Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62003TO0096

Διάταξη του Πρωτοδικείου (τέταρτο τμήμα) της 9ης Ιουνίου 2004.
Manel Camós Grau κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Έρευνα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολεμήσεως της Απάτης (OLAF) αφορώσα τη διαχείριση και τη χρηματοδότηση του Ιδρύματος για τις σχέσεις μεταξύ Ευρώπης και Λατινικής Αμερικής - Ενδεχόμενη σύγκρουση συμφερόντων αφορώσα έναν εξεταστή - Απόφαση περί ανακλήσεως του διορισμού ενός εξεταστή στην ομάδα - Προσφυγή ακυρώσεως - Προπαρασκευαστικές πράξεις - Απαράδεκτο.
Υπόθεση T-96/03.

Συλλογή της Νομολογίας – Υπαλληλικές Υποθέσεις 2004 I-A-00157; II-00707

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2004:172

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 9ης Ιουνίου 2004

Υπόθεση T-96/03

Manel Camós Grau

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Έρευνα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολεμήσεως της Απάτης (OLAF) αφορώσα τη διαχείριση και τη χρηματοδότηση του Ιδρύματος για τις σχέσεις μεταξύ Ευρώπης και Λατινικής Αμερικής – Ενδεχόμενη σύγκρουση συμφερόντων αφορώσα έναν εξεταστή – Απόφαση περί ανακλήσεως του διορισμού ενός εξεταστή στην ομάδα – Προσφυγή ακυρώσεως – Προπαρασκευαστικές πράξεις – Απαράδεκτο»

Πλήρες κείμενο στη γαλλική γλώσσα II - 0000

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή που έχει ως αντικείμενο, αφενός, αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολεμήσεως της Απάτης (OLAF), της 17ης Μαΐου 2002, περί αποκλεισμού ενός από τους εξεταστές από την έρευνα που αφορά το Ίδρυμα για τις σχέσεις μεταξύ Ευρώπης και Λατινικής Αμερικής, προκειμένου να αποφευχθεί κάθε εντύπωση περί της υπάρξεως συγκρούσεως συμφερόντων, χωρίς να γίνεται μνεία των πράξεων τις οποίες τέλεσε ο εξεταστής αυτός, καθώς και της σιωπηρής αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως την οποία άσκησε ο προσφεύγων-ενάγων στις 29 Ιουλίου 2002 κατά της αποφάσεως αυτής και, αφετέρου, αίτημα αποζημιώσεως προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης και προς αποκατάσταση της σχετικής με την εξέλιξη της σταδιοδρομίας του ζημίας τις οποίες αυτός ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω των ως άνω αποφάσεων.

Απόφαση:         H προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Κάθε διάδικος θα φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Περίληψη

1.     Υπάλληλοι – Προσφυγή – Βλαπτική πράξη – Προπαρασκευαστική πράξη – Εσωτερική έρευνα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολεμήσεως της Απάτης (OLAF) –Απόφαση περί μη επανεξετάσεως της νομιμότητας των πράξεων ενός εξεταστή και συγχρόνως περί απομακρύνσεώς του από την ερευνητική ομάδα λόγω ενδεχόμενης συγκρούσεως συμφερόντων – Απαράδεκτο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91· κανονισμός 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 14· απόφαση 1999/396 της Επιτροπής, άρθρο 4)

2.     Υπάλληλοι – Προσφυγή – Βλαπτική πράξη – Απόφαση περί απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως – Σαφής και αμιγής απόρριψη – Βεβαιωτική πράξη – Απαράδεκτο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91 § 1)

3.     Υπάλληλοι – Προσφυγή – Αίτημα αποζημιώσεως συνδεόμενο με αίτημα ακυρώσεως – Το απαράδεκτο του ακυρωτικού αιτήματος επισύρει το απαράδεκτο του αιτήματος αποζημιώσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

1.     Το άρθρο 4 της αποφάσεως 1999/396, σχετικά με τους όρους και τις λεπτομέρειες των εσωτερικών ερευνών στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα συμφέροντα των Κοινοτήτων, προσδιορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας του ενδιαφερομένου υπαλλήλου να συμβιβασθεί με τις επιταγές του απορρήτου, ίδιες κάθε έρευνας αυτού του είδους. Επομένως, η παράβασή τους συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου εφαρμοστέου στη διαδικασία έρευνας. Ωστόσο, από τις διατάξεις αυτές δεν προκύπτει ότι τα προπαρασκευαστικά ή μεταβατικά μέτρα που συνιστούν, για τον εν λόγω υπάλληλο, την έναρξη και τη διεξαγωγή εσωτερικής έρευνας, μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αυτοτελούς προσφυγής, χωριστής από εκείνη που ο ενδιαφερόμενος μπορεί παραδεκτώς να ασκήσει κατά της τελικής αποφάσεως της διοικήσεως. Πράγματι, σε περίπτωση ασκήσεως τέτοιας προσφυγής κατά της τελικής αποφάσεως, ο ενδιαφερόμενος θα μπορεί να επικαλεσθεί κάθε παράβαση ουσιώδους τύπου από την οποία κατ’ αυτόν έπασχε η διαδικασία έρευνας

Ειδικότερα, αποτελεί απλώς μεταβατικό μέτρο, μη δυνάμενο να αποτελέσει αντικείμενο αυτοτελούς προσφυγής, απόφαση ανακαλούσα τον διορισμό ενός εξεταστή στην ερευνητική ομάδα, λόγω ενδεχομένης συγκρούσεως συμφερόντων ως προς αυτόν, αλλά η οποία δεν επανεξετάζει τη νομιμότητα των πράξεων που ήδη τέλεσε ο εξεταστής αυτός. Επιπλέον, η απόφαση αυτή δεν αποτελεί πράξη δυνάμενη να διαχωρισθεί από τη διαδικασία έρευνας, εντασσόμενη σε αυτοτελή προς την έρευνα αυτή διαδικασία. Συναφώς, η αναφορά στις περί διοικητικών ενστάσεων και περί προσφυγών των κοινοτικών υπαλλήλων διατάξεις του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (ΚΥΚ), την οποία περιέχει το άρθρο 14 του κανονισμού 1073/1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), δεν συνεπάγεται ότι υπάρχει μια αυτοτελής προς την έρευνα διαδικασία, αλλά έχει ως σκοπό, όπως επισημαίνει ρητώς, να καταστήσει εφαρμοστέες στις αντιρρήσεις ως προς τις πράξεις της OLAF που βλάπτουν τους ενδιαφερομένους ορισμένες διατάξεις του ΚΥΚ σχετικές με τα ένδικα βοηθήματα. Η παραπομπή αυτή δεν μπορεί εν πάση περιπτώσει να καταστήσει δυνατή την ένδικη προσφυγή κατά πράξεων που δεν βλάπτουν τους ενδιαφερομένους κοινοτικούς υπαλλήλους.

(βλ. σκέψεις 32, 33 και 35 έως 37)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 8 Απριλίου 2003, C-471/02 P (R), Gómez-Reino κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. Ι-3207, σκέψεις 63, 64 και 65

2.     Κάθε απόφαση περί απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως, είτε ρητή είτε σιωπηρή, δεν κάνει τίποτε άλλο, όταν είναι σαφής και αμιγής, παρά να βεβαιώνει την πράξη ή την παράλειψη για την οποία παραπονείται ο ενιστάμενος και δεν συνιστά, μεμονωμένως λαμβανομένη, πράξη προσβλητή.

(βλ. σκέψη 40)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 16 Ιουνίου 1988, 371/87, Προγούλης κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 3081, σκέψη 17 και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία

3.     Στις υπαλληλικές προσφυγές, το αίτημα αποζημιώσεως είναι απαράδεκτο κατά το μέτρο που συνδέεται στενά με το ακυρωτικό αίτημα που κρίθηκε ωσαύτως απαράδεκτο.

(βλ. σκέψη 44)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 24 Μαρτίου 1993, T-72/92, Benzler κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑347, σκέψη 21 και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία

Top