Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62006CJ0167

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 25ης Οκτωβρίου 2007.
Ερμιόνη Κομνηνού και λοιπών κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Αίτηση αναίρεσης - Εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας - Καταγγελία με βάση το άρθρο 226 ΕΚ - Τρόπος αντιμετώπισης των καταγγελλόντων από την Επιτροπή - Αρχές της χρηστής διοίκησης, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου - Έκταση - Άρθρο 21 ΕΚ - Δικαίωμα του αναφέρεσθαι - Περιεχόμενο των διαπιστώσεων του Διαμεσολαβητή.
Υπόθεση C-167/06 P.

Συλλογή της Νομολογίας 2007 I-00141*

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2007:633

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 25ης Οκτωβρίου 2007 (*)

«Αίτηση αναίρεσης – Εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας – Καταγγελία με βάση το άρθρο 226 ΕΚ – Τρόπος αντιμετώπισης των καταγγελλόντων από την Επιτροπή – Αρχές της χρηστής διοίκησης, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου – Έκταση – Άρθρο 21 ΕΚ – Δικαίωμα του αναφέρεσθαι – Περιεχόμενο των διαπιστώσεων του Διαμεσολαβητή»

Στην υπόθεση C‑167/06 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που ασκήθηκε στις 23 Μαρτίου 2006,

Ερμιόνη Κομνηνού, κάτοικος Πάργας (Ελλάδα),

Γρηγόριος Ντόκος, κάτοικος Πάργας,

Δονάτος Παππάς, κάτοικος Πάργας,

Βασίλειος Παππάς, κάτοικος Πάργας,

Αριστείδης Παππάς, κάτοικος Πάργας,

Ελευθερία Παππά, κάτοικος Πάργας,

Λαμπρινή Παππά, κάτοικος Πάργας,

Ειρήνη Παππά, κάτοικος Πάργας,

Αλεξάνδρα Ντόκου, κάτοικος Πάργας,

Φώτιος Δημητρίου, κάτοικος Πάργας,

Ζωή Δημητρίου, κάτοικος Πάργας,

Πέτρος Μπολόσης, κάτοικος Πάργας,

Δέσποινα Μπολόση, κάτοικος Πάργας,

Κωνσταντίνος Μπολόσης, κάτοικος Πάργας,

Θωμάς Μπολόσης, κάτοικος Πάργας,

εκπροσωπούμενοι από τους Γ. Δελλή και Γ. Αντωνακόπουλο, δικηγόρους,

αναιρεσείοντες,

όπου ο έτερος διάδικος είναι:

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Μ. Κωνσταντινίδη, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, πρόεδρο τμήματος, Γ. Αρέστη, E. Juhász, J. Malenovský και T. von Danwitz (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Poiares Maduro

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 22ας Μαρτίου 2007,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτηση αναίρεσης η Ερμιόνη Κομνηνού, ο Γρηγόριος Ντόκος, ο Δονάτος Παππάς, ο Βασίλειος Παππάς, ο Αριστείδης Παππάς, η Ελευθερία Παππά, η Λαμπρινή Παππά, η Ειρήνη Παππά, η Αλεξάνδρα Ντόκου, ο Φώτιος Δημητρίου, η Ζωή Δημητρίου, ο Πέτρος Μπολόσης, η Δέσποινα Μπολόση, ο Κωνσταντίνος Μπολόσης, και ο Θωμάς Μπολόσης (στο εξής: αναιρεσείοντες) ζητούν από το Δικαστήριο να αναιρέσει τη διάταξη του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 13ης Ιανουαρίου 2006, T‑42/04, Κομνηνού κ.λπ. κατά Επιτροπής (δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη), με την οποία το Πρωτοδικείο απέρριψε την αγωγή των νυν αναιρεσειόντων για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που ισχυρίζονταν ότι είχαν υποστεί λόγω του τρόπου με τον οποίο η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αντιμετώπισε την καταγγελία τους για μη τήρηση του κοινοτικού δικαίου από τις ελληνικές αρχές κατά την κατασκευή σταθμού βιολογικού καθαρισμού στην Πάργα, στoν νομό Πρέβεζας.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 21, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, ΕΚ προβλέπει τα εξής:

«Κάθε πολίτης της Ένωσης δύναται να απευθύνεται στον Διαμεσολαβητή που θεσμοθετείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 195.

Κάθε πολίτης της Ένωσης δύναται να απευθύνεται γραπτώς σε οποιοδήποτε από τα όργανα ή τους οργανισμούς, που αναφέρονται στο παρόν άρθρο ή στο άρθρο 7, σε μία από τις αναφερόμενες στο άρθρο 314 γλώσσες, και να παίρνει απάντηση στην ίδια γλώσσα.»

3        Το άρθρο 195, παράγραφος 1, ΕΚ ορίζει τα εξής:

«1.      Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ορίζει διαμεσολαβητή, ο οποίος είναι εξουσιοδοτημένος να παραλαμβάνει τις καταγγελίες όλων των πολιτών της Ένωσης ή των φυσικών ή νομικών προσώπων που κατοικούν ή έχουν την καταστατική τους έδρα σε κράτος μέλος, σχετικά με περιπτώσεις κακής διοίκησης στα πλαίσια της δράσης των κοινοτικών οργάνων ή οργανισμών, με εξαίρεση το Δικαστήριο και το Πρωτοδικείο κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων.

Στα πλαίσια των καθηκόντων του, ο διαμεσολαβητής διεξάγει τις έρευνες που κρίνει δικαιολογημένες είτε με δική του πρωτοβουλία είτε βάσει των καταγγελιών που του έχουν υποβληθεί απευθείας ή μέσω μέλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκτός εάν για τα καταγγελλόμενα γεγονότα έχει ή είχε κινηθεί δικαστική διαδικασία. Εάν ο διαμεσολαβητής διαπιστώσει περίπτωση κακής διοίκησης, υποβάλλει το θέμα στο οικείο όργανο, το οποίο διαθέτει προθεσμία τριών μηνών για να εκθέσει τη γνώμη του στο διαμεσολαβητή. Ο διαμεσολαβητής διαβιβάζει εν συνεχεία έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και προς το οικείο όργανο. Ο καταγγέλλων ενημερώνεται για το αποτέλεσμα των ερευνών αυτών.

[...]»

4        Στις 9 Μαρτίου 1994 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξέδωσε την απόφαση 94/262/ΕΚΑΧ, ΕΚ, Ευρατόμ, σχετικά με το καθεστώς του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή και τους γενικούς όρους άσκησης των καθηκόντων του (ΕΕ L 113, σ. 15). Στις 16 Οκτωβρίου 1997 ο Διαμεσολαβητής εξέδωσε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 14 της απόφασης αυτής, τις εκτελεστικές διατάξεις, οι οποίες άρχισαν να ισχύουν την 1η Ιανουαρίου 1998 (στο εξής: εκτελεστικές διατάξεις). Κατά συνέπεια, η διαδικασία εξέτασης μιας καταγγελίας που υποβάλλεται στον Διαμεσολαβητή διέπεται από το άρθρο 195, παράγραφος 1, ΕΚ, την απόφαση 94/262 και τις εν λόγω εκτελεστικές διατάξεις.

5        Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 5, της απόφασης 94/262, όταν ο Διαμεσολαβητής διαπιστώσει ότι συντρέχει περίπτωση κακής διοίκησης, αναζητεί, «στο μέτρο του δυνατού, […] από κοινού με το ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο ή οργανισμό, λύση ικανή να εξαλείψει [την περίπτωση αυτή] και να ικανοποιήσει τον καταγγέλλοντα».

6        Συναφώς το άρθρο 6 των εκτελεστικών διατάξεων, το οποίο επιγράφεται «Διακανονισμός σε φιλική βάση», προβλέπει στην παράγραφο 3, ότι ο Διαμεσολαβητής, «εάν θεωρήσει ότι η επίτευξη διακανoνισμoύ σε φιλική βάση δεν είναι δυνατή ή ότι η αναζήτηση διακανoνισμoύ σε φιλική βάση απέτυχε, […] είτε κλείνει την υπόθεση με τη λήψη αιτιoλoγημένης απόφασης, η oπoία ενδεχoμένως περιέχει επικριτική παρατήρηση, ή συντάσσει έκθεση με σχέδιo συστάσεων».

 Το ιστορικό της διαφοράς

7        Το ιστορικό της διαφοράς παρατίθεται στις σκέψεις 1 έως 22 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης ως εξής:

«1      Με έγγραφο της 21ης Ιουνίου 1995, οι ενάγοντες, κάτοικοι και κύριοι ακινήτων στην περιοχή της Πάργας Πρεβέζης (Ελλάδα), υπέβαλαν στην Επιτροπή καταγγελία, η οποία έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 1995/4923. Με την ανωτέρω καταγγελία, οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν ότι η επονομαζόμενη “Βάρκα” θέση, η οποία επελέγη για την κατασκευή σταθμού βιολογικού καθαρισμού των αστικών λυμάτων της Πάργας, ήταν ακατάλληλη και ότι η κατασκευή και η θέση σε λειτουργία του σταθμού βιολογικού καθαρισμού επρόκειτο να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, κατά παράβαση των οδηγιών 76/160/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 1975, περί της ποιότητας των υδάτων κολυμβήσεως (ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 108), 80/68/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1979, περί προστασίας των υπογείων υδάτων από τη ρύπανση που προέρχεται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες (ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 240), 91/271/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1991, για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων (ΕΕ L 135, σ. 40), και, όλως ιδιαιτέρως, της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ L 175, σ. 40).

2      Με έγγραφο της 1ης Δεκεμβρίου 1995, η Επιτροπή πληροφόρησε τους ενάγοντες ότι επρόκειτο να εξετάσει την καταγγελία και να τους ενημερώσει για τη συνέχεια που θα της επιφύλασσε.

3      Επειδή δεν έλαβαν απάντηση επί της καταγγελίας τους, οι ενάγοντες υπέβαλαν ενώπιον της Επιτροπής Αναφορών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αναφορά, η οποία έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 570/96.

4      Σε ανακοίνωση της 26ης Μαρτίου 1997, η Επιτροπή ενημέρωσε την Επιτροπή Αναφορών επί του ότι, όσον αφορά τις πληροφορίες που κατείχε στη φάση εκείνη, έκρινε ότι το σχέδιο, αντικείμενο της καταγγελίας, δεν ήταν σύμφωνο προς την οδηγία 85/337, δεδομένου ότι εγκρίθηκε η έναρξη των εργασιών πριν από την ολοκλήρωση της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων και ότι, συνακόλουθα, αποφάσισε να συμπεριλάβει την ανωτέρω υπόθεση στο πλαίσιο οριζόντιας διαδικασίας παραβάσεως κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας και να αναστείλει τη χρηματοδότηση του σχεδίου εκ μέρους του Ταμείου Συνοχής.

5      Παραλλήλως, οι Ελληνικές αρχές κοινοποίησαν, στο πλαίσιο της ανταλλαγής αλληλογραφίας με την Επιτροπή, ιδίως με έγγραφο της 11ης Μαρτίου 1998, ορισμένες πληροφορίες σχετικά με το επίδικο σχέδιο και ειδικότερα την απόφαση 744/1997 του Συμβουλίου της Επικρατείας περί απορρίψεως της αιτήσεως ακυρώσεως των εναγόντων κατά της αποφάσεως 85202/5142/10.10.1995 του γενικού διευθυντή της διευθύνσεως “Περιβάλλον” του Ελληνικού Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων περί προεγκρίσεως της θέσεως Βάρκα για την κατασκευή του σταθμού βιολογικού καθαρισμού, την κοινή υπουργική απόφαση 121227/18.3.1997 περί εγκρίσεως της κατασκευής του σταθμού βιολογικού καθαρισμού στη θέση Βάρκα ως σύμφωνης προς τους περιβαλλοντικούς κανόνες, την υπ’ αριθ. 667/28.2.1986 απόφαση του νομάρχη Πρεβέζης με την οποία εγκρίθηκε η μελέτη της κατασκευής του δικτύου αποχετεύσεως και του σταθμού βιολογικού καθαρισμού της Πάργας, καθώς και σχέδιο μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων του επίδικου σχεδίου, κατά την έννοια της οδηγίας 85/337, για τους σκοπούς της συγχρηματοδοτήσεώς του από το Ταμείο Συνοχής.

6      Σε συμπληρωματική ανακοίνωση προς την Επιτροπή Αναφορών, η οποία παρελήφθη στις 19 Μαρτίου 1998, η Επιτροπή επιβεβαίωσε τις προαναφερθείσες στη σκέψη 4 θέσεις της επί του επίδικου σχεδίου.

7      Ακολούθως, αφού εξέτασε το σύνολο των νέων πληροφοριακών στοιχείων που έθεσαν στη διάθεσή της οι Ελληνικές αρχές (βλ. ανωτέρω σκέψη 5), η Επιτροπή έκρινε, κατά τη διάρκεια συσκέψεως που πραγματοποιήθηκε στο Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών στις 20 Μαΐου 1998, ότι, δεδομένου ότι το σύνολο του σχεδίου κατασκευής του σταθμού βιολογικού καθαρισμού Πάργας είχε εγκριθεί πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 85/337, ήτοι στις 3 Ιουλίου 1988, δεν απαιτούνταν η αξιολόγηση των επιπτώσεών του στο περιβάλλον, όπως προβλέπει η ανωτέρω οδηγία. Έτσι, η επίδικη υπόθεση έπρεπε να αποσυνδεθεί από την οριζόντια διαδικασία παραβάσεως σχετικά με την ορθή εφαρμογή της οδηγίας 85/337 στην Ελλάδα, μπορούσε δε να αρθεί η αναστολή συγχρηματοδοτήσεως του σχεδίου από το Ταμείο Συνοχής.

8      Με υπηρεσιακό σημείωμα της 27ης Μαΐου 1998, ο K., προϊστάμενος της μονάδας “Νομικές υποθέσεις, νομοθετικές δραστηριότητες και εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου” της διευθύνσεως A “Γενικές και διεθνείς υποθέσεις” της Γενικής Διευθύνσεως “Περιβάλλον, πυρηνική ασφάλεια και προστασία των πολιτών” της Επιτροπής, έκρινε ότι η διαδικασία παραβάσεως κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας, αντικείμενο της καταγγελίας των εναγόντων, δεν έπρεπε πλέον να συνεχιστεί και κατόπιν αυτού έπρεπε να αποσταλεί στους ενάγοντες επιστολή ενημερωτική της προθέσεως των υπηρεσιών της Επιτροπής να προτείνουν την περάτωση της υποθέσεως.

9      Με την απόφαση Ε (1998) 2297 της 28ης Ιουλίου 1998, η Επιτροπή επανακίνησε τη διαδικασία συγχρηματοδοτήσεως του σχεδίου.

10      Οι ενάγοντες, οι οποίοι ενημερώθηκαν για τη νέα αυτή στάση της Επιτροπής μέσω των πρακτικών της προμνησθείσας συσκέψεως της 20ής Μαΐου 1998, κοινοποίησαν στην Επιτροπή νέα στοιχεία προς στήριξη της καταγγελίας τους στις 23 Οκτωβρίου και 7 Δεκεμβρίου 1998.

11      Με έγγραφο της 9ης Δεκεμβρίου 1998, ο K. πληροφόρησε τους ενάγοντες ότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής επρόκειτο να εξετάσουν τα νέα αυτά στοιχεία και να αποφασίσουν, μετά την ολοκλήρωση της εξετάσεως, για τη συνέχεια που επρόκειτο να δώσουν στην υπόθεση.

12      Με έγγραφο της 28ης Ιανουαρίου 1999, η Επιτροπή πληροφόρησε τους ενάγοντες ότι, προκειμένου να αποσαφηνιστούν ορισμένα σημεία του φακέλου, σχεδίαζε να πραγματοποιήσει επιτόπια επίσκεψη και δημόσια συζήτηση επί του σχεδίου στην Πάργα.

13      Κατά τη διάρκεια της πραγματοποιηθείσας στις 19 Μαρτίου 1999 στην Πάργα δημόσιας συζητήσεως, οι ενάγοντες καθώς και άλλοι κάτοικοι της περιοχής και οι εκπρόσωποι των τοπικών και εθνικών αρχών εξέφρασαν την άποψή τους επί του σχεδίου. Επιπλέον, οι εκπρόσωποι της Επιτροπής μετέβησαν στην επίδικη θέση. Η Επιτροπή απέστειλε ταχυδρομικώς στις 23 Μαρτίου 1999 το πρακτικό της δημόσιας συζητήσεως προς τις ελληνικές αρχές και τους ενάγοντες.

14      Με έγγραφο της 20ής Απριλίου 1999, η Επιτροπή ενημέρωσε τους ενάγοντες επί των αποτελεσμάτων του ελέγχου της καταγγελίας τους και της προθέσεώς της να θέσει την υπόθεση στο αρχείο, τους κάλεσε δε να διατυπώσουν τυχόν παρατηρήσεις τους επί του θέματος. Δεδομένου ότι οι ενάγοντες δεν διαβίβασαν νέα πληροφοριακά στοιχεία, η Επιτροπή αποφάσισε να θέσει την υπόθεση στο αρχείο [PV (1999) 1440 της 1ης Ιουλίου 1999].

15      Με την απόφαση 3221/1999, δημοσιευθείσα στις 18 Οκτωβρίου 1999, το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως των εναγόντων κατά της κοινής υπουργικής αποφάσεως 121227/18.3.1997 (βλ. ανωτέρω σκέψη 5) περί εγκρίσεως της κατασκευής του επίδικου σταθμού βιολογικού καθαρισμού.

16      Οι ενάγοντες υπέβαλαν καταγγελία στις 22 Οκτωβρίου 1999 ενώπιον του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή αφορώσα τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή αντιμετώπισε την καταγγελία τους.

17      Με την από 18 Ιουλίου 2002 απόφασή του, ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής έκρινε ότι συνέτρεχε κακοδιοίκηση και μεροληπτική αντιμετώπιση της καταγγελίας εκ μέρους της Επιτροπής. Κατ’ αρχάς, ανέφερε ότι, κατά τη διάρκεια της χρονικής περιόδου από Μάρτιο έως Δεκέμβριο 1998, η Επιτροπή δεν είχε ενημερώσει επαρκώς και σε εύθετο χρόνο τους ενάγοντες σχετικά με την τροποποίηση της θέσεώς της επί του σχεδίου, είχε δε παραλείψει να τους κοινοποιήσει αντίγραφο της από 28 Ιουλίου 1998 αποφάσεώς της σχετικά με την επανακίνηση της διαδικασίας συγχρηματοδοτήσεως του σχεδίου εκ μέρους του Ταμείου Συνοχής, αφήνοντας με τον τρόπο αυτό τους ενάγοντες να πιστεύσουν ότι συνέχιζε την εξέταση της υποθέσεως. Ακολούθως δε, η Επιτροπή θεώρησε εσφαλμένως ότι το επίδικο σχέδιο δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 85/337. Τέλος, η Επιτροπή δεν τήρησε τους κανόνες περί αμεροληψίας ως εκ του ότι ανέθεσε ειδικότερα την εξέταση της καταγγελίας σε υπάλληλο ο οποίος είχε αναπτύξει ολίγο πριν ή ευθύς μετά την απόρριψη της καταγγελίας πολιτική δράση στην Ελλάδα.

18      Με έγγραφο της 16ης Δεκεμβρίου 2002 που απηύθυνε στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή, η Επιτροπή αμφισβήτησε ρητώς τη βασιμότητα του συνόλου των ανωτέρω συμπερασμάτων της έρευνας του Διαμεσολαβητή.

19      Με έγγραφο της 2ας Ιουλίου 2003, οι ενάγοντες υπέβαλαν νέα καταγγελία στην Επιτροπή, η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 10 Ιουλίου υπό τον αριθμό αναφοράς ENV(2003)A/805785, όπου γινόταν λόγος για φερόμενες παραβάσεις των ελληνικών αρχών σε σχέση με τις διατάξεις των οδηγιών 91/271 και 85/337, τις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού δικαίου περιβάλλοντος και τις αφορώσες τη χρηματοδότηση του επίδικου σχεδίου υποχρεώσεις.

20      Με την από 29 Ιουλίου 2003 απάντησή της, η Επιτροπή επιβεβαίωσε τους λόγους που την ώθησαν να θέσει στο αρχείο την αρχική καταγγελία και διευκρίνισε στους καταγγέλλοντες ότι η εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου εναπόκειται στα κράτη μέλη υπό τον έλεγχο των εθνικών δικαστηρίων και ότι η ίδια επαγρυπνά για την ορθή εφαρμογή του δικαίου αυτού.

21      Όσον αφορά τις αιτιάσεις που περιλαμβάνει η καταγγελία σχετικά με τη χρηματοδότηση του σχεδίου, η γενική διεύθυνση “Περιβάλλον” της Επιτροπής ενημέρωσε ταχυδρομικώς στις 30 Ιουλίου 2003 τους ενάγοντες ότι η καταγγελία είχε διαβιβαστεί στην αρμόδια επί του θέματος γενική διεύθυνση “Περιφερειακή ανάπτυξη”.

22      Με έγγραφο της 4ης Αυγούστου 2003, η γενική διεύθυνση “Περιφερειακή ανάπτυξη” της Επιτροπής πληροφόρησε τους ενάγοντες ότι οι εργασίες κατασκευής του επίδικου σταθμού βιολογικού καθαρισμού βρίσκονταν σε εξέλιξη και ότι τα συμπεράσματα των εναγόντων ως προς τη μη τήρηση των εφαρμοστέων κανόνων και ως προς τις υποτιθέμενες αρνητικές επιπτώσεις του σχεδίου ήσαν πρόωρα. Στο ίδιο έγγραφο αναφερόταν ότι η καταβολή του συνόλου της κοινοτικής χρηματοδοτικής συνδρομής θα πραγματοποιούνταν μόνο μετά από έλεγχο της ορθής εκτελέσεως των εργασιών και επαλήθευση της κανονικής λειτουργίας του σταθμού βιολογικού καθαρισμού. Τέλος, στο εν λόγω έγγραφο επισυνήφθη αντίγραφο της αποφάσεως E(2003)2794 της 27ης Ιουλίου 2003, περί τροποποιήσεως της αποφάσεως E(1998)2297 της 28ης Ιουλίου 1998 (προαναφερθείσα στη σκέψη 9), σχετικά με τη χρηματοδοτική συνδρομή του Ταμείου Συνοχής για το επίδικο σχέδιο.»

 Η αγωγή ενώπιον του Πρωτοδικείου και η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη

8        Με δικόγραφο το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 10 Φεβρουαρίου 2004, οι νυν αναιρεσείοντες ζήτησαν:

–        να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει σε κάθε ένα από αυτούς, ως αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν, το ποσό των 200 000 ευρώ, νομιμοτόκως με επιτόκιο 8 % από την έκδοση της απόφασης του Πρωτοδικείου και μέχρι την πλήρη εξόφληση, και

–        να καταδικαστεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

9        Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 22 Απριλίου 2004, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου βάσει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, με την οποία ζήτησε να απορριφθεί η αγωγή ως απαράδεκτη και να καταδικαστούν οι νυν αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα.

10      Με τις παρατηρήσεις τους επί της ένστασης απαραδέκτου, οι νυν αναιρεσείοντες ζήτησαν από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή,

–        να δικάσει την υπόθεση επί της ουσίας και να κάνει δεκτή την αγωγή αποζημίωσης.

11      Προς στήριξη της αγωγής τους, οι νυν αναιρεσείοντες προέβαλαν τέσσερις λόγους, οι οποίοι αφορούσαν, πρώτον, την παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης, δεύτερον, την παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, τρίτον, την παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου και, τέταρτον, την προσβολή του δικαιώματος του αναφέρεσθαι.

12      Το Πρωτοδικείο, με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, την οποία εξέδωσε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 111 του Κανονισμού Διαδικασίας, απέρριψε την αγωγή ως προδήλως στερούμενη παντελώς νομικής βάσης. Το Πρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 29 της εν λόγω διάταξης, ότι η αγωγή αποζημίωσης δεν στηριζόταν ούτε στην άρνηση της Επιτροπής να κινήσει κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας τη διαδικασία λόγω παράβασης κατά το άρθρο 226 ΕΚ ούτε στην απόφασή της να θέσει στο αρχείο την καταγγελία των νυν αναιρεσειόντων ούτε, τέλος, στην προσβολή ειδικών δικονομικών δικαιωμάτων.

13      Όσον αφορά τον ισχυρισμό σχετικά με την παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης, το Πρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 33 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προέκυπτε πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων της διακριτικής εξουσίας που διαθέτει η Επιτροπή στο πλαίσιο του συστήματος που διαμόρφωσε το άρθρο 226 ΕΚ. Συναφώς το Πρωτοδικείο επισήμανε, με τη σκέψη 34 της εν λόγω διάταξης, ότι από τα πραγματικά στοιχεία της δικογραφίας προέκυπτε ότι η Επιτροπή είχε ενημερώσει τους νυν αναιρεσείοντες είτε ευθέως είτε μέσω της Επιτροπής Αναφορών του Κοινοβουλίου και ότι το επιχείρημα των νυν αναιρεσειόντων ότι η Επιτροπή δεν προέβη σε προσεκτική αντιμετώπιση της καταγγελίας τους έπρεπε, εφόσον λαμβάνονταν υπόψη οι μεταγενέστερες εξελίξεις, να απορριφθεί. Το Πρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 35 της εν λόγω διάταξης, ότι ο ισχυρισμός ότι η Επιτροπή είχε παραλείψει να ενημερώσει τους νυν αναιρεσείοντες «σε εύθετο χρόνο» σχετικά με την εξέταση της αρχικής καταγγελίας και σχετικά με την αλλαγή της θέσης της ως προς το επίδικο σχέδιο δεν αποδεικνύει πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων της διακριτικής εξουσίας της Επιτροπής.

14      Με τη σκέψη 37 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, το Πρωτοδικείο απέρριψε το επιχείρημα για μη τήρηση της αρχής περί προσεκτικής και αμερόληπτης αντιμετώπισης οποιασδήποτε καταγγελίας, με το σκεπτικό ότι τα στοιχεία της δικογραφίας δεν επέτρεπαν να συναχθεί το βάσιμο του ισχυρισμού των νυν αναιρεσειόντων ότι ένας από τους υπαλλήλους της Επιτροπής μετέσχε στη διαδικασία που κατέληξε στη θέση της καταγγελίας στο αρχείο ενόσω ανέπτυσσε παράλληλα πολιτική δράση στην Ελλάδα. Το Πρωτοδικείο, αναφερόμενο στην απόφαση του Διαμεσολαβητή και στην απάντηση της Επιτροπής στον Διαμεσολαβητή, διαπίστωσε ότι από τη δικογραφία προέκυπτε ότι ο εν λόγω υπάλληλος τελούσε σε άδεια ενόσω ανέπτυσσε την πολιτική του δραστηριότητα και ότι η τελική απόφαση για τη θέση της καταγγελίας των νυν αναιρεσειόντων στο αρχείο ελήφθη μετά την αναχώρηση του υπαλλήλου αυτού σε άδεια άνευ αποδοχών και μετά την επανεξέταση του φακέλου από άλλους υπαλλήλους. Το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 38 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, έκρινε ότι το γεγονός ότι ο εν λόγω υπάλληλος μετέσχε, κατά τη διάρκεια της άδειάς του, σε εκδήλωση που οργανώθηκε στην περιφέρεια της Πάργας από ένα ελληνικό πολιτικό κόμμα, το οποίο βρισκόταν τότε στην αντιπολίτευση, και εκφώνησε λόγο σχετικά με το κοινοτικό δίκαιο του περιβάλλοντος δεν είναι προδήλως ικανό να θέσει εν αμφιβόλω το ανωτέρω συμπέρασμα.

15      Με τις σκέψεις 40 έως 44 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, το Πρωτοδικείο απέρριψε τους λόγους της αγωγής που στηρίζονταν στην παραβίαση αφενός της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και αφετέρου της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Όσον αφορά τον πρώτο λόγο, το Πρωτοδικείο εκτίμησε ότι η αρχική και προσωρινή λήψη θέσης της Επιτροπής ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 85/337 στο επίμαχο σχέδιο και ως προς το μη συμβατό του με την εν λόγω οδηγία δεν μπορεί να εξομοιώνεται με σαφείς διαβεβαιώσεις προς τους νυν αναιρεσείοντες για το ότι το θεσμικό αυτό όργανο θα κινούσε διαδικασία λόγω παράβασης κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας. Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο, το Πρωτοδικείο τόνισε ότι η σχετική επιχειρηματολογία δεν διακρινόταν από την επιχειρηματολογία που διατυπώθηκε προς επίρρωση της αιτιάσεως για παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως.

 Αιτήματα των διαδίκων

16      Οι αναιρεσείοντες ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να δεχτεί την αίτηση αναίρεσης,

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη,

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει σε καθέναν από αυτούς το ποσό των 200 000 ευρώ νομιμοτόκως με επιτόκιο 8 % από την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου και μέχρι την εξόφληση και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας και, επικουρικά, σε περίπτωση απόρριψης της αναίρεσης, να αποφανθεί ότι κάθε διάδικος θα φέρει τα δικά του έξοδα.

17      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει ως απαράδεκτη την αίτηση αναίρεσης, όσον αφορά τα μέρη κατά τα οποία το Δικαστήριο καλείται να εκτιμήσει εκ νέου πραγματικά περιστατικά που έχουν κριθεί από το Πρωτοδικείο καθώς και νέους ισχυρισμούς που εισάγονται για πρώτη φορά,

–        να απορρίψει ως προδήλως αβάσιμο το υπόλοιπο μέρος της αναίρεσης και

–        να καταδικάσει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της αίτησης αναίρεσης

18      Προς στήριξη της αίτησης αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν τέσσερις λόγους. Ο πρώτος λόγος συνίσταται στο ότι το Πρωτοδικείο παρέλειψε πλήρως να εξετάσει τον ισχυρισμό τους σχετικά με την προσβολή του δικαιώματος του αναφέρεσθαι. Σύμφωνα με τον δεύτερο λόγο, το Πρωτοδικείο αλλοίωσε το περιεχόμενο της απόφασης του Διαμεσολαβητή της 18ης Ιουλίου 2002, η οποία αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο, και προέβη σε εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό του στοιχείου αυτού. Ο τρίτος λόγος αναίρεσης στηρίζεται κατ’ ουσία στον ισχυρισμό ότι το Πρωτοδικείο ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα «τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της αμεροληψίας», καθώς και τις αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου. Σύμφωνα με τον τελευταίο λόγο αναίρεσης, το Πρωτοδικείο παρέλειψε να εξετάσει ή εξέτασε πλημμελώς τη συνολική στάση της Επιτροπής επί διάστημα οκτώ ετών. Οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται επίσης ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις γένεσης εξωσυμβατικής ευθύνης της Επιτροπής, το όργανο αυτό θα πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας.

 Επί του πρώτου λόγου αναίρεσης: παράλειψη του Πρωτοδικείου να αποφανθεί επί του ισχυρισμού περί προσβολής του δικαιώματος του αναφέρεσθαι

 Επιχειρήματα των διαδίκων

19      Κατά τους αναιρεσείοντες, το Πρωτοδικείο δεν αποφάνθηκε επί του ισχυρισμού τους σχετικά με την προσβολή του δικαιώματος του αναφέρεσθαι, τον οποίο προέβαλαν κυρίως στα σημεία 33 και 37 επ. του δικογράφου της αγωγής τους. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε σιωπηρά, το Πρωτοδικείο παρέβη, κατά τους αναιρεσείοντες, την υποχρέωσή του να αιτιολογεί τις αποφάσεις του και προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του δικαιώματος του αναφέρεσθαι.

20      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο, στις σκέψεις 33 έως 35 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, εξέτασε και απέρριψε ως αβάσιμους τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων περί παραβίασης της αρχής της χρηστής διοίκησης, τόσο αυτοτελώς όσο και σε συνδυασμό με το δικαίωμα του αναφέρεσθαι. Το Πρωτοδικείο αναφέρθηκε ρητά στο γεγονός ότι η Επιτροπή ενημέρωσε τους αναιρεσείοντες είτε ευθέως είτε μέσω της Επιτροπής Αναφορών του Κοινοβουλίου. Επιπλέον, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, με τη σκέψη 18 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι η Επιτροπή, με έγγραφο της 16ης Δεκεμβρίου 2002, αμφισβήτησε τη βασιμότητα του συνόλου των συμπερασμάτων της έρευνας του Διαμεσολαβητή.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

21      Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείοντες βάλλουν κατ’ ουσία κατά της παράθεσης ελλιπούς αιτιολογίας στην αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη.

22      Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι το Δικαστήριο δεν επιβάλλει στο Πρωτοδικείο την υποχρέωση να εκθέτει αιτιολογία ακολουθούσα αναλυτικά έναν προς έναν όλους τους λόγους που προβάλλουν οι διάδικοι. Συνεπώς, η αιτιολογία μπορεί να συνάγεται εμμέσως, υπό την προϋπόθεση ότι επιτρέπει στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη των επίμαχων μέτρων, στο δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να διαθέτει επαρκή στοιχεία ώστε να ασκήσει τον έλεγχό του (βλ., συναφώς, απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, C-204/00 P, C‑205/00 P, C-211/00 P, C-213/00 P, C-217/00 P και C-219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-123, σκέψη 372). Εντούτοις, μολονότι η υποχρέωση του Πρωτοδικείου να αιτιολογεί τις αποφάσεις του δεν μπορεί να ερμηνεύεται ως συνεπαγόμενη την υποχρέωσή του να απαντά λεπτομερώς σε κάθε επιχείρημα που προβάλλουν οι διάδικοι, ειδικότερα αν δεν είναι αρκούντως σαφές και ακριβές και δεν στηρίζεται σε πρόσφορα αποδεικτικά στοιχεία (βλ., συναφώς, απόφαση της 6ης Μαρτίου 2001, C-274/99 P, Connolly κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I-1611, σκέψη 121), το Πρωτοδικείο πρέπει τουλάχιστον να εξετάζει κάθε προσβολή δικαιώματος στην οποία αναφέρονται οι ισχυρισμοί των διαδίκων.

23      Εν προκειμένω επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί ήσαν αρκούντως σαφείς και ακριβείς, οπότε το Πρωτοδικείο ήταν σε θέση να λάβει θέση επ’ αυτών. Για παράδειγμα, οι αναιρεσείοντες, στο σημείο 33 του δικογράφου της αγωγής τους, απαρίθμησαν καταρχάς τις αρχές και τα δικαιώματα που θεωρούσαν ότι είχαν παραβιαστεί ή προσβληθεί, μεταξύ των οποίων ήταν το δικαίωμα του αναφέρεσθαι. Στη συνέχεια εξέθεσαν, σε διαφορετικές παραγράφους, καθώς και, ειδικότερα όσον αφορά το δικαίωμα του αναφέρεσθαι, στα σημεία 37 έως 39 της αγωγής τους, σε τι συνίσταται, κατ’ αυτούς, αφενός καθεμία από τις αρχές αυτές και καθένα από τα δικαιώματα αυτά και αφετέρου η παραβίαση ή προσβολή τους.

24      Επιπλέον, η προσβολή του δικαιώματος του αναφέρεσθαι δεν μπορεί να θεωρηθεί ουσιαστικά ως νομικό επιχείρημα που διατυπώνεται προς στήριξη άλλων ισχυρισμών, αλλά πρέπει να θεωρηθεί ως αυτοτελής νομικός ισχυρισμός, δεδομένου ότι καθεμία από τις αρχές και καθένα από τα δικαιώματα που επικαλούνται οι αναιρεσείοντες έχει ουσιαστικά διαφορετικό περιεχόμενο και στηρίζεται σε αυτοτελή νομική βάση. Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί προσβολής του δικαιώματος του αναφέρεσθαι, οι αναιρεσείοντες αναφέρθηκαν ρητά, με το σημείο 37 της αγωγής τους, στο άρθρο 21 ΕΚ ως νομική βάση του δικαιώματος αυτού.

25      Επισημαίνεται επίσης ότι οι αναιρεσείοντες, στη σύνοψη της αγωγής τους που επισυνάφθηκε στο δικόγραφο της αγωγής, ανέφεραν ρητά, μεταξύ των αιτιάσεων που καταλόγισαν στην Επιτροπή, την «προσβολή του δικαιώματος του αναφέρεσθαι που απολαμβάνουν οι Ευρωπαίοι πολίτες», πέρα από την παραβίαση «των θεμελιωδών αρχών της χρηστής διοίκησης, της αμεροληψίας, της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης».

26      Το Πρωτοδικείο, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, ούτε ανέφερε την προσβολή του δικαιώματος του αναφέρεσθαι μεταξύ των λόγων στους οποίους στηριζόταν η αγωγή ούτε απάντησε στον λόγο αυτό. Ειδικότερα, η συλλογιστική του Πρωτοδικείου, όπως περιέχεται στις σκέψεις 33 έως 35 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, στις οποίες εξετάζεται ο ισχυρισμός για προσβολή της αρχής της χρηστής διοίκησης, αφορά το ζήτημα αν η Επιτροπή ενήργησε κατά πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων της διακριτικής εξουσίας της και αν η Επιτροπή εξέτασε προσεκτικά την καταγγελία των αναιρεσειόντων. Η συλλογιστική αυτή, όπως περιέχεται στις σκέψεις 36 έως 44 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, αφορά τον ισχυρισμό για παραβίαση των κανόνων και των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου. Η συλλογιστική αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως σαφής ή σιωπηρή απάντηση στον ισχυρισμό ότι συντρέχει προσβολή του δικαιώματος του αναφέρεσθαι.

27      Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος.

28      Επομένως, η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη πρέπει να αναιρεθεί κατά το μέρος κατά το οποίο το Πρωτοδικείο παρέλειψε να αποφανθεί επί του ισχυρισμού περί παραβάσεως του άρθρου 21, παράγραφοι 2 και 3, ΕΚ.

 Επί της αγωγής ενώπιον του Πρωτοδικείου

29      Σύμφωνα με το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, αν η αναίρεση κριθεί βάσιμη και το Δικαστήριο αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου, το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση.

30      Δεδομένου ότι εν προκειμένω η υπόθεση είναι ώριμη προς εκδίκαση, το Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς.

 Επί του παραδεκτού

31      Ενώπιον του Πρωτοδικείου η Επιτροπή είχε προτείνει ένσταση απαραδέκτου.

32      Η ένσταση αυτή, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι αφορά τον ισχυρισμό περί προσβολής του δικαιώματος του αναφέρεσθαι, δεν χρειάζεται να εξεταστεί, διότι ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος (βλ., συναφώς, την απόφαση της 23ης Μαρτίου 2004, C-233/02, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-2759, σκέψη 26).

 Επί της ουσίας

33      Οι αναιρεσείοντες, αναφερόμενοι με την αγωγή που άσκησαν ενώπιον του Πρωτοδικείου στο άρθρο 21, παράγραφος 3, ΕΚ και στο άρθρο 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, ισχυρίστηκαν καταρχάς ότι η Επιτροπή κατέστησε, με τη στάση της, πρακτικά ασύμφορη την άσκηση ενώπιόν της του δικαιώματος αυτού. Κατά δεύτερον, οι αναιρεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι η Επιτροπή, μη λαμβάνοντας υπόψη τα πορίσματα του Διαμεσολαβητή, κατέστησε άνευ αξίας την προσφυγή ενώπιον του Διαμεσολαβητή.

34      Ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

35      Πρώτον, η Επιτροπή, με τη στάση της, δεν προσέβαλε το δικαίωμα των αναιρεσειόντων να απευθυνθούν εγγράφως στα κοινοτικά όργανα και να λάβουν απάντηση στην ίδια γλώσσα, δικαίωμα που τους απονέμει το άρθρο 21, παράγραφος 3, ΕΚ. Πράγματι, η Επιτροπή παρέλαβε την καταγγελία των αναιρεσειόντων, την πρωτοκόλλησε και, στο πλαίσιο της εξέτασης της καταγγελίας, είχε αλληλογραφία με τους αναιρεσείοντες στα ελληνικά. Το δικαίωμα που απονέμει στους πολίτες της Ένωσης το άρθρο 21, παράγραφος 3, ΕΚ δεν έχει ως αποτέλεσμα να είναι αναγκασμένη η Επιτροπή να αντιμετωπίζει ή να εξετάζει με συγκεκριμένο τρόπο τις καταγγελίες που αφορούν παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου.

36      Δεύτερον, η Επιτροπή, μη λαμβάνοντας υπόψη τα πορίσματα του Διαμεσολαβητή, δεν προσέβαλε ούτε το δικαίωμα των αναιρεσειόντων να απευθύνονται σε αυτήν, το οποίο προβλέπει το άρθρο 21, παράγραφος 2, ΕΚ. Συναφώς υπενθυμίζεται ότι ο Διαμεσολαβητής δεν έχει την εξουσία να λαμβάνει δεσμευτικές αποφάσεις έναντι των κοινοτικών οργάνων. Ο Διαμεσολαβητής, δυνάμει του άρθρου 195, παράγραφος 1, ΕΚ, αν διαπιστώσει περίπτωση κακής διοίκησης, υποβάλλει το θέμα στο οικείο όργανο, το οποίο διαθέτει προθεσμία τριών μηνών για να του εκθέσει τη γνώμη του. Επιπλέον, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 5, της απόφασης 94/262, ο Διαμεσολαβητής αναζητεί, στο μέτρο του δυνατού, από κοινού με το ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο ή οργανισμό, λύση ικανή να εξαλείψει τις περιπτώσεις κακής διοίκησης και να ικανοποιήσει τον καταγγέλλοντα. Τέλος, όπως προκύπτει από το άρθρο 6, παράγραφος 3, των εκτελεστικών διατάξεων, ο Διαμεσολαβητής, στις περιπτώσεις στις οποίες δεν είναι δυνατή η επίτευξη διακανoνισμoύ σε φιλική βάση, κλείνει την υπόθεση με τη λήψη αιτιoλoγημένης απόφασης. Κατά συνέπεια, όταν ο Διαμεσολαβητής έχει κλείσει την υπόθεση με τη λήψη αιτιoλoγημένης απόφασης, το θεσμικό όργανο δεν είναι υποχρεωμένο να λάβει θέση ή να εκδώσει απόφαση με συγκεκριμένο περιεχόμενο.

37      Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός περί παραβάσεως των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 21 ΕΚ, τον οποίο διατύπωσαν σε πρώτο βαθμό οι αναιρεσείοντες, πρέπει να απορριφθεί και πρέπει να εξεταστούν οι λοιποί λόγοι αναίρεσης.

 Επί του δεύτερου λόγου αναίρεσης: αλλοίωση του περιεχομένου ενός αποδεικτικού στοιχείου

 Επιχειρήματα των διαδίκων

38      Κατά τους αναιρεσείοντες, το Πρωτοδικείο αλλοίωσε το περιεχόμενο της απόφασης του Διαμεσολαβητή της 18ης Ιουλίου 2002, η οποία αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο, και προέβη σε εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό του στοιχείου αυτού. Συναφώς το Πρωτοδικείο δεν δέχτηκε τις διαπιστώσεις του Διαμεσολαβητή ως προς τα πραγματικά περιστατικά και αγνόησε τη διαπίστωσή του περί «κακοδιοίκησης» εκ μέρους της Επιτροπής.

39      Κατά την Επιτροπή, το Πρωτοδικείο δεν αγνόησε, με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, την απόφαση του Διαμεσολαβητή. Πρώτον, το Πρωτοδικείο απαρίθμησε γενικά τις προϋποθέσεις γένεσης ευθύνης κατά το άρθρο 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ και κατέληξε, κατόπιν της εκτίμησης όλων των πραγματικών περιστατικών, ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως προδήλως στερούμενη νομικής βάσης. Δεύτερον, η Επιτροπή τονίζει, όσον αφορά την υποτιθέμενη υποχρέωσή της να συμμορφώνεται με τις αποφάσεις του Διαμεσολαβητή, ότι ο Διαμεσολαβητής δεν λαμβάνει αποφάσεις, αλλά συντάσσει εκθέσεις. Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι εν προκειμένω αντέκρουσε τη διαπίστωση του Διαμεσολαβητή περί κακοδιοίκησης.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

40      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να διαπιστώνει τα πραγματικά περιστατικά ούτε, καταρχήν, να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που δέχθηκε το Πρωτοδικείο σχετικά με τα περιστατικά αυτά. Εφόσον τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία έχουν συλλεγεί νομότυπα και έχουν τηρηθεί οι γενικές αρχές του δικαίου και οι δικονομικοί κανόνες που διέπουν το βάρος απόδειξης και τη διεξαγωγή των αποδείξεων, το Πρωτοδικείο είναι αποκλειστικά αρμόδιο να εκτιμά την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα στοιχεία που του έχουν υποβληθεί (βλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2003, C-122/01 P, T. Port κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑4261, σκέψη 27). Η εκτίμηση αυτή δεν αποτελεί συνεπώς, εκτός από την περίπτωση της αλλοίωσης του περιεχομένου των στοιχείων αυτών, νομικό ζήτημα που να υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 28ης Μαΐου 1998, C-8/95 P, New Holland Ford κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I-3175, σκέψη 26).

41      Επιπλέον, αποτελεί επίσης πάγια νομολογία ότι ο αναιρεσείων, όταν προβάλλει τον ισχυρισμό για αλλοίωση του περιεχομένου αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους του Πρωτοδικείου, πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα στοιχεία τα οποία θεωρεί ότι αλλοιώθηκαν από το Πρωτοδικείο και να αποδεικνύει τα σφάλματα ανάλυσης τα οποία, κατά την εκτίμησή του, οδήγησαν το Πρωτοδικείο σ’ αυτή την αλλοίωση (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 50).

42      Όσον αφορά, πρώτον, την αιτίαση περί αλλοιώσεως των πραγματικών περιστατικών, οι αναιρεσείοντες δεν εκπλήρωσαν τις παραπάνω υποχρεώσεις. Δεν παρέθεσαν επακριβώς τα πραγματικά στοιχεία τα οποία θεωρούν ότι αλλοιώθηκαν από το Πρωτοδικείο ούτε απέδειξαν τα σφάλματα τα οποία θεωρούν ότι το οδήγησαν σ’ αυτή την αλλοίωση, αλλά περιορίστηκαν στον ισχυρισμό ότι το Πρωτοδικείο δεν έκανε δεκτές τις διαπιστώσεις του Διαμεσολαβητή. Κατά συνέπεια, το πρώτο αυτό επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

43      Όσον αφορά, δεύτερον, το επιχείρημα ότι το Πρωτοδικείο αγνόησε τη διαπίστωση του Διαμεσολαβητή ότι συνέτρεχε περίπτωση «κακοδιοίκησης» της Επιτροπής, οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται συγκεκριμένα ότι το Πρωτοδικείο έπρεπε να δεχτεί τη διαπίστωση αυτή.

44      Ο συλλογισμός αυτός δεν μπορεί να γίνει δεκτός. Τα πορίσματα του Διαμεσολαβητή δεν δεσμεύουν, καθαυτά, τον κοινοτικό δικαστή. Αποτελούν απλώς ένδειξη ότι το οικείο κοινοτικό όργανο παραβίασε την αρχή της χρηστής διοίκησης. Η διαδικασία ενώπιον του Διαμεσολαβητή, ο οποίος δεν έχει την εξουσία να λαμβάνει δεσμευτικές αποφάσεις, αποτελεί δηλαδή εξωδικαστική δυνατότητα έννομης προστασίας, την οποία έχουν οι πολίτες της Ένωσης εναλλακτικά προς τη δυνατότητα προσφυγής ενώπιον του κοινοτικού δικαστή και η οποία ανταποκρίνεται σε ειδικότερα κριτήρια και δεν έχει κατ’ ανάγκη τον ίδιο σκοπό με την προσφυγή στη δικαιοσύνη. Κατά συνέπεια, ο χαρακτηρισμός μιας πράξης από τον Διαμεσολαβητή ως «πράξης κακοδιοίκησης» δεν σημαίνει αυτόματα ότι η συμπεριφορά του οικείου οργάνου συνιστά κατάφωρη παράβαση νομικού κανόνα, υπό την έννοια της νομολογίας.

45      Το Πρωτοδικείο δεν ήταν επομένως υποχρεωμένο να δεχτεί το πόρισμα του Διαμεσολαβητή, αλλά έπρεπε να προβεί σε δική του νομική εκτίμηση των διαπιστωθέντων πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων που του είχαν υποβληθεί, μεταξύ των οποίων καταλεγόταν και η απόφαση του Διαμεσολαβητή, και να συναγάγει τα δικά του συμπεράσματα. Το δεύτερο αυτό επιχείρημα πρέπει επομένως να απορριφθεί ως αβάσιμο.

46      Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου αναίρεσης: εσφαλμένη ερμηνεία και εσφαλμένη εφαρμογή διαφόρων αρχών

 Επιχειρήματα των διαδίκων

47      Ο τρίτος λόγος αναίρεσης έχει τρία σκέλη, τα οποία αφορούν κατ’ ουσία την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των «αρχών της χρηστής διοίκησης και της αμεροληψίας», καθώς και των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου.

48      Η Επιτροπή, απαντώντας σε αυτό τον λόγο, υποστηρίζει ότι οι αναιρεσείοντες επιδιώκουν, κατά παράβαση των άρθρων 225, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ και 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, την πραγματοποίηση νέας εκτίμησης των περιστατικών που έχει διαπιστώσει ήδη το Πρωτοδικείο. Κατά την Επιτροπή, ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

–       Επί του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου αναίρεσης

49      Με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναίρεσης οι αναιρεσείοντες βάλλουν καταρχάς κατά του νομικού χαρακτηρισμού των περιστατικών από το Πρωτοδικείο, καθόσον το Πρωτοδικείο δέχτηκε ότι τα διαπιστωθέντα περιστατικά ως προς τη μεταβολή της στάσης της Επιτροπής και την απόφαση επανέναρξης της διαδικασίας χρηματοδότησης του σχεδίου από το Ταμείο Συνοχής δεν συνιστούν παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης. Αφού ο νομικός χαρακτηρισμός των περιστατικών από το Πρωτοδικείο αποτελεί νομικό ζήτημα υποκείμενο στον έλεγχο του Δικαστηρίου, η αμφισβήτηση της ορθότητας του νομικού αυτού χαρακτηρισμού είναι επομένως παραδεκτή.

50      Με αυτό το σκέλος του τρίτου λόγου αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες μέμφονται κατ’ ουσία την Επιτροπή για το ότι δεν τους ενημέρωσε για την αλλαγή της στάσης της επί του ζητήματος του συμβατού του επίμαχου σχεδίου με το κοινοτικό δίκαιο και για την επανέναρξη της διαδικασίας συγχρηματοδότησής του τον Ιούλιο του 1998.

51      Συναφώς το Πρωτοδικείο δεν διέπραξε κανένα νομικό σφάλμα. Η Επιτροπή οφείλει βέβαια να σέβεται τις εγγυήσεις που παρέχει η κοινοτική έννομη τάξη σχετικά με τις διοικητικές διαδικασίες, όπως είναι π.χ. η υποχρέωση του αρμόδιου κοινοτικού οργάνου να εξετάζει με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης υπόθεσης, το δικαίωμα του ενδιαφερόμενου να γνωστοποιεί την άποψή του καθώς και το δικαίωμά του να εκδίδεται επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση (βλ. απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 1991, C-269/90, Technische Universität München, Συλλογή 1991, σ. I-5469, σκέψη 14). Αντίθετα, η Επιτροπή δεν έχει την υποχρέωση, όταν της υποβληθεί καταγγελία για μη τήρηση του κοινοτικού δικαίου από κράτος μέλος, να ενημερώνει τους καταγγέλλοντες για κάθε εξέλιξη της υπόθεσης που κινήθηκε με την καταγγελία τους, εφόσον η εξέλιξη αυτή έχει καθαρά ενδοϋπηρεσιακό χαρακτήρα. Επομένως, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να ενημερώσει τους καταγγέλλοντες, καθόσον επρόκειτο για ενδοϋπηρεσιακή μεταβολή άποψης επί του βασίμου μιας καταγγελίας.

52      Η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να ενημερώσει τους καταγγέλλοντες ούτε για την επανέναρξη της διαδικασίας συγχρηματοδότησης του επίμαχου σχεδίου, διότι η συγχρηματοδότηση αυτή δεν αποτελούσε αντικείμενο της καταγγελίας τους. Επιπλέον, η διαδικασία αναστολής ή μείωσης της κοινοτικής χρηματοδοτικής συνδρομής που παρέχεται σε εθνικά σχέδια δράσης είναι ανεξάρτητη από τη διαδικασία διαπίστωσης και παύσης της συμπεριφοράς κράτους μέλους που αντιβαίνει στο κοινοτικό δίκαιο. Πράγματι, ούτε η κίνηση της διαδικασίας αναγνώρισης της παράβασης κράτους μέλους κατά το άρθρο 226 ΕΚ ούτε, εξάλλου, η αναγνώριση της παράβασης αυτής από το Δικαστήριο συνεπάγονται αυτόματα την αναστολή ή τη μείωση της κοινοτικής χρηματοδοτικής συνδρομής (βλ., συναφώς, διάταξη της 11ης Ιουλίου 1996, C-325/94 P, An Taisce και WWF UK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I-3727, σκέψη 23).

53      Δεύτερον, οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι το Πρωτοδικείο αλλοίωσε το περιεχόμενο αποδεικτικού στοιχείου, καθόσον διαπίστωσε, με τη σκέψη 10 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι οι αναιρεσείοντες είχαν ενημερωθεί για τη νέα στάση της Επιτροπής μέσω των πρακτικών της σύσκεψης της 20ής Μαΐου 1998.

54      Οι αναιρεσείοντες δεν απέδειξαν ούτε με την επιχειρηματολογία τους ούτε με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας ότι το Πρωτοδικείο αλλοίωσε το περιεχόμενο των στοιχείων που υποβλήθηκαν στην κρίση του. Οι ίδιοι οι αναιρεσείοντες τόνισαν, με το σημείο 4 του δικογράφου της αγωγής που άσκησαν ενώπιον του Πρωτοδικείου, ότι ενημερώθηκαν για το γεγονός αυτό μέσω των πρακτικών της σύσκεψης της 20ής Μαΐου 1998. Επομένως, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

55      Το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναίρεσης πρέπει συνεπώς να απορριφθεί ως αβάσιμο.

–       Επί του δεύτερου σκέλους του τρίτου λόγου αναίρεσης

56      Με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναίρεσης οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται, πρώτον, ότι το συμπέρασμα του Πρωτοδικείου ότι δεν παραβιάστηκαν οι κανόνες περί αμεροληψίας είναι νομικά εσφαλμένο. Δεν έχει και μεγάλη σημασία αν ο υπάλληλος τον οποίο αφορούν οι αιτιάσεις των αναιρεσειόντων τελούσε τυπικά σε άδεια κατά τις ημερομηνίες κατά τις οποίες η Επιτροπή ήλθε σε επαφή μαζί τους και αν ο υπάλληλος αυτός κράτησε μεροληπτική στάση ή τελικά επηρέασε παράνομα τις αποφάσεις της Επιτροπής. Η Επιτροπή πρέπει να θεωρείται κατά τεκμήριο αμερόληπτη και οτιδήποτε μπορούσε να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό αποτελεί ipso facto πράξη κακοδιοίκησης.

57      Συναφώς τονίζεται ότι η υποχρέωση αμεροληψίας, η οποία βαρύνει τα κοινοτικά όργανα κατά την εκτέλεση του έργου τους, αποσκοπεί στη διασφάλιση της ισότητας μεταχείρισης, στην οποία στηρίζεται η Κοινότητα. Σκοπός της επιβολής της υποχρέωσης αυτής είναι κυρίως η αποφυγή του ενδεχομένου να αντιμετωπίζουν οι υπάλληλοι καταστάσεις αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων. Με δεδομένη τη θεμελιώδη σημασία της εγγύησης της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητας των υπαλλήλων τόσο για την εσωτερική λειτουργία των κοινοτικών οργάνων όσο και για την εικόνα τους προς τα έξω, η υποχρέωση αμεροληψίας καλύπτει όλες τις περιστάσεις για τις οποίες ο υπάλληλος που καλείται να αποφανθεί επί μιας υπόθεσης μπορεί ευλόγως να αντιληφθεί ότι θα μπορούσαν να δημιουργήσουν στους τρίτους την εντύπωση ότι είναι πιθανό να επηρεάσουν την ανεξαρτησία του στον οικείο τομέα. Εντούτοις, πρέπει να παρέχονται συγκεκριμένες ενδείξεις για το ότι θα μπορούσε να επηρεαστεί η ανεξαρτησία του οικείου υπαλλήλου.

58      Με βάση τα παραπάνω πρέπει να εξεταστεί αν το Πρωτοδικείο εφάρμοσε εσφαλμένα τους κανόνες περί αμεροληψίας. Με τη σκέψη 37 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης το Πρωτοδικείο δέχτηκε ότι δεν συνέτρεχε εν προκειμένω καμία παράβαση των κανόνων αυτών, αφού ο K., δηλαδή ο υπάλληλος τον οποίο αφορούσαν οι αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, τελούσε κατά την κρίσιμη περίοδο σε άδεια και η επίδικη καταγγελία είχε τυπικά τεθεί στο αρχείο από άλλο υπάλληλο της Επιτροπής. Επιπλέον, το Πρωτοδικείο υπογράμμισε ιδιαίτερα το γεγονός ότι «η τελική απόφαση περί θέσεως της καταγγελίας των εναγόντων στο αρχείο ελήφθη μετά την αναχώρηση του K. λόγω [αδείας άνευ αποδοχών] και την επανεξέταση του φακέλου από άλλους υπαλλήλους της Γενικής Διευθύνσεως “Περιβάλλον” και κατόπιν της επισκέψεως και της δημόσιας συζήτησης επιτόπου τον Μάρτιο 1999». Επομένως, δεν πληρούνταν η αναγκαία προϋπόθεση για να γίνει δεκτό ότι είχαν παραβιαστεί οι κανόνες αμεροληψίας, αφού τελικά η απόφαση για τη θέση της καταγγελίας των αναιρεσειόντων στο αρχείο δεν ελήφθη από τον K.

59      Οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται επίσης ότι ο τρόπος με τον οποίο το Πρωτοδικείο αξιολόγησε το έγγραφο της Επιτροπής προς τους αναιρεσείοντες, της 28ης Ιανουαρίου 1999, στο οποίο αναφέρεται ως συντάκτης ο K., συνιστά αλλοίωση του περιεχομένου ενός αποδεικτικού στοιχείου.

60      Συναφώς οι αναιρεσείοντες δεν παρέσχον πάντως στο Δικαστήριο καμία επακριβή ένδειξη με βάση την οποία το Δικαστήριο θα μπορούσε να διαπιστώσει την ύπαρξη αλλοίωσης του περιεχομένου των αποδεικτικών στοιχείων που υποβλήθηκαν στο Πρωτοδικείο.

61      Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει αβάσιμο και εν μέρει απαράδεκτο.

–       Επί του τρίτου σκέλους του τρίτου λόγου αναίρεσης

62      Με το τρίτο σκέλος του τρίτου αυτού λόγου, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα τις αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου. Κατά τους αναιρεσείοντες, το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης από τις οποίες αποδεικνύεται ότι προσβλήθηκε η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τους λόγω κυρίως του γεγονότος ότι η Επιτροπή αρχικά εκφράστηκε υπέρ της καταγγελίας τους και του γεγονότος ότι η τελική θέση που έλαβε η Επιτροπή ως προς το βάσιμο της καταγγελίας τους ήταν αντίθετη από τη θέση της σε παρόμοιες υποθέσεις καθώς και λόγω της απόφασης του Διαμεσολαβητή. Οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι είχαν βάσιμες προσδοκίες, άρα και δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, ότι η Επιτροπή θα λάμβανε τα αναγκαία μέτρα για να θεραπεύσει την κακοδιοίκηση που είχε διαπιστώσει ο Διαμεσολαβητής. Αυτό το σκέλος του τρίτου λόγου αναίρεσης αφορά νομικό ζήτημα και είναι επομένως παραδεκτό.

63      Όσον αφορά το επιχείρημα σχετικά με την παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, υπενθυμίζεται ότι η προστασία αυτή παρέχεται σε όλους τους ιδιώτες στους οποίους η κοινοτική διοίκηση έχει δημιουργήσει βάσιμες προσδοκίες (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 11ης Μαρτίου 1987, 265/85, Van den Bergh en Jurgens και Van Dijk Food Products (Lopik) κατά ΕΟΚ, Συλλογή 1987, σ. 1155, σκέψη 44, και της 15ης Ιουλίου 2004, C-37/02 και C-38/02, Di Lenardo και Dilexport, Συλλογή 2004, σ. I-6911, σκέψη 70). Αποτελούν διαβεβαιώσεις ικανές να δημιουργήσουν τέτοιες προσδοκίες οι ακριβείς, απαλλαγμένες αιρέσεων και συγκλίνουσες πληροφορίες που προέρχονται από έγκριτες και αξιόπιστες πηγές, όποια και αν είναι η μορφή υπό την οποία γνωστοποιούνται. Αντίθετα, κανείς δεν μπορεί να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής αυτής, αν η διοίκηση δεν του έχει δώσει συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις (βλ. αποφάσεις της 25ης Μαΐου 2000, C-82/98 P, Kögler κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 2000, σ. I-3855, σκέψη 33, και της 22ας Ιουνίου 2006, C‑182/03 και C‑217/03, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I-5479, σκέψη 147).

64      Όσον αφορά τη θέση που διαμόρφωσε η Επιτροπή κατά τη διάρκεια της εξέτασης της καταγγελίας των αναιρεσειόντων, επιβάλλεται να τονιστεί ότι το κοινοτικό αυτό όργανο δεν είναι υποχρεωμένο, όταν έχει υποβληθεί καταγγελία κατά το άρθρο 226 ΕΚ, να κινήσει διαδικασία παράβασης, αλλά διαθέτει διακριτική εξουσία εκτίμησης που αποκλείει το δικαίωμα των ιδιωτών να απαιτήσουν από το όργανο αυτό να λάβει συγκεκριμένη θέση επί του ζητήματος. Κατά συνέπεια, οι καταγγέλλοντες δεν έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν ενώπιον του κοινοτικού δικαστή προσφυγή κατά της απόφασης με την οποία τίθεται ενδεχομένως στο αρχείο η εν λόγω καταγγελία (βλ., συναφώς, απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 1989, 247/87, Star Fruit κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 291, σκέψη 11). Επομένως, η άποψη που διατυπώνει η Επιτροπή κατά τη διάρκεια της εξέτασης της καταγγελίας δεν αρκεί, καταρχήν, για τη δημιουργία δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των καταγγελλόντων, εκτός αν συντρέχουν ιδιαίτερες περιστάσεις.

65      Συναφώς το Πρωτοδικείο τόνισε ορθά, με τη σκέψη 40 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι η Επιτροπή ενδέχεται, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 226 ΕΚ, να αναγκαστεί να προβεί σε σχετικά χρονοβόρες και περίπλοκες έρευνες, προκειμένου να βεβαιωθεί ότι δεν συντρέχει οποιαδήποτε παράβαση, και τούτο στο πλαίσιο διαλόγου με το οικείο κράτος μέλος. Επιπλέον, είναι προφανές ότι η ανακοίνωση της Επιτροπής της 26ης Μαρτίου 1997, με την οποία η Επιτροπή ενημέρωσε την Επιτροπή Αναφορών του Κοινοβουλίου «ότι, [με βάση] τις πληροφορίες που κατείχε στη φάση εκείνη, έκρινε ότι το σχέδιο, αντικείμενο της καταγγελίας, δεν ήταν σύμφωνο προς» το κοινοτικό δίκαιο, αποτελούσε προσωρινό συμπέρασμα. Επομένως, η αρχική θέση της Επιτροπής, ότι δηλαδή η οδηγία 85/337 είχε εφαρμογή στο επίμαχο σχέδιο και ότι το σχέδιο αυτό δεν ήταν σύμφωνο εκ πρώτης όψεως με την εν λόγω οδηγία, αποτελούσε απόρροια ερευνών και αναλύσεων στοιχείων που δεν είχαν ακόμη περατωθεί. Κατά συνέπεια, η θέση αυτή δεν μπορούσε να αποτελεί επακριβή και οριστική διαβεβαίωση.

66      Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί παραβιάσεως της αρχής της ασφάλειας δικαίου, επισημαίνεται ότι η διατύπωσή του δεν διαφέρει από τη διατύπωση του ισχυρισμού περί παραβιάσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Επιπλέον, η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, όπως και η αρχή της ασφάλειας δικαίου, αφορά όχι προσωρινές, αλλά διαμορφωμένες ήδη καταστάσεις (βλ., συναφώς, απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 1996, C‑63/93, Duff κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. I‑569, σκέψη 20).

67      Όσον αφορά τον ισχυρισμό των αναιρεσειόντων ότι η τελική θέση που έλαβε η Επιτροπή επί του βασίμου της καταγγελίας τους είναι αντίθετη από την απόφαση που ελήφθη σε παρόμοιες υποθέσεις και από την απόφαση του Διαμεσολαβητή, από το δικόγραφο της αγωγής που ασκήθηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου προκύπτει ότι οι αναιρεσείοντες δεν είχαν προβάλει τον ισχυρισμό αυτό ενώπιον του Πρωτοδικείου. Δεδομένου ότι η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της εκτίμησης από το Πρωτοδικείο των ισχυρισμών που προβλήθηκαν ενώπιόν του (βλ., μεταξύ άλλων, διατάξεις της 25ης Ιανουαρίου 2001, C-111/99 P, Lech-Stahlwerke κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑727, σκέψη 25, και της 13ης Νοεμβρίου 2001, C-430/00 P, Dürbeck κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I-8547, σκέψη 33), τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα.

68      Ομοίως, ο ισχυρισμός ότι η Επιτροπή δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα για να θεραπεύσει μια περίπτωση κακοδιοίκησης πρέπει οπωσδήποτε να απορριφθεί, αν ληφθεί υπόψη η φύση των αποφάσεων του Διαμεσολαβητή, η οποία υπενθυμίστηκε στις σκέψεις 36 και 44 της παρούσας απόφασης.

69      Κατά συνέπεια, το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει αβάσιμο και εν μέρει απαράδεκτο.

70      Κατόπιν των παραπάνω σκέψεων, ο τρίτος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του τέταρτου λόγου αναίρεσης: παράλειψη εξέτασης της συνολικής στάσης της Επιτροπής

 Επιχειρήματα των διαδίκων

71      Τέλος, οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι το Πρωτοδικείο δεν εξέτασε τη συνολική στάση της Επιτροπής επί διάστημα οκτώ ετών. Το Πρωτοδικείο δηλαδή εκτίμησε χωριστά καθένα από τα γεγονότα, ενώ η αλληλουχία των γεγονότων εν προκειμένω στοιχειοθετούν κατάφωρη περίπτωση κακοδιοίκησης.

72      Η Επιτροπή, απαντώντας σε αυτό τον λόγο αναίρεσης, παρατηρεί ότι ο ισχυρισμός που στηρίζεται στην εκτίμηση της συνολικής στάσης της Επιτροπής προβάλλεται για πρώτη φορά με την αίτηση αναίρεσης και ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εξετάζει μόνο την εκτίμηση από το Πρωτοδικείο των λόγων και ισχυρισμών που προβλήθηκαν ενώπιόν του. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο τέταρτος λόγος είναι παραδεκτός, θα πρέπει να θεωρηθεί ως αβάσιμος.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

73      Ακόμη και αν ο λόγος αυτός ήταν παραδεκτός, δεν θα ήταν βάσιμος. Το Πρωτοδικείο, όταν εξέτασε τις προϋποθέσεις γένεσης εξωσυμβατικής ευθύνης της Επιτροπής, έλαβε υπόψη όλα τα γεγονότα που είχαν αναφέρει οι αναιρεσείοντες και στη συνέχεια κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι προϋποθέσεις αυτές δεν συνέτρεχαν. Ως εκ περισσού, το Πρωτοδικείο, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα κρίσιμα γεγονότα, εξεταζόμενα χωριστά, δεν αποτελούσαν παραβάσεις, δεν μπορούσε να δεχτεί ότι το σύνολο των γεγονότων αυτών, εκτιμώμενο συνολικά, μπορούσε να θεμελιώσει ευθύνη της Επιτροπής.

74      Κατά συνέπεια, ο τέταρτος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί των δικαστικών εξόδων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

75      Με την αίτηση αναίρεσης οι αναιρεσείοντες ζητούν από το Δικαστήριο να καταδικάσει την Επιτροπή, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 69, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, στο σύνολο των δικαστικών εξόδων, περιλαμβανομένων και των εξόδων της πρωτοβάθμιας δίκης, ακόμη και αν κρίνει ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις γένεσης εξωσυμβατικής ευθύνης της Επιτροπής.

76      Συναφώς οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι έχουν υποβληθεί σε πολύ μεγάλα έξοδα νομικής υποστήριξης ενώπιον πέντε κοινοτικών οργάνων, τα οποία οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στη στάση της Επιτροπής. Προσθέτουν ότι οι δίκες ενώπιον του Πρωτοδικείου και ενώπιον του Δικαστηρίου αποτελούν συνέχεια της απόφασης του Διαμεσολαβητή η οποία αναγνώρισε ότι οι αναιρεσείοντες είχαν υπάρξει θύματα κακοδιοίκησης.

77      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το αίτημα των αναιρεσειόντων σχετικά με τα δικαστικά έξοδα είναι προδήλως απαράδεκτο. Οι αναιρεσείοντες δεν εκθέτουν κανένα εξαιρετικό λόγο, κατά την έννοια του άρθρου 69, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο οποίος να δικαιολογεί την καταδίκη της στο σύνολο των εξόδων αυτών.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

78      Κατά το άρθρο 122, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναίρεσης είναι βάσιμη και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται και επί των δικαστικών εξόδων. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 118 του ίδιου αυτού κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εντούτοις, κατά το άρθρο 69, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του ίδιου αυτού κανονισμού, το Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα έξοδά του σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων ή εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι.

79      Αν ληφθεί υπόψη η φύση των αποφάσεων του Διαμεσολαβητή, η οποία υπενθυμίστηκε στις σκέψεις 35 και 43 της παρούσας απόφασης, το γεγονός ότι ο Διαμεσολαβητής διαπίστωσε, με την απόφασή του της 18ης Ιουλίου 2002, ότι συνέτρεχε περίπτωση κακοδιοίκησης, για την οποία ευθυνόταν η Επιτροπή, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί τον μόνο λόγο για τον οποίο άσκησαν οι αναιρεσείοντες την αγωγή τους και, επομένως, ότι συνιστά εξαιρετικό λόγο κατά την έννοια του άρθρου 69, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας.

80      Δεδομένου ότι οι αναιρεσείοντες ηττήθηκαν ως προς τους περισσότερους λόγους αναίρεσης, πρέπει να καταδικαστούν στα έξοδα της παρούσας διαδικασίας.

81      Δεδομένου ότι η αγωγή αποζημίωσης απορρίφθηκε, πρέπει να διατηρηθεί το σημείο 2 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Αναιρεί τη διάταξη του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 13ης Ιανουαρίου 2006, T‑42/04, Κομνηνού κ.λπ. κατά Επιτροπής, καθόσον το Πρωτοδικείο παρέλειψε να αποφανθεί επί του ισχυρισμού περί παραβάσεως του άρθρου 21, παράγραφοι 2 και 3, ΕΚ.

2)      Απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης κατά τα λοιπά.

3)      Απορρίπτει την αγωγή που ασκήθηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, καθόσον στηρίζεται στον ισχυρισμό περί παραβάσεως του άρθρου 21, παράγραφοι 2 και 3, ΕΚ.

4)      Καταδικάζει την Ερμιόνη Κομνηνού, τον Γρηγόριο Ντόκο, τον Δονάτο Παππά, τον Βασίλειο Παππά, τον Αριστείδη Παππά, την Ελευθερία Παππά, τη Λαμπρινή Παππά, την Ειρήνη Παππά, την Αλεξάνδρα Ντόκου, τον Φώτιο Δημητρίου, τη Ζωή Δημητρίου, τον Πέτρο Μπολόση, τη Δέσποινα Μπολόση, τον Κωνσταντίνο Μπολόση και τον Θωμά Μπολόση στα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας. Για τα δικαστικά έξοδα της πρωτοβάθμιας διαδικασίας, επί της οποίας εκδόθηκε η διάταξη του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 13ης Ιανουαρίου 2006, T‑42/04, Κομνηνού κ.λπ. κατά Επιτροπής, δεν θίγονται τα διαταχθέντα με το σημείο 2 του διατακτικού της διάταξης αυτής.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.

Top