EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62001CJ0005

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 12ης Δεκεμβρίου 2002.
Βασίλειο του Βελγίου κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Συνθήκη ΕΚΑΧ - Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη μέλη - Ακύρωση της αποφάσεως 2001/198/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 15ης Νοεμβρίου 2000, όσον αφορά την κρατική ενίσχυση που χορήγησε το Βέλγιο υπέρ της επιχείρησης Cockerill Sambre SA.
Υπόθεση C-5/01.

Συλλογή της Νομολογίας 2002 I-11991

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2002:754

62001J0005

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 12ης Δεκεμβρίου 2002. - Βασίλειο του Βελγίου κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Συνθήκη ΕΚΑΧ - Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη μέλη - Ακύρωση της αποφάσεως 2001/198/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 15ης Νοεμβρίου 2000, όσον αφορά την κρατική ενίσχυση που χορήγησε το Βέλγιο υπέρ της επιχείρησης Cockerill Sambre SA. - Υπόθεση C-5/01.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2002 σελίδα I-11991


Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-5/01,

Βασίλειο του Βελγίου, εκπροσωπούμενο από την A. Snoecx, επικουρούμενη από τους L. Levi, G. Vandersanden και J.-M. de Backer, avocats, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγoν,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τον G. Rozet, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως 2001/198/ΕΚΑΞ της Επιτροπής, της 15ης Νοεμβρίου 2000, όσον αφορά την κρατική ενίσχυση που χορήγησε το Βέλγιο υπέρ της επιχείρησης Cockerill Sambre SA (ΕΕ 2001, L 71, σ. 23),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Wathelet, πρόεδρο τμήματος, C. W. A. Timmermans, D. A. O. Edward (εισηγητή), P. Jann και S. von Bahr, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: C. Stix-Hackl

γραμματέας: H. A. Rόhl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 2ας Μαου 2002,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2002,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 8 Ιανουαρίου 2001, το Βασίλειο του Βελγίου ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 33, πρώτο εδάφιο, ΑΞ, την ακύρωση της αποφάσεως 2001/198/ΕΚΑΞ της Επιτροπής, της 15ης Νοεμβρίου 2000, όσον αφορά την κρατική ενίσχυση που χορήγησε το Βέλγιο υπέρ της επιχείρησης Cockerill Sambre SA (ΕΕ 2001, L 71, σ. 23, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

Το νομικό πλαίσιο

Η Συνθήκη ΕΚΑΞ

2 Κατά το άρθρο 4 ΑΞ:

«Θεωρούνται ότι δεν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά άνθρακος και χάλυβος και κατά συνέπεια καταργούνται και απαγορεύονται εντός της Κοινότητος, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στην παρούσα Συνθήκη:

[...]

γ) οι επιδοτήσεις ή ενισχύσεις που χορηγούνται από τα κράτη ή οι ειδικές επιβαρύνσεις που επιβάλλονται από αυτά, υπό οποιαδήποτε μορφή·

[...]»

3 Το άρθρο 15, πρώτο εδάφιο, ΑΞ ορίζει τα εξής:

«Οι αποφάσεις, οι συστάσεις και οι γνώμες της Επιτροπής αιτιολογούνται και αναφέρονται στις γνώμες που έχουν υποχρεωτικά ζητηθεί.»

4 Το άρθρο 95, πρώτο εδάφιο, ΑΞ έχει ως εξής:

«Σε όλες τις περιπτώσεις που δεν προβλέπονται στην παρούσα Συνθήκη, στις οποίες απόφαση ή σύσταση της Επιτροπής παρίσταται αναγκαία για την πραγματοποίηση, κατά τη λειτουργία της κοινής αγοράς του άνθρακος και του χάλυβος και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5, ενός από τους σκοπούς της Κοινότητος, όπως ορίζονται στα άρθρα 2, 3 και 4, η απόφαση ή η σύσταση αυτή δύναται να εκδοθεί μετά ομόφωνη σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου και κατόπιν διαβουλεύσεως με τη Συμβουλευτική Επιτροπή.»

Η απόφαση 2496/96/ΕΚΑΞ

5 Η απόφαση 2496/96/ΕΚΑΞ της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με τη θέσπιση κοινοτικών κανόνων για τις ενισχύσεις προς τη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα (ΕΕ L 338, σ. 42, στο εξής: έκτος κώδικας ενισχύσεων στη χαλυβουργία), που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 95 ΑΞ και ίσχυε από 1ης Ιανουαρίου 1997 μέχρι 22 Ιουλίου 2002, ορίζει τους όρους υπό τους οποίους ενισχύσεις προς τη βιομηχανία χάλυβα, χρηματοδοτούμενες από τα κράτη μέλη, από τοπικούς ή περιφερειακούς οργανισμούς δημοσίου δικαίου ή από κρατικούς πόρους, μπορούν να θεωρούνται ως συμβιβάσιμες με την εύρυθμη λειτουργία της κοινής αγοράς.

6 Δυνάμει του άρθρου 1 του έκτου κώδικα ενισχύσεων στη χαλυβουργία, που φέρει τον τίτλο «Αρχές»:

«1. Οι ενισχύσεις προς τη βιομηχανία χάλυβα, χρηματοδοτούμενες από τα κράτη μέλη ή από τους τοπικούς ή περιφερειακούς οργανισμούς δημοσίου δικαίου, ή μέσω κρατικών πόρων οποιασδήποτε μορφής, μπορούν να θεωρούνται ως κοινοτικές ενισχύσεις και, ως εκ τούτου, συμβιβάσιμες με την εύρυθμη λειτουργία της κοινής αγοράς, μόνον εφόσον πληρούν τις διατάξεις των άρθρων 2 έως 5.

2. Ο όρος "ενίσχυση" καλύπτει και τα στοιχεία ενίσχυσης που εμπεριέχονται σε μεταβιβάσεις κρατικών πόρων σε χαλυβουργικές επιχειρήσεις, εκ μέρους των κρατών μελών, περιφερειακών ή τοπικών οργανισμών δημοσίου δικαίου ή άλλων φορέων, με τη μορφή της ανάληψης μεριδίων συμμετοχής, της παροχής κεφαλαίων ή παρεμφερών χρηματοδοτήσεων (όπως ομολογιακών δανείων μετατρέψιμων σε μετοχές ή δανείων με μη εμπορικούς όρους ή των οποίων οι τόκοι ή η αποπληρωμή εξαρτώνται τουλάχιστον εν μέρει από τις οικονομικές επιδόσεις της επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων και εγγυήσεων δανείων και μεταβιβάσεων ακινήτων), όταν οι μεταβιβάσεις αυτές δεν μπορούν να θεωρηθούν ως κανονικές χορηγήσεις κεφαλαίων επιχειρηματικού κινδύνου σύμφωνα με τη συνήθη επενδυτική πρακτική στην οικονομία της αγοράς.

3. Οι ενισχύσεις που προβλέπονται από την παρούσα απόφαση χορηγούνται μόνο βάσει των διαδικασιών του άρθρου 6 και δεν καταβάλλονται μετά τις 22 Ιουλίου 2002.»

7 Κατά το άρθρο 6 του έκτου κώδικα ενισχύσεων στη χαλυβουργία, με τίτλο «Διαδικασίες», κάθε σχέδιο ενισχύσεων και κάθε σχέδιο μεταβιβάσεως δημοσίων πόρων σε χαλυβουργικές επιχειρήσεις πρέπει να κοινοποιείται στην Επιτροπή, η οποία εκτιμά κατά πόσον τα σχέδια αυτά συμβιβάζονται με την κοινή αγορά. Δυνάμει της παραγράφου 4 της ίδιας διατάξεως, τα προγραμματιζόμενα μέτρα μπορούν να τεθούν σε εφαρμογή μόνον με την έγκριση της Επιτροπής και υπό τους όρους που θέτει η ίδια.

8 Δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 5, του έκτου κώδικα ενισχύσεων στη χαλυβουργία:

«Εάν η Επιτροπή θεωρεί ότι κάποιο χρηματοδοτικό μέτρο ενδέχεται να αντιπροσωπεύει κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 1, ή αμφιβάλλει κατά πόσο κάποια ενίσχυση είναι συμβιβάσιμη με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης, ενημερώνει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος σχετικά και τάσσει προθεσμία στους ενδιαφερομένους τρίτους και στα άλλα κράτη μέλη προκειμένου να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Εάν, αφού λάβει τις παρατηρήσεις τους και δώσει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος την ευκαιρία να αντιδράσει, η Επιτροπή αποφανθεί ότι στην προκειμένη περίπτωση η ενίσχυση είναι ασυμβίβαστη με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης, ενημερώνει σχετικά το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος. Η Επιτροπή λαμβάνει τις αποφάσεις αυτές το αργότερο εντός τριμήνου από τη λήψη των πληροφοριών που απαιτούνται για την αξιολόγηση του προτεινόμενου μέτρου. Το άρθρο 88 της Συνθήκης συνεχίζει να ισχύει σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος δεν συμμορφωθεί με την σχετική απόφαση.»

9 Το άρθρο 6, παράγραφος 6, του έκτου κώδικα ενισχύσεων στη χαλυβουργία ορίζει τα ακόλουθα:

«Εάν η Επιτροπή δεν κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο 5 ή δεν γνωστοποιήσει τη θέση της εντός διμήνου από τη λήψη της λεπτομερούς κοινοποίησης ενός σχεδίου ενισχύσεων, τα προγραμματιζόμενα μέτρα μπορούν να εφαρμοσθούν, υπό τον όρο ότι το κράτος μέλος θα ενημερώσει προηγουμένως την Επιτροπή σχετικά με την πρόθεσή του. Σε περίπτωση που η Επιτροπή ζητήσει τη γνώμη των κρατών μελών κατ' εφαρμογή της παραγράφου 3, η προθεσμία αυτή εκτείνεται σε τρεις μήνες.»

Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως

Η κατάσταση των εργαζομένων στην επιχείρηση Cockerill Sambre

10 Η Cockerill Sambre SA και οι εταιρίες Carlam SA, Cockerill Sambre Finances Services SA, καθώς και Recherche et Dιveloppement du Groupe Cockerill Sambre SC (στο εξής, στο σύνολό τους: Cockerill Sambre), αποτελούν μια χαλυβουργική επιχείρηση με ενιαία δομή, εγκατεστημένη στο Βέλγιο, στην Περιφέρεια της Βαλονίας. Μέχρι τις αρχές του έτους 1999, η Cockerill Sambre ήταν μια δημόσια επιχείρηση, το κεφάλαιο της οποίας κατείχε κατά πλειοψηφία η ως άνω Περιφέρεια. Το έτος αυτό ιδιωτικοποιήθηκε και πωλήθηκε στον γαλλικό χαλυβουργικό όμιλο Usinor.

11 Εξαιτίας της δυσχερούς καταστάσεως στην οποία περιήλθε η χαλυβουργία στη Βαλονία, ιδίως το έτος 1996, η Cockerill Sambre κατάρτισε ένα σχέδιο αναδιαρθρώσεως, προβλέπον μεταξύ άλλων μείωση του αριθμού των εργαζομένων περίπου κατά 2 000 άτομα.

12 Στο πλαίσιο αυτό, οι εργαζόμενοι της Cockerill Sambre των οποίων οι αποδοχές καθορίζονται με βάση σχετικές μισθολογικές κλίμακες ζήτησαν, στο πλαίσιο των μισθολογικών διαπραγματεύσεων των ετών 1997/1998, μείωση της εβδομαδιαίας διάρκειας εργασίας από 37 σε 34 ώρες, με σκοπό την αύξηση ή, τουλάχιστον, τη διατήρηση των θέσεων εργασίας στην ως άνω επιχείρηση. Η Cockerill Sambre απέρριψε τη διεκδίκηση αυτή λόγω του υψηλού κόστους της.

13 Εντούτοις, μετά από μια προειδοποιητική απεργία των ως άνω εργαζομένων, οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν στις 17 Απριλίου 1998 σε υπογραφή συλλογικής συμβάσεως εργασίας μεταξύ της Cockerill Sambre και των συνδικαλιστικών οργανώσεων που αντιπροσώπευαν τους εν λόγω εργαζομένους, προβλέπουσας τη μείωση αυτή του χρόνου εργασίας (στο εξής: συλλογική σύμβαση).

14 Η συλλογική σύμβαση προβλέπει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

- μείωση της εβδομαδιαίας εργασίας από 37 σε 34 ώρες από την 1η Ιανουαρίου 1999·

- παρά την εν λόγω μείωση του εβδομαδιαίου ωραρίου εργασίας, διατήρηση του συνολικού αριθμού των ωρών εργασίας που παρέχει το σύνολο των προαναφερθέντων εργαζομένων, πράγμα το οποίο σήμαινε τη δημιουργία 150 νέων θέσεων εργασίας·

- τη διατήρηση στο επίπεδο που υφίστατο κατά τη σύναψη της συλλογικής συμβάσεως του συνολικού ποσού που καταβάλλει η Cockerill Sambre για τις αποδοχές σε όλους τους εργαζομένους που αμείβονται με βάση σχετική κλίμακα αποδοχών·

- την πρόβλεψη ενός μηχανισμού προοριζόμενου να αντισταθμίσει τη μείωση των εισοδημάτων των ως άνω εργαζομένων, που προέρχεται από τη μείωση των αποδοχών τους κατ' αναλογία προς τη μείωση του χρόνου εργασίας τους.

15 Συναφώς, η συλλογική σύμβαση διευκρινίζει, αφενός, ότι τα συμβαλλόμενα μέρη θα ζητήσουν μαζί κάθε είδους ενισχύσεις που μπορούν να χορηγηθούν στην Cockerill Sambre για τη χρηματοδότηση της μειώσεως του χρόνου εργασίας που προβλέπει η εν λόγω σύμβαση και, αφετέρου, ότι η σύμβαση αυτή συνδέεται, στην οικονομία της, από τη χορήγηση αντισταθμίσεων από δημόσιους πόρους, ελλείψει των οποίων τα συμβαλλόμενα μέρη θα επανεξετάσουν ομού την κατάσταση και τη δυνατότητα εκτελέσεως της συλλογικής συμβάσεως.

Τα επίδικα μέτρα

16 Τα μέτρα τα οποία έλαβε το Βασίλειο του Βελγίου, τα οποία του προσάπτει η Επιτροπή (στο εξής: επίδικα μέτρα), έχουν ως σκοπό την αντιστάθμιση της μειώσεως των αποδοχών των εργαζομένων που αμείβονται με βάση σχετική κλίμακα μισθών, η οποία προκύπτει από τη μείωση του χρόνου εργασίας τους.

17 Έτσι, προς αντιστάθμιση των αποτελεσμάτων της ως άνω μειώσεως των αποδοχών, αποφασίστηκε η καταβολή στους εργαζομένους που αμείβονταν με βάση σχετική κλίμακα μισθών ενός «μεταβατικού συμπληρώματος», με σκοπό τη διατήρηση των αποδοχών τους στο επίπεδο που είχαν το 1998 για 37 ώρες εργασίας εβδομαδιαίως, τούτο δε μέχρι το τέλος του έτους 2005.

18 Η χρηματοδότηση του μεταβατικού συμπληρώματος εξασφαλίζεται, κατά το ουσιώδες μέρος, με παρέμβαση των βελγικών δημόσιων αρχών και, κατά τα λοιπά, με την παραίτηση εκ μέρους των ίδιων των ως άνω εργαζομένων από τις αυξήσεις τις οποίες θα εδικαιούντο το 1997 και το 1998.

19 Οι ως άνω δημόσιες παρεμβάσεις ανέρχονται σε 13,71 εκατομμύρια ευρώ και περιλαμβάνουν δύο στοιχεία:

- μείωση των εργοδοτικών εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως κατά τη διάρκεια της περιόδου 1999/2005, χορηγηθείσα από τη βελγική ομοσπονδιακή κυβέρνηση, συνολικού ύψους 10,36 εκατομμυρίων ευρώ·

- επιχορήγηση της Κυβερνήσεως της Βαλονίας ύψους 3,35 εκατομμυρίων ευρώ, καταβαλλόμενη, για την ίδια περίοδο 7 ετών σε ένωση με την ονομασία «Fonds social des employιs au barθme de Cockerill Sambre» (κοινωνικό ταμείο των εργαζομένων της Cockerill Sambre που αμείβονται με βάση σχετική μισθολογική κλίμακα).

20 Τα χρηματικά ποσά που εξοικονόμησε η Cockerill Sambre χάρη στη μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως, όπως και τα καταβληθέντα στην προαναφερθείσα στην προηγούμενη σκέψη ένωση, καταβάλλονται στη συνέχεια στους ως άνω εργαζομένους της επιχειρήσεως αυτής, αποτελούν δε το μεταβατικό συμπλήρωμα.

Η προ της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως διαδικασία

21 Με έγγραφο της 23ης Νοεμβρίου 1998 η Επιτροπή ζήτησε στοιχεία από τις βελγικές αρχές σχετικά με πληροφορίες που δημοσιεύθηκαν στον Τύπο στις 20 Νοεμβρίου 1998, με βάση τις οποίες το Βασίλειο του Βελγίου αποφάσισε να χορηγήσει ενισχύσεις στην Cockerill Sambre, διάρκειας επτά ετών, στο πλαίσιο προγράμματος συλλογικής μειώσεως του χρόνου εργασίας.

22 Με έγγραφο της 11ης Δεκεμβρίου 1998 οι βελγικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι είχαν λάβει τα επίδικα μέτρα, δήλωσαν όμως ότι, κατ' αυτές, δεν επρόκειτο για κρατική ενίσχυση, λόγος για τον οποίο δεν είχαν προβεί σε κοινοποίησή τους στην Επιτροπή κατ' εφαρμογήν του άρθρου 6 του έκτου κώδικα ενισχύσεων στη χαλυβουργία.

23 Μετά από ανταλλαγή αλληλογραφίας και τη διοργάνωση συσκέψεως με τις βελγικές αρχές κατά τη διάρκεια του έτους 1999, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 6, παράγραφος 5, του έκτου κώδικα ενισχύσεων στη χαλυβουργία, απόφαση την οποία γνωστοποίησε στο Βασίλειο του Βελγίου με έγγραφο της 25ης Ιανουαρίου 2000. Η απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων της 25ης Μαρτίου 2000 (ΕΕ C 88, σ. 8), ενώ οι ενδιαφερόμενοι κλήθηκαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους στην Επιτροπή εντός προθεσμίας ενός μηνός από της δημοσιεύσεως αυτής.

24 Σε απάντηση στην απόφαση αυτή οι βελγικές αρχές διαβίβασαν στην Επιτροπή σημείωμα, με ημερομηνία 5 Απριλίου 2000, επαναλαμβάνον τη θέση που είχαν ήδη εκφράσει πριν από την κίνηση της διαδικασίας, ήτοι ότι τα επίδικα μέτρα δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση.

25 Στο πλαίσιο της διαδικασίας η Επιτροπή έλαβε τον Απρίλιο του 2000 παρατηρήσεις εκ μέρους ενός ενδιαφερομένου και ενός κράτους μέλους, τις οποίες και διαβίβασε στη Βελγική Κυβέρνηση, παρέχοντάς της τη δυνατότητα να τις σχολιάσει, η δε Βελγική Κυβέρνηση έκανε χρήση της δυνατότητάς της με έγγραφο της 9ης Ιουνίου 2000.

26 Μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής η Επιτροπή έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση.

Η προσβαλλόμενη απόφαση

27 Η προσβαλλόμενη απόφαση κοινοποιήθηκε στο Βασίλειο του Βελγίου στις 5 Δεκεμβρίου 2000 με τον αριθμό C (2000) 3563.

28 Κατά το άρθρο 1 της αποφάσεως αυτής:

«Η κρατική ενίσχυση που χορήγησε το Βέλγιο στη χαλυβουργική επιχείρηση Cockerill Sambre SA, ύψους 553,3 εκατομμυρίων βελγικών φράγκων (13,7 εκατομμυρίων ευρώ), αποτελεί κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 1 του κώδικα ενισχύσεων προς τη χαλυβουργία και είναι ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά.»

29 Το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως υποχρεώνει το Βασίλειο του Βελγίου να λάβει αμέσως όλα τα αναγκαία μέτρα για να αναζητήσει από την Cockerill Sambre την ήδη χορηγηθείσα παράνομη ενίσχυση, πλέον τόκων, και για να σταματήσει την καταβολή των μη χορηγηθεισών ακόμη ποσών.

Οι λόγοι της προσφυγής ακυρώσεως και η εκτίμηση του Δικαστηρίου

30 Προς στήριξη της προσφυγής ακυρώσεως το Βασίλειο του Βελγίου προβάλλει πέντε λόγους. Πρώτον, η προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει προς το άρθρο 4, στοιχείο γγ, ΑΞ και προς τον έκτο κώδικα ενισχύσεων στη χαλυβουργία, καθόσον με αυτή γίνεται εσφαλμένα δεκτό ότι η Cockerill Sambre αποκομίζει οικονομικό πλεονέκτημα από τα επίδικα μέτρα. Δεύτερον, η προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει προς τις διατάξεις αυτές, καθόσον με αυτή γίνεται δεκτό ότι τα ως άνω μέτρα ωφελούν την Cockerill Sambre, ενώ οι μόνοι που ωφελούνται πραγματικά από αυτήν είναι οι εργαζόμενοι της εν λόγω επιχειρήσεως. Τρίτον, η απόφαση αυτή πάσχει λόγω ελλείψεως αρμοδιότητας προς έκδοσή της. Τέταρτον, δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Πέμπτον, επικουρικά, η προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει προς το άρθρο 95, πρώτο εδάφιο, ΑΞ.

Επί του πρώτου και του δεύτερου λόγου

31 Επιβάλλεται να εξεταστούν μαζί ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος, οι οποίοι αφορούν αμφότεροι αμφισβήτηση του χαρακτηρισμού των επίδικων μέτρων ως κρατικής ενισχύσεως με την προσβαλλόμενη απόφαση.

32 Πρέπει να υπομνησθεί εκ προοιμίου ότι, κατά πάγια νομολογία, η έννοια της ενισχύσεως είναι ευρύτερη από την έννοια της επιδοτήσεως, διότι δεν περιλαμβάνει μόνο τις θετικές παροχές, όπως είναι οι επιδοτήσεις, αλλά και τις παρεμβάσεις εκείνες οι οποίες, ανεξαρτήτως μορφής, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και οι οποίες κατά συνέπεια, χωρίς να είναι επιδοτήσεις υπό τη στενή έννοια του όρου, είναι της ιδίας φύσεως ή έχουν τα ίδια αποτελέσματα (βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 23ης Φεβρουαρίου 1961, 30/59, De Gezamenlijke Steenkolenmijnen in Limburg κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 547· της 15ης Μαρτίου 1994, C-387/92, Banco Exterior de Espaρa, Συλλογή 1994, σ. Ι-877, σκέψη 13· της 1ης Δεκεμβρίου 1998, C-200/97, Ecotrade, Συλλογή 1998, σ. Ι-7907, σκέψη 34, και της 8ης Νοεμβρίου 2001, C-143/99, Adria-Wien Pipeline και Wieterdorfer & Peggauer Zementwerke, Συλλογή 2001, σ. Ι-8365, σκέψη 38).

33 Επιπλέον, η έννοια της «ενισχύσεως» κατά το άρθρο 4, στοιχείο γγ, ΑΞ, καλύπτει κατ' ανάγκη τα πλεονεκτήματα που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα με κρατικούς πόρους ή αποτελούν πρόσθετη επιβάρυνση για το Δημόσιο ή για τους οργανισμούς που έχουν ορισθεί ή ιδρυθεί προς τον σκοπό αυτό (βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 24ης Ιανουαρίου 1978, 82/77, Van Tiggele, Συλλογή τόμος 1978, σ. 15, σκέψεις 23 έως 25· της 17ης Μαρτίου 1993, C-72/91 και C-73/91, Sloman Neptun, Συλλογή 1993, σ. Ι-887, σκέψεις 19 και 21· της 7ης Μαου 1998, C-52/97 έως C-54/97, Viscido κ.λπ., Συλλογή 1998, σ. Ι-2629, σκέψη 13, και Ecotrade, προαναφερθείσα, σκέψη 35).

34 Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η χρηματοδότηση του μεταβατικού συμπληρώματος που χορηγείται στους εργαζομένους της Cockerill Sambre που αμείβονται με βάση σχετική κλίμακα εξασφαλίζεται, κατά το ουσιώδες μέρος, από δημόσιους πόρους χορηγούμενους από την ομοσπονδιακή Βελγική Κυβέρνηση και από την Κυβέρνηση της Βαλονίας.

35 Εντούτοις, η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η παρέμβαση των ως άνω δημοσίων αρχών δεν ελάφρυνε τον προϋπολογισμό της Cockerill Sambre.

36 Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι το μεταβατικό συμπλήρωμα που χρηματοδοτείται από τους ως άνω δημόσιους πόρους καταβλήθηκε αποκλειστικά στους εργαζομένους της Cockerill Sambre είτε εκ μέρους της ίδιας αυτής επιχειρήσεως είτε από την ένωση με την ονομασία «Fonds social des employιs au barθme de Cockerill Sambre», με βάση την ιδιότητά τους ως εργαζομένων της επιχειρήσεως αυτής και έναντι των ωρών εργασίας που παρέχουν στην ως άνω επιχείρηση.

37 Το εν λόγω συμπλήρωμα αποδοχών συνιστά, με τον τρόπο αυτό, ένα παρακολουθηματικό στοιχείο του μισθού που εισπράττουν οι εργαζόμενοι της Cockerill Sambre οι οποίοι αμείβονται με βάση σχετική κλίμακα και, επομένως, περιλαμβάνεται στο κόστος των μισθών τους οποίους οφείλει υπό κανονικές συνθήκες να καταβάλλει η επιχείρηση αυτή.

38 Είναι ακριβές ότι η Cockerill Sambre δεν είχε καμία νομική υποχρέωση να αντισταθμίσει οικονομικά τη μείωση των αποδοχών των ως άνω εργαζομένων της η οποία προέκυπτε από τη μείωση της εβδομαδιαίας διάρκειας εργασίας τους και η υποχρέωση αυτή δεν προβλεπόταν από τη συλλογική σύμβαση.

39 Ωστόσο, οι δαπάνες που συνδέονται με την αμοιβή των εργαζομένων σε μια επιχείρηση επιβαρύνουν, εκ της φύσεώς τους, τον προϋπολογισμό της επιχειρήσεως, ανεξάρτητα από το αν οι δαπάνες αυτές απορρέουν ή όχι από νομικές υποχρεώσεις ή από συλλογικές συμβάσεις.

40 Το γεγονός ότι η συλλογική σύμβαση συνέδεσε τη μείωση του χρόνου εργασίας που προβλέπει από τη χορήγηση αντισταθμίσεως με δημόσιους πόρους, αποκλείοντας εκ προοιμίου κάθε αύξηση των μισθολογικών δαπανών της Cockerill Sambre, δεν αναιρεί από το μεταβατικό συμπλήρωμα τη φύση του ως μισθολογικής δαπάνης την οποία φέρει υπό κανονικές συνθήκες η επιχείρηση αυτή.

41 Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει ήδη δεχθεί ότι η χρηματοδότηση από δημόσιους πόρους μιας πριμοδοτήσεως θέσεως χορηγούμενης σε ορισμένους εργαζόμενους στον τομέα της παραγωγής άνθρακα συνεπάγεται αύξηση των αποδοχών τους που μειώνει τεχνητά το κόστος παραγωγής των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων, οπότε, για τον λόγο αυτό, η ως άνω πριμοδότηση πρέπει να θεωρείται ως ενίσχυση απαγορευόμενη από το άρθρο 4, στοιχείο γγ, ΑΞ (βλ. την προαναφερθείσα απόφαση De Gezamenlijke Steenkolenmijnen in Limburg κατά Ανωτάτης Αρχής, σ. 571 έως 573).

42 Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα επίδικα μέτρα είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση των δαπανών που βαρύνουν υπό κανονικές συνθήκες τον προϋπολογισμό της Cockerill Sambre.

43 Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος τον οποίο προβάλλει το Βασίλειο του Βελγίου, κατά τον οποίο η χρηματοδότηση με δημόσιους πόρους της μειώσεως του χρόνου εργασίας των εργαζομένων της ως άνω επιχειρήσεως που αμείβονται με βάση σχετική κλίμακα δεν προσπόρισε κανένα οικονομικό όφελος στην επιχείρηση αυτή, κατά τρόπον ώστε τα επίδικα μέτρα να μη μπορούν να θεωρηθούν ως κρατική ενίσχυση.

44 Επίσης, πρέπει να απορριφθεί και ο δεύτερος λόγος που προβάλλεται με το δικόγραφο της προσφυγής, κατά τον οποίο τα ως άνω μέτρα δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση διότι οι πραγματικά ωφελούμενοι από αυτά είναι οι εργαζόμενοι της Cockerill Sambre.

45 Πράγματι, κατά πάγια νομολογία οι κρατικές ενισχύσεις δεν ορίζονται ανάλογα με τις αιτίες ή τους σκοπούς τους αλλά σε συνάρτηση με τα αποτελέσματά τους (βλ. επ' αυτού, μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 2ας Ιουλίου 1974, 173/73, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1974, σ. 351, σκέψη 27· της 26ης Σεπτεμβρίου 1996, C-241/94, Γαλλία κατά Επιτροπής, καλούμενη «Kimberly Clark», Συλλογή 1996, σ. Ι-4551, σκέψη 20, και της 12ης Οκτωβρίου 2000, C-480/98, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. Ι-8717, σκέψη 16).

46 Επομένως, ο κοινωνικός χαρακτήρας των κρατικών παρεμβάσεων δεν αρκεί για να αποκλείεται άνευ άλλου η δυνατότητα χαρακτηρισμού τους ως ενισχύσεων (βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις Kimberly Clark, προαναφερθείσα, σκέψη 21· της 17ης Ιουνίου 1999, C-75/97, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. Ι-3671, σκέψη 25, και της 5ης Οκτωβρίου 1999, C-251/97, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. Ι-6639, σκέψη 37).

47 Συνεπώς, το επιχείρημα της Βελγικής Κυβερνήσεως ότι τα επίδικα μέτρα αποσκοπούν στη δημιουργία θέσεων εργασίας και στην υπέρ των εργαζομένων απάμβλυνση των οικονομικών δυσχερειών που απορρέουν από τη μείωση του χρόνου εργασίας την οποία ζήτησαν δεν έχει σημασία όσον αφορά την εκτίμηση του αν τα μέτρα αυτά συνιστούν κρατικές ενισχύσεις απαγορευόμενες από το άρθρο 4, στοιχείο γγ, ΑΞ.

48 Όσον αφορά τα αποτελέσματα των επίδικων μέτρων, αρκεί η διαπίστωση ότι, ναι μεν χρήματα από δημόσιους πόρους που χορήγησαν η ομοσπονδιακή Βελγική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση της Βαλονίας καταβλήθηκαν στους εργαζομένους της Cockerill Sambre που αμείβονταν με βάση σχετική κλίμακα, η εταιρία αυτή όμως είναι εκείνη η οποία αποκόμισε το σχετικό όφελος, καθόσον, όπως διαλαμβάνεται στη σκέψη 42 της παρούσας αποφάσεως, τα ως άνω μέτρα είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση των δαπανών που επιβαρύνουν υπό κανονικές συνθήκες τον προϋπολογισμό της επιχειρήσεως αυτής.

Επί του τρίτου λόγου

49 Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως το Βασίλειο του Βελγίου υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω ελλείψεως αρμοδιότητας για την έκδοσή της.

50 Συναφώς, διατείνεται ότι οι βελγικές αρχές, αφού γνωστοποίησαν τα σχόλιά τους επί των παρατηρήσεων των τρίτων ενδιαφερομένων στις 9 Ιουνίου 2000 και δεδομένου ότι δεν υποβλήθηκε στις ως άνω αρχές κανένα αίτημα παροχής συμπληρωματικών πληροφοριών, η προσβαλλόμενη απόφαση, με ημερομηνία 15 Νοεμβρίου 2000, εκδόθηκε μετά την εκπνοή της τρίμηνης προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 5, του έκτου κώδικα ενισχύσεων στη χαλυβουργία.

51 Δεν αμφισβητείται ότι η προαναφερθείσα τρίμηνη προθεσμία είχε εκπνεύσει όταν εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Επομένως, προκειμένου να εκτιμηθεί αν το γεγονός αυτό στέρησε την Επιτροπή από την αρμοδιότητα εκδόσεως της ως άνω αποφάσεως, πρέπει να προσδιοριστεί αν η προθεσμία αυτή είναι αποκλειστική.

52 Όμως, η φύση μιας προθεσμίας πρέπει να προσδιορίζεται με βάση το γενικό πλαίσιο εντός της οποίας αυτή εντάσσεται και σε συνάρτηση με τον σκοπό της (βλ. επ' αυτού, μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 2ας Μαου 1990, C-357/88, Hopermann, Συλλογή 1990, σ. Ι-1669, σκέψη 12, και της 6ης Ιουνίου 2000, C-289/97, Eridania, Συλλογή 2000, σ. Ι-5409, σκέψη 26).

53 Όσον αφορά το γενικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται η προθεσμία του άρθρου 6, παράγραφος 5, του έκτου κώδικα ενισχύσεων στη χαλυβουργία, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 4, στοιχείο γγ, ΑΞ, θεωρούνται, χωρίς εξαίρεση, ότι δεν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά άνθρακα και χάλυβα και, κατά συνέπεια, καταργούνται και απαγορεύονται εντός της Κοινότητας οι επιδοτήσεις ή οι ενισχύσεις που χορηγούν τα κράτη μέλη υπό οποιαδήποτε μορφή.

54 Ο έκτος κώδικας ενισχύσεων στη χαλυβουργία, ο οποίος εκδόθηκε βάσει του άρθρου 95 ΑΞ, επιτρέπει ωστόσο τη χορήγηση ενισχύσεων στη χαλυβουργία σε ορισμένες περιπτώσεις που απαριθμούνται περιοριστικά και σύμφωνα με τις διαδικασίες που ο ίδιος προβλέπει. Το άρθρο 6, παράγραφος 4, του εν λόγω κώδικα προβλέπει ειδικότερα ότι τα προγραμματιζόμενα μέτρα δεν μπορούν να τεθούν σε εφαρμογή παρά μόνο με την έγκριση της Επιτροπής. Η παράγραφος 6 της ίδιας διατάξεως προβλέπει ρητή παρέκκλιση από τον κανόνα αυτό, ορίζοντας ότι τα ως άνω μέτρα μπορούν να τίθενται σε εφαρμογή αν η Επιτροπή δεν έχει κινήσει τη διαδικασία της παραγράφου 5 της διατάξεως αυτής ή αν έχει γνωστοποιήσει με κάποιο άλλο τρόπο τη θέση της εντός προθεσμίας δύο μηνών από της λήψεως της κοινοποιήσεως κάποιου σχεδίου, υπό την προϋπόθεση ότι το κράτος μέλος έχει ενημερώσει προηγουμένως την Επιτροπή σχετικά με την πρόθεσή του.

55 Οι περιπτώσεις στις οποίες μπορούν να χορηγούνται ενισχύσεις στη χαλυβουργία αποτελούν, με τον τρόπο αυτό, εξαίρεση από τον κανόνα βάσει του οποίου οι ως άνω ενισχύσεις απαγορεύονται, ενώ η χορήγησή τους επιτρέπεται καταρχήν μόνο βάσει ρητής αποφάσεως της Επιτροπής.

56 Όμως, κάθε παρέκκλιση ή εξαίρεση από ένα γενικό κανόνα πρέπει να ερμηνεύεται στενά (βλ. μεταξύ άλλων τις αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 1995, C-399/93, Oude Luttikhuis κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. I-4515, σκέψη 23, και της 18ης Ιανουαρίου 2001, C-83/99, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 2001, σ. I-445, σκέψη 19).

57 Επομένως, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 5, του έκτου κώδικα ενισχύσεων στη χαλυβουργία, τα κράτη μέλη δεν μπορούν νομίμως να θέτουν σε εφαρμογή μέτρα ενισχύσεως παρά μόνο βάσει ρητής προς τούτο αποφάσεως της Επιτροπής. Ελλείψει μιας τέτοιας αποφάσεως, η εκπνοή της τρίμηνης προθεσμίας που τάσσεται στην Επιτροπή προκειμένου να λάβει θέση δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την έμμεση χορήγηση αδείας στο κράτος μέλος να θέσει σε εφαρμογή το σχεδιαζόμενο μέτρο ενισχύσεως.

58 Αν η προαναφερθείσα τρίμηνη προθεσμία έπρεπε να θεωρηθεί ως αποκλειστική, η εκπνοή της οποίας θα έπρεπε να σημαίνει ότι η Επιτροπή δεν μπορεί πλέον να αποφαίνεται επί της συμφωνίας προς τη Συνθήκη ΕΚΑΞ του σχεδιαζόμενου μέτρου ενισχύσεως, τότε, σε περίπτωση μη εκδόσεως αποφάσεως εκ μέρους της Επιτροπής εντός της προθεσμίας αυτής, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, αφενός, θα εμποδιζόταν να χορηγήσει την ως άνω ενίσχυση και, αφετέρου, θα αντιμετώπιζε μια κατάσταση βάσει της οποίας θα ήταν αδύνατο να ζητήσει την έκδοση αποφάσεως της Επιτροπής επιτρέπουσα τη χορήγηση της ενισχύσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας που κίνησε η ίδια. Όπως τόνισε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 101 των προτάσεών της, μια τέτοια κατάσταση θα ήταν ασυμβίβαστη με την εύρυθμη λειτουργία των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων.

59 Πράγματι, σε μια κατάσταση όπως η περιγραφόμενη στην προηγούμενη σκέψη, ενδεχομένως η άδεια της Επιτροπής δεν θα μπορούσε να χορηγηθεί παρά μόνον μετά την ολοκλήρωση μιας νέας διαδικασίας κινηθείσας κατ' εφαρμογήν του έκτου κώδικα ενισχύσεων στη χαλυβουργία, πράγμα το οποίο θα είχε ως αποτέλεσμα μια χρονική καθυστέρηση όσον αφορά την εκ μέρους της Επιτροπής λήψη της αποφάσεώς της, χωρίς να παρέχει συμπληρωματικές εγγυήσεις στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, πράγμα το οποίο είναι αντίθετο προς τον σκοπό του άρθρου 6, παράγραφος 5, του εν λόγω κώδικα.

60 Επομένως, η τρίμηνη προθεσμία του άρθρου 6, παράγραφος 5, του έκτου κώδικα ενισχύσεων στη χαλυβουργία, ενόψει του γενικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσεται και του σκοπού της, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποκλειστική.

61 Είναι αληθές ότι η Επιτροπή στο πλαίσιο των σχέσεών της με τα κράτη μέλη υποχρεούται να τηρεί τις προϋποθέσεις που επέβαλε η ίδια στον εαυτό της (βλ. επ' αυτού τις αποφάσεις της 24ης Ιανουαρίου 2002, C-170/00, Φινλανδία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. Ι-1007, σκέψη 34, και της 13ης Ιουνίου 2002, C-158/00, Λουξεμβούργο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. Ι-5373, σκέψη 24).

62 Εντούτοις, η μη τήρηση μιας τέτοιας προϋποθέσεως δεν μπορεί να συνιστά παρατυπία παρά μόνον εφόσον είναι φύσεως τέτοιας ώστε να καθιστά άνευ αντικειμένου κάποια διαδικαστική εγγύηση προβλεπόμενη υπέρ των κρατών μελών (βλ. επ' αυτού τις προαναφερθείσες αποφάσεις Φινλανδία κατά Επιτροπής, σκέψη 34, και Λουξεμβούργο κατά Επιτροπής, σκέψη 24).

63 Όμως, η τρίμηνη προθεσμία του άρθρου 6, παράγραφος 5, του έκτου κώδικα ενισχύσεων στη χαλυβουργία θεσπίστηκε για την προστασία της ασφάλειας δικαίου, ώστε να εξασφαλίζεται ότι η Επιτροπή θα λαμβάνει ταχέως την απόφασή της.

64 Επομένως, η κύρωση σε περίπτωση που η Επιτροπή δεν τηρήσει την υποχρέωσή της να λάβει θέση εντός της ως άνω προθεσμίας δεν μπορεί να είναι η στέρηση της αρμοδιότητας προς έκδοση μιας τέτοιας αποφάσεως, πράγμα το οποίο, όπως σημειώθηκε ήδη στη σκέψη 59 της παρούσας αποφάσεως, θα είχε ως μόνο αποτέλεσμα την καθυστέρηση της εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής, χωρίς να παρέχει συμπληρωματικές εγγυήσεις στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος. Η διαπίστωση αυτή δεν προδικάζει τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής σε περίπτωση που η καθυστέρηση της εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής προκάλεσε ουσιαστική ζημία σε βάρος κάποιου ενδιαφερομένου.

65 Εξάλλου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, σε αντίθεση με το άρθρο 6, παράγραφος 5, του έκτου κώδικα ενισχύσεων στη χαλυβουργία, η παράγραφος 6 της διατάξεως αυτής, η οποία αφορά την περίπτωση στην οποία ένα κράτος μέλος κοινοποίησε στην Επιτροπή σχέδιο ενισχύσεων ή μεταφοράς δημοσίων πόρων, προβλέπει ρητά ότι η μη τήρηση από την Επιτροπή της προθεσμίας που της τάσσεται για να λάβει θέση έχει ως αποτέλεσμα τη δυνατότητα του κράτους μέλους να θέσει σε εφαρμογή τα σχεδιαζόμενα μέτρα, υπό την προϋπόθεση ότι θα πληροφορήσει προηγουμένως την Επιτροπή για την πρόθεσή του.

66 Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του τετάρτου λόγου

67 Κατά το Βασίλειο του Βελγίου η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 15, πρώτο εδάφιο, ΑΞ.

68 Επ' αυτού πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία σχετικά με το άρθρο 253 ΕΚ, η οποία μπορεί να ισχύσει όσον αφορά το άρθρο 15 ΑΞ, η επιβαλλόμενη από τη διάταξη αυτή υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως, από αυτήν δε πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εκδίδει την πράξη, έτσι ώστε να παρέχει τη δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίσουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου, στο δε Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του γράμματός της αλλά και του πλαισίου στο οποίο αυτή εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 29ης Φεβρουαρίου 1996, C-56/93, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. Ι-723, σκέψη 86· της 2ας Απριλίου 1998, C-367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink's France, Συλλογή 1999, σ. Ι-1719, σκέψη 63, και της 7ης Μαρτίου 2002, C-310/99, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. Ι-2289, σκέψη 48).

69 Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση παραθέτει τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή θεωρεί ότι τα επίδικα μέτρα συνιστούν κρατικές ενισχύσεις υπό την έννοια της Συνθήκης ΕΚΑΞ και του έκτου κώδικα ενισχύσεων στη χαλυβουργία και είναι αντίθετα προς την κοινή αγορά. Ειδικότερα, στο σημείο 20 της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή αναπτύσσει λεπτομερώς την επιχειρηματολογία της, κατά την οποία, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει το Βασίλειο του Βελγίου, η Cockerill Sambre προσπορίστηκε οικονομικά πλεονεκτήματα από τα μέτρα αυτά.

70 Το Βασίλειο του Βελγίου υποστηρίζει ειδικότερα, καταρχάς, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν απαντά στην επιχειρηματολογία της σχετικά με τον κίνδυνο δημιουργίας αντιφάσεων στην ευρωπαϋκή πολιτική στον τομέα της απασχολήσεως.

71 Επ' αυτού, αρκεί να δοθεί η απάντηση ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να λάβει θέση επί του στοιχείου αυτού, το οποίο προφανώς δεν έχει σημασία όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των επίδικων μέτρων ως κρατικών ενισχύσεων (βλ. την προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Sytraval και Brink's France, σκέψη 64).

72 Το Βασίλειο του Βελγίου υποστηρίζει στη συνέχεια ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιλαμβάνει απάντηση στην επιχειρηματολογία της σχετικά με την έννοια του «δικαιούχου» των ως άνω μέτρων.

73 Επιβάλλεται συναφώς η διαπίστωση ότι στο σημείο 23 της προσβαλλομένης αποφάσεως εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή θεωρεί ότι τα επίδικα μέτρα δεν αποτελούν ενισχύσεις υπέρ ατόμων, αλλά ενισχύσεις υπέρ επιχειρήσεως, καθόσον αυτά οδηγούν σε κάλυψη δαπανών συνδεομένων με παροχή εργασίας εκ μέρους των εργαζομένων της Cockerill Sambre.

74 Τέλος, το Βασίλειο του Βελγίου υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιλαμβάνει καμία εξήγηση σχετικά με τις συνέπειες και την οικονομική επήρεια των επίδικων μέτρων επί της κοινής αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού.

75 Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, για να εμπίπτει στο άρθρο 4, στοιχείο γγ, ΑΞ, ένα μέτρο ενισχύσεως δεν πρέπει οπωσδήποτε να επηρεάζει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών ή τον ανταγωνισμό (απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, C-74/00 P και C-75/00 P, Bolzano κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 102), οπότε η Επιτροπή ουδόλως ήταν υποχρεωμένη να αιτιολογήσει την προσβαλλόμενη απόφαση επί του σημείου αυτού.

76 Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι ο τέταρτος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

Επί του πέμπτου λόγου

77 Το Βασίλειο του Βελγίου υποστηρίζει επικουρικά, για την περίπτωση που το Δικαστήριο δεχθεί τον χαρακτηρισμό των επίδικων μέτρων ως κρατικών ενισχύσεων, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 95, πρώτο εδάφιο, ΑΞ.

78 Συναφώς, ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως παραλείποντας να ζητήσει τη γνώμη του Συμβουλίου σχετικά με μια κατά παρέκκλιση ενδεχόμενη έγκριση των ως άνω μέτρων, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 95, πρώτο εδάφιο, ΑΞ.

79 Η Επιτροπή απαντά ότι το γεγονός ότι μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως η Βελγική Κυβέρνηση της ζήτησε επίσημα να εξετάσει τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 95, πρώτο εδάφιο, ΑΞ καθιστά απαράδεκτο τον επικουρικώς προβαλλόμενο λόγο ακυρώσεως.

80 Εντούτοις, από το γεγονός αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο ως άνω λόγος δεν στρέφεται κατά της ίδιας της προσβαλλομένης αποφάσεως, συνιστά δε στην πραγματικότητα προσφυγή κατά παραλείψεως στρεφόμενη κατά της παραλείψεως της Επιτροπής να ζητήσει τη γνώμη του Συμβουλίου, ασκούμενη εκτός του πλαισίου των προβλεπομένων από το άρθρο 35 ΑΞ όρων.

81 Επομένως, ως άνω λόγος είναι παραδεκτός.

82 Όσον αφορά το βάσιμο του λόγου αυτού πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 95, πρώτο εδάφιο, ΑΞ παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να λαμβάνει αποφάσεις, με βάση την προβλεπόμενη από την εν λόγω διάταξη διαδικασία, οι οποίες επιτρέπουν την κατά παρέκκλιση χορήγηση ενισχύσεων που είναι απαραίτητες για την εύρυθμη λειτουργία της κοινής αγοράς άνθρακα και χάλυβα.

83 Ορισμένες από τις αποφάσεις αυτές επιτρέπουν τη χορήγηση συγκεκριμένων ενισχύσεων σε καθορισμένες χαλυβουργικές επιχειρήσεις, ενώ άλλες εξουσιοδοτούν την Επιτροπή να κρίνει ως σύμφωνες με την κοινή αγορά ορισμένες μορφές ενισχύσεων υπέρ κάθε επιχειρήσεως που πληροί τους προβλεπόμενους όρους (διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 3ης Μαου 1996, C-399/95 R, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. Ι-2441, σκέψη 20).

84 Η Επιτροπή ασκεί την εξουσία αυτή όταν φρονεί ότι η οικεία ενίσχυση είναι απαραίτητη για την πραγματοποίηση των σκοπών της Συνθήκης.

85 Όπως τόνισε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 138 των προτάσεών της, η εγγενής προς το ως άνω σύστημα παροχής αδείας λογική σημαίνει ότι, προκειμένου περί εκδόσεως ατομικής αποφάσεως εκ μέρους της Επιτροπής, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος τής υποβάλλει σχετική αίτηση προς εφαρμογή της διαδικασίας του άρθρου 95 ΑΞ, πριν η Επιτροπή εξετάσει το κατά πόσον είναι αναγκαία η ενίσχυση όσον αφορά την πραγματοποίηση των σκοπών της Συνθήκης.

86 Επομένως, σε αντίθεση με όσα διατείνεται το Βασίλειο του Βελγίου, η Επιτροπή ουδόλως ήταν υποχρεωμένη εν προκειμένω να κινήσει αυτεπαγγέλτως τη διαδικασία του άρθρου 95, πρώτο εδάφιο, ΑΞ πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκειμένου να επιτρέψει τα επίδικα μέτρα βάσει της διατάξεως αυτής.

87 Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι ο πέμπτος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

88 Ενόψει του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

89 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η Επιτροπή υπέβαλε τέτοιο αίτημα και το Βασίλειο του Βελγίου ηττήθηκε, το Βασίλειο του Βελγίου πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1) Απορρίπτει την προσφυγή.

2) Καταδικάζει το Βασίλειο του Βελγίου στα δικαστικά έξοδα.

Top