This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62002CJ0030
Judgment of the Court (First Chamber) of 17 June 2004.#Recheio - Cash & Carry SA v Fazenda Pública/Registo Nacional de Pessoas Colectivas, and Ministério Público.#Reference for a preliminary ruling: Tribunal Tributário de Primeira Instância de Lisboa - Portugal.#Recovery of sums paid though not due - Period of 90 days for the bringing of an action - Principle of effectiveness.#Case C-30/02.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 17ης Ιουνίου 2004.
Recheio - Cash & Carry SA κατά Fazenda Pública/Registo Nacional de Pessoas Colectivas, παρισταμένης της Ministério Público.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal Tributário de Primeira Instância de Lisboa - Πορτογαλία.
Αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων - Προθεσμία 90 ημερών για την άσκηση προσφυγής - Αρχή της αποτελεσματικότητας.
Υπόθεση C-30/02.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 17ης Ιουνίου 2004.
Recheio - Cash & Carry SA κατά Fazenda Pública/Registo Nacional de Pessoas Colectivas, παρισταμένης της Ministério Público.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal Tributário de Primeira Instância de Lisboa - Πορτογαλία.
Αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων - Προθεσμία 90 ημερών για την άσκηση προσφυγής - Αρχή της αποτελεσματικότητας.
Υπόθεση C-30/02.
Συλλογή της Νομολογίας 2004 I-06051
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2004:373
*A9* Tribunal Tributário de Primeira Instância de Lisboa, certidão de 27/12/2001
Υπόθεση C-30/02
Recheio – Cash & Carry SA
κατά
Fazenda Pública/Registo Nacional de Pessoas Colectivas
(αίτηση του Tribunal Tributário de Primeira Instância de Lisboa για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)
«Αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων – Προθεσμία 90 ημερών για την άσκηση προσφυγής – Αρχή της αποτελεσματικότητας »
Περίληψη της αποφάσεως
Κοινοτικό δίκαιο – Άμεσο αποτέλεσμα – Εθνικοί φόροι αντίθετοι προς το κοινοτικό δίκαιο – Απόδοση – Κανόνες – Εφαρμογή του εθνικού δικαίου – Προϋποθέσεις – Τήρηση των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας – Αποκλειστική προθεσμία 90 ημερών – Παραδεκτό
Σε περίπτωση απουσίας κοινοτικής ρυθμίσεως όσον αφορά την επιστροφή των αχρεωστήτως εισπραττομένων εθνικών φόρων, απόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να ορίσει τα αρμόδια δικαστήρια και να θεσπίσει τους διαδικαστικούς κανόνες ασκήσεως των ενδίκων προσφυγών που αποσκοπούν στην κατοχύρωση της προστασίας των δικαιωμάτων τα οποία οι ιδιώτες αντλούν από το κοινοτικό δίκαιο, υπό την προϋπόθεση, αφενός, ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που αφορούν παρόμοιες προσφυγές της εσωτερικής έννομης τάξεως (αρχή της ισοδυναμίας) και, αφετέρου, ότι δεν καθιστούν πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγεί η κοινοτική έννομη τάξη (αρχή της αποτελεσματικότητας).
Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο ο καθορισμός ευλόγων αποκλειστικών προθεσμιών για την άσκηση προσφυγής, προς το συμφέρον της ασφάλειας δικαίου, η οποία προστατεύει τόσο τον ενδιαφερόμενο φορολογούμενο όσο και την εμπλεκόμενη διοίκηση. Συναφώς, μία προβλεπόμενη από το εθνικό δίκαιο αποκλειστική προθεσμία 90 ημερών από τη λήξη της προθεσμίας οικειοθελούς καταβολής του φόρου πρέπει να θεωρηθεί εύλογη, καθόσον αποτελεί αρκούντως μακρό διάστημα ώστε να μπορέσει ο φορολογούμενος να αποφασίσει εν πλήρη επιγνώσει την άσκηση της προσφυγής ακυρώσεως και να συγκεντρώσει όλα τα αναγκαία προς τούτο νομικά και πραγματικά στοιχεία.
Επομένως, δεν αντιβαίνει στην αρχή της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου, όσον αφορά την αίτηση επιστροφής φόρου εισπραχθέντος κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου, ο καθορισμός αποκλειστικής προθεσμίας 90 ημερών από τη λήξη της προθεσμίας οικειοθελούς πληρωμής του εν λόγω φόρου.
(βλ. σκέψεις 17-18, 21-22, 26 και διατακτ.)
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)
της 17ης Ιουνίου 2004 (*)
«Αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων – Προθεσμία 90 ημερών για την άσκηση προσφυγής – Αρχή της αποτελεσματικότητας»
Στην υπόθεση C-30/02,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Tribunal Tributário de Primeira Instância de Lisboa (Πορτογαλία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ
Recheio – Cash & Carry SA
και
Fazenda Pública/Registro Nacional de Pessoas Colectivas,
παρισταμένου του:
Ministerio Público
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου όσον αφορά την αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),
συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, A. La Pergola και S. von Bahr (εισηγητή), R. Silva de Lapuerta και K. Lenaerts, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer
γραμματέας: M. Múgica Arzamendi, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,
λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
– η Recheio – Cash & Carry SA, εκπροσωπούμενη από τους C. Teixeira Osório de Castro και J. Vieira Peres, advogados,
– η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. Fernandes και την A. I. Pinto,
– η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την A. Alves Vieira και τον R. Lyal, επικουρούμενους από τον N. Castro Marques, advogado,
έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,
αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Recheio – Cash & Carry SA, εκπροσωπούμενης από τον J. Vieira Peres, καθώς και από τους P. Sousa Machado και M. Fontaine de Campos, advogados, της Πορτογαλικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από τον L. Fernandes, επικουρούμενο από τον C. Baptista Lobo, advogado, και της Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την A. Alves Vieira και τον R. Lyal, κατά τη συνεδρίαση της 13ης Νοεμβρίου 2003,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Δεκεμβρίου 2003,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με διάταξη της 27ης Δεκεμβρίου 2001, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 4 Φεβρουαρίου 2002, το Tribunal Tributário de Primeira Instância de Lisboa υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, τρία προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου όσον αφορά την αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων.
2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Recheio – Cash & Carry SA (στο εξής: Recheio) και της Fazenda Pública/Registro Nacional de Pessoas Colectivas (Πορτογαλικού Δημοσίου/εθνικού μητρώου νομικών προσώπων) σχετικά με την επιστροφή των τελών καταχωρίσεως που κατέβαλε η Recheio, βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 4, του πίνακα τελών του εθνικού μητρώου νομικών προσώπων, που εγκρίθηκε με το διάταγμα 366/89, της 22ας Μαΐου 1989 (Diário da República I, σειρά Α, τεύχος 117, της 22ας Μαΐου 1989).
Η διαφορά της κύριας δίκης και το νομικό πλαίσιο
3 Με συμβολαιογραφική πράξη που υπογράφηκε στη Λισαβόνα στις 5 Νοεμβρίου 1997, η Recheio προέβη σε αύξηση του εταιρικού της κεφαλαίου από 100 εκατομμύρια πορτογαλικά εσκούδα (PTE) σε 1 δισεκατομμύριο PTE.
4 Στις 4 Μαρτίου 1998 η Recheio ενέγραψε την ως άνω αύξηση μετοχικού κεφαλαίου στο εθνικό μητρώο νομικών προσώπων. Την ίδια ημέρα, της ζητήθηκε να καταβάλει, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 4, του πίνακα τελών του εθνικού μητρώου νομικών προσώπων, το ποσό των 2 251 000 (PTE) ως τέλη καταχωρίσεως, το οποίο και κατέβαλε.
5 Στις 11 Ιουλίου 2001, η Recheio άσκησε ενώπιον του Tribunal Tributário de Primeira Instância de Lisboa αγωγή για την αναγνώριση της αξιώσεώς της να της επιστραφεί ποσό 2 250 000 PTE. Ισχυρίστηκε ότι τα τέλη είχαν εισπραχθεί κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου, και ειδικότερα των άρθρων 10, στοιχείο γ΄, και 12, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 69/335/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 1969, περί των εμμέσων φόρων των επιβαλλομένων επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 20).
6 Η Recheio στήριξε την αγωγή της στη νομολογία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία τέλη που οφείλονται για την καταχώριση αυξήσεως του εταιρικού κεφαλαίου κεφαλαιουχικής εταιρίας σε εθνικό μητρώο νομικών προσώπων, όταν συνιστούν φόρο υπό την έννοια της οδηγίας, απαγορεύονται, καταρχήν, από το άρθρο 10, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 69/335 (βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 29ης Σεπτεμβρίου 1999, C-56/98, Modelo, Συλλογή 1999, σ. Ι-6427, και της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, C-134/99, IGI, Συλλογή 2000, σ. Ι-7717, σκέψη 25).
7 Το Tribunal Tributário de Primeira Instância χαρακτήρισε την ως άνω αγωγή της Recheio ως προσφυγή ακυρώσεως. Κατά την άποψη του εν λόγω δικαστηρίου, η προσφυγή αυτή έπρεπε να είχε ασκηθεί εντός προθεσμίας 90 ημερών από τη «λήξη της προθεσμίας οικειοθελούς πληρωμής», σύμφωνα με το άρθρο 123 του Código de Processo Tributário (κώδικα φορολογικής δικονομίας, στο εξής: CPT), που θεσπίστηκε με το νομοθετικό διάταγμα 154/91, της 23ης Απριλίου 1991 (Diário da República I, σειρά Α, τεύχος 94, της 23 Απριλίου 1991), νυν άρθρο 102 του Código de Procedimento e Processo Tributário (κώδικα φορολογικής διαδικασίας και δικονομίας, στο εξής: CPPT), που θεσπίστηκε με το νομοθετικό διάταγμα 433/99, της 26ης Οκτωβρίου 1999 (Diário da República I, σειρά Α, τεύχος 250, της 26ης Οκτωβρίου 1991), και τροποποιήθηκε με τον νόμο 15/2001, της 5ης Ιουνίου 2001 (Diário da República I, σειρά Α, τεύχος 130, της 5ης Ιουνίου 2001).
8 Το Tribunal Tributário de Primeira Instância επισήμανε ότι μια προθεσμία 90 ημερών για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως πρέπει, αφενός, να μην είναι δυσμενέστερη από τις προθεσμίες που εφαρμόζονται στις αγωγές αναζητήσεως αχρεωστήτως καταβληθέντων βάσει του εθνικού δικαίου και, αφετέρου, να μην καθιστούν εξαιρετικά δυσχερή ή πρακτικά αδύνατη την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγεί η κοινοτική έννομη τάξη.
9 Το εν λόγω δικαστήριο διαπίστωσε ότι η επίδικη προθεσμία εφαρμόζεται σε όλες τις πράξεις βεβαιώσεως φόρου, ανεξαρτήτως του αν βασίζονται στο κοινοτικό ή στο εθνικό δίκαιο.
10 Στο πλαίσιο αυτό, το Tribunal Tributário de Primeira Instância de Lisboa αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Επί αγωγής αναζητήσεως φόρου εισπραχθέντος κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου, εμποδίζει το κοινοτικό δίκαιο ένα κράτος μέλος να ορίζει αποκλειστική προθεσμία 90 ημερών από τη λήξη της προθεσμίας οικειοθελούς πληρωμής, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο καθιστά αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση του δικαιώματος αναζητήσεως;
2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ποια ελάχιστη προθεσμία θεωρείται ότι συμβαδίζει με την εν λόγω απαγόρευση της υπερβολικής δυσχεράνσεως;
3) Άλλως, τι κριτήρια πρέπει να χρησιμοποιηθούν για τον καθορισμό της;»
Επί του αιτήματος για επανάληψη της διαδικασίας
11 Με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 23 Ιανουαρίου 2004, η Recheio ζήτησε την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας μετά την ανάπτυξη των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα. Η Recheio ισχυρίζεται ότι ο γενικός εισαγγελέας στήριξε τις προτάσεις του σε προδήλως εσφαλμένη ερμηνεία του πορτογαλικού δικαίου, σύμφωνα με την οποία η επίδικη προθεσμία παραγραφής δεν είναι 90 ημέρες, αλλά πεντέμισι μήνες.
12 Επιβάλλεται, συναφώς, η υπόμνηση ότι το Δικαστήριο μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή μετά από πρόταση του γενικού εισαγγελέα ή, ακόμη, κατόπιν αιτήσεως των διαδίκων, να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 61 του Κανονισμού Διαδικασίας, εφόσον κρίνει ότι δεν διαθέτει επαρκή στοιχεία ή ότι η υπόθεση πρέπει να επιλυθεί βάσει επιχειρήματος επί του οποίου δεν διεξήχθη συζήτηση μεταξύ των διαδίκων (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 18ης Ιουνίου 2002, C-299/99, Philips, Συλλογή 2002, σ. Ι-5475, σκέψη 20, της 7ης Νοεμβρίου 2002, C-184/01 Ρ, Hirschfeldt κατά ΑΕΕ, Συλλογή 2002, σ. Ι-10173, σκέψη 30, και της 13ης Νοεμβρίου 2003, C-209/01, Schilling και Fleck-Schilling, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 19).
13 Επειδή καμία από τις δύο περιπτώσεις δεν συντρέχει στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο φρονεί ότι δεν πρέπει να διαταχθεί στην προκειμένη περίπτωση η επανάληψη της προφορικής διαδικασίας. Κατά συνέπεια, το σχετικό αίτημα πρέπει να απορριφθεί.
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
14 Με τα ερωτήματά του, τα οποία είναι σκόπιμο να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν αντιβαίνει στην αρχή της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου, όσον αφορά την αίτηση επιστροφής φόρου εισπραχθέντος κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου, ο καθορισμός αποκλειστικής προθεσμίας 90 ημερών από τη λήξη της προθεσμίας οικειοθελούς πληρωμής του εν λόγω φόρου.
15 Επιβάλλεται καταρχάς η υπόμνηση ότι το κράτος μέλος υποχρεούται, καταρχήν, να επιστρέψει τις φορολογικές επιβαρύνσεις που εισπράχθηκαν κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου (βλ. απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 1997, C-192/95 έως C-218/95, Comateb κ.λπ., Συλλογή 1997, σ. Ι-165, σκέψη 20).
16 Το Δικαστήριο έχει επίσης επανειλημμένως παρατηρήσει συναφώς ότι το ζήτημα της επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθεισών επιβαρύνσεων επιλύεται με διαφορετικούς τρόπους στα διάφορα κράτη μέλη, ακόμη δε και εντός του ιδίου κράτους, ανάλογα με τα διάφορα είδη των επίμαχων φόρων και επιβαρύνσεων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι αμφισβητήσεις ή οι αιτήσεις αυτού του είδους υπόκεινται κατά νόμο σε τυπικές προϋποθέσεις και προθεσμίες τόσο ως προς τις διοικητικές ενστάσεις που απευθύνονται στις φορολογικές αρχές όσο και ως προς τις ένδικες προσφυγές. Σε άλλες περιπτώσεις, οι αγωγές περί επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθεισών επιβαρύνσεων πρέπει να ασκούνται ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων, ιδίως υπό μορφή αγωγών αναζητήσεως των αχρεωστήτως καταβληθέντων, οι δε αγωγές αυτές μπορούν να ασκηθούν εντός μικρότερης ή μεγαλύτερης προθεσμίας, σε ορισμένες δε περιπτώσεις εντός του χρόνου παραγραφής του κοινού δικαίου (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 1999, C-343/96, Dilexport, Συλλογή 1999, σ. Ι-579, σκέψη 24).
17 Αυτή η ποικιλία των εθνικών συστημάτων απορρέει ιδίως από την απουσία κοινοτικής ρυθμίσεως όσον αφορά την επιστροφή των αχρεωστήτως εισπραττομένων εθνικών φόρων. Σε μια τέτοια περίπτωση, απόκειται όντως στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να ορίσει τα αρμόδια δικαστήρια και να θεσπίσει τους διαδικαστικούς κανόνες ασκήσεως των ενδίκων προσφυγών που αποσκοπούν στην κατοχύρωση της προστασίας των δικαιωμάτων τα οποία οι ιδιώτες αντλούν από το κοινοτικό δίκαιο, υπό την προϋπόθεση, αφενός, ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που αφορούν παρόμοιες προσφυγές της εσωτερικής έννομης τάξεως (αρχή της ισοδυναμίας) και, αφετέρου, ότι δεν καθιστούν πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγεί η κοινοτική έννομη τάξη (αρχή της αποτελεσματικότητας) (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, C-231/96, Edis, Συλλογή 1998, σ. Ι-4951, σκέψη 34).
18 Όσον αφορά την τελευταία αυτή αρχή, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο ο καθορισμός ευλόγων αποκλειστικών προθεσμιών για την άσκηση προσφυγής, προς το συμφέρον της ασφάλειας δικαίου, η οποία προστατεύει τόσο τον ενδιαφερόμενο φορολογούμενο όσο και την εμπλεκόμενη διοίκηση (προπαρατεθείσα απόφαση Edis, σκέψη 35).
19 Στην υπό κρίση υπόθεση, το άρθρο 123 του CPT, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 102, παράγραφος 1, στοιχείο a, του CPPT, προβλέπει αποκλειστική προθεσμία 90 ημερών για την άσκηση προσφυγής περί ακυρώσεως της πράξεως βεβαιώσεως της φορολογικής επιβαρύνσεως, αρχομένη από την οικειοθελή καταβολή της φορολογικής επιβαρύνσεως.
20 Παρότι η προπαρατεθείσα απόφαση Edis αφορούσε αποκλειστική προθεσμία τριών ετών από της ημερομηνίας καταβολής του φόρου, ήτοι προθεσμία σαφώς μεγαλύτερη από την επίδικη στην κύρια δίκη, από την απόφαση αυτή και από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να προβλέπουν μεγαλύτερες ή μικρότερες προθεσμίες για την αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων, υπό την προϋπόθεση οι προθεσμίες αυτές να μην καθιστούν αδύνατη ή εξαιρετικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η κοινοτική έννομη τάξη.
21 Στην προκειμένη περίπτωση, η προθεσμία των 90 ημερών από τη λήξη της προθεσμίας οικειοθελούς καταβολής του φόρου πρέπει να θεωρηθεί αρκούντως μακρό διάστημα ώστε να μπορέσει ο φορολογούμενος να αποφασίσει εν πλήρη επιγνώσει την άσκηση της προσφυγής ακυρώσεως και να συγκεντρώσει όλα τα αναγκαία προς τούτο νομικά και πραγματικά στοιχεία.
22 Όπως προκύπτει από το σημείο 41 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα, η προθεσμία αυτή μπορεί να θεωρηθεί εύλογη, συγκρινόμενη με προθεσμίες ανάλογης διάρκειας στις έννομες τάξεις πολλών άλλων κρατών μελών.
23 Όσον αφορά το επιχείρημα της Recheio ότι μια τέτοια προθεσμία δεν επιτρέπεται, καθόσον η Πορτογαλική Δημοκρατία δεν είχε μεταφέρει στην εσωτερική της έννομη τάξη την οδηγία 69/335 κατά τον χρόνο της επιβολής του φόρου, αλλά το έπραξε δύο μόλις έτη μετά την προαναφερθείσα απόφαση Modelo, πρέπει να επισημανθεί ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει σε κράτος μέλος το οποίο δεν μετέφερε ορθώς στο εσωτερικό του δίκαιο την οδηγία 69/335 να αντιτάσσει στις αξιώσεις επιστροφής τελών τα οποία εισπράχθηκαν κατά παράβαση της οδηγίας αυτής την αποκλειστική προθεσμία του εσωτερικού δικαίου. Το γεγονός ότι το Δικαστήριο έχει εκδώσει προδικαστική απόφαση επί της ερμηνείας της επίδικης διατάξεως του κοινοτικού δικαίου δεν ασκεί κατ’ αρχήν καμιά επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση (βλ., μεταξύ άλλων, την προαναφερθείσα απόφαση Edis, σκέψεις 20 και 47).
24 Όσον αφορά το επιχείρημα της Recheio ότι η εν λόγω προθεσμία δεν δικαιολογείται, κατά το μέτρο που η φορολογική αρχή έχει στη διάθεσή της μεγαλύτερες προθεσμίες για τη λήψη της αποφάσεως επιβολής φόρου στον φορολογούμενο, καθώς και για την αυτεπάγγελτη διόρθωση των πράξεων επιβολής φόρου, αρκεί η διαπίστωση ότι το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη προθεσμία των 90 ημερών είναι ανεπαρκής από την άποψη της αρχής της αποτελεσματικότητας. Εξάλλου, οι προθεσμίες που διαθέτει η φορολογική αρχή για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της ανταποκρίνονται συνήθως σε σκοπούς διαφορετικούς από αυτούς της ασκήσεως της προσφυγής ακυρώσεως.
25 Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να αναγνωριστεί ότι αποκλειστική προθεσμία του εσωτερικού δικαίου όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη δεν καθιστά εξαιρετικά δυσχερή ή πρακτικά αδύνατη την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η κοινοτική έννομη τάξη.
26 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να δοθεί στα ερωτήματα που υπέβαλε το Tribunal Tributário de Primeira Instância η απάντηση ότι δεν αντιβαίνει στην αρχή της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου, όσον αφορά την αίτηση επιστροφής φόρου εισπραχθέντος κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου, ο καθορισμός αποκλειστικής προθεσμίας 90 ημερών από τη λήξη της προθεσμίας οικειοθελούς πληρωμής του εν λόγω φόρου.
Επί των δικαστικών εξόδων
27 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Πορτογαλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),
κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διάταξη της 27ης Δεκεμβρίου 2001 το Tribunal Tributário de Primeira Instância de Lisboa, αποφαίνεται:
Δεν αντιβαίνει στην αρχή της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου, όσον αφορά την αίτηση επιστροφής φόρου εισπραχθέντος κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου, ο καθορισμός αποκλειστικής προθεσμίας 90 ημερών από τη λήξη της προθεσμίας οικειοθελούς πληρωμής του εν λόγω φόρου.
Jann |
La Pergola |
von Bahr |
Silva de Lapuerta |
|
Lenaerts |
Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 17 Ιουνίου 2004.
Ο Γραμματέας |
Ο Πρόεδρος του πρώτου τμήματος |
R. Grass |
P. Jann |
* Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική.