Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62002CO0235

    Διάταξη του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 15ης Ιανουαρίου 2004.
    Ποινική δίκη κατά Marco Antonio Saetti και Andrea Frediani.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunale di Gela - Ιταλία.
    Άρθρο 104, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας - Οδηγίες 75/442/ΕΟΚ και 91/156/ΕΟΚ - Διαχείριση των αποβλήτων - Έννοια του αποβλήτου - Οπτάνθρακας πετρελαίου.
    Υπόθεση C-235/02.

    Συλλογή της Νομολογίας 2004 I-01005

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2004:26

    Υπόθεση C-235/02


    Ποινική δίκη
    κατά
    Marco Antonio Saetti και Andrea Frediani



    (αίτηση του Giudice per le indagini preliminari του Tribunale di Gela για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

    «Άρθρο 104, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας – Οδηγίες 75/442/ΕΟΚ και 91/156/ΕΟΚ – Διαχείριση αποβλήτων – Έννοια των αποβλήτων – Οπτάνθρακας πετρελαίου»

    Διάταξη του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 15ης Ιανουαρίου 2004
        

    Περίληψη της διατάξεως

    1..
    Προδικαστικά ερωτήματα – Υποβολή στο Δικαστήριο – Εθνικό δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 234 ΕΚ – Ανακριτής επί ποινικών υποθέσεων – Επιφορτισμένος με ποινική ανάκριση δικαστικός λειτουργός

    (Άρθρο 234 ΕΚ)

    2..
    Προδικαστικά ερωτήματα – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Όρια – Ερμηνεία οδηγίας στο πλαίσιο ποινικής δίκης για παράβαση του εθνικού κανόνα μεταφοράς της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη – Καθορισμός των συνεπειών μεταγενέστερης αποποινικοποιήσεως των πράξεων για τις οποίες είχε ασκηθεί η ποινική δίωξη – Εξαιρείται

    (Άρθρο 234 ΕΚ)

    3..
    Προδικαστικά ερωτήματα – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Όρια – Ερωτήματα προδήλως άσχετα με την υπόθεση και ερωτήματα υποθετικής φύσεως υποβαλλόμενα υπό συνθήκες που αποκλείουν μια λυσιτελή απάντηση – Ερωτήματα άσχετα με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης

    (Άρθρο 234 ΕΚ)

    4..
    Περιβάλλον – Απόβλητα – Οδηγία 75/442, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156 – Έννοια – Απορριπτόμενη ουσία – Κριτήρια εκτιμήσεως

    (Οδηγία 75/442 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156, άρθρο 1, στοιχ. α΄)

    5..
    Περιβάλλον – Απόβλητα – Οδηγία 75/442, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156 – Έννοια – Απορριπτόμενη ουσία – Εξαίρεση – Οπτάνθρακας πετρελαίου που παράγεται σε διυλιστήριο πετρελαίου – Χρησιμοποίηση στην πράξη της εν λόγω ουσίας για τις ενεργειακές ανάγκες του διυλιστηρίου

    (Οδηγία 75/442 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156)

    1.
    Ο ανακριτής επί ποινικών υποθέσεων ή ο επιφορτισμένος με την ποινική ανάκριση δικαστικός λειτουργός αποτελούν δικαστήρια κατά την έννοια του άρθρου 234 ΕΚ, τα οποία καλούνται να αποφανθούν, με ανεξαρτησία γνώμης και σύμφωνα με το δίκαιο, επί των υποθέσεων για τις οποίες ο νόμος τους απονέμει αρμοδιότητα, στο πλαίσιο διαδικασίας προοριζόμενης να καταλήξει σε αποφάσεις δικαιοδοτικού χαρακτήρα. βλ. σκέψη 23

    2.
    Εφόσον μια οδηγία δεν μπορεί, αυτή καθεαυτή, ούτε να δημιουργεί υποχρεώσεις εις βάρος ιδιώτη, οπότε και δεν μπορεί να γίνει επίκλησή της κατ' αυτού, ούτε να έχει ως αποτέλεσμα, ανεξαρτήτως εσωτερικού νόμου κράτους μέλους που έχει θεσπιστεί για την εφαρμογή της, να στοιχειοθετεί ή να επιτείνει την ποινική ευθύνη αυτών που ενεργούν κατά παράβαση των διατάξεών της, δεν απόκειται στο Δικαστήριο, όταν καλείται να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος σχετικού με την ερμηνεία οδηγίας, να ερμηνεύσει ή να εφαρμόσει το εθνικό δίκαιο προκειμένου να καθορίσει τις συνέπειες της θεσπίσεως εθνικών διατάξεων που καταργούν τον χαρακτήρα παραβάσεως των πραγματικών περιστατικών που οδήγησαν στην ενώπιον του εθνικού δικαστή ποινική δίκη, εφόσον δεν αμφισβητείται ότι, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, τα περιστατικά αυτά μπορούσαν ενδεχομένως να συνιστούν παραβάσεις επισύρουσες ποινικές κυρώσεις δυνάμει του εθνικού δικαίου. βλ. σκέψεις 25-26

    3.
    Στο πλαίσιο της συνεργασίας που καθιερώνει το άρθρο 234 ΕΚ μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, απόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο υποχρεούται, καταρχήν, να απαντήσει. Πάντως, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εναπόκειται στο Δικαστήριο να ερευνά τις συνθήκες υπό τις οποίες του έχουν υποβληθεί τα ερωτήματα από τον εθνικό δικαστή, προκειμένου να ελέγξει τη δική του αρμοδιότητα. Η άρνηση απαντήσεως σε προδικαστικό ερώτημα εθνικού δικαστηρίου είναι δυνατή μόνον όταν προκύπτει προδήλως ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμα όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν. βλ. σκέψεις 28-29

    4.
    Το πεδίο εφαρμογής της έννοιας του αποβλήτου εξαρτάται από τη σημασία του όρου να απορρίψει, που χρησιμοποιείται στο άρθρο 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 75/442, σχετικά με τα απόβλητα. Το γεγονός ότι μια ουσία υποβάλλεται σε εργασία που μνημονεύεται στα παραρτήματα ΙΙ Α ή ΙΙ Β της εν λόγω οδηγίας δεν παρέχει τη δυνατότητα, αφεαυτού, να χαρακτηριστεί μια ουσία ή ένα αντικείμενο ως απόβλητο και ότι, αντιστρόφως, η έννοια του αποβλήτου δεν αποκλείει τις ουσίες και τα αντικείμενα που μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν από οικονομική άποψη. Το θεσπισθέν με την οδηγία αυτή σύστημα επιτηρήσεως και διαχειρίσεως σκοπεί συγκεκριμένα να καλύψει κάθε αντικείμενο και ουσία που ο κάτοχός τους απορρίπτει, έστω και αν έχουν εμπορική αξία και συλλέγονται για εμπορικούς σκοπούς προς ανακύκλωση, ανάκτηση ή επαναχρησιμοποίηση. Ορισμένες περιστάσεις μπορεί να συνιστούν ενδείξεις της υπάρξεως ενεργείας, προθέσεως ή υποχρεώσεως απορρίψεως μιας ουσίας ή ενός αντικειμένου κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 75/442. Αυτό συμβαίνει ιδίως οσάκις η χρησιμοποιούμενη ουσία είναι υπόλειμμα παραγωγής, ήτοι προϊόν του οποίου, καθεαυτού, δεν επιδιώχθηκε η απόκτηση. Εντούτοις, μια ουσία που επαναχρησιμοποιείται σταθερά, χωρίς προηγούμενη μεταποίηση και στο πλαίσιο της συνέχειας της διαδικασίας παραγωγής, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως απόβλητο. Άλλες ενδείξεις περί της υπάρξεως αποβλήτου, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, προκύπτουν ενδεχομένως από το γεγονός ότι η μέθοδος επεξεργασίας της οικείας ουσίας αποτελεί συνήθη τρόπο επεξεργασίας των αποβλήτων ή εκ του ότι η κοινωνία θεωρεί την εν λόγω ουσία ως απόβλητο και από το γεγονός ότι, αν πρόκειται για υπόλειμμα παραγωγής, αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο ουδεμίας άλλης χρήσεως πλην εκείνης που συνεπάγεται την απόρριψή του ή ότι η χρήση του πρέπει να πραγματοποιείται υπό ειδικές συνθήκες λήψεως προφυλάξεων για το περιβάλλον. Πάντως, τα στοιχεία αυτά δεν είναι κατ' ανάγκη καθοριστικά, η δε πραγματική ύπαρξη αποβλήτου πρέπει να διαπιστώνεται βάσει του συνόλου των περιστάσεων, λαμβανομένου υπόψη του στόχου της οδηγίας και του ότι δεν πρέπει να θίγεται η αποτελεσματικότητά της. βλ. σκέψεις 33-34, 36, 39-40

    5.
    Ο οπτάνθρακας πετρελαίου που παράγεται ηθελημένα ή προκύπτει από τη συνδυασμένη παραγωγή άλλων πετρελαϊκών καυσίμων ουσιών σε διυλιστήριο πετρελαίου, χρησιμοποιείται δε ως καύσιμο για τις ενεργειακές ανάγκες του διυλιστηρίου και άλλων βιομηχανιών, δεν αποτελεί απόβλητο κατά την έννοια της οδηγίας 75/442, περί των στερεών αποβλήτων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156. βλ. σκέψη 47 και διατακτ.




    ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο
    τμήμα)

    της 15ης Ιανουαρίου 2004
    (*)

    ”Άρθρο 104, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας
    ─ Οδηγίες 75/442/ΕΟΚ και 91/156/ΕΟΚ
    ─ Διαχείριση των αποβλήτων ─ Έννοια του “αποβλήτου” ─ Οπτάνθρακας πετρελαίου”

    Στην υπόθεση
    C-235/02,

    που έχει ως αντικείμενο
    αίτηση του Giudice per le indagini preliminari του Tribunale di Gela
    (Ιταλία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την
    οποία ζητείται, στο πλαίσιο της ποινικής δίκης που εκκρεμεί ενώπιον
    του αιτούντος δικαστηρίου κατάLA COUR, (τρίτο τμήμα),

    Marco Antonio Saetti

    και

    Andrea Frediani,

    η έκδοση προδικαστικής
    αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 1, στοιχεία αì και στì, 2,
    παράγραφος 1, στοιχείο βì, και 4 της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ του
    Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1975, περί των στερεών αποβλήτων (ΕΕ ειδ.
    έκδ. 15/001, σ. 86), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156/ΕΟΚ του
    Συμβουλίου, της 18ης Μαρτίου 1991 (ΕΕ L 78, σ. 32),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο
    τμήμα)

    συγκείμενο από τους C.
    Gulmann, προεδρεύοντα του τρίτου τμήματος, J.-P. Puissochet (εισηγητή)
    και F. Macken, δικαστές,

    γενική εισαγγελέας: J.
    Kokott

    γραμματέας: R. Grass

    αφού ενημέρωσε το αιτούν
    δικαστήριο ότι προτίθεται να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη
    σύμφωνα με το άρθρο 104, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας
    του,

    αφού κάλεσε τους
    ενδιαφερομένους στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 23 του Οργανισμού
    του Δικαστηρίου να υποβάλουν συναφώς τις παρατηρήσεις τους,

    αφού άκουσε τη γενική
    εισαγγελέα,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Διάταξη

    1        Με διάταξη της
    19ης Ιουνίου 2002, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 26 Ιουνίου
    2002, ο Giudice per le indagini preliminari του Tribunale di Gela
    υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα
    ως προς την ερμηνεία των άρθρων 1, στοιχεία αì και στì, 2,
    παράγραφος 1, στοιχείο βì, και 4 της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ του
    Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1975, περί των στερεών αποβλήτων (ΕΕ
    ειδ. έκδ. 15/001, σ. 86), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία
    91/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Μαρτίου 1991 (ΕΕ L 78, σ. 32,
    στο εξής: οδηγία 75/442).

    2        Τα ερωτήματα αυτά
    ανέκυψαν στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κινηθείσας κατά των M.
    Saetti και A. Frediani, αντιστοίχως διευθυντή και πρώην διευθυντή
    του διυλιστηρίου πετρελαίων της Γέλα που εκμεταλλεύεται η εταιρία
    AGIP Petroli SpA, οι οποίοι κατηγορούνται μεταξύ άλλων ότι παρέβησαν
    την ιταλική νομοθεσία περί αποβλήτων.

     Το νομικό πλαίσιο

     Η κοινοτική κανονιστική
    ρύθμιση

    3        Στο άρθρο 1,
    στοιχείο αì, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 75/442, ως απόβλητο
    ορίζεται «κάθε ουσία ή αντικείμενο που εμπίπτει στις κατηγορίες
    του παραρτήματος Ι και το οποίο ο κάτοχός του απορρίπτει ή
    προτίθεται ή υποχρεούται να απορρίψει».

    4        Στο παράρτημα
    Ι της οδηγίας 75/442, υπό τον τίτλο «Κατηγορίες αποβλήτων»,
    μνημονεύονται μεταξύ άλλων, στο σημείο Q 8 τα «[υ]πολείμματα
    βιομηχανικών μεθόδων (π.χ. σκωρίες, υποστήματα απόσταξης κ.λπ.)»
    και, στο σημείο Q 16, «[κ]άθε ουσία, ύλη ή προϊόν τα οποία δεν
    καλύπτονται από τις προαναφερόμενες κατηγορίες».

    5        Με το άρθρο 1,
    στοιχείο αì, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 75/442 ανατίθεται στην
    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η υποχρέωση να καταρτίσει
    «κατάλογο των αποβλήτων των κατηγοριών που περιλαμβάνει το
    παράρτημα Ι». Αυτό είναι το αντικείμενο της αποφάσεως
    2000/532/ΕΚ της Επιτροπής, της 3ης Μα?ου 2000, για αντικατάσταση
    της απόφασης 94/3/ΕΚ για τη θέσπιση καταλόγου αποβλήτων σύμφωνα
    με το άρθρο 1, στοιχείο αì, της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ του
    Συμβουλίου και της απόφασης 94/904/ΕΚ του Συμβουλίου για την
    κατάρτιση καταλόγου επικίνδυνων αποβλήτων κατ' εφαρμογή του
    άρθρου 1, παράγραφος 4, της οδηγίας 91/689/ΕΟΚ του Συμβουλίου
    για τα επικίνδυνα απόβλητα (ΕΕ L 226, σ. 3). Ο κατάλογος αυτός
    υπέστη τροποποιήσεις με τις αποφάσεις 2001/118/ΕΚ και
    2001/119/ΕΚ της Επιτροπής και 2001/573/ΕΚ του Συμβουλίου,
    αντιστοίχως της 16ης και 22ας Ιανουαρίου και της 23ης Ιουλίου
    2001 (ΕΕ L 47, σ. 1 και 32, και L 203, σ. 18) και άρχισε να
    ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2002. Στο κεφάλαιο 05, τμήμα 01, του
    καταλόγου αυτού περιλαμβάνονται τα «απόβλητα από τη διύλιση
    πετρελαίου». Στο εν λόγω τμήμα απαριθμούνται διάφοροι τύποι
    αποβλήτων και προβλέπεται η θέση 05 01 99 η οποία φέρει τον
    τίτλο «απόβλητα μη προδιαγραφόμενα άλλως». Στην εισαγωγική
    σημείωση του καταλόγου διευκρινίζεται ότι πρόκειται για
    εναρμονισμένο κατάλογο ο οποίος θα αναθεωρείται σε τακτική βάση
    και ότι, ωστόσο, «η καταχώριση ενός υλικού στον κατάλογο δεν
    σημαίνει κατ' ανάγκη ότι το υλικό αυτό είναι πάντοτε απόβλητο. Η
    καταχώριση είναι έγκυρη μόνον όταν ανταποκρίνεται στον ορισμό
    του αποβλήτου σύμφωνα με το άρθρο 1, στοιχείο αì, της οδηγίας
    75/442».

    6        Στο άρθρο 1,
    στοιχείο γì, της οδηγίας 75/442, ως «κάτοχος» ορίζεται «ο
    παραγωγός των αποβλήτων ή το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει
    στην κατοχή του τα απόβλητα».

    7        Στο άρθρο 1,
    στοιχείο δì, της εν λόγω οδηγίας, ως «διαχείριση» των αποβλήτων
    ορίζεται «η συλλογή, η μεταφορά, η αξιοποίηση και η διάθεση των
    αποβλήτων, συμπεριλαμβανομένης της εποπτείας των εργασιών αυτών,
    καθώς και της επίβλεψης των χώρων απόρριψης».

    8        Στο άρθρο 1,
    στοιχεία εì και στì, της οδηγίας 75/442, ως διάθεση και
    αξιοποίηση των αποβλήτων ορίζεται κάθε εργασία που προβλέπεται,
    αντιστοίχως, στο παράρτημα ΙΙ Α και ΙΙ Β. Τα παραρτήματα αυτά
    προσαρμόστηκαν στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο με την
    απόφαση 96/350/ΕΚ της Επιτροπής, της 24ης Μα?ου 1996 (ΕΕ L 135,
    σ. 32). Μεταξύ των εργασιών αξιοποιήσεως που απαριθμούνται στο
    παράρτημα ΙΙ Β περιλαμβάνεται, στο σημείο R1, η «[κ]ύρια χρήση
    ως καύσιμο ή ως άλλο μέσο παραγωγής ενέργειας».

    9        Το άρθρο 2 της
    οδηγίας 75/442 ορίζει:

    «1.      Εξαιρούνται από το πεδίο
    εφαρμογής της παρούσας οδηγίας:

    α)      τα αέρια απόβλητα τα
    εκπεμπόμενα στην ατμόσφαιρα·

    β)      εφόσον καλύπτονται ήδη από
    άλλη νομοθεσία:

    [...]

    ii)      τα απόβλητα που προκύπτουν
    από εργασίες ανιχνεύσεως, εξαγωγής, επεξεργασίας και
    εναποθηκεύσεως των μεταλλευτικών πόρων καθώς και από την
    εκμετάλλευση των λατομείων·

    [...]

    2.      Ειδικές επί μέρους ή
    συμπληρωματικές της παρούσας οδηγίας διατάξεις οι οποίες
    αποβλέπουν στη ρύθμιση της διαχείρισης ορισμένων κατηγοριών
    αποβλήτων είναι δυνατό να θεσπιστούν από χωριστές
    οδηγίες.»

    10      Στο άρθρο 3,
    παράγραφος 1, της οδηγίας 75/442 προβλέπεται μεταξύ άλλων ότι τα
    κράτη μέλη λαμβάνουν τα ενδεδειγμένα μέτρα για να προωθήσουν την
    αξιοποίηση των αποβλήτων με ανακύκλωση, επαναχρησιμοποίηση,
    ανάκτηση ή οποιαδήποτε άλλη ενέργεια που έχει ως στόχο την
    παραγωγή δευτερογενών πρώτων υλών. Στο άρθρο 4 της ίδιας οδηγίας
    διευκρινίζεται ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για
    να εξασφαλίσουν ότι η διάθεση ή η αξιοποίηση των αποβλήτων θα
    πραγματοποιείται χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η υγεία του
    ανθρώπου και χωρίς να χρησιμοποιούνται διαδικασίες ή μέθοδοι που
    ενδέχεται να βλάψουν το περιβάλλον, ιδίως δε χωρίς να
    δημιουργείται κίνδυνος για το νερό, τον αέρα ή το έδαφος, ούτε
    για την πανίδα και τη χλωρίδα, και χωρίς να βλάπτονται οι
    τοποθεσίες και τα τοπία.

    11      Στα άρθρα 9
    και 10 της οδηγίας 75/442 διευκρινίζεται ότι κάθε εγκατάσταση ή
    επιχείρηση που πραγματοποιεί εργασίες διαθέσεως των αποβλήτων ή
    εργασίες που μπορούν να οδηγήσουν σε αξιοποίηση των αποβλήτων
    οφείλει να λάβει άδεια από τις αρμόδιες αρχές.

    12      Στο άρθρο 11
    της οδηγίας 75/442 προβλέπεται ωστόσο, υπό ορισμένες
    προϋποθέσεις, η δυνατότητα απαλλαγής από την υποχρέωση λήψεως
    αδείας.

     Η εθνική κανονιστική
    ρύθμιση

    13      Η οδηγία
    75/442 μεταφέρθηκε στην ιταλική έννομη τάξη με το decreto
    legislativo 5 febbraio 1997, n° 22, attuazione delle direttive
    91/156/CEE sui rifiuti, 91/689/CEE sui rifiuti pericolosi e
    94/62/CE sugli imballaggi e sui rifiuti di imballaggio
    [νομοθετικό διάταγμα αριθ. 22, της 5ης Φεβρουαρίου 1997, για την
    εφαρμογή των οδηγιών 91/156/ΕΟΚ περί των στερεών αποβλήτων,
    91/689/ΕΟΚ περί των επικινδύνων αποβλήτων και 94/62/ΕΚ περί
    συσκευασιών και απορριμμάτων συσκευασίας] (GURI της 15ης
    Φεβρουαρίου 1997, τακτικό συμπλήρωμα αριθ. 38), που
    τροποποιήθηκε μεταγενέστερα με το decreto legislativo 8 novembre
    1997, n° 389 (GURI αριθ. 261, της 8ης Νοεμβρίου 1997, στο εξής:
    νομοθετικό διάταγμα 22/97).

    14      Στο νομοθετικό
    διάταγμα 22/97, τα απόβλητα ορίζονται όπως και στην οδηγία
    75/442. Για τη διαχείριση ορισμένων τύπων αποβλήτων, απαιτείται
    η λήψη διοικητικής αδείας. Στις περιπτώσεις αυτές, η έλλειψη
    αδείας επισύρει ποινικές κυρώσεις.

    15      Μετά την
    κίνηση των ποινικών διώξεων που αποτελούν αντικείμενο της
    υποθέσεως της κύριας δίκης, εκδόθηκε το decreto legge 7 marzo
    2002, n° 22, recante disposizioni urgenti per l'individuazione
    della disciplina relativa all'utilizzazione del coke da petrolio
    (pet-coke) negli impianti di combustione [νομοθετικό διάταγμα
    αριθ. 22, της 7ης Μαρτίου 2002, περί θεσπίσεως επειγουσών
    διατάξεων για τη ρύθμιση της χρήσεως οπτάνθρακα πετρελαίου
    (pet-coke) στις εγκαταστάσεις καύσεως] (GURI αριθ. 57, της 8ης
    Μαρτίου 2002). Με το κείμενο αυτό, εξαιρείται αφενός ο
    οπτάνθρακας πετρελαίου που χρησιμοποιείται ως καύσιμο για
    βιομηχανική χρήση από το πεδίο εφαρμογής του νομοθετικού
    διατάγματος 22/97 και αφετέρου ρυθμίζεται η χρήση του στις
    εγκαταστάσεις καύσεως κατά τον ακόλουθο τρόπο:

    «1.      Ο οπτάνθρακας πετρελαίου
    με περιεκτικότητα σε θείο ίση ή κατώτερη του 3 % κατά μάζα
    μπορεί να χρησιμοποιείται σε εγκαταστάσεις καύσεως με ονομαστική
    θερμική ισχύ καύσεως, ανά εστία, ίση ή ανώτερη των 50 MW.

    2.      Ο οπτάνθρακας πετρελαίου
    μπορεί να χρησιμοποιείται στον τόπο παραγωγής [...] [έστω και αν
    η περιεκτικότητα σε θείο υπερβαίνει το 3 %].

    3.      Ο οπτάνθρακας πετρελαίου
    με περιεκτικότητα σε θείο ίση ή κατώτερη του 6 % κατά μάζα
    μπορεί να χρησιμοποιείται στις εγκαταστάσεις εντός των οποίων,
    κατά την παραγωγική διαδικασία, οι ενώσεις θείου ορίζονται ή
    συνδυάζονται σε ποσοστό όχι κατώτερο του 60 % με το λαμβανόμενο
    προϊόν.

    4.      Απαγορεύεται σε κάθε
    περίπτωση η χρήση οπτάνθρακα πετρελαίου στις καμίνους παραγωγής
    ασβέστου που προορίζεται προς χρήση στη βιομηχανία
    τροφίμων».

    16      Το νομοθετικό
    διάταγμα 22, της 7ης Μαρτίου 2002, τροποποιήθηκε επίσης με τον
    legge 6 maggio 2002, n° 82, conversione in legge, con
    modificazioni, del decreto legge 7 marzo 2002, n° 22, recante
    disposizioni urgenti per l'individuazione della disciplina
    relativa all'utilizzazione del coke da petrolio (pet-coke) negli
    impianti di combustione [νόμο αριθ. 82, της 6ης Μα?ου 2002, περί
    μετατροπής σε νόμο, κατόπιν τροποποιήσεως, του νομοθετικού
    διατάγματος της 7ης Μαρτίου 2002, αριθ. 22, που αφορά τη θέσπιση
    επειγουσών διατάξεων για τη ρύθμιση της χρήσεως οπτάνθρακα
    πετρελαίου (pet-coke) εντός των εγκαταστάσεων καύσεως] (GURI
    αριθ. 105, της 7ης Μα?ου 2002). Με την ευκαιρία αυτή,
    διευκρινίστηκε ότι ο οπτάνθρακας πετρελαίου που χρησιμοποιείται
    ως καύσιμο κατά την παραγωγική διαδικασία εξαιρείται του πεδίου
    εφαρμογής του νομοθετικού διατάγματος 22/97. Το άρθρο 2,
    παράγραφος 2, του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος, που εκτίθεται
    στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας διατάξεως, συμπληρώθηκε ως
    εξής:

    «[ο] οπτάνθρακας
    πετρελαίου μπορεί να χρησιμοποιείται επίσης στον τόπο παραγωγής
    του στις διαδικασίες καύσεως για την παραγωγή ηλεκτρικής ή
    θερμικής ενέργειας για σκοπούς μη συνδεόμενους με τη λειτουργία
    του διυλιστηρίου, εφόσον οι εκπομπές δεν υπερβαίνουν τα όρια που
    ορίζουν οι οικείες διατάξεις.»

     Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά
    ερωτήματα

    17      Κατόπιν
    καταγγελιών αναφορικά με τη δραστηριότητα του διυλιστηρίου της
    Γέλα, η εισαγγελική αρχή παρά τω Tribunale di Gela διέταξε τη
    διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εντός των εγκαταστάσεων. Από την
    πραγματογνωμοσύνη αυτή προέκυψε ότι το διυλιστήριο χρησιμοποιούσε
    οπτάνθρακα λαμβανόμενο από τη διύλιση του αργού πετρελαίου ως
    καύσιμο στις εγκαταστάσεις θερμοηλεκτρικού σταθμού του
    διυλιστηρίου. Το μεγαλύτερο μέρος της παραγόμενης ενέργειας
    χρησιμοποιείται από το ίδιο το διυλιστήριο, αλλά το πλεόνασμα της
    παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας πωλείται σε άλλες βιομηχανίες ή
    στην εταιρία ηλεκτρισμού ENEL SpA.

    18      Η εισαγγελική
    αρχή έκρινε ότι ο οπτάνθρακας πετρελαίου αποτελεί απόβλητο
    υποκείμενο στο νομοθετικό διάταγμα 22/97. Κατά συνέπεια, εφόσον ο
    οπτάνθρακας αποθηκευόταν και χρησιμοποιείτο χωρίς την απαιτούμενη
    από το εν λόγω νομοθέτημα διοικητική άδεια, κατηγόρησε τους M.
    Saetti και A. Frediani για το αδίκημα της παραβάσεως της
    υποχρεώσεως λήψεως αδείας. Επιπλέον, ο Giudice per le indagini
    preliminari έκανε δεκτό το αίτημα της εισαγγελικής αρχής και
    σφράγισε προληπτικά τις δύο αποθήκες οπτάνθρακα πετρελαίου που
    τροφοδοτούσαν τον θερμοηλεκτρικό σταθμό του διυλιστηρίου.

    19      Μετά την έναρξη
    της ισχύος του νομοθετικού διατάγματος 22, της 7ης Μαρτίου 2002,
    στο οποίο αναφέρεται η σκέψη 15 της παρούσας διατάξεως, εφόσον η
    χρήση του οπτάνθρακα πετρελαίου επιτρέπεται υπό ορισμένες
    προϋποθέσεις βάσει της νέας ιταλικής κανονιστικής ρυθμίσεως, η
    εισαγγελική αρχή έθεσε τέρμα στην προληπτική σφράγιση των
    αποθηκών.

    20      Όσον αφορά τη
    συνέχεια που πρέπει να δοθεί στις ποινικές διώξεις μετά την έναρξη
    της ισχύος του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος και του νόμου της
    6ης Μα?ου 2002, στον οποίο αναφέρεται η σκέψη 16 της παρούσας
    διατάξεως, ο Giudice per le indagini preliminari διερωτάται κατ'
    ουσίαν σχετικά με τη δυνατότητα των ιταλικών αρχών να εξαιρέσουν
    από το πεδίο εφαρμογής του νομοθετικού διατάγματος 22/97 τον
    οπτάνθρακα πετρελαίου που χρησιμοποιείται ως καύσιμο για
    βιομηχανική χρήση και για τη δραστηριότητα των διυλιστηρίων,
    λαμβανομένης υπόψη της οδηγίας 75/442. Ο Giudice per le indagini
    preliminari κλίνει ειδικότερα υπέρ της απόψεως ότι ο οπτάνθρακας
    πετρελαίου αποτελεί απόβλητο κατά την έννοια του άρθρου 1,
    στοιχείο αì, της οδηγίας 75/442 και ότι, εφόσον δεν υφίσταται
    κοινοτική ρύθμιση σχετικά με τον οπτάνθρακα πετρελαίου όπως
    προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο βì, της εν λόγω
    οδηγίας, οι εθνικές αρχές δεν μπορούσαν να τον εξαιρέσουν από το
    πεδίο εφαρμογής του νομοθετικού διατάγματος 22/97, το οποίο
    θεσπίστηκε για την εφαρμογή της οδηγίας αυτής.

    21      Υπό τις συνθήκες
    αυτές, ο Giudice per le indagini preliminari αποφάσισε να
    αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα
    ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)      Εμπίπτει ο οπτάνθρακας
    πετρελαίου στην έννοια του αποβλήτου την οποία ορίζει το άρθρο 1
    της οδηγίας 75/442/EΟΚ;

    2)      Η χρήση του οπτάνθρακα
    πετρελαίου ως καυσίμου συνιστά αξιοποίηση κατά την έννοια του
    άρθρου 1 της οδηγίας 75/442;

    3)      Ο οπτάνθρακας πετρελαίου που
    χρησιμοποιείται ως καύσιμο για παραγωγικούς σκοπούς εντάσσεται
    στις κατηγορίες αποβλήτων που ένα κράτος μέλος μπορεί να εξαιρέσει
    της εφαρμογής της κοινοτικής ρυθμίσεως περί στερεών αποβλήτων,
    κατόπιν εκδόσεως ειδικής ρυθμίσεως κατά το άρθρο 2 της οδηγίας
    75/442;

    4)      Η δυνατότητα χρήσεως, στον
    τόπο παραγωγής, του οπτάνθρακα πετρελαίου ακόμη και σε διαδικασίες
    καύσεως αποσκοπούσες στην παραγωγή ηλεκτρικής ή θερμικής ενέργειας
    για σκοπούς μη εξυπηρετούντες τη λειτουργία διυλιστηρίου, εφόσον
    οι εκπομπές ευρίσκονται εντός των ορίων που ορίζουν οι οικείες
    διατάξεις, ακόμη και αν η περιεκτικότητά του σε θείο υπερβαίνει το
    3 % κατά μάζα, αποτελεί μέτρο ικανό και αναγκαίο προς εξασφάλιση
    του ότι το απόβλητο αυτό θα αξιοποιηθεί χωρίς κίνδυνο για την
    υγεία του ανθρώπου και χωρίς να χρησιμοποιούνται διαδικασίες ή
    μέθοδοι που ενδέχεται να βλάψουν το περιβάλλον, σύμφωνα με το
    άρθρο 4 της οδηγίας 75/442;»

     Επί του παραδεκτού

    22      Οι M. Saetti
    και A. Frediani υποστηρίζουν κατά πρώτον ότι η διαδικασία στο
    πλαίσιο της οποίας επελήφθη ο Giudice per le indagini
    preliminari δεν αποτελεί διαδικασία δικαιοδοτικού χαρακτήρα,
    παρέχουσα τη δυνατότητα προδικαστικής παραπομπής στο Δικαστήριο
    βάσει του άρθρου 234 ΕΚ. Κατά την άποψή τους, η ποινική
    διαδικασία έχει τον χαρακτήρα αυτό μόνον από της παραπομπής της
    υποθέσεως ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, πλην ειδικών
    περιπτώσεων οι οποίες δεν έχουν σημασία στην προκειμένη
    περίπτωση.

    23      Το επιχείρημα
    αυτό είναι απορριπτέο. Το Δικαστήριο έκρινε παγίως ότι ο
    ανακριτής επί ποινικών υποθέσεων ή ο επιφορτισμένος με την
    ποινική ανάκριση δικαστικός λειτουργός αποτελούν δικαστήρια κατά
    την έννοια του άρθρου 234 ΕΚ, τα οποία καλούνται να αποφανθούν
    με ανεξαρτησία γνώμης και σύμφωνα με το δίκαιο, επί υποθέσεων
    για τις οποίες ο νόμος τους απονέμει αρμοδιότητα, στο πλαίσιο
    διαδικασίας προοριζόμενης να καταλήξει σε αποφάσεις
    δικαιοδοτικού χαρακτήρα (βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της
    24ης Απριλίου 1980, 65/79, Chatain, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 7,
    και της 11ης Ιουνίου 1987, 14/86, Pretore di Salò κατά Χ,
    Συλλογή 1987, σ. 2545, σκέψη 7).

    24      Οι M. Saetti
    και A. Frediani υποστηρίζουν, δεύτερον, ότι η ζητούμενη από το
    Δικαστήριο ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου δεν είναι χρήσιμη
    καθόσον, μετά την έκδοση του νομοθετικού διατάγματος 22, της 7ης
    Μαρτίου 2002, και του νόμου της 6ης Μα?ου 2002, δεν είναι πλέον
    δυνατό να τους επιβληθούν ποινικές κυρώσεις βάσει του εθνικού
    δικαίου για τα πραγματικά περιστατικά λόγω των οποίων κινήθηκε η
    διαδικασία της κύριας δίκης. Επομένως, όποια ερμηνεία και αν
    δοθεί στο κοινοτικό δίκαιο, η οδηγία 75/442 δεν μπορεί να
    αντιταχθεί, αυτή καθεαυτή στους ιδιώτες, και δεν μπορεί αφεαυτής
    να αποτελέσει άμεση νομική βάση για ποινικές διώξεις. Συνεπώς,
    οι διώξεις αυτές πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να εγκαταλειφθούν,
    η δε ερμηνεία της οδηγίας ουδεμία επίπτωση έχει. Για τον λόγο
    αυτό επίσης, η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως του
    Δικαστηρίου είναι, κατά την άποψή τους, απαράδεκτη.

    25      Το επιχείρημα
    αυτό είναι επίσης απορριπτέο. Βεβαίως, μια οδηγία δεν μπορεί,
    αυτή καθεαυτή, να δημιουργεί υποχρεώσεις εις βάρος ιδιώτη και
    δεν μπορεί να γίνει επίκλησή της κατ' αυτού (βλ., μεταξύ άλλων,
    την απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2000, C-343/98, Collino και
    Chiappero, Συλλογή 2000, σ. I-6659, σκέψη 20). Ομοίως, μια
    οδηγία δεν μπορεί, αυτή καθεαυτή και ανεξαρτήτως εσωτερικού
    νόμου κράτους μέλους που έχει θεσπιστεί για την εφαρμογή της, να
    έχει ως αποτέλεσμα να στοιχειοθετείται ή να επιτείνεται η
    ποινική ευθύνη αυτών που ενεργούν κατά παράβαση των διατάξεών
    της (βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 8ης Οκτωβρίου 1987,
    80/86, Kolpinghuis Nijmegen, Συλλογή 1987, σ. 3969, σκέψη 13,
    και της 26ης Σεπτεμβρίου 1996, C-168/95, Arcaro, Συλλογή 1996,
    σ. I-4705, σκέψη 37).

    26      Εν προκειμένω
    ωστόσο είναι αφενός βέβαιο ότι, κατά τον χρόνο της διαπιστώσεως
    των πραγματικών περιστατικών λόγω των οποίων κινήθηκαν οι
    ποινικές διαδικασίες κατά των M. Saetti και A. Frediani, τα
    περιστατικά αυτά μπορούσαν ενδεχομένως να συνιστούν παραβάσεις
    επισύρουσες ποινικές κυρώσεις. Δεν απόκειται όμως στο Δικαστήριο
    να ερμηνεύσει ή να εφαρμόσει το εθνικό δίκαιο για να καθορίσει
    τις συνέπειες της μεταγενέστερης θεσπίσεως εθνικών διατάξεων οι
    οποίες καταργούν τον χαρακτήρα παραβάσεως τέτοιων πραγματικών
    περιστατικών (βλ., υπό την έννοια αυτή, την απόφαση της 25ης
    Ιουνίου 1997, C-304/94, C-330/94, C-342/94 και C-224/95, Tombesi
    κ.λπ., Συλλογή 1997, σ. Ι-3561, σκέψεις 42 και 43).

    27      Αφετέρου, από
    τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι οι επίμαχες διαδικασίες
    μπορούν, βάσει της ερμηνείας της οδηγίας 75/442 στην οποία θα
    προβεί το Δικαστήριο, να καταλήξουν παρεμπιπτόντως σε προσφυγή
    ενώπιον του Corte costituzionale (Ιταλία) για να εκτιμήσει αυτό
    τη νομιμότητα των εθνικών διατάξεων.

    28      Πρέπει συναφώς
    να υπομνηστεί ότι απόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο,
    που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της
    μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει,
    λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την
    αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της
    δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που
    υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβληθέντα
    ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το
    Δικαστήριο υποχρεούται, καταρχήν, να απαντήσει (βλ. την απόφαση
    της 15ης Δεκεμβρίου 1995, C-415/93, Bosman, Συλλογή 1995, σ.
    Ι-4921, σκέψη 59).

    29      Tο Δικαστήριο
    έχει μεν δεχθεί επίσης ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, πρέπει
    να ερευνά τις συνθήκες υπό τις οποίες του έχουν υποβληθεί τα
    ερωτήματα από τον εθνικό δικαστή, προκειμένου να ελέγξει τη δική
    του αρμοδιότητα, διευκρίνισε όμως ότι η άρνηση απαντήσεως σε
    προδικαστικό ερώτημα εθνικού δικαστηρίου είναι δυνατή μόνον όταν
    προκύπτει προδήλως ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου την
    οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το
    υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το
    πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμα όταν το Δικαστήριο δεν
    διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία
    προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του
    υποβλήθηκαν (βλ. την απόφαση της 13ης Μαρτίου 2001, C-379/98,
    PreussenElektra, Συλλογή 2001, σ. Ι-2099, σκέψη 39). Αυτό δεν
    συμβαίνει εν προκειμένω.

    30      Τα
    προδικαστικά ερωτήματα είναι συνεπώς παραδεκτά.

     Επί των προδικαστικών
    ερωτημάτων

    31      Κρίνοντας ότι η
    απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα μπορεί να συναχθεί σαφώς από τη
    νομολογία, το Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 104, παράγραφος 3,
    του Κανονισμού Διαδικασίας, ενημέρωσε το αιτούν δικαστήριο περί
    της προθέσεώς του να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη και κάλεσε
    τους ενδιαφερομένους, κατά την έννοια του άρθρου 23 του Οργανισμού
    του Δικαστηρίου, να υποβάλουν ενδεχόμενες παρατηρήσεις τους επί
    του ζητήματος. Οι M. Saetti και A. Frediani, η Ιταλική και η
    Σουηδική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή δήλωσαν ότι δεν είχαν
    αντίρρηση ως προς την εφαρμογή της διαδικασίας αυτής.

     Επί του πρώτου ερωτήματος

    32      Με το ερώτημα
    αυτό, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν ο οπτάνθρακας πετρελαίου
    αποτελεί απόβλητο κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο αì, της
    οδηγίας 75/442.

    33      Το πεδίο
    εφαρμογής της έννοιας του αποβλήτου εξαρτάται από τη σημασία του
    όρου «να απορρίψει», που χρησιμοποιείται στο άρθρο 1, στοιχείο
    αì, της οδηγίας 75/442. Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το γεγονός
    ότι μια ουσία υποβάλλεται σε εργασία που μνημονεύεται στα
    παραρτήματα ΙΙ Α ή ΙΙ Β της οδηγίας 75/442 δεν παρέχει τη
    δυνατότητα, αφεαυτού, να χαρακτηριστεί μια ουσία ή ένα
    αντικείμενο ως απόβλητο και ότι, αντιστρόφως, η έννοια του
    αποβλήτου δεν αποκλείει τις ουσίες και τα αντικείμενα που
    μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν από οικονομική άποψη. Το
    θεσπισθέν με την οδηγία 75/442 σύστημα επιτηρήσεως και
    διαχειρίσεως σκοπεί συγκεκριμένα να καλύψει κάθε αντικείμενο και
    ουσία που ο κάτοχός τους απορρίπτει, έστω και αν έχουν εμπορική
    αξία και συλλέγονται για εμπορικούς σκοπούς προς ανακύκλωση,
    ανάκτηση ή επαναχρησιμοποίηση (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση
    της 18ης Απριλίου 2002, C-9/00, Palin Granit και Vehmassalon
    kansanterveystyön kuntayhtymän hallitus, Συλλογή 2002, σ.
    Ι-3533, στο εξής: απόφαση Palin Granit, σκέψεις 22, 27 και
    29).

    34      Ορισμένες
    περιστάσεις μπορεί να συνιστούν ενδείξεις της υπάρξεως
    ενεργείας, προθέσεως ή υποχρεώσεως απορρίψεως μιας ουσίας ή ενός
    αντικειμένου κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο αì, της
    οδηγίας 75/442. Αυτό συμβαίνει ιδίως οσάκις η χρησιμοποιούμενη
    ουσία είναι υπόλειμμα παραγωγής, ήτοι προϊόν του οποίου,
    καθεαυτού, δεν επιδιώχθηκε η απόκτηση (απόφαση της 15ης Ιουνίου
    2000, C-418/97 και C-419/97, ARCO Chemie Nederland κ.λπ.,
    Συλλογή 2000, σ. I-4475, σκέψη 84). Το Δικαστήριο διευκρίνισε
    κατά τον τρόπο αυτό ότι τα θραύσματα που προέρχονται από την
    εξόρυξη γρανίτη, τα οποία δεν αποτελούν τηνν εκ μέρους του
    επιχειρηματία κυρίως επιδιωκόμενη παραγωγή, αποτελούν κατ' αρχήν
    απόβλητα (απόφαση Palin Granit, σκέψεις 32 και 33).

    35      Μπορεί ωστόσο
    να γίνει δεκτή η ανάλυση κατά την οποία ένα αγαθό, ένα υλικό ή
    μια πρώτη ύλη που προκύπτει από διαδικασία παραγωγής ή εξαγωγής
    και που δεν αποτελεί κυρίως το αντικείμενο της παραγωγικής
    διαδικασίας μπορεί να αποτελεί όχι υπόλειμμα, αλλά υποπροϊόν, το
    οποίο η οικεία επιχείρηση δεν επιθυμεί να «απορρίψει» κατά την
    έννοια του άρθρου 1, στοιχείο αì, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας
    75/442, αλλά προτίθεται να εκμεταλλευθεί ή να εμπορευθεί υπό
    ευνοϊκές γι' αυτήν συνθήκες, στο πλαίσιο μεταγενέστερης
    διαδικασίας, χωρίς να προβεί προηγουμένως σε κάποια εργασία
    μεταποιήσεως. Συγκεκριμένα, τέτοια ανάλυση δεν είναι αντίθετη
    προς τους σκοπούς της οδηγίας 75/442, διότι κανένα στοιχείο δεν
    δικαιολογεί την υπαγωγή στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεών της,
    που αποσκοπούν στην πρόβλεψη της διαθέσεως ή της αξιοποιήσεως
    των αποβλήτων, των υλικών ή των πρώτων υλών που έχουν από
    οικονομικής απόψεως την αξία προϊόντων, ανεξάρτητα από κάποια
    μεταποίησή τους, και που υπόκεινται, αυτά καθαυτά, στην
    εφαρμοστέα για τα εν λόγω προϊόντα νομοθεσία (απόφαση Palin
    Granit, σκέψεις 34 και 35).

    36      Εντούτοις,
    ενόψει της υποχρεώσεως ευρείας ερμηνείας της έννοιας του
    αποβλήτου, με σκοπό τον περιορισμό των εγγενών προς τη φύση τους
    δυσμενών ή βλαβερών συνεπειών, η εφαρμογή της εν λόγω
    επιχειρηματολογίας περί υποπροϊόντων πρέπει να περιορίζεται στις
    καταστάσεις εκείνες στις οποίες η επαναχρησιμοποίηση ενός
    αγαθού, ενός υλικού ή μιας πρώτης ύλης δεν είναι απλώς
    ενδεχόμενη αλλά βέβαιη, χωρίς προηγούμενη μεταποίηση και στο
    πλαίσιο της συνέχειας της διαδικασίας παραγωγής (απόφαση Palin
    Granit, σκέψη 36).

    37      Επομένως,
    παράλληλα με το κριτήριο που στηρίζεται στη διευκρίνιση του αν
    μια ουσία αποτελεί ή όχι υπόλειμμα παραγωγής, ο βαθμός της
    πιθανότητας επαναχρησιμοποιήσεως της ουσίας αυτής, χωρίς
    προηγούμενη μεταποίηση, αποτελεί ένα δεύτερο σημαντικό κριτήριο
    προκειμένου να εκτιμηθεί αν αυτή αποτελεί ή όχι απόβλητο κατά
    την έννοια της οδηγίας 75/442. Εφόσον υφίσταται για τον κάτοχο
    της ουσίας, επιπλέον της απλής δυνατότητας επαναχρησιμοποιήσεώς
    της, και κάποιο οικονομικό πλεονέκτημα, τότε η πιθανότητα
    τέτοιας επαναχρησιμοποιήσεως είναι μεγάλη. Σε τέτοια περίπτωση,
    η οικεία ουσία δεν μπορεί πλέον να θεωρείται ως βάρος που ο
    κάτοχός του επιθυμεί να «απορρίψει», αλλά ως ένα πραγματικό
    προϊόν (απόφαση Palin Granit, σκέψη 37).

    38      Βάσει του
    σκεπτικού αυτού, το Δικαστήριο έκρινε ότι θραύσματα πετρωμάτων,
    τα οποία αποτελούν υπολείμματα της εκμεταλλεύσεως ορυχείου και
    χρησιμοποιούνται νομίμως χωρίς προηγούμενη στη διαδικασία
    παραγωγής για την αναγκαία εκ νέου πλήρωση των στοών του
    ορυχείου, δεν μπορούν να θεωρηθούν ουσίες τις οποίες ο κάτοχός
    τους απορρίπτει ή έχει την πρόθεση να απορρίψει, διότι,
    αντιθέτως, τις χρειάζεται για την κύρια δραστηριότητά του, υπό
    την προϋπόθεση ωστόσο ότι παρέχει επαρκείς εγγυήσεις σχετικά με
    τον προσδιορισμό και την πραγματική χρήση των εν λόγω ουσιών
    (απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, C-114/01, AvestaPolarit
    Chrome, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 36 έως 39
    και 43).

    39      Άλλες
    ενδείξεις περί της υπάρξεως αποβλήτου, κατά την έννοια του
    άρθρου 1, στοιχείο αì, της οδηγίας 75/442, προκύπτουν
    ενδεχομένως από το γεγονός ότι η μέθοδος επεξεργασίας της
    οικείας ουσίας αποτελεί συνήθη τρόπο επεξεργασίας των αποβλήτων
    ή εκ του ότι η κοινωνία θεωρεί την εν λόγω ουσία ως απόβλητο και
    από το γεγονός ότι, αν πρόκειται για υπόλειμμα παραγωγής, αυτό
    δεν μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο ουδεμίας άλλης χρήσεως
    πλην εκείνης που συνεπάγεται την απόρριψή του ή ότι η χρήση του
    πρέπει να πραγματοποιείται υπό ειδικές συνθήκες λήψεως
    προφυλάξεων για το περιβάλλον (προμνημονευθείσα απόφαση ARCO
    Chemie Nederland κ.λπ., σκέψεις 69 έως 72, 86 και 87).

    40      Τα στοιχεία
    αυτά ωστόσο δεν είναι κατ' ανάγκη καθοριστικά, η δε πραγματική
    ύπαρξη αποβλήτου πρέπει να διαπιστώνεται βάσει του συνόλου των
    περιστάσεων, λαμβανομένου υπόψη του στόχου της οδηγίας και του
    ότι δεν πρέπει να θίγεται η αποτελεσματικότητά της
    (προμνημονευθείσα απόφαση ARCO Chemie Nederland κ.λπ., σκέψη
    88).

    41      Όσον αφορά τον
    οπτάνθρακα πετρελαίου που παράγεται και χρησιμοποιείται σε
    διυλιστήριο πετρελαίου, πρέπει να ληφθούν υπόψη τα στοιχεία του
    εγγράφου που δημοσίευσε η Επιτροπή κατ' εφαρμογήν του άρθρου 16,
    παράγραφος 2, της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου, της 24ης
    Σεπτεμβρίου 1996, σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο
    της ρύπανσης (ΕΕ L 257, σ. 26), το οποίο αφορά την ανταλλαγή
    πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών και των ενδιαφερομένων
    βιομηχανιών αναφορικά με τις καλύτερες διατιθέμενες τεχνικές
    εκμεταλλεύσεως ενόψει της επιτεύξεως υψηλού γενικού επιπέδου
    προστασίας του περιβάλλοντος στο σύνολό του, με τις σχετικές
    προδιαγραφές ελέγχου και την εξέλιξή τους στον τομέα της
    διυλίσεως του πετρελαίου και του αερίου, έγγραφο κοινώς
    προσδιοριζόμενο με την ονομασία BREF, καθώς και το σύνολο των
    συνθηκών που επικρατούν στο οικείο διυλιστήριο, που απόκειται
    ενδεχομένως στο επιληφθέν διαφοράς δικαστήριο να
    εξακριβώσει.

    42      Ο οπτάνθρακας
    πετρελαίου, ο οποίος συντίθεται από στερεό άνθρακα και
    ποικίλλουσες ποσότητες ρύπων, αποτελεί δε μία από τις
    πολυάριθμες ουσίες που προέρχονται από τη διαδικασία διυλίσεως
    του πετρελαίου, παράγεται ηθελημένα, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις
    που κατέθεσαν οι M. Saetti και A. Frediani, στο διυλιστήριο της
    Γέλα, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών του αργού
    πετρελαίου το οποίο υποβάλλεται σε επεξεργασία στις εν λόγω
    εγκαταστάσεις. Στο BREF εκτίθεται επιπλέον, μεταξύ άλλων, ότι «ο
    οπτάνθρακας πετρελαίου χρησιμοποιείται ευρέως ως καύσιμο στη
    βιομηχανία τσιμέντου και στη σιδηρουργία. Μπορεί επίσης να
    χρησιμοποιείται ως καύσιμο στους σταθμούς παραγωγής ενεργείας αν
    η περιεκτικότητά του σε θείο είναι αρκούντως χαμηλή. Ο
    οπτάνθρακας γνωρίζει επίσης άλλες εφαρμογές, ως πρώτη ύλη για
    την κατασκευή προϊόντων με βάση τον άνθρακα και τον
    γραφίτη.

    43      Από τη
    δικογραφία προκύπτει εξάλλου ότι ο οπτάνθρακας πετρελαίου
    χρησιμοποιείται στη Γέλα ως κύριο συστατικό του καυσίμου με το
    οποίο λειτουργεί ο σταθμός παραγωγής ηλεκτρισμού-θερμότητας, που
    καλύπτει τις ανάγκες σε ατμό και ηλεκτρισμό του διυλιστηρίου.
    Δεδομένου ότι ο παραγόμενος ηλεκτρισμός, λαμβανομένης υπόψη της
    ποσότητας ατμού που παράγεται συγχρόνως, υπερβαίνει την
    κατανάλωση του διυλιστηρίου, η πλεονάζουσα ποσότητα πωλείται σε
    άλλες βιομηχανίες ή σε μια επιχείρηση παραγωγής ηλεκτρικής
    ενέργειας.

    44      Τέτοιες
    συνθήκες παραγωγής και χρήσεως, εφόσον συντρέχουν, επιτρέπουν να
    μη γίνει δεκτός ο χαρακτηρισμός ως αποβλήτου, κατά την έννοια
    του άρθρου 1, στοιχείο αì, της οδηγίας 75/442.

    45      Πρώτον, υπό
    τις συνθήκες αυτές, ο οπτάνθρακας πετρελαίου δεν μπορεί να
    χαρακτηριστεί ως υπόλειμμα παραγωγής, υπό την έννοια που
    εμφαίνεται στη σκέψη 34 της παρούσας διατάξεως. Συγκεκριμένα, η
    παραγωγή οπτάνθρακα εμφανίζεται ως το αποτέλεσμα τεχνικής
    επιλογής (ο οπτάνθρακας πετρελαίου, όπως εκτίθεται, δεν
    παράγεται κατ' ανάγκη κατά τη διαδικασία της διυλίσεως) με σκοπό
    την απόκτηση ενός συγκεκριμένου καυσίμου, το κόστος παραγωγής
    του οποίου είναι κατά τα φαινόμενα λιγότερο υψηλό από το κόστος
    άλλων καυσίμων που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την
    παραγωγή θερμότητας και ηλεκτρισμού ενόψει της καλύψεως των
    αναγκών του διυλιστηρίου. Έστω και αν, όπως υποστηρίζει ένας
    αντίδικος των M. Saetti και A. Frediani στην κύρια δίκη, ο
    επίμαχος οπτάνθρακας πετρελαίου προκύπτει αυτομάτως από τεχνική
    από την οποία λαμβάνονται παράλληλα και άλλες πετρελαϊκές ουσίες
    των οποίων η παραγωγή επιδιώκεται προπάντων από τη διεύθυνση του
    διυλιστηρίου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, εφόσον η χρήση του
    συνόλου της παραγωγής οπτάνθρακα είναι συγκεκριμένη και
    ουσιαστικά συμπίπτει με τη χρήση αυτών των άλλων ουσιών, ο εν
    λόγω οπτάνθρακας πετρελαίου αποτελεί επίσης συγκεκριμένα
    παραγόμενο πετρελαϊκό προϊόν, και όχι υπόλειμμα παραγωγής.
    Συναφώς, στην υπόθεση της κύριας δίκης, φαίνεται ότι δεν
    αμφισβητείται, βάσει της δικογραφίας που διαβιβάστηκε στο
    Δικαστήριο, ότι ο οπτάνθρακας πετρελαίου χρησιμοποιείται πλήρως
    κατά τρόπο συγεκριμένο ως καύσιμο κατά τη διαδικασία παραγωγής,
    τα δε προκύπτοντα πλεονάσματα ηλεκτρικής ενέργειας διατίθενται
    πλήρως προς πώληση.

    46      Δεύτερον, όσον
    αφορά τα στοιχεία που εκτίθενται στη σκέψη 39 της παρούσας
    διατάξεως, το γεγονός ότι ο οπτάνθρακας πετρελαίου
    χρησιμοποιείται ως καύσιμο για την παραγωγή ενέργειας, χρήση που
    ανταποκρίνεται σε συνήθη τρόπο αξιοποιήσεως των αποβλήτων, δεν
    μπορεί να είναι λυσιτελές διότι το αντικείμενο ενός διυλιστηρίου
    είναι ακριβώς η παραγωγή διαφόρων ειδών καυσίμων από αργό
    πετρέλαιο. Επιπλέον, οι ενδεχόμενες ενδείξεις που συνδέονται,
    αφενός, με την απουσία άλλης χρήσεως πλην της χρήσεως που
    συνεπάγεται την εξάλειψη της οικείας ουσίας (ένδειξη μη
    επαληθευθείσα εν προκειμένω, δεδομένου ότι ο οπτάνθρακας
    πετρελαίου μπορεί να χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη για την
    παραγωγή προϊόντων με βάση τον άνθρακα και τον γραφίτη) και,
    αφετέρου, με το γεγονός ότι η χρήση του πρέπει να
    πραγματοποιείται υπό ειδικές συνθήκες προληπτικών μέτρων για το
    περιβάλλον (ένδειξη επαληθευθείσα εν προκειμένω) δεν είναι
    επίσης λυσιτελής, διότι οι ενδείξεις αυτές εφαρμόζονται στα
    υπολείμματα παραγωγής, ο δε οπτάνθρακας πετρελαίου που παράγεται
    και χρησιμοποιείται υπό τις ανωτέρω εκτεθείσες συνθήκες δεν
    ανταποκρίνεται στον χαρακτηρισμό αυτό, όπως προκύπτει από την
    προηγούμενη σκέψη της παρούσας διατάξεως. Όσον αφορά την ένδειξη
    που συνδέεται με το γεγονός ότι η κοινωνία θεωρεί τον οπτάνθρακα
    πετρελαίου ως απόβλητο, αν γίνει δεκτό ότι έχει επαληθευτεί, η
    εν λόγω ένδειξη είναι καθεαυτή ανεπαρκής, λαμβανομένων υπόψη των
    λοιπών στοιχείων που εκτέθηκαν μέχρι τώρα, ώστε να συναχθεί το
    συμπέρασμα ότι ο επίμαχος οπτάνθρακας πετρελαίου αποτελεί
    απόβλητο. Το αντίθετο θα ίσχυε μόνον αν, κατόπιν του αιτήματος
    της κοινής γνώμης, η διεύθυνση του διυλιστηρίου έπαυε να
    χρησιμοποιεί τον οπτάνθρακα πετρελαίου ή υποχρεωνόταν να το
    πράξει κατόπιν δικαστικής αποφάσεως. Σε τέτοια περίπτωση, θα
    έπρεπε πράγματι να γίνει δεκτό ότι ο κάτοχος του οπτάνθρακα
    πετρελαίου τον απορρίπτει ή έχει την πρόθεση ή την υποχρέωση να
    τον απορρίψει.

    47      Στο πρώτο
    ερώτημα προσήκει συνεπώς η απάντηση ότι ο οπτάνθρακας πετρελαίου
    που παράγεται ηθελημένα ή προκύπτει από τη συνδυασμένη παραγωγή
    άλλων πετρελαϊκών καυσίμων ουσιών σε διυλιστήριο πετρελαίου,
    χρησιμοποιείται δε ως καύσιμο για τις ενεργειακές ανάγκες του
    διυλιστηρίου και άλλων βιομηχανιών, δεν αποτελεί απόβλητο κατά
    την έννοια της οδηγίας 75/442.

     Επί του δευτέρου, του τρίτου και του τετάρτου
    ερωτήματος

    48      Απαντήσεις στα
    ερωτήματα αυτά θα ήταν χρήσιμες για το αιτούν δικαστήριο μόνον αν
    ο οπτάνθρακας πετρελαίου για τον οποίο πρόκειται στην κύρια δίκη
    εθεωρείτο ως απόβλητο, κατά την έννοια της οδηγίας 75/442.
    Λαμβανομένων όμως υπόψη των στοιχείων που περιλαμβάνονται στη
    διάταξη περί παραπομπής και στις κατατεθείσες στο Δικαστήριο
    παρατηρήσεις, που οδήγησαν στην απάντηση επί του πρώτου
    ερωτήματος, αυτό δεν φαίνεται να συμβαίνει. Δεν συντρέχει συνεπώς
    λόγος απαντήσεως στο δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο
    ερώτημα.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    49      Τα έξοδα στα
    οποία υποβλήθηκαν η Ιταλική, η Αυστριακή και η Σουηδική
    Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο
    Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία
    έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα
    παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ'
    αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

    Για τους λόγους
    αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο
    τμήμα),

    κρίνοντας επί των
    ερωτημάτων που του υπέβαλε με διάταξη της 19ης Ιουνίου 2002 ο Giudice
    per le indagini preliminari του Tribunale di Gela, αποφαίνεται:

    Ο οπτάνθρακας πετρελαίου που παράγεται
    ηθελημένα ή προκύπτει από τη συνδυασμένη παραγωγή άλλων πετρελαϊκών
    καυσίμων ουσιών σε διυλιστήριο πετρελαίου, χρησιμοποιείται δε ως
    καύσιμο για τις ενεργειακές ανάγκες του διυλιστηρίου και άλλων
    βιομηχανιών, δεν αποτελεί απόβλητο κατά την έννοια της οδηγίας
    75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1975, περί των στερεών
    αποβλήτων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου,
    της 18ης Μαρτίου 1991.

    Λουξεμβούργο, 15 Ιανουαρίου
    2004.

    Ο Γραμματέας

     

          O Πρόεδρος

    R. Grass

     

          Β. Σκουρής


    * Langue de procédure:

    Top