Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62004CC0419

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tizzano της 17ης Νοεμβρίου 2005.
    Conseil général de la Vienne κατά Directeur général des douanes et droits indirects.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Cour d'appel de Poitiers - Γαλλία.
    Εκ των υστέρων είσπραξη εισαγωγικών δασμών - Διαγραφή εισαγωγικών δασμών - Προϋποθέσεις - Άρθρο 871 του κανονισμού εφαρμογής του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα - Περιεχόμενο της υποχρεώσεως προσφυγής στην Επιτροπή - Έλλειψη δηλώσεως εκ μέρους καλής πίστεως υποχρέου πρόσθετων δικαιωμάτων που έπρεπε να ενσωματωθούν στη δασμολογητέα αξία των εισαχθέντων εμπορευμάτων.
    Υπόθεση C-419/04.

    Συλλογή της Νομολογίας 2006 I-05645

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2005:697

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    ANTONIO TIZZANO

    της 17ης Νοεμβρίου 2005 1(1)

    Υπόθεση C-419/04

    Conseil général de la Vienne

    κατά

    Directeur général des douanes et droits indirects

    [αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Cour d’appel de Poitiers, (Γαλλία)]

    «Κανονισμός 2454/93 – Εισαγωγικοί δασμοί – Εκ των υστέρων είσπραξη – Άρθρο 871 – Υποχρέωση διαβουλεύσεων με την Επιτροπή – Όχι»





    1.     Με απόφαση κατατεθείσα στις 30 Σεπτεμβρίου 2004, το Cour d’appel de Poitiers υπέβαλε στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 871 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου για τη θέσπιση του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (στο εξής: κανονισμός 2454/93) (2). Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να πληροφορηθεί αν η διάταξη αυτή επιβάλλει στις εθνικές τελωνειακές αρχές να υποβάλουν την υπόθεση στην Επιτροπή όταν προτίθενται να εισπράξουν εκ των υστέρων τον διαφυγόντα δασμό κατά τη στιγμή της εισαγωγής ενός εμπορεύματος, εξέφρασαν όμως αμφιβολίες κατά πόσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις για να μην προβούν στην είσπραξη του δασμού.

    I –    Νομικό πλαίσιο

    2.     Η διαδικασία βεβαιώσεως και εκ των υστέρων εισπράξεως μιας φορολογικής οφειλής διέπεται από τα άρθρα 868 επ. του κανονισμού 2454/93. Περιοριζόμενος σε ό,τι ενδιαφέρει εν προκειμένω, υπενθυμίζω ότι, σύμφωνα με το άρθρο 869 του κανονισμού αυτού, όπως αυτός ίσχυε ratione temporis στα περιστατικά της υποθέσεως (3), οι εθνικές αρχές μπορούν αυτοβούλως να αποφασίσουν να μην βεβαιώσουν εκ των υστέρων τους μη εισπραχθέντες δασμούς εφόσον το ύψος τους είναι κατώτερο των 2 000 ευρώ. Για μεγαλύτερα ποσά, αντιθέτως, έχει εφαρμογή το άρθρο 871, το οποίο, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των περιστατικών της υπό κρίση υποθέσεως, έχει ως εξής:

    «Με εξαίρεση τις περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 869, όταν οι τελωνειακές αρχές, είτε κρίνουν ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κώδικα, είτε έχουν επιφυλάξεις όσον αφορά την εφαρμογή των κριτηρίων της προαναφερθείσας διάταξης σε μία συγκεκριμένη περίπτωση, διαβιβάζουν την υπόθεση στην Επιτροπή για να εξετασθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 872 έως 876. Ο φάκελος που διαβιβάζεται στην Επιτροπή πρέπει να περιέχει όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την ολοκληρωμένη εξέταση της υπόθεσης […]».

    3.     Το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (στο εξής: τελωνειακός κώδικας) (4), που παραπέμπει στη διάταξη του κανονισμού 2454/93 που μόλις προηγουμένως παρέθεσα, προβλέπει ότι δεν γίνεται εκ των υστέρων βεβαίωση όταν:

    «Το νομίμως οφειλόμενο ποσό των δασμών δεν βεβαιώθηκε από λάθος των ίδιων των τελωνειακών αρχών, το οποίο λογικά δεν μπορούσε να ανακαλυφθεί από τον οφειλέτη, εφόσον ο τελευταίος ενήργησε με καλή πίστη και τήρησε όλες τις διατάξεις που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία όσον αφορά την τελωνειακή διασάφηση».

    4.     Τούτου λεχθέντος, υπενθυμίζω ότι αν συντρέχουν οι ίδιες αυτές προϋποθέσεις επιτρέπεται ακόμη η διαγραφή του δασμού, πράξη η οποία, κατά το άρθρο 235, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα, συνίσταται στην «ολική ή μερική μη είσπραξη ενός ποσού τελωνειακής οφειλής». Συγκεκριμένα, το άρθρο 236, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του τελωνειακού κώδικα προβλέπει ακριβώς ότι «[η] διαγραφή εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών πραγματοποιείται εφόσον αποδεικνύεται ότι κατά τη στιγμή της βεβαίωσής τους το ποσό τους δεν οφειλόταν νομίμως ή ότι το ποσό βεβαιώθηκε κατά παράβαση του άρθρου 220, παράγραφος 2».

    II – Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

    5.     Μεταξύ 31ης Μαρτίου και 29ης Απριλίου 1993 το Conseil général de la Vienne, μέλος του Conseil de surveillance de la société d’économie mixte locale du Parc du Futuroscope (στο εξής: Futuroscope), αγόρασε από την εταιρία καναδικού δικαίου IMAX Corporation (στο εξής: IMAX) οπτικοακουστικό υλικό, το οποίο εισήγαγε στο κοινοτικό τελωνειακό έδαφος.

    6.     Σύμφωνα με τη σύμβαση πωλήσεως, η πληρωμή διαιρέθηκε σε δύο συνιστώσες: το Conseil général de la Vienne ανέλαβε την υποχρέωση, αφενός, να καταβάλει στην IMAX ποσό 3 431 650 δολαρίων (USD) κατά τη στιγμή της παραδόσεως του υλικού και, αφετέρου, να παραχωρήσει στην εταιρία αυτή δικαίωμα σταθερού ποσού 1,8 (γαλλικών φράγκων) FRF για κάθε εισιτήριο που επωλείτο για την είσοδο στο Futuroscope.

    7.     Το Conseil général de la Vienne δήλωσε, επομένως, στο τελωνείο ως αξία του προαναφερθέντος υλικού αποκλειστικά το πρώτο ποσό και κατέβαλε μόνον τον δασμό που οι γαλλικές τελωνειακές αρχές είχαν υπολογίσει επί της βάσεως αυτής.

    8.     Αφού κατόπιν μεταγενέστερου ελέγχου προέκυψε η ύπαρξη της δεύτερης συνιστώσας, οι γαλλικές αρχές ζήτησαν την πληρωμή του σχετικού δασμού από το Conseil général de la Vienne. Το τελευταίο προσέφυγε ενώπιον της Commission de conciliation et d’expertise douanière (Επιτροπής Συμβιβασμού και Αποτιμήσεως σε Τελωνειακά Θέματα (στο εξής: CCED), αρχή αποτελούμενη από δικαστές και επαγγελματίες, στην οποία οι εισαγωγείς (ή οι εξαγωγείς) μπορούν να απευθύνονται προκειμένου να διαδραματίσει τον ρόλο διαιτητή στις διαμάχες που τους φέρει αντιμέτωπους προς τις τελωνειακές αρχές. Με γνώμη που διατύπωσε στις 13 Απριλίου 1999 η CCED κατέληξε στο ότι η τελωνειακή αξία του εισαχθέντος οπτικοακουστικού υλικού ήταν αναμφίβολα μειωμένη κατά 5 517 281 FRF (περίπου 841 104 ευρώ).

    9.     Κατόπιν αυτού, το Conseil général de la Vienne υπέβαλε στις γαλλικές αρχές αίτηση διαγραφής των δασμών κατά την έννοια του άρθρου 236 του τελωνειακού κώδικα, αίτηση η οποία όμως απορρίφθηκε με απόφαση της 6ης Ιουνίου 2000.

    10.   Κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως το Conseil général de la Vienne άσκησε, στις 17 Ιουλίου 2000, ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού Οικονομίας, Οικονομικών και Βιομηχανίας.

    11.   Αφού η πρόταση περί συμβιβασμού δεν ευδοκίμησε, ο διευθυντής των γαλλικών τελωνειακών αρχών απέστειλε στο Conseil général de la Vienne έγγραφο με το οποίο, αφού υπενθύμισε την ύπαρξη της παρατεθείσας αποφάσεως περί απορρίψεως της διαγραφής των δασμών και αφού ανέφερε την εκκρεμή διοικητική προσφυγή, το πληροφόρησε ως προς τη δική του απόφαση να «υποβάλει στην Επιτροπή το πρόβλημα που ανέκυψε» (5).

    12.   Ωστόσο, στις 19 Ιουλίου 2001 η ίδια διοίκηση ενήγαγε ενώπιον του Tribunal d’instance de Poitiers το Conseil général de la Vienne, με αίτημα να καταδικαστεί στην πληρωμή τελωνειακής οφειλής 1 451 541 FRF (περίπου 221 286 ευρώ) που προκύπτει από τη δεύτερη συνιστώσα της τιμής αγοράς του εισαχθέντος οπτικοακουστικού υλικού.

    13.   Στις 18 Σεπτεμβρίου 2001, εν αναμονή της δίκης, οι γαλλικές τελωνειακές αρχές ζήτησαν από την κυβέρνησή τους να προωθήσει προς την Επιτροπή έγγραφο με το οποίο οι αρχές αυτές ζήτησαν επιβεβαίωση της ορθότητας της αναλύσεως που τις οδήγησε να απαιτήσουν την πληρωμή της προαναφερθείσας τελωνειακής οφειλής. Το έγγραφο αυτό, το οποίο όντως απεστάλη στις 11 Δεκεμβρίου 2001, έμεινε αναπάντητο.

    14.   Στις 20 Δεκεμβρίου 2002, το Tribunal d’instance de Poitiers εξέδωσε καταδικαστική απόφαση για το Conseil générale de la Vienne. Αυτό προσέβαλε τη σχετική απόφαση ενώπιον του Cour d’appel de Poitiers.

    15.   Το δικαστήριο αυτό παρατήρησε προπαντός ότι, κατά το άρθρο 871 του κανονισμού 2454/93, οι τελωνειακές αρχές διαβιβάζουν την υπόθεση στην Επιτροπή, όταν έχουν αμφιβολίες ως προς το ακριβές περιεχόμενο των κριτηρίων για την έλλειψη εκ των υστέρων βεβαιώσεως, ιδίως δε όταν το νομίμως οφειλόμενο ποσό των δασμών δεν βεβαιώθηκε από λάθος των ίδιων των τελωνειακών αρχών, το οποίο λογικά δεν μπορούσε να ανακαλυφθεί από τον οφειλέτη, εφόσον ο τελευταίος ενήργησε με καλή πίστη και τήρησε όλες τις διατάξεις που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία όσον αφορά την τελωνειακή διασάφηση.

    16.   Εξάλλου, κατά την άποψη του εν λόγω δικαστηρίου, στην προκειμένη περίπτωση οι εθνικές τελωνειακές αρχές είχαν αμφιβολίες όσον αφορά τα κριτήρια εφαρμογής των προϋποθέσεων απαλλαγής από την εκ των υστέρων βεβαίωση της τελωνειακής οφειλής, δεδομένου ότι, με το προαναφερθέν έγγραφο της 16ης Ιουλίου 2001, οι αρχές αυτές πληροφόρησαν το Conseil général de la Vienne για την απόφασή τους να απευθυνθούν στην Επιτροπή.

    17.   Επί της βάσεως αυτής, το Cour d’appel αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο αφορά μόνον την ερμηνεία του άρθρου 871, και έχει ως εξής:

    « Έχει το άρθρο 871 [του κανονισμού 2454/93] (6), το οποίο αφορά την είσπραξη του ποσού της τελωνειακής οφειλής, την έννοια ότι θεσπίζει αναγκαία και δεσμευτική διαδικασία, επί ποινή ακυρότητας, στην περίπτωση που οι εθνικές τελωνειακές αρχές δηλώσουν σε κάποιο χρονικό σημείο της διαδικασίας εισπράξεως ότι έχουν αμφιβολίες, όσον αφορά καλής πίστεως υπόχρεο, ως προς τη σημασία των κριτηρίων που αφορούν την είσπραξη ή τη διαγραφή δασμών που προκύπτουν από τελωνειακή οφειλή που αποφεύχθηκε επειδή δεν ελήφθη υπόψη, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο θα έπρεπε να χωρίσει η είσπραξή της, οφειλή η οποία αφορά την ενδεχόμενη ενσωμάτωση στην τιμή αγοράς οπτικοακουστικού υλικού που παραδόθηκε από Καναδό προμηθευτή ενός κατ’ αποκοπήν δικαιώματος που περιλαμβάνεται υποχρεωτικώς στην τιμή εισόδου σε πάρκο αναψυχής, στο οποίο το υλικό αυτό αποτελεί αντικείμενο εκμεταλλεύσεως, ανεξαρτήτως του αν ο καταβάλλων αυτό το τέλος επισκέπτης αποκομίζει ή όχι όφελος από την εν λόγω εκμετάλλευση;»

    18.   Στη διαδικασία που κινήθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο ενώπιον του Δικαστηρίου, γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν το Conseil général de la Vienne, η Γαλλική και η Σλοβακική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή. Με εξαίρεση τη Σλοβακική Κυβέρνηση, οι λοιποί παρέστησαν κατά τη συνεδρίαση της 28ης Σεπτεμβρίου 2005.

    III – Νομική ανάλυση

     Α – Επί του παραδεκτού

    19.   Προτού εισέλθω επί της ουσίας του ερωτήματος, επιβάλλεται να διατυπώσω ορισμένες παρατηρήσεις επί του παραδεκτού, δεδομένου ότι τούτο αμφισβητείται από τη Γαλλική Κυβέρνηση.

    20.   Σύμφωνα με την κυβέρνηση αυτή, η ερμηνεία του άρθρου 871 δεν είναι αναγκαία για τους σκοπούς της κύριας δίκης. Εφόσον παραπέμπει στις προϋποθέσεις του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα, η διάταξη αυτή επιβάλλεται να εφαρμόζεται μόνον εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές και, επομένως, μόνον όταν οι εθνικές αρχές νομίζουν ότι διέπραξαν, κατά τη στιγμή καθορισμού του ύψους του δασμού, «λάθος […] το οποίο λογικά δεν μπορούσε να ανακαλυφθεί από τον οφειλέτη, εφόσον ο τελευταίος ενήργησε με καλή πίστη και τήρησε όλες τις διατάξεις που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία».

    21.   Δεδομένου ότι στη δίκη που έδωσε λαβή στην παρούσα υπόθεση το Conseil général de la Vienne αμφισβήτησε, αντιθέτως, το ότι περιελήφθη η δεύτερη συνιστώσα στην τιμή αγοράς του εισαχθέντος οπτικοακουστικού υλικού (που συνδέεται με τον αριθμό των επισκεπτών του πάρκου που χρησιμοποιεί το υλικό αυτό) στον υπολογισμό του δασμού, χωρίς να επικαλείται λάθος με τα χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν ανωτέρω, η ερμηνεία του άρθρου 871 είναι αλυσιτελής.

    22.   Τούτο επιβεβαιώνεται εξάλλου, κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, από το γεγονός ότι η αμφιβολία ως προς την οποία όντως ζητήθηκε η γνώμη της Επιτροπής, που άλλωστε δεν έγινε σύμφωνα με τους τύπους που επιβάλλει το άρθρο 871, αφορούσε σαφώς τη νομιμότητα της ανάλυσης στην οποία είχαν προβεί οι γαλλικές τελωνειακές αρχές για να υπολογίσουν εκ των υστέρων τη δεύτερη συνιστώσα της τιμής αγοράς του οπτικοακουστικού υλικού για τη βεβαίωση του δασμού, και όχι την ύπαρξη λάθους κατά την έννοια του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα.

    23.   Καθόσον με αφορά, δεν μπορώ να αποκλείσω το ότι όντως αυτή ήταν η αμφιβολία που είχαν οι εθνικές τελωνειακές αρχές, για την οποία κάνει λόγο το παρατεθέν έγγραφο της 16ης Ιουλίου 2001. Πράγματι, αυτό φαίνεται να είναι το ζήτημα που είχε εγείρει το Conseil général de la Vienne και που οι αρχές αποφάσισαν τελικά να υποβάλουν στην Επιτροπή.

    24.   Τούτο όμως δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη στο να γίνει δεκτή η ένσταση απαραδέκτου. Πράγματι, το αιτούν δικαστήριο, το οποίο ασφαλώς είναι ενήμερο των επιχειρημάτων που είχε επικαλεστεί το Conseil général de la Vienne κατά της εκ των υστέρων εισπράξεως, είχε ωστόσο δεχθεί ότι οι αμφιβολίες που έτρεφαν οι γαλλικές αρχές, όπως αυτές περιγράφονται στο έγγραφο της 16ης Ιουλίου 2001, ήταν πάντως ικανές να θέσουν σε κίνηση τον μηχανισμό του άρθρου 871 του κανονισμού 2454/93. Προς άρση κάθε αβεβαιότητας όσον αφορά τις αναγκαίες προϋποθέσεις προκειμένου η διάταξη αυτή να τύχει εφαρμογής, το εθνικό δικαστήριο απευθύνθηκε στο Δικαστήριο.

    25.   Εφόσον το ζήτημα τίθεται υπ’ αυτούς τους όρους, πιστεύω ότι η κοινοτική νομολογία επί του παραδεκτού δεν επιτρέπει να αποφευχθεί η εξέταση του προδικαστικού ερωτήματος.

    26.   Όπως παρατηρήθηκε, σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, «στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από το άρθρο [234 ΕΚ] συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, απόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσον την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο». Μόνο «σε εξαιρετικές περιπτώσεις, [αυτό εξετάζει] τις συνθήκες υπό τις οποίες του έχουν υποβληθεί τα ερωτήματα από τον εθνικό δικαστή, προκειμένου να ελέγξει κατά πόσον είναι αρμόδιο να απαντήσει» (7). Τούτο ισχύει ειδικότερα, «όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία ή η εκτίμηση του κύρους ενός κοινοτικού κανόνα που ζητεί (το εθνικό δικαστήριο) δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ή ακόμα όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως […] (8).

    27.   Νομίζω ότι στο μέτρο που το εθνικό δικαστήριο δέχθηκε ότι το γράμμα του άρθρου 871 του κανονισμού 2454/93 δεν επιτρέπει να κατανοηθεί σαφώς υπό ποιες προϋποθέσεις είναι υποχρεωτικό να υποβάλλεται η υπόθεση στην Επιτροπή, η απόφαση του Δικαστηρίου επί του ζητήματος αυτού δεν μπορεί να θεωρείται αλυσιτελής, τουλάχιστον όχι προδήλως, για τους σκοπούς της συγκεκριμένης δίκης. Πράγματι, μόνον αφού λάβει από το Δικαστήριο την ερμηνεία που του επιτρέπει να κρίνει αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπήρχε ή όχι η υποχρέωση να παραπεμφθεί η υπόθεση στην Επιτροπή, το αιτούν δικαστήριο θα μπορεί να εκτιμήσει τη νομιμότητα της εθνικής διαδικασίας. Ειδικότερα, χάρη στα στοιχεία που θα του παράσχει το Δικαστήριο, το αιτούν δικαστήριο θα μπορεί να αποφασίσει αν καλώς ή κακώς το Conseil Général de la Vienne στερήθηκε της εγγυήσεως αμεροληψίας που συνίσταται στην εκ μέρους της Επιτροπής αξιολογήσεως του αν πληρούνται ή όχι οι προϋποθέσεις για να μην γίνει η εκ των υστέρων είσπραξη της τελωνειακής οφειλής.

    28.   Επομένως, δέχομαι ότι το ερώτημα είναι παραδεκτό και θα το εξετάσω επί της ουσίας.

     Β – Επί της ουσίας

    29.   Με το προδικαστικό του ερώτημα το αρμόδιο δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να πληροφορηθεί αν από το άρθρο 871 του κανονισμού 2454/93 προκύπτει ότι, αν οι εθνικές τελωνειακές αρχές εκφράζουν, έστω και προσωρινά, αμφιβολίες ως προς το αν συντρέχουν σε συγκεκριμένη περίπτωση οι αναγκαίες προϋποθέσεις για να μην προβούν στην εκ των υστέρων είσπραξη μη καταβληθέντος δασμού, οι αρχές αυτές υποχρεούνται να παραπέμψουν το ζήτημα στην Επιτροπή.

    30.   Το Conseil général de la Vienne και η Σλοβακική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι η προαναφερθείσα υποχρέωση υφίσταται σε κάθε περίπτωση.

    31.   Η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει επίσης ότι η εν λόγω υποχρέωση υφίσταται εφόσον οι αμφιβολίες έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Επομένως, διερωτάται προκαταρκτικά αν στη συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να τύχει εφαρμογής η αρχική διατύπωση του άρθρου 871 ή η τροποποιηθείσα με τον κανονισμό 1335/2003 (βλ. ανωτέρω, υποσημείωση 3) και επιλέγει τη δεύτερη λύση.

    32.   Αντίθετη άποψη επί του τελευταίου αυτού σημείου έχει η Επιτροπή. Αυτή την άποψη έχει επίσης επί της ουσίας του υπό συζήτηση ερωτήματος, καθόσον υποστηρίζει ότι, αν την αρχική αμφιβολία αντικαταστήσει η πεποίθηση ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εκ των υστέρων είσπραξη, οι εθνικές αρχές δεν υποχρεούνται να παραπέμψουν το ζήτημα στην Επιτροπή.

    33.   Προσωπικά, θεωρώ προπάντων ότι, όσον αφορά την εξατομίκευση της διατυπώσεως του άρθρου 871 που έχει εφαρμογή, στη συγκεκριμένη περίπτωση ενδιαφέρει μόνον η αρχική διατύπωση. Είναι οπωσδήποτε αληθές, πράγματι, ότι ευρισκόμεθα ενώπιον διαδικαστικού κανόνα και ότι, κατά την κοινοτική νομολογία, «οι κανόνες διαδικασίας […] εφαρμόζονται επί όλων των διαφορών που εκκρεμούν κατά το χρονικό σημείο που οι εν λόγω κανόνες τίθενται σε ισχύ» (9). Είναι επίσης αληθές ότι, βάσει των γενικών αρχών, ο νέος νόμος μπορεί να τύχει άμεσης εφαρμογής μόνον ως προς καταστάσεις οι οποίες, μολονότι έχουν γεννηθεί υπό την ισχύ του προηγούμενου νόμου, δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί τη στιγμή ενάρξεως ισχύος του νέου νόμου.

    34.   Όμως, νομίζω ακριβώς ότι, πριν την προσθήκη των τροποποιήσεων που καθιερώθηκαν με τον κανονισμό 1335/2003, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Αυγούστου 2003, η έννομη κατάσταση που ασκεί επιρροή στη συγκεκριμένη περίπτωση είχε ολοκληρωθεί. Συγκεκριμένα, το έγγραφο με το οποίο οι τελωνειακές αρχές είχαν δηλώσει την ύπαρξη αμφιβολιών που πρέπει να υποβληθούν στην Επιτροπή έχει ημερομηνία 16 Ιουλίου 2001· η κλήση προς εμφάνιση του Conseil général de la Vienne ενώπιον του Tribunal d’instance de Poitiers φέρει ημερομηνία 19 Ιουλίου 2001 και το τελευταίο εξέδωσε την απόφασή του στις 20 Δεκεμβρίου 2002.

    35.   Μετά τη διευκρίνιση αυτή, θα εξετάσω τώρα το ζήτημα ουσίας, δηλαδή την εξακρίβωση της υπάρξεως ή όχι της υποχρεώσεως των τελωνειακών αρχών να παραπέμψουν το ζήτημα στην Επιτροπή.

    36.   Υπενθυμίζω συναφώς ότι, κατά το άρθρο 871, «όταν οι τελωνειακές αρχές, είτε κρίνουν ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κώδικα, είτε έχουν επιφυλάξεις όσον αφορά την εφαρμογή των κριτηρίων της προαναφερθείσας διάταξης σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, διαβιβάζουν την υπόθεση στην Επιτροπή […] (10)».

    37.   Από τη χρήση της οριστικής ενεστώτος είναι ασφαλώς δυνατόν να συμφωνήσω, δεδομένης της συντακτικής τεχνικής που κανονικά ακολουθεί ο κοινοτικός νομοθέτης, ότι ευρισκόμεθα ενώπιον υποχρεώσεως υποβολής της υποθέσεως στην Επιτροπή.

    38.   Όμως, με τη διαπίστωση αυτή, δεν έχουν λεχθεί τα πάντα ως προς την παρούσα υπόθεση. Πράγματι, νομίζω ότι για τους σκοπούς αυτούς πρέπει ακόμη να εξακριβωθεί αν σε περίπτωση που η εν λόγω υποχρέωση εκλείψει, οι τελωνειακές αρχές διατηρούν την ευχέρεια να λάβουν τη δική τους απόφαση όταν έχουν αρθεί οι αμφιβολίες που οι αρχές αυτές είχαν εκφράσει προηγουμένως. Εν συνεχεία, στην περίπτωση που οι αρχές αυτές καταλήξουν στο ότι η υποχρέωση εξακολουθεί να υπάρχει παρά το ότι εξέλειπαν οι αμφιβολίες, θα πρέπει ακόμη να αναφέρουν ποιο ήταν το αντικείμενο των αμφιβολιών αυτών προκειμένου η προσωρινή ύπαρξή τους να επιβάλλει να υποβληθεί η υπόθεση στην Επιτροπή.

    39.   α) Όσον αφορά την πρώτη πτυχή, νομίζω ότι το γράμμα του άρθρου 871, όπως παρατήρησε και η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, συνηγορεί υπέρ του να γίνει δεκτό ότι η υποβολή της υποθέσεως στην Επιτροπή πρέπει να είναι ταυτόχρονη με την ύπαρξη των αμφιβολιών και, αντιθέτως, πρέπει να αποκλείεται η ίδια αυτή υποχρέωση στην περίπτωση που τις αμφιβολίες που προέκυψαν εκ πρώτης όψεως διαδέχθηκε στη συνέχεια η βεβαιότητα.

    40.   Προσθέτω ότι στην προκειμένη περίπτωση οι γαλλικές αρχές είχαν τελικά πεισθεί ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα δεν πληρούνταν και, ως εκ τούτου, έπρεπε να βεβαιωθεί εκ των υστέρων ο μη καταβληθείς δασμός. Νομίζω ότι, όταν οι εθνικές αρχές απέκτησαν τελικά τη βεβαιότητα ότι έπρεπε να ενεργήσουν κατ’ αυτόν τον τρόπο, αυτές δεν υπείχαν πλέον καμιά υποχρέωση να υποβάλουν προηγουμένως την υπόθεση στην Επιτροπή.

    41.   Συνάγω το συμπέρασμα αυτό από τις αρχές που καθιέρωσε η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τις διατάξεις που έχουν αντικατασταθεί, χωρίς όμως να έχει τροποποιηθεί η ratio, από το άρθρο 871 του κανονισμού 2454/93 και το άρθρο 220 του τελωνειακού κώδικα.

    42.   Αναφέρομαι, προπάντων, στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1573/80 της Επιτροπής, της 20ής Ιουνίου 1980, περί καθορισμού των διατάξεων εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού (EOK) 1697/79 του Συμβουλίου περί της εισπράξεως «εκ των υστέρων» εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που δεν είχαν απαιτηθεί από τον οφειλέτη, για εμπορεύματα δηλωθέντα για τελωνειακό καθεστώς που συνεπάγεται υποχρέωση καταβολής τέτοιου είδους δασμών (στο εξής: κανονισμός 1573/80) (11). Η διάταξη αυτή, η οποία ουσιαστικά δεν διέφερε από το άρθρο 871 του κανονισμού 2454/93, προέβλεπε ότι, «οσάκις η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου έλαβε χώρα το σφάλμα δεν είναι σε θέση να διασφαλίσει με τα ίδια της μέσα ότι όλες οι καθοριζόμενες στον άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού βάσεως προϋποθέσεις πληρούνται […], απευθύνεται στην Επιτροπή με αίτηση αποφάσεως […]».

    43.   Οι εν λόγω προϋποθέσεις είχαν καθιερωθεί με το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1697/79 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1979, περί της «εκ των υστέρων» εισπράξεως εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που δεν κατέστησαν απαιτητοί από τον φορολογούμενο, για εμπορεύματα που διασαφηνίσθηκαν σε τελωνειακό καθεστώς συνεπαγόμενο την υποχρέωση καταβολής τέτοιων δασμών (στο εξής: κανονισμός 1697/79) (12), με όρους όχι διαφορετικούς από εκείνους που χρησιμοποιούνται στο άρθρο 220 του τελωνειακού κώδικα. Πράγματι, θα έπρεπε να πρόκειται για δασμούς των οποίων το ποσό «[…] δεν καταβλήθηκε συνεπεία λάθους αυτών των ιδίων των αρμόδιων αρχών που λογικά δεν δύναται να ανακαλυφθεί από τον φορολογούμενο ο οποίος, από μέρους του, ενήργησε καλοπίστως και τήρησε όλες τις διατάξεις που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία, όσον αφορά την κατάθεση της τελωνειακής διασαφήσεως».

    44.   Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να διευκρινίσει ότι το παρατεθέν άρθρο 4 του κανονισμού 1573/80 «δεν αφορά την περίπτωση κατά την οποία οι αρμόδιες αρχές έχουν πεισθεί ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού του Συμβουλίου και θεωρούν επομένως ότι πρέπει να προβούν στην είσπραξη. Η ερμηνεία αυτή είναι σύμφωνη προς τους σκοπούς του κανονισμού της Επιτροπής. Πράγματι, η αναγνώριση της εξουσίας λήψεως αποφάσεως της Επιτροπής όσον αφορά την εκ των υστέρων είσπραξη των δασμών έχει ως σκοπό να εξασφαλίζει την ενιαία εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Αυτή διατρέχει κίνδυνο στις περιπτώσεις στις οποίες γίνεται δεκτή η αίτηση για μη πραγματοποίηση εκ των υστέρων εισπράξεως, διότι η εκτίμηση στην οποία στηρίζονται τα κράτη μέλη για να λάβουν ευνοϊκή απόφαση μπορεί, στην πράξη, λόγω της πιθανής ελλείψεως κάθε ενδίκου βοηθήματος, να μην υπάγεται σε έλεγχο εξασφαλίζοντα την ομοιόμορφη εφαρμογή των προϋποθέσεων που θέτει η κοινοτική νομοθεσία. Αντίθετα, αυτό δεν συμβαίνει όταν οι εθνικές αρχές προβαίνουν στην είσπραξη […]. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί τότε να προσβάλει την απόφαση αυτή ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο θα μπορεί να εξασφαλίσει την ενότητα του κοινοτικού δικαίου στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως» (13).

    45.   Δεδομένου ότι η θέσπισή του τελωνειακού κώδικα και του κανονισμού 2454/93 δεν είχαν, κατά τη γνώμη μου, καμιά επίπτωση επί των αρχών που διακήρυξε το Δικαστήριο σε σχέση με την προηγούμενη κανονιστική ρύθμιση, θεωρώ ότι το ίδιο συμπέρασμα πρέπει να ισχύσει στην προκειμένη περίπτωση, αφού οι τελωνειακές αρχές αποφάσισαν να προβούν στην εκ των υστέρων είσπραξη.

    46.   Αφού διευκρινίστηκε υπό τους προαναφερθέντες όρους το πρώτο από τα σημεία που αναφέρθηκαν στο σημείο 38, νομίζω ότι μπορώ να προτείνω στο προδικαστικό ερώτημα να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 871 του κανονισμού 2454/93 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, το άρθρο αυτό δεν επιβάλλει στις εθνικές τελωνειακές αρχές την υποχρέωση να υποβάλουν την υπόθεση στην Επιτροπή.

    47.   β) Τούτου λεχθέντος, για το ενδεχόμενο που το Δικαστήριο θα δεχθεί ότι η υποχρέωση υποβολής της περιπτώσεως στην Επιτροπή εξακολουθεί να υπάρχει παρά το ότι εξέλειπαν οι αμφιβολίες και εκδόθηκε απόφαση περί εισπράξεως των δασμών, θα πρέπει να διευκρινιστεί, όπως προαναφέρθηκε στο σημείο 38, ποιο θα πρέπει να είναι το αντικείμενο αυτών των αμφιβολιών για να καταστεί δυνατή η εφαρμογή του άρθρου 871 του κανονισμού 2454/93.

    48.   Σύμφωνα με το γράμμα της διατάξεως αυτής οι αμφιβολίες πρέπει να αφορούν την «εφαρμογή των κριτηρίων» που καθιερώνει το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα για να μη γίνει η εκ των υστέρων είσπραξη του δασμού.

    49.   Εφόσον η διάταξη αυτή έχει διατυπωθεί με όρους σχεδόν ταυτόσημους με εκείνους της διατάξεως που είχε προηγηθεί, δηλαδή του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79, νομίζω ότι μπορώ τελικά να υπενθυμίσω για τους σκοπούς της παρούσας υποθέσεως τη νομολογία του Δικαστηρίου με την οποία ερμηνεύθηκε η τελευταία αυτή διάταξη (14).

    50.   Κατά τη νομολογία αυτή, τα σημεία τα οποία πρέπει να αφορούν οι αμφιβολίες είναι τα εξής:

    «– [αν] οι δασμοί δεν εισπράχθηκαν λόγω σφάλματος ερμηνείας ή εφαρμογής των διατάξεων που αφορούν το[ν] σχετικ[ό] [δασμό], το οποίο είναι απόρροια ενεργού συμπεριφοράς των αρμόδιων αρχών, άρα όχι λόγω σφάλματος που προκλήθηκε από ανακριβείς δηλώσεις του υπόχρεου·

    – [αν] το σφάλμα αυτό δεν μπορούσε λογικά να εντοπιστεί από τον καλόπιστο υπόχρεο, παρά την επαγγελματική πείρα του και παρά την επιμέλεια την οποία έπρεπε κανονικά να επιδείξει,

    – [αν] ο υπόχρεος έχει τηρήσει όλες τις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας όσον αφορά τη δήλωση του γεγονότος προς το οποίο συναρτάται η είσπραξη τ[ου] εν λόγω [δασμού].»(15)

    51.   Εξάλλου, όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο, «στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να διαπιστώσει αν, ενόψει των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως», οι αμφιβολίες που διατυπώνουν οι εθνικές αρχές αφορούν τα μόλις προαναφερθέντα σημεία (16).

    52.   Αρκεί εν προκειμένω να επαναληφθεί για μια ακόμη φορά ότι, αν η επαλήθευση αυτή προκύψει θετική, θα πρέπει τότε να ανακύψει η υποχρέωση των εθνικών αρχών να υποβάλουν την υπόθεση στην Επιτροπή. Εννοείται φυσικά, εφόσον γίνει δεκτό, αντίθετα προς ό;τι πρότεινα προηγουμένως, ότι η υποχρέωση αυτή εξακολουθεί να υπάρχει παρά το ότι εξέλειπαν οι αμφιβολίες των εθνικών αρχών και εκδόθηκε απόφαση περί εισπράξεως των δασμών.

    IV – Πρόταση

    53.   Υπό το φως των προεκτεθέντων, προτείνω, επομένως, στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Cour d’appel de Poitiers να δοθεί η εξής απάντηση:

    «Το άρθρο 871 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, το άρθρο αυτό δεν επιβάλλει στις εθνικές τελωνειακές αρχές την υποχρέωση να υποβάλουν την υπόθεση στην Επιτροπή».


    1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ιταλική.


    2 – ΕΕ L 253, σ. 1.


    3 – Ορισμένα άρθρα του κανονισμού 2454/93 σχετικά με την παρούσα υπόθεση τροποποιήθηκαν το 2003 [κανονισμός (ΕΚ) 1335/2003 της Επιτροπής, της 25ης Ιουλίου 2003, σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου περί θεσπίσεως του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) (ΕΕ L 187, σ. 16)], αλλά, όπως αναφέρω στη συνέχεια (βλ. κατωτέρω, παράγραφοι 31 επ.), οι τροποποιήσεις αυτές δεν αφορούν την προκειμένη υπόθεση.


    4 – ΕΕ L 302, σ. 1.


    5 – Ανεπίσημη μετάφραση.


    6 –      Από σφάλμα το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει στο άρθρο 871 του τελωνειακού κώδικα.


    7 – Αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 2001, C-379/98, PreussenElektra (Συλλογή 2001, σ. I–2099, σκέψεις 38 και 39), και της 22ας Ιανουαρίου 2002, C-390/99, Canal Satélite Digital (Συλλογή 2002, σ. I-607, σκέψεις 18 και 19).


    8 – Βλ., ειδικότερα, αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1995, C-415/93, Bosman (Συλλογή 1995, σ. I–4921, σκέψη 61)· της 9ης Μαρτίου 2000, C-437/97, EKW και Wein & Co (Συλλογή 2000, σ. I–1157, σκέψη 52)· της 13ης Ιουλίου 2000, C-36/99, Idéal tourisme (Συλλογή 2000, σ. I–6049, σκέψη 20), και της 21ης Ιανουαρίου 2003, C-318/00, Bacardi-Martini και Cellier des Dauphins (Συλλογή 2003, σ. I–905, σκέψη 43) (η υπογράμμιση δική μου).


    9 – Αποφάσεις της 12ης Νοεμβρίου 1981, 212/80 έως 217/80, Salumi κ.λπ.. (Συλλογή 1981, σ. 2735, σκέψη 9), και της 6ης Ιουλίου 1993, C–121/91 και C-122/91, CT Control (Rotterdam) και JCT Benelux κατά Επιτροπής (Συλλογή 1993, σ. I–3873, σκέψη 22).


    10 – Η υπογράμμιση δική μου.


    11 – ΕΕ ειδ. έκδ. 11/020, σ. 243.


    12 – ΕΕ ειδ. έκδ. 02/007, σ. 254.


    13 – Απόφαση της 26 Ιουνίου 1990, C-64/89, Deutsche Fernsprecher (Συλλογή 1990, σ. I‑2535, σκέψεις 12 και 13) (η υπογράμμιση δική μου). Βλ. επίσης αποφάσεις της 27ης Ιουνίου 1991, C-348/89, Mecanarte (Συλλογή 1991, σ. I-3277, σκέψεις 32 και 33), και της 14ης Μαΐου 1996, C-153/94 και C‑204/94, Faroe Seafood και Føroya Fiskasøla (Συλλογή 1996, σ. I‑2465, σκέψεις 79 και 80).


    14 – Με την απόφαση της 3ης Μαρτίου 2005, C-499/03 P, Biegi Nahrungsmittel και Commonfood (μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 46), το Δικαστήριο ερμήνευσε το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄ του τελωνειακού κώδικα παραπέμποντας «κατ’ αναλογία» στη νομολογία τη σχετική με το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79.


    15 –      Διάταξη της 11ης Οκτωβρίου 2001, C‑30/00, William Hinton & Sons, (Συλλογή 2001, σ. I‑7511, σκέψη 74). Βλ. επίσης αποφάσεις της 1ης Απριλίου 1993, C‑250/91, Hewlett Packard France (Συλλογή 1993, σ. I‑1819, σκέψεις 12 και 13)· της 12ης Δεκεμβρίου 1996, C‑47/95 έως C‑50/95, C‑60/95, C‑81/95, C‑92/95 και C‑148/95, Olasagasti κ.λπ. (Συλλογή 1996, σ. I‑6579, σκέψεις 32 έως 35), και της 26ης Οκτωβρίου 1998, C‑370/96 Covita (Συλλογή 1998, σ. I‑7711, σκέψεις. 24 έως 28).


    16 – Βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Covita, σκέψη 28, και Olasagasti κ.λπ., σκέψη 36.

    Top