Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62006CJ0206

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 17ης Ιουλίου 2008.
Essent Netwerk Noord BV Nederlands Elektriciteit Administratiekantoor BV, παρεμβαίνουσα, κατά Aluminium Delfzijl BV, και στο πλαίσιο της προσεπικλήσεως δικονομικού εγγυητή Aluminium Delfzijl BV κατά Staat der Nederlanden και στο πλαίσιο της προσεπικλήσεως δικονομικού εγγυητή Essent Netwerk Noord BV κατά Nederlands Elektriciteit Administratiekantoor BV και Saranne BV.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Rechtbank Groningen - Κάτω Χώρες.
Εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας - Εθνική νομοθεσία επιτρέπουσα την είσπραξη προσαυξήσεως στην τιμή της μεταφοράς της ηλεκτρικής ενέργειας υπέρ οριζομένης από τον νόμο εταιρίας η οποία οφείλει να καταβάλει τις λανθάνουσες δαπάνες - Φορολογικές επιβαρύνσεις αποτελέσματος ισοδυνάμου προς δασμούς - Εσωτερικοί φόροι συνεπαγόμενοι διακρίσεις - Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη μέλη.
Υπόθεση C-206/06.

Συλλογή της Νομολογίας 2008 I-05497

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2008:413

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 17ης Ιουλίου 2008 ( *1 )

«Εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας — Εθνική νομοθεσία επιτρέπουσα την είσπραξη προσαυξήσεως στην τιμή της μεταφοράς της ηλεκτρικής ενέργειας υπέρ οριζομένης από τον νόμο εταιρίας η οποία οφείλει να καταβάλει τις λανθάνουσες δαπάνες — Φορολογικές επιβαρύνσεις αποτελέσματος ισοδυνάμου προς δασμούς — Εσωτερικοί φόροι συνεπαγόμενοι διακρίσεις — Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη μέλη»

Στην υπόθεση C-206/06,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Rechtbank Groningen (Κάτω Χώρες) με απόφαση της 19ης Απριλίου 2006, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 2 Μαΐου 2006, στο πλαίσιο της δίκης

Essent Netwerk Noord BV

Nederlands Elektriciteit Administratiekantoor BV,

παρεμβαίνουσα,

κατά

Aluminium Delfzijl BV,

και στο πλαίσιο της προσεπικλήσεως δικονομικού εγγυητή

Aluminium Delfzijl BV

κατά

Staat der Nederlanden

και στο πλαίσιο της προσεπικλήσεως δικονομικού εγγυητή

Essent Netwerk Noord BV

κατά

Nederlands Elektriciteit Administratiekantoor BV,

Saranne BV,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Rosas (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, U. Lõhmus, J. N. Cunha Rodrigues, A. Ó Caoimh και A. Arabadjiev, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 10ης Μαΐου 2007,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Essent Netwerk BV, καθολικός διάδοχος από την 1η Ιανουαρίου 2005 της Essent Netwerk Noord BV, εκπροσωπούμενη από τους P. E. Mazel και E. Hamminga, advocaten,

η Aluminium Delfzijl BV, εκπροσωπούμενη από τους A. J. van den Berg και M.Van Leeuwen, advocaten,

η Nederlands Elektriciteit Administratiekantoor BV, εκπροσωπούμενη από τους J. K. de Pree και Y. de Vries, advocaten,

η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενη από την H. G. Sevenster και από τους P. P. J. van Ginneken και D. J. M. de Grave,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους R. Lyal και H. van Vliet,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 24ης Ιανουαρίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 25 ΕΚ, 87, παράγραφος 1, ΕΚ και 90 ΕΚ.

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Essent Netwerk Noord BV (στο εξής: Essent Netwerk), διαχειριστή δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας, και της Aluminium Delfzijl BV (στο εξής: Aldel), αγοραστή ηλεκτρικής ενέργειας και υπηρεσιών μεταφοράς, όσον αφορά προσαύξηση στην τιμή που χρεώθηκε για τη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας κατά την περίοδο μεταξύ 1ης Αυγούστου 2000 και 31ης Δεκεμβρίου 2000.

3

Κατόπιν παρεμβάσεως και προσεπικλήσεως δικονομικού εγγυητή, στη διαδικασία μετέσχον επίσης οι Nederlands Elektriciteit Administratiekantoor BV, πρώην Samenwerkende ElektriciteitsProduktiebedrijven NV (στο εξής: SEP), εταιρία ορισθείσα εκ του νόμου, το ολλανδικό Δημόσιο και η εταιρία Saranne BV, θυγατρική της SEP και διαχειριστής του δικτύου υψηλής τάσεως.

Το νομικό πλαίσιο

Το κοινοτικό δίκαιο

4

Η οδηγία 96/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (EE 1997, L 27, σ. 20, στο εξής: οδηγία), ορίζει τους κοινούς κανόνες που αφορούν την παραγωγή, τη μεταφορά και τη διανομή ηλεκτρικής ενέργειας.

5

Τα κεφάλαιά της IV, VI και VII αφορούν, αντιστοίχως, την εκμετάλλευση του δικτύου μεταφοράς, τα λογιστικά στοιχεία των επιχειρήσεων του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας και την οργάνωση της πρόσβασης στο δίκτυο.

6

Το άρθρο 24, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη, στα οποία οι υποχρεώσεις που αναλήφθηκαν ή οι εγγυήσεις λειτουργίας που χορηγήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας είναι δυνατόν να μην μπορούν να τηρηθούν λόγω των διατάξεων της παρούσας οδηγίας, μπορούν να ζητήσουν να τύχουν μεταβατικού καθεστώτος, το οποίο θα μπορεί να τους παραχωρήσει η Επιτροπή, λαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, υπόψη τις διαστάσεις του σχετικού δικτύου, το επίπεδο διασύνδεσής του και τη διάρθρωση της ηλεκτροβιομηχανίας του. Η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη για τις εφαρμογές αυτές προτού λάβει απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη τις επιταγές της εμπιστευτικότητας. Η απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

2.   Το μεταβατικό αυτό καθεστώς είναι χρονικά περιορισμένο και συνδέεται με την εκπόνηση των υποχρεώσεων ή εγγυήσεων που αναφέρθηκαν στην παράγραφο 1. Το μεταβατικό καθεστώς μπορεί να καλύπτει παρεκκλίσεις από τα κεφάλαια IV, VI και VII της παρούσας οδηγίας. Οι αιτήσεις μεταβατικού καθεστώτος πρέπει να κοινοποιηθούν στην Επιτροπή το αργότερο ένα έτος μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.»

Η εθνική νομοθεσία

7

Πριν από την ελευθέρωση του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας στις Κάτω Χώρες, τέσσερις περιφερειακές επιχειρήσεις παρήγαν ηλεκτρική ενέργεια.

8

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του νόμου περί ρυθμίσεως της παραγωγής, της εισαγωγής, της μεταφοράς και της πωλήσεως ηλεκτρικής ενέργειας (Elektriciteitswet), της 16ης Νοεμβρίου 1989 (Staatsblad 1989, σ. 535, στο εξής: EW 1989), στις εταιρίες αυτές παραγωγής είχε ανατεθεί, μαζί με μια προς τούτο ορισθείσα εταιρία (την κοινή τους θυγατρική SEP), να μεριμνούν για την αξιόπιστη και αποτελεσματική λειτουργία της δημόσιας διανομής ηλεκτρικής ενέργειας σε τιμές κατά το δυνατόν χαμηλότερες και δικαιολογημένες έναντι του κοινωνικού συνόλου. Για να φέρουν εις πέρας το έργο αυτό, η SEP και οι μέτοχοί της είχαν συνάψει συμφωνία συνεργασίας το 1986. Ο EW 1989 έδωσε νομική βάση στη συμφωνία αυτή για περίοδο που είχε ως αφετηρία το 1990.

9

Η SEP διαχειριζόταν όλη την παραγόμενη και εισαγόμενη ηλεκτρική ενέργεια. Οι δαπάνες ομαδοποιούνταν μέσω της SEP και καταβάλλονταν από αυτή στις τέσσερις επιχειρήσεις παραγωγής. Οι συνολικές δαπάνες της SEP καθιστούσαν δυνατό τον καθορισμό της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας που χρεωνόταν στον τομέα της διανομής, λαμβανομένου υπόψη ενός ανωτάτου ορίου που καθοριζόταν από τον Υπουργό Οικονομικών.

10

Κατά την περίοδο της κλειστής αγοράς της ενέργειας, η SEP ή η SEP και οι επιχειρήσεις παραγωγής είχαν πραγματοποιήσει, στο πλαίσιο της συμφωνίας συνεργασίας, ορισμένες επενδύσεις, εν μέρει παρακινημένες από τις δημόσιες αρχές, για λόγους ασφαλείας του εφοδιασμού και της παροχής ενέργειας, καθώς και για λόγους βιώσιμης χρησιμοποίησης των πηγών ενέργειας. Οι εν λόγω επενδύσεις αφορούσαν, μεταξύ άλλων, τις μακρόχρονες συμβάσεις εισαγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου που η SEP είχε συνάψει με αλλοδαπούς παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, ii) τις συμβάσεις που είχαν, ως φαίνεται, συνάψει οι επιχειρήσεις παραγωγής στο πλαίσιο προγραμμάτων θέρμανσης αστικών περιοχών, και iii) την κατασκευή μιας πειραματικής και οικολογικής εγκατάστασης αεριοποίησης του άνθρακα, υπό την ονομασία «Demkolec». Εθεωρείτο ότι οι δαπάνες που συνδέονταν με τα προγράμματα αυτά δεν θα μπορούσαν να ανακτηθούν μετά την ελευθέρωση της αγοράς. Επρόκειτο για δαπάνες μη συνάδουσες με τα κριτήρια της αγοράς ή «λανθάνουσες δαπάνες» (stranded costs), σύμφωνα με την ορολογία που χρησιμοποιεί η Επιτροπή.

11

Στις 21 Ιανουαρίου 1997, η SEP, οι τέσσερις επιχειρήσεις παραγωγής και οι 23 επιχειρήσεις διανομής συνήψαν συμφωνία (στο εξής: πρωτόκολλο συμφωνίας) που αφορούσε την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας στις επιχειρήσεις διανομής για τα έτη 1997-2000.

12

Το πρωτόκολλο αυτό συμφωνίας προέβλεπε, μεταξύ άλλων, ότι οι επιχειρήσεις διανομής θα κατέβαλλαν από κοινού ετησίως, τούτο δε μέχρι το 2000, ποσό 400 εκατομμυρίων ολλανδικών φιορινίων (NLG) στη SEP (ήτοι συνολικά 1,6 δισεκατομμύρια NLG), για την κάλυψη των μη συναδουσών με τα κριτήρια της αγοράς δαπανών.

13

Η καταβολή του ποσού αυτού από τις επιχειρήσεις διανομής χρηματοδοτήθηκε με μία αύξηση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας των μικρών, μεσαίων και μεγάλων συνήθων καταναλωτών. Οι ειδικοί μεγάλοι καταναλωτές συνέβαλαν μόνον εν μέρει ή καθόλου στις μη συνάδουσες με τα κριτήρια της αγοράς δαπάνες, λόγω του άρθρου 32 του EW 1989, που προέβλεπε τη δυνατότητα συνάψεως συμφωνιών με αυτούς.

14

Η οδηγία μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο των Κάτω Χωρών με τον νόμο περί ρυθμίσεως της παραγωγής, της μεταφοράς και της διανομής ηλεκτρικής ενέργειας (Elektriciteitswet), της 2ας Ιουλίου 1998 (Staatsblad 1998, αριθ. 427, στο εξής: EW 1998), που κατήργησε τον EW 1989, από 1ης Ιουλίου 1999. Σύμφωνα με τον νόμο αυτόν, διαχωρίστηκαν οι δραστηριότητες διαχείρισης του δικτύου διανομής και οι δραστηριότητες διανομής της ηλεκτρικής ενέργειας.

15

Το πρωτόκολλο συμφωνίας απέκτησε νομική βάση με το νέο άρθρο 97, παράγραφος 2, του EW 1998 (που προστέθηκε με τον νόμο της 1ης Ιουλίου 1999, Staatsblad 1999, αριθ. 260), το οποίο επέβαλε την τήρηση του πρωτοκόλλου αυτού μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2001.

16

Σύμφωνα με τον νόμο, ανατέθηκε σε μια επιτροπή τριών εμπειρογνωμόνων, με προεδρεύοντα τον M. Herkströter (στο εξής: επιτροπή Herkströter), να γνωμοδοτήσει όσον αφορά την αναγκαιότητα αντισταθμιστικών μέτρων για τις μη συνάδουσες με τα κριτήρια της αγοράς δαπάνες. Η επιτροπή αυτή, στις 18 Νοεμβρίου 1999, διαβίβασε τη γνωμοδότησή της στον Υπουργό Οικονομικών. Το συμπέρασμά της ήταν ότι η κυβέρνηση έπρεπε να λάβει αντισταθμιστικά μέτρα μόνο για τις μη συνάδουσες με τα κριτήρια της αγοράς δαπάνες που είχε η ίδια προκαλέσει, ήτοι για τα προγράμματα θέρμανσης αστικών περιοχών και την εγκατάσταση Demkolec. Με τις λοιπές μη συνάδουσες με την αγορά δαπάνες και, ιδίως, με τις δαπάνες που αφορούσαν τις συμβάσεις εισαγωγής, έπρεπε να επιβαρυνθούν οι επιχειρήσεις παραγωγής, με βάση έναν τρόπο κατανομής που πρότεινε η επιτροπή Herkströter.

17

Στις 21 Δεκεμβρίου 2000 θεσπίστηκε ο μεταβατικός νόμος περί του τομέα της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (Overgangswet Elektriciteitsproductiesector, Staatsblad 2000, αριθ. 607, στο εξής: OEPS), που ρύθμιζε, μεταξύ άλλων, το ζήτημα των μη συναδουσών με τα κριτήρια της αγοράς δαπανών.

18

Τόσο στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού όσο και στην πρώτη αιτιολογική του σκέψη γίνεται λόγος για τη λήξη της ισχύος του πρωτοκόλλου συμφωνίας λόγω της ελευθέρωσης της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Από τις εξηγήσεις που διατυπώθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει, συναφώς, ότι, ναι μεν η ισχύς του πρωτοκόλλου συμφωνίας έληγε την 1η Ιανουαρίου 2001, πλην όμως η εκτέλεσή του, όπως είχε προβλεφθεί αρχικώς, δεν ήταν δυνατή πλέον, ιδίως για το 2000, λόγω των νέων κανόνων που ίσχυαν για τους ειδικούς μεγάλους καταναλωτές.

19

Το άρθρο 9 του OEPS, που τέθηκε σε ισχύ από τις 29 Δεκεμβρίου 2000 και εφαρμόζεται αναδρομικώς από την 1η Αυγούστου 2000, όπως προβλέπει το άρθρο 25 του εν λόγω νόμου, προβλέπει ένα μηχανισμό χρηματοδότησης των μη συναδουσών με τα κριτήρια της αγοράς δαπανών του 2000. Το άρθρο αυτό έχει ως εξής:

«1.   Κάθε αγοραστής, που δεν είναι προστατευόμενος αγοραστής, οφείλει, εκτός από τη βάσει συμβάσεως οφειλή του προς τον διαχειριστή του δικτύου της περιοχής εντός της οποίας είναι εγκατεστημένος, στον εν λόγω διαχειριστή του δικτύου ποσό 0,0117 NLG ανά kWh, υπολογιζόμενο επί της συνολικής ποσότητας ηλεκτρικής ενέργειας που έχει μεταφέρει ο διαχειριστής του δικτύου στη σύνδεσή του κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 1ης Αυγούστου 2000 και 31ης Δεκεμβρίου 2000.

2.   Κάθε προστατευόμενος αγοραστής οφείλει, εκτός από τη βάσει συμβάσεως οφειλή του προς τον κάτοχο άδειας της περιοχής εντός της οποίας είναι εγκατεστημένος, στον εν λόγω κάτοχο άδειας ποσό 0,0117 NLG ανά kWh, υπολογιζόμενο επί της συνολικής ποσότητας ηλεκτρικής ενέργειας που του έχει παραδώσει ο κάτοχος άδειας κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 1ης Αυγούστου 2000 και 31ης Δεκεμβρίου 2000.

3.   Όταν ο αγοραστής έχει προβεί για το έτος 2000 ή μέρος αυτού σε προκαταβολή προς τον διαχειριστή του δικτύου ή τον κάτοχο άδειας για την πληρωμή του κατά την πρώτη ή τη δεύτερη παράγραφο ποσού, ο διαχειριστής του δικτύου ή ο κάτοχος άδειας διακανονίζει κατά τον τελικό συμψηφισμό για το έτος 2000 αυτή την προκαταβολή με το συνολικό οφειλόμενο σ’ αυτόν ποσό.

4.   Το προϊόν των οφειλομένων από τους αγοραστές βάσει της πρώτης ή της δεύτερης παραγράφου ποσών καταβάλλεται αντιστοίχως από τον διαχειριστή του δικτύου ή τον κάτοχο άδειας στην καθορισθείσα εταιρία πριν από την 1η Ιουλίου 2001.

5.   Η καθορισθείσα εταιρία υποβάλλει δήλωση στον καθ’ ύλην αρμόδιο υπουργό για το ύψος του κατά την τέταρτη παράγραφο προϊόντος και επισυνάπτει βεβαίωση λογιστή, κατά το άρθρο 393, παράγραφος 1, του Βιβλίου 2, του Αστικού Κώδικα για την ορθότητα της δηλώσεως. Αν το συνολικό προϊόν υπερβαίνει τα 400000000 NLG, η καθορισθείσα εταιρία καταβάλλει το πλεόνασμα στον οικείο υπουργό, ο οποίος το διαθέτει για την κάλυψη των δαπανών, κατά την έννοια του άρθρου 7.»

20

Την 1η Ιανουαρίου 2001 έληξε η ισχύς του πρωτοκόλλου συμφωνίας. Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του OEPS, οι τέσσερις επιχειρήσεις παραγωγής κατέστησαν από κοινού υπόχρεες για τις μη συνάδουσες με τα κριτήρια της αγοράς δαπάνες που απαριθμούνται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, του OEPS.

21

Τα άρθρα 6 έως 8 του OEPS απέβλεπαν στην εκ μέρους του Δημοσίου χρηματοδότηση της πληρωμής των μη συναδουσών με τα κριτήρια της αγοράς δαπανών που αφορούν τα προγράμματα θέρμανσης αστικών περιοχών και την εγκατάσταση Demkolec για την περίοδο μετά την 1η Ιανουαρίου 2001. Τα άρθρα αυτά είχαν ως εξής:

«Άρθρο 6

1.   Ο αρμόδιος υπουργός καθορίζει κάθε έτος, για μια περίοδο που δεν μπορεί να υπερβεί τα δέκα έτη, μια προσαύξηση την οποία υποχρεούνται να καταβάλουν όλοι οι πελάτες εξαιρουμένων των διαχειριστών δικτύου.

2.   Η προσαύξηση καθορίζεται την πρώτη φορά για μια περίοδο τεσσάρων εβδομάδων από της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του παρόντος άρθρου. Η προσαύξηση που ισχύει για τα υπόλοιπα εννέα έτη καθορίζεται πριν από την 1η Οκτωβρίου του έτους που προηγείται αυτού κατά το οποίο θα ισχύει το νέο τιμολόγιο.

3.   Η προσαύξηση αποτελεί ποσοστό του συνολικού ποσού το οποίο υποχρεούται να καταβάλει ένας πελάτης για τη μεταφορά της ηλεκτρικής ενέργειας μέχρι τον τόπο συνδέσεώς του και για τις υπηρεσίες που του παρέχει το σύστημα.

4.   Η προσαύξηση δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη του 10 % του ποσού που διαλαμβάνεται στην παράγραφο 3 ανωτέρω.

5.   Ο αρμόδιος υπουργός καθορίζει την προσαύξηση αυτή σύμφωνα με τις διατάξεις που θεσπίζονται με υπουργική απόφαση η οποία προβλέπει, για κάθε περίπτωση, ότι καμία επιδότηση δεν χορηγείται για τη χρηματοδότηση των δαπανών για τις οποίες έχει χορηγηθεί ποσό υπό τη μορφή ενισχύσεως ή κανόνα φορολογικής φύσεως. Αν για τη συμμόρφωση προς την ερμηνεία που προτείνει η Επιτροπή αποδειχθεί αναγκαίο […], ο αρμόδιος υπουργός μπορεί να τροποποιήσει το έρεισμα που διαλαμβάνεται στην τρίτη παράγραφο, δυνάμει του οποίου οφείλεται η εν λόγω προσαύξηση.

Άρθρο 7

Το προϊόν της προσαυξήσεως χρησιμεύει για την επιδότηση:

a.

των δαπανών που προκαλούνται από τις συμφωνίες που αφορούν τη θέρμανση αστικών περιοχών και οι οποίες συνήφθησαν μεταξύ των επιχειρήσεων παραγωγής και των προμηθευτών πριν από την ημερομηνία καταργήσεως του [EW] 1989, εφόσον πριν από την ημερομηνία αυτή υλοποιήθηκαν τα προγράμματα τα οποία αφορούν οι εν λόγω συμφωνίες·

b.

τις δαπάνες που συνδέονται με την εκχώρηση και τη μεταβίβαση των μετοχών της εταιρίας n.v. Demkolec ή της πειραματικής εγκαταστάσεως αεριοποίησης του άνθρακα της Demkolec, και

c.

τις δαπάνες που συνδέονται με την είσπραξη της προσαυξήσεως αυτής από τους διαχειριστές δικτύου.

Άρθρο 8

1.   Σύμφωνα με τις διατάξεις που θα θεσπίσει ο αρμόδιος υπουργός, η επιδότηση που διαλαμβάνεται στο άρθρο 7 ανωτέρω, χορηγείται στα ακόλουθα πρόσωπα:

a.

στα νομικά πρόσωπα που αναλαμβάνουν τις δαπάνες που διαλαμβάνονται στο άρθρο 7, στοιχείο a, και για τις οποίες κάθε νομικό πρόσωπο εισπράττει ετησίως το ποσό αυτό το οποίο αντιστοιχεί στις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν το έτος αυτό και οι οποίες υπολογίζονται βάσει της μεθόδου των κινδύνων που συνδέονται με την τιμή του καυσίμου, η οποία λαμβάνει υπόψη την παραγωγή θερμικής ενέργειας ανά πρόγραμμα·

b.

τα πρόσωπα που αναλαμβάνουν τις δαπάνες που διαλαμβάνονται στο άρθρο 7, στοιχείο b.

2.   Ο αρμόδιος υπουργός χορηγεί την επιδότηση στα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1, στοιχείο a, μόνο αφού προβεί από κοινού με αυτά σε εκτίμηση του ύψους των δαπανών, που διαλαμβάνονται στο άρθρο 7, στοιχείο a, και οι οποίες, κατά το εν λόγω έτος, βαρύνουν τα ως άνω νομικά πρόσωπα· προς τούτο, τα οικεία νομικά πρόσωπα δηλώνουν τη συνολική ποσότητα παραχθείσας θερμικής ενέργειας, υπό μορφή ετησίου συνόλου.

3.   Ο αρμόδιος υπουργός χορηγεί την επιδότηση στα νομικά πρόσωπα που διαλαμβάνονται στην παράγραφο 1, στοιχείο b, μόνο μετά την εκχώρηση ή τη μεταβίβαση από τα οικεία νομικά πρόσωπα των μετοχών της εταιρίας n.v. Demkolec ή της πειραματικής εγκαταστάσεως αεριοποίησης του άνθρακα της Demkolec, και μόνον αφού προβεί από κοινού με αυτές σε εκτίμηση των δαπανών με τις οποίες τα νομικά αυτά πρόσωπα πρέπει να επιβαρυνθούν όσον αφορά την εκχώρηση ή τη μεταβίβαση των εν λόγω μετοχών ή της εγκαταστάσεως.

4.   Η υπουργική απόφαση που διαλαμβάνεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ορίζει, σε κάθε περίπτωση, ότι ουδεμία επιδότηση χορηγείται για τη χρηματοδότηση των δαπανών για τις οποίες έχει χορηγηθεί ποσό υπό τη μορφή ενισχύσεως ή κανόνα φορολογικής φύσεως.

5.   Η προθεσμία που διαλαμβάνεται στην αρχή του άρθρου 7, μπορεί, υπό την επιφύλαξη της συμφωνίας της Επιτροπής […] βάσει του άρθρου 88 ΕΚ, να παραταθεί με υπουργική απόφαση κατά χρονικό διάστημα για τον ορισμό του οποίου λαμβάνεται υπόψη ο απομένων χρόνος ισχύος των συμφωνιών που διαλαμβάνονται στο άρθρο 7, στοιχείο a.»

22

Το βασιλικό διάταγμα που προβλέπει τη θέση σε ισχύ των άρθρων αυτών ουδέποτε ωστόσο εκδόθηκε. Με τον νόμο της 3ης Ιουλίου 2003 (Staatsblad 2003, αριθ. 316), καταργήθηκε το άρθρο 6 του OEPS. Τα άρθρα 7 και 8 αντικαταστάθηκαν από διατάξεις προβλέπουσες τη χορήγηση επιδοτήσεων για την κάλυψη των δαπανών των προγραμμάτων θέρμανσης αστικών περιοχών και της εγκαταστάσεως Demkolec, σύμφωνα με όσα είχε εγκρίνει η Επιτροπή, με την απόφασή της [SG (2001) D/290565] της 25ης Ιουλίου 2001, στον φάκελο «κρατικές ενισχύσεις» N 597/1998.

Οι επαφές μεταξύ της Κυβερνήσεως των Κάτω Χωρών και της Επιτροπής

23

Με επιστολή της 20ής Φεβρουαρίου 1998, η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών πληροφόρησε την Επιτροπή σχετικά με τις αντισταθμιστικές πληρωμές στις οποίες σχεδίαζε να προβεί υπέρ των τεσσάρων επιχειρήσεων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, ζητώντας της να τις εγκρίνει κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 24 της οδηγίας.

24

Με επιστολή της 16ης Οκτωβρίου 1998, η κυβέρνηση αυτή γνωστοποίησε στην Επιτροπή πρόσθετα στοιχεία και της κοινοποίησε τα μεταβατικά καθεστώτα, ιδίως το σχέδιο των άρθρων 6 έως 8 του μέλλοντος OEPS, βάσει του άρθρου 24 της οδηγίας και, εφόσον ήταν αναγκαίο, βάσει των άρθρων 92 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 87 ΕΚ) και 93 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 88 ΕΚ).

25

Με την απόφαση 1999/796/ΕΚ, της 8ης Ιουλίου 1999, περί της αίτησης των Κάτω Χωρών για μεταβατικό καθεστώς σύμφωνα με το άρθρο 24 της οδηγίας 96/92 (EE L 319, σ. 34), η Επιτροπή θεώρησε ότι το σύστημα επιβαρύνσεων και η προβλεπόμενη μεταβίβαση αντισταθμιστικών πληρωμών δεν καθιστούσαν αναγκαία την παρέκκλιση από τα κεφάλαια IV, VI ή VII της οδηγίας και, συνεπώς, δεν μπορούσαν να θεωρηθούν μεταβατικό σύστημα κατά την έννοια του άρθρου 24 της οδηγίας.

26

Το σημείο 42 της αιτιολογίας της αποφάσεως 1999/796 προβλέπει τα εξής:

«[…] Η μεταβίβαση αντισταθμιστικής πληρωμής σε συγκεκριμένους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας που χρηματοδοτείται μέσω φόρων ή επιβαρύνει τους καταναλωτές αποτελεί επομένως μέτρο που δεν αναφέρεται άμεσα στην οδηγία και χρειάζεται να εξετασθεί σύμφωνα με τους κανόνες που αφορούν τον ανταγωνισμό και ιδίως το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ’, [ΕΚ] […]»

27

Το σκέλος «κρατικές ενισχύσεις» προκάλεσε διάφορες επαφές, ανταλλαγές επιστολών και αναβολές της εξετάσεως του φακέλου στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της προαναφερθείσας κοινοποιήσεως της 16ης Οκτωβρίου 1998 και της αποφάσεως της Επιτροπής της 25ης Ιουλίου 2001.

28

Κατά το αιτούν δικαστήριο, το ολλανδικό Δημόσιο δεν κοινοποίησε τυπικώς το άρθρο 9 του OEPS στην Επιτροπή, αλλά, με επιστολή της 30ής Αυγούστου 2000, ενημέρωσε την Επιτροπή σχετικά με το σύνολο του νομοσχεδίου του OEPS, στο οποίο περιλαμβανόταν και το άρθρο 9 αυτού.

29

Η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών αναφέρει ότι απέστειλε στην Επιτροπή το πλήρες κείμενο του νομοσχεδίου αυτού, μαζί με την αιτιολογική έκθεση. Η επιστολή που συνόδευε το κείμενο αυτό έθιγε μεγάλο αριθμό θεμάτων. Όσον αφορά το πρωτόκολλο συμφωνίας που έληγε στις 31 Δεκεμβρίου 2000, η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών ανέφερε ότι ήταν δυνατόν να ανακληθεί η νομική του βάση, ήτοι ότι μπορούσε να καταργηθεί το άρθρο 97 του EW 1998.

30

Δεδομένου ότι η Επιτροπή διατύπωσε αμφιβολίες όσον αφορά το συμβατό των άρθρων 6 έως 8 του νομοσχεδίου του OEPS προς τη Συνθήκη, η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών αποφάσισε να μη θέσει σε ισχύ τα τελευταία αυτά άρθρα και να εξετάσει τη δυνατότητα χρηματοδοτήσεως ορισμένων μη συναδουσών με τα κριτήρια της αγοράς δαπανών μέσω γενικών πόρων.

31

Η ίδια αυτή κυβέρνηση, με την επιστολή της 30ής Αυγούστου 2000, γνωστοποίησε ρητώς στην Επιτροπή το γεγονός ότι θα επιβαλλόταν προσαύξηση της τιμής με το άρθρο 9 του νομοσχεδίου OEPS. Η ανακοίνωση αυτή είχε την ακόλουθη διατύπωση:

«Στο πλαίσιο της εισαγωγής, το 2000, μιας νέας τιμολογιακής διάρθρωσης βάσει του [EW] 1998, διάρθρωσης στην οποία τιμές θα διαιρούνται σε τιμή διανομής και σε τιμή μεταφοράς, το νομοσχέδιο προβλέπει μια διάταξη δυνάμει της οποίας οι διαχειριστές δικτύου και οι επιχειρήσεις διανομής μπορούν προσωρινά να αυξήσουν τις τιμές τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, διασφαλίζουμε ότι οι παλαιές επιχειρήσεις διανομής που μετέχουν στο πρωτόκολλο συμφωνίας θα μπορούν, ακόμη και για το 2000, να εξακολουθήσουν να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους βάσει του πρωτοκόλλου αυτού. Το μέτρο αυτό αποτελεί λογική συνέπεια της διατάξεως του [EW 1998] που παρείχε νομικό έρεισμα στο πρωτόκολλο συμφωνίας. Θα θέλαμε, για περισσότερες λεπτομέρειες συναφώς, να παραπέμψουμε στο άρθρο 9 της προτάσεως νόμου [OEPS] και στα σχετικά με το άρθρο αυτό χωρία της αιτιολογικής έκθεσης.»

32

Κατά την Επιτροπή, με την από 30 Αυγούστου 2000 επιστολή της, η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών την κάλεσε να εξετάσει όχι το άρθρο 9 του νομοσχεδίου OEPS με γνώμονα τα άρθρα 87 ΕΚ και 88 ΕΚ, αλλά τα άρθρα 6 έως 8 του νομοσχεδίου αυτού.

33

Από την απόφαση της 25ης Ιουλίου 2001 της Επιτροπής προκύπτει ότι μεταξύ των ολλανδικών αρχών και των υπηρεσιών της Επιτροπής πραγματοποιήθηκε συνάντηση στις 15 Σεπτεμβρίου 2000 και ότι αντηλλάγησαν επιστολές τον Οκτώβριο, τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 2000. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, με επιστολή της 27ης Ιουνίου 2001, οι ολλανδικές αρχές ανακάλεσαν τον χρηματοοικονομικό μηχανισμό των κοινοποιηθέντων μέτρων.

34

Με την από 25 Ιουλίου 2001 απόφασή της, η Επιτροπή κατέληξε ότι η κοινοποιηθείσα ενίσχυση, που αφορούσε τη χορήγηση επιδοτήσεων για την κάλυψη των δαπανών των προγραμμάτων θέρμανσης αστικών περιοχών και της εγκαταστάσεως Demkolec, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ και ότι το μέτρο είναι σύμφωνο προς την ανακοίνωση περί της μεθόδου ανάλυσης των κρατικών ενισχύσεων που σχετίζονται με λανθάνουσες δαπάνες, η οποία εκδόθηκε επίσης στις 25 Ιουλίου 2001.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

35

Στις 19 Δεκεμβρίου 1996, η Aldel, «ειδικός μεγάλος καταναλωτής», συνήψε, βάσει του άρθρου 32 του EW 1989, σύμβαση περί διαθέσεως ηλεκτρικής ισχύος και παραδόσεως ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και περί load management, με τη SEP, την Elektriciteits — Productiemaatschappij Oost — en Noord — Nederland NV (επιχείρηση παραγωγής) και την Energie Distributiemaatschappij voor Oost- en Noord-Nederland (επιχείρηση διανομής).

36

Η Essent Netwerk αποτελεί αυτοτελές νομικό πρόσωπο, διαχειριστή δικτύου, η οποία είναι θυγατρική της εταιρίας Essent NV, η οποία ελέγχεται πλήρως από δήμους και κοινότητες. Η Essent NV μετέφερε 717413761 kW ηλεκτρικής ενέργειας προς τη σύνδεση της Aldel, κατά την περίοδο από 1ης Αυγούστου 2000 έως 31 Δεκεμβρίου 2000.

37

Βάσει του άρθρου 9 του OEPS, η Essent Netwerk απαίτησε, με τιμολόγιο της 4ης Απριλίου 2001, ποσό 9862646,25 NLG (4475473,75 ευρώ), συμπεριλαμβανομένου του φόρου κύκλου εργασιών, από την Aldel. Παρά την όχληση εκ μέρους της Essent Netwerk, η Aldel δεν κατέβαλε το ποσό αυτό.

38

Στην υπόθεση της κυρίας δίκης, η Essent Netwerk ζητεί την καταβολή, βάσει του άρθρου 9 του OEPS, των ποσών που χρέωσε στην Aldel, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων. Η Aldel αρνείται την καταβολή με το αιτιολογικό ότι το άρθρο 9 του OEPS είναι αντίθετο προς τα άρθρα 25 ΕΚ, 87 ΕΚ και 90 ΕΚ. Η Aldel προσεπικάλεσε το Δημόσιο ως δικονομικό εγγυητή. Η Essent Netwerk προσεπικάλεσε ως δικονομικούς εγγυητές τη Nederlands Elektriciteit Administratiekantoor BV και τη Saranne BV.

39

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Rechtbank Groningen αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1.

Έχουν τα άρθρα 25 ΕΚ και 90 ΕΚ την έννοια ότι αντίκεινται σε νομοθετική διάταξη, βάσει της οποίας οι ημεδαποί αγοραστές ηλεκτρικής ενέργειας οφείλουν στον διαχειριστή τους δικτύου, κατά τη διάρκεια μιας μεταβατικής περιόδου (31 Αυγούστου 2000 έως 31 Δεκεμβρίου 2000), προσαύξηση τιμολογίου για τις ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας που μεταφέρθηκαν για τις δικές τους ανάγκες, όταν η προσαύξηση αυτή πρέπει να μεταβιβάζεται από τον διαχειριστή δικτύου σε προς τούτο ορισθείσα από τον νομοθέτη εταιρία για την κάλυψη των μη συναδουσών με τα κριτήρια της αγοράς δαπανών, που προκύπτουν από δεσμεύσεις που ανέλαβε ή από επενδύσεις που πραγματοποίησε η εταιρία αυτή πριν από την ελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, και όταν η εταιρία αυτή

είναι από κοινού θυγατρική επιχείρηση των τεσσάρων εγχωρίων επιχειρήσεων παραγωγής,

κατά το οικείο χρονικό διάστημα (2000), είναι η μοναδική υπεύθυνη για τις μη συνάδουσες με τα κριτήρια της αγοράς δαπάνες που προέκυψαν κατά το έτος αυτό,

έχει αναμφισβήτητα ανάγκη ποσών 400 εκατομμυρίων NLG (181512086,40 ευρώ) για να καλύψει τις δαπάνες αυτές κατά το εν λόγω έτος, και

εφόσον τα έσοδα από την προσαύξηση αυτή στο τιμολόγιο υπερβαίνει το προαναφερθέν ποσό οφείλει να μεταβιβάσει το πλεόνασμα στον οικείο υπουργό;

2.

Πληροί το καθεστώς που περιγράφηκε στο πρώτο ερώτημα τις προϋποθέσεις του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος, που αφορά την ερμηνεία των άρθρων 25 ΕΚ και 90 ΕΚ

40

Όπως υπενθύμισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 29 των προτάσεών του, τα άρθρα 25 ΕΚ και 90 ΕΚ, που επιβάλλουν, αντιστοίχως, την απαγόρευση των δασμών και των φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος, καθώς και την απαγόρευση των εσωτερικών φόρων που ενέχουν δυσμενείς διακρίσεις, επιδιώκουν, συμπληρωματικά, τον σκοπό της απαγορεύσεως κάθε εθνικού φορολογικού μηχανισμού που μπορεί να εισαγάγει διάκριση εις βάρος των προϊόντων που προέρχονται από ή προορίζονται για άλλα κράτη μέλη παρεμποδίζοντας την ελεύθερη κυκλοφορία στο εσωτερικό της Κοινότητας υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 2006, C-393/04 και C-41/05, Air Liquide Industries Belgium, Συλλογή 2006, σ. I-5293, σκέψη 55, και της 8ης Νοεμβρίου 2007, C-221/06, Stadtgemeinde Frohnleiten και Gemeindebetriebe Frohnleiten, Συλλογή 2007, σ. I-9643, σκέψη 30).

41

Συνιστά φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος κάθε χρηματική επιβάρυνση, έστω και ελάχιστη, που επιβάλλεται μονομερώς, ανεξαρτήτως ονομασίας και τεχνικής, και η οποία πλήττει τα εμπορεύματα λόγω της διελεύσεως συνόρων, όταν δεν αποτελεί κατά κυριολεξία δασμό. Αντιθέτως, μια χρηματική επιβάρυνση που προκύπτει από ειδικό καθεστώς εσωτερικών φόρων στους οποίους υπόκεινται συστηματικά, βάσει των ίδιων αντικειμενικών κριτηρίων, κατηγορίες προϊόντων ανεξαρτήτως της προελεύσεως ή του προορισμού τους εμπίπτει στο άρθρο 90 ΕΚ (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Air Liquide Industries Belgium, σκέψεις 51 και 56).

42

Μια φορολογική επιβάρυνση που πλήττει τα ημεδαπά και τα εισαγόμενα προϊόντα βάσει πανομοιότυπων κριτηρίων μπορεί ωστόσο να απαγορεύεται από τη Συνθήκη, όταν το προϊόν της φορολογικής αυτής επιβαρύνσεως προορίζεται για τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων που ωφελούν ειδικώς τα φορολογούμενα ημεδαπά προϊόντα. Αν τα πλεονεκτήματα των οποίων τυγχάνουν τα προϊόντα αυτά αντισταθμίζουν πλήρως τη φορολογική επιβάρυνση που τα πλήττει, τα αποτελέσματα της τελευταίας αυτής εκδηλώνονται μόνον έναντι των εισαγομένων προϊόντων και η επιβάρυνση αυτή συνιστά φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος. Αντιθέτως, αν τα πλεονεκτήματα αυτά αντισταθμίζουν μόνον εν μέρει τη φορολογική επιβάρυνση που πλήττει τα ημεδαπά προϊόντα, η εν λόγω επιβάρυνση συνιστά φόρο ενέχοντα διακρίσεις κατά την έννοια του άρθρου 90 ΕΚ, του οποίου η επιβολή απαγορεύεται κατά το τμήμα του ποσού του που χρησιμοποιείται για την αντιστάθμιση προς όφελος των ημεδαπών προϊόντων (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 11ης Μαρτίου 1992, C-78/90 έως C-83/90, Compagnie commerciale de l’Ouest κ.λπ., Συλλογή 1992, σ. I-1847, σκέψη 27).

43

Στην υπόθεση της κύριας δίκης, η προσαύξηση της τιμής επιβάλλεται στη μεταφερόμενη ηλεκτρική ενέργεια. Πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, ότι η ηλεκτρική ενέργεια συνιστά εμπόρευμα κατά την έννοια των διατάξεων της Συνθήκης (αποφάσεις της 27ης Απριλίου 1994, C-393/92, Almelo κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. I-1477, σκέψη 28, και της 23ης Οκτωβρίου 1997, C-158/94, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1997, σ. I-5789, σκέψη 17).

44

Περαιτέρω, δεδομένου ότι το γενεσιουργό γεγονός είναι η μεταφορά της ηλεκτρικής ενέργειας, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι μια φορολογική επιβάρυνση που δεν επιβάλλεται σε ένα προϊόν αυτό καθεαυτό, αλλά σε μια δραστηριότητα που είναι αναγκαία σε σχέση με το προϊόν αυτό μπορεί να εμπίπτει στα άρθρα 25 ΕΚ και 90 ΕΚ (βλ., υπό την έννοια αυτή, προαναφερθείσα απόφαση Stadtgemeinde Frohnleiten και Gemeindebetriebe Frohnleiten, σκέψη 43). Πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να τονισθεί ότι η προσαύξηση της τιμής υπολογίζεται επί του αριθμού των μεταφερομένων kW και όχι επί της αποστάσεως της μεταφοράς ή βάσει οποιουδήποτε άλλου κριτηρίου άμεσα συνδεδεμένου με τη μεταφορά, οπότε πλήττει το προϊόν αυτό καθεαυτό.

45

Η προσαύξηση αυτή της τιμής που επιβάλλεται στη μεταφερόμενη ηλεκτρική ενέργεια επιβλήθηκε από το άρθρο 9 του OEPS. Δεν έχει συναφώς σημασία το ότι η διάταξη αυτή διευκολύνει την εκτέλεση μιας προηγουμένως συναφθείσας συμφωνίας μεταξύ διαφόρων επιχειρηματιών, εφόσον ο νόμος υποχρεώνει τους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας να καταβάλουν την προσαύξηση αυτή. Πρόκειται για μονομερώς επιβληθείσα επιβάρυνση.

46

Ομοίως, όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 25 ΕΚ και 90 ΕΚ, δεν έχει σημασία το ότι η χρηματική επιβάρυνση δεν επιβάλλεται από το κράτος (απόφαση της 17ης Μαΐου 1983, 132/82, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1983, σ. 1649, σκέψη 8). Το γεγονός ότι η προσαύξηση τιμής επιβάλλεται από τους διαχειριστές δικτύου ουδεμία, κατά συνέπεια, ασκεί επιρροή.

47

Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι η επίμαχη προσαύξηση αποτελεί φορολογική επιβάρυνση που πλήττει την ηλεκτρική ενέργεια, είτε εισαγόμενη είτε ημεδαπή, βάσει αντικειμενικού κριτηρίου που συνίσταται στον αριθμό των μεταφερομένων kW. Επομένως, πρέπει να καθοριστεί, με γνώμονα τη χρησιμοποίηση του προϊόντος της φορολογικής επιβαρύνσεως, αν αυτή συνιστά φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος ή εσωτερικό φόρο συνεπαγόμενο διακρίσεις.

48

Η Essen Netwerk ισχυρίζεται ότι ούτε το άρθρο 25 ούτε το άρθρο 90 ΕΚ έχουν εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεδομένου ότι τη φορολογική επιβάρυνση την καταβάλλουν οι καταναλωτές. Επομένως, δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα αντισταθμίσεως κάποιας επιβαρύνσεως που φέρουν οι ημεδαπές επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.

49

Ωστόσο, πρέπει να τονισθεί ότι, για την εφαρμογή των άρθρων 25 και 90 ΕΚ, δεν έχει σημασία η ιδιότητα του οφειλέτη, εφόσον η φορολογική επιβάρυνση αφορά το προϊόν ή δραστηριότητα αναγκαία σε σχέση με το προϊόν. Όπως όμως εκτέθηκε στη σκέψη 44 της παρούσας αποφάσεως, αυτό πράγματι ισχύει στην υπόθεση της κύριας δίκης.

50

Όσον αφορά τους δικαιούχους του προϊόντος της φορολογικής επιβαρύνσεως, δεν αποκλείεται να είναι οι ημεδαπές επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Συγκεκριμένα, ναι μεν ποσό 400 εκατομμυρίων NLG είχε χορηγηθεί, για το 2000, στην ορισθείσα αρχή, ήτοι στη SEP, για την πληρωμή μη συναδουσών με τα κριτήρια της αγοράς δαπανών, πλην όμως η SEP ήταν θυγατρική των εν λόγω επιχειρήσεων παραγωγής και είχε αναλάβει έναντι αυτών υποχρεώσεις βάσει διαφόρων συμβάσεων.

51

Εναπόκειται συνεπώς στο εθνικό δικαστήριο να ελέγξει αν οι επιχειρήσεις παραγωγής όφειλαν να εγγυηθούν την εκ μέρους της SEP πληρωμή των εν λόγω μη συναδουσών με τα κριτήρια της αγοράς δαπανών ή αν είχαν τη δυνατότητα να επωφεληθούν από το πλεονέκτημα που προέκυπτε από τη φορολογική επιβάρυνση, επί παραδείγματι, χάρη σε μια τιμή πωλήσεως ενσωματώνουσα το προϊόν του πλεονεκτήματος αυτού, με τη χορήγηση μερισμάτων ή με κάθε άλλο μέσον.

52

Όσον αφορά το πλέον των 400 εκατομμυρίων NLG ποσόν, εφόσον η χρησιμοποίησή του καθοριζόταν από το άρθρο 7 του SEP και το άρθρο αυτό δεν τέθηκε σε ισχύ, φαίνεται ότι το ποσόν αυτό δεν χρησιμοποιήθηκε για την πληρωμή μη συναδουσών με τα κριτήρια της αγοράς δαπανών και συνεπώς δεν προσπόρισε πλεονέκτημα στο ημεδαπό προϊόν. Εναπόκειται ωστόσο στο εθνικό δικαστήριο να ελέγξει αν τούτο ισχύει όντως.

53

Με βάση τα αποτελέσματα των διενεργηθέντων ελέγχων, ιδίως όσον αφορά τη σχέση μεταξύ της SEP και των επιχειρήσεων παραγωγής, το εθνικό δικαστήριο θα έχει τη δυνατότητα να καθορίσει αν δεν υφίσταται καμία αντιστάθμιση υπέρ των ημεδαπών παραγωγών, οπότε η φορολογική επιβάρυνση θα αποτελεί εσωτερικό φόρο μη συνεπαγόμενο διακρίσεις κατά την έννοια του άρθρου 90 ΕΚ. Στην περίπτωση κατά την οποία το προϊόν της φορολογικής επιβαρύνσεως θα αντισταθμίζει εν μέρει την επιβάρυνση που πλήττει το ημεδαπό προϊόν, θα πρόκειται για εσωτερικό φόρο συνεπαγόμενο διακρίσεις κατά την έννοια του άρθρου 90 ΕΚ, ενώ σε περίπτωση πλήρους αντισταθμίσεως, θα πρόκειται για φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος απαγορευόμενη από το άρθρο 25 ΕΚ.

54

Κατά τη SEP και την Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών, το προϊόν της προσαυξήσεως της τιμής δεν ευνοεί, εν πάση περιπτώσει, την ημεδαπή παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, καθόσον χρησιμεύει για την κάλυψη μη συναδουσών με τα κριτήρια της αγοράς δαπανών, ήτοι επενδύσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά το παρελθόν, και ουδεμία επίπτωση έχει στην τιμή της ημεδαπής ηλεκτρικής ενέργειας.

55

Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί ωστόσο να γίνει δεκτό. Συγκεκριμένα, στον βαθμό που οι ημεδαπές επιχειρήσεις ηλεκτρικής ενέργειας οφείλουν να επιβαρύνονται με αυτές τις μη συνάδουσες με τα κριτήρια της αγοράς δαπάνες, οι δαπάνες αυτές συμπεριλαμβάνονται μεταξύ των επιβαρύνσεων που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό της συνολικής τιμής κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας και, ανάλογα με την τιμή πωλήσεως που καθορίζουν οι επιχειρήσεις παραγωγής, του κέρδους των επιχειρήσεων αυτών. Επομένως, η χρησιμοποίηση του προϊόντος της φορολογικής επιβαρύνσεως για την πληρωμή δαπανών οι οποίες, έστω κι αν αφορούν παρελθούσες επενδύσεις, πρέπει να επιβαρύνουν τους ημεδαπούς παραγωγούς βελτιώνει την ανταγωνιστική τους θέση εις βάρος των παραγωγών άλλων κρατών μελών.

56

Όπως ορθώς υπενθύμισε ο γενικός εισαγγελέας με τα σημεία 24 και 25 των προτάσεών του, η προσαύξηση που επιβάλλεται στη μεταφερόμενη ηλεκτρική ενέργεια μπορεί να κριθεί αντίθετη προς το άρθρο 25 ΕΚ ή 90 ΕΚ μόνο στον βαθμό που επιβλήθηκε σε εισαγόμενη ηλεκτρική ενέργεια. Επομένως, πρέπει, σύμφωνα με τους κανόνες περί βάρους αποδείξεως που εφαρμόζονται σε μια διαφορά όπως αυτή της κύριας δίκης, να αποδειχθεί σε ποιο βαθμό η φορολογική επιβάρυνση που απαιτήθηκε από την Aldel αφορά τη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας προερχομένης από άλλα κράτη μέλη.

57

Με βάση το σύνολο των στοιχείων αυτών, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, το άρθρο 25 ΕΚ έχει την έννοια ότι είναι αντίθετο προς νομοθετική διάταξη δυνάμει της οποίας οι ημεδαποί αγοραστές ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει να καταβάλουν προσαύξηση τιμής οφειλόμενη στον διαχειριστή του δικτύου για τις παραχθείσες εντός του κράτους μέλους και τις εισαχθείσες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας που μεταφέρθηκαν για τις ανάγκες των αγοραστών αυτών, όταν η προσαύξηση αυτή πρέπει να μεταβιβασθεί από τον εν λόγω διαχειριστή σε προς τούτο καθορισθείσα από τον νομοθέτη εταιρία, η οποία είναι από κοινού θυγατρική επιχείρηση των τεσσάρων ημεδαπών επιχειρήσεων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και διαχειριστής στο παρελθόν των δαπανών όλης της παραχθείσας και εισαχθείσας ηλεκτρικής ενέργειας, και όταν η προσαύξηση αυτή πρέπει να χρησιμοποιηθεί εξ ολοκλήρου για την πληρωμή μη συναδουσών με τα κριτήρια της αγοράς δαπανών τις οποίες πρέπει να καλύψει προσωπικώς η εταιρία αυτή, πράγμα που έχει ως συνέπεια ότι τα ποσά που εισπράττει η εταιρία αυτή αντισταθμίζουν εξ ολοκλήρου την επιβάρυνση που πλήττει την μεταφερόμενη ημεδαπή ηλεκτρική ενέργεια.

Το αυτό ισχύει όταν οι ημεδαπές επιχειρήσεις ηλεκτρικής ενέργειας οφείλουν να καλύπτουν τις δαπάνες αυτές και όταν, λόγω υφισταμένων συμβάσεων, με την πληρωμή μιας ορισμένης τιμής αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται εντός του κράτους μέλους, με την πληρωμή μερισμάτων στις διάφορες ημεδαπές επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας των οποίων η καθορισθείσα εταιρία αποτελεί θυγατρική εταιρία ή με κάθε άλλο μέσον, το πλεονέκτημα που συνίσταται στην προσαύξηση τιμής μπορεί να μετακυλύεται εξ ολοκλήρου από την καθορισθείσα εταιρία στις ημεδαπές επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.

Το άρθρο 90 ΕΚ έχει την έννοια ότι είναι αντίθετο προς την ίδια νομοθετική διάταξη υπό περιστάσεις στις οποίες το προϊόν της φορολογικής επιβαρύνσεως που επιβάλλεται στη μεταφερόμενη ηλεκτρική ενέργεια χρησιμοποιείται μόνον εν μέρει για την πληρωμή μη συναδουσών με τα κριτήρια της αγοράς δαπανών, ήτοι όταν το ποσό που εισπράττει η καθορισθείσα εταιρία αντισταθμίζει μόνον εν μέρει την επιβάρυνση που πλήττει τη μεταφερόμενη ημεδαπή ηλεκτρική ενέργεια.

Επί του δευτέρου ερωτήματος, που αφορά την ερμηνεία του άρθρου 87 ΕΚ

58

Πρέπει εκ προοιμίου να υπομνησθεί ότι μια φορολογική επιβάρυνση, εφαρμοζόμενη υπό τις ίδιες προϋποθέσεις εισπράξεως στα ημεδαπά και στα εισαγόμενα προϊόντα, της οποίας τα έσοδα χρησιμοποιούνται υπέρ των ημεδαπών προϊόντων και μόνον, οπότε τα σχετικά πλεονεκτήματα που απορρέουν αντισταθμίζουν την επιβάρυνση που πλήττει τα προϊόντα αυτά, μπορεί να συνιστά, όσον αφορά τη χρησιμοποίηση του προϊόντος της, κρατική ενίσχυση ασύμβατη προς την κοινή αγορά, αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 87 ΕΚ (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 1992, C-17/91, Lornoy κ.λπ., Συλλογή 1992, σ. I-6523, σκέψη 32, καθώς και της 27ης Οκτωβρίου 1993, C-72/92, Scharbatke, Συλλογή 1993, σ. I-5509, σκέψη 18).

59

Συγκεκριμένα, ένα μέτρο που υλοποιείται μέσω φορολογικής επιβαρύνσεως συνεπαγομένης διακρίσεις και δυνάμενο ταυτοχρόνως να θεωρηθεί ότι αποτελεί τμήμα ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ υπόκειται σωρευτικώς στις διατάξεις του άρθρου 25 ΕΚ ή 90 ΕΚ και στις διατάξεις περί κρατικών ενισχύσεων (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 21ης Μαΐου 1980, 73/79, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 137, σκέψη 9, και της 29ης Απριλίου 1982, 17/81, Pabst & Richarz, Συλλογή 1982, σ. 1331, σκέψη 22).

60

Τα άρθρα 25 ΕΚ και 90 ΕΚ αποσκοπούν στη διατήρηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και του ανταγωνισμού μεταξύ ημεδαπών και εισαγομένων προϊόντων, το δε άρθρο 87 ΕΚ αποσκοπεί, γενικότερα, στη διατήρηση του ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρήσεων διά της απαγορεύσεως κάθε ενισχύσεως χορηγουμένης από κράτος μέλος και πληρούσας τις προϋποθέσεις του άρθρου 87 ΕΚ.

61

Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, είναι ασύμβατες προς την κοινή αγορά, στον βαθμό που επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, οι ενισχύσεις που χορηγούνται από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους υπό οποιαδήποτε μορφή και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό δια της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής.

62

Πρέπει να εξετασθεί αν τα ποσά που διαβιβάζονται στη SEP, σύμφωνα με το άρθρο 9 του OEPS, εμπίπτουν στην έννοια αυτή.

63

Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, για τον χαρακτηρισμό μιας παροχής ως «ενισχύσεως» κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, της Συνθήκης απαιτείται η συνδρομή όλων των προβλεπομένων στη διάταξη αυτή προϋποθέσεων (βλ. αποφάσεις της 21ης Μαρτίου 1990, C-142/87, Βέλγιο κατά Επιτροπής, αποκαλούμενη «Tubemeuse», Συλλογή 1990, σ. Ι-959, σκέψη 25· της 24ης Ιουλίου 2003, C-280/00, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, Συλλογή 2003, σ. Ι-7747, σκέψη 74, καθώς και της 1ης Ιουλίου 2008, C-341/06 P και C-342/06 P, Chronopost και La Poste κατά Ufex κ.λπ., Συλλογή 2008, σ. Ι-4777, σκέψη 125).

64

Πρώτον, πρέπει να πρόκειται για παρέμβαση από το κράτος ή μέσω κρατικών πόρων. Δεύτερον, πρέπει να μπορεί αυτή η παρέμβαση να επηρεάζει τις μεταξύ κρατών μελών εμπορικές συναλλαγές. Τρίτον, πρέπει να χορηγεί πλεονέκτημα στον εξ αυτής ωφελούμενο. Τέταρτον, πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 30ής Μαρτίου 2006, C-451/03, Servizi Ausiliari Dottori Commercialisti, Συλλογή 2006, σ. I-2941, σκέψη 56, και Chronopost και La Poste κατά Ufex κ.λπ., προαναφερθείσα, σκέψη 126).

65

Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, πρέπει να εξετασθεί αν τα ποσά που καταβάλλονται στη SEP συνιστούν παρέμβαση του κράτους ή μέσω κρατικών πόρων.

66

Το άρθρο 9 του OEPS προβλέπει τη χορήγηση στην καθορισθείσα εταιρία, ήτοι στη SEP, ποσού 400 εκατομμυρίων NLG και, όσον αφορά το πλεόνασμα της εισπραχθείσας φορολογικής επιβαρύνσεως, την καταβολή του στον οικείο υπουργό που όφειλε να χρησιμοποιήσει το ληφθέν ποσό για τη χρηματοδότηση των δαπανών που διαλαμβάνονται στο άρθρο 7 του OEPS —το οποίο δεν τέθηκε ωστόσο σε ισχύ—, ήτοι των μη συναδουσών με τα κριτήρια της αγοράς δαπανών που συνδέονται με τη θέρμανση αστικών περιοχών και την εγκατάσταση αεριοποίησης Demkolec. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι τα ποσά αυτά προέρχονται από την προσαύξηση τιμής που επέβαλε το κράτος στους αγοραστές ηλεκτρικής ενέργειας δυνάμει του άρθρου 9 του OEPS, η οποία αποδείχθηκε, στη σκέψη 47 της παρούσας αποφάσεως, ότι αποτελεί φορολογική επιβάρυνση. Τα ποσά αυτά προέρχονται συνεπώς από κρατικό πόρο.

67

Σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφοι 1 και 2, του OEPS, η φορολογική επιβάρυνση καταβάλλεται στον διαχειριστή δικτύου ή στον κάτοχο αδείας, οι οποίοι οφείλουν, όπως επιβάλλει το άρθρο 9, παράγραφος 4, του OEPS, να μεταβιβάσουν το προϊόν των οφειλομένων ποσών πριν από την 1η Ιουλίου 2001 στη SEP. Σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 5, του OEPS, η SEP κρατά ένα ποσό μη υπερβαίνον τα 400 εκατομμύρια NLG και μεταβιβάζει το πλεόνασμα στον οικείο υπουργό.

68

Στην υπόθεση της κύριας δίκης, η εταιρία που αποτελεί διαχειριστή δικτύου είναι η Essent Netwerk. Όπως προκύπτει από την απάντηση που έδωσε η εταιρία αυτή σε ερώτηση που της έθεσε το Δικαστήριο, πρόκειται για θυγατρική κατά 100 % της εταιρίας Essent NV, της οποίας οι μέτοχοι είναι επαρχίες των Κάτω Χωρών, κατά 74 %, και δήμοι του κράτους μέλους αυτού, κατά 26 %. Η SEP, της οποίας το κεφάλαιο κατέχουν εξ ολοκλήρου οι επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, αποτελούσε τότε επιχείρηση στην οποία είχε ανατεθεί από τον νόμο η διαχείριση μιας οικονομικής υπηρεσίας γενικού συμφέροντος.

69

Από τις διατάξεις του OEPS προκύπτει ότι η καθορισθείσα εταιρία δεν έχει καμία δυνατότητα να χρησιμοποιήσει το προϊόν της φορολογικής επιβαρύνσεως για σκοπούς άλλους από αυτούς που προβλέπει ο νόμος. Επιπλέον, ελέγχεται αυστηρά για την εκτέλεση του έργου της, καθόσον το άρθρο 9, παράγραφος 5, του OEPS επιβάλλει να βεβαιώνεται από λογιστή ο τελικός υπολογισμός των εισπραχθέντων και μεταβιβασθέντων ποσών.

70

Δεν έχει σημασία το ότι η καθορισθείσα αυτή εταιρία αποτελεί ταυτόχρονα τον φορέα που συγκεντρώνει την εισπραττόμενη φορολογική επιβάρυνση, τον διαχειριστή των συλλεγομένων χρηματικών ποσών και τον δικαιούχο τμήματος των ποσών αυτών. Συγκεκριμένα, οι μηχανισμοί που προβλέπει ο νόμος αυτός και, ειδικότερα, οι τελικοί υπολογισμοί που βεβαιώνονται από λογιστή, καθιστούν δυνατή τη διάκριση των διαφόρων αυτών ρόλων και τον έλεγχο της χρησιμοποιήσεως των κεφαλαίων. Εντεύθεν προκύπτει ότι, ενόσω η ως άνω καθορισθείσα εταιρία δεν έλαβε το ποσό των 400 εκατομμυρίων NLG, οπότε θα είχε τη δυνατότητα να το διαθέσει ελεύθερα, το ποσό αυτό παραμένει υπό δημόσιο έλεγχο και συνεπώς στη διάθεση των εθνικών αρχών, πράγμα που αρκεί για να χαρακτηρισθεί ως κρατικός πόρος (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 16ης Μαΐου 2002, C-482/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-4397, σκέψη 37).

71

Ο σκοπός του άρθρου 9 του OEPS φαίνεται να συνίσταται στην παροχή της δυνατότητας στις επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, μέσω της θυγατρικής τους SEP, να ανακτήσουν δαπάνες μη συνάδουσες με τα κριτήρια της αγοράς, τις οποίες πραγματοποίησαν κατά το παρελθόν. Η διάταξη αυτή αφορά τις δαπάνες για το 2000, ενώ, για τα μεταγενέστερα έτη, ορισμένες δαπάνες θα αντισταθμιστούν από επιδοτήσεις τις οποίες θα εγκρίνει η Επιτροπή ως κρατικές ενισχύσεις.

72

Οι διάφορες αυτές περιστάσεις διαφοροποιούν το επίμαχο μέτρο στην υπόθεση της κύριας δίκης από αυτό για το οποίο επρόκειτο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε απόφαση της 15ης Ιουλίου 2004, C-345/02, Pearle κ.λπ. (Συλλογή 2004, σ. I-7139). Τα επίμαχα στην υπόθεση αυτή χρηματικά ποσά, που χρησιμοποιήθηκαν για μια διαφημιστική εκστρατεία, τα είχε συγκεντρώσει μια επαγγελματική οργάνωση από τα μέλη της που ωφελούνταν από τη διαφημιστική εκστρατεία, μέσω εισφορών που θα χρησιμοποιούνταν υποχρεωτικά για τη διοργάνωση της εκστρατείας αυτής (προπαρατεθείσα απόφαση Pearle κ.λπ., σκέψη 36). Επομένως, δεν επρόκειτο ούτε για επιβάρυνση του κράτους ούτε για χρηματικά ποσά που παρέμεναν υπό τον έλεγχο του κράτους, αντίθετα προς το ποσό που εισέπραξε η SEP, το οποίο προέρχεται από φορολογική επιβάρυνση και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί παρά μόνον κατά τον τρόπο που προβλέπει ο νόμος.

73

Περαιτέρω, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Pearle κ.λπ., ναι μεν τα χρηματικά ποσά είχαν συγκεντρωθεί από μια επαγγελματική οργάνωση, πλην όμως η διαφημιστική εκστρατεία είχε οργανωθεί από μια ιδιωτική ένωση οπτικών, είχε αμιγώς εμπορικό σκοπό και ουδόλως εντασσόταν στο πλαίσιο πολιτικής των δημοσίων αρχών (προπαρατεθείσα απόφαση Pearle κ.λπ., σκέψεις 37 και 38). Αντιθέτως, στην υπό κρίση υπόθεση της κύριας δίκης, η χορήγηση του ποσού των 400 εκατομμυρίων NLG στην καθορισθείσα εταιρία αποφασίστηκε από τον νομοθέτη.

74

Ομοίως, το επίμαχο μέτρο είναι διαφορετικό από αυτό για το οποίο επρόκειτο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 13ης Μαρτίου 2001, C-379/98, PreussenElektra (Συλλογή 2001, σ. I-2099), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 59, ότι η υποχρέωση που επιβλήθηκε στις ιδιωτικές επιχειρήσεις παροχής ηλεκτρικής ενέργειας να αγοράζουν σε καθορισμένες ελάχιστες τιμές την παραγόμενη από ανανεώσιμες πηγές ηλεκτρική ενέργεια δεν συνεπάγεται άμεση ή έμμεση μεταφορά κρατικών πόρων στις επιχειρήσεις παραγωγής αυτού του είδους της ηλεκτρικής ενέργειας. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, το κράτος δεν είχε αναθέσει στις επιχειρήσεις να διαχειρίζονται έναν κρατικό πόρο, αλλά οι επιχειρήσεις υπείχαν υποχρέωση αγοράς μέσω των δικών τους χρηματικών πόρων.

75

Από το σύνολο των περιστάσεων αυτών προκύπτει ότι τα ποσά που καταβλήθηκαν στη SEP συνιστούν παρέμβαση του κράτους μέσω κρατικών πόρων.

76

Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, ήτοι τη δυνατότητα επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, δεν υφίσταται κάποιο όριο ή ποσοστό κάτω από το οποίο να μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν επηρεάζεται το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Συγκεκριμένα, το σχετικά χαμηλό ύψος μιας ενισχύσεως ή το σχετικά μέτριο μέγεθος της επιχειρήσεως που λαμβάνει την ενίσχυση δεν αποκλείουν a priori τη δυνατότητα επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών (βλ., προπαρατεθείσες αποφάσεις Tubemeuse, σκέψη 43, καθώς και Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, σκέψη 81).

77

Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η SEP και οι ημεδαπές επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ανταγωνίζονται τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας των λοιπών κρατών μελών. Λαμβανομένου επιπλέον υπόψη του πλαισίου ελευθερώσεως της αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας και του έντονου ανταγωνισμού που προέκυψε από την ελευθέρωση αυτή, το στοιχείο αυτό αρκεί για να αποδειχθεί ότι η ενίσχυση μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο.

78

Όσον αφορά την τρίτη και την τέταρτη προϋπόθεση, από τον νόμο, την αιτιολογική του έκθεση και τις εξηγήσεις που διατυπώθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, φαίνεται να προκύπτει ότι το ποσόν των 400 εκατομμυρίων NLG που έλαβε η SEP επρόκειτο να της παράσχει τη δυνατότητα να πληρώσει μη συνάδουσες με τα κριτήρια της αγοράς δαπάνες για το 2000 χωρίς να αναλυθούν η φύση και η προέλευση των δαπανών αυτών. Για τα έτη 2001 και εκείθεν, αντιθέτως, ορισμένες δαπάνες, όπως είναι τα προγράμματα θέρμανσης αστικών περιοχών και η εγκατάσταση Demkolec, θεωρήθηκαν από την επιτροπή Herkströter, ότι προκλήθηκαν από το Ολλανδικό Κράτος και προβλέφθηκαν επιδοτήσεις του κράτους αυτού για να αντισταθμιστούν οι εν λόγω δαπάνες.

79

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι θεωρούνται κρατικές ενισχύσεις παρεμβάσεις οι οποίες, υπό οποιαδήποτε μορφή, είναι ικανές να ευνοούν άμεσα ή έμμεσα επιχειρήσεις ή που πρέπει να θεωρούνται οικονομικό πλεονέκτημα που η ωφελούμενη επιχείρηση δεν θα είχε υπό ομαλές συνθήκες αγοράς (βλ. αποφάσεις Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, προαναφερθείσα, σκέψη 84· της 27ης Νοεμβρίου 2003, C-34/01 έως C-38/01, Enirisorse, Συλλογή 2003, σ. I-14243, σκέψη 30, και Servizi Ausiliari Dottori Commercialisti, προαναφερθείσα, σκέψη 59).

80

Αντιθέτως, στον βαθμό που μια κρατική παρέμβαση πρέπει να θεωρείται αντιστάθμιση αντιπροσωπεύουσα την αντιπαροχή για υπηρεσίες που παρέσχον οι ωφελούμενες επιχειρήσεις για την εκτέλεση υποχρεώσεων δημοσίας υπηρεσίας, οπότε οι επιχειρήσεις αυτές δεν απολαύουν, στην πραγματικότητα, οικονομικού πλεονεκτήματος και η εν λόγω παρέμβαση δεν έχει συνεπώς ως αποτέλεσμα να τίθενται οι επιχειρήσεις αυτές σε ευνοϊκότερη από άποψη ανταγωνισμού θέση σε σχέση με τις ανταγωνίστριες επιχειρήσεις, μια τέτοια παρέμβαση δεν εμπίπτει στο άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ (προπαρατεθείσες αποφάσεις Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, σκέψη 87· Enirisorse, σκέψη 31, και Servizi Ausiliari Dottori Commercialisti, σκέψη 60).

81

Ωστόσο, για να μπορεί, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, μια τέτοια αντιστάθμιση να μη χαρακτηρισθεί κρατική ενίσχυση, πράγμα που, εν πάση περιπτώσει, δεν υποστηρίχθηκε στην υπόθεση της κύριας δίκης, πρέπει να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις (προπαρατεθείσες αποφάσεις Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburgpoint, σκέψη 88· Enirisorse, σκέψη 31, και Servizi Ausiliari Dottori Commercialisti, σκέψη 61).

82

Πρώτον, στη δικαιούχο μιας τέτοιας αντιστάθμισης επιχείρηση πρέπει πράγματι να έχει ανατεθεί η εκτέλεση υποχρεώσεων δημοσίας υπηρεσίας και οι υποχρεώσεις αυτές πρέπει να έχουν ορισθεί σαφώς (προπαρατεθείσες αποφάσεις Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, σκέψη 89· Enirisorse, σκέψη 32, και Servizi Ausiliari Dottori Commercialisti, σκέψη 62).

83

Δεύτερον, οι παράμετροι βάσει των οποίων υπολογίζεται η αντιστάθμιση πρέπει να έχουν εκ των προτέρων καθοριστεί, κατά τρόπο αντικειμενικό και διαφανή, ώστε να αποφεύγεται η παροχή οικονομικού πλεονεκτήματος ικανού να ευνοήσει την ωφελούμενη επιχείρηση σε σχέση με τους ανταγωνιστές της (προπαρατεθείσες αποφάσεις Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, σκέψη 90· Enirisorse, σκέψη 35, και Servizi Ausiliari Dottori Commercialisti, σκέψη 64).

84

Τρίτον, η αντιστάθμιση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσόν που είναι αναγκαίο για την κάλυψη όλων ή μέρους των δαπανών που προκύπτουν από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εσόδων καθώς και ενός ευλόγου κέρδους για την εκπλήρωση αυτών των υποχρεώσεων (προπαρατεθείσες αποφάσεις Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, σκέψη 92, και Servizi Ausiliari Dottori Commercialisti, σκέψη 66).

85

Τέταρτον, η αντιστάθμιση πρέπει να καθορίζεται βάσει της αναλύσεως των εξόδων που θα έφερε μια μέση επιχείρηση, με χρηστή διοίκηση και κατάλληλα εξοπλισμένη με τα αναγκαία για την ικανοποίηση των επιταγών δημόσιας υπηρεσίας μέσα, προκειμένου να εκπληρώσει αυτές τις υποχρεώσεις, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εσόδων καθώς και ενός εύλογου για την εκπλήρωση αυτών των υποχρεώσεων κέρδους (προαναφερθείσες αποφάσεις Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, σκέψη 93, και Servizi Ausiliari Dottori Commercialisti, σκέψη 67).

86

Με βάση τα κριτήρια αυτά, που μπορεί να χρησιμοποιηθούν, mutatis mutandis, για να εκτιμηθεί το αν οι αντισταθμίσεις μη συναδουσών με τα κριτήρια της αγοράς δαπανών που προκλήθηκαν από το κράτος συνιστούν ενίσχυση, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να ελέγξει αν ή σε ποιο βαθμό το ποσόν των 400 εκατομμυρίων NLG μπορεί να θεωρηθεί αντιστάθμιση αντιπροσωπεύουσα την αντιπαροχή για τις υπηρεσίες που παρέσχε η καθορισθείσα εταιρία προς εκπλήρωση υποχρεώσεων δημοσίας υπηρεσίας ή αν το ποσό αυτό έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για την πληρωμή μη συναδουσών με τα κριτήρια της αγοράς δαπανών άλλης φύσεως, οπότε θα πρόκειται για οικονομικό πλεονέκτημα εμπίπτον στην έννοια της «ενισχύσεως» του άρθρου 87 ΕΚ.

87

Στον βαθμό που το επίμαχο μέτρο παρέχει πλεονέκτημα στη SEP και/ή στις επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, το πλεονέκτημα αυτό ευνοεί τον τομέα της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και έχει, συνεπώς, επιλεκτικό χαρακτήρα.

88

Από το σύνολο των στοιχείων αυτών προκύπτει ότι, στον βαθμό που αποτελούν οικονομικό πλεονέκτημα, τα ποσά που καταβλήθηκαν στη SEP μέχρι του ύψους των 400 εκατομμυρίων NLG συνιστούν «κρατική ενίσχυση» κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

89

Όσον αφορά τη φορολογική επιβάρυνση που επιβάλλεται στη μεταφερόμενη ηλεκτρική ενέργεια, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά παγία νομολογία, οι φορολογικές επιβαρύνσεις δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις, εκτός εάν αποτελούν τρόπο χρηματοδοτήσεως του μέτρου ενισχύσεως, οπότε αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του μέτρου αυτού (αποφάσεις της 13ης Ιανουαρίου 2005, C-174/02, Streekgewest, Συλλογή 2005, σ. I-85, σκέψη 25, και της 27ης Οκτωβρίου 2005, C-266/04 έως C-270/04, C-276/04 και C-321/04 έως C-325/04, Distribution Casino France κ.λπ., Συλλογή 2005, σ. I-9481, σκέψη 34).

90

Για να μπορεί μια φορολογική επιβάρυνση να θεωρηθεί αναπόσπαστο μέτρο ενός μέτρου ενισχύσεως, πρέπει να υφίσταται δεσμευτική σχέση προορισμού μεταξύ της φορολογικής επιβαρύνσεως και της ενισχύσεως βάσει της σχετικής εθνικής νομοθεσίας, υπό την έννοια ότι το προϊόν της φορολογικής επιβαρύνσεως προορίζεται οπωσδήποτε για τη χρηματοδότηση της ενισχύσεως και επηρεάζει άμεσα το μέγεθός της (προαναφερθείσες αποφάσεις Streekgewest, σκέψη 26, και Distribution Casino France κ.λπ., σκέψη 40).

91

Φαίνεται ότι τούτο ισχύει στην υπόθεση της κύριας δίκης, υπό την επιφύλαξη του ελέγχου για τον οποίο έγινε λόγος στη σκέψη 86 της παρούσας αποφάσεως, όσον αφορά το ποσόν των 400 εκατομμυρίων NLG που χορηγήθηκε στη SEP.

92

Σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, η Επιτροπή ενημερώνεται εγκαίρως, ώστε να δύναται να υποβάλει τις παρατηρήσεις της, περί των σχεδίων που αποβλέπουν να θεσπίσουν ή να τροποποιήσουν ενισχύσεις. Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν δύναται να εφαρμόσει τα σχεδιαζόμενα μέτρα πριν η ενδεχόμενη διαδικασία εξετάσεως καταλήξει σε τελική απόφαση.

93

Όταν υφίσταται δεσμευτική σχέση προορισμού μεταξύ φορολογικής επιβαρύνσεως και ενισχύσεως, η κοινοποίηση του μέτρου ενισχύσεως πρέπει επίσης να αφορά και τον τρόπο χρηματοδοτήσεώς του (αποφάσεις της 21ης Οκτωβρίου 2003, C-261/01 και C-262/01, van Calster κ.λπ., Συλλογή 2003, σ. I-12249, σκέψη 51, καθώς και την προαναφερθείσα απόφαση Streekgewest, σκέψη 26).

94

Η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών και η Επιτροπή δεν συμφωνούν όσον αφορά την ύπαρξη κοινοποιήσεως υπό την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ. Δεν αμφισβητείται ότι, με επιστολή της 30ής Αυγούστου 2000, η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών κοινοποίησε στην Επιτροπή το σχέδιο νόμου του OEPS με την αιτιολογική έκθεσή του. Η Επιτροπή τονίζει, ωστόσο, ότι η επιστολή αυτή την καλούσε να εξετάσει τα σχέδια των άρθρων 6 έως 8 του OEPS, με γνώμονα τα άρθρα 87 ΕΚ και 88 ΕΚ, αλλ’ όχι το σχέδιο του άρθρου 9.

95

Συναφώς, και χωρίς να χρειάζεται να εξετασθεί αν η επιστολή της 30ής Αυγούστου 2000 ήταν αρκούντως σαφής όσον αφορά το άρθρο 9 του OEPS για να συνιστά κοινοποίηση κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, αρκεί να διαπιστωθεί, όπως διαπίστωσε και ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 121 έως 123 των προτάσεών του, ότι το εν λόγω άρθρο 9 τέθηκε σε ισχύ στις 29 Δεκεμβρίου 2000, ήτοι πριν από την απόφαση της 25ης Ιουλίου 2001 που αφορούσε τα μέτρα που κοινοποιήθηκαν στις 30 Αυγούστου 2000. Επομένως, δεν τηρήθηκε η υποχρέωση μη εκτελέσεως ενός κοινοποιηθέντος σχεδίου πριν την απόφαση της Επιτροπής.

96

Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι το άρθρο 87 ΕΚ έχει την έννοια ότι τα ποσά που καταβλήθηκαν στην καθορισθείσα εταιρία κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9 του OEPS συνιστούν «κρατική ενίσχυση» κατά την έννοια της διατάξεως αυτής της Συνθήκης, στον βαθμό που αποτελούν οικονομικό πλεονέκτημα και όχι αντιστάθμιση αντιπροσωπεύουσα την αντιπαροχή για τις υπηρεσίες που παρέσχε η καθορισθείσα εταιρία προς εκπλήρωση υποχρεώσεων δημοσίας υπηρεσίας.

Επί των δικαστικών εξόδων

97

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 25 ΕΚ έχει την έννοια ότι είναι αντίθετο προς νομοθετική διάταξη δυνάμει της οποίας οι ημεδαποί αγοραστές ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει να καταβάλουν προσαύξηση τιμής οφειλόμενη στον διαχειριστή του δικτύου για τις παραχθείσες εντός του κράτους μέλους και τις εισαχθείσες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας που μεταφέρθηκαν για τις ανάγκες των αγοραστών αυτών, όταν η προσαύξηση αυτή πρέπει να μεταβιβασθεί από τον εν λόγω διαχειριστή σε προς τούτο καθορισθείσα από τον νομοθέτη εταιρία, η οποία είναι από κοινού θυγατρική επιχείρηση των τεσσάρων ημεδαπών επιχειρήσεων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και διαχειριστής στο παρελθόν των δαπανών όλης της παραχθείσας και εισαχθείσας ηλεκτρικής ενέργειας, και όταν η προσαύξηση αυτή πρέπει να χρησιμοποιηθεί εξ ολοκλήρου για την πληρωμή μη συναδουσών με τα κριτήρια της αγοράς δαπανών τις οποίες πρέπει να καλύψει προσωπικώς η εταιρία αυτή, πράγμα που έχει ως συνέπεια ότι τα ποσά που εισπράττει η εταιρία αυτή αντισταθμίζουν εξ ολοκλήρου την επιβάρυνση που πλήττει την μεταφερόμενη ημεδαπή ηλεκτρική ενέργεια.

Το αυτό ισχύει όταν οι ημεδαπές επιχειρήσεις ηλεκτρικής ενέργειας οφείλουν να καλύπτουν τις δαπάνες αυτές και όταν, λόγω υφισταμένων συμβάσεων, με την πληρωμή μιας ορισμένης τιμής αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται εντός του κράτους μέλους, με την πληρωμή μερισμάτων στις διάφορες ημεδαπές επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας των οποίων η καθορισθείσα εταιρία αποτελεί θυγατρική εταιρία ή με κάθε άλλο μέσον, το πλεονέκτημα που συνίσταται στην προσαύξηση τιμής μπορεί να μετακυλύεται εξ ολοκλήρου από την καθορισθείσα εταιρία στις ημεδαπές επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.

Το άρθρο 90 ΕΚ έχει την έννοια ότι είναι αντίθετο προς την ίδια νομοθετική διάταξη υπό περιστάσεις στις οποίες το προϊόν της φορολογικής επιβαρύνσεως που επιβάλλεται στη μεταφερόμενη ηλεκτρική ενέργεια χρησιμοποιείται μόνον εν μέρει για την πληρωμή μη συναδουσών με τα κριτήρια της αγοράς δαπανών, ήτοι όταν το ποσό που εισπράττει η καθορισθείσα εταιρία αντισταθμίζει μόνον εν μέρει την επιβάρυνση που πλήττει τη μεταφερόμενη ημεδαπή ηλεκτρική ενέργεια.

 

2)

Το άρθρο 87 ΕΚ έχει την έννοια ότι τα ποσά που καταβλήθηκαν στην καθορισθείσα εταιρία κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9 του μεταβατικού νόμου περί του τομέα της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (Overgangswet Elektriciteitsproductiesector), της 21ης Δεκεμβρίου 2000, συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια της διατάξεως αυτής της Συνθήκης, στον βαθμό που αποτελούν οικονομικό πλεονέκτημα και όχι αντιστάθμιση αντιπροσωπεύουσα την αντιπαροχή για τις υπηρεσίες που παρέσχε η καθορισθείσα εταιρία προς εκπλήρωση υποχρεώσεων δημοσίας υπηρεσίας.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

Top