EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62002CC0046

Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Stix-Hackl της 8ης Ιουνίου 2004.
Fixtures Marketing Ltd κατά Oy Veikkaus Ab.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Vantaan käräjäoikeus - Φινλανδία.
Οδηγία 96/9/EK - Νομική προστασία των βάσεων δεδομένων - Δικαίωμα ειδικής φύσεως - Έννοια της επενδύσεως που συνδέεται με την απόκτηση, τον έλεγχο ή την παρουσίαση του περιεχομένου μιας βάσεως δεδομένων - Προγράμματα ποδοσφαιρικών αγώνων - Στοιχήματα.
Υπόθεση C-46/02.

Συλλογή της Νομολογίας 2004 I-10365

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2004:332

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

CHRISTINE STIX-HACKL

της 8ης Ιουνίου 2004 (1)

Υπόθεση C-46/02

Fixtures Marketing Ltd

κατά

Oy Veikkaus Ab

[αίτηση του Vantaan Käräjäoikeus (Φινλανδία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Οδηγία 96/9/EΚ – Βάσεις δεδομένων – Νομική προστασία – Προστασία ειδικής φύσεως – Νόμιμος χρήστης – Ουσιώδης επένδυση – Κατάρτιση, έλεγχος και παρουσίαση του περιεχομένου μιας βάσεως δεδομένων – Ουσιώδες τμήμα του περιεχομένου μιας βάσεως δεδομένων – Εξαγωγή και αναχρησιμοποίηση – Αθλητικοί αγώνες – Οργάνωση στοιχημάτων»





I –    Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

1.        Η παρούσα αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αποτελεί μια από τις τέσσερις παραλλήλως υποβληθείσες (2) αναφορικά με την ερμηνεία της οδηγίας 96/9/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Μαρτίου 1996, σχετικά με τη νομική προστασία των βάσεων δεδομένων (3) (στο εξής: οδηγία). Όπως και οι λοιπές εκκρεμούσες υποθέσεις, η παρούσα αφορά την προστασία που συνεπάγεται το ειδικής φύσεως δικαίωμα και την έκταση αυτής της προστασίας στον τομέα των αθλητικών στοιχημάτων.

II – Το νομικό πλαίσιο

 Α – Το κοινοτικό δίκαιο

2.        Το άρθρο 1 της οδηγίας περιλαμβάνει διατάξεις σχετικές με το πεδίο εφαρμογής της. Το περιεχόμενό του είναι το ακόλουθο (αποσπάσματα):

«1. Η παρούσα οδηγία αφορά τη νομική προστασία των πάσης φύσεως βάσεων δεδομένων.

2. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως ‚βάση δεδομένων’ νοείται η συλλογή έργων, δεδομένων ή άλλων ανεξάρτητων στοιχείων, διευθετημένων κατά συστηματικό ή μεθοδικό τρόπο και ατομικώς προσιτών με ηλεκτρονικά μέσα ή κατ’ άλλον τρόπο.»

3.        Το κεφάλαιο ΙΙΙ, το οποίο περιλαμβάνει τα άρθρα 7 έως 11, ρυθμίζει το ειδικής φύσεως δικαίωμα. Το άρθρο 7, το οποίο αφορά το αντικείμενο της προστασίας, ορίζει ότι (απόσπασμα):

«1. Τα κράτη μέλη παρέχουν στον κατασκευαστή μιας βάσης δεδομένων το δικαίωμα να απαγορεύει την εξαγωγή ή/και αναχρησιμοποίηση του συνόλου ή ουσιώδους μέρους, αξιολογουμένου ποιοτικά ή ποσοτικά, του περιεχομένου της βάσης δεδομένων, εφόσον η απόκτηση, ο έλεγχος ή η παρουσίαση του περιεχομένου της βάση καταδεικνύουν ουσιώδη ποιοτική ή ποσοτική επένδυση.

2. Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου νοείται ως:

α)      “εξαγωγή”: η μόνιμη ή προσωρινή μεταφορά του συνόλου ή ουσιώδους μέρους του περιεχομένου βάσης δεδομένων σε άλλο υπόθεμα, με οποιοδήποτε μέσο ή υπό οποιαδήποτε μορφή·

β)      “αναχρησιμοποίηση”: η πάσης μορφής διάθεση στο κοινό του συνόλου ή ουσιώδους μέρους του περιεχομένου της βάσης με διανομή αντιγράφων, εκμίσθωση, μετάδοση με άμεση επικοινωνία ή με άλλες μορφές. Η πρώτη πώληση αντιγράφου μιας βάσης δεδομένων στην Κοινότητα από τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του συνιστά ανάλωση του δικαιώματος ελέγχου της μεταπώλησης του εν λόγω αντιγράφου στην Κοινότητα.

Ο δανεισμός στο κοινό δεν συνιστά πράξη εξαγωγής ή αναχρησιμοποίησης.

3. Το δικαίωμα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να μεταβιβασθεί, εκχωρηθεί ή παραχωρηθεί δωρεάν με συμβατική άδεια.

[...]

5. Δεν επιτρέπεται η επανειλημμένη και συστηματική εξαγωγή ή/και αναχρησιμοποίηση επουσιωδών μερών του περιεχομένου της βάσης δεδομένων εφόσον συνεπάγεται τη διενέργεια πράξεων που έρχονται σε σύγκρουση με την κανονική εκμετάλλευση της βάσης δεδομένων ή θίγουν αδικαιολόγητα τα νόμιμα συμφέροντα του κατασκευαστή της βάσης.»

4.        Το άρθρο 8, το οποίο αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του νόμιμου χρήστη, προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«1.      Ο κατασκευαστής βάσης δεδομένων η οποία έχει τεθεί στη διάθεση του κοινού καθ’ οιονδήποτε τρόπο δεν μπορεί να εμποδίσει τον νόμιμο χρήστη της βάσης να εξαγάγει ή/και να αναχρησιμοποιήσει επουσιώδη μέρη του περιεχομένου της, αξιολογούμενα ποιοτικώς ή ποσοτικώς, για οποιονδήποτε σκοπό. Εάν ο νόμιμος χρήστης δικαιούται να εξάγει ή/και να επαναχρησιμοποιεί τμήμα μόνον της βάσης δεδομένων, η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται μόνον για το τμήμα αυτό.»

5.        Το άρθρο 9 διευκρινίζει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν εξαιρέσεις από το ειδικής φύσεως δικαίωμα.

 Β – Η εθνική νομοθεσία

6.        Πριν από την τροποποίηση συνεπεία της οδηγίας, το άρθρο 49, παράγραφος 1, του νόμου περί των δικαιωμάτων του δημιουργού (1991/34) προέβλεπε ότι οι κατάλογοι, οι πίνακες, τα προγράμματα και τα παρόμοια έργα στα οποία περιλαμβάνεται μεγάλη ποσότητα δεδομένων δεν μπορούν να αναπαράγονται χωρίς τη συναίνεση του δημιουργού τους για περίοδο δέκα ετών από την ημερομηνία δημοσιεύσεώς τους.

7.        Ο νόμος 250 της 3ης Aπριλίου 1998 που θεσπίστηκε για τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο τροποποίησε το άρθρο 49, παράγραφος 1, του νόμου περί των δικαιωμάτων του δημιουργού, το οποίο ορίζει τα εξής:

«Ο δημιουργός

1)       καταλόγων, πινάκων, προγραμμάτων και άλλων έργων που περιλαμβάνουν μεγάλη ποσότητα δεδομένων ή

2)      βάσεως δεδομένων, η απόκτηση, ο έλεγχος ή η παρουσίαση του περιεχομένου της οποίας πραγματοποιήθηκε κατόπιν ουσιώδους επενδύσεως,

έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να διαθέτει το σύνολο ή ουσιώδες μέρος, αξιολογούμενο ποιοτικά ή ποσοτικά, του περιεχομένου του έργου του αναπαράγοντάς το ή θέτοντάς το στη διάθεση του κοινού.»

III – Τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία της κύριας δίκης

 Α – Γενικά στοιχεία

8.        Τα επαγγελματικά πρωταθλήματα ποδοσφαίρου των ανώτερων κατηγοριών οργανώνονται στην Αγγλία από την «The Football Association Premier League Limited» και από την «The Football League Limited», στη δε Σκωτία από την «The Scottish Football League». Από κοινού η Premier League και η Football League (που περιλαμβάνουν την πρώτη, δεύτερη και τρίτη κατηγορία) συνιστούν τις τέσσερις κατηγορίες. Πριν από την έναρξη της κάθε αθλητικής περιόδου, καταρτίζεται το χρονοδιάγραμμα των ποδοσφαιρικών συναντήσεων για την συγκεκριμένη περίοδο και για κάθε κατηγορία. Τα στοιχεία αυτά αποθηκεύονται σε ηλεκτρονική μορφή και ανακοινώνονται. Ο προγραμματισμός των ποδοσφαιρικών συναντήσεων ανακοινώνεται, ειδικότερα, με την κυκλοφορία ειδικών φυλλαδίων, αφενός μεν κατά χρονολογική σειρά, αφετέρου δε για κάθε ομάδα στο πλαίσιο κάθε κατηγορίας. Τα ζεύγη των ομάδων που πρόκειται να αντιπαρατεθούν αναγράφονται υπό μορφή X κατά Y (π.χ. Southampton κατά Arsenal). Σε κάθε περίοδο λαμβάνουν χώρα περίπου 2 000 συναντήσεις, οι οποίες εκτείνονται σε διάστημα 41 εβδομάδων.

9.        Οι διοργανωτές των ποδοσφαιρικών πρωταθλημάτων της Αγγλίας και της Σκωτίας επέλεξανν την εταιρία σκωτικού δικαίου Football Fixtures Limited για τη διαχείριση, ιδίως μέσω συμβάσεων παραχωρήσεως αδείας, της χρησιμοποιήσεως των χρονοδιαγραμμάτων των ποδοσφαιρικών συναντήσεων. Με τη σειρά της η Football Fixtures Limited εκχώρησε τα δικαιώματά της εκμεταλλεύσεως και χρήσεως εκτός της Μεγάλης Βρετανίας στην εταιρία Fixtures Marketing Limited (στο εξής: Fixtures).

 Β – Ειδικά στοιχεία

10.      Η εν λόγω προδικαστική παραπομπή αφορά αγωγή της Fixtures κατά της Oy Veikkaus Ab (στο εξής: Veikkaus). Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, η Veikkaus χρησιμοποιούσε κατά μέσον όρο κατά την περίοδο αναφοράς 1998-1999 κάθε εβδομάδα για τις διοργανώσεις στοιχημάτων (Vakioveikkaus, Tulosveto, Pitkäveto und Moniveto) περίπου ένα τέταρτο των δεδομένων που αφορούσαν τους αγώνες που επρόκειτο να πραγματοποιηθούν όσον αφορά την ανωτάτη κατηγορία (Premier League) και τις λοιπές κατηγορίες. Για το Vakioveikkaus και το Pitkäveto χρησιμοποιούσε κάθε εβδομάδα κυρίως πληροφορίες σχετικά με αγώνες της Premier League και της κατηγορίας Ι, ευκαιριακά δε και πληροφορίες σχετικά με τις κατώτερες κατηγορίες. Η αναλογία των χρησιμοποιουμένων δεδομένων κυμαινόταν μεταξύ δύο τρίτων για την ανώτατη κατηγορία, και ενός τρίτου για την κατηγορία Ι. Όσον αφορά το Tulosveto και το Moniveto, χρησιμοποιούνταν κάθε φορά το πολύ ένα μικρό μέρος των σχετικών δεδομένων. Κατά τη διάρκεια της ως άνω περιόδου, η Veikkaus χρησιμοποιούσε κάθε εβδομάδα για τα δελτία που δημοσίευε περίπου 80 αγώνες, μεταξύ των οποίων ποδοσφαιρικούς αγώνες όχι μόνον στην Αγγλία αλλά και από άλλες χώρες της Ευρώπης, αγώνες χόκεϋ επί πάγου κλπ.

11.      Η Veikkaus χρησιμοποιούσε ως αντικείμενο των σχετικών προγνωστικών όλους τους αγώνες της ανωτάτης κατηγορίας και της κατηγορίας Ι κατά τη διάρκεια της αγωνιστικής περιόδου, καθώς και, ευκαιριακά, άλλους αγώνες. Οι σχετικές πληροφορίες αφορούν κάθε εβδομάδα περίπου 200 αγώνες. Για την επιλογή των αντιστοίχων αγώνων συγκεντρώνονται κάθε εβδομάδα πληροφορίες σχετικά με 400 περίπου αγώνες, που λαμβάνονται, μεταξύ άλλων, από το Διαδίκτυο, από τις εφημερίδες ή απευθείας από τις ποδοσφαιρικές ομάδες. Η Veikkaus εξακριβώνει από πολλές πηγές την ακρίβεια των πληροφοριών σχετικά με τους αγώνες που επιλέγει και προβαίνει, ενδεχομένως, στις αναγκαίες τροποποιήσεις. Είναι ακόμη δυνατή η επέλευση αλλαγών κατά τη διάρκεια της εβδομάδας πραγματοποιήσεως των αγώνων. Κάθε έτος, η Veikkaus πραγματοποιεί κύκλο εργασιών δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ με τα δελτία προγνωστικών ποδοσφαίρου όσον αφορά το αγγλικό πρωτάθλημα.

12.      Με μία απόφασή του (S 94/8994) το Käräjäoikeus Vantaa έκρινε ότι τα προγράμματα αγώνων συνιστούν κατάλογο ο οποίος περιλαμβάνει μεγάλη ποσότητα δεδομένων υπό την έννοια του άρθρου 49, παράγραφος 1, του νόμου περί των δικαιωμάτων του δημιουργού, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των κρίσιμων περιστατικών. Το Käräjäoikeus διαπίστωσε επίσης ότι η προστασία για τους καταλόγους αφορά μόνον την αναπαραγωγή των δεδομένων. Προκειμένου να εξακριβωθεί αν χρησιμοποιείται ουσιώδες μέρος των σχετικών προγραμμάτων, πρέπει να ληφθούν υπόψη στο σύνολό τους τα δελτία των προγνωστικών ποδοσφαίρου. Το δικαστήριο έκρινε ότι υφίστατο προσβολή της προστασίας των καταλόγων και δέχθηκε την αγωγή. Το Helsingin Hovioikeus έκρινε αντιθέτως, με απόφασή του (S 96/1304), ότι η δεν προσεβλήθη η προστασία των καταλόγων, εφόσον τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για τη σύνταξη των δελτίων προγνωστικών ποδοσφαίρου προέρχονταν από διαφορετικές πηγές, οι οποίες διασταυρώνονταν επιπλέον απευθείας στην Αγγλία, επειδή υφίσταντο διαφορές μεταξύ των παρατιθεμένων στα δελτία στοιχείων και των στοιχείων των προγραμμάτων των αγώνων. Επιπλέον, τα δελτία δεν είχαν πλέον καμία αξία μετά τη διεξαγωγή των αγώνων τους οποίους αφορούσαν. Κατά συνέπεια, το Hovioikeus εξαφάνισε την απόφαση του Käräjäoikeus και απέρριψε την αγωγή. Το Korkein Oikeus (ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο) δεν επέτρεψε την άσκηση αναιρέσεως.

13.      Μετά την έναρξη της ισχύος της οδηγίας, η Fixtures άσκησε αγωγές τόσο στη Σουηδία όσο και στη Φινλανδία, ζητώντας από τα αρμόδια δικαστήρια να δεχθούν ότι η κατάρτιση του προγράμματος των αγώνων συνιστά βάση δεδομένων προστατευόμενη υπό την έννοια της οδηγίας και ότι οι εταιρίες διοργανώσεως στοιχημάτων των δύο ως άνω χωρών προσβάλλουν την προστασία των βάσεων δεδομένων, χρησιμοποιώντας χωρίς άδεια ως αντικείμενα των προγνωστικών τους αγώνες που περιλαμβάνονται σε ως άνω πρόγραμμα.

14.      Το Tekijänoikeusneuvosto (συμβούλιο δικαιωμάτων του δημιουργού), από το οποίο ζητήθηκε η κατάθεση σχετικού υπομνήματος εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου, υποστήριξε ότι, για να μπορεί να προστατεύεται μια βάση δεδομένων δυνάμει του ισχύοντος φινλανδικού νόμου περί των δικαιωμάτων του δημιουργού, δεν απαιτείται η βάση αυτή να αντιστοιχεί προς τον ορισμό που δίδεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας. Η εν λόγω προστασία χορηγείται στις βάσεις δεδομένων, για την απόκτηση, τον έλεγχο και την παρουσίαση του περιεχομένου των οποίων απαιτήθηκε ουσιώδης επένδυση. Στηριζόμενο στην προαναφερθείσα απόφαση του Hovioikeus Helsinki για την προστασία των καταλόγων, το Tekijänoikeusneuvosto θεώρησε ότι το επίμαχο πρόγραμμα αγώνων μπορεί να θεωρηθεί ως βάση δεδομένων και υπό την έννοια του άρθρου 49, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του νόμου περί των δικαιωμάτων του δημιουργού, καθόσον η απόκτηση, ο έλεγχος ή η παρουσίαση του περιεχομένου της ως άνω βάσεως απαίτησε ουσιώδη επένδυση, οι πρακτικές όμως της Veikkaus δεν συνιστούσαν προσβολή των δικαιωμάτων προστασίας για την εν λόγω βάση δεδομένων.

15.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, επικρατεί νομική αβεβαιότητα ως προς το ζήτημα αν τα επίμαχα προγράμματα των αγώνων αποτελούν προστατευόμενη βάση δεδομένων και ως προς το ποιες ενέργειες πρέπει να χαρακτηρισθούν ως προσβολή της προστασίας των βάσεων δεδομένων.

IV – Προδικαστικά ερωτήματα

16.      Το Käräjäoikeus Vantaa ζητεί από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί των ακολούθων ερωτημάτων:

«1)      Έχει την έννοια το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας, που προβλέπει ότι η δημιουργία βάσεως δεδομένων πρέπει να αποτελεί προϊόν ουσιώδους επενδύσεως, ότι με την κατά την παράγραφο 1 “απόκτηση” του περιεχομένου βάσεως δεδομένων και τη σχετική με την απόκτηση αυτή “επένδυση” νοείται, στην υπό κρίση υπόθεση, και η επένδυση η οποία αφορά τον καθορισμό των ημερομηνιών των αγώνων και των ζευγών των αντιπάλων ομάδων; Στο πλαίσιο αυτό περιλαμβάνονται στις ως άνω επενδύσεις οι επενδύσεις που αφορούν την κατάρτιση του προγράμματος των αγώνων ποδοσφαίρου οι οποίες όμως δεν λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί αν πληρούνται τα κριτήρια προστασίας των βάσεων δεδομένων;

2)      Αποτελεί σκοπό της οδηγίας να εμποδίζονται τρίτοι να χρησιμοποιούν, χωρίς άδεια του καταρτίσαντος το πρόγραμμα των αγώνων, στοιχεία σχετικά με το πρόγραμμα αυτό με σκοπό τη διοργάνωση στοιχημάτων ή για άλλους εμπορικής φύσεως σκοπούς;

3)      Κατά την έννοια της οδηγίας, αφορά η εκ μέρους της εταιρίας Veikkaus χρησιμοποίηση της βάσεως δεδομένων ένα ουσιώδες μέρος της βάσεως αυτής, από ποσοτική και/ή ποιοτική άποψη, λαμβανομένου υπόψη του ότι τα σχετικά με το πρόγραμμα διεξαγωγής των αγώνων στοιχεία, τα οποία περιλαμβάνονται στα δελτία που δημοσιεύονται κάθε εβδομάδα, χρησιμεύουν κάθε φορά για μία μόνον εβδομάδα και ότι τα σχετικά με τους αγώνες στοιχεία αντλούνται και εξακριβώνονται από άλλες πηγές και όχι από τον δημιουργό της βάσεως δεδομένων, τούτο δε συνεχώς καθ’ όλη την αγωνιστική περίοδο;»

V –    Επί του παραδεκτού

17.      Kατά την Επιτροπή, το αιτούν δικαστήριο δεν εξέθεσε με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά. Πράγματι, δεν είναι σαφές ποια σχέση συνδέει την Premier League και την Football League αφενός με τη Fixtures αφετέρου. Ειδικότερα εκτίθενται ανεπαρκώς η βάση και η εμβέλεια του δικαιώματος προσβάσεως της Fixtures στη βάση δεδομένων αμφοτέρων των κατηγοριών. Περαιτέρω, το αιτούν δικαστήριο δεν παρέσχε ενδείξεις ως προς το ζήτημα αν η Veikkaus εξήγαγε και/ή αναχρησιμοποίησε το περιεχόμενο της βάσεως δεδομένων. Τέλος, τα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν εν μέρει την εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά.

18.      Στους ως άνω ισχυρισμούς της Επιτροπής μπορεί να αντιταχθεί ότι τα στοιχεία που παρέχονται με τις αποφάσεις περί παραπομπής πρέπει να παρέχουν στις κυβερνήσεις των κρατών μελών, καθώς και στους λοιπούς ενδιαφερομένους, τη δυνατότητα να υποβάλλουν παρατηρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου. Εναπόκειται στο Δικαστήριο να μεριμνά για τη διασφάλιση της δυνατότητας αυτής, λαμβανομένου υπόψη ότι, δυνάμει της προαναφερθείσας διατάξεως, μόνον οι αποφάσεις περί παραπομπής κοινοποιούνται στους ενδιαφερομένους διαδίκους (4).

19.      Από τις πολυάριθμες παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου προκύπτει ότι τα στοιχεία που περιέχονται στη διάταξη περί παραπομπής έδωσαν στα κράτη μέλη –αλλά και στην Επιτροπή– τη δυνατότητα να διατυπώσουν λυσιτελώς την άποψή τους επί των ερωτημάτων που έχουν υποβληθεί στο Δικαστήριο.

20.      Ορισμένα στοιχεία αυτών των προδικαστικών ερωτημάτων δεν αφορούν την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, δηλαδή της οδηγίας, αλλά την εφαρμογή της οδηγίας επί μιας συγκεκριμένης υποθέσεως. Ως προς αυτό το ζήτημα, πρέπει να γίνει δεκτή η άποψη της Επιτροπής ότι αυτά τα ερωτήματα δεν εμπίπτουν στα όρια της αποστολής του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της προδικαστικής παραπομπής, όπως αυτή καθορίζεται με το άρθρο 234 ΕΚ, αλλ’ ότι εμπίπτουν στα όρια της αρμοδιότητας του εθνικού δικαστηρίου και ότι, εν προκειμένω, το Δικαστήριο πρέπει να περιορισθεί στην ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου.

21.      Πράγματι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 234 ΕΚ, η οποία στηρίζεται στη σαφή διάκριση των λειτουργιών μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, κάθε εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών εμπίπτει στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου (5).

22.      Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης ούτε να προβεί στην εφαρμογή των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου που ερμήνευσε επί εθνικών μέτρων και πραγματικών περιστατικών, καθόσον αυτό αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου. Συνεπώς, η εξέταση ορισμένων πραγματικών στοιχείων που αφορούν την επίμαχη βάση δεδομένων απαιτεί εκτίμηση πραγματικών δεδομένων εμπίπτουσα στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου(6). Κατά τα λοιπά, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί των προδικαστικών ερωτημάτων.

VI – Επί του βασίμου: εκτίμηση

23.      Τα υποβληθέντα από το αιτούν δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία σειράς διατάξεων της οδηγίας, κυρίως την ερμηνεία ορισμένων εννοιών. Τα προβαλλόμενα με τα ερωτήματα αυτά ζητήματα εμπίπτουν σε διαφορετικούς τομείς και πρέπει να καταταγούν αναλόγως. Ενώ ορισμένα νομικά ζητήματα αφορούν το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, άλλα αφορούν τις προϋποθέσεις χορηγήσεως του sui generis δικαιώματος και του περιεχομένου του.

 Α – Το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής: ο όρος «βάση δεδομένων»

24.      Η Veikkaus και η Βελγική Κυβέρνηση ισχυρίζονται ότι η διαφορά της κύριας δίκης δεν αφορά βάση δεδομένων υπό την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας. Επομένως, δεν υπάρχει ανεξαρτησία των στοιχείων.

25.      Η ερμηνεία της κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, έννοιας της «βάσεως δεδομένων» αφορά τη μία από τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις εφαρμογής της οδηγίας, και συνεπώς του γενικού καθ’ ύλην πεδίου εφαρμογής της. Αυτό το πεδίο εφαρμογής πρέπει να διακριθεί από το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του sui generis δικαιώματος, δηλαδή του «αντικειμένου της προστασίας» στην οποία αναφέρεται το άρθρο 7 της οδηγίας. Ασφαλώς, η διάταξη αυτή συνδέεται με τη νομική έννοια της «βάσεως δεδομένων» αλλά, όσον αφορά το αντικείμενο του sui generis δικαιώματος, προβλέπει πολλές συμπληρωματικές προϋποθέσεις. Τούτο σημαίνει ότι οι βάσεις δεδομένων υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας δεν αποτελούν όλες αντικείμενα άξια προστασίας υπό την έννοια του άρθρου 7 της οδηγίας.

26.      Στη διάκριση αυτή προβαίνουν επίσης οι αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας. Ειδικότερα, η δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη αφορά την έννοια της βάσεως δεδομένων και η δέκατη ένατη αιτιολογική σκέψη το αντικείμενο του sui generis δικαιώματος. Είναι αληθές ότι τα παρατιθέμενα παραδείγματα δεν είναι ιδιαίτερα επιτυχή ώστε να τονίζεται η διαφορετική σημασία: έτσι, ο καθορισμός ορισμένων καλλιτεχνικών εκτελέσεων, π.χ., μουσικών έργων, δεν συνιστά καν βάση δεδομένων, ενώ η συμπίληση μουσικών εκτελέσεων δεν εμπίπτει στα προστατευόμενα αντικείμενα. Τούτο προκύπτει εντούτοις από το γεγονός και μόνον ότι, σε παρόμοια περίπτωση, δεν υφίσταται βάση δε.

27.      Για να χορηγηθεί το θεσπιζόμενο στο άρθρο 7 sui generis δικαίωμα, είναι συνεπώς αναγκαίο ένα αντικείμενο να παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά «βάσεως δεδομένων», ακόμη και αν αυτή η προϋπόθεση δεν αρκεί.

28.      Η ερμηνεία της έννοιας της «βάσεως δεδομένων» μπορεί πρώτον να εμπνέεται από τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, οι οποίοι έχουν προσανατολιστικό ρόλο. Τούτο συμβαίνει κατ’ αρχάς για το άρθρο 10, παράγραφος 2, της συμφωνίας περί των ζητημάτων των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας που άπτονται πτυχών του εμπορίου, η οποία είναι γνωστή υπό το όνομα της συμφωνίας ADPIC (ή TRIPs στην αγγλική γλώσσα) (7), αν και η διάταξη αυτή δεν περιλαμβάνει όλα τα κριτήρια του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας. Σ’ αυτό πρέπει να προστεθεί το άρθρο 2, παράγραφος 5, του αναθεωρηθέντος κειμένου της ίδιας της Συμβάσεως της Βέρνης. Αντιθέτως, οι κανόνες του διεθνούς δικαίου, που είναι προγενέστεροι της προς ερμηνεία οδηγίας, δεν μπορούν να παράσχουν πρόσφορο κριτήριο. Π.χ., τούτο συμβαίνει με το άρθρο 5 της Συνθήκης του Παγκοσμίου Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας περί του δικαιώματος του δημιουργού, η οποία συνήφθη μόλις το 1996. Όπως προκύπτει από το ιστορικό θεσπίσεως της, συγκεκριμένα τα έγγραφα της Επιτροπής, η οδηγία εμπνέεται ιδίως από το αναθεωρημένο κείμενο της Συμβάσεως της Βέρνης.

29.      Η αναζήτηση ερμηνείας ενόψει των προαναφερθέντων κανόνων του διεθνούς δικαίου δεν καταλήγει εντούτοις σε κανένα αποτέλεσμα στην περίπτωση της έννοιας της βάσεως δεδομένων, διότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας περιλαμβάνει ορισμό ο οποίος –ακόμη και αν δεν είναι πολύ ακριβής– θεσπίζει πολλές προϋποθέσεις, η έννοια των οποίων πρέπει να εξετασθεί λεπτομερέστερα κατωτέρω. Εντούτοις, σ’ αυτό το πλαίσιο το Δικαστήριο πρέπει να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο χρήσιμα στοιχεία βάσει των οποίων θα μπορέσει να αποφανθεί επί της διαφοράς της κύριας δίκης, αλλά εναπόκειται πάντοτε στο εθνικό δικαστήριο να εφαρμόσει στη συγκεκριμένη περίπτωση τις ερμηνευθείσες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου ή τις εθνικές διατάξεις μεταφοράς του κοινοτικού δικαίου στην εσωτερική έννομη τάξη.

30.      Αυτή καθεαυτή, η δομή του άρθρου 1 της οδηγίας, η οποία περιλαμβάνει διάφορους κανόνες σχετικά με τις βάσεις δεδομένων, συνηγορεί υπέρ της ευρείας ερμηνείας. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφος 1, η οδηγία εφαρμόζεται στις «πάσης μορφής βάσεις δεδομένων». Εξάλλου, το στοιχείο ότι το άρθρο 1, παράγραφος 3, προβλέπει μια εξαίρεση, και τούτο για προγράμματα ηλεκτρονικού υπολογιστή, συνηγορεί επίσης υπέρ της ευρύτερης ερμηνείας της έννοιας της «βάσης δεδομένων».

31.      Η πρόθεση του κοινοτικού νομοθέτη θα μπορούσε επίσης να αποτελέσει στοιχείο υπέρ της ευρείας ερμηνείας, όπως προκύπτει από το ιστορικό θεσπίσεως της οδηγίας (8).

32.      Πάντως, είναι ουσιώδες για τον καθορισμό της έννοιας της «βάσεως δεδομένων» να τηρηθούν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1, παράγραφος 2.

33.      Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπάρχει «συλλογή έργων, δεδομένων ή άλλων ανεξάρτητων στοιχείων» (η υπογράμμιση δική μου). Δεν συντρέχει λόγος εκτενέστερης εξετάσεως του ζητήματος αν η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά δεδομένα ή στοιχεία διότι, στην πράξη, πρόκειται είτε για δεδομένα, νοούμενα ως σειρά ενδείξεων χρησιμοποιουμένων για την παρουσίαση πραγματικών περιστατικών, δηλαδή ως στοιχειώδεις κοινοποιήσεις έχουσες δυνητικώς πληροφοριακό περιεχόμενο (9), ήτοι στοιχεία αποτελούντα αναγνωρίσιμες ενότητες.

34.      Εφόσον δεν ορίζεται σαφώς στην οδηγία, δεν θα πρέπει να πρόκειται για σημαντικό αριθμό δεδομένων ή στοιχείων. Η απαίτηση αυτή είχε διατυπωθεί από το Κοινοβούλιο, αλλά δεν υποστηρίχθηκε ούτε από το Συμβούλιο ούτε από την Επιτροπή. Οι ποσοτικής τάξεως απαιτήσεις προβλέπονται μόνο στις διατάξεις σχετικά με το sui generis δικαίωμα, δηλαδή το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας, το οποίο απαιτεί «ουσιώδη επένδυση».

35.      Στην παρούσα υπόθεση, πρέπει να αναζητηθεί μάλλον αν πληρούται η προϋπόθεση που αφορά τον ανεξάρτητο χαρακτήρα των δεδομένων ή των στοιχείων.

36.      Το κριτήριο αυτό σημαίνει ότι τα δεδομένα ή στοιχεία δεν πρέπει να συνδέονται μεταξύ τους, ή πρέπει τουλάχιστον να μπορούν να απομονώνονται χωρίς να χάνουν το πληροφοριακό περιεχόμενό τους (10) λόγος για τον οποίο η οδηγία δεν αφορά τον ήχο ή τις εικόνες μιας ταινίας. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί η ερμηνεία ότι η ανεξαρτησία δεν πρέπει να αφορά μόνον τα στοιχεία μεταξύ τους, αλλά να υφίσταται και εντός της συλλογής δεδομένων ή στοιχείων (11).

37.      Στη συνέχεια, η οδηγία αφορά μόνο τις συλλογές δεδομένων ή στοιχείων, που είναι διευθετημένα κατά συστηματικό ή μεθοδικό τρόπο. Η εικοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη διευκρινίζει ότι δεν απαιτείται το υλικό αυτό να έχει αποθηκευθεί υλικώς κατά οργανωμένο τρόπο. Η προϋπόθεση αυτή έχει σκοπό να αποκλείσει τα μη οργανωμένα δεδομένα (12), και να καλύψει μόνο τις οργανωμένες συλλογές δεδομένων, δηλαδή τα δεδομένα που είναι διευθετημένα βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων (13). Προς τούτο αρκεί να έχει θεσπιστεί μια δομή των δεδομένων και η διάταξή τους να εμφανίζεται μόνο με τη χρησιμοποίηση του αντιστοίχου προγράμματος έρευνας (14), και επομένως κατ’ ουσίαν χάρη στην επιλογή και ενδεχομένως μέσω ευρετηριάσεως. Περιλαμβάνονται τόσο οι στατικές βάσεις δεδομένων όσο και οι δυναμικές βάσεις δεδομένων (15).

38.      Τρίτον, το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας απαιτεί τα στοιχεία να είναι «ατομικώς προσιτά με ηλεκτρονικά μέσα ή με άλλον τρόπο». Έτσι, η απλή αποθήκευση δεδομένων δεν καλύπτεται από την κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας έννοια της «βάσεως δεδομένων».

39.      Τέλος, η κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, έννοια της «βάσεως δεδομένων» πρέπει, κατά συνέπεια, να νοείται υπό ευρεία έννοια. Πάντως, οι προϋποθέσεις από τις οποίες το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας εξαρτά το αντικείμενο της προστασίας επιφέρουν συναφώς περιορισμούς.

 Β – Αντικείμενο προστασίας: Προϋποθέσεις (πρώτο προδικαστικό ερώτημα)

40.      Για να μπορεί μια βάση δεδομένων να καλύπτεται από το sui generis δικαίωμα που κατοχυρώνει το άρθρο 7 της οδηγίας πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζει η διάταξη αυτή. Η παρούσα διαδικασία αφορά την ερμηνεία ορισμένων από τα κριτήρια αυτά.

41.      Στο πλαίσιο αυτό θέλω να υπομνήσω τη νομική συζήτηση επί του ζητήματος αν αυτό το sui generis δικαίωμα χρησιμεύει για την προστασία της παρεχόμενης υπηρεσίας δηλαδή, ουσιαστικώς, την κατάρτιση της βάσεως δεδομένων ή το αποτέλεσμα που προκύπτει από αυτή την ενέργεια. Συναφώς διαπιστώνεται ότι η οδηγία προστατεύει τις βάσεις δεδομένων και το περιεχόμενό τους, αλλά δεν προστατεύει την πληροφορία που περιέχουν αυτές. Σε τελική ανάλυση αυτό που έχει σημασία είναι δηλαδή η προστασία του λαμβανομένου προϊόντος, ενώ τα μέσα που εφαρμόζονται για να επιτευχθεί το προϊόν αυτό, δηλαδή η επένδυση, προστατεύονται επίσης έμμεσα (16).

42.      Οι προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 7 της οδηγίας προστίθενται στις προϋποθέσεις του άρθρου 1, παράγραφος 2. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το αντικείμενο της προστασίας αναδεικνύεται στενότερη έννοια από τη «βάση δεδομένων» του άρθρου 1.

43.      Το νέο sui generis δικαίωμα που κατοχυρώνει η οδηγία εμπνέεται από τα «Katalogrechte» των βορείων χωρών και το ολλανδικό «geschriftenbescherming». Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να μεταφερθούν στην οδηγία οι αντιλήψεις που έχουν αναπτυχθεί σχετικά με αυτά τα πρόδρομα συστήματα στην επιστήμη και στη νομολογία. Αντιθέτως, η οδηγία πρέπει να αποτελέσει το κριτήριο βάσει του οποίου θα ερμηνευθεί το εθνικό δίκαιο, ο κανόνας δε αυτός ισχύει και για τα κράτη μέλη στα οποία εφαρμόζονταν οι πριν από την οδηγία παρόμοιες διατάξεις. Πράγματι σ’ αυτά τα κράτη μέλη χρειάστηκε να προσαρμοστούν οι εθνικές νομοθεσίες προς τις διατάξεις της οδηγίας.

1.      Η έννοια της «ουσιώδους επένδυσης»

44.      Μια από τις βασικές έννοιες για τον προσδιορισμό του περιεχομένου της προστασίας που παρέχει το sui generis δικαίωμα είναι η έκφραση «ουσιώδης επένδυση» που χρησιμοποιεί το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας. Η ουσιαστική αυτή προϋπόθεση ορίζεται ακριβέστερα ως εξής: το στοιχείο του ουσιώδους πρέπει να συντρέχει «ποιοτικώς ή ποσοτικώς». Όμως η οδηγία δεν περιέχει νομικό ορισμό αυτής της εναλλακτικής αντίληψης. Για τον λόγο αυτό η επιστήμη ζητεί διευκρινίσεις από το Δικαστήριο. Το αίτημα αυτό είναι απόλυτα δικαιολογημένο γιατί είναι το μόνο μέσο που θα εξασφαλίσει την αυτοτελή και ομοιόμορφη κοινοτική ερμηνεία. Βεβαίως, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η εφαρμογή των κριτηρίων ερμηνείας απόκειται σε τελευταία ανάλυση στα εθνικά δικαστήρια, πράγμα που συνεπάγεται τον κίνδυνο αποκλίσεων κατά την εφαρμογή.

45.      Όπως προκύπτει από τη δομή του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας, ο όρος «ουσιώδης επένδυση» έχει έννοια σχετική. Σύμφωνα με το προοίμιο της κοινής θέσης στο πλαίσιο της οποίας η διάταξη αυτή έλαβε την τελική της μορφή, οι επενδύσεις που πρέπει να προστατευθούν είναι αυτές που πραγματοποιήθηκαν για την αναζήτηση και τη συλλογή του περιεχομένου της βάσεως δεδομένων (17).

46.      Συνεπώς, οι επενδύσεις πρέπει να αφορούν συγκεκριμένες δραστηριότητες που ανάγονται στην κατάρτιση της βάσης δεδομένων. Το άρθρο 7 μνημονεύει ενδεικτικά τις ακόλουθες δραστηριότητες: απόκτηση, έλεγχος ή παρουσίαση του περιεχομένου της βάσης δεδομένων. Δεδομένου ότι στα στοιχεία αυτά αναφέρεται χωριστό προδικαστικό ερώτημα δεν χρειάζεται να εξετάσω την έννοιά τους σ’ αυτό το στάδιο.

47.      Η τεσσαρακοστή αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αναφέρεται στη φύση των επενδύσεων που μπορούν να ληφθούν υπόψη. Η τελευταία φράση της είναι η ακόλουθη: «οι επενδύσεις αυτές είναι δυνατόν να συνίστανται σε διάθεση χρηματοδοτικών μέσων ή/και δαπάνη χρόνου, προσπαθειών και ενέργειας». Κατά την έβδομη αιτιολογική σκέψη πρέπει να πρόκειται για επένδυση σημαντικών ανθρωπίνων, τεχνικών και οικονομικών πόρων.

48.      Επιπλέον, ο όρος «ουσιώδης» έχει και αυτός σχετική έννοια, δηλαδή προσδιορίζεται λαμβάνοντας υπόψη τις δαπάνες και αποσβέσεις (18) αφενός και αφετέρου, αναλόγως της σημασίας, της φύσεως και του περιεχομένου της βάσης δεδομένων καθώς και του τομέα στον οποίο ανάγεται (19).

49.      Οι προστατευόμενες επενδύσεις, δηλαδή, δεν είναι μόνο αυτές που έχουν σημαντική αξία κατ’ απόλυτη έννοια (20). Ωστόσο, το κριτήριο του «ουσιώδους» δεν μπορεί να νοηθεί κατά καθαρά σχετικό τρόπο. Η οδηγία απαιτεί, όπως θα απαιτούσε κάποιος κανόνας de minimis, οι δυνάμενες να προστατευθούν επενδύσεις να έχουν ένα απόλυτο κατώτατο όριο (21). Αυτό προκύπτει από τη δέκατη ένατη αιτιολογική σκέψη όπου τονίζεται ότι η επένδυση πρέπει να είναι «επαρκώς ουσιώδης» (22). Πάντως, αυτό το όριο πρέπει να τοποθετείται αρκετά χαμηλά. Αυτό υπαινίσσεται η πεντηκοστή πέμπτη αιτιολογική σκέψη (23), που δεν περιέχει άλλη διευκρίνιση ως προς το ποσό. Εν συνεχεία, το γεγονός ότι η οδηγία πρέπει να συμβάλλει στην εναρμόνιση διαφορετικών συστημάτων επιρρωννύει την άποψη αυτή. Τέλος, ένα πολύ υψηλό όριο θα αποδυνάμωνε τον σκοπό στον οποίο αποβλέπει η οδηγία, δηλαδή να δώσει κίνητρα για επενδύσεις.

50.      Ορισμένοι από τους μετέχοντες στη διαδικασία επικαλούνται, στις γραπτές παρατηρήσεις τους, στην καλούμενη «Spin-off» θεωρία βάσει της οποίας τα υποπροϊόντα δεν περιλαμβάνονται στην προστασία που παρέχει το δικαίωμα. Λαμβάνονται υπόψη μόνο τα έσοδα που χρησίμευσαν για την απόσβεση των επενδύσεων. Οι ανωτέρω επισήμαναν ότι η επίδικη βάση δεδομένων είναι αναγκαία για την οργάνωση των αθλητικών αγώνων, πράγμα που σημαίνει ότι καταρτίστηκε προς τον σκοπό αυτόν. Η επένδυση έχει ως σκοπό την οργάνωση των πρωταθλημάτων και όχι αποκλειστικά την κατάρτιση της βάσης δεδομένων. Η επένδυση αυτή έπρεπε, εν πάση περιπτώσει, να πραγματοποιηθεί έστω και μόνο διότι υπάρχει η υποχρέωση διοργανώσεως των αγώνων. Συνεπώς η βάση δεδομένων είναι ένα υποπροϊόν σε μια άλλη αγορά.

51.      Εν προκειμένω πρέπει λοιπόν να εξετάσουμε αν και κατά ποιο τρόπο μπορεί να ληφθεί υπόψη η θεωρία «Spin-off» για την ερμηνεία της οδηγίας και ειδικότερα του sui generis δικαιώματος. Λαμβανομένων υπόψη των αμφιβολιών που διατυπώθηκαν στην παρούσα υπόθεση όσον αφορά την προστασία των βάσεων δεδομένων που αποτελούν απλώς υποπροϊόντα, επιβάλλεται κάποια απομυθοποίηση της θεωρίας «Spin-off». Η αναφορά στη θεωρία αυτή, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι εθνικές της καταβολές, εξηγείται από τον σκοπό της οδηγίας, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 10 έως 20, που είναι να ενθαρρύνει τις επενδύσεις βελτιώνοντας την προστασία τους. Η θεωρία στηρίζεται πάντως στην αντίληψη ότι οι επενδύσεις πρέπει να αποσβένονται με έσοδα που λαμβάνονται από την κύρια δραστηριότητα. Η θεωρία Spin-off έχει δηλαδή ως συνέπεια ότι η οδηγία προστατεύει μόνο τις επενδύσεις που είναι αναγκαίες για την εύρεση του περιεχομένου της βάσεως δεδομένων (24). Όλα αυτά τα επιχειρήματα έχουν την αξία τους και πρέπει να ληφθούν υπόψη για την ερμηνεία της οδηγίας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι στο όνομα της θεωρίας αυτής θα αποκλειστεί κάθε άλλο στοιχείο. Αυτό που είναι και παραμένει καθοριστικής σημασίας για την ερμηνεία της οδηγίας είναι οι διατάξεις της.

52.      Για να επιλυθεί το νομικό ζήτημα που ανακύπτει εν προκειμένω πρέπει να ληφθεί ως αφετηρία το ακόλουθο ερώτημα: πρέπει να εξαρτάται η παροχή προστασίας σε μια βάση δεδομένων από την πρόθεση του δημιουργού της βάσης ή από τον σκοπό της, στην περίπτωση που τα δύο αυτά στοιχεία δεν συμπίπτουν; Στο σημείο αυτό θα μπορούσα να αρκεστώ στην παρατήρηση ότι η οδηγία και δη ούτε το άρθρο 1 ούτε το άρθρο 7 μνημονεύει τον σκοπό της βάσης δεδομένων. Αν, όμως, ο νομοθέτης ήθελε να επιβάλει τέτοια προϋπόθεση θα το είχε διευκρινίσει ρητά. Συγκεκριμένα, τόσο το άρθρο 1 όσο και το άρθρο 7 δείχνουν ότι σαφής πρόθεσή του ήταν να καθορίσει ένα σύνολο προϋποθέσεων. Εξ αυτού έπεται ότι ο σκοπός της βάσης δεδομένων δεν αποτελεί κριτήριο που πρέπει να ληφθεί υπόψη για να προσδιοριστεί αν η βάση δεδομένων καλύπτεται από την προστασία. Το καθοριστικό στοιχείο είναι οι προϋποθέσεις που απαριθμεί το άρθρο 7. Η τεσσαρακοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη που επικαλούνται ορισμένοι διάδικοι δεν μεταβάλλει το συμπέρασμα αυτό. Αφενός, διότι αυτή η αιτιολογική σκέψη αφορά το εύρος της sui generis προστασίας και, αφετέρου, διότι σκοπεί να εξασφαλίσει ότι δεν θα θιγεί η επένδυση.

53.      Οι λοιπές αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας που αναφέρονται στις επενδύσεις και των οποίων υπογραμμίστηκε η σημασία όπως είναι η δέκατη ένατη και η τεσσαρακοστή, δεν περιέχουν ούτε αυτές στοιχεία που να υπαινίσσονται ότι η προστασία μιας βάσης δεδομένων εξαρτάται από τον σκοπό της.

54.      Στην πράξη εξάλλου μπορεί να υπάρχουν δημιουργοί βάσεων δεδομένων που εξυπηρετούν πλείονες σκοπούς με την ίδια βάση. Μπορεί δηλαδή να συμβεί ότι οι επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν προς τον σκοπό αυτόν δεν μπορούν να αναχθούν σε ένα σαφή σκοπό ή δεν μπορούν να διακριθούν από το λοιπό πλαίσιο. Στην περίπτωση αυτή το κριτήριο του σκοπού της βάσης δεδομένων δεν παρέχει σαφή λύση. Πράγματι, η επένδυση είτε θα προστατευόταν ανεξάρτητα από την ύπαρξη άλλου σκοπού είτε θα στερείτο πλήρως προστασίας λόγω αυτού του άλλου σκοπού. Κατά συνέπεια, το κριτήριο του σκοπού αποδεικνύεται είτε ανεφάρμοστο είτε ασυμβίβαστο με τον σκοπό που εξυπηρετεί η οδηγία. Συγκεκριμένα, ο αποκλεισμός της προστασίας των βάσεων δεδομένων που εξυπηρετούν πολλαπλούς σκοπούς αντιβαίνει τον στόχο της οδηγίας που είναι να δημιουργήσει συνθήκες που θα ευνοούν τις επενδύσεις. Αυτό θα συνιστούσε μεγάλο εμπόδιο για τις επενδύσεις της βάσης δεδομένων πολλαπλής λειτουργίας.

55.      Η επίδικη στην κύρια δίκη βάση δεδομένων αποτελεί παράδειγμα περίπτωσης στην οποία η κατάρτιση της βάσης δεδομένων γίνεται επίσης και για τη διοργάνωση των πρωταθλημάτων. Η κατάρτιση μιας ξεχωριστής βάσης δεδομένων –ενδεχομένως πανομοιότυπης– για κάθε σκοπό θα ήταν ριζικά αντίθετη με τα οικονομικά συμφέροντα και δεν μπορεί να επιβληθεί στο όνομα της οδηγίας.

56.      Για να κριθεί, αν, στην κύρια υπόθεση, πρόκειται για ουσιώδη επένδυση, πρέπει να εφαρμοστούν τα προαναφερθέντα κριτήρια σε μια συγκεκριμένη πραγματική κατάσταση. Σύμφωνα με την κατανομή των αρμοδιοτήτων που προβλέπει το άρθρο 234 ΕΚ όσον αφορά τις προδικαστικές παραπομπές, αυτό είναι έργο του εθνικού δικαστηρίου. Για να εκτιμηθούν οι επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν στη βάση δεδομένων πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να περιληφθούν οι παράμετροι που λαμβάνονται υπόψη για τον σχεδιασμό των αγώνων, όπως το ενδιαφέρον που παρουσιάζει ο αγώνας για τους θεατές, τα συμφέροντα των εταιριών στοιχημάτων, η εμπορική εκμετάλλευση από τους ομίλους, οι άλλες τοπικές εκδηλώσεις στην προβλεπόμενη ημερομηνία, η ισόρροπη κατανομή των αγώνων από γεωγραφικής σκοπιάς, καθώς και η πρόληψη της διατάραξης της δημόσιας τάξης. Τέλος, πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη, κατά την εκτίμηση αυτή, ο αριθμός των αγώνων. Το βάρος αποδείξεως όσον αφορά τις πραγματοποιηθείσες επενδύσεις φέρει ο διάδικος που επικαλείται την προστασία του sui generis δικαιώματος.

2.      Ο όρος «απόκτηση» κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας

57.      Η αντιδικία στην παρούσα υπόθεση αφορά το ζήτημα αν υπάρχει απόκτηση κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας. Η διάταξη αυτή προστατεύει μόνο τις επενδύσεις που πραγματοποιούνται για την «απόδειξη», τον «έλεγχο», ή την «παρουσίαση» του περιεχομένου της βάσης δεδομένων.

58.      Ως αφετηρία πρέπει να ληφθεί ο σκοπός του sui generis δικαιώματος, δηλαδή η προστασία του κατασκευαστή της βάσεως δεδομένων. Μπορούμε συνεπώς να θεωρήσουμε την κατασκευή ως τον καθόλου όρο (25) που περιλαμβάνει την απόκτηση, τον έλεγχο και την παρουσίαση.

59.      Η κύρια δίκη αφορά ένα πολυσυζητημένο νομικό ζήτημα και δη το ερώτημα αν και ενδεχομένως υπό ποιους όρους –και σε ποιο βαθμό– η οδηγία προστατεύει όχι μόνο τα υπάρχοντα δεδομένα, αλλά και τα νεοδημιουργηθέντα από τον κατασκευαστή. Αν η απόκτηση αφορά μόνο τα υπάρχοντα δεδομένα, τότε η προστασία των επενδύσεων καλύπτει μόνον αυτή την απόκτηση. Αν δηλαδή ληφθεί ως βάση αυτή η αντίληψη της απόκτησης, η προστασία της επίδικης στην κύρια δίκη βάσης δεδομένων εξαρτάται από το ζήτημα αν τα αποκτηθέντα δεδομένα ήταν υπάρχοντα δεδομένα.

60.      Αντιθέτως, αν εξεταστεί, κατ’ αρχάς, ως όρος γένους, ο όρος της κατασκευής, δηλαδή ο εφοδιασμός της βάσης δεδομένων με ένα περιεχόμενο (26), τότε μπορούν να ληφθούν υπόψη τόσο τα υπάρχοντα όσο και τα νεοδημιουργηθέντα (27).

61.      Η σύγκριση της έννοιας της απόκτησης που χρησιμοποιεί το άρθρο 7, παράγραφος 1, με τις δραστηριότητες που μνημονεύει η τριακοστή ένατη αιτιολογική σκέψη θα μπορούσε να παράσχει κάποια διευκρίνιση. Θα παρατηρήσω πάντως εξ αρχής ότι οι διάφορες γλωσσικές αποδόσεις διαφέρουν.

62.      Ο όρος «Beschaffung» (απόκτηση) που χρησιμοποιεί το άρθρο 7, παράγραφος 1, του γερμανικού κειμένου δεν μπορεί παρά να αφορά τα υπάρχοντα δεδομένα, διότι μπορεί να γίνει λόγος μόνο για απόκτηση αυτού που ήδη υπάρχει. Υπ’ αυτή την έννοια, η απόκτηση (Beschaffung) είναι ακριβώς το αντίθετο της δημιουργίας (Erschaffung). Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουμε ερμηνεύοντας το πορτογαλικό, το γαλλικό, το ισπανικό και το αγγλικό κείμενο που παραπέμπουν όλα στο λατινικό «obtenere», δηλαδή «αποκτώ». Το φινλανδικό και το δανικό κείμενο συνηγορούν επίσης υπέρ συσταλτικής ερμηνείας. Η διασταλτική ερμηνεία του γερμανικού και του αγγλικού κειμένου που επικαλέστηκαν ορισμένοι διάδικοι στηρίζεται συνεπώς σε πλάνη.

63.      Η τριακοστή ένατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας που αναφέρεται στο αντικείμενο του sui generis δικαιώματος θα μπορούσε να παράσχει πρόσθετα στοιχεία για την ορθή ερμηνεία του όρου «απόκτηση» (Beschaffung) κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας. Αυτή η αιτιολογική σκέψη μνημονεύει μόνο δύο είδη δραστηριοτήτων όσον αφορά τις προστατευόμενες επενδύσεις: την αναζήτηση και τη συγκέντρωση του περιεχομένου. Και εδώ όμως ανακύπτουν προβλήματα από τις διαφορές μεταξύ των κειμένων στις διάφορες γλώσσες. Τα περισσότερα κείμενα χρησιμοποιούν για την πρώτη δραστηριότητα τον ίδιο όρο με αυτόν που χρησιμοποιεί το άρθρο 7, παράγραφος 1 (απόκτηση). Επιπλέον, οι χρησιμοποιούμενοι όροι δεν περιγράφουν πάντα την ίδια δραστηριότητα, ανάγονται όμως κυρίως στην αναζήτηση και στη συγκέντρωση του περιεχομένου της βάσης δεδομένων.

64.      Οι γλωσσικές αποδόσεις που στην τριακοστή ένατη αιτιολογική σκέψη χρησιμοποιούν δύο όρους διαφορετικούς από τους όρους του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας πρέπει να ερμηνευθούν κατά την έννοια ότι οι δύο μνημονευόμενες δραστηριότητες πρέπει να θεωρηθούν ως υποκατηγορία της απόκτησης του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας. Βεβαίως, ανακύπτει το ερώτημα γιατί η τριακοστή ένατη αιτιολογική σκέψη περιγράφει ακριβέστερα μόνο την απόκτηση και όχι τον έλεγχο ή την παρουσίαση. Οι δύο τελευταίες δραστηριότητες μνημονεύονται για πρώτη φορά στην τεσσαρακοστή αιτιολογική σκέψη.

65.      Οι γλωσσικές αποδόσεις που στην τριακοστή ένατη αιτιολογική σκέψη χρησιμοποιούν τους ίδιους όρους με αυτούς του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας πρέπει αντιστρόφως να ερμηνευθούν κατά την έννοια ότι ο όρος «απόκτηση» (Beschaffung) που χρησιμοποιεί η τριακοστή ένατη αιτιολογική σκέψη έχει πλέον περιορισμένο περιεχόμενο, ενώ ο όρος που χρησιμοποιεί το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας πρέπει να νοηθεί υπό ευρύτερη έννοια, υπό την έννοια δηλαδή ότι καλύπτει και τις άλλες δραστηριότητες που μνημονεύει η τριακοστή ένατη αιτιολογική σκέψη.

66.      Συνεπώς, όλες οι γλωσσικές αποδόσεις επιτρέπουν την ερμηνεία ότι η «απόκτηση» κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας είναι σαφές ότι δεν καλύπτει την κατά κυριολεξία εύρεση των δεδομένων, δηλαδή τη γένεσή τους (28) και συνεπώς αποκλείει την προπαρασκευαστική φάση (29). Αν, πάντως, η δημιουργία των δεδομένων συμπίπτει με τη συλλογή και τη διευθέτησή τους καλύπτεται από την προστασία της οδηγίας.

67.      Συναφώς, υπενθυμίζω ότι η θεωρία του υποπροϊόντος «Spin-off» δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη. Ο σκοπός που επιδιώκεται με την απόκτηση του περιεχομένου μιας βάσης δεδομένων δεν μπορεί να διαδραμματίσει, δηλαδή, κανένα ρόλο (30). Αυτό σημαίνει ότι η προστασία χωρεί και στις περιπτώσεις που η απόκτηση πραγματοποιήθηκε αρχικά ενόψει δραστηριότητας διαφορετικής από την κατασκευή της συγκεκριμένης βάσης δεδομένων. Πράγματι, η οδηγία προστατεύει την απόκτηση δεδομένων και όταν δεν πραγματοποιείται ενόψει κατάρτισης βάσης δεδομένων (31), πράγμα που συνηγορεί επίσης υπέρ της άποψης ότι στο πεδίο εφαρμογής της προστασίας εμπίπτει μια εξωτερική βάση δεδομένων που στηρίζεται σε εσωτερική βάση δεδομένων.

68.      Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να εκτιμήσει τις δραστηριότητες της εταιρίας Fixtures στηριζόμενο στην κατά τα προεκτεθέντα ερμηνεία του όρου «απόκτηση». Στο πλαίσιο αυτό πρέπει, πρώτον, να χαρακτηρίσει τα δεδομένα και τα της χρησιμοποίησής τους από την απόκτησή τους μέχρι την καταγραφή τους στη βάση δεδομένων. Θα πρέπει να εξετάσει πώς πρέπει να χαρακτηριστεί η κατάρτιση των προγραμμάτων των αγώνων, δηλαδή στην ουσία η συγκέντρωση των ονομάτων, των ομάδων με τους τόπους και τις ημερομηνίες των διαφόρων συναντήσεων. Εν προκειμένω, το γεγονός ότι ο προγραμματισμός των αγώνων είναι το αποτέλεσμα συζητήσεων μεταξύ πλειόνων μερών και δη της αστυνομίας, των ομίλων και των ενώσεων οπαδών, φαίνεται να σημαίνει ότι πρόκειται για υπάρχοντα δεδομένα. Ομοίως, τα γεγονός ότι τα δεδομένα συγκεντρώθηκαν για σκοπό διαφορετικό από την κατάρτιση της βάσης δεδομένων, όπως δήλωσαν διάφοροι διάδικοι, στηρίζει ενδεχομένως το συμπέρασμα ότι πρόκειται για υπάρχοντα δεδομένα.

69.      Ωστόσο, ακόμη και αν χαρακτηριστούν οι δραστηριότητες αυτές ως δημιουργία νέων δεδομένων, είναι δυνατόν να έχουμε «απόκτηση» κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας. Αυτό θα συνέβαινε αν η δημιουργία των δεδομένων συνέπιπτε με την επεξεργασία τους από την οποία και δεν θα μπορούσε να αποχωριστεί.

3.      Ο όρος «έλεγχος» κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας

70.      Η χρησιμοποίηση της βάσης δεδομένων για την καλή διεξαγωγή των αγώνων και την οικονομική τους εκμετάλλευση προϋποθέτει ότι το περιεχόμενο της επίδικης βάσης δεδομένων ελέγχεται διαρκώς. Από τη δικογραφία προκύπτει ότι η βάση δεδομένων ελέγχεται συνεχώς ως προς την ακρίβειά της. Αν από τον έλεγχο προκύπτει ότι πρέπει να γίνουν τροποποιήσεις, πραγματοποιούνται οι απαιτούμενες προσαρμογές.

71.      Δεν έχει σημασία το ότι ορισμένες από αυτές τις ενημερώσεις δεν αποτελούν έλεγχο του περιεχομένου της βάσης δεδομένων. Για να υπάρχει αντικείμενο που εμπίπτει στην προστασία του sui generis δικαιώματος αρκεί ορισμένες από τις ενέργειες αυτές να μπορούν να χαρακτηριστούν ως έλεγχος κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας και ότι οι ουσιώδεις επενδύσεις αφορούν επίσης εν μέρει ενέργειες που μνημονεύει το άρθρο 7.

4.      Ο όρος «παρουσίαση» κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας

72.      Η προστασία που παρέχει το sui generis δικαίωμα αφορά, εκτός από την «απόκτηση» και τον «έλεγχο» του περιεχομένου της βάσης δεδομένων, και την «παρουσίασή» της. Αυτό περιλαμβάνει όχι μόνο την κατά κυριολεξία παρουσίαση για τον χρήστη, της βάσης δεδομένων, δηλαδή το εξωτερικό σχήμα, αλλά και τη διάρθρωση καθώς και την οργάνωση του περιεχομένου. Γενικά, ένα σύστημα ευρετηριάσεως και αποθηκεύσεως πληροφοριών συμβάλλει στην καλύτερη μορφολογική παρουσίαση των δεδομένων. Όπως προκύπτει από την εικοστή αιτιολογική σκέψη, η προστασία που προβλέπει η οδηγία μπορεί να ισχύει επίσης για τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λειτουργία της βάσης δεδομένων (32).

 Γ – Επί του περιεχομένου της προστασία

73.      Εξ αρχής υπενθυμίζω ότι ο στόχος που επιδιώχθηκε με την καθιέρωση του sui generis δικαιώματος δεν ήταν η εναρμόνιση του δικαιώματος, αλλά η επιδίωξη ιδρύσεως νέου δικαιώματος (33). Το δικαίωμα αυτό είναι ευρύτερο από τα δικαιώματα διανομής και αναπαραγωγής που γνωρίζαμε μέχρι τώρα. Για τον προσδιορισμό των απαγορευομένων πράξεων πρέπει να ληφθεί υπόψη και αυτό το δικαίωμα. Για τον λόγο αυτόν έχουν ιδιαίτερη σημασία οι νομικοί ορισμοί που περιέχει το άρθρο 7, παράγραφος 2.

74.      Το άρθρο της οδηγίας απαρτίζεται εκ πρώτης όψεως από δύο ομάδες απαγορευτικών κανόνων ή, αν το εξετάσουμε από τη σκοπιά του δικαιούχου δηλαδή αυτού που δημιούργησε τη βάση δεδομένων, από δύο διαφορετικές κατηγορίες δικαιωμάτων. Ενώ η παράγραφος 1 διατυπώνει απαγόρευση αφορώσα το κύριο μέρος της βάσης δεδομένων, η παράγραφος 5 απαγορεύει ορισμένες πράξεις που αφορούν επουσιώδη μέρη της βάσης δεδομένων (34). Ωστόσο, αν στηριχθούμε στον παραλληλισμό μεταξύ ουσιώδους και επουσιώδους μπορούμε να θεωρήσουμε την παράγραφο 5 ως εξαίρεση από τον κανόνα της παραγράφου 1. Η παράγραφος 5 σκοπεί να προλάβει την παράκαμψη της απαγόρευσης της παραγράφου 1 (35), και κατά συνέπεια μπορεί να χαρακτηριστεί και ως ρήτρα προστασίας (36).

75.      Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας ρυθμίζει το δικαίωμα του κατασκευαστή της βάσης δεδομένων να απαγορεύσει ορισμένες πράξεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο υποδηλώνει συγχρόνως ότι οι πράξεις αυτές απαγορεύονται. Οι πράξεις που μπορούν να απαγορευθούν και κατά συνέπεια απαγορεύονται είναι αφενός η εξαγωγή και αφετέρου η αναχρησιμοποίηση. Το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας περιέχει νομικούς ορισμούς της «εξαγωγής» και της «αναχρησιμοποίησης».

76.      Η απαγόρευση που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, όντως τελεί υπό προϋποθέσεις: προϋποθέτει συγκεκριμένα ότι η απαγορευόμενη πράξη αφορά το σύνολο ή ουσιώδες μέρος της βάσης δεδομένων.

77.      Κατά συνέπεια, θα αναλύσω τις δύο αυτές περιπτώσεις στηριζόμενη στη διάκριση που είναι καθοριστική για την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας, μεταξύ «ουσιωδών» και «επουσιωδών» μερών της βάσης δεδομένων. Στη συνέχεια θα εξετάσω τις πράξεις που απαγορεύονται βάσει της παραγράφου 1 και της παραγράφου 5.

1.      Ουσιώδη και επουσιώδη μέρη μιας βάσεως δεδομένων (τρίτο προδικαστικό ερώτημα)

 Γενικές παρατηρήσεις

78.      Υποστηρίχθηκε, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας απαγορεύει μόνον τις πράξεις που έχουν ως αποτέλεσμα τα δεδομένα να διευθετούνται κατά συστηματικό ή μεθοδικό τρόπο και να είναι ατομικώς προσιτά, όπως τούτο ισχύει για την αρχική βάση.

79.      Το επιχείρημα αυτό πρέπει να νοηθεί υπό την έννοια ότι εξαρτά την εφαρμογή του sui generis δικαιώματος από μια προϋπόθεση. Το ζήτημα αν η προϋπόθεση αυτή υφίσταται πράγματι πρέπει να αντιμετωπίζεται από την άποψη των διατάξεων σχετικά με το αντικείμενο της προστασίας, ιδίως από την άποψη των κατά νόμον ορισμών, που διαλαμβάνονται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, των πράξεων που απαγορεύονται από το άρθρο 7, παράγραφος 1.

80.      Ούτε το άρθρο 7, παράγραφος 1, ούτε το άρθρο 7, παράγραφος 5, της οδηγίας διατυπώνουν ρητώς την προαναφερθείσα προϋπόθεση: δεν περιέχουν ούτε καν απλό υπαινιγμό για την προϋπόθεση αυτή. Το γεγονός ότι στο άρθρο 1, παράγραφος 2, διαλαμβάνεται ρητώς η «συστηματική ή μεθοδική» διευθέτηση των δεδομένων, αλλά η αναφορά αυτή απουσιάζει παντελώς από το άρθρο 7, συνηγορεί μάλλον υπέρ του αντιθέτου συμπεράσματος, ήτοι ότι ο νομοθέτης δεν θέλησε ακριβώς να καταστήσει το κριτήριο αυτό προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 7.

81.      Ο σκοπός της οδηγίας αποτελεί και αυτός επιχείρημα κατά του εν λόγω προσθέτου κριτηρίου.

82.      Η προστασία που προβλέπει το άρθρο 7 θα περιοριζόταν, συγκεκριμένα, σοβαρά από το αποτέλεσμα ενός τέτοιου κριτηρίου, καθόσον η απαγόρευση που διαλαμβάνεται στο άρθρο αυτό θα μπορούσε να παρακαμφθεί χάρη σε μια απλή μερική τροποποίηση των βάσεων δεδομένων.

83.      Το γεγονός ότι η οδηγία αποσκοπεί επίσης στο να απαγορεύσει, ως ενδεχόμενη παράβαση, μια νέα διαρρύθμιση του περιεχομένου της βάσεως δεδομένων προκύπτει από την τριακοστή όγδοη αιτιολογική σκέψη της, η οποία υπαινίσσεται τον κίνδυνο αυτό και την ανεπάρκεια του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας.

84.      Η οδηγία αποσκοπεί ακριβώς στη δημιουργία ενός νέου δικαιώματος, στο οποίο δεν μπορεί να αντιταχθεί η τεσσαρακοστή έκτη αιτιολογική σκέψη η οποία αφορά μια άλλη πτυχή.

85.      Ακόμη και η τεσσαρακοστή πέμπτη αιτιολογική σκέψη στην οποία διαλαμβάνεται ότι δεν υφίσταται επέκταση της προστασίας του δικαιώματος του δημιουργού σε απλά πραγματικά στοιχεία ή δεδομένα, δεν συνηγορεί υπέρ ενός προσθέτου κριτηρίου. Τούτο δεν σημαίνει, βεβαίως, ότι η προστασία καλύπτει επίσης τα ίδια τα δεδομένα ή ακόμη ορισμένα μεμονωμένα δεδομένα. Αυτό που προστατεύει το sui generis δικαίωμα, είναι –και τούτο παραμένει– η βάση δεδομένων.

86.      Επιβάλλεται συνεπώς, για να συναχθεί συμπέρασμα επί του σημείου αυτού, η διαπίστωση ότι το πανομοιότυπο της συστηματικής ή μεθοδικής διευθετήσεως των δεδομένων σε σχέση με την αρχική βάση δεδομένων δεν συνιστά κριτήριο της εκτιμήσεως του νομίμου των πράξεων που διενεργήθηκαν επί βάσεως δεδομένων. Δεν είναι συνεπώς ακριβής ο ισχυρισμός ότι η οδηγία δεν προστατεύει δεδομένα που έχουν τροποποιηθεί ή που έχουν διαρρυθμιστεί σύμφωνα με μια άλλη δομή.

 Η έννοια του «ουσιώδους μέρους μιας βάσεως δεδομένων» κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας

87.      Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ερωτά πώς πρέπει να ερμηνευθεί η έκφραση «ουσιώδες μέρος μιας βάσεως δεδομένων» υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας. Αντίθετα προς άλλες σημαντικές έννοιες, η έκφραση αυτή δεν ορίζεται στην οδηγία. Ο ορισμός εγκαταλείφθηκε κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας, ειδικότερα στο στάδιο της κοινής θέσεως του Συμβουλίου.

88.      Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας αφορά δύο περιπτώσεις. Από το κείμενο του άρθρου προκύπτει ότι ο ουσιώδης χαρακτήρας μπορεί να έχει ποσοτική ή ποιοτική βάση. Η διάρθρωση αυτή, την οποία επέλεξε ο νομοθέτης, πρέπει συνεπώς να ερμηνευθεί ως σημαίνουσα ότι ένα μέρος της βάσεως δεδομένων μπορεί να είναι ουσιώδες ή να είναι ουσιώδες μόνον από ποιοτικής και όχι από ποσοτικής απόψεως. Πρέπει συνεπώς να απορριφθεί η θέση ότι οι απαγορευόμενες πράξεις πρέπει συστηματικά να αφορούν ένα ποσοτικά ελάχιστο μέρος της βάσεως δεδομένων.

89.      Η εναλλακτική ποσοτική βάση πρέπει να ερμηνευθεί ως προϋποθέτουσα την ποσοτικοποίηση του μέρους της βάσεως δεδομένων το οποίο αφορά μια απαγορευόμενη ενέργεια. Τίθεται στην περίπτωση αυτή το ερώτημα αν πρέπει να χρησιμοποιηθεί εδώ μια σχετική ή απόλυτη έννοια. Τούτο σημαίνει ότι πρέπει είτε να συγκριθεί το επίμαχο μέρος με το σύνολο του περιεχομένου της βάσεως δεδομένων (37) είτε να εκτιμηθεί το επίμαχο μέρος αυτό καθ’ εαυτό.

90.      Σημειωτέον συναφώς ότι μια υπό σχετική έννοια κατανόηση θα μπορούσε να έχει δυσμενείς συνέπειες για τους κατασκευαστές μεγάλων βάσεων δεδομένων (38), καθόσον το επίμαχο μέρος θα είναι όλο και λιγότερο ουσιώδες στον βαθμό που αυξάνει η διάσταση του συνόλου. Σε μια τέτοια περίπτωση, μια συμπληρωματική ποιοτική εκτίμηση θα μπορούσε να επιτρέψει μια σύγκριση, καθόσον μπορεί παρ’ όλα αυτά να θεωρηθεί ουσιώδες από ποιοτική άποψη ένα μέρος μικρών σχετικά διαστάσεων. Είναι ομοίως δυνατό να συσχετισθούν οι δύο ποσοτικές προσεγγίσεις. Τούτο θα καθιστούσε δυνατό τον χαρακτηρισμό ως ουσιώδους ενός μέρους σχετικά περιορισμένου, λόγω του απόλυτου μεγέθους του.

91.      Τίθεται επίσης το ζήτημα αν η ποσοτική εκτίμηση μπορεί να συνδυαστεί με την ποιοτική εκτίμηση. Τούτο μπορεί βεβαίως να συμβεί μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες είναι δυνατή μια εκτίμηση από ποιοτικής απόψεως. Αν τούτο συμβαίνει, τίποτα δεν εμποδίζει τη μέτρηση των επίμαχων μερών σύμφωνα με τις δύο προσεγγίσεις.

92.      Στο πλαίσιο της ποιοτικής εκτιμήσεως, η τεχνική ή οικονομική αξία διαδραματίζει εν πάση περιπτώσει κάποιο ρόλο (39). Έτσι, ένα μέρος που έχει περιορισμένο μέγεθος αλλά το οποίο είναι ουσιώδες λόγω της αξίας του μπορεί να ληφθεί υπόψη. Για παράδειγμα, όσον αφορά την αξία καταλόγων στον αθλητικό τομέα, έχουν αναφερθεί τα στοιχεία της πληρότητας και της ακρίβειάς τους.

93.      Η οικονομική αξία ενός μέρους μιας βάσεως δεδομένων υπολογίζεται κατά γενικό κανόνα με γνώμονα την έλλειψη ζητήσεως στην αγορά (40), η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι το επίμαχο μέρος δεν έχει εξαχθεί ή αναχρησιμοποιηθεί με βάση τις συνθήκες της αγοράς, αλλά κατ’ άλλο τρόπο. Η εκτίμηση του επίμαχου μέρους και της οικονομικής αξίας του μπορεί επίσης να πραγματοποιηθεί από την άποψη του προσώπου που προέβη στην πράξη, εξετάζοντας τις οικονομίες που αυτός πραγματοποίησε χάρη στην εξαγωγή ή στην αναχρησιμοποίηση.

94.      Aν ληφθεί ως αφετηρία ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει το άρθρο 7 της οδηγίας, ήτοι η προστασία των επενδύσεων, πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη οι επενδύσεις που πραγματοποίησε ο κατασκευαστής της βάσεως δεδομένων (41). Συγκεκριμένα, από την τεσσαρακοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη προκύπτει ότι η απαγόρευση των εξαγωγών και αναχρησιμοποιήσεων αποσκοπεί στο να μη θιγούν οι επενδύσεις (42).

95.      Οι πραγματοποιηθείσες επενδύσεις μπορούν κατά συνέπεια να αποτελέσουν στοιχεία για την εκτίμηση της αξίας του επίμαχου μέρους της βάσεως δεδομένων, ειδικότερα δε του κόστους κτήσεως (43).

96.      Ομοίως η οδηγία δεν ορίζει το όριο εκείθεν του οποίου μπορεί να γίνει λόγος για ουσιώδη χαρακτήρα. Η νομική επιστήμη θεωρεί σαφέστατα ότι βούληση του νομοθέτη υπήρξε να αφήσει στη νομολογία τη μέριμνα καθορισμού του ορίου αυτού (44).

97.      Ο ουσιώδης χαρακτήρας δεν μπορεί ωστόσο να εξαρτάται από τη σημασία της προκληθείσας ζημίας (45). Ο σχετικός υπαινιγμός που περιέχεται στο προοίμιο, στην τεσσαρακοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη in fine, δεν μπορεί να αρκεί για να καθοριστεί τόσο υψηλά το όριο από το οποίο εξαρτάται η προστασία. Εξάλλου, μπορεί να τεθεί το ερώτημα αν η «σημαντική προσβολή» μπορεί πράγματι να αποτελέσει κριτήριο για να καθοριστεί το τι είναι ουσιώδες, καθόσον η τεσσαρακοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη μπορεί επίσης να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μια «σημαντική προσβολή» αποτελεί πρόσθετη προϋπόθεση απαιτούμενη στην περίπτωση κατά την οποία έχει ήδη αποδειχθεί ότι πρόκειται για ουσιώδες μέρος μιας βάσεως δεδομένων. Ακόμη και οι συνέπειες των απαγορευομένων πράξεων, που μνημονεύονται στην έκτη αιτιολογική σκέψη, ήτοι οι σοβαρές οικονομικές και τεχνικές συνέπειες, δεν φαίνεται να δικαιολογούν μια υπερβολικά αυστηρή εκτίμηση από την άποψη της ζημίας. Οι δύο αιτιολογικές σκέψεις αποσκοπούν μάλλον στο να τονίσουν την ανάγκη, από οικονομικής απόψεως, της προστασίας των βάσεων δεδομένων.

98.      Όσον αφορά την αξιολόγηση του επίμαχου εν προκειμένω μέρους της βάσεως δεδομένων, είναι αναμφισβήτητο ότι οι πράξεις διενεργούνται κάθε βδομάδα. Πρέπει συνεπώς να τεθεί το ερώτημα αν, σε περίπτωση εκτιμήσεως με βάση τη σχετική προσέγγιση, τα επίμαχα μέρη πρέπει να αναχθούν στο σύνολο της βάσεως δεδομένων ή στο σύνολο της εν λόγω εβδομάδας. Τέλος, μπορεί να υποτεθεί ότι όλα τα μέρη για τα οποία πρόκειται κάθε βδομάδα συσσωρεύονται στο σύνολο της αθλητικής περιόδου και ότι το άθροισμα που λαμβάνεται έτσι πρέπει να συγκριθεί με το σύνολο της βάσεως δεδομένων.

99.      Κατά συνέπεια, μόνο μια σύγκριση στην ίδια διαχρονική βάση, τόσο για το επίμαχο μέρος όσο και για το σύνολο, αντιστοιχεί σε ερμηνεία σύμφωνη με τον σκοπό του sui generis δικαιώματος. Μια τέτοια σύγκριση μπορεί να πραγματοποιηθεί είτε ανά εβδομάδα είτε για το σύνολο της περιόδου. Αν πρόκειται για άνω του ημίσεος των αγώνων, μπορεί ασφαλώς να χαρακτηριστεί το επίμαχο μέρος ως ουσιώδες. Ωστόσο, ένα μέρος που αντιπροσωπεύει λιγότερο από το ήμισυ των αγώνων, αναγόμενο στο σύνολο, μπορεί να αρκεί αν η αναλογία είναι υψηλότερη σε ορισμένες κατηγορίες αγώνων, όπως για παράδειγμα στην «πρώτη κατηγορία».

100. Σε περίπτωση που η εκτίμηση γίνεται με βάση την απόλυτη αξία, τα μέρη για τα οποία πρόκειται αντιστοίχως πρέπει να προστίθενται έως ότου το άθροισμα φθάσει το όριο εκείθεν του οποίου τα επίμαχα μέρη καθίστανται ουσιώδη. Μπορεί συνεπώς να εκτιμηθεί από πότε και μετά τα επίμαχα μέρη μπορούν να χαρακτηριστούν ως ουσιώδη.

2.      2. Οι απαγορεύσεις που αφορούν το ουσιώδες μέρος του περιεχομένου μιας βάσεως δεδομένων (δεύτερο προδικαστικό ερώτημα)

101. Το δικαίωμα του κατασκευαστή να απαγορεύει ορισμένες πράξεις, το οποίο προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας, καθιστά δυνατή τη συναγωγή του συμπεράσματος ότι οι πράξεις αυτές, ήτοι η εξαγωγή και η αναχρησιμοποίηση, απαγορεύονται. Οι πράξεις αυτές χαρακτηρίζονται έτσι ως «χωρίς άδεια» σε μια σειρά αιτιολογικών σκέψεων (46).

102. Εν συνεχεία, πρέπει να ερμηνευθούν οι έννοιες της «εξαγωγής» και της «αναχρησιμοποίησης». Πρέπει προς τούτο να ερμηνευθούν οι αντίστοιχοι νομικοί ορισμοί που διαλαμβάνονται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας. Υπενθυμίζω, στο πλαίσιο αυτό, τον σκοπό της οδηγίας που συνίσταται στην καθιέρωση ενός νέου είδους δικαιώματος, πράγμα το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη ως κριτήριο κατά την ερμηνεία των δύο αυτών εννοιών.

103. Ο σκοπός ή η πρόθεση του χρήστη του περιεχομένου της βάσεως δεδομένων δεν έχει καμία επίπτωση όσον αφορά τις δύο αυτές απαγορευόμενες πράξεις. Δεν έχει συνεπώς σημασία αν η χρήση είναι αμιγώς εμπορική ή όχι. Μόνον τα χαρακτηριστικά που διαλαμβάνονται στους δύο νομικούς ορισμούς παραμένουν καθοριστικά.

104. Αντιθέτως προς όσα προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 5, τα δύο μέτρα απαγορεύσεως δεν περιορίζονται εδώ στις επαναλαμβανόμενες και συστηματικές πράξεις. Δεδομένου ότι οι παραγόμενες πράξεις πρέπει, σύμφωνα με την παράγραφο 1, να αφορούν ουσιώδη μέρη του περιεχομένου μιας βάσεως δεδομένων, ο κοινοτικός νομοθέτης τις εξαρτά από προϋποθέσεις που είναι λιγότερο αυστηρές απ’ ό,τι για τις πράξεις που αφορούν επουσιώδη μέρη και διαλαμβάνονται στην παράγραφο 5.

105. Συναφώς πρέπει να εφιστήσω την προσοχή σε μια πεπλανημένη ερμηνεία της οδηγίας (47). Στον βαθμό που ο νομικός ορισμός του άρθρου 7, παράγραφος 2, αφορά είτε το σύνολο είτε ένα ουσιώδες μέρος, ο ορισμός αυτός επαναλαμβάνει άσκοπα την προϋπόθεση αυτή που προβλέπεται ήδη στην παράγραφο 1. Ο νομικός ορισμός που διαλαμβάνεται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 5, καταλήγει μάλιστα σε μια αντίφαση. Συγκεκριμένα, η παράγραφος 5 απαγορεύει την εξαγωγή και την αναχρησιμοποίηση επουσιωδών μερών. Αν οι έννοιες της εξαγωγής και της αναχρησιμοποίησης ερμηνεύονταν με γνώμονα τον νομικό ορισμό του άρθρου 7, παράγραφος 2, τούτο θα είχε ως συνέπεια –παραδόξως– το άρθρο 7, παράγραφος 5, να απαγορεύει ορισμένες πράξεις επί επουσιωδών μερών μόνον αν αφορούν το σύνολο ή ουσιώδη μέρη.

106. Πολλοί από τους μετέχοντες στη διαδικασία τόνισαν επίσης την ανταγωνιστική πτυχή. Πρέπει να εξεταστεί η πτυχή αυτή λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η τελική μορφή της οδηγίας δεν περιέχει τη ρύθμιση που αρχικώς προέβλεπε η Επιτροπή σχετικά με τη χορήγηση υποχρεωτικών αδειών.

107. Οι αντίπαλοι μιας ευρείας προστασίας των κατασκευαστών βάσεων δεδομένων φοβούνται ότι η προστασία αυτή ενέχει τον κίνδυνο δημιουργίας μονοπωλίων, ειδικότερα στην περίπτωση δεδομένων στα οποία η πρόσβαση ήταν μέχρι σήμερα ελεύθερη· έτσι, ένας κατασκευαστής που διαθέτει δεσπόζουσα θέση θα μπορούσε να καταχραστεί τη θέση αυτή. Πρέπει να υπενθυμίσω συναφώς ότι η οδηγία δεν αποκλείει την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού του πρωτογενούς και του παραγώγου δικαίου. Οι αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορές των κατασκευαστών βάσεων δεδομένων εξακολουθούν να υπόκεινται στους κανόνες αυτούς. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει τόσο από την τεσσαρακοστή έβδομη αιτιολογική σκέψη όσο και από το άρθρο 16, παράγραφος 3, της οδηγίας, σύμφωνα με το οποίο η Επιτροπή εξετάζει αν η εφαρμογή του sui generis δικαιώματος επέφερε καταχρήσεις δεσπόζουσας θέσεως ή άλλες προσβολές του ελεύθερου ανταγωνισμού.

108. Το ζήτημα του νομικού καθεστώτος των ελευθέρως προσιτών δεδομένων εθίγη επίσης στην παρούσα διαδικασία. Οι κυβερνήσεις που μετέχουν στη διαδικασία φρονούν ακριβώς επί του θέματος αυτού ότι τα δημόσια δεδομένα δεν προστατεύονται από την οδηγία.

109. Πρέπει κατ’ αρχάς να τονιστεί επί του σημείου αυτού ότι η προστασία εφαρμόζεται αποκλειστικά στο περιεχόμενο των βάσεων δεδομένων και όχι στα δεδομένα. Ο κίνδυνος επεκτάσεως της προστασίας και στα στοιχεία που περιέχονται σε μια βάση δεδομένων μπορεί, αφενός, να αποσοβηθεί μέσω μιας περιοριστικής ερμηνείας της οδηγίας επί του σημείου αυτού, όπως προτείνω εν προκειμένω. Υφίσταται, αφετέρου, μια υποχρέωση εφαρμογής των εθνικών και κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού στις επιμέρους περιπτώσεις.

110. Όσον αφορά την προστασία των δεδομένων που απαρτίζουν το περιεχόμενο μιας βάσεως η οποία είναι άγνωστη στον χρήση των δεδομένων, πρέπει να τονιστεί ότι η οδηγία απαγορεύει μόνον ορισμένες πράξεις: την εξαγωγή και την αναχρησιμοποίηση.

111. Ναι μεν η προβλεπόμενη στην οδηγία απαγόρευση της εξαγωγής προϋποθέτει ότι η ύπαρξη της βάσεως δεδομένων είναι γνωστή, πλην όμως τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση της αναχρησιμοποιήσεως. Πρέπει συνεπώς να επανέλθω στην προβληματική αυτή κατά την εξέταση του ζητήματος της αναχρησιμοποιήσεως.

 Η έννοια της «εξαγωγής» κατά το άρθρο 7 της οδηγίας

112. Η έννοια της «εξαγωγής» κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας, πρέπει να ερμηνευθεί με βάση τον νομικό ορισμό που δίδει το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο α΄.

113. Το πρώτο στοιχείο είναι εκείνο της μεταφοράς του περιεχομένου μιας βάσεως δεδομένων σε άλλο υπόθεμα, ανεξαρτήτως του αν αυτό είναι μόνιμο ή προσωρινό. Από την έκφραση «με οποιοδήποτε μέσο ή υπό οποιαδήποτε μορφή» μπορεί να συναχθεί ότι ο κοινοτικός νομοθέτης δίδει ευρεία έννοια στον όρο «εξαγωγή».

114. Επομένως, αντικείμενο της ρυθμίσεως δεν είναι μόνον η μεταφορά σε άλλο υπόθεμα του ίδιου τύπου (48), αλλά και η μεταφορά σε υπόθεμα διαφορετικού τύπου (49). Επομένως, η απλή εκτύπωση του περιεχομένου εμπίπτει στην έννοια της «εξαγωγής».

115. Επιπλέον, η «εξαγωγή» δεν μπορεί ασφαλώς να εκληφθεί υπό την έννοια ότι, για να έχει εφαρμογή η απαγόρευση, τα εξαγόμενα στοιχεία παύουν πλέον να περιέχονται στη βάση δεδομένων. Εντούτοις, η «εξαγωγή» δεν μπορεί να ερμηνεύεται τόσο ευρέως ώστε να καλύπτει και την έμμεση μεταφορά. Αντιθέτως, η οδηγία απαιτεί την άμεση μεταφορά σε άλλο υπόθεμα. Σε αντίθεση με αυτό το οποίο συμβαίνει στην περίπτωση της «αναχρησιμοποιήσεως», δεν υφίσταται εν προκειμένω καμιά δημόσια χρησιμοποίηση. Αρκεί και η ιδιωτική μεταφορά.

116. Όσον αφορά το δεύτερο στοιχείο, δηλαδή το συγκεκριμένο αντικείμενο της βάσεως δεδομένων («το σύνολο ή ουσιώδες μέρος»), παραπέμπω στις παρατηρήσεις που ανέπτυξα σχετικά με τον ουσιώδη χαρακτήρα.

117. Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εφαρμόσει τα προεκτεθέντα κριτήρια στα πραγματικά περιστατικά της διαδικασίας της κύριας δίκης.

 Η έννοια της «αναχρησιμοποιήσεως» κατά το άρθρο 7 της οδηγίας

118. Από τον νομικό ορισμό που δίδει το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας προκύπτει ότι η αναχρησιμοποίηση αφορά ένα τρόπο με τον οποίο στοιχεία της βάσεως τίθενται στη διάθεση του κοινού.

119. Χρησιμοποιώντας ηθελημένα την έννοια της «αναχρησιμοποιήσεως» («Weiterverwendung») και όχι εκείνη της «επανεκμεταλλεύσεως» («Weiterverwertung») ο κοινοτικός νομοθέτης θέλησε να δηλώσει με σαφήνεια ότι η προστασία πρέπει να αφορά και πράξεις που δεν συνιστούν εμπορική χρησιμοποίηση.

120. Οι τρόποι αναχρησιμοποιήσεως οι οποίοι απαριθμούνται στο πλαίσιο του νομικού ορισμού, όπως είναι η «διανομή αντιγράφων», η «εκμίσθωση» και η «μετάδοση με άμεση επικοινωνία», πρέπει να θεωρηθούν ως μια ενδεικτική απαρίθμηση, όπως το δείχνει η προσθήκη της εκφράσεως «με άλλες μορφές».

121. Σε περίπτωση αμφιβολίας, η έννοια της «διαθέσεως στο κοινό» πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως (50), πράγμα το οποίο υπονοεί η προσθήκη της εκφράσεως «πάσης μορφής» στο άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο β΄. Αντιθέτως, απλές ιδέες (51) ή η αναζήτηση πληροφοριών αυτών καθαυτών σε βάση δεδομένων (52) δεν καλύπτονται από την ως άνω έννοια.

122. Ορισμένοι διάδικοι υποστήριξαν ότι τα σχετικά δεδομένα είναι γνωστά στο κοινό. Η εξακρίβωση του αν συμβαίνει κάτι τέτοιο στη συγκεκριμένη υπόθεση εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο.

123. Όπως και αν έχουν τα πράγματα, έστω και αν το εθνικό δικαστήριο συναγάγει ότι πρόκειται για γνωστά στο κοινό δεδομένα, τούτο δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να υφίσταται παρ’ όλ’ αυτά προστασία των μερών της βάσεως δεδομένων τα οποία περιλαμβάνουν δημοσίως γνωστά στοιχεία.

124. Πράγματι, το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας περιλαμβάνει και έναν κανόνα σχετικά με την ανάλωση του δικαιώματος. Η εν λόγω ανάλωση του δικαιώματος επέρχεται μόνον υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Μία από τις προϋποθέσεις αυτές είναι η «πρώτη πώληση αντιγράφου». Εξ αυτού μπορεί να συναχθεί ότι το δικαίωμα μπορεί να αναλώνεται μόνο στο πλαίσιο τέτοιων συγκεκριμένων περιστάσεων. Σε περίπτωση αναχρησιμοποιήσεως με τρόπο διαφορετικό από τη μεσολάβηση αντιγράφου, δεν υφίσταται ανάλωση. Η τεσσαρακοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας το προσδιορίζει εξίσου ρητά όσον αφορά τη μετάδοση με άμεση επικοινωνία. Επομένως, η sui generis προστασία δεν παρέχεται μόνον προκειμένου περί της πρώτης «διαθέσεως στο κοινό».

125. Δεδομένου ότι η οδηγία δεν κάνει λόγο για τον αριθμό των πράξεων που μπορούν να πραγματοποιούνται μετά την πρώτη «διάθεση στο κοινό», ο αριθμός αυτός δεν μπορεί να έχει καμία σημασία. Έτσι, αν η σχετική πράξη αφορά ουσιώδες τμήμα του περιεχομένου μιας βάσεως δεδομένων, η σχετική προστασία υφίσταται αν τα δεδομένα λαμβάνονται από αυτοτελή πηγή, όπως για παράδειγμα ο γραπτός Τύπος ή το Διαδίκτυο, και όχι από την ίδια βάση δεδομένων. Σε αντίθεση με την εξαγωγή, η «αναχρησιμοποίηση» καλύπτει, μεταξύ άλλων, και τους έμμεσους τρόπους κτήσεως του περιεχομένου μιας βάσεως δεδομένων. Συνεπώς, η έννοια της «μεταδόσεως» πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως (53).

126. Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εφαρμόσει τα εν λόγω κριτήρια στη συγκεκριμένη υπόθεση της κύριας δίκης.

127. Πρέπει να τονισθεί, σε συμπλήρωση των προδικαστικών ερωτημάτων, ότι στην περίπτωση κατά την οποία δεν πρόκειται για ουσιώδη μέρη, θα πρέπει να εξετασθεί αν υφίσταται επαναλαμβανόμενη και συστηματική εξαγωγή και/ή αναχρησιμοποίηση μη ουσιωδών μερών (βλ. συναφώς τις αντίστοιχες αναλύσεις στις προτάσεις μου στις υποθέσεις C-203/02, C-338/02 και C-444/02).

VII – Πρόταση

128. Προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα ως εξής:

«1)      Η προβλεπόμενη στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/9/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Mαρτίου 1996, σχετικά με τη νομική προστασία των βάσεων δεδομένων προϋπόθεση ότι οι επενδύσεις πρέπει να αφορούν τη δημιουργία της βάσεως δεδομένων, έχει την έννοια ότι η απόκτηση και οι σχετικές με την απόκτηση αυτή επενδύσεις περιλαμβάνουν, στην υπό κρίση υπόθεση, επενδύσεις οι οποίες αφορούν τον καθορισμό των ημερομηνιών των αγώνων και των ζευγών των αντιπάλων ομάδων και η κατάρτιση των προγραμμάτων των αγώνων ποδοσφαίρου περιλαμβάνει και επενδύσεις, οι οποίες δεν λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί αν πληρούνται τα κριτήρια προστασίας της βάσεως δεδομένων.

2)      Η προβλεπόμενη στην οδηγία προστασία κατά της εξαγωγής και της αναχρησιμοποιήσεως έχει την έννοια ότι τρίτοι, εκτός του καταρτίσαντος το πρόγραμμα των αγώνων, δεν μπορούν να χρησιμοποιούν χωρίς την άδειά του τα στοιχεία που περιέχει το πρόγραμμα αυτό με σκοπό τη διοργάνωση στοιχημάτων και την άσκηση άλλων εμπορικής φύσεως δραστηριοτήτων.

3)      Θίγεται ένα ουσιώδες από ποιοτική ή/και από ποσοτική άποψη μέρος της βάσεως δεδομένων υπό την έννοια της οδηγίας όταν τα σχετικά με το πρόγραμμα διεξαγωγής των αγώνων στοιχεία, τα οποία περιλαμβάνονται στα δελτία που δημοσιεύονται κάθε εβδομάδα, χρησιμεύουν κάθε φορά για μία μόνον εβδομάδα και τα σχετικά με τους αγώνες στοιχεία αντλούνται και εξακριβώνονται από άλλες πηγές και όχι από τον δημιουργό της βάσεως δεδομένων, τούτο δε συνεχώς καθ’ όλη την αγωνιστική περίοδο.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2  – Πρόκειται για τις εκκρεμούσες επίσης ενώπιον του Δικαστηρίου υποθέσεις C-203/02 και C-338/02 και C-444/02, οι προτάσεις μου επί των οποίων θα αναπτυχθούν σήμερα (αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 2004, Συλλογή 2004, σ. Ι-10415, σ. Ι-10497 και σ. Ι-10549).


3  – ΕΕ L 77, σ. 20.


4  – Απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, C‑207/01, Altair Chimica SpA/ENEL Distribuzione (Συλλογή 2003, σ. I‑8875, σκέψη 25)· διατάξεις της 30ής Aπριλίου 1998, C‑128/97 και C‑137/97, Testa και Modesti (Συλλογή 1998, σ. I‑2181, σκέψη 6), και της 11ης Mαΐου 1999, C‑325/98, Anssens (Συλλογή 1999, σ. I‑2969, σκέψη 8).


5  – Αποφάσεις της 15ης Νοεμβρίου 1979, 36/79, Denkavit (Συλλογή τόμος 1979/II, σ. 667, σκέψη 12· της 5ης Οκτωβρίου 1999, C-175/98 και C-177/98, Lirussi και Bizzaro (Συλλογή 1999, σ. I–6881, σκέψη 37)· της 22ας Ιουνίου 2000, C-318/98, Fornasar (Συλλογή 2000, σ. I–4785, σκέψη 31)· και της 16ης Οκτωβρίου 2003, C-421/01, Traunfellner (Συλλογή 2003, σ. Ι-11941, σκέψεις 21 επ.).


6  – Βλ. την απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2003, C-448/01, EVN (Συλλογή 2003, σ. Ι-14527, σκέψη 59).


7  – EE 1994, L 336, σ. 214.


8  – Jens-Lienhard Gaster, Der Rechtsschutz von Datenbanken, 1999, παράγραφοι 58 επ.


9  – Josef Krähn, Der Rechtsschutz von elektronischen Datenbanken, unter besonderer Berücksichtigung des sui-generis-Rechts, 2001, σ. 7.


10  – Matthias Leistner, «The Legal Protection of Telephone Directories Relating to the New Database Maker's Right», International Review of Industrial Property and Copyright Law 2000, σ. 950 (956).


11  – Simon Chalton, «The Copyright and Rights in Databases Regulations 1997: Some Outstanding Issues on Implementation of the Database Directive», E.I.P.R. 1998, σ. 178 (179).


12  – Matthias Leistner, Der Rechtsschutz von Datenbanken im deutschen und europäischen Recht, 2000, σ. 53 επ.


13  – Silke von Lewinski, στο: Michel M. Walter (Hrsg.), Europäisches Urheberrecht, 2001, παράγραφος 20 σχετικά με το άρθρο 1 της οδηγίας περί βάσεων δεδομένων.


14  – Herman M. H. Speyart, «De databank-richtlijn en haar gevolgen voor Nederland», Informatierecht – AMI 1996, σ. 151 (155).


15  – Von Lewinski (όπ.π., υποσημείωση 13), παράγραφος 6 σχετικά με το άρθρο 1.


16  – Malte Grützmacher, Urheber-, Leistungs- und Sui-generis-Schutz von Datenbanken, 1999, σ. 329· Γεώργιος Koυμάντος, «Les bases de données dans la directive communautaire», Revue internationale du droit d’auteur 1997, σ. 79 (117). Ορισμένοι συγγραφείς φρονούν αντιθέτως ότι η προστασία καλύπτει και τις επενδύσεις (βλ. π.χ. von Lewinski όπ.π., υποσημείωση 13, παράγραφος 3, σχετικά με το άρθρο 7, και τους συγγραφείς που παραθέτει ο Grützmacher στη σ. 329, υποσημείωση 14).


17  – Κοινή θέση (ΕΚ) 20/95, που θεσπίστηκε από το Συμβούλιο στις 10 Ιουλίου 1995, παράγραφος 14.


18  – Von Lewinski (όπ.π., υποσημείωση 13), παράγραφος 9 σχετικά με το άρθρο 7.


19  – Koυμάντος (όπ.π., υποσημείωση 16), σ. 119.


20  – Von Lewinski (όπ.π., υποσημείωση 13), παράγραφος 11 σχετικά με το άρθρο 7.


21  – Krähn (όπ.π., υποσημείωση 9), σ. 138 επ.· Leistner (όπ.π., υποσημείωση 10), σ. 958.


22  – Gunnar W. G. Karnell, «The European Sui Generis Protection of Data Bases», Journal of the Copyright Society of the USA, 2002, σ. 994.


23  – J. van Manen, «Substantial investments», στο: Allied and in friendship: for Teartse Schaper, 2002, σ. 123 (125).


24  – Βλ. συναφώς P. Bernt Hugenholtz, «De spin-off theorie uitgesponnen», Tijdschrift voor auteurs-, media- & informatierecht 2002, σ. 161 επ.


25  – Giovanni Guglielmetti, «La tutela delle banche dati con diritto sui generis nella direttiva 96/9/CE», Contratto e impresa. Europa, 1997, σ. 177 (184).


26  – Andrea Etienne Calame, Der rechtliche Schutz von Datenbanken unter besonderer Berücksichtigung des Rechts der Europäischen Gemeinschaften, 2002, σ. 115, υποσημείωση 554.


27  – Grützmacher (όπ.π., υποσημείωση 16), σ. 330 επ.· Leistner (όπ.π., υποσημείωση 12), σ. 152.


28  – Leistner (όπ.π., υποσημείωση 12), σ. 152.


29  – Guglielmetti (όπ.π., υποσημείωση 25), σ. 184· Karnell (όπ.π., υποσημείωση 22), σ. 993.


30  – Βλ. υπέρ των υποστηριχθεισών απόψεων Hugenholtz (όπ.π., υποσημείωση 24), σ. 161 (164, υποσημείωση 19).


31  – Von Lewinski (όπ.π., υποσημείωση 13), παράγραφος 5 σχετικά με το άρθρο 7.


32  – Calame (όπ.π., υποσημείωση 26), σ. 116.


33  – Κοινή θέση (ΕΚ) 20/95 (όπ.π., υποσημείωση 17), παράγραφος 14.


34  – Gaster (όπ.π., υποσημείωση 8), παράγραφος 492.


35  – Oliver Hornung, Die EU-Datenbank-Richtlinie und ihre Umsetzung in das deutsche Recht, 1998, σ. 116 επ.·Leistner (όπ.π., υποσημείωση 12), σ. 180· von Lewinski (όπ.π., υποσημείωση 13), παράγραφος 16 σχετικά με το άρθρο 7.


36  – Κοινή θέση (ΕΚ) 20/95 (όπ.π., υποσημείωση 17), παράγραφος 14.


37  – Βλ., αντί πολλών, von Lewinski (όπ.π., υποσημείωση 13), παράγραφος 15 σχετικά με το άρθρο 7.


38  – Grützmacher (όπ.π., υποσημείωση 16), σ. 340.


39  – Gaster (όπ.π., υποσημείωση 8) παράγραφος 495· Grützmacher (όπ.π., υποσημείωση 16), σ. 340· von Lewinski (όπ.π., υποσημείωση 13) παράγραφος 15 σχετικά με το άρθρο 7.


40  – Krähn (όπ.π., υποσημείωση 9), σ. 162.


41  – Πρβλ. Guglielmetti (όπ.π., υποσημείωση 25), σ. 186· Krähn (όπ.π., υποσημείωση 9), σ. 161· Leistner (όπ.π., υποσημείωση 12), σ. 172.


42  – Σύμφωνα με μια άποψη, η αφηρημένη ιδιοποίηση θα αρκούσε για να προκαλέσει τη ζημία: βλ. Leistner (όπ.π., υποσημείωση 12), σ. 173· σύγκρ. με Speyart (όπ.π., υποσημείωση 14), σ. 171 (174).


43  – Carine Doutrelepont, «Le nouveau droit exclusif du producteur de bases de données consacré par la directive européenne 96/6/CE du 11 mars 1996: un droit sur l'information?», στο: Mélanges en hommage à Michel Waelbroeck, 1999, σ. 903 (913).


44  – Doutrelepont (όπ.π., υποσημείωση 43), σ. 913· Gaster (όπ.π., υποσημείωση 8), παράγραφος 496· Leistner (όπ.π., υποσημείωση 12), σ. 171· von Lewinski (όπ.π., υποσημείωση 13), παράγραφος 15 σχετικά με το άρθρο 7.


45  – Βλ. ωστόσο υπό αντίθετη έννοια Karnell (όπ.π., υποσημείωση 22), σ. 1000· Krähn (όπ.π., υποσημείωση 9), σ. 163.


46  – Βλ., για παράδειγμα, την όγδοη, τεσσαρακοστή πρώτη, τεσσαρακοστή δεύτερη, τεσσαρακοστή πέμπτη και τεσσαρακοστή έκτη αιτιολογική σκέψη.


47  – Βλ. Koυμάντος (όπ.π., υποσημείωση 16), σ. 121.


48  – Von Lewinski (όπ.π., υποσημείωση 13), παράγραφος 19 σχετικά με το άρθρο 7.


49  – Gaster (όπ.π., υποσημείωση 8), παράγραφος 512.


50  – Von Lewinski (όπ.π., υποσημείωση 13), παράγραφος 27 σχετικά με το άρθρο 7.


51  – Von Lewinski (όπ.π., υποσημείωση 13), παράγραφος 31 σχετικά με το άρθρο 7.


52  – Grützmacher (όπ.π., υποσημείωση 16), σ. 336.


53  – Von Lewinski (όπ.π., υποσημείωση 13), παράγραφος 38 σχετικά με το άρθρο 7.

Top