Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62003TJ0055

    Απόφαση του Πρωτοδικείου (δεύτερο τμήμα) της 26ης Οκτωβρίου 2004.
    Philippe Brendel κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Υπάλληλοι - Αγωγή αποζημιώσεως.
    Υπόθεση T-55/03.

    Συλλογή της Νομολογίας – Υπαλληλικές Υποθέσεις 2004 I-A-00311; II-01437

    ECLI identifier: ECLI:EU:T:2004:316

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

    της 26ης Οκτωβρίου 2004

    Υπόθεση T-55/03

    Philippe Brendel

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    «Υπάλληλοι – Διορισμός – Κατάταξη σε βαθμό και κλιμάκιο – Αναγνώριση αρχαιότητας στο κλιμάκιο – Αγωγή αποζημιώσεως»

    Πλήρες κείμενο στη γαλλική γλώσσα II - 0000

    Αντικείμενο:         Προσφυγή με αντικείμενο, αφενός, ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής να κατατάξει τον προσφεύγοντα-ενάγοντα στον βαθμό Α 7, κλιμάκιο 2, και, αφετέρου, αγωγή περί αποκαταστάσεως της ζημίας που φέρεται ότι υπέστη ο προσφεύγων-ενάγων.

    Απόφαση:         Καταδικάζει την Επιτροπή να καταβάλει τόκους υπερημερίας επί του ποσού που συνίσταται στη διαφορά μεταξύ των αποδοχών που θα ελάμβανε ο προσφεύγων-ενάγων για τον βαθμό A 7, κλιμάκιο 3, και αυτών που θα ελάμβανε για τον βαθμό A 7, κλιμάκιο 2, από τις 16 Απριλίου 2001· οι εν λόγω τόκοι θα υπολογιστούν βάσει των προθεσμιών κατά τις οποίες έπρεπε να πραγματοποιηθεί η εκάστοτε πληρωμή, δυνάμει του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως, και μέχρι εξοφλήσεώς τους. Το εφαρμοζόμενο επιτόκιο θα υπολογιστεί βάσει του επιτοκίου που καθορίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις κύριες δραστηριότητες αναχρηματοδοτήσεως, όπως ίσχυε κατά τις διάφορες φάσεις της κρίσιμης περιόδου, προσαυξημένο κατά δύο μονάδες. Παρέλκει η απόφανση επί της αιτήσεως καταβολής της διαφοράς μεταξύ των αποδοχών που θα ελάμβανε ο προσφεύγων-ενάγων για τον βαθμό A 7, κλιμάκιο 3, και των αποδοχών που θα ελάμβανε για τον βαθμό A 7, κλιμάκιο 2, από τις 16 Μαρτίου 2001. Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή κατά τα λοιπά. Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και τα τρία τέταρτα των εξόδων του προσφεύγοντος-ενάγοντος. Ο προσφεύγων-ενάγων φέρει το ένα τέταρτο των δικαστικών του εξόδων.

    Περίληψη

    1.     Υπάλληλοι – Προσφυγή – Παραδεκτό – Πράξη που αντικαθιστά την προσβαλλόμενη πράξη κατά τη διάρκεια της δίκης – Υποχρέωση τηρήσεως της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας – Εξαίρεση

    (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

    2.     Υπάλληλοι – Πρόσληψη – Διορισμός σε βαθμό και κατάταξη σε κλιμάκιο – Κατάταξη σε ανώτερο βαθμό της σταδιοδρομίας – Εξουσία εκτιμήσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής – Δικαστικός έλεγχος – Όρια – Υποχρέωση, σε ορισμένες περιπτώσεις, να εξετάζεται η δυνατότητα μιας τέτοιας κατατάξεως – Δικαίωμα κατατάξεως σε ανώτερο βαθμό της σταδιοδρομίας – Δεν υπάρχει

    (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 31 § 2)

    3.     Υπάλληλοι – Πρόσληψη – Διορισμός σε βαθμό και κατάταξη σε κλιμάκιο – Κατάταξη σε ανώτερο βαθμό της σταδιοδρομίας – Καθορισμός του επιπέδου της επαγγελματικής πείρας – Λαμβάνεται υπόψη η κατηγορία της προηγούμενης θέσεως – Απόδειξη, εκ μέρους του ενδιαφερομένου, της υπάρξεως υψηλότερου πραγματικού επιπέδου – Επιτρέπεται

    (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 31 § 2)

    4.     Υπάλληλοι – Πρόσληψη – Διορισμός σε βαθμό και κατάταξη σε κλιμάκιο – Διορισμός σε ανώτερο βαθμό της σταδιοδρομίας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο

    5.     Υπάλληλοι – Καθήκον μέριμνας της διοικήσεως – Περιεχόμενο – Όρια

    6.     Υπάλληλοι – Εξωσυμβατική ευθύνη των κοινοτικών οργάνων – Κατάταξη σε κλιμάκιο στο πλαίσιο παράνομης προσλήψεως – Μεταγενέστερη αναδρομική διόρθωση – Ζημία απορρέουσα από την καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών – Καταβολή τόκων υπερημερίας

    1.     Για λόγους οικονομίας της δίκης, όταν η προσβαλλόμενη πράξη αντικαθίσταται κατά τη διάρκεια της δίκης από πράξη με το ίδιο αντικείμενο, η πράξη αυτή συνιστά νέο στοιχείο, το οποίο παρέχει τη δυνατότητα στους προσφεύγοντες να τροποποιήσουν τα αιτήματα και τους ισχυρισμούς τους.

    Αντιθέτως, από τα άρθρα 90 και 91 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (ΚΥΚ) προκύπτει ότι η προσφυγή που στρέφεται κατά βλαπτικής πράξεως η οποία συνίσταται σε απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής (στο εξής: ΑΔΑ) είναι παραδεκτή μόνον εφόσον ο ενδιαφερόμενος άσκησε προηγουμένως ενώπιον της εν λόγω αρχής διοικητική ένσταση και αυτή αποτέλεσε αντικείμενο ρητής ή σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως, πράγμα που ισχύει επίσης σε περίπτωση νέας αποφάσεως που αντικαθιστά, κατόπιν επανεξετάσεως, μια προηγούμενη απόφαση.

    Εντούτοις, όταν πριν από την άσκηση της προσφυγής, που στρεφόταν αρχικά κατά της εν τω μεταξύ αντικατασταθείσας πράξεως, έχει υποβληθεί ένσταση που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ και εφόσον η στο εξής προσβαλλόμενη πράξη, η οποία αντικατέστησε αναδρομικά κατά τη διάρκεια της δίκης την αρχική πράξη, στηρίζεται στις ίδιες πραγματικές και νομικές εκτιμήσεις με την πράξη κατά της οποίας στρεφόταν αρχικώς η προσφυγή, πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει τηρηθεί, και ως προς τη νέα προσβαλλόμενη πράξη, η υποχρέωση των υπαλλήλων να απευθύνουν στην ΑΔΑ ένσταση κατά των βλαπτικών γι’ αυτούς πράξεων, από την οποία εξαρτά το άρθρο 91, παράγραφος 2, του ΚΥΚ το παραδεκτό των ένδικων προσφυγών.

    (βλ. σκέψεις 50 έως 52 και 56)

    Παραπομπή: ΔΕΚ, 3 Μαρτίου 1982, 14/81, Alpha Steel κατά Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 749, σκέψη 8· ΔΕΚ, 17 Ιανουαρίου 1989, 293/87, Vainker κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1989, σ. 23, σκέψη 7· ΠΕΚ, 15 Σεπτεμβρίου 1998, T-23/96, De Persio κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I-A-483 και II-1413, σκέψη 32· ΠΕΚ, 6 Ιουλίου 2001, T-161/00, Τσαρνάβας κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I-A-155 και II-721, σκέψη 30

    2.     Το άρθρο 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ προβλέπει τη δυνατότητα παρεκκλίσεως από την αρχή κατά την οποία κάθε υπάλληλος προσλαμβάνεται στον βασικό βαθμό της κατηγορίας του. Για την απόφαση περί κατατάξεως, η οποία στηρίζεται στο άρθρο 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, η ΑΔΑ απολαύει, υπό την επιφύλαξη των όρων κατατάξεως τους οποίους δεσμεύθηκε ότι θα εφαρμόσει με την ανακοίνωση κενής θέσεως, ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως. Στο πλαίσιο του ελέγχου που ασκεί στον τομέα αυτό, το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να υποκαταστήσει με την εκτίμησή του αυτή της ΑΔΑ. Πρέπει να περιορίζεται στο ζήτημα αν συντρέχει παράβαση ουσιώδους τύπου, αν η ΑΔΑ στήριξε την απόφασή της σε εσφαλμένα ή ατελή στοιχεία ή αν η απόφαση εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ή ελλιπή αιτιολογία.

    Η ΑΔΑ οφείλει, εφόσον συντρέχουν ειδικές περιστάσεις, όπως τα ιδιαίτερα προσόντα ενός υποψηφίου, να προβεί σε συγκεκριμένη εκτίμηση της ενδεχόμενης εφαρμογής του άρθρου 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, υποχρέωση που επιβάλλεται ιδίως οσάκις οι συγκεκριμένες ανάγκες της υπηρεσίας απαιτούν την πρόσληψη ενός επιτυχόντος με ιδιαίτερα προσόντα ή οσάκις ο διοριζόμενος διαθέτει εξαιρετικά προσόντα και ζητεί να τύχει του ευεργετήματος των διατάξεων αυτών. Εντούτοις, οι νεοπροσλαμβανόμενοι υπάλληλοι, ακόμη και αν πληρούν τις προϋποθέσεις κατατάξεως στον ανώτερο βαθμό της σταδιοδρομίας, δεν έχουν υποκειμενικό δικαίωμα τέτοιας κατατάξεως.

    (βλ. σκέψεις 60 και 61)

    Παραπομπή: ΔΕΚ, 29 Ιουνίου 1994, C-298/93 P, Klinke κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 1994, σ. I-3009, σκέψη 31· ΠΕΚ, 5 Οκτωβρίου 1995, T-17/95, Αλεξοπούλου κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I-A-227 και II-683, σκέψη 21· ΠΕΚ, 13 Φεβρουαρίου 1998, T-195/96, Αλεξοπούλου κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I-A-51 και II-117, σκέψεις 38, 39 και 44, επιβεβαιωθείσα από το Δικαστήριο την 1η Ιουλίου 1999, Αλεξοπούλου κατά Επιτροπής, C-155/98 P, Συλλογή 1999, σ. I-4069, και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία· ΠΕΚ, 11 Ιουλίου 2002, T-381/00, Wasmeier κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I-A-125 και II-677, σκέψη 56· ΠΕΚ, 17 Δεκεμβρίου 2003, T-133/02, Chawdhry κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I-A-329 και II-1617, σκέψη 44

    3.     Η διοίκηση δεν υπερβαίνει τα όρια της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεώς της όσον αφορά την κατάταξη των υπαλλήλων όταν, για να καθορίσει το επίπεδο της επαγγελματικής πείρας που αποκτήθηκε πριν από την πρόσληψη, αναφέρεται στην κατηγορία της θέσεως που αυτός κατείχε προηγουμένως. Πάντως, στον υπάλληλο πρέπει, ενόψει της κατατάξεώς του κατά την πρόσληψη, να παρέχεται η δυνατότητα να αποδείξει ότι το επίπεδο των καθηκόντων που ασκούσε στο πλαίσιο του θεσμικού οργάνου ήταν ανώτερο από αυτό που αντιστοιχεί στην κατηγορία στην οποία ανήκε.

    (βλ. σκέψεις 93 και 94)

    Παραπομπή: ΠΕΚ, 11 Φεβρουαρίου 1999, T-79/98, Carrasco Benítez κατά EMEA, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I-A-29 και II-127, σκέψεις 45 και 46

    4.     Η υποχρέωση αιτιολογήσεως αποφάσεως περί κατατάξεως σε βαθμό μπορεί να εκπληρώνεται δεόντως στο στάδιο της αποφάσεως που αποφαίνεται επί της διοικητικής ενστάσεως, αρκεί δε η αιτιολογία να αναφέρεται στην ύπαρξη των νομίμων προϋποθέσεων από τις οποίες ο ΚΥΚ εξαρτά τη νομιμότητα της διαδικασίας κατατάξεως, καθότι δεν απαιτείται να αποκαλύψει η ΑΔΑ τη συγκριτική εκτίμηση στην οποία προέβη. Αρκεί η ΑΔΑ να πληροφορήσει τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο για τον ατομικό και κρίσιμο λόγο που δικαιολογεί την απόφαση που τον αφορά. Το θεσμικό όργανο δεν οφείλει να παράσχει στον ενδιαφερόμενο τα λεπτομερή στατιστικά στοιχεία σχετικά με την κατάταξη σε βαθμό και σε κλιμάκιο των λοιπών υπαλλήλων που είναι επιτυχόντες ανάλογου διαγωνισμού. Τέτοιου είδους αναλυτικά στοιχεία δεν ασκούν επιρροή ως προς τον έλεγχο της ορθότητας της αξιολογήσεως των προσόντων του ενδιαφερόμενου, λαμβανομένης υπόψη της περιπτωσιολογικής φύσεως της αξιολογήσεως αυτής και του περιορισμού της στην εκάστοτε υπόθεση.

    (βλ. σκέψεις 120, 123 και 124)

    Παραπομπή: ΠΕΚ, 5 Οκτωβρίου 1995, Αλεξοπούλου κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 27· ΠΕΚ, 14 Ιουνίου 2001, T-230/99, McAuley κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I-A-127 και II-583, σκέψη 52, και παρατιθέμενη νομολογία· Chawdhry κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 119 έως 122

    5.     Το καθήκον μέριμνας της διοικήσεως έναντι των υπαλλήλων της αντικατοπτρίζει την ισορροπία των αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που ο ΚΥΚ έχει δημιουργήσει όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ της δημόσιας αρχής και των υπαλλήλων της δημόσιας υπηρεσίας. Το καθήκον αυτό συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ότι όταν μια αρχή αποφαίνεται σχετικά με την κατάσταση ενός υπαλλήλου λαμβάνει υπόψη της το σύνολο των στοιχείων που είναι δυνατό να καθορίσουν την απόφασή της και ότι, πράττοντας έτσι, συνεκτιμά όχι μόνον το συμφέρον της υπηρεσίας αλλά και το συμφέρον του οικείου υπαλλήλου. Η προστασία των δικαιωμάτων και των συμφερόντων των υπαλλήλων πρέπει πάντοτε να περιορίζεται από την τήρηση των ισχυόντων κανόνων.

    (βλ. σκέψη 133)

    Παραπομπή: ΠΕΚ, 6 Ιουλίου 1999, T-203/97, Forvass κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I-A-129 και II-705, σκέψεις 53 και 54 και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία

    6.     Ο υπάλληλος του οποίου η κατάταξη σε κλιμάκιο έγινε αρχικώς παράνομα, προτού διορθωθεί από αναδρομική απόφαση, έχει δικαίωμα στην καταβολή τόκων υπερημερίας επί των ποσών που οφείλονται κατόπιν της διορθώσεως αυτής, από την ημέρα κατά την οποία η ΑΔΑ διέθετε όλα τα στοιχεία για να προβεί στη δέουσα κατάταξη.

    (βλ. σκέψεις 153 έως 155)

    Top