Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62002CC0392

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Geelhoed της 10ης Μαρτίου 2005.
    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου της Δανίας.
    Παράβαση κράτους μέλους - Ίδιοι πόροι των Κοινοτήτων - Νομίμως οφειλόμενοι τελωνειακοί δασμοί, μη εισπραχθέντες λόγω σφάλματος των εθνικών τελωνειακών αρχών - Δημοσιονομική ευθύνη των κρατών μελών.
    Υπόθεση C-392/02.

    Συλλογή της Νομολογίας 2005 I-09811

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2005:142

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    L. A. GEELHOED

    της 10ης Μαρτίου 2005 (1)

    Υπόθεση C-392/02

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    κατά

    Βασίλειο της Δανίας

    «Παράβαση του άρθρου 10 ΕΚ και των άρθρων 2 και 8 της αποφάσεως 94/728/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου για το σύστημα των ιδίων πόρων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων – Δημοσιονομική ευθύνη των κρατών μελών για τους ίδιους πόρους – Παράλειψη πληρωμής ποσού 140 409,60 DKK, που αντιστοιχεί σε δασμούς μη εισπραχθέντες λόγω σφάλματος των ίδιων των τελωνειακών αρχών, το οποίο ευλόγως δεν μπορούσε να ανακαλύψει ο οφειλέτης [άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα]»






    I –    Εισαγωγή

    1.     Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι το Βασίλειο της Δανίας, δεδομένου ότι οι δανικές αρχές δεν έθεσαν στη διάθεση της Επιτροπής ποσό 140 409,60 δανικών κορωνών (DKK) ως ίδιους πόρους πλέον τόκων υπερημερίας από τις 20 Δεκεμβρίου 1999, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το κοινοτικό δίκαιο (ειδικότερα από το άρθρο 10 ΕΚ, και τα άρθρα 2 και 8 της αποφάσεως 94/728/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 31ης Οκτωβρίου 1994, για το σύστημα των ιδίων πόρων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (2), (στο εξής: απόφαση του 1994 για τους ίδιους πόρους).

    2.     Πέραν του εκ πρώτης όψεως τεχνικού αυτού προβλήματος, διακρίνονται, από απόψεως αρχών, διαφορετικές αντιλήψεις ως προς τη φύση και το περιεχόμενο των υποχρεώσεων τις οποίες η απόφαση του 1994 για τους ίδιους πόρους αναθέτει στα κράτη μέλη. Το ζήτημα αυτό οδήγησε ορισμένα από τα κράτη μέλη, δηλαδή το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το Βασίλειο του Βελγίου, την Πορτογαλική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Σουηδίας και την Ιταλική Δημοκρατία, να παρέμβουν στην υπό κρίση υπόθεση υπέρ των αιτημάτων του Βασιλείου της Δανίας.

    3.     Οι εν λόγω διαφορετικές αντιλήψεις μεταξύ της Επιτροπής, αφενός, και του Βασιλείου της Δανίας και των παρεμβαινόντων προς υποστήριξή του κρατών μελών, αφετέρου, εντάσσονται, γενικότερα, στο πλαίσιο του τίτλου της Συνθήκης ΕΚ που αφορά τις δημοσιονομικές διατάξεις (δηλαδή τα άρθρα 268 ΕΚ έως 280 ΕΚ), ως έτυχαν εφαρμογής μετά τη θέσπιση το 1988 αυτού που συμφωνήθηκε να αποκαλείται το «πακέτο Delors». Η τελευταία αυτή πρωτοβουλία έθεσε τέρμα στις διαμάχες που οδηγούσαν, σχεδόν όλα τα έτη από το 1979 έως το 1987, σε αντιπαράθεση το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ως συναρμόδιες για τον προϋπολογισμό αρχές, κατά τη θέσπιση του κοινοτικού προϋπολογισμού, όσον αφορά το μέγεθος και τη σύνθεσή του. Θα αναπτύξω μακροσκελέστερα το γενικότερο αυτό πλαίσιο περιγράφοντας το εφαρμοστέο δίκαιο, δεδομένου ότι έχει σημασία για την εκτίμηση των διαφόρων νομικών ζητημάτων που τέθηκαν με την υπό κρίση υπόθεση.

    II – Γενικό και νομικό πλαίσιο

     Ίδιοι πόροι

    4.     Για διάφορους λόγους, η ετήσια εκπόνηση του κοινοτικού προϋπολογισμού έγινε ολοένα και πολυπλοκότερη από το 1979. Πρώτον, η ευημερία εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας τόνιζε τις διαφορές που αυξήθηκαν σημαντικά με την προσχώρηση της Ελλάδας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Υπήρχαν φόβοι ότι η εν λόγω απόκλιση θα αυξηθεί περισσότερο με τη σχεδιαζόμενη ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς. Το θέμα αυτό προσέδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα στο πολιτικό ζήτημα ευρύτερης συνεισφοράς της Κοινότητας υπέρ των λιγότερο ευνοημένων περιοχών. Δεύτερον, κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου, κατέστη ολοένα και δυσχερέστερος ο έλεγχος των υποχρεωτικών δαπανών που εμπίπτουν στη γεωργική εγγύηση. Η επιβάρυνση που αντιπροσώπευαν οι εν λόγω δαπάνες σε σχέση με το ήδη υπερβολικό σύνολο των κοινοτικών δαπανών υπερέβαινε το 70 %. Τρίτον, δεδομένου ότι οι υποχρεωτικές δαπάνες απειλούσαν κατά συνέπεια να παραγκωνίσουν τις μη υποχρεωτικές δαπάνες, για τις οποίες το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ως συναρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή δυνάμει του άρθρου 272 ΕΚ, διαθέτει ειδική αρμοδιότητα, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο περιήλθαν σε οιονεί μόνιμο αδιέξοδο.

    5.     Για να εξέλθουν από την αδιέξοδη αυτή κατάσταση, η Επιτροπή, τον Φεβρουάριο του 1987, πρότεινε ένα σύνολο μέτρων με σκοπό να τροποποιηθούν θεμελιωδώς τα δημόσια οικονομικά της Κοινότητας (το πακέτο Delors). Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Φεβρουαρίου του 1988 πέτυχε τη συμφωνία ως προς τις γενικές γραμμές του εν λόγω πακέτου. Η συμφωνία αφορούσε τέσσερα ουσιώδη στοιχεία των κοινοτικών οικονομικών. Τα τέσσερα αυτά στοιχεία παρέμειναν, από το 1988, αποφασιστικής σημασίας για τη διαδικασία θεσπίσεως του προϋπολογισμού της Κοινότητας και για το περιεχόμενο του προϋπολογισμού. Η εκπόνηση του ετήσιου προϋπολογισμού, όπως διέπεται τυπικώς από το άρθρο 272 ΕΚ, εντάσσεται στο πλαίσιο που καθορίζουν τα τέσσερα αυτά στοιχεία.

    6.     Τα εν λόγω τέσσερα στοιχεία είναι:

    α)      Το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό πλαίσιο

    Το εν λόγω πλαίσιο αποφασίζεται από το Συμβούλιο κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής για περίοδο πέντε ή έξι ετών. Μετά το 1988, αποφασίστηκε εκ νέου από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Εδιμβούργου, τον Δεκέμβριο του 1992, και από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Βερολίνου, τον Μάρτιο του 1999. Στα εν λόγω πλαίσια καθορίζεται ξεχωριστά η εξέλιξη των ορίων των κοινοτικών δαπανών στο σύνολό τους και όσον αφορά τις πιο σημαντικές γραμμές του προϋπολογισμού. Σε πιο εμπεριστατωμένη μορφή, αποτελούν το αντικείμενο διοργανικών συμφωνιών (στο εξής: ΔιΣ) μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής. Οι ΔιΣ περιλαμβάνουν τα ποσοτικά πλαίσια που πρέπει να τηρεί η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή κατά τη διάρκεια της οικείας περιόδου.

    Είναι αυτονόητο ότι η εκπόνηση και η δομή των εν λόγω μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών πλαισίων εξαρτώνται εν πολλοίς από πολιτικής φύσεως στοιχεία σχετικά με την κατανομή των μέσων.

    β)      Οι αποφάσεις σχετικά με τους ίδιους πόρους

    Σε κάθε μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό πλαίσιο αντιστοιχεί απόφαση για τους ίδιους πόρους, η οποία τυγχάνει εφαρμογής στα έσοδα που είναι απαραίτητα στην Κοινότητα προκειμένου να αντιμετωπίσει τις προβλεπόμενες στο εν λόγω πλαίσιο δαπάνες. Σαφώς, το μέγεθος των διαφόρων «ιδίων πόρων» της Κοινότητας και οι συναφείς εισφορές των κρατών μελών εξαρτώνται επίσης, εν πολλοίς, από πολιτικής φύσεως στοιχεία σχετικά με την κατανομή των μέσων. Συναφώς, τα κράτη μέλη είναι ιδιαίτερα προσεκτικά στο θετικό ή αρνητικό αποτέλεσμα, ανά περίπτωση, που συνεπάγεται γι’ αυτά το ποσό των εσόδων και των συνεισφορών.

    γ)      Η δημοσιονομική πειθαρχία

    Η εύθραυστη ισορροπία, στο επίπεδο της δημοσιονομικής πολιτικής, μεταξύ των μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών πλαισίων και των ιδίων πόρων εκτίθεται οπωσδήποτε στον κίνδυνο των δημοσιονομικών υπερβάσεων. Για τον λόγο αυτό, από το 1988, ελήφθησαν μέτρα για κάθε νέα δημοσιονομική προοπτική προκειμένου να προλαμβάνονται οι μη προβλεπόμενες εξελίξεις όσον αφορά τις δαπάνες. Τα εν λόγω μέτρα, τα οποία περιλαμβάνονται επί του παρόντος στον κανονισμό (ΕΚ) 2040/2000 του Συμβουλίου, της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, σχετικά με τη δημοσιονομική πειθαρχία (3), περιλαμβάνουν πριν από όλα κανόνες που σκοπούν τον έλεγχο των γεωργικών δαπανών.

    δ)      Τα διαρθρωτικά ταμεία

    Οι δαπάνες υπέρ των διαρθρωτικών ταμείων, περιλαμβανομένου του Ταμείου Συνοχής, διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στις κατανομές με σκοπό τη μείωση των οικονομικών διαφορών εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Στο πλαίσιο εκπονήσεως των δημοσιονομικών προοπτικών, η κατανομή των πόρων που προέρχονται από τα διαρθρωτικά ταμεία μεταξύ των κρατών μελών αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης προσοχής. Μετά τη θέσπιση κάθε δημοσιονομικής προοπτικής, η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση που αφορά τα διαρθρωτικά ταμεία αποτελεί το αντικείμενο επανεκτιμήσεως.

    7.     Εν προκειμένω, πριν απ’ όλα είναι σημαντική η σχέση μεταξύ της μεσοπρόθεσμης δημοσιονομικής προοπτικής και της συναφούς αποφάσεως για τους ίδιους πόρους. Όπως επισήμανα ανωτέρω, το εύθραυστο πεδίο συνεννοήσεως που μπορεί να δημιουργηθεί εντός των ευρωπαϊκών συμβουλίων ως προς τις εν λόγω πράξεις βασίζεται πριν απ’ όλα σε αυτό που τα κράτη μέλη μπορούν να αντλήσουν από τη συνδυασμένη εφαρμογή των εν λόγω πράξεων. Οι συνεισφορές συνδέονται στενά με τις επιπτώσεις που έχει για καθένα από τα κράτη μέλη ο καθορισμός του μεγέθους των διαφόρων ιδίων πόρων. Επ’ αυτού, παρατηρείται ακόμη ότι από τη διάταξη του άρθρου 268, τρίτο εδάφιο, ΕΚ, που προβλέπει ότι ο προϋπολογισμός πρέπει να είναι ισοσκελισμένος ως προς τα έσοδα και τις δαπάνες, προκύπτει ότι τα ελλειμματικά έσοδα ενός ιδίου πόρου πρέπει να αντισταθμίζονται είτε από άλλον ίδιο πόρο είτε από προσαρμογή των προβλεπομένων στις δημοσιονομικές προοπτικές δαπανών. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, η συμφωνία επί της οποίας θεμελιούται το καθεστώς των δαπανών και των εσόδων της Κοινότητας διατρέχει ένα βέβαιο κίνδυνο. Στο πλαίσιο της εν λόγω θεμελιωδώς εύθραυστης δημοσιονομικής διαδικασίας της Κοινότητας, οι υποχρεώσεις των κρατών μελών που καθορίζονται με τις αποφάσεις για τους ίδιους πόρους και οι διατάξεις που λαμβάνονται για την εκτέλεση του προϋπολογισμού, εκτελούνται με επιμέλεια και η Επιτροπή μεριμνά με προσοχή για την τήρησή τους.

    8.     Η υπόθεση αφορά την ερμηνεία ορισμένων διατάξεων της αποφάσεως του 1994 για τους ίδιους πόρους και του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) 1552/89 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 1989, για την εφαρμογή της αποφάσεως 88/376/ΕΟΚ, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων (4), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) 1355/96 του Συμβουλίου, της 8ης Ιουλίου 1996, περί τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) 1552/89 σχετικά με την εφαρμογή της αποφάσεως 88/376/ΕΟΚ, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων (5) (στο εξής: κανονισμός 1552/89). Οι εν λόγω διατάξεις αφορούν τις υποχρεώσεις των κρατών μελών έναντι της Κοινότητας όσον αφορά τη σύλληψη, τη λογιστική καταχώριση και τη μεταφορά των δασμών ως «ιδίων πόρων» της Κοινότητας.

    9.     Ως προς την απόφαση του 1994 για το σύστημα των ιδίων πόρων, μας αφορούν οι ακόλουθες διατάξεις.

    Άρθρο 2, παράγραφος 1:

    «Συνιστούν ιδίους πόρους που εγγράφονται στον προϋπολογισμό των Κοινοτήτων, τα έσοδα που προέρχονται από:

    α)     εισφορές, πριμοδοτήσεις, συμπληρωματικά ή εξισωτικά ποσά, πρόσθετα ποσά ή στοιχεία και λοιπά τέλη που έχουν θεσπιστεί ή θα θεσπιστούν από τα όργανα των Κοινοτήτων επί των συναλλαγών με χώρες μη μέλη, στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής, όπως και από εισφορές και άλλα τέλη που προβλέπονται στα πλαίσια της κοινής οργάνωσης των αγορών στον τομέα της ζάχαρης·

    β)     τους δασμούς του κοινού δασμολογίου και τους λοιπούς δασμούς που έχουν θεσπιστεί ή θα θεσπιστούν από τα όργανα των Κοινοτήτων επί των συναλλαγών με χώρες μη μέλη και από τους δασμούς που επιβάλλονται στα προϊόντα τα οποία υπάγονται στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα

    […]»

    Άρθρο 2, παράγραφος 3:

    «Τα κράτη μέλη παρακρατούν, ως έξοδα είσπραξης, το 10 % των ποσών που πρέπει να καταβληθούν σύμφωνα με την παράγραφο 1, στοιχεία α΄ και β΄.»

    Άρθρο 8, παράγραφος 1:

    «Οι κοινοτικοί ίδιοι πόροι που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, εισπράττονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, οι οποίες προσαρμόζονται, ενδεχομένως, στις απαιτήσεις των κοινοτικών ρυθμίσεων. Η Επιτροπή προβαίνει, σε τακτά διαστήματα, σε εξέταση των εθνικών διατάξεων που της γνωστοποιούν τα κράτη μέλη, ανακοινώνει στα κράτη μέλη τις προσαρμογές που θεωρεί αναγκαίες για τη διασφάλιση της πιστότητάς τους προς τις κοινοτικές ρυθμίσεις και υποβάλλει έκθεση στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή. Τα κράτη μέλη θέτουν τους πόρους που προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ έως δ΄, στη διάθεση της Επιτροπής.»

    Άρθρο 8, παράγραφος 2, in fine:

    «[…] το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα, επί προτάσεως της Επιτροπής και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, θεσπίζει τις αναγκαίες διατάξεις για την εφαρμογή της παρούσας απόφασης, καθώς και τις διατάξεις για τον έλεγχο της είσπραξης, την απόδοση στην Επιτροπή και την καταβολή των εσόδων που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 5.»

    10.   Οι κρίσιμες για την υπόθεση διατάξεις του κανονισμού 1552/89, όπως εφαρμόζονταν κατά την υπό εξέταση χρονική περίοδο είναι οι ακόλουθες:

    Άρθρο 2:

    «1. Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, η απαίτηση των Κοινοτήτων επί των ιδίων πόρων που προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, της αποφάσεως 88/376/ΕΟΚ, Ευρατόμ [σήμερα, της αποφάσεως 94/728] θεωρείται βεβαιωθείσα άπαξ και πληρούνται οι όροι που προβλέπονται από την τελωνειακή νομοθεσία όσον αφορά τη λογιστική καταχώριση του ποσού και την ανακοίνωσή του στον οφειλέτη.

    1.α) Η ημερομηνία που λαμβάνεται υπόψη για τη βεβαίωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 είναι η ημερομηνία λογιστικής καταχώρησης που προβλέπεται από την τελωνειακή νομοθεσία.

    […]

    1.β) Σε περίπτωση διαφορών, οι αρμόδιες διοικητικές αρχές τεκμαίρεται ότι μπορούν να υπολογίζουν, με σκοπό τη βεβαίωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, το οφειλόμενο ποσό, το αργότερο κατά την έκδοση της πρώτης διοικητικής απόφασης με την οποία κοινοποιείται η οφειλή στον οφειλέτη ή κατά την παραπομπή της υπόθεσης στη δικαστική αρχή, εάν προηγείται.

    […]»

    Άρθρο 6:

    «1. Λογαριασμοί των ιδίων πόρων, υποδιαιρούμενοι κατά είδος αυτών, τηρούνται στο Δημόσιο Ταμείο κάθε κράτους μέλους ή στον οργανισμό που ορίζεται από αυτό.

    1.α) […]

    2.α)      Οι απαιτήσεις που βεβαιώνονται σύμφωνα με το άρθρο 2 καταχωρούνται στα λογιστικά βιβλία, υπό την επιφύλαξη του στοιχείου β΄ της παρούσας παραγράφου, το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τη 19η ημέρα του δεύτερου μήνα που ακολουθεί το μήνα κατά τον οποίο βεβαιώθηκε η απαίτηση.

    β)      Οι απαιτήσεις που έχουν βεβαιωθεί αλλά δεν έχουν καταχωρηθεί στα λογιστικά βιβλία που αναφέρονται στο στοιχείο α΄ διότι δεν έχουν ακόμα εισπραχθεί και δεν έχει συσταθεί γι’ αυτές καμία ασφάλεια καταχωρούνται, εντός της προθεσμίας του στοιχείου α΄, σε χωριστά λογιστικά βιβλία. Τα κράτη μέλη μπορούν να ενεργήσουν κατά τον ίδιο τρόπο σε περίπτωση που οι απαιτήσεις που έχουν βεβαιωθεί και καλύπτονται από εγγυήσεις αποτελούν αντικείμενο αμφισβήτησης και ενδέχεται να υποστούν μεταβολές, συνεπεία αντιδικίας.»

    Οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 6 προβλέπουν τις υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά την περιοδική αποστολή των καταστάσεων των λογιστικών εγγραφών στην Επιτροπή.

    Άρθρο 17:

    «1. Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε τα ποσά που αντιστοιχούν στα βεβαιωθέντα σύμφωνα με το άρθρο 2 έσοδα να αποδίδονται στην Επιτροπή κατά τους όρους που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

    2. Τα κράτη μέλη απαλλάσσονται της υποχρεώσεως να αποδίδουν στην Επιτροπή τα ποσά που αντιστοιχούν στα βεβαιωθέντα έσοδα, μόνον εάν η είσπραξη δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί για λόγους ανωτέρας βίας. Εξάλλου, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να μη θέτουν στη διάθεση της Επιτροπής τα σχετικά ποσά εφόσον αποδεικνύεται μετά από διεξοδική εξέταση όλων των στοιχείων της εν λόγω περίπτωσης, ότι είναι οριστικά αδύνατον να εισπράξουν τα οφειλόμενα για λόγους πέραν της ευθύνης τους. Οι περιπτώσεις αυτές πρέπει να αναφέρονται στην έκθεση που προβλέπει η παράγραφος 3, εφόσον τα ποσά υπερβαίνουν το ισόποσο των 10 000 Ecu, μετατρεπομένων σε εθνικό νόμισμα με την ισοτιμία της πρώτης εργάσιμης ημέρας του Οκτωβρίου του προηγούμενου ημερολογιακού έτους· στην έκθεση αυτή πρέπει να αναφέρονται οι λόγοι για τους οποίους το κράτος μέλος δεν μπόρεσε να αποδώσει τα εν λόγω ποσά. Η Επιτροπή διαθέτει προθεσμία έξι μηνών για να ανακοινώσει, ενδεχομένως, τις παρατηρήσεις της στο συγκεκριμένο κράτος μέλος.

    […]»

     Τα κράτη μέλη και οι οφειλέτες

    11.   Η απόφαση του 1994 για τους ίδιους πόρους και ο κανονισμός 1552/89 προβλέπουν τις υποχρεώσεις των κρατών μελών έναντι της Κοινότητας όσον αφορά τη διαπίστωση, την είσπραξη, τη λογιστική καταχώριση και τη μεταφορά των ιδίων πόρων που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, της αποφάσεως. Οι εν λόγω ίδιοι πόροι, που αποκαλούνται «παραδοσιακοί», χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι καθορίζονται εξ ολοκλήρου από τον κοινοτικό νομοθέτη και τα κράτη μέλη δρουν ως απλοί εκτελεστές στο πλαίσιο των υποχρεώσεών τους εισπράξεως και μεταφοράς των πόρων αυτών. Η εκτέλεση των υποχρεώσεων αυτών συνεπάγεται ότι τα κράτη μέλη κάνουν χρήση της εξουσίας τους έναντι των οφειλετών ώστε να καταβάλλονται πράγματι οι οφειλόμενες εισφορές προκειμένου να τεθούν στη διάθεση της Κοινότητας. Οι εφαρμοστέες προς τον σκοπό αυτό διατάξεις βρίσκονται, όσον αφορά τη διαπίστωση και την καταβολή των ποσών των τελωνειακών δασμών, καθώς και τις συναφώς συνδεόμενες εισφορές, στον κανονισμό (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (6) (στο εξής: τελωνειακός κώδικας).

    12.   Μεταξύ των διατάξεων που συνθέτουν τη σημαντική αυτή νομοθεσία, οι ακόλουθες διατάξεις μας ενδιαφέρουν ιδιαίτερα.

    Το άρθρο 4, σημείο 9, καθορίζει την έννοια της τελωνειακής οφειλής ως: «η υποχρέωση προσώπου να καταβάλει τους εισαγωγικούς δασμούς (τελωνειακή οφειλή κατά την εισαγωγή) ή τους εξαγωγικούς δασμούς (τελωνειακή οφειλή κατά την εξαγωγή) που επιβάλλονται σε συγκεκριμένα εμπορεύματα σύμφωνα με τις ισχύουσες κοινοτικές διατάξεις».

    Δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 10, ως «τελωνειακή οφειλή κατά την εισαγωγή» νοούνται:

    «–      οι δασμοί και οι φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδύναμου αποτελέσματος που καταβάλλονται κατά την εισαγωγή των εμπορευμάτων,

    –      οι γεωργικές εισφορές και οι άλλες επιβαρύνσεις κατά την εισαγωγή, που θεσπίζονται στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής ή των ειδικών καθεστώτων που εφαρμόζονται σε ορισμένα εμπορεύματα που προκύπτουν από τη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων».

    Η γένεση της τελωνειακής οφειλής κατά την εισαγωγή διέπεται από το άρθρο 201 του τελωνειακού κώδικα.

    «1. Τελωνειακή οφειλή κατά την εισαγωγή γεννάται:

    α) από τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία εμπορεύματος υποκείμενου σε εισαγωγικούς δασμούς

    ή

    β) από την υπαγωγή του στο καθεστώς προσωρινής εισδοχής με μερική απαλλαγή από τους εισαγωγικούς δασμούς.

    2. Η τελωνειακή οφειλή γεννάται τη στιγμή της αποδοχής της σχετικής τελωνειακής διασάφησης.

    3. […]»

    Τα άρθρα 217 και επόμενα του τελωνειακού κώδικα τυγχάνουν εφαρμογής κατά τον υπολογισμό και την κοινοποίηση στον οφειλέτη του ποσού των δασμών. Οι ακόλουθες διατάξεις είναι ιδιαίτερα χρήσιμες για την υπό κρίση υπόθεση:

    «Άρθρο 217

    1. Κάθε ποσό των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που προκύπτει από τελωνειακή οφειλή, που στο εξής καλείται “ποσό των δασμών”, υπολογίζεται από τις τελωνειακές αρχές μόλις αυτές διαθέτουν τα απαραίτητα στοιχεία και εγγράφεται από τις εν λόγω αρχές στα λογιστικά βιβλία ή σε οποιοδήποτε άλλο υπόθεμα επέχει θέση βιβλίων (βεβαίωση).

    Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται:

    α) […]

    β) […]

    γ) […]

    Οι τελωνειακές αρχές μπορούν να μη βεβαιώνουν ποσά δασμών τα οποία, όπως προβλέπεται στο άρθρο 221, παράγραφος 3, δεν μπορούν να γνωστοποιηθούν στον οφειλέτη λόγω εκπνοής της καθορισμένης προθεσμίας.

    2. Οι πρακτικοί τρόποι βεβαίωσης των δασμών καθορίζονται από τα κράτη μέλη. Οι τρόποι αυτοί μπορούν να διαφέρουν ανάλογα με το αν οι τελωνειακές αρχές, λαμβάνοντας υπόψη τους όρους υπό τους οποίους γεννάται η τελωνειακή οφειλή, εξασφαλίζονται ή όχι ως προς την καταβολή των εν λόγω ποσών.

    Άρθρο 218

    1. Όταν τελωνειακή οφειλή γεννάται από την αποδοχή διασάφησης για τη θέση εμπορεύματος υπό τελωνειακό καθεστώς άλλο εκτός της προσωρινής εισαγωγής με μερική απαλλαγή από τους εισαγωγικούς δασμούς ή από οιαδήποτε άλλη πράξη που έχει τα ίδια έννομα αποτελέσματα με την αποδοχή αυτή, η βεβαίωση του ποσού που αντιστοιχεί σ’ αυτή την τελωνειακή οφειλή πρέπει να πραγματοποιείται μόλις υπολογιστεί το ποσό αυτό και, το αργότερο, τη δεύτερη ημέρα μετά από εκείνη κατά τη διάρκεια της οποίας χορηγήθηκε η άδεια παραλαβής του εμπορεύματος.

    2. […]

    3. […]

    Άρθρο 219

    […]

    Άρθρο 220

    1. Όταν το ποσό των δασμών που προκύπτουν από τελωνειακή οφειλή δεν έχει βεβαιωθεί σύμφωνα με τα άρθρα 218 και 219 ή έχει βεβαιωθεί σε ύψος χαμηλότερο εκείνου που νομίμως οφειλόταν, η βεβαίωση του ποσού των δασμών που έχει ή που απομένει να εισπραχθεί, πρέπει να γίνει σε διάστημα δύο ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία η τελωνειακή αρχή αντιλήφθηκε την κατάσταση αυτή και είναι σε θέση να υπολογίσει το νομίμως οφειλόμενο ποσό και να ορίσει τον οφειλέτη (βεβαίωση εκ των υστέρων). Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί σύμφωνα με το άρθρο 219.

    2. Εκτός των περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 217, παράγραφος 1, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, δεν επιτρέπεται εκ των υστέρων βεβαίωση όταν:

    α) η αρχική απόφαση να μην βεβαιωθούν οι δασμοί ή να βεβαιωθούν σε ύψος χαμηλότερο από το νομίμως οφειλόμενο ποσό είχε ληφθεί βάσει γενικών διατάξεων που μεταγενέστερα κατέστησαν ανίσχυρες με δικαστική απόφαση·

    β) το νομίμως οφειλόμενο ποσό των δασμών δεν βεβαιώθηκε από λάθος των ίδιων των τελωνειακών αρχών, το οποίο λογικά δεν μπορούσε να ανακαλυφθεί από τον οφειλέτη, εφόσον ο τελευταίος ενήργησε με καλή πίστη και τήρησε όλες τις διατάξεις που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία όσον αφορά την τελωνειακή διασάφηση·

    γ) οι διατάξεις που θεσπίστηκαν με τη διαδικασία της επιτροπής απαλλάσσουν τις τελωνειακές αρχές από την εκ των υστέρων βεβαίωση ποσών δασμών που είναι κατώτερα από ορισμένο ποσό.

    Άρθρο 221

    1. Το ποσό των δασμών πρέπει να γνωστοποιείται στον οφειλέτη, με την κατάλληλη διαδικασία, μόλις βεβαιωθεί.

    2. Όταν αναφέρεται ενδεικτικά στην τελωνειακή διασάφηση το ποσό των εισπρακτέων δασμών, η τελωνειακή αρχή μπορεί να ορίσει ότι η γνωστοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πραγματοποιείται μόνο αν το ποσό των δασμών που έχει αναγραφεί στη διασάφηση δεν αντιστοιχεί στο ποσό που αυτή καθορίζει.

    Με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 218, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, όταν γίνεται χρήση της δυνατότητας που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, η άδεια παραλαβής των εμπορευμάτων από την τελωνειακή αρχή ισοδυναμεί με γνωστοποίηση του βεβαιωθέντος ποσού των δασμών στον οφειλέτη.

    3. Η γνωστοποίηση στον οφειλέτη δεν είναι δυνατόν να γίνει μετά τη λήξη τριετούς προθεσμίας από την ημερομηνία γένεσης της τελωνειακής οφειλής. Ωστόσο, όταν η αδυναμία των τελωνειακών αρχών να προσδιορίσουν το ακριβές ποσό των νομίμως οφειλομένων δασμών οφείλεται σε πράξη που υπόκειται σε ποινική δικαστική δίωξη, η εν λόγω γνωστοποίηση γίνεται εφόσον αυτό προβλέπεται από τις ισχύουσες διατάξεις, και μετά τη λήξη της εν λόγω τριετούς προθεσμίας.»

    13.   Η Επιτροπή θέσπισε τις λεπτομέρειες εφαρμογής του τελωνειακού κώδικα με διάφορους κανονισμούς. Ειδικότερα, μας ενδιαφέρουν οι ακόλουθοι κανονισμοί:

    –      ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου για τη θέσπιση του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (7) (στο εξής: κανονισμός 2454/93)·

    –      ο κανονισμός (ΕΚ) 1677/98 της Επιτροπής, της 29ης Ιουλίου 1998, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου περί θεσπίσεως του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (8) (στο εξής: κανονισμός 1677/98), και

    –      ο κανονισμός (ΕΚ) 1335/2003 της Επιτροπής, της 25ης Ιουλίου 2003, σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου περί θεσπίσεως του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (9) (στο εξής: κανονισμός 1335/2003).

    14.   Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, το άρθρο 869, στοιχείο β΄, του κανονισμού 2454/93 προέβλεπε ότι:

    «Οι τελωνειακές αρχές αποφασίζουν μόνες τους να μην βεβαιώνουν εκ των υστέρων τους μη εισπραχθέντες δασμούς:

    α)      […]·

    β)      στις περιπτώσεις που κρίνουν ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που ορίζει το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κώδικα και εφόσον το ποσό που δεν κατέβαλε ο επιχειρηματίας λόγω σφάλματος, και το οποίο μπορεί, ενδεχομένως, να αφορά πολλές πράξεις εισαγωγής ή εξαγωγής, είναι κατώτερο των 2 000 Ecu·

    […]»

    Το άρθρο 1, σημείο 5, του κανονισμού 1677/98 αντικατέστησε τις λέξεις «2 000 Ecu» στο τέλος της διατάξεως αυτής με «50 000 Ecu».

    15.   Το άρθρο 871, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2454/93 ορίζει ότι: «Με εξαίρεση τις περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 869, όταν οι τελωνειακές αρχές, είτε κρίνουν ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κώδικα είτε έχουν επιφυλάξεις όσον αφορά την εφαρμογή των κριτηρίων της προαναφερθείσας διάταξης σε μία συγκεκριμένη περίπτωση, διαβιβάζουν την υπόθεση στην Επιτροπή για να εξετασθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 872 έως 876. […]»

    16.   Τα άρθρα 869, στοιχείο β΄, και 871 του κανονισμού 2454/93 αντικαταστάθηκαν δυνάμει του άρθρου 1, σημεία 1 και 2, του κανονισμού 1335/2003. Η τελευταία αυτή διάταξη κατέστη εφαρμοστέα από την 1η Αυγούστου 2003 στο σύνολο των περιπτώσεων που δεν είχαν διαβιβαστεί στην Επιτροπή προς λήψη αποφάσεως πριν από την ημερομηνία αυτή.

    17.   Οι διατάξεις των άρθρων 869, στοιχείο β΄, και 871 τροποποιήθηκαν ως ακολούθως:

    Άρθρο 869, στοιχείο β΄

    «Οι τελωνειακές αρχές αποφασίζουν μόνες τους να μην βεβαιώνουν εκ των υστέρων τους μη εισπραχθέντες δασμούς:

    α)      […]·

    β)      στις περιπτώσεις που κρίνουν ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που ορίζει το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κώδικα, με εξαίρεση τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η υπόθεση πρέπει να υποβληθεί στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 871. Ωστόσο, όταν εφαρμόζεται το άρθρο 871, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, απόφαση των τελωνειακών αρχών που επιτρέπει τη μη βεβαίωση των σχετικών δασμών μπορεί να εκδοθεί μόνον μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας που έχει αναληφθεί σύμφωνα με τα άρθρα 871 έως 876».

    Άρθρο 871, παράγραφοι 1 και 2

    «1. Η τελωνειακή αρχή διαβιβάζει την υπόθεση στην Επιτροπή για να τη διευθετήσει σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 872 έως 876 όταν κρίνει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κώδικα και:

    –      θεωρεί είτε ότι η Επιτροπή διέπραξε λάθος κατά την έννοια του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κώδικα είτε

    –      ότι οι περιστάσεις στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουν σχέση με τα αποτελέσματα κοινοτικής έρευνας που διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) 515/97 του Συμβουλίου, της 13ης Μαρτίου 1997, περί της αμοιβαίας συνδρομής μεταξύ των διοικητικών αρχών των κρατών μελών και της συνεργασίας των αρχών αυτών με την Επιτροπή με σκοπό τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής των τελωνειακών και γεωργικών ρυθμίσεων (10) ή σύμφωνα με κάθε άλλη κοινοτική διάταξη ή συμφωνία που έχει συνάψει η Επιτροπή με ορισμένες χώρες ή ομάδες χωρών, όπου προβλέπεται η δυνατότητα διενέργειας τέτοιων κοινοτικών ερευνών, ή

    –       το μη εισπραττόμενο από επιχείρηση ποσό λόγω του ίδιου λάθους που αφορά, ενδεχομένως, περισσότερες της μίας πράξεις εισαγωγής ή εξαγωγής είναι μεγαλύτερο από ή ίσο με 500 000 ευρώ.

    2. Η διαβίβαση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 δεν επιτρέπεται όταν:

    –       η Επιτροπή εξέδωσε ήδη απόφαση σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 872 έως 876 σχετικά με υπόθεση η οποία παρουσιάζει παρόμοια πραγματικά και νομικά στοιχεία,

    –       η Επιτροπή ήδη ασχολείται με υπόθεση η οποία παρουσιάζει παρόμοια πραγματικά και νομικά στοιχεία.»

    18.   Το άρθρο 873, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2454/93 προβλέπει ότι: «Μετά από διαβούλευση με ομάδα εμπειρογνωμόνων που απαρτίζεται από αντιπροσώπους όλων των κρατών μελών οι οποίοι συνέρχονται στο πλαίσιο της επιτροπής για να εξετάσουν τη συγκεκριμένη υπόθεση, η Επιτροπή αποφασίζει είτε ότι η εξετασθείσα περίπτωση δικαιολογεί την εκ των υστέρων βεβαίωση των δασμών είτε ότι δεν τη δικαιολογεί.»

    III – Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως

    19.   Στις αρχές του 1990, μια δανική επιχείρηση (στο εξής: εισαγωγέας επιχείρηση) εισήγαγε στη Δανία κατεψυγμένο αρακά από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Μέχρι το τέλος του 1995, τα εν λόγω εμπορεύματα μεταπωλούνταν πριν από τον εκτελωνισμό τους σε Δανό χονδρέμπορο ο οποίος αναλάμβανε την τελωνειακή τους διασάφηση. Ο χονδρέμπορος είχε άδεια εισαγωγής με μηδενικό συντελεστή δασμών λόγω του γεγονότος ότι προόριζε τα εν λόγω εμπορεύματα σε τελική χρήση. Από την 1η Ιανουαρίου 1996, η εισαγωγέας επιχείρηση προέβη η ίδια στις διατυπώσεις εκτελωνισμού. Οι τοπικές τελωνειακές αρχές του Ballerup (Δανία) δέχτηκαν την τελωνειακή διασάφηση χωρίς να εξετάσουν αν η επιχείρηση είχε άδεια τελικής χρήσεως των εν λόγω εμπορευμάτων και εξακολούθησαν να εφαρμόζουν μηδενικό συντελεστή δασμών.

    20.   Στις 12 Μαΐου 1997, οι τοπικές τελωνειακές αρχές του Vejle (Δανία) διαπίστωσαν ότι η εισαγωγέας επιχείρηση δεν διέθετε άδεια εισαγωγής με μηδενικό συντελεστή δασμών. Οι εν λόγω τελωνειακές αρχές διόρθωσαν τις δύο τελωνειακές διασαφήσεις εφαρμόζοντας συντελεστή 16,8 %. Κατόπιν τούτου, η εισαγωγέας επιχείρηση απευθύνθηκε, αυθημερόν, στις τοπικές τελωνειακές αρχές του Ballerup οι οποίες αναδιόρθωσαν τις διορθώσεις και εφάρμοσαν εκ νέου τον μηδενικό συντελεστή χωρίς να επαληθεύσουν αν η επιχείρηση είχε την απαραίτητη άδεια τελικής χρήσεως των εμπορευμάτων.

    21.   Κατά τη διάρκεια a posteriori ελέγχου των 25 διασαφήσεων που είχαν κατατεθεί μεταξύ 9ης Φεβρουαρίου 1996 και 24ης Οκτωβρίου 1997, οι αρμόδιες τελωνειακές αρχές διαπίστωσαν ότι η εισαγωγέας επιχείρηση δεν διέθετε την απαιτούμενη για το καθεστώς τελικής χρήσεως άδεια. Οι εν λόγω αρχές απαίτησαν την πληρωμή των εισαγωγικών δασμών που έπρεπε να έχουν εισπραχθεί, ήτοι ποσό 509 707,30 DKK (περίπου 69 000 ευρώ). Παρ’ όλ’ αυτά, οι δανικές τελωνειακές αρχές, αφού διαπίστωσαν ότι η αναδιόρθωση των διορθώσεων στις οποίες προέβησαν οι τοπικές τελωνειακές αρχές του Ballerup στις 12 Μαΐου 1997 δημιούργησε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της επιχειρήσεως ως προς την ορθότητα της ακολουθηθείσας διαδικασίας εκτελωνισμού, ρώτησαν την Επιτροπή αν, σύμφωνα με το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα, μπορούσαν δικαιολογημένα να μη βεβαιώσουν a posteriori τους απαιτούμενους από την επιχείρηση εισαγωγικούς δασμούς όσον αφορά τις κατατεθείσες μετά την ημερομηνία αυτή διασαφήσεις. Τούτο αντιστοιχούσε σε 140 409,60 DKK (περίπου 19 000 ευρώ).

    22.   Με απόφαση της 19ης Ιουλίου 1999, η Επιτροπή απάντησε καταφατικώς. Με την απόφασή της, η Επιτροπή εκτίμησε, μεταξύ άλλων, ότι η αναδιόρθωση, εκ μέρους των τοπικών τελωνειακών αρχών του Ballerup στις 12 Μαΐου 1997, των διορθώσεων στις οποίες προέβησαν οι τοπικές αρχές του Vejle πρέπει να θεωρηθεί ως σφάλμα των αρμοδίων τελωνειακών αρχών, την οποία δεν μπορούσε ευλόγως να ανακαλύψει ο ενδιαφερόμενος.

    23.   Με το από 21 Οκτωβρίου 1999 έγγραφο, η Επιτροπή κάλεσε τις δανικές αρχές να της αποδώσουν το ποσό των 140 409,60 DKK, ως ίδιους πόρους, πριν από την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τη 19η ημέρα του δεύτερου μήνα που ακολουθεί την αποστολή του εγγράφου, δηλαδή τις 20 Δεκεμβρίου 1999, άλλως θα τρέξουν οι τόκοι υπερημερίας που προβλέπονται στην ισχύουσα κοινοτική κανονιστική ρύθμιση. Η Επιτροπή ζήτησε επίσης τον καθορισμό του ποσού ώστε να μπορεί να προσδιοριστεί στη μηνιαία κατάσταση λογιστικών εγγραφών που πρέπει να της κοινοποιηθεί.

    24.   Η Επιτροπή, αφού οι δανικές αρχές, με έγγραφο της 15ης Δεκεμβρίου 1999, αρνήθηκαν να δώσουν συνέχεια στο εν λόγω αίτημα, απηύθυνε έγγραφο οχλήσεως στη Δανική Κυβέρνηση με έγγραφο της 19ης Ιουλίου 2000. Στις 6 Απριλίου 2001, η Επιτροπή, επειδή η από 29 Σεπτεμβρίου 2000 απάντηση της Δανικής Κυβερνήσεως δεν την ικανοποίησε, εξέδωσε αιτιολογημένη γνώμη καλώντας το εν λόγω κράτος μέλος να λάβει τα μέτρα που είναι αναγκαία για να συμμορφωθεί προς τη γνώμη αυτή εντός δύο μηνών από της κοινοποιήσεώς της. Καθόσον η Δανική Κυβέρνηση, με την απάντησή της, εξακολουθεί να ισχυρίζεται ότι τα κράτη μέλη δεν μπορεί να θεωρούνται υπεύθυνα για σφάλματα των τελωνειακών αρχών, τις συνέπειες των οποίων δεν υποχρεούνται να υποστούν οι οφειλέτες –οι οποίοι μπορούν να επικαλεστούν συναφή απόφαση της Επιτροπής–, η Επιτροπή άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

    IV – Επιχειρήματα των διαδίκων

    25.   Όσον αφορά τις απόψεις των διαδίκων που αναφέρονται κατωτέρω, θα αναφέρω μόνον τις γενικές γραμμές των λεπτομερών ανταλλαγέντων επιχειρημάτων, γραπτώς και κατά τη διάρκεια της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, μεταξύ της Επιτροπής, αφενός, και του Βασιλείου της Δανίας και των κρατών μελών που παρενέβησαν προς στήριξη των αιτημάτων του, αφετέρου. Όπου χρειάζεται, θα σχολιάσω μερικά από τα προβληθέντα επιχειρήματα.

    26.   Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι «οι παραδοσιακοί» ίδιοι πόροι, κατά την έννοια του άρθρου 2 της αποφάσεως του 1994 για τους ίδιους πόρους, υφίστανται από τη γένεση της τελωνειακής οφειλής και, ως εκ τούτου, το ποσό των 140 409,60 DKK έπρεπε να της αποδοθεί δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, της εν λόγω αποφάσεως. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1552/89, οι δανικές αρχές έπρεπε, εφαρμόζοντας ορθώς τις τελωνειακές διατάξεις, να διαπιστώσουν απαίτηση των Κοινοτήτων επί των πόρων αυτών και, ελλείψει της απαιτούμενης δηλώσεως τελικής χρήσεως, να εισπράξουν τους δασμούς.

    27.   Ο καθορισμός της χρονικής στιγμής κατά την οποία οι δανικές αρχές έπρεπε να διαπιστώσουν την απαίτηση επί του ποσού της τελωνειακής οφειλής επιτρέπει επίσης να υπολογιστεί, σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού 1552/89, η προθεσμία εντός της οποίας οι επίδικοι ίδιοι πόροι έπρεπε να εγγραφούν στον λογαριασμό της Κοινότητας. Η μη τήρηση της προθεσμίας αυτής δημιουργεί την υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας σύμφωνα με το άρθρο 11 του εν λόγω κανονισμού. Η Επιτροπή επικαλείται προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού την απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας (υπόθεση 303/84) (11).

    28.   Σύμφωνα με την Επιτροπή, πρέπει να γίνεται αυστηρή διάκριση μεταξύ, αφενός, των σχέσεων μεταξύ της Κοινότητας και των κρατών μελών και, αφετέρου, των σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών και των οφειλετών κατά την είσπραξη τελωνειακών δασμών εκ μέρους των κρατών μελών, την οποία ακολουθεί η απόδοσή τους στην Επιτροπή. Η σχέση μεταξύ της Κοινότητας και των κρατών μελών διέπεται από τις διατάξεις σχετικά με το σύστημα χρηματοδοτήσεως της Κοινότητας, δηλαδή την απόφαση του 1994 για τους ίδιους πόρους και τον κανονισμό 1552/89, καθώς και από την αρχή της αγαστής συνεργασίας που θεσπίζει το άρθρο 10 ΕΚ. Οι σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών και των επιχειρηματιών, αντιθέτως, διέπονται εξ ολοκλήρου από τον τελωνειακό κώδικα και τις διατάξεις που έχουν θεσπιστεί για την εκτέλεσή του, όπως οι διατάξεις του κανονισμού 2454/93.

    29.   Στη συνέχεια, η Επιτροπή, δέχεται ότι υφίσταται αμιγώς τεχνικός και νομικός σύνδεσμος μεταξύ των δύο συνόλων κανόνων, εφόσον ο κανονισμός 1552/89 αναφέρει τα διάφορα στάδια τα οποία, σύμφωνα με τον τελωνειακό κώδικα, διανύονται στο πλαίσιο της γενέσεως, της διαπιστώσεως και της εισπράξεως τελωνειακής οφειλής. Πάντως, οι εν λόγω αναφορές δεν ασκούν επιρροή στο ζήτημα της δημοσιονομικής ευθύνης των εθνικών αρχών έναντι της Επιτροπής για τα σφάλματα που διαπράττουν κατά την είσπραξη των «παραδοσιακών» ιδίων πόρων. Αν το κράτος μέλος δεν εισπράττει, για οποιονδήποτε λόγο, τους εν λόγω πόρους, απαλλάσσεται της υποχρεώσεώς του να τους αποδώσει στην Επιτροπή μόνο δυνάμει του άρθρου 17 του κανονισμού 1552/89 και μόνον υπό τις προϋποθέσεις που θεσπίζονται, εξαντλητικώς, στη διάταξη αυτή. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι μια επιχείρηση απαλλάσσεται της καταβολής δασμών δυνάμει του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα δεν έχει καθεαυτό καμία συνέπεια στην υποχρέωση του οικείου κράτους μέλους να καταβάλει το ποσό των εν λόγω δασμών.

    30.   Η παραπομπή του άρθρου 2 του κανονισμού 1552/89 στον τελωνειακό κώδικα, ειδικότερα όσον αφορά τη βεβαίωση τελωνειακής οφειλής, πρέπει οπωσδήποτε να νοηθεί ως παραπομπή στις αντικειμενικές προϋποθέσεις που θεσπίζει ο κώδικας ώστε να είναι δυνατή η βεβαίωση της τελωνειακής οφειλής, και όχι στο ζήτημα αν οι εθνικές αρχές προέβησαν ή δεν προέβησαν στη βεβαίωση της τελωνειακής οφειλής στη συγκεκριμένη περίπτωση. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την Επιτροπή, από τη στιγμή εισόδου των εμπορευμάτων στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, δηλαδή από τη γένεση της τελωνειακής οφειλής, οι δασμοί και οι γεωργικές εισφορές ανήκουν στην Κοινότητα, και όχι στα κράτη μέλη.

    31.   Εντούτοις, η Κοινότητα επέλεξε να εμπιστευθεί την είσπραξη των εν λόγω εσόδων στα κράτη μέλη διότι τα κράτη διαθέτουν την κατάλληλη λειτουργική υποδομή. Ως αντιπαροχή, τα κράτη μέλη παρακρατούν σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 3, της αποφάσεως του 1994 για τους ίδιους πόρους το 10 % των ποσών των ιδίων πόρων που πρέπει να καταβληθούν (σήμερα το 25 %). Η Επιτροπή συνάγει εξ αυτού ότι η Κοινότητα δικαιούται τοσούτω μάλλον να αναμένει ότι τα κράτη μέλη θα εκπληρώσουν το καθήκον τους με τη μεγαλύτερη επιμέλεια. Τέλος, τα κράτη μέλη υπόκεινται στις οικονομικές συνέπειες της ενδεχόμενης αμέλειάς τους κατά την είσπραξη των ιδίων πόρων.

    32.   Προς στήριξη της απόψεώς της, η Επιτροπή επικαλείται την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως που θεσπίζεται στα άρθρα 248 ΕΚ και 274 ΕΚ, όπως τίθενται σε εφαρμογή με το άρθρο 2 του δημοσιονομικού κανονισμού, της 21ης Δεκεμβρίου 1977, που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (12), όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό 762/2001 (13). Παραβίαση της αρχής αυτής συνεπάγεται ότι τα αχρεωστήτως καταβληθέντα πρέπει να αντισταθμιστούν από το σύνολο των κρατών μελών, μέσω του αποκαλουμένου πόρου «ΑΕΠ». Συνεπώς, διαταράσσεται η εύθραυστη ισορροπία της χρηματοδοτήσεως της Κοινότητας.

    33.   Συναφώς, η Επιτροπή επικαλείται τις αποφάσεις Pretore di Cento (14) και Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (υπόθεση C-96/89) (15). Κατωτέρω, θα επανέλθω, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως των ισχυρισμών, επί του περιεχομένου των εν λόγω αποφάσεων και της επιδράσεώς του στη λύση της διαφοράς.

    34.   Η Δανική Κυβέρνηση απαντά λεπτομερώς στα επιχειρήματα της Επιτροπής υποστηρίζοντας ότι το εφαρμοστέο εν προκειμένω κοινοτικό δίκαιο δεν προβλέπει δημοσιονομική ευθύνη των κρατών μελών σε περίπτωση σφαλμάτων των εθνικών αρχών των εν λόγω κρατών κατά την είσπραξη των ιδίων πόρων της Κοινότητας. Τέτοιου είδους ευθύνη πρέπει να θεμελιούται ρητώς σε νομική βάση στην εφαρμοστέα κοινοτική νομοθεσία. Ωστόσο, ούτε από τη διατύπωση ούτε από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της αποφάσεως 1994 σχετικά με τους ίδιους πόρους, τον κανονισμό 1552/89 ή τις διατάξεις που προηγήθηκαν μπορεί να συναχθεί πρόθεση να υπέχουν τα κράτη μέλη δημοσιονομική ευθύνη για σφάλματα και αμέλειες κατά την είσπραξη των ιδίων πόρων. Τα άρθρα 2 και 8 της αποφάσεως του 1994 για τους ίδιους πόρους απλώς προβλέπουν ότι τα έσοδα από τους εισαγωγικούς και εξαγωγικούς δασμούς πρέπει να αποδίδονται στην Επιτροπή. Δεν περιλαμβάνουν τίποτα σχετικά με τις συνέπειες των ενδεχομένων σφαλμάτων ή παραλείψεων των εθνικών τελωνειακών αρχών.

    35.   Συναφώς, η Δανική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η υπό κρίση υπόθεση επέχει θέση δοκιμής για την Επιτροπή. Η Επιτροπή προσπάθησε πλειστάκις να εισαχθεί η αρχή της δημοσιονομικής ευθύνης των κρατών μελών για τα σφάλματα που διαπράττονται κατά την είσπραξη των ιδίων πόρων στις αποφάσεις για τους ίδιους πόρους και τους κανόνες που θεσπίζονται για την εφαρμογή τους. Μέχρι του παρόντος οι συναφείς απόπειρες της Επιτροπής δεν ετελεσφόρησαν και το Συμβούλιο απέρριψε τις προτάσεις που παρουσίασε η Επιτροπή επ’ αυτού.

    36.   Η Δανική Κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι, από την αρχή της αγαστής συνεργασίας του άρθρου 10 ΕΚ, προκύπτει ότι τα κράτη μέλη έχουν καθήκον να διασφαλίζουν, με αποτελεσματική οργάνωση της διοικήσεώς τους, ότι οι ίδιοι πόροι εισπράττονται ορθώς και αποδίδονται στην Επιτροπή. Εντούτοις, δεν μπορεί να συναχθεί εξ αυτού ότι ένα κράτος μέλος πρέπει να φέρει την ευθύνη των σφαλμάτων που ενδεχομένως διέπραξαν οι εθνικές αρχές. Η Δανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η απώλεια ιδίων πόρων, η οποία είναι σχεδόν αναπόφευκτη συνέπεια λόγω του ότι η είσπραξη των ιδίων πόρων για λογαριασμό της Κοινότητας γίνεται κατ’ εξουσιοδότηση, πρέπει να βαρύνει την Κοινότητα. Στην αντίθετη περίπτωση, τα κράτη μέλη μέσω των οποίων διεξάγονται οι σημαντικότερες κοινοτικές εμπορικές συναλλαγές με τις τρίτες χώρες θίγονται δυσανάλογα.

    37.   Από ενδελεχή εξέταση των όρων και της οικονομίας της αποφάσεως του 1994 για τους ίδιους πόρους και του κανονισμού 1552/89 προκύπτει ότι το επιχείρημα της Επιτροπής στερείται ερείσματος. Ειδικότερα, οι διατάξεις επί των οποίων βασίζεται η απόφαση αυτή, δηλαδή τα άρθρα 2 και 8 της αποφάσεως του 1994 για τους ίδιους πόρους, απλώς προβλέπουν ότι τα έσοδα των εισαγωγικών δασμών πρέπει να αποδίδονται στην Επιτροπή. Τα εν λόγω άρθρα δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην υποθετική περίπτωση αχρεωστήτως καταβληθέντων πόρων που καταλογίζονται σε σφάλμα των εθνικών τελωνειακών αρχών. Περαιτέρω, ο κανονισμός 1552/89 έχει λεπτομερέστατο χαρακτήρα. Εξ αντιθέτου, συνάγεται ότι, αν το Συμβούλιο είχε την πρόθεση να καταστήσει τα κράτη μέλη υπεύθυνα των αχρεωστήτως καταβληθέντων που προκύπτουν από λάθη ή αμέλειες των εθνικών τους αρχών, θα το είχε, αναμφισβήτητα, προβλέψει με ρητή διάταξη στον εν λόγω κανονισμό.

    38.   Αντίθετα προς την Επιτροπή, η Δανική Κυβέρνηση θεωρεί ότι κανένα επιχείρημα δεν μπορεί να αντληθεί, εν προκειμένω, από το άρθρο 17 του κανονισμού 1552/89. Η εν λόγω διάταξη καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να απαλλαγούν της υποχρεώσεώς τους να αποδώσουν στην Επιτροπή τους δασμούς, από τη στιγμή που απετέλεσαν αντικείμενο βεβαιώσεως. Η κατάσταση είναι εντελώς άλλη εν προκειμένω. Στην υπό κρίση υπόθεση, όπου οι τελωνειακοί δασμοί δεν αποτέλεσαν το αντικείμενο βεβαιώσεως ως ίδιοι πόροι επειδή η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 220, παράγραφος 2, του τελωνειακού κώδικα, σε συνδυασμό με το άρθρο 869, στοιχείο β΄, του κανονισμού 2454/93, δέχτηκε ότι οι εισαγωγικοί δασμοί δεν βεβαιώθηκαν ενώ έπρεπε να έχουν βεβαιωθεί, δεν πρέπει να εισπραχθούν από τον οφειλέτη, καθόσον ο εν λόγω οφειλέτης βάσιμα πίστεψε ότι οι δοθείσες από τις αρμόδιες τελωνειακές αρχές διευκρινίσεις ήσαν ορθές. Καθόσον οι δασμοί δεν πρέπει πλέον να βεβαιωθούν, δεν διαπιστώνεται κανένα δικαίωμα επί ουδενός ποσού, κατά την έννοια του άρθρου 2 του κανονισμού 1552/89. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να υπάρξει καμία λογιστική εγγραφή τέτοιου ποσού στους λογαριασμούς των ιδίων πόρων, όπως απαιτεί το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού 1552/89, το δε ποσό αυτό δεν μπορεί περαιτέρω να αποδοθεί στην Επιτροπή.

    39.   Η Δανική Κυβέρνηση συμφωνεί με την Επιτροπή ότι η απόφαση του 1994 για τους ίδιους πόρους και ο κανονισμός 1552/89, αφενός, και ο τελωνειακός κώδικας, αφετέρου, δεν έχουν το ίδιο αντικείμενο. Παρ’ όλ’ αυτά, η Δανική Κυβέρνηση δεν φρονεί ότι, υπό τις περιστάσεις όπως στη συγκεκριμένη υπόθεση, όπου, δυνάμει ορθής εφαρμογής του τελωνειακού κώδικα και των διατάξεων που έχουν θεσπιστεί για την εκτέλεσή του, ορισμένοι δασμοί δεν μπορούν πλέον να καταβληθούν από τον οφειλέτη, η Επιτροπή δεν μπορεί περαιτέρω να απαιτήσει την καταβολή τους ως ίδιους πόρους. Τούτο ισχύει, κατά μείζονα λόγο, όταν η Επιτροπή είναι –δυνάμει του άρθρου 873 του κανονισμού 2454/93– καθεαυτή αρμόδια για να καθορίσει αν τα κράτη μέλη έχουν δικαίωμα να μην απαιτήσουν από τις επιχειρήσεις εισαγωγικούς δασμούς για τους λόγους του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα. Είναι φυσικό να υποτεθεί ότι, αν έχει ανατεθεί στην Επιτροπή η μέριμνα να αποφασίζει αν τα κράτη μέλη μπορούν να απαλλάσσονται από την απαίτηση ιδιαιτέρων τελωνειακών δασμών, τούτο συμβαίνει διότι η απόφαση περί μη καταβολής των εν λόγω δασμών συνεπάγεται την απώλεια ενός ιδίου πόρου για την Επιτροπή.

    40.   H Δανική Κυβέρνηση, για να αποδείξει την ύπαρξη τέτοιου συνδέσμου μεταξύ των διατάξεων για τους ίδιους πόρους και των διατάξεων που αφορούν τα τελωνεία, επικαλείται επίσης ένα ιστορικής φύσεως επιχείρημα, το οποίο αντλεί από τον κανονισμό 1697/79 (16). Το άρθρο 9 του εν λόγω κανονισμού, καταργηθέν κατόπιν από τον τελωνειακό κώδικα, προέβλεπε, ότι μέχρι την έναρξη ισχύος των κοινοτικών διατάξεων που καθορίζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα κράτη μέλη πρέπει να προβαίνουν στη βεβαίωση των ιδίων πόρων που προέρχονται από εισαγωγικούς ή εξαγωγικούς δασμούς, τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται, στην περίπτωση που δεν έχουν προβεί στην εκ των υστέρων είσπραξη των εν λόγω δασμών κατ’ εφαρμογήν του επίμαχου κανονισμού, να προβούν στη βεβαίωση των αντιστοίχων ιδίων πόρων υπό την έννοια «του κανονισμού» (που αντικαταστάθηκε κατόπιν με τον κανονισμό 1552/89).

    41.   Τέλος, η Δανική Κυβέρνηση επιχειρεί, με πολύ εμπεριστατωμένη επιχειρηματολογία, να αποδείξει γιατί η επικληθείσα από την Επιτροπή νομολογία είναι αλυσιτελής εν προκειμένω. Η νομολογία αυτή αφορά τις περιπτώσεις όπου το οικείο κράτος μέλος υποχρεούται να προβεί στην εκ των υστέρων κάλυψη γεωργικού φόρου ή εισαγωγικού δασμού από επιχείρηση, ακόμη κι αν η είσπραξη δεν πραγματοποιήθηκε σε εύθετο χρόνο. Το νομικό τους πλαίσιο δεν περιελάμβανε διατάξεις αντιστοιχούσες στο άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα. Τούτο επέτρεπε την εκ των υστέρων είσπραξη του φόρου από την οικεία επιχείρηση. Αντιθέτως, δεν προκύπτει ότι οι αποφάσεις αυτές τυγχάνουν εφαρμογής στις περιπτώσεις όπου κράτος μέλος δεν έχει πλέον το δικαίωμα να προβεί σε είσπραξη δασμών λόγω σφάλματος των τελωνειακών αρχών.

    42.   Η Βελγική, Ιταλική, Ολλανδική, Πορτογαλική και Σουηδική Κυβέρνηση υποστηρίζουν την άποψη της Δανικής Κυβερνήσεως. Μολονότι τα επιχειρήματά τους παρουσιάζουν μερικές διαφορές, οι κυβερνήσεις αυτές, όπως και η Δανική Κυβέρνηση, φρονούν ότι τα κράτη μέλη δεν μπορεί να θεωρούνται υπεύθυνα για σφάλματα ή αμέλειες των εθνικών τελωνειακών αρχών. Όπως και η Δανική Κυβέρνηση, οι κυβερνήσεις αυτές φρονούν ότι η επικληθείσα από την Επιτροπή νομολογία είναι αλυσιτελής εν προκειμένω. Ειδικότερα, η νομολογία αυτή δεν αφορά τις περιπτώσεις όπου τα κράτη μέλη δεν μπορούν πλέον να προβούν στην εκ των υστέρων είσπραξη τελωνειακών δασμών ή γεωργικών φόρων. Συναφώς, ορισμένοι παρεμβαίνοντες παρατήρησαν ακόμη ότι σφάλματα όπως τα αναφερόμενα στο άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα μπορεί να διαπραχθούν και από την ίδια την Επιτροπή ή τις αρχές τρίτων κρατών.

    43.   Ορισμένοι παρεμβαίνοντες ισχυρίζονται ότι, ακόμη και στην περίπτωση επιμελούς εφαρμογής της τελωνειακής νομοθεσίας εκ μέρους ορθώς λειτουργούσας τελωνειακής αρχής, τα λάθη είναι προφανώς αναπόφευκτα. Λαμβανομένου υπόψη του όγκου των εμπορικών συναλλαγών με τις τρίτες χώρες, είναι απλώς αδύνατον να μη διαπραχθεί κανένα λάθος. Η άποψη της Επιτροπής συνεπάγεται ότι τα κράτη μέλη μέσω των οποίων διεξάγονται οι μεγαλύτερες εμπορικές συναλλαγές διατρέχουν δυσανάλογους οικονομικούς κινδύνους, ακόμα και λαμβάνοντας όλα τα μέτρα που τους επιβάλλει η αρχή της αγαστής κοινοτικής συνεργασίας που θεσπίζει το άρθρο 10 ΕΚ.

    44.   Τα επιχειρήματα που προβάλλει η Γερμανική Κυβέρνηση διαφέρουν κάπως από τα επιχειρήματα των άλλων παρεμβαινόντων. Η Γερμανική Κυβέρνηση προβάλλει κατ’ αρχάς ένσταση απαραδέκτου. Σύμφωνα με το άρθρο 92, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, εναπόκειται στο Δικαστήριο να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το παραδεκτό προσφυγής. Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της υπό κρίση υποθέσεως. Πράγματι, η παρούσα προσφυγή συνιστά στην πραγματικότητα αγωγή αποζημιώσεως που στηρίζεται σε παράβαση του τελωνειακού κώδικα. Δεδομένου ότι τέτοιου είδους προσφυγή δεν προβλέπεται στο καθεστώς προστασίας των δικαιωμάτων της Συνθήκης ΕΚ, οι δανικές αρχές είναι αρμόδιες για την επίλυση της εν λόγω διαφοράς, σύμφωνα με το άρθρο 240 ΕΚ.

    45.   Δεύτερον, η Γερμανική Κυβέρνηση παρατηρεί ότι, εφόσον δεν υφίσταται, αντικειμενικώς, αλάνθαστη τελωνειακή διοίκηση, τέτοιου είδους αγωγή αποζημιώσεως μπορεί να ευοδωθεί μόνο σε περίπτωση πρόδηλης και κατάφωρης παραβάσεως των κοινοτικών διατάξεων σε τελωνειακά και γεωργικά θέματα, συνεπαγόμενη οικονομικής φύσεως ζημία για την Κοινότητα, εφαρμόζοντας κατ’ αναλογία τα κριτήρια που θεσπίστηκαν στον τομέα αυτό από το Δικαστήριο με τη νομολογία σχετικά με την ευθύνη της Κοινότητας και των κρατών μελών έναντι των ιδιωτών. Η υπό κρίση υπόθεση δεν πληροί τα εν λόγω κριτήρια.

    V –    Εκτίμηση

     Το παραδεκτό

    46.   Νομίζω ότι η άποψη της Γερμανικής Κυβερνήσεως, ότι η προσφυγή δεν είναι προσφυγή κατά παραβάσεως αλλά συγκεκαλυμμένη αγωγή αποζημιώσεως, βασίζεται σε εσφαλμένη ανάγνωση του δικογράφου της Επιτροπής που δεν ζητεί να υποχρεωθεί το Βασίλειο της Δανίας στην καταβολή ορισμένου ποσού, αλλά να αναγνωρίσει το Δικαστήριο ότι το εν λόγω κράτος μέλος παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 10 ΕΚ και την απόφαση του 1994 για τους ίδιους πόρους. Η μνεία του ποσού των 140 409,60 DKK στο δικόγραφο της προσφυγής είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το αντικείμενο της προσφυγής, δηλαδή την προβαλλομένη παράβαση εκ μέρους του Βασιλείου της Δανίας των υποχρεώσεων που υπέχει από την απόφαση του 1994 για τους ίδιους πόρους. Τέλος, η προσφυγή είναι σαφώς παραδεκτή.

    47.   Προσθέτω, πριν από την επί της ουσίας εκτίμηση της προσφυγής, ότι οι διάδικοι καθώς και οι παρεμβαίνοντες δεν χρησιμοποίησαν πάντοτε, στις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις, την ισχύουσα ορολογία. Κρίσιμη πτυχή της υποθέσεως αυτής είναι το ζήτημα ποιες υποχρεώσεις έχουν τα κράτη μέλη δυνάμει της αποφάσεως του 1994 για τους ίδιους πόρους και των διατάξεων που έχουν θεσπιστεί για την εκτέλεσή της με τον κανονισμό 1552/89, και ποιο είναι το περιεχόμενό τους σε περιπτώσεις όπως η προκειμένη. Κατ’ ουσίαν, το περιεχόμενο και η έκταση των εν λόγω υποχρεώσεων καθορίζουν αν το Βασίλειο της Δανίας πρέπει να καταβάλει το επίδικο ποσό. Επομένως, είναι ανακριβές να χαρακτηριστεί η αμφισβητούμενη υποχρέωση καταβολής ως δημιουργηθείσα από οποιαδήποτε, αμφισβητούμενη, ευθύνη για την καταβολή του εν λόγω ποσού.

     Επί της ουσίας

    48.   Η Επιτροπή και η Δανική Κυβέρνηση συμφωνούν ως προς τα πραγματικά περιστατικά. Η Δανική Κυβέρνηση αναγνωρίζει περαιτέρω ότι οι αρμόδιες τελωνειακές αρχές του Ballerup διέπραξαν σφάλμα εγκρίνοντας την είσοδο στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας ορισμένων εμπορευμάτων με μηδενικό συντελεστή, μολονότι η εισαγωγέας επιχείρηση δεν διαθέτει άδεια τελικής χρήσεως. Δεδομένου ότι η εν λόγω επιχείρηση μπορούσε νομίμως να πιστέψει ότι η απόφαση των τελωνειακών αρχών ήταν βάσιμη, οι τελωνειακοί δασμοί που έπρεπε να έχουν καταβληθεί δεν μπορούν να εισπραχθούν εκ των υστέρων.

    49.   Για να εκτιμηθεί αν η Δανική Κυβέρνηση παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το κοινοτικό δίκαιο και αν πρέπει ακόμα, κατά συνέπεια, να καταβάλει στην Κοινότητα τους ίδιους πόρους, τους οποίους στερήθηκε η ίδια, πρέπει να δοθεί απάντηση σε τρία στενώς συνδεδεμένα ερωτήματα:

    –       Ποιες είναι οι υποχρεώσεις που έχουν τα κράτη μέλη βάσει των άρθρων 2, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, και 8, παράγραφος 1, της αποφάσεως του 1994 για τους ίδιους πόρους, σε συνδυασμό με τα άρθρα 2, παράγραφος 1, 6, παράγραφος 2, και 17 του κανονισμού 1552/89;

    –       Ποια είναι η σχέση, αφενός, μεταξύ της αποφάσεως του 1994 για τους ίδιους πόρους και του κανονισμού 1552/89, και, αφετέρου, μεταξύ του τελωνειακού κώδικα και του κανονισμού 2454/93;

    –       Ειδικότερα, ασκεί επιρροή στις υποχρεώσεις των κρατών μελών από την απόφαση του 1994 για τους ίδιους πόρους και τον κανονισμό 1552/89 το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα που εφαρμόζεται από κοινού με τα άρθρα 871 και 873 του κανονισμού 2454/93;

     Υποχρεώσεις απορρέουσες από την απόφαση του 1994 για τους ίδιους πόρους και τον κανονισμό 1552/89

    50.   Για να δοθεί απάντηση στο πρώτο ερώτημα, είναι καθοριστικής σημασίας η ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1552/89. Συγκεκριμένα, θα εξετάσω τις ακόλουθες πτυχές: η απαίτηση της Κοινότητας βεβαιούται από τη στιγμή που πληροί τις τιθέμενες προϋποθέσεις, όσον αφορά τη βεβαίωση του ποσού της, στις τελωνειακές διατάξεις και το οφειλόμενο ποσό ανακοινωθεί στον οφειλέτη.

    51.   Η Επιτροπή θεωρεί ότι η διατύπωση «βεβαιωθεί» δεν αφορά μόνο την κατάσταση όπου η βεβαίωση των απαιτήσεων και η κοινοποίηση του ποσού τους από τις εθνικές αρχές στον οφειλέτη λάβουν πράγματι χώρα –πράγμα το οποίο καθιστά δυνατή την είσπραξη των δασμών και τη μεταφορά τους ως ιδίων πόρων–, αλλά και την κατάσταση όπου οι εθνικές αρχές έπρεπε να αντιδράσουν αναλόγως, λαμβανομένων υπόψη των αντικειμενικών συνθηκών, αλλά αμέλησαν να το πράξουν.

    52.   Η Δανική Κυβέρνηση συντάσσεται συναφώς με τη Βελγική, Ολλανδική και Πορτογαλική Κυβέρνηση και ερμηνεύει τη διάταξη του άρθρου 2, παράγραφος 1, διαφορετικά και πιο συσταλτικά: η απαίτηση των Κοινοτήτων επί των ιδίων πόρων έχει διαπιστωθεί από τη στιγμή που βεβαιωθεί δυνάμει των τελωνειακών διατάξεων και το ποσό της μπορεί να ανακοινωθεί στον οφειλέτη.

    53.   Μολονότι το κείμενο του άρθρου 2, παράγραφος 1, επιτρέπει τις δύο ερμηνείες, σκέφτομαι παρ’ όλ’ αυτά ότι ορθή είναι η άποψη της Επιτροπής. Ο γενικός εισαγγελέας Mancini, στις προτάσεις του στην υπόθεση Επιτροπή κατά Γερμανίας (17), που αφορούσε παρεμφερές ζήτημα ερμηνείας σχετικά με τον κανονισμό 2981/77 –ο κανονισμός που αντικαταστάθηκε με τον κανονισμό 1552/89–, παρατήρησε ότι η βεβαίωση δεν είναι πράξη συστατική της απαιτήσεως των ιδίων πόρων, αλλά μόνο το γεγονός το οποίο γεννά την υποχρέωση που επιβαρύνει το κράτος να αποδώσει τους εν λόγω πόρους στην Επιτροπή. Η απαίτηση επί των ιδίων πόρων γεννάται λοιπόν όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θεσπίζει συναφώς ο κοινοτικός νομοθέτης. Αν δεν συνέβαινε αυτό, μολονότι η γένεση της απαιτήσεως εξαρτάται από την πρωτοβουλία των εθνικών αρχών, η βεβαίωση των ίδιων πόρων που προορίζονται για την Κοινότητα θα μπορούσε να αναβάλλεται κατά τη βούλησή τους και μάλιστα να εμποδίζεται.

    54.   Η απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο στην τελευταία εκείνη υπόθεση συμφωνεί με την ανάλυση του γενικού εισαγγελέα, ακόμη και αν δεν επαναλαμβάνει τις γενικότερες θεωρήσεις που ανέπτυξε στις προτάσεις του. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η χρονική στιγμή που καθορίζει τη γένεση της υποχρεώσεως καταβολής των εν λόγω εισφορών δεν είναι η στιγμή που πράγματι βεβαιώθηκε η απαίτηση επί των λόγω εισφορών, αλλά η στιγμή κατά την οποία έπρεπε να βεβαιωθεί (18). Η εν λόγω νομολογία επιβεβαιώθηκε μεταγενέστερα με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου Επιτροπή κατά Ελλάδας (19) και Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (20).

    55.   Κατά τη γνώμη μου η νομολογία αυτή είναι εντελώς λυσιτελής στην υπόθεση που μας απασχολεί. Αν οι απαιτήσεις της Κοινότητας μπορούν να θεωρηθούν διαπιστωθείσες μόνο αν τα κράτη μέλη έχουν πράγματι προβεί σε βεβαίωση, οι «καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις» υπό τις οποίες η Κοινότητα πρέπει να μπορεί να διαθέτει ίδιους πόρους δεν διασφαλίζονται. Πράγματι, οι δασμοί και οι εισφορές που δεν βεβαιώθηκαν λόγω σφαλμάτων ή αμελειών που διέπραξαν οι εθνικές αρχές δεν μπορούν συνεπώς, αντίθετα προς τον εκφρασθέντα στη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1552/89 σκοπό, να αποτελέσουν το αντικείμενο βεβαιώσεως ως ίδιοι πόροι.

    56.   Εξάλλου, το αποτέλεσμα αυτό δεν συμβιβάζεται με την οικονομία του εν λόγω κανονισμού. Ο κανονισμός, στο άρθρο 17, παράγραφος 2, εξαρτά από πολύ αυστηρές προϋποθέσεις την απαλλαγή που χορηγείται στα κράτη μέλη από την υποχρέωσή τους να αποδώσουν στην Επιτροπή ως ιδίους πόρους τους δασμούς και τις εισφορές που αποτέλεσαν το αντικείμενο βεβαιώσεως: η είσπραξη πρέπει να μην πραγματοποιήθηκε για λόγους ανωτέρας βίας ή, κατόπιν διεξοδικής εξετάσεως, να είναι αδύνατη η είσπραξη για λόγους πέραν της ευθύνης του εν λόγω κράτους μέλους. Ο περιοριστικός χαρακτήρας της διατάξεως αυτής θα δεχόταν δηλαδή μοιραίο πλήγμα, αν θεωρηθεί ότι οι εν λόγω προϋποθέσεις πληρούνται σε περίπτωση που το εν λόγω κράτος μέλος έπρεπε, λαμβανομένων υπόψη των αντικειμενικών περιστάσεων και των τελωνειακών διατάξεων που τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωσή του, να βεβαιώσει απαίτηση της Κοινότητας επί των τελωνειακών δασμών, αλλά δεν το έπραξε ή δεν το έπραξε επαρκώς ή σε εύθετο χρόνο. Πράγματι, δεν έχει κανένα νόημα να υπάρχει τέτοια μεγάλη απαίτηση από τα κράτη μέλη όσον αφορά την τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη βεβαίωση των ιδίων πόρων, αν η ίδια η υποχρέωση της βεβαιώσεως των πόρων αυτών δεν συνδέεται με την από νομικής και πραγματικής απόψεως τήρηση αντικειμενικών προϋποθέσεων.

    57.   Η προηγούμενη επιχειρηματολογία βρίσκει έρεισμα στη νομολογία, με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι υφίσταται άρρηκτος δεσμός μεταξύ της υποχρεώσεως βεβαιώσεως απαιτήσεως επί του ποσού τελωνειακής οφειλής και της υποχρεώσεως εγγραφής του για λογαριασμό της Επιτροπής εντός της ταχθείσας προθεσμίας, προσθέτοντας ενδεχομένως τόκους υπερημερίας (21). Ο άρρηκτος αυτός σύνδεσμος εξαρτάται από τη βεβαίωση των ιδίων πόρων. Η βεβαίωση αυτή δεν μπορεί να εξαρτάται από την αυθαιρεσία ή τη μη επιμελή συμπεριφορά κράτους μέλους (22).

    58.   Τέλος, περιγράφοντας ανωτέρω το πλαίσιο της υποθέσεως αυτής, επισήμανα ότι το καθεστώς των κοινοτικών οικονομικών χαρακτηρίζεται από εύθραυστη ισορροπία: μεταξύ των εσόδων και των δαπανών, και όσον αφορά τη σύνθεση των εσόδων, αφενός, και των δαπανών, αφετέρου. Λόγω του εύθραυστου αυτού καθεστώτος, οι υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά τη βεβαίωση, την είσπραξη και την απόδοση στην Κοινότητα των ιδίων πόρων πρέπει να καθορίζονται επακριβώς και να τηρούνται σχολαστικά. Ο εν λόγω κανόνας δεν επιδέχεται κατάσταση όπου οι αμέλειες κράτους μέλους κατά τη βεβαίωση των παραδοσιακών ιδίων πόρων αντισταθμίζονται αμιγώς και απλώς από το σύνολο των κρατών μελών, μέσω του πόρου «ΑΕΠ». Πρέπει ακριβώς να αποφεύγεται η κατάσταση αυτή, η οποία αντίκειται στην αρχή της αγαστής συνεργασίας –που διέπει επίσης τις μεταξύ των κρατών σχέσεις– ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το ισχύον κοινοτικό δίκαιο.

    59.   Τούτο όμως οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1552/89 επιβάλλει στις δανικές αρχές, υπό τις παρούσες περιστάσεις, να διαπιστώσουν, ως ίδιους πόρους, απαίτηση της Κοινότητας επί ποσού 104 409,60 DKK τελωνειακών δασμών. Η καθεαυτή παράλειψη της πράξεως αυτής συνιστά μη τήρηση των υποχρεώσεων που υπέχει το κράτος μέλος από το κοινοτικό δίκαιο.

     Σχέση μεταξύ των διατάξεων για τους ίδιους πόρους και της κοινοτικής τελωνειακής νομοθεσίας

    60.   Μολονότι η Δανική Κυβέρνηση δέχεται ότι οι τελωνειακές της αρχές διέπραξαν σφάλμα, εξαιτίας του οποίου τελωνειακοί δασμοί δεν αποτέλεσαν το αντικείμενο βεβαιώσεως ιδίων πόρων, αμφισβητεί ότι το σφάλμα αυτό την υποχρεώνει να καταβάλει το ποσό των μη βεβαιωθέντων πόρων στην Επιτροπή. Η Δανική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα της απαγορεύει να εισπράξει τους εν λόγω δασμούς από τον οφειλέτη και, ελλείψει ρητής συναφούς διατάξεως στο κοινοτικό δίκαιο, δεν μπορεί να θεωρηθεί «υπεύθυνη» για σφάλμα εκτιμήσεως της διοικήσεώς της.

    61.   Κατά την άποψή μου, το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθεί. Αν γίνει δεκτό, όπως αναφέρω στη σκέψη 59 ανωτέρω, ότι η Δανική Κυβέρνηση διέπραξε παράβαση κατά την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1552/89, πρέπει να συναχθεί ότι κακώς το ποσό των 140 409,60 DKK δεν βεβαιώθηκε ως ίδιος πόρος της Κοινότητας και δεν ενεγράφη στον λογαριασμό της Επιτροπής. Δεν είναι δυνατή η απαλλαγή για έναν από τους λόγους του άρθρου 17, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, εφόσον η αδυναμία εισπράξεως είναι άμεση συνέπεια του σφάλματος εκτιμήσεως της δανικής διοικητικής αρχής. Συνεπώς, η Δανική Κυβέρνηση υποχρεούται, δυνάμει των κοινοτικών κανόνων για τους ίδιους πόρους, να καταβάλει τους ίδιους πόρους που έπρεπε να είχαν βεβαιωθεί και δεν βεβαιώθηκαν.

    62.   Δεν πείθομαι περαιτέρω από την ύπαρξη της σχέσης που επικαλείται η Δανική Κυβέρνηση μεταξύ των διατάξεων για τους ίδιους πόρους και των κοινοτικών κανόνων σε τελωνειακά ζητήματα. Οι πρώτες διέπουν τις σχέσεις Κοινότητας και κρατών μελών όσον αφορά τη βεβαίωση και τη διάθεση των ιδίων πόρων. Οι τελευταίες εφαρμόζονται μεταξύ των κρατών μελών και των επιχειρήσεων όσον αφορά τις τελωνειακές διασαφήσεις, καθώς και τη φορολόγηση και την είσπραξη των εισαγωγικών και εξαγωγικών δασμών. Είναι αληθές ότι υφίσταται σχέση μεταξύ των δύο καθεστώτων καθόσον οι αρμόδιες εθνικές τελωνειακές αρχές υποχρεούνται, δυνάμει των τελωνειακών διατάξεων, να υπολογίζουν, να επιβάλλουν και να εισπράττουν τους τελωνειακούς δασμούς οι οποίοι πρέπει να αποτελέσουν το αντικείμενο βεβαιώσεως ως ίδιοι πόροι, η σχέση όμως αυτή είναι πριν απ’ όλα τεχνική και λειτουργική.

    63.   Καταρχήν, τα γεγονότα που μπορεί να μεσολαβήσουν στις σχέσεις μεταξύ τελωνειακών αρχών και οφειλετών ουδόλως επιδρούν στη ροή μεταξύ Κοινότητας και κρατών μελών των ιδίων πόρων που αντιπροσωπεύουν οι τελωνειακοί δασμοί οι οποίοι αποτελούν ή πρέπει να αποτελέσουν το αντικείμενο βεβαιώσεως ως ίδιοι πόροι (23). Αν ίσχυε άλλως, η ροή των εν λόγω ιδίων πόρων των κρατών μελών προς την Κοινότητα θα εκτίθετο σε κινδύνους εγγενείς προς τη διοικητική διαδικασία εκτελωνισμού. Ωστόσο, ο κοινοτικός νομοθέτης θέλησε ακριβώς να αμβλύνει τις συνέπειες των εν λόγω κινδύνων αναφέροντας, εξαντλητικά, στο άρθρο 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 1552/89 τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να απαλλάσσονται της υποχρεώσεώς τους να αποδώσουν στην Επιτροπή τους ίδιους πόρους οι οποίοι αποτέλεσαν το αντικείμενο ή έπρεπε να αποτελέσουν το αντικείμενο βεβαιώσεως.

    64.   Η αρχή ότι επί των ιδίων πόρων τυγχάνει εφαρμογής εξαντλητικό σύνολο κανόνων, στους οποίους περιλαμβάνεται εν προκειμένω η απόφαση του 1994 για τους ίδιους πόρους και ο κανονισμός 1552/89, τυγχάνει εξαιρέσεως μόνον αν, και στο μέτρο που, ο ίδιος ο κοινοτικός νομοθέτης προσέδωσε ρητώς σε ορισμένες περιπτώσεις, που μπορεί να συμβούν όταν έχουν επιβληθεί και εισπραχθεί εισαγωγικοί και εξαγωγικοί δασμοί, ιδιαίτερες συνέπειες όσον αφορά τις υποχρεώσεις των κρατών μελών βάσει των διατάξεων για τους ίδιους πόρους (24).

    65.   Αντίθετα προς την άποψη αυτή, η Δανική Κυβέρνηση και οι κυβερνήσεις που παρενέβησαν προς στήριξη των αιτημάτων της ισχυρίζονται ότι τούτο συνεπάγεται «ευθύνη» των κρατών μελών για τα σφάλματα και τις αμέλειες που διεπράχθησαν στο πλαίσιο εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας. Συνεπώς, θίγονται κυρίως τα κράτη μέλη μέσω των οποίων διεξάγεται το μείζον εμπόριο με τις τρίτες χώρες. Εκτός από το γεγονός ότι η χρήση του όρου «ευθύνη» δεν είναι ορθή, όπως ανέφερα στη σκέψη 47 ανωτέρω, το εν λόγω επιχείρημα μου φαίνεται επίσης ότι δεν ευσταθεί για άλλους λόγους. Στο μέτρο που τα κράτη μέλη μπορούν, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 3, της αποφάσεως του 1994 για τους ίδιους πόρους, να παρακρατούν το 10 % των ποσών που πρέπει να καταβληθούν ως παραδοσιακοί ίδιοι πόροι (25), μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι τα κράτη μέλη που φέρεται ότι διατρέχουν υπερβολικούς κινδύνους εισπράττουν, σύμφωνα με την ίδια συλλογιστική, ανάλογα έσοδα. Περαιτέρω, το επιχείρημα φαίνεται επίσης περίεργο καθόσον τις συνέπειες της επελεύσεως των εν λόγω κινδύνων φέρει, τελικώς, η Κοινότητα και, έμμεσα, τα άλλα κράτη μέλη. Κατά συνέπεια, αυτοί πρέπει να πληρώσουν για τις διοικητικές αμέλειες που διέπραξαν τα εν λόγω κράτη μέλη κατά την εφαρμογή της τελωνειακής νομοθεσίας. Με μια λέξη, τα τελευταία αυτά κράτη μέλη θέλουν σαφώς να αντλήσουν τα πλεονεκτήματα, αλλά δεν θέλουν να υποστούν τα μειονεκτήματα.

     Επίπτωση της εφαρμογής του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα επί των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις διατάξεις για τους ίδιους πόρους

    66.   Σύμφωνα με τη Δανική Κυβέρνηση, η εφαρμογή του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα, από κοινού με τα άρθρα 871 και 873 του κανονισμού 2454/93, συνεπάγεται, εν προκειμένω, ότι οι εισαγωγικοί δασμοί που οι τελωνειακές αρχές έπρεπε να επιβάλλουν δεν μπορούν πλέον να επιβληθούν και δεν μπορούν περαιτέρω να εισπραχθούν. Κατά συνέπεια, η προβληθείσα από την Επιτροπή νομολογία, δηλαδή οι αποφάσεις Επιτροπή κατά Γερμανίας (26), Επιτροπή κατά Ελλάδας (27) και Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (28), είναι αλυσιτελής εν προκειμένω. Περαιτέρω, η Επιτροπή, στο πλαίσιο της διαδικασίας των άρθρων 871 και 873 του κανονισμού 2454/93, συναίνεσε στην εφαρμογή του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα. Η Επιτροπή όφειλε, σαφώς, να είναι προσεκτική στις συνέπειες που τούτο θα είχε στο επίπεδο βεβαιώσεως των απαιτήσεών της και καταβολής των ιδίων πόρων.

    67.   Είναι σαφές ότι η Δανική Κυβέρνηση έπρεπε, εν προκειμένω, να βεβαιώσει απαίτηση επί του ποσού της τελωνειακής οφειλής 140 409,60 DKK και να εισπράξει το εν λόγω ποσό, και ότι οι αρμόδιες δανικές τελωνειακές αρχές, λόγω της συμπεριφοράς τους, προκάλεσαν την εφαρμογή του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα, καθιστώντας κατά τον τρόπο αυτό αδύνατη την είσπραξη. Απομένει να εκτιμηθεί αν, λόγω της εφαρμογής της τελευταίας αυτής διατάξεως, καθώς και των κανόνων που θεσπίστηκαν για την εφαρμογή της, η Δανική Κυβέρνηση απαλλάσσεται της υποχρεώσεώς της να μεταφέρει στην Επιτροπή τους τελωνειακούς δασμούς επί των οποίων έπρεπε να διαπιστώσει απαίτηση της Κοινότητας βάσει των ιδίων πόρων.

    68.   Για να δοθεί στο ερώτημα αυτό απάντηση, παρατηρώ κατ’ αρχάς ότι δεν υφίσταται κανένας γενικός κανόνας δικαίου βάσει του οποίου μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι οι τελωνειακοί δασμοί που έπρεπε, ως ίδιοι πόροι, να αποτελέσουν το αντικείμενο βεβαιώσεως δεν πρέπει να αποδοθούν στην Επιτροπή. Η νομολογία του Δικαστηρίου στην οποία γίνεται παραπομπή ανωτέρω, στις σκέψεις 53 έως και 57, αφορά τις περιπτώσεις που τα οικεία κράτη μέλη παρέλειψαν να βεβαιώσουν τις απαιτήσεις της Κοινότητας επί των εισφορών ή των τελωνειακών δασμών σε εύθετο χρόνο. Η καθυστερημένη εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από κοινοτικούς κανόνες σε θέματα ιδίων πόρων είχε ως συνέπεια ότι οι εν λόγω ίδιοι πόροι κατεβλήθησαν παρ’ όλ’ αυτά και με τόκους υπερημερίας. Δεν υφίσταται καμία θεμελιώδης διαφορά μεταξύ της περιπτώσεως αυθαίρετης ή μη επιμελούς συμπεριφοράς κράτους μέλους με αποτέλεσμα την καθυστερημένη είσπραξη δασμών και της, συγκρίσιμης, περιπτώσεως συμπεριφοράς που καθιστά την είσπραξη των εν λόγω δασμών αδύνατη από νομικής απόψεως. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, το κράτος μέλος υποχρεούται να ενεργήσει όπως προβλέπουν οι διατάξεις σχετικά με τους ίδιους πόρους, δηλαδή να αποδώσει τους ίδιους πόρους επί των οποίων έπρεπε να βεβαιώσει απαίτηση της Κοινότητας.

    69.   Η ίδια η απάντηση στο ερώτημα είναι απλή. Ούτε ο τελωνειακός κώδικας ούτε ο κανονισμός 2454/93 που εκδόθηκε για την εφαρμογή του εν λόγω κώδικα περιλαμβάνουν διατάξεις προβλέπουσες ρητώς ότι τα κράτη μέλη που δεν μπόρεσαν, δυνάμει του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κώδικα, να εισπράξουν από οφειλέτη δασμούς οι οποίοι, ως ίδιοι πόροι, έπρεπε να αποτελέσουν το αντικείμενο βεβαιώσεως απαλλάσσονται της αποδόσεως του ποσού τους στην Επιτροπή.

    70.   Εντεύθεν, το Βασίλειο της Δανίας, εφόσον δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις που υπέχει από την απόφαση του 1994 για τους ίδιους πόρους και τον κανονισμό 1552/89, υποχρεούται πάντοτε να καταβάλει στην Επιτροπή ποσό 140 409,60 DKK πλέον τόκων υπερημερίας.

    71.   Για λόγους πληρότητας, παρατηρώ ακόμα ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή ενεπλάκη στη διαδικασία των άρθρων 871 και 873 του κανονισμού 2454/93 δεν επιτρέπει περαιτέρω το συμπέρασμα ότι τα κράτη μέλη απαλλάσσονται, δυνάμει του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα, της εκτελέσεως των υποχρεώσεών τους βάσει των κανόνων για τους ίδιους πόρους.

    72.   Πρώτον, οι εν λόγω διατάξεις δεν δίνουν τέτοια εξουσία στην Επιτροπή. Δεύτερον, η εξουσία αυτή δεν συνάδει με το πλαίσιο της ειδικής αυτής διαδικασίας, διότι συνεπάγεται ότι η Επιτροπή σταθμίζει το γενικό συμφέρον της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του οφειλέτη και τις ενδεχόμενες συνέπειες για τα κοινοτικά οικονομικά. Τρίτον, ο ρόλος της Επιτροπής στην εν λόγω διαδικασία ουδόλως συνίσταται σε έλεγχο της τηρήσεως των κανόνων για τους ίδιους πόρους, αλλά στη διασφάλιση ισότητας και ομοιομορφίας στην εφαρμογή της τελωνειακής νομοθεσίας της Κοινότητας.

     ΣΤ – Δικαστικά έξοδα

    73.   Καθόσον πιστεύω ότι πρέπει να γίνουν δεκτά τα αιτήματα της Επιτροπής στην υπόθεση αυτή, το Βασίλειο της Δανίας πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

    VI – Πρόταση

    74.   Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο:

    1)         να κρίνει παραδεκτή την προσφυγή της Επιτροπής·

    2)         να κρίνει ότι το Βασίλειο της Δανίας, δεδομένου ότι δεν βεβαίωσε προσηκόντως απαίτηση των Κοινοτήτων επί των εισαγωγικών δασμών που ανέρχονται σε 140 409,60 DKK και δεν απέδωσε το εν λόγω ποσό, πλέον τόκων υπερημερίας υπολογιζομένων από τις 20 Δεκεμβρίου 1999, στην Επιτροπή, ως ίδιους πόρους, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το κοινοτικό δίκαιο, και συγκεκριμένα από τα άρθρα 2 και 8 της αποφάσεως 94/728/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 31ης Οκτωβρίου 1994, για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων, καθώς και του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) 1552/89 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 1989, για την εφαρμογή της αποφάσεως 88/376/EΟΚ, Ευρατόμ σχετικά με το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων, και

    3)         να καταδικάσει το Βασίλειο της Δανίας στα δικαστικά έξοδα.


    1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ολλανδική.


    2 – ΕΕ L 293, σ. 9.


    3 –      ΕΕ L 244, σ. 27.


    4 – ΕΕ L 155, σ. 1.


    5 – ΕΕ L 175, σ. 3.


    6 – ΕΕ L 302, σ. 1.


    7 –      ΕΕ L 253, σ. 1.


    8 –      ΕΕ L 212, σ. 18.


    9 –      ΕΕ L 187, σ. 16.


    10 –      ΕΕ L 82, σ. 1.


    11 – Απόφαση της 20ής Μαρτίου 1986 (Συλλογή 1986, σ. 1171, σκέψεις 17 έως 19).


    12 – ΕΕ ειδ. έκδ. 01/002, σ. 77.


    13 – Κανονισμός (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) 762/2001 του Συμβουλίου, της 9ης Απριλίου 2001, για τροποποίηση του δημοσιονομικού κανονισμού της 21ης Δεκεμβρίου 1977 που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων όσον αφορά το διαχωρισμό των καθηκόντων εσωτερικού ελέγχου από τα καθήκοντα του εκ των προτέρων δημοσιονομικού ελέγχου (ΕΕ L 111, σ. 1).


    14 – Απόφαση της 5ης Μαΐου 1977, 110/76 (Συλλογή τόμος 1977, σ. 265).


    15 – Απόφαση της 16ης Μαΐου 1991 (Συλλογή 1991, σ. I-2461).


    16 – Κανονισμός (ΕΟΚ) 1697/79 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1979, περί της «εκ των υστέρων» εισπράξεως εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που δεν κατέστησαν απαιτητοί από τον φορολογούμενο, για εμπορεύματα που διασαφηνίσθηκαν σε τελωνειακό καθεστώς συνεπαγόμενο την υποχρέωση καταβολής τέτοιων δασμών (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/007, σ. 254).


    17 – Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 11· βλ., μεταξύ άλλων, σ. 1176.


    18 – Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 11 απόφαση, σκέψη 17.


    19 – Απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1989, 68/88 (Συλλογή 1989, σ. 2965, σκέψη 14).


    20 – Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 15, σκέψεις 37 και 38.


    21 – Βλ. την προαναφερθείσα στην υποσημείωση 11 απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 11, την προαναφερθείσα στην υποσημείωση 19 απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας, σκέψη 17, και την προαναφερθείσα στην υποσημείωση 15 απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, σκέψη 38.


    22 – Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 15 απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, σκέψη 37.


    23 – Βλ. την προαναφερθείσα στην υποσημείωση 14 απόφαση Pretore di Cento, σκέψεις 4 έως 6.


    24 – Ο γενικός κανόνας που διατυπώθηκε ανωτέρω και διακρίνει σαφώς τον τομέα των ιδίων πόρων και τον τομέα των τελωνειακών κανόνων απορρέει επίσης από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 1999, C-61/98, De Haan, Συλλογή 1999, σ. I-5003, σκέψεις 34 και 35, καθώς και την απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2002, C-112/01, SPKR, Συλλογή 2002, σ. I-10655, σκέψη 34.


    25 – Σήμερα ο συντελεστής είναι 25 %. Βλ. το άρθρο 2, παράγραφος 3, της αποφάσεως 2000/597/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2000, για το σύστημα των ιδίων πόρων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [ΕΕ L 253, σ. 42 (στο εξής: απόφαση του 2000 σχετικά με τους ίδιους πόρους)].


    26 – Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 11.


    27 – Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 19.


    28 – Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 15.

    Top