Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62006CC0304

    Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Trstenjak της 8ης Νοεμβρίου 2007.
    Eurohypo AG κατά Γραφείον εναρμονίσεως στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ).
    Αίτηση αναιρέσεως - Κοινοτικό σήμα - Κανονισμός (ΕΚ) 40/94 - Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄ - Λεκτικό σήμα EUROHYPO - Απόλυτος λόγος απαραδέκτου - Σήμα στερούμενο διακριτικού χαρακτήρα.
    Υπόθεση C-304/06 P.

    Συλλογή της Νομολογίας 2008 I-03297

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2007:661

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    VERICA TRSTENJAK

    της 8ης Νοεμβρίου 2007 ( 1 )

    Υπόθεση C-304/06 P

    Eurohypo AG

    κατά

    Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

    «Αίτηση αναιρέσεως — Κοινοτικό σήμα — Κανονισμός (ΕΚ) 40/94 — Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄ — Λεκτικό σήμα EUROHYPO — Απόλυτος λόγος απαραδέκτου — Σήμα στερούμενο διακριτικού χαρακτήρα»

    I — Εισαγωγή

    1.

    Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 3ης Μαΐου 2006, T-439/04, Eurohypo AG κατά Γραφείου εναρμονίσεως στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) ( 2 ), τίθενται τα ζητήματα, πρώτον, της εκτάσεως της υποχρεώσεως του ΓΕΕΑ να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τα πραγματικά περιστατικά στο πλαίσιο διαδικασίας καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος και, δεύτερον, της αλληλοεπικαλύψεως των στοιχείων β΄ και γ΄ του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (στο εξής: κανονισμός) ( 3 ).

    II — Το νομικό πλαίσιο

    2.

    Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού:

    «1.   Δεν γίνονται δεκτά για καταχώριση:

    […]

    β)

    τα σήματα που στερούνται διακριτικού χαρακτήρα·

    γ)

    τα σήματα που αποτελούνται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν, στις συναλλαγές για τη δήλωση του είδους, της ποιότητας, της ποσότητας, του προορισμού, της αξίας, της γεωγραφικής προέλευσης ή του χρόνου παραγωγής του προϊόντος ή της παροχής της υπηρεσίας ή άλλων χαρακτηριστικών αυτών· […]»

    3.

    Η παράγραφος 2 του εν λόγω άρθρου 7 διευκρινίζει ότι «[η] παράγραφος 1 εφαρμόζεται ακόμη και αν οι λόγοι απαραδέκτου υφίστανται μόνο σε τμήμα της Κοινότητας».

    4.

    Το άρθρο 73 του κανονισμού ορίζει ότι «[οι] αποφάσεις του Γραφείου αιτιολογούνται».

    5.

    Το άρθρο 74, παράγραφος 1, του κανονισμού προβλέπει ότι «[κ]ατά την ενώπιόν του διαδικασία, το Γραφείο εξετάζει τα πραγματικά περιστατικά· […]».

    III — Το ιστορικό της αιτήσεως αναιρέσεως

    6.

    Στις 30 Απριλίου 2002, η Deutsche Hypothekenbank Frankfurt-Hamburg AG, νυν Eurohypo AG (στο εξής: αναιρεσείουσα), υπέβαλε αίτηση καταχωρίσεως του σήματος EUROHYPO ως κοινοτικού σήματος για τις ακόλουθες υπηρεσίες που εμπίπτουν στην κλάση 36 του Διακανονισμού της Νίκαιας, της 15ης Ιουνίου 1957, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών εν όψει καταχωρίσεως των σημάτων, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί: «χρηματοπιστωτικές υποθέσεις· νομισματικές υποθέσεις· κτηματομεσιτικές υποθέσεις, χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, χρηματοδοτήσεις, δημοσιονομικές αναλύσεις, τραπεζικές εργασίες διαχείρισης χαρτοφυλακίου, ασφαλίσεις».

    7.

    Με απόφαση της 30ής Αυγούστου 2002, η εξετάστρια απέρριψε την αίτηση καταχωρίσεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφοι 1, στοιχεία β΄ και γ΄, και 2, του κανονισμού.

    8.

    Στις 30 Σεπτεμβρίου 2002, η αναιρεσείουσα άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής.

    9.

    Με απόφαση της 6ης Αυγούστου 2004, το τέταρτο τμήμα προσφυγών δέχθηκε την προσφυγή κατά το μέτρο που αφορούσε τις υπηρεσίες «δημοσιονομικές αναλύσεις, τραπεζικές εργασίες διαχείρισης χαρτοφυλακίου, ασφαλίσεις». Αντιθέτως, απέρριψε την προσφυγή, κατά το μέτρο που αφορούσε τις λοιπές υπηρεσίες της κλάσης 36, δηλαδή τις «χρηματοπιστωτικές υποθέσεις· νομισματικές υποθέσεις· κτηματομεσιτικές υποθέσεις, χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, χρηματοδοτήσεις». Το τμήμα προσφυγών εκτίμησε, κατ’ ουσίαν, ότι το λεκτικό σημείο EUROHYPO είναι περιγραφικό των υπηρεσιών αυτών, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού. Προσέθεσε δε ότι αυτό ισχύει, εν πάση περιπτώσει, για τις γερμανόφωνες χώρες και αποτελεί, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού, επαρκή λόγο για τη μη παροχή προστασίας στο σήμα αυτό. Επιπλέον, έκρινε, αφενός, ότι τα στοιχεία «euro» και «hypo» γίνονται αμέσως αντιληπτά υπό την έννοια ότι παραπέμπουν στα χαρακτηριστικά των ως άνω πέντε υπηρεσιών και, αφετέρου, ότι η ένωσή τους σε μία και μόνο λέξη δεν καθιστά το σήμα λιγότερο περιγραφικό.

    10.

    Στις 5 Νοεμβρίου 2004, η αναιρεσείουσα άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγή ακυρώσεως αυτής της αποφάσεως. Η αναιρεσείουσα προέβαλε, προς στήριξη της προσφυγής της, δύο λόγους ακυρώσεως, αντλούμενους, πρώτον, από παραβίαση της αρχής της αυτεπάγγελτης εξετάσεως των πραγματικών περιστατικών του άρθρου 74, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού και, δεύτερον, από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού.

    11.

    Το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

    12.

    Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι αρκεί ότι το τμήμα προσφυγών εφάρμοσε το κριτήριο του περιγραφικού χαρακτήρα, όπως το ερμηνεύει η νομολογία, για να λάβει την απόφασή του, χωρίς να χρειάζεται να στηριχθεί σε συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία (σκέψη 19). Κατά το Πρωτοδικείο, η απόφαση του τμήματος προσφυγών, το οποίο, έχοντας πειστεί για τον περιγραφικό χαρακτήρα τόσο των στοιχείων «euro» και «hypo» όσο και του όρου «eurohypo» σε τέτοιο βαθμό ώστε να απορρίψει την αίτηση καταχωρίσεως, επέλεξε να μην πραγματοποιήσει πρόσθετες έρευνες, δεν αντιβαίνει στο άρθρο 74, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού (σκέψη 20).

    13.

    Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, το Πρωτοδικείο επισήμανε, κατ’ αρχάς, ότι, κατά πάγια νομολογία, ένα λεκτικό σήμα το οποίο είναι περιγραφικό των χαρακτηριστικών των οικείων αγαθών ή υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού στερείται κατ’ ανάγκην, εξ αυτού του λόγου και μόνο, διακριτικού χαρακτήρα σε σχέση με αυτά τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (σκέψη 44). Ακολούθως, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το οικείο κοινό αντιλαμβάνεται, στον χρηματοπιστωτικό τομέα, το στοιχείο «euro» ως το νόμισμα που κυκλοφορεί εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ως περιγραφικό αυτού του νομισματικού χώρου (σκέψη 51)· επιπλέον, ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών δέχθηκε ότι, στο πλαίσιο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, το στοιχείο «hypo» γίνεται αντιληπτό από τον μέσο καταναλωτή ως σύντμηση της λέξης «hypothèque» (σκέψη 52)· ότι το λεκτικό σήμα EUROHYPO αποτελεί, απλώς, συνδυασμό δύο περιγραφικών στοιχείων, ο οποίος δεν δημιουργεί αρκετά διαφορετική εντύπωση από εκείνη που προκαλεί η απλή σώρευση των στοιχείων που το απαρτίζουν, ώστε να υπερισχύει του αθροίσματος αυτών των στοιχείων (σκέψη 55)· και ότι η λύση που δόθηκε με την απόφαση BABY-DRY [απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 1999, T-163/98, Procter & Gamble κατά ΓΕΕΑ (BABY-DRY), Συλλογή 1999, σ. II-2383] δεν πρέπει να εφαρμοσθεί στην περίπτωση του σημείου EUROHYPO (σκέψη 56).

    14.

    Με την αίτησή της αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο να αναιρέσει την απόφαση αυτή και να ακυρώσει την απόφαση του τέταρτου τμήματος προσφυγών. Επίσης, ζητεί να καταδικασθεί το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

    15.

    Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

    IV — Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

    16.

    Η Eurohypo προβάλλει, προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, δύο λόγους που αντλούνται από παράβαση του άρθρου 74, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού και από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού, αντιστοίχως.

    Α — Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

    17.

    Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι το άρθρο 74, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού επιβάλλει στο ΓΕΕΑ την υποχρέωση να πραγματοποιεί εμπεριστατωμένες αναλύσεις, προκειμένου να διαπιστώνει με βεβαιότητα αν συντρέχει λόγος απορρίψεως της αιτήσεως καταχωρίσεως. Κατά την άποψή της, ούτε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ούτε οι προγενέστερες αποφάσεις του καθού πρωτοδίκως περιέχουν διαπιστώσεις περί πραγματικών περιστατικών σε σχέση με τον φερόμενο ως περιγραφικό χαρακτήρα του σημείου EUROHYPO στο σύνολό του. Το καθού πρωτοδίκως επικαλέστηκε αποκλειστικώς και μόνον τα αποτελέσματα κάποιων ερευνών στα οποία γινόταν μνεία του ενδεχομένου χρησιμοποιήσεως των στοιχείων «euro» και «hypo» για περιγραφικούς σκοπούς και ισχυρίσθηκε απλώς, χωρίς να στηριχθεί σε αποδεικτικά στοιχεία ή να παραπέμψει σε συγκεκριμένη πηγή, ότι ο επίμαχος όρος είναι, στο σύνολό του, το ίδιο περιγραφικός με το άθροισμα των επιμέρους στοιχείων του. Η αναιρεσείουσα προσθέτει ότι από ορισμένα έγγραφα προκύπτει ότι το ΓΕΕΑ πραγματοποίησε έρευνες προς αναζήτηση αποδεικτικών στοιχείων περί της ενδεχόμενης χρήσεως των επίμαχων όρων για περιγραφικούς σκοπούς και ότι «απέκρυψε εσκεμμένως» από το Πρωτοδικείο τα αποτελέσματα αυτών των ερευνών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το ΓΕΕΑ παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά. Επομένως, η διαπίστωση του Πρωτοδικείου περί της φερομένης ως περιγραφικής σημασίας του όρου «eurohypo», στο σύνολό του, στηρίχθηκε σε εσφαλμένη πραγματική βάση και πρέπει, ως εκ τούτου, να αναιρεθεί από το Δικαστήριο.

    18.

    Το ΓΕΕΑ αναγνωρίζει ότι οφείλει να αιτιολογεί τις αποφάσεις περί απορρίψεως των αιτήσεων καταχωρίσεως. Εντούτοις, η απαίτηση αιτιολογήσεως δεν πρέπει να συγχέεται με την υποχρέωση αποδείξεως. Το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι μπορεί, βάσει της πεποιθήσεως που έχει διαμορφώσει, να κρίνει αν θα θεωρήσει κάποιο πραγματικό περιστατικό ως αυταπόδεικτο. Το ΓΕΕΑ επισημαίνει ότι, κατά πάγια νομολογία του Πρωτοδικείου, μπορεί να στηρίξει την ανάλυσή του σε πραγματικά περιστατικά τα οποία απορρέουν από την κοινή πείρα που αποκτάται στην πράξη από την εμπορία προϊόντων ευρείας καταναλώσεως και είναι γνωστά στους πάντες, ιδίως δε στους καταναλωτές αυτών των προϊόντων. Στην περίπτωση αυτή, δεδομένου ότι πρόκειται απλώς για συγκεκριμενοποίηση της υποχρεώσεως που υπέχει το ΓΕΕΑ να εξετάζει τα πραγματικά περιστατικά, και όχι για επιβολή υποχρεώσεως αποδείξεως, το ΓΕΕΑ δεν υποχρεούται να παραθέτει παραδείγματα αυτής της πρακτικής πείρας.

    19.

    Το ΓΕΕΑ προσθέτει ότι η εκτίμηση περί του διακριτικού χαρακτήρα στηρίζεται στην a priori εξέταση της τεκμαιρομένης αντιλήψεως του μέσου καταναλωτή για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που προσδιορίζει το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι είτε τα επιμέρους στοιχεία ενός σημείου είτε το σύνθετο σημείο στο σύνολό του χρησιμοποιούνται στην πράξη για περιγραφικούς σκοπούς μπορεί μεν να συνιστά μία ένδειξη, αλλά δεν αποτελεί προϋπόθεση για τη διαπίστωση της ελλείψεως διακριτικού χαρακτήρα. Επομένως, αν ένα πραγματικό στοιχείο δεν ασκεί επιρροή στη νομική εκτίμηση, δεν μπορεί να προσαφθεί στο τμήμα προσφυγών ότι δεν έκανε μνεία αυτού του στοιχείου.

    Β — Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως

    20.

    Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται, πρώτον, ότι το Πρωτοδικείο ανέλυσε μόνον τον περιγραφικό χαρακτήρα των στοιχείων «euro» και «hypo», λαμβανομένων μεμονωμένως, ενώ εξέτασε επικουρικώς μόνον τη συνολική εντύπωση που προκαλεί το σήμα. Η αναιρεσείουσα συγκρίνει την υπό κρίση υπόθεση με εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Πρωτοδικείου της 2ας Ιουλίου 2002, T-323/00, SAT.1 κατά ΓΕΕΑ (SAT.2) ( 4 ), που αναιρέθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2004, C-329/02 P, SAT.1 κατά ΓΕΕΑ ( 5 ). Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι σε αμφότερες τις υποθέσεις το Πρωτοδικείο εξέτασε επικουρικώς μόνο τη συνολική εντύπωση που δημιουργεί ο συνδυασμός των λέξεων και δεν απέδωσε καμία σημασία σε ζητήματα όπως η ύπαρξη ευρηματικών στοιχείων, τα οποία θα έπρεπε να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο αυτής της εκτιμήσεως. Οι λόγοι αυτοί συνέτειναν αποφασιστικά στην αναίρεση της αποφάσεως T-323/00 από το Δικαστήριο και η ίδια λύση επιβάλλεται εν προκειμένω.

    21.

    Η αναιρεσείουσα επισημαίνει, επίσης, τις αναλογίες που υφίστανται μεταξύ της προκειμένης περιπτώσεως και της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, C-383/99, Procter & Gamble κατά ΓΕΕΑ ( 6 ). Κατά την αναιρεσείουσα, το Δικαστήριο δεν στήριξε αυτή την απόφασή του στον ασυνήθη χαρακτήρα της διαδοχής των λέξεων BABY-DRY (αντί DRY-BABY), αλλά στο σκεπτικό ότι αυτός ο συνδυασμός των επιμέρους όρων δεν αποτελεί συνήθη ονομασία για πάνες βρεφών. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το αυτό ισχύει για το λεκτικό σημείο EUROHYPO σε σχέση με τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες για τις οποίες απορρίφθηκε η αίτηση καταχωρίσεώς του. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, τα επιμέρους στοιχεία των δύο σημάτων γίνονται, λαμβανόμενα μεμονωμένως, αμέσως αντιληπτά από το κοινό. Επιπλέον, στην περίπτωση του σήματος BABY-DRY, τα επιμέρους στοιχεία τονίζονται με μεγαλύτερη ευκρίνεια, λόγω του ενωτικού ανάμεσά τους, απ’ ότι στο σήμα EUROHYPO. Σε αυτή την περίπτωση, αντιθέτως, η παραστατική σύμφυση των δύο επιμέρους στοιχείων για τον σχηματισμό ενός όλως ιδιαίτερου συνδυασμού λέξεων είναι πολύ πιο χαρακτηριστική.

    22.

    Κατά την άποψη του ΓΕΕΑ, το Πρωτοδικείο εκτίμησε, με τις σκέψεις 54 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τη συνολική εντύπωση που προκαλεί το επίμαχο σήμα και έκρινε, όπως και το τμήμα προσφυγών, ότι ο συνδυασμός των δύο περιγραφικών στοιχείων δεν δημιουργεί κάποια διαφορετική εντύπωση που να υπερισχύει του αθροίσματος των στοιχείων αυτών. Επιπλέον, η επί της ουσίας εκτίμηση του Πρωτοδικείου για το επίμαχο σήμα στο σύνολό του δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου.

    23.

    Το ΓΕΕΑ υποστηρίζει επίσης ότι το Πρωτοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο συνδυασμός των λέξεων δεν είναι, εν προκειμένω, ασυνήθης και ότι, ως εκ τούτου, η περίπτωση του επίμαχου σήματος δεν μπορεί να συγκριθεί με εκείνη του λεκτικού σημείου BABY-DRY.

    24.

    Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται, δεύτερον, ότι η απόφαση του Πρωτοδικείου στηρίχθηκε στην εφαρμογή του κριτηρίου ότι ένα λεκτικό σήμα που αποτελείται από επιμέρους περιγραφικά στοιχεία μπορεί να θεωρηθεί ως δυνάμενο να καταχωρισθεί αν η σύνθετη λέξη που προκύπτει από τον συνδυασμό τους έχει περάσει στην καθημερινή γλώσσα και έχει αποκτήσει δική της σημασία. Εντούτοις, το κριτήριο αυτό ασκεί μεν επιρροή στο πλαίσιο του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού, σε σχέση με την ενδεχόμενη απαίτηση να παραμείνει το σήμα ελεύθερο προς χρησιμοποίηση από όλους, πλην όμως δεν έχει εφαρμογή στο πλαίσιο της ερμηνείας του στοιχείου β΄ της διατάξεως αυτής, το οποίο αφορά τη διαπίστωση της υπάρξεως διακριτικού χαρακτήρα, ήτοι την ικανότητα του σήματος να γίνεται αντιληπτό από το κοινό υπό την έννοια ότι υποδηλώνει εμπορική προέλευση. Το Πρωτοδικείο ερμήνευσε εσφαλμένως το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού, καθόσον, για να αιτιολογήσει την απόφασή του περί απορρίψεως της αιτήσεως καταχωρίσεως, εφάρμοσε το ως άνω κριτήριο, το οποίο αφορά αποκλειστικώς και μόνον το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού.

    25.

    Η αναιρεσείουσα προσθέτει ότι το Πρωτοδικείο εφάρμοσε εσφαλμένως αυτό το κριτήριο στο μέτρο που έκρινε, με τη σκέψη 55 της αποφάσεώς του, ότι η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε ότι η επίδικη σύνθετη λέξη έχει αποκτήσει δική της σημασία και ότι, εξ αυτού του λόγου, στερείται διακριτικού χαρακτήρα. Κατά την αναιρεσείουσα το σημείο EUROHYPO στο σύνολό του πληροί το σχετικό κριτήριο. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα επιμέρους στοιχεία «euro» και «hypo», λαμβανόμενα μεμονωμένως, γίνονται αντιληπτά στην πράξη ως περιγραφικές ενδείξεις του ευρωπαϊκού νομίσματος και της υποθήκης αντιστοίχως, ο σύνθετος όρος eurohypo είναι πιθανότερο να εκληφθεί από το γερμανικό κοινό ως σύντμηση του «Europäische Hypothekenbank» («Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ενυπόθηκων Δανείων») —αν όχι ως απλή και σαφής παραπομπή στην αναιρεσείουσα ως επιχείρηση προελεύσεως— και, επομένως, ως αυτοτελής έννοια η οποία υπερισχύει του αθροίσματος των επιμέρους στοιχείων, ήτοι του νομίσματος «euro» και της [εμπράγματης ασφάλειας της] «υποθήκης». Εξάλλου, αυτό αποδεικνύεται τόσο από την πρακτική που ακολουθούν πολλές άλλες τράπεζες, των οποίων η επωνυμία περιλαμβάνει το στοιχείο «hypo», όσο και από το ιστορικό της συστάσεως της αναιρεσείουσας, που προέκυψε από συγχώνευση, μεταξύ άλλων, της «Eurohypo AG Europäische Hypothekenbank der Deutschen Bank», για να λάβει την επωνυμία «Deutsche Hypothekenbank Frankfurt-Hamburg AG».

    26.

    Τέλος, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι, ενώ το γενικό συμφέρον που αποτελεί τη δικαιολογητική βάση της διατάξεως του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού αφορά την ανάγκη να μην περιορίζεται αδικαιολογήτως η δυνατότητα των λοιπών επιχειρήσεων που εμπορεύονται προϊόντα ή υπηρεσίες, όπως αυτά για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση, να χρησιμοποιούν το σήμα, ο σκοπός γενικού συμφέροντος που επιδιώκεται με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού έγκειται, πρωτίστως, στην ανάγκη διασφαλίσεως της ελεύθερης χρησιμοποιήσεως του σήματος από όλους. Επομένως, το Πρωτοδικείο ερμήνευσε εσφαλμένως το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού, καθόσον στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του διακριτικού χαρακτήρα, κατά την έννοια αυτής της διατάξεως, εξέτασε παρεμπιπτόντως και τον λόγο απαραδέκτου του στοιχείου γ΄ του άρθρου αυτού, χωρίς να διακρίνει μεταξύ των δύο διαφορετικών σκοπών γενικού συμφέροντος. Η αναιρεσείουσα παραπέμπει, συναφώς, στη σκέψη 36 της αποφάσεως SAT.1 κατά ΓΕΕΑ ( 7 ).

    27.

    Κατά το ΓΕΕΑ, τα πεδία εφαρμογής των κανόνων των στοιχείων β΄ και γ΄ του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού αλληλεπικαλύπτονται. Επομένως, ένα περιγραφικό σήμα εμπίπτει, κατά γενικό κανόνα, στο πεδίο εφαρμογής αμφότερων των κανόνων. Συνεπώς, εξυπακούεται ότι οι κανόνες που εφαρμόζονται στο πλαίσιο της σχετικής με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού νομολογίας, όσον αφορά τη διαπίστωση του περιγραφικού χαρακτήρα μιας σύνθετης λέξεως, ισχύουν και για την ανάλυση ενός περιγραφικού όρου κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού, στο μέτρο που το αποφασιστικό κριτήριο εκτιμήσεως είναι, για αμφότερους τους κανόνες, η αντίληψη του οικείου κοινού. Η αναιρεσείουσα δεν διευκρίνισε τον λόγο για τον οποίο οι δύο διαφορετικοί σκοποί γενικού συμφέροντος που δικαιολογούν καθέναν από τους κανόνες αυτούς συνεπάγονται και διαφορετική ερμηνεία του κριτηρίου του περιγραφικού χαρακτήρα ανάλογα με τον εφαρμοστέο κανόνα. Το ΓΕΕΑ ισχυρίζεται ότι το ζήτημα αν ο καταναλωτής αντιλαμβάνεται κάποιον όρο ως περιγραφικό δεν εξαρτάται αποκλειστικώς και μόνον από τον σκοπό που επιδιώκει ο εφαρμοστέος κανόνας. Εξάλλου, η αναιρεσείουσα φαίνεται να συμμερίζεται την άποψη αυτή, διότι ζητεί να εφαρμοσθεί στην προκειμένη περίπτωση η λύση που δόθηκε με την απόφαση BABY-DRY, η οποία αφορούσε το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού.

    V — Εκτίμηση

    Α — Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

    28.

    Στον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, ότι το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε, απλώς, ότι ο όρος «eurohypo» είναι στο σύνολό του το ίδιο περιγραφικός με το άθροισμα των επιμέρους στοιχείων «euro» και «hypo», χωρίς να το αποδείξει, το ΓΕΕΑ αντιτείνει ότι υπέχει, συναφώς, μόνον υποχρέωση αιτιολογήσεως, και όχι αποδείξεως.

    29.

    Κατά το άρθρο 74, παράγραφος 1, του κανονισμού, οι εξεταστές του ΓΕΕΑ και, κατόπιν προσφυγής, τα τμήματα προσφυγών του ΓΕΕΑ οφείλουν να εξετάζουν τα πραγματικά περιστατικά προκειμένου να προσδιορίσουν αν συντρέχει, σε σχέση με το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση, ένας από τους λόγους απαραδέκτου της καταχωρίσεως του άρθρου 7 του κανονισμού αυτού ( 8 ). Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι η διάταξη αυτή δεν διευκρινίζει τον τρόπο με τον οποίο το ΓΕΕΑ πρέπει να πραγματοποιεί αυτή την εξέταση. Κατά πάγια νομολογία του Πρωτοδικείου και όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 19 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών δεν χρειάζεται να θεμελιώνει τις αποφάσεις του σε συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία ( 9 ). Από τη νομολογία του Πρωτοδικείου προκύπτει επίσης ότι το τμήμα προσφυγών μπορεί να στηρίξει την ανάλυσή του σε πραγματικά περιστατικά τα οποία απορρέουν από την κοινή πείρα που αποκτάται στην πράξη από την εμπορία προϊόντων ευρείας καταναλώσεως και είναι γνωστά στους πάντες, ιδίως δε στους καταναλωτές αυτών των προϊόντων ( 10 ).

    30.

    Εν προκειμένω, όπως τόνισε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 20 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών δεν ανέλυσε μόνον τη σημασία των επιμέρους στοιχείων «euro» και «hypo», αλλά εξέτασε και τις πιθανές σημασίες του σύνθετου όρου «eurohypo». Συγκεκριμένα, το τμήμα προσφυγών έκρινε, με τη σκέψη 14 της αποφάσεώς του, ότι ο σύνθετος όρος υποδηλώνει, για τον Γερμανό καταναλωτή, είτε χρηματοπιστωτικές πράξεις για τις οποίες έχει συσταθεί εμπράγματη ασφάλεια είτε πράξεις χρηματοδοτήσεως, ιδίως σε υποθέσεις ακινήτων, αλλά και σε άλλους τομείς, όπου απαιτείται η σύσταση εμπράγματης ασφάλειας ( 11 ). Το τμήμα προσφυγών εξήγησε, με τη σκέψη 16 της αποφάσεώς του, ότι η λύση που δόθηκε με την απόφαση Procter & Gamble κατά ΓΕΕΑ ( 12 ) δεν μπορεί να εφαρμοσθεί εν προκειμένω, διότι στην περίπτωση εκείνη το Δικαστήριο στηρίχθηκε στη συντακτικώς ασυνήθη παράθεση των λέξεων για να κρίνει ότι το σύμπλεγμα BABY-DRY (αντί dry baby) δεν ήταν περιγραφικό για πάνες βρεφών, ενώ αυτό το στοιχείο της ασυνήθους διαδοχής των λέξεων ( 13 ) δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση ( 14 ).

    31.

    Επομένως, ο πρώτος λόγος που προέβαλε η αναιρεσείουσα είναι απορριπτέος ( 15 ).

    Β — Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως

    32.

    Η αναιρεσείουσα προσάπτει, κατ’ αρχάς, στο Πρωτοδικείο ότι έλαβε ως δεδομένο ότι οι επίμαχοι όροι, οι οποίοι λαμβανόμενοι μεμονωμένως στερούνται διακριτικού χαρακτήρα, δεν μπορούν να αποκτήσουν διακριτικό χαρακτήρα ούτε συνδυαζόμενοι σε μία σύνθετη λέξη, ενώ έπρεπε να στηρίξει την εκτίμησή του στον τρόπο με τον οποίο ο μέσος καταναλωτής αντιλαμβάνεται τη λέξη που προκύπτει από το συνδυασμό τους.

    33.

    Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Πρωτοδικείο είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας που έχουν υποβληθεί στην κρίση του, και, αφετέρου, για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών. Επομένως, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών δεν αποτελεί, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των υποβληθέντων στοιχείων, νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως τέτοιο, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου ( 16 ).

    34.

    Υπενθυμίζεται επίσης ότι, οσάκις πρόκειται για σήμα που αποτελείται από περισσότερες από μία λέξεις, ο ενδεχόμενος διακριτικός χαρακτήρας μπορεί μεν να εκτιμάται χωριστά για καθέναν από τους όρους ή τα στοιχεία που το απαρτίζουν, αλλά πρέπει οπωσδήποτε να εξετάζεται για το σύνολο που προκύπτει από τον συνδυασμό τους. Πράγματι, μόνον το γεγονός ότι καθένα από τα στοιχεία αυτά, λαμβανόμενο μεμονωμένως, στερείται διακριτικού χαρακτήρα δεν αποκλείει το να διαθέτει τέτοιο χαρακτήρα ο σύνθετος όρος που σχηματίζεται από τον συνδυασμό τους ( 17 ).

    35.

    Το Πρωτοδικείο επισήμανε, κατ’ αρχάς, με τη σκέψη 51 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το οικείο κοινό αντιλαμβάνεται το στοιχείο «euro», στον χρηματοπιστωτικό τομέα, είτε ως το νόμισμα που κυκλοφορεί εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ως περιγραφικό αυτού του νομισματικού χώρου είτε ακόμη, όπως προτείνει η αναιρεσείουσα, ως σύντμηση της λέξης «Europe». Επομένως, κατά το Πρωτοδικείο, το στοιχείο αυτό υποδηλώνει, τουλάχιστον σε μία από τις πιθανές σημασίες του, ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα των επίμαχων χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Ακολούθως, το Πρωτοδικείο υπογράμμισε με τη σκέψη 52 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το στοιχείο «hypo» γίνεται αντιληπτό από τον μέσο καταναλωτή ως σύντμηση του όρου «hypothèque».

    36.

    Στη συνέχεια, το Πρωτοδικείο υπενθύμισε με τη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι, κατά πάγια νομολογία, ένα σήμα που συνίσταται σε λέξη αποτελούμενη από πλείονα στοιχεία, καθένα από τα οποία περιγράφει χαρακτηριστικά των προϊόντων ή των υπηρεσιών που αφορά η καταχώριση, είναι και το ίδιο περιγραφικό των χαρακτηριστικών των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εκτός αν υπάρχει αισθητή διαφορά μεταξύ της σύνθετης λέξης και του απλού αθροίσματος των στοιχείων που την απαρτίζουν, πράγμα που προϋποθέτει είτε ότι, λόγω του ασυνήθους χαρακτήρα του λεκτικού συνδυασμού σε σχέση με τα επίμαχα προϊόντα ή υπηρεσίες, η λέξη δημιουργεί αρκούντως διαφορετική εντύπωση από εκείνη που προκαλεί η απλή σώρευση των συνδηλώσεων των στοιχείων που την συνθέτουν, οπότε η λέξη υπερισχύει του αθροίσματος των επιμέρους στοιχείων της, είτε ότι η σύνθετη λέξη έχει περάσει στην καθημερινή γλώσσα και έχει αποκτήσει δική της σημασία, οπότε είναι πλέον αυτοτελής σε σχέση με τα στοιχεία που την απαρτίζουν.

    37.

    Το Πρωτοδικείο έκρινε, συναφώς, με τη σκέψη 55 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι, αφενός, το λεκτικό σημείο EUROHYPO αποτελεί, απλώς, συνδυασμό δύο περιγραφικών στοιχείων, ο οποίος δεν δημιουργεί αρκετά διαφορετική εντύπωση από αυτή που προκαλεί η απλή σώρευση των στοιχείων που το απαρτίζουν, ώστε να υπερισχύει του αθροίσματος των στοιχείων αυτών και, αφετέρου, η αναιρεσείουσα όχι μόνο δεν απέδειξε ότι αυτή η σύνθετη λέξη έχει περάσει στην καθημερινή γλώσσα και έχει αποκτήσει δική της σημασία, αλλά, αντιθέτως, υποστήριξε ότι το λεκτικό σημείο EUROHYPO δεν χρησιμοποιείται στην κοινή γερμανική γλώσσα για την περιγραφή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

    38.

    Η αναιρεσείουσα συγκρίνει την υπό κρίση υπόθεση με εκείνες επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις SΑΤ.1 κατά ΓΕΕΑ και Procter & Gamble κατά ΓΕΕΑ. Στην πρώτη από αυτές, ένας από τους λόγους για τους οποίους το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση του Πρωτοδικείου ήταν ότι το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη την ύπαρξη ευρηματικών στοιχείων στη συνολική εντύπωση που προκαλεί το λεκτικό σύμπλεγμα SAT.2 ( 18 ). Εν προκειμένω, πάντως, δεν υφίσταται, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, κανένα ευρηματικό στοιχείο που να προσδίδει στο λεκτικό σημείο EUROHYPO κάποια πρωτοτυπία, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει, έστω κατ’ ελάχιστον, διακριτικό χαρακτήρα. Όσον αφορά την εκ μέρους της αναιρεσείουσας επίκληση της αποφάσεως Procter & Gamble κατά ΓΕΕΑ, αρκεί, όπως υπογραμμίζει το ΓΕΕΑ, η επισήμανση ότι το Πρωτοδικείο έκρινε με τη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι το σύμπλεγμα BABY-DRY ήταν ένα λεξιλογικό εφεύρημα, ασύνηθες ως προς τη δομή του ( 19 ), ενώ δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο στην περίπτωση του λεκτικού σημείου EUROHYPO. Όπως προκύπτει από την απόφαση Procter & Gamble κατά ΓΕΕΑ, οποιαδήποτε αισθητή διαφορά μεταξύ του λεκτικού συμπλέγματος του οποίου ζητείται η καταχώριση και των όρων που χρησιμοποιούνται στην καθημερινή γλώσσα από την οικεία κατηγορία καταναλωτών για τον προσδιορισμό του προϊόντος ή της υπηρεσίας ή των ουσιωδών τους χαρακτηριστικών θα μπορούσε να προσδώσει στο λεκτικό αυτό σύμπλεγμα τον διακριτικό χαρακτήρα που απαιτείται για την καταχώρισή του ως σήματος ( 20 ). Εντούτοις, εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν υπάρχει αισθητή διαφορά μεταξύ του σύνθετου λεκτικού σημείου και του αθροίσματος των συνδηλώσεων των περιγραφικών στοιχείων που το απαρτίζουν ( 21 ).

    39.

    Αξίζει, επίσης, να επισημανθεί ότι το Πρωτοδικείο έκρινε με απόφαση που εξέδωσε στις 14 Ιουνίου 2007 ότι το σημείο EUROPIG δεν μπορεί να καταχωρισθεί, μεταξύ άλλων, για αλλαντικά, καθόσον δεν δημιουργεί «εντύπωση η οποία [να] απέχει επαρκώς από αυτήν που προκαλεί η απλή παράθεση [των] λεκτικών στοιχείων [που το] συνθέτουν, [ώστε να μπορεί] να μεταβάλει την έννοια ή το περιεχόμενό του» ( 22 ).

    40.

    Επομένως, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει το επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι το Πρωτοδικείο παρέλειψε να εκτιμήσει τη συνολική εντύπωση που προκαλεί το λεκτικό σημείο EUROHYPO.

    41.

    Η αναιρεσείουσα προσάπτει, ακολούθως, στο Πρωτοδικείο ότι ερμήνευσε εσφαλμένως το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού, καθόσον εφάρμοσε το κριτήριο ότι ένα σήμα αποτελούμενο από περιγραφικά στοιχεία μπορεί να θεωρηθεί ως δυνάμενο να καταχωρισθεί αν η σύνθετη λέξη έχει περάσει στην καθημερινή γλώσσα και έχει αποκτήσει δική της σημασία. Κατά την αναιρεσείουσα, το κριτήριο αυτό ασκεί επιρροή αποκλειστικώς και μόνο στο πλαίσιο του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού.

    42.

    Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο επιβεβαίωσε, κατ’ ουσίαν, την απόφαση του τμήματος προσφυγών, το οποίο έκρινε ότι το λεκτικό σημείο EUROHYPO είναι περιγραφικό, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού, των ακόλουθων υπηρεσιών: «χρηματοπιστωτικές υποθέσεις· νομισματικές υποθέσεις· κτηματομεσιτικές υποθέσεις, χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, χρηματοδοτήσεις».

    43.

    Εντούτοις, το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού πραγματεύεται ρητώς «τα σήματα που στερούνται διακριτικού χαρακτήρα». Η αμέσως επόμενη διάταξη, ήτοι το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού, είναι εκείνη η οποία δίνει παραδείγματα σημείων ή ενδείξεων που δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται ως σήματα λόγω του περιγραφικού τους χαρακτήρα.

    44.

    Έξάλλου, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως τονίσει, όπως υπενθύμισε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι καθένας από τους λόγους απαραδέκτου που απαριθμεί το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού είναι αυτοτελής και απαιτεί χωριστή εξέταση. Κατά πάγια νομολογία, οι λόγοι απαραδέκτου πρέπει να ερμηνεύονται με γνώμονα το γενικό συμφέρον που υπαγορεύει καθέναν από αυτούς. Το γενικό συμφέρον, το οποίο λαμβάνεται υπόψη σε κάθε περίπτωση, μπορεί και πρέπει να αντανακλά διαφορετικές εκτιμήσεις ανάλογα με τον αντίστοιχο λόγο απαραδέκτου ( 23 ). Ο σκοπός γενικού συμφέροντος τον οποίο επιδιώκει το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού ( 24 ) απαιτεί να μπορούν να χρησιμοποιούνται ελεύθερα από όλους οι ενδείξεις ή τα σημεία που είναι περιγραφικά των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων των υπηρεσιών ή των προϊόντων για τα οποία ζητείται η καταχώριση ( 25 ). Η δε έννοια του γενικού συμφέροντος που διέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού συμπίπτει με τη βασική λειτουργία του σήματος, η οποία είναι να εγγυάται στον καταναλωτή ή τον τελικό χρήστη την ταυτότητα προελεύσεως του φέροντος το σήμα προϊόντος ή υπηρεσίας, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να διακρίνει, χωρίς κίνδυνο συγχύσεως, το προϊόν αυτό ή την υπηρεσία αυτήν από προϊόντα ή υπηρεσίες άλλης προελεύσεως ( 26 ).

    45.

    Εντούτοις, το Δικαστήριο ( 27 ), διαπιστώνοντας ότι τα αντίστοιχα πεδία εφαρμογής των στοιχείων β΄ και γ΄ του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού προφανώς αλληλεπικαλύπτονται ( 28 ), έκρινε αρχικώς ότι ένα λεκτικό σήμα το οποίο είναι περιγραφικό των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού, στερείται κατ’ ανάγκην, εξ αυτού του λόγου και μόνο, διακριτικού χαρακτήρα σε σχέση με αυτά τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού ( 29 ).

    46.

    Η συλλογιστική αυτή επικρίθηκε σφοδρά από μερίδα της θεωρίας ( 30 ), η οποία υποστηρίζει ότι οι διάφοροι λόγοι απαραδέκτου πρέπει να λογίζονται ως ισοδύναμοι και αυτοτελείς και όχι ως αλληλοεξαρτώμενοι, μολονότι παραδέχεται ότι τα αμιγώς περιγραφικά σημεία στερούνται, κατά γενικό κανόνα, διακριτικού χαρακτήρα ( 31 ).

    47.

    Αξίζει επίσης να επισημανθεί ( 32 ) ότι στην πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου ( 33 ), τα περιγραφικά σημεία αναφέρονται ως παραδείγματα σημείων που στερούνται διακριτικού χαρακτήρα ( 34 ). Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η διατύπωση που προκρίθηκε τελικώς με τον κανονισμό είναι διαφορετική. Το άρθρο 7, παράγραφος 1, ως κανόνας που επιβάλλει απαγόρευση, πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς ( 35 ). Σύμφωνα με την τελική διατύπωση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, ο περιγραφικός χαρακτήρας κατά την έννοια αυτής της διατάξεως συνιστά απόλυτο λόγο απαραδέκτου διαφορετικό από τον αντλούμενο από έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα λόγο απαραδέκτου που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄ ( 36 ). Επομένως, το άρθρο αυτό πρέπει να εφαρμόζεται όπως περιέχεται στον κανονισμό, και όχι ως είχε στην πρόταση κανονισμού. Αν γινόταν δεκτό ότι ο περιγραφικός χαρακτήρας αποτελεί, απλώς, παράδειγμα ελλείψεως διακριτικού χαρακτήρα, αυτή η τροποποίηση της διατυπώσεως του επίμαχου άρθρου θα καθίστατο, στην πράξη, άνευ νοήματος. Επιπλέον, όπως έχει επανειλημμένως τονίσει το Δικαστήριο ( 37 ), καθένας από τους λόγους απαραδέκτου που απαριθμεί το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού είναι αυτοτελής και απαιτεί χωριστή εξέταση. Κατά συνέπεια, δεν αρκεί, αντιθέτως προς ό,τι έκρινε το Πρωτοδικείο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να ληφθεί ως δεδομένο ότι ένα σημείο που έχει περιγραφικό χαρακτήρα στερείται, κατ’ ανάγκη, διακριτικού χαρακτήρα για να παρακαμφθεί η διαζευκτική παράθεση αυτών των στοιχείων, όπως προκύπτει από το γράμμα του κανονισμού ( 38 ).

    48.

    Έτσι, τον Σεπτέμβριο του 2004, το Δικαστήριο αναίρεσε με την απόφασή του SAT.1 κατά ΓΕΕΑ ( 39 ) την απόφαση του Πρωτοδικείου στην υπόθεση εκείνη, καθόσον στηριζόταν στο κριτήριο ότι δεν επιτρέπεται η καταχώριση σημάτων που ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν ευρέως στις συναλλαγές για τα οικεία προϊόντα ή υπηρεσίες. Κατά το Δικαστήριο, «[τ]ο κριτήριο αυτό έχει σημασία στο πλαίσιο του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού, αλλά δεν μπορεί να στηριχθεί σε αυτό η ερμηνεία του στοιχείου β΄ της ίδιας διατάξεως». Ακολούθως, τον Σεπτέμβριο του 2005, το Δικαστήριο ενστερνίστηκε την ανάλυση που πραγματοποίησε ο γενικός εισαγγελέας Léger ( 40 ) με τις προτάσεις του ( 41 ) στην υπόθεση BioID κατά ΓΕΕΑ και αναίρεσε την οικεία απόφαση του Πρωτοδικείου για τον ίδιο λόγο και με την ίδια διατύπωση ( 42 ). Το αυτό συνέβη και με την απόφαση Deutsche SiSI-Werke κατά ΓΕΕΑ, την οποία το Δικαστήριο εξέδωσε τον Ιανουάριο του 2006 ( 43 ).

    49.

    Η κατάσταση στην υπό κρίση υπόθεση είναι απολύτως συγκρίσιμη με τις προαναφερθείσες περιπτώσεις. Η απόφαση του Πρωτοδικείου επιβεβαίωσε την απόφαση του τμήματος προσφυγών ότι η αίτηση καταχωρίσεως του λεκτικού σημείου EUROHYPO πρέπει να απορριφθεί βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού, καθόσον το σημείο αυτό στερείται διακριτικού χαρακτήρα για τον λόγο ότι αποτελείται από δύο περιγραφικούς όρους, των οποίων ο συνδυασμός δεν δημιουργεί αρκετά διαφορετική εντύπωση από εκείνη που προκαλούν τα επιμέρους στοιχεία του, ώστε να υπερισχύει του αθροίσματός τους, μολονότι το ζήτημα του περιγραφικού χαρακτήρα άπτεται του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού. Συνεπώς, επιβάλλεται και εν προκειμένω, όπως στις αποφάσεις του Δικαστηρίου SAT.1 κατά ΓΕΕΑ, BioID κατά ΓΕΕΑ και Deutsche SiSi-Werke κατά ΓΕΕΑ, η διαπίστωση ότι είναι βάσιμος ο ισχυρισμός ότι το Πρωτοδικείο χρησιμοποίησε ένα κριτήριο το οποίο δεν ασκεί επιρροή στο πλαίσιο του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού, αλλά στο πλαίσιο του στοιχείου γ΄, αυτής της διατάξεως.

    50.

    Ασφαλώς, όπως διαπιστώθηκε ανωτέρω, το λεκτικό σημείο EUROHYPO έχει περιγραφικό χαρακτήρα. Συναφώς, δεδομένου ότι από το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού προκύπτει σαφέστατα ότι αρκεί να συντρέχει ένας από τους απαριθμούμενους λόγους απαραδέκτου για να μην μπορεί το επίμαχο σημείο να καταχωρισθεί ως κοινοτικό σήμα ( 44 ), η αίτηση καταχωρίσεως του λεκτικού σημείου EUROHYPO θα έπρεπε να απορριφθεί για τις οικείες υπηρεσίες, λόγω του περιγραφικού του χαρακτήρα κατά την έννοια του στοιχείου γ΄ του άρθρου αυτού. Επιπλέον, σύμφωνα με τις διευκρινίσεις που παρέσχε η αναιρεσείουσα, ο όρος «eurohypo» μπορεί, κατά πάσα πιθανότητα, να γίνει αντιληπτός από το γερμανικό κοινό ως σύντμηση του «Europäische Hypothekenbank», ήτοι, στην ελληνική, «ευρωπαϊκή τράπεζα ενυπόθηκων δανείων». Ο όρος αυτός μάλλον δεν παρέχει στο οικείο κοινό τη δυνατότητα να προσδιορίσει την προέλευση των προστατευομένων προϊόντων ή υπηρεσιών και να τα διακρίνει από εκείνα των άλλων επιχειρήσεων και, ως εκ τούτου, δεν δύναται να επιτελέσει τη βασική λειτουργία του σήματος. Αντιθέτως, ένας όρος που μπορεί να γίνει αντιληπτός ως σύντμηση του «ευρωπαϊκή τράπεζα ενυπόθηκων δανείων» ενδέχεται να περιορίσει αδικαιολόγητα τη δυνατότητα των λοιπών επιχειρήσεων που προσφέρουν ομοειδή προϊόντα ή υπηρεσίες με εκείνα για τα οποία ζητείται η καταχώριση να χρησιμοποιούν ελεύθερα αυτή την έννοια. Όπως υποστήριξε και η αναιρεσείουσα, σκοπός του άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού είναι να αποτρέψει αυτό ακριβώς το ενδεχόμενο ( 45 ).

    51.

    Πάντως, η αναιρετική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται στην εκτίμηση της νομικής λύσεως που δόθηκε σε σχέση με τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν και εξετάστηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου ( 46 ). Επομένως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί καθόσον το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού, στο μέτρο που εφάρμοσε ένα κριτήριο το οποίο ασκεί επιρροή στο πλαίσιο του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού.

    VI — Επί των δικαστικών εξόδων

    52.

    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στη διαδικασία αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 118 του ίδιου κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Eurohypo ζήτησε την καταδίκη του ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα και αυτό ηττήθηκε, το ΓΕΕΑ πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

    VII — Πρόταση

    53.

    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

    1)

    να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 3ης Μαΐου 2006, T-439/04, Eurohypo κατά ΓΕΕΑ·

    2)

    να ακυρώσει την από 6 Αυγούστου 2004 απόφαση του τέταρτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου εναρμονίσεως στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) και

    3)

    να καταδικάσει το Γραφείο εναρμονίσεως στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) στα δικαστικά έξοδα τόσο της πρωτόδικης όσο και της κατ’ αναίρεση δίκης.


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

    ( 2 ) Συλλογή 2006, σ. II-6161 (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση).

    ( 3 ) ΕΕ 1994, L 11, σ. 1.

    ( 4 ) Συλλογή 2002, σ. II-2839.

    ( 5 ) Συλλογή 2004, σ. I-8317.

    ( 6 ) Συλλογή 2001, σ. I-6251.

    ( 7 ) Προπαρατεθείσα.

    ( 8 ) Αποφάσεις της 22ας Ιουνίου 2006, C-25/05 P, Storck κατά ΓΕΕΑ (Συλλογή 2006, σ. I-5719, σκέψη 50), και της 19ης Απριλίου 2007, C-273/05 P, ΓΕΕΑ κατά Celltech R&D Ltd (Συλλογή 2007, σ. Ι-2883, σκέψη 38).

    ( 9 ) Αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2004, T-289/02, Telepharmacy Solutions κατά ΓΕΕΑ (TELEPHARMACY SOLUTIONS) (Συλλογή 2004, σ. II-2851, σκέψη 54), και της 22ας Ιουνίου 2005, T-19/04, Metso Paper Automation κατά ΓΕΕΑ (PAPERLAB) (Συλλογή 2005, σ. II-2383, σκέψη 34).

    ( 10 ) Απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Ιουνίου 2004, T-185/02, Ruiz-Picasso κ.λπ. κατά ΓΕΕΑ — DaimlerChrysler (PICARO) (Συλλογή 2004, σ. II-1739, σκέψη 29).

    ( 11 ) «Die Kombination beider Wortelemente der Markenanmeldung zu einem Wort macht die Gesamtmarke nicht weniger beschreibend. Auch wenn der Beschwerdeführerin zuzugeben ist, dass nicht die Hypothek, sondern das dinglich gesicherte Darlehen — und auch das nur ggf. — in Euro ausgezahlt wird, folgt daraus nicht, dass ‘Eurohypo’ für den deutschsprachigen Durchschnittsverbraucher etwas anderes beschriebe als dinglich besicherte Geldgeschäfte und Finanzierungen insbesondere im Immobilienwesen, aber auch in anderen Bereichen, wo es dinglicher Besicherungen für jede Art von Finanzdienstleistungen bedarf. Dabei ist unerheblich, dass der Begriff ‘EUROHYPO’ in Wörterbüchern so nicht nachweisbar ist (vgl. Entscheidung des Gerichts Erster Instanz vom 26. Oktober 2000, Rs. T-345/99, TRUSTEDLINK, Slg. 2000 II-3525, Rdnr. 37), denn dem angesprochenen Durchschnittsverbraucher erschließt sich die Bedeutung der Bezeichnung unzweideutig auch so».

    ( 12 ) Προπαρατεθείσα απόφαση.

    ( 13 ) Ekey, F. L, και Klippel, D., Heidelberger Kommentar zum Markenrecht, C.F. Müller Verlag, Χαϊδελβέργη, 2003, σ. 879: κατά την άποψη των συγγραφέων, ο συνδυασμός λέξεων δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι ο σύνθετος όρος που προκύπτει υπερισχύει των στοιχείων που τον απαρτίζουν. Αυτό συμβαίνει όταν λέξεις οι οποίες δεν χρησιμοποιούνται γενικώς μαζί συνδυάζονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να προκύψει ένας σύνθετος όρος, ευμνημόνευτος και ασυνήθης ως προς τη δομή του. Οι ήσσονος σημασίας παραλλαγές, όπως η ένωση λέξεων που συνήθως απαντούν χωριστές, δεν αρκούν για να προσδώσουν διακριτικό χαρακτήρα, εκτός αν η συνολική εντύπωση που προκαλείται είναι εντελώς διαφορετική.

    ( 14 ) «Was schließlich das ‘BABY-DRY’ — Urteil des EuGH angeht, ist anzumerken, dass jene Entscheidung entscheidend auf die unübliche Wortfolge abgestellt hat, als sie ‘BABYDRY’ (statt dry baby) für nicht beschreibend im Hinblick auf Baby-Windeln erklärte. Eine solche unübliche Wortstellung ist hier aber nicht gegeben».

    ( 15 ) Με την προπαρατεθείσα απόφαση ΓΕΕΑ κατά Celltech, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την απόφαση με την οποία το Πρωτοδικείο έκρινε ότι το τμήμα προσφυγών όφειλε να θεμελιώσει, παραδείγματος χάρη με παραπομπή σε επιστημονικά συγγράμματα, την ακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεων στις οποίες στηρίχθηκε για να καταλήξει ότι το σήμα CELLTECH έχει περιγραφικό χαρακτήρα, καθόσον το τμήμα προσφυγών εκτίμησε, απλώς, ότι «ο όρος “CELLTECH” μπορεί να γίνει, αμέσως και χωρίς αμφισημία, αντιληπτός από τον καταναλωτή στον οποίο απευθύνεται ως όρος που δηλώνει δραστηριότητες του κλάδου της τεχνολογίας των κυττάρων, καθώς και προϊόντα, συσκευές και υλικά που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο αυτών των δραστηριοτήτων ή προκύπτουν από αυτές». Εντούτοις, εν προκειμένω, δεν χωρεί, κατά κυριολεξία, «επιστημονική απόδειξη»· η εκτίμηση του όρου «eurohypo» έχει, κατ’ ανάγκην, υποκειμενικό χαρακτήρα.

    ( 16 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 2ας Οκτωβρίου 2001, C-449/99 P, Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων κατά Hautem (Συλλογή 2001, σ. I-6733, σκέψη 44), της 19ης Σεπτεμβρίου 2002, C-104/00 P, DKV κατά ΓΕΕΑ (Συλλογή 2002, σ. I-7561, σκέψη 22), της 12ης Ιανουαρίου 2006, C-173/04 P, Deutsche SiSi-Werke κατά ΓΕΕΑ (Συλλογή 2006, σ. I-551, σκέψη 35), της 19ης Ιανουαρίου 2006, C-240/03 P, Comunità montana della Valnerina κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I-731, σκέψη 63), της 23ης Μαρτίου 2006, C-206/04 P, Mülhens κατά ΓΕΕΑ (Συλλογή 2006, σ. I-2717, σκέψη 41), προπαρατεθείσα απόφαση Storck κατά ΓΕΕΑ (σκέψη 40), και αποφάσεις της 26ης Απριλίου 2007, C-412/05 P, Alcon κατά ΓΕΕΑ (Συλλογή 2007, σ. Ι-3569), και της 12ης Ιουνίου 2007, C-334/05 P, ΓΕΕΑ κατά Shaker (Συλλογή 2007, σ. Ι-4529).

    ( 17 ) Προπαρατεθείσα απόφαση SAT.1 κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 28.

    ( 18 ) Προπαρατεθείσα απόφαση SAT.1 κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 35.

    ( 19 ) Προπαρατεθείσα απόφαση Procter & Gamble κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 43.

    ( 20 ) Όπ.π., σκέψη 40.

    ( 21 ) Σχετικά με την έννοια «αισθητή διαφορά», βλ. σημεία 69 επ. των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Ruiz-Jarabo Colomer της 31ης Ιανουαρίου 2002 στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2004, C-363/99, Koninklijke KPN Nederland (Συλλογή 2002, σ. I-1619).

    ( 22 ) Απόφαση της 14ης Ιουνίου 2007, T-207/06, Europig SA κατά ΓΕΕΑ (Συλλογή 2007, σ. II-1961, σκέψη 35).

    ( 23 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, C-456/01 P και C-457/01 P, Henkel κατά ΓΕΕΑ (Συλλογή 2004, σ. I-5089, σκέψεις 45 και 46), Προπαρατεθείσα απόφαση SAT.1 κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 25, και απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, C-37/03 P, BioID κατά ΓΕΕΑ (Συλλογή 2005, σ. I-7975, σκέψη 59).

    ( 24 ) Ekey, F. L., και Klippel, D., όπ.π., σ. 893: οι συγγραφείς θεωρούν ότι η ratio legis του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού είναι η «Freihaltungsbedürfnis» (ανάγκη αποτροπής της μονοπωλήσεως των σχετικών εννοιών).

    ( 25 ) Απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2003, C-191/01 P, ΓΕΕΑ κατά Wrigley (Συλλογή 2003, σ. I-12447, σκέψη 31). Η φράση αυτή χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά, σε σχέση με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας για τα σήματα (πρώτη οδηγία 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων, ΕΕ 1989, L 40, σ. 1), το οποίο αφορά μεν τα εθνικά, και όχι τα κοινοτικά, σήματα, πλην όμως η διατύπωσή του ταυτίζεται με του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα, στις αποφάσεις της 4ης Μαΐου 1999, C-108/97 και C-109/97, Windsurfing Chiemsee (Συλλογή 1999, σ. I-2779, σκέψη 25), και της 8ης Απριλίου 2003, C-53/01 έως C-55/01, Linde κ.λπ. (Συλλογή 2003, σ. I-3161, σκέψη 73).

    ( 26 ) Προπαρατεθείσα απόφαση SAT.1 κατά ΓΕΕΑ, σκέψεις 23 και 27, και προπαρατεθείσα απόφαση BioID κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 60. Βλ., μεταξύ άλλων, Monteiro, J., «La marque verbale: examen des décisions majeures concernant l’appréciation des motifs absolus», Propriété industrielle, Μάρτιος 2006.

    ( 27 ) Προπαρατεθείσα απόφαση Koninklijke KPN Nederland, σκέψεις 67 και 85, και απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2004, C-265/00, Campina Melkunie, (Συλλογή 2004, σ. I-1699, σκέψεις 8 και 18).

    ( 28 ) Σχετικά με το ζήτημα αυτό, βλ. ιδίως, Simon, I., «What’s Cooking at the CFI? More Guidance on Descriptive and Non-Distinctive Trade Marks», European Intellectual Property Review, 2003, σ. 322· Handler, M., «The Distinctive Problem of European Trade Mark Law», European Intellectual Property Review, 2005, σ. 306, και Tritton, G., Intellectual Property in Europe, Sweet & Maxwell, 2002, σ. 220.

    ( 29 ) Προπαρατεθείσες αποφάσεις Campina Melkunie, σκέψη 19, και Koninklijke KPN Nederland, σκέψη 86.

    ( 30 ) Βλ. Rohnke, C., «Die Rechtsprechung des EuGH im Markenrecht — Schwerpunkte, Tendenzen, Systematik», MarkenR, 2006, σ. 480· Eisenführ, G., και Schennen, D., Kommentar zur Gemeinschaftsmarkenverordnung, Heymanns, 2003, σ. 85-86 και 123 [οι συγγραφείς θεωρούν ότι όλοι οι λόγοι απαραδέκτου πρέπει να εκτιμώνται αυτοτελώς. Η έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα δεν συνιστά έννοια γένους και τα στοιχεία γ΄ και δ΄ δεν αποτελούν απλώς παραδείγματα που εξειδικεύουν το περιεχόμενό της. Ασφαλώς, τα σημεία που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τους στερούνται συχνά και διακριτικού χαρακτήρα, αυτό όμως δεν συμβαίνει πάντοτε, όπως δεν είναι αποκλειστικώς και μόνο τα σημεία στα οποία αναφέρονται τα στοιχεία γ΄ και δ΄ που μπορεί να στερούνται διακριτικού χαρακτήρα], και Ekey, F., L., και Klippel, D., όπ.π., σ. 874 (κατά τους συγγραφείς, οι διάφοροι λόγοι απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, είναι χωριστοί και ισοδύναμοι. Δεν υπάρχει μεταξύ τους σχέση ιεραρχίας ή αλληλεξαρτήσεως. Επίσης δεν υφίσταται αλληλοεπικάλυψη: πρόκειται μάλλον για αυτοτελείς λόγους, οπότε για να απορριφθεί η αίτηση καταχωρίσεως αρκεί να συντρέχει ένας από αυτούς].

    ( 31 ) Όπ.π., Eisenführ, G., και Schennen, D., σ. 91, και Ekey, F., L., και Klippel, D., σ. 878.

    ( 32 ) Όπ.π., Ekey, F., L., και Klippel, D., σ. 875: οι συγγραφείς τονίζουν ότι από την τελική διατύπωση του κανονισμού προκύπτει όλοι οι λόγοι απαραδέκτου είναι ισοδύναμοι. Επομένως, είναι πρόδηλον ότι δεν προκρίθηκε η ιδιαιτέρως διαδεδομένη, ακόμη και σήμερα, άποψη ότι η έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα είναι ο μοναδικός λόγος απαραδέκτου και οι υπόλοιποι είναι, απλώς, εφαρμογές του.

    ( 33 ) «Article 6 [Motifs absolus de refus]

    1;   Sont refusés à l’enregistrement […] les marques qui sont dépourvues de caractère distinctif, notamment:

    a)

    celles qui sont composées exclusivement de signes ou d’indications pouvant être requis, dans le commerce, pour désigner l’espèce, la qualité, la quantité, la destination, la valeur, la provenance géographique, l’époque de la production du produit ou de la prestation du service ou d’autres caractéristiques de ceux-ci» (JO C 351, p. 5).

    ( 34 ) Βλ. Ströbele, P., («Keine Ruhe auf fremden Matratzen, Zur markenrechtlichen Schutzfähigkeit fremdsprachiger beschreibender Angaben», MarkenR, 2006, σ. 434), ο οποίος εξηγεί ότι κατόπιν πρωτοβουλίας, μεταξύ άλλων, της γερμανικής αντιπροσωπείας το σχέδιο το οποίο προέβλεπε ότι η έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα συνιστά τον μοναδικό λόγο απαραδέκτου και ο περιγραφικός χαρακτήρας αποτελεί, απλώς, παράδειγμα αυτής της ελλείψεως τροποποιήθηκε για να γίνει διάκριση μεταξύ των στερούμενων διακριτικού χαρακτήρα και των περιγραφικών σημάτων.

    ( 35 ) Βλ. Eisenführ, G., et Schennen, D., όπ.π., σ. 86.

    ( 36 ) Από πλευράς συστηματικής ερμηνείας, τόσο από την εσωτερική όσο και από την εξωτερική οικονομία του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού προκύπτει ότι πρόκειται για δύο διαφορετικά κριτήρια. Από την εξωτερική οικονομία —ήτοι από τη δομή του άρθρου— προκύπτει σαφώς ότι τα στοιχεία β΄ και γ΄ αποτελούν χωριστές διατάξεις. Σύμφωνα με την εσωτερική οικονομία —ήτοι την οργάνωση του περιεχομένου του επίμαχου άρθρου— οι δύο αυτές διατάξεις εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς (σχετικά με τις έννοιες «εσωτερική» και «εξωτερική» οικονομία, βλ. Heck, P., «Das Problem der Rechtsgewinnung, Gesetzauslegung und Interessenjurisprudenz», Begriffsbildung und Interessenjurisprudenz, Verlag Gehlen, Βερολίνο, Ζυρίχη, 1968, σ. 188-189).

    ( 37 ) Όπ.π.

    ( 38 ) Ο γενικός εισαγγελέας Ruiz-Jarabo Colomer επισήμανε με το σημείο 40 των προτάσεών του της 14ης Μαΐου 2002 στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση DKV κατά ΓΕΕΑ: «Θεωρώ […] προτιμότερο να τηρεί ο κοινοτικός δικαστής αυστηρή στάση ανάλογη με εκείνη που τηρεί η αρμόδια για την καταχώριση αρχή όταν χαρακτηρίζει τους λόγους απαραδέκτου. Καθεμία από τις προϋποθέσεις καταχωρίσεως που μνημονεύονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία β΄, γ΄ και δ΄, που απαιτούν να μπορεί το σημείο να διακρίνει τα επίμαχα προϊόντα ή τις επίμαχες υπηρεσίες και να μην είναι ούτε περιγραφικό ούτε γενικής χρήσεως σε σχέση προς τα εν λόγω προϊόντα και τις εν λόγω υπηρεσίες, είναι ανεξάρτητη από τις άλλες και απαιτεί χωριστή εξέταση. Πράγμα το οποίο δεν εμποδίζει, στην πράξη, να εμπίπτουν συχνά τα ίδια σημεία σε πλείονες της μιας περιπτώσεις. Έτσι, ένα απολύτως περιγραφικό σημείο στερείται, κατά κανόνα, διακριτικού χαρακτήρα κατά την έννοια του στοιχείου β΄».

    ( 39 ) Προπαρατεθείσα απόφαση, σκέψη 36.

    ( 40 ) Βλ. σημεία 80 και 81 των προτάσεων της 2ας Ιουλίου 2005: «[…] [Τ]ο Πρωτοδικείο […] ερμήνευσε εσφαλμένα το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού, συνάγοντας από την εκτίμηση, σύμφωνα με την οποία “το σήμα, θεωρούμενο συνολικά, μπορεί να είναι κοινής χρήσεως στο εμπόριο για την παρουσίαση των προϊόντων και των υπηρεσιών” που διαλαμβάνονται στην αίτηση καταχωρίσεως, ότι το εν λόγω σημείο στερείται διακριτικού χαρακτήρα. […] [Η] αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει τις αυτές νομικές πλάνες, όπως και η Προπαρατεθείσα απόφαση SAT.1 κατά ΓΕΕΑ (SAT.2). Προτείνω, συνεπώς, στο Δικαστήριο να αντλήσει τις ίδιες συνέπειες, όπως στην Προπαρατεθείσα απόφαση SAT.1 κατά ΓΕΕΑ, και να αποφανθεί ότι πρέπει να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση».

    ( 41 ) Βλ., επίσης, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα Sharpston της 14ης Δεκεμβρίου 2006 στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Celltech, σημεία 23 και 24.

    ( 42 ) Προπαρατεθείσα απόφαση BioID κατά ΓΕΕΑ, σκέψεις 61 έως 63: «Στις σκέψεις 23, 34, 41 και 43 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έλαβε κυρίως υπόψη, προκειμένου να διαπιστώσει ότι το αιτηθέν σήμα εμπίπτει στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, το γεγονός ότι τούτο χρησιμοποιείται κατά συνήθεια στο εμπόριο. […] Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως έκρινε το Δικαστήριο στη σκέψη 36 της Προπαρατεθείσα ς αποφάσεως SAT.1 κατά ΓΕΕΑ, το εν λόγω κριτήριο, καίτοι ασκεί επιρροή στο πλαίσιο του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 40/94, στερείται σημασίας για την ερμηνεία της ιδίας διατάξεως, στοιχείο β΄. […] Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι είναι βάσιμη η αιτίαση ότι το Πρωτοδικείο έκανε χρήση κριτηρίου ασκούντος επιρροή όχι στο πλαίσιο του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του οικείου κανονισμού αλλά στο πλαίσιο της ιδίας διατάξεως, στοιχείο γ΄».

    ( 43 ) Προπαρατεθείσα απόφαση, σκέψη 63.

    ( 44 ) Προπαρατεθείσα απόφαση DKV κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 29.

    ( 45 ) Προπαρατεθείσα απόφαση SAT.1 κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 26. Το Δικαστήριο δέχθηκε, κατ’ αρχάς, την ύπαρξη αυτής της ανάγκης, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 89/104, με την απόφαση της 6ης Μαΐου 2003, C-104/01, Libertel (Συλλογή 2003, σ. I-3793, σκέψη 60).

    ( 46 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2004, C-186/02 P και C-188/02 P, Ramondín κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I-10653, σκέψη 60), και προπαρατεθείσες αποφάσεις Storck κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 61, και ΓΕΕΑ κατά Celltech, σκέψη 21.

    Top