Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62000CJ0023

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Φεβρουαρίου 2002.
    Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως κατά Boehringer Ingelheim Vetmedica GmbH και C. H. Boehringer Sohn.
    Αίτηση αναιρέσεως - Παραδεκτό - Αίτημα μερικής ακυρώσεως αποφάσεως του Πρωτοδικείου με την οποία το Πρωτοδικείο έκρινε ότι δεν χρειάζεται να λάβει απόφαση επί ενστάσεως απαραδέκτου που είχε προβληθεί κατά προσφυγής την οποία απέρριψε ως αβάσιμη.
    Υπόθεση C-23/00 P.

    Συλλογή της Νομολογίας 2002 I-01873

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2002:118

    62000J0023

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Φεβρουαρίου 2002. - Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως κατά Boehringer Ingelheim Vetmedica GmbH και C. H. Boehringer Sohn. - Αίτηση αναιρέσεως - Παραδεκτό - Αίτημα μερικής ακυρώσεως αποφάσεως του Πρωτοδικείου με την οποία το Πρωτοδικείο έκρινε ότι δεν χρειάζεται να λάβει απόφαση επί ενστάσεως απαραδέκτου που είχε προβληθεί κατά προσφυγής την οποία απέρριψε ως αβάσιμη. - Υπόθεση C-23/00 P.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2002 σελίδα I-01873


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    Αναίρεση - αραδεκτό - Αποφάσεις κατά των οποίων μπορεί να ασκηθεί αναίρεση - Αυτεπάγγελτη εξέταση εκ μέρους του Δικαστηρίου - Αίτημα περί ακυρώσεως αποφάσεως του ρωτοδικείου με την οποία το ρωτοδικείο έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαίο να αποφανθεί επί ενστάσεως απαραδέκτου που είχε προβληθεί κατά προσφυγής την οποία απέρριψε ως αβάσιμη - Απόρριψη

    (Οργανισμός ΕΚ του Δικαστηρίου, άρθρο 49 § 1)

    Περίληψη


    $$Το Δικαστήριο πρέπει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως κατά πόσον ο αναιρεσείων βάλλει κατά αποφάσεως του ρωτοδικείου κατά της οποίας μπορεί να ασκηθεί αναίρεση δυνάμει του άρθρου 49, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου.

    Οι αποφάσεις που επιλύουν δικονομικό ζήτημα που αφορά ένσταση απαραδέκτου, υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως, είναι αποφάσεις που ζημιώνουν τον έναν από τους διαδίκους, διότι δέχονται ή απορρίπτουν αυτή την ένσταση απαραδέκτου.

    Αυτό όμως δεν ισχύει όταν από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το ρωτοδικείο θεώρησε ότι δεν ήταν αναγκαίο να αποφανθεί επί της ενστάσεως απαραδέκτου του καθού, διότι τα αιτήματα των προσφευγόντων έπρεπε να απορριφθούν οπωσδήποτε επί της ουσίας.

    Στο ρωτοδικείο εναπόκειται να εκτιμά αν είναι δικαιολογημένη, από άποψη ορθής απονομής της δικαιοσύνης, η επί της ουσίας απόρριψη της προσφυγής χωρίς προηγούμενη απόφαση επί της ενστάσεως απαραδέκτου που προέβαλε ο καθού, πράγμα που δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ζημιώνει τον καθού.

    ( βλ. σκέψεις 46, 50-52 )

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-23/00 P,

    Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενο από την Μ. Sims-Robertson και τον Ι. Díez Parra, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    αναιρεσείον,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως που εξέδωσε την 1η Δεκεμβρίου 1999 το ρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (δεύτερο τμήμα) στις υποθέσεις T-125/96 και T-152/96, Boehringer κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. ΙΙ-3427), και με την οποία ζητείται η μερική ακύρωση της αποφάσεως αυτής,

    όπου οι λοιποί διάδικοι είναι

    η Boehringer Ingelheim Vetmedica GmbH,

    η C. H. Boehringer Sohn,

    με έδρα το Ingelheim am Rhein (Γερμανία), εκπροσωπούμενες από τους D. Waelbroeck και D. Fosselard, avocats, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    προσφεύγουσες πρωτοδίκως,

    η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον X. Lewis, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως στην υπόθεση T-125/96

    και καθής πρωτοδίκως στην υπόθεση T-152/96,

    η Fédération européenne de la santé animale (Fedesa), με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τον A. Vandencasteele, avocat, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    το Stichting Kwaliteitsgarantie Vleeskalverensector (SKV), με έδρα τη Χάγη (Κάτω Χώρες), εκπροσωπούμενο από τους G. van der Wal, advocaat, και L. Parret, avocat, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    παρεμβαίνοντες πρωτοδίκως,

    και

    το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο από την G. Amodeo, επικουρούμενη από τον D. Lloyd Jones, QC, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    παρεμβαίνον πρωτοδίκως

    στην υπόθεση T-125/96,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    συγκείμενο από τους G. C. Rodríguez Iglesias, ρόεδρο, P. Jann, F. Macken και N. Colneric, προέδρους τμήματος, A. La Pergola (εισηγητή), J.-P. Puissochet, Μ. Wathelet, R. Schintgen και Β. Σκουρή, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer

    γραμματέας: R. Grass

    έχοντας υπόψη την έκθεση του εισηγητή δικαστή,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 4ης Οκτωβρίου 2001,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 27 Ιανουαρίου 2000, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως άσκησε, δυνάμει του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, αναίρεση κατά της αποφάσεως του ρωτοδικείου της 1ης Δεκεμβρίου 1999, T-125/96 και T-152/96, Boehringer κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. ΙΙ-3427, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία ζητεί τη μερική ακύρωση της αποφάσεως αυτής.

    Νομικό πλαίσιο

    2 Στις 26 Ιουνίου 1990 το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2377/90, για τη θέσπιση κοινοτικής διαδικασίας για τον καθορισμό ανώτατων ορίων καταλοίπων κτηνιατρικών φαρμάκων στα τρόφιμα ζωικής προέλευσης (ΕΕ L 224, σ. 1).

    3 Κατ' εφαρμογήν του κανονισμού 2377/90, η Επιτροπή ορίζει το ανώτατο όριο καταλοίπων (στο εξής: ΑΟΚ), το οποίο ορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο β_, του εν λόγω κανονισμού ως η μέγιστη συγκέντρωση καταλοίπων που προκύπτει από τη χρήση κτηνιατρικού φαρμάκου «η οποία μπορεί να θεωρείται ως νομίμως επιτρεπτή από την Κοινότητα ή να αναγνωρίζεται ως αποδεκτή εντός ή επί τροφίμου».

    4 Ο κανονισμός 2377/90 προβλέπει ότι οι φαρμακολογικά δραστικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στα κτηνιατρικά φάρμακα εγγράφονται, κατόπιν εκτιμήσεως των κινδύνων που ενέχουν για τη δημόσια υγεία, σε έναν από τους τέσσερις πίνακες που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα Ι έως IV του εν λόγω κανονισμού. Το παράρτημα Ι αφορά τις ουσίες για τις οποίες μπορεί να καθοριστεί ΑΟΚ, το παράρτημα ΙΙ αφορά τις ουσίες για τις οποίες δεν είναι αναγκαίο να καθοριστεί ΑΟΚ, το παράρτημα ΙΙΙ αφορά τις ουσίες για τις οποίες μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να καθορίζεται προσωρινά ΑΟΚ και το παράρτημα IV αφορά τις ουσίες για τις οποίες δεν μπορεί να καθοριστεί κανένα ΑΟΚ, λόγω των κινδύνων που ενέχουν.

    5 Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2377/90 ορίζει τα εξής:

    «Για να εγγραφεί στα παραρτήματα Ι, ΙΙ ή ΙΙΙ μια νέα φαρμακολογικώς δραστική ουσία η οποία:

    - προορίζεται για χρήση σε κτηνιατρικά φάρμακα που πρόκειται να χορηγηθούν σε ζώα παραγωγής τροφίμων

    και

    - προορίζεται για διάθεση στην αγορά ενός ή περισσότερων κρατών μελών που δεν έχουν προηγουμένως επιτρέψει τη χρήση της συγκεκριμένης ουσίας σε ζώα παραγωγής τροφίμων,

    ο υπεύθυνος για τη διάθεσή της στην αγορά υποβάλλει αίτηση στην Επιτροπή [...].»

    6 Στις 29 Απριλίου 1996 το Συμβούλιο εξέδωσε την οδηγία 96/22/ΕΚ, για την απαγόρευση της χρησιμοποίησης ορισμένων ουσιών με ορμονική ή θυρεοστατική δράση και των β-ανταγωνιστικών ουσιών στη ζωική παραγωγή για κερδοσκοπικούς λόγους και κατάργησης των οδηγιών 81/602/ΕΟΚ, 88/146/ΕΟΚ και 88/299/ΕΟΚ (ΕΕ L 125, σ. 3).

    7 Σύμφωνα με την έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 96/22, η ακατάλληλη χρήση των β-ανταγωνιστών είναι δυνατόν να ενέχει σοβαρούς κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία και, προς το συμφέρον του καταναλωτή, πρέπει να απαγορευθεί η κατοχή των ουσιών αυτών, η χορήγησή τους σε όλα τα ζώα και η εμπορία τους για τον σκοπό αυτό.

    8 ρος τούτο, το άρθρο 2, στοιχείο β_, της οδηγίας 96/22 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη απαγορεύουν «την εμπορία β-ανταγωνιστών, με σκοπό τη χορήγησή τους σε ζώα των οποίων το κρέας και τα προϊόντα προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση, για σκοπούς διαφορετικούς εκείνων του άρθρου 4, παράγραφος 2».

    9 Το άρθρο 3 της οδηγίας 96/22 ορίζει τα εξής:

    «Τα κράτη μέλη απαγορεύουν:

    α) τη χορήγηση σε ζώα εκμετάλλευσης [...] β-ανταγωνιστών·

    β) την κατοχή σε μια εκμετάλλευση, εκτός εάν πρόκειται για κατοχή υπό επίσημο έλεγχο, των ζώων που αναφέρονται στο στοιχείο α_, την εμπορία ή τη σφαγή, με σκοπό την κατανάλωση, ζώων εκμετάλλευσης [...] στα οποία περιέχονται οι προαναφερόμενες ουσίες ή στα οποία έχει διαπιστωθεί η παρουσία των ουσιών αυτών, εκτός αν αποδεδειγμένως τα ζώα αυτά υποβλήθηκαν σε αγωγή σύμφωνα με τα άρθρα 4 ή 5·

    [...]

    δ) την εμπορία του κρέατος των ζώων που αναφέρονται στο στοιχείο β_·

    ε) τη μεταποίηση του κρέατος που αναφέρεται στο στοιχείο δ_.»

    10 Το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, σημείο 2, της οδηγίας 96/22 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν, κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 2 και 3 της οδηγίας, να επιτρέπουν τη χορήγηση σε βοοειδή, ιπποειδή και ζώα συντροφιάς, για συγκεκριμένους θεραπευτικούς σκοπούς, επιτρεπόμενων κτηνιατρικών φαρμάκων που περιέχουν, μεταξύ άλλων, β-ανταγωνιστές.

    11 Το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο β_, της οδηγίας 96/22 ορίζει τη «θεραπευτική αγωγή» ως εξής: «χορήγηση - κατ' εφαρμογήν του άρθρου 4 της παρούσας οδηγίας - σε συγκεκριμένα ζώα εκμετάλλευσης μιας επιτρεπόμενης ουσίας για τη θεραπεία, ύστερα από εξέταση των ζώων αυτών από κτηνίατρο, προβλημάτων γονιμότητας [...], και, εάν πρόκειται για β-ανταγωνιστές, για τη διευκόλυνση του τοκετού στις αγελάδες (τοκετόλυση), καθώς και των αναπνευστικών προβλημάτων και της τοκετόλυσης στα ιπποειδή που εκτρέφονται για σκοπούς εκτός από την παραγωγή κρέατος».

    12 Στις 8 Ιουλίου 1996 η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 1312/96, σχετικά με την τροποποίηση του παραρτήματος ΙΙΙ του κανονισμού 2377/90 (ΕΕ L 170, σ. 8).

    13 Κατόπιν της τροποποιήσεως που επέφερε ο κανονισμός 1312/96, το παράρτημα ΙΙΙ του κανονισμού 2377/90 προβλέπει προσωρινά ΑΟΚ για μια συγκεκριμένη β-ανταγωνιστική ουσία, την υδροχλωρική κλενβουτερόλη (στο εξής: κλενβουτερόλη), ενώ καθορίζει, στο κεφάλαιο «Λοιπές διατάξεις», ως ημερομηνία λήξεως της ισχύος των ΑΟΚ αυτών την 1η Ιουλίου 2000 και απαριθμεί τις επιτρεπόμενες θεραπευτικές χρήσεις της ουσίας αυτής, δηλαδή τη διευκόλυνση του τοκετού στις αγελάδες (τοκετόλυση) και, στην περίπτωση των ιπποειδών, τη θεραπεία αναπνευστικών διαταραχών.

    14 Συναφώς ο κανονισμός 1312/96 τονίζει, στην έβδομη αιτιολογική σκέψη, ότι «η οδηγία [96/22] απαγορεύει τη χρήση της κλενβουτερόλης σε όλα τα ζώα, με εξαίρεση τη χρήση για ορισμένους συγκεκριμένους θεραπευτικούς σκοπούς σε ιπποειδή και σε αγελάδες».

    εριστατικά και διαδικασία ενώπιον του ρωτοδικείου

    15 Το ιστορικό της διαφοράς, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 3, 4, 36 και 37 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, έχει ως εξής.

    16 Η Boehringer Ingelheim Vetmedica GmbH (στο εξής: BI Vetmedica) είναι εταιρία που εφευρίσκει, παράγει και εμπορεύεται κτηνιατρικά φάρμακα. Αποτελεί κατά 100 % θυγατρική της C. H. Boehringer Sohn (στο εξής: Boehringer), η οποία είναι μια από τις είκοσι μεγαλύτερες φαρμακευτικές εταιρίες στον κόσμο.

    17 Το τμήμα αγοράς που έλεγχε η BI Vetmedica αντιστοιχούσε, σύμφωνα με τις δηλώσεις της ενώπιον του ρωτοδικείου, στο 97 % περίπου των εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης πωλήσεων κτηνιατρικών φαρμάκων για τα οποία ισχύει η απαγόρευση των β-ανταγωνιστικών ουσιών, η οποία προβλέπεται από την οδηγία 96/22.

    18 Στις 20 Ιουλίου 1994 η BI Vetmedica υπέβαλε στην Επιτροπή, βάσει του κανονισμού 2377/90, αίτηση καθορισμού ΑΟΚ για την κλενβουτερόλη, όσον αφορά τα βοοειδή και τα ιπποειδή. Στις 3 Ιανουαρίου 1996 η επιτροπή κτηνιατρικών φαρμάκων αποφάνθηκε ότι, για λόγους επιστημονικής μεθοδολογίας, ήταν σκόπιμος ο καθορισμός προσωρινών ΑΟΚ, που θα ίσχυαν μέχρι την 1η Ιουλίου 2000. Η έκδοση του κανονισμού 1312/96 από την Επιτροπή αποτελεί συνέπεια της υποβολής της αιτήσεως αυτής.

    19 Κατόπιν αυτών η BI Vetmedica και η Boehringer άσκησαν στις 9 Αυγούστου 1996 ενώπιον του ρωτοδικείου προσφυγή-αγωγή που πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως T-125/96 και με την οποία ζήτησαν από το ρωτοδικείο, μεταξύ άλλων, τα εξής:

    - να ακυρώσει τα άρθρα 1, 2, 3 και 4 της οδηγίας 96/22, καθόσον απαγορεύουν τη διάθεση στο εμπόριο κτηνιατρικών φαρμάκων που περιέχουν β-ανταγωνιστικές ουσίες και χορηγούνται για θεραπευτικούς σκοπούς στα ζώα, των οποίων το κρέας και τα άλλα προϊόντα προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση,

    - να υποχρεώσει την Κοινότητα να αποκαταστήσει τη ζημία την οποία υπέστησαν λόγω της προσβαλλόμενης πράξεως.

    20 Στις 27 Σεπτεμβρίου 1996 η BI Vetmedica και η Boehringer άσκησαν ενώπιον του ρωτοδικείου δεύτερη προσφυγή, που πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως T-152/96 και με την οποία ζήτησαν από το ρωτοδικείο, μεταξύ άλλων, τα εξής:

    - να αναγνωρίσει, σύμφωνα με το άρθρο 184 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 241 ΕΚ), ότι η οδηγία 96/22, καθόσον απαγορεύει την εμπορία κτηνιατρικών προϊόντων που περιέχουν β-ανταγωνιστικές ουσίες και χρησιμοποιούνται για θεραπευτικούς σκοπούς σε ζώα εκμεταλλεύσεως, είναι παράνομη και επομένως δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως έρεισμα για τους περιορισμούς που προβλέπονται από τον κανονισμό 1312/96,

    - να ακυρώσει τον κανονισμό 1312/96, καθόσον περιορίζει την ισχύ των ΑΟΚ που ορίστηκαν για την κλενβουτερόλη που χρησιμοποιείται για ορισμένους ειδικούς θεραπευτικούς σκοπούς.

    21 Με χωριστό δικόγραφο, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του ρωτοδικείου στις 31 Οκτωβρίου 1996, το Συμβούλιο υπέβαλε, στην υπόθεση Τ-125/96, ένσταση απαραδέκτου βάσει του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας του ρωτοδικείου.

    22 Με διάταξη της 13ης Ιουνίου 1997, το ρωτοδικείο επέτρεψε, στο πλαίσιο της υποθέσεως Τ-125/96, την παρέμβαση αφενός της Fédération européenne de la santé animale (στο εξής: Fedesa) και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας υπέρ της BI Vetmedica και της Boehringer και αφετέρου του Stichting Kwaliteitsgarantie Vleeskalverensector (στο εξής: SKV) και της Επιτροπής υπέρ του Συμβουλίου. Με διάταξη της ίδιας ημέρας, το ρωτοδικείο επέτρεψε, στο πλαίσιο της υποθέσεως Τ-152/96, την παρέμβαση αφενός της Fedesa υπέρ της BI Vetmedica και της Boehringer και αφετέρου του SKV και του Συμβουλίου υπέρ της Επιτροπής.

    Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    23 Στη σκέψη 57 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως το ρωτοδικείο διαπίστωσε εκ προοιμίου τα εξής:

    «Η προσφυγή μερικής ακυρώσεως του κανονισμού 1312/96 στην υπόθεση Τ-152/96 στηρίζεται ουσιαστικά στην ένσταση ελλείψεως νομιμότητας της οδηγίας 96/22, της οποίας η μερική ακύρωση συνιστά εν μέρει το αντικείμενο της προσφυγής στην υπόθεση Τ-125/96. Επιπλέον, τα επιχειρήματα που διατυπώνουν οι προσφεύγουσες για την αμφισβήτηση της νομιμότητας της εν λόγω οδηγίας είναι ουσιαστικά ταυτόσημα σε αμφότερες τις υποθέσεις.»

    24 Υπό τις συνθήκες αυτές, το ρωτοδικείο έκρινε σκόπιμο, με τη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, να αποφανθεί επί του κοινού σε αμφότερες τις υποθέσεις ζητήματος της νομιμότητας της οδηγίας 96/22, πριν εξετάσει τα άλλα ζητήματα παραδεκτού και ουσίας τα οποία ανέκυπταν σε καθεμία από τις υποθέσεις αυτές.

    25 Το ρωτοδικείο, αφού εξέτασε με τις σκέψεις 59 έως 141 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως το ζήτημα της νομιμότητας της οδηγίας 96/22, κατέληξε, με τη σκέψη 142 της αποφάσεως αυτής, στο συμπέρασμα ότι οι τέσσερις λόγοι ακυρώσεως που προέβαλλαν οι BI Vetmedica και Boehringer για να αποδείξουν την έλλειψη νομιμότητας της οδηγίας 96/22 έπρεπε να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

    26 Κατόπιν αυτού το ρωτοδικείο κατέληξε, με τη σκέψη 143 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η προσφυγή των BI Vetmedica και Boehringer περί μερικής ακυρώσεως της οδηγίας 96/22 στην υπόθεση Τ-125/96 έπρεπε, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί ως αβάσιμη, χωρίς να χρειάζεται να ληφθεί απόφαση επί της ενστάσεως απαραδέκτου την οποία είχε υποβάλει το Συμβούλιο.

    27 Ομοίως, με τη σκέψη 146 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το ρωτοδικείο, αφού υπενθύμισε ότι είχε ήδη διαπιστώσει ότι η οδηγία 96/22 δεν αντιβαίνει σε κανέναν από τους νομικούς κανόνες που επικαλέστηκαν οι BI Vetmedica και Boehringer, έκρινε ότι η αγωγή αποζημιώσεως που είχαν ασκήσει στην υπόθεση T-125/96 και που στηριζόταν στον ισχυρισμό ότι συντρέχει παράβαση των κανόνων αυτών έπρεπε, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί ως αβάσιμη, χωρίς να χρειάζεται να ληφθεί απόφαση επί της ενστάσεως απαραδέκτου που είχε υποβάλει το Συμβούλιο.

    28 Όσον αφορά την προσφυγή ακυρώσεως που άσκησαν στην υπόθεση Τ-152/96 οι BI Vetmedica και Boehringer κατά του κανονισμού 1312/96, το ρωτοδικείο έκρινε κατ' αρχάς, με τις σκέψεις 173 και 175 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι ήταν παραδεκτή.

    29 Επί της ουσίας, το ρωτοδικείο δέχθηκε στη συνέχεια, με τη σκέψη 176 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι οι δύο λόγοι ακυρώσεως που επικαλούνταν οι BI Vetmedica και Boehringer προς στήριξη της προσφυγής τους στηρίζονταν στον ίδιο ισχυρισμό περί ελλείψεως νομιμότητας της οδηγίας 96/22.

    30 Στη συνέχεια το ρωτοδικείο εξέθεσε, στη σκέψη 180 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι οι διάφοροι λόγοι που επικαλούνταν οι BI Vetmedica και Boehringer για να αποδείξουν την έλλειψη νομιμότητας της οδηγίας 96/22 έπρεπε να απορριφθούν και ότι, κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός τους περί ελλείψεως νομιμότητας έπρεπε οπωσδήποτε να απορριφθεί ως αβάσιμος, χωρίς να χρειάζεται να ληφθεί απόφαση επί της ενστάσεως της Επιτροπής και του Συμβουλίου περί απαραδέκτου του εν λόγω ισχυρισμού.

    31 Υπό τις συνθήκες αυτές το ρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 181 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι οι δύο λόγοι ακυρώσεως στους οποίους οι BI Vetmedica και Boehringer στήριζαν την προσφυγή ακυρώσεως του κανονισμού 1312/96 έπρεπε να απορριφθούν και αυτοί ως αβάσιμοι, καθόσον στηρίζονταν στον ισχυρισμό περί ελλείψεως νομιμότητας της οδηγίας 96/22.

    32 Τέλος, με τις σκέψεις 182 έως 197 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το ρωτοδικείο εξέτασε τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, τον οποίο είχαν προβάλει η Fedesa με το υπόμνημα παρεμβάσεως και οι BI Vetmedica και Boehringer με τις απαντήσεις τους στις γραπτές ερωτήσεις του ρωτοδικείου, δηλαδή το ζήτημα κατά πόσον η Επιτροπή, όταν όρισε ότι τα ΑΟΚ ενός κτηνιατρικού φαρμάκου θα ίσχυαν για ορισμένες μόνο ειδικές χρήσεις για θεραπευτικούς σκοπούς, υπερέβη τις εξουσίες που της παρείχε ο κανονισμός 2377/90.

    33 Κατόπιν της εξετάσεως αυτής το ρωτοδικείο κατέληξε, με τη σκέψη 198 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή, προβλέποντας, με τον κανονισμό 1312/96, ότι τα ΑΟΚ που καθορίζονται για την κλενβουτερόλη ισχύουν για ορισμένες μόνο ειδικές θεραπευτικές χρήσεις στα βοοειδή και στα ιπποειδή, υπερέβη τις εξουσίες που της απονέμει ο κανονισμός 2377/90.

    34 Κατά συνέπεια, με τη σκέψη 199 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το ρωτοδικείο έκρινε ότι έπρεπε να ακυρωθεί ο κανονισμός 1312/96, καθόσον ο κανονισμός αυτός ορίζει ότι τα ΑΟΚ που καθορίζει για την κλενβουτερόλη ισχύουν για ορισμένες μόνο ειδικές θεραπευτικές χρήσεις στα βοοειδή και στα ιπποειδή.

    35 Κατόπιν αυτών, το ρωτοδικείο αποφάνθηκε ως εξής:

    «1) Συνεκδικάζει τις υποθέσεις Τ-125/96 και Τ-152/96 προς τον σκοπό εκδόσεως της παρούσας αποφάσεως.

    2) Ακυρώνει τον κανονισμό [...] 1312/96 [...], καθόσον προβλέπει ότι τα ανώτατα όρια καταλοίπων που καθορίζει για την κλενβουτερόλη ισχύουν μόνο για ορισμένες θεραπευτικές χρήσεις στα βοοειδή και στα ιπποειδή.

    3) Απορρίπτει τις προσφυγές και την αγωγή κατά τα λοιπά.

    4) Στην υπόθεση Τ-125/96 καταδικάζει τις προσφεύγουσες και τη Fédération européenne de la santé animale (Fedesa), όσον αφορά την παρέμβασή της, στα δικά τους έξοδα καθώς και στα έξοδα του Συμβουλίου. Το Ηνωμένο Βασίλειο, η Επιτροπή και το Stichting Kwaliteitsgarantie Vleeskalverensector (SKV) θα φέρουν τα έξοδά τους.

    5) Στην υπόθεση Τ-152/96 η Επιτροπή θα φέρει, εκτός από τα δικά της έξοδα, το ήμισυ των εξόδων των προσφευγουσών και της Fedesa, ενώ το άλλο ήμισυ θα βαρύνει τις προσφεύγουσες και τη Fedesa. Το Συμβούλιο και το SKV θα φέρουν τα έξοδά τους.»

    Η αίτηση αναιρέσεως

    36 Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

    - να αποφανθεί επί της ενστάσεως απαραδέκτου που προέβαλε πρωτοδίκως στην υπόθεση Τ-125/96,

    - να ακυρώσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος κατά το οποίο το ρωτοδικείο αποφάνθηκε ότι δεν χρειαζόταν να ληφθεί απόφαση επί της εν λόγω ενστάσεως απαραδέκτου.

    37 ρος στήριξη της αιτήσεώς του, το Συμβούλιο προβάλλει ένα μόνο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος στηρίζεται στον ισχυρισμό ότι το ρωτοδικείο, παραλείποντας να εξετάσει, όπως όφειλε, την ένσταση απαραδέκτου του Συμβουλίου, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. Το Συμβούλιο θεωρεί ότι το ρωτοδικείο, μη αποφαινόμενο κατ' αρχάς, πριν από την εξέταση της ουσίας της υποθέσεως, επί της ενεργητικής νομιμοποιήσεως φυσικού ή νομικού προσώπου για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά οδηγίας, αφενός παρέβη το γράμμα και το πνεύμα του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 230 ΕΚ) και αφετέρου εξέδωσε απόφαση που αντιφάσκει προς τη νομολογία του.

    38 Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

    - να ακυρώσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος κατά το οποίο το ρωτοδικείο αποφάνθηκε ότι δεν χρειαζόταν να ληφθεί απόφαση επί της ενστάσεως απαραδέκτου του Συμβουλίου,

    - να απορρίψει την προσφυγή περί ακυρώσεως στην υπόθεση T-125/96 ως απαράδεκτη.

    39 Το SKV ζητεί από το Δικαστήριο:

    - να αποφανθεί επί της ενστάσεως απαραδέκτου που προέβαλε πρωτοδίκως to Συμβούλιο στην υπόθεση Τ-125/96,

    - να ακυρώσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος κατά το οποίο το ρωτοδικείο αποφάνθηκε ότι δεν χρειαζόταν να ληφθεί απόφαση επί της ενστάσεως απαραδέκτου του Συμβουλίου.

    40 Οι BI Vetmedica και Boehringer ζητούν από το Δικαστήριο:

    - να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη ή, επικουρικά, ως αβάσιμη,

    - να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

    41 ρος στήριξη του αιτήματός τους περί απορρίψεως της αιτήσεως αναιρέσεως ως απαράδεκτης, οι BI Vetmedica και Boehringer επικαλούνται κατ' αρχάς το γεγονός ότι το Συμβούλιο, καθού στην υπόθεση T-125/96, ήταν ο νικήσας διάδικος, πράγμα που του απαγορεύει να ασκήσει αναίρεση κατά της αποφάσεως του ρωτοδικείου δυνάμει του άρθρου 49, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου. Οι BI Vetmedica και Boehringer ισχυρίζονται, δεύτερον, ότι η αίτηση αναιρέσεως δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 225 ΕΚ, του άρθρου 51 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου και του άρθρου 112, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γ_, του Κανονισμού Διαδικασίας, διότι δεν εκθέτει επακριβώς τα βαλλόμενα στοιχεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα επί των οποίων στηρίζεται συγκεκριμένα η αίτηση αυτή.

    42 Η Fedesa ζητεί από το Δικαστήριο:

    - να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως προδήλως απαράδεκτη ή, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμη,

    - να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

    43 Το Ηνωμένο Βασίλειο ζητεί από το Δικαστήριο:

    - να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως.

    Επί του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως

    44 Κατά το άρθρο 49, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου:

    «Κατά των οριστικών αποφάσεων του ρωτοδικείου, καθώς και των αποφάσεων που επιλύουν εν μέρει τη διαφορά ως προς την ουσία ή επιλύουν δικονομικό ζήτημα που αφορά ένσταση αναρμοδιότητας ή απαραδέκτου, μπορεί να ασκηθεί αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου, σε δύο μήνες από την κοινοποίηση της προσβαλλόμενης απόφασης.»

    45 Με την αίτηση αναιρέσεως το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο να ακυρώσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος κατά το οποίο το ρωτοδικείο αποφάνθηκε ότι δεν χρειαζόταν να ληφθεί απόφαση επί της ενστάσεως απαραδέκτου που είχε προβάλει το Συμβούλιο στην υπόθεση T-125/96. Συναφώς το Συμβούλιο μνημονεύει, στο δικόγραφο της αναιρέσεως, τις σκέψεις 143 και 146 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.

    46 Το Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως κατά πόσον το Συμβούλιο βάλλει, με το αίτημα αυτό, κατά αποφάσεως του ρωτοδικείου κατά της οποίας μπορεί να ασκηθεί αναίρεση δυνάμει του άρθρου 49, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου.

    47 Συναφώς επισημαίνεται κατ' αρχάς ότι η οριστική απόφαση του ρωτοδικείου στην υπόθεση T-125/96, υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως, είναι η απόφαση που περιέχεται στο σημείο 3 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως και με την οποία το ρωτοδικείο επέλυσε πλήρως τη διαφορά επί της ουσίας, απορρίπτοντας τις προσφυγές και την αγωγή των BI Vetmedica και Boehringer στην υπόθεση εκείνη.

    48 Το Συμβούλιο δεν προσβάλλει επομένως την οριστική απόφαση του ρωτοδικείου στην υπόθεση T-125/96, με την οποία έγιναν δεκτά τα αιτήματά του.

    49 Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το Συμβούλιο υποστηρίζει, με την αίτηση αναιρέσεως, ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει, αν ληφθούν υπόψη οι σκέψεις 143 και 146, όχι μόνο την προαναφερθείσα οριστική απόφαση, αλλά και μια δεύτερη απόφαση κατά της οποίας μπορεί να ασκηθεί αναίρεση σε σχέση με την υπόθεση T-125/96, και συγκεκριμένα την απόφαση με την οποία το ρωτοδικείο επέλυσε το δικονομικό ζήτημα που αφορούσε την προταθείσα ένσταση απαραδέκτου, υπό την έννοια του άρθρου 49, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου.

    50 Εντούτοις, οι αποφάσεις που επιλύουν δικονομικό ζήτημα που αφορά ένσταση απαραδέκτου, υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως, είναι αποφάσεις που ζημιώνουν τον έναν από τους διαδίκους, διότι δέχονται ή απορρίπτουν αυτή την ένσταση απαραδέκτου. Σε μία περίπτωση, για παράδειγμα, το Δικαστήριο δέχθηκε αίτηση αναιρέσεως που είχε υποβληθεί κατά αποφάσεως του ρωτοδικείου με την οποία είχε απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου που είχε προτείνει ένας διάδικος κατά της προσφυγής, μολονότι το ρωτοδικείο είχε απορρίψει στη συνέχεια, με την ίδια απόφαση, την προσφυγή αυτή ως αβάσιμη (βλ. απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 1999, C-73/97 P, Γαλλία κατά Comafrica κ.λπ., Συλλογή 1999, σ. Ι-185).

    51 Από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση όμως δεν προκύπτει ότι το ρωτοδικείο θέλησε να λάβει απόφαση επί του παραδεκτού της προσφυγής των BI Vetmedica και Boehringer στην υπόθεση T-125/96 πριν την απορρίψει επί της ουσίας. Αντίθετα, από τις σκέψεις 143 και 146 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι το ρωτοδικείο θεώρησε ότι δεν ήταν αναγκαίο να αποφανθεί επί της ενστάσεως απαραδέκτου του Συμβουλίου, διότι τα αιτήματα των BI Vetmedica και Boehringer στην υπόθεση T-125/96 έπρεπε να απορριφθούν οπωσδήποτε επί της ουσίας.

    52 Στο ρωτοδικείο εναπέκειτο να εκτιμήσει, όπως έπραξε, αν, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, ήταν δικαιολογημένη, από άποψη ορθής απονομής της δικαιοσύνης, η επί της ουσίας απόρριψη της προσφυγής στην εν λόγω υπόθεση χωρίς προηγούμενη απόφαση επί της ενστάσεως απαραδέκτου του Συμβουλίου, πράγμα που δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ζημίωσε το Συμβούλιο.

    53 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως του Συμβουλίου δεν στρέφεται κατά αποφάσεως του ρωτοδικείου κατά της οποίας να μπορεί να ασκηθεί αναίρεση δυνάμει του άρθρου 49, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου.

    54 Κατά συνέπεια, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι ισχυρισμοί των BI Vetmedica και Boehringer.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    55 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στη διαδικασία αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 118 του κανονισμού αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι BI Vetmedica και Boehringer ζήτησαν την καταδίκη του Συμβουλίου στα δικαστικά έξοδα και το Συμβούλιο ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα το Συμβούλιο.

    56 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, που έχει επίσης εφαρμογή στη διαδικασία αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 118 του κανονισμού αυτού, τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Επιτροπή πρέπει να φέρουν τα έξοδά τους. Σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο της ίδιας παραγράφου, το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο παρεμβαίνων, ακόμα και όταν δεν είναι κράτος ή κοινοτικό όργανο, θα φέρει τα δικαστικά του έξοδα. Κατ' εφαρμογή της διατάξεως αυτής, πρέπει να αποφασιστεί ότι η Fedesa και το SKV θα φέρουν τα δικά τους έξοδα.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    αποφασίζει:

    1) Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

    2) Καταδικάζει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως στα δικαστικά έξοδα της Boehringer Ingelheim Vetmedica GmbH και της C. H. Boehringer Sohn.

    3) Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η Fédération européenne de la santé animale (Fedesa) και το Stichting Kwaliteitsgarantie Vleeskalverensector (SKV) φέρουν τα έξοδά τους.

    Top