Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62003CC0442

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tizzano της 9ης Φεβρουαρίου 2006.
    P & O European Ferries (Vizcaya) SA (C-442/03 P) και Diputación Foral de Vizcaya (C-471/03 P) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Κρατικές ενισχύσεις - Αιτήσεις αναιρέσεως - Προσφυγή ακυρώσεως - Απόφαση περί περατώσεως διαδικασίας εξετάσεως κινηθείσας δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ - Έννοια της κρατικής ενισχύσεως - Απόλυτο δεδικασμένο - Ενισχύσεις δυνάμενες να θεωρηθούν συμβατές με την κοινή αγορά - Ενισχύσεις κοινωνικού χαρακτήρα - Προϋποθέσεις.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-442/03 P και C-471/03 P.

    Συλλογή της Νομολογίας 2006 I-04845

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2006:91

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    ANTONIO TIZZANO

    της 9ης Φεβρουαρίου 2006 1(1)

    Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-442/03 P και C-471/03 P

    P & O European Ferries (Viscaya) SA

    και

    La Diputación Foral de Vizcaya

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    «Αίτηση αναιρέσεως κατά αποφάσεως του Πρωτοδικείου – Εκπρόθεσμη άσκηση της εν λόγω αναιρέσεως – Παραδεκτό –Δεδικασμένο – Εξαίρεση – Χαρακτήρας δημοσίας τάξεως – Υφίσταται – Προϋποθέσεις – Κρατικές ενισχύσεις – Συμβατό – Προϋποθέσεις – Αρχή του ιδιώτη επενδυτή – Περιεχόμενο – Ανάγκη παρεμβάσεως των δημοσίων αρχών – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Προϋποθέσεις»





    1.     Οι υπό κρίση υποθέσεις έχουν ως αντικείμενο αναίρεση ασκηθείσα από την εταιρία P & O European Ferries (Vizcaya) SA (στο εξής: P & O) και από τη Diputación Foral de Vizcaya (περιφερειακό συμβούλιο της Vizcaya, στο εξής: Diputación) κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο στις 5 Αυγούστου 2003, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T‑166/01 και T‑118/01, P & O European Ferries (Vizcaya) SA και Diputación Foral de Vizcaya κατά Επιτροπής (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση) (2), με την οποία επιβεβαιώθηκε στο σύνολό της η απόφαση 2001/247/ΕΚ της Επιτροπής της 29ης Νοεμβρίου 2000 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση) (3), σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων που εφαρμόζει η Ισπανία υπέρ της ναυτιλιακής εταιρίας P & O, τότε καλούμενης «Ferries Golfo de Vizcaya».

    I –    Νομικό πλαίσιο

    2.     Όπως είναι γνωστό, το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ προβλέπει, εκτός αν η Συνθήκη ορίζει άλλως, το ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά των ενισχύσεων που χορηγούνται από τα κράτη μέρη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και επηρεάζουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής.

    3.     Το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ προβλέπει ότι τα σχέδια που αποβλέπουν στη θέσπιση ή τροποποίηση των ενισχύσεων πρέπει να κοινοποιούνται εγκαίρως στην Επιτροπή και ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εφαρμόσουν τα σχεδιαζόμενα μέτρα προτού η Επιτροπή εκδώσει την απόφασή της.

    4.     Επιπλέον, με την έκδοση του κανονισμού 659/1999 (4) του Συμβουλίου (στο εξής: κανονισμός 659/1999), η Ευρωπαϊκή Κοινότητα απέκτησε ένα αναλυτικό σύστημα διαδικαστικών κανόνων για την εφαρμογή των κοινοτικών διατάξεων στον τομέα του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων.

    II – Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

    Ιστορικό της διαφοράς

    5.     Λαμβανομένης υπόψη της περιπλοκότητας των πραγματικών περιστατικών στις υπό κρίση υποθέσεις, για τα οποία μάλιστα έχουν εκδοθεί δύο αποφάσεις του Πρωτοδικείου, και δεδομένου ότι αυτά συνέβησαν σε μάλλον εκτεταμένη χρονική περίοδο, θα περιοριστώ να συνοψίσω τα βασικά πραγματικά περιστατικά που ασκούν επιρροή για την παρούσα διαδικασία.

    6.     Η υπό κρίση υπόθεση αφορά, στο σύνολό της, συμφωνία (στο εξής: αρχική συμφωνία) που συνήφθη στις 9 Ιουλίου 1992 μεταξύ, αφενός, της Diputación και του Υπουργείου Εμπορίου και Τουρισμού της Κυβερνήσεως της Χώρας των Βάσκων και, αφετέρου, της εταιρίας ναυτιλιακών μεταφορών που σήμερα καλείται P & O. Η συμφωνία αυτή αφορούσε τη δημιουργία μιας υπηρεσίας οχηματαγωγών στη γραμμή μεταξύ Μπιλμπάο και Portsmouth και προέβλεπε την αγορά, μεταξύ 1993 και 1996, ορισμένων ταξιδιωτικών δελτίων εκ μέρους των αρχών που υπέγραψαν τη σύμβαση, έναντι της πληρωμής αντιτίμου που οριζόταν στη συμφωνία. Η εν λόγω συμφωνία ουδέποτε κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή.

    7.     Εντούτοις, στις 21 Σεπτεμβρίου 1992, μια ανταγωνίστρια εταιρία ναυτιλιακών μεταφορών, η Bretagne Angleterre Irlande (στο εξής: BAI) υπέβαλε στην Επιτροπή καταγγελία κατά των επιδοτήσεων που επρόκειτο να χορηγήσουν στην P & O η Diputación και η Κυβέρνηση της Χώρας των Βάσκων. Αφού συνέλεξε τα αναγκαία στοιχεία, η Επιτροπή αποφάσισε, στις 29 Σεπτεμβρίου 1993, να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ) (5).

    8.     Κατόπιν προκαταρκτικής εξετάσεως, η Επιτροπή κατέληξε ότι η αρχική συμφωνία δεν αποτελούσε συνήθη εμπορική πράξη, αλλά μάλλον κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 87 ΕΚ), η οποία δεν φαινόταν να πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνταν για να κηρυχθεί συμβατή με την κοινή αγορά.

    9.     Οι εκτιμήσεις της Επιτροπής στηρίζονταν, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι η συμφωνηθείσα τιμή για την αγορά των ταξιδιωτικών δελτίων από τις αρχές που υπέγραψαν τη σύμβαση ήταν ανώτερη της συνήθους εμπορικής τιμής και ότι η συμφωνία περιείχε δημόσια δέσμευση αποσβέσεως όλων των ζημιών που θα υφίστατο η P & O κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων ετών εκμεταλλεύσεως της νέας υπηρεσίας. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή έκρινε ότι η συμφωνία είχε εξαλείψει κάθε εμπορικό κίνδυνο για την P & O.

    10.   Κατόπιν της κοινοποιήσεως της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, η Κυβέρνηση της Χώρας των Βάσκων γνωστοποίησε στην Επιτροπή την αναστολή εκτελέσεως της συμφωνίας. Παράλληλα, η P & O, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας εξετάσεως του μέτρου, αντάλλαξε μακρά αλληλογραφία με την Επιτροπή, προκειμένου να καθορίσουν το είδος της συμφωνίας που μπορούσε να συναφθεί μεταξύ της εταιρίας ναυτιλιακών μεταφορών και των δημοσίων αρχών, χωρίς να υπάρξει παράβαση των κοινοτικών διατάξεων στον τομέα των ενισχύσεων.

    11.   Συναφώς, η P & O κοινοποίησε, με έγγραφο της 27ης Μαρτίου 1995 (στο εξής: έγγραφο της 27ης Μαρτίου 1995), που εστάλη σε υπάλληλο της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) «Μεταφορές» της Επιτροπής (6), μια νέα συμφωνία (στο εξής: νέα συμφωνία ή προσβαλλόμενο μέτρο), που συνήφθη στις 7 Μαρτίου 1995 μεταξύ της Diputación και της P & O. Η συμφωνία αυτή, που ίσχυε για το χρονικό διάστημα από 1995 έως 1998, προέβλεπε ότι η Diputación όφειλε να αγοράσει συνολικά 46 500 ταξιδιωτικά δελτία τα οποία έπρεπε να χρησιμοποιηθούν στη ναυτιλιακή γραμμή Μπιλμπάο-Portsmouth, την οποία εκμεταλλευόταν η P & O, και όριζε τη χρηματική αντιπαροχή καθώς και τους λοιπούς όρους σχετικά με την εν λόγω αγορά.

    12.   Στις 7 Ιουνίου 1995, η Επιτροπή αποφάσισε να περατώσει τη διαδικασία που κίνησε στις 29 Σεπτεμβρίου 1993 (στο εξής: απόφαση της 7ης Ιουνίου 1995) (7), επισημαίνοντας ότι η νέα συμφωνία επέφερε πολλές τροποποιήσεις σε σχέση με την προηγούμενη συμφωνία. Ειδικότερα, η Κυβέρνηση της Χώρας των Βάσκων δεν θα ήταν πλέον μέρος της συμφωνίας, η τιμή των δελτίων καθορίστηκε σύμφωνα με νέες παραμέτρους και ήταν, ως εκ τούτου, χαμηλότερη από εκείνη που είχε συμφωνηθεί με την αρχική συμφωνία και πολλά άλλα σημεία της εν λόγω συμφωνίας –για τα οποία η Επιτροπή είχε εκφράσει προηγουμένως επιφυλάξεις– καταργήθηκαν. Βάσει των εκτιμήσεων αυτών, η Επιτροπή δήλωσε, κατά συνέπεια, ότι η νέα συμφωνία δεν αποτελούσε κρατική ενίσχυση.

    13.   Ωστόσο, η BAI, ως εταιρία που ανταγωνίζεται την P & O και κατήγγειλε την ενίσχυση, προσέβαλε αμέσως την απόφαση αυτή ενώπιον του Πρωτοδικείου, ενώ το Βασίλειο της Ισπανίας και η P & O παρενέβησαν υπέρ της Επιτροπής στην ακολουθήσασα δίκη.

    14.   Με απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1999, Τ-14/96, ΒΑΙ κατά Επιτροπής (8) (στο εξής: απόφαση ΒΑΙ), το Πρωτοδικείο ακύρωσε την απόφαση της 7ης Ιουνίου 1995, με το αιτιολογικό ότι η Επιτροπή, κρίνοντας ότι η νέα συμφωνία δεν αποτελούσε συνήθη εμπορική πράξη και ότι, ως εκ τούτου, η εκτίμηση της Επιτροπής ήταν εσφαλμένη κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ.

    15.   Ειδικότερα, το Πρωτοδικείο παρατήρησε ότι τα συνολικά ποσά που κατέβαλε στην P & O η δημόσια αρχή βάσει της νέας συμφωνίας όχι μόνο δεν μειώθηκαν σε σχέση με εκείνα που είχαν προβλεφθεί με την αρχική συμφωνία, αλλά ήταν μάλιστα ελαφρώς αυξημένα. Συγκεκριμένα, μολονότι η τιμή αναφοράς μειώθηκε, ο συνολικός αριθμός των ταξιδιωτικών δελτίων που έπρεπε να αγορασθούν αυξήθηκε σημαντικά (46 500 δελτία αντί των αρχικώς προβλεφθέντων 26 000). Επιπλέον, το Πρωτοδικείο επισήμανε ότι ο αριθμός των αγορασθέντων δελτίων ουδόλως είχε καθοριστεί σε συνάρτηση με τις πραγματικές ανάγκες του αγοραστή. Τέλος, αυτή η αύξηση του αριθμού των δελτίων δεν είχε κανένα πρόσθετο κόστος για την P & O, καθότι αυτά μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν μόνον κατά τη χαμηλή περίοδο. Συνεπώς, το Πρωτοδικείο κατέληξε ότι οι συνέπειες της νέας συμφωνίας για τον ανταγωνισμό ήταν κατ’ ουσία όμοιες με εκείνες της αρχικής συμφωνίας (9).

    16.   Κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει, στις 26 Μαΐου 1999 (10), τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, για τη νέα συμφωνία. Συγκεκριμένα, κατά την Επιτροπή, οι βασκικές αρχές είχαν αυξήσει τεχνητώς τον αριθμό των δελτίων που έπρεπε να αγοράσει η P & O, προκειμένου να αντισταθμίσουν τη μείωση της τιμής τους και να διατηρήσουν, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τη δημόσια χρηματική ενίσχυση προς τη ναυτιλιακή εταιρία στα επίπεδα της αρχικής συμφωνίας.

    17.   Με την απόφαση 2001/247/ΕΚ της 29ης Νοεμβρίου 2000 (11), η Επιτροπή έκρινε ότι η νέα συμφωνία συνιστούσε κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά (άρθρο 1) και διέταξε, ως εκ τούτου, το Βασίλειο της Ισπανίας να ανακτήσει τα ήδη καταβληθέντα ποσά (άρθρο 2).

    Η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    18.   Η απόφαση αυτή προσβλήθηκε, επίσης, ενώπιον του Πρωτοδικείου τόσο από τη Diputación όσο και από τη P & O, αλλά ενώ η τελευταία περιορίστηκε να ζητήσει την ακύρωση της διαταγής περί επιστροφής των ήδη καταβληθεισών ενισχύσεων από το Βασίλειο της Ισπανίας, η Diputación ζήτησε την ακύρωση του συνόλου της αποφάσεως.

    19.   Προς στήριξη της νομιμότητας της συμφωνίας, την οποία απέρριψε η Επιτροπή, αμφότερες οι προσφεύγουσες τόνισαν κατ’ αρχάς ότι η επίδικη ενίσχυση κοινοποιήθηκε νομοτύπως στην Επιτροπή από τη δικαιούχο, με το από 27 Μαρτίου 1995 προαναφερθέν έγγραφο.

    20.   Ακολούθως, επί της ουσίας, επικαλέστηκαν σειρά επιχειρημάτων σχετικών τόσο με ουσιαστικά στοιχεία της αποφάσεως όσο και με πλημμέλειες που φέρεται ότι προκλήθηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία ενώπιον των υπηρεσιών της Επιτροπής. Οι αιτιάσεις αυτές αφορούσαν κυρίως τα ακόλουθα σημεία: α) τον χαρακτηρισμό του επίδικου μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως· β) την προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας και την παράβαση του άρθρου 295 ΕΚ· γ) τη μη εφαρμογή της εξαιρέσεως του άρθρου 87, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, ΕΚ· δ) την παράβαση των δικονομικών κανόνων που επιβάλλει η Συνθήκη ΕΚ και ο κανονισμός 659/1999, ειδικότερα λόγω της απουσίας αιτήσεως παροχής συμπληρωματικών πληροφοριακών στοιχείων από τις δημόσιες αρχές· ε) την παραβίαση των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ασφάλειας δικαίου και της χρηστής διοικήσεως· στ) την παράβαση του άρθρου 88 ΕΚ, στο μέτρο που η ενίσχυση έπρεπε να θεωρηθεί ως σιωπηρώς εγκριθείσα· η) το ανεπαρκές και το αλυσιτελές της αιτιολογίας που απαιτεί το άρθρο 253 ΕΚ.

    21.   Η Επιτροπή όχι μόνον αμφισβήτησε το βάσιμο όλων αυτών των ισχυρισμών, αλλά προέβαλε επίσης το απαράδεκτο του ισχυρισμού που αντλείται από τον χαρακτηρισμό του επίδικου μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, για τον λόγο ότι θίγει το δεδικασμένο της αποφάσεως BAI.

    22.   Το Πρωτοδικείο έκρινε παραδεκτές τις προσφυγές στο σύνολό τους, αλλά απέρριψε όλους τους ισχυρισμούς της P & O και της Diputación, βάσει των εκτιμήσεων που θα επαναλάβω συνοπτικά με τη σειρά που τις εξέτασε το Πρωτοδικείο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

    23.   Κατ’ αρχάς, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η νέα συμφωνία δεν είχε θεσπιστεί σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ και ότι, κατά συνέπεια, έπρεπε να θεωρηθεί παράνομη.

    24.   Συναφώς, απέρριψε την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών κατά την οποία η νέα συμφωνία έπρεπε να θεωρηθεί ως νέα ενίσχυση και ότι, ως εκ τούτου, είχε κοινοποιηθεί νομοτύπως στην Επιτροπή από τη δικαιούχο εταιρία. Στην πραγματικότητα το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η κοινοποίηση της εν λόγω συμφωνίας στην Επιτροπή από τους δικηγόρους της δικαιούχου επιχειρήσεως δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ως επίσημη κοινοποίηση νέας ενισχύσεως κατά την έννοια της Συνθήκης ΕΚ (12).

    25.   Το Πρωτοδικείο έκρινε, εν πάση περιπτώσει, ότι το νέο μέτρο δεν αποτελούσε νέα και διαφορετική ενίσχυση από την αρχικώς χορηγηθείσα (και ουδέποτε κοινοποιηθείσα), καθότι οι τροποποιήσεις που επήλθαν στην αρχική συμφωνία δεν ασκούν επιρροή ως προς την ουσία της. Εφόσον λοιπόν η αρχική και η νέα συμφωνία συνιστούν μία και μοναδική ενίσχυση, θεσπισθείσα και εφαρμοσθείσα το 1992, που τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, η μη κοινοποίηση της πρώτης επηρεάζει επίσης τη νομιμότητα της δεύτερης.

    26.   Ακολούθως, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του επίδικου μέτρου ως ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, το Πρωτοδικείο απέρριψε κατ’ αρχάς την προαναφερθείσα ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή, επισημαίνοντας ότι το δεδικασμένο το οποίο παράγει προγενέστερη δικαστική απόφαση μπορεί να προβληθεί μόνον εάν η προσφυγή επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω δικαστική απόφαση αφορούσε τους ίδιους διαδίκους, είχε το ίδιο αντικείμενο και στηρίχθηκε στους ίδιους λόγους. Οι προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούνταν εν προκειμένω (13).

    27.   Αντιθέτως, επί της ουσίας, επιβεβαιώθηκε η ανάλυση της Επιτροπής.

    28.   Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο έκρινε κατ’ αρχάς ότι από πολλά στοιχεία αποδεικνυόταν ότι η Diputación δεν συνήψε τη νέα συμφωνία για να ικανοποιήσει πραγματικές ανάγκες. Κατά την άποψή του, «το γεγονός και μόνον ότι ένα κράτος μέλος αγοράζει αγαθά και υπηρεσίες με τους όρους της αγοράς δεν αρκεί ώστε η πράξη αυτή να συνιστά εμπορική πράξη διενεργηθείσα υπό συνθήκες που θα είχε δεχθεί ένας ιδιώτης επενδυτής [...], αν αποδεικνύεται ότι το κράτος δεν είχε πραγματικά ανάγκη τα εν λόγω αγαθά και υπηρεσίες [...] Η ανάγκη να αποδείξει ένα κράτος μέλος ότι η εκ μέρους του αγορά αγαθών ή υπηρεσιών συνιστά συνήθη εμπορική πράξη επιβάλλεται ακόμη περισσότερο στην περίπτωση κατά την οποία, όπως εν προκειμένω, της επιλογής του επιχειρηματία δεν προηγήθηκε ανοιχτή διαδικασία προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών η οποία να έχει επαρκώς δημοσιευθεί [...]» (14). Δεδομένου ότι, εν προκειμένω, δεν αποδείχθηκε η ανάγκη αυτή, η Επιτροπή βασίμως κατέληξε ότι η νέα συμφωνία ήταν ικανή να παράσχει οικονομικό πλεονέκτημα στην P & O (15).

    29.   Επιπλέον, κατά το Πρωτοδικείο, η Επιτροπή ορθώς επισήμανε ότι το επίδικο μέτρο θα συνεπαγόταν ενδεχομένως νόθευση του ανταγωνισμού και θα επηρέαζε το διακοινοτικό εμπόριο (16).

    30.   Ακολούθως, όσον αφορά την προβαλλόμενη προσβολή του προβλεπόμενου στο άρθρο 295 ΕΚ δικαιώματος ιδιοκτησίας, η Diputación υποστήριξε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστούσε άδικο περιορισμό της ικανότητάς της να συνάπτει συμβάσεις και της στερούσε το δικαίωμα της ιδιοκτησίας επί των ταξιδιωτικών δελτίων που είχε νομίμως αγοράσει. Το Πρωτοδικείο, όμως, απάντησε ότι το άρθρο 295 ΕΚ δεν έχει ως αποτέλεσμα να αποκλείει την εφαρμογή των θεμελιωδών κανόνων της Συνθήκης επί των καθεστώτων ιδιοκτησίας που υφίστανται στα κράτη μέλη και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να περιορίσει το περιεχόμενο της έννοιας της κρατικής ενισχύσεως κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ (17).

    31.   Το Πρωτοδικείο έκρινε, επίσης, ότι το επίδικο μέτρο δεν μπορούσε να θεωρηθεί συμβατό με την κοινή αγορά βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, ΕΚ, καθότι η ενίσχυση δεν χορηγήθηκε στους μεμονωμένους καταναλωτές, και μάλιστα χωρίς διακρίσεις ως προς την προέλευση των υπηρεσιών, αλλά ευνοούσε αποκλειστικά την P & O (18).

    32.   Όσον αφορά την προβαλλόμενη παράβαση των διαδικαστικών κανόνων, το Πρωτοδικείο δεν δέχθηκε την αιτίαση της Diputación κατά την οποία η Επιτροπή δεν είχε ζητήσει από τις ισπανικές αρχές όλες τις αναγκαίες επεξηγήσεις ή διευκρινίσεις για την έκδοση της αποφάσεώς της. Συγκεκριμένα, κατά την άποψή της, η αιτίαση αυτή στηριζόταν σε εσφαλμένη ανάγνωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπό την έννοια ότι τα χωρία της αποφάσεως κατά των οποίων βάλλει η Diputación δεν μαρτυρούσαν πραγματική ανεπάρκεια πληροφοριακών στοιχείων, αλλά μάλλον διαφορετική εκτίμηση, εκ μέρους της Επιτροπής, των αποδεικτικών στοιχείων που παρέσχον οι ισπανικές αρχές κατά τη διοικητική διαδικασία (19).

    33.   Ακολούθως, το Πρωτοδικείο εξέτασε και απέρριψε τις απόψεις των δύο προσφευγουσών επί της προβαλλόμενης παραβιάσεως των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της χρηστής διοικήσεως, λόγω της διαταγής περί ανακτήσεως των ενισχύσεων που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση.

    34.   Ως προς τη φερόμενη παραβίαση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, το Πρωτοδικείο επισήμανε, κατ’ αρχάς, ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί εκ των προτέρων η δυνατότητα του δικαιούχου παράνομης ενισχύσεως να επικαλεστεί εξαιρετικές περιστάσεις στις οποίες μπόρεσε δικαιολογημένα να στηρίξει την εμπιστοσύνη του όσον αφορά το σύννομο της ενισχύσεως αυτής. Εντούτοις, οι αρχές που χορήγησαν την εν λόγω ενίσχυση, παραβαίνοντας την υποχρέωση κοινοποιήσεως, δεν μπορούν να επικαλεστούν τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του δικαιούχου για να απαλλαγούν από την υποχρέωση λήψεως των αναγκαίων μέτρων για την εκτέλεση αρνητικής αποφάσεως της Επιτροπής. Αυτό ακριβώς όμως έπραξε παρανόμως η Diputación (20).

    35.   Περαιτέρω, συνέχισε το Πρωτοδικείο, εκτός του ότι η Επιτροπή εξέδωσε αρχικώς θετική απόφαση, η P & O δεν επικαλέστηκε καμία εξαιρετική περίσταση δυνάμενη να της δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη. Το να θεωρείται όμως ότι μια προγενέστερη θετική απόφαση της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων –προσβληθείσα εντός των προθεσμιών ασκήσεως προσφυγής του άρθρου 230 ΕΚ και ακυρωθείσα από τον κοινοτικό δικαστή– εμποδίζει αυτομάτως την ανάκτηση παράνομης ενισχύσεως, θα στερούσε τον διενεργούμενο από τον κοινοτικό δικαστή έλεγχο της νομιμότητας τέτοιου είδους αποφάσεων από την πρακτική τους αποτελεσματικότητα. Ειδικότερα, όπως παρατήρησε το Πρωτοδικείο, παραπέμποντας στην απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιανουαρίου 1997, Ισπανία κατά Επιτροπής (21), οι ανταγωνιστές της δικαιούχου θα στερούνταν του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής κατά των βλαπτικών γι’ αυτούς αποφάσεων της Επιτροπής (22). Κατά συνέπεια, απορρίφθηκαν επίσης τα επιχειρήματα της P & O ως προς τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που της δημιουργήθηκε.

    36.   Όσον αφορά την παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, το Πρωτοδικείο επισήμανε ότι, με τον ισχυρισμό αυτό, η προσφεύγουσα επέκρινε τη συμπεριφορά της Επιτροπής κατά την εξέταση του φακέλου της υποθέσεως, ενώ, στην πραγματικότητα, ήθελε να αμφισβητήσει εκ νέου την έλλειψη νομιμότητας της ενισχύσεως. Απέρριψε, ως εκ τούτου, τον ισχυρισμό αυτό, παραπέμποντας στη ανάλυση που είχε αναπτύξει στην ίδια υπόθεση για το ζήτημα αυτό (23).

    37.   Ακολούθως, εξετάζοντας τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 88 ΕΚ, το Πρωτοδικείο δεν δέχθηκε την επιχειρηματολογία της Diputación κατά την οποία το γεγονός ότι δεν κινήθηκε, εντός των δύο μηνών από την έκδοση της αποφάσεως BAI, η διαδικασία του άρθρου 88 ΕΚ σχετικά με το επίδικο μέτρο, έπρεπε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η ενίσχυση είχε σιωπηρώς εγκριθεί. Το Πρωτοδικείο στηρίχθηκε στη νομολογία Lorenz (24) για να καταλήξει ότι δεν πληρούνταν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογής της (25).

    38.   Τέλος, το Πρωτοδικείο έκρινε προδήλως αβάσιμο το επιχείρημα της P & O περί ανεπαρκούς αιτιολογίας (26).

    Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

    39.   Με αιτήσεις αναιρέσεως που κατέθεσαν αντιστοίχως στις 17 Οκτωβρίου 2003 και στις 10 Νοεμβρίου 2003, η P & O (υπόθεση C-442/03 P) και η Diputación (υπόθεση C‑471/03 P) αμφισβητούν τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το Πρωτοδικείο. Η P & O ζητεί από το Δικαστήριο να ακυρώσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου, προκειμένου αυτό να αποφανθεί εκ νέου επί του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η Diputación ζητεί από το Δικαστήριο να ακυρώσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και, εφόσον η υπόθεση είναι ώριμη προς εκδίκαση, να αποφανθεί ευθέως επί της ουσίας της υποθέσεως, ακυρώνοντας την απόφαση της Επιτροπής (ή, επικουρικώς, ακυρώνοντας το άρθρο της 2). Στην αντίθετη περίπτωση, η Diputación ζητεί, κατόπιν της ακυρώσεως της πρωτοβάθμιας αποφάσεως, να αναπεμφθεί η υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου.

    40.   Η Επιτροπή, καθής σε αμφότερες τις διαφορές, αντιτάχθηκε στα εν λόγω αιτήματα, ζητώντας από το Δικαστήριο να απορρίψει τις αιτήσεις αναιρέσεως και να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα. Επιπλέον, πρέπει να προστεθεί ότι επετράπη στην Diputación να παρέμβει υπέρ της P & O στην αναιρετική διαδικασία και –ταυτόχρονα– η P & O παρενέβη υπέρ της αιτήσεως αναιρέσεως της Diputación.

    41.   Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 2005, οι δύο υποθέσεις ενώθηκαν για τη διεξαγωγή της προφορικής διαδικασίας και την έκδοση αποφάσεως. Ακολούθως, οι διάδικοι ανέπτυξαν την επιχειρηματολογία τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 22ας Σεπτεμβρίου 2005.

    III – Νομική ανάλυση

    Εισαγωγή

    42.   Οι αναιρεσείουσες προέβαλαν διάφορους λόγους για την αναίρεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου, στους οποίους θα αναφερθώ αναλυτικά κατωτέρω. Προηγουμένως πρέπει να εξεταστούν οι αμφιβολίες που εξέφρασε η Επιτροπή σχετικά με το παραδεκτό της αναιρέσεως που άσκησε η Diputación, οι οποίες διευκρινίστηκαν περαιτέρω και, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, πήραν επισήμως τη μορφή ενστάσεως απαραδέκτου λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεως της εν λόγω αναιρέσεως.

    Επί της εκπρόθεσμης ασκήσεως αναιρέσεως από τη Diputación

    43.   Συναφώς, επισημαίνω κατ’ αρχάς ότι, με την αίτησή της αναιρέσεως, η Diputación δεν όρισε τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, αλλά στο γραφείο των δικηγόρων της στο Μπιλμπάο (Ισπανία) και δέχθηκε τη διενέργεια επιδόσεων με τηλεομοιοτυπία. Κατόπιν τούτου, υπενθυμίζω ότι η απόφαση του Πρωτοδικείου εκδόθηκε στις 5 Αυγούστου 2003 και ότι η Diputación δημοσίευσε αυθημερόν ανακοινωθέν Τύπου με το οποίο δήλωσε δημοσίως την πρόθεσή της να προσβάλει την απόφαση. Περαιτέρω, κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως, και σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, η Γραμματεία του Πρωτοδικείου απέστειλε στη Diputación επικυρωμένο αντίγραφο της αποφάσεως, με συστημένη επιστολή έναντι αποδείξεως παραλαβής που κατατέθηκε στο ταχυδρομείο του Λουξεμβούργου στις 11 Αυγούστου 2003. Εντούτοις, από την απόδειξη παραλαβής προκύπτει ότι το έγγραφο επιδόθηκε στον τόπο που επέλεξε η αναιρεσείουσα μόλις την 1η Σεπτεμβρίου. Ως εκ τούτου, η Diputación θεώρησε ότι η προθεσμία ασκήσεως αναιρέσεως έπρεπε να αρχίσει να τρέχει από την ημερομηνία αυτή, οπότε κατέθεσε την αίτησή της αναιρέσεως στις 10 Νοεμβρίου 2003. Αντιθέτως, τα αντίγραφα της αποφάσεως επιδόθηκαν στην Επιτροπή και στην P & O στις 13 και 14 Αυγούστου 2003 αντιστοίχως, οπότε η αίτηση αναιρέσεως της P & O, όπως προαναφέρθηκε, κατατέθηκε στις 17 Οκτωβρίου.

    44.   Κατόπιν τούτου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, βάσει του άρθρου 100, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου (27), η αίτηση αναιρέσεως της Diputación υποβλήθηκε εκπρόθεσμα.

    45.   Κατά την άποψη της Επιτροπής, αν δεν απατώμαι, αληθεύει βεβαίως ότι η τελευταία περίοδος της διατάξεως αυτής προβλέπει, ταυτόχρονα, τεκμήριο επιδόσεως 10 ημέρες μετά την κατάθεση του εγγράφου στο ταχυδρομείο του Λουξεμβούργου και παρέκκλιση από αυτό («εκτός αν αποδεικνύεται με την απόδειξη παραλαβής …, κ.λπ.»). Εντούτοις, η παρέκκλιση αυτή δεν ισχύει παρά μόνον εφόσον η πραγματική ημερομηνία παραλαβής του εγγράφου είναι προγενέστερη από αυτή που προκύπτει από το προαναφερθέν τεκμήριο. Στην αντίθετη περίπτωση, θα υπήρχε κίνδυνος να δημιουργηθεί ανασφάλεια δικαίου, δεδομένου ότι ο παραλήπτης της επιδόσεως θα μπορούσε να καθυστερήσει επ’ αόριστον την παραλαβή της αποστολής και, κατ’ επέκταση, την ημερομηνία ενάρξεως της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως.

    46.   Η Επιτροπή, όμως, αντιτάσσει κυρίως ότι ήταν εν προκειμένω τελείως προφανές ότι η Diputación γνώριζε την απόφαση του Πρωτοδικείου πολύ πριν από την 1η Σεπτεμβρίου 2003. Τούτο αποδεικνύουν, εξάλλου, τόσο το ανακοινωθέν Τύπου που δημοσίευσε η Diputación την ημέρα εκδόσεως της αποφάσεως όσο και η δυνατότητα αναγνώσεως του κειμένου της αποφάσεως στο διαδίκτυο. Επομένως, η αναιρεσείουσα παρέβη τις υποχρεώσεις επιμελείας που υπέχουν οι μετέχοντες σε ένδικη διαδικασία, καθυστερώντας σκοπίμως την παραλαβή της αποστολής (και, επομένως, την υπογραφή της αποδείξεως παραλαβής), κατά τρόπο ώστε να επωφεληθεί μεγαλύτερης προθεσμίας για την άσκηση αναιρέσεως.

    47.   Η Diputación αντιτάσσει ότι υπέβαλε εμπροθέσμως την αίτηση αναιρέσεως, αν ληφθεί υπόψη η πραγματική ημερομηνία παραλαβής του αντιγράφου της αποφάσεως και η συνήθης προθεσμία ασκήσεως αναιρέσεως (δύο μήνες), καθώς και η προθεσμία παρεκτάσεως που χορηγείται λόγω της αποστάσεως του τόπου επιδόσεως που επέλεξε η αναιρεσείουσα. Προς τούτο, η αναιρεσείουσα επικαλείται ακριβώς το κείμενο του άρθρου 100, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, τελευταία περίοδος, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου σύμφωνα με το οποίο, κατά την άποψή της, υπερισχύει η πραγματική παρά η τεκμαιρόμενη ημερομηνία παραλαβής του εγγράφου.

    48.   Υπενθυμίζω, κατ’ αρχάς, ότι το άρθρο 100, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, διέπει αποκλειστικά τους τρόπους επιδόσεως των πράξεων που μπορούν κατ’ αρχήν να αποσταλούν με τηλεομοιοτυπία ή άλλα τεχνικά μέσα, αποκλείοντας εντούτοις ρητώς από αυτόν τον τρόπο επιδόσεως τις αποφάσεις και διατάξεις του Πρωτοδικείου.

    49.   Ακολούθως, όπως προαναφέρθηκε, το δεύτερο εδάφιο της διατάξεως αυτής (το οποίο παραθέτει τόσο η αναιρεσείουσα όσο και η Επιτροπή) ορίζει ότι στις περιπτώσεις στις οποίες –μεταξύ άλλων– «λόγω της φύσεως (…) της πράξεως» (απόφαση ή διάταξη) δεν είναι δυνατή η διαβίβαση με τηλεομοιοτυπία ή άλλα τεχνικά μέσα, η επίδοση πραγματοποιείται σύμφωνα με τη συνήθη διαδικασία του άρθρου100, παράγραφος 1, ήτοι με συστημένη ταχυδρομική αποστολή έναντι αποδείξεως παραλαβής και παράλληλα ειδοποίηση του παραλήπτη με τηλεομοιοτυπία ή οποιοδήποτε άλλο τεχνικό μέσο επικοινωνίας. Αφού ολοκληρωθεί η διαδικασία αυτή, τεκμαίρεται ότι το συστημένο έγγραφο επιδόθηκε στον παραλήπτη δέκα ημέρες μετά την κατάθεσή του στο ταχυδρομείο του Λουξεμβούργου (εφόσον δεν έχει οριστεί τόπος επιδόσεων στη χώρα αυτή), εκτός αν η απόδειξη παραλαβής αποδεικνύει ότι η επίδοση πραγματοποιήθηκε σε άλλη ημερομηνία.

    50.   Κατά συνέπεια, το τεκμήριο του άρθρου 100, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου πρέπει να θεωρηθεί διαφορετικό από αυτό του άρθρου 44, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού, κατά το οποίο ως νομότυπη επίδοση λογίζεται η κατάθεση του συστημένου εγγράφου στο ταχυδρομείο του Λουξεμβούργου (28).

    51.   Συγκεκριμένα, το πρώτο έχει εφαρμογή στην περίπτωση στην οποία, παρά τη συγκατάθεση παραλαβής των διαδικαστικών εγγράφων με τηλεομοιοτυπία ή άλλα τεχνικά μέσα, η διαβίβαση αυτή δεν είναι δυνατή, μεταξύ άλλων, λόγω της φύσεως της πράξεως (απόφαση ή διάταξη) (29). Αντιθέτως, το δεύτερο ισχύει στην περίπτωση στην οποία ο αναιρεσείων δεν έχει τηρήσει τις τυπικές επιταγές του άρθρου 44, παράγραφος 2, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, και επομένως δεν έχει ορίσει αντίκλητο στο Λουξεμβούργο ούτε έχει αποδεχθεί τη διενέργεια της επιδόσεως των διαδικαστικών εγγράφων με τηλεομοιοτυπία ή άλλα τεχνικά μέσα (30).

    52.   Στην υπό κρίση υπόθεση, όπως προαναφέρθηκε, η Diputación δεν όρισε αντίκλητο στο Λουξεμβούργο, αλλά αποδέχθηκε τη διαβίβαση των διαδικαστικών εγγράφων με τηλεομοιοτυπία ή άλλα τεχνικά μέσα. Ο εφαρμοστέος κανόνας είναι, επομένως, το άρθρο 100, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο.

    53.   Κατόπιν αυτής της διευκρινίσεως, απομένει να καθοριστεί, βάσει της διατάξεως αυτής, υπό ποιες συνθήκες είναι δυνατό να μην ισχύσει το τεκμήριο κατά το οποίο η συστημένη ταχυδρομική αποστολή επιδίδεται τη δέκατη ημέρα από την κατάθεσή της στο ταχυδρομείο του Λουξεμβούργου, ήτοι αν αυτό δεν ισχύει οσάκις η απόδειξη παραλαβής αποδεικνύει ότι η παραλαβή πραγματοποιήθηκε σε άλλη ημερομηνία (όπως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα) ή μόνον όταν η ημερομηνία αυτή είναι προγενέστερη από εκείνη που προκύπτει από το εν λόγω τεκμήριο (όπως υποστηρίζει η Επιτροπή).

    54.   Κατά την άποψή μου, η θέση της Diputación είναι η πιο πειστική. Συγκεκριμένα, κατ’ αρχάς, συμφωνεί με το γράμμα της προαναφερθείσας διατάξεως που ουδόλως επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα της Επιτροπής. Εξάλλου, γενικότερα, πρέπει να επισημάνω ότι, οσάκις οι ισχύοντες διαδικαστικοί κανόνες τάσσουν προθεσμία για τον αναιρεσείοντα, αυτός έχει το δικαίωμα να τη χρησιμοποιήσει στο ακέραιο, εκτός αν ορίζεται ρητώς άλλως. Πράγματι, ο καθορισμός προθεσμίας για την άσκηση αναιρέσεως συνδέεται επίσης με την προστασία των δικαιωμάτων άμυνας· κατά συνέπεια, για να επικρατήσουν λύσεις που ενδέχεται να περιορίσουν τα δικαιώματα αυτά, πρέπει να προσδιοριστεί μια νομική βάση πολύ πιο συγκεκριμένη από μια έμμεση συναγωγή η οποία, κατά μείζονα λόγο, προκύπτει από την ερμηνεία μιας περιόδου το γράμμα της οποίας είναι τελείως διαφορετικό.

    55.   Εν πάση περιπτώσει, βάσει των γενικών αρχών, φρονώ ότι, ακόμη και αν εξακολουθούν να υπάρχουν ορισμένες αμφιβολίες επ’ αυτού, δεν μπορούν αυτές να επικρατήσουν εις βάρος της αναιρεσείουσας και των δικαιωμάτων της άμυνας και ότι, κατά συνέπεια, πρέπει να προκριθεί η ερμηνεία που προστατεύει με τον καλύτερο τρόπο τα δικαιώματα αυτά.

    56.   Επομένως, εκτιμώ ότι η αίτηση αναιρέσεως της Diputación πρέπει να θεωρηθεί εμπρόθεσμη και, ως εκ τούτου, παραδεκτή.

    Επί των λόγων αναιρέσεως

    57.   Κατόπιν αυτής της διευκρινίσεως, θα εξετάσω τις αιτήσεις αναιρέσεως επί της ουσίας, επισημαίνοντας κατ’ αρχάς ότι η P & O επικαλέστηκε επτά και η Diputación εννιά, εν μέρει όμοιους, λόγους αναιρέσεως. Επομένως, θα τους εξετάσω, στο μέτρο του δυνατού, από κοινού.

    58.   Θα αναλύσω κατ’ αρχάς τους λόγους αναιρέσεως που αφορούν τον χαρακτηρισμό του επίδικου μέτρου ως ενισχύσεως (Α), στη συνέχεια τους λόγους αναιρέσεως που επικεντρώνονται στην υποτιθέμενη εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ (Β) και, τέλος, τους σχετικούς με άλλα νομικά σφάλματα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Γ).

     Α –       Λόγοι αναιρέσεως σχετικοί με τον χαρακτηρισμό του μέτρου ως ενισχύσεως

    59.   Η Diputación προβάλλει διάφορες αιτιάσεις για να αμφισβητήσει, κατ’ αρχάς, τις εκτιμήσεις του Πρωτοδικείου που επιβεβαιώνουν τα συμπεράσματα της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο μέτρο που αυτή χαρακτηρίζει τη νέα συμφωνία ως κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

    1) Επί του παραδεκτού αυτών των λόγων αναιρέσεως

    60.   Εντούτοις, προτού εξεταστούν οι εν λόγω αιτιάσεις επί της ουσίας, πρέπει να διασκεδαστούν ορισμένες αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό τους.

    61.   Ειδικότερα, πρέπει να εξεταστεί αν υπάρχει ακόμη δυνατότητα αμφισβητήσεως του χαρακτηρισμού του επίδικου μέτρου ως ενισχύσεως ενώπιον του κοινοτικού δικαστή. Συγκεκριμένα, με την απόφαση BAI, το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε επί του μέτρου αυτού, ακυρώνοντας την από 7 Ιουνίου 1995 απόφαση με την οποία αυτό είχε εγκριθεί. Εφόσον οι διάδικοι δεν προσέβαλαν την απόφαση αυτή, τούτη κατέστη απρόσβλητη και απέκτησε ισχύ δεδικασμένου. Επομένως, τίθεται το ζήτημα αν η προσφυγή της Diputación ενώπιον του Πρωτοδικείου συνιστά έμμεση αμφισβήτηση της αποφάσεως BAI και θίγει, ως εκ τούτου, το δεδικασμένο.

    62.   Η Επιτροπή προέβαλε όντως την ένσταση αυτή πρωτοδίκως, αλλά ανεπιτυχώς, καθότι το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, κατά πάγια νομολογία, «το δεδικασμένο το οποίο παράγει μια δικαστική απόφαση μπορεί να εμποδίσει το παραδεκτό προσφυγής αν η προσφυγή επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω δικαστική απόφαση αφορούσε τους ίδιους διαδίκους και το ίδιο αντικείμενο και στηρίχθηκε στους ίδιους λόγους» (31). Όπως όμως έκρινε το Πρωτοδικείο, στην υπό κρίση υπόθεση η προσφυγή της Diputación στρεφόταν κατά πράξεως διαφορετικής από εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση BAI (ήτοι κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως και όχι κατά της αποφάσεως της 7ης Ιουνίου 1995)· κατά τα λοιπά, στη διαφορά αυτή δεν εμπλέκονταν οι ίδιοι διάδικοι που εμπλέκονταν στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση ΒΑΙ, καθότι η Diputación δεν ήταν διάδικος στην υπόθεση αυτή (32).

    63.   Η Επιτροπή δεν προέβαλε την ένσταση αυτή στο πλαίσιο της υπό κρίση αναιρέσεως, μολονότι οι διάδικοι κλήθηκαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επ’ αυτού και ανέπτυξαν πράγματι τους σχετικούς (αντίθετους) ισχυρισμούς τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

    64.   Εντούτοις, μολονότι ουδείς των διαδίκων προέβαλε στην πράξη ένσταση, φρονώ ότι τίποτε δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να εξετάσει αν, εν προκειμένω, υπήρξε παραβίαση του δεδικασμένου. Συγκεκριμένα, κατά την άποψή μου, παρά τη σιωπή των σχετικών διατάξεων (33), το Δικαστήριο μπορεί, στο πλαίσιο αναιρέσεως, να προβάλει αυτεπαγγέλτως ένσταση έναντι της πρωτόδικης αποφάσεως για λόγους δημοσίας τάξεως.

    65.   Επισημαίνω, κατά τα λοιπά, ότι η εξουσία αυτή επιβεβαιώνεται ρητώς από τη νομολογία του Δικαστηρίου και δικαιολογείται απολύτως από τον γενικό εισαγγελέα Jacobs με τις προτάσεις του στην υπόθεση Salzgitter, στη συλλογιστική των οποίων θα περιοριστώ να παραπέμψω (34).

    66.   Περαιτέρω, θεωρώ ότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο σεβασμός της ισχύος του δεδικασμένου πρέπει να θεωρείται ως ένα από τα ζητήματα δημοσίας τάξεως που το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως οποτεδήποτε. Συγκεκριμένα, πρόκειται για μια θεμελιώδη αρχή της κοινοτικής (και όχι μόνον) έννομης τάξεως, η τήρηση της οποίας δεν πρέπει να εξασφαλίζεται μόνο για το συμφέρον των διαδίκων, αλλά και για το γενικό συμφέρον (35).

    67.   Κατόπιν τούτου, παραμένει το ερώτημα αν, στην υπό κρίση υπόθεση, η προαναφερθείσα ένσταση είναι βάσιμη και αν, κατά συνέπεια το Πρωτοδικείο, δεχόμενο το παραδεκτό της πρωτόδικης προσφυγής και αποφαινόμενο εκ νέου επί του χαρακτηρισμού του επίδικου μέτρου ως ενισχύσεως, παραβίασε το δεδικασμένο της αποφάσεως BAI.

    68.   Συναφώς, υπενθυμίζω κατ’ αρχάς ότι το Πρωτοδικείο απέρριψε πρωτοδίκως την ένσταση που προέβαλε η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για να γίνει επίκληση του δεδικασμένου. Ειδικότερα, έκρινε ότι οι δύο υποθέσεις δεν αφορούσαν τους ίδιους διαδίκους ούτε είχαν το ίδιο αντικείμενο.

    69.   Όσον αφορά την πρώτη πτυχή, πράγματι στην υπόθεση BAI η Diputación δεν ήταν διάδικος και τα επίμαχα δημόσια συμφέροντα προστατεύονταν από την Ισπανική Κυβέρνηση που παρενέβη υπέρ της τότε καθής, ήτοι της Επιτροπής. Επομένως, μπορεί να υπογραμμιστεί ότι, ναι μεν, σε αμφότερες τις υποθέσεις, πρόκειται για δημόσιες αρχές του ίδιου κράτους που υποστήριξαν ενώπιον του Πρωτοδικείου τη θέση του οργανισμού που κατέβαλε την ενίσχυση, ωστόσο οι αρχές αυτές αποτελούν διαφορετικά υποκείμενα δικαίου. Ομολογώ, εντούτοις, ότι δεν είμαι βέβαιος ότι το αντίθετο αυτό επιχείρημα είναι πράγματι αποφασιστικής σημασίας, ιδίως αν η διαφορά που προανέφερα οφειλόταν σε ενδεχόμενους περιορισμούς ως προς την ενεργητική νομιμοποίηση της Diputación κατά την πρώτη δίκη.

    70.   Ως εκ τούτου, θεωρώ καθοριστική την εξέταση της άλλης προϋποθέσεως. Στην πραγματικότητα, το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι προφανές, καθότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις στις δύο διαφορές ήταν τυπικώς διαφορετικές πράξεις. Φρονώ, ωστόσο, ότι το ζήτημα είναι πιο περίπλοκο.

    71.   Συγκεκριμένα, πρέπει να επισημάνω ότι η έννοια «ίδιο αντικείμενο», «δεν μπορεί να περιοριστεί στην τυπική ταυτότητα των δύο αιτήσεων» (36) και, ειδικότερα εν προκειμένω, της προσβαλλομένης πράξεως, καθότι δεν συνδέεται τόσο με την ταυτότητα των αιτήσεων όσο και με την ταυτότητα του νομικού ζητήματος που υποβάλλεται στην κρίση του δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, αυτό είναι το ζήτημα το οποίο ρυθμίζεται από την απόφαση και καλύπτεται από το δεδικασμένο.

    72.   Κατά τα λοιπά, αυτός είναι επίσης ένας από τους λόγους για τους οποίους το Δικαστήριο δήλωσε ότι, όταν [η Επιτροπή] λαμβάνει, σύμφωνα με το άρθρο 233 ΕΚ, τα αναγκαία μέτρα «προκειμένου να [συμμορφωθεί με μια ακυρωτική απόφαση] και να την [εκτελέσει] πλήρως, υποχρεούται να σεβαστεί όχι μόνον το διατακτικό της αποφάσεως, αλλά και το σκεπτικό που οδήγησε στο διατακτικό αυτό και το οποίο αποτελεί την απαραίτητη βάση του [...] Πράγματι, στο σκεπτικό αυτό [...] εμφαίνονται οι ακριβείς λόγοι της παρανομίας που διαπιστώνεται με το διατακτικό και τους οποίους πρέπει να λάβει υπόψη το οικείο κοινοτικό όργανο κατά την αντικατάσταση της ακυρωθείσας πράξεως» (37).

    73.   Σε καθεμία από τις δύο επίδικες διαφορές, το επίμαχο ζήτημα διατυπώθηκε με όμοιους στην ουσία όρους. Συγκεκριμένα, ναι μεν αληθεύει ότι, όπως και στην υπόθεση BAI, η νέα διαφορά αφορούσε το κύρος της (διαφορετικής σε καθεμία από τις δύο περιπτώσεις) ειδικής πράξεως που υποβλήθηκε στην κρίση του δικαστηρίου, ωστόσο το πραγματικό επίμαχο νομικό ζήτημα σε αμφότερες τις υποθέσεις –με το οποίο ασχολήθηκε, κατά την άποψή μας, η δικαστική απόφαση– συνίστατο στη βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ εκτίμηση στην οποία προέβη η Επιτροπή ως προς το επίδικο μέτρο, προκειμένου να καθορίσει, σε καθεμία από τις δύο περιπτώσεις, αν η συμφωνία αποτελούσε κρατική ενίσχυση.

    74.   Ακριβώς βάσει της εκτιμήσεως αυτής ακυρώθηκε η επίδικη πράξη με την απόφαση BAI, το δε Πρωτοδικείο όφειλε, κατ’ αρχήν, να ακολουθήσει τη νομική αιτιολογία που στηρίζει την απόφαση αυτή και κατά την επόμενη δίκη, όταν κλήθηκε να αποφανθεί επί αποφάσεως (της «νέας συμφωνίας») που συνιστούσε απλώς επανάληψη των διαλαμβανομένων στην υπόθεση BAI.

    75.   Κατόπιν τούτου, πρέπει ωστόσο να επισημάνω ότι, μετά την έκδοση της αποφάσεως BAI, η Επιτροπή δεν περιορίστηκε να επανεκδώσει απλώς την ίδια πράξη συνοδευόμενη από νέα αιτιολογία σύμφωνη με την εν λόγω απόφαση. Κίνησε τη διαδικασία εξετάσεως του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ όσον αφορά το επίδικο μέτρο, «προκειμένου να παράσχει στους ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους επί της θέσεως που σκόπευε να υιοθετήσει η Επιτροπή [όσον αφορά τη συμφωνία] βάσει της αποφάσεως του Πρωτοδικείου» (38). Πράγματι, όπως προκύπτει από το κείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά τη διαδικασία αυτή, η P & O, οι βασκικές αρχές και η BAI υπέβαλαν σχόλια και πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με το επίδικο μέτρο (39).

    76.   Ανεξαρτήτως όμως του γεγονότος ότι η Επιτροπή οφείλει να ακολουθήσει την απόφαση BAI, δεν μπορούσε προφανώς να μην εξετάσει προσεκτικά τα ενδεχόμενα νέα ή συμπληρωματικά πραγματικά στοιχεία που προέβαλαν οι διάδικοι (για παράδειγμα νέες τροποποιήσεις του μέτρου, μεταβολή του σχετικού οικονομικού και/ή νομικού πλαισίου κ.λπ.), στοιχεία που, για προφανείς λόγους, η εν λόγω απόφαση δεν μπόρεσε να λάβει υπόψη της και που μπορούσαν, ωστόσο, να οδηγήσουν σε διαφορετική κατεύθυνση τις τελικές εκτιμήσεις της Επιτροπής.

    77.   Εφόσον όμως οι διάδικοι προσκόμισαν όντως νέα στοιχεία (40) τα οποία έλαβε υπόψη της (41) η Επιτροπή κατά την προαναφερθείσα επίσημη διαδικασία έρευνας, το Πρωτοδικείο δεν μπορούσε να μην τα λάβει υπόψη του και να μην επανεξετάσει το ζήτημα. Τούτο ισχύει παρά το δεδικασμένο που παράγει η προγενέστερη απόφαση BAI, καθότι, όπως επανειλημμένως υπενθύμισε το Δικαστήριο, «το δεδικασμένο [αποφάσεως του κοινοτικού δικαστή] καλύπτει μόνον τα πραγματικά ή νομικά ζητήματα τα οποία πράγματι ή κατ’ ανάγκη επιλύθηκαν με τη δικαστική απόφαση» (42).

    78.   Επομένως, φρονώ ότι ορθώς το Πρωτοδικείο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, επανεξέτασε τη φύση του επίδικου μέτρου. Το ίδιο ισχύει, κατά μείζονα λόγο, καθότι η επιλογή άλλης λύσεως θα είχε στερήσει τους διαδίκους της υπό κρίση δίκη διαδικασίας και, ειδικότερα, της Diputación, από την ένδικη προστασία, στο μέτρο που οι εκτιμήσεις της Επιτροπής ως προς τα νέα στοιχεία που προσκόμισαν οι διάδικοι δεν θα είχαν υποβληθεί στον έλεγχο του κοινοτικού δικαστή.

    79.   Συνεπώς, θεωρώ ότι η απόφαση του Πρωτοδικείου επ’ αυτού του ζητήματος ήταν ορθή. Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να κηρύξει παραδεκτούς τους λόγους αναιρέσεως που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες.

    2) Επί της ουσίας

    80.   Κατόπιν των προεκτεθέντων, επιβάλλεται η εξέταση της ουσίας των λόγων αναιρέσεων που αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

    81.   Συναφώς υπενθυμίζω ότι, κατά την αναιρεσείουσα, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομικά σφάλματα κατά την ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων, καθόσον:

    α)      εκτίμησε το αν οι ισπανικές αρχές συμπεριφέρθηκαν ως ιδιώτης επενδυτής που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, στηριζόμενο στο κριτήριο της ανάγκης παρεμβάσεως των δημοσίων αρχών, που ουδεμία σχέση έχει με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή·

    β)      έκρινε εσφαλμένα ότι η Diputación δεν είχε πράγματι ανάγκη να αγοράσει τα ταξιδιωτικά δελτία·

    γ)      παρέλειψε να επικρίνει την απουσία, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, οικονομικής αναλύσεως του πλεονεκτήματος που παρείχε το επίδικο μέτρο όσον αφορά τα ποσά που είχαν ήδη καταβληθεί στην P & O·

    δ)      δήλωσε ότι δεν ήταν αναγκαίο να εκτιμήσει η Επιτροπή τις πραγματικές συνέπειες του κρατικού μέτρου επί του ενδοκοινοτικού εμπορίου και του ανταγωνισμού.

    82.   Θα αναλύσω κατωτέρω τις αιτιάσεις αυτές.

    α) Επί του κριτηρίου της ανάγκης παρεμβάσεως των δημοσίων αρχών

    83.   Όπως ανέφερα προηγουμένως, η Diputación υποστηρίζει, κατ’ αρχάς, ότι το Πρωτοδικείο προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, κρίνοντας, όσον αφορά την εφαρμογή της γνωστής αρχής του ιδιώτη επενδυτή, ότι έπρεπε να εξεταστεί αν, εν προκειμένω, υφίστατο πράγματι ανάγκη της αρμόδιας δημόσιας αρχής να αποκτήσει τα εν λόγω αγαθά και υπηρεσίες.

    84.   Συγκεκριμένα, κατά την άποψή της, η ορθή εφαρμογή της αρχής αυτής προϋποθέτει ότι λαμβάνεται υπόψη αποκλειστικά η τιμή των εν λόγω αγαθών και υπηρεσιών και η αναλογία μεταξύ της τιμής αυτής και των τιμών της αγοράς, που αποτελούν αντικειμενικά επαληθεύσιμα στοιχεία. Το επικρινόμενο κριτήριο, το οποίο ουδόλως απαντά στη νομολογία του Δικαστηρίου, οδηγεί αντιθέτως στην υποκειμενική εξέταση των αιτιών και των λόγων των δημοσίων παρεμβάσεων. Επιπλέον, υποχρεώνει τα κράτη μέλη να ενημερώνουν την Επιτροπή για όλες τις αγορές αγαθών και υπηρεσιών και να αποδεικνύουν την πραγματική αναγκαιότητά τους.

    85.   Η Επιτροπή θεωρεί, αντιθέτως, ότι η διαπίστωση της πρόδηλης έλλειψης σκοπιμότητας μιας αγοράς συνιστά απολύτως χρήσιμο κριτήριο για την εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επενδυτή. Συγκεκριμένα, η προδήλως άσκοπη απόκτηση αγαθών ή υπηρεσιών είναι ικανή να παράσχει στον προμηθευτή σημαντικό οικονομικό πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ.

    86.   Υπενθυμίζω, κατ’ αρχάς, ότι η πολύ γνωστή αρχή του ιδιώτη επενδυτή παρέχει τη δυνατότητα να καθοριστεί αν μια δημόσια παρέμβαση μπορεί να ενταχθεί στην απλή λογική της αγοράς και δεν έχει ως σκοπό να ευνοήσει ορισμένες επιχειρήσεις προκαλώντας στρεβλώσεις στην κοινή αγορά. Συγκεκριμένα, όπως είναι γνωστό, κατά πάγια κοινοτική νομολογία, προκειμένου να καθοριστεί αν μια δημόσια παρέμβαση συνιστά κρατική ενίσχυση, πρέπει να κριθεί αν, υπό παρόμοιες περιστάσεις, ένας ιδιώτης επενδυτής θα είχε προβεί στην επίδικη οικονομική πράξη υπό τις ίδιες συνθήκες με αυτές υπό τις οποίες ενήργησε η δημόσια αρχή (43).

    87.   Ουδόλως αποδεικνύεται ότι η Επιτροπή, για να προβεί σε πλήρη και πρόσφορη ανάλυση, πρέπει να επικεντρωθεί αποκλειστικά στην «εύλογη» τιμή (ή στην τιμή της αγοράς) που καταβάλλει δημόσιος αγοραστής για ένα αγαθό ή μια υπηρεσία, μη λαμβανομένων υπόψη των προθεσμιών, των όρων και των λοιπών συνθηκών υπό τις οποίες πραγματοποιείται η αγορά. Φρονώ, αντιθέτως, ότι μόνο βάσει της σφαιρικής εκτιμήσεως των στοιχείων αυτών μπορεί να αποδειχθεί αν η επίδικη οικονομική πράξη είναι ορθή ή αν αποβλέπει στον να παράσχει στον πωλητή οικονομικό πλεονέκτημα απαγορευόμενο από το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Γενικώς, για την αρχή του ιδιώτη επενδυτή, είναι σημαντικό να ανταποκρίνεται στη λογική της αγοράς όχι (μόνον) η τιμή αλλά και η πράξη στο σύνολό της.

    88.   Είναι, για παράδειγμα, προφανές ότι, ακόμη και αν η τιμή ανταποκρινόταν εκ πρώτης όψεως στην τιμή της αγοράς, θα ήταν αντίθετη προς την αρχή του ιδιώτη επενδυτή η απόφαση μιας δημόσιας αρχής να αγοράσει αγαθά με προθεσμίες (ή άλλους όρους) πληρωμής πολύ πιο ευνοϊκές για τον πωλητή από εκείνες που ισχύουν συνήθως στην αγορά. Το ίδιο ωστόσο ισχύει, για να επανέλθουμε στην περίπτωσή μας, όταν η αγορά πραγματοποιείται ασφαλώς στην τιμή της αγοράς, αλλά σε ποσότητες που υπερβαίνουν κατά πολύ τις ανάγκες, οπότε οι δημόσιες αρχές παρέχουν κατ’ αυτόν τον τρόπο στον προμηθευτή δυσανάλογη αύξηση του κύκλου εργασιών του. Συγκεκριμένα, όπως τόνισε η Επιτροπή, κανένας ιδιώτης επενδυτής δεν θα αγόραζε αγαθά ή υπηρεσίες που δεν θα είχε πραγματικά ανάγκη.

    89.   Επομένως, κατά την άποψή μου, ορθώς το Πρωτοδικείο έκρινε ότι «το γεγονός και μόνον ότι ένα κράτος μέλος αγοράζει αγαθά και υπηρεσίες με τους όρους της αγοράς δεν αρκεί ώστε η πράξη αυτή να συνιστά εμπορική πράξη διενεργηθείσα υπό συνθήκες που θα είχε δεχθεί ένας ιδιώτης επενδυτής ή, με άλλα λόγια, συνήθη εμπορική πράξη, αν αποδεικνύεται ότι το κράτος δεν είχε πραγματικά ανάγκη τα εν λόγω αγαθά και υπηρεσίες» (44).

    90.   Αναγνωρίζω, ασφαλώς, ότι δεν είναι πάντοτε εύκολο να εξακριβωθεί αντικειμενικά η ανάγκη των δημοσίων αρχών για την αγορά αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών· εντούτοις, αληθεύει επίσης ότι, όταν τούτο είναι δυνατό, η απουσία μιας τέτοιας ανάγκης συνιστά σαφή δείκτη ικανό να αποδείξει ότι η εν λόγω αγορά δεν συνιστά συνήθη εμπορική πράξη.

    91.   Στην υπό εξέταση περίπτωση, για παράδειγμα, τα στοιχεία που έλαβε υπόψη του το Πρωτοδικείο (χαμηλό ποσοστό χρήσεως των δελτίων, άρνηση των δημοσίων αρχών να λάβουν ταξιδιωτικά δελτία για άλλους ενδεχομένως πιο ελκυστικούς γεωγραφικούς προορισμούς υπέρ της μοναδικής γραμμής που εξυπηρετεί η P & O) (45) επιβεβαιώνουν ότι η Diputación δεν είχε πραγματικά ανάγκη να αγοράσει τόσα πολλά ταξιδιωτικά δελτία από την P & O.

    92.   Όσον αφορά ακολούθως το γεγονός, το οποίο υπογραμμίζει η αναιρεσείουσα, ότι το υπό εξέταση κριτήριο θα αποτελούσε υπερβολική επιβάρυνση για τα κράτη μέλη, καθότι θα τα υποχρέωνε να κοινοποιούν στην Επιτροπή όλες τις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, μπορεί να αντιταχθεί ότι, στην πράξη, η κοινοποίηση επιβάλλεται μόνον εφόσον η παρέμβαση, λόγω ειδικών περιστάσεων, μπορεί να ισοδυναμεί, για τις συμβαλλόμενες επιχειρήσεις, με οικονομικά πλεονεκτήματα τα οποία δεν θα είχαν αποκομίσει από ιδιώτη αντισυμβαλλόμενο. Άλλως ειπείν, οι δημόσιες αρχές πρέπει να αξιολογούν στην εκάστοτε περίπτωση αν η σύμβαση στηρίζεται στις συνθήκες της αγοράς. Θεωρώ, ωστόσο, ότι η εκτίμηση αυτή δεν είναι διαφορετική από εκείνη στην οποία πρέπει να προβαίνουν, για παράδειγμα, όταν αποφασίζουν να επενδύσουν στο κεφάλαιο μιας εταιρίας ή να πωλήσουν ένα δημόσιο αγαθό σε ιδιώτες.

    93.   Για τους λόγους αυτούς θεωρώ ότι ο υπό εξέταση λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    β) Επί της αναγκαιότητας της συμφωνίας

    94.   Κατά την Diputación, το Πρωτοδικείο εσφαλμένα έκρινε ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, η νέα συμφωνία δεν ανταποκρινόταν σε πραγματική ανάγκη αγοράς ταξιδιωτικών δελτίων.

    95.   Η Επιτροπή, ωστόσο, προβάλλει το απαράδεκτο της αιτιάσεως αυτής, καθόσον στρέφεται κατά των εκτιμήσεων του Πρωτοδικείου ως προς τα πραγματικά περιστατικά.

    96.   Συγκεκριμένα, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 225 ΕΚ και 51 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, μπορεί να ασκηθεί αναίρεση κατ’ αποφάσεων του Πρωτοδικείου «μόνο για νομικά ζητήματα», οπότε, κατά πάγια νομολογία, «το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να διαπιστώνει πραγματικά περιστατικά ούτε, κατ’ αρχήν, να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που δέχθηκε το Πρωτοδικείο προς στήριξη των περιστατικών αυτών. Συγκεκριμένα, αφ’ ης στιγμής τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία προσκομίστηκαν νομοτύπως και τηρήθηκαν οι γενικές αρχές του δικαίου και οι εφαρμοστέοι δικονομικοί κανόνες επί του βάρους και της διεξαγωγής των αποδείξεων, το Πρωτοδικείο είναι αποκλειστικά αρμόδιο να εκτιμήσει την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα υποβληθέντα υπόψη του στοιχεία [...]. Επομένως, η εκτίμηση αυτή δεν αποτελεί, εκτός αν συντρέχει αλλοίωση των στοιχείων αυτών, νομικό ζήτημα υποκείμενο στον έλεγχο του Δικαστηρίου» (46).

    97.   Κατά την άποψή μου, είναι προφανές ότι σκοπός του υπό εξέταση λόγου αναιρέσεως είναι να οδηγήσει το Δικαστήριο σε νέα αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών που διαπίστωσε το Πρωτοδικείο, καθώς και των αποδεικτικών στοιχείων που προβλήθηκαν ενώπιόν του, όσον αφορά το ότι η Diputación δεν είχε ανάγκη να αγοράσει τόσα πολλά ταξιδιωτικά δελτία.

    98.   Επιπλέον, η αναιρεσείουσα δεν επικαλέστηκε παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών και, εν πάση περιπτώσει, φρονώ ότι η σχετική ανάλυση του Πρωτοδικείου αποτελεί καρπό επισταμένης αξιολογήσεως των στοιχείων που προέβαλαν τόσο οι αναιρεσείουσες όσο και η Επιτροπή (47).

    99.   Συνεπώς, ο υπό εξέταση λόγος αναιρέσεως είναι, κατά την άποψή μου, απαράδεκτος.

    γ) Επί της απουσίας οικονομικής αναλύσεως όσον αφορά τα ποσά που

    κατέβαλε η Diputación

    100. Η Diputación προέβαλε, επίσης, λόγο αναιρέσεως αντλούμενο από την εσφαλμένη εκ μέρους του Πρωτοδικείου ερμηνεία του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, καθότι αυτό δεν επέκρινε το γεγονός ότι η απόφαση της Επιτροπής δεν περιελάμβανε οικονομική ανάλυση προκειμένου να εξακριβωθεί αν τα ποσά που είχαν καταβληθεί στην P & O κατ’ εφαρμογή του επίδικου μέτρου, και ειδικότερα εκείνα που αφορούσαν τα ήδη χρησιμοποιηθέντα ταξιδιωτικά δελτία, ήταν ικανά να της παράσχουν οικονομικό πλεονέκτημα. Στην πραγματικότητα, τα ποσά αυτά αποτελούν αντιπαροχή για υπηρεσία μεταφοράς που πράγματι παρέσχε η P & O και δεν μπορούν, ως εκ τούτου, να χαρακτηριστούν ως μέτρα στήριξης.

    101. Αντιθέτως, κατά την Επιτροπή, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση περιέχει αναλυτική οικονομική ανάλυση των συνεπειών του επίδικου μέτρου.

    102. Επισημαίνω, κατ’ αρχάς, ότι δεν μπορώ να συμμεριστώ την αιτίαση της αναιρεσείουσας. Συγκεκριμένα, έπειτα από προσεκτικότερη εξέταση, αυτή προϋποθέτει ότι η Επιτροπή όφειλε να προβεί, αφενός, σε εκ των υστέρων εξέταση της οικονομικής αξίας του μέτρου που ετέθη σε εφαρμογή κατά παραβίαση της Συνθήκης (ήτοι των ήδη καταβληθέντων ποσών) και, αφετέρου, σε τεχνητό διαχωρισμό των διαφόρων συνιστωσών της υποτιθέμενης ενισχύσεως κατά την αξιολόγησή τους (αγορά πληρωθέντων και μη πληρωθέντων δελτίων), παρόλο που αυτή, αν και διαρθρώνεται σε διάφορα μέρη, συνιστά ένα και μοναδικό μέτρο στήριξης.

    103. Επί του πρώτου σημείου, επισημαίνω ότι, κατά πάγια νομολογία, ένα μέτρο ενισχύσεως πρέπει κατά κανόνα να εξετάζεται, λαμβανομένης υπόψη της προοπτικής που παρεχόταν στον οργανισμό που κατέβαλε την ενίσχυση, προτού αυτή εφαρμοστεί. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι «για να εξακριβωθεί αν το Δημόσιο επέδειξε συμπεριφορά συνετού επενδυτή που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, το ζήτημα κατά πόσον η συμπεριφορά του Δημοσίου ήταν ορθολογική από οικονομική άποψη πρέπει να κριθεί εντός του χρονικού πλαισίου εντός του οποίου ελήφθησαν τα μέτρα χρηματοδοτικής στήριξης και να αποφευχθεί οποιαδήποτε εκτίμηση με βάση μεταγενέστερες καταστάσεις» (48).

    104. Επί του δευτέρου σημείου, περιορίζομαι να παρατηρήσω ότι η εκ μέρους των δημοσίων αρχών αγορά δελτίων από την P & O συνιστά μία και μοναδική εμπορική πράξη. Επομένως, η οικονομική αξία και το γενικό περιεχόμενο της συναλλαγής αυτής δεν μπορούσε να αξιολογηθεί παρά μόνο με την εξέταση του μέτρου στο σύνολό του. Δεν μπορούσε βεβαίως να ζητηθεί από την Επιτροπή να εκτιμήσει χωριστά τις διάφορες συνιστώσες της ενισχύσεως για να διαπιστώσει αν και σε ποιο βαθμό τα καταβληθέντα κατά παραβίαση της Συνθήκης ποσά, ευνόησαν συγκεκριμένα τη δικαιούχο επιχείρηση.

    105. Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί ο λόγος αναιρέσεως που αντλείται από την απουσία αξιολογήσεως του οικονομικού πλεονεκτήματος που αποκόμισε η P & O από τα ήδη καταβληθέντα ποσά.

    δ) Επί των πραγματικών συνεπειών του επίδικου μέτρου επί του ενδοκοινοτικού εμπορίου και του ανταγωνισμού

    106. Τέλος, η Diputación αντιτάσσει ότι το Πρωτοδικείο προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, καθότι δεν επέκρινε το γεγονός ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν περιελάμβανε καμία ανάλυση των πραγματικών συνεπειών του επίδικου μέτρου επί του ενδοκοινοτικού εμπορίου και του ανταγωνισμού. Συγκεκριμένα, κατά την αναιρεσείουσα, η Επιτροπή περιορίστηκε σε απλές εικασίες ως προς αυτό.

    107. Φρονώ, πάντως, ότι ορθώς η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η απόφαση εκθέτει επαρκώς τις συνέπειες του επίδικου μέτρου.

    108. Πράγματι, κατά πάγια κοινοτική νομολογία, δεν είναι αναγκαίο οι αποφάσεις επί μη κοινοποιηθεισών ενισχύσεων να εξετάζουν in concreto τις πραγματικές συνέπειες των εν λόγω ενισχύσεων στον ανταγωνισμό και στο διακοινοτικό εμπόριο. Αντιθέτως, εναπόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει, υπό το φως των περιστάσεων της εκάστοτε υποθέσεως, ότι τα επίδικα μέτρα απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και ενδέχεται να είναι ικανά να επηρεάσουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο (49). Όπως τόνισε η Επιτροπή, ορισμένα χωρία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως (και ειδικότερα οι σκέψεις 54 και 55) περιέχουν όντως μια τέτοια ανάλυση.

    109. Εξάλλου, όπως ορθώς επισήμανε το Πρωτοδικείο παραπέμποντας σε πάγια νομολογία, αν η Επιτροπή όφειλε κάθε φορά να αποδείξει, με την απόφασή της, τις πραγματικές συνέπειες των ήδη χορηγηθεισών ενισχύσεων, τούτο θα είχε ως συνέπεια να ευνοούνται τα κράτη μέλη που χορηγούν ενισχύσεις κατά παράβαση της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως εις βάρος εκείνων που κοινοποιούν τις ενισχύσεις κατά το στάδιο του σχεδιασμού τους, καθότι το βάρος της αποδείξεως θα ήταν μεγαλύτερο στην πρώτη παρά στη δεύτερη περίπτωση (50).

    110. Υπό το φως των προεκτεθέντων, θεωρώ τελικώς ότι οι λόγοι αναιρέσεως που αντλούνται από την εκ μέρους του Πρωτοδικείου ερμηνεία του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, είναι εν μέρει απαράδεκτοι και εν μέρει αβάσιμοι.

     Β –       Λόγοι αναιρέσεως αντλούμενοι από την εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ

    111. Όπως επισημάνθηκε, αμφότερες οι αναιρεσείουσες προσάπτουν επίσης στο Πρωτοδικείο εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, καθόσον:

    α)      χαρακτήρισε ως παράνομη ενίσχυση τη νέα συμφωνία·

    β)      έκρινε ότι η αρχική συμφωνία και η νέα συμφωνία συνιστούσαν μία και μοναδική ενίσχυση, που θεσπίστηκε και εφαρμόστηκε το 1992.

    112. Θα εξετάσω επομένως αναλυτικά τους ισχυρισμούς αυτούς.

    α) Επί της νομιμότητας του προσβαλλόμενου μέτρου

    113. Με διάφορα επιχειρήματα, σε μεγάλο βαθμό παρόμοια, η P & O και η Diputación προσάπτουν στο Πρωτοδικείο ότι κατέληξε ότι το από 27 Μαρτίου 1995 έγγραφο δεν συνιστά έγκυρη κοινοποίηση σύμφωνη με τη Συνθήκη.

    114. Συγκεκριμένα, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο χαρακτήρισε κατ’ αρχάς τη νέα συμφωνία ως απλή κοινοποίηση της αρχικής συμφωνίας, συμπεραίνοντας ότι οι δύο συμφωνίες συνιστούσαν μία και μοναδική ενίσχυση, που θεσπίστηκε και εφαρμόστηκε το 1992. Επιπλέον, επισήμανε σειρά στοιχείων από τα οποία προκύπτει ότι το έγγραφο της 27ης Μαρτίου 1995 δεν θεωρήθηκε ως νομότυπη κοινοποίηση της νέας συμφωνίας. Ειδικότερα, είναι αποκαλυπτικό συναφώς ότι το έγγραφο δεν εστάλη στη Γενική Γραμματεία της Επιτροπής, αλλά σε υπάλληλο αυτού του θεσμικού οργάνου, ότι δεν περιείχε ειδική αναφορά στο άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ και ότι έφερε τη μνεία «NN 40/93» που χρησιμοποιούσε η Επιτροπή στον σχετικό με την αρχική συμφωνία φάκελο.

    115. Όπως προανέφερα, οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν το συμπέρασμα αυτό. Κατά την άποψή τους, τούτο δεν στηρίζεται απλώς σε στοιχεία που στερούνται αποδεικτικής ισχύος, αλλά παραβλέπει επίσης τις αντίθετες ενδείξεις. Ειδικότερα, δεν λαμβάνει υπόψη, πάντοτε κατά τις αναιρεσείουσες, ένα πολύ σημαντικό γεγονός, ήτοι ότι οι δικηγόροι της P & O απέστειλαν το εν λόγω έγγραφο με την έγκριση των ισπανικών αρχών.

    116. Κατά τις αναιρεσείουσες, όμως, εκείνη την εποχή επιτρεπόταν η κοινοποίηση μέτρων ενισχύσεως από ιδιώτες. Συγκεκριμένα, αφενός η Συνθήκη σιωπά ως προς τα πρόσωπα που μπορούν να κινήσουν τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 3· αφετέρου, ο βάσει του άρθρου 2 του κανονισμού 659/1999 περιορισμός της δυνατότητας αυτής μόνον υπέρ των κρατών μελών είναι μεταγενέστερος των επίδικων πραγματικών περιστατικών και, ως εκ τούτου, δεν τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής.

    117. Ωστόσο, συνεχίζει η P & O, αν η ενίσχυση είχε κοινοποιηθεί νομότυπα, η νομολογία Lorenz (51) έπρεπε να έχει πλήρη εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση. Κατά συνέπεια, εφόσον μετά την εκ μέρους του Πρωτοδικείου ακύρωση της αποφάσεως της 7ης Ιουνίου 1995 η Επιτροπή δεν έλαβε θέση επί του επίδικου μέτρου εντός δύο μηνών από την έκδοση της αποφάσεως, η ενίσχυση έπρεπε να θεωρηθεί ως σιωπηρώς εγκριθείσα.

    118. Ακολούθως η P & O υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι δεν υπήρξε νομότυπη κοινοποίηση της νέας συμφωνίας, η Επιτροπή δεν είχε πλέον δικαίωμα, σύμφωνα με την αρχή του estoppel, να αντιτάξει την πλημμέλεια της εν λόγω κοινοποιήσεως. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι ουδέποτε προέβαλε την εν λόγω πλημμέλεια ενώπιον των ισπανικών αρχών κατά τη διοικητική διαδικασία, αυτές δεν έκριναν αναγκαίο να την αποκαταστήσουν, παρόλο που μπορούσαν εύκολα να το πράξουν προβαίνοντας σε νομότυπη κοινοποίηση.

    119. Η Επιτροπή, συμμεριζόμενη την ανάλυση του Πρωτοδικείου, απαντά ότι η ίδια η φύση των διαδικασιών ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων και, εμμέσως, η νομολογία του Δικαστηρίου, και in primis η προπαρατεθείσα απόφαση Lorenz, επιβεβαιώνουν την άποψη ότι μόνον τα κράτη μέλη μπορούν να κοινοποιούν σχέδια ενισχύσεων (52). Επιμένει, επιπλέον, ότι τα στοιχεία που περιγράφει το Πρωτοδικείο στις σκέψεις 64 έως 68 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως (τα οποία προαναφέρθηκαν στο σημείο 118) επιβεβαιώνουν πλήρως το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή ουδέποτε θεώρησε το από 27 Μαρτίου 1995 έγγραφο ως νομότυπη κοινοποίηση.

    120. Οφείλω να ομολογήσω ότι, για άλλη μια φορά, δεν μπορώ να συμμεριστώ την επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών.

    121. Κατ’ αρχάς, όσον αφορά τη δυνατότητα να θεωρηθεί έγκυρη, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ κοινοποίηση πραγματοποιούμενη από πρόσωπα πλην των δημοσίων αρχών, το πρόβλημα αυτό έχει πλέον επιλυθεί, όπως προαναφέρθηκε, με το άρθρο 2 του κανονισμού 659/1999, κατά το οποίο «κάθε σχέδιο για τη χορήγηση νέας ενίσχυσης κοινοποιείται εγκαίρως στην Επιτροπή από το οικείο κράτος μέλος» (53). Τι ίσχυε όμως πριν από τη θέση σε ισχύ της διατάξεως αυτής, δεδομένου ότι το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ προβλέπει απλώς ότι «η Επιτροπή ενημερώνεται εγκαίρως περί των σχεδίων που αποβλέπουν να θεσπίσουν ή να τροποποιήσουν τις ενισχύσεις, ώστε να δύναται να υποβάλει τις παρατηρήσεις της»;

    122. Ωστόσο, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το λακωνικό κείμενο της διατάξεως αυτής δεν μπορούσε να επιλύσει το πρόβλημα, φρονώ ότι, αντιθέτως, με την πλήρη και συστηματική ανάγνωση του άρθρου 88 μπορούσε και τότε να αποκλειστεί η κοινοποίηση από πρόσωπα πλην των δημοσίων αρχών. Συγκεκριμένα, όπως και οι λοιπές διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, και το άρθρο 88 είναι πλήρως επικεντρωμένο στη σχέση κράτους μέλους-Επιτροπής.

    123. Κατά τα λοιπά, όπως τόνισε το Δικαστήριο με την απόφαση SFEI, που εκδόθηκε πριν από τη θέσπιση του κανονισμού 659/1999, «η υποχρέωση γνωστοποιήσεως και η προηγούμενη απαγόρευση εφαρμογής προγραμμάτων ενισχύσεων, όπως προβλέπεται από το άρθρο [88, παράγραφος 3], απευθύνονται στο κράτος μέλος [...] [Τ]ο εν λόγω κράτος μέλος είναι επίσης ο αποδέκτης της αποφάσεως με την οποία η Επιτροπή διαπιστώνει το ασύμβατο μιας ενισχύσεως και το καλεί να την καταργήσει εντός της προθεσμίας που αυτή τάσσει» (54).

    124. Περαιτέρω, επισημαίνω ότι, με τη νομολογία του Δικαστηρίου, που έχει πλέον κωδικοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό με τον κανονισμό 659/1999 (55), οι δυνητικοί δικαιούχοι των ενισχύσεων χαρακτηρίστηκαν απλώς ως «ενδιαφερόμενα μέρη» στο πλαίσιο της διαδικασίας, οπότε τελούν σε κατάσταση αρκετά παρόμοια με αυτή των λοιπών τρίτων ενδιαφερομένων (για παράδειγμα οι ανταγωνιστές του δικαιούχου). Με την πρόσφατη απόφαση Acciaierie di Bolzano, το Δικαστήριο έκρινε ότι, «[κ]ατά τη διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, οι ενδιαφερόμενοι, εξαιρέσει του οικείου κράτους μέλους, έχουν απλώς τον ρόλο [να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους κατόπιν της κινήσεως επίσημης διαδικασίας έρευνας] και, συναφώς, δεν μπορούν να απαιτήσουν οι ίδιοι κατ’ αντιπαράθεση συζήτηση με την Επιτροπή, όπως αυτή που γίνεται με το εν λόγω κράτος μέλος. Κανένα μέτρο της διαδικασίας ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων δεν επιφυλάσσει, μεταξύ των ενδιαφερομένων, ιδιαίτερο ρόλο στον λαβόντα την ενίσχυση. Συναφώς, επιβάλλεται η διευκρίνιση ότι η διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων δεν είναι διαδικασία που κινείται “κατά” του λαβόντος ή των λαβόντων ενισχύσεις, πράγμα που θα συνεπαγόταν ότι αυτός ή αυτοί θα μπορούσαν να απαιτήσουν την αναγνώριση δικαιωμάτων εξίσου ευρέων με τα δικαιώματα άμυνας καθαυτά» (56).

    125. Φρονώ, ως εκ τούτου, ότι, λόγω της ίδιας της φύσεως των διαδικασιών ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, αποκλείεται η κοινοποίησή τους από ιδιώτες.

    126. Συνεπώς, εν προκειμένω, η νέα συμφωνία δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως νομοτύπως κοινοποιηθείσα ενίσχυση κατά την έννοια της Συνθήκης. Το συμπέρασμα αυτό θα ίσχυε επίσης αν, όπως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, η νέα συμφωνία είχε κοινοποιηθεί στην Επιτροπή με τη συναίνεση των εθνικών αρχών. Συγκεκριμένα, οι αρχές αυτές δεν μπορούν να απαλλαγούν από την υποχρέωση κοινοποιήσεως που υπέχουν από τη Συνθήκη, επιτρέποντας τη δια ανεπίσημης οδού κοινοποίηση της ενισχύσεως στην Επιτροπή από ιδιώτη.

    127. Για τους λόγους αυτούς, φρονώ ότι το Πρωτοδικείο ορθώς επιβεβαίωσε την ανάλυση της Επιτροπής έπ’ αυτού.

    128. Όσον αφορά τις αντιρρήσεις των αναιρεσειουσών ως προς την αποδεικτική ισχύ των στοιχείων που έλαβε υπόψη του το Πρωτοδικείο για να αποδείξει ότι, όταν κοινοποιήθηκε η ενίσχυση στην Επιτροπή, η ενίσχυση αυτή κρίθηκε παράνομη, θα περιοριστώ να παρατηρήσω ότι οι αντιρρήσεις αυτές αφορούν την εκτίμηση του Πρωτοδικείου ως προς τα πραγματικά περιστατικά. Όπως προανέφερα, όμως, (σημείο 96 ανωτέρω), αυτού του είδους οι εκτιμήσεις δεν μπορούν να ελεγχθούν από το Δικαστήριο κατ’ αναίρεση, εκτός αν οι αναιρεσείουσες προβάλουν και αποδείξουν την παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων, πράγμα που δεν συνέβη εν προκειμένω.

    129. Ακολούθως, πρέπει να σημειωθεί ότι το γεγονός ότι η ενίσχυση δεν κοινοποιήθηκε αποκλείει οποιαδήποτε ενδεχόμενη εφαρμογή της νομολογίας Lorenz στην υπό κρίση υπόθεση, καθότι είναι γνωστό ότι η νομολογία αυτή αφορά τις ενισχύσεις που έχουν κοινοποιηθεί νομοτύπως από τις εθνικές αρχές.

    130. Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα που βασίζεται στην αρχή του estoppel (57), ήτοι την υποτιθέμενη προθεσμία λόγω της οποίας η Επιτροπή δεν μπορεί να αντιτάξει στην P & O πλημμελή κοινοποίηση για τους προεκτεθέντες λόγους (σημείο 118 ανωτέρω), θεωρώ ότι πρέπει και αυτό να απορριφθεί, για δύο λόγους.

    131. Πρώτον, η Επιτροπή ουδέποτε δήλωσε ότι το από 27 Μαρτίου 1995 έγγραφο συνιστούσε νομότυπη κοινοποίηση του επίδικου μέτρου. Δεύτερον, το γεγονός ότι η Επιτροπή έλαβε δεόντως υπόψη τα πληροφοριακά στοιχεία που περιέχονται στο έγγραφο αυτό δεν σημαίνει ότι το θεώρησε και ως νομότυπη κοινοποίηση. Συγκεκριμένα, είναι συνήθης πρακτική της Επιτροπής, στο πλαίσιο της εξετάσεως μιας ενισχύσεως, να λαμβάνει και να χρησιμοποιεί όλα τα χρήσιμα πληροφοριακά στοιχεία, ανεξαρτήτως της προελεύσεώς τους (κρατικές αρχές, δυνητικοί δικαιούχοι της ενισχύσεως, ανταγωνιστές των δικαιούχων, κ.λπ.).

    132. Επιπλέον, η αναιρεσείουσα δεν ανέφερε κανέναν λόγο για τον οποίο η Επιτροπή όφειλε να επισημάνει στις ισπανικές αρχές ότι αντιμετώπιζε τη νέα συμφωνία ως μη κοινοποιηθείσα ενίσχυση. Αντιθέτως, το γεγονός ότι το από 27 Μαρτίου 1995 έγγραφο δεν συνιστούσε νομότυπη κοινοποίηση έπρεπε να είναι προφανές για τις αρχές αυτές σύμφωνα με μια σειρά στοιχείων που εξέθεσε δεόντως το Πρωτοδικείο (βλ. ανωτέρω σημείο 114) (58).

    133. Μπορεί, επομένως, να συναχθεί ότι το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε καμία πλάνη περί το δίκαιο, κρίνοντας ότι η νέα συμφωνία συνιστούσε μη κοινοποιηθείσα ενίσχυση. Ως εκ τούτου, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει τους σχετικούς λόγους αναιρέσεως είτε ως απαράδεκτους είτε ως αβάσιμους.

    β) Επί του ενιαίου χαρακτήρα της επίδικης ενισχύσεως

    134. Με διαφορετικές, σε μεγάλο βαθμό παρόμοιες αιτιάσεις, οι αναιρεσείουσες προσπαθούν κατ’ ουσίαν να αποδείξουν ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, εκτιμώντας ότι η νέα συμφωνία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της αρχικής συμφωνίας. Συγκεκριμένα, κατά το Πρωτοδικείο, «η αρχική και η νέα συμφωνία συνιστούν μία και μοναδική ενίσχυση, θεσπισθείσα και εφαρμοσθείσα το 1992» (59).

    135. Ειδικότερα, εκτός του ότι θεωρούν ότι η νομολογία που παραθέτει το Πρωτοδικείο προς στήριξη των συμπερασμάτων του (60) είναι αλυσιτελής, οι αναιρεσείουσες συνάγουν από το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, ότι τα σχέδια που προορίζονται για την τροποποίηση ενισχύσεων πρέπει να θεωρούνται ως «νέες ενισχύσεις». Συνεπώς, κατά την άποψή τους, η υποχρέωση κοινοποιήσεως τροποποιηθείσας ενισχύσεως πρέπει να κρίνεται αυτόνομα σε σχέση με την υποχρέωση κοινοποιήσεως της αρχικής ενισχύσεως. Κατά συνέπεια, η μη κοινοποίηση ενισχύσεως δεν μπορεί να ασκεί επιρροή ως προς τη νομιμότητα της τροποποιήσεως της εν λόγω ενισχύσεως, εφόσον αυτή κοινοποιήθηκε νομότυπα.

    136. Οι αναιρεσείουσες προσθέτουν ότι, λόγω των σημαντικών διαφορών μεταξύ των δύο συμφωνιών, δεν μπορεί να συναχθεί –όπως συνήγαγε το Πρωτοδικείο– ότι «οι τροποποιήσεις της αρχικής συμφωνίας, όπως προκύπτουν από τη νέα συμφωνία, δεν [επηρέαζαν] ουσιαστικά την ενίσχυση όπως αυτή θεσπίστηκε με την αρχική συμφωνία» (61).

    137. Τέλος, προσάπτουν στο Πρωτοδικείο ότι αλλοίωσε τη φύση της από 7 Ιουνίου 1995 αποφάσεως της Επιτροπής και, ειδικότερα, ότι αγνόησε ότι η απόφαση αυτή είχε διττό περιεχόμενο: αφενός, με αυτή περατώθηκε η διαδικασία όσον αφορά την αρχική συμφωνία και, αφετέρου, κρίθηκε ότι η νέα συμφωνία δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση. Κατά συνέπεια, από την ορθή ανάγνωση της αποφάσεως αυτής προκύπτει ότι η Επιτροπή αντιμετώπισε τις δύο συμφωνίες ως διαφορετικά μέτρα.

    138. Εγώ απλώς θα παρατηρήσω ότι οι αιτιάσεις αυτές στηρίζονται στην εσφαλμένη υπόθεση ότι η νέα συμφωνία κοινοποιήθηκε νομοτύπως. Εντούτοις, δεδομένου ότι προηγουμένως απέρριψα την υπόθεση αυτή (σημεία 122 έως 126 ανωτέρω), επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι οι υπό εξέταση ισχυρισμοί είναι αβάσιμοι. Συγκεκριμένα, μολονότι εξετάστηκε χωριστά από την προηγούμενη μη κοινοποιηθείσα ενίσχυση, η νέα συμφωνία συνιστά ωστόσο παράνομη ενίσχυση, στο μέτρο που δεν κοινοποιήθηκε σύμφωνα με τη Συνθήκη.

    139. Βάσει των προεκτεθέντων, φρονώ επομένως ότι οι υπό εξέταση λόγοι αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν.

     Γ –       Λόγοι αναιρέσεως αντλούμενοι από άλλα νομικά σφάλματα

    140. Τέλος, οι αναιρεσείουσες υποστήριξαν ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε και σε άλλα νομικά σφάλματα. Τούτο, ειδικώς, καθότι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση:

    α)      απέρριψε τα αιτήματα των διαδίκων που στηρίζονταν στη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τους ως προς το σύννομο της ενισχύσεως·

    β)      παραμόρφωσε τον λόγο ακυρώσεως που προέβαλε η Diputación σχετικά με την παράβαση του άρθρου 10 ΕΚ και την παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως·

    γ)      απέκλεισε την εφαρμογή της εξαιρέσεως του άρθρου 87, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, ΕΚ στην επίδικη ενίσχυση·

    δ)      παρέλειψε να αποφανθεί ως προς το αίτημα προσκομίσεως των εγγράφων που είχε στην κατοχή της η Επιτροπή, πράγμα που συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της Diputación και παράβαση του άρθρου 66 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

    141. Θα εξετάσω κατωτέρω τις αιτιάσεις αυτές.

    α) Επί της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

    142. Η Diputación υποστηρίζει ότι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο αλλοίωσε τον λόγο ακυρώσεως που είχε προβάλει πρωτοδίκως επ’ αυτού. Στην πραγματικότητα, κατά την αναιρεσείουσα, το επιχείρημα που προέβαλε ενώπιον του Πρωτοδικείου αφορούσε την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης της αρχής που χορήγησε την ενίσχυση και όχι του δικαιούχου· το Πρωτοδικείο όμως επικεντρώθηκε αποκλειστικά στον τελευταίο.

    143. Η P & O ισχυρίζεται ότι η διαταγή περί ανακτήσεως της ενισχύσεως που περιέχεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, συνιστά προσβολή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης της στο σύννομο της επίδικης ενισχύσεως, και ότι, ως εκ τούτου, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη, απορρίπτοντας την προσφυγή της επ’ αυτού. Συγκεκριμένα, θεωρεί ότι η πρώτη απόφαση της Επιτροπής, με την οποία κρίθηκε ότι η επίδικη ενίσχυση δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση, της δημιούργησε δικαιολογημένα την πεποίθηση ότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει την ενίσχυση αυτή.

    144. Η Επιτροπή αμφισβητεί τις δύο αιτιάσεις επί της ουσίας. Επιπλέον, απαντά στην Diputación ότι η αιτίασή της συνιστά στην πράξη νέο λόγο ακυρώσεως της πρωτοδίκως προσβληθείσας αποφάσεως, τον οποίο όμως δεν προέβαλε πρωτοδίκως. Συγκεκριμένα, η αναιρεσείουσα επικαλέστηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του δικαιούχου και όχι τη δική της. Επομένως, κατά την Επιτροπή, η αιτίαση αυτή αποτελεί απλώς μέσο παρακάμψεως της βάσει του άρθρου 113, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου απαγορεύσεως μεταβολής κατ’ αναίρεση του αντικειμένου της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαφοράς.

    145. Ευθύς εξ αρχής επισημαίνω ότι δεν θεωρώ βάσιμη την εξαίρεση αυτή. Συγκεκριμένα, η προσφυγή που άσκησε πρωτοδίκως η αναιρεσείουσα αναφερόταν στη δικαιολογημένη πεποίθηση που δημιουργήθηκε «en las partes en el Acuerdo de 1995» (στα μέρη της συμφωνίας του 1995) (62). Μολονότι η εν λόγω έννοια των «μερών» δεν αναπτύχθηκε ούτε διευκρινίστηκε περαιτέρω με κανένα από τα δικόγραφα που κατατέθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, θεωρώ βάσιμο το συμπέρασμα ότι η Diputación, ως συμβαλλόμενο μέρος, πρέπει να περιληφθεί στην ως άνω έννοια.

    146. Ακολούθως, όσον αφορά τις επίδικες αιτιάσεις, θεωρώ σκόπιμη τη διάκριση ανάλογα με το αν η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη προβλήθηκε από τις δημόσιες αρχές που χορήγησαν την ενίσχυση ή από τον ίδιο τον δικαιούχο. Η νομολογία του Δικαστηρίου είναι σαφής και πάγια σε αμφότερες τις περιπτώσεις.

    147. Όσον αφορά την πρώτη περίπτωση επισημαίνω ότι, ναι μεν αληθεύει ότι ένα μέρος του ισχυρισμού που προέβαλε πρωτοδίκως η Diputación (ήτοι αυτό που αφορά την προστασία της δικής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης) δεν απορρίφθηκε ρητώς από το Πρωτοδικείο, θεωρώ ωστόσο ότι η απόρριψή του συνάγεται σιωπηρά από το σύνολο της συλλογιστικής που ακολούθησε το Πρωτοδικείο, το οποίο –βάσει πάγιας νομολογίας του– ορθώς απέκλεισε τη δυνατότητα των ισπανικών αρχών να προβάλουν οποιαδήποτε πεποίθησή τους ως προς τη νομιμότητα μη κοινοποιηθείσας ενισχύσεως για να αντιταχθούν στην ανάκτησή της (63).

    148. Επισημαίνω, επίσης, ότι τα σχετικά με τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη επιχειρήματα που προβλήθηκαν πρωτοδίκως από τη Diputación ήταν συνοπτικά και γενικά. Συγκεκριμένα, με τα υπομνήματα που κατατέθηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου, ουδόλως διευκρινίστηκαν οι λόγοι για τους οποίους έπρεπε να προστατευτεί η εμπιστοσύνη του οργανισμού που κατέβαλε την ενίσχυση ως προς το σύννομο της εν λόγω ενισχύσεως. Έναντι των γενικών επιχειρημάτων που προέβαλε η αναιρεσείουσα, φρονώ ότι δεν είναι δυνατό να προσαφθεί στο Πρωτοδικείο το γεγονός ότι δεν εξέτασε ρητώς την πτυχή αυτή.

    149. Όσον αφορά την αιτίαση της P & O που στηρίζεται στην προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του δικαιούχου της ενισχύσεως, υπενθυμίζω εκ προοιμίου ότι, κατά πάγια νομολογία, «δεν δικαιολογείται, καταρχήν, η εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων δικαιούχων της ενισχύσεως όσον αφορά τη νομιμότητα της ενισχύσεως αυτής παρά μόνον αν η ενίσχυση χορηγήθηκε τηρουμένης της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο αυτό. Ένας επιμελής επιχειρηματίας πρέπει κανονικά να είναι σε θέση να βεβαιωθεί ότι τηρήθηκε η διαδικασία αυτή [...]» (64).

    150. Ωστόσο, ο κοινοτικός δικαστής διευκρίνισε επίσης ότι «δεν μπορεί βέβαια να αποκλειστεί η δυνατότητα του δικαιούχου της παράνομης ενισχύσεως να επικαλεστεί τις εξαιρετικές περιστάσεις που στήριξαν δικαιολογημένα την εμπιστοσύνη του στον νόμιμο χαρακτήρα της ενισχύσεως αυτής και, κατά συνέπεια, να αντιταχθεί στην αναζήτησή της» (65).

    151. Δεδομένου ότι, όπως αναφέρθηκε, η επίδικη ενίσχυση δεν κοινοποιήθηκε, πρέπει να εξεταστεί αν η ακύρωση της ευνοϊκής αποφάσεως της Επιτροπής από τον κοινοτικό δικαστή πρέπει να θεωρηθεί ως «εξαιρετική περίσταση» κατά την έννοια της προαναφερθείσας νομολογίας.

    152. Είναι σαφές ότι η εκτίμηση αυτή πρέπει να πραγματοποιείται λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι «η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης είναι απόρροια της αρχής της ασφαλείας δικαίου [...], αποβλέπει δε στο να εξασφαλίζει το προβλέψιμο των καταστάσεων και των εννόμων σχέσεων που διέπει το κοινοτικό δίκαιο» (66).

    153. Θεωρώ, ωστόσο, ότι είναι προφανές ότι ο δικαστικός έλεγχος που ασκεί ο κοινοτικός δικαστής επί των αποφάσεων στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εξαιρετικό και απρόβλεπτο γεγονός, καθότι συνιστά αναπόσπαστο και ουσιώδες τμήμα του συστήματος που καθιέρωσε η Συνθήκη στον τομέα αυτό. Επομένως, ένας επιμελής επιχειρηματίας πρέπει να γνωρίζει ότι μια απόφαση της Επιτροπής με την οποία κρίθηκε ότι ένα κρατικό μέτρο δεν συνιστά κρατική ενίσχυση δύναται, μέχρις ότου παρέλθει η δίμηνη προθεσμία του άρθρου 230 ΕΚ, να προσβληθεί ενώπιον του κοινοτικού δικαστή.

    154. Κατά τα λοιπά, το Δικαστήριο έκρινε προσφάτως το εξής: «Λαμβανομένου υπόψη του επιτακτικού χαρακτήρα του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων που πραγματοποιεί η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου [88 ΕΚ], δεν δικαιολογείται, καταρχήν, η εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων δικαιούχων της ενισχύσεως όσον αφορά τη νομιμότητα της ενισχύσεως αυτής παρά μόνον αν η ενίσχυση χορηγήθηκε τηρουμένης της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο αυτό. [...] Συνεπώς, εφόσον η Επιτροπή δεν έχει λάβει εγκριτική απόφαση και δη, εφόσον η προθεσμία προσφυγής κατά της αποφάσεως αυτής δεν έχει εκπνεύσει, ο δικαιούχος δεν είναι βέβαιος ως προς τη νομιμότητα της σχεδιαζομένης ενισχύσεως, μοναδικό γεγονός που μπορεί να του δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη» (67).

    155. Ακολούθως, στο ίδιο πνεύμα, το Δικαστήριο διευκρίνισε, με την απόφαση Ισπανία κατά Επιτροπής, ότι «το γεγονός ότι η Επιτροπή αποφάσισε αρχικά να μη διατυπώσει αντιρρήσεις για τις επίμαχες ενισχύσεις δεν μπορεί να θεωρηθεί ικανό προς δημιουργία δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στην αποδέκτρια επιχείρηση, αφ’ ης στιγμής η εν λόγω απόφαση προσβλήθηκε εμπροθέσμως και ακυρώθηκε ακολούθως από το Δικαστήριο. Το σφάλμα που διέπραξε έτσι η Επιτροπή, όσο λυπηρό και εάν είναι, δεν μπορεί να εξαλείψει τις συνέπειες της παράνομης συμπεριφοράς του Βασιλείου της Ισπανίας» (68).

    156. Περαιτέρω, –όπως επισήμανε το Πρωτοδικείο– η άποψη των αναιρεσειουσών στερεί την πρακτική αποτελεσματικότητα από τον έλεγχο που ασκεί ο κοινοτικός δικαστής ως προς τη νομιμότητα ευνοϊκής αποφάσεως της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Συγκεκριμένα, αν συναγόταν ότι μια τέτοια απόφαση δημιουργεί αυτομάτως δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στους δικαιούχους, οι ανταγωνιστές τους ή άλλοι τρίτοι θιγόμενοι από την απόφαση δεν θα νομιμοποιούνταν πλέον να προσβάλουν την πλημμελή πράξη. Συγκεκριμένα, η ενδεχόμενη ακύρωση ευνοϊκής αποφάσεως της Επιτροπής στον τομέα των ενισχύσεων θα κατέληγε σε πραγματική πύρρειο νίκη, δεδομένου ότι οι επιπτώσεις της αποφάσεως αυτής δεν θα μπορούσαν ποτέ να απαλειφθούν.

    157. Φρονώ, ως εκ τούτου, ότι η θέσπιση από την Επιτροπή ευνοϊκής αποφάσεως στον τομέα των ενισχύσεων δεν μπορεί να θεωρηθεί αφ’ εαυτής ως γεγονός που δημιουργεί, στους δυνητικούς δικαιούχους, δικαιολογημένη πεποίθηση ως προς τη νομιμότητα των εν λόγω ενισχύσεων. Επομένως, ορθώς το Πρωτοδικείο απέρριψε τις αιτιάσεις των αναιρεσειουσών που αφορούσαν την παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

    158. Κατά συνέπεια, οι εν λόγω αιτιάσεις δεν μπορούν να γίνουν δεκτές.

    β) Παράβαση του άρθρου 10 ΕΚ και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως

    159. Η Diputación υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο αλλοίωσε τα επιχειρήματα που προέβαλε πρωτοδίκως όσον αφορά την παράβαση του άρθρου 10 ΕΚ και την παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως κατά την εξέταση του φακέλου της υποθέσεως από την Επιτροπή.

    160. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο απέρριψε τα επιχειρήματα αυτά, καθότι έκρινε ότι αφορούσαν στην πραγματικότητα την αμφισβήτηση του παράνομου χαρακτήρα της επίδικης ενισχύσεως. Επομένως, το Πρωτοδικείο, χωρίς να τα εξετάσει επί της ουσίας, περιορίστηκε να παραπέμψει στις εκτιμήσεις που είχε εκθέσει σχετικά με τη μη κοινοποίηση της ενισχύσεως.

    161. Αντιθέτως, η αναιρεσείουσα αντιτάσσει ότι δεν προέβαλε τον εν λόγω ισχυρισμό προκειμένου να αμφισβητήσει τον παράνομο χαρακτήρα της ενισχύσεως, αλλά για να εμποδίσει την ανάκτησή της.

    162. Κατόπιν τούτων, επιβάλλεται η διαπίστωση, στην οποία προέβη και η Επιτροπή, ότι με τα υπομνήματα που υποβλήθηκαν στην παρούσα διαδικασία η αναιρεσείουσα δεν εξήγησε κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο υπό ποία έννοια και με ποιο τρόπο παραβίασε η Επιτροπή την αρχή της χρηστής διοικήσεως ή το άρθρο 10 ΕΚ. Αντιθέτως, αληθεύει ότι, με τα υπομνήματα που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως, η αναιρεσείουσα στήριξε τη σχετική αιτίασή της στα ίδια επιχειρήματα με εκείνα που προέβαλε για να αποδείξει ότι η ενίσχυση είχε κοινοποιηθεί νομοτύπως. Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, καθώς και του γεγονότος ότι το Πρωτοδικείο απέρριψε τα επιχειρήματα αυτά, φρονώ ότι ορθώς παρέπεμψε στις εκτιμήσεις του σχετικά με τον παράνομο χαρακτήρα της ενισχύσεως και, κατ’ επέκταση, απέρριψε την αιτίαση αυτή.

    163. Αυτό ακριβώς προτείνω και εγώ.

    γ) Επί της μη εφαρμογής της εξαιρέσεως του άρθρου 87, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, ΕΚ

    164. Η Diputación προσάπτει, ακόμη, στο Πρωτοδικείο ότι έκρινε ότι δεν τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής η εξαίρεση του άρθρου 87, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, ΕΚ (69).

    165. Θεωρώ, ωστόσο, ότι ορθώς το Πρωτοδικείο έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για να ισχύσει η εξαίρεση αυτή. Συγκεκριμένα, αφενός το επίδικο μέτρο ευνοούσε ευθέως μία και μοναδική επιχείρηση (και όχι τους καταναλωτές) και, αφετέρου, ενείχε δυσμενή διάκριση, καθόσον απέκλειε από το πεδίο εφαρμογής του τις επιχειρήσεις που θα μπορούσαν δυνητικώς να παράσχουν τις εν λόγω υπηρεσίες.

    166. Προτείνω, επομένως, στο Δικαστήριο να απορρίψει αυτόν τον λόγο αναιρέσεως.

    δ) Επί της απουσίας απαντήσεως ως προς το αίτημα προσκομίσεως ορισμένων εγγράφων

    167. Τέλος, η Diputación προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν απάντησε στο αίτημά της για την προσκόμιση ορισμένων εγγράφων, προσβάλλοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τα δικαιώματα άμυνας της αναιρεσείουσας και παραβαίνοντας το άρθρο 66 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου (70). Το αίτημα αυτό αφορούσε την κοινοποίηση ορισμένων εγγράφων του διοικητικού φακέλου της Επιτροπής στην υπόθεση C-32/93, από τα οποία θα προέκυπτε, κατά την αναιρεσείουσα, ότι κατά το στάδιο αυτό η Επιτροπή είχε θεωρήσει ότι η συμφωνία του 1995 συνιστούσε νόμιμη ενίσχυση.

    168. Εντούτοις, υπενθυμίζω ότι, κατά πάγια νομολογία, «εναπόκειται στον κοινοτικό δικαστή να αποφασίζει αν είναι αναγκαία η προσκόμιση εγγράφου, με γνώμονα τις περιστάσεις της διαφοράς, σύμφωνα με τις ισχύουσες όσον αφορά τα μέσα αποδείξεως διατάξεις του Κανονισμού Διαδικασίας» (71). Με μια πολύ πρόσφατη απόφασή του, το Δικαστήριο διευκρίνισε ακολούθως ότι το Πρωτοδικείο, εφόσον θεωρεί ότι παρέλκει η προσκόμιση των αποδεικτικών στοιχείων που ζητούν οι διάδικοι, μπορεί να απορρίψει σιωπηρώς τα αιτήματα αυτά, χωρίς να χρειάζεται να το αιτιολογήσει με την απόφασή του (72).

    169. Επομένως, θεωρώ ότι ο υπό εξέταση λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    170. Συνεπώς, εφόσον καμία από τις αιτιάσεις των αναιρεσειουσών δεν είναι βάσιμη, οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν.

    IV – Επί των δικαστικών εξόδων

    171. Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας και βάσει του συμπεράσματος στο οποίο κατέληξα, οι αναιρεσείουσες πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα.

    V –    Πρόταση

    172. Για τους λόγους που προεκτέθηκαν, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

    «1.      Να απορρίψει τις αιτήσεις αναιρέσεως·

    2.      Να καταδικάσει την P & O European Ferries (Vizcaya) SA και την Diputación Foral de Vizcaya στα δικαστικά έξοδα.»


    1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ιταλική.


    2 – Συλλογή 2003, σ. II-2957.


    3 – ΕΕ 2001, L 89, σ. 28.


    4 – Κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ, (ΕΕ L 83, σ. 1).


    5 – ΕΕ 1994, C 70, σ. 5.


    6 – Υπάλληλος επιφορτισμένος με τη διαχείριση του σχετικού με την επίδικη ενίσχυση φακέλου.


    7 – ΕΕ C 321, σ. 4.


    8 – Συλλογή 1999, σ. ΙΙ-139.


    9 – Σκέψεις 74 έως 80.


    10 – ΕΕ C 233, σ. 22.


    11 – Βλ. υποσημείωση 3.


    12 – Σκέψεις 57 έως 74.


    13 – Σκέψεις 75 έως 82.


    14 – Σκέψεις 117 και 118.


    15 – Σκέψεις 121 έως 140.


    16 – Σκέψεις 141 έως 144.


    17 – Σκέψεις 148 έως 153.


    18 – Σκέψεις 162 έως 171.


    19 – Σκέψεις 176 έως 187.


    20 – Σκέψεις 201 έως 203.


    21 – Υπόθεση C-169/95 (Συλλογή 1997, σ. I-135, σκέψη 53).


    22 – Σκέψεις 204 έως 210.


    23 – Σκέψεις 211 έως 212.


    24 – Απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 1973, Lorenz, 120/73 (Συλλογή τόμος 1973, σ. 1471) (στο εξής: νομολογία Lorenz). Η νομολογία αυτή καθιερώνει τον κανόνα κατά τον οποίο, αν η Επιτροπή, εντός δύο μηνών από της κοινοποιήσεως νέας ενισχύσεως, παραλείψει να λάβει θέση επ’ αυτής (κινώντας την κατ’ αντιπαράθεση διαδικασία ή εκδίδοντας θετική απόφαση), το ενδιαφερόμενο κράτος μπορεί να εκτελέσει την εν λόγω ενίσχυση, εφόσον ενημερώσει προηγουμένως την Επιτροπή.


    25 – Σκέψεις 216 έως 219.


    26 – Σκέψεις 223 έως 227.


    27 – Υπενθυμίζω ότι, μολονότι η παράγραφος 1 της διατάξεως αυτής ορίζει ότι, κατ’ αρχήν, «οι επιδόσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό γίνονται με φροντίδα του Γραμματέα προς τον αντίκλητο του παραλήπτη [...] με συστημένη ταχυδρομική αποστολή, έναντι αποδείξεως παραλαβής, ενός αντιγράφου του προς επίδοση εγγράφου», η παράγραφος 2 προσθέτει εντούτοις ότι «οσάκις, σύμφωνα με το άρθρο 44, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ο παραλήπτης δέχεται τη διενέργεια επιδόσεων με τηλεομοιοτυπία ή με οποιοδήποτε άλλο τεχνικό μέσο επικοινωνίας, η επίδοση κάθε διαδικαστικού εγγράφου, με εξαίρεση τις αποφάσεις και τις διατάξεις του Πρωτοδικείου, μπορεί να γίνει με διαβίβαση αντιγράφου του εγγράφου με το μέσο αυτό» (πρώτο εδάφιο, η υπογράμμιση δική μου)· «αν, για τεχνικούς λόγους ή λόγω της φύσεως ή του όγκου του εγγράφου, η διαβίβαση αυτή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, το έγγραφο επιδίδεται, ελλείψει διορισμού αντικλήτου του παραλήπτη, στη διεύθυνση του παραλήπτη κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1. Ο παραλήπτης ειδοποιείται με τηλεομοιοτυπία ή με οποιοδήποτε άλλο τεχνικό μέσο επικοινωνίας. Στην περίπτωση αυτή θεωρείται ότι επιδόθηκε στον παραλήπτη συστημένη ταχυδρομική επιστολή τη δέκατη ημέρα μετά την κατάθεσή της στο ταχυδρομείο του τόπου της έδρας του Πρωτοδικείου, εκτός αν αποδεικνύεται με την απόδειξη παραλαβής ότι η παραλαβή έγινε σε άλλη ημερομηνία [...]» (δεύτερο εδάφιο).


    28 – Για διευκόλυνση του αναγνώστη, υπενθυμίζω ότι το εν λόγω άρθρο 44 προβλέπει ότι: «το δικόγραφο της προσφυγής περιέχει προσδιορισμό τόπου επιδόσεων στην έδρα του Πρωτοδικείου» (πρώτο εδάφιο)· «αντί ή επιπλέον του προσδιορισμού τόπου επιδόσεων που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, το δικόγραφο της προσφυγής μπορεί να διευκρινίζει ότι ο δικηγόρος ή ο εκπρόσωπος αποδέχεται τη διενέργεια επιδόσεων με τηλεομοιοτυπία ή με οποιοδήποτε άλλο τεχνικό μέσο επικοινωνίας.» (δεύτερο εδάφιο)· «αν το δικόγραφο της προσφυγής δεν είναι σύμφωνο με τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο, όλες οι επιδόσεις για τους σκοπούς της διαδικασίας προς τον ενδιαφερόμενο διάδικο, επί όσο χρονικό διάστημα εξακολουθεί να υφίσταται η παράλειψη αυτή, πραγματοποιούνται με συστημένη ταχυδρομική αποστολή προς τον εκπρόσωπο ή τον δικηγόρο του διαδίκου. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 100, παράγραφος 1, ως νομότυπη επίδοση λογίζεται στην περίπτωση αυτή η κατάθεση του συστημένου εγγράφου στο ταχυδρομείο του τόπου όπου εδρεύει το Πρωτοδικείο.» (τρίτο εδάφιο).


    29 – Εντούτοις, όπως προανέφερα, ο παραλήπτης πρέπει να έχει ειδοποιηθεί για την επικείμενη επίδοση, άλλως το τεκμήριο δεν μπορεί να ισχύσει.


    30 – Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, διάταξη της 29ης Οκτωβρίου 2004, Ripa di Meana, C-360/02 P (Συλλογή 2004, σ. I-10339).


    31 – Αποφάσεις του Δικαστηρίου της 19ης Σεπτεμβρίου 1985, 172/83 και 226/83, Hoogovens Groep κατά Επιτροπής (Συλλογή 1985, σ. 2831, σκέψη 9), και της 22ας Σεπτεμβρίου 1988, 358/85 και 51/86, Γαλλία κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 1988, σ. 4821, σκέψη 12).


    32 – Σκέψεις 77 έως 80.


    33 – Συγκεκριμένα, το άρθρο 92, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο αφορά ακριβώς τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να αποφανθεί αυτεπαγγέλτως ως προς το απαράδεκτο για λόγους δημοσίας τάξεως, δεν μνημονεύεται στο άρθρο 118 του ίδιου κανονισμού που αφορά τις αιτήσεις αναιρέσεως.


    34 – Απόφαση της 13ης Ιουλίου 2000, C-210/98 P, Salzgitter (Συλλογή 2000, σ. I‑5843, σκέψεις 56 και 57), καθώς και οι προτάσεις στην ίδια υπόθεση, σημεία 125 επ.


    35 – Όσον αφορά τα κριτήρια αξιολογήσεως των λόγων δημοσίας τάξεως, βλ. υπ’ αυτή την έννοια, τις αναλυτικές εκτιμήσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs στην προπαρατεθείσα υπόθεση Salzgitter, σημεία 140 επ. Ειδικότερα, ως προς το ότι τα ζητήματα που αφορούν το δεδικασμένο είναι δημοσίας τάξεως και μπορούν, ως εκ τούτου, να εξεταστούν αυτεπαγγέλτως, βλ. τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Roemer της 19ης Οκτωβρίου 1965, 29, 31, 36, 39 έως 47, 50 και 51/63, Société Anonyme des Laminoirs (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 1153) και του γενικού εισαγγελέα Jacobs της 4ης Μαΐου 1994, C-312/93, Peterbroeck (Συλλογή 1995, σ. I-4601 και, ειδικότερα, σ. 4606, σημείο 24).


    36 – Απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 1987, 144/86, Gubish (Συλλογή 1987, σ. 4861, σκέψη 17).


    37 – Απόφαση της 26ης Απριλίου 1988, 97/86, 193/86, 99/86 και 215/86, Αστέρις κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1988, σ. 2181, σκέψη 27).


    38 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 10 απόφαση της 16ης Ιουνίου 1999, παράγραφος 1, σημείο 6.


    39 – Βλ. σημεία 20 έως 40 της προσβαλλομένης αποφάσεως.


    40 – Για παράδειγμα, το γεγονός ότι τα αγορασθέντα δελτία ταξιδίων μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και εκτός της περιόδου που κάλυπτε η νέα συμφωνία (βλ. σημείο 25 της προσβαλλομένης αποφάσεως) ή πρόσθετα στοιχεία σχετικά με τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιούν οι αρχές για να καθορίσουν τον αναγκαίο αριθμό εισιτηρίων (βλ. σημείο 47 της προσβαλλομένης αποφάσεως).


    41 – Βλ., για παράδειγμα, σημεία 48 έως 50 της προσβαλλομένης αποφάσεως.


    42 – Βλ. απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 1991, C-281/89, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1991, σ. I‑347, σκέψη 14), και διάταξη της 28ης Νοεμβρίου 1996, C-277/95 P, Lenz (Συλλογή 1996, σ. I-6109, σκέψη 50).


    43 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 21ης Μαρτίου 1990, C-142/87, Βέλγιο κατά Επιτροπής (Συλλογή 1990, σ. I‑959, σκέψη 29), της 3ης Οκτωβρίου 1991, C-261/89, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1991, σ. I‑4437, σκέψη 8) και της 14ης Σεπτεμβρίου 1994, C-42/93, Ισπανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1994, σ. I‑4175, σκέψη 13).


    44 – Σκέψη 117 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


    45 – Βλ. σκέψεις 128 έως 137 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


    46 – Απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Μαΐου 1998, C-7/95 P, Deere (Συλλογή 1998, σ. I‑3111, σκέψεις 21 και 22). Υπό την ίδια έννοια, βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 8ης Μαΐου 2003, C‑122/01 P, T. Port (Συλλογή 2003, σ. I-4261, σκέψη 27), και διάταξη της 9ης Ιουλίου 2004, C-116/03, Fichtner (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 33).


    47 – Βλ. σκέψεις 121 έως 137 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


    48 – Απόφαση της 16ης Μαΐου 2002, C-482/99, Γαλλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. I-4397, σκέψη 71). Βλ., επίσης, αποφάσεις της 3ης Οκτωβρίου 1991, C-261/89, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1991, σ. Ι-4437, σκέψη 21), και της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C-301/87, Γαλλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1990, σ. Ι-307, σκέψεις 43 έως 45).


    49 – Βλ., ειδικώς, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Σεπτεμβρίου 1980, 730/79, Philip Morris (Συλλογή τόμος 1980, σ. 2671, σκέψεις 11 και 12) και του Πρωτοδικείου της 4ης Απριλίου 2001, T‑288/97, Regione Autonoma Friuli Venezia Giulia (Συλλογή 2001, σ. II‑1169, σκέψεις 49 και 50), καθώς και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Saggio της 27ης Ιανουαρίου 2000, C‑156/98, Γερμανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I-6857, σημείο 24).


    50 – Βλ. σκέψη 142 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία.


    51 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 24 απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 1973, Lorenz.


    52 – Η Επιτροπή στηρίζεται κυρίως στις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Φεβρουαρίου 2001, C-99/98, Αυστρία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. I-1101, σκέψη 32), και της 2ας Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Sytraval (Συλλογή 1998, σ. I‑1719), καθώς και στην απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, T‑11/95, BP Chemicals Ltd (Συλλογή 1998, σ. II-3235, σκέψη 75).


    53 – Η υπογράμμιση δική μου.


    54 – Απόφαση της 11ης Ιουλίου 1996, C-39/94 (Συλλογή 1996, σ. I-3547, σκέψη 73). Βλ., επίσης, την προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 52 απόφαση Sytraval (σκέψη 45). Η υπογράμμιση δική μου.


    55 – Όσον αφορά τον κανονισμό 659/1999, το Δικαστήριο, με την απόφαση της 10ης Μαΐου 2005, C‑400/99, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. Ι-3657, σκέψη 23) παρατήρησε ότι «[ο κανονισμός αυτός] αποτελεί, σε αρκετά μεγάλο βαθμό, λεπτομερή κωδικοποίηση της ερμηνείας των διαδικαστικών διατάξεων της Συνθήκης όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις, στην οποία είχε προβεί ο κοινοτικός δικαστής πριν από την έκδοση του κανονισμού αυτού».


    56 – Απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, C-74/00 P και C-75/00 P (Συλλογή 2002, σ. I‑6879, σκέψεις 80‑83). Η υπογράμμιση δική μου. Βλ., επίσης, την προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 52 απόφαση Sytraval, σκέψεις 58 και 59, και την απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Μαρτίου 2003, T‑228/99 και T‑233/99, Westdeutsche Landesbank Girozentrale (Συλλογή 2003, σ. II‑435, σκέψεις 122 έως 125).


    57 – Επί της καθιερώσεως του estoppel, βλ. αποφάσεις της 10ης Φεβρουαρίου 1983, 230/81, Λουξεμβούργο κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 1983, σ. 255, σκέψεις 22 έως 26), και της 7ης Μαΐου 1991, C‑69/89, Nakajima (Συλλογή 1991, σ. I-2069, σκέψη 131).


    58 – Σκέψεις 64 έως 68 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


    59 – Σκέψη 58.


    60 – Η P & O παραπέμπει, ειδικότερα, στην απόφαση της 30ής Απριλίου 2002, T‑195/01 και T‑207/01, Government of Gibraltar (Συλλογή 2002, σ. II-2309), την οποία παρέθεσε το Πρωτοδικείο στη σκέψη 59 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


    61 – Σκέψη 60.


    62 – Βλ. σημείο 53 του δικογράφου της προσφυγής που κατατέθηκε στο Πρωτοδικείο.


    63 – Βλ. σκέψεις 201 έως 210.


    64 – Βλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 1990, C-5/89, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 1990, σ. I-3437, σκέψη 14), και προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 21 απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 1997, Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 51.


    65 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 64 απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 16.


    66 – Απόφαση της 18ης Μαΐου 2000, C–107/97, Rombi και Arkopharma (Συλλογή 2000, σ. I-3367, σκέψη 66).


    67 – Απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, C-91/01, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I‑4355, σκέψεις 65 και 66). Η υπογράμμιση δική μου.


    68 – Βλ. προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 21 απόφαση Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 53.


    69 – Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι είναι συμβατές με την κοινή αγορά «οι ενισχύσεις κοινωνικού χαρακτήρα προς μεμονωμένους καταναλωτές, υπό τον όρο ότι χορηγούνται χωρίς διάκριση προελεύσεως των προϊόντων».


    70 – Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι «το Πρωτοδικείο [...] εκδίδει διάταξη που καθορίζει τα αποδεικτικά μέσα και τα θέματα αποδείξεως [...]».


    71 – Απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2003, C-182/99 P, Salzgitter (Συλλογή 2003, σ. Ι-10761, σκέψη 41)· βλ, επίσης, απόφαση της 6ης Απριλίου 2000, C-286/95 P, Επιτροπή κατά ICI (Συλλογή 2000, σ. I-2341, σκέψεις 49 και 50).


    72 – Διάταξη της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, C-112/04 P, Marlines (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 35 έως 39).

    Top