This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62001CJ0122
Judgment of the Court (Sixth Chamber) of 8 May 2003. # T. Port GmbH & Co. KG v Commission of the European Communities. # Appeal - Bananas - Common organisation of the markets - Regulation (EC) No 478/95 - Export licence scheme - Action for damages - Proof of damage and causal link. # Case C-122/01 P.
Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 8ης Μαΐου 2003.
T. Port GmbH & Co. KG κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Αίτηση αναιρέσεως - Μπανάνες - όοινή οργάνωση αγοράς - όανονισμός (Εό) 478/95 - όαθεστώς των πιστοποιητικών εξαγωγής - Αγωγή αποζημιώσεως - Απόδειξη της ζημίας και της αιτιώδους συνάφειας.
Υπόθεση C-122/01 P.
Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 8ης Μαΐου 2003.
T. Port GmbH & Co. KG κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Αίτηση αναιρέσεως - Μπανάνες - όοινή οργάνωση αγοράς - όανονισμός (Εό) 478/95 - όαθεστώς των πιστοποιητικών εξαγωγής - Αγωγή αποζημιώσεως - Απόδειξη της ζημίας και της αιτιώδους συνάφειας.
Υπόθεση C-122/01 P.
Συλλογή της Νομολογίας 2003 I-04261
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2003:259
Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 8ης Μαΐου 2003. - T. Port GmbH & Co. KG κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Αίτηση αναιρέσεως - Μπανάνες - όοινή οργάνωση αγοράς - όανονισμός (Εό) 478/95 - όαθεστώς των πιστοποιητικών εξαγωγής - Αγωγή αποζημιώσεως - Απόδειξη της ζημίας και της αιτιώδους συνάφειας. - Υπόθεση C-122/01 P.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2003 σελίδα I-04261
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
1. Αναίρεση - Λόγοι - Λόγοι που διατυπώνονται κατά αιτιολογίας της αποφάσεως μη αναγκαίας για τη στήριξη του διατακτικού της - Λόγος ανενεργός
(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1)
2. Αναίρεση - Λόγοι - Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών - Απαράδεκτο - Έλεγχος από το Δικαστήριο της εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων - Αποκλείεται, εξαιρουμένης της περιπτώσεως αλλοιώσεως
(Άρθρο 225 § 1 ΕΚ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1)
1. Στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, οι αιτιάσεις κατά της αιτιολογίας που διατυπώνεται ως εκ περισσού σε απόφαση του Πρωτοδικείου, πρέπει να απορρίπτονται ως αλυσιτελείς διότι δεν μπορούν να επιφέρουν ακύρωση της προσβαλλομένης απόφασης.
( βλ. σκέψη 17 )
2. Το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο, στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, να διαπιστώνει πραγματικά περιστατικά ούτε, κατ' αρχήν, να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που δέχθηκε το Πρωτοδικείο προς στήριξη των περιστατικών αυτών. Αφ' ης στιγμής τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία προσκομίστηκαν νομοτύπως και τηρήθηκαν οι γενικές αρχές του δικαίου και οι εφαρμοστέοι δικονομικοί κανόνες επί της διεξαγωγής των αποδείξεων, το Πρωτοδικείο είναι αποκλειστικά αρμόδιο να εκτιμήσει την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα υποβληθέντα υπόψη του στοιχεία. Επομένως η εκτίμηση αυτή δεν αποτελεί, εκτός αν συντρέχει αλλοίωση των στοιχείων αυτών, νομικό ζήτημα υποκείμενο στον έλεγχο του Δικαστηρίου.
( βλ. σκέψη 27 )
Στην υπόθεση C-122/01 P,
T. Port GmbH & Co. KG, με έδρα το Αμβούργο (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον G. Meier, Rechtsanwalt,
αναιρεσείουσα,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως που εξέδωσε στις 1 Φεβρουαρίου 2001 το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (πέμπτο τμήμα) στην υπόθεση T-1/99 T. Port κατά Επιτροπής, (Συλλογή 2001, σ. ΙΙ-465), με την οποία ζητείται η εξαφάνιση της αποφάσεως αυτής,
όπου ο έτερος διάδικος είναι η
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον K.-D. Borchardt και Μ. Niejahr, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,
εναγόμενη πρωτοδίκως,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),
συγκείμενο από τους J.-P. Puissochet, πρόεδρο τμήματος, R. Schintgen (εισηγητή) και Β. Σκουρή, F. Macken και N. Colneric, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: P. Léger
γραμματέας: Μ.-F. Contet, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,
έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,
αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 4ης Ιουλίου 2002,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 24ης Οκτωβρίου 2002,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 19 Μαρτίου 2001, η εταιρία T. Port GmbH & Co. KG (στο εξής: T. Port) υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως που εξέδωσε στην 1η Φεβρουαρίου 2001 το Πρωτοδικείο στην υπόθεση T-1/99, T. Port κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. ΙΙ-981, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία ζητεί τη μερική ακύρωση της αποφάσεως αυτής.
Νομικό πλαίσιο
2 Στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση το Πρωτοδικείο εκθέτει ως εξής το νομικό πλαίσιο:
«1 Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 404/93 του Συμβουλίου, της 13ης Φεβρουαρίου 1993, για την κοινή οργάνωση της αγοράς στον τομέα της μπανάνας (ΕΕ L 47, σ. 1), αντικατέστησε στον τίτλο IV, τα διάφορα εθνικά καθεστώτα με κοινό καθεστώς συναλλαγών με τις τρίτες χώρες.
2 Το άρθρο 17, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 404/93 ορίζει τα εξής:
"Για κάθε εισαγωγή μπανάνας στην Κοινότητα απαιτείται η προσκόμιση πιστοποιητικού εισαγωγής το οποίο εκδίδεται από τα κράτη μέλη μετά από αίτηση του ενδιαφερόμενου, ανεξάρτητα από τον τόπο εγκατάστασής του στην Κοινότητα, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που έχουν προβλεφθεί για την εφαρμογή των άρθρων 18 και 19."
3 Το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 404/93, όπως ίσχυε αρχικώς, προέβλεπε ότι ανοίγεται κάθε έτος δασμολογική ποσόστωση 2 εκατομμυρίων τόνων ανά καθαρό βάρος για τις εισαγωγές μπανάνας από τρίτες χώρες εκτός των κρατών AΚΕ (στο εξής: μπανάνες τρίτων χωρών) και για τις εισαγωγές μη παραδοσιακών μπανανών ΑΚΕ (στο εξής: μη παραδοσιακές μπανάνες ΑΚΕ). Στο πλαίσιο της ποσοστώσεως αυτής, οι εισαγωγές μπανάνας τρίτων χωρών υπέκειντο σε δασμό 100 ECU ανά τόνο και οι εισαγωγές μη παραδοσιακών μπανανών ΑΚΕ δεν υπέκειντο σε δασμό.
4 Το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 404/93 προέβλεπε κατανομή της δασμολογικής ποσοστώσεως, την οποία άνοιγε μέχρι το ύψος 66,5 % για την κατηγορία των επιχειρηματιών που ασχολήθηκαν με την εμπορία μπανάνας τρίτων χωρών και/ή μη παραδοσιακής μπανάνας ΑΚΕ (κατηγορία Α), 30 % για την κατηγορία των επιχειρηματιών που ασχολήθηκαν με την εμπορία κοινοτικής μπανάνας και/ή παραδοσιακής μπανάνας ΑΚΕ (κατηγορία Β) και 3,5 % για την κατηγορία των εγκατεστημένων στην Κοινότητα επιχειρηματιών οι οποίοι άρχισαν να ασχολούνται με την εμπορία μπανάνας πλην της κοινοτικής και/ή της παραδοσιακής μπανάνας ΑΚΕ από το 1992 (κατηγορία Γ).
5 Το άρθρο 20 του κανονισμού 404/93 επιφόρτιζε την Επιτροπή με τη θέσπιση των λεπτομερειών εφαρμογής του τίτλου IV.
6 Πράγματι, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1442/93, της 10ης Ιουνίου 1993, περί λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του καθεστώτος εισαγωγής μπανανών στην Κοινότητα (ΕΕ L 142, σ. 6).
7 Στις 19 Φεβρουαρίου 1993 οι Δημοκρατίες της Κολομβίας, της Κόστα Ρίκα, της Γουατεμάλας, της Νικαράγουας και της Βενεζουέλας κάλεσαν την Επιτροπή να κινήσει τη διαδικασία διαβουλεύσεων, δυνάμει του άρθρου XXII, παράγραφος 1, της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (στο εξής: ΓΣΔΕ), με αντικείμενο τον κανονισμό 404/93. Δεδομένου ότι οι διαβουλεύσεις δεν κατέληξαν σε ικανοποιητική λύση, τα προαναφερθέντα κράτη κίνησαν, τον Απρίλιο του 1993, την προβλεπόμενη στο άρθρο ΧΧΙΙΙ, παράγραφος 2, της ΓΣΔΕ διαδικασία διευθετήσεως των διαφορών.
8 Στις 18 Ιανουαρίου 1994 η ομάδα τεχνικών εμπειρογνωμόνων που ορίστηκε στα πλαίσια της διαδικασίας αυτής υπέβαλε έκθεση με την οποία διαπιστώθηκε ότι το καθεστώς εισαγωγών που θεσπίστηκε με τον κανονισμό 404/93 ήταν ασυμβίβαστο προς τους κανόνες της ΓΣΔΕ. Η ανωτέρω έκθεση δεν εγκρίθηκε από τα συμβαλλόμενα μέρη της ΓΣΔΕ.
9 Στις 28 και στις 29 Μαρτίου 1994 η Κοινότητα συμφώνησε με τις Δημοκρατίες της Κολομβίας, της Κόστα Ρίκα, της Νικαράγουας και της Βενεζουέλας επί διακανονισμού υπό τη μορφή της συμφωνίας πλαισίου για τις μπανάνες (στο εξής: συμφωνία πλαίσιο).
10 Το δεύτερο τμήμα της συμφωνίας πλαισίου, καθορίζει στο σημείο 1 ότι η συνολική βασική δασμολογική ποσόστωση ανέρχεται σε 2 100 000 τόνους για το 1994 και σε 2 200 000 τόνους για το 1995 και για τα επόμενα έτη, υπό την επιφύλαξη ενδεχομένων αυξήσεων λόγω διευρύνσεως της Κοινότητας.
11 Στο σημείο 2, η συμφωνία πλαίσιο προβλέπει τα ποσοστά επί της ποσοστώσεως αυτής που κατανέμονται αντίστοιχα μεταξύ των χωρών Κολομβίας, Κόστα Ρίκα, Νικαράγουας και Βενεζουέλας. Τα κράτη αυτά λαμβάνουν το 49,4 % της συνολικής ποσοστώσεως, ενώ στη Δομινικανική Δημοκρατία και στα υπόλοιπα κράτη ΑΚΕ χορηγούνται 90 000 τόνοι για τις μη παραδοσιακές εισαγωγές, το δε εναπομένον διατίθεται στις λοιπές τρίτες χώρες.
12 Το σημείο 6 προβλέπει, μεταξύ άλλων, τα εξής:
"Οι προμηθεύτριες χώρες στις οποίες χορηγήθηκε συγκεκριμένη ποσόστωση μπορούν να εκδίδουν ειδικές άδειες εξαγωγής για ποσότητα δυνάμενη να φθάσει έως το 70 % της ποσοστώσεώς τους, ενώ οι εν λόγω άδειες συνιστούν προϋπόθεση για τη χορήγηση εκ μέρους της Κοινότητας πιστοποιητικών για τις εισαγωγές μπανάνας, προελεύσεως των εν λόγω χωρών, που πραγματοποιούν οι επιχειρηματίες της κατηγορίας Α’ και της κατηγορίας Γ’.
Η Επιτροπή επιτρέπει την έκδοση των ειδικών αδειών εξαγωγής κατά τρόπον ώστε να καθίσταται εφικτή η βελτίωση της ευρυθμίας και της σταθερότητας των εμπορικών σχέσεων μεταξύ παραγωγών και εισαγωγέων και υπό την προϋπόθεση ότι οι άδειες εξαγωγής χορηγούνται χωρίς καμία διάκριση μεταξύ των επιχειρηματιών".
13 Το σημείο 7 ορίζει τον εντός της δασμολογικής ποσοστώσεως δασμό σε 75 ECU ανά τόνο.
14 Κατά τα σημεία 10 και 11:
"Η παρούσα συμφωνία ενσωματώνεται στον κατάλογο [των ανειλημμένων υποχρεώσεων] της Κοινότητας, στα πλαίσια του Γύρου της Ουρουγουάης.
Με την παρούσα συμφωνία διευθετείται η διαφορά που ανέκυψε μεταξύ των χωρών Κολομβίας, Κόστα Ρίκα, Βενεζουέλας και Νικαράγουας, αφενός, και της Κοινότητας, αφετέρου, σχετικά με το κοινοτικό καθεστώς για τις μπανάνες. Τα συμβαλλόμενα στην παρούσα συμφωνία μέρη δεν προτίθενται να ζητήσουν την έγκριση της εκθέσεως της ομάδας τεχνικών εμπειρογνωμόνων της ΓΣΔΕ επί του θέματος."
15 Τα σημεία 1 και 7 της συμφωνίας πλαισίου ενσωματώθηκαν στο παράρτημα LXXX της ΓΣΔΕ του 1994 όπου απαντά ο κατάλογος των δασμολογικών παραχωρήσεων της Κοινότητας. Εξάλλου, η ΓΣΔΕ του 1994 αποτελεί το παράρτημα 1 Α της συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (στο εξής: ΠΟΕ). Η συμφωνία πλαίσιο προσαρτάται ως παράρτημα στο εν λόγω παράρτημα LXXX.
16 Στις 22 Δεκεμβρίου 1994 το Συμβούλιο εξέδωσε, ομοφώνως, την απόφαση 94/800/ΕΚ σχετικά με την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των συμφωνιών που απέρρευσαν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (1986-1994), καθ'όσον αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της (ΕΕ L 336, σ. 1).
17 Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως αυτής, εγκρίνονται από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, ως προς το τμήμα που εμπίπτει στην αρμοδιότητά της, μεταξύ άλλων, η συμφωνία για την ίδρυση του ΠΟΕ, καθώς και οι συμφωνίες που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα 1, 2 και 3 της συμφωνίας αυτής, μέρος της οποίας αποτελεί η ΓΣΔΕ του 1994.
18 Στις 22 Δεκεμβρίου 1994 το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 3290/94, σχετικά με τις προσαρμογές και τα μεταβατικά μέτρα στον τομέα της γεωργίας που είναι αναγκαία για τη θέση σε εφαρμογή των συμφωνιών που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης (ΕΕ L 349, σ. 105). Ο κανονισμός αυτός περιλαμβάνει το παράρτημα XV που αφορά τις μπανάνες και προβλέπει ότι το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 404/93 τροποποιείται κατά τρόπον ώστε, για μεν το έτος 1994 ο όγκος της δασμολογικής ποσοστώσεως καθορίζεται σε 2 100 000 τόνους, για δε τα επόμενα έτη σε 2 200 000 τόνους. Στο πλαίσιο της ανωτέρω δασμολογικής ποσοστώσεως, οι εισαγωγές μπανανών τρίτων χωρών υπόκεινται σε δασμό ύψους 75 ECU ανά τόνο.
19 Την 1η Μαρτίου 1995 η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 478/95, περί συμπληρωματικών λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού 404/93, όσον αφορά το καθεστώς της δασμολογικής ποσοστώσεως κατά την εισαγωγή μπανανών εντός της Κοινότητας και περί τροποποιήσεως του κανονισμού 1442/93 (ΕΕ L 49, σ. 13). Ο κανονισμός 478/95 αφορά τη λήψη των αναγκαίων μέτρων για τη θέση σε εφαρμογή, όχι πλέον επί μεταβατικής βάσεως, της συμφωνίας πλαισίου.
20 Ο κανονισμός 478/95 προβλέπει, στο άρθρο 1, παράγραφος 1, ότι:
"η δασμολογική ποσόστωση για τις εισαγωγές μπανανών τρίτων χωρών και μη παραδοσιακών μπανανών ΑΚΕ, που αναφέρεται στα άρθρα 18 και 19 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 404/93, διαιρείται σε ειδικές μερικές ποσοστώσεις οι οποίες κατανέμονται στις χώρες ή ομάδες χωρών που αναφέρονται στο παράρτημα Ι [...]".
21 Το παράρτημα Ι περιλαμβάνει τρεις πίνακες: ο πρώτος αναπαριστά τα ποσοστά της δασμολογικής ποσοστώσεως που παρέχονται στα κράτη της Λατινικής Αμερικής στη συμφωνία πλαίσιο· ο δεύτερος κατανέμει την ποσόστωση 90 000 τόνων μη παραδοσιακών μπανανών ΑΚΕ και ο τρίτος προβλέπει ότι όλες οι άλλες τρίτες χώρες λαμβάνουν το 50,6 % της συνολικής ποσοστώσεως.
22 Το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 478/95 ορίζει τα εξής:
"Για εμπόρευμα καταγωγής από την Κολομβία, την Κόστα Ρίκα ή τη Νικαράγουα, η αίτηση έκδοσης πιστοποιητικού εισαγωγής των κατηγοριών Α και Γ, που αναφέρονται στο άρθρο 9, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1442/93, είναι παραδεκτή μόνον εάν συνοδεύεται από ισχύον πιστοποιητικό εξαγωγής το οποίο αφορά ποσότητα τουλάχιστον ίση με την ποσότητα των εμπορευμάτων, το οποίο εκδίδεται από τις αρμόδιες αρχές [...]".
23 Με την απόφαση της 10ης Μαρτίου 1998, C-122/95, Γερμανία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1998, σ. Ι-973, στο εξής: απόφαση Γερμανία κατά Συμβουλίου), το Δικαστήριο ακύρωσε το άρθρο 1, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της αποφάσεως 94/800, καθόσον το Συμβούλιο ενέκρινε με αυτό τη σύναψη της συμφωνίας πλαισίου για τις μπανάνες, στον βαθμό που η εν λόγω συμφωνία πλαίσιο δεν υπήγαγε τους επιχειρηματίες της κατηγορίας Β στο καθεστώς των πιστοποιητικών εξαγωγής που προβλέπει.
24 Στην απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο έκρινε ότι, προκειμένου περί της εξαιρέσεως αυτής, ο αρυόμενος από την παραβίαση της γενικής αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγος, που προβλέπεται στο άρθρο 40, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 34, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ), ήταν βάσιμος (σκέψη 72). Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό αφού διαπίστωσε, αφενός, ότι οι επιχειρηματίες της κατηγορίας Β επωφελούνταν, όπως και εκείνοι των κατηγοριών Α και Γ, της αυξήσεως της ποσοστώσεως και της επακόλουθης μειώσεως των δασμών που συνομολογήθηκαν με τη συμφωνία πλαίσιο και, αφετέρου, ότι οι περιορισμοί και η διαφορετική μεταχείριση εις βάρος των επιχειρηματιών των κατηγοριών Α και Γ που συνεπάγεται το καθεστώς εισαγωγών μπανάνας, όπως αυτό προβλέπεται στον κανονισμό 404/93, ίσχυαν και για το μέρος της ποσοστώσεως που αντιστοιχούσε στην εν λόγω αύξηση (σκέψη 67).
25 Το Δικαστήριο έκρινε ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές, προκειμένου να δικαιολογήσει τη λήψη μέτρου όπως η απαλλαγή των επιχειρηματιών της κατηγορίας Β από το καθεστώς των πιστοποιητικών εξαγωγής, το Συμβούλιο όφειλε να αποδείξει ότι η ισορροπία μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών επιχειρηματιών, την οποία καθιέρωσε ο κανονισμός 404/93 και η οποία ανετράπη με την αύξηση της δασμολογικής ποσοστώσεως και την επακόλουθη μείωση των δασμών, δεν κατέστη εφικτό να αποκατασταθεί παρά μόνο με τη χορήγηση σημαντικού πλεονεκτήματος υπέρ των επιχειρηματιών της κατηγορίας Β και, επομένως, με τίμημα μια νέα διαφορετική μεταχείριση εις βάρος των λοιπών κατηγοριών επιχειρηματιών (σκέψη 68). Το Δικαστήριο έκρινε ότι, στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο, επικαλούμενο την ανατροπή της εν λόγω ισορροπίας και περιοριζόμενο στον ισχυρισμό ότι η μη υπαγωγή των επιχειρηματιών της κατηγορίας Β στο καθεστώς των πιστοποιητικών εξαγωγής δικαιολογούνταν από την ανάγκη αποκαταστάσεως της ισορροπίας αυτής, δεν προσκόμισε αποδείξεις περί τούτου (σκέψη 69).
26 Με την απόφασή του της 10ης Μαρτίου 1998, C-364/95 και C-365/95, T. Port (Συλλογή 1998, σ. Ι-1023, στο εξής: απόφαση T. Port), το Δικαστήριο, αφού ακολούθησε κατ' ουσίαν συλλογισμό πανομοιότυπο προς αυτόν που υιοθέτησε στην απόφαση Γερμανία κατά Συμβουλίου, έκρινε τα εξής:
"Ο [κανονισμός 478/95] είναι άκυρος στο μέτρο που το άρθρο 3, παράγραφος 2, αυτού προβλέπει μόνον για τους επιχειρηματίες των κατηγοριών Α και Γ την υποχρέωση να εφοδιάζονται με πιστοποιητικά εξαγωγής για την εισαγωγή μπανανών καταγωγής Κολομβίας, Κόστα Ρίκα ή Νικαράγουας" (σημείο 2 του διατακτικού).»
Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου
3 Όσον αφορά το ιστορικό της διαφοράς το Πρωτοδικείο διαπίστωσε τα ακόλουθα με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση:
«27 Η ενάγουσα είναι εισαγωγέας φρούτων εγκατεστημένη στη Γερμανία και ασκεί, από πολλού, εμπόριο μπανανών τρίτων χωρών. Ήταν επιχειρηματίας της κατηγορίας Α.
28 Σε μία ημερομηνία την οποία δεν προσδιορίζει, η ενάγουσα συνήψε με παραγωγούς της Κόστα Ρίκα συμβάσεις παραδόσεως μπανανών, οι οποίες επρόκειτο να διατεθούν στο εμπόριο εντός της Κοινότητας. Ισχυρίζεται ότι έπρεπε να λάβει, προς τούτο, πιστοποιητικά εξαγωγής από το κράτος αυτό.»
4 Υπό τις συνθήκες αυτές, η Τ. Port άσκησε στις 4 Ιανουαρίου 1999 ενώπιον του Πρωτοδικείου αγωγή αποζημιώσεως βάσει του άρθρου 178 σε συνδυασμό με το άρθρο 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρα 235 ΕΚ και 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ), με την οποία ζήτησε μεταξύ άλλων να υποχρεωθεί η Επιτροπή να της καταβάλει ως αποζημίωση αφενός το ποσό των 828 337,10 γερμανικών μάρκων (DEM), που αντιστοιχούσε στην τιμή των πιστοποιητικών εξαγωγής που χρειάστηκε να προμηθευτεί για να μπορέσει να εισάγει στην Κοινότητα και να διαθέσει στο εμπόριο στη Γερμανία μπανάνες τρίτων χωρών καταγωγής Κόστα Ρίκα, τις οποίες ήταν υποχρεωμένη να παραλάβει βάσει συμβάσεων που συνήψε με παραγωγούς εγκατεστημένους στη χώρα αυτή και αφετέρου, το ποσό των 126 356,80 DEM που αντιστοιχούσε στις δαπάνες χρηματοδοτήσεως της αγοράς των εν λόγω πιστοποιητικών.
Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση
5 Το Πρωτοδικείο, αφού απέρριψε στις σκέψεις 36 έως 41 της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή και έκρινε στη σκέψη 42 της εν λόγω απόφασης ότι η θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας βάσει του άρθρου 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων που αναφέρονται στον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στα κοινοτικά όργανα, στο υποστατό της ζημίας, καθώς και στην ύπαρξη αιτιώδους συναφείας μεταξύ της συμπεριφοράς και της προβαλλομένης ζημίας, παρατήρησε στη σκέψη 55 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι, κατά πάγια νομολογία, εναπόκειται στον διάδικο που επικαλείται την ευθύνη της Κοινότητας να προσκομίσει πειστικά αποδεικτικά στοιχεία ως προς την ύπαρξη ή την έκταση της ζημίας που προβάλλει.
6 Σχετικά με το πρώτο στοιχείο της προβαλλομένης ζημίας που αντιστοιχεί στα έξοδα στα οποία υπεβλήθη η ενάγουσα για να αποκτήσει τα πιστοποιητικά εξαγωγής μπανανών καταγωγής Κόστα Ρίκα, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, κατ' αρχάς, στη σκέψη 57 της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης ότι η ενάγουσα προσκόμισε βεβαίωση του εξουσιοδοτημένου ελεγκτή της με την οποία αυτός δήλωσε ότι, «από το 1996 έως το 1998 (η ενάγουσα) δαπάνησε 828 337,10 DEM για να εφοδιαστεί με άδειες εξαγωγής για μπανάνες προελεύσεως Κόστα Ρίκα». Το Πρωτοδικείο παρατήρησε επίσης στην ίδια σκέψη της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης ότι, από τις λογιστικές εγγραφές της ενάγουσας και από τις δηλώσεις της κατά τη συνεδρίαση προέκυψε ότι η ενάγουσα θεωρεί ότι οι δαπάνες που μνημονεύει η βεβαίωση αυτή συνιστούν αφεαυτών τη ζημία την οποία υπέστη και ότι παρέλκει η εξέταση της επιπτώσεως που είχαν πράγματι οι εν λόγω δαπάνες στην αποδοτικότητα των αντιστοίχων εμπορικών συναλλαγών της και για τον λόγο αυτό δεν όφειλε να παράσχει πρόσθετες διευκρινίσεις ή αποδεικτικά στοιχεία.
7 Στη συνέχεια το Πρωτοδικείο έκρινε τα ακόλουα:
«58 Η συλλογιστική αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή για πλείονες λόγους.
59 Πρώτον, η προμνημονευθείσα βεβαίωση δεν περιέχει κανένα στοιχείο που να παρέχει τη δυνατότητα ελέγχου της ακριβείας του ποσού που αντιστοιχεί στις δαπάνες εφοδιασμού με πιστοποιητικά εξαγωγής.
60 Δεύτερον, ακόμα και αν υποτεθεί ότι δεν είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί ότι το ποσό αυτό είναι ακριβές, ουδόλως αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα πράγματι χρησιμοποίησε η ίδια το σύνολο των πιστοποιητικών εξαγωγής που αντιστοιχούν στο ποσό αυτό για να πραγματοποιήσει εισαγωγές μπανανών στην Κοινότητα. Η προσκόμιση όμως της σχετικής αποδείξεως επιβάλλεται εφόσον, όπως επισήμανε η Επιτροπή χωρίς να αντικρούεται από την ενάγουσα, τα πιστοποιητικά εξαγωγής που κατέχει ένας επιχειρηματίας μπορούσαν, στην πράξη, να πωληθούν σε άλλον επιχειρηματία, μάλιστα δε να ανταλλαγούν με πιστοποιητικά εισαγωγής.
61 Οι δύο βεβαιώσεις του εξουσιοδοτημένου ελεγκτή που έχουν επισυναφθεί στο υπόμνημα απαντήσεως δεν είναι πειστικές ως προς το σημείο αυτό. Περιορίζονται, πράγματι, να αναφέρουν ότι, το 1996, 1997 και 1998, η ενάγουσα κατέβαλε, αντιστοίχως, 767 225,38 DEM, 489 029,36 DEM και 1 419,11 DEM ως "εισαγωγικούς δασμούς για εισαγωγές μπανανών προελεύσεως Κόστα Ρίκα". Ελλείψει οποιασδήποτε ενδείξεως ως προς τις ποσότητες μπανανών στις οποίες αντιστοιχούν τα συνολικά αυτά ποσά καθώς και ως προς τις ποσότητες στις οποίες αντιστοιχεί το προμνημονευθέν ποσό των 828 337,10 DEM, ή ως προς τις παραμέτρους που χρησιμοποίησε ο εξουσιοδοτημένος ελεγκτής για να καταλήξει στα ποσά αυτά, δεν μπορεί να αποδειχθεί με την αναγκαία βεβαιότητα ότι οι ποσότητες μπανανών προελεύσεως Κόστα Ρίκα που εισήχθησαν στην Κοινότητα από την ενάγουσα μεταξύ 1996 και 1998 αντιστοιχούν στις ποσότητες μπανανών για τις οποίες έλαβε πιστοποιητικά εξαγωγής στη χώρα αυτή. Επιπλέον, και εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ένα μέρος των εισαγωγικών δασμών που κατέβαλε η ενάγουσα να αφορά μπανάνες που εισήχθησαν στην Κοινότητα με την κάλυψη πιστοποιητικών εισαγωγής κατηγορίας Β, για τις οποίες δεν ήταν αναγκαία η προσκόμιση πιστοποιητικού εξαγωγής. Πρέπει να τονιστεί συναφώς ότι η μία από τις προαναφερθείσες βεβαιώσεις μνημονεύει ότι η ενάγουσα απέκτησε "πρόσθετα πιστοποιητικά σχετικά με την εισαγωγή μπανανών Κόστα Ρίκα", χωρίς να διευκρινίζεται η κατηγορία στην οποία ανάγονται τα πιστοποιητικά αυτά.
62 Η ενάγουσα όφειλε κατά μείζονα λόγο να μεριμνήσει για την κοινοποίηση πληροφοριακών στοιχείων επί των διαφόρων αυτών σημείων διότι τόσο στο υπόμνημα αντικρούσεως όσο και στο υπόμνημα ανταπαντήσεως η Επιτροπή επέστησε ρητώς την προσοχή της στο γεγονός ότι τα πληροφοριακά αυτά στοιχεία ήσαν απαραίτητα για να αποδειχθεί το υποστατό και η έκταση της προβαλλομένης ζημίας. Παρά τις παρατηρήσεις αυτές, η ενάγουσα - όπως παραδέχθηκε κατά τη συνεδρίαση απαντώντας σε ερώτηση του Πρωτοδικείου - σκοπίμως επέλεξε να μην τα κοινοποιήσει.
63 Τρίτον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η ενάγουσα χρησιμοποίησε για λογαριασμό της το σύνολο των πιστοποιητικών εξαγωγής που απέκτησε, η μέθοδος προσδιορισμού της ζημίας που συνίσταται στο να εξομοιώνει τη ζημία με τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε δεν μπορεί να γίνει δεκτή.
64 Πρώτον, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ότι, όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, η ενάγουσα μετακύλισε τις δαπάνες αποκτήσεως των πιστοποιητικών εξαγωγής εν μέρει ή εν όλω στις τιμές πωλήσεως που εφάρμοσε. Η υπόθεση αυτή είναι ακόμα περισσότερο βάσιμη καθόσον οι ποσότητες μπανανών των οποίων η εισαγωγή στην Κοινότητα εξηρτάτο από τη χορήγηση πιστοποιητικού εξαγωγής αντιπροσώπευαν μεγάλο τμήμα της δασμολογικής ποσοστώσεως.
65 Η ενάγουσα δεν αμφισβήτησε τη δυνατότητα της μετακυλίσεως αυτής, ούτε μάλιστα αρνήθηκε ότι προέβη εν προκειμένω στη μετακύλιση αυτή. Περιορίστηκε να αντιτάξει ότι το επιχείρημα αυτό προβλήθηκε από την Επιτροπή για πρώτη φορά κατά τη συνεδρίαση και, κατά συνέπεια, δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη από το Πρωτοδικείο. Η ένσταση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή, καθόσον η Επιτροπή επισήμανε ρητώς στα έγγραφά της την ανάγκη να έχει στη διάθεσή της πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τις δαπάνες που συνδέονται με το καθεστώς των πιστοποιητικών εξαγωγής και τους όρους υπό τους οποίους πραγματοποιήθηκαν οι επίμαχες εισαγωγές μπανάνας. Εφόσον η ενάγουσα οικειοθελώς επέλεξε να υιοθετήσει άκρως επιφυλακτική στάση όσον αφορά την παροχή αποδείξεων, δεν μπορεί ευλόγως να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι διευκρίνισε ορισμένες από τις επικρίσεις της κατά τρόπο πλέον εμπεριστατωμένο κατά τη συνεδρίαση.
66 Δεύτερον, το επιχείρημα της Επιτροπής ότι το μειονέκτημα που συνιστά η υποχρέωση για τους επιχειρηματίες των κατηγοριών Α και Γ να εφοδιάζονται με πιστοποιητικά εξαγωγής αντισταθμίστηκε, τουλάχιστον εν μέρει, με τα δύο άλλα ταυτόχρονα μέτρα που συνομολογήθηκαν με τη συμφωνία πλαίσιο, δηλαδή την αύξηση κατά 200 000 τόνους της δασμολογικής ποσοστώσεως και της μειώσεως κατά 25 ECU ανά τόνο του τελωνειακού δασμού που εφαρμόζεται στις εισαγωγές μπανάνας τρίτων χωρών στο πλαίσιο της ποσοστώσεως αυτής, δεν φαίνεται να στερείται βάσεως. Βεβαίως, τα μέτρα αυτά ευνόησαν και τους επιχειρηματίες της κατηγορίας Β εφόσον ένα μέρος της δασμολογικής ποσοστώσεως είχε απονεμηθεί και σ' αυτούς. Πάντως, επωφελήθηκαν σε μικρότερο βαθμό, καθόσον το μέρος αυτό περιορίστηκε στο 30 % και οι επιχειρηματίες των κατηγοριών Α και Γ έλαβαν το υπόλοιπο 70 %.
67 Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι το γεγονός και μόνον, ακόμα και αν υποτεθεί αποδεδειγμένο, ότι ένας επιχειρηματίας υποβλήθηκε σε πρόσθετες δαπάνες στο πλαίσιο των εμπορικών συναλλαγών του δεν συνεπάγεται κατ' ανάγκην ότι υπέστη αντίστοιχη απώλεια. Εν προκειμένω, η ενάγουσα, καθόσον αρκέστηκε σκοπίμως να θεμελιώσει το αίτημά της στο γεγονός και μόνον ότι υποβλήθηκε σε ορισμένα έξοδα δεν απέδειξε επαρκώς από νομικής απόψεως ότι πράγματι υπέστη ζημία.»
8 Όσον αφορά το δεύτερο στοιχείο της προβαλλομένης ζημίας που αντιστοιχεί στις δαπάνες χρηματοδοτήσεως της αγοράς των πιστοποιητικών εξαγωγής, το Πρωτοδικείο έκρινε στις σκέψεις 68 έως 74 της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης ότι ούτε αυτό αποδεικνύεται επαρκώς.
9 Κατά συνέπεια το Πρωτοδικείο έκρινε στη σκέψη 75 της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης ότι επειδή η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε επαρκώς την ύπαρξη και την έκταση της προβαλλομένης ζημίας, δεν μπορεί να θεμελιωθεί η εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας.
10 Στη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι, επιπλέον, η ενάγουσα δεν προσκόμισε την απόδειξη της υπάρξεως άμεσης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς που προσάπτει στην Επιτροπή, δηλαδή της εγκαθιδρύσεως του καθεστώτος των πιστοποιητικών εξαγωγής με τον κανονισμό 478/95, και της προβαλλομένης ζημίας της, όπως οφείλει κατά παγία νομολογία. Συναφώς παρέθεσε την ακόλουθη συλλογιστική:
«77 Με το δικόγραφο της αγωγής της η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι "η παράβαση που προκαλεί τη βλάβη είναι [...] η αιτία της ζημίας της οποίας ζητεί την αποκατάσταση". Εξηγεί ότι "ήταν υποχρεωμένη να παραλάβει τα εμπορεύματα έναντι του παραγωγού της της Κόστα Ρίκα" και ότι "για να λάβει τα πιστοποιητικά εισαγωγής για τις μπανάνες αυτές και για να μπορέσει να τις διαθέσει στο εμπόριο εντός της Κοινότητας χρειάστηκε να αποδείξει την ύπαρξη των αντιστοίχων αδειών εξαγωγής στην αρμόδια γερμανική αρχή κατά την αίτηση χορηγήσεως πιστοποιητικών εισαγωγής".
78 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ενάγουσα δεν προσκομίζει πάντως κανένα αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει η ύπαρξη της εν λόγω υποχρεώσεως εφοδιασμού και τούτο παρά το γεγονός ότι η Επιτροπή ρητώς υπογράμμισε, στα έγγραφά της, την ανάγκη να λάβει γνώση του περιεχομένου της υποχρεώσεως αυτής καθώς και των άλλων ουσιωδών όρων που προκύπτουν από τις συμβάσεις παραδόσεως με τους παραγωγούς της Κόστα Ρίκα.
79 Επιπλέον, η ενάγουσα δεν υποστήριξε ούτε κατά μείζονα λόγο απέδειξε ότι συνήψε τις συμβάσεις αυτές πριν από την έκδοση του κανονισμού 478/95. Με την αγωγή της, εκθέτει απλώς ότι "από το 1995 τη συνδέουν συμβάσεις εισαγωγής με τους παραγωγούς μπανάνας της Κόστα Ρίκα". Κληθείσα, κατά τη συνεδρίαση, να παράσχει διευκρινίσεις ως προς τον ισχυρισμό αυτόν, περιορίστηκε να αναφέρει, αόριστα, ότι οι εν λόγω συμβάσεις είχαν "αποτελέσει αντικείμενο διαπραγματεύσεων" το 1995 και ότι οι επίμαχες εισαγωγές μπανάνας είχαν αρχίσει κατά το επόμενο έτος.
80 Τα διάφορα όμως αυτά πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τις συμβάσεις αυτές είναι κατ' εξοχήν αναγκαία, εφόσον δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ότι η προβαλλομένη ζημία αποτέλεσε, εν μέρει ή εν όλω, τη συνέπεια αποφάσεως καθαρώς εμπορικού χαρακτήρα της ενάγουσας να συνάψει συμβάσεις παραδόσεως με τους παραγωγούς της Κόστα Ρίκα παρά με παραγωγούς άλλου τρίτου κράτους που δεν έχει θεσπίσει καθεστώς πιστοποιητικών εξαγωγής. Πράγματι, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι οι επίμαχες συμβάσεις παραδόσεως συνήφθησαν πριν από την έκδοση του κανονισμού 478/95 - πράγμα που είναι αμφίβολο - δεν θα μπορούσε να αποδειχθεί ότι η απόφαση αυτή δεν θα είχε ληφθεί παρά μόνον εάν η προσφεύγουσα είχε εκθέσει τους λόγους, νομικούς ή πραγματικούς, για τους οποίους δεν μπόρεσε να αποδεσμευθεί, μεταξύ 1995 και 1998, από τις συμβατικές υποχρεώσεις της. Εάν πρέπει να θεωρηθεί - πράγμα που φαίνεται να συμβαίνει εν προκειμένω - ότι συνήψε τις συμβάσεις αυτές μετά την έκδοση του εν λόγω κανονισμού, θα έπρεπε να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους δεν μπόρεσε να απευθυνθεί παρά μόνο στους παραγωγούς της Κόστα Ρίκα.»
11 Στη σκέψη 81 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Πρωτοδικείο έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η στοιχειοθέτηση της ευθύνης της Κοινότητας έναντι της αναιρεσείουσας και επομένως χωρίς να είναι αναγκαίο να κριθεί η νομιμότητα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στην Επιτροπή, η αγωγή αποζημιώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.
Η αίτηση αναιρέσεως
12 H T. Port ζητεί από το Δικαστήριο:
- να ακυρώσει εν μέρει την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και,
- αποφαινόμενο το ίδιο επί της υποθέσεως, να δεχθεί τα αιτήματα που προβλήθηκαν πρωτοδίκως, δηλαδή να «υποχρεώσει την εναγομένη να αποζημιώσει την ενάγουσα για τη ζημία ύψους 828 337,10 DEM που υπέστη λόγω του ότι αναγκάστηκε να αγοράσει άδειες εξαγωγής στην Κόστα Ρίκα για να κάνει χρήση των δικαιωμάτων εισαγωγής μπανανών στην Κοινότητα που της παραχωρήθηκαν ως επιχειρηματία της κατηγορίας Α και να διαθέσει στο εμπόριο, στη Γερμανία, μπανάνες τρίτης χώρας που αγόρασε στην Κόστα Ρίκα».
13 Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη και να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των δύο δικών. Αν το Δικαστήριο δεχτεί (εν μέρει) την αίτηση αναιρέσεως, η Επιτροπή ζητεί να απορριφθεί το αίτημα της αναιρεσείουσας, περί επιδικάσεως εις βάρος της Επιτροπής αποζημίωσης ύψους 828 337,10 DEM, ως αβάσιμο και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των δύο δικών.
14 Στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως η Τ. Port προβάλλει διάφορους λόγους που αφορούν, ο πρώτος και ο δεύτερος νομικές πλάνες του Πρωτοδικείου κατά τον προσδιορισμό της ζημίας την οποία υποστηρίζει ότι υπέστη, ο τρίτος παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως όσον αφορά την άρνηση του Πρωτοδικείου να λάβει υπόψη ως αποδεικτικό στοιχείο της ζημίας αυτής το πιστοποιητικό του εγκεκριμένου ελεγκτή το οποίο προσκόμισε η αναιρεσείουσα, ο τέταρτος νομική πλάνη του Πρωτοδικείου κατά την εκτίμηση των επιχειρημάτων που προέβαλε όσον αφορά τη χρησιμοποίηση των πιστοποιητικών εξαγωγής και ο πέμπτος νομική πλάνη του Πρωτοδικείου κατά την εκτίμηση του αμέσου αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της φερομένης ως παράνομης συμπεριφοράς της Επιτροπής και της προβαλλομένης ζημίας.
Επί των δύο πρώτων λόγων αναιρέσεως
15 Με τους δύο πρώτους λόγους αναιρέσεως που πρέπει να συνεξεταστούν, η T. Port προσάπτει στο Πρωτοδικείο αφενός ότι, στις σκέψεις 63 έως 65 της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης αρνήθηκε να αναγνωρίσει ότι η προκληθείσα ζημία μπορεί να εξομοιωθεί με τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε για την απόκτηση των πιστοποιητικών εξαγωγής και απαίτησε από την T. Port να αποδείξει ότι δεν μετακύλισε τα έξοδα αυτά στις τιμές πώλησης που εφάρμοζε και, αφετέρου, ότι στη σκέψη 66 της απόφασης δεν εφάρμοσε ορθά την αρχή compensatio lucri cum damno εφαρμόζοντάς τη σε περίπτωση στην οποία τα πλεονεκτήματα που προέκυψαν - εν προκειμένω η αύξηση της δασμολογικής ποσόστωσης και η μείωση του δασμού - δεν αποτελούν συνέπεια της παραβάσεως του δικαίου από την οποία απέρρευσε η προκληθείσα ζημία - εν προκειμένω οι δαπάνες υποχρεωτικής αποκτήσεως των πιστοποιητικών εξαγωγής - την οποία τα εν λόγω πλεονεκτήματα υποτίθεται ότι αντισταθμίζουν.
16 Συναφώς αρκεί να σημειωθεί ότι από τι σκέψη 63 της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης προκύπτει ότι ο προσδιορισμός της ζημίας που φέρεται ελαττωματικός με τους δύο πρώτους λόγους αναιρέσεως εμφανίζεται ως επιπρόσθετος σε σχέση με τον προσδιορισμό που διατυπώνεται στις σκέψεις 59 έως 62 της απόφασης αυτής, με τις οποίες το Πρωτοδικείο απέρριψε ως ανεπαρκή τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η T. Port για να αποδείξει την ίδια την ύπαρξη της ζημίας που υποστήριξε ότι υπέστη.
17 Κατά πάγια νομολογία, όμως, οι αιτιάσεις κατά της αιτιολογίας που διατυπώνεται ως εκ περισσού σε απόφαση του Πρωτοδικείου, πρέπει να απορρίπτονται ως αλυσιτελείς διότι δεν μπορούν να επιφέρουν ακύρωση της προσβαλλομένης απόφασης (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 1993, C-244/91 Ρ, Pincherle κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. Ι-6965, σκέψεις 25 και 31, και της 11ης Μαρτίου 1997, C-264/95 P, Επιτροπή κατά UIC, Συλλογή 1997, σ. Ι-1287, σκέψη 48).
18 Υπό τις συνθήκες αυτές, οι δύο πρώτοι λόγοι αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν.
Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως
19 Με τον τρίτο λόγο, η Τ. Port υποστηρίζει ότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση εμφανίζει ελλιπή αιτιολογία καθόσον το Πρωτοδικείο δεν αναφέρει τους λόγους για τους οποίους η βεβαίωση του εγκεκριμένου ελεγκτή την οποία προσκόμισε και κατά την οποία «από το 1996 έως το 1998 (η επιχείρηση) δαπάνησε 828 337,10 DEM για να αποκτήσει άδειες εξαγωγής μπανανών προελεύσεως Κόστα Ρίκα» δεν αρκούσε για να αποδείξει το υποστατό της ζημίας που υποστήριξε ότι υπέστη λόγω της αποκτήσεως των αδειών αυτών.
20 Στη σκέψη 61 της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης το Πρωτοδικείο διευκρίνισε ότι, ελλείψει οποιασδήποτε ενδείξεως ως προς τις ποσότητες μπανανών στις οποίες αντιστοιχεί ειδικότερα το προαναφερθέν ποσό των 828 337,10 DEM ή ως προς τις παραμέτρους που χρησιμοποίησε ο εξουσιοδοτημένος ελεγκτής για να καταλήξει στο ποσό αυτό, δεν μπορεί να αποδειχθεί με την αναγκαία βεβαιότητα ότι οι ποσότητες μπανανών προελεύσεως Κόστα Ρίκα που εισήχθησαν στην Κοινότητα από την ενάγουσα μεταξύ των ετών 1996 και 1998 αντιστοιχούν στις ποσότητες μπανανών για τις οποίες έλαβε πιστοποιητικά εξαγωγής στη χώρα αυτή.
21 Επιπλέον, στη σκέψη 62 της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης το Πρωτοδικείο πρόσθεσε ότι η αναιρεσείουσα όφειλε κατά μείζονα λόγο να μεριμνήσει για την κοινοποίηση σχετικών πληροφοριακών στοιχείων καθόσον η Επιτροπή είχε ρητά επιστήσει την προσοχή της στο γεγονός ότι τα πληροφοριακά αυτά στοιχεία ήσαν απαραίτητα για να αποδειχθεί το υποστατό και η έκταση της προβαλλομένης ζημίας.
22 Επομένως, συνάγεται το συμπέρασμα ότι, αντίθετα με όσα υποστηρίζει η T. Port, το Πρωτοδικείο παρέθεσε πράγματι τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι η βεβαίωση του εγκεκριμένου ελεγκτή που προσκόμισε η T. Port δεν αρκούσε για να αποδείξει το υποστατό της προβαλλομένης ζημίας.
23 Υπό τις συνθήκες αυτές ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.
Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως
24 Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως η T. Port υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο, κρίνοντας στη σκέψη 60 της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης ότι δεν αποδεικνύεται ότι η αναιρεσείουσα πράγματι χρησιμοποίησε όλα τα πιστοποιητικά εξαγωγής που αντιστοιχούν στο ποσό το οποίο βεβαιώνει ο ελεγκτής της για να πραγματοποιήσει εισαγωγές μπανανών στην Κοινότητα, δεν αξιολόγησε ορθά το επιχείρημά της ότι δηλαδή από τις πραγματοποιηθείσες εισαγωγές προκύπτει ότι η ίδια χρησιμοποίησε τα πιστοποιητικά εξαγωγής. Η αναιρεσείουσα φρονεί ότι η πληρωμή των εισαγωγικών δασμών που επίσης βεβαιώνει ο εγκεκριμένος ελεγκτής, το ποσό των οποίων παρατίθενται στη σκέψη 61 της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης, αποδεικνύει ότι χρησιμοποίησε πράγματι τα πιστοποιητικά αυτά και πραγματοποίησε τις επίδικες εισαγωγές. Συναφώς υποστήριξε ότι οι εισαχθείσες ποσότητες μπανανών μπορούν να συναχθούν από το ύψος των εισαγωγικών δασμών με βάση τα 75 ECU ή 146,69 DEM ανά τόνο και επισημαίνει ότι η τιμή των πιστοποιητικών εξαγωγής ανερχόταν σε 96,61 DEM ανά τόνο.
25 Διαπιστώνεται ότι με αυτόν τον λόγο αναιρέσεως η T. Port αμφισβητεί την εκτίμηση του Πρωτοδικείου όσον αφορά την αξία των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν ενώπιόν του.
26 Συγκεκριμένα, στις σκέψεις 60 και 61 της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι οι βεβαιώσεις του εξουσιοδοτημένου ελεγκτή που προσκόμισε η T. Port δεν αρκούσαν για να αποδείξουν ότι η ίδια είχε πράγματι χρησιμοποιήσει το σύνολο των επιδίκων πιστοποιητικών εξαγωγής για να πραγματοποιήσει τις εισαγωγές στην Κοινότητα και ότι οι ποσότητες μπανανών προελεύσεως Κόστα Ρίκα που εισήχθησαν στην Κοινότητα από την T. Port μεταξύ των ετών 1996 και 1998 αντιστοιχούσαν στις ποσότητες μπανανών για τις οποίες η επιχείρηση είχε λάβει πιστοποιητικά εξαγωγής στη χώρα αυτή. Επιπλέον από τη σκέψη 62 της απόφασης αυτής προκύπτει ότι εσκεμμένα η T. Port αρνήθηκε να προσκομίσει στο Πρωτοδικείο τα πρόσθετα πληροφοριακά στοιχεία που αυτό θεωρούσε απαραίτητα για την απόδειξη του υποστατού και της εκτάσεως της προβαλλομένης ζημίας.
27 Όμως, κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να διαπιστώνει πραγματικά περιστατικά ούτε, κατ' αρχήν, να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που δέχθηκε το Πρωτοδικείο προς στήριξη των περιστατικών αυτών. Αφ' ης στιγμής τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία προσκομίστηκαν νομοτύπως και τηρήθηκαν οι γενικές αρχές του δικαίου και οι εφαρμοστέοι δικονομικοί κανόνες επί της διεξαγωγής των αποδείξεων, το Πρωτοδικείο είναι αποκλειστικά αρμόδιο να εκτιμήσει την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα υποβληθέντα υπόψη του στοιχεία (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C-185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. Ι-8417, σκέψη 24). Επομένως η εκτίμηση αυτή δεν αποτελεί, εκτός αν συντρέχει αλλοίωση των στοιχείων αυτών, νομικό ζήτημα υποκείμενο στον έλεγχο του Δικαστηρίου (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 28ης Μα_ου 1998, C-8/95 P, New Holland Ford κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. Ι-3175, σκέψη 26, και της 7ης Νοεμβρίου November 2002, C-24/01 P και C-25/01 P, Glencore και Compagnie Continentale κατά Επιτροπής, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 65).
28 Δεδομένου ότι η T. Port δεν απέδειξε ούτε καν υποστήριξε ότι το Πρωτοδικείο αλλοίωσε τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν ενώπιόν του πρέπει να απορριφθεί ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως ως απαράδεκτος.
Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως
29 Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως η T. Port υποστηρίζει ότι, στις σκέψεις 76 έως 80 της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης, το Πρωτοδικείο κακώς αρνήθηκε να αναγνωρίσει ότι το γεγονός και μόνο ότι εισήγαγε μπανάνες καταγωγής Κόστα Ρίκα κατ' εφαρμογή της συμφωνίας-πλαίσιο αρκεί να αποδείξει την ύπαρξη αμέσου αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς που η αναιρεσείουσα προσάπτει στην Επιτροπή και της ζημίας που προβάλλει.
30 Επ' αυτού αρκεί να σημειωθεί ότι, κατά πάγια νομολογία την οποία παραθέτει το Πρωτοδικείο στη σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης, η θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων που αναφέρονται στον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στα κοινοτικά όργανα, στο υποστατό της ζημίας, καθώς και στην ύπαρξη αιτιώδους συναφείας μεταξύ της συμπεριφοράς και της προβαλλομένης ζημίας (απόφαση της 7ης Μα_ου 1992, C-258/90, C-259/90, Pesquerias De Bermeo και Naviera Laida κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. Ι-2901, σκέψη 42). Ο σωρευτικός χαρακτήρας των προϋποθέσεων αυτών σημαίνει ότι αν δεν πληρείται μια από αυτές δεν θεμελιώνεται εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας (βλ. συναφώς και μεταξύ άλλων αποφάσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, C-257/98 P, Lucaccioni κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. Ι-5251, σκέψεις 63 και 64, και της 15ης Ιουνίου 2000, C-237/98 P, Dorsch Consult κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. Ι-4549, σκέψη 54).
31 Αλλά στη σκέψη 75 της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης το Πρωτοδικείο κατέληξε στην κρίση ότι επειδή η ενάγουσα δεν απέδειξε επαρκώς την ύπαρξη και την έκταση της προβαλλομένης ζημίας, δεν θεμελιώνεται εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας.
32 Εξάλλου από τις σκέψεις 15 έως 28 της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι κανένας από τους λόγους ακυρώσεως που προβάλλονται κατά της κρίσεως αυτής του Πρωτοδικείου δεν μπορεί να γίνει δεκτός.
33 Υπό τις συνθήκες αυτές ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι είναι βάσιμος, δεν μπορεί να επιφέρει ακύρωση της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.
34 Επειδή κανένας από τους λόγους αναιρέσεως που προέβαλε η T. Port δεν μπορεί να γίνει δεκτός, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.
Επί των δικαστικών εξόδων
35 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 118, κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, αν υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της T. Port στα δικαστικά έξοδα και η T. Port ηττήθηκε, η T. Port πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)
αποφασίζει:
1) Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.
2) Καταδικάζει την T. Port GmbH & Co.KG στα δικαστικά έξοδα.