Questo documento è un estratto del sito web EUR-Lex.
Documento 62002TJ0312
Judgment of the Court of First Instance (Third Chamber) of 1 April 2004. # Lucio Gussetti v Commission of the European Communities. # Officials - Dependent child allowance - Article 67(2) of the Staff Regulations - Anti-cumulation rule applicable to national allowances of like nature - Article 85 of the Staff Regulations - Conditions for recovery of undue payment. # Case T-312/02.
Απόφαση του Πρωτοδικείου (τρίτο τμήμα) της 1ης Απριλίου 2004.
Lucio Gussetti κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Υπάλληλοι - Επίδομα συντηρούμενου τέκνου - Άρθρο 67, παράγραφος 2, του ΚΥΚ - Απαγόρευση της σωρεύσεως με ομοειδή εθνικά επιδόματα - Άρθρο 85 του ΚΥΚ - Προϋποθέσεις αναζητήσεως αχρεωστήτου.
Υπόθεση T-312/02.
Απόφαση του Πρωτοδικείου (τρίτο τμήμα) της 1ης Απριλίου 2004.
Lucio Gussetti κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Υπάλληλοι - Επίδομα συντηρούμενου τέκνου - Άρθρο 67, παράγραφος 2, του ΚΥΚ - Απαγόρευση της σωρεύσεως με ομοειδή εθνικά επιδόματα - Άρθρο 85 του ΚΥΚ - Προϋποθέσεις αναζητήσεως αχρεωστήτου.
Υπόθεση T-312/02.
Συλλογή της Νομολογίας – Υπαλληλικές Υποθέσεις 2004 I-A-00125; II-00547
Identificatore ECLI: ECLI:EU:T:2004:102
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τρίτο τμήμα)
της 1ης Απριλίου 2004
Υπόθεση T-312/02
Lucio Gussetti
κατά
Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
«Υπάλληλοι – Επίδομα συντηρούμενου τέκνου – Άρθρο 67, παράγραφος 2, του ΚΥΚ – Απαγόρευση της σωρεύσεως με ομοειδή εθνικά επιδόματα – Άρθρο 85 του ΚΥΚ – Προϋποθέσεις αναζητήσεως αχρεωστήτου»
Πλήρες κείμενο στην ιταλική γλώσσα II - 0000
Αντικείμενο: Προσφυγή με αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής της 15ης Φεβρουαρίου 2002, περί αφαιρέσεως, από 1ης Ιουνίου 2001, των ποσών που είχε λάβει αχρεωστήτως ο προσφεύγων με τη μορφή επιδόματος συντηρούμενου τέκνου, κατ’ εφαρμογήν του περί απαγορεύσεως της σωρεύσεως κανόνα του άρθρου 67, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, και τα οποία αντιστοιχούν προς τα οικογενειακά επιδόματα ορφανού τα οποία λαμβάνει από τις βελγικές αρχές.
Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.
Περίληψη
1. Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προσφυγή κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως της ενστάσεως – Παραδεκτό
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)
2. Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Ταυτότητα αντικειμένου και αιτίας – Ισχυρισμοί που δεν περιέχονται μεν στη διοικητική ένσταση, συνδέονται όμως στενά μ’ αυτή – Παραδεκτό
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)
3. Υπάλληλοι – Αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων – Προϋποθέσεις – Πρόδηλη παρατυπία ως προς την καταβολή – Κριτήρια
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 85)
4. Υπάλληλοι – Αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων – Επίκληση της καλής πίστεως εκ μέρους υπαλλήλου ο οποίος παρέλειψε να δηλώσει επιδόματα ιδίας φύσεως με τα κοινοτικά οικογενειακά επιδόματα – Δεν χωρεί
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 67 § 2, και 85)
1. Η άσκηση προσφυγής για την ακύρωση αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση κατά της αρχικής αποφάσεως έχει ως αποτέλεσμα να υποβάλλεται στην κρίση του Πρωτοδικείου η βλαπτική πράξη κατά της οποίας υποβλήθηκε η ένσταση.
(βλ. σκέψη 41)
Παραπομπή: ΔΕΚ, 17 Ιανουαρίου 1989, 293/87, Vainker κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1989, σ. 23, σκέψη 8· ΠΕΚ, 7 Νοεμβρίου 2002, T-199/01, G κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑207 και II-1085, σκέψη 23· ΠΕΚ, 23 Οκτωβρίου 2003, T‑302/01, Birkhoff κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 24
2. Στις υπαλληλικές προσφυγές τα αιτήματα που υποβάλλονται ενώπιον του κοινοτικού δικαστή μπορούν να περιλαμβάνουν μόνον αιτιάσεις που να στηρίζονται στην ίδια αιτία με τις αιτιάσεις που προβλήθηκαν με την ένσταση, οι δε αιτιάσεις αυτές μπορούν να αναπτυχθούν ενώπιον του κοινοτικού δικαστή με την προβολή λόγων ακυρώσεως και επιχειρημάτων που δεν περιλαμβάνονται αναγκαστικά στην ένσταση, αλλά συνδέονται στενά μ’ αυτή.
Συγκεκριμένα, η διοικητική διαδικασία έχει ως σκοπό την κατά προτεραιότητα επίτευξη φιλικού διακανονισμού των διαφορών που ανακύπτουν μεταξύ των υπαλλήλων και της διοικήσεως. Για να μπορέσει η διαδικασία αυτή να επιτύχει τον στόχο της, πρέπει η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή να είναι σε θέση να γνωρίζει με επαρκή ακρίβεια τις αιτιάσεις που διατυπώνουν οι ενδιαφερόμενοι κατά της αμφισβητούμενης αποφάσεως. Συναφώς, η διοίκηση δεν πρέπει να ερμηνεύει τις διοικητικές ενστάσεις κατά τρόπο συσταλτικό αλλ’ αντιθέτως να τις εξετάζει με ευρύτητα πνεύματος.
(βλ. σκέψεις 47 και 48)
Παραπομπή: ΔΕΚ, 13 Δεκεμβρίου 2001, C-446/00 P, Cubero Vermurie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I-10315, σκέψη 12· ΔΕΚ, 23 Απριλίου 2002, C-62/01 P, Campogrande κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑3793, σκέψη 33· ΠΕΚ, 22 Φεβρουαρίου 2001, T‑144/00, Tirelli κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑45 και II‑171, σκέψη 25· ΠΕΚ, 14 Οκτωβρίου 2003, T‑174/02, Wieme κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 18
3. Η έκφραση «τόσο εμφανής» που χρησιμοποιεί το άρθρο 85 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (ΚΥΚ) για να ορίσει τις προϋποθέσεις αναζητήσεως των αχρεωστήτως καταβληθέντων πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν εξετάζεται αν η πλάνη ήταν ή όχι εμφανής για τη διοίκηση αλλά για τον ενδιαφερομένο. Συγκεκριμένα, ο ενδιαφερόμενος, όχι μόνον δεν απαλλάσσεται από κάθε προσπάθεια εξετάσεως και ελέγχου, αλλά τουναντίον υποχρεούται να επιστρέψει τα εισπραχθέντα, εφόσον πρόκειται για σφάλμα που δεν διαφεύγει της προσοχής ενός χαρακτηριζομένου από συνήθη επιμέλεια υπαλλήλου, ο οποίος λογίζεται ότι γνωρίζει τους διέποντες τις αποδοχές του κανόνες.
Τα στοιχεία που λαμβάνει υπόψη ο κοινοτικός δικαστής προκειμένου να εκτιμήσει την ικανότητα του ενδιαφερομένου υπαλλήλου να προβαίνει στις αναγκαίες εξακριβώσεις αφορούν το επίπεδο ευθύνης του υπαλλήλου, τον βαθμό και την αρχαιότητά του, τον βαθμό σαφήνειας των διατάξεων του ΚΥΚ που ορίζουν τις προϋποθέσεις χορηγήσεως της οικείας παροχής, καθώς και τη σπουδαιότητα των μεταβολών που επήλθαν στην προσωπική ή οικογενειακή του κατάσταση, εφόσον η καταβολή του επίμαχου ποσού συνδέεται με την εκτίμηση από τη διοίκηση μιας τέτοιας καταστάσεως.
(βλ. σκέψεις 82 και 83)
Παραπομπή: ΠΕΚ, 17 Ιανουαρίου 2001, T‑14/99, Kraus κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑7 και II‑39, σκέψη 38· ΠΕΚ, 30 Μαΐου 2001, T‑48/00, Barth κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑119 και II‑557, σκέψη 30· ΠΕΚ, 5 Νοεμβρίου 2002, T‑205/01, Ronsse κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑211 και II‑1065, σκέψη 47
4. Ο υπάλληλος που, μολονότι ενημέρωσε δεόντως τη διοίκηση για τη μεταβολή της οικογενειακής του καταστάσεως, παρέλειψε να της προσκομίσει στοιχεία που είχε στη διάθεσή του και των οποίων το περιεχόμενο όφειλε να γνωρίζει, παρέβη την υποχρέωση που υπέχει από το άρθρο 67, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, σύμφωνα με το οποίο κάθε υπάλληλος υποχρεούται να δηλώνει τα επιδόματα ιδίας φύσεως με τα κοινοτικά οικογενειακά επιδόματα. Επομένως, δεδομένου ότι ο υπάλληλος, παραλείποντας να προβεί στη δήλωση αυτή, περιήλθε λόγω της δικής του συμπεριφοράς σε αντικανονική κατάσταση, δεν μπορεί αυτός να επικαλεστεί την καλή του πίστη προκειμένου να απαλλαγεί από την υποχρέωση να επιστρέψει τα ποσά που του καταβλήθηκαν αχρεωστήτως.
(βλ. σκέψεις 102 και 106)
Παραπομπή: ΔΕΚ, 30 Μαΐου 1973, 36/72, Meganck κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 545· ΠΕΚ, 13 Μαρτίου 1990, T‑34/89 και T‑67/89, Costacurta κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. II‑93, σκέψεις 43 έως 49· ΠΕΚ, 10 Μαΐου 1990, T‑117/89, Sens κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. II‑185, σκέψη 12· ΠΕΚ, 13 Ιουλίου 1995, T‑545/93, Kschwendt κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I‑A‑185 και II‑565, σκέψη 109· Barth κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 36· ΠΕΚ, 12 Ιουνίου 2002, T‑66/00, B κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑75 και II‑361, σκέψη 54