Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62005CJ0404

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 29ης Νοεμβρίου 2007.
    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
    Κανονισμός (ΕΟΚ) 2092/91 - Βιολογική παραγωγή γεωργικών προϊόντων - Ιδιωτικοί οργανισμοί ελέγχου - Προϋπόθεση υπάρξεως υποκαταστήματος ή μόνιμης εγκαταστάσεως στο κράτος μέλος παροχής υπηρεσιών - Δικαιολογητικοί λόγοι - Συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας - Άρθρο 55 ΕΚ - Προστασία των καταναλωτών.
    Υπόθεση C-404/05.

    Συλλογή της Νομολογίας 2007 I-10239

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2007:723

    Υπόθεση C-404/05

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    κατά

    Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

    «Κανονισμός (ΕΟΚ) 2092/91 — Βιολογική παραγωγή γεωργικών προϊόντων — Ιδιωτικοί οργανισμοί ελέγχου — Προϋπόθεση υπάρξεως υποκαταστήματος ή μόνιμης εγκαταστάσεως στο κράτος μέλος παροχής υπηρεσιών — Δικαιολογητικοί λόγοι — Συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας — Άρθρο 55 ΕΚ — Προστασία των καταναλωτών»

    Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston της 12ης Ιουλίου 2007 

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 29ης Νοεμβρίου 2007 

    Περίληψη της αποφάσεως

    Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών — Περιορισμοί

    (Άρθρα 45 ΕΚ, 49 ΕΚ και 55 ΕΚ· κανονισμός 2092/91του Συμβουλίου)

    Κράτος μέλος, το οποίο απαιτεί από τους εγκεκριμένους σε άλλο κράτος μέλος ιδιωτικούς οργανισμούς ελέγχου των γεωργικών προϊόντων βιολογικής παραγωγής να διαθέτουν εγκατάσταση επί του εθνικού εδάφους για να μπορούν να παρέχουν εκεί υπηρεσίες ελέγχου, δεν τηρεί τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 49 ΕΚ.

    Συγκεκριμένα, αφενός, ο βοηθητικός και προπαρασκευαστικός ρόλος που αναθέτει στους ιδιωτικούς οργανισμούς ο κανονισμός 2092/91, περί του βιολογικού τρόπου παραγωγής γεωργικών προϊόντων και των σχετικών ενδείξεων στα γεωργικά προϊόντα και στα είδη διατροφής, έναντι της επιθεωρούσας αρχής δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άμεση και ειδική συμμετοχή στην άσκηση εξουσίας δημόσιας αρχής, υπό την έννοια του άρθρου 55 ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, η οποία δικαιολογεί παρέκκλιση βάσει των διατάξεων αυτών, αλλά ως πρόσθετη δραστηριότητα, μεμονωμένη από την άσκηση τέτοιας εξουσίας. Αφετέρου, η απαίτηση αυτή βαίνει πέραν του αντικειμενικώς αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού της προστασίας των καταναλωτών, που δύναται να δικαιολογήσει εμπόδια στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

    (βλ. σκέψεις 37-38, 44, 48, 52 και διατακτ.)







    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

    της 29ης Νοεμβρίου 2007 (*)

    «Κανονισμός (ΕΟΚ) 2092/91 – Βιολογική παραγωγή γεωργικών προϊόντων – Ιδιωτικοί οργανισμοί ελέγχου – Προϋπόθεση υπάρξεως υποκαταστήματος ή μόνιμης εγκαταστάσεως στο κράτος μέλος παροχής υπηρεσιών – Δικαιολογητικοί λόγοι – Συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας – Άρθρο 55 ΕΚ – Προστασία των καταναλωτών»

    Στην υπόθεση C-404/05,

    με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως, η οποία ασκήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 2005,

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους E. Traversa και G. Braun, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εκπροσωπούμενης από τους M. Lumma και C. Schulze-Bahr,

    καθής,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, A. Tizzano, A. Borg Barthet, M. Ilešič και E. Levits (εισηγητή), δικαστές,

    γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

    γραμματέας: R. Grass

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 12ης Ιουλίου 2007,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1       Με την προσφυγή της, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, επιβάλλοντας στους ιδιωτικούς οργανισμούς ελέγχου γεωργικών προϊόντων βιολογικής παραγωγής (στο εξής: ιδιωτικοί οργανισμοί), οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι και εγκεκριμένοι σε άλλο κράτος μέλος, την υποχρέωση να διαθέτουν στη Γερμανία υποκατάστημα ή άλλη μόνιμη εγκατάσταση προκειμένου να τους επιτρέπεται η εκεί άσκηση της δραστηριότητάς τους, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 49 ΕΚ.

     Το νομικό πλαίσιο

     Η κοινοτική νομοθεσία

    2       Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2092/91 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1991, περί του βιολογικού τρόπου παραγωγής γεωργικών προϊόντων και των σχετικών ενδείξεων στα γεωργικά προϊόντα και στα είδη διατροφής (ΕΕ L 198, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό (ΕΚ) 1804/1999 του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 1999 (ΕΕ L 222, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 2092/91), καθορίζει τους ελάχιστους κανόνες σε θέματα βιολογικής παραγωγής γεωργικών προϊόντων, τις διαδικασίες ελέγχου των οικείων τρόπων παραγωγής και πιστοποιήσεως των προερχομένων από την παραγωγή αυτή προϊόντων. Σύμφωνα με τον κανονισμό αυτό, τα προϊόντα που πληρούν τις προδιαγραφές του κανονισμού μπορούν να προσδιορίζονται με την ένδειξη «Βιολογική γεωργία – Σύστημα ελέγχου CE», μεταξύ άλλων, με τη μορφή επισήμανσης.

    3       Τα άρθρα 1, 2 και 4 του κανονισμού 2092/91 απαριθμούν τα οικεία προϊόντα και τις ενδείξεις περί του τρόπου βιολογικής παραγωγής και καθορίζουν ορισμένες έννοιες. Το άρθρο 3 του κανονισμού αυτού εφαρμόζεται με την επιφύλαξη άλλων κοινοτικών διατάξεων ή εθνικών διατάξεων που συνάδουν προς το κοινοτικό δίκαιο. Το άρθρο 5 του εν λόγω κανονισμού καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες στην επισήμανση ή στη διαφήμιση ενός προϊόντος είναι δυνατόν να γίνεται αναφορά στον βιολογικό τρόπο παραγωγής, ενώ το άρθρο 6 του ίδιου αυτού κανονισμού εκθέτει τους κανόνες παραγωγής που συνεπάγεται η έννοια της μεθόδου βιολογικής παραγωγής.

    4       Το άρθρο 8 του κανονισμού 2092/91 έχει ως εξής:

    «1.      Κάθε επιχειρηματίας που παράγει, παρασκευάζει ή εισάγει από τρίτες χώρες προϊόντα του άρθρου 1 με σκοπό την εμπορία τους, πρέπει:

    α)      να γνωστοποιεί τη δραστηριότητά του αυτή στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο ασκεί τη δραστηριότητά του· η γνωστοποίηση περιλαμβάνει τα στοιχεία που αναφέρονται στο παράρτημα IV·

    β)      να υποβάλει την επιχείρησή του στο σύστημα ελέγχου που προβλέπεται στο άρθρο 9.

    2.      Τα κράτη μέλη ορίζουν αρχή ή οργανισμό για την παραλαβή των γνωστοποιήσεων.

    Τα κράτη μέλη μπορούν να ζητούν οποιαδήποτε συμπληρωματική πληροφορία κρίνουν αναγκαία για τον αποτελεσματικό έλεγχο των συγκεκριμένων επιχειρηματιών.

    3.      Η αρμόδια αρχή μεριμνά ώστε κάθε ενδιαφερόμενος να έχει στη διάθεσή του ενημερωμένο κατάλογο με τα ονόματα και τις διευθύνσεις των επιχειρηματιών που υπάγονται στο σύστημα ελέγχου.»

    5       Σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού 2092/91:

    «1.      Τα κράτη μέλη εγκαθιδρύουν σύστημα ελέγχου, το οποίο διαχειρίζονται μία ή περισσότερες αρμόδιες αρχές ή/και εγκεκριμένοι ιδιωτικοί οργανισμοί, και προς το οποίο οφείλουν να συμμορφώνονται οι παραγωγοί ή παρασκευαστές των προϊόντων του άρθρου 1.

    2.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε κάθε επιχειρηματίας που τηρεί τον παρόντα κανονισμό και πληρώνει την εισφορά του για την κάλυψη των εξόδων ελέγχου να έχει εξασφαλισμένη την πρόσβαση στο σύστημα ελέγχου.

    3.      Το σύστημα ελέγχου περιλαμβάνει τουλάχιστον την εφαρμογή των μέτρων ελέγχου και προφύλαξης του παραρτήματος ΙΙΙ.

    4.      Για την εφαρμογή του συστήματος ελέγχου από ιδιωτικούς οργανισμούς, τα κράτη μέλη ορίζουν μια αρχή αρμόδια να εγκρίνει και να επιβλέπει τους οργανισμούς αυτούς.

    5.      Για την έγκριση ιδιωτικού οργανισμού ελέγχου λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία:

    α)      η συνήθης ακολουθητέα διαδικασία ελέγχου του οργανισμού, η οποία περιλαμβάνει λεπτομερή περιγραφή των μέτρων ελέγχου και προφύλαξης, που ο οργανισμός αυτός αναλαμβάνει να επιβάλει στους επιχειρηματίες που ελέγχει·

    β)      οι κυρώσεις τις οποίες προτίθεται να επιβάλει ο οργανισμός σε περίπτωση που διαπιστώσει παρατυπίες·

    γ)      η ύπαρξη αναγκαίων πόρων σε ειδικευμένο προσωπικό και διοικητικό και τεχνικό εξοπλισμό, καθώς και η πείρα σε θέματα ελέγχου και η αξιοπιστία·

    δ)      η αντικειμενικότητα του οργανισμού ελέγχου έναντι των ελεγχόμενων επιχειρηματιών.

    6.      Μετά την έγκριση οργανισμού ελέγχου, η αρμόδια αρχή:

    α)      μεριμνά ώστε οι έλεγχοι που διενεργούνται από τον οργανισμό ελέγχου να είναι αντικειμενικοί·

    β)      επαληθεύει την αποτελεσματικότητα των ελέγχων·

    γ)      λαμβάνει γνώση των παραβάσεων που διαπιστώθηκαν και των κυρώσεων που επιβλήθηκαν·

    δ)      ανακαλεί την έγκριση ενός οργανισμού ελέγχου εφόσον αυτός δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) ή δεν πληροί πλέον τα κριτήρια της παραγράφου 5 ή τις απαιτήσεις των παραγράφων 7, 8 , 9 και 11.

    6α.      Πριν από την 1η Ιανουαρίου 1996, τα κράτη μέλη χορηγούν ένα κωδικό αριθμό σε κάθε οργανισμό ή αρχή ελέγχου εγκεκριμένο ή οριζόμενο σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, ενημερώνουν δε σχετικά τα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή, η οποία δημοσιεύει αυτούς τους κωδικούς αριθμούς στον κατάλογο που αναφέρεται στο τελευταίο εδάφιο του άρθρου 15.

    7.      Η αρχή ελέγχου και οι εγκεκριμένοι οργανισμοί ελέγχου που αναφέρονται στην παράγραφο 1:

    α)      εξασφαλίζουν την εφαρμογή, στις εκμεταλλεύσεις που ελέγχουν, τουλάχιστον των μέτρων ελέγχου και προφύλαξης που ορίζονται στο παράρτημα ΙΙΙ·

    β)      δεν αποκαλύπτουν σε άλλα πρόσωπα, εκτός από τους υπεύθυνους της εκμετάλλευσης και τις αρμόδιες δημόσιες αρχές, πληροφορίες ή στοιχεία που περιέρχονται εις γνώση τους κατά τη διενέργεια των ελέγχων.

    8.      Οι εγκεκριμένοι οργανισμοί ελέγχου:

    α)      παρέχουν στην επιθεωρούσα αρμόδια αρχή πρόσβαση στα γραφεία και τις εγκαταστάσεις τους και κάθε πληροφορία και βοήθεια που αυτή κρίνει αναγκαία για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της δυνάμει του παρόντος κανονισμού·

    β)      διαβιβάζουν, το αργότερο στις 31 Ιανουαρίου κάθε χρόνου, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους κατάλογο των επιχειρηματιών που υπέκειντο στον έλεγχό τους την 31η Δεκεμβρίου του προηγουμένου χρόνου και της υποβάλλουν ετησίως σχηματική έκθεση.

    9.      Η αρχή και οι οργανισμοί ελέγχου που αναφέρονται παράγραφο 1 πρέπει:

    α)      να εξασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση παρατυπίας, όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 5, 6 και 7 ή την εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙΙ, οι ενδείξεις του άρθρου 2 που αναφέρονται στη βιολογική μέθοδο παραγωγής αφαιρούνται από όλη την παρτίδα ή από όλα τα προϊόντα στα οποία διαπιστώνεται η παρατυπία αυτή·

    β)      σε περίπτωση καταφανούς ή παρατεταμένης παράβασης, απαγορεύουν στον συγκεκριμένο επιχειρηματία την εμπορία προϊόντων με ενδείξεις που αναφέρονται στη βιολογική μέθοδο παραγωγής, επί διάστημα το οποίο συμφωνείται από κοινού με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους.

    […]

    11.      Από την 1η Ιανουαρίου 1998 και με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 5 και 6, οι εγκεκριμένοι οργανισμοί ελέγχου πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις του προτύπου ΕΝ 45011.

    […]»

    6       Το άρθρο 10 του κανονισμού 2092/91 προβλέπει ότι η ένδειξη πιστότητας στο σύστημα ελέγχου που αναφέρεται στο παράρτημα V μπορεί να τίθεται μόνο στην επισήμανση των προϊόντων που υπόκεινται στο σύστημα ελέγχου του άρθρου 9. Συναφώς, η παράγραφος 3 του εν λόγω άρθρου 10 επιβάλλει στους οργανισμούς ελέγχου υποχρεώσεις ανάλογες με τις υποχρεώσεις του άρθρου 9, παράγραφος 9, του ιδίου αυτού κανονισμού.

    7       Σύμφωνα με το άρθρο 10α του κανονισμού 2092/91, περί των γενικών εκτελεστικών μέτρων:

    «1.      Όταν ένα κράτος μέλος διαπιστώνει, σε προϊόν που προέρχεται από άλλο κράτος μέλος και φέρει ενδείξεις που προβλέπονται στο άρθρο 2 και/ή στο παράρτημα V, παρατυπίες ή παραβάσεις όσον αφορά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, ενημερώνει σχετικά το κράτος μέλος που έχει ορίσει την αρχή ελέγχου ή έχει εγκρίνει τον οργανισμό ελέγχου καθώς και την Επιτροπή.

    2.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα προς αποφυγή δόλιας χρησιμοποίησης των ενδείξεων που αναφέρονται στο άρθρο 2 ή/και στο παράρτημα V.»

    8       Το παράρτημα ΙΙΙ του κανονισμού 2092/91 διευκρινίζει τις ελάχιστες προδιαγραφές ελέγχου και τα μέτρα ασφαλείας στο πλαίσιο του καθεστώτος ελέγχου των άρθρων 8 και 9 του κανονισμού αυτού.

    9       Ειδικότερα, οι γενικές διατάξεις του παραρτήματος αυτού προβλέπουν, στα σημεία 9, δεύτερο εδάφιο, και 10, ότι οι ιδιωτικοί οργανισμοί μπορούν να απαιτήσουν από έναν επιχειρηματία να μην εμπορευθεί, προσωρινώς, με την ένδειξη της μεθόδου βιολογικής παραγωγής προϊόν για το οποίο υπάρχουν υπόνοιες ότι δεν πληροί τις προδιαγραφές του εν λόγω κανονισμού και οι οργανισμοί αυτοί έχουν δικαίωμα πρόσβασης στις εγκαταστάσεις καθώς και στα λογιστικά έγγραφα του εν λόγω επιχειρηματία.

     Η εθνική νομοθεσία

    10     Ο νόμος περί μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των κοινοτικών πράξεων στον τομέα της βιολογικής παραγωγής γεωργικών προϊόντων (Gesetz zur Durchführung der Rechtsakte der Europäischen Gemeinschaft auf dem Gebiet des ökologischen Landbau), όπως ίσχυε στις 10 Ιουλίου 2002 (BGBl. 2002 I, σ. 2558, στο εξής: ÖLG), θέτει σε εφαρμογή τις διατάξεις του κανονισμού 2092/91.

    11     Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του ÖLG διευκρινίζει ότι το σύστημα ελέγχου του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 2092/91, σε συνδυασμό με το άρθρο 9, παράγραφος 3, και το παράρτημα ΙΙΙ του ιδίου αυτού κανονισμού, μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή από ιδιωτικούς οργανισμούς, καθόσον η ανάθεση διεξαγωγής του ελέγχου αυτού δεν συνδέεται με την κίνηση διοικητικής διαδικασίας.

    12     Σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 4, του ÖLG, η άσκηση δραστηριότητας ελέγχου από ιδιωτικούς οργανισμούς επί του γερμανικού εδάφους προϋποθέτει τη λήψη εγκρίσεως, η οποία εξαρτάται από την ύπαρξη εγκαταστάσεως στη Γερμανία. Ο ÖLG δεν προβλέπει καμία διαδικασία για την αναγνώριση των εγκρίσεων που έχουν χορηγηθεί σε ιδιωτικούς οργανισμούς στα άλλα κράτη μέλη.

     Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

    13     Στις 8 Νοεμβρίου 2000, η Επιτροπή, αφού απηύθυνε έγγραφο οχλήσεως προς τις αρχές της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εφιστώντας τους την προσοχή επί του γεγονότος ότι η υποχρέωση που επιβάλλεται στους εγκεκριμένους σε άλλο κράτος μέλος ιδιωτικούς οργανισμούς να διαθέτουν υποκατάστημα ή μόνιμη εγκατάσταση στη Γερμανία, αντίκειται προς το άρθρο 49 ΕΚ, έκρινε μη ικανοποιητική την από 19 Φεβρουαρίου 2001 απάντηση αυτού του κράτους μέλους και εξέδωσε στις 23 Οκτωβρίου 2002 αιτιολογημένη γνώμη, με την οποία κάλεσε το εν λόγω κράτος μέλος να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις του εντός προθεσμίας δύο μηνών από της κοινοποιήσεως της αιτιολογημένης αυτής γνώμης.

    14     Με την από 13 Φεβρουαρίου 2003 απάντησή της, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας διαβίβασε στην Επιτροπή το κείμενο του ÖLG και ενέμεινε στην άποψη ότι, για να προστατευθούν αποτελεσματικά τα συμφέροντα των καταναλωτών και ο ανταγωνισμός, είναι απολύτως αναγκαίο ένας ιδιωτικός οργανισμός να είναι εγκατεστημένος επί του εδάφους του κράτους μέλους όπου επιθυμεί να ασκήσει δραστηριότητες ελέγχου.

    15     Η Επιτροπή έκρινε ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν συμμορφώθηκε προς την αιτιολογημένη γνώμη και, κατά συνέπεια, άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

     Επί της προσφυγής

     Επιχειρήματα των διαδίκων

    16     Σύμφωνα με την Επιτροπή, το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 4, του ÖLG αποτελεί εμπόδιο στην ελευθερία ενός εγκεκριμένου σε άλλο κράτος μέλος ιδιωτικού οργανισμού, ο οποίος δεν διαθέτει εγκατάσταση επί του γερμανικού εδάφους, να ασκεί εκεί δραστηριότητες ελέγχου.

    17     Συγκεκριμένα, το σύστημα εγκρίσεως και εποπτείας των ιδιωτικών οργανισμών του κανονισμού 2092/91 προϋποθέτει την εγκατάσταση των οργανισμών αυτών μόνον επί του εδάφους του κράτους μέλους το οποίο χορηγεί την έγκριση και όχι επί του εδάφους κάθε κράτους μέλους εντός του οποίου οι εν λόγω οργανισμοί επιθυμούν να ασκήσουν δραστηριότητες ελέγχου.

    18     Συναφώς, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, καθόσον ο κανονισμός 2092/91 δεν εναρμονίζει πλήρως τον οικείο τομέα, πρέπει να ληφθεί υπόψη η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών του άρθρου 49 ΕΚ για να κριθεί αν η επίδικη γερμανική νομοθεσία αποτελεί εμπόδιο της ελευθερίας αυτής.

    19     Κατά τα λοιπά, η Επιτροπή τονίζει, αφενός, ότι, κατά την έκδοση του κανονισμού, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν αναφέρθηκε στο άρθρο 66 της Συνθήκης ΕΟΚ (νυν άρθρο 66 της Συνθήκης ΕΚ, το οποίο κατέστη άρθρο 55 ΕΚ), σε συνδυασμό με το άρθρο 55 της Συνθήκης ΕΟΚ (νυν άρθρο 55 της Συνθήκης ΕΚ, το οποίο κατέστη άρθρο 45 ΕΚ), οπότε ο έλεγχος και η επισήμανση των γεωργικών προϊόντων βιολογικής παραγωγής δεν αποτελούν δραστηριότητα αποκλειόμενη του πεδίου εφαρμογής της αρχής της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών του άρθρου 49 ΕΚ.

    20     Αφετέρου, το άρθρο 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, αφορά μόνον τις δραστηριότητες που αποτελούν άμεση και ειδική συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας. Επομένως, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι η δραστηριότητα ελέγχου των γεωργικών προϊόντων βιολογικής παραγωγής εμπίπτει, εν τέλει, στη δημόσια εξουσία, οι ιδιωτικοί οργανισμοί δεν έχουν άμεση και ειδική συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας.

    21     Πράγματι, από το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 2092/91 προκύπτει ότι η οικεία δραστηριότητα ελέγχου δεν εμπίπτει σε αποστολή ενέχουσα άσκηση δημόσιας εξουσίας, εφόσον επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν σύστημα ελέγχου, το οποίο διαχειρίζονται ιδιωτικοί οργανισμοί. Επομένως, δεν πρόκειται ασφαλώς για βασική αποστολή του κράτους, η οποία απαιτεί άμεση και ειδική συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας.

    22     Συναφώς, το γεγονός ότι οι γερμανικοί ιδιωτικοί οργανισμοί που πραγματοποιούν τον έλεγχο του κανονισμού 2092/91 ασκούν και άλλες δραστηριότητες, δυνάμενες να εμπίπτουν στην άσκηση δημόσιας εξουσίας, δεν ασκεί επιρροή από απόψεως κοινοτικού δικαίου.

    23     Tέλος, η Επιτροπή θεωρεί ότι ο σκοπός προστασίας των καταναλωτών δεν μπορεί να δικαιολογήσει την υποχρέωση εγκαταστάσεως στη Γερμανία που επιβάλλεται στους εγκεκριμένους σε άλλο κράτος μέλος ιδιωτικούς οργανισμούς. Συγκεκριμένα, η επιβολή της υποχρεώσεως αυτής δεν είναι απαραίτητη για την εξακρίβωση της αντικειμενικότητας των ελέγχων και τη διασφάλιση της εν λόγω προστασίας. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους το οποίο χορηγεί την έγκριση μπορεί, σύμφωνα με τον κανονισμό 2092/91, να πραγματοποιεί τις απαραίτητες συναφώς επαληθεύσεις και να επιβάλλει τις απαιτούμενες κυρώσεις σε περίπτωση μη τηρήσεως των κριτηρίων ελέγχου. Με μια απλουστευμένη διαδικασία εγκρίσεως, λαμβάνουσα υπόψη τις επαληθεύσεις της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους το οποίο έχει χορηγήσει την έγκριση, οι γερμανικές αρχές μπορούν να διασφαλίζουν ότι οι ιδιωτικοί οργανισμοί που επιθυμούν να πραγματοποιήσουν ελέγχους επί του γερμανικού εδάφους πληρούν πράγματι τις προϋποθέσεις περί των πόρων σε προσωπικό και διοικητικό εξοπλισμό του εν λόγω κανονισμού. Περαιτέρω, βάσει του συστήματος επικοινωνίας μεταξύ των διοικήσεων των κρατών μελών, οι διοικήσεις αυτές μπορούν να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα σε περίπτωση διαπιστώσεως παρατυπιών κατά τους πραγματοποιηθέντες σε άλλο κράτος μέρος ελέγχους.

    24     Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει, κυρίως, ότι ο κανονισμός 2092/91 εναρμονίζει εξαντλητικώς τον οικείο τομέα. Επομένως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι δεν είναι πλέον δυνατό να γίνεται επίκληση των θεμελιωδών ελευθεριών που διασφαλίζει η Συνθήκη ΕΚ στον τομέα αυτό. Συναφώς, το εν λόγω κράτος μέλος επικαλείται τις αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 1983, 222/82, Apple and Pear Development Council (Συλλογή 1983, σ. 4083)· της 20ής Σεπτεμβρίου 1988, 190/87, Moormann (Συλλογή 1988, σ. 4689, σκέψη 10)· της 12ης Οκτωβρίου 1993, C‑37/92, Vanacker και Lesage (Συλλογή 1993, σ. I‑4947, σκέψη 9), καθώς και της 13ης Δεκεμβρίου 2001, C‑324/99, DaimlerChrysler (Συλλογή 2001, σ. I‑9897, σκέψη 43).

    25     Πάντως, εφόσον το ζήτημα της αναγνωρίσεως των χορηγηθεισών σε άλλο κράτος μέλος εγκρίσεων δεν έχει ρυθμιστεί με τις διατάξεις του κανονισμού 2092/91, κάθε κράτος μέλος δικαιούται να επιβάλλει σε κάθε ιδιωτικό οργανισμό, που επιθυμεί να παράσχει τις υπηρεσίες του επί του εδάφους του, την τήρηση των προϋποθέσεων εγκρίσεως του κανονισμού. Εξάλλου, το να επιβληθεί σε κράτος μέλος να επιτρέπει, άνευ άλλης προϋποθέσεως, στους εγκεκριμένους σε άλλο κράτος μέλος ιδιωτικούς οργανισμούς να ασκούν τη δραστηριότητά τους επί του εδάφους του ισοδυναμεί με περιορισμό της ελευθερίας κάθε κράτους μέλους για τη θέσπιση του συστήματος ελέγχου του.

    26     Επιπλέον, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προβάλλει, πρώτον, ότι η δραστηριότητα των ιδιωτικών οργανισμών εμπίπτει στην άσκηση δημόσιας εξουσίας κατά την έννοια του άρθρου 55 ΕΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ και, δεύτερον, ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 4, του ÖLG δικαιολογείται από τον σκοπό προστασίας των καταναλωτών.

    27     Όσον αφορά, αφενός, την παρέκκλιση που προβλέπει το άρθρο 55 ΕΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, ο πρωταρχικός ρόλος των ιδιωτικών οργανισμών στο σύστημα ελέγχου των γεωργικών προϊόντων βιολογικής παραγωγής προκύπτει, πρώτον, από το γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού 2092/91, τα κράτη μέλη μπορούν να αναθέτουν την αποστολή ελέγχου σε δημόσια αρχή και, δεύτερον, από τις ειδικές εξουσίες που συνεπάγεται η άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας, οι οποίες δύνανται να θίξουν τα δικαιώματα των ελεγχομένων επιχειρηματιών. Δεν είναι αποφασιστικής σημασίας το γεγονός ότι οι οργανισμοί αυτοί δεν μπορούν να εκτελούν τις αποφάσεις που λαμβάνουν. Αντιστρόφως, ο δεσμευτικός χαρακτήρας των αποφάσεών τους, που μπορεί να προσβληθούν μόνον δικαστικώς, αποτελεί στοιχείο που συνηγορεί υπέρ της άμεσης και ειδικής συμμετοχής τους στην άσκηση δημόσιας εξουσίας, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου και συγκεκριμένα από τις αποφάσεις της 21 Ιουνίου 1974, 2/74, Reyners (Συλλογή τόμος 1974, σ. 319, σκέψη 43), και της 13ης Ιουλίου 1993, C‑42/92, Thijssen (Συλλογή 1993, σ. I‑4047, σκέψη 8).

    28     Όσον αφορά, αφετέρου, τη δικαιολογία του άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 4, του ÖLG, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας θεωρεί ότι η υποχρέωση που επιβάλλεται στους ιδιωτικούς οργανισμούς να διαθέτουν εγκατάσταση εντός της Γερμανίας υπαγορεύεται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, ήτοι την προστασία των καταναλωτών. Εξάλλου, η υποχρέωση αυτή είναι ανάλογη προς τον εν λόγω σκοπό.

    29     Επομένως, η επιβολή της υποχρεώσεως αυτής είναι απαραίτητη για να καθίσταται δυνατή η πρόσφορη εποπτεία της δραστηριότητας των ιδιωτικών οργανισμών από τις αρμόδιες εθνικές αρχές. Συγκεκριμένα, η εποπτεία αυτή πρέπει να πραγματοποιείται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εντός του οποίου ασκούν τις δραστηριότητές τους οι οργανισμοί αυτοί και, για τον σκοπό αυτό, απαιτείται να διαθέτουν υποκατάστημα ή μόνιμη εγκατάσταση.

     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    30     Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, στην υποθετική περίπτωση που τα κράτη μέλη επιλέξουν σύστημα ελέγχου των γεωργικών προϊόντων βιολογικής παραγωγής, το οποίο διαχειρίζονται εγκεκριμένοι ιδιωτικοί οργανισμοί, ο κανονισμός 2092/91 καθορίζει τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις εγκρίσεως των οργανισμών αυτών, τις λεπτομέρειες του εφαρμοστέου ελέγχου καθώς και τη διαδικασία επιθεωρήσεως στην οποία υπάγονται οι οργανισμοί αυτοί στο κράτος μέλος όπου έχουν εγκριθεί. Πάντως, ο κανονισμός δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη σχετική με την παροχή υπηρεσιών ελέγχου από ιδιωτικούς οργανισμούς σε άλλο κράτος μέλος, πλην του κράτους μέλους όπου έχουν εγκριθεί.

    31     Μολονότι σε τομέα που δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο πλήρους κοινοτικής εναρμονίσεως, τα κράτη μέλη εξακολουθούν να είναι κατ’ αρχήν αρμόδια για τον ορισμό των προϋποθέσεων ασκήσεως των δραστηριοτήτων στον εν λόγω τομέα, παρ’ όλ’ αυτά, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, οφείλουν να τηρούν τις θεμελιώδεις ελευθερίες τις οποίες εγγυάται η Συνθήκη (βλ. αποφάσεις της 26ης Ιανουαρίου 2006, C-514/03, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 2006, σ. Ι-963, σκέψη 23, και της 14ης Δεκεμβρίου 2006, C-257/05, Επιτροπή κατά Αυστρίας, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 18).

    32     Εν προκειμένω, τίθεται το ζήτημα του συμβατού προς το άρθρο 49 ΕΚ της προϋποθέσεως εγκαταστάσεως επί του γερμανικού εδάφους που επιβάλλεται με το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 4, του ÖLG στους ιδιωτικούς οργανισμούς που είναι εγκεκριμένοι και, συνεπώς, εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος.

    33     Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, ως περιορισμοί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών πρέπει να θεωρούνται όλα τα μέτρα που απαγορεύουν, παρεμποδίζουν ή καθιστούν λιγότερο ελκυστική την άσκηση της ελευθερίας αυτής (βλ. απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2006, C-452/04, Fidium Finanz, Συλλογή 2006, σ. I-9521, σκέψη 46, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    34     Συνεπώς, η υποχρέωση εγκαταστάσεως που επιβάλλεται με την επίδικη διάταξη στρέφεται άμεσα κατά της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, καθόσον καθιστά αδύνατη, στη Γερμανία, την παροχή των επιδίκων υπηρεσιών από ιδιωτικούς οργανισμούς που είναι εγκατεστημένοι μόνο σε άλλα κράτη μέλη (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2000, C-355/98, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 2000, σ. I-1221, σκέψη 27, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    35     Κατά συνέπεια, πρέπει να εξακριβωθεί αν οι παρεκκλίσεις της Συνθήκης ή επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος μπορούν να δικαιολογήσουν την επίδικη διάταξη.

    36     Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προβάλλει, κυρίως, ότι η δραστηριότητα των ιδιωτικών οργανισμών συνιστά άμεση και ειδική συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας κατά την έννοια του άρθρου 55 ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ και, επικουρικώς, ότι η επίδικη διάταξη δικαιολογείται από τον σκοπό της προστασίας των καταναλωτών.

    37     Όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα, υπενθυμίζεται ότι, ως παρέκκλιση από τον θεμελιώδη κανόνα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, το άρθρο 55 ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς ώστε το περιεχόμενό του να περιορίζεται σε αυτό που είναι απολύτως αναγκαίο για τη διασφάλιση των συμφερόντων που η διάταξη αυτή επιτρέπει στα κράτη μέλη να προστατεύουν (βλ., συναφώς, απόφαση της 30ής Μαρτίου 2006, Servizi Ausiliari Dottori Commercialisti, C-451/03, Συλλογή 2006, σ. I‑2941, σκέψη 45, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    38     Έτσι, κατά πάγια νομολογία, η παρέκκλιση που προβλέπουν τα άρθρα αυτά πρέπει να περιορίζεται στις δραστηριότητες οι οποίες, καθεαυτές, αποτελούν άμεση και ειδική συμμετοχή στην άσκηση εξουσίας δημόσιας αρχής (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Servizi Ausiliari Dottori Commercialisti, σκέψη 46, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία), πράγμα το οποίο αποκλείει να θεωρηθούν ως συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας κατά την έννοια της εν λόγω παρεκκλίσεως τα απλώς βοηθητικά και προπαρασκευαστικά καθήκοντα έναντι οντότητας που ασκεί πράγματι τη δημόσια εξουσία λαμβάνοντας την τελική απόφαση (προπαρατεθείσα απόφαση Thijssen, σκέψη 22).

    39     Από τον κανονισμό 2092/91 προκύπτει ότι η δραστηριότητα των ιδιωτικών οργανισμών και οι λεπτομέρειες ασκήσεώς της μπορούν να περιγραφούν ως εξής.

    40     Πρώτον, οι ιδιωτικοί οργανισμοί θέτουν σε εφαρμογή, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 3, του κανονισμού 2092/91, τα μέτρα ελέγχου και ασφάλειας του παραρτήματος ΙΙΙ του κανονισμού αυτού.

    41     Δεύτερον, δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 9, στοιχεία α΄ και β΄, του εν λόγω κανονισμού, οι οργανισμοί αυτοί αντλούν τις συνέπειες των ελέγχων που πραγματοποιούν επιτρέποντας ή μη επιτρέποντας τη χρήση των ενδείξεων της βιολογικής μεθόδου παραγωγής στα προϊόντα που διαθέτουν στο εμπόριο οι επιχειρηματίες τους οποίους ελέγχουν και, σε περίπτωση καταφανούς ή παρατεταμένης παράβασης, απαγορεύουν στον συγκεκριμένο επιχειρηματία την εμπορία προϊόντων με ενδείξεις που αναφέρονται στη βιολογική μέθοδο παραγωγής, επί διάστημα το οποίο συμφωνείται από κοινού με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους.

    42     Τρίτον, δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφοι 6, στοιχείο γ΄, και 8, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού 2092/91, οι οργανισμοί αυτοί πρέπει να ενημερώνουν για τη δραστηριότητά τους την αρχή που είναι επιφορτισμένη με την έγκριση και εποπτεία τους, αντιστοίχως, πληροφορώντας τη για τις διαπιστωθείσες παραβάσεις και τις επιβληθείσες κυρώσεις, παρέχοντάς της κάθε απαιτούμενη πληροφορία και διαβιβάζοντάς της ετησίως κατάλογο των επιχειρηματιών που υπέκειντο στον έλεγχό τους καθώς και έκθεση δραστηριοτήτων. Περαιτέρω, το άρθρο 9, παράγραφος 8, στοιχείο α΄, προβλέπει ότι παρέχουν στην επιθεωρούσα αρμόδια αρχή πρόσβαση στα γραφεία και τις εγκαταστάσεις τους και κάθε πληροφορία και βοήθεια που αυτή κρίνει αναγκαία για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της.

    43     Μολονότι από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι η δραστηριότητα των ιδιωτικών οργανισμών δεν περιορίζεται στη διοργάνωση απλών ελέγχων πιστότητας των γεωργικών προϊόντων βιολογικής παραγωγής, αλλά περιλαμβάνει και την άσκηση προνομίων ως προς τις αντλούμενες από τους ελέγχους αυτούς συνέπειες, πρέπει παρ’ όλ’ αυτά να τονιστεί ότι ο κανονισμός 2092/91 προβλέπει την πλαισίωση των οργανισμών αυτών από την αρμόδια δημόσια αρχή. Συνεπώς, το άρθρο 9, παράγραφος 4, του κανονισμού αυτού υποβάλλει τους εν λόγω κανονισμούς στην εποπτεία της αρχής αυτής. Μεταξύ άλλων διατάξεων, η παράγραφος 6 του ιδίου άρθρου διευκρινίζει τις λεπτομέρειες ασκήσεως της εποπτείας αυτής, προβλέποντας ιδίως ότι η εν λόγω αρχή, πλην της αρμοδιότητάς της περί χορηγήσεως και ανακλήσεως της εγκρίσεως, διασφαλίζει την αντικειμενικότητα και επαληθεύει την αποτελεσματικότητα των ελέγχων που πραγματοποιούν οι ιδιωτικοί οργανισμοί. Επιπλέον, το άρθρο 9, παράγραφος 8, στοιχείο α΄, του εν λόγω κανονισμού επιβάλλει στους οργανισμούς αυτούς να επιτρέπουν στην αρμόδια αρχή την πρόσβαση στα γραφεία και εγκαταστάσεις τους, για τους σκοπούς της επιθεωρήσεως.

    44     Επομένως, οι ιδιωτικοί οργανισμοί ασκούν προφανώς τη δραστηριότητά τους υπό την ενεργό εποπτεία της αρμόδιας δημόσιας αρχής η οποία είναι, τελικώς, υπεύθυνη για τους ελέγχους και τις αποφάσεις των εν λόγω οργανισμών, όπως καταδεικνύουν οι υποχρεώσεις της αρχής αυτής, υπομνησθείσες στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως. Η κρίση αυτή ενισχύεται εξάλλου από το άρθρο 3, παράγραφος 1, του ÖLG, κατά το μέτρο που η ανάθεση διεξαγωγής του ελέγχου που προβλέπει ο κανονισμός 2092/91 σε ιδιωτικούς οργανισμούς δεν συνδέεται με την κίνηση διοικητικής διαδικασίας. Επομένως, ο βοηθητικός και προπαρασκευαστικός ρόλος που αναθέτει στους οργανισμούς αυτούς ο εν λόγω κανονισμός έναντι της επιθεωρούσας αρχής δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άμεση και ειδική συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας κατά την έννοια του άρθρου 55 ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ.

    45     Ωστόσο, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ισχυρίζεται ότι, στη Γερμανία, έχουν ανατεθεί στους ιδιωτικούς οργανισμούς πέραν του εν λόγω κανονισμού προνόμια. Έτσι, οι οργανισμοί αυτοί είναι αρμόδιοι να εκδίδουν διοικητικές πράξεις, των οποίων η δεσμευτική ισχύς αντιστοιχεί με την ισχύ των αποφάσεων της δημόσιας αρχής.

    46     Συναφώς, τονίζεται, αφενός, ότι, με τη σκέψη 37 της παρούσας αποφάσεως, υπενθυμίζεται ότι η παρέκκλιση του άρθρου 55 ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 45 ΕΚ, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο που να περιορίζει το περιεχόμενό της σε αυτό που είναι απολύτως αναγκαίο για τη διασφάλιση των συμφερόντων που η διάταξη αυτή επιτρέπει στα κράτη μέλη να προστατεύουν.

    47     Αφετέρου, μολονότι ο κανονισμός 2092/91 δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να χορηγούν στους εν λόγω οργανισμούς προνόμια δημόσιας εξουσίας προς εκπλήρωση της δραστηριότητάς τους ελέγχου, και μάλιστα να τους αναθέτουν και άλλες δραστηριότητες οι οποίες συνιστούν άμεση και ειδική συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει πάντως ότι δεν μπορεί να επεκταθεί η εξαίρεση των άρθρων 45 ΕΚ και 55 ΕΚ συνολικά σε ένα επάγγελμα, εάν οι δραστηριότητες που μετέχουν ενδεχομένως στην άσκηση δημόσιας εξουσίας συνιστούν στοιχείο δυνάμενο να διαχωρισθεί από το σύνολο της επίμαχης επαγγελματικής δραστηριότητας (βλ., όσον αφορά το άρθρο 45 ΕΚ, την προπαρατεθείσα απόφαση Reyners, σκέψη 47).

    48     Ωστόσο, υπενθυμίζεται ότι, όπως διαπιστώθηκε με τη σκέψη 44 της παρούσας αποφάσεως, η δραστηριότητα των ιδιωτικών οργανισμών όπως καθορίζεται με τον κανονισμό 2092/91 δεν συνιστά άμεση και ειδική συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας, οπότε κάθε άλλη πρόσθετη επαγγελματική δραστηριότητα συνιστώσα τέτοιου είδους συμμετοχή δύναται οπωσδήποτε να εξετασθεί μεμονωμένα.

    49     Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα που προέβαλε επικουρικώς η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, περί της δικαιολογήσεως του άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 4, του ÖLG από λόγους προστασίας των καταναλωτών, το εν λόγω κράτος μέλος υποστηρίζει, ειδικότερα, ότι η υποχρέωση που επιβάλλεται στους ιδιωτικούς οργανισμούς να διαθέτουν υποκατάστημα ή μόνιμη εγκατάσταση είναι απαραίτητη για να διασφαλίζουν οι γερμανικές αρχές, αφενός, ότι οι οργανισμοί που παρέχουν εκεί υπηρεσίες ελέγχου διαθέτουν πράγματι την απαιτούμενη υποδομή και προσωπικό, και, αφετέρου, να πραγματοποιούν τις επιτόπου επιθεωρήσεις του κανονισμού 2092/91.

    50     Συναφώς, επισημαίνεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η προστασία των καταναλωτών μπορεί να δικαιολογήσει εμπόδια στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (βλ. συναφώς, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 9ης Ιουλίου 1997, C-34/95 έως C-36/95, De Agostini et TV-Shop, Συλλογή 1997, σ. I-3843, σκέψη 53· της 6ης Νοεμβρίου 2003, C-243/01, Gambelli κ.λπ., Συλλογή 2003, σ. I-13031, σκέψη 67, καθώς και της 6ης Μαρτίου 2007, C-338/04, C-359/04 και C-360/04, Placanica κ.λπ., που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 46).

    51     Πάντως, σημασία έχει η διασφάλιση ότι τα ληφθέντα συναφώς μέτρα δεν υπερβαίνουν αυτό που είναι αντικειμενικώς αναγκαίο (βλ., συναφώς, απόφαση της 11ης Μαρτίου 2004, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C‑496/01, Συλλογή 2004, σ. I-2351, σκέψη 68).

    52     Ωστόσο, η υποχρέωση που επιβάλλεται στους εγκεκριμένους σε άλλο κράτος μέλος ιδιωτικούς οργανισμούς να διαθέτουν εγκατάσταση επί του γερμανικού εδάφους για να μπορούν να ασκούν εκεί τη δραστηριότητά τους βαίνει πέραν του αντικειμενικώς αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού της προστασίας των καταναλωτών.

    53     Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι ο κανονισμός 2092/91 θεσπίζει τα ελάχιστα κριτήρια στον τομέα της εποπτείας των εν λόγω οργανισμών. Τα κριτήρια αυτά είναι εφαρμοστέα στο σύνολο των κρατών μελών, οπότε διασφαλίζεται ότι ένας εγκεκριμένος σε κράτος μέλος οργανισμός που παρέχει υπηρεσίες ελέγχου εντός της Γερμανίας πληροί, μεταξύ άλλων, τα διάφορα κριτήρια του εν λόγω κανονισμού και, συνεπώς, διασφαλίζεται η προστασία των καταναλωτών.

    54     Επομένως, το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 4, του ÖLG, απαιτώντας από τους εγκεκριμένους σε άλλο κράτος μέλος ιδιωτικούς οργανισμούς να διαθέτουν στη Γερμανία εγκατάσταση για να μπορούν οι γερμανικές αρχές να επιβλέπουν τη δραστηριότητά τους, αποκλείει να λαμβάνονται υπόψη οι υποχρεώσεις και τα μέτρα εποπτείας που έχουν επιβληθεί στους οργανισμούς αυτούς στο κράτος μέλος όπου έχουν εγκριθεί.

    55     Ωστόσο, οι γερμανικές αρχές μπορούν να επιτύχουν τις απαιτούμενες βάσει του κανονισμού 2092/91 εγγυήσεις με λιγότερο περιοριστικά μέτρα.

    56     Επομένως, οι εν λόγω αρχές μπορούν, αφενός, πριν από κάθε παροχή υπηρεσιών, να απαιτούν από εγκεκριμένο σε άλλο κράτος ιδιωτικό οργανισμό να αποδεικνύει ότι έχει, πράγματι, εγκριθεί στο κράτος μέλος εγκαταστάσεως και διαθέτει την υποδομή και το προσωπικό που απαιτούνται για την εκτέλεση των υπηρεσιών που επιθυμεί να παράσχει επί του γερμανικού εδάφους. Τα στοιχεία αυτά μπορούν να επιβεβαιωθούν από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εγκαταστάσεως, στις οποίες έχει ανατεθεί η εποπτεία της δραστηριότητας του οικείου οργανισμού.

    57     Αφετέρου, αν ο οργανισμός αυτός διαπιστώσει παρατυπία κατά τους ελέγχους που πραγματοποιεί στη Γερμανία, ο κανονισμός 2092/91 προβλέπει στο άρθρο 10α σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών, βάσει του οποίου οι γερμανικές αρχές μπορούν να επισημάνουν την παρατυπία στην επιθεωρούσα τον εν λόγω οργανισμό αρχή, ώστε η αρχή αυτή να λάβει τα επιβαλλόμενα μέτρα, ήτοι, παραδείγματος χάρη, να επιθεωρήσει τις εγκαταστάσεις του οργανισμού αυτού και να ανακαλέσει, αν χρειάζεται, την έγκρισή του.

    58     Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 4, του ÖLG δεν είναι ανάλογο με τον σκοπό της προστασίας των καταναλωτών που επικαλείται η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

    59     Συνεπώς, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, απαιτώντας από τους εγκεκριμένους σε άλλο κράτος μέλος ιδιωτικούς οργανισμούς να διαθέτουν εγκατάσταση επί του γερμανικού εδάφους για να μπορούν να παρέχουν εκεί υπηρεσίες ελέγχου, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 49 ΕΚ.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    60     Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε να καταδικαστεί η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα και η τελευταία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

    1)      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, απαιτώντας από τους εγκεκριμένους σε άλλο κράτος μέλος ιδιωτικούς οργανισμούς ελέγχου των γεωργικών προϊόντων βιολογικής παραγωγής να διαθέτουν εγκατάσταση επί του γερμανικού εδάφους για να μπορούν να παρέχουν εκεί υπηρεσίες ελέγχου, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 49 ΕΚ.

    2)      Καταδικάζει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα.

    (υπογραφές)


    * Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Top