Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62002CC0304

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Geelhoed της 29ης Απριλίου 2004.
    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας.
    Παράβαση κράτους - Αλιεία - Ανάθεση υποχρεώσεων ελέγχου στα κράτη μέλη - Διαπίστωση παραβάσεως με απόφαση του Δικαστηρίου - Παράλειψη εκτελέσεως - Άρθρο 228 ΕΚ - Καταβολή κατ' αποκοπήν ποσού - Επιβολή χρηματικής ποινής.
    Υπόθεση C-304/02.

    Συλλογή της Νομολογίας 2005 I-06263

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2004:274

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    L. A. GEELHOED

    της 29ης Απριλίου 2004 (1)

    Υπόθεση C-304/02

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    κατά

    Γαλλικής Δημοκρατίας

    «Παράβαση κράτους μέλους, άρθρο 228 ΕΚ – Μη συμμόρφωση προς την απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουνίου 1991 επί της υποθέσεως C-64/88 – Μη εξασφάλιση της τηρήσεως των τεχνικών μέτρων για τη διατήρηση των αλιευτικών πόρων όσον αφορά το ελάχιστο μέγεθος των ιχθύων, ιδίως των μερλουκίων – Παράλειψη βεβαιώσεως των παραβάσεων, τις οποίες μπορούσαν να διαπιστώσουν οι εθνικές αρχές, και διώξεως των παραβατών – Χρηματική ποινή»






    I –    Εισαγωγή

    1.     Η παρούσα προσφυγή ασκήθηκε από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δυνάμει του άρθρου 228, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, κατόπιν της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 11ης Ιουνίου 1991 επί της υποθέσεως C‑64/88, Επιτροπή κατά Γαλλικής Δημοκρατίας (2). Με την εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Γαλλική Δημοκρατία, μη εξασφαλίζοντας από το 1984 έως το 1987 έναν έλεγχο που να εγγυάται την τήρηση των κοινοτικών τεχνικών μέτρων για τη διατήρηση των αλιευτικών πόρων (3), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 1 του κανονισμού (EΟΚ) 2057/82 του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1982, περί θεσπίσεως ορισμένων μέτρων ελέγχου των αλιευτικών δραστηριοτήτων που ασκούνται από σκάφη των κρατών μελών (4), καθώς και από το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2241/87 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1987, για τη θέσπιση ορισμένων μέτρων ελέγχου για τις αλιευτικές δραστηριότητες (5) (στο εξής: οι κανονισμοί ελέγχου).

    2.     Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Γαλλική Δημοκρατία παρέβη την υποχρέωσή της να διενεργεί επιθεωρήσεις για την τήρηση των κοινοτικών κανόνων που διέπουν:

    –       το ελάχιστο μέγεθος των ματιών των διχτυών,

    –       τον συμπληρωματικό εξοπλισμό των διχτυών,

    –       την παρεμπίπτουσα αλιεία, και

    –       το ελάχιστο μέγεθος των ιχθύων, των οποίων επιτρέπεται η πώληση.

    Επιπλέον, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Γαλλική Δημοκρατία παρέβη την υποχρέωσή της να ασκεί διώξεις κατά των παραβατών των σχετικών κοινοτικών διατάξεων, όπως επιτάσσουν οι κανονισμοί ελέγχου.

    3.     Μετά πάροδο μηνών από της ως άνω αποφάσεως του Δικαστηρίου, η Επιτροπή ζήτησε από τις γαλλικές αρχές να της κοινοποιήσουν τα μέτρα που έλαβαν προς εκτέλεση της αποφάσεως, όπως επιτάσσει το άρθρο 228, παράγραφος 1, ΕΚ. Απεδείχθη ότι αυτή ήταν η αρχή συνεχούς διαλόγου μεταξύ της Επιτροπής και της Γαλλικής Κυβερνήσεως, ο οποίος διήρκεσε περί τα ένδεκα έτη και είχε ως αντικείμενο τις προσπάθειες της Γαλλίας να θέσει σε εφαρμογή τους κοινοτικούς κανονισμούς περί αλιείας. Μολονότι η Επιτροπή δέχθηκε, κατά τη διάρκεια αυτού του διαλόγου, ότι σημειώθηκε πρόοδος ως προς την πλειονότητα των εν λόγω ζητημάτων, εξακολουθεί να αμφιβάλλει ότι η Γαλλική Δημοκρατία συμμορφώνεται πλήρως προς τις υποχρεώσεις της όσον αφορά την αλίευση και διάθεση στο εμπόριο ιχθύων με μέγεθος μικρότερο του επιτρεπομένου, ιδίως μερλουκίων, καθώς και την άσκηση ποινικών διώξεων κατά των παραβατών των σχετικών διατάξεων.

    4.     Κατά συνέπεια, η Επιτροπή ζητεί επί του παρόντος από το Δικαστήριο να αποφανθεί ότι η Γαλλική Δημοκρατία, εξακολουθώντας να μην ασκεί έλεγχο που να εγγυάται την τήρηση των τεχνικών μέτρων για τη διατήρηση των αλιευτικών πόρων και μη συμμορφούμενη, επομένως, προς τους κοινοτικούς κανονισμούς περί ελέγχου, παρέλειψε να θέσει σε εφαρμογή όλα τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 11ης Ιουνίου 1991, κατά συνέπεια δε παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει εκ του άρθρου 228, παράγραφος 1, ΕΚ. Επιπλέον, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να υποχρεώσει τη Γαλλική Δημοκρατία να καταβάλει στον λογαριασμό «ίδιοι πόροι της ΕΚ», ως χρηματική ποινή, 316 500 ευρώ για κάθε ημέρα μη εφαρμογής των μέτρων που συνεπάγεται η εκτέλεση της ως άνω αποφάσεως του Δικαστηρίου, από της επιδόσεως της παρούσας αποφάσεως και μέχρις εκτελέσεως της αποφάσεως της 11ης Ιουνίου 1991. Τέλος, ζητεί από το Δικαστήριο να καταδικάσει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

    5.     Η Γαλλική Δημοκρατία ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει ως αβάσιμη την προσφυγή της Επιτροπής. Επικουρικώς, η Γαλλική Δημοκρατία ζητεί από το Δικαστήριο, σε περίπτωση που αυτό αποφάσιζε την επιβολή κυρώσεως, να λάβει υπόψη του το σύνολο των περιστάσεων της υποθέσεως.

    II – Οι ασκούσες επιρροή κοινοτικές διατάξεις

    6.     Οι εν προκειμένω ένδικες κοινοτικές διατάξεις περί ελέγχων στον τομέα της αλιείας θεσπίστηκαν κατ’ αρχάς με τον κανονισμό 2057/82 του Συμβουλίου, ακολούθως δε με τον κανονισμό 2241/87 του Συμβουλίου, περί των οποίων έγινε λόγος στη σκέψη 1. Ο νυν ισχύων κανονισμός περί ελέγχων είναι o κανονισμός (ΕΟΚ) 2847/93 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1993, για τη θέσπιση συστήματος ελέγχου της κοινής αλιευτικής πολιτικής (στο εξής: κανονισμός 2847/93) (6).

    7.     Δυνάμει του άρθρου 1 αυτού, ο κανονισμός 2847/93 θεσπίζει κοινοτικό σύστημα για να εξασφαλιστεί η τήρηση των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής. Το σύστημα αυτό περιλαμβάνει, ιδίως, διατάξεις για την τεχνική παρακολούθηση των μέτρων διατηρήσεως και διαχειρίσεως των πόρων, καθώς και ορισμένες διατάξεις για την αποτελεσματικότητα των κυρώσεων που πρέπει να εφαρμόζονται σε περίπτωση μη τηρήσεως των εν λόγω μέτρων. Το άρθρο 1, παράγραφος 2, περιλαμβάνει την κύρια υποχρέωση των κρατών μελών όσον αφορά τον έλεγχο της τηρήσεως των κοινοτικών διατάξεων στον τομέα της αλιείας:

    «Προς το σκοπό αυτό, κάθε κράτος μέλος θεσπίζει, σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες, κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίζει την αποτελεσματικότητα του συστήματος και θέτει στη διάθεση των αρμοδίων αρχών του επαρκή μέσα ώστε να μπορούν να ασκούν τα επιθεωρητικά και ελεγκτικά καθήκοντά τους όπως ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. […]».

    8.     Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 2847/93 ορίζει:

    «Για να εξασφαλιστεί η τήρηση όλων των κανόνων που ισχύουν και αφορούν τα μέτρα διατήρησης και ελέγχου, κάθε κράτος μέλος παρακολουθεί στο έδαφός του και στα θαλάσσια ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία του, την αλιευτική δραστηριότητα και τις συναφείς δραστηριότητες. Τα κράτη μέλη επιθεωρούν τα αλιευτικά σκάφη και ερευνούν όλες τις δραστηριότητες, προς εξακρίβωση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων εκφόρτωσης, πώλησης, μεταφοράς και αποθήκευσης ψαριών και καταγραφής των εκφορτώσεων και των πωλήσεων.[…]».

    9.     Επί των μέτρων εκτελέσεως, τα οποία πρέπει να λάβουν τα κράτη μέλη σε περίπτωση παραβάσεως των κοινοτικών αλιευτικών κανόνων, το άρθρο 31, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 2847/93 προβλέπει εν τέλει ότι:

    «1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της κίνησης διοικητικών ή δικαστικών διαδικασιών σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία, κατά των υπευθύνων φυσικών ή νομικών προσώπων όταν αποδεικνύεται, ιδίως ύστερα από παρακολούθηση ή επιθεώρηση που διενεργούνται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, ότι δεν τηρούνται οι κανόνες της κοινής αλιευτικής πολιτικής (7).

    2. Οι διαδικασίες που κινούνται σύμφωνα με την παράγραφο 1 πρέπει να είναι ικανές, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας, να στερήσουν όντως τους υπεύθυνους από τα οικονομικά οφέλη της παράβασης ή να παραγ[άγ]ουν αποτελέσματα ανάλογα με τη σοβαρότητα των παρεμβάσεων αυτών, ούτως ώστε να αποτρέψουν πράγματι περαιτέρω παραβάσεις του ίδιου είδους.»

    10.   Εν προκειμένω, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η εκ μέρους των γαλλικών αρχών παρακολούθηση και εκτέλεση δεν ήταν οι προσήκουσες όσον αφορά τα κοινοτικά μέτρα διατηρήσεως με σκοπό να αποτραπεί η εκφόρτωση και πώληση ιχθύων κάτω του επιτρεπτού μεγέθους, ιδίως δε μερλουκίων. Τα σχετικά κοινοτικά μέτρα θεσπίστηκαν με διαδοχικούς κανονισμούς του Συμβουλίου για τη θέσπιση τεχνικών μέτρων διατηρήσεως των αλιευτικών πόρων (8). Ο νυν ισχύων κανονισμός είναι ο κανονισμός (ΕΚ) 850/98 του Συμβουλίου, της 30ής Μαρτίου 1998, για τη διατήρηση των αλιευτικών πόρων μέσω τεχνικών μέτρων προστασίας των νεαρών θαλάσσιων οργανισμών (9). Χωρίς να είναι αναγκαία η παράθεση των σχετικών διατάξεων στο σύνολό τους, μπορεί να επισημανθεί εν γένει ότι ο εν λόγω κανονισμός περιλαμβάνει σειρά διατάξεων με σκοπό να αποτραπεί η αλίευση, η εκφόρτωση και η πώληση ιχθύων που δεν έχουν το απαιτούμενο μέγεθος. Σε αυτές περιλαμβάνονται διατάξεις για το ελάχιστο μέγεθος των ματιών των διχτυών, την απαγόρευση χρησιμοποιήσεως οποιουδήποτε εξοπλισμού διά του οποίου φράσσονται τα μάτια διχτυού ή μειώνεται το μέγεθός τους με άλλον τρόπον, καθώς και την απαγόρευση, μεταξύ άλλων, εκφορτώσεως ή πωλήσεως ιχθύων που δεν έχουν το απαιτούμενο μέγεθος, με εξαίρεση ποσότητες που αντιπροσωπεύουν περιορισμένο ποσοστό επί των συνολικών αλιευμάτων.

    III – Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

    11.   Όπως προεκτέθηκε, το ζήτημα εάν η Γαλλική Δημοκρατία έλαβε μέτρα για την άρση των παραβάσεων, οι οποίες διαπιστώθηκαν με την απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουνίου 1991, απετέλεσε αντικείμενο μακρού διαλόγου μεταξύ της Επιτροπής και των γαλλικών αρχών που διήρκεσε από τον Νοέμβριο του 1991 μέχρι την άσκηση της παρούσας προσφυγής στις 27 Αυγούστου 2002. Κατά την προ της ασκήσεως της παρούσας προσφυγής διαδικασία, η άποψη της Επιτροπής στηρίχθηκε με εκθέσεις των επιθεωρητών αλιείας της Κοινότητας (10) στις οποίες καταγράφονται οι διαπιστώσεις που έγιναν στο πλαίσιο τακτικών επισκέψεων στους λιμένες και τις δημοπρασίες αλιευμάτων διαφόρων παράκτιων περιοχών της Γαλλίας.

    12.   Στο πλαίσιο της αλληλογραφίας μεταξύ της Επιτροπής και της Γαλλικής Δημοκρατίας με αντικείμενο τα μέτρα που έλαβε η τελευταία, προκειμένου να αρθούν οι παραβάσεις που διαπιστώθηκαν με την απόφαση της 11ης Ιουνίου 1991, οι γαλλικές αρχές εξέθεσαν αρχικώς ότι «σκόπευαν να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να εκτελέσουν την απόφαση, συμμορφούμενες προς τις διατάξεις της Συνθήκης». Αναφέρθηκαν, μεταξύ άλλων, σε «actions de longue haleine» [μακρόπνοη δράση], με σκοπό να περιορισθεί η εκφόρτωση ιχθύων που δεν έχουν το απαιτούμενο μέγεθος.

    13.   Κατόπιν ελέγχων σε σειρά γαλλικών λιμένων το 1992, οι επιθεωρητές αλιείας της Κοινότητας βεβαίωσαν ότι η κατάσταση βελτιώθηκε, ιδιαιτέρως όσον αφορά τις νομοθετικές διατάξεις για τον έλεγχο συμμορφώσεως προς τις κοινοτικές διατάξεις περί αλιείας. Ωστόσο, οι έλεγχοι εξακολουθούσαν να μην είναι ικανοποιητικοί ως προς ορισμένες πτυχές. Τα κύρια προβλήματα αφορούσαν τους δείκτες που χρησιμοποιούνταν για τη μέτρηση των ματιών των διχτυών και τον έλεγχο της παρεμπίπτουσας αλιείας και του μεγέθους των ιχθύων. Επιπλέον, δεν ασκούνταν οι δέουσες διώξεις κατά των παραβατών. Κατά συνέπεια, στις 11 Οκτωβρίου 1993, η Επιτροπή απέστειλε επιστολή οχλήσεως προς τη Γαλλική Δημοκρατία, εκθέτοντας τα σημεία αυτά και καλώντας τη Γαλλική Κυβέρνηση να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της.

    14.   Κατόπιν των στοιχείων και των διευκρινίσεων που παρέσχε η Γαλλική Κυβέρνηση, η Επιτροπή κατέληξε ότι είχε αρθεί η παράβαση όσον αφορά τις κοινοτικές διατάξεις περί ελέγχου της παρεμπίπτουσας αλιείας. Εντούτοις, ενέμεινε στην άποψη ότι εξακολουθούσαν να υπάρχουν κενά, ιδίως όσον αφορά τη μέτρηση των ματιών των διχτυών καθώς και την εκφόρτωση και πώληση στις δημοπρασίες αλιευμάτων ιχθύων που δεν είχαν το απαιτούμενο μέγεθος. Από το τελευταίο αυτό σημείο η Επιτροπή συνήγαγε ότι οι γαλλικές αρχές επεδείκνυαν ανοχή στην εκφόρτωση και πώληση ιχθύων που δεν είχαν το απαιτούμενο μέγεθος, κατά παράβαση των κοινοτικών διατάξεων. Επιπλέον, η «action de longue haleine» είχε, κατά τα φαινόμενα, ανασταλεί σε μέρος της Βρετάνης, την «pays Bigoudin» (11), εξαιτίας της δυσχερούς κοινωνικοοικονομικής καταστάσεως στην εν λόγω περιοχή και του πολιτικά ευαίσθητου χαρακτήρα του προβλήματος. Η «ανεκτική στάση» ως προς τον έλεγχο επιβεβαιώθηκε με την άσκηση διώξεων, οι οποίες, στο σύνολό τους, δεν κατέληξαν στην επιβολή κυρώσεων αναλόγων προς τη βαρύτητα των παραβάσεων.

    15.   Κατόπιν αυτού, η Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 171, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 228, παράγραφος 2, ΕΚ), απηύθυνε προς τη Γαλλική Δημοκρατία, στις 14 Απριλίου 1996, αιτιολογημένη γνώμη, με την οποία διαπίστωνε ότι η απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουνίου 1991 δεν είχε εκτελεσθεί πλήρως ως προς τα ακόλουθα σημεία:

    –       μη συμμόρφωση προς τις κοινοτικές διατάξεις ως προς τη μέτρηση των ελάχιστων διαστάσεων των ματιών των διχτυών·

    –       ανεπάρκεια ελέγχων, πράγμα που παρέχει τη δυνατότητα να πωλούνται ιχθύες που δεν έχουν το απαιτούμενο μέγεθος·

    –       ανεκτική στάση των γαλλικών αρχών, ενισχυθείσα από το γεγονός ότι οι ασκηθείσες διώξεις κατά των παραβάσεων δεν οδήγησαν, στο σύνολό τους, στην επιβολή κυρώσεων αναλόγων προς τη βαρύτητα των παραβάσεων και, ως εκ τούτου, δεν υπήρξαν αποτρεπτικές.

    Η Επιτροπή επέσυρε την προσοχή της Γαλλικής Δημοκρατίας στο ενδεχόμενο να επιβληθούν χρηματικές κυρώσεις εκ μέρους του Δικαστηρίου σε περίπτωση μη συμμορφώσεως προς την απόφαση της 11ης Ιουνίου 1991. Η Γαλλική Δημοκρατία εκλήθη να απαντήσει εντός δύο μηνών από της κοινοποιήσεως της αιτιολογημένης γνώμης.

    16.   Με τις επιστολές της 26ης Ιουλίου 1996 και 27ης Μαΐου 1997 σε απάντηση προς την αιτιολογημένη γνώμη, η Γαλλική Δημοκρατία υποστήριξε ότι οι κοινοτικές διατάξεις περί των ελάχιστων διατάξεων των ματιών των διχτυών εφαρμόζονταν προσηκόντως και ότι δεν είχε λάβει καμία σχετική καταγγελία εκ μέρους κοινοτικών επιθεωρητών αλιείας. Παρέσχε επίσης πληροφορίες και αριθμητικά στοιχεία περί των επιθεωρήσεων που διεξήχθησαν, των κυρώσεων που επιβλήθηκαν και των μέσων που διατέθηκαν για τους ελέγχους συμμορφώσεως προς τις κοινοτικές διατάξεις περί αλιείας. Τέλος, η Γαλλική Δημοκρατία παραπονέθηκε ότι δεν της απεστάλησαν οι εκθέσεις με τις διαπιστώσεις των κοινοτικών επιθεωρητών αλιείας, κατ’ αυτόν τον τρόπο δε εστερήθη της δυνατότητας να αντικρούσει προσηκόντως τα πράγματα που εκτίθενται με την αιτιολογημένη γνώμη.

    17.   Με μεταγενέστερες επιστολές, οι αρχές της Γαλλικής Δημοκρατίας παρέσχαν στην Επιτροπή πρόσθετα στοιχεία ως προς την επίταση των ελέγχων τους και τα μέτρα που έλαβαν για τη βελτίωση της εσωτερικής οργανώσεως των υπηρεσιών που είναι αρμόδιες για τον έλεγχο της συμμορφώσεως προς τις κοινοτικές διατάξεις περί αλιείας. Με επιστολή τους (της 31ης Οκτωβρίου 1997), οι γαλλικές αρχές υποστηρίζουν ότι φαίνεται να επιτεύχθηκε ικανοποιητική εφαρμογή των κοινοτικών και εθνικών διατάξεων, «εξαιρέσει του υπολειμματικού προβλήματος του μεγέθους του μικρού μερλουκίου (“merluchon”) στην pays Bigoudin».

    18.   Παρά τις παρατηρήσεις αυτές και τις θετικές εξελίξεις σε οργανωτικό επίπεδο που εξέθεσαν οι γαλλικές αρχές, περαιτέρω έλεγχοι από κοινοτικούς επιθεωρητές αλιείας σε γαλλικούς λιμένες και δημοπρασίες αλιευμάτων των παράκτιων περιοχών, από το 1996 έως το 2000, απεκάλυψαν ότι εξακολουθεί να υφίσταται το πρόβλημα της εκφορτώσεως και πωλήσεως ιχθύων που δεν έχουν το απαιτούμενο μέγεθος. Οι κοινοτικοί επιθεωρητές επανειλημμένως επεσήμαναν ότι οι αρμόδιοι υπάλληλοι είτε δεν παρίσταντο κατά την εκφόρτωση και κατά την πώληση σε δημοπρασίες αλιευμάτων, είτε, ακόμη και αν παρίσταντο, δεν προέβαιναν σε καμία ενέργεια κατά της πωλήσεως μερλουκίων που δεν είχαν το απαιτούμενο μέγεθος (επίσκεψη στο Le Guilvinec και Concarneau τον Σεπτέμβριο του 1997, καθώς και στο Marennes‑Oleron, Arcachon και Bayonne τον Οκτώβριο του 1997). Έκθεση επιθεωρητών (επίσκεψη στο Lorient, Le Guilvinec και Concarneau τον Αύγουστο του 1996) ποιείται μνεία «σιωπηρής συμφωνίας μεταξύ του επαγγελματικού κλάδου και των αρχών να γίνει δεκτή η εκφόρτωση μερλουκίων μεγέθους 24 εκατοστομέτρων αντί του νομίμου 27 εκατοστομέτρων». Άλλη έκθεση (επίσκεψη στο Douarnenez, το Lorient και το Le Guilvinec τον Μάρτιο του 1999) ποιείται μνεία προφορικών εντολών προς τις τοπικές αρχές να αποσύρουν από τη δημοπρασία αλιευμάτων τους ιχθύες με μέγεθος κάτω των 17 εκατοστομέτρων, αλλά να επιτρέπεται η πώληση ιχθύων με μέγεθος 17 έως 23 εκατοστομέτρων καθώς και 23 έως 26 εκατοστομέτρων. Διαπιστώθηκε ακόμη ότι μερλούκιοι με μέγεθος μικρότερο του επιτρεπομένου, διατιθέμενοι συχνά ως «merluchon friture» (μερλούκιοι για τηγάνι), επωλούντο συνήθως εμφανώς στη δημοπρασία αλιευμάτων με τον κωδικό «00», ο οποίος εχρησιμοποιείτο αποκλειστικώς γι’ αυτήν την κατηγορία ιχθύων καθώς και για αλιεύματα άλλων ειδών με μέγεθος μικρότερο του απαιτουμένου (επίσκεψη στο Lorient, το Benodet, το Loctudy, το Le Guilvinec, το Lesconil και το Guenole τον Ιούλιο του 1999). Τέλος, από επίσκεψη στους Μεσογειακούς λιμένες του Sète, του Agde και του Port Vendres τον Απρίλιο του 2000 προέκυψε ότι οι περιγραφείσες πρακτικές δεν αφορούσαν αποκλειστικώς τη Βρετάνη, επρόκειτο δε για ευρύτερα διαδεδομένο πρόβλημα εντός της Γαλλικής Δημοκρατίας.

    19.   Οι ως άνω διαπιστώσεις των κοινοτικών επιθεωρητών αλιείας οδήγησαν την Επιτροπή να εκδώσει πρόσθετη αιτιολογημένη γνώμη στις 6 Ιουνίου 2000. Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, από της αιτιολογημένης γνώμης της 17ης Απριλίου 1996 και της απαντήσεως της Γαλλικής Κυβερνήσεως, ιχθύες, που δεν έχουν το απαιτούμενο μέγεθος, εξακολουθούν να πωλούνται στις δημοπρασίες αλιευμάτων καθώς και απευθείας σε αγοραστές, ότι οι εθνικοί επιθεωρητές δεν εποπτεύουν τις εκφορτώσεις και τις δημοπρασίες αλιευμάτων για τον εντοπισμό ιχθύων με μέγεθος μικρότερο του επιτρεπομένου, ιδίως μερλουκίων, οι δε παραβάσεις διώκονται μόνον σποραδικώς. Η Επιτροπή κρίνει ότι η χρήση του κωδικού «00» σε επίσημα έγγραφα σχετικά με τις δημοπρασίες αλιευμάτων παρουσιάζει ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς αποτελεί κατάφωρη παράβαση των διατάξεων του κανονισμού (EΚ) 2406/96 του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 1996, περί καθορισμού κοινών προδιαγραφών εμπορίας ορισμένων αλιευτικών προϊόντων (12), ιδιαιτέρως δε του άρθρου 2 αυτού. Το γεγονός ότι το πρόβλημα του «merluchon» (μικρού μερλουκίου) είναι πολιτικώς ευαίσθητο, ότι αφορά ιδιαιτέρως μία διοικητική περιφέρεια και ότι εμφάνισε σημαντική υποχώρηση κατά τα πρόσφατα έτη δεν μπορεί, κατά την άποψή της, να δικαιολογήσει τη μη εφαρμογή των τεχνικών μέτρων διατηρήσεως. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά αποσκοπούν στην προστασία των νεαρών θαλάσσιων οργανισμών, η συστηματική μη τήρηση των κοινοτικών διατάξεων μπορεί να έχει ολέθριες συνέπειες για την κατάσταση των διαθέσιμων αποθεμάτων. Επομένως, η παράβαση των διατάξεων αυτών είναι σοβαρή, ιδιαιτέρως επειδή οι γαλλικές αρχές φαίνεται να έδωσαν οδηγίες να μην τηρούνται. Η Επιτροπή κάλεσε τη Γαλλική Κυβέρνηση να λάβει τα αναγκαία μέτρα εντός δύο μηνών από της κοινοποιήσεως της πρόσθετης αιτιολογημένης γνώμης, προκειμένου να αρθούν οι παραβάσεις τις οποίες ενετόπισε.

    20.   Η Γαλλική Κυβέρνηση απήντησε την 1η Αυγούστου 2000, αποδίδοντας ιδιαίτερη έμφαση σε τρία σημεία. Πρώτον, εξέθεσε ότι ο κώδικας «00» ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε για ιχθύες που δεν έχουν το απαιτούμενο μέγεθος, αλλά χρησιμοποιήθηκε για τον χαρακτηρισμό ιχθύων διαφόρων μεγεθών που δεν έχουν υποβληθεί σε διαλογή. Δεύτερον, ενέμεινε στην άποψη ότι στις εκθέσεις των κοινοτικών επιθεωρητών αλιείας υπήρχε προφανώς σύγχυση μεταξύ, αφενός, προσώπων υπευθύνων για την εμπορική λειτουργία ενός χώρου πωλήσεων και, αφετέρου, προσώπων επιφορτισμένων με την εφαρμογή των διατάξεων περί αλιείας, τα οποία και μόνον έχουν αρμοδιότητα να διαπιστώνουν τις παραβάσεις. Η Γαλλική Κυβέρνηση φρονεί ότι είναι υπερβολικό, ακόμη και άδικο, το συμπέρασμα ότι οι εποπτικές υπηρεσίες επέδειξαν ανεκτική στάση, εάν ληφθούν υπόψη τα ποσοτικά στοιχεία που κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή ως προς τις ασκηθείσες, εκ μέρους των γαλλικών αρχών, διώξεις για παραβάσεις των διατάξεων περί του ελάχιστου μεγέθους των ιχθύων. Τρίτον, η Γαλλική Κυβέρνηση διευκρίνισε ότι, από της εκθέσεως των κοινοτικών επιθεωρητών του Ιουλίου 1999, το οργανωτικό και νομικό πλαίσιο του ελέγχου συμμορφώσεως προς τους κανονισμούς περί αλιείας βελτιώθηκε σημαντικά. Η αναδιοργάνωση των ελεγκτικών υπηρεσιών καταδεικνύει τη σταθερή βούληση των γαλλικών αρχών να αυξήσουν την αποτελεσματικότητα των ελέγχων στον τομέα της αλιείας.

    21.   Η Επιτροπή απάντησε (στις 15 Φεβρουαρίου 2001), ζητώντας περαιτέρω στοιχεία για τα μέτρα που έλαβε η Γαλλική Δημοκρατία προκειμένου να παύσει η χρήση του κωδικού «00». Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη τη βούληση της Γαλλικής Δημοκρατίας να ενισχύσει τα μέσα ελέγχου που διαθέτει, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η πρόσθετη αιτιολογημένη γνώμη της αφορούσε ειδικότερα το πρόβλημα της εκφορτώσεως και πωλήσεως μερλουκίου με μέγεθος μικρότερο του επιτρεπομένου στις περιοχές Finistère και Morbihan της Βρετάνης. Κατά συνέπεια, ζήτησε από τις γαλλικές αρχές να της κοινοποιήσουν δικαστικές αποφάσεις σχετικές με αυτήν τη συγκεκριμένη παράβαση. Η Γαλλική Κυβέρνηση παρέσχε τα στοιχεία αυτά στις 16 Οκτωβρίου 2001. Κατ’ αρχάς, προσκόμισε εγκύκλιο προς τις περιφερειακές και νομαρχιακές αρχές, με την οποίαν τους ζητείται να παύσει η χρήση του κωδικού «00» στα τέλη του 2001 το αργότερο. Ακολούθως, τόνισε ότι αντίγραφα των εκθέσεων βεβαιώσεως των παραβάσεων και των εκθέσεων κατασχέσεως, καθώς και των σχετικών δικαστικών αποφάσεων, απεστάλησαν στην Επιτροπή. Επίσης, επεσήμανε ότι, από του έτους 1998, αυξήθηκε ο αριθμός των διώξεων για παραβάσεις των κανόνων περί του ελαχίστου μεγέθους των ιχθύων, επιβλήθηκαν δε κυρώσεις με αποτρεπτικό χαρακτήρα. Τέλος, η Γαλλική Κυβέρνηση αναφέρθηκε σε γενικό σχέδιο ελέγχου στον τομέα της αλιείας, το οποίο υιοθετήθηκε το 2001 και θέτει προτεραιότητες για τον έλεγχο συμμορφώσεως προς τις διατάξεις περί αλιείας. Στις προτεραιότητες αυτές περιλαμβάνεται η εφαρμογή σχεδίου αποκαταστάσεως του μερλουκίου και ο αυστηρός έλεγχος του ελάχιστου μεγέθους των ιχθύων.

    22.   Εν τω μεταξύ, οι κοινοτικοί επιθεωρητές αλιείας προέβησαν σε νέα επίσκεψη ελέγχου (τον Ιούνιο του 2001) σε σειρά λιμένων της «pays Bigoudin», διεπίστωσαν δε και πάλι ότι η ένταση και η φύση των ελέγχων δεν ήταν οι προσήκουσες. Οι επιθεωρητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το επίπεδο συμμορφώσεως στα τεχνικά μέτρα, σε αυτήν την περιοχή, δεν μπορεί ακόμη να θεωρηθεί αποδεκτό. Μερλούκιοι που δεν είχαν το απαιτούμενο μέγεθος εκφορτώνονταν και πωλούνταν συστηματικώς χωρίς να εκδηλώνονται προσπάθειες ελέγχου με σκοπό να παύσουν αυτές οι πρακτικές. Οι επιθεωρητές διαπίστωσαν ακόμη ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές εστερούντο πόρων, εξοπλισμού και επαρκούς εκπαιδεύσεως. Οι διοικητικές διαδικασίες δεν ήταν επαρκώς αναπτυγμένες ώστε να αντιμετωπισθούν οι ανάγκες της καταστάσεως. Τέλος, διαπίστωσαν ότι η ένταση και η ποιότητα των ελέγχων στις δημοπρασίες αλιευμάτων και στα καταστήματα λιανικής ήταν πολύ χαμηλές.

    23.   Κρίνοντας ότι τα στοιχεία, τα οποία παρέσχε η Γαλλική Κυβέρνηση σχετικά με τη βελτίωση των ελέγχων εν γένει, δεν αντιμετωπίζουν επαρκώς το πρόβλημα της εφαρμογής των κοινοτικών διατάξεων ως προς τους μερλουκίους που δεν έχουν το απαιτούμενο μέγεθος στην «pays Bigoudin», η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Γαλλική Δημοκρατία εξακολουθούσε να μην έχει λάβει τα κατάλληλα μέτρα συμμορφώσεως προς την απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουνίου 1991. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή άσκησε την παρούσα προσφυγή δυνάμει του άρθρου 228, παράγραφος 2, ΕΚ, καταθέτοντας το δικόγραφό της στις 27 Αυγούστου 2002. Τα αιτήματα αμφοτέρων των διαδίκων εκτέθηκαν ήδη στα σημεία 4 και 5 των παρουσών προτάσεων.

    IV – Η τρέχουσα κατάσταση

    24.   Ενόψει της προφορικής διαδικασίας, το Δικαστήριο απηύθυνε, στις 19 Δεκεμβρίου 2003, το Δικαστήριο απηύθυνε προς την Επιτροπή και προς τη Γαλλική Δημοκρατία σειρά γραπτών ερωτήσεων επί της τρέχουσας καταστάσεως του προβλήματος της εκφορτώσεως και πωλήσεως αλιευμάτων που δεν έχουν το απαιτούμενο μέγεθος. Η Επιτροπή ερωτήθηκε εάν, από της ασκήσεως της παρούσας προσφυγής, διεξήχθησαν επί τόπου έλεγχοι από κοινοτικούς επιθεωρητές, της ζητήθηκε δε, εάν τούτο συνέβη, να προσκομίσει τις εκθέσεις των επιθεωρητών και, σε περίπτωση που αναφερόταν ότι εξακολουθούσαν να πωλούνται σημαντικές ποσότητες ιχθύων με μέγεθος μικρότερο του επιτρεπομένου, να αναφέρει τα μέτρα, τα οποία πρέπει να λάβουν οι γαλλικές αρχές, προκειμένου να παύσει αυτή η κατάσταση. Από τη Γαλλική Δημοκρατία ζητήθηκε να παράσχει στοιχεία ως προς τον αριθμό των ελέγχων, οι οποίοι διεξήχθησαν στη θάλασσα και στην ξηρά (εντός και εκτός δημοπρασιών αλιευμάτων), από της ασκήσεως της παρούσας προσφυγής, με σκοπό να εξασφαλισθεί η συμμόρφωση προς τις διατάξεις περί ελάχιστου μεγέθους ιχθύων, καθώς και να αναφέρει τον αριθμό των διαπιστωθεισών παραβάσεων και τη συνέχεια που δόθηκε σε αυτές. Αμφότεροι οι διάδικοι παρέσχον τα αιτηθέντα στοιχεία στις 30 Ιανουαρίου 2004.

    25.   Η Επιτροπή απήντησε ότι, από της ασκήσεως της παρούσας προσφυγής, διεξήχθησαν τρεις επιτόπιοι έλεγχοι. Με τις επιθεωρήσεις αυτές διαπιστώθηκε ότι η προσφορά μερλουκίων που δεν είχαν το απαιτούμενο μέγεθος μειώθηκε μεν στη Βρετάνη, και μάλιστα στην «pays Bigoudin», όχι όμως στις μεσογειακές περιοχές. Οι κοινοτικοί επιθεωρητές επεσήμαναν την έλλειψη ελέγχων με σκοπό να αποτραπεί η πώληση ιχθύων, οι οποίοι δεν είχαν το απαιτούμενο μέγεθος, κατά την εκφόρτωση, διαπίστωσαν δε ότι δεν συντασσόταν έκθεση βεβαιώσεως για κάθε παράβαση. Παρά τα μέτρα, τα οποία έλαβαν οι γαλλικές αρχές από το 1998 για τη βελτίωση των ελέγχων, η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να βεβαιώσει ότι τα μέτρα αυτά ήταν πράγματι αποτελεσματικά. Αντιθέτως, έχει λόγους να πιστεύει ότι τούτο δεν συνέβη. Για να μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η παράβαση έχει όντως αρθεί, η Επιτροπή χρειάζεται πλήρη και διεξοδικά στοιχεία για όλους τους ελέγχους που διεξήχθησαν τα έτη 2001, 2002 και 2003 με σκοπό τον εντοπισμό ιχθύων που δεν είχαν το απαιτούμενο μέγεθος, ιδίως δε μερλουκίων. Κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία, η Επιτροπή προσέθεσε ότι, ενόψει πλήρους συμμορφώσεως προς τον κανονισμό 2847/93, επιβάλλεται να παρακολουθείται το σύνολο των δραστηριοτήτων περί την αλιεία, ο δε έλεγχος των εκφορτώσεων έχει ιδιαίτερη σημασία σε αυτό το πλαίσιο. Τα στοιχεία και αριθμητικά δεδομένα, τα οποία παρέσχε η Γαλλική Κυβέρνηση, δεν είναι αρκούντως εξειδικευμένα, ώστε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η παράβαση έχει αρθεί.

    26.   Με την απάντησή της, η Γαλλική Κυβέρνηση παρέσχε αριθμητικά στοιχεία ως προς τις επιθεωρήσεις στη θάλασσα και στην ξηρά κατά τα έτη 2001 έως 2003. Από αυτά τα στοιχεία συνάγεται ότι αμφότερες οι κατηγορίες επιθεωρήσεων μειώθηκαν αισθητά το 2003 σε σύγκριση με τα δύο προηγούμενα έτη. Η μείωση, το 2003, του αριθμού των επιθεωρήσεων στη θάλασσα εξηγείται από την κινητοποίηση πλωτών μέσων για την αντιμετώπιση της ρυπάνσεως συνεπεία του ναυαγίου του πετρελαιοφόρου Prestige. Κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, η μείωση του αριθμού των επιθεωρήσεων στην ξηρά αποδίδεται σε βελτίωση της πειθαρχίας των αλιέων, την οποία διαπίστωσαν εξάλλου οι επιθεωρητές της Επιτροπής στο πλαίσιο μη προαναγγελθείσας επισκέψεως τον Ιούνιο του 2003. Στην περίπτωση εκείνη δεν ανευρέθησαν ιχθύες που δεν είχαν το απαιτούμενο μέγεθος. H μείωση αυτή οφείλεται σε νόμο περί αμνηστίας (13), εξαλείφοντα το αξιόποινο για πράξεις που επέσυραν καταδίκη σε πρόστιμο κάτω των 750 ευρώ, στις περιπτώσεις δε κατά τις οποίες το επιβληθέν πρόστιμο ήταν υψηλότερο, μόνον μετά την καταβολή του. Τα πρόστιμα, τα οποία επιβλήθηκαν για παραβάσεις των διατάξεων περί του μεγέθους των ιχθύων, ήταν σημαντικά υψηλότερα.

    27.   Κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία, η Γαλλική Κυβέρνηση απάντησε στην παρατήρηση της Επιτροπής ότι εξακολουθούσε να υπάρχει πρόβλημα στη Μεσογειακή ακτή, μολονότι αυτή αναγνώριζε ότι η εκφόρτωση μερλουκίων, που δεν είχαν το απαιτούμενο μέγεθος, μειώθηκε στην περιοχή που την απασχολούσε περισσότερο, ήτοι την pays Bigoudin στη Βρετάνη. Η Γαλλική Κυβέρνηση διατείνεται ότι, επειδή, όταν εξεδόθη η απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουνίου 1991, δεν εφαρμόζονταν ειδικά μέτρα διατηρήσεως επί των αλιευτικών δραστηριοτήτων στη Μεσόγειο, το γεγονός ότι η συμμόρφωση προς τον κανονισμό 2847/93 δεν είναι ακόμη ικανοποιητική στην περιοχή αυτή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως μη συμμόρφωση προς την απόφαση του Δικαστηρίου.

    V –    Εκτίμηση

    Α –      Εισαγωγικές παρατηρήσεις: η υποχρέωση συμμορφώσεως στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής

    28.   Πριν από οποιαδήποτε εκτίμηση των μέτρων, τα οποία έλαβε η Γαλλική Δημοκρατία προς συμμόρφωση με τις οικείες κοινοτικές διατάξεις κατόπιν της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 11ης Ιουνίου 1991, το πρόβλημα, το οποίο είναι εν προκειμένω επίδικο, πρέπει να τεθεί κατ’ αρχάς στο πλαίσιό του, ήτοι τη σημασία της συμμορφώσεως προς το κοινοτικό δίκαιο, ειδικότερα δε στον τομέα της κοινής αλιευτικής πολιτικής.

    29.   Κατά κανόνα, η κοινοτική έννομη τάξη, μολονότι αυτόνομη, είναι εξηρτημένη υπό την έννοια ότι, στην πλειονότητα των τομέων, εξαρτάται από τις ενέργειες των κρατών μελών που έχουν σκοπό να εξασφαλισθεί πλήρης συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις που επιβάλλει επί των οικονομικών παραγόντων. Δυνάμει του άρθρου 10 ΕΚ, τα κράτη μέλη υπέχουν γενική υποχρέωση, λαμβάνοντας όλα τα αναγκαία μέτρα, να εξασφαλίζουν ότι το κοινοτικό δίκαιο τηρείται και εφαρμόζεται πράγματι, επιτυγχάνεται δε η πρακτική του αποτελεσματικότητα («effet utile»). Συγκεκριμένα, τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίζουν ότι υφίσταται το κατάλληλο κανονιστικό πλαίσιο για την τήρηση και εφαρμογή των κοινοτικών μέτρων, ότι διορίστηκαν οι αρμόδιες αρχές, ότι διατίθενται επαρκή μέσα και ότι οι παραβάτες διώκονται προσηκόντως. Εάν τα μέτρα συμμορφώσεως των κρατών μελών δεν είναι τα προσήκοντα, θα καταστεί ανέφικτη η ομοιόμορφη επίτευξη των σκοπών των οικείων κοινοτικών διατάξεων σε ολόκληρη την Κοινότητα.

    30.   Μολονότι τα κράτη μέλη απολαύουν ευρείας διακριτικής ευχερείας ως προς τον τρόπο επιτεύξεως των σκοπών αυτών, η νομολογία του Δικαστηρίου έθεσε ορισμένες διαδικαστικές προδιαγραφές στην άσκηση των δικαιωμάτων και την τήρηση των υποχρεώσεων εκ του κοινοτικού δικαίου. Συγκεκριμένα, γίνεται δεκτό, κατά πάγια νομολογία, ότι οι διαδικαστικοί αυτοί κανόνες δεν μπορούν να είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που διέπουν παρόμοια ένδικα βοηθήματα του εσωτερικού δικαίου (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν μπορούν να καθιστούν αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει το κοινοτικό δίκαιο (αρχή της αποτελεσματικότητας) (14). Επιπλέον, όσον αφορά τη συμμόρφωση προς το κοινοτικό δίκαιο, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι τα κράτη μέλη, δυνάμει του άρθρου 10 ΕΚ, υποχρεούνται να μεριμνούν «ώστε για τις παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου να επιβάλλονται κυρώσεις υπό προϋποθέσεις ουσιαστικές και διαδικαστικές ανάλογες με τις ισχύουσες για τις παραβιάσεις του εθνικού δικαίου παρόμοιας φύσεως και σημασίας και, εν πάση περιπτώσει, προσδίδουσες στην κύρωση αποτελεσματικό, ανάλογο και αποτρεπτικό χαρακτήρα. Εξάλλου, οι εθνικές αρχές οφείλουν να ενεργούν, προκειμένου περί παραβιάσεων του κοινοτικού δικαίου, με την ίδια επιμέλεια που καταβάλλουν κατά την εφαρμογή των αντιστοίχων εθνικών νομοθεσιών» (15).

    31.   Η αυστηρή συμμόρφωση προς τις εν λόγω γενικές υποχρεώσεις τηρήσεως και εφαρμογής των κοινοτικών μέτρων αποκτά ιδιαίτερη σημασία στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής (στο εξής: ΚΑΠ) για πολλούς λόγους. Οι λόγοι αυτοί αφορούν τη φύση της αλιείας ως οικονομικής δραστηριότητας, το γεγονός ότι τα διαθέσιμα αποθέματα ιχθύων εντός των κοινοτικών υδάτων πρέπει να θεωρηθούν ως κοινοί φυσικοί πόροι των κρατών μελών, την αλληλεξάρτηση μεταξύ των σχετικών συμφερόντων των κρατών μελών, καθώς και τις αβεβαιότητες που συνδέονται με την επιβολή περιορισμών στην εκμετάλλευση των φυσικών πόρων.

    32.   Η διαχείριση των φυσικών πόρων, όπως είναι τα διαθέσιμα αποθέματα ιχθύων, επιβάλλει τη συμφιλίωση, αφενός, των (βραχυπρόθεσμων) οικονομικών συμφερόντων τα οποία τείνουν στη μέγιστη εκμετάλλευση και, αφετέρου, του συμφέροντος που συνίσταται στη διατήρηση των αποθεμάτων σε αποδεκτό επίπεδο, από βιολογικής και οικολογικής απόψεως, προκειμένου να εξασφαλισθεί μακροπρόθεσμη εκμετάλλευση. Η θεμελιώδης αυτή αντίθεση αντανακλάται επίσης στο άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) 2371/2002 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2002, για τη διατήρηση και βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής (16), σύμφωνα με το οποίο η ΚΑΠ έχει ως κύριο στόχο να «διασφαλίζει την εκμετάλλευση των έμβιων υδρόβιων πόρων που παρέχει βιώσιμες οικονομικές, περιβαλλοντικές και κοινωνικές συνθήκες». Σε αυτήν τη διατύπωση, η έννοια της βιωσιμότητας αποτελεί την κατευθυντήρια αρχή. Συγκεκριμένα, μια από τις ιδιαιτερότητες της αλιείας ως οικονομικής δραστηριότητας έγκειται στο γεγονός ότι το προϊόν αποτελεί επίσης την πηγή παραγωγής. Πρόκειται για ανανεώσιμους πόρους. Τούτο σημαίνει ότι ο βαθμός εκμεταλλεύσεως των αποθεμάτων ιχθύων γνωρίζει φυσικό, βιολογικώς καθοριζόμενο όριο. Εάν δεν τηρούνται τα μέτρα, τα οποία αποβλέπουν στον περιορισμό των αλιευτικών δραστηριοτήτων ή στην προστασία των αποθεμάτων των νεαρών θαλάσσιων οργανισμών, θα επηρεαστεί οπωσδήποτε η αναπαραγωγική ικανότητα των αποθεμάτων ιχθύων μακροπρόθεσμα. Το απλό αυτό γεγονός εξηγεί για ποιο λόγο διεξοδικοί κανόνες περί ελέγχων και συμμορφώσεως απετέλεσαν αναπόσπαστο μέρος της ΚΑΠ ήδη από τις απαρχές της.

    33.   Επίσης το Δικαστήριο τόνισε την ανάγκη αυστηρής συμμορφώσεως προς τα μέτρα διατηρήσεως των αλιευτικών πόρων, προκειμένου να διατηρηθεί η δυνατότητα παραγωγής μακροπροθέσμως, αποφαινόμενο ότι «η τήρηση των υποχρεώσεων που υπέχουν τα κράτη μέλη με βάση το κοινοτικό καθεστώς διατηρήσεως και διαχειρίσεως των αλιευτικών πόρων επιβάλλεται προκειμένου να διασφαλισθεί η προστασία των αλιευτικών πεδίων, η διατήρηση των θαλάσσιων βιολογικών πόρων και η ισόρροπη εκμετάλλευσή τους σε διαρκή βάση και υπό κατάλληλες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες» (17). Υπό το αυτό πνεύμα, το Δικαστήριο έκρινε ότι «εάν οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους παρέλειπαν συστηματικώς να προβούν σε δίωξη των υπευθύνων για [...] παραβάσεις, θα διακυβεύονταν τόσο η διατήρηση και διαχείριση των αλιευτικών πόρων όσο και η ομοιόμορφη εφαρμογή της κοινής πολιτικής αλιείας» (18).

    34.   Τα αποθέματα ιχθύων πρέπει να θεωρούνται ως κοινοί φυσικοί πόροι των κρατών μελών και η διαχείρισή τους να γίνεται προς το συμφέρον όλων. Μη τήρηση των κοινοτικών μέτρων διατηρήσεως σε ένα κράτος μέλος θίγει αυτομάτως τα συμφέροντα (των αλιευτικών επιχειρήσεων) των άλλων κρατών μελών. Με άλλα λόγια, στον τομέα αυτόν υφίσταται έντονη αλληλεξάρτηση, η οποία συνεπάγεται την «από κοινού ευθύνη» (19) των κρατών μελών όσον αφορά τον έλεγχο του καθεστώτος περιορισμού των αλιευμάτων και τη συμμόρφωση προς τις διατάξεις που αποβλέπουν στην προστασία των αποθεμάτων ιχθύων από την υπερεκμετάλλευση.

    35.   Μια άλλη πτυχή της αλληλεξαρτήσεως αυτής είναι ότι η επίτευξη των στόχων της ΚΑΠ προδήλως εξαρτάται, πρωτίστως, από τη συνεργασία των αλιευτικών επιχειρήσεων. Μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι αλιείς ευχερέστερα θα αποδεχθούν και θα τηρήσουν τους περιορισμούς που επιβάλλονται στην αλιευτική δραστηριότητα, εάν μπορούν να προσδοκούν ότι οι εν λόγω περιορισμοί εφαρμόζονται εξίσου στο σύνολο των κρατών μελών και, κατά συνέπεια, οι ίδιοι ασκούν τη δραστηριότητά τους υπό συνθήκες παρεμφερείς με εκείνες των ανταγωνιστών τους από τα άλλα κράτη μέλη. Διαφορετική εφαρμογή των διατάξεων της ΚΑΠ από το ένα κράτος μέλος στο άλλο μπορεί να εκληφθεί ως δυσμενής διάκριση, συνεπαγομένη στρέβλωση του ανταγωνισμού. Η εξίσου από όλους συμμόρφωση προς τις διατάξεις αυτές αποτελεί μια πτυχή της ισότητας των όρων ανταγωνισμού στο πλαίσιο της οποίας πρέπει να μπορούν να αναπτύσσουν τη δραστηριότητά τους.

    36.   Επιπλέον, πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι ο περιορισμός της αλιευτικής δραστηριότητας συγκεκριμένης επιχειρήσεως, για λόγους διατηρήσεως των αποθεμάτων, ενέχει το ενδεχόμενο της μη συμμορφώσεως. Η σπάνις, η οποία απορρέει από το γεγονός ότι ενδέχεται να εκφορτώνονται μικρότερες ποσότητες ιχθύων, συνεπάγεται υψηλότερες τιμές, πράγμα που θα καταστήσει συμφέρουσα την παράβαση των σχετικών διατάξεων από τους αλιείς. Κατά συνέπεια, η επιβολή περιορισμών συνιστά οικονομικό κίνητρο για την εξακολούθηση της εκμεταλλεύσεως αποθεμάτων τα οποία ήδη απειλούνται. Το γεγονός αυτό αποτελεί, καθεαυτό, λόγο επιτάσεως των προσπαθειών ελέγχου και εφαρμογής των διατάξεων που αφορούν θαλάσσιους οργανισμούς απειλουμένους από την υπερκεμετάλλευση.

    37.   Από τα προεκτεθέντα καταδεικνύεται ότι οι δέοντες έλεγχοι και η προσήκουσα εφαρμογή των διατάξεων περί αλιείας έχουν κεφαλαιώδη σημασία, προκειμένου να διασφαλισθεί η βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών αποθεμάτων. Δεδομένου ότι ενδεχόμενη ανεπάρκεια εν προκειμένω έχει επιπτώσεις στη διατήρηση πόρων, που είναι κοινοί για όλα τα κράτη μέλη, τα εθνικά μέτρα συμμορφώσεως προς τις οικείες κοινοτικές διατάξεις υπόκεινται σε υψηλές απαιτήσεις. Κατά συνέπεια, οι υποχρεώσεις, τις οποίες επιβάλλει στα κράτη μέλη ο κανονισμός 2847/93, πρέπει να ερμηνεύονται στενά.

    38.   Θεωρούμενο στο σύνολό του, το άρθρο 1 του κανονισμού 2847/93 επιβάλλει σε κάθε κράτος μέλος να «θεσπίζει [...] τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίζει την αποτελεσματικότητα του συστήματος» που δημιουργήθηκε «για να εξασφαλιστεί η τήρηση των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής». Το άρθρο 2 προσθέτει ότι κάθε κράτος μέλος πρέπει να παρακολουθεί την αλιευτική δραστηριότητα και τις συναφείς δραστηριότητες, να επιθεωρεί τα αλιευτικά σκάφη και να ερευνά όλες τις δραστηριότητες, προς εξακρίβωση της εφαρμογής του κανονισμού, περιλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των δραστηριοτήτων εκφορτώσεως και πωλήσεως ιχθύων. Τέλος, το άρθρο 31 υποχρεώνει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα κατά των φυσικών και νομικών προσώπων που δεν τήρησαν τους κανόνες της ΚΑΠ, καθώς και να στερούν τους υπευθύνους από τα οικονομικά οφέλη της παραβάσεως ή να λαμβάνουν μέτρα «ανάλογα με τη σοβαρότητα των παραβάσεων, ούτως ώστε να αποτρέψουν πράγματι περαιτέρω παραβάσεις του ιδίου είδους».

    39.   Κατά συνέπεια, το αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να επιτύχουν τα κράτη μέλη δυνάμει του κανονισμού 2847/93, είναι να εξασφαλίσουν ότι τα εθνικά τους μέτρα ελέγχου και συμμορφώσεως είναι όντως αποτελεσματικά. Στο πλαίσιο αυτό, «αποτελεσματικά» έχει την έννοια ότι υφίσταται αξιόπιστη πιθανότητα να διατρέχουν οι αλιείς, σε περίπτωση μη συμμορφώσεώς τους προς τις κοινοτικές διατάξεις, σημαντικό κίνδυνο να εντοπισθούν και να υποστούν κυρώσεις, οι οποίες, κατ’ ελάχιστον, θα τους αποστερούν από τα οικονομικά οφέλη τα οποία άντλησαν από την παράβαση. Η ένταση των ελέγχων και η απειλή των κυρώσεων πρέπει να ασκούν πίεση τέτοια που να καθιστά οικονομικώς ασύμφορη τη μη συμμόρφωση προς τις διατάξεις και, επομένως, να διασφαλίζει ότι πραγματώνονται οι σκοποί των οικείων διατάξεων περί αλιείας.

    40.   Υπό το πρίσμα αυτού του κριτηρίου πρέπει να εξετασθεί εάν συνεχίζεται ακόμη η παράβαση, η οποία προσάπτεται στη Γαλλική Δημοκρατία.

    Β –      Δύο γενικά ζητήματα: η ημερομηνία αναφοράς και τα αποδεικτικά μέσα

    41.   Πρώτον, επί προσφυγών που ασκούνται δυνάμει του άρθρου 228, παράγραφος 2, ΕΚ, το ζήτημα εάν κράτος μέλος παρέβη τις υποχρεώσεις, τις οποίες υπέχει, πρέπει να κριθεί βάσει των συνθηκών που υφίσταντο στο εν λόγω κράτος μέλος κατά την εκπνοή της προθεσμίας, η οποία ετάχθη με την αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής. Εν προκειμένω, η Επιτροπή απηύθυνε προς τη Γαλλική Δημοκρατία μια πρώτη αιτιολογημένη γνώμη στις 14 Απριλίου 1996. Αυτή συμπληρώθηκε με δεύτερη αιτιολογημένη γνώμη στις 6 Ιουνίου 2000. Εφόσον, με τη δεύτερη, ετάχθη δίμηνη προθεσμία για την άρση της παραβάσεως, κρίσιμη ημερομηνία στο ζήτημα εάν η Γαλλική Δημοκρατία ανταποκρίθηκε στην υποχρέωσή της, δυνάμει του άρθρου 228, παράγραφος 1, ΕΚ, να συμμορφωθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουνίου 1991, είναι η 6η Αυγούστου 2000 (20).

    42.   Κατά συνέπεια, προκειμένου να εκτιμηθεί εάν συνεχίζεται, ή όχι, η προσαπτόμενη παράβαση, οι εξελίξεις, οι οποίες σημειώθηκαν μετά την εν λόγω ημερομηνία, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη (21). Εντούτοις, οι μεταγενέστερες αυτές εξελίξεις ασκούν επιρροή επί του ζητήματος εάν πρέπει να επιβληθεί κατ’ αποκοπήν ποσόν ή χρηματική ποινή, όπως ορίζει το άρθρο 228, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ΕΚ. Στο ζήτημα αυτό θα επανέλθω.

    43.   Το δεύτερο ζήτημα αφορά την απόδειξη. Ο ισχυρισμός της Επιτροπής περί ανεπάρκειας των ελέγχων καθώς και των διώξεων που ασκήθηκαν για παραβάσεις των κοινοτικών κανόνων περί του ελάχιστου μεγέθους των ιχθύων βασίζεται, σε μεγάλο βαθμό, επί των εκθέσεων (που επισυνάπτονται στη δικογραφία) των κοινοτικών επιθεωρητών αλιείας στο πλαίσιο των τακτικών επιτόπιων ελέγχων τους στις παράκτιες περιοχές της Γαλλίας. Οι εκθέσεις αυτές καλύπτουν την περίοδο από τον Μάιο του 1994 έως τον Ιούλιο του 2003.

    44.   Η Γαλλική Κυβέρνηση αντιτείνει ότι η Επιτροπή περιορίζεται στον ισχυρισμό ότι τα μέτρα, τα οποία έλαβαν οι γαλλικές αρχές με σκοπό να αρθούν οι εναπομένουσες παραβάσεις, δεν ήταν τα προσήκοντα, χωρίς όμως να αναφέρει ποια μέτρα θα ήταν κατάλληλα. Η Γαλλική Κυβέρνηση αμφισβητεί επίσης το γεγονός ότι η Επιτροπή απέρριψε απλώς, ως ανεπαρκή, τα παρασχεθέντα στοιχεία και αριθμητικά δεδομένα, χωρίς να τα αντικρούσει, μολονότι εναπόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει ότι το οικείο κράτος μέλος εξακολουθεί να παραβαίνει τις υποχρεώσεις του εκ της Συνθήκης (22). Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι οι εκθέσεις των επιθεωρητών αλιείας της Κοινότητας, επί των οποίων στηρίζεται η Επιτροπή, ουδέποτε της κοινοποιήθηκαν, οπότε δεν είχε τη δυνατότητα να αντικρούσει τις διαπιστώσεις των εκθέσεων αυτών. Κατά την άποψη της εν λόγω κυβερνήσεως, τα επιχειρήματα της Επιτροπής δεν τεκμηριώνονται με ακριβή πραγματικά στοιχεία, στηρίζονται δε επί απλών υποθέσεων, πράγμα που τους προσδίδει υποκειμενικότητα.

    45.   Είναι αληθές ότι η απόδειξη παραβάσεως, κατά την έννοια των άρθρων 226 και 228 ΕΚ, πρέπει να στηρίζεται στην αντικειμενική διαπίστωση (23) ότι το κράτος μέλος δεν τήρησε τις υποχρεώσεις που του επιβάλλει η Συνθήκη ή μια πράξη παραγώγου δικαίου. Συναφώς, κρίσιμο είναι το ζήτημα εάν τα στοιχεία, τα οποία περιλαμβάνονται στις εκθέσεις των κοινοτικών επιθεωρητών αλιείας, αρκούν για να αποτελέσουν τέτοια αντικειμενική διαπίστωση.

    46.   Υπό τις συνθήκες της παρούσας υποθέσεως, φρονώ πράγματι ότι οι εκθέσεις αποτελούν αξιόπιστη πηγή για την κατάσταση των ελέγχων στους γαλλικούς λιμένες και τις δημοπρασίες αλιευμάτων που επισκέφθηκαν οι επιθεωρητές. Θεωρούμενες ως σύνολο, οι εκθέσεις αυτές παρέχουν συνολική και συνεκτική εποπτεία ως προς τις πρακτικές του ελέγχου τηρήσεως των κοινοτικών μέτρων διατηρήσεως στη Γαλλική Δημοκρατία κατά την τελευταία δεκαετία. Μολονότι η Γαλλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι οι ίδιες οι εκθέσεις δεν της απεστάλησαν, αυτές περιλαμβάνουν πράγματι πρακτικά συνεδριάσεων, κατά τις οποίες οι αρμόδιες εθνικές αρχές έλαβαν γνώση των πορισμάτων των επισκέψεων επιθεωρήσεως. Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο, με την απόφασή του της 11ης Ιουνίου 1991, δέχθηκε παρόμοιες εκθέσεις των κοινοτικών επιθεωρητών ως αποδεικτικά μέσα για τις παραβάσεις των κανονισμών ελέγχου, δεδομένου ότι η Γαλλική Κυβέρνηση είχε στη διάθεσή της αναφορές συνταχθείσες από τις δικές της υπηρεσίες όσον αφορά αυτές τις επιθεωρήσεις και, επομένως, ήταν σε θέση να αμφισβητήσει την ακρίβεια των διαπιστώσεων των επιθεωρητών της Κοινότητας (24).

    Γ –      Η πρώτη αιτίαση: ανεπάρκεια των ελέγχων

    47.   Σε σχέση με την πρώτη αιτίαση της Επιτροπής, η Γαλλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι από της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 11ης Ιουνίου 1991 δεν έπαυσε να ενισχύει τις δυνατότητές της ασκήσεως ελέγχου. Συναφώς, παραπέμπει σε τρεις ειδικότερες πτυχές: α) την αύξηση του αριθμού των επιθεωρήσεων, β) την έγκριση σχεδίων ελέγχου και γ) το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια επισκέψεως επιθεωρήσεως των κοινοτικών ελεγκτών τον Σεπτέμβριο του 2002, δεν ανευρέθησαν αλιεύματα που δεν είχαν το απαιτούμενο μέγεθος.

    48.   Η Επιτροπή αντιτείνει ότι η αύξηση του αριθμού των επιθεωρήσεων αφορά τις επιθεωρήσεις στη θάλασσα και ότι αυτές δεν είναι εξίσου κατάλληλες όπως ο έλεγχος των αλιευμάτων που εκφορτώνονται και των ιχθύων που πωλούνται σε δημοπρασίες αλιευμάτων. Μολονότι εκφράζει ικανοποίηση για την έγκριση σχεδίων ελέγχου για το 2001 και το 2002, η Επιτροπή τονίζει ότι αυτά δεν αρκούν από μόνα τους για την άρση της παραβάσεως, καθόσον τούτο εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο τίθενται σε εφαρμογή στην πράξη. Η Επιτροπή δεν μπόρεσε να διαπιστώσει ότι η κατάσταση βελτιώθηκε πράγματι. Επί του γεγονότος ότι, κατά την επίσκεψη επιθεωρήσεως του Σεπτεμβρίου 2002, δεν ανευρέθησαν ιχθύες με μέγεθος κατώτερο του επιτρεπομένου, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η εν λόγω επιθεώρηση είχε ως αντικείμενο τη διαχείριση των ποσοστώσεων ιχθύων, το γεγονός δε αυτό δεν πρέπει να εκληφθεί ως έμμεση διαπίστωση σχετική με τον έλεγχο της τηρήσεως των διατάξεων περί ιχθύων με μέγεθος μικρότερο του επιτρεπομένου.

    49.   Η Γαλλική Κυβέρνηση ανταπαντά ότι η Επιτροπή δεν καταδεικνύει για ποιο λόγο οι έλεγχοι στη θάλασσα είναι λιγότερο αποτελεσματικοί από τους ελέγχους στην ξηρά και θεωρεί ότι τα επιχειρήματα της Επιτροπής, τα οποία αφορούν την πρώτη αιτίαση, στερούνται συνοχής και ερείσματος. Υποστηρίζει ότι τα σχέδια ελέγχου για το 2001 και 2002 προβλέπουν τη διεξαγωγή ελέγχων σε όλα τα στάδια της αλυσίδας παραγωγής, στη θάλασσα και στην ξηρά, καθώς και καθ' όλα τα στάδια εμπορίας. Η αύξηση του αριθμού ελέγχων βεβαιώνεται από αριθμητικά δεδομένα που αφορούν την περίοδο από τον Σεπτέμβριο του 2001 έως τον Φεβρουάριο του 2002. Η Γαλλική Κυβέρνηση διατηρεί την άποψη ότι η απάντηση της Επιτροπής ως προς το αντικείμενο της επισκέψεως επιθεωρήσεως του Σεπτεμβρίου αντικρούει το γεγονός ότι στηρίζεται επί των διαπιστώσεων αυτής ακριβώς της επισκέψεως για να αποδείξει την ανεπάρκεια των ελέγχων.

    50.   Ο κανονισμός 2847/93 επιβάλλει στα κράτη μέλη να ελέγχουν αποτελεσματικώς το σύνολο των αλιευτικών δραστηριοτήτων, από την αλίευση μέχρι την εμπορία. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Γαλλική Δημοκρατία υιοθέτησε σειρά μέτρων με σκοπό να ενταθεί ο έλεγχος συμμορφώσεως προς τις διατάξεις της ΚΑΠ εν γένει, όπως η αύξηση των επιθεωρήσεων στη θάλασσα, η διάθεση πρόσθετων μέσων για τον έλεγχο, η αναδιοργάνωση των ελεγκτικών της υπηρεσιών, η βελτίωση του εθνικού νομικού πλαισίου και η κατάρτιση σχεδίων ελέγχου, προγραμμάτων και εγκυκλίων που επιβάλλουν στις τοπικές αρχές να ελέγχουν την τήρηση των κοινοτικών διατάξεων περί του ελαχίστου μεγέθους των ιχθύων. Εντούτοις, τα μέτρα αυτά, μολονότι προφανώς αναγκαία για την επίτευξη των σκοπών των κανονισμών ελέγχου, μπορούν να θεωρηθούν ως αποτελεσματικά μόνον εάν καταλήγουν εν τοις πράγμασι σε κατάσταση αντίστοιχη προς αυτήν που επιδιώκουν οι διατάξεις της ΚΑΠ, όπως ήδη τόνισα στο σημείο 39 των παρουσών προτάσεων.

    51.   Οι εκθέσεις των κοινοτικών επιθεωρητών αλιείας αποτελούν πολύτιμη πηγή πληροφοριών επί του ζητήματος εάν αυτό συμβαίνει. Οι εκθέσεις αυτές περιλαμβάνουν πολυάριθμες και συγκλίνουσες ενδείξεις ότι δεν ασκείται όντως αποτελεσματικός έλεγχος, κατά την προεκτεθείσα έννοια. Μολονότι καταγράφουν προόδους στο νομικό πλαίσιο και μέτρα βελτιώσεως του ελέγχου, οι εκθέσεις ποιούνται συστηματικώς μνεία της εκφορτώσεως και πωλήσεως, σε δημοπρασίες αλιευμάτων, ιχθύων που δεν είχαν το απαιτούμενο μέγεθος, ιδίως στη Βρετάνη, στην «pays Bigoudin», αλλά και σε άλλες περιφέρειες, όπως στη Νορμανδία και στη Μεσόγειο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτά συνέβαιναν απουσία των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για τον εντοπισμό των παραβάσεων των διατάξεων περί αλιείας. Σε άλλες περιπτώσεις, παρίσταντο εκπρόσωποι των εθνικών αρχών, αλλά δεν έλαβαν μέτρα κατά των παρανομούντων. Γενικώς, διαπιστώθηκε επανειλημμένως ότι η ποιότητα και η ένταση των ελέγχων ήταν χαμηλές, ότι υπήρχαν ελλείψεις στο ανθρώπινο δυναμικό, οι δε διεξαγόμενες επιθεωρήσεις δεν ήταν αποτελεσματικές. Σε ορισμένες περιπτώσεις, κατεγράφη επίσης ότι, λόγω του πολιτικώς ευαίσθητου χαρακτήρα του προβλήματος, οι εθνικοί επιθεωρητές είχαν λάβει προφορικές εντολές να μη διώκουν την εκφόρτωση και πώληση μερλουκίων με μέγεθος κατώτερο του επιτρεπομένου ειμή μόνον σε ακραίες περιπτώσεις (μέγεθος κάτω των 17 εκατοστομέτρων), να επιτρέπουν δε την πώληση μερλουκίων που είχαν μέγεθος άνω των 17 εκατοστομέτρων αλλά πάντως μικρότερο του επιτρεπομένου. Επίσης έγινε αναφορά σε σιωπηρή συμφωνία μεταξύ των αλιέων και των αρχών να επιτρέπεται η εκφόρτωση μερλουκίων που δεν είχαν το απαιτούμενο μέγεθος. Η ύπαρξη αγοράς για μερλουκίους που δεν είχαν το απαιτούμενο μέγεθος πιστοποιείται από τη χρήση του υποκοριστικού «merluchon» ή «merluchon friture», ήτοι «μικρός μερλούκιος (γαλλιστί merlu)», ο οποίος πωλείται συνήθως υπό τον ειδικό κωδικό «00» σε δημοπρασίες αλιευμάτων, κατά παράβαση των κοινοτικών διατάξεων περί εμπορίας αλιευτικών προϊόντων.

    52.   Σε αυτή τη βάση, μου φαίνεται πλήρως δικαιολογημένο το γεγονός ότι οι κοινοτικοί επιθεωρητές κατέγραψαν ως γενική εντύπωσή τους ότι οι γαλλικές αρχές επεδείκνυαν ανεκτική στάση όσον αφορά τον έλεγχο συμμορφώσεως προς τις κοινοτικές διατάξεις περί μεγέθους των ιχθύων. Ενώ η Γαλλική Κυβέρνηση διατείνεται ότι η Επιτροπή στηρίζει την προσφυγή της επί υπονοιών, νομίζω ότι εκ του γεγονότος ότι μπορούσαν συνεχώς να εκφορτώνονται και να πωλούνται ιχθύες, οι οποίοι δεν είχαν το απαιτούμενο μέγεθος, προκύπτει σαφώς ότι τα μέτρα ελέγχου ήταν απρόσφορα και αναποτελεσματικά(25). Επιπλέον, είναι ενδεικτικό ότι, σε ορισμένη στιγμή της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, η ίδια η Γαλλική Δημοκρατία αναγνώρισε, στην αλληλογραφία της με την Επιτροπή, ότι το πρόβλημα στην «pays Bigoudin» ήταν «υπολειμματικό».

    53.   Η παράταση αυτής της μη ικανοποιητικής καταστάσεως επιβεβαιώθηκε με έκθεση κατόπιν επισκέψεως ελέγχου στις ακτές της Βρετάνης τον Ιούνιο του 2001, ήτοι μετά την εκπνοή της προθεσμίας η οποία είχε ταχθεί με την πρόσθετη αιτιολογημένη γνώμη. Παραθέτω τα κυριότερα πορίσματα της εκθέσεως αυτής:

    –       «Μολονότι μερλούκιοι πολύ μικρού μεγέθους (κάτω των 20 εκατοστομέτρων) δεν διατίθενται πλέον στο εμπόριο στην “pays Bigoudin”, μερλούκιοι που δεν έχουν το απαιτούμενο μέγεθος εκφορτώνονται συνεχώς, πωλούνται σε δημοπρασίες αλιευμάτων και διατίθενται περαιτέρω στην κατανάλωση στην εν λόγω περιοχή.

    –       Τα μέσα που διατίθενται για τη διενέργεια ελέγχων στην “pays Bigoudin” είναι σαφώς ανεπαρκή.

    –       Οι αρμόδιοι υπάλληλοι, ακόμη και όταν παρίστανται κατά την εκφόρτωση, δεν διενεργούν αποτελεσματικό έλεγχο αυτής.

    –       Δεν καταβάλλεται η δέουσα προσοχή στην απόσυρση από την εμπορική κυκλοφορία των ιχθύων, που δεν έχουν το απαιτούμενο μέγεθος.

    –       Οι διαδικασίες ταξινομήσεως στο Guilivinec και το Lesconsil περιλαμβάνουν τη χρήση των ενδείξεων ΝΤ και 00 για τους μερλουκίους πολύ μικρού μεγέθους, των οποίων η διαλογή έγινε ήδη προ της εκφορτώσεως.

    –       Ο έλεγχος των δραστηριοτήτων στις δημοπρασίες αλιευμάτων δεν διεξάγεται με τον προσήκοντα τρόπο. […]»

    54.   Κατά την άποψή μου, οι διάφορες εκθέσεις των τελευταίων 10 ετών δεν καταγράφουν απλώς μεμονωμένα περιστατικά. Πιστοποιούν την ύπαρξη ενός διαρθρωτικού προβλήματος το οποίο διήρκεσε επί πολλά έτη, κατ’ εξοχήν δε στη διοικητική περιφέρεια της Βρετάνης στην «pays Bigoudin». Στο πλαίσιο της παρούσας δίκης έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία το γεγονός ότι η εν λόγω κατάσταση εξακολουθούσε κατά τη λήξη της προθεσμίας η οποία είχε ταχθεί με την πρόσθετη αιτιολογημένη γνώμη της 6ης Ιουνίου 2000.

    55.   Προς στήριξη του ισχυρισμού της ότι έπαυσε η προσαπτομένη παράβαση, η Γαλλική Κυβέρνηση επικαλείται την αύξηση του αριθμού των ελέγχων στη θάλασσα, τα γενικά σχέδια ελέγχου για το 2001 και το 2002, το ειδικό σχέδιο ελέγχου του 2002 για τους ιχθύες με μέγεθος μικρότερο του επιτρεπομένου, καθώς και το γεγονός ότι δεν ανευρέθησαν ιχθύες που δεν είχαν το απαιτούμενο μέγεθος κατά την επίσκεψη ελέγχου των κοινοτικών επιθεωρητών αλιείας τον Σεπτέμβριο του 2002.

    56.   Κατά τη γνώμη μου, κανένα από αυτά τα επιχειρήματα δεν μπορεί να ανατρέψει τα αποδεικτικά στοιχεία που παρασχέθηκαν με τις εκθέσεις των κοινοτικών επιθεωρητών αλιείας. Το επιχείρημα της Γαλλικής Κυβερνήσεως ότι η Επιτροπή περιορίζεται απλώς στον ισχυρισμό ότι οι επιθεωρήσεις στη θάλασσα είναι λιγότερο αποτελεσματικές από τις επιθεωρήσεις στην ξηρά, μπορεί να απορριφθεί ως αλυσιτελές, καθόσον το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 2847/93 υποχρεώνει τα κράτη μέλη όχι μόνο να επιθεωρούν τα αλιευτικά σκάφη, αλλά και να ερευνούν όλες τις δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων εκφορτώσεως, πωλήσεως, μεταφοράς και αποθηκεύσεως ιχθύων, προς εξακρίβωση της εφαρμογής του κανονισμού αυτού. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη οφείλουν να ασκούν ελέγχους στην ξηρά και στη θάλασσα, ανεξαρτήτως της γνώμης που έχουν τα ίδια ως προς την αποτελεσματικότητα εκάστου είδους ελέγχων. Επί των σχεδίων διεξαγωγής ελέγχων του 2001 και 2002 θα ήθελα να επισημάνω ότι, για να είναι σε θέση να συμβάλουν στην άρση της προσαπτομένης παραβάσεως, πρέπει να αποδειχθεί η αποτελεσματικότητά τους στην πράξη. Εν πάση περιπτώσει, τα σχέδια αυτά εγκρίθηκαν μετά τη λήξη της προθεσμίας που είχε ταχθεί με την πρόσθετη αιτιολογημένη γνώμη, οπότε εξ αυτού του λόγου και μόνον δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη(26). Για τον ίδιο λόγο, η επίκληση της επισκέψεως ελέγχου του Σεπτεμβρίου 2002 είναι αλυσιτελής.

    57.   Γενικώς, από τα προσκομισθέντα στο Δικαστήριο έγγραφα και στοιχεία προκύπτει ότι η Γαλλική Δημοκρατία άρχισε να λαμβάνει μέτρα συμμορφώσεως προς την απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουνίου 1991 σταδιακώς, τα δε σχέδια διεξαγωγής ελέγχων εγκρίθηκαν σε μεταγενέστερο στάδιο. Από τις αλλεπάλληλες εκθέσεις, οι οποίες ποιούνται μνεία της εκφορτώσεως και πωλήσεως μερλουκίων που δεν είχαν το απαιτούμενο μέγεθος, προκύπτει σαφώς ότι τα μέτρα, τα οποία έλαβε η Γαλλική Δημοκρατία προκειμένου να εξασφαλισθεί η τήρηση της κοινοτικής νομοθεσίας περί του μεγέθους των ιχθύων, δεν ήταν αποτελεσματικά. Κατά τα επίδικα έτη, τα αποθέματα μερλουκίων μειώθηκαν, πράγμα που οδήγησε σε σημαντική μείωση των συνολικών επιτρεπτών ποσοτήτων αλιεύσεως περί τα τέλη του 2000, στη θέσπιση ειδικών μέτρων διατηρήσεως και την υιοθέτηση προγράμματος για την αποκατάσταση των αποθεμάτων μερλουκίου. Υπό τις συνθήκες αυτές, τα κράτη μέλη υπέχουν ιδιαίτερη ευθύνη συμμορφώσεως προς τα οικεία μέτρα διατηρήσεως.

    58.   Βάσει των προεκτεθέντων, φρονώ ότι η Γαλλική Δημοκρατία, μη εξασφαλίζοντας έλεγχο που να εγγυάται την τήρηση των τεχνικών μέτρων διατηρήσεως όσον αφορά το ελάχιστο μέγεθος των ιχθύων, σύμφωνα με τα άρθρα 1, παράγραφος 2, και 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 2847/93 την 6η Αυγούστου 2000, δεν είχε συμμορφωθεί προς την απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουνίου 1991 κατά τη λήξη της προθεσμίας που είχε ταχθεί με την πρόσθετη αιτιολογημένη γνώμη της 6ης Ιουνίου 2000.

    59.   Δεδομένου ότι η παρούσα προσφυγή ασκήθηκε δυνάμει του άρθρου 228, παράγραφος 2, ΕΚ, η δε Επιτροπή ζήτησε να καταδικασθεί η Γαλλική Δημοκρατία σε χρηματική ποινή από της εκδόσεως της παρούσας αποφάσεως και μέχρι πλήρους συμμορφώσεώς της προς τις επίδικες υποχρεώσεις, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω εάν η παρούσα κατάσταση συνάδει προς τον κανονισμό 2847/93.

    60.   Από της εκπνοής της προθεσμίας η οποία ετάχθη με την πρόσθετη αιτιολογημένη γνώμη, η υιοθέτηση των σχεδίων διεξαγωγής ελέγχων του 2001 και 2002 καταδεικνύει ότι η Γαλλική Δημοκρατία αντιμετωπίζει με μεγαλύτερη σοβαρότητα, σε πολιτικό επίπεδο, το πρόβλημα του ελέγχου συμμορφώσεως προς τα κοινοτικά μέτρα διατηρήσεως. Όπως ήδη επεσήμανα, το κρίσιμο ζήτημα είναι εάν η εκτέλεση αυτών των σχεδίων (τα οποία πρέπει να παρατηρηθεί ότι υιοθετήθηκαν με υπερβολικά μεγάλη καθυστέρηση, εάν ληφθεί υπόψη η διάρκεια της παραβάσεως) κατέληξε σε κατάσταση συνάδουσα προς αυτήν που επιδιώκουν οι κοινοτικές διατάξεις περί διατηρήσεως των αλιευτικών πόρων.

    61.   Τα στοιχεία, τα οποία παρέσχε η Επιτροπή σε απάντηση προς τις γραπτές ερωτήσεις του Δικαστηρίου, αφήνουν να εννοηθεί ότι, μολονότι η κατάσταση βελτιώθηκε στην «pays Bigoudin», εξακολουθούν να υπάρχουν προβλήματα σε άλλες παράκτιες περιοχές, ιδίως στη Μεσόγειο. Από την άλλη, η Γαλλική Δημοκρατία παραπέμπει σε δεδομένα που δείχνουν τάση μειώσεως του αριθμού των επιθεωρήσεων στη θάλασσα και στην ξηρά το έτος 2003 σε σύγκριση με το 2002. Ο ισχυρισμός της εν λόγω κυβερνήσεως ότι η μείωση του αριθμού των επιθεωρήσεων στην ξηρά οφείλεται σε βελτίωση της πειθαρχίας των αλιέων μου φαίνεται αντιφατικός. Εάν η συμμόρφωση προς τις κοινοτικές διατάξεις περί αλιείας στην «pays Bigoudin» βελτιώθηκε λόγω της μεγαλύτερης αποτελεσματικότητας των ελέγχων, θα φαινόταν εύλογο να διατηρηθούν τα μέτρα ελέγχου σε αυτό το επίπεδο, προ πάντων σε μια περιοχή όπου η υπερεκμετάλλευση των αποθεμάτων μερλουκίου ήταν ενδημικό φαινόμενο επί μία δεκαετία και πλέον.

    62.   Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Γαλλική Κυβέρνηση παρατήρησε ότι η Επιτροπή, μολονότι αναγνωρίζει ότι η κατάσταση στην «pays Bigoudin» βελτιώθηκε, επί του παρόντος εκφράζει προφανώς ανησυχία ως προς τους ελέγχους που διεξάγονται στην περιοχή της Μεσογείου. Ωστόσο, κατά την άποψη της κυβερνήσεως αυτής, το εν λόγω πρόβλημα δεν μπορεί να εκληφθεί ως μη συμμόρφωση προς την απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουνίου 1991, καθόσον τα κοινοτικά μέτρα διατηρήσεως για την περιοχή αυτή εκδόθηκαν μόνο μετά πάροδο ετών από της αποφάσεως.

    63.   Συναφώς, επισημαίνω ότι το Δικαστήριο, με την απόφασή του, της 11ης Ιουνίου 1991, δέχθηκε ότι η Γαλλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπείχε από τους τότε ισχύοντες κανονισμούς ελέγχου, ήτοι τον κανονισμό 2057/82 και τον κανονισμό 2241/87. Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η ΚΑΠ εξελίσσεται με την πάροδο του χρόνου, αφενός κατά τόπον (ratione loci) και, αφετέρου, καθ’ ύλην (ratione materiae), υπό το φως των εξελίξεων στον αλιευτικό τομέα και της καταστάσεως των αλιευτικών αποθεμάτων. Οι υποχρεώσεις που αφορούν τον έλεγχο της τηρήσεως και την εφαρμογή των μέτρων διατηρήσεως, μολονότι, από ουσιαστικής απόψεως, προφανώς προσαρμόζονται εκάστοτε προς το πεδίο εφαρμογής των μέτρων αυτών, είναι αυτοτελείς. Οι αιτιάσεις της Επιτροπής στρέφονται κατά της ανεπάρκειας των ελέγχων ως τέτοιας. Τούτο καταδείχθηκε εντονότατα ιδίως από τον έλεγχο της αλιεύσεως μερλουκίων που δεν είχαν το απαιτούμενο μέγεθος στην «pays Bigoudin». Εντούτοις, η υπόθεση C-64/88 και η παρούσα έχουν αμφότερες ως αντικείμενο την ανεπάρκεια των ελέγχων. Το Δικαστήριο, με την απόφασή του της 11ης Ιουνίου 1991, διαπίστωσε την απουσία ελέγχων ως προς την τήρηση των τότε ισχυουσών διατάξεων, ανεξαρτήτως του τοπικού πεδίου εφαρμογής των διατάξεων αυτών. Το γεγονός ότι οι διατάξεις, οι οποίες αποτελούν οι ίδιες αντικείμενο των υποχρεώσεων ελέγχου, ενδέχεται να μεταβληθούν ουδόλως επηρεάζει τη θεμελιώδη υποχρέωση του ελέγχου τηρήσεως και της συμμορφώσεως προς τις διατάξεις αυτές. Κατά συνέπεια, φρονώ ότι επί του ζητήματος εάν συνεχίζεται, ή όχι, η παράβαση δεν ασκεί επιρροή το επιχείρημα της Γαλλικής Κυβερνήσεως ότι η κατάσταση στην περιοχή της Μεσογείου δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, ζήτημα το οποίο, εξάλλου, δεν προέβαλε ενωρίτερα μολονότι τούτο εγέρθηκε από την Επιτροπή κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία (βλ. το σημείο 18 των παρουσών προτάσεων).

    64.   Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία για την παρούσα κατάσταση τα οποία περιλαμβάνει η δικογραφία, οι κοινοτικοί επιθεωρητές δεν ενετόπισαν αλιεύματα με μέγεθος μικρότερο του επιτρεπομένου κατά την επίσκεψη ελέγχου στην «pays Bigoudin» τον Ιούνιο του 2003. Ωστόσο, κατέγραψαν πράγματι προφανή έλλειψη ελέγχων κατά την εκφόρτωση, η οποία αποτελεί αναμφιβόλως το σημαντικότερο στάδιο στην αλυσίδα των αλιευτικών δραστηριοτήτων. Παρόμοιες παρατηρήσεις έγιναν για την περιοχή της Μεσογείου, κατόπιν επισκέψεων ελέγχου τον Μάιο και Ιούλιο του 2003, όπου ανευρέθησαν μερλούκιοι που δεν είχαν το απαιτούμενο μέγεθος. Εξάλλου, μια από τις αποστολές ελέγχου είχε ως αντικείμενο εν μέρει τη συμμόρφωση προς το ελάχιστο μέγεθος του ερυθρού τόννου, δεν ανευρέθησαν δε δείγματα με μέγεθος μικρότερο του επιτρεπομένου.

    65.   Η Επιτροπή, στην απάντησή της προς τα γραπτά ερωτήματα που έθεσε το Δικαστήριο, εκθέτει ότι δεν ήταν σε θέση να διαπιστώσει ότι τα σχέδια ελέγχου των γαλλικών αρχών υπήρξαν πράγματι αποτελεσματικά. Επί τη βάσει των πλέον πρόσφατων εκθέσεων των κοινοτικών επιθεωρητών αλιείας, η Επιτροπή τείνει να πιστεύει το αντίθετο. Συγχρόνως, δηλώνει ότι, για να είναι σε θέση να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η παράβαση έχει αρθεί, χρειάζεται ακριβή και διεξοδικά στοιχεία επί σειράς ζητημάτων.

    66.   Εν προκειμένω, ήδη διαπιστώθηκε ότι η Γαλλική Δημοκρατία, κατά τη λήξη της προθεσμίας που ετάχθη με την πρόσθετη αιτιολογημένη γνώμη, δεν είχε ακόμη συμμορφωθεί προς την απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουνίου 1991. Επί τη βάσει των στοιχείων που το Δικαστήριο έχει στη διάθεσή του και λαμβανομένου υπόψη του διαρκούς και ουσιώδους χαρακτήρα της παρούσας παραβάσεως, δεν συνάγεται ότι επί του παρόντος, το οποίο δεν μπορεί να χωρισθεί από το παρελθόν, η Γαλλική Δημοκρατία έχει μεταβάλει την πρακτική της όσον αφορά, αφενός, τον έλεγχο τηρήσεως και, αφετέρου, την εφαρμογή των κοινοτικών μέτρων διατηρήσεως των αλιευτικών πόρων, ώστε να τα εναρμονίσει με τις απαιτήσεις του κανονισμού 2847/93.

    Δ –      Η δεύτερη αιτίαση: η αναποτελεσματικότητα των κατά των παραβατών ασκουμένων διώξεων

    67.   Προς αντίκρουση της δεύτερης αιτιάσεως της Επιτροπής, η Γαλλική Κυβέρνηση επικαλείται την αύξηση του αριθμού των διώξεων και την βαρύτητα των επιβληθεισών κυρώσεων.

    68.   Η Επιτροπή επισημαίνει ότι τα αριθμητικά στοιχεία, τα οποία προσκόμισε η Γαλλική Κυβέρνηση, είναι πολύ γενικά, καθόσον αφορούν το σύνολο της γαλλικής επικράτειας, οι περισσότερες δε από τις καταδίκες απαγγέλθηκαν για παραβάσεις διαπιστωθείσες στη θάλασσα και δεν σχετίζονταν με την αλίευση ιχθύων που δεν είχαν το απαιτούμενο μέγεθος. Από τις στατιστικές των ποινικών διαδικασιών που κινήθηκαν το 2001 και αφορούσαν σοβαρές παραβάσεις των διατάξεων περί ΚΑΠ προκύπτει ότι επιβλήθηκαν καταδίκες μόνον σε 11 % των υποθέσεων με αντικείμενο ιχθύες με μέγεθος μικρότερο του επιτρεπομένου. Όσον αφορά τη βαρύτητα των επιβληθεισών κυρώσεων, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να συναγάγει από τα αριθμητικά στοιχεία του έτους 2001 ότι ακολουθείται αυστηρή πολιτική επιβολής του σεβασμού των διατάξεων περί ελαχίστου μεγέθους των ιχθύων. Η μοναδική υπόθεση, στο πλαίσιο της οποίας επιβλήθηκε υψηλό πρόστιμο, αφορούσε ισπανικό πλοίο και είχε ως αντικείμενο έξι διαφορετικές παραβάσεις, από τις οποίες μόνον μία σχετιζόταν με την αλίευση μερλουκίων που δεν είχαν το απαιτούμενο μέγεθος. Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι εγκύκλιος του Υπουργού Δικαιοσύνης της 16ης Οκτωβρίου 2002 προς τους εισαγγελείς των παράκτιων περιοχών, με την οποία αυτοί καλούνται να λαμβάνουν αυστηρά μέτρα κατά των παραβαινόντων τους κανονισμούς περί μεγέθους των ιχθύων, αποτελεί βήμα προς την ορθή κατεύθυνση για την άρση της παραβάσεως. Ωστόσο, η εν λόγω εγκύκλιος δεν δύναται να εξασφαλίσει καθεαυτή την επιβολή αποτρεπτικών κυρώσεων. Επιβάλλεται να εξετασθούν ο τρόπος με τον οποίον εφαρμόζεται, καθώς και το κατά τόπον πεδίον εφαρμογής της.

    69.   Η Γαλλική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι, βάσει των αριθμητικών στοιχείων για τις ασκηθείσες διώξεις τα οποία συνέλεξε στο πλαίσιο του σχεδίου της περί αποκαταστάσεως των αποθεμάτων μερλουκίου το 2001, δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι οι γαλλικές αρχές δεν ασκούν διώξεις κατά των παραβατών των κοινοτικών διατάξεων περί μεγέθους των ιχθύων, ιδίως όσον αφορά τον μερλούκιο. Προσθέτει ότι απλή στατιστική ανάλυση του αριθμού των διώξεων δεν αρκεί για τη διαμόρφωση κρίσεως ως προς την αποτελεσματικότητα του συστήματος ελέγχων και επιβολής του σεβασμού των διατάξεων. Η Επιτροπή περιορίζεται να επικαλείται απλώς μια τέτοια στατιστική ανάλυση, χωρίς να καταδεικνύει για ποιο λόγο τα εθνικά μέτρα δεν είναι τα «κατάλληλα μέτρα»  κατά την έννοια του άρθρου 31 του κανονισμού 2847/93. Όσον αφορά την αυστηρότητα των ασκουμένων διώξεων, η Γαλλική Κυβέρνηση διατείνεται ότι από τα παρασχεθέντα στην Επιτροπή στοιχεία προκύπτει σαφώς ότι οι παραβάσεις διώκονται συστηματικώς. Η εγκύκλιος του Υπουργού Δικαιοσύνης της 16ης Οκτωβρίου 2002, η οποία εκδόθηκε σε εκτέλεση του σχεδίου ελέγχων του ελαχίστου μεγέθους των ιχθύων, προβλέπει: i) τη συστηματική δίωξη των παραβάσεων, ii) περιορισμένη χρήση της δυνατότητας να προταθεί συμβιβασμός (transaction) στους παραβάτες, και iii) την επιβολή αποτρεπτικών κυρώσεων. Η Γαλλική Δημοκρατία προσθέτει ότι οι παραβάσεις των κανονισμών περί θαλάσσιας αλιείας δεν εμπίπτουν, ως τέτοιες, στο πεδίο εφαρμογής του περί αμνηστίας νόμου του 2002, αλλά τούτο εξαρτάται από το ύψος του προστίμου. Οι πρώτες εκθέσεις επί της εφαρμογής της εγκυκλίου για τον χρόνο μέχρι του Μαρτίου 2003 καταδεικνύουν ότι αυτή πράγματι έχει αποτελέσματα.

    70.   Ως προς το ζήτημα εάν η Γαλλική Δημοκρατία ήρε την παράβαση, η οποία αποτελεί αντικείμενο της δεύτερης αιτιάσεως, πρέπει και πάλι να γίνει διάκριση μεταξύ της καταστάσεως προ της λήξεως της προθεσμίας, η οποία είχε ταχθεί με την πρόσθετη αιτιολογημένη γνώμη, και της παρούσας καταστάσεως.

    71.   Προσήκει η υπόμνηση ότι, δυνάμει του άρθρου 31, παράγραφος 1, του κανονισμού 2847/93, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λαμβάνουν τα «κατάλληλα μέτρα» όταν αποδεικνύεται ότι δεν τηρούνται οι κανόνες της ΚΑΠ. Σε αυτό το πλαίσιο ο όρος «κατάλληλα» μπορεί μόνον να έχει την έννοια ότι τα μέτρα αυτά πρέπει να δύνανται να ωθήσουν σε συμμόρφωση προς τις εν λόγω διατάξεις, όπως ήδη ανέλυσα στα σημεία 37 έως 39 των παρουσών προτάσεων. Τα λαμβανόμενα μέτρα πρέπει να είναι τέτοιας φύσεως ώστε να αναπτύσσουν αποτελέσματα ειδικής προλήψεως έναντι των υπευθύνων για την παράβαση, αλλά και γενικής προλήψεως. Τούτο προκύπτει από το άρθρο 31, παράγραφος 2, του κανονισμού 2847/93, δυνάμει του οποίου οι διώξεις των παραβάσεων «πρέπει να είναι ικανές [...] να στερήσουν όντως τους υπευθύνους από τα οικονομικά οφέλη της παράβασης ή να παραγ[άγ]ουν αποτελέσματα ανάλογα με τη σοβαρότητα των παραβάσεων αυτών, ούτως ώστε να αποτρέψουν πράγματι περαιτέρω παραβάσεις του ιδίου είδους». Κατά την άποψή μου, η τελευταία περίοδος της εν λόγω διατάξεως αναφέρεται στα αποτελέσματα γενικής προλήψεως.

    72.   Συναφώς, πρέπει να διευκρινίσω ότι, ενώ η απόδοση στην αγγλική γλώσσα του άρθρου 31, παράγραφος 1, του κανονισμού 2847/93 περιλαμβάνει διάκριση μεταξύ «administrative action» και «criminal proceedings» (ήτοι, μεταξύ διοικητικής διαδικασίας και ποινικής διαδικασίας), με αποτέλεσμα να δημιουργείται η εντύπωση ότι η δεύτερη παράγραφος (η οποία αναφέρεται σε «proceedings») τυγχάνει εφαρμογής μόνον επί ποινικής διαδικασίας («criminal proceedings»), η απόδοση της διατάξεως στις πλείστες από τις λοιπές γλώσσες δεν περιλαμβάνει τη διάκριση αυτή, οπότε η δεύτερη παράγραφος τυγχάνει εφαρμογής τόσο επί διοικητικών όσο και επί δικαστικών διαδικασιών. Εάν ληφθεί υπόψη ότι ο κανονισμός 2847/93 έχει σκοπό να εξασφαλισθεί πράγματι η συμμόρφωση προς τις διατάξεις περί ΚΑΠ, καθίσταται προφανές ότι οι αποδόσεις της διατάξεως στις άλλες γλώσσες εκφράζουν ακριβέστερα το νόημα του άρθρου 31.

    73.   Προς επίτευξη των σκοπών της ΚΑΠ, οι παραβάσεις πρέπει να αποτελούν αντικείμενο σαφούς και αξιόπιστης πολιτικής για την επιβολή του σεβασμού των διατάξεων. Εξ αυτού συνάγεται ότι οι παραβάσεις των κοινοτικών διατάξεων περί αλιείας πρέπει να συνεπάγονται συστηματικώς την κίνηση διοικητικών ή δικαστικών διαδικασιών που να οδηγούν όντως στην επιβολή ποινών. Αυτή η πολιτική καταστολής των παραβάσεων πρέπει να είναι αρκούντως αξιόπιστη, ώστε να δράσει αποτρεπτικώς. Πρέπει να υπάρχει η εντύπωση ότι οι ενδεχόμενες αρνητικές συνέπειες εκ της παραβάσεως των διατάξεων περί αλιείας υπερβαίνουν τα οικονομικά οφέλη εκ της μη συμμορφώσεως προς τους κανόνες αυτούς.

    74.   Κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, η Γαλλική Δημοκρατία παρέσχε στην Επιτροπή σειρά στατιστικών στοιχείων για να αποδείξει ότι, κατά τα έτη που ακολούθησαν την απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουνίου 1991, ασκούσε με αυξανόμενη συχνότητα διώξεις κατά των παραβαινόντων τους κανονισμούς περί αλιείας, οι δε επιβαλλόμενες ποινές κατέστησαν αυστηρότερες. Η Επιτροπή αντέλεξε ότι τα αριθμητικά αυτά στοιχεία είχαν υπερβολικά γενικό χαρακτήρα, καθόσον αφορούσαν το σύνολο της γαλλικής επικράτειας και είχαν ως αντικείμενο διάφορες παραβάσεις των διατάξεων περί αλιείας. Δεν είχαν ως αντικείμενο το συγκεκριμένο πρόβλημα που απασχολούσε την Επιτροπή, ήτοι την εκφόρτωση και πώληση μερλουκίων που δεν είχαν το απαιτούμενο μέγεθος στη Νοτιοδυτική Βρετάνη.

    75.   Όπως επεσήμανε η Γαλλική Κυβέρνηση, η αποτελεσματικότητα ενός συστήματος ελέγχου και επιβολής της εφαρμογής διατάξεων δεν μπορεί να εκτιμηθεί με μοναδικό κριτήριο τις στατιστικές. Τούτο πρέπει να γίνει σε αναφορά προς τα αποτελέσματα τα οποία πρέπει να επιτύχει το σύστημα. Εν προκειμένω, νομίζω και πάλι ότι οι διαπιστώσεις, οι οποίες περιλαμβάνονται στις εκθέσεις των κοινοτικών επιθεωρητών αλιείας, ασκούν καθοριστική επιρροή όσον αφορά την κατάσταση που υφίστατο κατά τη λήξη της προθεσμίας που είχε ταχθεί με την πρόσθετη αιτιολογημένη γνώμη. Μολονότι τα στατιστικά στοιχεία, τα οποία προσκόμισε η Γαλλική Δημοκρατία, παρέχουν ενδείξεις περί αυξήσεως του αριθμού των διωχθεισών παραβάσεων και περί της επιβολής αυστηρότερων κυρώσεων, είναι εντούτοις αληθές ότι, εκείνη τη στιγμή, το θεμελιώδες πρόβλημα της εκφορτώσεως και πωλήσεως ιχθύων που δεν είχαν το απαιτούμενο μέγεθος, ιδίως δε μερλουκίων στην «pays Bigoudin», δεν είχε επιλυθεί. Παρέχεται, επομένως, σαφής ένδειξη ότι τα μέτρα προς βελτίωση της εφαρμογής των διατάξεων δεν ήταν αποτελεσματικά κατά την έννοια που προαναφέρθηκε.

    76.   Προσθέτω ότι, μολονότι η Γαλλική Κυβέρνηση αιτιάται την Επιτροπή ότι δεν της υπέδειξε ποια είναι τα κατάλληλα μέτρα προς άρση των παραβάσεων που απομένουν, εναπόκειται πρωτίστως στο οικείο κράτος μέλος να μεριμνήσει για τη συμμόρφωσή του προς τις υποχρεώσεις, τις οποίες υπέχει εκ της Συνθήκης και του παραγώγου κοινοτικού δικαίου, με τα μέσα και τους πόρους που έχει στη διάθεσή του.

    77.   Κατά συνέπεια, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας να μεριμνήσει, έως τις 6 Αυγούστου 2000, να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα κατά των φυσικών και νομικών προσώπων που ευθύνονται για την παράβαση των διατάξεων περί κοινής αλιευτικής πολιτικής, όπως επιβάλλει το άρθρο 31 του κανονισμού 2847/93, δεν είχε συμμορφωθεί προς την απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουνίου 1991 κατά τη λήξη της προθεσμίας που είχε ταχθεί με την πρόσθετη αιτιολογημένη γνώμη της 6ης Ιουνίου 2000.

    78.   Η παρούσα κατάσταση ως προς την εφαρμογή των διατάξεων πρέπει να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα των στοιχείων, τα οποία προσκόμισαν αμφότεροι οι διάδικοι σε απάντηση των γραπτών ερωτήσεων του Δικαστηρίου, όπως διευκρινίσθηκαν περαιτέρω κατά την προφορική διαδικασία.

    79.   Οι εκθέσεις της Επιτροπής περί των επισκέψεων επιθεωρήσεως το 2003 περιλαμβάνουν σειρά ενδείξεων περί του γεγονότος ότι, αντιθέτως προς τα προβλεπόμενα με την εγκύκλιο του Υπουργού Δικαιοσύνης της 16ης Οκτωβρίου 2002, δεν συντάσσονται πάντοτε εκθέσεις βεβαιώσεως της παραβάσεως οσάκις διαπιστώνεται μια παράβαση και ότι, ως εκ τούτου, οι υποθέσεις αυτές δεν άγονται ενώπιον των δικαστηρίων. Τα πλέον πρόσφατα στατιστικά δεδομένα της Γαλλικής Κυβερνήσεως δεν μπορούν να θεωρηθούν ως πλήρως αντιπροσωπευτικά, καθόσον τα αριθμητικά στοιχεία του 2002 επηρεάσθηκαν από τον νόμο περί αμνηστίας, τα δε αριθμητικά στοιχεία του 2003 δεν είναι πλήρη και, εν πάση περιπτώσει, τα εν λόγω στοιχεία δεν είναι αρκούντως ειδικά. Τα αριθμητικά στοιχεία περί της βαρύτητας, κατά μέσον όρο, των επιβληθεισών κυρώσεων, αφήνουν πράγματι να διαφανεί μια αποτελεσματικότερη προσέγγιση. Συγχρόνως όμως, καθώς αναφέρονται μόνον στην πώληση, την αποθήκευση και την αγορά ιχθύων που δεν είχαν το απαιτούμενο μέγεθος, δεν παρέχουν πληροφορίες περί της αλιεύσεως, εκφορτώσεως ή μεταφοράς τέτοιων ιχθύων.

    80.   Επί τη βάσει των πλέον πρόσφατων στοιχείων καταλήγω στο συμπέρασμα ότι δεν είναι δυνατόν να συναχθεί με επαρκή βεβαιότητα ότι η τρέχουσα πρακτική της Γαλλικής Δημοκρατίας ως προς την εφαρμογή των διατάξεων περί ΚΑΠ συνάδει προς τον κανονισμό 2847/93. Κατά συνέπεια, ούτε εν προκειμένω η Γαλλική Δημοκρατία συμμορφώθηκε πλήρως προς την απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουνίου 1991.

    Ε –      Οι συνέπειες των διαπιστώσεων αυτών

    81.   Δυνάμει του άρθρου 228, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ΕΚ, εάν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι κράτος μέλος δεν συμμορφώθηκε με απόφασή του, εκδοθείσα δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ και αποφαινομένη ότι το οικείο κράτος μέλος παρέβη τις υποχρεώσεις του εκ της Συνθήκης ΕΚ, μπορεί να του επιβάλει την καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού ή χρηματικής ποινής.

    82.   Η Επιτροπή φρονεί ότι η επιβολή χρηματικής ποινής αποτελεί το προσφορότερο μέσον για να παρακινηθεί κράτος μέλος να άρει την παράβαση των υποχρεώσεων, τις οποίες υπέχει εκ της Συνθήκης, το συντομότερο δυνατόν. Κατ’ εφαρμογήν των κριτηρίων και της μεθόδου υπολογισμού που εκτίθενται στις ανακοινώσεις της της 21ης Αυγούστου 1996 (27) και 28ης Φεβρουαρίου 1997 (28), αντιστοίχως, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να υποχρεώσει τη Γαλλική Δημοκρατία σε καταβολή χρηματικής ποινής ύψους 316 500 ευρώ ημερησίως. Το ποσόν αυτό προέκυψε από τον πολλαπλασιασμό σταθερού βασικού ποσού 500 ευρώ επί ορισμένους συντελεστές που αντιστοιχούν στη βαρύτητα της παραβάσεως (κλίμακα 1 έως 20), τη διάρκεια της παραβάσεως (κλίμακα 1 έως 3), καθώς και τη δυνατότητα πληρωμής του οικείου κράτους μέλους (υπολογιζομένη επί τη βάσει του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος του και του αριθμού των ψήφων του στο Συμβούλιο). Εν προκειμένω, η Επιτροπή φρονεί ότι, λόγω της βαρύτητας των επιπτώσεων για την κατάσταση των αποθεμάτων, οι οποίες απορρέουν από τη μη συμμόρφωση προς τις κοινοτικές διατάξεις περί του μεγέθους των ιχθύων, δικαιολογείται η εφαρμογή του συντελεστή βαρύτητας 10. Η Επιτροπή τονίζει ότι η ζώνη νοτίως της Βρετάνης είναι ζώνη αναπαραγωγής των μερλουκίων και, επομένως, έχει πολύ μεγάλη σημασία για τη διατήρηση των αποθεμάτων. Λαμβανομένου υπόψη του χρόνου που παρήλθε από της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 11ης Ιουνίου 1991 και από της θέσεως σε ισχύ του άρθρου 228, παράγραφος 2, ΕΚ (πρώην άρθρου 171, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ) την 1ης Νοεμβρίου 1993, η Επιτροπή προτείνει να εφαρμοσθεί ο συντελεστής 3 για τη διάρκεια παραβάσεως. Δεδομένου ότι η δυνατότητα πληρωμής της Γαλλικής Δημοκρατίας οδηγεί στην εφαρμογή συντελεστή 21,1, η ημερησία χρηματική ποινή πρέπει να ανέλθει σε 10 x 3 x 21,1 x 500 ευρώ = 316 500 ευρώ.

    83.   Η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει, για την περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο θα έκρινε σκόπιμο να της επιβάλει χρηματική ποινή, ότι το ποσόν, το οποίο ζητήθηκε από την Επιτροπή, είναι δυσανάλογο. Επικαλείται την απόφαση του Δικαστηρίου επί της υποθέσεως Επιτροπή κατά Ελλάδος (29), στο πλαίσιο της οποίας εφαρμόστηκε συντελεστής 6 για τη σοβαρότητα της παραβάσεως η οποία συνιστούσε σοβαρή απειλή για τη δημόσια υγεία. Επί της διάρκειας της παραβάσεως η Γαλλική Δημοκρατία διατείνεται ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να λάβει υπόψη το σύνολο του διαδραμόντος χρόνου μεταξύ της πρώτης αποφάσεώς του και της αποφάσεως επί της παρούσας υποθέσεως, καθόσον τα μέτρα που ελήφθησαν προς εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου δεν ήταν δυνατόν να παραγάγουν αμέσως αποτελέσματα.

    84.   Με τις δύο αποφάσεις του δυνάμει του άρθρου 228, παράγραφος 2, ΕΚ, οι οποίες εκδόθηκαν μέχρι σήμερα, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι δεν δεσμεύεται από τις προτάσεις της Επιτροπής ως προς τις οικονομικές συνέπειες που πρέπει να έχει η διαπίστωση ότι κράτος μέλος δεν συμμορφώθηκε με προγενέστερη απόφαση του Δικαστηρίου (30). Οι προτάσεις αυτές αποτελούν απλώς χρήσιμη βάση αναφοράς για το Δικαστήριο, οσάκις τούτο ασκεί τη διακριτική του ευχέρεια δυνάμει της εν λόγω διατάξεως. Με άλλα λόγια, η εφαρμογή της διατάξεως εμπίπτει στην πλήρη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.

    85.   Προκειμένου να κριθεί εάν η Γαλλική Δημοκρατία συμμορφώθηκε προς την απόφαση της 11ης Ιουνίου 1991, αντιδιέστειλα την κατάσταση που υφίστατο στα εξής δύο χρονικά σημεία: αφενός, την κατάσταση όπως είχε διαμορφωθεί κατά τη λήξη της προθεσμίας που ετάχθη με την πρόσθετη αιτιολογημένη γνώμη και, αφετέρου, την παρούσα κατάσταση. Πιστεύω ότι η διάκριση αυτή έχει σημασία για την εκτίμηση εάν το άρθρο 228, παράγραφος 2, ΕΚ πρέπει να τύχει εφαρμογής εν προκειμένω.

    86.   Το άρθρο 228, παράγραφος 2, ΕΚ έχει ως κύριο σκοπό να εξασφαλίσει ότι τα κράτη μέλη συμμορφώνονται εν τέλει προς τις υποχρεώσεις τους εκ της Συνθήκης, αίροντας τις παραβάσεις το συντομότερο δυνατόν. Εντούτοις, πρέπει να τονισθεί ότι το ζήτημα της επιβολής χρηματικής ποινής ανακύπτει μόνον εάν το Δικαστήριο έχει αποφανθεί, δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, ότι το οικείο κράτος μέλος παρέβη τις υποχρεώσεις του εκ της Συνθήκης και αφού στο εν λόγω κράτος έχει παρασχεθεί η δυνατότητα, στο πλαίσιο δεύτερης διαδικασίας προ της ασκήσεως προσφυγής, να λάβει τα ενδεδειγμένα μέτρα, όπως προβλέπει το άρθρο 228, παράγραφος 1, ΕΚ. Κατά τον χρόνο μεταξύ της πρώτης αποφάσεως του Δικαστηρίου και ενδεχομένης δεύτερης αποφάσεώς του, με την οποία διαπιστώνεται ότι η πρώτη δεν έχει εκτελεσθεί, η παράβαση συνεχίζεται, πράγμα που υπονομεύει συνήθως την αποτελεσματικότητα των οικείων κοινοτικών διατάξεων και ενδεχομένως θίγει τα συμφέροντα άλλων κρατών μελών ή άλλων διαδίκων.

    87.   Λαμβανομένων υπόψη των δυσμενών επιπτώσεων στην επίτευξη των σκοπών των ληφθέντων από τα κοινοτικά όργανα μέτρων, τις οποίες ενδέχεται να έχει η συνεχιζόμενη μη συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις εκ της Συνθήκης, φρονώ ότι το άρθρο 228, παράγραφος 2, ΕΚ πρέπει να τύχει εφαρμογής κατά τρόπο ώστε, υπό ορισμένες συνθήκες, οι οικονομικές κυρώσεις να μην είναι απλώς πρόσφορες να οδηγήσουν σε συμμόρφωση, αλλά να δρουν επίσης προληπτικώς. Υπ’ αυτήν την έννοια, πρέπει να έχουν αποτρεπτικό αποτέλεσμα παρόμοιο με εκείνο περί του οποίου έγινε λόγος στο σημείο 73 των παρουσών προτάσεων.

    88.   Χρηματική ποινή δεν χρειάζεται να έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα έναντι μελλοντικής μη συμμορφώσεως προς τις υποχρεώσεις εκ της Κοινότητας, καθόσον, εκ φύσεως, η επιβολή της τελεί υπό αίρεση. Εάν κράτος μέλος, προ της επιβολής χρηματικής ποινής, έχει συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις που είχε παραβεί προηγουμένως, ενδέχεται να μην του επιβληθεί εν τέλει καμία κύρωση. Επομένως, η επιβολή χρηματικής ποινής, μολονότι αποτελεσματική ως προς το να εξασφαλίσει εν τέλει την τήρηση των υποχρεώσεων, ενδέχεται να μην αποτελεί πάντοτε την κατάλληλη αντίδραση στη σχετική παράβαση. Για να έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα, μια κύρωση που επιβάλλεται δυνάμει του άρθρου 228, παράγραφος 2, ΕΚ, πρέπει να βασίζεται στο σύνολο των κρισίμων στοιχείων της οικείας παραβάσεως.

    89.   Εν προκειμένω, κατέληξα στο συμπέρασμα, αφενός, ότι, κατά την εκπνοή της προθεσμίας που είχε ταχθεί με την πρόσθετη αιτιολογημένη γνώμη της 6ης Ιουνίου 2000, η Γαλλική Δημοκρατία δεν είχε ακόμη συμμορφωθεί προς την απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουνίου 1991, και, αφετέρου ότι, μολονότι σημειώθηκε έκτοτε πρόοδος ως προς την εφαρμογή του κανονισμού 2847/93, αυτή δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι η Γαλλική Δημοκρατία συμμορφώθηκε πλήρως.

    90.   Μολονότι το άρθρο 228, παράγραφος 1, ΕΚ δεν ορίζει προθεσμία, γίνεται δεκτό, κατά πάγια νομολογία, ότι «το συμφέρον της άμεσης και ομοιόμορφης εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου επιτάσσει ότι η εκτέλεση αυτή πρέπει να αρχίσει αμέσως και πρέπει να λήξει το συντομότερο δυνατόν» (31). Δεδομένου ότι η αλίευση ιχθύων, που δεν έχουν το απαιτούμενο μέγεθος, είναι ιδιαιτέρως επιβλαβής για τη βιωσιμότητα της εκμεταλλεύσεως, θα αναμενόταν από τις γαλλικές αρχές, κατόπιν της διαπιστώσεως της εν λόγω παραβάσεως, να δράσουν τάχιστα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 228, παράγραφος 1, ΕΚ, προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι παρακολουθείται η συμμόρφωση προς τις οικείες διατάξεις εντός της επικρατείας τους και να λάβουν τα ενδεδειγμένα μέτρα κατά των παραβατών. Το γεγονός ότι οι κοινοτικοί επιθεωρητές αλιείας, στο πλαίσιο επισκέψεων επιθεωρήσεως σε γαλλικές παράκτιες περιοχές, διαπίστωσαν ότι το έτος 2000 εξακολουθούσαν να εκφορτώνονται και να πωλούνται ιχθύες, που δεν είχαν το απαιτούμενο μέγεθος, συχνά απουσία των εθνικών επιθεωρητών, αποτελεί εν πάση περιπτώσει σαφή ένδειξη μη συμμορφώσεως προς την υποχρέωση να παύσει η παράβαση «το συντομότερο δυνατόν». Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγουμε επίσης ακόμη και εάν θεωρήσουμε ότι η θέσπιση των μέτρων, τα οποία είναι αναγκαία για την πλήρη συμμόρφωση προς τους κανονισμούς περί ελέγχων, απαιτεί μακρόπνοη («longue haleine») δράση, όπως υποστήριξαν οι γαλλικές αρχές σε ορισμένο στάδιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας.

    91.   Μολονότι, προφανώς, απαιτείται χρόνος μέχρις ότου η κατάσταση εναρμονισθεί πράγματι προς τις επιταγές του κοινοτικού δικαίου, από τα προσκομισθέντα στο Δικαστήριο έγγραφα προκύπτει ότι η Γαλλική Δημοκρατία σταδιακώς μόνον θέσπισε μέτρα, τα κυριότερα δε μέτρα που επικαλέσθηκε ήταν τα προγράμματα ελέγχου των ετών 2001 και 2002, καθώς και οι εντολές προς τους εισαγγελείς από τον Υπουργό Δικαιοσύνης τον Οκτώβριο του 2002, ήτοι μετά την άσκηση της παρούσας προσφυγής. Επιπλέον, τα μέτρα αυτά είχαν συνήθως διοικητικό χαρακτήρα και, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορούν να θεωρηθούν αποτελεσματικά μέτρα κατά την έννοια των κανονισμών ελέγχου. Επιπροσθέτως, οι γαλλικές αρχές δεν αντιμετώπισαν καταλλήλως το συγκεκριμένο πρόβλημα επί του οποίου η Επιτροπή επέστησε επανειλημμένως την προσοχή τους. Φρονώ ότι οι σχετικές ενέργειες των γαλλικών αρχών ενείχαν πρόθεση παρακάμψεως του προβλήματος.

    92.   Πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή, στο πλαίσιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, παρέσχε στη Γαλλική Δημοκρατία τη δυνατότητα να θεσπίσει τα αναγκαία μέτρα ώστε να παύσει η παράβαση του κανονισμού 2847/93. Αιτιολογημένη γνώμη διατυπώθηκε μόνον μετά την πάροδο πενταετίας από της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 11ης Ιουνίου 1991, αυτής δε επακολούθησε, μετά την πάροδο τεσσάρων ακόμη ετών, μια διαδικαστικώς περιττή, πρόσθετη αιτιολογημένη γνώμη. Κατά την χρονική αυτή περίοδο, οι γαλλικές αρχές μόνον τύποις συνεργάσθηκαν με την Επιτροπή, ανταποκρινόμενες μεν στις αιτήσεις παροχής στοιχείων και διευκρινίσεων, αποφεύγοντας όμως να προβούν σε συγκεκριμένες ενέργειες προκειμένου να παύσει όντως η παράβαση. Κρίνω την απροθυμία ειλικρινούς συνεργασίας, επιβαλλομένης από το άρθρο 10 ΕΚ (32), ως επιβαρυντική περίσταση.

    93.   Η διαρκής παράλειψη της Γαλλικής Δημοκρατίας να ελέγχει την εφαρμογή και να επιβάλλει την τήρηση των κοινοτικών διατάξεων περί του ελαχίστου μεγέθους των ιχθύων, επί σχεδόν δύο δεκαετίες, πρέπει να θεωρηθεί ως ιδιαιτέρως σοβαρή παράβαση των κοινοτικών της υποχρεώσεων. Όπως διευκρίνισα στα σημεία 31 έως 37 των παρουσών προτάσεων, η αυστηρή συμμόρφωση προς τα μέτρα διατηρήσεως των αποθεμάτων ιχθύων έχει θεμελιώδη σημασία προκειμένου να εξασφαλισθεί η βιώσιμη εκμετάλλευση μακροπρόθεσμα. Τόνισα επίσης ότι, καθώς τα αποθέματα ιχθύων πρέπει να θεωρηθούν ως φυσικός πόρος κοινός στα κράτη μέλη, η μη συμμόρφωση προς τις εν λόγω υποχρεώσεις θίγει τα συμφέροντα (επιχειρήσεων) άλλων κρατών μελών που μετέχουν στην εκμετάλλευση των οικείων αποθεμάτων. Σε περίπτωση που τα αλιευτικά αποθέματα απειλούνται από υπερεκμετάλλευση, όπως συνέβη με τα αποθέματα μερλουκίων που αφορά η παρούσα υπόθεση, τα κράτη μέλη υπέχουν ιδιαίτερη ευθύνη να λάβουν μέτρα ώστε να εξασφαλισθεί πλήρης συμμόρφωση προς τις διατάξεις που έχουν σκοπό τη διατήρησή τους.

    94.   Γενικότερα, πιστεύω ότι, αφ' ης στιγμής διαπιστώθηκε ότι κράτος μέλος παρέβη υποχρέωσή του εκ του κοινοτικού δικαίου, όσο περισσότερο επιτρέπει στην κατάσταση αυτή να συνεχίζεται, πιθανότατα προς όφελος των υπηκόων του και επί ζημία των συμφερόντων των υπηκόων άλλων κρατών μελών, τόσο περισσότερο εκτίθεται στον κίνδυνο να του επιβληθεί κύρωση.

    95.   Υπό τις συνθήκες αυτές, κατά την άποψή μου, η μη συμμόρφωση της Γαλλικής Δημοκρατίας προς την απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουνίου 1991 πρέπει να έχει ως συνέπεια να της επιβληθεί η επιβολή κατ’ αποκοπήν ποσού, όπως προβλέπει το άρθρο 228, παράγραφος 2, ΕΚ. Επιπλέον, δεδομένου ότι η παράβαση συνεχίζεται, πρέπει να της επιβληθεί χρηματική ποινή υπό τους κατάλληλους όρους μέχρις ότου διαπιστωθεί ότι έπαυσε η παράβαση.

    96.   Οι όροι και τα ποσά αμφοτέρων των κυρώσεων πρέπει να καθορισθούν βάσει των κριτηρίων και αρχών που το Δικαστήριο ήδη εφήρμοσε με τις δύο αποφάσεις του δυνάμει του άρθρου 228, παράγραφος 2, ΕΚ. Μολονότι ουδεμία από τις αποφάσεις αυτές αφορούσε την καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού, τα εν λόγω κριτήρια και αρχές μπορούν να τύχουν εφαρμογής, mutatis mutandis, επί αμφοτέρων των κατηγοριών κυρώσεων.

    97.   Κατά την επιβολή κυρώσεων πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η σοβαρότητα και η διάρκεια της παραβάσεως, το ποσόν δε της κυρώσεως πρέπει να είναι τέτοιο που να αποτρέπει από την εξακολούθηση της παραβάσεως καθώς και από τη διάπραξη άλλων παραβάσεων. Η προσέγγιση αυτή προτάθηκε από την Επιτροπή και έγινε έκτοτε δεκτή, σε γενικές γραμμές, από το Δικαστήριο (33), μολονότι τούτο διατηρεί την τελική ευθύνη να αποφασίζει για τον τρόπο υπολογισμού και το ύψος της χρηματικής ποινής καθώς και να καθορίζει τους όρους υπό τους οποίους η ποινή αυτή επιβάλλεται.

    98.   Το προταθέν από την Επιτροπή ποσόν αποτελεί χρήσιμη βάση αναφοράς για να υπολογισθεί το ύψος τόσο του κατ’ αποκοπήν ποσού όσο και της χρηματικής ποινής. Το ποσόν αυτό προέκυψε από την εφαρμογή πολλαπλασιαστικών συντελεστών σοβαρότητας, διάρκειας και ικανότητας πληρωμής επί ενός σταθερού βασικού ποσού (βλ. το σημείο 82 των παρουσών προτάσεων). Η Γαλλική Κυβέρνηση αμφισβητεί τον βαθμό σοβαρότητας, ο οποίος ελήφθη υπόψη, και παραπέμπει στην προσέγγιση που ακολουθήθηκε στο πλαίσιο της υποθέσεως Επιτροπή κατά Ελλάδος. Επίσης, αμφισβητεί εμμέσως το γεγονός ότι η Επιτροπή εφήρμοσε τον ανώτατο συντελεστή διάρκειας. Κατά τη γνώμη μου, δεν χωρεί αμφιβολία ότι η εφαρμογή συντελεστή 3 για τη διάρκεια της παραβάσεως είναι πλήρως δικαιολογημένη, εάν ληφθεί υπόψη ότι η παράβαση αυτή εξακολουθεί από το 1984. Πιστεύω ότι η εφαρμογή συντελεστή σοβαρότητας 10, στο πλαίσιο κλίμακας από 1 έως 20, είναι επιεικής. Η σύγκριση, την οποίαν επιχειρεί η Γαλλική Κυβέρνηση με την υπόθεση  Επιτροπή κατά Ελλάδος καταδεικνύει έντονη υποτίμηση της βαρύτητας της παρούσας παραβάσεως. Επιπλέον, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι το Δικαστήριο αποφάνθηκε, με την απόφασή του επί της εν λόγω υποθέσεως, ότι, για την εφαρμογή των κριτηρίων αυτών, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι συνέπειες που έχει η παράλειψη εκτελέσεως επί των ιδιωτικών και δημοσίων συμφερόντων και το επείγον του εξαναγκασμού του οικείου κράτους μέλους σε συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις του (34), καταλήγω στο συμπέρασμα ότι, εν προκειμένω, προσήκει η εφαρμογή του προταθέντος από την Επιτροπή ποσού 316 500 ευρώ ανά ημέρα ως βάσεως υπολογισμού.

    99.   Επί του κατ’ αποκοπήν ποσού πρέπει να επισημανθεί, κατ’ αρχάς, ότι η Επιτροπή δεν ζήτησε την επιβολή τέτοιας κυρώσεως εν προκειμένω, ούτε πρότεινε ειδική μέθοδο υπολογισμού του ύψους της. Με την απόφασή του Επιτροπή κατά Ελλάδος, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι οι κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής για τον υπολογισμό χρηματικών ποινών συμβάλλουν στη διασφάλιση της διαφάνειας, της προβλεψιμότητας και της ασφάλειας δικαίου όσον αφορά τη δράση της Επιτροπής, ενώ παραλλήλως επιδιώκεται να εξασφαλισθεί ότι οι επιβαλλόμενες από την Επιτροπή χρηματικές ποινές δεν θα είναι δυσανάλογες (35). Εφόσον οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές αφορούν την προσέγγιση που ακολουθεί η Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 228, παράγραφος 2, ΕΚ και δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο, αποτελούν γενικό πλαίσιο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως της Συνθήκης που εξασφαλίζει ορισμένου βαθμού σαφήνεια για τα κράτη μέλη.

    100. Δεν πιστεύω ότι λόγω της ελλείψεως ειδικών κατευθυντήριων γραμμών το Δικαστήριο πρέπει να απόσχει από την επιβολή κατ’ αποκοπήν ποσού εν προκειμένω. Όπως παρατήρησα στο σημείο 29 των παρουσών προτάσεων, η κοινοτική έννομη τάξη στηρίζεται στις προσπάθειες των κρατών μελών να ελέγχουν τη συμμόρφωση προς τις κοινοτικές διατάξεις και να ασκούν διώξεις σε περίπτωση παραβάσεως των διατάξεων αυτών. Οι προσπάθειες αυτές έχουν θεμελιώδη σημασία για την επίτευξη των σκοπών της Συνθήκης. Μη αντίδραση έναντι διαρκούς παραβάσεως, από κράτος μέλος, της θεμελιώδους αυτής υποχρεώσεως θα έθετε εν αμφιβόλω την αποτελεσματικότητα και την αξιοπιστία της κοινοτικής έννομης τάξεως. Όπως έχει επανειλημμένως επισημάνει το Δικαστήριο: «Η Συνθήκη, επιτρέποντας στα κράτη μέλη να καρπούνται τα πλεονεκτήματα της Κοινότητας, τους επιβάλλει επίσης να τηρούν τους κανόνες της. Το γεγονός ότι ένα κράτος ανατρέπει μονομερώς, σύμφωνα με την αντίληψη που έχει για το εθνικό του συμφέρον, την ισορροπία μεταξύ των πλεονεκτημάτων και των επιβαρύνσεων που απορρέουν από τη συμμετοχή του στην Κοινότητα, θίγει την ισότητα των κρατών μελών ενώπιον του κοινοτικού δικαίου και δημιουργεί διακρίσεις εις βάρος των πολιτών τους [...] Αυτή η παράβαση εκπληρώσεως του καθήκοντος αλληλεγγύης που τα κράτη μέλη έχουν αποδεχθεί με την προσχώρησή τους στην Κοινότητα θίγει ακόμη και τις ουσιώδεις αρχές της κοινοτικής έννομης τάξεως» (36).

    101. Επιπλέον, υπό τις συνθήκες της παρούσας υποθέσεως, μη επιβολή χρηματικής κυρώσεως θα σήμαινε αποδοχή του γεγονότος ότι, αφού το Δικαστήριο διαπιστώσει για πρώτη φορά ότι κράτος μέλος παρέβη τις υποχρεώσεις του εκ της Συνθήκης, το εν λόγω κράτος μέλος δύναται κατά βούληση να επιτρέπει στην κατάσταση αυτή να συνεχίζεται, πιθανότατα επί ζημία των συμφερόντων της Κοινότητας και εκείνων των άλλων κρατών μελών, μέχρις ότου η Επιτροπή αποφασίσει την άσκηση δεύτερης προσφυγής επί παραβάσει, αυτή τη φορά δυνάμει του άρθρου 228, παράγραφος 2, ΕΚ.

    102. Εντούτοις, πιστεύω ότι το γεγονός ότι το ζήτημα της επιβολής κατ’ αποκοπήν ποσού τίθεται επί του παρόντος για πρώτη φορά από της θέσεως σε ισχύ της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ότι η Επιτροπή δεν πρότεινε την επιβολή τέτοιας ποινής και ότι, μέχρι τούδε, δεν έχει διαμορφωθεί πρακτική δυναμένη να παράσχει κατευθύνσεις συναφώς, αποτελούν αποχρώντες λόγους για να υπολογισθεί το ποσόν με μεγαλύτερη επιείκεια από αυτήν που θα δικαιολογούσε η σοβαρότητα της παραβάσεως.

    103. Το ημερήσιο ποσόν, το οποίον έλαβε υπόψη η Επιτροπή ως βάση για τον υπολογισμό της χρηματικής ποινής, εκφράζει τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως, καθώς και τον αποτρεπτικό χαρακτήρα της ποινής. Το ύψος του κατ’ αποκοπήν ποσού πρέπει κανονικά να υπολογισθεί βάσει των αυτών γενικών κριτηρίων και μάλιστα του διαρκούς χαρακτήρα και της σοβαρότητας της παραβάσεως. Εν προκειμένω, προτείνω να επιβληθεί ως κατ’ αποκοπή ποσόν η προταθείσα από την Επιτροπή χρηματική ποινή, υπολογιζομένη για χρονικό διάστημα ενός μόνον έτους. Το ποσόν που προκύπτει ανέρχεται σε 365 x 316 500 ευρώ =  115 522 500 ευρώ.

    104. Όσον αφορά τη χρηματική ποινή, το ύψος της και οι όροι υπό τους οποίους επιβάλλεται πρέπει να έχουν ως σκοπό να εξασφαλισθεί πλήρης, αποτελεσματική και διαρκής συμμόρφωση προς τις επίδικες υποχρεώσεις εκ του κοινοτικού δικαίου, λαμβανομένων υπόψη των πλέον πρόσφατων στοιχείων ως προς την τρέχουσα κατάσταση πραγμάτων.

    105. Ως φαίνεται, η Γαλλική Δημοκρατία έλαβε σειρά νομοθετικών και διοικητικών μέτρων με σκοπό να βελτιωθεί η εφαρμογή των κανονισμών ελέγχου, πλην όμως απομένει να εφαρμοσθούν στην πράξη τα μέτρα αυτά με τρόπο που να επιτυγχάνεται, στο σύνολο της επικρατείας της, το αποτέλεσμα, το οποίο επιδιώκουν οι κοινοτικές διατάξεις περί αλιείας. Από την πλευρά της, η Επιτροπή δήλωσε ότι χρειάζεται πρόσθετα διεξοδικά στοιχεία, αφορώντα, μεταξύ άλλων, τους ελέγχους, τις ασκηθείσες διώξεις και τις επιβληθείσες ποινές, προκειμένου να είναι σε θέση να αποφανθεί εάν οι γαλλικές αρχές έπαυσαν τη διαρκή παράβαση των κοινοτικών κανονισμών ελέγχου.

    106. Δεδομένου ότι οι πρακτικές ελέγχου της εφαρμογής και επιβολής της τηρήσεως διατάξεων δεν μπορούν να προσαρμοσθούν παραχρήμα, είναι προφανές, υπό τις συνθήκες αυτές, ότι η επιβολή χρηματικής ποινής επί ημερήσιας βάσεως δεν είναι ενδεδειγμένη (37). Πρέπει να παρασχεθεί, αφενός, στη Γαλλική Δημοκρατία εύλογος, αλλά επακριβώς καθορισμένος χρόνος, προκειμένου να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η συμμόρφωσή της, στη δε Επιτροπή, αφετέρου, επαρκής χρόνος, για να αποφανθεί, επί τη βάσει των πρόσθετων στοιχείων που χρειάζεται και περαιτέρω επισκέψεων ελέγχου, εάν τα μέτρα αυτά είναι πράγματι αποτελεσματικά κατά την έννοια που αναπτύχθηκε στο σημείο 39 των παρουσών προτάσεων.

    107. Φρονώ ότι αρχική περίοδος έξι μηνών πρέπει να αρκεί για να λάβει η Γαλλική Δημοκρατία τα απαιτούμενα μέτρα, οπότε η χρηματική ποινή πρέπει να είναι καταβλητέα ανά εξάμηνο, κατόπιν ελέγχων εκ μέρους της Επιτροπής. Η χρονική αυτή περίοδος πρέπει επίσης να επαρκέσει ώστε η Γαλλική Δημοκρατία να παράσχει στην Επιτροπή τα αναγκαία στοιχεία για τη διαμόρφωση οριστικής απόψεως επί της παρούσας καταστάσεως ως προς την εφαρμογή του κανονισμού 2847/93.

    108. Κατά συνέπεια, η χρηματική ποινή πρέπει να οριστεί σε 182,5 x  316 500 ευρώ =  57 761 250 ευρώ  ανά εξάμηνο κατά το οποίο η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η παράβαση συνεχίζεται, αρχής γενομένης από της ημερομηνίας της εκδόσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην παρούσα υπόθεση.

    VI – Πρόταση

    109. Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο:

    –       να αναγνωρίσει ότι η Γαλλική Δημοκρατία, μη έχοντας συμμορφωθεί προς την απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουνίου 1991 κατά τη λήξη της προθεσμίας που είχε ταχθεί με την πρόσθετη αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής της 6ης Ιουνίου 2000, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει εκ του άρθρου 228, παράγραφος 1, ΕΚ·

    –       να της επιβάλει, για το λόγο αυτόν, κατ’ αποκοπήν ποσόν 115 522 500 ευρώ·

    –       να αναγνωρίσει ότι η Γαλλική Δημοκρατία, μη έχοντας εξασφαλίσει, μέχρι τούδε, πλήρη συμμόρφωση προς την εν λόγω απόφαση, δεν έχει θέσει ακόμη σε εφαρμογή το σύνολο των μέτρων που συνεπάγεται η πλήρης εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 11ης Ιουνίου 1991·

    –       να υποχρεώσει τη Γαλλική Δημοκρατία, προκειμένου να επιτευχθεί πλήρης και απόλυτη συμμόρφωση προς την εν λόγω απόφαση, να καταβάλλει χρηματική ποινή 57 761 250 ευρώ ανά εξάμηνο, κατά το οποίο η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η παράβαση συνεχίζεται, με αρχή από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου επί της παρούσας υποθέσεως·

    –       να καταδικάσει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.


    1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


    2  – Συλλογή 1991, σ. I‑2727.


    3  – Κανονισμός (EΟΚ) 171/83 του Συμβουλίου, της 25ης Ιανουαρίου 1983, περί ορισμένων προσωρινών τεχνικών μέτρων διατηρήσεως των αλιευτικών πόρων (ΕΕ L 24, σ. 14), καθώς και κανονισμός (EΟΚ) 3094/86 του Συμβουλίου, της 7ης Οκτωβρίου 1986, για τη θέσπιση ορισμένων τεχνικών μέτρων διατήρησης των αλιευτικών πόρων (ΕΕ L 288, σ. 1).


    4  – ΕΕ 1982, L 220, σ. 1.


    5  – ΕΕ 1987, L 207, σ. 1.


    6  – ΕΕ 1993, L 261, σ. 1.


    7  –      Υποσημείωση άνευ αντικειμένου για την απόδοση των προτάσεων στην  ελληνική γλώσσα.


    8  – Ο πρώτος κανονισμός με αυτό το αντικείμενο ήταν ο κανονισμός (EΚ) 171/83 του Συμβουλίου, ο οποίος παρατέθηκε με την υποσημείωση 3. Κατόπιν αλλεπάλληλων τροποποιήσεων, ο κανονισμός αυτός καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε με τον κανονισμό (EΟΚ) 3094/8 του Συμβουλίου, ο οποίος παρατέθηκε επίσης με την υποσημείωση 3, αυτός δε επίσης καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε με τον κανονισμό (EΚ) 894/97 του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 1997 (ΕΕ L 132, σ. 1).


    9  – ΕΕ L 125, σ. 1.


    10  – Το άρθρο 29 του κανονισμού 2847/93 αφορά την εξακρίβωση της εφαρμογής του κανονισμού ελέγχου με την εξέταση εγγράφων και με τη διενέργεια επιτόπιων επισκέψεων ελέγχου από κοινοτικούς επιθεωρητές.


    11  – Η «pays Bigoudin»  είναι στο Finistère, στα νοτιοδυτικά της Βρετάνης. Στην περιοχή αυτή ευρίσκονται οι λιμένες του Guilvinec, Loctudy, Lesconilκαι St. Guénolé.


    12  – ΕΕ L 334, σ. 1.


    13 – Νόμος αριθ. 2002-1062 της 6ης Αυγούστου 2002 (νόμος περί αμνηστίας).


    14  – Θα παραπέμψω σε μία μόνον πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου σχετική με αυτήν την αρχή, την απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, C-63/01, Evans, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 45.


    15  – Βλ. υπόθεση 68/88, Επιτροπή κατά Ελλάδος (Συλλογή 1989, σ. 2965, σκέψεις 24 και 25).


    16  – ΕΕ L 358, σ. 59.


    17  – Βλ. τις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-418/00 και C-419/00, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 2002, σ. Ι-3969, σκέψη 57).


    18  – Βλ. τις υποθέσεις C-52/95, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 1995, σ. Ι-4443, σκέψη 35), C-454/99, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Συλλογή 2002, σ. Ι-10323, σκέψη 60), καθώς και C-140/00, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Συλλογή 2002, σ. Ι-10379, σκέψη 57).


    19  – Βλ. υπόθεση C-9/89, Ισπανία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1990, σ. Ι-1383, σκέψεις 10 και 31).


    20  – Βλ. τις υποθέσεις C-474/99, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 2002, σ. Ι-5293, σκέψη 27), καθώς και C-33/01, Επιτροπή κατά Ελλάδος (Συλλογή 2002, σ. Ι-5447, σκέψη 13).


    21  – Βλ. την υπόθεση C-147/00, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 2001, σ. Ι-2387, σκέψη 26),  καθώς και τις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-418/00 και C-419/00, Επιτροπή κατά Γαλλίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 17, σκέψη 66).


    22  – Υπόθεση C-387/97, Επιτροπή κατά Ελλάδος (Συλλογή 2000, σ. Ι-5017, σκέψεις 72 επ.).


    23 – Υποθέσεις C-71/97, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 1998, σ. Ι-5991, σκέψη 14) και C-333/99, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 2001, σ. Ι-1025, σκέψη 33).


    24  – Υπόθεση C-64/88, Επιτροπή κατά Γαλλίας, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 2, σκέψη 11.


    25  – Βλ. υπόθεση C-333/99, Επιτροπή κατά Γαλλίας, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 35.


    26  – Βλ. τις αποφάσεις που προπαρατέθηκαν στην υποσημείωση 21.


    27  – ΕΕ 1996, C 242, σ. 6.


    28  – ΕΕ 1997, C 63, σ. 2.


    29  – Υπόθεση C‑387/97, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 22.


    30  – Υπόθεση C‑387/97 Επιτροπή κατά Ελλάδος, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 22, σκέψη 89, καθώς και της 25ης Νοεμβρίου 2003, C‑278/01 Επιτροπή κατά Ισπανίας (που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 41).


    31  – Υπόθεση C‑387/97, Επιτροπή κατά Ελλάδος, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 22, σκέψη 82, καθώς και C‑278/01, Επιτροπή κατά Ισπανίας, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 30, σκέψη 27.


    32  – Βλ. υπόθεση C-2/88, Zwartveld (Συλλογή 1990, σ. Ι-3365, σκέψη 17).


    33  – Βλ. υπολογισμό της χρηματικής ποινής στην υπόθεση C‑278/01, Επιτροπή κατά Ισπανίας, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 30, σκέψεις 52 έως 62 της αποφάσεως.


    34  – Υπόθεση C-387/97, Επιτροπή κατά Ελλάδος (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 22, σκέψη 92).


    35  – Υπόθεση C-387/97, Επιτροπή κατά Ελλάδος (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 22, σκέψη 87).


    36  – Υπόθεση 39/72, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 375, σκέψεις 24 και 25), καθώς και 128/78, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 183, σκέψη 12).


    37  – Βλ. την προσέγγιση του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της υποθέσεως C‑278/01, Επιτροπή κατά Ισπανίας, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 30, σκέψεις 42 έως 46.

    Top