Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62002CJ0459

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 15ης Ιουλίου 2004.
    Willy Gerekens και Association agricole pour la promotion de la commercialisation laitière Procola κατά État du grand-duché de Luxembourg.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Cour de cassation - Λουξεμβούργο.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως - Γάλα - Συμπληρωματική εισφορά στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων - Εθνική νομοθεσία - Εισφορά που έχει οριστεί με αναδρομική ισχύ - Γενικές αρχές της ασφάλειας του δικαίου και της μη αναδρομικότητας.
    Υπόθεση C-459/02.

    Συλλογή της Νομολογίας 2004 I-07315

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2004:454

    Arrêt de la Cour

    Υπόθεση C-459/02

    Willy Gerekens

    και

     Association agricole pour la promotion de la commercialisation laitière Procola

    κατά

    État du grand-duché de Luxembourg

    [αίτηση του Cour de cassation (Λουξεμβούργο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως – Γάλα – Συμπληρωματική εισφορά στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων – Εθνική νομοθεσία – Εισφορά που έχει οριστεί με αναδρομική ισχύ – Γενικές αρχές της ασφάλειας του δικαίου και της μη αναδρομικότητας»

    Περίληψη της αποφάσεως

    1.        Γεωργία – Κοινή οργάνωση των αγορών – Γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα – Συμπληρωματική εισφορά επί του γάλακτος – Εθνική ρύθμιση που αντικαθιστά ρύθμιση κριθείσα από το Δικαστήριο ως εισάγουσα διακρίσεις – Αναδρομική εφαρμογή στις παραγωγές που πραγματοποιήθηκαν υπό το καταργηθέν καθεστώς – Παραβίαση των αρχών της ασφάλειας του δικαίου και της μη αναδρομικότητας – Δεν υφίσταται

    (Κανονισμοί του Συμβουλίου 856/84 και 857/84)

    2.        Γεωργία – Κοινή γεωργική πολιτική – Στόχοι – Ορθολογική ανάπτυξη της γαλακτοκομικής παραγωγής και διασφάλιση δικαίου εισοδήματος για τους παραγωγούς – Θέσπιση συμπληρωματικής εισφοράς επί του γάλακτος – Είναι νόμιμη

    (Κανονισμοί του Συμβουλίου 856/84 και 857/84)

    1.        Δεν αντίκειται προς τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου της ασφάλειας του δικαίου και της μη αναδρομικότητας του νόμου η θέσπιση, εκ μέρους ενός κράτους μέλους, για την εφαρμογή μιας επιβάλλουσας ποσοστώσεις παραγωγής κοινοτικής ρυθμίσεως, όπως αυτή που έχει θεσπιστεί με τους κανονισμούς 856/84, για την τροποποίηση του κανονισμού 804/68, περί κοινής οργάνωσης αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, και 857/84, περί γενικών κανόνων για την εφαρμογή της εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού 804/68, στη θέση μιας πρώτης ρύθμισης κριθείσας από το Δικαστήριο ως εισάγουσας διακρίσεις, μιας νέας ρυθμίσεως ισχύουσας αναδρομικώς όσον αφορά τις υπερβάσεις ποσοστώσεων παραγωγής που σημειώθηκαν ύστερα από τη θέση σε ισχύ των κανονισμών αυτών, αλλά υπό το καθεστώς της αντικατασταθείσας εθνικής ρυθμίσεως.

    Πράγματι, αφενός, ο επιδιωκόμενος από μια τέτοια εθνική ρύθμιση σκοπός επιβάλλει, για την ορθή και αποτελεσματική εφαρμογή του καθεστώτος συμπληρωματικής εισφοράς επί του γάλακτος, να ισχύσει η τελευταία αναδρομικώς. Αφετέρου, οι επιχειρηματίες δεν ήταν δυνατό να πιστεύουν ότι οι παραγωγοί δεν υπόκεινταν σε συμπληρωματική εισφορά επί των πλεονασματικών ποσοτήτων γάλακτος εάν οι αρμόδιες εθνικές αρχές ουδέποτε επέτρεψαν να υπάρξει η παραμικρή αμφιβολία ως προς το γεγονός ότι η εισάγουσα διακρίσεις εθνική ρύθμιση θα αντικαθίστατο από νέα έχουσα αναδρομική ισχύ ρύθμιση.

    (βλ. σκέψεις 27, 32-33, 38 και διατακτ.)

    2.        Η προβλεπόμενη από τους κανονισμούς 856/84, για την τροποποίηση του κανονισμού 804/68 περί κοινής οργάνωσης αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, και 857/84, περί γενικών κανόνων για την εφαρμογή της εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού 804/68, συμπληρωματική εισφορά επί του γάλακτος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κύρωση ανάλογη προς αυτές που προβλέπονται στα άρθρα 3 και 4 του κανονισμού 536/93, περί λεπτομερών κανόνων εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων.

    Πράγματι, η εν λόγω εισφορά αποτελεί περιορισμό οφειλόμενο σε κανόνες πολιτικής των αγορών ή διαρθρωτικής πολιτικής, στο μέτρο που αποτελεί μέρος των παρεμβάσεων που σκοπούν στην ομαλοποίηση των γεωργικών αγορών και προορίζεται για τη χρηματοδότηση των δαπανών του γαλακτοκομικού τομέα. Εξ αυτού έπεται ότι, εκτός από τον προφανή στόχο της να υποχρεωθούν οι γαλακτοπαραγωγοί να τηρούν τις ποσότητες αναφοράς που τους έχουν χορηγηθεί, με τη συμπληρωματική εισφορά επιδιώκεται επίσης ένας οικονομικός σκοπός, στο μέτρο που με αυτήν σκοπείται η παροχή στην Κοινότητα των κεφαλαίων που είναι αναγκαία για τη διάθεση της παραγωγής που έχει πραγματοποιηθεί από τους παραγωγούς καθ’ υπέρβαση των ποσοστώσεών τους.

    (βλ. σκέψεις 36-37)




    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)
    της 15ης Ιουλίου 2004(1)

    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως – Γάλα – Συμπληρωματική εισφορά στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων – Εθνική νομοθεσία – Εισφορά που έχει οριστεί με αναδρομική ισχύ – Γενικές αρχές της ασφάλειας του δικαίου και της μη αναδρομικότητας

    Στην υπόθεση C-459/02,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Cour de cassation (Λουξεμβούργο) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    Willy Gerekens,Association agricole pour la promotion de la commercialisation laitière Procola

    και

    État du grand-duché de Luxembourg,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως σχετικά με την ερμηνεία των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου της ασφάλειας του δικαίου και της μη αναδρομικότητας όσον αφορά εθνική ρύθμιση στον τομέα των ποσοστώσεων γαλακτοκομικής παραγωγής που θεσπίστηκε στη θέση μιας πρώτης ρυθμίσεως, την οποία το Δικαστήριο είχε κρίνει ως εισάγουσα δυσμενείς διακρίσεις, ρύθμιση η οποία επιτρέπει την επιβολή αναδρομικώς κυρώσεων για τις υπερβάσεις των ποσοστώσεων αυτών που έγιναν ύστερα από τη θέση σε ισχύ των κανονισμών (ΕΟΚ) 856/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 περί κοινής οργάνωσης αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ L 90, σ. 10), και 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, περί γενικών κανόνων για την εφαρμογή της εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ L 90, σ. 13), αλλά υπό το καθεστώς της αντικατασταθείσας εθνικής ρυθμίσεως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),,



    συγκείμενο από τους A. Rosas, προεδρεύοντα του τρίτου τμήματος, R. Schintgen και N. Colneric (εισηγήτρια), δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer
    γραμματέας: R. Grass

    έχοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    ο W. Gerekens και η association agricole pour la promotion de la commercialisation laitière Procola, εκπροσωπούμενοι από τον δικηγόρο F. Entringer,

    το État du grand-duché de Luxembourg, εκπροσωπούμενο από τον F. Hoffstetter, επικουρούμενο από τον δικηγόρο G. Pierret,

    η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον G. Berscheid και C. Cattabriga,

    κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

    εκδίδει την ακόλουθη



    Απόφαση



    1
    Με απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2002, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 19 Δεκεμβρίου 2002, το Cour de cassation υπέβαλε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, προδικαστικό ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου της ασφάλειας του δικαίου και της μη αναδρομικότητας όσον αφορά εθνική ρύθμιση στον τομέα των ποσοστώσεων γαλακτοκομικής παραγωγής που θεσπίστηκε στη θέση μιας πρώτης ρυθμίσεως, την οποία το Δικαστήριο είχε κρίνει ως εισάγουσα δυσμενείς διακρίσεις, ρύθμιση η οποία επιτρέπει την επιβολή αναδρομικώς κυρώσεων για τις υπερβάσεις των ποσοστώσεων αυτών που έγιναν ύστερα από τη θέση σε ισχύ των κανονισμών (ΕΟΚ) 856/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 περί κοινής οργάνωσης αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ L 90, σ. 10), και 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, περί γενικών κανόνων για την εφαρμογή της εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ L 90, σ. 13), αλλά υπό το καθεστώς της αντικατασταθείσας εθνικής ρυθμίσεως.

    2
    Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ, αφενός, του W. Gerekens, γαλακτοπαραγωγού, και της association agricole pour la promotion de la commercialisation laitière Procola (στο εξής: Procola) και, αφετέρου, του État du grand-duché de Luxembourg (λουξεμβουργιανού Δημοσίου) λόγω της ζημίας που το τελευταίο του προκάλεσε λόγω λαθών σημειωθέντων κατά την εφαρμογή της κοινοτικής ρυθμίσεως σχετικά με τη συμπληρωματική εισφορά επί του γάλακτος.


    Το νομοθετικό πλαίσιο

    Η κοινοτική νομοθεσία

    3
    Με τους κανονισμούς 856/84 και 857/84 θεσπίστηκε, ύστερα από την 1η Απριλίου 1984, συμπληρωματική εισφορά επί των παραδιδομένων ποσοτήτων γάλακτος αγελάδος που υπερέβαιναν μια ποσότητα αναφοράς που επρόκειτο να καθοριστεί για κάθε παραγωγό ή αγοραστή, εντός των ορίων μιας εγγυημένης για κάθε κράτος μέλος συνολικής ποσότητας. Η απαλασσόμενη της συμπληρωματικής εισφοράς ποσότητα αναφοράς ήταν ίση προς την ποσότητα γάλακτος ή ισοδυνάμου γάλακτος που είτε είχε παραδοθεί από παραγωγό είτε αγοραστεί από γαλακτοκομείο, ανάλογα με την επιλεγείσα από το οικείο κράτος μέλος μέθοδο, κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς.

    4
    Σύμφωνα με το άρθρο 5γ, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1968, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/003, σ. 82) (όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 856/84 (στο εξής: κανονισμός 804/68):

    «[…]

    Το καθεστώς της εισφοράς τίθεται σε εφαρμογή σε κάθε περιοχή του εδάφους των κρατών μελών σύμφωνα με μία από τις ακόλουθες εναλλακτικές λύσεις:

    Εναλλακτική λύση Α

    Η εισφορά οφείλεται από κάθε παραγωγό γάλακτος επί των ποσοτήρων γάλακτος ή/και ισοδυνάμου γάλακτος που παρέδωσε σε έναν αγοραστή και οι οποίες, κατά τη διάρκεια της σχετικής δωδεκάμηνης σχετικής περιόδου, υπερβαίνουν μια ποσότητα αναφοράς που πρόκειται να καθοριστεί.

    Εναλλακτική λύση Β

    Η εισφορά οφείλεται από κάθε αγοραστή γάλακτος ή άλλων γαλακτοκομικών προϊόντων επί των ποσοτήτων γάλακτος ή ισοδυνάμου γάλακτος οι οποίες του παραδίδονται από παραγωγούς, και οι οποίες, κατά τη διάρκεια της σχετικής δωδεκάμηνης περιόδου, υπερβαίνουν μια ποσότητα αναφοράς που πρόκειται να καθοριστεί.

    Ο αγοραστής που οφείλει την εισφορά μετακυλά την εισφορά αυτή μόνο στους παραγωγούς που αύξησαν τις παραδόσεις τους, ανάλογα με το πόσο συνετέλεσαν στην υπέρβαση της ποσότητας αναφοράς του αγοραστή.»

    5
    Το άρθρο 2 του κανονισμού 857/84 ορίζει:

    «1.    Η ποσότητα αναφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 είναι ίση με την ποσότητα γάλακτος ή ισοδυνάμου γάλακτος που παρέδωσε ο παραγωγός κατά το ημερολογιακό έτος 1981 (εναλλακτική λύση Α), ή με την ποσότητα γάλακτος ή ισοδυνάμου γάλακτος που αγόρασε ένας αγοραστής κατά το ημερολογιακό έτος 1981 (εναλλακτική λύση Β), προσαυξημένες κατά 1 %.

    2.      Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι στο έδαφός τους η ποσότητα αναφοράς που αναφέρεται στην παράγραφο 1 είναι ίση με την ποσότητα γάλακτος ή ισοδυνάμου γάλακτος που παραδόθηκε ή αγοράστηκε κατά το ημερολογιακό έτος 1982 ή το ημερολογιακό έτος 1983, πολλαπλασιαζόμενη με ποσοστό που καθορίζεται κατά τρόπο ώστε να μην ξεπεραστεί η εγγυημένη ποσότητα που καθορίζεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68. Αυτό το ποσοστό μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με το ύψος των παραδόσεων ορισμένων κατηγοριών των υπόχρεων προς καταβολή της εισφοράς, την εξέλιξη των παραδόσεων σε ορισμένες περιοχές μεταξύ 1981 και 1983 ή την εξέλιξη των παραδόσεων ορισμένων κατηγοριών υπόχρεων προς καταβολή κατά την ίδια χρονική περίοδο με τις προϋποθέσεις που θα καθοριστούν σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 30 του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68.

    3.      Τα κράτη μέλη μπορούν να προσαρμόσουν τα ποσοστά που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 για να εξασφαλίσουν την εφαρμογή των άρθρων 3 και 4.»

    6
    Το άρθρο 4, παράγραφοι 1, στοιχείο α΄, και 2, του ιδίου κανονισμού προβλέπει:

    «1.    Για να επιτευχθεί η αναδιάρθρωση της γαλακτοκομικής παραγωγής σε επίπεδο εθνικό, περιφερειακό ή ζωνών συγκεντρώσεως, τα κράτη μέλη μπορούν, στα πλαίσια εφαρμογής των εναλλακτικών λύσεων Α και Β:

    α)
    να χορηγήσουν στους παραγωγούς που αναλαμβάνουν την υποχρέωση να εγκαταλείψουν οριστικά την παραγωγή γάλακτος, αποζημίωση που καταβάλλεται σε μία ή περισσότερες ετήσιες δόσεις·

    […]

    2.      Οι ποσότητες αναφοράς που αποδεσμεύονται προστίθενται, εφόσον υπάρχει ανάγκη, στην εφεδρική ποσότητα που αναφέρεται στο άρθρο 5.»

    7
    Το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1371/84 της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 1984, για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού 804/68 (ΕΕ 1984, L 132, σ. 11), ορίζει:

    «1.    Σε περίπτωση εφαρμογή της εναλλακτικής λύσης Β η ποσότητα αναφοράς του αγοραστή προσαρμόζεται κυρίως για να ληφθούν υπόψη:

    […]

    δ)
    οι περιπτώσεις υποκατάστασης που αναφέρονται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 857/84, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης που οι παραγωγοί αλλάζουν αγοραστή.»

    Η εθνική ρύθμιση

    8
    Η κοινοτική ρύθμιση τέθηκε σε εφαρμογή στο Λουξεμβούργο, κυρίως, όσον αφορά την πρώτη περίοδο εφαρμογής μεταξύ 1ης Απριλίου 1984 και 31ης Μαρτίου 1985, με τον κανονισμό του Μεγάλου Δουκάτου της 3ης Οκτωβρίου 1984 σχετικά με την εφαρμογή, στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργο, του καθεστώτος συμπληρωματικής εισφοράς επί του γάλακτος (Mémorial 1984, σ. 1486, στο εξής: κανονισμός του Μεγάλου Δουκάτου του 1984) και, όσον αφορά τις επόμενες περιόδους, με τον ομότιτλο κανονισμό του Μεγάλου Δουκάτου της 12ης Νοεμβρίου 1985 (Mémorial 1985, σ. 1256, στο εξής: κανονισμός του Μεγάλου Δουκάτου του 1985).

    9
    Μεταξύ των δύο δυνατών εναλλακτικών λύσεων που προβλέπονταν από το άρθρο 5γ του κανονισμού 804/68, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου είχε επιλέξει την εναλλακτική λύση Β.

    10
    Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του καν﾿νισμού 857/84, το εν λόγω κράτος μέλος είχε επιλέξει το έτος 1981 ως έτος αναφοράς. Ωστόσο, οι κατ’ αυτόν τον τρόπο καθορισθείσες βασικές ποσότητες επηρεάζονταν από ορισμένους συντελεστές με τους οποίους λαμβανόταν υπόψη η εξέλιξη των παραδοθεισών στους διάφορους αγοραστές μεταξύ 1981 και 1983 ποσοτήτων γάλακτος σε σχέση με τη μέση εξέλιξη των παραδόσεων στο Λουξεμβούργο.

    11
    Η λουξεμβουργιανή ρύθμιση επέτρεπε επίσης τη χορήγηση των ατομικών ποσοτήτων αναφοράς των παραγωγών που είχαν οικειοθελώς σταματήσει την παραγωγή στα γαλακτοκομεία, θεωρούμενα ως αγοραστές, προς τα οποία είχαν μάλλον γίνει οι παραδόσεις παρά στην εθνική εφεδρική ποσότητα, και τούτο μολονότι η δυνατότητα αυτή δεν προβλεπόταν στο πλαίσιο της εναλλακτικής λύσεως Β από τις διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 857/84, σε συνδυασμό με τα άρθρα 6, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 1371/84 και 4, παράγραφοι 1, στοιχείο α΄, και 2, του κανονισμού 857/84.

    12
    Ενόψει της ρυθμίσεως αυτής (στο εξής: παλαιά ρύθμιση), το Δικαστήριο, με την απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 1986, 201/85 και 202/85, Klensch κ.λπ. (Συλλογή 1986, σ. 3477), αποφάνθηκε:

    «1)
    H απαγόρευση των διακρίσεων που θεσπίζει το άρθρο 40, παράγραφος 3, της Συνθήκης εμποδίζει ένα κράτος μέλος να επιλέξει το 1981 ως έτος αναφοράς, κατά την έννοια του άρθρου 2 του κανονισμού 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, όταν, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες της αγοράς του, η εφαρμογή της επιλογής αυτής στο έδαφός του έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία διακρίσεων μεταξύ των παραγωγών της Κοινότητας.

    2)
    Το άρθρο 2 του κανονισμού 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, εκτός περιπτώσεων που προβλέπονται ρητά με την κανονιστική ρύθμιση, δεν επιτρέπει σ’ ένα κράτος μέλος που έχει επιλέξει το 1981 ως έτος αναφοράς κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως να καθορίσει την ποσότητα αναφοράς των αγοραστών πολλαπλασιάζοντας την ποσότητα του γάλακτος που αυτοί αγόρασαν κατά το έτος αυτό με συντελεστή που μεταβάλλεται αναλόγως του ύψους των ποσοτήτων που παραδόθηκαν από ορισμένες κατηγορίες υποχρέων προς καταβολή εισφοράς.

    3)
    O κανονισμός 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, δεν επιτρέπει σ' ένα κράτος μέλος που έχει επιλέξει την εναλλακτική λύση B να υπολογίσει την ατομική ποσότητα αναφοράς ενός παραγωγού που έχει σταματήσει τη δραστηριότητά του στην ποσότητα αναφοράς του αγοραστή, στον οποίο ο εν λόγω παραγωγός παρέδιδε γάλα κατά το χρόνο που σταμάτησε τη δραστηριότητά του, αντί να υπολογίσει την ποσότητα αυτή στην εθνική εφεδρική ποσότητα.»

    13
    Ύστερα από την προπαρατεθείσα απόφαση Klensch κ.λπ., το Conseil d’État (Λουξεμβούργο) ακύρωσε, με απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1987, τις υπουργικές αποφάσεις σχετικά με τον καθορισμό των ατομικών ποσοστώσεων βάσει της εθνικής νομοθεσίας στο πλαίσιοι των εκκρεμουσών ενώπιον αυτού υποθέσεων.

    14
    Από κανονιστική άποψη, ο κανονισμός του Μεγάλου Δουκάτου του 1985 καθώς και άλλες προγενέστερες διατάξεις καταργήθηκαν με το άρθρο 17 του κανονισμού του Μεγάλου Δουκάτου της 7ης Ιουλίου 1987, σχετικά με την εφαρμογή, στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεβούργου, του καθεστώτος συμπληρωματικής εισφοράς επί του γάλακτος (Mémorial 1987, σ. 850, στο εξής: κανονισμός του Μεγάλου Δουκάτου του 1987). Με τον κανονισμό αυτόν θεσπίστηκε ένα νέο καθεστώς εισφοράς (στο εξής: νέα ρύθμιση).

    15
    Η αναδρομική ισχύς του κανονισμού του Μεγάλου Δουκάτου του 1987 καθιερώθηκε με τον νόμο της 27ης Αυγούστου 1987, με τον οποίο κατέστησαν εφαρμοστέες στις προγενέστερες αυτής του 1987/88 γαλακτοκομικές περιόδους οι διατάξεις του κανονισμού του Μεγάλου Δουκάτου της 7ης Ιουλίου 1987, σχετικά με την εφαρμογή, στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, του καθεστώτος συμπληρωματικής εισφοράς επί του γάλακτος (Mémorial 1987, σ. 1698). Το μοναδικό άρθρο του νόμου αυτού προβλέπει ότι ο εν λόγω κανονισμός τυγχάνει εφαρμογής επί των δωδεκαμήνων περιόδων εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς επί του γάλακτος με ημερομηνία ενάρξεως, αντιστοίχως, τις 2 Απριλίου 1984, την 1η Απριλίου 1985 καθώς και την 1η Απριλίου 1986. Το εν λόγω άρθρο προβλέπει επίσης νέα χορήγηση ποσοστώσεων αναφοράς βάσει αυτού του ίδιου κανονισμού.

    16
    Το άρθρο 1 του κανονισμού του Μεγάλου Δουκάτου του 1987 διατηρεί σε ισχύ την προγενεστέρως γενομένη από τις λουξεμβουργιανές αρχές επιλογή, συγκεκριμένα την εναλλακτική λύση Β. Αντιθέτως, το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού επιλέγει ως αναφορά όχι πλέον το έτος 1981, αλλά το έτος 1983, για το οποίο οι παραδιδόμενες ποσότητες γάλακτος είναι μειωμένες κατά συνολικό ποσοστό αντιστοιχούν στο ποσό των δύο παραγόντων, εκ των οποίων ο ένας έχει καθοριστεί βάσει του όγκου των παραδόσεων γάλακτος σε αγοραστή από τον οικείο προμηθευτή κατά το έτος 1983 και ο έτερος βάσει της αυξήσεως, κατά τη διάρκεια του τελευταίου αυτού έτους, των παραδόσεων γάλακτος σε αγοραστή σε σύγκριση με αυτές που είχαν πραγματοποιηθεί το 1981, από την ίδια εκμετάλλευση. Ο κανονισμός δεν προβλέπει πλέον τη χορήγηση των ατομικών ποσοτήτων αναφοράς των παραγωγών που έχουν παύσει τη δραστηριότητά τους στον αγοραστή των τελευταίων.

    17
    Ύστερα από τη θέσπιση αυτής της νέας ρυθμίσεως, το Υπουργείο Γεωργίας του Λουξεμβούργου καθόρισε τις ποσοστώσεις που αντιστοιχούσαν στους διάφορους αγοραστές για κάθε έτος συγκομιδής γάλακτος, ύστερα από τις 2 Απριλίου 1984. Οι λουξεμβουργιανές αρχές δεν επέβαλαν σε κανένα από τους οικείους παραγωγούς φορολόγηση επαχθέστερη αυτής που είχε επιβληθεί με τους κανονισμούς του Μεγάλου Δουκάτου του 1984 και του 1985. Ίσχυσε η πλέον ευνοϊκή κατάσταση.


    Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

    18
    Ο W. Gerekens είναι ένας από τους ανήκοντες στην Procola 64 Λουξεμβουργέζους γαλακτοπαραγωγούς οι οποίοι υποχρεούνταν να καταβάλουν συμπληρωματική εισφορά επί του γάλακτος για τις περιόδους γαλακτοκομικής παραγωγής 1985/1986 και 1986/1987. Όπως προκύπτει από έγγραφο που το Υπουργείο Γεωργίας του Λουξεμβούργου απηύθυνε, στις 15 Μαρτίου 1988, στην Procola, προκειμένου περί του W. Gerekens, η οφειλόμενη βάσει της παλαιάς ρυθμίσεως εισφορά ανερχόταν σε 297 298 φράγκα Λουξεμβούργου (LUF), ενώ η εισφορά που οφειλόταν κατ’ εφαρμογήν της νέας ρυθμίσεως έφθανε τα 114 860 LUF. Με βάση την πλέον ευνοϊκή για τον παραγωγό κατάσταση, ζητήθηκε το τελευταίο αυτό ποσό αλλά προσαυξημένο κατά 14 334 LUF, λόγω τόκων υπερημερίας. Ο W. Gerekens και η Procola ζήτησαν την επιστροφή του ποσού αυτού στο Λουξεμβουργιανό Δημόσιο, επικαλούμενοι την παράνομη αναδρομικότητα της ισχύουσας εθνικής ρυθμίσεως. Το αίτημα αυτό στηρίζεται στις προβαλλόμενες ζημίες που υπέστησαν λόγω λαθών του εν λόγω Δημοσίου όσον αφορά τη νομοθετική ρύθμιση και την εφαρμογή των κοινοτικών διατάξεων σχετικά με τη συμπληρωματική εισφορά επί του γάλακτος.

    19
    Επειδή ηττήθησαν τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεσιν, ο W. Gerekens και η Procola άσκησαν αναίρεση ενώπιον του Cour de cassation.

    20
    Εκτιμώντας ότι η υποβληθείσα στην κρίση του διαφορά θέτει πρόβλημα ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου μη έχον ακόμη αποτελέσει το αντικείμενο προδικαστικής αποφάσεως εκδοθείσας σε ανάλογη περίπτωση, το Cour de cassation αποφάσισε την αναστολή της ενώπιόν του διαδικασίας και την υποβολή στο Δικαστήριο του ακόλουθου προδικαστικού ερωτήματος:

    «Αντίκειται προς τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου της ασφάλειας δικαίου και της μη αναδρομικότητας των νόμων η εκ μέρους κράτους μέλους και ενόψει της εφαρμογής κοινοτικής ρυθμίσεως επιβάλλουσας ποσοστώσεις παραγωγής, όπως αυτή που έχει θεσπιστεί με τους κανονισμούς (ΕΟΚ) 856/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων […] και 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, περί γενικών κανόνων για την εφαρμογή της εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων […], η θέσπιση, στη θέση μιας πρώτης κανονιστικής ρύθμισης που κρίθηκε από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ως εισάγουσα διακρίσεις, νέας κανονιστικής ρύθμισης που δίνει τη δυνατότητα επιβολής αναδρομικώς κυρώσεων για υπέρβαση των ποσοστώσεων παραγωγής που έχουν σημειωθεί μετά τη θέση σε ισχύ των κοινοτικών κανονισμών, αλλά υπό το καθεστώς της αντικατασταθείσας εθνικής ρύθμισης;»


    Επί του προδικαστικού ερωτήματος

    21
    Οι απορρέουσες από την προστασία των αναγνωρισμένων στην κοινοτική έννομη τάξη γενικών αρχών επιταγές δεσμεύουν και τα κράτη μέλη όταν τα τελευταία θέτουν σε εφαρμογή κοινοτικές ρυθμίσεις.

    22
    Μεταξύ αυτών των γενικών αρχών ξεχωρίζει η ασφάλεια του δικαίου (βλ. απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2004, C-453/00, Kühne & Heitz (Συλλογή 2004, σ. Ι‑837, σκέψη 24).

    23
    Μολονότι, κατά γενικό κανόνα, αντίκειται προς την αρχή της ασφάλειας του δικαίου το να εκτείνεται η διαχρονική ισχύς των κοινοτικών πράξεων και προ του χρόνου της δημοσιεύσεώς τους, ωστόσο, είναι δυνατή η κατ’ εξαίρεση διαφορετική ρύθμιση όταν τούτο επιβάλλει ο επιδιωκόμενος σκοπός και λαμβάνεται δεόντως υπόψη η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων (βλ. τις αποφάσεις της 21ης Φεβρουαρίου 1991, C‑143/88 και C‑92/89, Zuckerfabrik Süderdithmarschen και Zuckerfabrik Soest, Συλλογή 1991, σ. I‑415, σκέψη 49, και της 22ας Νοεμβρίου 1991, C‑110/97, Κάτω Χώρες κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I‑8763, σκέψη 151).

    24
    Ομοίως, δεν θίγει την αρχή της ασφάλειας του δικαίου μια εθνική ρύθμιση που ισχύει αναδρομικώς όταν τούτο επιβάλλεται από τον επιδιωκόμενο σκοπό, ενώ τυγχάνει του δέοντος σεβασμού η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων.

    25
    Ο επιδιωκόμενος με την επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση σκοπός είναι η εφαρμογή του καθεστώτος συμπληρωματικής εισφοράς επί του γάλακτος, σύμφωνα με την υποχρέωση που τα κράτη μέλη φέρουν βάσει του άρθρου 5γ, παράγραφος 1, του κανονισμού 804/68. Με το καθεστώς αυτό σκοπείται η αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζητήσεως στη χαρακτηριζόμενη από διαρθρωτικά πλεονάσματα γαλακτοκομική αγορά, μέσω περιορισμού της γαλακτοκομικής παραγωγής (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 17ης Μαΐου 1988, 84/87, Erpelding, Συλλογή 1988, σ. 2647, σκέψη 26). Ο σχετικός στόχος επιτυγχάνεται μόνον εάν όλες οι παραχθείσες ποσότητες που εμπίπτουν, κατά τον άλφα ή βήτα τρόπο, στο εμπορικό κύκλωμα και επηρεάζουν έτσι την προσφορά και τη ζήτηση λαμβάνονται υπόψη από την πρώτη δωδεκάμηνη περίοδο που αρχίζει από την 1η Απριλίου 1984.

    26
    Κατά συνέπεια, ένα κράτος μέλος θα έθετε σε κίνδυνο την επίτευξη του στόχου αυτού καθώς και την αποτελεσματικότητα του καθεστώτος συμπληρωματικής εισφοράς επί του γάλακτος εάν δεν αντικαθιστούσε μια προοριζόμενη να θέσει σε εφαρμογή αυτό το καθεστώς εθνική ρύθμιση, που αποδεικνύεται μη σύμφωνη προς το κοινοτικό δίκαιο, από νέα ρύθμιση έχουσα αναδρομική ισχύ. Δεν μπορεί να γίνει εξαίρεση από την υποχρέωση θέσεως σε εφαρμογή των κανονισμών που έχουν καθιερώσει το καθεστώς εισφοράς επί του γάλακτος, ληφθέντος υπόψη ότι οι κανονισμοί αυτοί είναι υποχρεωτικοί, όσον αφορά όλα τα στοιχεία τους, ήδη από την πρώτη στιγμή που τίθενται σε ισχύ.

    27
    Κατά συνέπεια, ο επιδιωκόμενος από μια εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, σκοπός επιβάλλει, για την ορθή και αποτελεσματική εφαρμογή του καθεστώτος συμπληρωματικής εισφοράς, να ισχύσει η τελευταία αναδρομικώς.

    28
    Όσον αφορά ενδεχόμενη προσβολή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των ενδιαφερομένων, πρέπει να υπομνησθεί ότι τη δυνατότητα να επικαλεσθεί την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έχει κάθε επιχειρηματίας σε σχέση με τον οποίο ένα κοινοτικό όργανο έχει δημιουργήσει βάσιμες ελπίδες (απόφαση της 15ης Απριλίου 1997, C‑22/94, Irish Farmers Association κ.λπ., Συλλογή 1997, σ. I‑1809, σκέψη 25).

    29
    Δεν είναι δυνατή η προβολή της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έναντι μιας ρυθμίσεως παρά μόνο στο μέτρο που η ίδια η δημόσια αρχή έχει δημιουργήσει προηγουμένως κατάσταση δυνάμενη να συντελέσει στη γένεση δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (βλ., υπό την έννοια αυτή, την απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2002, C‑179/00, Weidacher, Συλλογή 2002, σ. I‑501, σκέψη 31). Εξάλλου, όταν ένας συνετός και ενημερωμένος επιχειρηματίας είναι σε θέση να προβλέψει τη λήψη μέτρου δυναμένου να θίξει τα συμφέροντά του, δεν μπορεί να επικαλεστεί μια τέτοια αρχή όταν ληφθεί το μέτρο αυτό (βλ., υπό την έννοια αυτή, την προπαρατεθείσα απόφαση Irish Farmers Association κ.λπ., σκέψη 25).

    30
    Εν προκειμένω, οι προσφεύγοντες δεν προβάλλουν εμπιστοσύνη όσον αφορά το διηνεκές της ισχύος των κανονισμών του Μεγάλου Δουκάτου του 1984 και 1985. Απλώς επικαλούνται την εμπιστοσύνη τους στη μη αναδρομικότητα της νέας ρυθμίσεως.

    31
    Όμως, από το ιστορικό της ρυθμίσεως αυτής, όπως οι ίδιοι οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης έχουν λεπτομερώς εκθέσει στις ενώπιον του Δικαστηρίου παρατηρήσεις τους, δεν προκύπτουν στοιχεία που να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι επιχειρηματίες είχαν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στο γεγονός ότι το διάστημα που διέρρευσε μεταξύ της 1ης Απριλίου 1984 και της ημερομηνίας θέσεως σε ισχύ του κανονισμού του Μεγάλου Δουκάτου του 1987 δεν καλυπτόταν από εθνική ρύθμιση προοριζόμενη να θέσει σε εφαρμογή το κοινοτικό καθεστώς της συμπληρωματικής εισφοράς επί του γάλακτος.

    32
    Πράγματι, από τις εν λόγω παρατηρήσεις σαφώς προκύπτει ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές ουδέποτε άφησαν να πλανηθεί οποιαδήποτε αμφιβολία σχετικά με το γεγονός ότι οι κανονισμοί του 1984 και του 1985 θα αντικαθίσταντο από νέα ρύθμιση με αναδρομική ισχύ. Από μόνη της η διαδικασία που ακολουθήθηκε προκειμένου να δοθεί μια τέτοια ισχύς στην εν λόγω ρύθμιση απετέλεσε το αντικείμενο συζητήσεων σε εθνικό επίπεδο, και τούτο προκειμένου η σχετική αναδρομικότητα να είναι σύμφωνη προς το λουξεμβουργιανό δίκαιο.

    33
    Έτσι, επιχειρηματίες όπως οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης έπρεπε να αναμένουν ότι ο κανονισμός του Μεγάλου Δουκάτου του 1987 θα εφαρμοζόταν με αναδρομική ισχύ. Εξάλλου, μπορούσαν αυτοί να προβλέψουν τη θέσπιση ενός τέτοιου μέτρου ενόψει του γεγονότος ότι υφίστατο πάντοτε η πλεονασματική κατάσταση της αγοράς γάλακτος και της υποχρεώσεως που έφεραν τα κράτη μέλη να θέσουν σε εφαρμογή το καθεστώς συμπληρωματικής εισφοράς επί του γάλακτος ήδη από τη θέση σε ισχύ ενός τέτοιου μέτρου, δηλαδή από την 1η Απριλίου 1984. Ως εκ τούτου, ύστερα από την ημερομηνία της θέσεως σε ισχύ των κανονισμών 856/84 και 857/84, οι αναιρεσείοντες δεν ήταν δυνατόν να πιστεύουν ότι οι παραγωγοί δεν υπόκεινταν σε συμπληρωματική εισφορά επί των ποσοτήτων γάλακτος αγελάδας που είχαν παραχθεί καθ’ υπέρβαση των χορηγηθεισών στους τελευταίους ποσοστώσεων.

    34
    Ούτε εξάλλου μπορεί να αντιταχθεί στην αναδρομική ισχύ του κανονισμού του 1987 το επιχείρημα των αναιρεσειόντων της κύριας δίκης κατά το οποίο η συμπληρωματική εισφορά συνεπάγεται, από οικονομική άποψη, όλα τα αποτελέσματα ενός κατασταλτικού μέτρου, εφόσον με αυτήν κολάζεται ο παραγωγός που υπερέβη την ποσόστωσή του στην ίδια ακριβώς αναλογία με αυτήν την υπερπαραγωγή.

    35
    Βεβαίως, η αρχή της μη αναδρομικότητας των ποινικών διατάξεων αποτελεί κοινή αρχή όλων των εννόμων τάξεων των κρατών μελών και έχει καθιερωθεί με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών ως βασικό δικαίωμα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών του δικαίου των οποίων την τήρηση διασφαλίζει το Δικαστήριο (αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 1984, 63/83, Kirk, Συλλογή 1984, σ. 2689, σκέψη 22, και της 13ης Νοεμβρίου 1990, C-331/88, Fedesa κ.λπ., Συλλογή 1990, σ. I‑4023, σκέψη 42).

    36
    Ωστόσο, σύμφωνα με τη νομολογία το Δικαστηρίου, η συμπληρωματική εισφορά δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κύρωση ανάλογη προς αυτές που προβλέπονται στα άρθρα 3 και 4 του κανονισμού (ΕΟΚ) 536/93 της Επιτροπής, της 9ης Μαρτίου 1993, περί λεπτομερών κανόνων εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ L 57, σ. 12) (βλ. τις αποφάσεις της 25ης Μαρτίου 2004, C‑231/00, C‑303/00 και C‑451/00, Cooperativa Lattepiù κ.λπ., Συλλογή 2004, σ. Ι‑2869, σκέψη 74, και C‑480/00 έως C‑482/00, C‑484/00, C‑489/00 έως C‑491/00 και C‑497/00 έως C‑499/00, Azienda Agricola Ettore Ribaldi κ.λπ., Συλλογή 2004, σ. Ι‑2943, σκέψη 58).

    37
    Πράγματι, η συμπληρωματική εισφορά επί του γάλακτος αποτελεί περιορισμό οφειλόμενο σε κανόνες πολιτικής των αγορών ή διαρθρωτικής πολιτικής. Αποτελεί μέρος παρεμβάσεων σκοπουσών στην ομαλοποίηση των γεωργικών αγορών και προορίζεται για τη χρηματοδότηση των δαπανών του γαλακτοκομικού τομέα. Εξ αυτού έπεται ότι, εκτός από τον προφανή στόχο του να υποχρεωθούν οι γαλακτοπαραγωγοί να τηρούν τις ποσότητες αναφοράς που τους έχουν χορηγηθεί, με τη συμπληρωματική εισφορά επιδιώκεται επίσης ένας οικονομικός σκοπός, στο μέτρο που με αυτήν σκοπείται η παροχή στην Κοινότητα των κεφαλαίων που είναι αναγκαία για τη διάθεση της παραγωγής που έχει πραγματοποιηθεί από τους παραγωγούς καθ’ υπέρβαση των ποσοστώσεών τους (βλ. τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Cooperativa Lattepiù κ.λπ., σκέψεις 74 και 75, και Azienda Agricola Ettore Ribaldi κ.λπ., σκέψεις 58 και 59).

    38
    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι δεν αντίκειται προς τις γενικές αρχές κοινοτικού δικαίου της ασφάλειας του δικαίου και της μη αναδρομικότητας του νόμου η θέσπιση εκ μέρους ενός κράτους μέλους, για την εφαρμογή μιας επιβάλλουσας ποσοστώσεις παραγωγής κοινοτικής ρυθμίσεως, όπως αυτή που έχει θεσπιστεί με τους κανονισμούς 856/84 και 857/84, στη θέση μιας πρώτης ρύθμισης κριθείσας από το Δικαστήριο ως εισάγουσας διακρίσεις, μιας νέας ρυθμίσεως ισχύουσας αναδρομικώς όσον αφορά τις υπερβάσεις ποσοστώσεων παραγωγής που σημειώθηκαν ύστερα από τη θέση σε ισχύ των κανονισμών αυτών, αλλά υπό το καθεστώς της αντικατασταθείσας εθνικής ρυθμίσεως.


    Επί των δικαστικών εξόδων

    39
    Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

    κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2002 το Cour de cassation, αποφαίνεται:

    Δεν αντίκειται προς τις γενικές αρχές κοινοτικού δικαίου της ασφάλειας του δικαίου και της μη αναδρομικότητας του νόμου η θέσπιση εκ μέρους ενός κράτους μέλους, για την εφαρμογή μιας επιβάλλουσας ποσοστώσεις παραγωγής κοινοτικής ρυθμίσεως, όπως αυτή που έχει θεσπιστεί με τους κανονισμούς (ΕΟΚ) 856/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 περί κοινής οργάνωσης αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, και 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, περί γενικών κανόνων για την εφαρμογή της εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, στη θέση μιας πρώτης ρύθμισης κριθείσας από το Δικαστήριο ως εισάγουσας διακρίσεις μιας νέας ρυθμίσεως ισχύουσας αναδρομικώς όσον αφορά τις υπερβάσεις ποσοστώσεων παραγωγής που σημειώθηκαν ύστερα από τη θέση σε ισχύ των κανονισμών αυτών, αλλά υπό το καθεστώς της αντικατασταθείσας εθνικής ρυθμίσεως.

    Rosas

    Schintgen

    Colneric

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Ιουλίου 2004.

    Ο Γραμματέας

    Ο Πρόεδρος του τρίτου τμήματος

    R. Grass

    A. Rosas


    1
    Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

    Top