EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62005CJ0040

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 11ης Ιανουαρίου 2007.
Kaj Lyyski κατά Umeå universitet.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Överklagandenämnden för högskolan - Σουηδία.
Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων - Άρθρο 39 ΕΚ - Εμπόδια -Επαγγελματική κατάρτιση - Εκπαιδευτικοί - Απόρριψη υποψηφιότητας συμμετοχής σε πρόγραμμα καταρτίσεως εκπαιδευτικού απασχολούμενου σε σχολείο άλλου κράτους μέλους.
Υπόθεση C-40/05.

Συλλογή της Νομολογίας 2007 I-00099

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2007:10

Υπόθεση C-40/05

Kaj Lyyski

κατά

Umeå universitet

(αίτηση του Överklagandenämnden för högskolan

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων — Άρθρο 39 ΕΚ — Εμπόδια —Επαγγελματική κατάρτιση — Εκπαιδευτικοί — Απόρριψη υποψηφιότητας συμμετοχής σε πρόγραμμα καταρτίσεως εκπαιδευτικού απασχολούμενου σε σχολείο άλλου κράτους μέλους»

Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα C. Stix-Hackl της 14ης Σεπτεμβρίου 2006 

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 11ης Ιανουαρίου 2007 

Περίληψη της αποφάσεως

Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων — Εργαζόμενοι — Πρόσβαση στην επαγγελματική εκπαίδευση

(Άρθρο 39 ΕΚ)

Δεν είναι αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο εθνική νομοθετική ρύθμιση για την οργάνωση προγράμματος καταρτίσεως προσωρινού χαρακτήρα, προοριζόμενου να καλύψει σε σύντομο χρόνο τη ζήτηση καταρτισμένων εκπαιδευτικών σε ένα κράτος μέλος, η οποία θέτει ως προϋπόθεση οι υποψήφιοι του προγράμματος αυτού να απασχολούνται σε σχολείο του εν λόγω κράτους μέλους, υπό τον όρο, όμως, ότι η εφαρμογή της νομοθετικής αυτής ρυθμίσεως δεν καταλήγει εκ των προτέρων σε αποκλεισμό κάθε υποψηφιότητας εκπαιδευτικού που δεν απασχολείται σε τέτοιο σχολείο, χωρίς προηγούμενη και εξατομικευμένη εκτίμηση των προσόντων της υποψηφιότητας αυτής, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τις ικανότητες του ενδιαφερομένου και τη δυνατότητα επιβλέψεως του πρακτικού μέρους του προγράμματος καταρτίσεως στο οποίο συμμετέχει ή, ενδεχομένως, απαλλαγής του από αυτό.

(βλ. σκέψη 49 και διατακτ.)




ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 11ης Ιανουαρίου 2007 (*)

«Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων – Άρθρο 39 ΕΚ – Εμπόδια –Επαγγελματική κατάρτιση – Εκπαιδευτικοί – Απόρριψη υποψηφιότητας συμμετοχής σε πρόγραμμα καταρτίσεως εκπαιδευτικού απασχολούμενου σε σχολείο άλλου κράτους μέλους»

Στην υπόθεση C-40/05,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Överklagandenämnden för Högskolan (Σουηδία) με απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2005, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 3 Φεβρουαρίου 2005, στο πλαίσιο της δίκης

Kaj Lyyski

κατά

Umeå universitet,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Rosas, πρόεδρο τμήματος, A. Borg Barthet και J. Malenovský (εισηγητή), δικαστές,

γενική εισαγγελέας: C. Stix-Hackl

γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 27ης Απριλίου 2006,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–       η Σουηδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την K. Wistrand,

–       η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον T. Nowakowski,

–       η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τη L. Ström van Lier και τον G. Rozet,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2006,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1       Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 12 ΕΚ και 39 ΕΚ.

2       Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Κ. Lyyski, Σουηδού υπηκόου που απασχολείται ως εκπαιδευτικός σε σχολείο της Φινλανδίας, και του Umeå universitet (Σουηδία) με αντικείμενο την απόρριψη της υποψηφιότητας που είχε υποβάλει για την παρακολούθηση προγράμματος καταρτίσεως στο πανεπιστήμιο αυτό.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το κοινοτικό δίκαιο

3       Το άρθρο 3, παράγραφος 1, ΕΚ ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του άρθρου 2, η δράση της Κοινότητας περιλαμβάνει, σύμφωνα με τους όρους και με το χρονοδιάγραμμα που προβλέπει η παρούσα Συνθήκη:

[...]

π)      συμβολή σε μία παιδεία και κατάρτιση υψηλού επιπέδου, καθώς και στην ανάπτυξη των πολιτισμών των κρατών μελών·

[…]»

4       Το άρθρο 12, πρώτο εδάφιο, ΕΚ ορίζει τα εξής:

«Εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας συνθήκης και με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεών της, απαγορεύεται κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας.»

5       Το άρθρο 39, παράγραφοι 1 και 2, ΕΚ ορίζει τα εξής:

«1.       Εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων εντός της Κοινότητας.

2.      Η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων συνεπάγεται την κατάργηση κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγενείας μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών, όσον αφορά την απασχόληση, την αμοιβή και τους άλλους όρους εργασίας.»

6       Το άρθρο 149, παράγραφοι 1 και 2, ΕΚ έχει ως εξής:

«1.      Η Κοινότητα συμβάλλει στην ανάπτυξη παιδείας υψηλού επιπέδου, ενθαρρύνοντας τη συνεργασία μεταξύ κρατών μελών και, αν αυτό απαιτείται, υποστηρίζοντας και συμπληρώνοντας τη δράση τους, σεβόμενη ταυτόχρονα πλήρως την αρμοδιότητα των κρατών μελών για το περιεχόμενο της διδασκαλίας και την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος, καθώς και την πολιτιστική και γλωσσική τους πολυμορφία.

2.      Η δράση της Κοινότητας έχει ως στόχο:

[...]

–       να ευνοεί την κινητικότητα φοιτητών και εκπαιδευτικών […]

[...]»

7       Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 150, παράγραφοι 1 και 2, ΕΚ:

«1.      Η Κοινότητα εφαρμόζει πολιτική επαγγελματικής εκπαίδευσης, η οποία στηρίζει και συμπληρώνει τις δράσεις των κρατών μελών, σεβόμενη ταυτόχρονα πλήρως την αρμοδιότητα των κρατών μελών για το περιεχόμενο και την οργάνωση της επαγγελματικής εκπαίδευσης.

2.      Η δράση της Κοινότητας έχει ως στόχο:

[...]

–       να διευκολύνει την πρόσβαση στην επαγγελματική εκπαίδευση και την ενίσχυση της κινητικότητας των εκπαιδευτών και των εκπαιδευομένων και ιδίως των νέων,

[…]»

 Το εθνικό δίκαιο

 Οι διατάξεις που αφορούν τις προϋποθέσεις προσλήψεως εκπαιδευτικών με καθεστώς αορίστου χρόνου στη Σουηδία

8       Το κεφάλαιο 2, άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, σημεία 1 και 2, και δεύτερο εδάφιο, του νόμου 1985:1100 περί της σχολικής εκπαιδεύσεως [skollagen (1985:1100), στο εξής: νόμος περί σχολικής εκπαιδεύσεως] ορίζει ότι έχει τα προσόντα για να προσληφθεί με σύμβαση αορίστου χρόνου ως εκπαιδευτικός, νηπιαγωγός ή παιδαγωγός ελεύθερου χρόνου, στο δημόσιο σχολικό σύστημα, όποιος:

«1.      έχει σουηδικό πτυχίο εκπαιδευτικού ή πτυχίο παιδαγωγού παιδιών ή νέων, σύμφωνα με τις κανονιστικές διατάξεις που θέσπισε η κυβέρνηση βάσει του κεφαλαίου 1, άρθρο 11, του νόμου 1434:1992, περί της ανωτέρας εκπαιδεύσεως [högskolelagen (1992:1434)], ή ισοδύναμη εκπαίδευση βάσει προηγούμενου καθεστώτος, με βασική κατεύθυνση εκπαιδεύσεως ανάλογη με αυτή που απαιτεί η θέση ή

2. έχει λάβει από τη Högskoleverket (υπηρεσία ανωτάτης εκπαιδεύσεως) πιστοποιητικό ικανότητας σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 4a και 4b.

Όποιος δεν έχει τα προσόντα αυτά μπορεί πάντως να προσληφθεί με σύμβαση αορίστου χρόνου αν ο αριθμός των εχόντων τα προσόντα υποψηφίων είναι ανεπαρκής, αν η πρόσληψη δικαιολογείται από ιδιαίτερους λόγους, αν το πρόσωπο αυτό έχει ισοδύναμα επαγγελματικά προσόντα στα διδακτικά αντικείμενα που συνδέονται με τη θέση που πρόκειται να καταλάβει και αν μπορεί να θεωρηθεί κατάλληλος για διδασκαλία. […]»

9       Το κεφάλαιο 2, άρθρο 4 bis, του νόμου περί σχολικής εκπαιδεύσεως ορίζει τα εξής:

«Όποιος έχει ακολουθήσει σπουδές εκπαιδευτικού στο εξωτερικό λαμβάνει βεβαίωση που πιστοποιεί τα προσόντα του αν οι σπουδές αυτές, μόνες ή σε συνδυασμό με επαγγελματική πείρα, ισοδυναμούν με την εκπαίδευση των παιδαγωγών που προβλέπει το άρθρο 4, εδάφιο πρώτο, σημείο 1. […]»

1.     Οι διατάξεις που αφορούν το επίδικο στην κύρια δίκη πρόγραμμα καταρτίσεως

10     Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι, σύμφωνα με το νομοσχέδιο για τον προϋπολογισμό του 2002, εφαρμόζεται εδώ και μερικά χρόνια ένα ειδικό πρόγραμμα καταρτίσεως εκπαιδευτικών («särskild lärarutbildning», στο εξής: πρόγραμμα SÄL ή προγράμματα καταρτίσεως SÄL), προκειμένου να εκπαιδεύεται μεγαλύτερος αριθμός εκπαιδευτικών, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, της μεγάλης αυξήσεως του αριθμού των μαθητών και, αφετέρου, του μεγάλου αριθμού των συνταξιοδοτούμενων εκπαιδευτικών.

11     Ο κανονισμός 2001:740 για τα ειδικά προγράμματα καταρτίσεως εκπαιδευτικών (förordning om särskilda Lärarutbildningar (2001:740), στο εξής: κανονισμός SÄL) προβλέπει τις διατάξεις που σχετίζονται με τα προγράμματα καταρτίσεως SÄL. Αναθέτει σε έξι πανεπιστήμια και κέντρα ανώτερης εκπαιδεύσεως το έργο της καταρτίσεως των εκπαιδευτικών που δεν έχουν τα απαιτούμενα προσόντα για να προσληφθούν με σύμβαση αορίστου χρόνου από σουηδικά σχολεία ή που επιθυμούν να αποκτήσουν επιπλέον προσόντα. Με την πρωτοβουλία αυτή προβλέπεται ότι θα εκπαιδευθούν και θα αποκτήσουν τα σχετικά προσόντα 4 000 περίπου εκπαιδευτικοί. Ο κανονισμός SÄL άρχισε να ισχύει την 1η Νοεμβρίου 2001 και εφαρμόζεται μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006.

12     Το άρθρο 1 του κανονισμού SÄL, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», προβλέπει:

«Ο παρών κανονισμός περιέχει διατάξεις που αφορούν τα προγράμματα ανώτερης καταρτίσεως που οργανώνονται με ειδικά μέσα με σκοπό να παράσχουν στους σπουδαστές τη δυνατότητα να παρουσιαστούν στις εξετάσεις των εκπαιδευτικών.»

13     Το άρθρο 2 του κανονισμού SÄL, με τίτλο «Τόπος των προγραμμάτων καταρτίσεως», ορίζει τα εξής:

«Τα προγράμματα καταρτίσεως διεξάγονται στα πανεπιστήμια και στα κέντρα ανώτερης εκπαιδεύσεως που ορίζονται από το κράτος. Υπό τον όρο “κέντρο ανώτερης εκπαιδεύσεως” νοούνται στο εξής τόσο τα πανεπιστήμια όσο και τα κέντρα ανώτερης εκπαιδεύσεως.»

14     Το άρθρο 3 του κανονισμού SÄL, με τίτλο «Σκοπός των προγραμμάτων καταρτίσεως», ορίζει τα εξής:

«Τα προγράμματα καταρτίσεως διεξάγονται προκειμένου να ανταποκριθούν ταχέως στις ανάγκες σε καταρτισμένους εκπαιδευτικούς και καλύπτουν τα αντικείμενα ή τις κατευθύνσεις που επιλέγονται από τα κέντρα ανώτερης εκπαιδεύσεως κατόπιν συνεννοήσεως με τις ενδιαφερόμενες τοπικές κοινότητες.»

15     Όσον αφορά τις προϋποθέσεις συμμετοχής, το άρθρο 6 του κανονισμού SÄL ορίζει τα εξής:

«Όποιος δεν πληροί τις προϋποθέσεις προσλήψεως με σύμβαση αορίστου χρόνου, σύμφωνα με το κεφάλαιο 2, άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, σημεία 1 και 2, του [νόμου περί σχολικής εκπαιδεύσεως], μπορεί να γίνει δεκτός σε ένα πρόγραμμα καταρτίσεως εφόσον:

1.      βάσει προηγούμενης ανωτάτης εκπαιδεύσεως ή επαγγελματικής εμπειρίας πληροί τις προϋποθέσεις για να λάβει πτυχίο εκπαιδευτικού για διδασκαλία στο μάθημα ή στην κατεύθυνση τις οποίες αφορά η εκπαίδευση και

2.      έχει προσληφθεί ως εκπαιδευτικός από εκπρόσωπο εκπαιδευτικού ιδρύματος στο οποίο μπορεί να διεξαχθεί το πρακτικό μέρος της καταρτίσεως.

Ο υποψήφιος που πληροί τις προϋποθέσεις προσλήψεως με σύμβαση αορίστου χρόνου, σύμφωνα με το κεφάλαιο 2, άρθρο 4, παράγραφος 1, σημεία 1 και 2, του [νόμου περί σχολικής εκπαιδεύσεως], πληροί επίσης τις προϋποθέσεις για την κατάρτιση αν αυτή οδηγεί στην απόκτηση των προσόντων για διδασκαλία σε επιπλέον ένα ή περισσότερα μαθήματα ή κατευθύνσεις.»

16     Το άρθρο 7 του κανονισμού SÄL ορίζει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 6, ο υποψήφιος πρέπει να έχει τύχει ανώτερης εκπαιδεύσεως τέτοιας ώστε να μπορεί να λάβει πτυχίο εκπαιδευτικού σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, ή να αποκτήσει τα προσόντα για τη διδασκαλία άλλου αντικειμένου, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2. Με πανεπιστημιακή εκπαίδευση ισοδυναμούν οι αντίστοιχες γνώσεις που ο υποψήφιος απέκτησε στη Σουηδία ή στο εξωτερικό.»

17     Το άρθρο 10 του κανονισμού SÄL προβλέπει ότι τα προγράμματα καταρτίσεως SÄL διεξάγονται με μειωμένο κατά το ήμισυ τουλάχιστον ωράριο και πρέπει να ολοκληρωθούν το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 2006. Η συνολική διάρκεια του προγράμματος καταρτίσεως για ένα σπουδαστή ολοκληρώνεται υποχρεωτικά με τη συγκέντρωση 60 μονάδων. Τα εν λόγω προγράμματα καταρτίσεως πρέπει να σχεδιάζονται με βάση την προηγούμενη εκπαίδευση και επαγγελματική πείρα κάθε σπουδαστή.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

18     Ο Κ. Lyyski, Σουηδός υπήκοος, υπέβαλε αίτηση για να παρακολουθήσει, στο πλαίσιο του προγράμματος SÄL, πρόγραμμα καταρτίσεως στο Umeå universitet από το φθινόπωρο του 2004.

19     Στον φάκελο της υποψηφιότητάς του ανέφερε ότι, κατά τη διάρκεια του προγράμματος αυτού, θα απασχολούνταν ως εκπαιδευτικός σε σουηδόφωνο λύκειο στο Åbo (Φινλανδία).

20     Το Umeå universitet απέρριψε την αίτησή του. Έκρινε ότι, σύμφωνα με τον κανονισμό SÄL, όπως ερμηνεύεται τόσο από το ίδιο όσο και από το σουηδικό Υπουργείο Εθνικής Παιδείας, ο Κ. Lyyski δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για να τύχει της καταρτίσεως που παρέχεται στο πλαίσιο του προγράμματος SÄL, καθόσον δεν απασχολούνταν σε σουηδικό σχολείο και θα έπρεπε, κατά συνέπεια, να παρακολουθήσει το πρακτικό μέρος του προγράμματος στη Φινλανδία.

21     Ο Κ. Lyyski άσκησε προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου κατά της αποφάσεως με την οποία το Umeå universitet απέρριψε την υποψηφιότητά του. Υποστήριξε ότι έπρεπε να αναγνωριστεί ότι πληροί τις προϋποθέσεις για να γίνει δεκτός στο εν λόγω πρόγραμμα και ότι, ως Σουηδός υπήκοος που κατοικεί στη Φινλανδία και απασχολείται σε σουηδόφωνο λύκειο του κράτους μέλους αυτού, διέθετε επαρκή επαγγελματική πείρα για να ακολουθήσει τη σταδιοδρομία του εκπαιδευτικού.

22     Το Umeå universitet υποστήριξε ότι η απασχόληση σε σχολείο στη Σουηδία, ως προϋπόθεση προσβάσεως στα προγράμματα καταρτίσεως SÄL, δικαιολογείται από λόγους αντικειμενικούς και ανάλογους του σκοπού των προγραμμάτων αυτών.

23     Το αιτούν δικαστήριο κάνει μνεία των άρθρων 12 ΕΚ και 149, παράγραφος 1, ΕΚ, καθώς και των αποφάσεων του Δικαστηρίου, της 7ης Φεβρουαρίου 1979, 115/78, Knoors (Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 169), της 13ης Φεβρουαρίου 1985, 293/83, Gravier (Συλλογή 1985, σ. 593), της 2ας Φεβρουαρίου 1988, 24/86, Blaizot (Συλλογή 1988, σ. 379), και της 11ης Ιουλίου 2002, C‑224/98, D’Hoop (Συλλογή 2002, σ. I-6191), και εκτιμά ότι η επίδικη περίπτωση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου και ότι, ως εκ τούτου, τίθεται το ζήτημα αν η προϋπόθεση της απασχολήσεως σε σουηδικό σχολείο, προκειμένου να γίνει κάποιος δεκτός στα προγράμματα καταρτίσεως SÄL, είναι σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο.

24     Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Överklagandenämnden för Högskolan αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1.      Εμποδίζει το κοινοτικό δίκαιο, ειδικότερα δε το άρθρο 12 ΕΚ, το να τίθεται, κατά την εξέταση του αν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις για συμμετοχή σε πρόγραμμα καταρτίσεως εκπαιδευτικών, η οποία σκοπό έχει να καλύψει σε σύντομο χρόνο τις ανάγκες σε ειδικευμένους εκπαιδευτικούς στη Σουηδία, η υποχρέωση να απασχολείται ο αιτών σε σουηδικό σχολείο; Μπορεί η απαίτηση αυτή να θεωρηθεί δικαιολογημένη και αναλογική;

2.      Επηρεάζεται η απάντηση στο πρώτο ερώτημα αναλόγως του αν ο αιτών τη συμμετοχή στο ως άνω πρόγραμμα καταρτίσεως, ο οποίος απασχολείται σε σχολείο άλλου κράτους μέλους πλην του Βασιλείου της Σουηδίας, είναι Σουηδός υπήκοος ή υπήκοος κάποιου άλλου κράτους μέλους;

3.      Επηρεάζεται η απάντηση στο πρώτο ερώτημα αναλόγως του αν το ως άνω πρόγραμμα καταρτίσεως εκπαιδευτικών παρέχεται μόνο για περιορισμένο χρόνο ή αν πρόκειται για ένα πιο μόνιμο πρόγραμμα καταρτίσεως;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

25     Με τα ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν είναι αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο εθνική διάταξη που οργανώνει πρόγραμμα καταρτίσεως προσωρινού χαρακτήρα προοριζόμενο να καλύψει σε σύντομο χρόνο τη ζήτηση καταρτισμένων εκπαιδευτικών σε ένα κράτος μέλος, η οποία εφαρμόζεται κατά τρόπον ώστε να συμμετέχουν στο εν λόγω πρόγραμμα καταρτίσεως μόνον υποψήφιοι που απασχολούνται σε σχολεία του εν λόγω κράτους μέλους και αν, προκειμένου να εκτιμηθεί κάτι τέτοιο, έχει σημασία το αν το εκπαιδευτικό αυτό πρόγραμμα έχει μόνιμο ή μη μόνιμο χαρακτήρα και το ότι οι υποψήφιοι είναι ή όχι υπήκοοι του κράτους μέλους αυτού.

26     Προκειμένου να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα αυτά, πρέπει προηγουμένως να εξεταστεί αν μία περίπτωση όπως η επίδικη στην κύρια δίκη εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου.

27     Στην κρινομένη υπόθεση, το πρόγραμμα καταρτίσεως για το οποίο υπέβαλε αίτηση συμμετοχής ο προσφεύγων της κύριας δίκης στο πλαίσιο του προγράμματος SÄL έχει μεταξύ άλλων ως σκοπό την παροχή καταρτίσεως στους εκπαιδευτικούς οι οποίοι δεν διαθέτουν τα προσόντα που είναι αναγκαία για την πρόσληψή τους με σύμβαση αορίστου χρόνου από σουηδικό σχολείο κατά την κανονική διαδικασία που προβλέπει ο νόμος περί σχολικής εκπαιδεύσεως. Το πρόγραμμα αυτό, το οποίο εφαρμόζεται για ορισμένο χρονικό διάστημα με συγκεκριμένους πόρους που προβλέπονται από τον προϋπολογισμό του κράτους, έχει ως στόχο την παροχή ειδικών προσόντων με σκοπό την άσκηση του επαγγέλματος του εκπαιδευτικού με καθεστώς αορίστου χρόνου. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι ο κανονισμός SÄL έχει ως σκοπό την επαγγελματική κατάρτιση. Επιπλέον, η κατάρτιση αυτή παρέχεται από ορισμένα μόνον πανεπιστήμια και κέντρα ανώτερης εκπαιδεύσεως.

28     Όπως έκρινε το Δικαστήριο στη σκέψη 25 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Gravier, οι όροι προσβάσεως στην επαγγελματική εκπαίδευση εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚ (βλ. επίσης αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2004, C‑65/03, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 2004, σ. I‑6427, σκέψη 25, και της 7ης Ιουλίου 2005, C‑147/03, Επιτροπή κατά Αυστρίας, Συλλογή 2005, σ. I‑5969, σκέψη 32).

29     Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι τόσο η ανώτερη όσο και η πανεπιστημιακή εκπαίδευση αποτελούν επαγγελματική εκπαίδευση (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Blaizot, σκέψεις 15 έως 20, απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, 42/87, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1988, σ. 5445, σκέψεις 7 και 8, και προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Αυστρίας, σκέψη 33). Το αν η εκπαίδευση έχει ή όχι μόνιμο χαρακτήρα δεν ασκεί επιρροή κατά την εκτίμηση αυτή.

30     Υπό τις συνθήκες αυτές, απόφαση που λαμβάνεται στον τομέα της επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, όπως αυτή που απέρριψε την αίτηση του προσφεύγοντος της κύριας δίκης, μπορεί να εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου.

31     Όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων κατά την έννοια του άρθρου 39, παράγραφος 1, ΕΚ, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι κάθε κοινοτικός υπήκοος, ανεξαρτήτως του τόπου κατοικίας του και της ιθαγένειάς του, ο οποίος έκανε χρήση του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και άσκησε επαγγελματική δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ως άνω άρθρου (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 1999, C‑18/95, Terhoeve, Συλλογή 1999, σ. I‑345, σκέψη 27).

32     Τα ανωτέρω ισχύουν στην περίπτωση του προσφεύγοντος της κύριας δίκης, ο οποίος ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα σε κράτος μέλος διαφορετικό από αυτό του οποίου είναι υπήκοος και, ως εκ τούτου, η περίπτωσή του εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου. Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν μία εθνική νομοθετική ρύθμιση όπως ο κανονισμός SÄL έρχεται σε αντίθεση με τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου.

33     Επιβάλλεται, κατ’ αρχάς, η παρατήρηση ότι το άρθρο 12 ΕΚ, του οποίου γίνεται ρητή μνεία από το αιτούν δικαστήριο και το οποίο καθιερώνει τη γενική αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας, μπορεί να εφαρμοστεί αυτοτελώς μόνο σε καταστάσεις διεπόμενες από το κοινοτικό δίκαιο για τις οποίες η Συνθήκη δεν προβλέπει ειδική απαγόρευση των διακρίσεων (βλ. αποφάσεις της 26ης Νοεμβρίου 2002, C‑100/01, Oteiza Olazabal, Συλλογή 2002, σ. I‑10981, σκέψη 25, της 11ης Δεκεμβρίου 2003, C‑289/02, AMOK, Συλλογή 2003, σ. I‑15059, σκέψη 25, και της 29ης Απριλίου 2004, C‑387/01, Weigel, Συλλογή 2004, σ. I‑4981, σκέψη 57).

34     Όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, η αρχή αυτή τέθηκε σε εφαρμογή και συγκεκριμενοποιήθηκε με το άρθρο 39 ΕΚ, παράγραφος 2, ΕΚ. Παρέλκει, επομένως, η κρίση επί της εφαρμογής του άρθρου 12 ΕΚ (προπαρατεθείσα απόφαση Weigel, σκέψεις 58 και 59).

35     Στη συνέχεια, πρέπει να τονιστεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει κατ’ επανάληψη ότι όλες οι διατάξεις της Συνθήκης που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων αποσκοπούν στη διευκόλυνση της ασκήσεως, εκ μέρους των κοινοτικών υπηκόων, επαγγελματικών δραστηριοτήτων οποιασδήποτε φύσεως στο σύνολο του εδάφους της Κοινότητας και αποκλείουν μέτρα που θα μπορούσαν να αποβούν δυσμενή για τους εν λόγω υπηκόους όταν αυτοί επιθυμούν να ασκήσουν οικονομική δραστηριότητα στο έδαφος άλλου κράτους μέλους (αποφάσεις της 7ης Ιουλίου 1988, 154/87 και 155/87, Wolf κ.λπ., Συλλογή 1988, σ. 3897, σκέψη 13, της 15ης Δεκεμβρίου 1995, C-415/93, Bosman, Συλλογή 1995, σ. I-4921, σκέψη 94, προπαρατεθείσα απόφαση Terhoeve, σκέψη 37, αποφάσεις της 27ης Ιανουαρίου 2000, C-190/98, Graf, Συλλογή 2000, σ. I-493, σκέψη 21, και της 17ης Μαρτίου 2005, C‑109/04, Kranemann, Συλλογή 2005, σ. I‑2421, σκέψη 25).

36     Δεν αμφισβητείται ότι η πρόσληψη των εκπαιδευτικών με σύμβαση ορισμένου χρόνου είναι ανοιχτή σε όλους τους υπηκόους των κρατών μελών που διαθέτουν τα αναγκαία για τη διδασκαλία προσόντα. Συναφώς, η Σουηδική Κυβέρνηση υποστηρίζει, χωρίς να αμφισβητείται ως προς το σημείο αυτό, ότι τα προγράμματα καταρτίσεως SÄL απευθύνονται ακριβώς στους υπηκόους άλλων κρατών μελών που έχουν προσληφθεί ως εκπαιδευτικοί στη Σουηδία με συμβάσεις ορισμένου χρόνου και οι οποίοι είναι πιθανότερο απ’ ό,τι οι Σουηδοί υπήκοοι να μη διαθέτουν όλα τα προσόντα για να αποκτήσουν πρόσβαση στις μόνιμες θέσεις εκπαιδευτικών με τη συνήθη διαδικασία.

37     Εντούτοις, στον βαθμό που μία εθνική νομοθετική ρύθμιση όπως ο κανονισμός SÄL εφαρμόζεται κατά τρόπον ώστε να απαιτείται από τους υποψήφιους σπουδαστές ενός προγράμματος καταρτίσεως να απασχολούνται σε σχολείο του οικείου κράτους μέλους, ο συνακόλουθος αποκλεισμός των υποψηφιοτήτων εκπαιδευτικών που απασχολούνται σε σχολείο άλλου κράτους μέλους είναι δυνατό να αποτελεί δυσμενή μεταχείριση των υπηκόων που εργάζονται σε άλλα κράτη μέλη, και ιδίως εκείνων οι οποίοι, όπως ο προσφεύγων της κύριας δίκης, έχουν ασκήσει το δικαίωμά τους στην ελεύθερη κυκλοφορία. Ως εκ τούτου, η εφαρμογή μιας τέτοιας νομοθετικής ρυθμίσεως φαίνεται ότι μπορεί να παρεμποδίζει την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, πράγμα που απαγορεύεται κατ’ αρχήν από το άρθρο 39 ΕΚ.

38     Τέλος, καίτοι η απαίτηση περί απασχολήσεως των υποψηφίων για τα προγράμματα καταρτίσεως SÄL σε σουηδικά σχολεία αποτελεί εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, θα μπορούσε, εντούτοις, να μην εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 39 ΕΚ, αν επιδίωκε νόμιμο σκοπό σύμφωνο με τη Συνθήκη και αν δικαιολογούνταν από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος. Ακόμη και στην περίπτωση αυτή, όμως, θα έπρεπε η εφαρμογή του μέτρου αυτού να μπορεί να εγγυηθεί την υλοποίηση του στόχου αυτού και να μην υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξή του μέτρο (βλ. μεταξύ άλλων απόφαση της 31ης Μαρτίου 1993, C‑19/92, Kraus, Συλλογή 1993, σ. I‑1663, σκέψη 32, απόφαση Bosman, προπαρατεθείσα, σκέψη 104, απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C-224/01, Köbler, Συλλογή 2003, σ. Ι-1023, σκέψη 77, και απόφαση Kranemann, προπαρατεθείσα, σκέψη 33).

39     Από τα άρθρα 149 ΕΚ και 150 ΕΚ προκύπτει ότι η οργάνωση τόσο του εκπαιδευτικού συστήματος όσο και της επαγγελματικής εκπαιδεύσεως αποτελεί ευθύνη των κρατών μελών. Η ευθύνη αυτή προϋποθέτει μεταξύ άλλων τη συντήρηση ή τη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος, που πρέπει κατά συνέπεια να αποτελούν νόμιμους σκοπούς υπό το πρίσμα των διατάξεων της Συνθήκης. Δεν αμφισβητείται ότι ο SÄL εντάσσεται ακριβώς στο πλαίσιο αυτό.

40     Όσον αφορά την εκτίμηση των επιτακτικών λόγων γενικού συμφέροντος, δεν αμφισβητείται ότι η θέσπιση του κανονισμού SÄL εντάσσεται στο πλαίσιο της ελλείψεως στη Σουηδία καταρτισμένων εκπαιδευτικών προσληφθέντων με σύμβαση αορίστου χρόνου κατά την κανονική διαδικασία που προβλέπει ο νόμος περί σχολικής εκπαιδεύσεως. Από τον φάκελο προκύπτει ότι η έλλειψη αυτή αποτελεί συνέπεια στο κράτος μέλος αυτό, πρώτον, του σημαντικού αριθμού συνταξιοδοτήσεων τέτοιων εκπαιδευτικών, δεύτερον, του ανεπαρκούς αριθμού διπλωματούχων που πληρούν τις προϋποθέσεις προσβάσεως στη σχετική κανονική διαδικασία και, τέλος, της αυξήσεως του αριθμού των μαθητών των σχολείων. Δεδομένου ότι δεν αμφισβητείται πλέον ότι η πρόσληψη με σύμβαση αορίστου χρόνου διπλωματούχων εκπαιδευτικών, καίτοι είναι ανοιχτή σε όλους τους υπηκόους των κρατών μελών που διαθέτουν τους αναγκαίους τίτλους σπουδών, δεν κατέστη δυνατό να ικανοποιήσει τις ανάγκες αυτού του κράτους μέλους σε εκπαιδευτικούς, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι εθνικές αρχές είχαν το δικαίωμα να καταφύγουν στις υπηρεσίες εκπαιδευτικών που έχουν προσληφθεί με σύμβαση ορισμένου χρόνου.

41     Επομένως, τίθεται το ερώτημα αν η εφαρμογή του κανονισμού SÄL ανταποκρίνεται στην επιταγή περί αναλογικότητας έναντι του επιδιωκόμενου σκοπού.

42     Κατ’ αρχάς, πρέπει να επισημανθεί ότι τα προγράμματα καταρτίσεως SÄL παρέχονται από έξι μόνον πανεπιστήμια και κέντρα ανώτερης εκπαιδεύσεως, με ειδικούς πόρους προβλεπόμενους από τον κρατικό προϋπολογισμό και με στόχο την κατάρτιση 4 000 εκπαιδευτικών. Από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, το εν λόγω πρόγραμμα καταρτίσεως είχε μάλλον μεμονωμένο χαρακτήρα.

43     Εξάλλου, απαιτείται από τους υποψηφίους για την ειδική εκπαίδευση να απασχολούνται σε σουηδικό σχολείο. Φαίνεται ότι η απαίτηση αυτή, η οποία θα μπορούσε να παρακωλύει την πρόσβαση, στο εν λόγω πρόγραμμα καταρτίσεως, εκπαιδευτικών που ασκούν την επαγγελματική τους δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος, συνδέεται με την εφαρμογή του πρακτικού μέρους της ειδικής εκπαιδεύσεως. Η πρακτική αυτή πραγματοποιείται καταρχήν στον τόπο όπου ο εκπαιδευτικός ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα. Αν η εν λόγω πρακτική πραγματοποιούνταν σε περιβάλλον ξένο προς το σουηδικό σχολικό σύστημα, η παρακολούθηση και η αξιολόγησή της θα ήταν προφανώς δυσχερέστερες.

44     Επίσης, προκειμένου να εκτιμηθεί αν η εφαρμογή του εν λόγω μέτρου υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο, επιβάλλεται να εξεταστούν οι προϋποθέσεις που αφορούν την πρακτική του εν λόγω εκπαιδευτικού προγράμματος. Από τα στοιχεία που παρέσχε η Σουηδική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει ότι ορισμένα εκπαιδευτικά κέντρα ή πανεπιστήμια θα μπορούσαν να παρέχουν στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να πραγματοποιούν σε αυτά την εν λόγω πρακτική. Επιπλέον, η ως άνω κυβέρνηση δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο η πρακτική να πραγματοποιείται σε σχολείο διαφορετικό από εκείνο στο οποίο απασχολείται ως εκπαιδευτικός ο υποψήφιος. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, τα πληροφοριακά στοιχεία που διαθέτει το Δικαστήριο δεν αρκούν για να προσδιοριστεί με ακρίβεια αν η πρακτική συνιστά ουσιώδες και υποχρεωτικό στοιχείο του εν λόγω προγράμματος καταρτίσεως.

45     Επιπλέον, η διδασκαλική δραστηριότητα που ασκεί ο προσφεύγων της κύριας δίκης εγγυάται εκ των προτέρων ότι ο εν λόγω εκπαιδευτικός διαθέτει την απαιτούμενη ικανότητα για να παρακολουθήσει το πρόγραμμα καταρτίσεως που παρέχεται στο πλαίσιο του προγράμματος SÄL και για να διδάξει, μετά το πέρας του προγράμματος αυτού, στη Σουηδία. Το γεγονός ότι δεν είναι βέβαιον αν ο ενδιαφερόμενος υποψήφιος έχει εκδηλώσει την πρόθεση να καταλάβει πράγματι θέση με καθεστώς αόριστου χρόνου στη Σουηδία, μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος καταρτίσεως, ουδόλως αναιρεί το συγκρίσιμο της καταστάσεώς του με αυτή των εκπαιδευτικών που απασχολούνται με καθεστώς ορισμένου χρόνου στα σουηδικά σχολεία και που, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που προσκομίστηκαν στο Δικαστήριο, δεν υπέχουν καμιά υποχρέωση να καταλάβουν θέση εκπαιδευτικού με καθεστώς αορίστου χρόνου στη Σουηδία μετά την ολοκλήρωση του εν λόγω προγράμματος καταρτίσεως.

46     Στην περίπτωση αυτή, ο κατ’ αρχήν αποκλεισμός της υποψηφιότητας αυτής εκ μόνου του λόγου ότι υποβλήθηκε από πρόσωπο που δεν απασχολείται σε σουηδικό σχολείο θα μπορούσε τελικώς να αποδειχθεί αντίθετη και δυσανάλογη προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς, ιδίως εάν, καθόσον έγιναν δεκτές όλες οι αντίστοιχες αιτήσεις που υποβλήθηκαν από εκπαιδευτικούς απασχολούμενους σε σουηδικά σχολεία, τα εμπόδια στην πραγματοποίηση της πρακτικής του προγράμματος καταρτίσεως μπορούσαν να αρθούν χωρίς δυσκολία.

47     Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ο συγκεκριμένος τρόπος εφαρμογής του κανονισμού SÄL να υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, ο οποίος συνίσταται στη συντήρηση και τη βελτίωση του σουηδικού εκπαιδευτικού συστήματος.

48     Παρά τις παρατηρήσεις αυτές, οι οποίες βασίστηκαν στα πληροφοριακά στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι στο εθνικό δικαστήριο, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η διαφορά της κύριας δίκης και το οποίο πρέπει να αναλάβει την ευθύνη της εκδοθησόμενης δικαστικής αποφάσεως, απόκειται να διαπιστώσει αν, υπό το πρίσμα των σκέψεων 42 ως 45 της παρούσας αποφάσεως, η εφαρμογή του κανονισμού SÄL είναι ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.

49     Κατόπιν των ανωτέρω, στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι δεν είναι αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο εθνική νομοθετική ρύθμιση για την οργάνωση προγράμματος καταρτίσεως προσωρινού χαρακτήρα, προοριζόμενου να καλύψει σε σύντομο χρόνο τη ζήτηση καταρτισμένων εκπαιδευτικών σε ένα κράτος μέλος, η οποία θέτει ως προϋπόθεση οι υποψήφιοι του προγράμματος αυτού να απασχολούνται σε σχολείο του εν λόγω κράτους μέλους, υπό τον όρο, όμως, ότι η εφαρμογή της νομοθετικής αυτής ρυθμίσεως δεν καταλήγει εκ των προτέρων σε αποκλεισμό κάθε υποψηφιότητας εκπαιδευτικού που δεν απασχολείται σε τέτοιο σχολείο, χωρίς προηγούμενη και εξατομικευμένη εκτίμηση των προσόντων της υποψηφιότητας αυτής, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τις ικανότητες του ενδιαφερομένου και τη δυνατότητα επιβλέψεως του πρακτικού μέρους του προγράμματος καταρτίσεως στο οποίο συμμετέχει ή, ενδεχομένως, απαλλαγής του από αυτό.

 Επί των δικαστικών εξόδων

50     Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

Δεν είναι αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο εθνική νομοθετική ρύθμιση για την οργάνωση προγράμματος καταρτίσεως προσωρινού χαρακτήρα, προοριζόμενου να καλύψει σε σύντομο χρόνο τη ζήτηση καταρτισμένων εκπαιδευτικών σε ένα κράτος μέλος, η οποία θέτει ως προϋπόθεση οι υποψήφιοι του προγράμματος αυτού να απασχολούνται σε σχολείο του εν λόγω κράτους μέλους, υπό τον όρο, όμως, ότι η εφαρμογή της νομοθετικής αυτής ρυθμίσεως δεν καταλήγει εκ των προτέρων σε αποκλεισμό κάθε υποψηφιότητας εκπαιδευτικού που δεν απασχολείται σε τέτοιο σχολείο, χωρίς προηγούμενη και εξατομικευμένη εκτίμηση των προσόντων της υποψηφιότητας αυτής, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τις ικανότητες του ενδιαφερομένου και τη δυνατότητα επιβλέψεως του πρακτικού μέρους του προγράμματος καταρτίσεως στο οποίο συμμετέχει ή, ενδεχομένως, απαλλαγής του από αυτό.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η σουηδική.

Top