Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62000CJ0386

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 5ης Μαρτίου 2002.
Axa Royale Belge SA κατά Georges Ochoa και Stratégie Finance SPRL.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Cour d'appel de Bruxelles - Βέλγιο.
Οδηγία 92/96/ΕΟΚ - Πρωτασφάλιση ζωής - Πληροφόρηση του ασφαλιζόμενου.
Υπόθεση C-386/00.

Συλλογή της Νομολογίας 2002 I-02209

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2002:136

62000J0386

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 5ης Μαρτίου 2002. - Axa Royale Belge SA κατά Georges Ochoa και Stratégie Finance SPRL. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Cour d'appel de Bruxelles - Βέλγιο. - Οδηγία 92/96/ΕΟΚ - Πρωτασφάλιση ζωής - Πληροφόρηση του ασφαλιζόμενου. - Υπόθεση C-386/00.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2002 σελίδα I-02209


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1. ράξεις των οργάνων - Οδηγίες - Εκτέλεση από τα κράτη μέλη - Ανάγκη διασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας των οδηγιών - Υποχρεώσεις των εθνικών δικαστηρίων

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 189, εδ. 3 (νυν άρθρο 249, εδ. 3, ΕΚ)]

2. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Ελευθερία εγκαταστάσεως - Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών - ρωτασφάλιση ζωής - Οδηγία 92/96 - ληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στον ασφαλιζόμενο - Εθνική νομοθεσία επιβάλλουσα προειδοποίηση σχετικά με τον γενικά επιζήμιο χαρακτήρα της καταγγελίας, της μειώσεως ή της εξαγοράς της ισχύουσας συμβάσεως ασφαλίσεως με σκοπό τη σύναψη άλλης συμβάσεως - Δεν επιτρέπεται

(Οδηγία 92/96 του Συμβουλίου, άρθρο 31 § 3)

Περίληψη


1. Ακόμη και αν, ελλείψει πρόσφορης μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, μια οδηγία, αυτή καθαυτή, δεν γεννά υποχρεώσεις εις βάρος ιδιώτη, το εθνικό δικαστήριο που καλείται να ερμηνεύσει το εθνικό δίκαιο, είτε πρόκειται για προγενέστερες είτε για μεταγενέστερες της οδηγίας διατάξεις, οφείλει να πράξει τούτο κατά το μέτρο του δυνατού υπό το φως του γράμματος και του σκοπού της οδηγίας, ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που αυτή επιδιώκει, συμμορφούμενο έτσι προς το άρθρο 189, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης (νυν άρθρο 249, τρίτο εδάφιο, ΕΚ).

( βλ. σκέψη 18 )

2. Το άρθρο 31, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/96, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση ζωής και για την τροποποίηση των οδηγιών 79/267 και 90/619 (τρίτης οδηγίας σχετικά με την ασφάλεια ζωής), απαγορεύει εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι η πρόταση ασφαλίσεως ζωής ή, ελλείψει προτάσεως, η σύμβαση πρέπει να πληροφορεί τον ασφαλιζόμενο ότι η καταγγελία, η μείωση ή η εξαγορά ισχύουσας συμβάσεως ασφαλίσεως ζωής, με σκοπό τη σύναψη άλλης συμβάσεως ασφαλίσεως ζωής, είναι γενικώς επιζήμια για τον ασφαλιζόμενο. ράγματι, οι επιπλέον πληροφορίες που τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν σύμφωνα με το άρθρο αυτό πρέπει να είναι σαφείς, ακριβείς και απαραίτητες για τη σωστή κατανόηση των βασικών στοιχείων των ασφαλιστικών προϊόντων που προσφέρονται στον αντισυμβαλλόμενο. Όμως, μια τόσο αόριστη και γενική πληροφορία όπως η παρεχόμενη με μια τέτοια προειδοποίηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις αυτές.

( βλ. σκέψεις 24-25, 30-31 και διατακτ. )

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-386/00,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Cour d'appel de Bruxelles (Βέλγιο) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Axa Royale Belge SA

και

Georges Ochoa,

Stratégie Finance SPRL,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 92/96/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Νοεμβρίου 1992, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση ζωής και για την τροποποίηση των οδηγιών 79/267/ΕΟΚ και 90/619/ΕΟΚ (τρίτη οδηγία σχετικά με την ασφάλεια ζωής) (ΕΕ L 360, σ. 1),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από την N. Colneric, πρόεδρο του δευτέρου τμήματος, προεδρεύουσα του έκτου τμήματος, και τους C. Gulmann, R. Schintgen, Β. Σκουρή και J. N. Cunha Rodrigues (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

γραμματέας: H. A. Rühl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- η Axa Royale Belge SA, εκπροσωπούμενη από τους Μ. Brouhns και C. Schöller, avocats,

- οι G. Ochoa και Stratégie Finance SPRL, εκπροσωπούμενοι από τον P.-Μ. Sprockeels, avocat,

- η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Snoecx,

- η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους Μ. Απέσσο και Ι. Μπακόπουλο,

- η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την Μ. López-Monís Gallego,

- η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την C. Pesendorfer,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την C. Tufvesson και τον B. Mongin,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Axa Royale Belge SA, εκπροσωπούμενης από τους Μ. Brouhns και C. Schöller, του G. Ochoa και της Stratégie Finance SPRL, εκπροσωπουμένων από τον P.-Μ. Sprockeels, και της Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον R. Tricot, κατά τη συνεδρίαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2001,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Νοεμβρίου 2001,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2000, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 23 Οκτωβρίου 2000, το Cour d'appel de Bruxelles υπέβαλε στο Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 92/96/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Νοεμβρίου 1992, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση ζωής και για την τροποποίηση των οδηγιών 79/267/ΕΟΚ και 90/619/ΕΟΚ (τρίτη οδηγία σχετικά με την ασφάλεια ζωής) (ΕΕ L 360, σ. 1, στο εξής: οδηγία).

2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Axa Royale Belge SA και του G. Ochoa, ασφαλιστή, και της Stratégie Finance SPRL, σχετικά με την απουσία, στις προτάσεις ή στα ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής, μιας ενδείξεως που επιβάλλει το εθνικό δίκαιο.

Η οδηγία

3 Το άρθρο 31 της οδηγίας ορίζει:

«1. ριν συναφθεί η ασφαλιστική σύμβαση, πρέπει να ανακοινώνονται στον αντισυμβαλλόμενο τουλάχιστον οι πληροφορίες που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ, σημείο Α.

2. Ο αντισυμβαλλόμενος πρέπει να ενημερώνεται καθ' όλη τη διάρκεια της σύμβασης για τις τροποποιήσεις που αφορούν τις πληροφορίες που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ, σημείο Β.

3. Το κράτος μέλος της ασφαλιστικής υποχρέωσης δεν μπορεί να απαιτεί από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να χορηγούν πληροφορίες επιπλέον εκείνων που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ, παρά μόνο στην περίπτωση που οι πληροφορίες αυτές είναι απαραίτητες για τη σωστή κατανόηση των βασικών στοιχείων της υποχρέωσης εκ μέρους του αντισυμβαλλόμενου.

4. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής τους παρόντος άρθρου και του παραρτήματος ΙΙ θεσπίζονται από το κράτος μέλος της υποχρέωσης.»

4 Το παράρτημα ΙΙ της οδηγίας, με τίτλο «ληροφορίες προς τους αντισυμβαλλόμενους», διευκρινίζει ότι οι πληροφορίες που πρέπει να γνωστοποιούνται στον αντισυμβαλλόμενο πρέπει να διατυπώνονται γραπτώς, με σαφήνεια και ακρίβεια. Το σημείο Α του εν λόγω παραρτήματος απαριθμεί τις πληροφορίες που πρέπει να γνωστοποιούνται στον αντισυμβαλλόμενο πριν από τη σύναψη της συμβάσεως. Μεταξύ των πληροφοριών αυτών, περιλαμβάνονται ειδικότερα ο ορισμός των παροχών και προαιρέσεων (α.4), η διάρκεια της συμβάσεως (α.5), ο τρόπος καταγγελίας της συμβάσεως (α.6), οι λεπτομέρειες και διάρκεια καταβολής των ασφαλίστρων (α.7), ο τρόπος υπολογισμού και διανομής των συμμετοχών στα κέρδη (α.8), οι ενδείξεις των αξιών εξαγοράς και μειώσεως και η φύση των συναφών εγγυήσεων (α.9), πληροφορίες για τα ασφάλιστρα που αφορούν κάθε εγγύηση (α.10), η απαρίθμηση των αξιών αναφοράς που χρησιμοποιήθηκαν στις συμβάσεις μεταβλητού κεφαλαίου (α.11), πληροφορίες για τη φύση των αντιπροσωπευτικών στοιχείων του ενεργητικού επί συμβάσεων μεταβλητού κεφαλαίου (α.12), ο τρόπος άσκησης του δικαιώματος υπαναχωρήσεως (α.13) και οι γενικές ενδείξεις περί του φορολογικού καθεστώτος που ισχύει για τον συγκεκριμένο τύπο ασφαλιστηρίου (α.14).

5 Το σημείο Β του παραρτήματος ΙΙ απαριθμεί τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στον αντισυμβαλλόμενο κατά τη διάρκεια της συμβάσεως. ροβλέπει ότι στον αντισυμβαλλόμενο πρέπει να παρέχονται, εκτός από τους γενικούς και ειδικούς όρους που πρέπει να του γνωστοποιούνται, όλες οι πληροφορίες που αναφέρονται στις διακρίσεις α.4 έως α.12 του σημείου Α του παραρτήματος αυτού σε περίπτωση τροποποιήσεως της συμβάσεως ή της εφαρμοστέας νομοθεσίας (β.2) και, κάθε χρόνο, πληροφορίες για την κατάσταση της συμμετοχής στα κέρδη (β.3).

Το εθνικό νομικό πλαίσιο

6 Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο b, του βασιλικού διατάγματος της 17ης Δεκεμβρίου 1992, περί της δραστηριότητας ασφαλίσεως ζωής (Moniteur belge της 31ης Δεκεμβρίου 1992, σ. 27893, στο εξής: βασιλικό διάταγμα της 17ης Δεκεμβρίου 1992), το οποίο, κατά την απόφαση περί παραπομπής, εκδόθηκε για τη μεταφορά της οδηγίας στο βελγικό δίκαιο:

«Η πρόταση ή, ελλείψει προτάσεως, η σύμβαση πρέπει:

[...]

b) να πληροφορεί τον ασφαλιζόμενο ότι η καταγγελία, η μείωση, ή η εξαγορά ισχύουσας συμβάσεως ασφαλίσεως ζωής, με σκοπό τη σύναψη άλλης συμβάσεως ασφαλίσεως ζωής, είναι γενικώς επιζήμια για τον ασφαλιζόμενο».

7 Κατά το άρθρο 20, παράγραφος 2, του νόμου της 9ης Ιουλίου 1975, περί του ελέγχου των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, όπως τροποποιήθηκε με το βασιλικό διάταγμα της 12ης Αυγούστου 1994 (Moniteur belge της 16ης Σεπτεμβρίου 1994, σ. 23541):

«Κάθε πρόταση και ασφαλιστήριο συμβόλαιο και, γενικά, όλα τα έγγραφα που οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις στο Βέλγιο γνωστοποιούν στο κοινό πρέπει να περιλαμβάνουν τις ενδείξεις που ορίζει ο Βασιλεύς.

Μπορεί επίσης να καθορίζει τις πληροφορίες τις οποίες οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να παρέχουν στον ασφαλιζόμενο πριν από τη σύναψη της συμβάσεως και κατά τη διάρκεια αυτής.»

8 Με τις γραπτές της παρατηρήσεις, η Βελγική Κυβέρνηση παρατηρεί ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, του βασιλικού διατάγματος της 22ας Φεβρουαρίου 1991, περί γενικής κανονιστικής ρυθμίσεως σχετικά με τον έλεγχο των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, όπως τροποποιήθηκε με το βασιλικό διάταγμα της 22ας Νοεμβρίου 1994 (Moniteur belge της 21ης Δεκεμβρίου 1994, σ. 31529), που μετέφερε στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 31, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας, δεν κατάργησε το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο b, του βασιλικού διατάγματος της 17ης Δεκεμβρίου 1992.

9 Το άρθρο 93 του νόμου της 14ης Ιουλίου 1991, περί των εμπορικών πρακτικών και της πληροφορήσεως και της προστασίας του καταναλωτή (Moniteur belge της 29ης Αυγούστου 1991, σ. 18712, στο εξής: νόμος της 14ης Ιουλίου 1991), προβλέπει:

«Απαγορεύεται κάθε πράξη αντίθετη προς τα συναλλακτικά ήθη στον εμπορικό τομέα με την οποία ο πωλητής βλάπτει ή μπορεί να βλάψει τα επαγγελματικά συμφέροντα ενός ή περισσοτέρων πωλητών.»

10 Κατά το άρθρο 94 του ίδιου νόμου:

«Απαγορεύεται κάθε πράξη αντίθετη προς τα συναλλακτικά ήθη στον εμπορικό τομέα με την οποία ο πωλητής βλάπτει ή μπορεί να βλάψει τα εμπορικά συμφέροντα ενός ή περισσοτέρων καταναλωτών.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

11 Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, με παρεμπίπτουσα απόφαση εκδοθείσα στις 23 Δεκεμβρίου 1999, το Cour d'appel de Bruxelles διαπίστωσε ότι η Stratégie Finance SPRL, ανακοινώνοντας στους αντισυμβαλλόμενους πρόταση ασφαλίσεως ζωής αφού είχε διαγράψει την ένδειξη περιλαμβάνουσα την προειδοποίηση που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο b, του βασιλικού διατάγματος της 17ης Δεκεμβρίου 1992, παρέβη τη διάταξη αυτή.

12 Η απόφαση αυτή εκδόθηκε στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας που κίνησε η Axa Royale Belge SA, με αίτημα να κριθεί ότι, παραβαίνοντας έτσι τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο b, του βασιλικού διατάγματος της 17ης Δεκεμβρίου 1992, η Stratégie Finance SPRL παρέβη τα άρθρα 93 και 94 του νόμου της 14ης Ιουλίου 1991, ζητεί δε να διαταχθεί η παύση της πρακτικής αυτής, επ' απειλή επιβολής χρηματικής ποινής.

13 ροτού αποφανθεί οριστικά επί του αιτήματος, το εθνικό δικαστήριο διερωτάται ως προς το συμβιβαστό προς την οδηγία, ενόψει των σκοπών που αυτή επιδιώκει, της υποχρεώσεως να περιλαμβάνεται στις προτάσεις ασφαλίσεως ή, ελλείψει προτάσεων, στα ασφαλιστήρια συμβόλαια η εν λόγω προειδοποίηση, η οποία βαίνει πέραν των ελαχίστων απαιτήσεων της οδηγίας περί πληροφορήσεως του καταναλωτή.

14 ρώτον, κατά το εθνικό δικαστήριο, η εν λόγω προειδοποίηση δεν ενθαρρύνει τον καταναλωτή να συγκρίνει τα διάφορα ασφαλιστικά προϊόντα που προσφέρονται εντός της Κοινότητας προκειμένου να επιλέξει απ' αυτά εκείνο που προσιδιάζει καλύτερα στις ανάγκες του, αλλά μάλλον τον ενθαρρύνει να διατηρήσει την ισχύουσα σύμβαση. Όμως, από το προοίμιο της οδηγίας προκύπτει ακριβώς ότι αυτή έχει ως σκοπό να εξασφαλίζει στον ασφαλιζόμενο την πρόσβαση σε ένα ευρύτερο φάσμα ασφαλιστικών προϊόντων εντός της Κοινότητας, προκειμένου να είναι δυνατή η επιλογή εκείνου που προσιδιάζει καλύτερα προς τις ανάγκες του, μεριμνώντας, μεταξύ άλλων, όπως ο ασφαλιζόμενος έχει σαφή και ακριβή πληροφόρηση ως προς τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των προϊόντων που του προσφέρονται.

15 Δεύτερον, η επίδικη προειδοποίηση είναι ικανή να παράσχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στους ασφαλιστές οι οποίοι δραστηριοποιούνται στο εθνικό έδαφος κατά τον χρόνο ενάρξεως ισχύος του βασιλικού διατάγματος της 17ης Δεκεμβρίου 1992, ενώ από το προοίμιο της οδηγίας προκύπτει ότι απόκειται στο κράτος μέλος όπου αναλαμβάνεται η υποχρέωση να μεριμνά ώστε να μην υπάρχει κανένα εμπόδιο στο έδαφός του για την εμπορία όλων των ασφαλιστικών προϊόντων που προσφέρονται εντός της Κοινότητας.

16 Τέλος, το γενικό συμφέρον που επιβάλλει να πληροφορείται ο καταναλωτής τις συνέπειες που μπορεί να έχει η καταγγελία, η μείωση ή η εξαγορά μιας ισχύουσας συμβάσεως ασφαλίσεως ζωής, με σκοπό τη σύναψη άλλης συμβάσεως ασφαλίσεως ζωής, δεν φαίνεται να καλύπτεται από την απλή προειδοποίηση ως προς τον γενικώς επιζήμιο χαρακτήρα μιας τέτοιας πράξεως, ενώ, όπως αναφέρει το προοίμιο της οδηγίας, οι διατάξεις γενικού συμφέροντος πρέπει να είναι αντικειμενικά αναγκαίες και ανάλογες προς τον επιδιωκόμενο στόχο.

17 Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, το Cour d'appel de Bruxelles αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το εξής ερώτημα:

«Αντιβαίνει προς το κοινοτικό δίκαιο, ειδικότερα δε προς την οδηγία 92/96/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Νοεμβρίου 1992, εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει ότι η πρόταση ασφαλίσεως ζωής ή, ελλείψει προτάσεως, η σύμβαση πρέπει να πληροφορεί τον ασφαλιζόμενο ότι η καταγγελία, η μείωση ή η εξαγορά ισχύουσας συμβάσεως ασφαλίσεως ζωής, με σκοπό τη σύναψη άλλης συμβάσεως ασφαλίσεως ζωής, είναι γενικώς επιζήμια για τον ασφαλιζόμενο;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

18 ροκαταρκτικά, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, ακόμη και αν, ελλείψει πρόσφορης μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, μια οδηγία, αυτή καθαυτή, δεν γεννά υποχρεώσεις εις βάρος ιδιώτη, το εθνικό δικαστήριο που καλείται να ερμηνεύσει το εθνικό δίκαιο, είτε πρόκειται για προγενέστερες είτε για μεταγενέστερες της οδηγίας διατάξεις, οφείλει να πράξει τούτο κατά το μέτρο του δυνατού υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της οδηγίας, ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που αυτή επιδιώκει, συμμορφούμενο έτσι προς το άρθρο 189, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 249, τρίτο εδάφιο, ΕΚ) (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 13ης Ιουλίου 2000, C-456/98, Centrosteel, Συλλογή 2000, σ. Ι-6007, σκέψεις 15 και 16).

19 Η απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί υπό το φως της παρατηρήσεως αυτής.

20 Από την εικοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας προκύπτει ότι αυτή αποβλέπει, μεταξύ άλλων, στον συντονισμό ενός ελάχιστου αριθμού διατάξεων ώστε ο καταναλωτής να ενημερώνεται με σαφήνεια και ακρίβεια ως προς τα βασικά χαρακτηριστικά των ασφαλιστικών προϊόντων που του προσφέρονται. Όπως αναφέρεται στην ίδια αιτιολογική σκέψη, προκειμένου να επωφεληθεί πλήρως στα πλαίσια της ενιαίας ασφαλιστικής αγοράς από το μεγαλύτερο πεδίο επιλογής και την μεγαλύτερη ποικιλομορφία συμβάσεων και τον αυξημένο ανταγωνισμό, ο καταναλωτής πρέπει να διαθέτει τις απαραίτητες πληροφορίες για να επιλέγει τη σύμβαση που ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες του.

21 ρος τούτο, το άρθρο 31 της οδηγίας προβλέπει, στην παράγραφο 1 αυτού, ότι τουλάχιστον οι πληροφορίες που απαριθμούνται στο σημείο Α του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας πρέπει να γνωστοποιούνται στον αντισυμβαλλόμενο πριν από τη σύναψη της ασφαλιστικής συμβάσεως και, στην παράγραφο 2 αυτού, ότι ο ενδιαφερόμενος πρέπει να πληροφορείται καθόλη τη διάρκεια της συμβάσεως για κάθε τροποποίηση σχετική με τις πληροφορίες που απαριθμούνται στο σημείο Β του εν λόγω παραρτήματος. Η παράγραφος 3 της εν λόγω διατάξεως προβλέπει ότι το κράτος μέλος της ασφαλιστικής υποχρεώσεως δεν μπορεί να απαιτεί από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να παρέχουν πληροφορίες επιπλέον εκείνων που απαριθμούνται στο εν λόγω παράρτημα, παρά μόνο στην περίπτωση που οι πληροφορίες αυτές είναι απαραίτητες για τη σωστή κατανόηση των βασικών στοιχείων της υποχρεώσεως εκ μέρους του αντισυμβαλλόμενου.

22 Γίνεται δεκτό ότι η απαρίθμηση του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας δεν αναφέρεται σε πληροφορία παρόμοια με εκείνη που παρέχεται με την προειδοποίηση που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο b, του βασιλικού διατάγματος της 17ης Δεκεμβρίου 1992. Επομένως, εφόσον πρόκειται για πληροφορία επιπλέον σε σχέση με εκείνες που περιλαμβάνει το εν λόγω παράρτημα, επιβάλλεται να εξακριβωθεί αν, όπως επιβάλλει το άρθρο 31, παράγραφος 3, της οδηγίας, εμπίπτει στις πληροφορίες που μπορεί να χαρακτηρισθούν «απαραίτητες για τη σωστή κατανόηση των βασικών στοιχείων της υποχρεώσεως εκ μέρους του αντισυμβαλλόμενου».

23 ράγματι, μόνον οι επιπλέον πληροφορίες που ανταποκρίνονται στις προαναφερθείσες απαιτήσεις συμβιβάζονται προς το κοινοτικό δίκαιο, στον βαθμό που, με το άρθρο 31 της οδηγίας, ο κοινοτικός νομοθέτης θέλησε να οριοθετήσει τη φύση των πληροφοριών τις οποίες, προς το συμφέρον των καταναλωτών, τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, τούτο δε με σκοπό να μην περιορίζεται αδικαιολόγητα η επιλογή των ασφαλιστικών προϊόντων που προσφέρονται στα πλαίσια της ενιαίας ασφαλιστικής αγοράς.

24 Από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 31, παράγραφος 3, της οδηγίας, το παράρτημα ΙΙ αυτής και την εικοστή τρίτη αιτιολογική της σκέψη προκύπτει επίσης ότι οι επιπλέον πληροφορίες που τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν σύμφωνα με το άρθρο αυτό πρέπει να είναι σαφείς, ακριβείς και απαραίτητες για τη σωστή κατανόηση των βασικών στοιχείων των ασφαλιστικών προϊόντων που προσφέρονται στον αντισυμβαλλόμενο.

25 Όμως, όπως ορθώς παρατηρούν ο G. Ochoa και η Stratégie Finance SPRL καθώς και η Επιτροπή και, σε μικρότερο βαθμό, η Ισπανική Κυβέρνηση, μια τόσο γενική και αόριστη προειδοποίηση όπως η επίδικη στην κύρια δίκη δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις αυτές.

26 ράγματι, η επίδικη προειδοποίηση δεν διακρίνει μεταξύ των τριών επιλογών που προβλέπει με σκοπό την αποδέσμευση από ασφαλιστική σύμβαση, δηλαδή την καταγγελία, τη μείωση ή την εξαγορά, ούτε διευκρινίζει τα χαρακτηριστικά της ζημίας που μπορεί να προκύψουν για τον αντισυμβαλλόμενο από την άσκηση αυτών των διαφόρων επιλογών με σκοπό τη σύναψη νέας συμβάσεως. Ούτε αναφέρει τα κριτήρια ή τα μέσα που είναι ικανά να εξακριβώσουν τον επιζήμιο ή όχι χαρακτήρα των επιλογών που του προσφέρονται.

27 Μια τέτοια προειδοποίηση, λόγω του γενικού και αόριστου χαρακτήρα της, φαίνεται επομένως ελάχιστα πρόσφορη να φωτίσει τον αντισυμβαλλόμενο ως προς την επιλογή στην οποία πρέπει να προβεί και, λόγω της αποκλειστικής αναφοράς της στα συνακόλουθα μειονεκτήματα της καταγγελίας, της μειώσεως ή της εξαγοράς, φαίνεται περισσότερο πρόσφορη να τον αποτρέψει από την αποδέσμευση της ισχύουσας συμβάσεως, ενώ η σύναψη νέας συμβάσεως μπορούσε, στην πραγματικότητα, να είναι πλεονεκτική.

28 Έτσι, η επίδικη προειδοποίηση εμπεριέχει επίσης τον κίνδυνο να παρεμποδίσει τον στόχο που επιδιώκει το άρθρο 31 της οδηγίας, ο οποίος, όπως προκύπτει από το προοίμιο αυτής, είναι η παροχή στον αντισυμβαλλόμενο των αναγκαίων πληροφοριών προς επιλογή της συμβάσεως που προσιδιάζει καλύτερα στις ανάγκες του προκειμένου να επωφεληθεί πλήρως της μεγαλύτερης επιλογής συμβάσεων και του αυξημένου ανταγωνισμού στα πλαίσια της ενιαίας ασφαλιστικής αγοράς.

29 Αντιθέτως, όπως ορθώς παρατήρησε η Επιτροπή, οι λεπτομερείς πληροφορίες οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 31, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας, σε συνδυασμό προς το παράρτημα ΙΙ αυτής, πρέπει να παρέχονται στον αντισυμβαλλόμενο, τόσο πριν από τη σύναψη της συμβάσεως όσο και κατά τη διάρκειά της, δεν εμφανίζουν το μειονέκτημα αυτό. Συνιστούν ακριβείς και αντικειμενικές πληροφορίες που αποβλέπουν στο να επιτρέψουν στον αντισυμβαλλόμενο, αφενός, να επιλέξει μεταξύ των διαφόρων προϊόντων εκείνο που προσιδιάζει καλύτερα στις ανάγκες του και, αφετέρου, να αποτιμήσει συγκεκριμένα τις ενδεχόμενες δυσμενείς συνέπειες που συνδέονται με την καταγγελία, τη μείωση και την εξαγορά μιας ασφαλιστικής συμβάσεως, καθώς και να εκτιμήσει αν οι συνέπειες αυτές δεν μπορούν, τελικά, να συμψηφιστούν με τα μειονεκτήματα που απορρέουν απο τη σύναψη νέας συμβάσεως.

30 Από τις σκέψεις αυτές προκύπτει ότι μια τόσο αόριστη και γενική πληροφορία όπως η παρεχόμενη με την προειδοποίηση που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο b, του βασιλικού διατάγματος της 17ης Δεκεμβρίου 1992 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επιπλέον πληροφορία κατά την έννοια του άρθρου 31, παράγραφος 3, της οδηγίας.

31 Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 31, παράγραφος 3, της οδηγίας απαγορεύει εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι η πρόταση ασφαλίσεως ζωής ή, ελλείψει προτάσεως, η σύμβαση πρέπει να πληροφορεί τον ασφαλιζόμενο ότι η καταγγελία, η μείωση ή η εξαγορά ισχύουσας συμβάσεως ασφαλίσεως ζωής, με σκοπό τη σύναψη άλλης συμβάσεως ασφαλίσεως ζωής, είναι γενικώς επιζήμια για τον ασφαλιζόμενο.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

32 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Βελγική, η Ελληνική, η Ισπανική και η Αυστριακή Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος, που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2000 το Cour d'appel de Bruxelles, αποφαίνεται:

Το άρθρο 31, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/96/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Νοεμβρίου 1992, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση ζωής και για την τροποποίηση των οδηγιών 79/267/ΕΟΚ και 90/619/ΕΟΚ (τρίτη οδηγία σχετικά με την ασφάλεια ζωής), απαγορεύει εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι η πρόταση ασφαλίσεως ζωής ή, ελλείψει προτάσεως, η σύμβαση πρέπει να πληροφορεί τον ασφαλιζόμενο ότι η καταγγελία, η μείωση ή η εξαγορά ισχύουσας συμβάσεως ασφαλίσεως ζωής, με σκοπό τη σύναψη άλλης συμβάσεως ασφαλίσεως ζωής, είναι γενικώς επιζήμια για τον ασφαλιζόμενο.

Top