Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62001CJ0290

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 4ης Μαρτίου 2004.
    Receveur principal des douanes de Villepinte κατά Derudder & Cie SA, παρισταμένης της Tang Frères.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Cour de cassation - Γαλλία.
    Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων - Θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία - Δειγματοληψία - Δυνατότητα αμφισβητήσεως της αντιπροσωπευτικότητας του δείγματος.
    Υπόθεση C-290/01.

    Συλλογή της Νομολογίας 2004 I-02041

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2004:120

    Υπόθεση C-290/01

    Receveur principal des douanes de Villepinte

    κατά

    Derudder & Cie SA

    [αίτηση του Cour de cassation (Γαλλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων – Θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία – Δειγματοληψία – Δυνατότητα αμφισβητήσεως της αντιπροσωπευτικότητας του δείγματος»

    Περίληψη της αποφάσεως

    Τελωνειακή ένωση – Εναρμόνιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες θέσεως των εμπορευμάτων σε ελεύθερη κυκλοφορία – Δειγματοληψία επί εισαγομένων εμπορευμάτων – Δυνατότητα του προβαίνοντος στην τελωνειακή διασάφηση, παρόντος κατά τη δειγματοληψία, να αμφισβητήσει μεταγενέστερα την αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος – Όρια

    (Κανονισμός 2913/92 του Συμβουλίου, άρθρο70· οδηγία 79/695 του Συμβουλίου, άρθρα 9 και 10· οδηγία 82/57 της Επιτροπής, άρθρο 11)

    Οι οδηγίες 79/695, περί εναρμονίσεως των διαδικασιών θέσεως σε ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, και 82/57, περί καθορισμού ορισμένων διατάξεων εφαρμογής της πρώτης, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 83/371, καθώς και ο κανονισμός 2913/92, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, έχουν την έννοια ότι ο προβαίνων στην τελωνειακή διασάφηση ή ο εκπρόσωπός του, ο οποίος παρέστη στην εκ μέρους των τελωνειακών αρχών λήψη δείγματος επί των εισαχθέντων εμπορευμάτων, χωρίς να προβάλει αμφισβητήσεις σχετικά με την αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος αυτού, έχει την ευχέρεια να το πράξει οσάκις οι εν λόγω αρχές τον καλούν να εξοφλήσει πρόσθετες εισφορές κατά την εισαγωγή κατόπιν αναλύσεων του εν λόγω δείγματος που πραγματοποίησαν οι τελευταίες, στο μέτρο που τα οικεία εμπορεύματα δεν αποτέλεσαν αντικείμενο αδείας παραλαβής ή, εφόσον αυτή χορηγήθηκε, δεν αλλοιώθηκαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο, πράγμα που εναπόκειται στον προβαίνοντα στην τελωνειακή διασάφηση να αποδείξει.

    (βλ. σκέψη 47 και διατακτ.)




    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

    της 4ης Μαρτίου 2004 (*)

    «Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων – Θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία – Δειγματοληψία – Δυνατότητα αμφισβητήσεως της αντιπροσωπευτικότητας του δείγματος»

    Στην υπόθεση C-290/01,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Cour de cassation (Γαλλία) προς το Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    Receveur principal des douanes de Villepinte

    και

    Derudder & Cie SA,

    παριστάμενη:

    Tang Frères,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 70, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 302, σ. 1),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans (εισηγητή), προεδρεύοντα του πέμπτου τμήματος, A. La Pergola και S. von Bahr, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

    γραμματέας: H. A. Rühl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

    λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    –        η εταιρία Tang Frères, εκπροσωπούμενη από τον J.-P. Spitzer, avocat,

    –        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους G. de Bergues και A. Colomb,

    –        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον I. M. Braguglia, avvocato dello Stato,

    –        η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον R. Tricot,

    έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου

    αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Γαλλικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από την A. Colomb, και της Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον X. Lewis, κατά τη συνεδρίαση της 5ης Φεβρουαρίου 2003,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 10ης Απριλίου 2003,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1        Με απόφαση της 17ης Ιουλίου 2001, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 23 Ιουλίου 2001, το Cour de cassation υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 70, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 302, σ. 1, στο εξής: κοινοτικός τελωνειακός κώδικας).

    2        Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Derudder & Cie SA (στο εξής: Derudder), εταιρίας διενεργούσας τελωνειακές διασαφήσεις, και του receveur principal des douanes de Villepinte (Γαλλία) με αντικείμενο καταλογιστική πράξη εκδοθείσα από τον δεύτερο σχετικά με την καταβολή ποσού ύψους 467 045 γαλλικών φράγκων (FRF) αντιστοιχούντος στο ποσό πρόσθετων εισφορών κατά την εισαγωγή ρυζιού κατόπιν αναλύσεως που είχε χωρήσει επί δειγμάτων του ως άνω εμπορεύματος.

     Το νομικό πλαίσιο

     Οι εφαρμοστέοι πριν από την έναρξη ισχύος του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα κανόνες

    3        Το άρθρο 9 της οδηγίας 79/695/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1979, περί εναρμονίσεως των διαδικασιών θέσεως σε ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/007, σ. 262), ορίζει:

    «1.      Η τελωνειακή υπηρεσία, υπό την επιφύλαξη άλλων τρόπων ελέγχου που διαθέτει, δύναται να προβαίνει στην εξέταση του συνόλου ή μέρους των εμπορευμάτων.

    […]

    4.      Ο [προβαίνων στην τελωνειακή διασάφηση] δικαιούται να παρίσταται κατά την εξέταση των εμπορευμάτων ή να εκπροσωπείται κατά τη διάρκεια αυτής. Η τελωνειακή υπηρεσία, όταν κρίνει χρήσιμο, δύναται να απαιτεί από τον [προβαίνοντα στην τελωνειακή διασάφηση] να παρίσταται κατά την εξέταση των εμπορευμάτων ή να εκπροσωπείται κατά τη διάρκεια αυτής για να της παρέχει την αναγκαία βοήθεια για τη διευκόλυνση της εξετάσεως.

    5.      Η τελωνειακή υπηρεσία δύναται, με την ευκαιρία εξετάσεως των εμπορευμάτων, να λαμβάνει δείγματα για την ανάλυση αυτών ή τη διενέργεια λεπτομερέστερου ελέγχου. Τα προκύπτοντα από την ανάλυση και τον έλεγχο αυτό έξοδα βαρύνουν τη διοίκηση».

    4        Το άρθρο 10 της οδηγίας 79/695 εξαγγέλλει:

    «1.      Τα αποτελέσματα της επαληθεύσεως της διασαφήσεως και των δικαιολογητικών εγγράφων που επισυνάπτονται σε αυτή, συνδυαζόμενα ή μη με εξέταση των εμπορευμάτων, αποτελούν τη βάση για τον υπολογισμό των εισαγωγικών δασμών και για την εφαρμογή των λοιπών διατάξεων που διέπουν τη θέση σε κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Όταν δεν λαμβάνει χώρα ούτε επαλήθευση της διασαφήσεως και των προσαρτημένων σε αυτή δικαιολογητικών εγγράφων, ούτε εξέταση των εμπορευμάτων, ο υπολογισμός αυτός και η εφαρμογή των διατάξεων ενεργείται βάσει των ενδείξεων της διασαφήσεως.

    2.      Οι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν αποτελούν εμπόδιο για τη διενέργεια, ενδεχομένως, μεταγενέστερων ελέγχων από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους, όπου έλαβε χώρα η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, ούτε ως προς τις συνέπειες που είναι δυνατόν να ανακύψουν από την εφαρμογή των ισχυουσών διατάξεων, ιδίως όσον αφορά την τροποποίηση του ποσού των εισαγωγικών δασμών που επιβάλλονται στα εμπορεύματα αυτά.»

    5        Τέλος, κατά το άρθρο 13, παράγραφος 3, της οδηγίας 79/695, «[κ]αθ’ όλο το χρονικό διάστημα που δεν έχει δοθεί η άδεια παραλαβής των εμπορευμάτων, τα εμπορεύματα δεν δύνανται να μετακινούνται από τον χώρο όπου ευρίσκονται ούτε να τυγχάνουν οποιασδήποτε μεταχειρίσεως χωρίς την έγκριση της τελωνειακής υπηρεσίας».

    6        Όσον αφορά την προβλεπόμενη από την οδηγία 79/695 εξέταση των εμπορευμάτων, το άρθρο 11 της οδηγίας 82/57/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 1981, περί καθορισμού ορισμένων διατάξεων εφαρμογής της οδηγίας 79/695 (ΕΕ 1982, L 28, σ. 38), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 83/371/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 1983 (ΕΕ L 204, σ. 63, στο εξής: οδηγία 82/57), είναι διατυπωμένο ως εξής:

    «Όταν η τελωνειακή υπηρεσία αποφασίζει να εξετάσει μέρος μόνο των [προς διασάφηση] εμπορευμάτων, υποδεικνύει στον [προβαίνοντα στην τελωνειακή διασάφηση] ή στον εκπρόσωπό του, τα εμπορεύματα που θέλει να εξετάσει, χωρίς αυτός να δύναται να αντιταχθεί στην επιλογή αυτή.

    Τα αποτελέσματα της μερικής εξετάσεως καλύπτουν το σύνολο των εμπορευμάτων που αποτελούν το αντικείμενο της διασαφήσεως. Πάντως, ο [προβαίνων στην τελωνειακή διασάφηση] δύναται να ζητήσει συμπληρωματική εξέταση των εμπορευμάτων, αν πιστεύει ότι τα αποτελέσματα της μερικής εξετάσεως δεν ισχύουν για τα λοιπά [προς διασάφηση] εμπορεύματα.»

    7        Κατά το άρθρο 12, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 82/57:

    «1.      Όταν η τελωνειακή υπηρεσία αποφασίζει να προβεί στην εξέταση των εμπορευμάτων, πληροφορεί σχετικά τον [προβαίνοντα στην τελωνειακή διασάφηση] ή τον εκπρόσωπό του.

    2.      Ο [προβαίνων στην τελωνειακή διασάφηση] ή το πρόσωπο που ορίζει για να παραστεί στην εξέταση των εμπορευμάτων οφείλει να προσφέρει στην τελωνειακή υπηρεσία την απαραίτητη βοήθεια για την διευκόλυνση του έργου της. […]»

    8        Το άρθρο 13, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 82/57, αφορών τη δειγματοληψία, ορίζει:

    «1.      Η τελωνειακή υπηρεσία, όταν αποφασίζει να προβεί σε λήψη δειγμάτων, πληροφορεί σχετικά τον [προβαίνοντα στην τελωνειακή διασάφηση] ή τον εκπρόσωπό του.

    Η τελωνειακή υπηρεσία αν το θεωρεί χρήσιμο, δύναται να απαιτεί από τον [προβαίνοντα στην τελωνειακή διασάφηση] να παρίσταται στη λήψη αυτή ή να εκπροσωπείται, ώστε να παρέχεται η απαραίτητη για τον σκοπό αυτό βοήθεια.

    2.      Οι λήψεις δειγμάτων γίνονται από την ίδια την τελωνειακή υπηρεσία. Πάντως, αυτή δύναται να ζητήσει να γίνουν, υπό τον έλεγχό της, από τον [προβαίνοντα στην τελωνειακή διασάφηση] ή από το πρόσωπο που αυτός ορίζει.

    Οι λήψεις δειγμάτων γίνονται σύμφωνα με τις μεθόδους που προβλέπουν οι ισχύουσες τελωνειακές διατάξεις.»

    9        Κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 82/57, «[ο προβαίνων στην τελωνειακή διασάφηση] ή το πρόσωπο που ορίζει για να παραστεί στη λήψη δειγμάτων υποχρεούται να παράσχει οποιαδήποτε απαραίτητη βοήθεια στην τελωνειακή υπηρεσία προς διευκόλυνση της εργασίας αυτής».

    10      Το άρθρο 15 της οδηγίας 82/57 προβλέπει:

    «[Εφόσον] η τελωνειακή υπηρεσία προέβη στη λήψη δειγμάτων για ανάλυση και εκτενέστερο έλεγχο, εκδίδει την άδεια παραλαβής των εν λόγω εμπορευμάτων, χωρίς να περιμένει τα αποτελέσματα της αναλύσεως αυτής ή του ελέγχου, εφόσον βέβαια τίποτα δεν αντιτίθεται στην έκδοση αυτή.

    Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 20.»

    11      Τέλος, κατά το άρθρο 20, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 82/57:

    «Όταν η τελωνειακή υπηρεσία, αναμένοντας αποτέλεσμα των ελέγχων τους οποίους έχει διεξαγάγει είτε για την επαλήθευση των ενδείξεων διασαφήσεως ή των επισυναπτομένων εγγράφων, είτε για την εξέταση των εμπορευμάτων, κρίνει ότι δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει το ποσό των εισαγωγικών δασμών στους οποίους υποβάλλονται τα εμπορεύματα δύναται, μετά από σχετική αίτηση του [διενεργούντος την τελωνειακή διασάφηση], να προβεί στην έκδοση της αδείας παραλαβής των εν λόγω εμπορευμάτων. Η άδεια παραλαβής δεν είναι δυνατόν να μη χορηγηθεί για τον λόγο και μόνο ότι ο οριστικός καθορισμός της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων έχει αναβληθεί ή ότι η καταγωγή των εμπορευμάτων για να οποία έχει ζητηθεί προτιμησιακή δασμολογική μεταχείριση λόγω της καταγωγής τους δεν έχει καθοριστεί οριστικά. Η χορήγηση αδείας παραλαβής των εμπορευμάτων συνεπάγεται τον άμεσο υπολογισμό των εισαγωγικών δασμών που καθορίζονται βάσει των στοιχείων της διασαφήσεως.»

     Ο κοινοτικός τελωνειακός κώδικας και οι θεσπισθέντες προς εφαρμογή του κανόνες

    12      Οι οδηγίες 79/695 και 82/57 καταργήθηκαν αντιστοίχως με τον κοινοτικό τελωνειακό κώδικα και τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 (ΕΕ L 253, σ. 1). Εντούτοις, εφαρμοζόμενοι από 1ης Ιανουαρίου 1994, οι εν λόγω δύο κανονισμοί περιλαμβάνουν διατάξεις επαναλαμβάνουσες κατ’ ουσίαν τους όρους των προπαρατεθεισών διατάξεων των οδηγιών 79/695 και 82/57.

    13      Το άρθρο 68 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα εξαγγέλλει:

    «Οι τελωνειακές αρχές για να επαληθεύσουν την ακρίβεια των διασαφήσεων που έχουν αποδεχθεί είναι δυνατόν να προβούν:

    α)      σε έλεγχο των εγγράφων ο οποίος αφορά τη διασάφηση και τα συνημμένα έγγραφα. Οι τελωνειακές αρχές μπορούν ενδεχομένως να απαιτήσουν από τον [προβαίνοντα στην τελωνειακή διασάφηση] να τους προσκομίσει άλλα έγγραφα για τη διαπίστωση της ακρίβειας των στοιχείων της διασαφήσεως·

    β)      σε εξέταση των εμπορευμάτων και, ενδεχομένως, σε δειγματοληψία για ανάλυση και λεπτομερή έλεγχο.»

    14      Το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα ορίζει:

    «Ο [προβαίνων στην τελωνειακή διασάφηση] έχει το δικαίωμα να παρίσταται κατά την εξέταση των εμπορευμάτων, καθώς και, κατά περίπτωση, κατά τη δειγματοληψία. Όταν το κρίνουν σκόπιμο, οι τελωνειακές αρχές απαιτούν από τον [προβαίνοντα στην τελωνειακή διασάφηση] να παρίσταται ή να εκπροσωπείται κατά την εξέταση των εμπορευμάτων ή τη δειγματοληψία, για να τους παρέχει την αναγκαία βοήθεια για τη διευκόλυνση της εξετάσεως ή δειγματοληψίας.»

    15      Το άρθρο 70, παράγραφος 1, του κώδικα προβλέπει:

    «Όταν η εξέταση πραγματοποιείται σε ένα μέρος των εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο της αυτής διασαφήσεως, τα αποτελέσματα της μερικής εξετάσεως ισχύουν για όλα τα εμπορεύματα της διασαφήσεως αυτής.

    Πάντως, ο [προβαίνων στην τελωνειακή διασάφηση] μπορεί να ζητήσει πρόσθετη εξέταση των εμπορευμάτων, εφόσον κρίνει ότι τα αποτελέσματα της μερικής εξετάσεως δεν ισχύουν για τα υπόλοιπα εμπορεύματα που διασαφήθηκαν.»

    16      Το άρθρο 71 του ίδιου κώδικα εξαγγέλλει:

    «1.      Τα αποτελέσματα της επαληθεύσεως της διασαφήσεως αποτελούν τη βάση για την εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν το τελωνειακό καθεστώς στο οποίο έχουν υπαχθεί τα εμπορεύματα. Όταν δεν πραγματοποιείται η επαλήθευση της διασαφήσεως, η εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρει η παράγραφος 1 βασίζεται στα στοιχεία της διασαφήσεως.»

    2.      Όταν δεν πραγματοποιείται η επαλήθευση της διασαφήσεως, η εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρει η παράγραφος 1 βασίζεται στα στοιχεία της διασαφήσεως.»

    17      Κατά το άρθρο 78 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα:

    «1.      Οι τελωνειακές αρχές είναι δυνατόν να επανεξετάσουν τη διασάφηση, αυτεπαγγέλτως ή εφόσον το ζητήσει ο [προβαίνων στην τελωνειακή διασάφηση], μετά τη χορήγηση της αδείας παραλαβής των εμπορευμάτων.

    2.      Οι τελωνειακές αρχές μπορούν, μετά τη χορήγηση αδείας παραλαβής των εμπορευμάτων και προκειμένου να διαπιστώσουν την ακρίβεια των στοιχείων της διασαφήσεως, να προβαίνουν σε έλεγχο των παραστατικών και εμπορικών στοιχείων των σχετικών με τις πράξεις εισαγωγής ή εξαγωγής των εν λόγω εμπορευμάτων, καθώς και με τις μεταγενέστερες εμπορικές πράξεις που αφορούν τα ίδια εμπορεύματα. Οι έλεγχοι αυτοί μπορούν να διενεργούνται στις εγκαταστάσεις του [προβαίνοντος στην τελωνειακή διασάφηση], κάθε προσώπου που ενδιαφέρεται άμεσα ή έμμεσα επαγγελματικά για τις εν λόγω πράξεις, καθώς και οποιουδήποτε άλλου προσώπου που λόγω επαγγέλματος έχει στην κατοχή του τα εν λόγω έγγραφα και στοιχεία. Οι τελωνειακές αρχές μπορούν επίσης να εξετάσουν τα εμπορεύματα, όταν αυτά είναι ακόμα δυνατόν να προσκομιστούν.

    3.      Όταν από την επανεξέταση της διασαφήσεως ή τους εκ των υστέρων ελέγχους προκύπτει ότι οι διατάξεις που διέπουν το σχετικό τελωνειακό καθεστώς έχουν εφαρμοστεί βάσει ανακριβών ή ελλιπών στοιχείων, οι τελωνειακές αρχές, τηρώντας τις διατάξεις που έχουν ενδεχομένως θεσπιστεί, λαμβάνουν τα απαιτούμενα μέτρα για να επανορθώσουν την κατάσταση λαμβάνοντας υπόψη τους τα νέα στοιχεία που βρίσκονται στη διάθεσή τους.»

    18      Τέλος, κατά το άρθρο 243, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κώδικα:

    «Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή κατά των αποφάσεων των τελωνειακών αρχών σχετικά με την εφαρμογή της τελωνειακής νομοθεσίας οι οποίες το αφορούν άμεσα και ατομικά.»

    19      Τα άρθρα 240 έως 244 του κανονισμού 2454/93 αντιστοιχούν κατ’ ουσίαν στα άρθρα 11 έως 15 της οδηγίας 82/57, ενώ το άρθρο 248 του εν λόγω κανονισμού επαναλαμβάνει σε πολύ μεγάλο βαθμό το γράμμα του άρθρου 20 της οδηγίας.

     Οι εφαρμοστέοι επί των εισαγωγών ρυζιού στην Κοινότητα κανόνες

    20      Το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2729/75 του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975, περί των εισφορών κατά την εισαγωγή που εφαρμόζονται στα μείγματα σιτηρών, ορύζης και θραυσμάτων ορύζης (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/013, σ. 18), προβλέπει:

    «Η εισφορά η εφαρμοζόμενη στα μίγματα που αποτελούνται είτε από όρυζα, η οποία ανήκει σε πολλές ομάδες ή σε διαφορετικά στάδια μεταποιήσεως, είτε από όρυζα η οποία ανήκει σε μία ή πολλές ομάδες ή σε διαφορετικά στάδια μεταποιήσεως και θραύσματα ορύζης, είναι η εισφορά που εφαρμόζεται:

    –        στο κύριο συνθετικό σε βάρος, αν αυτό αντιπροσωπεύει τουλάχιστο το 90 % του βάρους του μίγματος,

    –        στο συνθετικό που υπόκειται στην υψηλότερη εισφορά, αν κανένα από τα συνθετικά δεν αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 90 % του βάρους του μίγματος.»

    21      Δυνάμει του παραρτήματος Α, σημείο 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1418/76 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 1976, περί κοινής οργανώσεως αγοράς της ορύζης (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/015, σ. 1), ο οποίος ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, τα θραύσματα ρυζιού ορίζονταν ως «τεμάχια κόκκων, το μήκος των οποίων είναι ίσο ή κατώτερο των τριών τετάρτων του μέσου μήκους ολοκλήρου του κόκκου». Όσον αφορά την καταμέτρηση των κόκκων ρυζιού, διευκρινίζεται στο σημείο 2, στοιχείο γ΄, περίπτωση i, του ιδίου παραρτήματος, ότι η ως άνω καταμέτρηση διενεργείται ιδίως με τη «λήψη αντιπροσωπευτικού δείγματος της παρτίδας».

     Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

    22      Με διασάφηση στο τελωνείο της πόλεως Villepinte της 8ης Νοεμβρίου 1989, η Derudder έθεσε σε ελεύθερη κυκλοφορία, για λογαριασμό της εταιρίας Tang Frères, παρτίδα εμπορευμάτων προερχομένων από την Ταϊλάνδη και αποκαλουμένων «Thaï Flagrant Broken Rice». Δεδομένου ότι, σύμφωνα με τη διασάφηση της Derudder επρόκειτο για «θραύσματα ρυζιού», επιβλήθηκε στην περίπτωσή τους η εισφορά κατά την εισαγωγή που αντιστοιχεί στην ως άνω διάκριση της Συνδυασμένης Ονοματολογίας.

    23      Πάντως, για τον έλεγχο των εν λόγω εμπορευμάτων, οι υπάλληλοι του τελωνείου προέβησαν στη λήψη ορισμένων δειγμάτων τους παρουσία εκπροσώπου της Derudder, προκειμένου να χωρήσει ανάλυση σε εγκεκριμένο από τη διοίκηση τελωνείων εργαστήριο. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, ούτε η Derudder ούτε ο εκπρόσωπός της αμφισβήτησαν κατά τον χρόνο λήψεως των δειγμάτων την αντιπροσωπευτικότητά τους, ούτε ζήτησαν περαιτέρω από τους υπαλλήλους του τελωνείου να πραγματοποιήσουν συμπληρωματική δειγματοληψία. Συγκεκριμένα, επειδή ο υποβαλών τη διασάφηση εξέφρασε την επιθυμία να διαθέσει ταχέως το εισαχθέν ρύζι στο εμπόριο, η άδεια παραλαβής των εμπορευμάτων χορηγήθηκε αμέσως μετά την πραγματοποίηση των δειγματοληψιών.

    24      Δεδομένου ότι, όπως προέκυψε από την ανάλυψη των ληφθέντων από τα εν λόγω εμπορεύματα δειγμάτων, το επίδικο μείγμα δεν περιελάμβανε τουλάχιστον 90 % θραύσματα ρυζιού, όπως ορίζει το παράρτημα Α, σημείο 3, του κανονισμού 1418/76, η τελωνειακή διοικητική αρχή εκτίμησε, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 2729/75, ότι έπρεπε να επιβληθεί επί των εμπορευμάτων αυτών η –υψηλότερη– εισφορά σχετικά με τις εισαγωγές ρυζιού υπό μορφή ολόκληρων κόκκων. Κατόπιν αυτού, ο receveur principal des douanes της Villepinte εξέδωσε στις 25 Μαΐου 1992 καταλογιστική πράξη εις βάρος της Derudder, καλώντας την να καταβάλει τις πρόσθετες εισφορές που εκτιμούσε ότι οφείλονταν για τις πραγματοποιηθείσες για λογαριασμό της εταιρίας Tang Frères εισαγωγές, ήτοι ποσό ύψους 467 045 FRF.

    25      Αμφισβητώντας τόσο τη χρησιμοποιηθείσα από τη διοίκηση των τελωνείων για την ανάλυση των ληφθέντων δειγμάτων μέθοδο όσο και την αντιπροσωπευτικότητά τους, η Derudder προσέφυγε στη συνέχεια κατά του receveur principal des douanes της Villepinte ενώπιον του tribunal d’instance de Bobigny (Γαλλία), προκειμένου να επιτύχει την ακύρωση της καταλογιστικής αυτής πράξεως. Εξάλλου, η ανωτέρω διοίκηση ζήτησε ανταγωγικώς ενώπιον του επιληφθέντος δικαστηρίου την καταβολή των επιδίκων προσθέτων εισφορών.

    26      Με μη οριστική απόφαση της 6ης Απριλίου 1993, το tribunal d’instance de Bobigny έκρινε ότι, προκειμένου να προσδιοριστεί το ακριβές ύψος των εφαρμοστέων επί των εισαχθεισών παρτίδων ρυζιού εισφορών, έπρεπε, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου και ειδικότερα με την απόφασή του της 6ης Ιουνίου 1990, C-159/88, Van Sillevoldt κλ.π. (Συλλογή 1990, σ. I-2215), να ληφθεί υπόψη το μέσο μήκος των ολόκληρων κόκκων ρυζιού που περιέχονται σε δείγμα της εισαγόμενης παρτίδας ρυζιού, αποκλειομένων των κόκκων ατελούς ωριμάνσεως. Ως εκ τούτου, το οικείο δικαστήριο διέταξε πραγματογνωμοσύνη για τους σκοπούς, αφενός, του προσδιορισμού του μέσου μήκους των ολοκλήρων κόκκων ρυζιού της εισαχθείσας παρτίδας, σύμφωνα με την υποδειχθείσα από το Δικαστήριο μέθοδο, αφετέρου, την εκτίμηση του αν το σύνολο των θραυσμάτων ρυζιού αντιπροσώπευε εν προκειμένω τουλάχιστον το 90 % της παρτίδας.

    27      Στην έκθεση που διαβίβασε στο tribunal d’instance de Bobigny τον Οκτώβριο 1994, ο πραγματογνώμων κατέληξε κατ’ ουσίαν στα ίδια πορίσματα με εκείνα των τελωνειακών υπηρεσιών, όσον αφορά το μέσο μήκος των απαντώντων στα ληφθέντα δείγματα ολοκλήρων κόκκων και το ποσοστό των θραυσμάτων ρυζιού που περιελάμβαναν τα δείγματα αυτά, το οποίο ήταν σαφώς κατώτερο του 90 % του βάρους του μείγματος. Αντιθέτως, διατύπωσε επιφυλάξεις απτόμενες της επιλεγείσας από τις εν λόγω υπηρεσίες μεθόδου αναλύσεως όσο και της αντιπροσωπευτικότητας των επιδίκων δειγμάτων. Συγκεκριμένα, σχετικά με τη χρησιμοποιηθείσα από τις τελωνειακές υπηρεσίες μέθοδο αναλύσεως, ο πραγματογνώμων διαπίστωσε ότι ήταν τεχνικώς ανέφικτη η διαφοροποίηση των ανωρίμων από τους κόκκους τελείας ωριμάνσεως δεδομένου ότι στην πράξη δεν υφίσταται τρόπος διακρίσεως των δύο αυτών μορφών κόκκων. Ως προς την αντιπροσωπευτικότητα των ληφθέντων από τους υπαλλήλους του τελωνείου της πόλεως Villepinte δειγμάτων, ο πραγματογνώμων παρατήρησε ότι τα δείγματα αυτά είχαν ληφθεί χωρίς κανένα στατιστικό πρόγραμμα δειγματοληψιών και ότι τα διενεργηθέντα επί των εν λόγω δειγμάτων αποτελέσματα της αναλύσεως, έστω και αν παρίσταντο ακριβή, δεν μπορούσαν να γενικευθούν καταλαμβάνοντας το σύνολο των εισαχθέντων εμπορευμάτων.

    28      Με βάση την εν λόγω έκθεση, το tribunal d’instance de Bobigny ικανοποίησε, με απόφαση της 17ης Μαΐου 1996, τις αξιώσεις της Derudder και ακύρωσε την επίδικη καταλογιστική πράξη. Συναφώς, κρίθηκε, ειδικότερα, ότι η παρουσία εκπροσώπου της Derudder κατά τη διάρκεια των πραγματοποιηθεισών από τις τελωνειακές υπηρεσίες δειγματοληψιών, «καίτοι επιτρέπει τον αδιάψευστο χαρακτήρα του γεγονότος ότι τα χρησιμοποιηθέντα δείγματα προέρχονται όντως από την εισαχθείσα παρτίδα, δεν οδηγεί ipso facto στο συμπέρασμα ότι τα δείγματα είναι αντιπροσωπευτικά και δεν εμποδίζει ακολούθως τον εισαγωγέα να προβάλει οποιαδήποτε αμφισβήτηση εκ του λόγου αυτού».

    29      Δεδομένου ότι η ασκηθείσα κατά της ανωτέρω αποφάσεως έφεση απορρίφθηκε για τους ίδιους λόγους με απόφαση του cour d’appel de Paris (Γαλλία) της 29ης Ιανουαρίου 1999, ο receveur principal des douanes της Villepinte άσκησε αναίρεση κατά της εν λόγω αποφάσεως, επικαλούμενος παράβαση, αφενός, των άρθρων 447-1 και 450-2 του γαλλικού τελωνειακού κώδικα, τα οποία προβλέπουν, σε περίπτωση πραγματογνωμοσύνης που διατάσσει δικαστήριο, υποχρεωτική προσφυγή στην επιτροπή συνδιαλλαγής και τελωνειακής πραγματογνωμοσύνης και, αφετέρου, του άρθρου 70 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα. Ως προς την τελευταία διάταξη, ισχυρίστηκε ειδικότερα ότι το cour d’appel de Paris την παρέβη ως εκ του ότι έκρινε ότι τα αποτελέσματα της εξετάσεως των ληφθέντων δειγμάτων επί των εισαχθέντων εμπορευμάτων δεν μπορούσαν να θεωρηθούν έγκυρα για το σύνολο των εμπορευμάτων, τη στιγμή κατά την οποία τα εν λόγω δείγματα ελήφθησαν παρουσία των ενδιαφερομένων, χωρίς ο προβαίνων στην τελωνειακή διασάφηση ή ο εκπρόσωπός του να ζητήσει από το οικείο τελωνείο τη διενέργεια συμπληρωματικών λήψεων δειγμάτων.

    30      Εκτιμώντας ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές, η επίλυση της εκκρεμούς ενώπιόν του διαφοράς εξαρτάται από την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Cour de cassation ανέστειλε τη δίκη και αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «Έχει το άρθρο 70, παράγραφος 1, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα την έννοια ότι, οσάκις εκπρόσωπος του προβαίνοντος στην τελωνειακή διασάφηση παρέστη στην εκ μέρους των τελωνειακών αρχών λήψη δείγματος του εμπορεύματος χωρίς να αμφισβητήσει την αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος, δεν δικαιούται πλέον να αμφισβητήσει ενώπιον του δικαστηρίου που επελήφθη του αιτήματος καταβολής των πρόσθετων εισφορών κατά την εισαγωγή, τις οποίες οι τελωνειακές αρχές θεωρούν ως οφειλόμενες, την αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος αυτού;»

     Επί του προδικαστικού ερωτήματος

    31      Με το ερώτημα αυτό, απευθύνει κατ’ ουσίαν προς το Δικαστήριο το ερώτημα αν η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση έχει την έννοια ότι παρέχεται η δυνατότητα στον προβαίνοντα σε τελωνειακή διασάφηση ή στον εκπρόσωπό του, ο οποίος παρέστη στην εκ μέρους των τελωνειακών αρχών λήψη δείγματος από εισαχθέντα εμπορεύματα, χωρίς να αμφισβητήσει την αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος αυτού, να το πράξη όταν οι εν λόγω αρχές τον καλούν να εξοφλήσει πρόσθετες εισφορές κατά την εισαγωγή κατόπιν των αναλύσεων του δείγματος που πραγματοποίησαν οι ίδιες αρχές.

     Παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο

    32      Κατά την εταιρία Tang Frères, επιβάλλεται η καταφατική απάντηση στο ερώτημα. Κατά την άποψή της, συγκεκριμένα, πρέπει πάντοτε να παρέχεται η δυνατότητα αμφισβητήσεως ενώπιον της δικαιοσύνης της αντιπροσωπευτικότητας ληφθέντος δείγματος υπό περιστάσεις όπως αυτή της κύριας δίκης δεδομένου ότι, αφενός, ο κοινοτικός τελωνειακός κώδικας ουδόλως επιβάλλει στον προβαίνοντα στην τελωνειακή διασάφηση την υποχρέωση να είναι ο ίδιος παρών κατά την εξέταση των εμπορευμάτων ή να γνωρίζει τις ιδιομορφίες εκάστου εξ αυτών και ότι, αφετέρου, το άρθρο 70, παράγραφος 1, του εν λόγω κώδικα στοχεύει απλώς στη μερική εξέταση των εμπορευμάτων και όχι στη λήψη δειγμάτων. Το νομικό τεκμήριο της αντιπροσωπευτικότητας των αποτελεσμάτων της μερικής αυτής εξετάσεως για το σύνολο των εμπορευμάτων, αντικειμένου της διασαφήσεως, δεν ισχύει συνεπώς για τη λήψη δειγμάτων.

    33      Ακόμη και αν υποτεθεί ότι μπορεί να γίνει δεκτή παρόμοια αντιπροσωπευτικότητα, η κατ’ αντιπαράθεση λήψη δεν δύναται, κατά την εταιρία Tang Frères, να στερήσει τον προβαίνοντα στην τελωνειακή διασάφηση ή στον εκπρόσωπό του από οποιαδήποτε μεταγενέστερη δυνατότητα αμφισβητήσεως, εφόσον, όπως προκύπτει από την ίδια τη διατύπωση του άρθρου 70, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, η ευχέρεια να ζητηθεί συμπληρωματική εξέταση εξαρτάται από τη μη ικανοποίηση του προβαίνοντος στην τελωνειακή διασάφηση σχετικά με τα αποτελέσματα της μερικής εξετάσεως των εμπορευμάτων. Εξ ορισμού, τυχόν αμφισβήτηση δεν μπορεί συνεπώς να διατυπώνεται προτού καταστούν γνωστά τα αποτελέσματα της οικείας εξετάσεως. Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία προσκρούει στο θεμελιώδες δικαίωμα προσφυγής, το οποίο κατοχυρώνεται τόσο με το άρθρο 243 του κώδικα όσο και με τη νομολογία του Δικαστηρίου.

    34      Πάντως, καίτοι η Γαλλική και η Ιταλική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, συμμερίζονται κατ’ ουσίαν την ερμηνεία της εταιρίας Tang Frères, την εξαρτούν από ορισμένες επιφυλάξεις.

    35      Συγκεκριμένα, κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, ο προβαίνων στην τελωνειακή διασάφηση οφείλει να εκφράζει την πιθανή διαφωνία του ως προς την αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος το αργότερο κατά τον χρόνο καταρτίσεως της πράξεως περί φορολογήσεως εκ μέρους των τελωνειακών υπηρεσιών.

    36      Ως προς τη Γαλλική Κυβέρνηση και την Επιτροπή, μολονότι υπογραμμίζουν ότι τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης δεν διέπονται από τον κοινοτικό τελωνειακό κώδικα, αλλά από τις οδηγίες 79/695 και 82/57, υποστηρίζουν ότι το δικαίωμα αμφισβητήσεως της αντιπροσωπευτικότητας δείγματος αποσβέννυται, κατ’ αρχήν, με τη χορήγηση της αδείας παραλαβής των επιδίκων εμπορευμάτων εφόσον αυτά διαφεύγουν από τη χρονική αυτή στιγμή της τελωνειακής επιτηρήσεως. Συναφώς, η Γαλλική Κυβέρνηση στηρίζεται στη διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 15, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 82/57, δυνάμει της οποίας η τελωνειακή υπηρεσία χορηγεί την άδεια παραλαβής των εμπορευμάτων από τα οποία ελήφθησαν δείγματα μόνον «εφόσον τίποτα δεν αντιτίθεται στην έκδοση αυτή», ενώ η Επιτροπή επικαλείται τον σκοπό της επί τελωνειακών θεμάτων κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση ταχείας εξετάσεως των εμπορευμάτων κατά τον εκτελωνισμό τους. Σύμφωνα με την Επιτροπή, επομένως, μόνον τα αποτελέσματα των διενεργηθεισών επί δειγμάτων αναλύσεων μπορούν, ενδεχομένως, να αμφισβητηθούν μετά την εκ μέρους των τελωνειακών αρχών χορήγηση της αδείας παραλαβής των εμπορευμάτων.

     Απάντηση του Δικαστηρίου

    37      Επιβάλλεται ευθύς εξ αρχής να υπογραμμιστεί ότι η παρατιθέμενη από το αιτούν δικαστήριο με το ερώτημά του διάταξη, ήτοι το άρθρο 70 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, δεν ίσχυε ακόμη κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης. Πράγματι, ενώ ο κοινοτικός τελωνειακός κώδικας εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο 253, δεύτερο εδάφιο, αυτού, μόνο από 1ης Ιανουαρίου 1994, οι αμφισβητούμενες εκ μέρους της Derudder τελωνειακές διατυπώσεις ολοκληρώθηκαν τον Νοέμβριο 1989 και η επίδικη καταλογιστική πράξη εκδόθηκε τον Μάιο 1992.

    38      Προκειμένου να δοθεί λυσιτελής απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, πρέπει, λοιπόν, να ερμηνευθούν και οι κοινοτικές διατάξεις σχετικά με τις εκ μέρους των τελωνειακών αρχών λήψεις δειγμάτων, όπως αυτές ίσχυαν κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, ήτοι, εν προκειμένω, οι διατάξεις των οδηγιών 79/695 και 82/57 και, ειδικότερα, τα άρθρα 9 και 10 της οδηγίας 79/695 και το άρθρο 11 της οδηγίας 82/57, η διατύπωση του οποίου ενέπνευσε ευθέως το ισχύον άρθρο 70 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα.

    39      Συναφώς, επιβάλλεται ευθύς εξ αρχής η διαπίστωση ότι ούτε ο κοινοτικός τελωνειακός κώδικας ούτε το γράμμα των οδηγιών 79/695 και 82/57 περιλαμβάνουν οποιαδήποτε διάταξη δυνάμενη να περιορίσει, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, το δικαίωμα του προβαίνοντος στην τελωνειακή διασάφηση ή του εκπροσώπου του να αμφισβητήσει, μετά τη διενέργεια των πράξεων δειγματοληψίας επί των εισαχθέντων εμπορευμάτων, την αντιπροσωπευτικότητά τους με το αιτιολογικό ότι παρέστη στις πράξεις αυτές χωρίς να εγείρει, κατά τον χρόνο διενεργείας τους, επισήμως ζήτημα αμφισβητήσεως της αντιπροσωπευτικότητας αυτής.

    40      Πράγματι, αφενός, όπως προκύπτει σαφώς τόσο από το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα όσο και από τις ανωτέρω οδηγίες και, ειδικότερα, από τα άρθρα 9, παράγραφοι 4 και 5, της οδηγίας 79/695 και 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 82/57, ο προβαίνων στην τελωνειακή διασάφηση ή ο εκπρόσωπός του ναι μεν πρέπει να ενημερώνεται για τις εκ μέρους των τελωνειακών αρχών πράξεις δειγματοληψιών επί των εμπορευμάτων, δεν οφείλει όμως να είναι παρών κατά τη διενέργειά τους, οπότε, σε παρόμοια κατάσταση, αδυνατεί καθ’ υπόθεση να εγείρει αμφισβητήσεις κατά την επίδικη δειγματοληψία.

    41      Αφετέρου, όπως προκύπτει επίσης από τον κοινοτικό τελωνειακό κώδικα και από τον κανονισμό εφαρμογής του, καθώς και από τις ίδιες οδηγίες, οσάκις παρίσταται σε παρόμοιες πράξεις, ο προβαίνων στην τελωνειακή διασάφηση ή ο εκπρόσωπός του διαθέτει εξαιρετικά περιορισμένο περιθώριο ελιγμών δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τα άρθρα 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 82/57 και 242, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2454/93, τις δειγματοληψίες διενεργούν, κατ’ αρχήν, οι ίδιες οι τελωνειακές αρχές.

    42      Υπό παρόμοιες περιστάσεις, το δικαίωμα αμφισβήσεως της αντιπροσωπευτικότητας δείγματος που έλαβαν οι τελωνειακές αρχές από τα εισαχθέντα εμπορεύματα δεν μπορεί a priori να μην αναγνωριστεί στον προβαίνοντα στην τελωνειακή διασάφηση ή στον εκπρόσωπό του, έστω και αν ουδεμία αμφισβήτηση προέβαλε επ’ ευκαιρία της εν λόγω δειγματοληψίας. Πέραν του ότι παρόμοια ερμηνεία ουδόλως αποκλείεται από τη διατύπωση των προπαρατεθεισών διατάξεων, ανταποκρίνεται πλήρως και στον ίδιο τον σκοπό της κοινοτικής ρυθμίσεως σε τελωνειακά θέματα, όπως προκύπτει, ιδίως, από την ένατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 79/695 και από την πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, ο οποίος συνίσταται δηλαδή στη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής των τελών, φόρων και εισφορών που προβλέπει η ανωτέρω κανονιστική ρύθμιση. Ναι μεν, υπό το πρίσμα αυτό, πρέπει να αναγνωρίζονται στις τελωνειακές αρχές ευρείες εξουσίες ελέγχου, πλην όμως, και οι επιχειρηματίες πρέπει να διαθέτουν το δικαίωμα να αμφισβητούν τις λαμβανόμενες από τις πρώτες αποφάσεις, ιδίως οσάκις, όπως συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης, εκτιμούν ότι τα εκ μέρους των αρχών αυτών ληφθέντα δείγματα για τους σκοπούς αναλύσεως δεν είναι αντιπροσωπευτικά του συνόλου των εισαχθέντων εμπορευμάτων και για τον λόγο αυτό οδήγησαν στον προσδιορισμό πεπλανημένου ποσού εισφορών κατά την εισαγωγή.

    43      Εντούτοις, αν από τις προαναφερθείσες σκέψεις προκύπτει ότι ο προβαίνων στην τελωνειακή διασάφηση ή ο εκπρόσωπός του επιτρέπεται να αμφισβητήσει την αντιπροσωπευτικότητα δείγματος ληφθέντος από εισαχθέντα εμπορεύματα, μολονότι ήταν παρών κατά τη διενέργεια των πράξεων δειγματοληψίας και ουδεμία συναφώς διατύπωσε αμφισβήτηση κατά τη χρονική εκείνη στιγμή, η απεριόριστη δυνατότητα αμφισβητήσεως προσκρούει τόσο στην αρχή της ασφαλείας δικαίου όσο και στην πρακτική αποτελεσματικότητα των οδηγιών 79/695 και 82/57, καθώς και του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα. Πρέπει να παύει οσάκις η τελωνειακή υπηρεσία χορηγεί την άδεια παραλαβής των οικείων εμπορευμάτων, πλην της περιπτώσεως όπου αποδεικνύεται ενδεχομένως ότι η κατάσταση των εμπορευμάτων δεν αλλοιώθηκε καθ’ οιονδήποτε τρόπο μετά την άδεια παραλαβής κατά τρόπο ώστε να εξακολουθεί να υφίσταται ιδίως η δυνατότητα διενεργείας εξετάσεων και, ενδεχομένως, συμπληρωματικών δειγματοληψιών.

    44      Όπως υπογράμμισε ορθώς η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσε στο Δικαστήριο, η ανωτέρω ερμηνεία –η οποία στηρίζεται, ιδίως, στο γράμμα του άρθρου 13, παράγραφος 3, της οδηγίας 79/695, σύμφωνα με το οποίο, «[κ]αθ’ όλο το χρονικό διάστημα που δεν έχει δοθεί η άδεια παραλαβής των εμπορευμάτων, τα εμπορεύματα δεν δύνανται να μετακινούνται από τον χώρο όπου ευρίσκονται ούτε να τυγχάνουν οποιασδήποτε μεταχειρίσεως χωρίς την έγκριση της τελωνειακής υπηρεσίας»– ανταποκρίνεται κατ’ αρχάς σε προφανείς πρακτικές ανάγκες δοθέντος ότι ο προβαίνων στην τελωνειακή διασάφηση ή ο εκπρόσωπός του δεν είναι συνήθως σε θέση να αμφισβητήσουν την αντιπροσωπευτικότητα δείγματος εφόσον έχει ήδη χορηγηθεί η άδεια παραλαβής των εισαχθέντων εμπορευμάτων και αυτά αποτέλεσαν αντικείμενο εμπορίας.

    45      Ο κατά χρόνο περιορισμός της δυνατότητας αμφισβητήσεως της αντιπροσωπευτικότητας δείγματος ληφθέντος από τα εν λόγω εμπορεύματα ανταποκρίνεται ακολούθως στον ίδιο τον σκοπό των οδηγιών 79/695 και 82/57, καθώς και τον σκοπό του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, πράξεις στοχεύουσες στη διασφάλιση ταχέων και αποτελεσματικών διαδικασιών θέσεως σε ελεύθερη κυκλοφορία, εφόσον, αν παρείχετο στον προβαίνοντα στην τελωνειακή διασάφηση η δυνατότητα να αμφισβητήσει την εν λόγω αντιπροσωπευτικότητα απεριόριστα, οι τελωνειακές αρχές θα όφειλαν τότε να προβούν αυτεπαγγέλτως, προκειμένου να προλάβουν παρόμοιο κίνδυνο, σε εμπεριστατωμένη εξέταση όλων των εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο τελωνειακής διασαφήσεως, πράγμα που δεν ανταποκρίνεται ούτε στο συμφέρον των επιχειρηματιών, οι οποίοι επιδιώκουν εν γένει, όπως συνέβη στην περίπτωση της υποθέσεως της κύριας δίκης, να λάβουν την άδεια παραλαβής προκειμένου να διαθέσουν τα υπό διασάφηση εμπορεύματα ταχέως στο εμπόριο, ούτε στο συμφέρον των εν λόγω αρχών, για τις οποίες η συστηματική εξέταση των υπό διασάφηση εμπορευμάτων συνεπάγεται σημαντική αύξηση του όγκου εργασίας.

    46      Τέλος, η ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία η δυνατότητα αμφισβητήσεως της αντιπροσωπευτικότητας ενός δείγματος πρέπει να περιορίζεται στο χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου τα εισαχθέντα εμπορεύματα εξακολουθούν να είναι διαθέσιμα ώστε να παρέχουν τη δυνατότητα διενεργείας, κατά περίπτωση, συμπληρωματικής δειγματοληψίας, επιρρωννύεται από το γράμμα του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα και, ιδίως, από το άρθρο 78, παράγραφος 2, αυτού, δυνάμει του οποίου οι τελωνειακές αρχές μπορούν, μετά τη χορήγηση αδείας παραλαβής των εμπορευμάτων και προκειμένου να διαπιστώσουν την ακρίβεια των στοιχείων της διασαφήσεως, να προβαίνουν στην εξέταση των εμπορευμάτων αυτών «όταν αυτά είναι ακόμη δυνατόν να προσκομιστούν». Αν η δυνατότητα των εν λόγω αρχών να ελέγχουν a posteriori τις διασαφήσεις εξαρτάται λοιπόν από την προϋπόθεση της διαθεσιμότητας των εμπορευμάτων που αποτέλεσαν αντικείμενο των εν λόγω διασαφήσεων, πρέπει κατ’ ανάγκη να ισχύει το ίδιο και όσον αφορά τη δυνατότητα του προβαίνοντος στην τελωνειακή διασάφηση ή του εκπροσώπου του να αμφισβητούν την αντιπροσωπευτικότητα δείγματος. Η ευχέρεια, λοιπόν, αμφισβητήσεως προϋποθέτει ότι τα επίδικα εμπορεύματα δεν αποτέλεσαν αντικείμενο αδείας παραλαβής ή, αν αυτή χορηγήθηκε, ότι δεν αλλοιώθηκαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο, πράγμα που εναπόκειται στον προβαίνοντα στην τελωνειακή διασάφηση ή στον εκπρόσωπό του να αποδείξει.

    47      Κατόπιν του συνόλου των σκέψεων που προηγήθηκαν, επιβάλλεται να δοθεί στο υποβληθέν ερώτημα η απάντηση ότι οι οδηγίες 79/695 και 82/57, καθώς και ο κοινοτικός τελωνειακός κώδικας, έχουν την έννοια ότι ο προβαίνων στην τελωνειακή διασάφηση ή ο εκπρόσωπός του, ο οποίος παρέστη στην εκ μέρους των τελωνειακών αρχών λήψη δείγματος επί των εισαχθέντων εμπορευμάτων, χωρίς να προβάλει αμφισβητήσεις σχετικά με την αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος αυτού, έχει την ευχέρεια να το πράξει οσάκις οι εν λόγω αρχές τον καλούν να εξοφλήσει πρόσθετες εισφορές κατά την εισαγωγή κατόπιν αναλύσεων του εν λόγω δείγματος που πραγματοποίησαν οι τελευταίες, στο μέτρο που τα οικεία εμπορεύματα δεν αποτέλεσαν αντικείμενο αδείας παραλαβής ή, εφόσον αυτή χορηγήθηκε, δεν αλλοιώθηκαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο, πράγμα που εναπόκειται στον προβαίνοντα στην τελωνειακή διασάφηση να αποδείξει.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    48      Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γαλλική και η Ιταλική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, οι οποίες υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

    κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με απόφαση της 17ης Ιουλίου 2001 το Cour de cassation, αποφαίνεται:

    Οι οδηγίες 79/695/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1979, περί εναρμονίσεως των διαδικασιών θέσεως σε ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, και 82/57/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 1981, περί καθορισμού ορισμένων διατάξεων εφαρμογής της οδηγίας 79/695, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 83/371/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 1983, καθώς και ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, έχουν την έννοια ότι ο προβαίνων στην τελωνειακή διασάφηση ή ο εκπρόσωπός του, ο οποίος παρέστη στην εκ μέρους των τελωνειακών αρχών λήψη δείγματος επί των εισαχθέντων εμπορευμάτων, χωρίς να προβάλει αμφισβητήσεις σχετικά με την αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος αυτού, έχει την ευχέρεια να το πράξει οσάκις οι εν λόγω αρχές τον καλούν να εξοφλήσει πρόσθετες εισφορές κατά την εισαγωγή κατόπιν αναλύσεων του εν λόγω δείγματος που πραγματοποίησαν οι τελευταίες, στο μέτρο που τα οικεία εμπορεύματα δεν αποτέλεσαν αντικείμενο αδείας παραλαβής ή, εφόσον αυτή χορηγήθηκε, δεν αλλοιώθηκαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο, πράγμα που εναπόκειται στον προβαίνοντα στην τελωνειακή διασάφηση να αποδείξει.

    Timmermans

    La Pergola

    von Bahr

    Δημοσιεύθηκε στο Λουξεμβούργο σε δημόσια συνεδρίαση στις 4 Μαρτίου 2004.

    Ο Γραμματέας

     

          Ο Πρόεδρος

    R. Grass

     

          Β. Σκουρής


    * Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

    Top