμφωνίας, τα μέλη εφαρμόζουν τα άρθρα 1 έως 12 και το άρθρο 19 της Σύμβασης των Παρισίων (1967).»

Το κοινοτικό δίκαιο

6. Η τελευταία αιτιολογική σκέψη στο προοίμιο της αποφάσεως 94/800 έχει ως εξής:

«[…] εκ φύσεως δεν είναι δυνατή η άμεση επίκληση της συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και των παραρτημάτων της ενώπιον του Δικαστηρίου ή των δικαστηρίων των κρατών μελών».

7. Η δωδέκατη αιτιολογική σκέψη της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ L 40, σ. 1), έχει ως εξής:

«[…] όλα τα κράτη μέλη της κοινότητας δεσμεύονται από τη Σύμβαση των Παρισίων για την προστασία της βιομηχανικής ιδιοκτησίας· […] είναι απαραίτητο οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας να βρίσκονται σε πλήρη αρμονία με τις διατάξεις της Σύμβασης των Παρισίων· […] οι υποχρεώσεις των κρατών μελών που απορρέουν από τη Σύμβαση αυτή δεν επηρεάζονται από την παρούσα οδηγία· […] αν χρειαστεί, εφαρμόζεται το άρθρο 234, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης».

8. Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας αυτής ορίζει:

«Δεν καταχωρούνται ή, εάν έχουν καταχωρισθεί, είναι δυνατόν να κηρυχθούν άκυρα:

[…]

β) τα σήματα που στερούνται διακριτικού χαρακτήρα».

9. Η πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί, έχει ως εξής:

«[…] το κοινοτικό δίκαιο περί σημάτων δεν αντικαθιστά, εντούτοις, τα δίκαια περί σημάτων των κρατών μελών· […] πράγματι, δεν υπάρχει λόγος να υποχρεωθούν οι επιχειρήσεις να καταθέτουν τα σήματά τους ως κοινοτικά σήματα, δεδομένου ότι η ύπαρξη εθνικών σημάτων εξακολουθεί να είναι απαραίτητη για τις επιχειρήσεις οι οποίες δεν επιθυμούν την προστασία των σημάτων τους σε κοινοτική κλίμακα».

10. Το άρθρο 7 του κανονισμού 40/94, σχετικά με τους απόλυτους λόγους απαραδέκτου, ορίζει στην παράγραφο 1:

«1. Δεν γίνονται δεκτά για καταχώριση:

[…]

β) τα σήματα που στερούνται διακριτικού χαρακτήρα;

[…]

η) τα σήματα τα οποία, ελλείψει αδείας των αρμόδιων αρχών, απορρίπτονται δυνάμει του άρθρου 6 τρις της Σύμβασης των Παρισίων·

θ) τα σήματα που περιλαμβάνουν διακριτικά σύμβολα, εμβλήματα ή θυρεούς εκτός αυτών του άρθρου 6 τρις της Σύμβασης των Παρισίων και που είναι ιδιαίτερου δημοσίου συμφέροντος, εκτός εάν έχει επιτραπεί η καταχώρησή τους από τις αρμόδιες αρχές.»

11. Κατά το άρθρο 34 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Διεκδίκηση της αρχαιότητας του εθνικού σήματος»:

«1. Ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος καταχωρημένου σε ένα κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένου σήματος καταχωρημένου στο έδαφος της Μπενελούξ ή προγενέστερου σήματος που αποτέλεσε αντικείμενο διεθνούς καταχώρησης με ισχύ σε ένα κράτος μέλος, ο οποίος καταθέτει αίτηση ταυτόσημου σήματος προκειμένου να καταχωρηθεί ως κοινοτικό για προϊόντα ή υπηρεσίες που ταυτίζονται με εκείνες για τις οποίες είχε καταχωρηθεί το προγενέστερο σήμα ή εμπεριεχόμενες σ’ αυτές, δύναται να διεκδικήσει, για το κοινοτικό σήμα, την αρχαιότητα του προγενέστερου σήματος όσον αφορά το κράτος μέλος στο οποίο ή για το οποίο έχει καταχωρηθεί.

2. Το μοναδικό αποτέλεσμα της αρχαιότητας, δυνάμει του παρόντος κανονισμού, είναι ότι όταν ο δικαιούχος του κοινοτικού σήματος παραιτηθεί του προγενέστερου σήματος ή το αφήσει να αποσβεσθεί, θεωρείται ότι εξακολουθεί να απολαύει των ιδίων εκείνων δικαιωμάτων που θα είχε αν το προγενέστερο σήμα είχε εξακολουθήσει να είναι καταχωρημένο.

3. Η διεκδικούμενη για το κοινοτικό σήμα αρχαιότητα αποσβέννυται όταν ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος, του οποίου διεκδικήθηκε η αρχαιότητα, κηρύσσεται έκπτωτος των δικαιωμάτων του, ή παραιτείται απ’ αυτό ή όταν το σήμα αυτό κηρύσσεται άκυρο πριν από την καταχώρηση του κοινοτικού σήματος.»

12. Το άρθρο 35 του κανονισμού 40/94, με τίτλο «Διεκδίκηση αρχαιότητας μετά την καταχώρηση του κοινοτικού σήματος», ορίζει:

«1. Ο δικαιούχος κοινοτικού σήματος που είναι δικαιούχος ταυτόσημου προγενέστερου σήματος, καταχωρημένου σε κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένου σήματος καταχωρημένου στο έδαφος της Μπενελούξ ή προγενέστερου ταυτόσημου σήματος που αποτέλεσε αντικείμενο διεθνούς καταχώρησης με ισχύ σε κράτος μέλος, για ταυτόσημα προϊόντα ή υπηρεσίες, μπορεί να διεκδικήσει την αρχαιότητα του προγενέστερου σήματος όσον αφορά το κράτος μέλος στο οποίο ή για το οποίο έχει καταχωρηθεί.

2. Εφαρμόζεται το άρθρο 34, παράγραφοι 2 και 3.»

13. Κατά το άρθρο 73 του κανονισμού 40/94, οι αποφάσεις του ΓΕΕΑ αιτιολογούνται και μπορούν να στηρίζονται μόνο στους λόγους επί των οποίων οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα να λάβουν θέση.

14. Το άρθρο 74 του κανονισμού 40/94, με τίτλο «Αυτεπάγγελτη εξέταση των πραγματικών περιστατικών», ορίζει τα εξής:

«1. Κατά την ενώπιόν του διαδικασία, το Γραφείο εξετάζει τα πραγματικά περιστατικά· εντούτοις, σε διαδικασία που αφορά τους σχετικούς λόγους απαραδέκτου της καταχώρησης, η εξέταση περιορίζεται στα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι καθώς και τα υποβληθέντα από αυτούς αιτήματα.

2. Το Γραφείο μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη πραγματικά περιστατικά που δεν επικαλέστηκαν ή αποδείξεις που δεν προσεκόμισαν εγκαίρως οι διάδικοι.»

15. Κατά το άρθρο 108 του κανονισμού 40/94:

«1. Ο καταθέτης ή ο δικαιούχος κοινοτικού σήματος δικαιούται να ζητήσει τη μετατροπή της αίτησής του ή του κοινοτικού του σήματος σε αίτηση εθνικού σήματος:

α) εφόσον η αίτηση κοινοτικού σήματος απορριφθεί ή ανακληθεί ή θεωρηθεί ότι ανακλήθηκε·

β) εφόσον το κοινοτικό σήμα παύσει να παράγει αποτελέσματα.

2. Δεν χωρεί μετατροπή:

α) εάν ο δικαιούχος του κοινοτικού σήματος εξέπεσε των δικαιωμάτων του λόγω μη χρήσης του εν λόγω σήματος, εκτός εάν, στο κράτος μέλος για το οποίο ζητείται η μετατροπή, το κοινοτικό σήμα έχει χρησιμοποιηθεί υπό συνθήκες οι οποίες συνιστούν ουσιαστική χρήση κατά το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους·

β) εάν επιδιώκεται η προστασία σε κράτος μέλος στο οποίο, σύμφωνα με απόφαση του Γραφείου ή του εθνικού δικαστηρίου, συντρέχει λόγος απαράδεκτου της καταχώρησης, ανάκλησης ή ακυρότητας της αίτησης ή του κοινοτικού σήματος.

3. Για την αίτηση εθνικού σήματος, η οποία προκύπτει από τη μετατροπή αίτησης ή από τη μετατροπή κοινοτικού σήματος, ισχύει, στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, η ημερομηνία κατάθεσης, ή η ημερομηνία προτεραιότητας αυτής της αίτησης ή αυτού του σήματος και, ενδεχομένως, η αρχαιότητα σήματος αυτού του κράτους η οποία μπορεί να διεκδικηθεί σύμφωνα με το άρθρο 34 ή το άρθρο 35.

4. Σε περίπτωση που η αίτηση κοινοτικού σήματος θεωρείται ότι ανακλήθηκε, το Γραφείο απευθύνει στον καταθέτη του σήματος γνωστοποίηση τάσσοντάς του προθεσμία τριών μηνών από τη γνωστοποίηση αυτή για την υποβολή αίτησης μετατροπής.

5. Όταν ανακαλείται η αίτηση κοινοτικού σήματος, ή το κοινοτικό σήμα παύει να παράγει αποτελέσματα λόγω εγγραφής παραίτησης στο μητρώο ή μη ανανέωσης της καταχώρισης, η αίτηση μετατροπής κατατίθεται, εντός προθεσμίας τριών μηνών από την ημερομηνία που ανακλήθηκε η αίτηση κοινοτικού σήματος, ή το σήμα έπαυσε να παράγει αποτελέσματα.

6. Όταν απορρίπτεται η αίτηση κοινοτικού σήματος με απόφαση του Γραφείου ή όταν παύει να παράγει αποτελέσματα λόγω απόφασης του Γραφείου ή απόφασης δικαστηρίου κοινοτικών σημάτων, η αίτηση μετατροπής πρέπει να υποβληθεί εντός προθεσμίας τριών μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση αυτή απέκτησε ισχύ δεδικασμένου.

7. Το άρθρο 32 παύει να παράγει αποτελέσματα αν η αίτηση δεν υποβληθεί μέσα στην ταχθείσα προθεσμία.»

Ιστορικό της διαφοράς

16. Στις 14 Φεβρουαρίου 2002, η Develey υπέβαλε στο ΓΕΕΑ αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, δυνάμει του κανονισμού 40/94, διεκδικώντας την προτεραιότητα ενός σήματος που είχε καταχωριστεί αρχικώς στη Γερμανία στις 16 Αυγούστου 2001.

17. Η αίτηση αφορούσε την καταχώριση ενός τρισδιάστατου σημείου που παρουσιάζεται υπό τη μορφή φιάλης και απεικονίζεται κατωτέρω (στο εξής: σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση):

>image>2

18. Η καταχώριση ζητείται για προϊόντα των κλάσεων 29, 30 και 32 του Διακανονισμού της Νίκαιας, σχετικά με την κατάταξη των προϊόντων και των υπηρεσιών για την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, που αντιστοιχούν, για καθεμία από τις κλάσεις αυτές, στην ακόλουθη περιγραφή:

– κλάση 29: «Πιπεριές, τοματοπολτός, γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα, γιαούρτι, νωπή κρέμα, βρώσιμα έλαια και λίπη»·

– κλάση 30: «Μπαχαρικά· καρυκεύματα· μουστάρδα, προϊόντα με βάση τη μουστάρδα· μαγιονέζα, προϊόντα με βάση τη μαγιονέζα· ξύδι, προϊόντα με βάση το ξύδι· ποτά που παράγονται με τη χρήση ξυδιού· πικάντικες σάλτσες· αρώματα και εκχυλίσματα για διατροφική χρήση· κιτρικό οξύ, μηλικό οξύ, τρυγικό οξύ που χρησιμοποιούνται ως αρώματα για την παρασκευή τροφίμων· μεταποιημένο χρένο, κέτσαπ και μεταποιημένες τροφές με βάση την κέτσαπ, κομπόστες· σάλτσες για σαλάτα, κρέμες για σαλάτα»·

– κλάση 32: «Ποτά από φρούτα και χυμοί φρούτων· σιρόπια και άλλα παρασκευάσματα για ποτοποιία».

19. Με απόφαση της 1ης Απριλίου 2003, ο εξεταστής απέρριψε την αίτηση καταχωρίσεως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94. Ο εξεταστής κατέληξε ότι, αφενός, το ΓEEA δεν δεσμεύεται από τις προγενέστερες εθνικές καταχωρίσεις και, αφετέρου, η μορφή του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση δεν παρουσιάζει κανένα ιδιαίτερο και ευχερώς αναγνωρίσιμο στοιχείο, ώστε το σήμα αυτό να διακρίνεται από τις συνήθεις μορφές που διατίθενται στην αγορά και να λειτουργεί ως ένδειξη εμπορικής προέλευσης.

20. Με την επίδικη απόφαση, το δεύτερο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ απέρριψε την προσφυγή που άσκησε η Develey, επικαλούμενη κυρίως τον ασυνήθη και ιδιαίτερο χαρακτήρα της επίμαχης φιάλης. Το τμήμα προσφυγών υιοθέτησε την επιχειρηματολογία του εξεταστή. Προσέθεσε ότι, προκειμένου περί σήματος αποτελούμενου από τη μορφή της συσκευασίας, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η αντίληψη του ενδιαφερομένου κοινού δεν είναι οπωσδήποτε η ίδια όπως στην περίπτωση ενός λεκτικού, εικονιστικού ή τρισδιάστατου σήματος, ανεξάρτητου από τη μορφή του προσδιοριζόμενου προϊόντος. Συγκεκριμένα, ο ενδιαφερόμενος τελικός καταναλωτής δίδει συνήθως περισσότερη προσοχή στην ετικέτα της φιάλης, παρά μόνο στη μορφή και του γυμνού και άχρωμου δοχείου.

21. Κατά το τμήμα προσφυγών, το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση δεν παρουσιάζει κανένα επιπλέον χαρακτηριστικό που να του προσδίδει την ικανότητα να διακρίνεται σαφώς από τις συνήθεις διαθέσιμες μορφές και να παραμένει χαραγμένο στη μνήμη του καταναλωτή ως ένδειξη της προέλευσης. Συγκεκριμένα, το τμήμα προσφυγών θεώρησε ότι ο ιδιαίτερος σχεδιασμός που προβάλλει η Develey προκύπτει μόνο μετά από εμπεριστατωμένη αναλυτική εξέταση, στην οποία δεν επιδίδεται ο ενδιαφερόμενος μέσος καταναλωτής.

22. Το τμήμα προσφυγών παρατήρησε ότι η Develey δεν μπορεί να επικαλεστεί την καταχώριση του επίμαχου σήματος στο γερμανικό βιβλίο σημάτων, καθόσον μια τέτοια εθνική καταχώριση, ακόμη και αν μπορεί να ληφθεί υπόψη, δεν ασκεί, πάντως, αποφασιστική επιρροή. Επιπλέον, κατά το τμήμα προσφυγών, τα έγγραφα καταχωρίσεως που προσκόμισε η Develey δεν διευκρινίζουν τους λόγους για τους οποίους έγινε δεκτή η καταχώριση του επίμαχου σημείου.

Η προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

23. Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου την 1η Απριλίου 2004, η Develey άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της επίδικης αποφάσεως. Προς στήριξη της προσφυγής της, η Develey προέβαλε τέσσερις λόγους ακυρώσεως. Το Πρωτοδικείο απέρριψε τους λόγους αυτούς και, συνεπώς, την προσφυγή.

24. Σύμφωνα με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, το ΓΕΕΑ αγνόησε το βάρος αποδείξεως, κατά παράβαση του άρθρου 74, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94, καθώς και του άρθρου 6 πεντάκις της Συμβάσεως των Παρισίων. Η Develey υποστήρ ιξε, συγκεκριμένα, ότι το ΓΕΕΑ όφειλε να αποδείξει την έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα, εφόσον έκρινε ότι η επίμαχη μορφή γίνεται αντιληπτή ως μορφή μιας συνήθους φιάλης και όχι ως ένδειξη της εμπορικής προέλευσης.

25. Το Πρωτοδικείο διευκρίνισε ότι η επίκληση της Συμβάσεως των Παρισίων είναι εν προκειμένω αλυσιτελής, διότι το άρθρο 6 πεντάκις αυτής, περί προστασίας και καταχωρίσεως των σημάτων που έχουν κατατεθεί εντός άλλου κράτους, συμβαλλομένου στη Σύμβαση των Παρισίων, δεν περιέχει διατάξεις για την κατανομή του βάρους αποδείξεως στις διαδικασίες καταχωρίσεως κοινοτικών σημάτων. Εν συνεχεία, το Πρωτοδικείο υπενθύμισε ότι, κατά την εξέταση της συνδρομής απολύτων λόγων απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94, ο ρόλος του ΓΕΕΑ είναι να αποφασίζει αν η αίτηση καταχωρίσεως σήματος προσκρούει σε τέτοιο λόγο και ότι, κατά το άρθρο 74, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, το ΓΕΕΑ οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τα πραγματικά περιστατικά που θα μπορούσαν να θεμελιώσουν απόλυτο λόγο απαραδέκτου.

26. Το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι, οσάκις το τμήμα προσφυγών καταλήγει στην εγγενή έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση, μπορεί να στηρίζει την ανάλυσή του σε πραγματικά περιστατικά που απορρέουν από την πείρα που εν γένει αποκτάται στην πράξη από την εμπορία προϊόντων ευρείας καταναλώσεως, τα οποία περιστατικά μπορούν να γνωρίζουν οι πάντες και ιδίως οι καταναλωτές των προϊόντων αυτών. Τόνισε ότι, εφόσον η προσφεύγουσα προβάλλει τον διακριτικό χαρακτήρα του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση, παρά την ανάλυση του τμήματος προσφυγών, σε αυτήν εναπόκειται να προσκομίσει συγκεκριμένες και στοιχειοθετημένες ενδείξεις που να αποδεικνύουν ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση είτε έχει εγγενή διακριτικό χαρακτήρα είτε απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσεως.

27. Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αντλούνταν από παράβαση του άρθρου 6 πεντάκις, Α, παράγραφος 1, της Συμβάσεως των Παρισίων, οφειλόμενη στο ότι το ΓΕΕΑ στέρησε την προστασία από το προγενέστερο εθνικό σήμα. Η Develey προέβαλε ότι το ΓΕΕΑ, αποφαινόμενο ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση στερείται διακριτικού χαρακτήρα στο έδαφος της Κοινότητας, έκρινε ότι το προγενέστερο γερμανικό σήμα, το οποίο προστατεύει το ίδιο σημείο και έχει καταχωριστεί από το Deutsches Patent- und Markenamt (Γερμανικό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας και Σημάτων), είναι ανίσχυρο και, συνεπώς, δεν προστατεύεται στο γερμανικό έδαφος.

28. Το Πρωτοδικείο επισήμανε ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το ΓΕΕΑ υποχρεούται να τηρεί το άρθρο 6 πεντάκις της Συμβάσεως των Παρισίων, το κοινοτικό δίκαιο των σημάτων δεν υποκαθιστά, σύμφωνα με την πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 40/94, τα αντίστοιχα δίκαια των κρατών μελών. Επομένως, η επίδικη απόφαση δεν επηρεάζει ούτε το κύρος ούτε την προστασία της προγενέστερης εθνικής καταχωρίσεως στο γερμανικό έδαφος. Το Πρωτοδικείο προσέθεσε ότι, σε κάθε περίπτωση, το άρθρο 6 πεντάκις, Β, στοιχείο ii, της Συμβάσεως αυτής προβλέπει τη δυνατότητα απορρίψεως της καταχωρίσεως σε περίπτωση που το σήμα στερείται διακριτικού χαρακτήρα.

29. Σύμφωνα με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, το ΓΕΕΑ παρέβη το άρθρο 73 του κανονισμού 40/94, το άρθρο 6 πεντάκις της Συμβάσεως των Παρισίων και το άρθρο 2 της συμφωνίας ΔΠΙΤΕ, διότι δεν εξέτασε επαρκώς την προγενέστερη εθνική καταχώριση. Η Develey υποστήριξε ότι το ΓΕΕΑ πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις προγενέστερες εθνικές καταχωρίσεις και, επικουρικώς, ότι, από τον συνδυασμό της οδηγίας 89/104 και του κανονισμού 40/94, που συναποτελούν τη νομική βάση, προκύπτει ότι το ΓΕΕΑ, καθώς και η αρμόδια εθνική αρχή πρέπει να εφαρμόζουν τα ίδια κριτήρια, όπως αυτά προβλέπονται στα εν λόγω νομοθετήματα. Κατά συνέπεια, το ΓΕΕΑ έπρεπε να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους εφαρμόζει τα κριτήρια αυτά κατά τρόπο διαφορετικό απ’ ό,τι η εθνική αρχή.

30. Καταρχάς, το Πρωτοδικείο απέρριψε την επίκληση της Συμβάσεως των Παρισίων και της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ, διότι αυτές δεν προβλέπουν υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεων και είναι, ως εκ τούτου, αλυσιτελείς στο πλαίσιο αυτού του λόγου ακυρώσεως. Εν συνεχεία, διευκρίνισε ότι τα άρθρα 34 και 35 του κανονισμού 40/94 δεν μπορούν να έχουν ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα να εγγυώνται στον δικαιούχο ενός εθνικού σήματος την καταχώριση του σήματος αυτού ως κοινοτικού και ότι το κοινοτικό σύστημα προστασίας των σημάτων είναι αυτοτελές, καθώς αποτελείται από σύνολο κανόνων, επιδιώκει δικούς του στόχους και εφαρμόζεται ανεξάρτητα από κάθε εθνικό σύστημα. Τέλος, το Πρωτοδικείο υπενθύμισε ότι το τμήμα προσφυγών έλαβε υπόψη του την εθνική καταχώριση και ότι η επίδικη απόφαση εξηγεί κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τους λόγους για τους οποίους το τμήμα προσφυγών δεν ακολούθησε την απόφαση του Deutsches Patent- und Markenamt.

31. Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως αντλούνταν από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, οφειλόμενη στο ότι το ΓΕΕΑ αγνόησε τον διακριτικό χαρακτήρα του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση, καθώς και το ότι τα χαρακτηριστικά του σήματος αυτού δεν επιτελούν τεχνική λειτουργία. Η Develey προέβαλε, συναφώς, ότι, για να μπορεί ένα σήμα να καταχωριστεί, αρκεί ένας ελάχιστος βαθμός διακριτικού χαρακτήρα και ότι η εκτίμηση του διακριτικού χαρακτήρα ενός τρισδιάστατου σήματος δεν πρέπει να γίνεται βάσει αυστηρότερου κριτηρίου. Η Develey υποστήριξε ότι ο καταναλωτής κατευθύνει την επιλογή του με βάση τη μορφή της φιάλης και, μόνον αφού προσδιορίσει το επιθυμητό προϊόν, ελέγχει την επιλογή του με τη βοήθεια της ετικέτας. Κατά την Develey, ο μέσος καταναλωτής μπορεί, επομένως, κάλλιστα να αντιληφθεί τη μορφή της συσκευασίας των οικείων προϊόντων ως ένδειξη της εμπορικής προέλευσης των προϊόντων αυτών. Επικουρικώς, η Develey ισχυρίστηκε ότι κανένα από τα χαρακτηριστικά του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση δεν επιτελεί τεχνική λειτουργία.

32. Το Πρωτοδικείο υπενθύμισε ότι τα κριτήρια εκτιμήσεως του διακριτικού χαρακτήρα των τρισδιάστατων σημάτων που συνίστανται στη μορφή του προϊόντος δεν διαφέρουν από εκείνα που ισχύουν για τις λοιπές κατηγορίες σημάτων και ότι ο διακριτικός χαρακτήρας ενός σήματος πρέπει να εκτιμάται, αφενός, σε σχέση με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες ζητείται η καταχώριση και, αφετέρου, σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο το οικείο κοινό αντιλαμβάνεται το σήμα αυτό. Το Πρωτοδικείο διευκρίνισε, επιπλέον, ότι, στο πλαίσιο της εξέτασης του διακριτικού χαρακτήρα ενός σήματος, πρέπει να αναλύεται η συνολική εντύπωση που αυτό προξενεί

33. Το Πρωτοδικείο επισήμανε ότι, εν προκειμένω, τα προϊόντα τα οποία αφορά το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση είναι προϊόντα διατροφής τρέχουσας κατανάλωσης και, επομένως, το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελείται από όλους τους καταναλωτές. Συνεπώς, κατά το Πρωτοδικείο, ο διακριτικός χαρακτήρας του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένης υπόψη της τεκμαιρόμενης προσοχής του μέσου καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος.

34. Σχετικά με σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση, το Πρωτοδικείο παρατήρησε, καταρχάς, ότι ο μέσος καταναλωτής δεν συνηθίζει να αναγνωρίζει την προέλευση των προϊόντων από τη μορφή τους ή τη μορφή της συσκευασίας τους, χωρίς κάποιο εικονιστικό ή λεκτικό στοιχείο, και ότι ο καταναλωτής αυτός θεωρεί, καταρχήν, ότι η φιάλη που περιέχει τα προϊόντα αυτά επιτελεί απλώς λειτουργία συσκευασίας. Εν συνεχεία, το Πρωτοδικείο, αφού ανέλυσε τα χαρακτηριστικά που, κατά την Develey, διαμορφώνουν τον διακριτικό χαρακτήρα της φιάλης, κατέληξε ότι η συνολική εντύπωση που δημιουργούν τα εν λόγω χαρακτηριστικά δεν θα μπορούσε να θέσει εν αμφιβόλω τη διαπίστωση ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση δεν αποκλίνει σημαντικά από τα γενικώς και συνήθως ισχύοντα στον οικείο τομέα. Τέλος, το Πρωτοδικείο προσέθεσε ότι η προβαλλόμενη έλλειψη τεχνικής λειτουργίας των χαρακτηριστικών του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση δεν αναιρεί τη διαπίστωση περί ελλείψεως διακριτικού χαρακτήρα του σήματος αυτού.

Αιτήματα των διαδίκων

35. Με την αίτηση αναιρέσεως, η Develey ζητεί από το Δικαστήριο:

– να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

– να ακυρώσει την επίδικη απόφαση ή, επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο και

– να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών.

36. Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Δικαστήριο:

– να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

– να καταδικάσει την Develey στα δικαστικά έξοδα.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

37. Πρέπει, καταρχάς, να εξεταστεί αν οι διατάξεις της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ και της Συμβάσεως των Παρισίων έχουν απευθείας εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση.

38. Όσον αφορά τη Συμφωνία ΔΠΙΤΕ, πρέπει να υπομνηστεί ότι, σύμφωνα με την τελευταία αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως 94/800, δεν είναι δυνατή η απευθείας επίκληση της Συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και των παραρτημάτων της ενώπιον του Δικαστηρίου ή των δικαστηρίων των κρατών μελών.

39. Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι οι διατάξεις της συμφωνίας αυτής δεν έχουν άμεσο αποτέλεσμα και δεν δημιουργούν υπέρ των ιδιωτών δικαιώματα που αυτοί μπορούν να επικαλούνται απευθείας ενώπιον των δικαστηρίων βάσει του κοινοτικού δικαίου (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, τις αποφάσεις της 23ης Νοεμβρίου 1999, C‑149/96, Πορτογαλία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1999, σ. I‑8395, σκέψεις 42 έως 48, της 14ης Δεκεμβρίου 2000, C-300/98 και C-392/98, Dior κ.λπ. Συλλογή 2000, σ. Ι-11307, σκέψεις 44 και 45, καθώς και της 16ης Νοεμβρίου 2004, C‑245/02, Anheuser-Busch, Συλλογή 2004, σ. I‑10989, σκέψη 54).

40. Εν προκειμένω, δεν είναι επίσης δυνατή η απευθείας επίκληση της Συμβάσεως των Παρισίων.

41. Συγκεκριμένα, πρώτον, η Κοινότητα δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Σύμβαση των Παρισίων, ενώ, αντιθέτως, είναι στη Συμφωνία ΔΠΙΤΕ.

42. Δεύτερον, στις περιπτώσεις που ο κοινοτικός νομοθέτης έχει κρίνει αναγκαίο να προσδώσει σε ορισμένες διατάξεις της Συμβάσεως των Παρισίων άμεσο αποτέλεσμα, ο κανονισμός 40/94 παραπέμπει ρητώς σε αυτές, όπως στην περίπτωση των απολύτων λόγων απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία η΄ και θ΄, του κανονισμού αυτού. Αντιθέτως, πρέπει να τονιστεί ότι η εν λόγω παράγραφος 1 δεν περιέχει τέτοια παραπομπή όσον αφορά τον διακριτικό χαρακτήρα των σημάτων και ότι ο κοινοτικός νομοθέτης θέσπισε συναφώς αυτοτελή διάταξη στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του εν λόγω κανονισμού.

43. Τρίτον, η Σύμβαση των Παρισίων θα μπορούσε, βεβαίως, να έχει άμεσο αποτέλεσμα δυνάμει της παραπομπής του άρθρου 2, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΔΠΙΤΕ σε αυτήν, αλλ’ επειδή η Συμφωνία στερείται απευθείας εφαρμογής, η παραπομπή στη Σύμβαση δεν μπορεί να της προσδώσει τέτοιο αποτέλεσμα.

44. Κατά συνέπεια, η Συμφωνία ΔΠΙΤΕ και η Σύμβαση των Παρισίων δεν έχουν εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση και το Δικαστήριο θα εξετάσει μόνον τους λόγους αναιρέσεως που αντλούνται από παράβαση του κανονισμού 40/94 εκ μέρους του Πρωτοδικείου.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως που αντλείται από παράβαση των σχετικών με το βάρος αποδείξεως κανόνων

Επιχειρήματα των διαδίκων

45. Η Develey υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο παρέβη το σχετικό με το βάρος αποδείξεως άρθρο 74, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94. Επιπλέον, κατά την Develey, το Πρωτοδικείο έπρεπε να ακυρώσει την επίδικη απόφαση, καθόσον διαπίστωσε ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση διαθέτει διακριτικό χαρακτήρα, δεχόμενο, με τη σκέψη 52 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το σήμα αυτό ξεχωρίζει από τα συνήθη σήματα που απαντούν στο εμπόριο.

46. Η Develey υποστηρίζει, ακόμη, ότι η συλλογιστική του Πρωτοδικείου σχετικά με το πώς οι καταναλωτές κατευθύνουν την επιλογή τους αντιβαίνει στη νομολογία του Πρωτοδικείου [αποφάσεις της 3ης Δεκεμβρίου 2003, T‑305/02, Nestlé Waters France κατά ΓΕΕΑ (Μορφή φιάλης), Συλλογή 2003, σ. II‑5207, σκέψη 34, και της 24ης Νοεμβρίου 2004, T‑393/02, Henkel κατά ΓΕΕΑ (Σχήμα λευκής και διαφανούς φιάλης), Συλλογή 2004, σ. II‑4115, σκέψη 34]. Η χρήση του σχήματος ως ενδείξεως της προέλευσης του προϊόντος έχει κάποια σημασία, διότι οι καταναλωτές επιλέγουν αρχικώς με βάση το σχήμα της συσκευασίας και μόνον εν συνεχεία μελετούν την ετικέτα.

47. Το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι η διαδικασία καταχωρίσεως σήματος είναι διοικητική και ότι τα πραγματικά περιστατικά εξετάζονται αυτεπαγγέλτως, δυνάμει του άρθρου 74, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94. Επομένως, η έννοια της κατανομής του βάρους αποδείξεως έχει σημασία μόνον αν ορισμένα περιστατικά παραμένουν αναπόδεικτα. Το ΓΕΕΑ θεωρεί ότι το Πρωτοδικείο ορθώς διατύπωσε τις αρχές που διέπουν τη διεξαγωγή και την εκτίμηση των αποδείξεων, για τις οποίες είναι αρμόδιο στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας. Σε κάθε περίπτωση, κατά το ΓΕΕΑ, η υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεών του δεν πρέπει να συγχέεται με οποιαδήποτε υποχρέωση αποδείξεως.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

48. Καταρχάς, όπως υπενθύμισε το Πρωτοδικείο με τις σκέψεις 15 και 16 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την εξέταση της συνδρομής τυχόν απολύτων λόγων απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94, ο ρόλος του ΓΕΕΑ συνίσταται στο να αποφασίζει αν η αίτηση καταχωρίσεως σήματος προσκρούει σε τέτοιους λόγους.

49. Πρέπει, ακόμη, να προστεθεί ότι, κατά το άρθρο 74, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, το ΓΕΕΑ υποχρεούται να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τα πραγματικά περιστατικά που θα μπορούσαν να θεμελιώσουν απόλυτο λόγο απαραδέκτου.

50. Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως ορθώς υπενθυμίζεται στη σκέψη 21 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αν η προσφεύγουσα προβάλει τον διακριτικό χαρακτήρα του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση, παρά την ανάλυση του ΓΕΕΑ, υποχρεούται να προσκομίσει συγκεκριμένες και στοιχειοθετημένες ενδείξεις που να αποδεικνύουν ότι το σήμα αυτό είτε έχει εγγενή διακριτικό χαρακτήρα είτε απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα από τη χρήση.

51. Επιβάλλεται, επομένως, η διαπίστωση ότι το Πρωτοδικείο δεν παρέβη τους κανόνες που διέπουν το βάρος αποδείξεως.

52. Οι αιτιάσεις περί εσφαλμένης εκτιμήσεως του διακριτικού χαρακτήρα του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση εξετάζονται στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου αναιρέσεως.

53. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως κρίνεται αβάσιμος.

Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως που αντλείται από τον παράνομο χαρακτήρα της επιβεβαιώσεως του χαρακτηρισμού της προγενέστερης εθνικής καταχωρίσεως ως ανίσχυρης

Επιχειρήματα των διαδίκων

54. Κατά την Develey, το ΓΕΕΑ διαπίστωσε, με την επίδικη απόφαση, ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση στερείται διακριτικού χαρακτήρα και στη Γερμανία. Επιβεβαιώνοντας την απόφαση αυτή, το Πρωτοδικείο κατέστησε ανίσχυρο, σύμφωνα με το άρθρο 108 του κανονισμού 40/94, ένα πανομοιότυπο σήμα, το οποίο αποτελεί αντικείμενο προγενέστερης εθνικής καταχωρίσεως.

55. Κατά το ΓΕΕΑ, το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε ότι η επίδικη απόφαση δεν επηρεάζει ούτε το κύρος ούτε την προστασία της προγενέστερης εθνικής καταχωρίσεως στο γερμανικό έδαφος. Το ΓΕΕΑ υπενθυμίζει ότι οι εθνικές αρχές εξετάζουν πάντοτε, ανεξάρτητα από τις αποφάσεις που αυτό εκδίδει και σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο των σημάτων, αν τα εθνικά σήματα και αυτά των οποίων ζητείται η καταχώριση πρέπει να τύχουν προστασίας.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

56. Όπως ορθώς επισήμανε το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 25 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η επίδικη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση καταχωρίσεως του σήματος ως κοινοτικού, δεν επηρεάζει ούτε το κύρος ούτε την προστασία της προγενέστερης εθνικής καταχωρίσεως στο γερμανικό έδαφος.

57. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 40/94, την οποία καλώς παραθέτει το Πρωτοδικείο στην ίδια σκέψη της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το κοινοτικό δίκαιο περί σημάτων δεν υποκαθιστά το δίκαιο περί σημάτων των κρατών μελών.

58. Επομένως, λόγω γλωσσικών, πολιτισμικών, κοινωνικών και οικονομικών διαφορών μεταξύ των κρατών μελών, είναι δυνατόν ένα σήμα που στερείται διακριτικού χαρακτήρα εντός ενός κράτους μέλους να διαθέτει τέτοιο χαρακτήρα εντός άλλου κράτους μέλους, (βλ. υπ’ αυτή την έννοια την απόφαση της 9ης Μαρτίου 2006, C‑421/04, Matratzen Concord, Συλλογή 2006, σ. I‑2303, σκέψη 25, και, κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά τον παραπλανητικό χαρακτήρα ενός σήματος, την απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1996, C-313/94, Graffione, Συλλογή 1996, σ. I-6039, σκέψη 22), καθώς επίσης ένα σήμα που δεν διαθέτει διακριτικό χαρακτήρα σε κοινοτικό επίπεδο να διαθέτει τέτοιο χαρακτήρα εντός κάποιου κράτους μέλους.

59. Πρέπει να προστεθεί ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Develey, η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από τις διατάξεις του άρθρου 108 του κανονισμού 40/94.

60. Επομένως, ο συγκεκριμένος λόγος αναιρέσεως πρέπει να κριθεί αβάσιμος.

Επί του τρίτου και του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, που αντλούνται, αφενός, από αλλοίωση των πραγματικών περιστατικών, καθώς και από παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, όσον αφορά την προγενέστερη εθνική καταχώριση, και, αφετέρου, από τα κοινά για τον εθνικό εξεταστή και το ΓΕΕΑ κριτήρια εκτιμήσεως του διακριτικού χαρακτήρα

Επιχειρήματα των διαδίκων

61. Στο πλαίσιο αυτών των λόγων αναιρέσεως, η Develey προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι στηρίχθηκε σε εσφαλμένη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών και αγνόησε μέρος των επιχειρημάτων της. Η Develey ισχυρίζεται ότι προσκόμισε πιστοποιητικό καταχωρίσεως, εκδοθέν από το Deutsches Patent- und Markenamt, από το οποίο προκύπτει ότι το επίμαχο σήμα καταχωρίστηκε ως διαθέτον εγγενή διακριτικό χαρακτήρα και όχι αποκτηθέντα από τη χρήση.

62. Η Develey υποστηρίζει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη όσον αφορά την εξέταση της προγενέστερης εθνικής καταχωρίσεως. Επιπλέον, δεδομένου ότι το δίκαιο σημάτων είναι εναρμονισμένο, το ΓΕΕΑ και ο εθνικός εξεταστής πρέπει να χρησιμοποιούν τα ίδια κριτήρια κατά την εκτίμηση του διακριτικού χαρακτήρα.

63. Όσον αφορά τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι, κατά την ενώπιόν του διαδικασία, οι διευκρινίσεις των εκπροσώπων της Develey δεν ήταν ιδιαίτερα κατατοπιστικές και συνίσταντο μόνο σε ισχυρισμούς σχετικούς με τη γερμανική καταχώριση, οι οποίοι δεν ήταν δυνατόν να εξακριβωθούν. Δεδομένου ότι οι ακριβείς λόγοι για τους οποίους έγινε δεκτή η εν λόγω καταχώριση δεν έγιναν γνωστοί στο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Πρωτοδικείο αλλοίωση των σχετικών πραγματικών περιστατικών.

64. Όσον αφορά την πλημμελή αιτιολογία, το ΓΕΕΑ υπενθυμίζει ότι ο σκοπός της υποχρεώσεώς του να αιτιολογεί τις ατομικές αποφάσεις είναι διττός και συνίσταται, αφενός, στο να γνωρίζουν οι ενδιαφερόμενοι τους λόγους για τους οποίους ελήφθη ένα μέτρο, ώστε να μπορούν να υπερασπίζονται τα δικαιώματά τους, και, αφετέρου, στο να μπορεί ο κοινοτικός δικαστής να ελέγχει τη νομιμότητα της αποφάσεως. Κατά το ΓΕΕΑ, το ότι η Develey επικρίνει την αιτιολογία της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών και την επιβεβαίωσή της από το Πρωτοδικείο δεν αρκεί για να υποστηριχθεί ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη. Κατά το ΓΕΕΑ, το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε επαρκή την αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως και, ως εκ τούτου, η απόφασή του δεν μπορεί να αμφισβητηθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 73 του κανονισμού 40/94.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

65. Όσον αφορά την απόφαση του Deutsches Patent- und Markenamt, την οποία επικαλείται η Develey, αρκεί να υπομνηστεί ότι, όπως υπενθύμισε το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 32 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το κοινοτικό σύστημα των σημάτων είναι αυτοτελές, καθώς αποτελείται από σύνολο κανόνων, επιδιώκει δικούς του στόχους και εφαρμόζεται ανεξάρτητα από κάθε εθνικό σύστημα.

66. Κατά συνέπεια, το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση πρέπει να εκτιμηθεί μόνο βάσει της εφαρμοστέας κοινοτικής νομοθεσίας και, σε κάθε περίπτωση, η εθνική απόφαση δεν αναιρεί τη νομιμότητα ούτε της επίδικης ούτε της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

67. Επομένως, η αιτίαση αυτή πρέπει να θεωρηθεί αλυσιτελής.

68. Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί εσφαλμένης διαπιστώσεως των πραγματικών περιστατικών και περί πλημμελούς αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Πρωτοδικείο παραθέτει, στη σκέψη 34 της αποφάσεώς του, το σημείο 55 της επίδικης αποφάσεως, κατά το οποίο η καταχώριση του οικείου σήματος στο γερμανικό βιβλίο σημάτων δεν είναι δεσμευτική στο πλαίσιο του κοινοτικού συστήματος των σημάτων, οι δε υφιστάμενες στα κράτη μέλη καταχωρίσεις αποτελούν πραγματικό περιστατικό το οποίο μπορεί απλώς να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της καταχωρίσεως ενός κοινοτικού σήματος, χωρίς να έχει αποφασιστική σημασία.

69. Επομένως, το Πρωτοδικείο δεν έσφαλε στη διαπίστωση των σχετικών με την προγενέστερη εθνική καταχώριση πραγματικών περιστατικών και δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη ως προς το ζήτημα αυτό.

70. Κατά συνέπεια, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

71. Τέλος, όσον αφορά την αιτίαση ότι, κατόπιν της εναρμονίσεως του δικαίου των σημάτων, το ΓΕΕΑ όφειλε να εφαρμόσει τα ίδια κριτήρια εκτιμήσεως του διακριτικού χαρακτήρα με τον εθνικό εξεταστή, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αιτίαση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή, διότι, αφενός, το κοινοτικό σύστημα των σημάτων είναι αυτοτελές και, αφετέρου, είναι δυνατόν ένα σήμα που στερείται διακριτικού χαρακτήρα εντός κάποιου κράτους μέλους ή εντός της Κοινότητας να διαθέτει διακριτικό χαρακτήρα εντός άλλου κράτους μέλους.

72. Επιπλέον, όπως υπενθυμίστηκε κατά την εξέταση των προηγουμένων αιτιάσεων, οι υφιστάμενες καταχωρίσεις στα κράτη μέλη αποτελούν απλώς πραγματικό περιστατικό, το οποίο μπορεί να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, το δε σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση πρέπει να εκτιμάται βάσει της οικείας κοινοτικής νομοθεσίας.

73. Επομένως, το ΓΕΕΑ δεν υποχρεούται να εφαρμόζει τα ίδια κριτήρια και να καταλήγει στην ίδια εκτίμηση με την αρμόδια για τα σήματα αρχή στο κράτος προέλευσης ούτε να προβαίνει στη ζητούμενη καταχώριση βάσει της εκτιμήσεως της εν λόγω εθνικής αρχής ότι το σημείο είναι απλώς δηλωτικό και όχι ευθέως περιγραφικό.

74. Επομένως, η αιτίαση αυτή δεν είναι βάσιμη.

75. Υπό τις συνθήκες αυτές, αυτοί οι λόγοι αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν.

Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94

Επιχειρήματα των διαδίκων

76. Στο πλαίσιο αυτού του λόγου αναιρέσεως, η Develey υποστηρίζει, αφενός, ότι δεν ήταν ορθή η διαπίστωση του Πρωτοδικείου σχετικά με το ποια συνολική εντύπωση προκαλεί το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση. Παρέλειψε να εξετάσει ένα από τα χαρακτηριστικά του σήματος αυτού, δηλαδή το πεπλατυσμένο και ευρύ σώμα της φιάλης, το οποίο χαρακτηρίζει το μεγαλύτερο μέρος της εμπρόσθιας και της οπίσθιας όψεως, είναι καμπύλο και καταλήγει προς τα πάνω σε ελαφρώς οξεία γωνία, σχηματίζοντας αψίδα και δίνοντας στο σώμα της φιάλης την όψη θύρας. Το χαρακτηριστικό αυτό συμβάλλει καθοριστικά στη γενική εντύπωση, διότι δίνει στο σώμα της φιάλης την όψη θύρας. Κατά την Develey, η συνολική εκτίμηση θα έπρεπε να οδηγήσει, λαμβανομένου υπόψη του χαρακτηριστικού αυτού, στη διαπίστωση ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση διαθέτει διακριτικό χαρακτήρα.

77. Η Develey υποστηρίζει, αφετέρου, ότι, κατά την εκτίμηση του διακριτικού χαρακτήρα του σήματος σε σχέση με τα προϊόντα για τα οποία ζητείται η καταχώριση, το Πρωτοδικείο δεν διέκρινε μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών προϊόντων, ήτοι μεταξύ προϊόντων διατροφής και καρυκευμάτων σε μορφή πολύ υγρή, υγρή, παχύρρευστη, στερεή ή σε σκόνη. Επομένως, το Πρωτοδικείο κακώς εξέτασε ομού όλα τα διαλαμβανόμενα στην αίτηση καταχωρίσεως προϊόντα.

78. Κατά το ΓΕΕΑ, αυτός ο λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί, διότι περιλαμβάνει αποκλειστικώς αιτιάσεις σχετικές με τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών από το Πρωτοδικείο.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

79. Αποτελεί πάγια νομολογία ότι ο διακριτικός χαρακτήρας ενός σήματος, υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, σημαίνει ότι το σήμα αυτό καθιστά δυνατή την αναγνώριση του προϊόντος για το οποίο ζητείται η καταχώριση ως προερχόμενου από συγκεκριμένη επιχείρηση και τη διάκρισή του από εκείνα άλλων επιχειρήσεων (αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, C‑473/01 P και C‑474/01 P, Procter & Gamble κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2004, σ. I‑5173, σκέψη 32, καθώς και της 21ης Οκτωβρίου 2004, C‑64/02 P, ΓΕΕΑ κατά Erpo Möbelwerk, Συλλογή 2004, σ. I‑10031, σκέψη 42). Ο διακριτικός χαρακτήρας πρέπει να εκτιμάται, αφενός, σε σχέση με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία ζ ητείται η καταχώριση και, αφετέρου, σε σχέση με την αντίληψη που σχηματίζει συναφώς το ενδιαφερόμενο κοινό (προπαρατεθείσα απόφαση Procter & Gamble κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 33, και απόφαση της 22ας Ιουνίου 2006, C‑24/05 P, Storck κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2006, σ. I‑5677, σκέψη 23).

80. Αποτελεί επίσης πάγια νομολογία ότι τα κριτήρια εκτιμήσεως του διακριτικού χαρακτήρα των τρισδιάστατων σημάτων που αποτελούνται από την εικόνα του ίδιου του προϊόντος δεν διαφέρουν από τα εφαρμοστέα σε άλλες κατηγορίες σημάτων. Πάντως, πρέπει να ληφθεί υπόψη, στο πλαίσιο της εφαρμογής των κριτηρίων αυτών, ότι η σχετική αντίληψη του μέσου καταναλωτή δεν είναι κατ’ ανάγκη η ίδια στην περίπτωση τρισδιάστατου σήματος, αποτελουμένου από την εικόνα του ίδιου του προϊόντος, και στην περίπτωση λεκτικού ή εικονιστικού σήματος, αποτελούμενου από σημείο ανεξάρτητο της όψεως των προϊόντων που προσδιορίζει. Πράγματι, ο μέσος καταναλωτής δεν συνηθίζει να αναγνωρίζει την προέλευση ενός προϊόντος βάσει του σχήματος ή της συσκευασίας του, χωρίς την ύπαρξη κάποιου εικονιστικού ή λεκτικού στοιχείου, και, επομένως, η διαπίστωση του διακριτικού χαρακτήρα ενός τέτοιου τρισδιάστατου σήματος θα μπορούσε να αποδειχθεί δυσχερέστερη από την του διακριτικού χαρακτήρα κάποιου λεκτικού ή εικονιστικού σήματος (απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2004, C‑136/02 P, Mag Instrument κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2004, σ. I‑9165, σκέψη 30, καθώς και προπαρατεθείσα απόφαση Storck κατά ΓΕΕΑ, σκέψεις 24 και 25).

81. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, διακριτικό χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, διαθέτει μόνον το σήμα το οποίο αποκλίνει σημαντικά από τα γενικώς ή συνήθως ισχύοντα στον κλάδο και, ως εκ τούτου, επιτελεί τη βασική του λειτουργία του προσδιορισμού της προέλευσης (απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2006, C‑173/04 P, Deutsche SiSi-Werke κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2006, σ. I‑551, σκέψη 31, και προπαρατεθείσα απόφαση Storck κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 26).

82. Για να εκτιμηθεί αν ένα σήμα έχει διακριτικό χαρακτήρα, πρέπει να ληφθεί υπόψη η συνολική εντύπωση που αυτό προκαλεί. Τούτο ωστόσο δεν αποκλείει τη διαδοχική, αρχικώς, εξέταση των διαφόρων στοιχείων παρουσίασης που χρησιμοποιούνται για το σήμα αυτό. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της συνολικής εκτιμήσεως, μπορεί να είναι χρήσιμο να εξετασθεί καθένα από τα συστατικά στοιχεία του οικείου σήματος (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, την απόφαση της 30ής Ιουνίου 2005, C‑286/04 P, Eurocermex κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2005, σ. I‑5797, σκέψεις 22 και 23 καθώς και την παρατιθέμενη νομολογία).

83. Από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι, εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο ορθώς επισήμανε και εφάρμοσε τα κριτήρια που έχει διαμορφώσει η νομολογία.

84. Το Πρωτοδικείο καλώς εξέτασε, με τις σκέψεις 50 έως 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα διάφορα στοιχεία που απαρτίζουν τη μορφή του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση και ανέλυσε, εν συνεχεία, με τις σκέψεις 53 και 54 της αποφάσεως αυτής, τη συνολική εντύπωση που το σήμα προκαλεί, προκειμένου να εκτιμήσει αν το σήμα διαθέτει διακριτικό χαρακτήρα.

85. Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί, αφενός, ότι, κατά την εξέταση των διαφόρων στοιχείων παρουσίασης που χρησιμοποιούνται για το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση, o ενδιαφερόμενος δεν μπορεί να απαιτήσει να καθορίσει ο ίδιος τη σειρά εξέτασης, τον βαθμό ανάλυσης των στοιχείων αυτών ή τους όρους που θα χρησιμοποιηθούν.

86. Επομένως, εν προκειμένω, το γεγονός ότι ορισμένοι όροι δεν εμφανίζονται στην ανάλυση του Πρωτοδικείου, όπως, μεταξύ άλλων, οι όροι «καμπύλο σώμα» ή «όψη θύρας», δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν δεόντως υπόψη ορισμένα χαρακτηριστικά που, κατά την Develey, που διαμορφώνουν τον διακριτικό χαρακτήρα.

87. Αφετέρου, δεδομένου ότι, κατά την εκτίμηση του αν το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση διαθέτει διακριτικό χαρακτήρα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η συνολική εντύπωση που αυτό προκαλεί, η διαπίστωση ότι ένα από τα χαρακτηριστικά του σήματος αυτού το διαφοροποιεί από τη συνήθη μορφή του δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι το σήμα διαθέτει τέτοιο χαρακτήρα.

88. Επομένως, η Develey δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι το Πρωτοδικείο ήταν υποχρεωμένο να ακυρώσει την επίδικη απόφαση, λόγω του ότι δέχθηκε, με τη σκέψη 52 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «το μόνο χαρακτηριστικό που απομακρύνει το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση από τη συνήθη μορφή αποτελείται από τα πλευρικά κοιλώματα».

89. Επιπλέον το Πρωτοδικείο διευκρίνισε, με τη σκέψη 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, «[ακόμη] και αν αυτό το χαρακτηριστικό μπορούσε να θεωρηθεί ασύνηθες, δεν θα αρκούσε αυτό και μόνο για να επηρεαστεί η συνολική εντύπωση που παράγει το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση σε βαθμό τέτοιο ώστε το σήμα αυτό να αποκλίνει σημαντικά από τα γενικώς και συνήθως ισχύοντα στον οικείο τομέα και, ως εκ τούτου, να μπορεί να επιτελέσει τη βασική του λειτουργία του προσδιορισμού της προέλευσης του προϊόντος».

90. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι το Πρωτοδικείο εκτίμησε εσφαλμένως τη συνολική εντύπωση που προκαλεί το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση.

91. Όσον αφορά την αιτίαση ότι δεν έγινε διαφοροποίηση μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών προϊόντων, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, σύμφωνα με την οδηγία 89/104, η αρμόδια αρχή, όταν αρνείται την καταχώριση ενός σήματος, οφείλει να παραθέτει στην απόφασή της το συμπέρασμά της για κάθε ένα από τα προϊόντα και κάθε μία από τις υπηρεσίες που αφορά η αίτηση καταχωρίσεως. Ωστόσο, όταν ο ίδιος λόγος απαραδέκτου της καταχωρίσεως αντιτάσσεται για κατηγορία ή ομάδα προϊόντων ή υπηρεσιών, η αρμόδια αρχή δύναται να περιοριστεί σε συνολική αιτιολογία για όλα τα σχετικά προϊόντα ή όλες τις σχετικές υπηρεσίες (απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2007, C-239/05, BVBA Management Training en Consultancy, η οποία δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 38).

92. Πάντως, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι το Πρωτοδικείο, ακόμη και αν υποτεθεί ότι δεσμεύεται από τη νομολογία αυτή, διαπίστωσε, με τις σκέψεις 46 και 47 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση καλύπτει προϊόντα διατροφής ευρείας καταναλώσεως και ότι οι καταναλωτές των προϊόντων αυτών θεωρούν, καταρχήν, ότι η φιάλη που περιέχει τα προϊόντα αυτά επιτελεί απλώς λειτουργία συσκευασίας. Επιπλέον, όπως προκύπτει από τη σκέψη 18 της παρούσας αποφάσεως, τα προϊόντα ως προς τα οποία ζητείται η καταχώριση εμπίπτουν σε τρεις μόνον κλάσεις του Διακανονισμού της Νίκαιας.

93. Επομένως, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι το Πρωτοδικείο κακώς περιορίστηκε σε συνολική αιτιολογία ως προς τα εν λόγω προϊόντα.

94. Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Πρωτοδικείο, κρίνοντας ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση στερείται διακριτικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, δεν υπέπεσε σε νομική πλάνη σε σχέση με τη διάταξη αυτή και τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου.

95. Όσον αφορά την αιτίαση σχετικά με τις διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου για τα χαρακτηριστικά του οικείου κοινού, τη συμπεριφορά των καταναλωτών και τον τρόπο με τον οποίον αυτοί κατευθύνουν τις επιλογές τους, πρέπει να τονιστεί, αφενός, ότι οι διαπιστώσεις αυτές αφορούν πραγματικά περιστατικά και, αφετέρου, ότι η Develey δεν προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι αλλοίωσε τα περιστατικά αυτά.

96. Η απόδειξη του αν υφίσταται ή όχι σημαντική απόκλιση, κατά την έννοια της σκέψεως 81 της παρούσας αποφάσεως, επίσης αφορά πραγματικά περιστατικά.

97. Πάντως, σύμφωνα με τα άρθρα 225 ΕΚ και 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται στα νομικά ζητήματα. Το Πρωτοδικείο είναι, επομένως, το μόνο αρμόδιο, αφενός, για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα υποβληθέντα σ’ αυτό στοιχεία της δικογραφίας, και, αφετέρου, για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών. Επομένως, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών δεν αποτελεί, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως αλλοιώσεως των στοιχείων που προσκομίστηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου, νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως εκ της φύσεώς του, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου (αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 2002, C‑104/00 P, DKV κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2002, σ. I‑7561, σκέψη 22, καθώς και της 29ης Απριλίου 2004, C‑456/01 P και C‑457/01 P, Henkel κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2004, σ. I‑5089, σκέψη 41).

98. Επομένως, η αιτίαση αυτή είναι απαράδεκτη.

99. Κατά συνέπεια, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος εν μέρει ως αβάσιμος και εν μέρει ως απαράδεκτος.

100. Δεδομένου ότι απορρίφθηκαν όλοι οι λόγοι αναιρέσεως που προέβαλε η Develey, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

101. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στη διαδικασία αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 118 του ίδιου κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το ΓΕΕΑ ζήτησε συναφώς την καταδίκη της Develey και αυτή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Διατακτικό

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφασίζει:

1) Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2) Καταδικάζει την Develey Holding GmbH & Co. Beteiligungs KG στα δικαστικά έξοδα.

Top