EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62003TO0252(01)

Διάταξη του Πρωτοδικείου (πέμπτο τμήμα) της 9ης Νοεμβρίου 2004.
Fédération nationale de l'industrie et des commerces en gros des viandes (FNICGV) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Ανταγωνισμός - Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ - Αγορά του βοείου κρέατος - Προσφυγή ακυρώσεως - Αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας - Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής - Εκπρόθεσμη άσκηση - Απαράδεκτο.
Υπόθεση T-252/03.

Συλλογή της Νομολογίας 2004 II-03795

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2004:326

Υπόθεση T-252/03

Fédération nationale de l'industrie et des commerces en gros des viandes (FNICGV)

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Ανταγωνισμός — Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ — Αγορά του βοείου κρέατος — Προσφυγή ακυρώσεως — Αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας — Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής — Εκπρόθεσμη άσκηση — Απαράδεκτο»

Διάταξη του Πρωτοδικείου (πέμπτο τμήμα) της 9ης Νοεμβρίου 2004 

Περίληψη της διατάξεως

Δικαστήριο — Πρωτοδικείο — Αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας — Άσκηση στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως — Έλλειψη αυτοτελούς προσφυγής πλήρους δικαιοδοσίας

(Άρθρα 229 ΕΚ, 230, εδ. 5, ΕΚ και 231 ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 17)

Η Συνθήκη δεν καθιερώνει ως αυτοτελές ένδικο βοήθημα την «προσφυγή πλήρους δικαιοδοσίας». Το άρθρο 229 ΕΚ προβλέπει απλώς ότι οι κανονισμοί που εκδίδονται βάσει της Συνθήκης δύνανται να χορηγούν στα κοινοτικά δικαστήρια πλήρη δικαιοδοσία σχετικά με τις κυρώσεις που προβλέπουν.

Βάσει του άρθρου 229 ΕΚ, διάφοροι κανονισμοί απένειμαν στα κοινοτικά δικαστήρια αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας όσον αφορά τις κυρώσεις. Ειδικότερα, το άρθρο 17 του κανονισμού 17 ορίζει ότι «επί των προσφυγών που ασκούνται εναντίον των αποφάσεων της Επιτροπής, οι οποίες ορίζουν πρόστιμο ή χρηματική ποινή, το Δικαστήριο αποφαίνεται κατά πλήρη δικαιοδοσία κατά το άρθρο [229 ΕΚ] […]». Το Πρωτοδικείο είναι αρμόδιο να εκτιμά, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του πλήρους δικαιοδοσίας, την οποία του αναγνωρίζουν το άρθρο 229 ΕΚ και το άρθρο 17 του κανονισμού 17, τον πρόσφορο χαρακτήρα του ύψους των προστίμων. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του πλήρους δικαιοδοσίας, οι εξουσίες του κοινοτικού δικαστή δεν περιορίζονται, όπως προβλέπεται στο άρθρο 231 ΕΚ, στην ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά του επιτρέπουν τη μεταρρύθμιση της επιβληθείσας με την απόφαση αυτή κυρώσεως.

Πάντως, αυτή η αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας μπορεί να ασκείται από τα κοινοτικά δικαστήρια μόνο στο πλαίσιο του ελέγχου των πράξεων των κοινοτικών οργάνων και, ειδικότερα, στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως. Συγκεκριμένα, το άρθρο 229 ΕΚ έχει ως μόνο αποτέλεσμα τη διεύρυνση του πεδίου των εξουσιών τις οποίες διαθέτει ο κοινοτικός δικαστής στο πλαίσιο της προσφυγής του άρθρου 230 ΕΚ. Επομένως, μια προσφυγή με την οποία ζητείται από τον κοινοτικό δικαστή να ασκήσει την αρμοδιότητά του πλήρους δικαιοδοσίας κατά μιας αποφάσεως περί επιβολής κυρώσεως περιλαμβάνει ή υποκρύπτει οπωσδήποτε αίτημα ακυρώσεως, ολικής ή μερικής, της αποφάσεως αυτής. Κατά συνέπεια, κατά την άσκηση της προσφυγής αυτής πρέπει να τηρείται η προθεσμία του άρθρου 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ.

(βλ. σκέψεις 22-25)




ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 9ης Νοεμβρίου 2004 (*)

«Ανταγωνισμός – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Αγορά του βοείου κρέατος – Προσφυγή ακυρώσεως – Αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας – Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής – Εκπρόθεσμη άσκηση – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T-252/03,

Fédération nationale de l'industrie et des commerces en gros des viandes (FNICGV), με έδρα το Παρίσι (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους P. Abegg και E. Prigent, δικηγόρους, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

υποστηριζόμενη από τη

Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους R. Abraham, G. de Bergues και F. Million, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους P. Oliver και F. Lelièvre, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

με αντικείμενο, κυρίως, αίτημα ακυρώσεως του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα με το άρθρο 3 της αποφάσεως 2003/600/ΕΚ της Επιτροπής, της 2ας Απριλίου 2003, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ (υπόθεση COMP/C.38.279/F3 – Γαλλικό βόειο κρέας) (ΕΕ L 209, σ. 12), και, επικουρικώς, αίτημα μειώσεως του ύψους του προστίμου αυτού,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πέμπτο τμήμα)

συγκείμενο από την P. Lindh, πρόεδρο, τους R. García-Valdecasas, και J. D. Cooke, δικαστές,

γραμματέας: H. Jung

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Νομικό πλαίσιο

1       Κατά το άρθρο 225, παράγραφος 1, ΕΚ και το άρθρο 230 ΕΚ, το Πρωτοδικείο ελέγχει τη νομιμότητα, μεταξύ άλλων, των αποφάσεων που εκδίδει η Επιτροπή και είναι αρμόδιο, προς τούτο, να αποφαίνεται επί των προσφυγών που ασκούνται κυρίως από κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο προς το οποίο απευθύνονται οι αποφάσεις αυτές, λόγω αναρμοδιότητας, παραβάσεως ουσιώδους τύπου, παραβάσεως της Συνθήκης ΕΚ ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή της ή λόγω καταχρήσεως εξουσίας

2       Δυνάμει του άρθρου 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ, η προσφυγή ακυρώσεως πρέπει να ασκείται εντός προθεσμίας δύο μηνών από της κοινοποιήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως στον προσφεύγοντα. Κατά το άρθρο 102, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής κατά πράξεως οργάνου παρεκτείνεται λόγω αποστάσεως κατά δέκα ημέρες κατ’ αποκοπήν.

3       Δυνάμει του άρθρου 229 ΕΚ, «[ο]ι κανονισμοί που εκδίδονται από κοινού από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο και από το Συμβούλιο, βάσει της […] Συνθήκης [ΕΚ] δύνανται να χορηγούν στο Δικαστήριο πλήρη δικαιοδοσία σχετικά με τις κυρώσεις που προβλέπουν».

4       Κατά το άρθρο 17 του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων [81] και [82] της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), «επί των προσφυγών που ασκούνται εναντίον των αποφάσεων της Επιτροπής, οι οποίες ορίζουν πρόστιμο ή χρηματική ποινή, το Δικαστήριο αποφαίνεται κατά πλήρη δικαιοδοσία κατά το άρθρο [229 ΕΚ]. Δύναται δε να άρει, να μειώσει ή να αυξήσει το πρόστιμο ή τη χρηματική ποινή που επεβλήθη».

 Ιστορικό της διαφοράς

5       Με την απόφαση 2003/600/ΕΚ της Επιτροπής, της 2ας Απριλίου 2003, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ (υπόθεση COMP/C.38.279/F3 – Γαλλικό βόειο κρέας) (ΕΕ L 209, σ. 12, στο εξής: επίδικη απόφαση), η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα, μια ομοσπονδία η οποία αντιπροσωπεύει σφαγείς βοοειδών στη Γαλλία, παρέβη το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ συνάπτοντας, μαζί με άλλες οργανώσεις του τομέα του βοείου κρέατος στη Γαλλία, συμφωνίες με αντικείμενο την αναστολή των εισαγωγών βοείου κρέατος στη Γαλλία και τον καθορισμό ελάχιστης τιμής αγοράς ορισμένων κατηγοριών βοείου κρέατος (άρθρο 1 της επίδικης αποφάσεως). Το ύψος του επιβληθέντος στην προσφεύγουσα προστίμου ορίσθηκε σε 720 000 ευρώ (άρθρο 3 της επίδικης αποφάσεως).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

6       Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 7 Ιουλίου 2003, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

7       Με χωριστό δικόγραφο, το οποίο κατέθεσε αυθημερόν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων με αίτημα την αναστολή, αφενός, της εκτελέσεως της επίδικης αποφάσεως και, αφετέρου, της εκπληρώσεως της υποχρεώσεως συστάσεως τραπεζικής εγγυήσεως ως προϋποθέσεως για τη μη είσπραξη του επιβληθέντος προστίμου.

8       Στις 17 Ιουλίου 2003, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου της κύριας προσφυγής και της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων.

9       Στις 18 Ιουλίου 2003, η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της ενστάσεως απαραδέκτου.

10     Στις 7 Οκτωβρίου 2003, η Γαλλική Δημοκρατία ζήτησε να της επιτραπεί να παρέμβει υπέρ της προσφεύγουσας. Με διάταξη της 20ής Νοεμβρίου 2003, ο πρόεδρος του πέμπτου τμήματος του Πρωτοδικείου επέτρεψε στη Γαλλική Δημοκρατία να παρέμβει. Στις 23 Δεκεμβρίου 2003, η Γαλλική Δημοκρατία υπέβαλε υπόμνημα παρεμβάσεως.

11     Με διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 21ης Ιανουαρίου 2004, απορρίφθηκε η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

12     Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–       να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου·

–       κυρίως, να ακυρώσει το πρόστιμο που της επέβαλε η επίδικη απόφαση·

–       επικουρικώς, να μειώσει κατά πολύ το ύψος του εν λόγω προστίμου·

–       να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

13     Η Γαλλική Δημοκρατία, παρεμβαίνουσα υπέρ της προσφεύγουσας, ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–       να ακυρώσει την επίδικη απόφαση·

–       να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

14     Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη της προσφυγής ως προδήλως απαράδεκτης.

 Επί του παραδεκτού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

15     Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη, διότι ασκήθηκε μετά την εκπνοή της προθεσμίας δύο μηνών και δέκα ημερών για την άσκηση προσφυγής την οποία προβλέπουν οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ, και του άρθρου 102, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.

16     Η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι η προσφυγή την οποία άσκησε κατά της επίδικης αποφάσεως αποτελεί «προσφυγή πλήρους δικαιοδοσίας», βασιζόμενη στο άρθρο 229 ΕΚ. Πράγματι, με την προσφυγή της, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ούτε την κατ’ αρχήν ύπαρξη παραβάσεως ούτε την κατ’ αρχήν επιβολή κυρώσεως. Η προσφεύγουσα βάλλει μόνον κατά του επιβληθέντος προστίμου, το οποίο θεωρεί ακατάλληλο και υπερβολικό. Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η «προσφυγή πλήρους δικαιοδοσίας» δεν υπόκειται σε καμία προϋπόθεση περί προθεσμίας.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

17     Κατά το άρθρο 114 του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν το ζητήσει ένας διάδικος, το Πρωτοδικείο μπορεί να κρίνει επί του απαραδέκτου χωρίς να εισέλθει στην ουσία, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπουν οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου αυτού. Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι διαφωτίσθηκε αρκετά από τα έγγραφα της δικογραφίας και αποφασίζει να κρίνει χωρίς να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και χωρίς να εισέλθει στην ουσία

18     Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται κατ’ ουσίαν ότι η προσφυγή της βασίζεται στο άρθρο 229 ΕΚ. Κατά συνέπεια, δεν υπόκειται στη δίμηνη αποκλειστική προθεσμία του άρθρου 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ, δεδομένου ότι η προθεσμία αυτή έχει εφαρμογή μόνο στις προθεσμίες του άρθρου 230 ΕΚ.

19     Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

20     Δυνάμει του άρθρου 220 ΕΚ, το Δικαστήριο και το Πρωτοδικείο εξασφαλίζουν την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή της Συνθήκης, στο πλαίσιο των αντιστοίχων αρμοδιοτήτων τους.

21     Το άρθρο 225, παράγραφος 1, ΕΚ, όπως έχει μετά τη σύναψη της Συνθήκης της Νίκαιας, απαριθμεί τις προσφυγές που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου. Η διάταξη αυτή ουδόλως διαλαμβάνει μνεία του άρθρου 229 ΕΚ, ενώ αναφέρει ρητώς τα άρθρα 230 ΕΚ (προσφυγή ακυρώσεως), 232 ΕΚ (προσφυγή λόγω παραλείψεως), 235 ΕΚ (αγωγή αποζημιώσεως), 236 ΕΚ (προσφυγή επί θεμάτων της ευρωπαϊκής δημοσιοϋπαλληλίας) και 238 ΕΚ (αγωγές ασκούμενες βάσει ρητρών διαιτησίας που περιέχονται σε συμβάσεις συναφθείσες από την Κοινότητα ή για λογαριασμό της). Συνεπώς, το άρθρο 229 ΕΚ δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των ενδίκων βοηθημάτων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου.

22     Αντιθέτως προς την άποψη που υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Συνθήκη δεν καθιερώνει ως αυτοτελές ένδικο βοήθημα την «προσφυγή πλήρους δικαιοδοσίας». Το άρθρο 229 ΕΚ προβλέπει απλώς ότι οι κανονισμοί που εκδίδονται βάσει της Συνθήκης ΕΚ δύνανται να χορηγούν στα κοινοτικά δικαστήρια πλήρη δικαιοδοσία σχετικά με τις κυρώσεις που προβλέπουν.

23     Βάσει του άρθρου 229 ΕΚ, διάφοροι κανονισμοί απένειμαν στα κοινοτικά δικαστήρια αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας όσον αφορά τις κυρώσεις. Ειδικότερα, το άρθρο 17 του κανονισμού 17 ορίζει ότι «επί των προσφυγών που ασκούνται εναντίον των αποφάσεων της Επιτροπής, οι οποίες ορίζουν πρόστιμο ή χρηματική ποινή, το Δικαστήριο αποφαίνεται κατά πλήρη δικαιοδοσία κατά το άρθρο [229 ΕΚ]. […]».

24     Το Πρωτοδικείο είναι αρμόδιο να εκτιμά, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του πλήρους δικαιοδοσίας, την οποία του αναγνωρίζουν το άρθρο 229 ΕΚ και το άρθρο 17 του κανονισμού 17, τον πρόσφορο χαρακτήρα του ύψους των προστίμων (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C-248/98 P ΚΝP BT κατά Επιτροπής, Συλλογή I-9641, σκέψη 40, C-279/98 P, Cascades κατά Επιτροπής, Συλλογή I-9693, σκέψη 42, και C-280/98 P, Weig κατά Επιτροπής, Συλλογή I-9757, σκέψη 41). Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του πλήρους δικαιοδοσίας, οι εξουσίες του κοινοτικού δικαστή δεν περιορίζονται, όπως προβλέπεται στο άρθρο 231 ΕΚ, στην ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά του επιτρέπουν τη μεταρρύθμιση της επιβληθείσας με την απόφαση αυτή κυρώσεως.

25     Πάντως, αυτή η αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας μπορεί να ασκείται από τα κοινοτικά δικαστήρια μόνο στο πλαίσιο του ελέγχου των πράξεων των κοινοτικών οργάνων και, ειδικότερα, στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως. Συγκεκριμένα, το άρθρο 229 ΕΚ έχει ως μόνο αποτέλεσμα τη διεύρυνση του πεδίου των εξουσιών τις οποίες διαθέτει ο κοινοτικός δικαστής στο πλαίσιο της προσφυγής του άρθρου 230 ΕΚ. Επομένως, μια προσφυγή με την οποία ζητείται από τον κοινοτικό δικαστή να ασκήσει την αρμοδιότητά του πλήρους δικαιοδοσίας κατά μιας αποφάσεως περί επιβολής κυρώσεως περιλαμβάνει ή υποκρύπτει οπωσδήποτε αίτημα ακυρώσεως, ολικής ή μερικής, της αποφάσεως αυτής. Κατά συνέπεια, κατά την άσκηση της προσφυγής αυτής πρέπει να τηρείται η προθεσμία του άρθρου 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ.

26     Επομένως, δεδομένου ότι η υπό κρίση προσφυγή ασκήθηκε μετά την εκπνοή της προθεσμίας του άρθρου 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ, παρεκτεινόμενης λόγω αποστάσεως κατά το άρθρο 102, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, πρέπει να απορριφθεί ως εκπρόθεσμη. Πράγματι, δεδομένου ότι η επίδικη απόφαση κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 10 Απριλίου 2003, αυτή η προθεσμία των δύο μηνών και δέκα ημερών είχε παρέλθει κατά την κατάθεση του δικογράφου της προσφυγής στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, στις 7 Ιουλίου 2003.

27     Κατά συνέπεια, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

28     Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν διατύπωσε αίτημα σχετικό με τα έξοδα τα οποία αφορούν την κύρια υπόθεση, η προσφεύγουσα και η Επιτροπή θα φέρουν καθεμία τα δικαστικά έξοδά της.

29     Με την απορριπτική διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 21ης Ιανουαρίου 2004, το Πρωτοδικείο επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε κατά τη διαδικασία εκείνη, πρέπει να υποχρεωθεί να φέρει τα έξοδά της και τα έξοδα της Επιτροπής που αφορούν τη διαδικασία αυτή ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής περί των εξόδων που αφορούν τη διαδικασία αυτή.

30     Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 87, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Γαλλική Δημοκρατία, παρεμβαίνουσα, βαρύνουν την ίδια.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πέμπτο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

2)      Η προσφεύγουσα και η Επιτροπή θα φέρουν η καθεμία τα δικαστικά έξοδά της που αφορούν την κύρια υπόθεση.

3)      Η προσφεύγουσα θα φέρει τα δικαστικά έξοδά της τα οποία αφορούν τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, καθώς και τα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής τα οποία αφορούν την εν λόγω διαδικασία.

4)      Η Γαλλική Δημοκρατία θα φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Λουξεμβούργο, 9 Νοεμβρίου 2004.

Ο Γραμματέας

 

       Η Πρόεδρος

H. Jung

 

       P. Lindh


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top