Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62001CO0404

    Διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 2001.
    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Euroalliages και λοιπών.
    Αίτηση αναιρέσεως - Διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου στο πλαίσιο διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων - Ντάμπινγκ - Απόφαση περατώνουσα επανεξέταση μέτρων των οποίων επέκειτο η λήξη - Επείγον - Χρηματική ζημία - Αβεβαιότητα ως προς τη μεταγενέστερη αποκατάστασή της στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως.
    Υπόθεση C-404/01 P (R).

    Συλλογή της Νομολογίας 2001 I-10367

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2001:710

    62001O0404

    Διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 2001. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Euroalliages και λοιπών. - Αίτηση αναιρέσεως - Διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου στο πλαίσιο διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων - Ντάμπινγκ - Απόφαση περατώνουσα επανεξέταση μέτρων των οποίων επέκειτο η λήξη - Επείγον - Χρηματική ζημία - Αβεβαιότητα ως προς τη μεταγενέστερη αποκατάστασή της στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως. - Υπόθεση C-404/01 P (R).

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2001 σελίδα I-10367


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    1. Αναίρεση - Λόγοι - Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών - Aπαράδεκτο - _Ελεγχος από το Δικαστήριο της εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων - Αποκλείεται, με εξαίρεση την περίπτωση αλλοιώσεως στοιχείων

    (Άρθρο 225 ΕΚ· Οργανισμός ΕΚ του Δικαστηρίου, άρθρο 51)

    2. Ασφαλιστικά μέτρα - Αναστολή εκτελέσεως - ροσωρινά μέτρα - ροϋποθέσεις χορηγήσεως - Σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία - Βάρος αποδείξεως

    (Άρθρα 242 ΕΚ και 243 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου άρθρο 83 § 2)

    3. Ασφαλιστικά μέτρα - Αναστολή εκτελέσεως - ροσωρινά μέτρα - ροσωρινά μέτρα συνδεόμενα με απόφαση της Επιτροπής περί περατώσεως διαδικασίας επανεξετάσεως μέτρων αντιντάμπινγκ των οποίων επέκειτο η λήξη - ροϋποθέσεις χορηγήσεως - Συγκεκριμένη ζημία

    (Άρθρα 242 ΕΚ και 243 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 83 § 2)

    4. Ασφαλιστικά μέτρα - Αναστολή εκτελέσεως - ροσωρινά μέτρα - ροϋποθέσεις χορηγήσεως - Σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία - Ανεπανόρθωτος χαρακτήρας της ζημίας - Εκτίμηση με βάση μόνο την αβεβαιότητα σχετικά με την αποκατάσταση χρηματικής ζημίας στο πλαίσιο ενδεχόμενης αγωγής αποζημιώσεως - Δεν επιτρέπεται

    (Άρθρα 242 ΕΚ και 243 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 83 § 2)

    Περίληψη


    1. Το ρωτοδικείο είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα υποβληθέντα σ' αυτό στοιχεία της δικογραφίας, και, αφετέρου, για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών. Επομένως, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως αλλοιώσεως των προσκομισθέντων στοιχείων, δεν αποτελεί νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως εκ της φύσεώς του, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου.

    ( βλ. σκέψη 57 )

    2. Σκοπός της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων είναι η εξασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της μελλοντικής οριστικής αποφάσεως, προκειμένου να αποφεύγονται τα κενά στη δικαστική προστασία που διασφαλίζει το Δικαστήριο. ρος επίτευξη του σκοπού αυτού το επείγον πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την ανάγκη που υπάρχει για την έκδοση προσωρινής αποφάσεως προκειμένου να αποφευχθεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία σε βάρος του αιτούντος την προσωρινή προστασία. Στον διάδικο που προβάλλει τον κίνδυνο σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας εναπόκειται να αποδείξει την ύπαρξη του κίνδύνου αυτού. Μολονότι δεν απαιτείται συναφώς απόλυτη βεβαιότητα ως προς την επέλευση της ζημίας και αρκεί η σοβαρή πιθανότητα επελεύσεώς της, εντούτοις ο αιτών υποχρεούται να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το ενδεχόμενο μιας τέτοιας ζημίας.

    ( βλ. σκέψεις 61-63 )

    3. Όταν μια απόφαση περί περατώσεως επανεξετάσεως μέτρων αντιντάμπινγκ των οποίων η ισχύς λήγει λαμβάνεται με την αιτιολογία ότι η διατήρηση των μέτρων αυτών δεν είναι προς το συμφέρον της Κοινότητας, η εξ αυτού απορρέουσα ζημία για την κοινοτική βιομηχανία συνιστά ένα συμφυές προς τη φύση μιας τέτοιας αποφάσεως αποτέλεσμα. Όμως, προκειμένου να ανασταλεί η επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ προς αποφυγή της προκλήσεως σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας στον διάδικο που ζητεί την αναστολή, ο διάδικος αυτός δεν αρκεί απλώς να επικαλείται τα συμφυή με τη θέσπιση ενός τέτοιου δασμού αποτελέσματα, αλλά πρέπει να προβάλλει ζημία η οποία να αφορά ειδικώς τον ίδιο. Οι ίδιες αρχές πρέπει να ισχύουν και στην αντίθετη περίπτωση, δηλαδή όταν, στο πλαίσιο προσφυγής κατά αποφάσεως των κοινοτικών οργάνων να μην επιβάλουν δασμό αντιντάμπινγκ, κοινοτικές επιχειρήσεις επιδιώκουν να αποδείξουν την ύπαρξη επείγοντος όσον αφορά τη λήψη προσωρινών μέτρων.

    ( βλ. σκέψεις 66-67 )

    4. Επ' αυτού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αβεβαιότητα που συνδέεται με την αποκατάσταση χρηματικής ζημίας στο πλαίσιο ενδεχόμενης αγωγής αποζημιώσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί, αυτή καθαυτή, ως περίσταση ικανή να αποδείξει τον ανεπανόρθωτο χαρακτήρα της ζημίας αυτής. ράγματι, στο στάδιο των ασφαλιστικών μέτρων, η δυνατότητα του ενδιαφερομένου να επιτύχει αργότερα αποκατάσταση της χρηματικής ζημίας, στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως η οποία θα μπορούσε να ασκηθεί κατόπιν ενδεχόμενης ακυρώσεως της προσβαλλόμενης πράξεως, είναι ασφαλώς αβέβαιη. Όμως, η διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων δεν έχει ως σκοπό να υποκαταστήσει μια τέτοια αγωγή αποζημιώσεως προς εξάλειψη της αβεβαιότητας αυτής. Ο σκοπός της είναι μόνον η εξασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της μελλοντικής οριστικής αποφάσεως στην κύρια δίκη, με την οποία συνδέεται η διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων.

    ( βλ. σκέψεις 71-73 )

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-404/01 P(R),

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους V. Kreuschitz και S. Meany, επικουρουμένους από τον A. P. Bentley, barrister, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    αναιρεσείουσα,

    υποστηριζόμενη από τις εταιρίες

    TNC Kazchrome, με έδρα την Almaty (Καζακστάν),

    και

    Alloy 2000 SA, με έδρα το Λουξεμβούργο (Λουξεμβούργο),

    εκπροσωπούμενες από τους J. E. Flynn, barrister, J. Magnin και S. Mills, solicitors,

    παρεμβαίνουσες κατ' αναίρεση,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως κατά της διατάξεως που εξέδωσε την 1η Αυγούστου 2001 ο ρόεδρος του ρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση T-132/01 R, Euroalliages κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. ΙΙ-2307), και με την οποία ζητείται η εξαφάνιση της αποφάσεως αυτής,

    όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι εταιρίες

    Euroalliages, με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο),

    Péchiney électrométallurgie, με έδρα το Courbevoie (Γαλλία),

    Vargön Alloys AB, με έδρα το Vargön (Σουηδία),

    και

    Ferroatlántica SL, με έδρα τη Μαδρίτη (Ισπανία),

    εκπροσωπούμενες από τους D. Voillemot και O. Prost, avocats,

    προσφεύγουσες πρωτοδίκως,

    υποστηριζόμενες από το

    Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από τη L. Fraguas Gadea, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    παρεμβαίνον κατ' αναίρεση,

    Ο ΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα F. G. Jacobs,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Διάταξη

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του ρωτοδικείου στις 11 Οκτωβρίου 2001 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε αναίρεση, σύμφωνα με τα άρθρα 225 ΕΚ και 50, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, κατά της διατάξεως του ροέδρου του ρωτοδικείου της 1ης Αυγούστου 2001 στην υπόθεση T-132/01 R, Euroalliages κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. ΙΙ-2307, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη), με την οποία αυτός διέταξε όπως οι εισαγωγές σιδηροπυριτίου καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Καζακστάν, Ρωσίας και Ουκρανίας υποβάλλονται σε καταχώρηση χωρίς υποχρέωση συστάσεως εγγυήσεων εκ μέρους των εισαγωγέων.

    2 Με υπόμνημα που κατέθεσαν στη Γραμματεία στις 15 Νοεμβρίου 2001, οι εταιρίες Euroalliages, Péchiney électrométallurgie, Vargön Alloys AB και Ferroatlántica SL (στο εξής: Euroalliages κ.λπ.) υπέβαλαν τις γραπτές παρατηρήσεις τους ενώπιον του ρωτοδικείου.

    3 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 19 Οκτωβρίου 2001, το Βασίλειο της Ισπανίας ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία υπέρ των Euroaliages κ.λπ.

    4 Κατ' εφαρμογήν των άρθρων 37, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, και 93, παράγραφοι 1 και 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, του επετράπη να παρέμβει.

    5 Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 6 Νοεμβρίου 2001, οι εταιρίες TNC Kazchrome (στο εξής: Kazchrome) και Alloy 2000 SA (στο εξής: Alloy 2000) ζήτησαν να παρέμβουν στην παρούσα διαδικασία υπέρ της Επιτροπής.

    6 Δεδομένου ότι από τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι Kazchrome και Alloy 2000 υπέρ της αιτήσεως παρεμβάσεώς τους προκύπτει εκ πρώτης όψεως έννομο συμφέρον για την επίλυση της διαφοράς της παρούσας διαδικασίας αναιρέσεως, επετράπη στις ως άνω εταιρίες να παρέμβουν, πράγμα το οποίο τους ανακοινώθηκε από τη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 12 Νοεμβρίου 2001.

    7 Το Βασίλειο της Ισπανίας, καθώς και οι Kazchromne και Alloy 2000 υπέβαλαν τις γραπτές παρατηρήσεις τους στις 15 Νοεμβρίου 2001.

    8 Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

    - να εξαφανίσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη·

    - να απορρίψει την αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων που υπέβαλαν οι Euroalliages κ.λπ. στην υπόθεση Τ-132/01 R και

    - να καταδικάσει τις Euroalliages κ.λπ. στα δικαστικά έξοδα της παρούσας αιτήσεως αναιρέσεως, καθώς και της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων και του αιτήματος μεταρρυθμίσεως της εν λόγω διατάξεως.

    9 Οι Kazchrome και Alloy 2000 ζητούν από το Δικαστήριο:

    - να εξαφανίσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη·

    - να απορρίψει την αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων που υπέβαλαν οι Euroalliages κ.λπ. και

    - να καταδικάσει τις Euroalliages κ.λπ. στα δικαστικά έξοδα της παρεμβάσεως των Kazchrome και Alloy 2000.

    10 Οι Euroalliages κ.λπ. ζητούν από το ρωτοδικείο:

    - να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως,

    - εν πάση περιπτώσει, να κάνει δεκτά τα υποβληθέντα ενώπιον του ρωτοδικείου αιτήματά τους,

    - να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της παρούσας αιτήσεως αναιρέσεως, καθώς και των διαδικασιών ασφαλιστικών μέτρων στο πλαίσιο της υποθέσεως T-132/01 R.

    11 Το Βασίλειο της Ισπανίας ζητεί από το Δικαστήριο:

    - να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη, επικουρικώς ως αβάσιμη,

    - να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    12 Δεδομένου ότι στις γραπτές παρατηρήσεις των διαδίκων περιλαμβάνονται όλες οι αναγκαίες πληροφορίες προς εκδίκαση της παρούσας αιτήσεως αναιρέσεως, παρέλκει να αναπτύξουν οι διάδικοι τις προφορικές τους παρατηρήσεις.

    Το νομικό πλαίσιο

    13 Το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 1996 L 56, σ. 1, στο εξής: βασικός κανονισμός), το οποίο τιτλοφορείται «Διάρκεια ισχύος, επανεξέταση και επιστροφές», ορίζει, στην παράγραφο 2, πρώτο εδάφιο, τα εξής:

    «Κάθε οριστικό μέτρο αντιντάμπινγκ παύει να ισχύει πέντε έτη από την επιβολή του ή από την ημερομηνία ολοκλήρωσης της πλέον πρόσφατης διαδικασίας επανεξέτασης η οποία κάλυψε τόσο το ντάμπινγκ, όσο και τη ζημία, εκτός αν η επανεξέταση οδήγησε στο συμπέρασμα ότι τυχόν λήξη της ισχύος του μέτρου είναι πιθανόν να οδηγήσει στη συνέχιση ή στην επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας. Κάθε επανεξέταση ενόψει της λήξης της ισχύος ενός μέτρου αρχίζει με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή μετά από αίτηση που υποβάλλεται εκ μέρους ή για λογαριασμό των κοινοτικών παραγωγών, ενώ το μέτρο παραμένει σε ισχύ μέχρι να ολοκληρωθεί η επανεξέταση.»

    14 Το άρθρο 21 του ίδιου κανονισμού, με τίτλο «Συμφέρον της Κοινότητας», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:

    «Κάθε συμπέρασμα σχετικά με το κατά πόσον το συμφέρον της Κοινότητας επιβάλλει παρέμβαση πρέπει να βασίζεται σε συνολική εκτίμηση όλων των ποικίλων συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένων των συμφερόντων της εγχώριας βιομηχανίας, των χρηστών και των καταναλωτών· η διατύπωση οποιουδήποτε συμπεράσματος βάσει του παρόντος άρθρου είναι δυνατή μόνον εφόσον έχει παρασχεθεί σε όλα τα μέρη η δυνατότητα να γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους, όπως προβλέπει η παράγραφος 2. Κατά την παραπάνω εξέταση, αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία στην ανάγκη εξάλειψης των φαινομένων νόθευσης των συναλλαγών που προκαλούν οι επιζήμιες πρακτικές ντάμπινγκ και αποκατάστασης γνήσιου ανταγωνισμού. Τα μέτρα που έχουν προσδιορισθεί με βάση τις διαπιστώσεις για το ντάμπινγκ και τη ζημία είναι δυνατό να μην επιβάλλονται, σε περίπτωση που οι αρχές, με βάση όλες τις προσκομισθείσες πληροφορίες, καταλήγουν με ασφάλεια στο συμπέρασμα ότι η επιβολή των εν λόγω μέτρων δεν εξυπηρετεί το συμφέρον της Κοινότητας.»

    Τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία

    15 Από την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη προκύπτει ότι θεσπίστηκαν οριστικά μέτρα αντιντάμπινγκ επί των εισαγωγών σιδηροπυριτίου καταγωγής διαφόρων χωρών, αφενός, με τον κανονισμό (ΕΚ) 3359/93 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1993, περί τροποποίησης των μέτρων αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές σιδηροπυριτίου καταγωγής Ρωσίας, Καζακστάν, Ουκρανίας, Ισλανδίας Νορβηγίας, Σουηδίας, Βενεζουέλας και Βραζιλίας (ΕΕ L 302, σ. 1), και, αφετέρου, με τον κανονισμό (ΕΚ) 621/94 του Συμβουλίου, της 17ης Μαρτίου 1994, περί επιβολής οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές σιδηροπυριτίου, καταγωγής Νότιας Αφρικής και Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ L 77, σ. 48).

    16 Κατόπιν της εκ μέρους της Επιτροπής δημοσιεύσεως ανακοινώσεως περί επικείμενης λήξεως ορισμένων μέτρων αντιντάμπινγκ, η Euroalliages, επιτροπή συντονισμού των βιομηχανιών παραγωγής κραμάτων σιδήρου, υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, αίτηση επανεξετάσεως των μέτρων σχετικά με τις εισαγωγές από τη Βραζιλία, την Κίνα, το Καζακστάν, τη Ρωσία, την Ουκρανία και τη Βενεζουέλα, των οποίων η ισχύς επρόκειτο να λήξει. Τότε η Επιτροπή δημοσίευσε ανακοίνωση περί κινήσεως μιας τέτοιας διαδικασίας στην Επίσημη εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 1998, C 382, σ. 9) και άρχισε σχετική έρευνα.

    17 Στις 21 Φεβρουαρίου 2001 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2001/230/ΕΚ, για την περάτωση της διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές σιδηροπυριτίου καταγωγής Βραζιλίας, Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Καζακστάν, Ρωσίας, Ουκρανίας και Βενεζουέλας (EE L 84, σ. 36, στο εξής: επίδικη απόφαση).

    18 Η επίδικη απόφαση αναφέρει ότι η διενεργηθείσα επανεξέταση οδήγησε την Επιτροπή να συμπεράνει ότι, προκειμένου περί των εισαγωγών σιδηροπυριτίου προελεύσεως Κίνας, Καζακστάν, Ρωσίας και Ουκρανίας, η λήξη των μέτρων θα ευνοούσε τη συνέχιση ή την επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας. Το σημείο 129 των αιτιολογικών σκέψεων της αποφάσεως αυτής ορίζει τα εξής:

    «Υπό το φως των πορισμάτων για την πιθανότητα συνέχισης και επανάληψης της πρακτικής ντάμπινγκ, και των συμπερασμάτων ότι οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, καταγωγής Κίνας, Καζακστάν, Ρωσίας [και Ουκρανίας] πρέπει να αυξηθούν σημαντικά εάν καταργηθούν τα μέτρα, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής θα επιδεινωθεί. αρόλο που είναι δύσκολο να εκτιμηθεί η έκταση αυτής της επιδείνωσης, λαμβανομένων υπόψη των τάσεων προς μείωση των τιμών και της αποδοτικότητας του εν λόγω κλάδου παραγωγής, είναι ωστόσο πιθανόν να επαναληφθεί η ζημία. Όσον αφορά τη Βενεζουέλα, αν καταργηθούν τα μέτρα, δεν είναι πιθανόν να έχει αυτή η κατάργηση σημαντικά επιζήμια αποτελέσματα.»

    19 Η Επιτροπή εξέτασε στη συνέχεια αν η διατήρηση των μέτρων αντιντάμπινγκ ήταν προς το γενικό συμφέρον της Κοινότητας. Στο πλαίσιο της εν λόγω εκτιμήσεως έλαβε υπόψη διάφορα στοιχεία, ήτοι, πρώτον, το γεγονός ότι η κοινοτική βιομηχανία δεν ήταν σε θέση να επωφεληθεί αρκετά από τα ισχύοντα από το 1987 μέτρα ούτε μπόρεσε να επωφεληθεί, όσον αφορά το σχετικό μερίδιο της αγοράς, από την παύση των δραστηριοτήτων παλαιών κοινοτικών παραγωγών (αιτιολογική σκέψη 151 της επίδικης αποφάσεως) και, δεύτερον, το γεγονός ότι οι κοινοτικοί παραγωγοί χάλυβα αναγκάστηκαν να φέρουν τα πρόσθετα έξοδα που προέκυπταν από τα μέτρα αντιντάμπινγκ κατά την περίοδο εφαρμογής τους (αιτιολογική σκέψη 152 της επίδικης αποφάσεως).

    20 Με τις αιτιολογικές σκέψεις 153 και 154 της επίδικης αποφάσεως η Επιτροπή κατέληξε ως εξής:

    «(153) Συνεπώς, παρόλο που η ακριβής επίπτωση της λήξεως των μέτρων για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής δεν είναι σαφής, και παρόλο που η προηγούμενη πείρα δείχνει ότι δεν υπάρχει εγγύηση ότι η διατήρηση των μέτρων θα αποφέρει σημαντικά οφέλη στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, είναι σαφές ότι η βιομηχανία χάλυβα έχει υποστεί μακροπρόθεσμες συσσωρευμένες αρνητικές επιπτώσεις οι οποίες θα παραταθούν αδικαιολόγητα αν διατηρηθούν τα μέτρα.

    (154) Ως εκ τούτου, μετά την εκτίμηση της επίπτωσης της συνέχισης ή της λήξεως των μέτρων στα διάφορα εμπλεκόμενα συμφέροντα, όπως απαιτεί το άρθρο 21 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή συμπέρανε σαφώς ότι η διατήρηση των ισχυόντων μέτρων θα αντέβαινε στα συμφέροντα της Κοινότητας. Συνεπώς θα πρέπει να επιτραπεί η λήξη των μέτρων.»

    21 Για τους λόγους αυτούς το διατακτικό της επίδικης αποφάσεως προβλέπει την περάτωση της διαδικασίας αντιντάμπινγκ και, κατά συνέπεια, λήξη των μέτρων σχετικά με τις υπό εξέταση εισαγωγές.

    22 Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του ρωτοδικείου στις 16 Ιουνίου 2001 οι Euroalliages κ.λπ. άσκησαν προσφυγή, δυνάμει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, ζητώντας την ακύρωση του άρθρου μόνου της επίδικης αποφάσεως.

    23 Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του ρωτοδικείου την ίδια ημέρα, υπέβαλαν επίσης αίτηση με την οποία ζήτησαν, κυρίως, να διαταχθεί η αναστολή εκτελέσεως της επίδικης αποφάσεως, καθόσον με αυτή περατώθηκε η διαδικασία αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές σιδηροπυριτίου καταγωγής Κίνας, Καζακστάν, Ρωσίας και Ουκρανίας, και να υποχρεωθεί η Επιτροπή να επαναφέρει τους δασμούς αντιντάμπινγκ που θεσπίστηκαν με τους κανονισμούς 3359/93 και 621/94, επικουρικώς, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να απαιτήσει από τους εισαγωγείς σιδηροπυριτίου καταγωγής των ως άνω τεσσάρων χωρών να καταβάλλουν εγγύηση αντίστοιχη προς τους δασμούς αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν με τους κανονισμούς 3359/93 και 621/94 και να δηλώνουν τις εισαγωγές τους προς σχετική καταχώρηση, ή, επικουρικότερον, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να απαιτήσει από τους εν λόγω εισαγωγείς να δηλώνουν τις εισαγωγές τους προς σχετική καταχώρηση.

    Η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη

    24 Με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη ο ρόεδρος του ρωτοδικείου διέταξε όπως οι εισαγωγές σιδηροπυριτίου καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Καζακστάν, Ρωσίας και Ουκρανίας υποβάλλονται σε καταχώρηση, χωρίς υποχρέωση συστάσεως εγγυήσεων εκ μέρους των εισαγωγέων.

    25 Καταρχάς, όσον αφορά το εκ πρώτης όψεως βάσιμο (fumus boni juris), ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων θεώρησε ότι ορισμένες από τις αιτιάσεις που προβάλλονταν δεν φαίνονταν, εκ πρώτης όψεως, ως στερούμενες ερείσματος και έκρινε ότι ήταν ικανές να δημιουργήσουν αμφιβολίες όσον αφορά τη νομιμότητα της επίδικης αποφάσεως. Οι αιτιάσεις αυτές είναι, αφενός, παράβαση του άρθρου 21, παράγραφοι 2 και 5, του βασικού κανονισμού, διότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη προτάσεις που υπέβαλαν καταναλωτές μετά τη λήξη της προθεσμίας την οποία προέβλεπε η ανακοίνωση περί κινήσεως της διαδικασίας επανεξετάσεως των μέτρων αντιντάμπινγκ, και, αφετέρου, παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 6, του κανονισμού αυτού, επειδή η Επιτροπή αρνήθηκε να διοργανώσει συνάντηση με σκοπό την αντιπαράθεση της απόψεως των Euroallioages κ.λπ. προς εκείνη των καταναλωτών και την προβολή σχετικών ισχυρισμών.

    26 Στη συνέχεια, όσον αφορά την προϋπόθεση του επείγοντος, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων έκρινε, αφενός, ότι αποδείχθηκε ότι υφίσταται το ενδεχόμενο να υποστούν οι επιχειρήσεις Péchiney électrométallurgie, Vargön Alloys AB και Ferroatlántica SL σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία αν δεν λαμβάνονταν προσωρινά μέτρα. Για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό στηρίχθηκε στις ακόλουθες σκέψεις:

    «63 ράγματι, με την αιτιολογική σκέψη 129 της επίδικης αποφάσεως η Επιτροπή συνήγαγε ότι, σε περίπτωση λήξεως της ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ, η κατάσταση της κοινοτικής βιομηχανίας "θα επιδεινωθεί". Συναφώς, σημειώνει ότι "παρόλο που είναι δύσκολο να εκτιμηθεί η έκταση αυτής της επιδείνωσης, λαμβανομένων υπόψη των τάσεων προς μείωση των τιμών και της αποδοτικότητας του εν λόγω κλάδου παραγωγής, είναι ωστόσο πιθανόν να επαναληφθεί η ζημία".

    64 Ασφαλώς, η Επιτροπή δεν χαρακτηρίζει σοβαρή τη ζημία που ενδεχομένως θα υποστεί η κοινοτική βιομηχανία σε περίπτωση λήξεως των μέτρων αντιντάμπινγκ. Εντούτοις, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, ο όρος "ζημία" σημαίνει, ιδίως, "τη σημαντική ζημία που προκαλείται στην κοινοτική βιομηχανία". Στο πλαίσιο της αλληλουχίας αυτής, το επίθετο "σημαντική" δεν μπορεί να εννοηθεί διαφορετικά παρά μόνον ως συνώνυμο του "σοβαρή". Εν προκειμένω, επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή παραδέχθηκε με την επίδικη απόφαση τον σοβαρό χαρακτήρα της ζημίας. Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από τη μη προβολή αντιρρήσεων εκ μέρους της Επιτροπής, τόσο με τις γραπτές παρατηρήσεις της όσο και κατά την ακρόαση των διαδίκων, περί της βαρύτητας της ζημίας την οποία θα υποστούν ενδεχομένως οι αιτούσες λόγω της λήξεως της ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ.»

    27 Αφετέρου, όσον αφορά τον ανεπανόρθωτο χαρακτήρα της ζημίας που προέβαλαν οι προσφεύγουσες πρωτοδίκως, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων έκρινε ότι δεν αμφισβητείται ότι ζημία οικονομικού χαρακτήρα δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον μπορεί να καταβληθεί μεταγενέστερα αντίστοιχο οικονομικό αντιστάθμισμα. Δέχθηκε ότι, εν προκειμένω, οι επιχειρήσεις Péchiney électrométallurgie, Vargön Alloys AB και Ferroatlántica SL δεν κατόρθωσαν να αποδείξουν ότι ο κίνδυνος διακυβεύσεως της οικονομικής τους βιωσιμότητας ήταν τέτοιος ώστε να μην αρκεί η λήψη μέτρων εξορθολογισμού για να μπορέσουν να συνεχίσουν τη δραστηριότητα παραγωγής σιδηροπυριτίου μέχρις εκδόσεως αποφάσεως περατώνουσας τη διαδικασία της κύριας δίκης. Για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό στηρίχθηκε ιδίως στο γεγονός ότι καθεμία από τις επιχειρήσεις αυτές ανήκει σε σημαντικό όμιλο εταιριών και, αφετέρου, ότι ο αντίστοιχος προς τις πωλήσεις σιδηροπυριτίου κύκλος εργασιών τους αντιπροσωπεύει, κατά μέσον όρο, το 15 % των συνολικών κύκλων εργασιών των εν λόγω ομίλων.

    28 Εντούτοις, έκρινε ότι έπρεπε να λάβει υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις τής υπό κρίση υποθέσεως. Επ' αυτού διατύπωσε τις ακόλουθες παρατηρήσεις:

    «71 Καταρχάς, όσον αφορά τις υπό εξέταση εισαγωγές, η Επιτροπή αναγνωρίζει με την επίδικη απόφαση τον κίνδυνο να υποστούν οι αιτούσες σοβαρή ζημία σε περίπτωση λήξεως της ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ.

    72 Στη συνέχεια, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η πιθανή επανάληψη της ζημίας σε περίπτωση λήξεως της ισχύος των μέτρων, σε συνδυασμό με το ενδεχόμενο συνεχίσεως ή επαναλήψεως του ντάμπινγκ, που συνάγει η Επιτροπή με την επίδικη απόφαση, έναντι των επίμαχων εισαγωγών, αποτελούν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ως άνω αποφάσεως, καθόσον δεν πρόκειται για αποτελέσματα εγγενή σε σχέση με κάθε απόφαση περί περατώσεως επανεξετάσεως μέτρων αντιντάμπινγκ των οποίων η ισχύς λήγει. ράγματι, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, απόφαση περί περατώσεως επανεξετάσεως μπορεί να δικαιολογείται μόνον από τη διαπίστωση του ότι η λήξη της ισχύος των ισχυόντων μέτρων αντιντάμπινγκ δεν θα ευνοήσει τη συνέχιση ή την επανάληψη του ντάμπινγκ ή της προκληθείσας στην κοινοτική βιομηχανία ζημίας.

    73 Τέλος, η ζημία που θα υποστούν οι αιτούσες δεν θα μπορεί να εξαλειφθεί απλώς και μόνο λόγω της εκ μέρους της Επιτροπής εκτελέσεως μιας αποφάσεως του ρωτοδικείου ακυρώνουσας την επίδικη απόφαση της Επιτροπής. Στην περίπτωση αυτή θα απομένει στις αιτούσες μόνον αγωγή αποζημιώσεως προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν, δυνάμει των άρθρων 235 ΕΚ και 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ.

    74 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η θεμελίωση εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας βάσει του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων που αφορούν τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στα κοινοτικά όργανα, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του οργάνου και της προβαλλομένης ζημίας (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 7ης Μα_ου 1992, C-258/90 και C-259/90, Pesquerias de Bermeo και Naviera Laida κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. Ι-2901, σκέψη 42, και του ρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 1999, Τ-277/97, Ismeri Europa κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1999, σ. ΙΙ-1825, σκέψη 95). Όσον αφορά την πρώτη από τις τρεις αυτές προϋποθέσεις, έχει διευκρινιστεί ότι, όταν προκαλούνται ζημίες σε ιδιώτες, η προσαπτόμενη στο κοινοτικό όργανο συμπεριφορά πρέπει να συνιστά αρκετά κατάφωρη παραβίαση νομικού κανόνα που αποσκοπεί να παράσχει δικαιώματα στους ιδιώτες. Εν προκειμένω, εναπέκειτο στις αιτούσες να αποδείξουν ότι η Επιτροπή υπερέβη κατά τρόπο πρόδηλο και σοβαρό τα όρια που επιβάλλονται στην εξουσία της κατά την εκτίμηση του συμφέροντος της Κοινότητας (επ' αυτού βλ. την απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 2000, C-352/98 P, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. Ι-5291, σκέψεις 41 έως 43). Όμως, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει εν προκειμένω η Επιτροπή, ιδίως για την εκτίμηση του συμφέροντος της Κοινότητας (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Μαρτίου 1990, C-156/87, Gestetner Holdings κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. Ι-781, σκέψη 63, και της 10ης Μαρτίου 1992, C-179/87, Sharp Corporation κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1992, σ. Ι-1635, σκέψη 58· απόφαση του ρωτοδικείου της 15ης Οκτωβρίου 1998, Τ-2/95, Industrie des poudres sphériques κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ ΙΙ-3939, σκέψη 292), μεταγενέστερη αποκατάσταση της ζημίας φαίνεται τουλάχιστον αβέβαιη.

    75 Από τα ανωτέρω (σκέψεις 71 έως 74) προκύπτει ότι οι αιτούσες διατρέχουν τον κίνδυνο να υποστούν σοβαρή ζημία, η οποία δεν είναι βέβαιο ότι θα μπορεί να αποκατασταθεί αργότερα. Ενόψει μιας τέτοιας καταστάσεως, η ως άνω βεβαιότητα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ζημία θα είναι επίσης ανεπανόρθωτη.»

    29 Τέλος, αφού κατέληξε υπέρ της υπάρξεως επείγοντος, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων έκρινε απαραίτητο να σταθμίσει το σύνολο των εμπλεκομένων συμφερόντων. Επ' αυτού, διατύπωσε τις ακόλουθες παρατηρήσεις:

    «78 Συναφώς, πρέπει να σταθμιστεί, αφενός, το συμφέρον των αιτουσών να διαταχθεί κάποιο από τα ζητούμενα προσωρινά μέτρα και, αφετέρου, το συμφέρον των εισαγωγέων, των εξαγωγέων και των καταναλωτών προς διατήρηση των αποτελεσμάτων της επίδικης αποφάσεως. Ειδικότερα, η Επιτροπή σημειώνει ότι η χορήγηση κάποιου από τα ζητούμενα προσωρινά μέτρα είναι ικανή να επιβραδύνει τις εισαγωγές σιδηροπυριτίου καταγωγής κάποιας από τις αναφερθείσες χώρες.

    79 Είναι αναμφισβήτητο ότι η χορήγηση αναστολής εκτελέσεως θα παρέβλεπε τα συμφέροντα των εισαγωγέων, των εξαγωγέων και των καταναλωτών και θα εκμηδένιζε το επιδιωκόμενο με την επίδικη απόφαση αποτέλεσμα. Η καταχώρηση των εισαγωγών με υποχρέωση των εισαγωγέων να καταθέτουν σχετική εγγύηση θα μπορούσε επίσης να επιβραδύνει σημαντικά τις εισαγωγές και, επομένως, να δημιουργήσει μια μη αναστρέψιμη κατάσταση.

    80 Επομένως, για να περιοριστεί τόσο η δυνατότητα δημιουργίας μιας ανεπίστρεπτης καταστάσεως όσο και η δυνατότητα προκλήσεως ζημίας σε βάρος των αιτουσών, τα αποτελέσματα του προσωρινού μέτρου πρέπει να περιοριστούν στο απολύτως αναγκαίο για την προστασία των συμφερόντων τους μέχρις εκδόσεως αποφάσεως επί της κύριας δίκης.

    81 Οι αιτούσες ζητούν, επικουρικότερα, να προβλεφθεί διαδικασία καταχωρήσεως για τις εισαγωγές σιδηροπυριτίου, χωρίς σύσταση εγγυήσεως εκ μέρους των εισαγωγέων. Απλώς και μόνον η υποχρέωση καταχωρήσεως των εισαγωγών θα συνέβαλε στη δημιουργία μιας ελεγχόμενης καταστάσεως στην αγορά όσον αφορά τις πρακτικές ντάμπινγκ.

    82 Κατά την ακρόαση των διαδίκων, η Επιτροπή αντέτεινε ότι η καταχώρηση των εισαγωγών θα είχε τα ίδια ακριβώς αποτελέσματα με εκείνα των μέτρων αντιντάμπινγκ. Υποστήριξε ότι η ακύρωση της επίδικης αποφάσεως θα είχε ως αποτέλεσμα την είσπραξη των αρχικών δασμών αντιντάμπινγκ από τους εισαγωγείς για τις καταχωρηθείσες εισαγωγές, ενώ τα εισαγόμενα προϊόντα δεν θα αποτελούν το αντικείμενο ντάμπινγκ.

    83 Το άρθρο 233 ΕΚ ορίζει ότι το κοινοτικό όργανο του οποίου η πράξη κηρύχθηκε άκυρη οφείλει να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της δικαστικής αποφάσεως. Συναφώς, με την προαναφερθείσα απόφαση Industrie des poudres sphériques κατά Συμβουλίου (σκέψεις 87 έως 95) έχει γίνει δεκτό ότι το άρθρο 233 ΕΚ παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα είτε να επιλέξει επανάληψη της διαδικασίας, στηριζόμενη σε όλες τις πράξεις της διαδικασίας αυτής που δεν επηρεάζονται από την ακυρότητα που κήρυξε το ρωτοδικείο, είτε να προβεί σε κίνηση νέας έρευνας για μιαν άλλη περίοδο αναφοράς, υπό την προϋπόθεση τηρήσεως των προϋποθέσεων που απορρέουν από τον βασικό κανονισμό (απόφαση του ρωτοδικείου της 20ής Ιουνίου 2001, Τ-188/99, Euroalliages κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. ΙΙ-1757, σκέψη 28).

    84 Επιπλέον, έχει κριθεί ότι ο κανόνας κατά τον οποίο πληροφορίες σχετικά με περίοδο μεταγενέστερη από την περίοδο της έρευνας κανονικά δεν λαμβάνονται υπόψη έχει εφαρμογή στις έρευνες επανεξετάσεως των μέτρων των οποίων η ισχύς λήγει. Εντούτοις, μια εξαίρεση από τον κανόνα αυτό έχει γίνει δεκτή όταν τα στοιχεία που αφορούν περίοδο μεταγενέστερη από εκείνη της έρευνας δείχνουν νέες εξελίξεις οι οποίες καθιστούν προφανώς απρόσφορη την επιβολή ή τη διατήρηση των δασμών αντιντάμπινγκ (αποφάσεις του ρωτοδικείου της 11ης Ιουλίου 1996, Τ-161/94, Sinochem κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1996, σ. ΙΙ-695, σκέψη 88, και Euroalliages κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψεις 70 έως 77).

    85 Επομένως, η αναδρομική είσπραξη δασμών αντιντάμπινγκ με βάση τα ποσοστά που θεσπίστηκαν με τους κανονισμούς 3359/93 και 621/94 επί των εισαγωγών σιδηροπυριτίου καταγωγής Κίνας, Καζακστάν, Ρωσίας και Ουκρανίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως το μόνο δυνατό μέτρο εκτελέσεως μιας αποφάσεως του ρωτοδικείου ακυρώνουσας την επίδικη απόφαση. Επομένως, δεν είναι βάσιμος ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι οι συνέπειες τις οποίες επικαλείται είναι αναπόφευκτες, οπότε αυτός δεν μπορεί να γίνει δεκτός.»

    Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    30 Οι Euroaliages κ.λπ. και το Βασίλειο της Ισπανίας προβάλλουν ένσταση απαραδέκτου της αιτήσεως αναιρέσεως στο σύνολό της. αρατηρούν καταρχάς ότι η αναίρεση ασκήθηκε βάσει του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου και όχι βάσει του άρθρου 50 του Οργανισμού αυτού, η οποία είναι η εφαρμοστέα διάταξη. Οι Euroaliages κ.λπ. διατείνονται στη συνέχεια ότι η Επιτροπή, η οποία δεν αποδεικνύει ότι από την άσκηση αναιρέσως μπορεί να ωφεληθεί, στερείται εννόμου συμφέροντος. Τέλος, οι Euroaliages κ.λπ. και το Βασίλειο της Ισπανίας ισχυρίζονται ότι οι διάφοροι λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως είναι απαράδεκτοι διότι είναι νέοι ή διότι στρέφονται κατά της εκ μέρους του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων εκτιμήσεως των πραγματικών περισττικών.

    31 Όσον αφορά την προϋπόθεση του επείγοντος, η Επιτροπή εκθέτει, με τον πρώτο λόγο της, ότι ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων παρέβη το άρθρο 3, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, διαπιστώνοντας, στη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι το επίθετο «σημαντική» δεν μπορούσε να εννοηθεί διαφορετικά παρά μόνον ως συνώνυμο του «σοβαρή».

    32 Με τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο αναιρέσεως η Επιτροπή βάλλει κατά των διαπιστώσεων του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 72 έως 74 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, κατά τις οποίες η προϋπόθεση του επείγοντος επληρούτο εν προκειμένω. Κατά την Επιτροπή, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, εφόσον η ζημία είναι καθαρά οικονομικού χαρακτήρα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις. Όμως, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων δεν έλαβε υπόψη τη νομολογία σχετικά με τους όρους υπό τους οποίους μια καθαρά οικονομική ζημία μπορεί να θεωρηθεί, κατ' εξαίρεση, ως ανεπανόρθωτη.

    33 Αφενός, η Επιτροπή θεωρεί ως άνευ σημασίας την περίσταση, που μνημονεύεται στη σκέψη 72 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως προς απόδειξη του ανεπανόρθωτου χαρακτήρα της ζημίας, ότι η επίδικη απόφαση στηρίζεται στο γεγονός ότι δεν πληρούται η προϋπόθεση σχετικά με το συμφέρον της Κοινότητας να διατηρηθούν τα μέτρα αντιντάμπινγκ. Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, προκειμένου να διατηρήσει μέτρα των οποίων η ισχύς λήγει, πρέπει να είναι σε θέσει να συναγάγει, πρώτον, ότι η λήξη των μέτρων θα οδηγήσει στη συνέχιση ή στην επανάληψη του ντάμπινγκ (άρθρο 11, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού), δεύτερον, ότι η λήξη των μέτρων θα οδηγήσει στη συνέχιση ή στην επανάληψη της προκαλούμενης εξαιτίας του ντάμπινγκ ζημίας (άρθρο 11, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού) και, τρίτον, ότι σαφώς είναι προς το συμφέρον της Κοινότητας η διατήρηση των μέτρων αυτών (άρθρο 21 του βασικού κανονισμού. Κατά την Επιτροπή, δεν υπάρχει κανένας λόγος να δοθεί προτεραιότητα σε κάποια από τις τρεις αυτές προϋποθέσεις σε σχέση με τις άλλες εφόσον καθεμία από αυτές πρέπει να πληρούται προκειμένου να συνεχιστεί η ισχύς των μέτρων η οποία διαφορετικά θα έληγε. Το γεγονός ότι, κατά τη επίδικη απόφαση, δεν πληρούται η τρίτη προϋπόθεση δεν μπορεί να προσδώσει εξαιρετικό χαρακτήρα στην απόφαση αυτή.

    34 Αφετέρου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων, υιοθετώντας ένα κριτήριο γενικής εφαρμογής, ήτοι την αβεβαιότητα σχετικά με αγωγή προς αποκατάσταση της ζημίας που προκαλείται εξαιτίας πράξεων που εμπίπτουν στην ευρεία διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής, προκειμένου να εξακριβώσει τον ανεπανόρθωτο χαρακτήρα της ζημίας, δεν τήρησε την αρχή κατά την οποία κάθε αιτών διάδικος πρέπει να αποδεικνύει ότι πληροί ατομικά τις προϋποθέσεις που δικαιολογούν τη λήψη προσωρινών μέτρων.

    35 Οι Kazchrome και Alloy 2000 υποστηρίζουν ότι ο διάδικος που ζητεί τα προσωρινά μέτρα δεν μπορεί να περιορίζεται στην επίκληση των εγγενών αποτελεσμάτων της ίδιας της επίδικης αποφάσεως. Τούτο προκύπτει από πάγια νομολογία στον τομέα των αιτήσεων προς λήψη προσωρινών μέτρων που έχουν ως αντικείμενο την αναστολή δασμών αντιντάμπινγκ (διάταξη της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C-358/89 R, Εxtramet Industrie κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1990, σ. Ι-431, συνοπτική δημοσίευση, σκέψεις 20 έως 33). Δυνάμει της νομολογίας αυτής, η οποία, κατά την Kazchrome και την Alloy 2000, πρέπει να ακολουθείται και προκειμένου περί αποφάσεως περατώνουσας διαδικασία αντιντάμπινγκ, εναπόκειται στον διάδικο που ζητεί τα προσωρινά μέτρα να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία περί του ότι, αν δεν ληφθούν τέτοια μέτρα, διακυβεύεται η επιβίωσή του ή ότι η θέση του στην αγορά θα θιγεί ανεπανόρθωτα.

    36 Όσον αφορά τη σοβαρότητα της ζημίας, ο δικαστής των αποδεικτικών μέτρων δεν εξέτασε αν οι Euroaliages κ.λπ. προσκόμισαν επαρκή στοιχεία προς απόδειξη του ενδεχομένου προκλήσεως σοβαρής ζημίας, αλλά στηρίχθηκε αποκλειστικά στην αφηρημένη πρόταση ότι η Επιτροπή είχε έμμεσα αναγνωρίσει το ενδεχόμενο σοβαρής ζημίας σε βάρος των Euroaliages κ.λπ. εξαιτίας της επίδικης αποφάσεως. Οι διαπιστώσεις της Επιτροπής που περιλαμβάνονται στην επίδικη απόφαση δεν επαρκούν όσον αφορά τη σχετική με το ενδεχόμενο σοβαρής ζημίας προϋπόθεση που πρέπει να αποδεικνύεται στο πλαίσιο κάθε αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων.

    37 Όσον αφορά τον ανεπανόρθωτο χαρακτήρα της ζημίας, οι Kazchrome και Alloy 2000 θεωρούν ότι το συμπέρασμα του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων αντιφάσκει προς την πάγια νομολογία κατά την οποία η παρέμβαση του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων περιορίζεται στην εκτίμηση του αν μια οικονομική ζημία μπορεί να αποκατασταθεί στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως και δεν αποσκοπεί στην εκ μέρους του εκτίμηση των πιθανοτήτων ευδοκιμήσεως μιας τέτοιας αγωγής, πράγμα το οποίο δύσκολα μπορεί να γίνει στο στάδιο των ασφαλιστικών μέτρων.

    38 Κατά τις Euroalliages κ.λπ. και το Βασίλειο της Ισπανίας, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως της Επιτροπής, σχετικά με το ενδεχόμενο σοβαρής ζημίας, είναι νέος και, κατά συνέπεια, απαράδεκτος, καθόσον αυτή δεν αμφισβήτησε πρωτοδίκως το ενδεχόμενο σοβαρής ζημίας. Επί της ουσίας, παρατηρούν ότι μια «σημαντική» ζημία, υπό την έννοια του βασικού κανονισμού, μπορεί να είναι «σοβαρή», υπό την έννοια της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, όταν αυτή ανακύπτει στο πλαίσιο μιας ιδιαίτερης αλληλουχίας πραγματικών περιστατικών. Από τη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως προκύπτει ότι ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων υπογράμμισε ακριβώς την αλληλουχία των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό.

    39 Όσον αφορά τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο αναιρέσεως που προβάλλει η Επιτροπή, σχετικά με τον ανεπανόρθωτο χαρακτήρα της ζημίας, οι Euroaliages κ.λπ. ισχυρίζονται ακόμη ότι οι λόγοι αυτοί προβάλλονται απαραδέκτως, διότι η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε πρωτοδίκως την τυχαία έκβαση μιας αγωγής αποζημιώσεως και τον χρόνο που θα απαιτούσε η εκδίκασή της.

    40 Επί της ουσίας, οι Euroaliages κ.λπ. και το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζουν ότι ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων προέβη σε μια συνολική εκτίμηση των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως. Εξάλλου, από το αβέβαιο της αποζημιώσεως, που είναι αναμφισβήτητο έναντι της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, μπορεί να συναχθεί ότι η ζημία είναι «δυσχερώς επανορθώσιμη» υπό την έννοια της νομολογίας σχετικά με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μια καθαρά οικονομική ζημία μπορεί κατ' εξαίρεση να θεωρηθεί ανεπανόρθωτη.

    41 Με το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου της η Επιτροπή, όπως και οι Kazchrome και Alloy 2000, προσάπτει στον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων, όσον αφορά τη στάθμιση των συμφερόντων στην οποία αυτός προέβη, ότι ακολούθησε μια συλλογιστική στερούμενη λογικής συνοχής στις σκέψεις 79 έως 82 και 85 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, δεχόμενος ότι η καταχώρηση των εισαγωγών χωρίς σύσταση σχετικών εγγυήσεων δεν θα δημιουργούσε μιαν ανεπίστρεπτη κατάσταση, ενώ η καταχώρηση αυτή με παράλληλη σύσταση εγγυήσεων θα δημιουργούσε μια τέτοια κατάσταση.

    42 Επ' αυτού η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η σύσταση εγγυήσεων δεν αλλοιώνει τον «αναπόφευκτο» χαρακτήρα της αναδρομικής εισπράξεως των δασμών αντιντάμπινγκ αλλά απλώς διευκολύνει και εξασφαλίζει την ενδεχόμενη είσπραξή τους. ράγματι, ανεξάρτητα από τη σύσταση εγγυήσεων, ο εισαγωγέας διατρέχει τον κίνδυνο να καταβάλει αναδρομικά δασμούς αντιντάμπινγκ. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων, επομένως, όφειλε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα αποτελέσματα της καταχωρήσεως των εισαγωγών χωρίς σύσταση εγγυήσεων θα ήταν επίσης ανεπανόρθωτα.

    43 Με το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου της η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, στις σκέψεις 82 έως 85 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων παρέβη το άρθρο 7 του βασικού κανονισμού, θεωρώντας ότι η καταχώρηση των εισαγωγών δεν θα είχε τα ίδια ακριβώς αποτελέσματα με εκείνα των μέτρων αντιντάμπινγκ. Κατά την Επιτροπή, δεν έχει σημασία το ότι η αναδρομική είσπραξη δασμών αντιντάμπινγκ δεν είναι το μόνο δυνατό μέτρο εκτελέσεως μιας αποφάσεως του ρωτοδικείου ακυρώνουσας την επίδικη απόφαση. Το στοιχείο το οποίο είναι κρίσιμο σχετικά είναι το γεγονός ότι υφίσταται πραγματικά μια δυνατότητα αναδρομικής εισπράξεως, η οποία μπορεί να αποθαρρύνει τους επιχειρηματίες να προβούν σε εισαγωγές. Η εν λόγω δυνατότητα προσδίδει στην καταχώρηση των εισαγωγών τον χαρακτήρα προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ, υπό την έννοια του άρθρου 7 του βασικού κανονισμού.

    44 Με το πρώτο σκέλος του πέμπτου λόγου αναιρέσεως η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, στο διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων παραβίασε την αρχή του άρθρου 7, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, κατά την οποία ένας προσωρινός δασμός αντιντάμπινγκ δεν μπορεί να επιβάλλεται πριν από την εκπνοή προθεσμίας 60 ημερών από της ημερομηνίας κινήσεως της σχετικής διαδικασίας. Αν γινόταν δεκτό ότι η ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε, δυνάμει του άρθρου 24, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας του ρωτοδικείου, στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 11ης Αυγούστου 2001 μπορεί να επέχει θέση ανακοινώσεως περί κινήσεως έρευνας, το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως είναι παράνομο, καθόσον αφορά τις εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν πριν από την εκπνοή της προθεσμίας των 60 ημερών, η οποία άρχισε να τρέχει στις 11 Αυγούστου 2001.

    45 Με το δεύτερο σκέλος του πέμπτου λόγου η Επιτροπή διατείνεται ότι ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων παρέβη τα άρθρα 7, παράγραφος 7, και 14, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, κατά τα οποία τα προσωρινά μέτρα αντιντάμπινγκ και τα μέτρα καταχωρήσεως των εισαγωγών δεν πρέπει να διαρκούν άνω των εννέα μηνών.

    46 Οι Kazchrome και Alloy 2000 προσθέτουν ότι ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων απέδωσε υπερβολική σημασία στη ζημία σε βάρος των Euroalliages κ.λπ., μολονότι η ζημία αυτή είναι αβέβαιη, χωρίς μάλιστα να λάβει υπόψη τη βέβαιη ζημία που θα υφίσταντο οι Kazchrome και Alloy 2000 εξαιτίας του μέτρου καταχωρήσεως των εισαγωγών το οποίο διέταξε, ενώ οι τελευταίες αυτές εταιρίες δεν είχαν τη δυνατότητα να ασκήσουν αγωγή αποζημιώσεως. Κατά τα λοιπά, η συλλογιστική που ακολούθησε ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων στις σκέψεις 83 έως 85 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως είναι εσφαλμένη διότι, αντί να εκτιμήσει τα άμεσα αποτελέσματα του μέτρου καταχωρήσεως των εισαγωγών που ζητούσαν οι Euroalliages κ.λπ., ο δικαστής αυτός εστίασε την προσοχή του στις δυνατές συνέπειες της ενδεχόμενης ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως της Επιτροπής.

    47 Οι Euroalliages κ.λπ. και το Βασίλειο της Ισπανίας φρονούν ότι ο τέταρτος και ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως της Επιτροπής είναι απαράδεκτοι διότι η τελευταία δεν προβάλλει κανένα νομικό επιχείρημα προς απόδειξη του ότι η καταχώρηση των εισαγωγών χωρίς σύσταση εγγυήσεων θα δημιουργούσε μια μη αναστρέψιμη κατάσταση και ότι, εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή δεν επικαλέστηκε τα άρθρα 7 και 14 του βασικού κανονισμού ενώπιον του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων.

    48 Επί της ουσίας, θεωρούν ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε πώς η καταχώρηση των εισαγωγών χωρίς σύσταση εγγυήσεων θα δημιουργούσε μια μη αναστρέψιμη κατάσταση. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων εξήγησε τη διάκριση που υφίσταται μεταξύ καταχωρήσεως με σύσταση εγγυήσεως και καταχωρήσεως χωρίς τέτοια εγγύηση, όσον αφορά τα αποτελέσματά τους, στις σκέψεις 79 και 81 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως. Κατά τις Euroalliages κ.λπ. η αληθής διάκριση μεταξύ των δύο συστημάτων είναι η ακόλουθη: στην πρώτη περίπτωση ο εισαγωγέας υφίσταται αμέσως ένα οικονομικό βάρος λόγω της καταθέσεως της εγγυήσεως, ενώ στη δεύτερη δεν επιβάλλεται άμεσο οικονομικό βάρος στον εισαγωγέα.

    49 Όσον αφορά την παράβαση του άρθρου 7 του βασικού κανονισμού, οι Euroalliages κ.λπ. υποστηρίζουν ότι ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων ουδόλως εξέτασε την κατάσταση έναντι του άρθρου αυτού και ότι αν γίνει δεκτή η εξέταση του προσωρινού μέτρου το οποίο διέταξε σε σχέση με το άρθρο αυτό τότε αναιρείται το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων προκειμένου να διατάξει τα προσωρινά μέτρα που θεωρεί ως πλέον πρόσφορα.

    50 Εξάλλου, οι Euroalliages κ.λπ. αμφισβητούν τον χαρακτηρισμό του προσωρινού μέτρου υπό την έννοια του άρθρου 7 του βασικού κανονισμού που έδωσε η Επιτροπή στην καταχώρηση χωρίς σύσταση εγγυήσεων, υποστηρίζοντας ιδίως ότι οι προσωρινοί δασμοί καλύπτονται από εγγύηση, ενώ τούτο δεν συμβαίνει στην περίπτωση της καταχωρήσεως των εισαγωγών την οποία διέταξε ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων. Εξάλλου, για τις Euroalliages κ.λπ., το άρθρο 14 του κανονισμού αυτού δεν έχει εφαρμογή παρά μόνο στα μέτρα καταχωρήσεως των εισαγωγών με σύσταση εγγυήσεων.

    Εκτίμηση

    Επί του παραδεκτού

    51 Όσον αφορά το γεγονός ότι η αίτηση αναιρέσεως υποβλήθηκε μόνο βάσει του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, πρέπει να σημειωθεί ότι η εσφαλμένη αναφορά του δικογράφου σε κάποια διάταξη του ως άνω Οργανισμού ως βάση της αιτήσεως αναιρέσεως, ενώ ο Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου δεν επιβάλλει τη μνεία τέτοιας διατάξεως, συνιστά λάθος εκ παραδρομής. Το λάθος αυτό, το οποίο δεν είχε συνέπειες επί της μεταγενέστερης εξελίξεως της διαδικασίας, δεν συνιστά λόγο απαραδέκτου της αιτήσεως αναιρέσεως [βλ. τη διάταξη της 19ης Ιουλίου 1995, C-149/95 P(R), Atlantic Container Line κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. Ι-2165, σκέψεις 13 και 14].

    52 Όσον αφορά το έννομο συμφέρον, αρκεί να σημειωθεί ότι η Επιτροπή ήταν διάδικος στην πρωτόδικη διαδικασία και ότι τα αιτήματά της δεν έγιναν δεκτά.

    53 Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι οι λόγοι που προέβαλε η Επιτροπή στο στάδιο της αναιρέσεως είναι νέοι, πρέπει να υπομνησθεί ότι, αφενός, ο λόγος για τον οποίο ένας λόγος αναιρέσεως που προβάλλεται για πρώτη φορά στο στάδιο της αναιρέσεως πρέπει να κηρύσσεται απαράδεκτος είναι ότι, διαφορετικά, το Δικαστήριο, του οποίου η αρμοδιότητα επί των αιτήσεων αναιρέσεως είναι περιορισμένη, θα επιλαμβανόταν διαφοράς με ευρύτερο περιεχόμενο απ' ό,τι η διαφορά που εκδίκασε το ρωτοδικείο. _Οταν έχει ασκηθεί αναίρεση, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται συνεπώς στον έλεγχο της νομικής λύσεως που δόθηκε ενόψει των ισχυρισμών που προβλήθηκαν και εξετάστηκαν ενώπιον του ρωτοδικείου (βλ. την απόφαση της 1ης Ιουνίου 1994, C-136/92 P, Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. Ι-1981, σκέψη 59).

    54 Αφετέρου, πρέπει να ληφθεί υπόψη η ιδιαιτερότητα του επείγοντος που χαρακτηρίζει τις διαδικασίες ασφαλιστικών μέτρων, καθώς και ότι οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις για να χορηγηθούν προσωρινά μέτρα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά. ράγματι, σε ένα τέτοιο διαδικαστικό πλαίσιο, οι διάδικοι αναγκάζονται να επικεντρώσουν τα επιχειρήματά τους στα σημεία εκείνα τα οποία αυτοί θεωρούν σημαντικά.

    55 Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, οι λόγοι που επικαλείται η Επιτροπή προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως θέτουν υπό αμφισβήτηση τη λύση που έδωσε ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων έναντι των λόγων που είχαν προβληθεί και συζητηθεί ενώπιόν του. Οι προβληθείσες σχετικώς αιτιάσεις αφορούν στην ουσία τα ζητήματα που συζητήθηκαν πρωτοδίκως, ήτοι το αν επληρούτο η προϋπόθεση του επείγοντος, αν η χορήγηση των ζητούμενων μέτρων ήταν ή όχι ικανή να προδικάσει την απόφαση επί της ουσίας και αν η στάθμιση των συμφερόντων συνηγορούσε υπέρ ή κατά των Euroalliages κ.λπ. Επομένως, το Δικαστήριο δεν επιλαμβάνεται διαφοράς με ευρύτερο περιεχόμενο έναντι αυτής την οποία εκδίκασε το ρωτοδικείο.

    56 Όσον αφορά τους ισχυρισμούς ότι με την αίτηση αναιρέσεως η Επιτροπή βάλλει κατά εκτιμήσεων πραγματικών περιστατικών, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τα άρθρα 225 ΕΚ και 51 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται στα νομικά ζητήματα και πρέπει να στηρίζεται σε λόγους που αντλούνται από αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου, από πλημμέλειες της διαδικασίας ενώπιον του ρωτοδικείου θίγουσες τα συμφέροντα του αναιρεσείοντος διαδίκου ή από παράβαση του κοινοτικού δικαίου εκ μέρους του ρωτοδικείου.

    57 Το ρωτοδικείο είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα υποβληθέντα σ' αυτό στοιχεία της δικογραφίας, και, αφετέρου, για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών. Επομένως, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως αλλοιώσεως των προσκομισθέντων στοιχείων, δεν αποτελεί νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως εκ της φύσεώς του, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου (βλ. ιδίως την απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 1999, C-390/95 P, Antillean Rice Mills κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. Ι-769, σκέψη 29).

    58 Εν προκειμένω, φαίνεται ότι είναι πιο πρόσφορη η εξέταση του ζητήματος αυτού στο πλαίσιο της αναλύσεως καθενός των λόγων αναιρέσεως, δεδομένου ότι η αίτηση αναιρέσεως δεν μπορεί να κηρυχθεί απαράδεκτη στο σύνολό της.

    Επί της ουσίας

    59 Όσον αφορά τον πρώτο λόγο αναιρέσεως που προβάλλει η Επιτροπή, σχετικά με την εκ μέρους του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων εκτίμηση του ενδεχομένου σοβαρής ζημίας σε βάρος των Euroalliages κ.λπ., επιβάλλεται να αναγνωριστεί ότι, ναι μεν δεν μπορεί να γίνει δεκτό γενικά ότι μια «σημαντική» ζημία, υπό την έννοια του άρθρου 3 του βασικού κανονισμού, είναι οπωσδήποτε «σοβαρή» για τους σκοπούς της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, ωστόσο, αφενός, η ισοδυναμία μεταξύ των δύο αυτών όρων διαπιστώθηκε μόνο στο ειδικό πλαίσιο της υποθέσεως και, αφετέρου, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ζημία έπρεπε να χαρακτηριστεί σοβαρή βάσει συγκεκριμένης εκτιμήσεως της υποθέσεως.

    60 Δεδομένου ότι δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών εκ μέρους του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων, όπως υπενθυμίστηκε στη σκέψη 57 της παρούσας διατάξεως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

    61 ρος εκτίμηση του δευτέρου και του τρίτου λόγου της Επιτροπής, σχετικά με την εκ μέρους του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων εκτίμηση του αν η ζημία θα ήταν ανεπανόρθωτη, πρέπει να υπογραμμιστεί εκ προοιμίου ότι σκοπός της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων είναι η εξασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της μελλοντικής οριστικής αποφάσεως, προκειμένου να αποφεύγονται τα κενά στη δικαστική προστασία που διασφαλίζει το Δικαστήριο [βλ., μεταξύ άλλων, τη διάταξη της 12ης Δεκεμβρίου 1968, 27/68 R, Renckens κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 83· την απόφαση της 3ης Μα_ου 1996, C-399/95 R, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. Ι-2441, σκέψη 46, και της 29ης Ιανουαρίου 1997, C-393/96 P(R), Antonissen κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. Ι-441, σκέψη 36).

    62 ρος επίτευξη του σκοπού αυτού το επείγον πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την ανάγκη που υπάρχει για την έκδοση προσωρινής αποφάσεως προκειμένου να αποφευχθεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία σε βάρος του αιτούντος την προσωρινή προστασία (βλ. τη διάταξη της 17ης Ιουλίου 2001, C-180/01 P-R, Επιτροπή κατά NALOO, Συλλογή 2001, σ. Ι-5737, σκέψη 52).

    63 Στον διάδικο που προβάλλει τον κίνδυνο σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας εναπόκειται να αποδείξει την ύπαρξη του κίνδύνου αυτού (βλ., επ' αυτού τη διάταξη της 18ης Νοεμβρίου 1999, C-329/99 P(R), Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1999, σ. Ι-8343, σκέψη 75]. Μολονότι δεν απαιτείται συναφώς απόλυτη βεβαιότητα ως προς την επέλευση της ζημίας και αρκεί η σοβαρή πιθανότητα επελεύσεώς της, εντούτοις ο αιτών υποχρεούται να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το ενδεχόμενο μιας τέτοιας ζημίας (βλ. ως πλέον πρόσφατη την προαναφερθείσα διάταξη Επιτροπή κατά NALOO, σκέψη 53).

    64 Εν προκειμένω, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων διαπίστωσε ότι οι Euroalliages κ.λπ. δεν δικαιολόγησαν τον ισχυρισμό τους ότι βρίσκονταν σε κατάσταση ικανή να θέση σε κίνδυνο την ύπαρξή τους πριν από την έκδοση της αποφάσεως περατώνουσας τη διαδικασία της κύριας δίκης. Κατέληξε εντούτοις στο συμπέρασμα ότι η ζημία είχε ανεπανόρθωτο χαρακτήρα με βάση τα εκτιθέμενα στις σκέψεις 72 έως 74 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως.

    65 Όσον αφορά τη σκέψη 72 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, πρέπει να σημειωθεί ότι, ναι μεν δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, απόφαση περί περατώσεως της επανεξετάσεως μπορεί να δικαιολογείται απλώς και μόνον από τη διαπίστωση ότι η λήξη της ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ δεν θα ευνοήσει τη συνέχιση ή την επανάληψη του ντάμπινγκ ή της προκαλούμενης στην κοινοτική βιομηχανία ζημίας, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η αντίθετη διαπίστωση αρκεί για να δικαιολογήσει τη διατήρηση των μέτρων αντιντάμπινγκ. ράγματι, κατά το γράμμα του ως άνω κανονισμού, «τα μέτρα που έχουν προσδιορισθεί με βάση τις διαπιστώσεις για το ντάμπινγκ και τη ζημία είναι δυνατό να μην επιβάλλονται, σε περίπτωση που οι αρχές [...] καταλήγουν με ασφάλεια στο συμπέρασμα ότι η επιβολή των εν λόγω μέτρων δεν εξυπηρετεί το συμφέρον της Κοινότητας».

    66 Από αυτό συνάγεται ότι, όταν μια απόφαση περί περατώσεως επανεξετάσεως μέτρων αντιντάμπινγκ λαμβάνεται με την αιτιολογία ότι η διατήρηση των μέτρων αυτών δεν είναι προς το συμφέρον της Κοινότητας, η εξ αυτού απορρέουσα ζημία για την κοινοτική βιομηχανία συνιστά συμφυές προς τη φύση μιας τέτοιας αποφάσεως αποτέλεσμα.

    67 Όμως, κατά πάγια νομολογία, προκειμένου να ανασταλεί η επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ προς αποφυγή της προκλήσεως σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας στον διάδικο που ζητεί την αναστολή, ο διάδικος αυτός δεν αρκεί απλώς να επικαλείται τα συμφυή με τη θέσπιση ενός τέτοιου δασμού αποτελέσματα, αλλά πρέπει να προβάλλει ζημία η οποία να αφορά ειδικώς τον ίδιο (βλ. τις διατάξεις της 9ης Απριλίου 1987, 77/87 R, Technointorg κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1987, σ. 1793, σκέψη 17· της 8ης Ιουνίου 1989, 69/89 R, Nakajima All Precision κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1989, σ. 1689, συνοπτική δημοσίευση· Extramet Industrie κατά Συμβουλίου, προαναφερθείσα, και της 11ης Μαρτίου 1994, C-6/94 R, Descom κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1994, σ. Ι-867, σκέεψεις 16 και 17). Οι ίδιες αρχές πρέπει να ισχύουν και στην αντίθετη περίπτωση, δηλαδή όταν, στο πλαίσιο προσφυγής κατά αποφάσεως των κοινοτικών οργάνων να μην επιβάλουν δασμό αντιντάμπινγκ, κοινοτικές επιχειρήσεις επιδιώκουν να αποδείξουν την ύπαρξη επείγοντος όσον αφορά τη λήψη προσωρινών μέτρων.

    68 Στις σκέψεις 73 και 74 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως η αβεβαιότητα όσον αφορά την προοπτική ευδοκιμήσεως αγωγής αποζημιώσεως που θα μπορούσε να ασκηθεί κατόπιν ενδεχόμενης ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως της Επιτροπής, «λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει εν προκειμένω η Επιτροπή, ιδίως για την εκτίμηση του συμφέροντος της Κοινότητας», έχει αποφασιστική σημασία προκειμένου να συναχθεί ότι η ζημία θα είναι ανεπανόρθωτη.

    69 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί η πάγια νομολογία κατά την οποία χρηματική ζημία δεν μπορεί να θεωρείται ανεπανόρθωτη, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, δεδομένου ότι ένα χρηματικό αντιστάθμισμα μπορεί, κατά κανόνα, να επαναφέρει τον ζημιωθέντα στην προ της επελεύσεως της ζημίας κατάστασή του (βλ. ιδίως τη διάταξη της 18ης Οκτωβρίου 1991, C-213/91 R, Abertal κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. Ι-5109, σκέψη 24).

    70 Ασφαλώς, το Δικαστήριο δέχεται ενίοτε ότι μια τέτοια αντιστάθμιση μπορεί να επιτευχθεί στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως ασκούμενης εκ μέρους του προσφεύγοντος (διατάξεις της 21ης Αυγούστου 1980, 174/80 R, Richardt κατά Επιτροπής, Rec. 1980, σ. 2665, σκέψη 6· της 19ης Ιουλίου 1983, 120/83 R, Raznoimport κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 2573, σκέψη 15· της 17ης Δεκεμβρίου 1986, 294/86 R, Technointorg κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 3979, σκέψη 28, και της 26ης Σεπτεμβρίου 1988, 229/88, Cargill κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 5183, σκέψη 18). Αντιθέτως, ουδέποτε εξέτασε τις συγκεκριμένες πιθανότητες ευδοκιμήσεως μιας τέτοιας αγωγής αποζημιώσεως η οποία θα μπορούσε να ασκηθεί σε περίπτωση ακυρώσεως της προσβαλλομένης πράξεως.

    71 Επ' αυτού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αβεβαιότητα που συνδέεται με την αποκατάσταση χρηματικής ζημίας στο πλαίσιο ενδεχόμενης αγωγής αποζημιώσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί, αυτή καθαυτή, ως περίσταση ικανή να αποδείξει τον ανεπανόρθωτο χαρακτήρα της ζημίας αυτής, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου.

    72 ράγματι, στο στάδιο των ασφαλιστικών μέτρων, η δυνατότητα του ενδιαφερομένου να επιτύχει αργότερα αποκατάσταση της χρηματικής ζημίας, στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως η οποία θα μπορούσε να ασκηθεί κατόπιν ενδεχόμενης ακυρώσεως της προσβαλλόμενης πράξεως, είναι ασφαλώς αβέβαιη.

    73 Όμως, η διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων δεν έχει ως σκοπό να υποκαταστήσει μια τέτοια αγωγή αποζημιώσεως προς εξάλειψη της αβεβαιότητας αυτής. Ο σκοπός της, που υπενθυμίζεται στη σκέψη 61 της παρούσας διατάξεως, είναι μόνον η εξασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της μελλοντικής οριστικής αποφάσεως στην κύρια δίκη, με την οποία συνδέεται η διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, εν προκειμένω της προσφυγής ακυρώσεως.

    74 Το συμπέρασμα αυτό δεν επηρεάζεται από τη σχέση, η οποία διαπιστώνεται στη σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, μεταξύ της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που είχε η Επιτροπή εν προκειμένω και της αβέβαιης εκβάσεως μιας ενδεχόμενης αγωγής αποζημιώσεως. ράγματι, αν το κριτήριο αυτό εφαρμοζόταν συστηματικά, ο ανεπανόρθωτος χαρακτήρας της ζημίας θα αποτελούσε συνάρτηση των χαρακτηριστικών της προσβαλλομένης πράξεως και όχι των ειδικών περιστάσεων που χαρακτηρίζουν κάθε προσφεύγοντα.

    75 Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη πάσχει λόγω νομικών σφαλμάτων, καθόσον στηρίζεται αποκλειστικά στην αβέβαιη έκβαση μιας ενδεχόμενης αγωγής αποζημιώσεως, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της επίδικης αποφάσεως προκειμένου να συναγάγει ότι η ζημία έχει ανεπανόρθωτο χαρακτήρα και, επομένως, να διατάξει προσωρινά μέτρα.

    76 Κατά συνέπεια, χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί το Δικαστήριο επί των άλλων λόγων αναιρέσεως της Επιτροπής, καθώς και της Kazchrome και της Alloy 2000, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτή και η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη να εξαφανιστεί.

    77 Δυνάμει του άρθρου 54, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, αν η αναίρεση είναι βάσιμη το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του ρωτοδικείου. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί είτε το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να την αναπέμψει στο ρωτοδικείο για να την κρίνει.

    78 Η παρούσα υπόθεση δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση αποφάσεως. Επομένως, πρέπει να αναπεμφθεί στο ρωτοδικείο ώστε να αποφανθεί αυτό επί της προσφυγής των Euroalliages κ.λπ.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    Ο ΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

    διατάσσει:

    1) Αναιρεί τη διάταξη του ροέδρου του ρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 1ης Αυγούστου 2001, T-132/01 R, Euroalliages κ.λπ. κατά Επιτροπής.

    2) Αναπέμπει την υπόθεση στο ρωτοδικείο.

    3) Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

    Top