Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62001CJ0380

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 5ης Φεβρουαρίου 2004.
    Gustav Schneider κατά Bundesminister für Justiz.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Verwaltungsgerichtshof - Αυστρία.
    Οδηγία 76/207/ΕΟΚ - Ίση μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών - Επαγγελματική προώθηση - Αρχή του αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου - Απαράδεκτο.
    Υπόθεση C-380/01.

    Συλλογή της Νομολογίας 2004 I-01389

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2004:73

    Υπόθεση C-380/01

    Gustav Schneider

    κατά

    Bundesminister für Justiz

    [αίτηση του Verwaltungsgerichtshof (Αυστρία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Οδηγία 76/207/ΕΟΚ – Ίση μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών – Επαγγελματική προώθηση – Αρχή του αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου – Απαράδεκτο»

    Περίληψη της αποφάσεως

    1.        Προδικαστικά ερωτήματα – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Όρια – Γενικά ή υποθετικά ερωτήματα – Εξέταση από το Δικαστήριο της ιδίας αρμοδιότητας

    (Άρθρο 234 EK)

    2.        Κοινωνική πολιτική – Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι – Πρόσβαση στην απασχόληση και συνθήκες εργασίας – Ίση μεταχείριση – Οδηγία 76/207 – Αρχή του αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου – Επαρκής χαρακτήρας αγωγής κατά του Δημοσίου ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων

    (Οδηγία 76/207 του Συμβουλίου, άρθρο 6)

    1.        Η διαδικασία του άρθρου 234 ΕΚ αποτελεί μέσο συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, με την οποία το Δικαστήριο τους παρέχει τα ερμηνευτικά στοιχεία του κοινοτικού δικαίου που είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς επί της οποίας καλούνται να αποφανθούν. Στο πλαίσιο της συνεργασίας αυτής, απόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να απαντήσει.

    Εντούτοις, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εναπόκειται στο Δικαστήριο να ερευνά τις συνθήκες υπό τις οποίες του έχουν υποβληθεί τα ερωτήματα από τον εθνικό δικαστή, προκειμένου να ελέγξει κατά πόσον είναι αρμόδιο να απαντήσει. Δεν είναι δυνατόν να προβληθεί άρνηση απαντήσεως σε προδικαστικό ερώτημα εθνικού δικαστηρίου παρά μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμα όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν. Πράγματι, το πνεύμα συνεργασίας που πρέπει να πρυτανεύει κατά τη λειτουργία της διαδικασίας των προδικαστικών ερωτημάτων συνεπάγεται ότι το εθνικό δικαστήριο σέβεται την αποστολή που έχει ανατεθεί στο Δικαστήριο, η οποία συνίσταται στη συμβολή για την απονομή της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών και όχι στη διατύπωση συμβουλευτικών γνωμών σχετικών με γενικά ή υποθετικά ερωτήματα.

    (βλ. σκέψεις 20-23)

    2.        Το άρθρο 6 της οδηγίας 76/207, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας, δυνάμει του οποίου κάθε άτομο που θεωρεί ότι θίγεται από τη μη εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως πρέπει να μπορεί να διεκδικεί τα δικαιώματά του διά της δικαστικής οδού, δεν διευκρινίζει τη φύση των δικαστηρίων στα οποία τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αναθέσουν την αποστολή αυτή. Πράγματι, η επιταγή που θέτει το ως άνω άρθρο 6 ικανοποιείται όταν το άτομο που θεωρεί ότι θίγεται από τη μη εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μπορεί να διεκδικήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματά του ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου.

    Κατά συνέπεια, είναι σύμφωνη προς την επιταγή  αυτή η νομοθεσία κράτους μέλους που προβλέπει δυνατότητα ασκήσεως ενώπιον των αστικών δικαστηρίων γενικής αγωγής αποζημιώσεως λόγω ευθύνης του Δημοσίου, με βάση τις γενικές διατάξεις περί ευθύνης του Δημοσίου, με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε εξαιτίας μιας αποφάσεως που θεωρείται παράνομη με γνώμονα την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών, η εφαρμογή της οποίας ελέγχεται όσον αφορά τόσο τα πραγματικά όσο και τα νομικά ζητήματα από τα δικαστήρια αυτά σε διάφορους βαθμούς δικαιοδοσίας.

    (βλ. σκέψεις 24, 26-28)




    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

    της 5ης Φεβρουαρίου 2004 (*)

    «Οδηγία 76/207/ΕΟΚ – Ίση μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών – Επαγγελματική προώθηση – Αρχή του αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου – Απαράδεκτο»

    Στην υπόθεση C-380/01,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Verwaltungsgerichtshof (Αυστρία) προς το Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    Gustav Schneider

    και

    Bundesminister für Justiz,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 6 της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους P. Jann, προεδρεύοντα του πέμπτου τμήματος, C. W. A. Timmermans (εισηγητή) και A. Rosas, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: S. Alber

    γραμματέας: M.-F. Contet, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

    λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    –        ο Bundesminister für Justiz, εκπροσωπούμενος από την  C. Kren,

    –        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον H. Dossi,

    –        η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον J. Sack και την N. Yerrel,

    έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

    αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του G. Schneider, εκπροσωπούμενου από τον P. Ringhofer, Rechtsanwalt, της Αυστριακής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης  από τον H. Dossi, και της Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον J. Sack και την N. Yerrel, κατά τη συνεδρίαση της 23ης Οκτωβρίου 2002,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου 2002,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1        Με διάταξη της 13ης Σεπτεμβρίου 2001, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 4 Οκτωβρίου 2001, το Verwaltungsgerichtshof υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, ένα προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 6 της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70).

    2        Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του G. Schneider και του Bundesminister für Justiz (Υπουργού Δικαιοσύνης) σχετικά με την εκ μέρους του τελευταίου απόρριψη της αιτήσεως του πρώτου προς αποκατάσταση της ζημίας την οποία θεωρεί ότι υπέστη λόγω του γεγονότος ότι δεν διορίστηκε ως δικαστής στο Oberlandesgericht Wien (Αυστρία).

     Το νομικό πλαίσιο

     Η κοινοτική ρύθμιση

    3        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207 ορίζει τα εξής:

    «Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στην εφαρμογή, εντός των κρατών μελών, της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, συμπεριλαμβανομένης και της επαγγελματικής προωθήσεως, και την επαγγελματική εκπαίδευση, καθώς και τις συνθήκες εργασίας και υπό τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 2 την κοινωνική ασφάλιση. Η αρχή αυτή καλείται στο εξής “της ίσης μεταχειρίσεως”.»

    4        Το άρθρο 6 της οδηγίας 76/207 έχει ως εξής:

    «Τα κράτη μέλη εισάγουν στην εσωτερική τους έννομη τάξη τα αναγκαία μέτρα, προκειμένου να καταστεί δυνατό σε κάθε πρόσωπο που θεωρεί ότι θίγεται από τη μη εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, κατά την έννοια των άρθρων 3, 4 και 5, να διεκδικεί τα δικαιώματά του διά της δικαστικής οδού, αφού ενδεχομένως, προσφύγει σε άλλα αρμόδια όργανα.»

     Η εθνική ρύθμιση

    5        Στην Αυστρία είναι δυνατή η άσκηση γενικής αγωγής αποζημιώσεως λόγω ευθύνης του Δημοσίου βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 1, του νόμου Amtshaftungsgesetz  (στο εξής: AHG). Μια τέτοια αγωγή λόγω ευθύνης του Δημοσίου μπορεί να ασκείται ενώπιον των αστικών δικαστηρίων.

    6        Το άρθρο 15 του Bundes-Gleichbehandlungsgesetz (ομοσπονδιακού νόμου περί ίσης μεταχειρίσεως, BGBl. Ι, 1993/100, στο εξής: B‑GBG) ορίζει ότι, όταν δημόσιος υπάλληλος, άνδρας ή γυναίκα, εμποδίζεται να καταλάβει θέση εργασίας λόγω παραβιάσεως, από το κράτος, της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, την οποία προβλέπει το άρθρο 3, σημείο 5, του B‑GBG, το Δημόσιο υποχρεούται να αποκαταστήσει την προκληθείσα ζημία. Η τελευταία αυτή διάταξη απαγορεύει κάθε δυσμενή διάκριση στο πλαίσιο της εξελίξεως της σταδιοδρομίας, ειδικότερα σε περίπτωση προαγωγής και τοποθετήσεως σε θέση με υψηλότερες αποδοχές.

    7        Δυνάμει του άρθρου 19, παράγραφος 2, του B-GBG, οι ενδιαφερόμενοι δημόσιοι υπάλληλοι πρέπει να κάνουν χρήση των στηριζόμενων στο άρθρο 15 του νόμου αυτού δικαιωμάτων τους έναντι του Δημοσίου εντός προθεσμίας έξι μηνών, υποβάλλοντας αίτηση στη δημόσια αρχή στην οποία υπάγονται. Η απόφαση της αρχής αυτής μπορεί να προσβληθεί ενώπιον του Verwaltungsgerichtshof, το οποίο είναι διοικητικό δικαστήριο, στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπει προς τούτο το άρθρο 130 του Bundes-Verfassungsgesetz (ομοσπονδιακού συνταγματικού νόμου).

     Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

    8        Ο G. Schneider, γεννηθείς το 1953, είναι δικαστής στο Arbeits- und Sozialgericht Wien (Αυστρία). Υπέβαλε δύο φορές την υποψηφιότητά του, το 1997 και το 1998, για μια ειδικευμένη θέση στο Oberlandesgericht Wien αντίστοιχη προς τα προσόντα του. Και στις δύο περιπτώσεις προτιμήθηκε γυναίκα υποψήφια νεότερη και με λιγότερη αρχαιότητα, με την αιτιολογία ότι δεν είχε συμπληρωθεί η ποσόστωση που προβλεπόταν για την προώθηση των γυναικών.

    9        Κατόπιν των αποφάσεων αυτών ο G. Schneider άσκησε ενώπιον του Landesgericht für Zivilrechtsachen Wien αγωγή λόγω ευθύνης του Δημοσίου στηριζόμενη στον AHG, ζητώντας την αποκατάσταση της ζημίας που θεωρεί ότι υπέστη. Υποστήριξε ότι, στο πλαίσιο των αποφάσεων περί προαγωγών, δεν ελήφθησαν υπόψη οι λόγοι που συνδέονταν με το άτομό του. Κατόπιν της απορρίψεως της αγωγής του, άσκησε έφεση ενώπιον του Oberlandesgericht Wien, το οποίο και απέρριψε την έφεση αυτή. Τότε, ο G. Schneider υπέβαλε αίτηση αναιρέσεως («Revision») ενώπιον του Oberster Gerichtshof. Με απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2001 το τελευταίο δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως. Παραπέμποντας στη νομολογία του Δικαστηρίου περί της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως στο πλαίσιο της οδηγίας 76/207 (αποφάσεις της 17ης Οκτωβρίου 1995, C-450/93, Kalanke, Συλλογή 1995, σ. Ι-3051· της 11ης Νοεμβρίου 1997, C-409/95, Marschall, Συλλογή 1997, σ. Ι-6363· της 28ης Μαρτίου 2000, C-158/97, Badeck κ.λπ., Συλλογή 2000, σ. Ι-1875, και της 6ης Ιουλίου 2000, C-407/98, Abrahamsson και Anderson, Συλλογή 2000, σ. Ι-5539), έκρινε ότι το αυστριακό μέτρο περί προωθήσεως των γυναικών είναι αντίθετο προς το κοινοτικό δίκαιο, καθόσον δεν προβλέπει ρήτρα περί παρεκκλίσεως. Εντούτοις, δέχθηκε ότι δεν υφίστατο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της προσβολής του δικαιώματος και της προβαλλόμενης ζημίας. Κατά το ως άνω δικαστήριο, ο G. Schneider δεν επικαλέστηκε καμία περίσταση η οποία, στην περίπτωση που προβλεπόταν ρήτρα περί παρεκκλίσεως, θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη υπέρ αυτού.

    10      Εξάλλου, ο G. Schneider ζήτησε από τον Bundesminister für Justiz, με έγγραφο της 11ης Ιανουαρίου 1999, αποκατάσταση της ζημίας που θεωρούσε ότι υπέστη λόγω του ότι, κατόπιν της από 14 Απριλίου 1998 αιτήσεώς του, δεν διορίστηκε δικαστής στο Oberlandesgericht Wien. Ο ως άνω υπουργός απέρριψε την αίτηση αποζημιώσεως, που στηριζόταν στον B‑GBG (στο εξής: απορριπτική απόφαση).

    11      Ο G. Schneider προσέβαλε την ως άνω απορριπτική απόφαση ενώπιον του Verwaltungsgerichtshof. Μεταξύ άλλων ισχυρίστηκε ότι η απόφαση αυτή ήταν παράνομη, διότι η εφαρμοστέα ρύθμιση υποχρεώνει το θιγόμενο άτομο να ζητήσει την αποκατάσταση της ζημίας του από την αρχή που την προκάλεσε. Υποστήριξε επίσης ότι ο δικαστικός έλεγχος τον οποίο ασκεί, όσον αφορά μια τέτοια απόφαση, το Verwaltungsgerichtshof, ενεργώντας ως ακυρωτικό, δεν πληροί τις προϋποθέσεις μιας αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Πράγματι, το ως άνω δικαστήριο δεν έχει καμία αρμοδιότητα «ελέγχου της εκτιμήσεως των αποδείξεων», οπότε τα πραγματικά ζητήματα εμπίπτουν σε τελική ανάλυση στην κρίση της διοικητικής αρχής.

    12      Με τη διάταξή του το Verwaltungsgerichtshof υπογραμμίζει ότι η ενώπιόν του προσφυγή είναι, εκ της φύσεώς της, αίτηση αναιρέσεως. Ως ακυρωτικό δικαστήριο δεν μπορεί παρά να ασκήσει περιορισμένο έλεγχο σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά. Στο πλαίσιο αυτό και λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Δικαστηρίου, θεωρεί ότι είναι τουλάχιστον αμφίβολο αν η δικαστική προστασία που εξασφαλίζει στην προκείμενη περίπτωση αποκλειστικά το Verwaltungsgerichtshof πληροί επαρκώς τις προϋποθέσεις του κοινοτικού δικαίου, υπό την έννοια του άρθρου 6 της οδηγίας 76/207.

    13      Υπό τις συνθήκες αυτές, θεωρώντας ότι είναι απαραίτητη μια απόφαση επί του ζητήματος αυτού για την επίλυση της εκκρεμούς ενώπιόν του διαφοράς, το Verwaltungsgerichtshof αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «Έχει το άρθρο 6 της οδηγίας 76/207 [...] την έννοια ότι η προβλεπόμενη στην εν λόγω οδηγία δυνατότητα δικαστικής επιδιώξεως των δικαιωμάτων (εν προκειμένω: μιας αξιώσεως αποζημιώσεως) δεν εξασφαλίζεται επαρκώς από το αυστριακό Verwaltungsgerichtshof και μόνον, λαμβανομένων υπόψη των εκ του νόμου περιορισμένων αρμοδιοτήτων του (δεδομένου ότι λειτουργεί αποκλειστικά ως ακυρωτικό δικαστήριο χωρίς δυνατότητα ελέγχου των πραγματικών περιστατικών);»

    14      Ύστερα από τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα, το Verwaltungsgerichtshof διαβίβασε στο Δικαστήριο διάταξη την οποία εξέδωσε στις 26 Μαρτίου 2003 και με την οποία υποβάλλει παρατηρήσεις επί της σχέσεως μεταξύ της διαδικασίας περί αποζημιώσεως δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 1, του B-GBG και εκείνης που αφορά αστική αγωγή αποζημιώσεως δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 1, του AHG.

     Επί του παραδεκτού του προδικαστικού ερωτήματος

    15      Απαντώντας σε έγγραφη ερώτηση του Δικαστηρίου επί της σχέσεως μεταξύ των δύο διαδικασιών που κίνησε ο G. Schneider, τη μία εκ των οποίων ενώπιον του Landesgericht für Zivilrechtsachen Wien και την άλλη ενώπιον του Verwaltungsgerichtshof, η Αυστριακή Κυβέρνηση εκθέτει ότι η άσκηση αγωγής αποζημιώσεως κατά του Δημοσίου ενώπιον των αστικών δικαστηρίων δεν αποκλείει ούτε περιορίζει την άσκηση διοικητικής προσφυγής κατά του Δημοσίου προς αναγνώριση της ευθύνης του, βάσει των διατάξεων του B-GBG. Υπογραμμίζει ότι, αντιστρόφως, όταν ένας προσφεύγων επικαλείται ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου τα δικαιώματα τα οποία αντλεί λόγω παραβάσεως των διατάξεων του B‑GBG, εξακολουθούν να είναι αρμόδια τα αστικά δικαστήρια, στο πλαίσιο της γενικής αρμοδιότητάς τους, για να αποφαίνονται επί διαφορών στις οποίες ανακύπτει ζήτημα ευθύνης του Δημοσίου. Επομένως, αιτήματα όπως τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης μπορούν να υποβάλλονται, στην Αυστρία, ενώπιον τόσο των αστικών όσο και των διοικητικών δικαστηρίων.

    16      Η Αυστριακή Κυβέρνηση διευκρινίζει ότι το δεδικασμένο της αστικής δίκης δεν δεσμεύει, κατ’ αρχήν, τα διοικητικά δικαστήρια και αντιστρόφως. Πράγματι, οι αποφάσεις των αστικών και των διοικητικών δικαστηρίων έχουν διαφορετικά αντικείμενα, οπότε, σε περίπτωση που κριθεί ότι στερείται ερείσματος το προβαλλόμενο ενώπιον των αστικών δικαστηρίων δικαίωμα, τούτο δεν μπορεί να δεσμεύει το διοικητικό δικαστήριο κατά την εκτίμηση του βασίμου των υποβαλλόμενων ενώπιόν του αιτημάτων.

    17      Εξάλλου, από την ως άνω απάντηση της Αυστριακής Κυβερνήσεως προκύπτει ότι ο G. Schneider άσκησε αγωγή αποζημιώσεως κατά του Δημοσίου στηριζόμενη στον AHG λόγω ανεπαρκούς μεταφοράς του άρθρου 2, παράγραφος 4, της οδηγίας 76/207 στην εθνική έννομη τάξη και ότι τα διαδοχικώς επιληφθέντα της υποθέσεως αστικά δικαστήρια απέρριψαν την αγωγή του G. Schneider, με την αιτιολογία ότι δεν υφίστατο άμεσος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της προβαλλόμενης προσβολής του κοινοτικού δικαίου, δηλαδή της μη υπάρξεως ρήτρας παρεκκλίσεως, και της προβαλλόμενης ζημίας.

    18      Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων παρατηρεί, κατ’ αρχάς, ότι, εφόσον τα μέσα ένδικης προστασίας στο πλαίσιο της ευθύνης του Δημοσίου των οποίων έκανε χρήση ο G. Schneider ενώπιον του Landesgericht für Zivilrehtsachen Wien και του Oberlandesgericht Wien έδωσαν τη δυνατότητα πλήρους ελέγχου της επίμαχης στην κύρια δίκη αποφάσεως του Bundesminister für Justiz τόσο σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά όσο και από νομική άποψη, οι περιορισμοί που συνδέονται με την παράλληλη διοικητική διαδικασία δεν μπορούν να έχουν κάποια σημασία. Αν οι ενώπιον των αστικών δικαστηρίων διαδικασίες είναι σύμφωνες προς τις προϋποθέσεις του άρθρου 6 της οδηγίας 76/207, τότε πληρούνται στην υπόθεση της κύριας δίκης οι σχετικές προϋποθέσεις του κοινοτικού δικαίου και, επομένως, το προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτο. Αν και οι επίμαχες διαδικασίες ενώπιον των αστικών και διοικητικών δικαστηρίων διαφέρουν και στηρίζονται σε διαφορετικές νομοθετικές ρυθμίσεις, μια διαδικασία με σκοπό τη χορήγηση αποζημιώσεως επιδιώκει σε τελική ανάλυση το ίδιο αποτέλεσμα με μια διαδικασία που κινείται ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου.

    19      Λαμβανομένης υπόψη της διατάξεως του Verwaltungsgerichtshof της 26ης Μαρτίου 2003, που περιήλθε στο Δικαστήριο ύστερα από τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο υπενθυμίζει, κατ’ αρχάς, ότι η προφορική διαδικασία ενώπιόν του περατώθηκε μετά τις ως άνω προτάσεις. Εντούτοις, το Δικαστήριο είχε τη δυνατότητα, δυνάμει του Κανονισμού Διαδικασίας του, να διοργανώσει εκ νέου προφορική διαδικασία και να γνωστοποιήσει, για τον λόγο αυτό, την ως άνω διάταξη στους διαδίκους της κύριας δίκης και στα λοιπά ενδιαφερόμενα μέρη στην προδικαστική διαδικασία προκειμένου να τους παράσχει τη δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε λόγος επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας και πληροφόρησε σχετικά το αιτούν δικαστήριο, καθώς και τους διαδίκους της κύριας δίκης, τα κράτη μέλη και τα κοινοτικά όργανα που είχαν υποβάλει παρατηρήσεις.

    20      Όσον αφορά το προδικαστικό ερώτημα, πρέπει να υπομνησθεί ότι από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η διαδικασία του άρθρου 234 ΕΚ αποτελεί μέσο συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, με την οποία το Δικαστήριο τους παρέχει τα ερμηνευτικά στοιχεία του κοινοτικού δικαίου που είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς επί της οποίας καλούνται να αποφανθούν (βλ. την απόφαση της 16ης Ιουλίου 1992, C-83/91, Meilicke, Συλλογή 1992, σ. Ι-4871, σκέψη 22· τις διατάξεις της 9ης Αυγούστου 1994, C-378/93, La Pyramide, Συλλογή 1994, σ. Ι-3999, σκέψη 10, και της 25ης Μαΐου 1998, C-361/97, Nour, Συλλογή 1998, σ. Ι-3101, σκέψη 10).

    21      Στο πλαίσιο της συνεργασίας αυτής, απόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να απαντήσει (βλ. τις αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1995, C-415/93, Bosman, Συλλογή 1995, σ. Ι-4921, σκέψη 59· της 13ης Μαρτίου 2001, C-379/98, PreussenElektra, Συλλογή 2001, σ. Ι-2099, σκέψη 38, και της 22ας Ιανουαρίου 2002, C-390/99, Canal Satélite Digital, Συλλογή 2002, σ. Ι-607, σκέψη 18).

    22      Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει επίσης δεχθεί ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, πρέπει να ερευνά τις συνθήκες υπό τις οποίες του έχουν υποβληθεί τα ερωτήματα από τον εθνικό δικαστή, προκειμένου να ελέγξει κατά πόσον είναι αρμόδιο να απαντήσει. Δεν είναι δυνατόν να προβληθεί άρνηση απαντήσεως σε προδικαστικό ερώτημα εθνικού δικαστηρίου παρά μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμα όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν (βλ. τις προπαρατεθείσες αποφάσεις PreussenElektra, σκέψη 39, και Canal Satélite Digital, σκέψη 19).

    23      Πράγματι, το πνεύμα συνεργασίας που πρέπει να πρυτανεύει κατά τη λειτουργία της διαδικασίας των προδικαστικών ερωτημάτων συνεπάγεται ότι το εθνικό δικαστήριο σέβεται την αποστολή που έχει ανατεθεί στο Δικαστήριο, η οποία συνίσταται στη συμβολή για την απονομή της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών και όχι στη διατύπωση συμβουλευτικών γνωμών σχετικών με γενικά ή υποθετικά ερωτήματα (βλ. την προαναφερθείσα απόφαση Meilicke, σκέψη 25, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    24      Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το άρθρο 6 της οδηγίας 76/207, δυνάμει του οποίου κάθε άτομο που θεωρεί ότι θίγεται από τη μη εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως πρέπει να μπορεί να διεκδικεί τα δικαιώματά του διά της δικαστικής οδού, δεν διευκρινίζει τη φύση των δικαστηρίων στα οποία τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αναθέσουν την αποστολή αυτή. Πράγματι, η επιταγή που θέτει το ως άνω άρθρο 6 ικανοποιείται όταν το άτομο που θεωρεί ότι θίγεται από τη μη εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μπορεί να διεκδικήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματά του ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου.

    25      Η οδηγία 76/207 μεταφέρθηκε στο αυστριακό δίκαιο με τον B-GBG, η εφαρμογή του οποίου μπορεί να αμφισβητηθεί ενώπιον μιας διοικητικής αρχής, στη συνέχεια δε ενώπιον της διοικητικής δικαιοσύνης.

    26      Εντούτοις, όπως προκύπτει από τη δικογραφία που έχει υποβληθεί στο Δικαστήριο, στην Αυστρία υφίσταται και δυνατότητα ασκήσεως ενώπιον των αστικών δικαστηρίων γενικής αγωγής αποζημιώσεως λόγω ευθύνης του Δημοσίου, η οποία στηρίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, του AHG, με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε εξαιτίας μιας αποφάσεως που θεωρείται παράνομη με γνώμονα την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών στο πλαίσιο των προαγωγών δημοσίων υπαλλήλων και δικαστικών λειτουργών.

    27      Όπως σημείωσε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 35 των προτάσεών του, η αυστριακή έννομη τάξη παρέχει στους ιδιώτες ένδικο βοήθημα με το οποίο μπορούν να επικαλεστούν τη μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως έναντί τους, με γενικές διατάξεις περί ευθύνης του Δημοσίου, η εφαρμογή των οποίων ελέγχεται όσον αφορά τόσο τα πραγματικά όσο και τα νομικά ζητήματα από τα εθνικά δικαστήρια σε τρεις βαθμούς δικαιοδοσίας.

    28      Δεν αμφισβητείται ότι μια τέτοια δικαστική οδός ικανοποιεί την επιταγή πρόσφορης και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας όπως ορίζει το άρθρο 6 της οδηγίας 76/207.

    29      Όμως, στην υπόθεση της κύριας δίκης διαπιστώνεται ότι ο G. Schneider κίνησε διαδικασίες ενώπιον του Landesgericht Wien και του Oberlandesgericht Wien, καθώς και ενώπιον του Oberster Gerichtshof, με σκοπό την αποκατάσταση της ζημίας την οποία υποστηρίζει ότι υπέστη λόγω της παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών με την απορριπτική απόφαση.

    30      Επομένως, ένα δικαιοδοτικό σύστημα όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη ικανοποιεί πλήρως την επιταγή του άρθρου 6 της οδηγίας 76/207 για τα μέσα ένδικης προστασίας, όσον αφορά την ευθύνη του Δημοσίου, που προβλέπονται ενώπιον των αστικών δικαστηρίων δυνάμει γενικών διατάξεων όπως αυτές του AHG, των οποίων έκανε χρήση ο G. Schneider.

    31      Υπό τις συνθήκες αυτές, το ζήτημα αν η διαδικασία ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου ικανοποιεί τις επιταγές του άρθρου 6 της οδηγίας 76/207 είναι αλυσιτελές για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, οπότε το προδικαστικό ερώτημα είναι υποθετικό. Επομένως, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 22 και 23 της παρούσας αποφάσεως, το Δικαστήριο είναι αναρμόδιο να απαντήσει σε ένα τέτοιο ερώτημα.

    32      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω στοιχείων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτο.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    33      Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Αυστριακή Κυβέρνηση και η Επιτροπή, που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

    κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με απόφαση που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 4 Οκτωβρίου 2001 το Verwaltungsgerichtshof (Αυστρία), αποφαίνεται:

    Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Verwaltungsgerichtshof με διάταξη της 13ης Σεπτεμβρίου 2001 είναι απαράδεκτη.

    Jann

    Timmermans

    Rosas

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 5 Φεβρουαρίου 2004.

    Ο Γραμματέας

     

           Ο Πρόεδρος

    R. Grass

     

           Β. Σκουρής


    * Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Top