Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62000CJ0326

Απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Φεβρουαρίου 2003.
Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ) κατά Βασιλείου Ιωαννίδη.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης - Ελλάς.
Κοινωνική ασφάλιση - Νοσοκομειακή περίθαλψη συνταξιούχου κατά τη διάρκεια διαμονής του εντός κράτους μέλους άλλου από το κράτος όπου κατοικεί - Προϋποθέσεις αναλήψεως των δαπανών νοσοκομειακής περιθάλψεως - .ρθρα 31 και 36 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 - .ρθρα 31 και 93 του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72.
Υπόθεση C-326/00.

Συλλογή της Νομολογίας 2003 I-01703

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2003:101

62000J0326

Απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Φεβρουαρίου 2003. - Idryma Koinonikon Asfaliseon (IKA) κατά Vasileios Ioannidis. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Dioikitiko Protodikeio Thessalonikis - Ελλάς. - Κοινωνική ασφάλιση - Νοσοκομειακή περίθαλψη συνταξιούχου κατά τη διάρκεια διαμονής του εντός κράτους μέλους άλλου από το κράτος όπου κατοικεί - Προϋποθέσεις αναλήψεως των δαπανών νοσοκομειακής περιθάλψεως - .ρθρα 31 και 36 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 - .ρθρα 31 και 93 του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72. - Υπόθεση C-326/00.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2003 σελίδα I-01703


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1. Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων - Ασφάλιση ασθενείας - Δικαίωμα επί των παροχών σε περίπτωση διαμονής εκτός του αρμόδιου κράτους μέλους - Δικαιούχοι συντάξεων που διαμένουν προσωρινά εκτός του κράτους μέλους κατοικίας τους - Εφαρμοστέες διατάξεις

(Κανονισμός 1408/71 του Συμβουλίου, άρθρα 22, § 1, στοιχ. α_, και 31)

2. Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων - Ασφάλιση ασθενείας - Δικαίωμα επί των παροχών σε περίπτωση διαμονής εκτός του αρμόδιου κράτους μέλους - Δικαιούχοι συντάξεων που διαμένουν προσωρινά εκτός του κράτους μέλους κατοικίας τους - Δικαίωμα επί παροχών σε είδος - Προϋποθέσεις

(Κανονισμός 1408/71 του Συμβουλίου, άρθρο 31)

3. Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων - Ασφάλιση ασθενείας - Δικαίωμα επί των παροχών σε περίπτωση διαμονής εκτός του αρμόδιου κράτους μέλους - Δικαιούχοι συντάξεων που διαμένουν προσωρινά εκτός του κράτους μέλους κατοικίας τους - Υποχρέωση συνεργασίας βαρύνουσα τον φορέα του τόπου διαμονής και τον φορέα του τόπου κατοικίας

(Άρθρο 10 ΕΚ· κανονισμός 1408/71 του Συμβουλίου, άρθρο 84)

4. Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων - Ασφάλιση ασθενείας - Δικαίωμα επί των παροχών σε περίπτωση διαμονής εκτός του αρμόδιου κράτους μέλους - Δικαιούχοι συντάξεων που διαμένουν προσωρινά εκτός του κράτους μέλους κατοικίας τους - Παράνομη άρνηση εκ μέρους του φορέα του τόπου διαμονής - Υποχρεώσεις απορρέουσες από την άρνηση αυτή για τον φορέα του τόπου κατοικίας

(Κανονισμοί 1408/71, άρθρο 31, και 574/72, άρθρο 31, του Συμβουλίου)

Περίληψη


1. Οι συνταξιούχοι εμπίπτουν, λόγω της υπαγωγής τους σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, στις περί «εργαζομένων» διατάξεις του κανονισμού 1408/71 μόνον εφόσον δεν αποτελούν το αντικείμενο ειδικών διατάξεων που έχουν θεσπιστεί γι' αυτούς, όπως αυτές των άρθρων 27 έως 33 του εν λόγω κανονισμού. Επομένως, το άρθρο 22, παράγραφος 1, στοιχείο α_, του κανονισμού 1408/71 δεν έχει εφαρμογή στους συνταξιούχους που διαμένουν εντός κράτους μέλους άλλου από εκείνο της κατοικίας τους ούτε η ερμηνεία του άρθρου 31 του ιδίου κανονισμού μπορεί να εμπνέεται από τις διατάξεις του άρθρου 22. Πράγματι, μια ερμηνεία που θα εναρμόνιζε το καθεστώς που καθιερώνουν οι δύο προαναφερθείσες διατάξεις θα παρέβλεπε τόσο τις διαφορές από πλευράς διατυπώσεως όσο και το γεγονός ότι ο κοινοτικός νομοθέτης έκρινε σκόπιμο να θεσπίσει ειδική διάταξη για την κατηγορία ασφαλισμένων που αποτελούν οι συνταξιούχοι και τα μέλη της οικογένειάς τους. Το γεγονός ότι ο κοινοτικός νομοθέτης δεν θέλησε να διαμορφώσει το καθεστώς που εφαρμόζεται στους μη ασκούντες επαγγελματική δραστηριότητα συνταξιούχους αντιγράφοντας το καθεστώς που ισχύει για τους μισθωτούς ή τους μη μισθωτούς μπορεί να εξηγηθεί από την πιθανή βούλησή του να ευνοήσει την πραγματική κινητικότητα αυτής της κατηγορίας ασφαλισμένων, λαμβανομένων υπόψη ορισμένων ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών τους, μεταξύ των οποίων το ότι είναι ενδεχομένως περισσότερο ευάλωτοι και εξαρτημένοι σε θέματα υγείας καθώς και το ότι έχουν διαθέσιμο χρόνο που τους επιτρέπει να διαμένουν συχνότερα σε άλλα κράτη μέλη.

( βλ. σκέψεις 32-35, 38 )

2. Το άρθρο 31 του κανονισμού 1408/71 ρυθμίζει το δικαίωμα των συνταξιούχων και των μελών της οικογένειάς τους επί παροχών σε είδος όταν οι εν λόγω παροχές καθίστανται αναγκαίες κατά τη διάρκεια διαμονής εντός κράτους μέλους άλλου από το κράτος κατοικίας τους. Το δικαίωμα που απονέμει η διάταξη αυτή δεν εξαρτάται ούτε από την προϋπόθεση να έχει διαγνωσθεί ιατρικώς ανάγκη άμεσης παροχής της περιθάλψεως ούτε από την προϋπόθεση να έχει καταστεί η περίθαλψη αναγκαία λόγω αιφνίδιας εκδηλώσεως μιας παθήσεως. Εξάλλου, το άρθρο 31 δεν προβλέπει σύστημα εγκρίσεως όσον αφορά τη χορήγηση των παροχών σε είδος, την οποία εγγυάται υπέρ των συνταξιούχων και των μελών της οικογένειάς τους που διαμένουν εντός κράτους μέλους άλλου από το κράτος κατοικίας τους. Συνεπώς, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εξαρτούν τη χορήγηση των παροχών σε είδος, την οποία εγγυάται το άρθρο 31 του κανονισμού 1408/71 στους συνταξιούχους που διαμένουν προσωρινά εντός κράτους μέλους άλλου από αυτό της κατοικίας τους, ούτε από κάποια διαδικασία εγκρίσεως ούτε από την προϋπόθεση να έχει η πάθηση για την οποία χρειάστηκε να παρασχεθεί η περίθαλψη εκδηλωθεί αιφνιδίως κατά τη διάρκεια της προσωρινής αυτής διαμονής, καθιστώντας άμεση την ανάγκη παροχής της εν λόγω περιθάλψεως.

( βλ. σκέψεις 26, 40-43, διατακτ. 1-2 )

3. Η χορήγηση των παροχών σε είδος και η ανάληψη της συναφούς δαπάνης, που προβλέπονται στο άρθρο 31 του κανονισμού 1408/71, γίνονται κανονικά σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου αυτού και των άρθρων 36 του ίδιου κανονισμού και 31 και 93 του κανονισμού 574/72. Ο φορέας του τόπου διαμονής και ο φορέας του τόπου κατοικίας είναι από κοινού επιφορτισμένοι με την εφαρμογή των διατάξεων αυτών και υποχρεούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 10 ΕΚ και 84 του κανονισμού 1408/71, να συνεργάζονται ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων και, επομένως, ο πλήρης σεβασμός των δικαιωμάτων τα οποία απονέμει το άρθρο 31 του κανονισμού 1408/71 στους συνταξιούχους και στα μέλη της οικογένειάς τους με σκοπό τη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των ασφαλισμένων αυτών. Συνεπώς, όταν ο φορέας του τόπου κατοικίας λαμβάνει από τον φορέα του τόπου διαμονής αίτηση εκδόσεως εντύπου Ε 112 ενώ ο ίδιος έχει προηγουμένως χορηγήσει στον ασφαλισμένο του έντυπο Ε 111, στον φορέα του τόπου κατοικίας εναπόκειται να βεβαιωθεί ότι η προφανής άρνηση χορηγήσεως παροχών σε είδος δυνάμει του άρθρου 31 του κανονισμού 1408/71 είναι δικαιολογημένη. Αν ο φορέας του τόπου κατοικίας σχηματίσει την πεποίθηση ότι δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, σ' αυτόν εναπόκειται να το γνωστοποιήσει στον φορέα του τόπου διαμονής, ο οποίος υποχρεούται τότε να επανεξετάσει το βάσιμο της απόψεώς του και, εν ανάγκη, να τη μεταβάλει.

( βλ. σκέψεις 51-52, διατακτ. 3 )

4. Η άρνηση του φορέα του τόπου διαμονής να εφαρμόσει το άρθρο 31 του κανονισμού 1408/71 και η εκ μέρους του απαίτηση προσκομίσεως του εντύπου Ε 112 δεν μπορούν να εξομοιωθούν προς μη τήρηση διατυπώσεως προβλεπομένης στο άρθρο 31 του κανονισμού 574/72 και, επομένως, οι διατάξεις του άρθρου 34 του τελευταίου κανονισμού δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωση αυτή. Σε περίπτωση προβολής τέτοιας αρνήσεως και τέτοιας απαιτήσεως, εναπόκειται στον αρμόδιο φορέα του τόπου κατοικίας, ο οποίος έχει χορηγήσει προηγουμένως έντυπο Ε 111 στον ασφαλισμένο του, να συμβάλει στη διευκόλυνση της ορθής εφαρμογής του άρθρου 31 του κανονισμού 1408/71. Επομένως, οσάκις προκύπτει ότι κακώς ο φορέας του τόπου διαμονής αρνήθηκε να εφαρμόσει την τελευταία αυτή διάταξη και ότι ο φορέας του τόπου κατοικίας, αφού ενημερώθηκε για την άρνηση αυτή, δεν συνέβαλε, όπως όφειλε, στη διευκόλυνση της ορθής εφαρμογής της διατάξεως αυτής, στον τελευταίο αυτόν φορέα εναπόκειται, με την επιφύλαξη τυχόν ευθύνης του φορέα του τόπου διαμονής, να αποδώσει απευθείας στον ασφαλισμένο τις δαπάνες περιθάλψεως στις οποίες υποβλήθηκε, ώστε να εξασφαλιστεί στον ασφαλισμένο αυτόν ανάληψη δαπανών σε επίπεδο ισοδύναμο εκείνου στο οποίο θα είχαν αναληφθεί οι δαπάνες αν οι διατάξεις του εν λόγω άρθρου είχαν τηρηθεί. Εξάλλου, σε μια τέτοια περίπτωση, εφόσον η απόδοση αυτή υποκαθιστά τις παροχές σε είδος τις οποίες εγγυάται στους συνταξιούχους το άρθρο 31 του κανονισμού 1408/71, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εξαρτούν την εν λόγω απόδοση από κάποια διαδικασία εγκρίσεως ούτε να απαιτούν η πάθηση που κατέστησε αναγκαία την εν λόγω περίθαλψη να εκδηλώθηκε κατά τρόπο αιφνίδιο κατά τη διάρκεια της διαμονής εντός άλλου κράτους μέλους, καθιστώντας άμεση την ανάγκη παροχής της περιθάλψεως.

( βλ. σκέψεις 59-62, διατακτ. 4-5 )

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-326/00,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Ελλάς) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ)

και

Βασιλείου Ιωαννίδη,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 31 και 36 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983 (ΕΕ L 230, σ. 6), και όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 3096/95 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995 (ΕΕ L 335, σ. 10), των άρθρων 31 και 93 του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 2001/83 και όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 3096/95, των άρθρων 56 και 59 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρων 46 ΕΚ και 49 ΕΚ) και 60 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 50 ΕΚ), καθώς και του άρθρου 1 του προσθέτου πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. C. Rodríguez Iglesias, Πρόεδρο, Μ. Wathelet, R. Schintgen και C. W. A. Timmermans, προέδρους τμήματος, C. Gulmann, D. A. O. Edward, A. La Pergola (εισηγητή), P. Jann, Β. Σκουρή, F. Macken, N. Colneric, S. von Bahr, και J. N. Cunha Rodrigues, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: D. Ruíz-Jarabo Colomer

γραμματέας: H. A. Rühl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ), εκπροσωπούμενο από τον Δ. Γ. Αναστασόπουλο,

- η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους Σ. Σπυρόπουλο και Ι. Μπακόπουλο και την Ι. Γαλάνη-Μαραγκουδάκη,

- η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Snoecx,

- η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την N. Díaz Abad,

- η Ιρλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον D. J. O'Hagan, επικουρούμενο από τον A. Μ. Collins, BL,

- η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον H. Dossi,

- η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την R. Magrill, επικουρούμενη από την S. Moore, barrister,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την H. Michard και τον Π. Παναγιωτόπουλο,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ), εκπροσωπηθέντος από τον Δ. Γ. Αναστασόπουλο, της Ελληνικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπηθείσας από τους Σ. Σπυρόπουλο και Ι. Μπακόπουλο, της Ισπανικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπηθείσας από την N. Díaz Abad, της Ιρλανδικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπηθείσας από τον A. Μ. Collins, της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπηθείσας από την H. G. Sevenster, της Φινλανδικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπηθείσας από την T. Pynnä, της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπηθείσας από τον D. Lloyd-Jones, QC, και της Επιτροπής, εκπροσωπηθείσας από τις H. Michard και Μ. Πατακιά, κατά τη συνεδρίαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2002,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Οκτωβρίου 2002,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2000, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 4 Σεπτεμβρίου 2000, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, πέντε προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 31 και 36 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983 (ΕΕ L 230, σ. 6), και όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 3096/95 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995 (ΕΕ L 335, σ. 10, στο εξής: κανονισμός 1408/71), των άρθρων 31 και 93 του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 2001/83 και όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 3096/95 (στο εξής: κανονισμός 574/72), των άρθρων 56 και 59 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρων 46 ΕΚ και 49 ΕΚ) και 60 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 50 ΕΚ), καθώς και του άρθρου 1 του προσθέτου πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950.

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Β. Ιωαννίδη και του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (στο εξής: ΙΚΑ) σχετικά με την άρνηση του τελευταίου να αναλάβει τις δαπάνες νοσηλείας του Β. Ιωαννίδη κατά τη διάρκεια διαμονής του στη Γερμανία.

Το νομικό πλαίσιο

Το κοινοτικό δίκαιο

3 Περιλαμβανόμενο στο τμήμα 5, που επιγράφεται «Δικαιούχοι συντάξεων και μέλη της οικογένειάς τους», του κεφαλαίου 1 του τίτλου ΙΙΙ του κανονισμού 1408/71, το άρθρο 31, που τιτλοφορείται «Διαμονή του δικαιούχου ή/και των μελών της οικογένειάς του σε κράτος άλλο από εκείνο της κατοικίας τους», ορίζει τα ακόλουθα:

«Ο δικαιούχος συντάξεως οφειλομένης δυνάμει της νομοθεσίας ενός κράτους μέλους ή συντάξεων οφειλομένων δυνάμει της νομοθεσίας δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών, ο οποίος δικαιούται παροχών κατά τη νομοθεσία ενός από αυτά τα κράτη μέλη, καθώς και τα μέλη της οικογένειάς του, κατά τη διάρκεια της διαμονής τους στο έδαφος ενός κράτους μέλους άλλου από εκείνο της κατοικίας τους, δικαιούνται:

α) παροχών εις είδος που χορηγούνται από τον φορέα του τόπου διαμονής, κατά τις διατάξεις της υπ' αυτού εφαρμοζομένης νομοθεσίας και εις βάρος του φορέα του τόπου κατοικίας του δικαιούχου·

[...]».

4 Περιλαμβανόμενο στο τμήμα 2, με τίτλο «Μισθωτοί ή μη μισθωτοί και μέλη της οικογένειάς τους», του ιδίου κεφαλαίου, το άρθρο 22, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«Ο μισθωτός ή μη μισθωτός, ο οποίος πληροί τις απαιτούμενες από τη νομοθεσία του αρμοδίου κράτους προϋποθέσεις για να έχει δικαίωμα παροχών [...] και:

α) του οποίου η κατάσταση απαιτεί άμεση χορήγηση παροχών κατά τη διάρκεια διαμονής στο έδαφος άλλου κράτους μέλους

ή

β) [...]

ή

γ) ο οποίος έλαβε την έγκριση του αρμοδίου φορέα να μεταβεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, για να υποβληθεί στην κατάλληλη για την κατάστασή του θεραπεία,

έχει δικαίωμα:

i) παροχών εις είδος που χορηγούνται, για λογαριασμό του αρμοδίου φορέα από τον φορέα του τόπου διαμονής ή κατοικίας, σύμφωνα με τη νομοθεσία που εφαρμόζεται από τον φορέα αυτόν, σαν να ήταν ασφαλισμένος σε αυτόν· η διάρκεια χορηγήσεως των παροχών αυτών διέπεται πάντως από τη νομοθεσία του αρμοδίου κράτους·

[...]».

5 Το άρθρο 22α, που τιτλοφορείται «Ειδικοί κανόνες για ορισμένες κατηγορίες ατόμων», του κανονισμού 1408/71 διευκρινίζει τα εξής:

«Παρά το άρθρο 2 του παρόντος κανονισμού, το άρθρο 22, παράγραφος 1, στοιχεία α_ και γ_, εφαρμόζεται και στα άτομα τα οποία είναι υπήκοοι ενός των κρατών μελών και είναι ασφαλισμένα δυνάμει της νομοθεσίας ενός κράτους μέλους και στα μέλη των οικογενειών τους που κατοικούν μαζί τους.»

6 Το άρθρο 31, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 574/72 ορίζει τα ακόλουθα:

«1. Για να λάβει παροχές εις είδος δυνάμει του άρθρου 31 του κανονισμού [1408/71], ο δικαιούχος συντάξεως υποχρεούται να προσκομίσει στον φορέα του τόπου διαμονής βεβαίωση που πιστοποιεί ότι δικαιούται τις παροχές αυτές. Η βεβαίωση αυτή που εκδίδεται από τον φορέα του τόπου κατοικίας του δικαιούχου, εφόσον είναι δυνατό προ της αναχωρήσεώς του από το έδαφος του κράτους μέλους όπου κατοικεί, αναγράφει κυρίως, εφόσον συντρέχει περίπτωση, την ανωτάτη διάρκεια χορηγήσεως των παροχών εις είδος, όπως αυτή προβλέπεται από τη νομοθεσία αυτού του κράτους μέλους. Αν ο δικαιούχος δεν προσκομίσει τη βεβαίωση αυτή, ο φορέας του τόπου διαμονής απευθύνεται στον φορέα του τόπου κατοικίας για να τη λάβει.

2. Οι διατάξεις του άρθρου 17, παράγραφοι 6, 7 και 9, του κανονισμού εφαρμογής εφαρμόζονται κατ' αναλογία. Στην περίπτωση αυτή, ο φορέας του τόπου κατοικίας του δικαιούχου συντάξεως θεωρείται ως ο αρμόδιος φορέας.»

7 Το άρθρο 17, παράγραφοι 6, 7 και 9, του κανονισμού 574/72 έχει ως εξής:

«6. Σε περίπτωση νοσηλείας, ο φορέας του τόπου κατοικίας κοινοποιεί στον αρμόδιο φορέα, εντός προθεσμίας τριών ημερών από της ημερομηνίας που έλαβε γνώση, την ημερομηνία εισόδου στο νοσηλευτικό ίδρυμα και την πιθανή διάρκεια της νοσηλείας, καθώς και την ημερομηνία εξόδου. Εντούτοις, δεν υπάρχει λόγος κοινοποιήσεως εφόσον οι δαπάνες των παροχών εις είδος αποτελούν αντικείμενο κατ' αποκοπή αποδόσεως στο φορέα του τόπου κατοικίας.

7. Ο φορέας του τόπου κατοικίας ειδοποιεί εκ των προτέρων τον αρμόδιο φορέα για κάθε απόφαση σχετική με τη χορήγηση των παροχών εις είδος όταν το προσδοκώμενο ή το πραγματικό κόστος υπερβαίνει ένα κατ' αποκοπή ποσό που καθορίζεται και αναθεωρείται περιοδικά από τη διοικητική επιτροπή. Ο αρμόδιος φορέας έχει στη διάθεσή του προθεσμία 15 ημερών, που υπολογίζεται από την ημέρα αποστολής της ειδοποιήσεως αυτής, για να γνωστοποιήσει, ενδεχομένως, την αιτιολογημένη αντίθεσή του· ο φορέας του τόπου κατοικίας χορηγεί τις παροχές εις είδος αν δεν του γνωστοποιηθεί αντίθεση μέχρι την εκπνοή της προθεσμίας αυτής. Αν αυτές οι παροχές εις είδος πρέπει να χορηγηθούν σε απολύτως επείγουσα περίπτωση, ο φορέας του τόπου κατοικίας ειδοποιεί περί αυτού αμέσως τον αρμόδιο φορέα. Εντούτοις, δεν υπάρχει λόγος να κοινοποιηθεί η αιτιολογημένη αντίθεση εφόσον οι δαπάνες των παροχών εις είδος αποτελούν αντικείμενο κατ' αποκοπή αποδόσεως στο φορέα του τόπου κατοικίας.

[...]

9. Δύο ή περισσότερα κράτη μέλη ή οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών αυτών δύνανται να συμφωνήσουν, μετά από γνώμη της διοικητικής επιτροπής, άλλους τρόπους εφαρμογής.»

8 Όπως προκύπτει από την απόφαση 94/604/ΕΚ αριθ. 153 της διοικητικής επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων, της 7ης Οκτωβρίου 1993, σχετικά με τα υποδείγματα εντύπων που απαιτούνται κατ' εφαρμογή των κανονισμών 1408/71 και 574/72 (Ε 001, Ε 103-Ε 127) (ΕΕ 1994, L 244, σ. 22), το έντυπο Ε 111 αποτελεί τη βεβαίωση που προβλέπεται στο άρθρο 31, παράγραφος 1, του κανονισμού 574/72. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, το ίδιο αυτό έντυπο πρέπει να χρησιμοποιείται και στην περίπτωση του άρθρου 22, παράγραφος 1, στοιχείο α_, σημείο i, του κανονισμού 1408/71, ενώ το έντυπο Ε 112 απαιτείται στην περίπτωση του άρθρου 22, παράγραφος 1, στοιχείο γ_, σημείο i, του ιδίου κανονισμού.

9 Το τμήμα 7 του κεφαλαίου 1 του τίτλου ΙΙΙ του κανονισμού 1408/71, το οποίο επιγράφεται «Απόδοση μεταξύ φορέων», περιλαμβάνει το άρθρο 36 το οποίο έχει ως ακολούθως:

«1. Οι παροχές εις είδος που χορηγούνται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου από τον φορέα κράτους μέλους για λογαριασμό του φορέα άλλου κράτους μέλους αποδίδονται πλήρως.

2. Οι αποδόσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 καθορίζονται και πραγματοποιούνται κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στον κανονισμό εφαρμογής που αναφέρεται στο άρθρο 98, είτε βάσει δικαιολογητικών των πραγματικών δαπανών είτε κατ' αποκοπή.

Στην τελευταία αυτή περίπτωση τα κατ' αποκοπή ποσά πρέπει να εξασφαλίζουν απόδοση όσο το δυνατόν πλησιέστερη προς τις πραγματικές δαπάνες.

3. Δύο ή περισσότερα κράτη μέλη ή οι αρμόδιες αρχές των κρατών αυτών δύνανται να προβλέψουν άλλους τρόπους αποδόσεως ή να παραιτηθούν κάθε αποδόσεως μεταξύ των φορέων που υπάγονται στην αρμοδιότητά τους.»

10 Το άρθρο 93 του κανονισμού 574/72 προβλέπει τα εξής:

«1. Το πραγματικό ποσό των παροχών εις είδος που έχουν χορηγηθεί δυνάμει [...] του άρθρου 31 του κανονισμού [1408/71] αποδίδεται από τον αρμόδιο φορέα στον φορέα ο οποίος χορήγησε τις παροχές αυτές, όπως το ποσό αυτό προκύπτει από τα λογιστικά στοιχεία του τελευταίου αυτού φορέα.

2. Στις περιπτώσεις που προβλέπονται [...] στο άρθρο 31 του κανονισμού [1408/71] και για την εφαρμογή της παραγράφου 1, ο φορέας του τόπου κατοικίας των μελών της οικογένειας ή του δικαιούχου συντάξεως θεωρείται, κατά περίπτωση, ως ο αρμόδιος φορέας.

3. Αν το πραγματικό ποσό των παροχών που προβλέπονται στην παράγραφο 1 δεν προκύπτει από τα λογιστικά στοιχεία του φορέα που τις χορήγησε, το ποσό που θα αποδοθεί ορίζεται, εφόσον δεν υπάρχει συμφωνία δυνάμει της παραγράφου 6, επί τη βάσει κατ' αποκοπή ποσού που προκύπτει από όλα τα στοιχεία αναφοράς που εξάγονται από τα διαθέσιμα δεδομένα. Η διοικητική επιτροπή εκτιμά τις βάσεις οι οποίες χρησιμεύουν για τον υπολογισμό των κατ' αποκοπή ποσών και καθορίζει το ύψος αυτών.

[...]

6. Δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, ή οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών αυτών, δύνανται να συμφωνήσουν, μετά από γνώμη της διοικητικής επιτροπής, άλλους τρόπους υπολογισμού των ποσών που πρέπει να αποδοθούν, κυρίως βάσει κατ' αποκοπή ποσών.»

11 Το άρθρο 34 του κανονισμού 574/72 προβλέπει τα ακόλουθα:

«1. Αν οι διατυπώσεις που προβλέπονται [...] στα άρθρα [...] 31 του κανονισμού εφαρμογής δεν κατέστη δυνατό να τηρηθούν στη διάρκεια της διαμονής στο έδαφος ενός κράτους μέλους άλλου από το αρμόδιο κράτος, τα έξοδα που πραγματοποιήθησαν αποδίδονται αιτήσει του εργαζομένου από τον αρμόδιο φορέα, βάσει των τιμολογίων αποδόσεων που εφαρμόζονται από τον φορέα του τόπου διαμονής.

2. Ο φορέας του τόπου διαμονής υποχρεούται να παράσχει στον αρμόδιο φορέα, εφόσον [το] ζητήσει, τα απαραίτητα στοιχεία για τα τιμολόγια αυτά.

Αν ο φορέας του τόπου διαμονής και ο αρμόδιος φορέας έχουν συνάψει συμφωνία προβλέπουσα είτε παραίτηση από κάθε απόδοση είτε εφάπαξ απόδοση των παροχών, σύμφωνα με [...] το άρθρο 31 του κανονισμού, ο φορέας του τόπου διαμονής θα πρέπει, επιπλέον, να μεταβιβάσει στον αρμόδιο φορέα το ποσό προς διάθεση στον ενδιαφερόμενο σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1.

3. Όταν πρόκειται περί μεγάλων εξόδων, ο αρμόδιος φορέας δύναται να πληρώνει στον ενδιαφερόμενο την πρέπουσα προκαταβολή μόλις αυτός υποβάλει αίτηση στον φορέα για απόδοση.

4. Κατά παρέκκλιση των παραγράφων 1, 2 και 3, το αρμόδιο ίδρυμα μπορεί να επιτρέψει τις καταβληθείσες δαπάνες, σύμφωνα με τα τιμολόγια απόδοσης που εφαρμόζει, υπό του όρο ότι τα τιμολόγια αυτά επιτρέπουν την απόδοση, ότι οι δαπάνες που πρέπει να αποδοθούν δεν υπερβαίνουν ορισμένο ποσό που καθορίζεται από τη διοικητική επιτροπή και ότι ο μισθωτός ή μη μισθωτός ή ο δικαιούχος σύνταξης ή προσόδου έχει συμφωνήσει για την εφαρμογή της διάταξης αυτής στην περίπτωσή του. Σε καμία περίπτωση, το ποσό της απόδοσης δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των δαπανών που καταβλήθηκαν.

5. Εάν η νομοθεσία του κράτους διαμονής δεν προβλέπει τιμολόγια απόδοσης, το αρμόδιο ίδρυμα μπορεί να επιστρέφει τις καταβληθείσες δαπάνες σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 4, χωρίς να απαιτείται η συμφωνία του ενδιαφερομένου.»

Το εθνικό δίκαιο

12 Η απόφαση 33651/Ε. 1089 του Υπουργού Εργασίας, της 2ας Ιουνίου 1956, περί της νοσοκομειακής περιθάλψεως των ασφαλισμένων του ΙΚΑ (ΦΕΚ Β_ 126 της 3.7.1956), όπως έχει επανειλημμένως τροποποιηθεί έκτοτε (στο εξής: ρύθμιση περί ΙΚΑ), περιλαμβάνει το άρθρο 3α, από το οποίο προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι, αν η διάγνωση της παθήσεως ή η νοσηλεία ασφαλισμένου του ΙΚΑ δεν είναι δυνατή στην Ελλάδα, λόγω ελλείψεως είτε ιατρών που διαθέτουν την απαιτούμενη ειδίκευση είτε καταλλήλων επιστημονικών μέσων, το ΙΚΑ καταβάλλει ολόκληρη τη δαπάνη για τη διάγνωση και τη νοσηλεία του ασφαλισμένου στο εξωτερικό. Για την ανάληψη των δαπανών νοσηλείας στο εξωτερικό απαιτείται προηγούμενη έγκριση, πράγμα το οποίο επιτρέπει στο ΙΚΑ να ελέγχει κατά πόσον πληρούνται οι προμνησθείσες προϋποθέσεις.

13 Κατ' εξαίρεση, ωστόσο, το άρθρο 3α, παράγραφος 4, στοιχείο ζ_, της ρυθμίσεως περί ΙΚΑ προβλέπει τα ακόλουθα:

«Σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις είναι δυνατόν ο διευθυντής του αρμόδιου περιφερειακού υποκαταστήματος, ύστερα από γνωμάτευση της αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής, να εγκρίνει τη νοσηλεία η οποία ήδη έχει γίνει στο εξωτερικό, εφόσον η προηγούμενη έγκριση ήταν ανέφικτη, είτε γιατί η πάθηση εκδηλώθηκε αιφνίδια κατά τη διάρκεια προσωρινής διαμονής του ασφαλισμένου στο εξωτερικό, είτε γιατί η μεταφορά του εκεί ήταν επείγουσα για την αποφυγή του πραγματικού κινδύνου της ζωής του. Στις περιπτώσεις αυτές η Β/θμιος υγειονομική επιτροπή γνωματεύει από τα στοιχεία που υπάρχουν τόσο για την τυχόν νοσηλεία ή θεραπεία στο εσωτερικό όσο και από τη νοσηλεία ή θεραπεία που έγινε στο εξωτερικό».

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

14 Ο Β. Ιωαννίδης κατοικεί στην Ελλάδα και είναι συνταξιούχος του ΙΚΑ λόγω γήρατος. Κατά τη διάρκεια διαμονής του στη Γερμανία, νοσηλεύθηκε, από τις 26 Νοεμβρίου έως τις 2 Δεκεμβρίου 1996, στην κλινική του Τεχνικού Πανεπιστημίου του Μονάχου, όπου του έγινε καθετηριασμός με καθετήρα καρδίας. Από τα ιατρικά πιστοποιητικά που εξέδωσε η εν λόγω κλινική προκύπτει ότι η νοσηλεία αυτή έλαβε χώρα λόγω εκτάκτου ανάγκης, εξαιτίας επανεμφανισθεισών στηθαγχικών ενοχλήσεων.

15 Στις 6 Δεκεμβρίου 1996, ο Β. Ιωαννίδης υπέβαλε στο Ταμείο Ασθενείας της επιχειρήσεως Karstadt που εδρεύει στο Essen (Γερμανία) (στο εξής: γερμανικό ταμείο ασθενείας), ως ασφαλιστικό φορέα του τόπου διαμονής, αίτηση για την ανάληψη από το εν λόγω ταμείο, για λογαριασμό του ΙΚΑ, των δαπανών της εν λόγω νοσηλείας.

16 Το γερμανικό ταμείο ασθενείας απέστειλε τότε στο ΙΚΑ το έντυπο Ε 107 προκειμένου το ΙΚΑ, ως αρμόδιος φορέας, να εκδώσει και να του αποστείλει το έντυπο Ε 112 ή, άλλως, να βεβαιώσει την αδυναμία χορηγήσεως τέτοιου εντύπου.

17 Οι υπηρεσίες του ΙΚΑ, καίτοι γνώριζαν ότι το αρμόδιο τοπικό υποκατάστασημα του ΙΚΑ είχε χορηγήσει, στις 15 Νοεμβρίου 1996, στον Β. Ιωαννίδη έντυπο Ε 111 με διάρκεια ισχύος από τις 16 Νοεμβρίου έως τις 31 Δεκεμβρίου 1996, ζήτησαν γνωμάτευση από τη δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή (στο εξής: ΒΥΕ) ως προς τη δυνατότητα της εκ των υστέρων εγκρίσεως της νοσηλείας του ενδιαφερομένου.

18 Η ΒΥΕ εξέδωσε αρνητική γνωμάτευση με την αιτιολογία ότι η πάθηση από την οποία έπασχε ο Β. Ιωαννίδης δεν είχε εκδηλωθεί κατά τρόπο τόσο αιφνίδιο κατά τη διάρκεια της διαμονής του στη Γερμανία ώστε να δικαιολογεί την άμεση εισαγωγή του σε νοσοκομείο και θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί δεόντως στην Ελλάδα. Η ΒΥΕ ανέφερε, ειδικότερα, ότι η πάθηση του Β. Ιωαννίδη ήταν χρόνια, όπως προέκυπτε από διάφορες εξετάσεις που είχαν πραγματοποιηθεί τον Ιούνιο του 1996, ότι η επιδείνωση της καταστάσεως της υγείας του δεν ήταν αιφνίδια, δεδομένου ότι η στεφανιογραφία στην οποία ο Β. Ιωαννίδης υποβλήθηκε στην Ελλάδα στις 11 Νοεμβρίου 1996 εμφάνισε τα ίδια ευρήματα με εκείνη που διενεργήθηκε επ' ευκαιρία της νοσηλείας του στη Γερμανία, και, τέλος, ότι η εν λόγω νοσηλεία ήταν προγραμματισμένη.

19 Θεωρώντας ότι δεν συνέτρεχαν, συνεπώς, οι προϋποθέσεις του άρθρου 3α, παράγραφος 4, στοιχείο ζ_, της ρυθμίσεως περί ΙΚΑ, ο εν λόγω φορέας αποφάσισε, στις 18 Απριλίου 1997, να μην εγκρίνει εκ των υστέρων τις δαπάνες της νοσηλείας που παρασχέθηκε στον Β. Ιωαννίδη. Εξάλλου, το ΙΚΑ επέστρεψε το έντυπο Ε 107 στο γερμανικό ταμείο ασθενείας γνωστοποιώντας του ότι αδυνατούσε να χορησήσει έντυπο Ε 112 στην προκειμένη περίπτωση.

20 Ο Β. Ιωαννίδης υπέβαλε ένσταση κατά της εν λόγω αποφάσεως περί μη χορηγήσεως εγκρίσεως ενώπιον της αρμόδιας διοικητικής επιτροπής του ΙΚΑ. Μεταξύ άλλων, υπογράμμισε ότι σκοπός της διαμονής του στη Γερμανία ήταν να επισκεφθεί τον γιο του που κατοικεί εκεί με τη μητέρα του.

21 Η εν λόγω επιτροπή, θεωρώντας ότι η πάθηση του Β. Ιωαννίδη είχε όντως εκδηλωθεί αιφνιδίως κατά τη διάρκεια της εν λόγω διαμονής του στη Γερμανία και ότι η νοσηλεία του ήταν αναγκαία προς αποτροπή πραγματικού κινδύνου της ζωής του, αποφάσισε, στις 14 Ιουλίου 1997, ότι έπρεπε, σύμφωνα με το άρθρο 3α, παράγραφος 4, στοιχείο ζ_, της ρυθμίσεως περί ΙΚΑ, να εγκριθούν εκ των υστέρων οι επίδικες δαπάνες νοσηλείας και, συνεκδοχικώς, ότι το ΙΚΑ όφειλε να αποδώσει τις δαπάνες αυτές.

22 Το ΙΚΑ άσκησε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως αυτής, ισχυριζόμενο ότι δεν συνέτρεχαν στην προκειμένη περίπτωση οι προϋποθέσεις της εν λόγω διατάξεως.

23 Υπ' αυτές τις συνθήκες αποφάσισε το ως άνω δικαστήριο να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«[Ερωτάται:]

1) εάν η διάταξη του εδαφίου ζ_ της παραγράφου 4 του άρθρου 3α του Κανονισμού Νοσοκομειακής Περιθάλψεως του ΙΚΑ, ως είχε κατά το χρόνο νοσηλείας του καθού η προσφυγή, καθ' ο μέρος με αυτήν θεσπίσθηκε ως πρόσθετη προϋπόθεση αποδόσεως από μέρους του εν λόγω Ιδρύματος των δαπανών νοσηλείας που ήδη έχει λάβει χώρα εντός νοσοκομειακών εν γένει μονάδων του εξωτερικού σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις, ήτοι σε περιπτώσεις αιφνίδιας εκδήλωσης ορισμένης πάθησης του αιτουμένου την απόδοση τούτων συνταξιούχου του Ιδρύματος αυτού κατά τη διάρκεια της προσωρινής του διαμονής στο εξωτερικό ή επείγουσας μεταφοράς του εκεί για την αποτροπή πραγματικού κινδύνου της ζωής του, η από μέρους του διευθυντή του αρμοδίου περιφερειακού υποκαταστήματος του εν λόγω Ιδρύματος χορήγηση σχετικής έγκρισης κατόπιν γνωματεύσεως της δευτεροβάθμιας υγειονομικής επιτροπής τούτου, είναι σύμφωνη με τις προεκτεθείσες διατάξεις των άρθρων 31 και 36 του κανονισμού 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, και 31 και 93 του κανονισμού 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, καθόσον οι τελευταίες αυτές διατάξεις, και εάν ακόμη ήθελε γίνει δεκτό ότι παρέχουν στα κράτη μέλη κατ' αρχήν διακριτική ευχέρεια όπως, επί παροχών, εκτός άλλων, ασθενείας σε είδος σε διαμένοντες προσωρινώς στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από εκείνο της κατοικίας του δικαιούχου σύνταξης, στις οποίες (παροχές) δέον να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνεται και η παροχή νοσοκομειακής περίθαλψης, θεσπίζουν διατάξεις με τις οποίες καθιερούται ως πρόσθετος όρος αποδόσεως των σχετικών με αυτές δαπανών η εκ των υστέρων έγκριση τούτων, εν τούτοις, δεν είναι απολύτως σαφές και ανεπίδεκτο αμφιβολιών εάν επιτρέπουν περαιτέρω στα κράτη μέλη τη θέσπιση διατάξεων με τις οποίες καθιερούται ως απαραίτητος όρος χορηγήσεως τέτοιας έγκρισης η συνδρομή προϋποθέσεων ομοίων με εκείνες που θέτει η ίδια ως άνω διάταξη του εν λόγω Κανονισμού του ΙΚΑ, δηλαδή προϋποθέσεων που συναρτώνται με την άμεση ανάγκη παροχής νοσοκομειακής περίθαλψης·

2) εάν, υπό την εκδοχή ότι οι παρεχόμενες εντός νοσοκομειακών εν γένει μονάδων υπηρεσίες περίθαλψης συνιστούν υπηρεσίες κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 60 της Συνθήκης ΕΚ, η ίδια ως άνω διάταξη του εν λόγω Κανονισμού του ΙΚΑ, και εάν ακόμη ήθελε θεωρηθεί ότι κατά το προαναφερόμενο μέρος δεν αντίκειται στις προεκτεθείσες διατάξεις των παραπάνω κανονισμών του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, είναι σύμφωνη κατά το μέρος τούτο με τις διατάξεις των άρθρων 59 και 60 της Συνθήκης ΕΚ·

3) σε περίπτωση αποφατικής απάντησης στο υπό στοιχείο β_ ερώτημα, εάν η θεσπισθείσα με την εν λόγω διάταξη του αυτού ως άνω Κανονισμού του ΙΚΑ ρύθμιση δικαιολογείται από λόγους δημόσιας υγείας, που συναρτώνται με τη διασφάλιση ισόρροπης και προσιτής σε όλους όσοι κατοικούν εντός της Ελληνικής Επικράτειας παροχής νοσοκομειακών υπηρεσιών και, ως εκ τούτου, εμπίπτει στις εξαιρέσεις του άρθρου 56 της Συνθήκης ΕΚ·

4) εάν, υπό την εκδοχή ότι το δικαίωμα παροχών ασθενείας σε είδος και, συνεκδοχικώς, η αξίωση προς απόδοση των σχετικών με αυτές δαπανών αποτελούν "περιουσία" κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 1 του προσθέτου στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών πρωτοκόλλου των Παρισίων, της 20ής Μαρτίου 1952, η πιο πάνω διάταξη του αυτού ως άνω Κανονισμού του ΙΚΑ, και εάν ακόμη ήθελε θεωρηθεί ότι κατά το προμνησθέν μέρος δεν αντίκειται στις ανωτέρω διατάξεις των παραπάνω κανονισμών του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Συνθήκης ΕΚ, άλλως, δηλαδή υπό την αντίθετο εκδοχή, ότι δικαιολογείται κατά τα εκτιθέμενα προηγουμένως, είναι σύμφωνη κατά το μέρος τούτο με τις διατάξεις της πρώτης παραγράφου του άρθρου 1 του πιο πάνω προσθέτου πρωτοκόλλου, και

5) σε περίπτωση αποφατικής απάντησης στο υπό στοιχείο δ_ ερώτημα, εάν η θεσπισθείσα με την ανωτέρω διάταξη του παραπάνω Κανονισμού του ΙΚΑ ρύθμιση δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος, που συναρτώνται με την προστασία της χρηματοδοτικής ισορροπίας του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και, ως εκ τούτου, εμπίπτει στις εξαιρέσεις της δεύτερης παραγράφου του πιο πάνω άρθρου 1 του ανωτέρω προσθέτου πρωτοκόλλου.»

Επί του πρώτου ερωτήματος

24 Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ' ουσίαν, αν τα άρθρα 31 και 36 του κανονισμού 1408/71 και 31 και 93 του κανονισμού 574/72 απαγορεύουν εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά την απόδοση, εκ μέρους του φορέα του τόπου κατοικίας του συνταξιούχου, των δαπανών νοσοκομειακής περιθάλψεως παρασχεθείσας στον συνταξιούχο κατά τη διάρκεια διαμονής του σε άλλο κράτος μέλος από εκ των υστέρων έγκριση, η οποία χορηγείται μόνον εφόσον η προηγούμενη έγκριση που κανονικά απαιτείται από την εν λόγω εθνική ρύθμιση δεν ήταν δυνατή λόγω του ότι η συγκεκριμένη πάθηση εκδηλώθηκε αιφνιδίως κατά τη διάρκεια αυτής της διαμονής καθιστώντας άμεση την ανάγκη παροχής της περιθάλψεως.

Επί της λυσιτέλειας του ερωτήματος

25 Το ΙΚΑ καθώς και διάφορες κυβερνήσεις που υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις στο Δικαστήριο εξέφρασαν αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 31 του κανονισμού 1408/71 υπό πραγματικές περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης. Ειδικότερα, το ΙΚΑ και η Ελληνική Κυβέρνηση υποστήριξαν ότι ο Β. Ιωαννίδης μετέβη στη Γερμανία με πρόθεση να υποβληθεί στη νοσηλεία που του παρασχέθηκε, οπότε τα πραγματικά περιστατικά πρέπει, κατά τη γνώμη τους, να εξεταστούν υπό το φως του άρθρου 22, παράγραφος 1, στοιχείο γ_, του κανονισμού 1408/71 και όχι από πλευράς του άρθρου 31.

26 Συναφώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει μεν ότι το άρθρο 22, παράγραφος 1, στοιχείο γ_, του κανονισμού 1408/71 ρυθμίζει το δικαίωμα επί παροχών σε είδος των συνταξιούχων οι οποίοι, ενόσω κατοικούν εντός ενός κράτους μέλους, ζητούν από τον αρμόδιο φορέα την άδεια να μεταβούν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους προκειμένου να υποβληθούν εκεί σε κατάλληλη για την κατάσταση της υγείας τους θεραπεία, ενώ το άρθρο 31 του ιδίου κανονισμού ρυθμίζει το δικαίωμα των ασφαλισμένων της ίδιας κατηγορίας επί παροχών σε είδος όταν οι εν λόγω παροχές καθίστανται αναγκαίες κατά τη διάρκεια διαμονής εντός κράτους μέλους άλλου από το κράτος κατοικίας τους (βλ. απόφαση της 31ης Μα_ου 1979, 182/78, Pierik, Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 3, σκέψεις 5 και 7).

27 Ωστόσο, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 234 ΕΚ, που στηρίζεται σε σαφή διάκριση των λειτουργιών μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, κάθε εκτίμηση των επίδικων περιστατικών εμπίπτει στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 15ης Νοεμβρίου 1979, 36/79, Denkavit Futtermittel, Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 667, σκέψη 12, και της 16ης Ιουλίου 1998, C-235/95, Dumont και Froment, Συλλογή 1998, σ. Ι-4531, σκέψη 25). Ομοίως, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο υποχρεούται, καταρχήν, να απαντήσει (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1995, C-415/93, Bosman, Συλλογή 1995, σ. Ι-4921, σκέψη 59).

28 Επομένως, εναπόκειται αποκλειστικώς στο αιτούν δικαστήριο να καθορίσει, στην πράξη, αν η περίθαλψη που παρασχέθηκε στον Β. Ιωαννίδη στη Γερμανία είχε προγραμματιστεί από τον ενδιαφερόμενο και αν αυτός πραγματοποίησε την εκεί διαμονή του για ιατρικούς σκοπούς, οπότε, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 26 της παρούσας αποφάσεως, μόνον το άρθρο 22, παράγραφοι 1, στοιχείο γ_, και 2, του κανονισμού 1408/71 μπορεί να εφαρμοστεί, αποκλειομένης της εφαρμογής του άρθρου 31 του ίδιου κανονισμού.

29 Ωστόσο, εν προκειμένω, δεν φαίνεται να θεωρεί το αιτούν δικαστήριο ότι η νοσοκομειακή περίθαλψη την οποία αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης είχε προγραμματιστεί από τον ενδιαφερόμενο και ότι αυτός πραγματοποίησε τη διαμονή του στη Γερμανία για ιατρικούς σκοπούς. Αντιθέτως, το δικαστήριο αυτό, εκθέτοντας τα πραγματικά περιστατικά, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην ύπαρξη ιατρικών πιστοποιητικών που αναφέρουν ότι η εισαγωγή του Β. Ιωαννίδη στην κλινική έγινε επειγόντως εξαιτίας επανεμφανισθεισών στηθαγχικών ενοχλήσεων. Υπό τις συνθήκες αυτές, το παραδεκτό του πρώτου ερωτήματος, στο μέτρο που αφορά την ερμηνεία του άρθρου 31 του κανονισμού 1408/71, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί και δεν συντρέχει λόγος αναδιατυπώσεώς του ώστε να αφορά το άρθρο 22, παράγραφος 1, στοιχείο γ_, του κανονισμού 1408/71.

Επί του περιεχομένου του άρθρου 31 του κανονισμού 1408/71

30 Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα, επιβάλλεται, καταρχάς, να καθοριστεί το περιεχόμενο του άρθρου 31 του κανονισμού 1408/71.

31 Συναφώς, πρέπει, πρώτον, να παρατηρηθεί ότι, αντίθετα προς το άρθρο 22, παράγραφος 1, στοιχείο α_, του κανονισμού 1408/71, το οποίο αναγνωρίζει δικαίωμα επί παροχών σε είδος στους μισθωτούς ή μη μισθωτούς «[των οποίων] η κατάσταση απαιτεί άμεση χορήγηση παροχών κατά τη διάρκεια διαμονής στο έδαφος άλλου κράτους μέλους», το άρθρο 31 του ίδιου κανονισμού, το οποίο καθιερώνει ανάλογο δικαίωμα για τους συνταξιούχους και τα μέλη της οικογένειάς τους που διαμένουν σε κράτος μέλος άλλο από αυτό της κατοικίας τους, δεν περιέχει αντίστοιχη διευκρίνιση όσον αφορά την κατάσταση της υγείας των ενδιαφερομένων.

32 Δεύτερον, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει μεν κρίνει ότι οι συνταξιούχοι, έστω και αν δεν ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα, εμπίπτουν, λόγω της υπαγωγής τους σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, στις περί «εργαζομένων» διατάξεις του κανονισμού 1408/71, επισήμανε, ωστόσο, ότι αυτό ισχύει μόνον εφόσον οι συνταξιούχοι δεν αποτελούν το αντικείμενο ειδικών διατάξεων που έχουν θεσπιστεί γι' αυτούς (προμνησθείσα απόφαση Pierik, σκέψη 4).

33 Συναφώς, το Δικαστήριο, αφού παρατήρησε ότι τα άρθρα 27 έως 33 του κανονισμού 1408/71 προβλέπουν ειδικές διατάξεις, ισχύουσες αποκλειστικώς για τους συνταξιούχους, διευκρίνισε, μεταξύ άλλων, ότι οι διατάξεις αυτές ρυθμίζουν, στο άρθρο 31, το δικαίωμα των εν λόγω ασφαλισμένων επί των παροχών σε είδος, όταν οι παροχές αυτές καθίστανται αναγκαίες κατά τη διάρκεια διαμονής εντός κράτους μέλους άλλου από το κράτος κατοικίας τους (προμνησθείσα απόφαση Pierik, σκέψεις 5 και 6).

34 Υπό τις συνθήκες αυτές, αντίθετα προς τα υποστηριζόμενα από τις κυβερνήσεις πολλών κρατών μελών, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ούτε ότι οι συνταξιούχοι που διαμένουν εντός κράτους μέλους άλλου από εκείνο της κατοικίας τους εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 22, παράγραφος 1, στοιχείο α_, του κανονισμού 1408/71, ούτε ότι η ερμηνεία του άρθρου 31 του ιδίου κανονισμού πρέπει να εμπνέεται από τις διατάξεις του άρθρου 22.

35 Πράγματι, όπως υπογράμμισαν ιδίως η Βελγική και η Φινλανδική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή, μια ερμηνεία που θα εναρμόνιζε το καθεστώς που καθιερώνουν οι δύο προαναφερθείσες διατάξεις θα παρέβλεπε τόσο τις διαφορές από πλευράς διατυπώσεως, οι οποίες επισημαίνονται στη σκέψη 31 της παρούσας αποφάσεως, όσο και το γεγονός ότι ο κοινοτικός νομοθέτης έκρινε σκόπιμο να θεσπίσει ειδική διάταξη για την κατηγορία ασφαλισμένων που αποτελούν οι συνταξιούχοι και τα μέλη της οικογένειάς τους.

36 Για τους ίδιους λόγους, αντίθετα προς τα υποστηριχθέντα από την Ιρλανδική και Ολλανδική Κυβέρνηση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το άρθρο 22α του κανονισμού 1408/71 έχει ως αποτέλεσμα την υπαγωγή των συνταξιούχων στο καθεστώς του άρθρου 22, παράγραφος 1, στοιχείο α_, του ίδιου κανονισμού. Άλλωστε, μια τέτοια ερμηνεία δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στο γράμμα του άρθρου 22α, το οποίο θεσπίζει, σύμφωνα με τον τίτλο του, «[ειδικούς] κανόνες για ορισμένες κατηγορίες ατόμων», ούτε, όπως παρατήρησε η Φινλανδική Κυβέρνηση, στις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού (ΕΚ) 3095/95 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την τροποποίηση του κανονισμού 1408/71, του κανονισμού 574/72, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1247/92, για την τροποποίηση του κανονισμού 1408/71, και του κανονισμού (ΕΟΚ) 1945/93, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1247/92 (ΕΕ L 335, σ. 1), με τον οποίο προστέθηκε το άρθρο 22α στον κανονισμό 1408/71.

37 Ούτε μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα της Ιρλανδικής και της Ολλανδικής Κυβερνήσεως ότι η κατ' αναλογίαν εφαρμογή του άρθρου 22, παράγραφος 1, στοιχείο α_, του κανονισμού 1408/71 είναι η μόνη ικανή να εξασφαλίσει την απαραίτητη ισότητα μεταξύ των ασφαλισμένων.

38 Όπως παρατήρησαν τόσο η Ελληνική Κυβέρνηση, με τις γραπτές παρατηρήσεις της, όσο και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 32 των προτάσεών του, το γεγονός ότι ο κοινοτικός νομοθέτης δεν θέλησε να διαμορφώσει το καθεστώς που εφαρμόζεται στους μη ασκούντες επαγγελματική δραστηριότητα συνταξιούχους αντιγράφοντας το καθεστώς που ισχύει για τους μισθωτούς ή τους μη μισθωτούς μπορεί να εξηγηθεί από την πιθανή βούλησή του να ευνοήσει την πραγματική κινητικότητα αυτής της κατηγορίας ασφαλισμένων, λαμβανομένων υπόψη ορισμένων ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών τους, μεταξύ των οποίων το ότι είναι ενδεχομένως περισσότερο ευάλωτοι και εξαρτημένοι σε θέματα υγείας καθώς και το ότι έχουν διαθέσιμο χρόνο που τους επιτρέπει να διαμένουν συχνότερα σε άλλα κράτη μέλη.

39 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το καθεστώς που εγκαθιδρύει το άρθρο 31 του κανονισμού 1408/71 πρέπει να διακρίνεται από αυτό του άρθρου 22, παράγραφος 1, στοιχείο α_, του ίδιου κανονισμού.

40 Ειδικότερα, το άρθρο 31 του κανονισμού 1408/71 δεν μπορεί να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι το δικαίωμα επί παροχών σε είδος, το οποίο εγγυάται η διάταξη αυτή, αναγνωρίζεται μόνον υπέρ των συνταξιούχων των οποίων η κατάσταση απαιτεί άμεση χορήγηση των παροχών κατά τη διάρκεια της διαμονής τους εντός άλλου κράτους μέλους, δηλαδή ότι περιορίζεται μόνο στην περίθαλψη της οποίας η ανάγκη άμεσης παροχής έχει διαγνωσθεί ιατρικώς (απόφαση της 2ας Μα_ου 1996, C-206/94, Paletta, Συλλογή 1996, σ. Ι-2357, σκέψη 20) και η οποία, συνεπώς, δεν μπορεί να αναβληθεί μέχρις ότου ο ασφαλισμένος επιστρέψει στο κράτος κατοικίας του.

41 Ούτε μπορεί η διάταξη αυτή να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι το δικαίωμα αυτό περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες η παρασχεθείσα περίθαλψη κατέστη αναγκαία εξαιτίας αιφνίδιας εκδηλώσεως της παθήσεως. Ειδικότερα, το γεγονός ότι η περίθαλψη που απαιτείται από την εξέλιξη της καταστάσεως της υγείας του ασφαλισμένου κατά τη διάρκεια προσωρινής διαμονής του εντός άλλου κράτους μέλους συνδέεται ενδεχομένως με πάθηση προϋπάρχουσα και γνωστή στον ασφαλισμένο, όπως οι χρόνιες ασθένειες, δεν αρκεί ώστε να εμποδισθεί ο ενδιαφερόμενος να επωφεληθεί των διατάξεων του άρθρου 31 του κανονισμού 1408/71.

42 Εξάλλου, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, αντίθετα, ιδίως, προς το άρθρο 22, παράγραφος 1, στοιχείο γ_, του κανονισμού 1408/71, το άρθρο 31 του ίδιου κανονισμού δεν προβλέπει σύστημα εγκρίσεως όσον αφορά τη χορήγηση των παροχών σε είδος, την οποία εγγυάται υπέρ των συνταξιούχων και των μελών της οικογένειάς τους που διαμένουν εντός κράτους μέλους άλλου από το κράτος κατοικίας τους.

43 Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εξαρτούν τη χορήγηση των παροχών σε είδος, την οποία εγγυάται το άρθρο 31 του κανονισμού 1408/71 στους συνταξιούχους που διαμένουν προσωρινά εντός κράτους μέλους άλλου από αυτό της κατοικίας τους, ούτε από κάποια διαδικασία εγκρίσεως ούτε από την προϋπόθεση να έχει η πάθηση για την οποία χρειάστηκε να παρασχεθεί η περίθαλψη εκδηλωθεί αιφνιδίως κατά τη διάρκεια της προσωρινής αυτής διαμονής, καθιστώντας άμεση την ανάγκη παροχής της εν λόγω περιθάλψεως.

Επί του τρόπου εφαρμογής του άρθρου 31 του κανονισμού 1408/71 στην πράξη

44 Όπως προκύπτει από τη διατύπωση του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο προβληματίζεται, περαιτέρω, ως προς το περιεχόμενο του άρθρου 31 του κανονισμού 574/72, διατάξεως η οποία αφορά την εφαρμογή του άρθρου 31 του κανονισμού 1408/71.

45 Δεδομένων των περιστάσεων της υποθέσεως της κύριας δίκης, πρέπει να υπομνησθεί ότι η διάταξη αυτή προβλέπει μεταξύ άλλων ότι, για να του χορηγηθούν οι παροχές σε είδος δυνάμει του άρθρου 31 του κανονισμού 1408/71, ο συνταξιούχος υποχρεούται να προσκομίσει στον φορέα του τόπου διαμονής βεβαίωση εκδοθείσα από τον φορέα του τόπου κατοικίας και πιστοποιούσα ότι ο συνταξιούχος έχει δικαίωμα επί των εν λόγω παροχών. Η ίδια διάταξη διευκρινίζει, ωστόσο, ότι, αν ο ενδιαφερόμενος δεν προσκομίσει την εν λόγω βεβαίωση, ο φορέας του τόπου διαμονής οφείλει να απευθυνθεί ο ίδιος στον φορέα του τόπου κατοικίας για να τη λάβει.

46 Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι στον Β. Ιωαννίδη χορηγήθηκε τέτοια βεβαίωση, ήτοι το έντυπο Ε 111, πριν από την αναχώρησή του για τη Γερμανία.

47 Αντιθέτως, όπως παρατήρησε η Ιρλανδική Κυβέρνηση, η απόφαση αυτή δεν διευκρινίζει αν το εν λόγω έντυπο προσκομίστηκε στο γερμανικό ταμείο ασθενείας. Πρέπει, ωστόσο, να παρατηρηθεί ότι η ενδεχόμενη παράλειψη της αυθόρμητης προσκομίσεώς του δεν μπορεί να έχει καθοριστικές συνέπειες. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, εναπόκειται στον φορέα του τόπου διαμονής να βεβαιωθεί ότι ο ενδιαφερόμενος δεν διαθέτει τέτοιο έντυπο και, αν όντως συμβαίνει αυτό, να ζητήσει από τον αρμόδιο φορέα στον οποίο υπάγεται ο ενδιαφερόμενος να εκδώσει το έντυπο, όπως προβλέπει το άρθρο 31 του κανονισμού 574/72.

48 Στην υπόθεση της κύριας δίκης, ωστόσο, το γερμανικό ταμείο ασθενείας ζήτησε από το ΙΚΑ να του αποστείλει το έντυπο Ε 112, δηλαδή τη βεβαίωση που χρησιμοποιείται στην περίπτωση που ο ασφαλισμένος ζητεί την έγκριση να μεταβεί σε άλλο κράτος μέλος προκειμένου να υποβληθεί σε θεραπεία, σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφος 1, στοιχείο γ_, του κανονισμού 1408/71.

49 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η στάση αυτή ισοδυναμεί προς άρνηση εφαρμογής του άρθρου 31 του κανονισμού 1408/71, και μάλιστα ανεξαρτήτως του αν ο ασφαλισμένος προσκόμισε ή όχι αυτοβούλως το έντυπο Ε 111. Πράγματι, το γεγονός ότι ο φορέας του τόπου διαμονής απαιτεί την προσκόμιση του εντύπου Ε 112, αντί να αρκεστεί στο έντυπο Ε 111 που προσκόμισε ο ασφαλισμένος ή να απευθυνθεί στον φορέα του τόπου κατοικίας για να λάβει το τελευταίο αυτό έντυπο, συνεπάγεται αναγκαστικά ότι ο φορέας του τόπου διαμονής θεωρεί ότι δεν συντρέχει περίπτωση χορηγήσεως παροχών σε είδος στον ενδιαφερόμενο βάσει του άρθρου 31 του κανονισμού 1408/71.

50 Για να μπορέσει να δοθεί απάντηση στο ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, σε περίπτωση που ο φορέας του τόπου διαμονής προβάλλει μια τέτοια άρνηση και μια τέτοια απαίτηση, ο αρμόδιος φορέας του τόπου κατοικίας ο οποίος έχει προηγουμένως χορηγήσει έντυπο Ε 111 στον ασφαλισμένο του δεν μπορεί να αρκεστεί, όπως φαίνεται ότι έπραξε το ΙΚΑ στην υπόθεση της κύριας δίκης, να θεωρήσει δεδομένο ότι δεν πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 31 του κανονισμού 1408/71.

51 Πράγματι, ο φορέας του τόπου διαμονής και ο φορέας του τόπου κατοικίας είναι από κοινού επιφορτισμένοι με την εφαρμογή των άρθρων 31 και 36 του κανονισμού 1408/71 και 31 και 93 του κανονισμού 574/72 και υποχρεούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 10 ΕΚ και 84 του κανονισμού 1408/71, να συνεργάζονται ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων και, επομένως, ο πλήρης σεβασμός των δικαιωμάτων τα οποία απονέμει το άρθρο 31 του κανονισμού 1408/71 στους συνταξιούχους και στα μέλη της οικογένειάς τους με σκοπό τη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των ασφαλισμένων αυτών (βλ., κατ' ανάλογη έννοια, αποφάσεις της 24ης Οκτωβρίου 1996, C-335/95, Picard, Συλλογή 1996, σ. Ι-5625, σκέψη 18, και της 10ης Φεβρουαρίου 2000, C-202/97, FTS, Συλλογή 2000, σ. Ι-883, σκέψεις 51 και 56).

52 Από τα ανωτέρω προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι, όταν ο φορέας του τόπου κατοικίας λαμβάνει από τον φορέα του τόπου διαμονής αίτηση εκδόσεως εντύπου Ε 112 ενώ ο ίδιος έχει προηγουμένως χορηγήσει στον ασφαλισμένο του έντυπο Ε 111, στον φορέα του τόπου κατοικίας εναπόκειται να βεβαιωθεί, ζητώντας εν ανάγκη κάθε χρήσιμη διευκρίνιση από τον φορέα του τόπου διαμονής, ότι η προφανής άρνηση χορηγήσεως παροχών σε είδος δυνάμει του άρθρου 31 του κανονισμού 1408/71 είναι δικαιολογημένη. Αν ο φορέας του τόπου κατοικίας σχηματίσει την πεποίθηση ότι συνέτρεχε όντως περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 31 και, ως εκ τούτου, έπρεπε να τύχουν εφαρμογής τα άρθρα 36 του κανονισμού 1408/71 και 93 του κανονισμού 574/72 που αφορούν την απόδοση μεταξύ φορέων, σ' αυτόν εναπόκειται να το γνωστοποιήσει στον φορέα του τόπου διαμονής. Ο τελευταίος αυτός φορέας υποχρεούται τότε να επανεξετάσει το βάσιμο της απόψεώς του και, εν ανάγκη, να τη μεταβάλει.

Επί της αναλήψεως της δαπάνης των παροχών που καλύπτονται από το άρθρο 31 του κανονισμού 1408/71

53 Λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της υποθέσεως της κύριας δίκης, που συνίσταται στο κατά πόσον υφίσταται υποχρέωση αποδόσεως των δαπανών που συνδέονται με τη νοσοκομειακή περίθαλψη του ενδιαφερομένου εντός κράτους μέλους άλλου από εκείνο της κατοικίας του, το αιτούν δικαστήριο προβληματίζεται, τέλος, όπως προκύπτει από το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, ως προς το περιεχόμενο των άρθρων 36 του κανονισμού 1408/71 και 93 του κανονισμού 574/72.

54 Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 36 του κανονισμού 1408/71, οι παροχές σε είδος τις οποίες χορηγεί ο φορέας κράτους μέλους για λογαριασμό του φορέα άλλου κράτους μέλους αποδίδονται πλήρως, σύμφωνα με τα όσα ορίζει ο κανονισμός 574/72, είτε βάσει δικαιολογητικών των πραγματικών δαπανών είτε κατ' αποκοπήν, εκτός αν τα δύο εμπλεκόμενα κράτη μέλη, ή οι αρμόδιες αρχές των εν λόγω κρατών, έχουν προβλέψει άλλους τρόπους αποδόσεως ή έχουν παραιτηθεί από κάθε απόδοση μεταξύ των φορέων που υπάγονται στην αρμοδιότητά τους.

55 Προς εφαρμογήν της διατάξεως αυτής, το άρθρο 93 του κανονισμού 574/72 προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι οι παροχές σε είδος που χορηγούνται από τον φορέα του τόπου διαμονής δυνάμει του άρθρου 31 του κανονισμού 1408/71 αποδίδονται στον φορέα αυτόν από τον φορέα του τόπου κατοικίας των ενδιαφερομένων και ότι, καταρχήν, αποδίδεται το πραγματικό ποσό αυτών των παροχών, όπως προκύπτει από τα λογιστικά στοιχεία του φορέα του τόπου διαμονής. Σε περίπτωση που το ποσό αυτό δεν προκύπτει από τα εν λόγω λογιστικά στοιχεία, και εφόσον τα εμπλεκόμενα κράτη μέλη ή οι αρμόδιες αρχές τους δεν έχουν συμφωνήσει άλλους τρόπους υπολογισμού, η εν λόγω απόδοση γίνεται βάσει κατ' αποκοπήν ποσού το ύψος του οποίου καθορίζεται από τη διοικητική επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων.

56 Αυτές είναι οι διατάξεις που έχουν κανονικά εφαρμογή όταν στον συνταξιούχο έχουν χορηγηθεί παροχές σε είδος βάσει του άρθρου 31 του κανονισμού 1408/71.

57 Στην υπόθεση της κύριας δίκης, ωστόσο, όπως τονίζεται στις σκέψεις 48 και 49 της παρούσας αποφάσεως, το γερμανικό ταμείο ασθενείας αρνήθηκε να χορηγήσει τέτοιες παροχές σε είδος στον Β. Ιωαννίδη, γεγονός από το οποίο μπορεί να συναχθεί, έστω και αν το στοιχείο αυτό δεν προκύπτει ρητώς από την απόφαση περί παραπομπής, ότι ο ενδιαφερόμενος ανέλαβε πιθανότατα προσωπικώς τη δαπάνη της παρασχεθείσας περιθάλψεως, την οποία αρνείται τώρα το ΙΚΑ να του επιστρέψει.

58 Ασφαλώς, από το άρθρο 34 του κανονισμού 574/72 προκύπτει ότι, αν οι διατυπώσεις που προβλέπει το άρθρο 31 του ίδιου κανονισμού δεν κατέστη δυνατόν να τηρηθούν κατά τη διάρκεια της διαμονής στο έδαφος του κράτους μέλους εντός του οποίου έχει παρασχεθεί η περίθαλψη, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει από τον φορέα του τόπου κατοικίας του την απόδοση, εντός των ορίων που καθορίζει η διάταξη αυτή, των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε.

59 Επιβάλλεται, ωστόσο, να γίνει δεκτό ότι, όπως ορθώς υπογράμμισαν η Ελληνική Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις της και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 53 των προτάσεών του, η άρνηση του φορέα του τόπου διαμονής να εφαρμόσει το άρθρο 31 του κανονισμού 1408/71 και η εκ μέρους του απαίτηση προσκομίσεως του εντύπου Ε 112 δεν μπορούν να εξομοιωθούν προς μη τήρηση διατυπώσεως προβλεπομένης στο άρθρο 31 του κανονισμού 574/72.

60 Πάντως, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 50 έως 52 της παρούσας αποφάσεως, σε περίπτωση προβολής τέτοιας αρνήσεως και τέτοιας απαιτήσεως, εναπόκειται στον αρμόδιο φορέα του τόπου κατοικίας, ο οποίος έχει χορηγήσει προηγουμένως έντυπο Ε 111 στον ασφαλισμένο του, να συμβάλει στη διευκόλυνση της ορθής εφαρμογής του άρθρου 31 του κανονισμού 1408/71.

61 Επομένως, οσάκις προκύπτει ότι κακώς ο φορέας του τόπου διαμονής αρνήθηκε να εφαρμόσει την τελευταία αυτή διάταξη και ότι ο φορέας του τόπου κατοικίας, αφού ενημερώθηκε για την άρνηση αυτή, δεν συνέβαλε, όπως όφειλε, στη διευκόλυνση της ορθής εφαρμογής της διατάξεως αυτής, στον τελευταίο αυτόν φορέα εναπόκειται, με την επιφύλαξη τυχόν ευθύνης του φορέα του τόπου διαμονής, να αποδώσει απευθείας στον ασφαλισμένο τις δαπάνες περιθάλψεως στις οποίες υποβλήθηκε, ώστε να εξασφαλιστεί στον ασφαλισμένο αυτόν ανάληψη δαπανών σε επίπεδο ισοδύναμο εκείνου στο οποίο θα είχαν αναληφθεί οι δαπάνες αν οι διατάξεις του εν λόγω άρθρου είχαν τηρηθεί (βλ., κατ' αναλογίαν, απόφαση της 12ης Ιουλίου 2001, C-368/98, Vanbraekel κ.λπ., Συλλογή 2001, σ. Ι-5363, σκέψη 34).

62 Εξάλλου, σε μια τέτοια περίπτωση, εφόσον η απόδοση αυτή υποκαθιστά τις παροχές σε είδος τις οποίες εγγυάται στους συνταξιούχους το άρθρο 31 του κανονισμού 1408/71, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εξαρτούν την εν λόγω απόδοση από κάποια διαδικασία εγκρίσεως ούτε να απαιτούν η πάθηση που κατέστησε αναγκαία την εν λόγω περίθαλψη να εκδηλώθηκε κατά τρόπο αιφνίδιο κατά τη διάρκεια της διαμονής εντός άλλου κράτους μέλους, καθιστώντας άμεση την ανάγκη παροχής της περιθάλψεως.

63 Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα προσήκει η ακόλουθη απάντηση:

Το άρθρο 31 του κανονισμού 1408/71 έχει την έννοια ότι το δικαίωμα επί παροχών σε είδος, το οποίο εγγυάται η διάταξη αυτή στους συνταξιούχους που διαμένουν προσωρινά εντός κράτους μέλους άλλου από το κράτος κατοικίας τους, δεν εξαρτάται από την προϋπόθεση να έχει η πάθηση που κατέστησε αναγκαία τη σχετική περίθαλψη εκδηλωθεί κατά τρόπο αιφνίδιο κατά τη διάρκεια της διαμονής αυτής, καθιστώντας άμεση την ανάγκη παροχής της περιθάλψεως. Συνεπώς, η διάταξη αυτή απαγορεύει στα κράτη μέλη να εξαρτούν το εν λόγω δικαίωμα από μια τέτοια προϋπόθεση.

Το άρθρο 31 του κανονισμού 1408/71 απαγορεύει στα κράτη μέλη να εξαρτούν το δικαίωμα επί των παροχών σε είδος που εγγυάται η διάταξη αυτή από οποιαδήποτε διαδικασία εγκρίσεως.

Η χορήγηση των παροχών σε είδος και η ανάληψη της συναφούς δαπάνης, που προβλέπονται στο άρθρο 31 του κανονισμού 1408/71 γίνονται κανονικά σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου αυτού και των άρθρων 36 του ίδιου κανονισμού και 31 και 93 του κανονισμού 574/72.

Οσάκις προκύπτει ότι κακώς ο φορέας του τόπου διαμονής αρνήθηκε να χορηγήσει τις παροχές σε είδος που προβλέπει το άρθρο 31 του κανονισμού 1408/71 και ότι ο φορέας του τόπου κατοικίας, αφού ενημερώθηκε για την άρνηση αυτή, δεν συνέβαλε, όπως όφειλε, στη διευκόλυνση της ορθής εφαρμογής της διατάξεως αυτής, στον τελευταίο αυτόν φορέα εναπόκειται, με την επιφύλαξη τυχόν ευθύνης του φορέα του τόπου διαμονής, να αποδώσει απευθείας στον ασφαλισμένο τις δαπάνες περιθάλψεως στις οποίες υποβλήθηκε, ώστε να εξασφαλιστεί στον ασφαλισμένο αυτόν ανάληψη δαπανών σε επίπεδο ισοδύναμο εκείνου στο οποίο θα είχαν αναληφθεί οι δαπάνες αν οι διατάξεις του εν λόγω άρθρου είχαν τηρηθεί.

Στην τελευταία αυτή περίπτωση, τα άρθρα 31 και 36 του κανονισμού 1408/71 και 31 και 93 του κανονισμού 574/72 δεν επιτρέπουν εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά την απόδοση αυτή από την εκ των υστέρων έγκριση, χορηγούμενη μόνον εφόσον αποδεικνύεται ότι η πάθηση που κατέστησε αναγκαία την παροχή της εν λόγω περιθάλψεως εκδηλώθηκε κατά τρόπο αιφνίδιο κατά τη διάρκεια της προσωρινής διαμονής, καθιστώντας άμεση την ανάγκη παροχής της περιθάλψεως.

Επί του δευτέρου, τρίτου, τετάρτου και πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος

64 Από τη διατύπωση του δευτέρου, τρίτου, τετάρτου και πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος προκύπτει ότι τα ερωτήματα αυτά υποβλήθηκαν μόνο για την περίπτωση που το Δικαστήριο θα απαντούσε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα ότι τα άρθρα 31 και 36 του κανονισμού 1408/71 και τα άρθρα 31 και 93 του κανονισμού 574/72 δεν απαγορεύουν την εφαρμογή ρυθμίσεως όπως η επίδικη στην κύρια δίκη. Κατόπιν της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, παρέλει, συνεπώς, η εξέταση των εν λόγω ερωτημάτων.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

65 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ελληνική, η Βελγική, η Ισπανική, η Ιρλανδική, η Ολλανδική, η Αυστρική, η Φινλανδική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2000 το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, αποφαίνεται:

1) Το άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983, και όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 3096/95 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, έχει την έννοια ότι το δικαίωμα επί παροχών σε είδος, το οποίο εγγυάται η διάταξη αυτή στους συνταξιούχους που διαμένουν προσωρινά εντός κράτους μέλους άλλου από το κράτος κατοικίας τους, δεν εξαρτάται από την προϋπόθεση να έχει η πάθηση που κατέστησε αναγκαία τη σχετική περίθαλψη εκδηλωθεί κατά τρόπο αιφνίδιο κατά τη διάρκεια της διαμονής αυτής, καθιστώντας άμεση την ανάγκη παροχής της περιθάλψεως. Συνεπώς, η διάταξη αυτή απαγορεύει στα κράτη μέλη να εξαρτούν το εν λόγω δικαίωμα από μια τέτοια προϋπόθεση.

2) Το άρθρο 31 του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 2001/83 και όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 3036/95, απαγορεύει στα κράτη μέλη να εξαρτούν το δικαίωμα επί των παροχών σε είδος που εγγυάται η διάταξη αυτή από οποιαδήποτε διαδικασία εγκρίσεως.

3) Η χορήγηση των παροχών σε είδος και η ανάληψη της συναφούς δαπάνης, που προβλέπονται στο άρθρο 31 του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 2001/83 και όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 3036/95, γίνονται κανονικά σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου αυτού και των άρθρων 36 του ίδιου κανονισμού και 31 και 93 του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 2001/83 και όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 3096/95.

4) Οσάκις προκύπτει ότι κακώς ο φορέας του τόπου διαμονής αρνήθηκε να χορηγήσει τις παροχές σε είδος που προβλέπει το άρθρο 31 του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 2001/83 και όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 3036/95, και ότι ο φορέας του τόπου κατοικίας, αφού ενημερώθηκε για την άρνηση αυτή, δεν συνέβαλε, όπως όφειλε, στη διευκόλυνση της ορθής εφαρμογής της διατάξεως αυτής, στον τελευταίο αυτόν φορέα εναπόκειται, με την επιφύλαξη τυχόν ευθύνης του φορέα του τόπου διαμονής, να αποδώσει απευθείας στον ασφαλισμένο τις δαπάνες περιθάλψεως στις οποίες υποβλήθηκε, ώστε να εξασφαλιστεί στον ασφαλισμένο αυτόν ανάληψη δαπανών σε επίπεδο ισοδύναμο εκείνου στο οποίο θα είχαν αναληφθεί οι δαπάνες αν οι διατάξεις του εν λόγω άρθρου είχαν τηρηθεί.

5) Στην τελευταία αυτή περίπτωση, τα άρθρα 31 και 36 του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 2001/83 και όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 3036/95, και 31 και 93 του κανονισμού 574/72, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 2001/83 και όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 3096/95, δεν επιτρέπουν εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά την απόδοση αυτή από την εκ των υστέρων έγκριση, χορηγούμενη μόνον εφόσον αποδεικνύεται ότι η πάθηση που κατέστησε αναγκαία την παροχή της εν λόγω περιθάλψεως εκδηλώθηκε κατά τρόπο αιφνίδιο κατά τη διάρκεια της προσωρινής διαμονής, καθιστώντας άμεση την ανάγκη παροχής της περιθάλψεως.

Top