EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62000CC0096

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs της 13ης Δεκεμβρίου 2001.
Rudolf Gabriel.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Oberster Gerichtshof - Αυστρία.
Σύμβαση των Βρυξελλών - Αίτηση ερμηνείας των άρθρων 5, αριθ. 1 και 3, καθώς και 13, πρώτο εδάφιο, αριθ. 3 - Δικαίωμα του καταναλωτή αποδέκτη παραπλανητικής διαφημίσεως να αξιώσει διά της δικαστικής οδού το βραβείο που φέρεται ότι κέρδισε - Νομική υπαγωγή - Συμβατικής φύσεως αξίωση του άρθρου 13, πρώτο εδάφιο, αριθ. 3 - Προϋποθέσεις.
Υπόθεση C-96/00.

Συλλογή της Νομολογίας 2002 I-06367

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2001:690

62000C0096

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs της 13ης Δεκεμβρίου 2001. - Rudolf Gabriel. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Oberster Gerichtshof - Αυστρία. - Σύμβαση των Βρυξελλών - Αίτηση ερμηνείας των άρθρων 5, αριθ. 1 και 3, καθώς και 13, πρώτο εδάφιο, αριθ. 3 - Δικαίωμα του καταναλωτή αποδέκτη παραπλανητικής διαφημίσεως να αξιώσει διά της δικαστικής οδού το βραβείο που φέρεται ότι κέρδισε - Νομική υπαγωγή - Συμβατικής φύσεως αξίωση του άρθρου 13, πρώτο εδάφιο, αριθ. 3 - Προϋποθέσεις. - Υπόθεση C-96/00.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2002 σελίδα I-06367


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


1. Στην παρούσα υπόθεση, το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία) ζητεί τα φώτα του Δικαστηρίου ως προς την ορθή υπαγωγή, υπό το πρίσμα της Συμβάσεως των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις , αγωγής ασκουμένης βάσει εθνικής νομοθεσίας περί προστασίας των καταναλωτών, κατά την οποία ο καταναλωτής, στον οποίον απεστάλη υπόσχεση κέρδους ή άλλη παρόμοια ανακοίνωση είναι διατυπωμένη κατά τρόπον ώστε να του δίνει την εντύπωση ότι κέρδισε ορισμένο βραβείο, μπορεί να απαιτήσει το βραβείο αυτό από την γνωστοποιήσασα επιχείρηση, και ερωτά αν μια τέτοια αγωγή πηγάζει από σύμβαση καταναλωτή κατά το άρθρο 13, πρώτο εδάφιο, αριθ. 3, της Συμβάσεως των Βρυξελλών.

Η Σύμβαση των Βρυξελλών

2. Η Σύμβαση των Βρυξελλών εφαρμόζεται επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων. Με τον τίτλο ΙΙ, καταμερίζει τη διεθνή δικαιοδοσία μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών, σε ορισμένες δε περιπτώσεις ορίζει και το κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο εντός του οικείου συμβαλλομένου κράτους. Δεν αμφισβητείται ότι το αντικείμενο της κύριας δίκης εμπίπτει στο πεδίο των «αστικών και εμπορικών υποθέσεων».

3. Βασικός κανόνας της Συμβάσεως είναι ότι διεθνή δικαιοδοσία έχουν τα δικαστήρια του συμβαλλομένου κράτους όπου κατοικεί ο εναγόμενος (άρθρο 2).

4. Κατ' εξαίρεσιν, όμως, από τον κανόνα αυτόν, άλλα δικαστήρια έχουν αποκλειστική ή συντρέχουσα αρμοδιότητα προς εκδίκαση ορισμένων αγωγών.

5. Το άρθρο 5, αριθ. 1, της Συμβάσεως ορίζει ότι οι αγωγές φέρονται, «ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή». Το άρθρο 5, αριθ. 3, ορίζει ότι οι αγωγές φέρονται, «ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός». Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, η δικαιοδοσία είναι συντρέχουσα και όχι αποκλειστική έναντι εκείνης του άρθρου 2.

6. Το τμήμα 4 του τίτλου ΙΙ της Συμβάσεως, που περιλαμβάνει τα άρθρα 13 έως 15, επιγράφεται «Διεθνής δικαιοδοσία σε συμβάσεις καταναλωτών».

7. Το άρθρο 13, καθ' όσον ενδιαφέρει εδώ, ορίζει:

«Σε συμβάσεις που ο σκοπός τους μπορεί να θεωρηθεί ξένος προς την επαγγελματική δραστηριότητα αυτού που τις καταρτίζει, και που αποκαλείται στη συνέχεια "καταναλωτής", η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος [...]:

1. όταν πρόκειται για πώληση ενσωμάτων κινητών με τμηματική καταβολή του τμήματος, ή

2. όταν πρόκειται για δάνειο με σταδιακή εξόφληση ή για άλλη πιστωτική συναλλαγή συνδεομένη με τη χρηματοδότηση αγοράς ενσωμάτων κινητών, ή

3. για κάθε άλλη σύμβαση που έχει ως αντικείμενο παροχή υπηρεσιών ή προμήθεια ενσωμάτων κινητών αν:

α) πριν από την κατάρτιση της συμβάσεως, έγινε στο κράτος της κατοικίας του καταναλωτή ειδική προσφορά ή διαφήμιση, και

β) ο καταναλωτής ολοκλήρωσε στο κράτος αυτό τις απαραίτητες για την κατάρτιση της συμβάσεως πράξεις.

[...]»

8. Από τα κατατεθέντα στο Δικαστήριο έγγραφα προκύπτει ότι ο Gabriel, αιτών της κύριας δίκης, ενεργεί ως καταναλωτής κατά την έννοια του άρθρου 13.

9. Το άρθρο 14 ορίζει ότι «η αγωγή καταναλωτή κατά του αντισυμβαλλόμενου μπορεί να ασκηθεί είτε ενώπιον των δικαστηρίων του συμβαλλόμενου κράτους στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο αντισυμβαλλόμενος, είτε ενώπιον των δικαστηρίων του συμβαλλόμενου κράτους στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο καταναλωτής».

10. Το άρθρο 15 ορίζει ότι παρέκκλιση από τις διατάξεις του τμήματος 4 χωρεί μόνο με συμφωνία, η οποία πρέπει να τηρεί ορισμένες προϋποθέσεις. Στην παρούσα υπόθεση, δεν υποστηρίχτηκε ότι υπήρξε τέτοια συμφωνία.

Η οικεία εθνική νομοθεσία

11. Το άρθρο 5j του αυστριακού νόμου περί προστασίας των καταναλωτών προσετέθη στον νόμο αυτόν με τον αυστριακό νόμο περί των εξ αποστάσεως πωλήσεων, διά του οποίου μετεφέρθη στο εσωτερικό δίκαιο η οδηγία 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μα_ου 1997, για την προστασία των καταναλωτών κατά τις εξ αποστάσεως συμβάσεις .

12. Το άρθρο 5j έχει ως εξής:

«Επιχειρήσεις, οι οποίες αποστέλλουν σε συγκεκριμένο καταναλωτή υποσχέσεις κέρδους (Gewinnzusagen) ή άλλα παρόμοια μηνύματα που, ως εκ της μορφής τους, δημιουργούν την εντύπωση ότι ο καταναλωτής έχει κερδίσει ορισμένο βραβείο, οφείλουν να παράσχουν στον καταναλωτή το εν λόγω βραβείο· αυτό μπορεί να απαιτηθεί και δικαστικώς».

13. Όπως προκύπτει από την παραπεμπτική διάταξη, σκοπός της διατάξεως αυτής ήταν να άρει τα εμπόδια τα οποία παρενέβαλλε το αστικό δίκαιο κατά του εναγώγιμου τέτοιων υποσχέσεων. Θεωρήθηκε ότι οι λόγοι για τους οποίους ο νομοθέτης είχε καταστήσει ορισμένες απαιτήσεις μη εναγώγιμες δεν έπρεπε να παρέχουν στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να συμπεριφέρονται ασυνείδητα στις εμπορικές τους συναλλαγές με καταναλωτές και να μη τηρούν τις υποσχέσεις τις οποίες δίδουν. Ειδικότερα, ενώ αναγνωρίστηκε ότι οφειλές εκ τυχηρών παιγνίων δεν έπρεπε να είναι εναγώγιμες, διότι η έννομη τάξη δεν έχει συμφέρον να προστατεύει συμβάσεις που συχνά διαπνέονται από «απερισκεψία και παρόρμηση», θεωρήθηκε ότι δεν έπρεπε να πρυτανεύσει η ίδια θεώρηση στην περίπτωση επιχειρήσεως, η οποία υπόσχεται βραβεία σε καταναλωτές στους οποίους απευθύνεται ονομαστικώς.

ραγματικά περιστατικά και η κύρια δίκη

14. Κατά την παραπεμπτική διάταξη, ο Gabriel, κάτοικος Αυστρίας, ισχυρίζεται ότι το 1999 έλαβε επιστολή την οποία του απηύθυνε ονομαστικά η Schlank & Schick, εταιρία πωλήσεων δι' αλληλογραφίας με έδρα τη Γερμανία, η οποία επιστολή του έδινε την εντύπωση ότι, κατόπιν κληρώσεως, «τον περίμενε» ποσό 49 700 αυστριακών σελινιών (ATS) και ότι αρκούσε να το απαιτήσει και να παραγγείλει εμπορεύματα ελαχίστης αξίας. Μόνο στους «κανόνες», που ανεγράφοντο με σχετικά μικρούς χαρακτήρες στην οπίσθια όψη του «Αριθμημένου πιστοποιητικού εγγυήσεως καταβολής του βραβείου» αναφερόταν ότι η γνωστοποίηση του βραβείου δεν ήταν δεσμευτική. Οι κανόνες αυτοί ανέφεραν ότι το ποσό του χορηγητέου βραβείου εξηρτάτο από τη διακριτική ευχέρεια της οργανώτριας εταιρίας και ότι απεκλείετο προσφυγή στη δικαιοσύνη. Ο Gabriel υποστηρίζει ότι δεν χωρεί αμφιβολία για τον παραπλανητικό χαρακτήρα αυτής της υποσχέσεως κέρδους. Κάθε «εχέφρων καταναλωτής» θα συνεπέραινε ότι είχε ήδη κερδίσει το βραβείο.

15. Από τα κατατεθέντα ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφα προκύπτουν και άλλες λεπτομέρειες σχετικά με τη συναλλαγή από την οποία πηγάζει η αξίωση του Gabriel. Τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 1999, η Schlank & Schick του έστειλε δύο ονομαστικές επιστολές που περιείχαν κατάλογο ειδών πωλουμένων δι' αλληλογραφίας και ένα δελτίο παραγγελίας. Οι επιστολές ανέφεραν ότι, κατόπιν κληρώσεως, είχε κερδίσει βραβείο 49 700 ATS, που θα του καταβαλλόταν αν το απαιτούσε και αν παρήγγελλε εμπορεύματα ελαχίστης αξίας 200 ATS· τότε θα του απεστέλλετο επιταγή με το ποσό του βραβείου. Ο Gabriel περαιτέρω έλαβε ονομαστικές επιστολές που τον ερωτούσαν γιατί δεν είχε απαιτήσει το βραβείο του, ανεφέροντο στο «δικαίωμά» του να το λάβει κατά 100 % και περιελάμβαναν φωτοαντίγραφο «εξοφλητικής αποδείξεως» επ' ονόματί του ύψους 49 700 ATS. εραιτέρω ονομαστικές επιστολές από την «European Credit» επιγραφόμενες «Επίσημη επιβεβαίωση πληρωμής» διαβεβαίωναν ότι το ποσό των 49 700 ATS «περίμενε» τον Gabriel και περιελάμβαναν αντίγραφα της ίδιας «αποδείξεως». Οι επιστολές περιελάμβαναν επίσης ομοίωμα αριθμημένου βιβλιαρίου καταθέσεων εκδοθέντος από την European Credit, που εμφάνιζε ως κάτοχο τον Gabriel και πιστωτικό υπόλοιπο 49 700 ATS.

16. Επ' ακροατηρίου, ο δικηγόρος του Gabriel αρνήθηκε ότι στην αλληλογραφία περιλαμβανόταν - όπως ανέφερε η παραπεμπτική διάταξη - η

δήλωση ότι το ύψος του βραβείου που θα απονεμόταν εξηρτάτο από τη διακριτική ευχέρεια της οργανώτριας εταιρίας. Αντ' αυτού, στην οπίσθια όψη των «εξοφλητικών αποδείξεων» αναγραφόταν η πληροφορία ότι τα χρηματικά βραβεία μπορούσαν να υποδιαιρεθούν σε δόσεις, των οποίων το ύψος θα εξηρτάτο από τον αριθμό των απαντήσεων. Αυτό, πράγματι, φαίνεται να προκύπτει από τα συνημμένα στις γραπτές παρατηρήσεις του Gabriel έγγραφα, καίτοι το ζήτημα δεν είναι αδιαμφισβήτητο. Είναι πάντως σαφές από την παραπεμπτική διάταξη ότι το εθνικό δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να θεωρήσει ως δεδομένο ότι η Schlank & Schick έδωσε την εντύπωση ότι ο Gabriel είχε κερδίσει συγκεκριμένο βραβείο κατά την έννοια του άρθρου 5j του νόμου περί προστασίας των καταναλωτών.

17. Ο Gabriel συμπλήρωσε και επέστρεψε τα δύο δελτία παραγγελίας με συνημμένη επιστολή, το πρώτο για εμπορεύματα αξίας 79 ATS και το δεύτερο για εμπορεύματα αξίας 249 ATS. Η Schlank & Schick απέστειλε τα παραγγελθέντα εμπορεύματα, μαζί με ένα τιμολόγιο που περιλάμβανε το τίμημα και το παρεπόμενο κόστος της αποστολής, συσκευασίας και ασφαλίσεως· επιταγή με το ποσό του βραβείου ουδέποτε απεστάλη.

18. Ο Gabriel προτίθεται να απαιτήσει το βραβείο από την Schlank & Schick. Το εθνικό δικαστήριο αναφέρει ότι έχει ήδη ετοιμάσει αγωγή με την οποία ζητεί να υποχρεωθεί η Schlank & Schick να του καταβάλει 49 700 ATS, συν τόκους και δικαστικά έξοδα, βάσει του άρθρου 5j του νόμου περί προστασίας των καταναλωτών.

Το προδικαστικό ερώτημα

19. Κατά το άρθρο 28, πρώτο εδάφιο, αριθ. 1, του αυστριακού νόμου περί της καθ' ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητας των τακτικών δικαστηρίων σε αστικές υποθέσεις , όταν αφενός μεν η Αυστρία έχει διεθνή δικαιοδοσία κατ' εφαρμογήν διεθνούς συμβάσεως, αφετέρου δε το κατά τόπον αρμόδιο αυστριακό δικαστήριο δεν προκύπτει ούτε από τον εν λόγω νόμο ούτε από καμμία άλλη διάταξη, το κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο ορίζεται μεταξύ των πολιτικών δικαστηρίων από το Oberster Gerichtshof.

20. Φαίνεται ότι οι αυστριακές διατάξεις περί αρμοδιότητας δεν ορίζουν ποιο δικαστήριο είναι αρμόδιο να κρίνει αγωγή ασκούμενη βάσει του άρθρου 5j του νόμου περί προστασίας των καταναλωτών. Επομένως, το αν το Oberster Gerichtshof θα χρειαστεί να ορίσει το κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο προς εκδίκαση μιας τέτοιας αγωγής θα εξαρτηθεί από το αν αυτό το κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο προκύπτει από «άλλη διάταξη», που μπορεί να ανευρίσκεται και στη Σύμβαση των Βρυξελλών.

21. Αν αληθεύει ότι μια αγωγή κατά το άρθρο 5j εμπίπτει στις «διαφορές εκ συμβάσεως», κατά την έννοια του άρθρου 5, αριθ. 1, της Συμβάσεως, ή στις «ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας», κατά την έννοια του άρθρου 5, αριθ. 3, τότε η Σύμβαση απονέμει αρμοδιότητα στο «δικαστήριο του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή» ή στο «δικαστήριο του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός». Ενώ το άρθρο 2 της Συμβάσεως, θέτοντας τον γενικό κανόνα ότι δικαιοδοσία έχουν τα δικαστήρια του συμβαλλομένου κράτους της κατοικίας του εναγομένου, αφήνει στους κανόνες καθενός από τα συμβαλλόμενα κράτη να ορίσουν ποιο δικαστήριό του είναι αρμόδιο προς εκδίκαση συγκεκριμένης διαφοράς, γίνεται δεκτό ότι το άρθρο 5, αριθ. 1 και 3, απονέμει κατά τόπον αρμοδιότητα σε ορισμένο δικαστήριο εντός του συμβαλλομένου κράτους. Επομένως, αν στην παρούσα υπόθεση έχει εφαρμογή το άρθρο 5, αριθ. 1, ή το άρθρο 5, αριθ. 3, το Oberster Gerichtshof δε θα χρειαστεί να ορίσει κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο.

22. Αν, αντιθέτως, αληθεύει ότι μια αγωγή κατά το άρθρο 5j αφορά «συμβάσεις καταναλωτή», κατά την έννοια του άρθρου 13 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, η Σύμβαση των Βρυξελλών απλώς απονέμει δικαιοδοσία στα δικαστήρια της Αυστρίας χωρίς να τα προσδιορίζει ειδικότερα, οπότε το κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο θα χρειαστεί να οριστεί από το Oberster Gerichtshof.

23. Ο Gabriel ζήτησε από το Oberster Gerichtshof να ορίσει το κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο προς εκδίκαση της αγωγής του. Το Oberster Gerichtshof, αμφιβάλλοντας για την ορθή υπαγωγή της αγωγής υπό το πρίσμα της Συμβάσεως των Βρυξελλών και, άρα, αμφιβάλλοντας αν πρέπει αυτό να ορίσει το κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο, υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αποτελεί η αξίωση που παρέχει στους καταναλωτές το άρθρο 5j του αυστριακού Konsumentenschutzgesetz (νόμου περί προστασίας των καταναλωτών), (KSchG), BGBl 1979, σ. 140, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1, παράγραφος 2, του αυστριακού Fernabsatz-Gesetz (νόμου περί των εξ αποστάσεως πωλήσεων) BGBl Ι 1999 σ. 185, να μπορούν δηλαδή να απαιτούν δικαστικώς από τους επιχειρηματίες το βραβείο που φαινομενικά κέρδισαν, οσάκις οι τελευταίοι αποστέλλουν (απέστειλαν) υπόσχεση κέρδους ή άλλα παρόμοια μηνύματα σε συγκεκριμένο καταναλωτή και δημιουργούν (δημιούργησαν) την εντύπωση, ως εκ της μορφής τους, ότι ο καταναλωτής κέρδισε ορισμένο βραβείο,

1) συμβατική αξίωση κατά το άρθρο 13, πρώτο εδάφιο, αριθ. 3,

ή

2) συμβατική αξίωση κατά το άρθρο 5, αριθ. 1,

ή

3) αξίωση εξ αδικοπραξίας κατά το άρθρο 5, αριθ. 3,

της Συμβάσεως των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, της 27ης Σεπτεμβρίου 1968;»

24. Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν ο R. Gabriel, η Αυστριακή και η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή. Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση παρέστησαν ο Gabriel και η Επιτροπή.

Ως προς το παραδεκτόν

25. Ο Gabriel και η Αυστριακή Κυβέρνηση μνημονεύουν - χωρίς όμως και να τις υποστηρίζουν - πιθανές ενστάσεις κατά του παραδεκτού της παραπομπής.

26. Ο Gabriel αναφέρεται στην προϋπόθεση , για να μπορεί εθνικό δικαστήριο να ζητήσει από το Δικαστήριο προδικαστική απόφαση ως προς την ερμηνεία της Συμβάσεως των Βρυξελλών, να «εκκρεμεί» η υπόθεση ενώπιόν του. Ενδέχεται να ανακύψει το ζήτημα αν, στην παρούσα υπόθεση, είναι ακριβές ότι η κύρια αγωγή «εκκρεμεί» ενώπιον του Oberster Gerichtshof. Ο Gabriel ισχυρίζεται όμως ότι η εθνική διαδικασία προσδιορισμού κατά τόπον αρμοδίου δικαστηρίου δύναται να κινηθεί μόνον εφόσον υφίσταται συγκεκριμένη διαφορά. Άρα, η αγωγή εκκρεμεί και η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

27. Η Αυστριακή Κυβέρνηση επισημαίνει ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, για να υποβάλλεται παραδεκτώς μια αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, πρέπει η απόφαση αυτή να σκοπεί στην επίλυση νομικού ζητήματος ανακύψαντος στο πλαίσιο της συγκεκριμένης υποθέσεως που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου . Κατά το αυστριακό δίκαιο, διαδικασία ορισμού του κατά τόπον αρμοδίου δικαστηρίου είναι δυνατόν να κινηθεί μόνον αν έχει ασκηθεί ή πρόκειται να ασκηθεί αγωγή. Συνεπώς, δεν χωρεί αμφιβολία ότι το παραπεμπόμεν στην παρούσα υπόθεση ερώτημα είναι παραδεκτά.

28. Κατά την άποψή μου, η υπό κρίση προδικαστική παραπομπή είναι σαφώς παραδεκτή. Το άρθρο 3 του ρωτοκόλλου ορίζει ότι, αν θέμα ερμηνείας της Συμβάσεως ανακύψει στο πλαίσιο υποθέσεως που εκκρεμεί ενώπιον δικαστηρίου συμβαλλομένου κράτους, το δικαστήριο αυτό, εφόσον κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του αποφάσεως, υποχρεούται ή δύναται να ζητήσει από το Δικαστήριο να αποφανθεί σχετικά. Δεν θεωρώ ότι, για να είναι η προδικαστική παραπομπή παραδεκτή, πρέπει πάντοτε να εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου η κύρια αγωγή. Ειδικότερα, αν εκκρεμεί ενώπιον εθνικού δικαστηρίου αίτηση ορισμού του αρμοδίου προς εκδίκαση της υποθέσεως δικαστηρίου, η προδικαστική παραπομπή μπορεί να γίνει. Στην παρούσα υπόθεση, ο Gabriel υπέβαλε στο Oberster Gerichtshof αίτηση για να ορίσει το κατά τόπον αρμόδιο για την αγωγή του δικαστήριο. Για τους προεκτεθέντες λόγους, το εν λόγω δικαστήριο θεωρεί ότι, για να μπορέσει να κρίνει την αίτηση, του είναι αναγκαία απόφαση επί του ζητήματος. Επομένως, οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του ρωτοκόλλου συντρέχουν πλήρως.

Επί της ουσίας

29. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν αγωγή κατά το άρθρο 5j του αυστριακού νόμου περί προστασίας των καταναλωτών αφορά «σύμβαση [...] που έχει ως αντικείμενο [...] προμήθεια ενσωμάτων κινητών» κατά την έννοια του άρθρου 13, πρώτο εδάφιο, αριθ. 3, της Συμβάσεως των Βρυξελλών.

30. Η στηριζόμενη στο άρθρο 5j έννομη αξίωση μπορεί να ανακύψει υπό διάφορες περιστάσεις και δεν θεωρώ σκόπιμο, στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως, να διατυπωθεί γενική αρχή ισχύουσα για κάθε τέτοια αξίωση. Αντιλαμβάνομαι, επομένως, το ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου υπό την έννοια ότι αφορά αγωγή εκ του άρθρου 5j, στην περίπτωση κατά την οποία: 1ον, επιχείρηση που πωλεί εμπορεύματα δι' αλληλογραφίας έδωσε, με ονομαστική επιστολή της, στον καταναλωτή την εντύπωση ότι είχε κερδίσει βραβείο, το οποίο θα του καταβαλλόταν μόλις παρελάμβανε παραγγελία εμπορευμάτων ορισμένης αξίας· 2ον, ο καταναλωτής συνήψε τέτοια παραγγελία· και, 3ον, τα παραγγελθέντα εμπορεύματα παραδόθηκαν.

31. Το άρθρο 13, πρώτο εδάφιο, αριθ. 3, - υπενθυμίζω - προϋποθέτει, πρώτον, ότι η αγωγή αφορά σύμβαση έχουσα ως αντικείμενο παροχή υπηρεσιών ή προμήθεια ενσωμάτων κινητών, δεύτερον, ότι «πριν από την κατάρτιση της συμβάσεως, έγινε στο κράτος της κατοικίας του καταναλωτή ειδική προσφορά ή διαφήμιση» και, τρίτον, ότι «ο καταναλωτής ολοκλήρωσε στο κράτος αυτό τις απαραίτητες για την κατάρτιση της συμβάσεως πράξεις». Σκοπός της δεύτερης και της τρίτης των προϋποθέσεων, που πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς, είναι να εξασφαλίζεται αρκούντως ισχυρή σύνδεση μεταξύ της συμβάσεως και της χώρας κατοικίας του καταναλωτή .

32. Η διάταξη αυτή φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, να είναι «φτιαγμένη» για την περίπτωση του Gabriel. Η Schlank & Schick του έστειλε, στο κράτος της κατοικίας του, πρόσκληση που ανέφερε ότι, αν παρήγγελλε εμπορεύματα ορισμένης αξίας, θα λάμβανε 49 700 ATS, ο δε Gabriel προέβη, στο κράτος αυτό, στις αναγκαίες για τη σύναψη της συμβάσεως αυτής ενέργειες, παραγγέλλοντας εμπορεύματα της οριζομένης αξίας. Αυτή είναι ουσιαστικά η άποψη τόσο του Gabriel όσο και της Αυστριακής Κυβερνήσεως: αμφότεροι ισχυρίζονται, κατ' ουσίαν, ότι οι ετέρωθεν παροχές του Gabriel (παραγγελία εμπορευμάτων) και της Schlank & Schick (υπόσχεση καταβολής 49 700 ATS) πρέπει να θεωρηθούν ως αναπόσπαστο σύνολο και ότι, εφόσον σαφώς πληρούνται και οι λοιπές προϋποποθέσεις του άρθρου 13, πρώτο εδάφιο, αριθ. 3, η διάταξη αυτή ισχύει.

33. Η Γερμανική Κυβέρνηση, αντιθέτως, ισχυρίζεται ότι το άρθρο 13 προϋποθέτει ότι αξίωση πρέπει να στηρίζεται σε ήδη συναφθείσα σύμβαση («συμβάσεις [...] αυτού που τις καταρτίζει»). Το δε άρθρο 5j δημιουργεί νομική ευθύνη στηριζόμενη στην εξωτερική εντύπωση, ασχέτως του αν συνήφθη ή όχι σύμβαση. Επομένως, - συμπεραίνει - οι προβαλλόμενες βάσει τις διατάξεως αυτής αξιώσεις δεν εμπίπτουν στο άρθρο 13. Διαφορετικά, το άρθρο 13 θα ερμηνευόταν ευρύτερα από τη βούληση των συμβληθέντων κρατών. Επειδή, όμως, το άρθρο 13 αποτελεί εξαίρεση του κανόνα ότι δικαιοδοσία έχουν τα δικαστήρια του κράτους της κατοικίας του εναγομένου, πρέπει να ερμηνεύεται στενά και δεν επιδέχεται αναλογική εφαρμογή .

34. Η Επιτροπή, παρομοίως, ισχυρίζεται ότι το εφαρμοστέον ή μη του άρθρου 13 εξαρτάται από το αν η ονομαστική επιστολή της Schlank & Schick συγκέντρωνε τις προϋποθέσεις προτάσεως προς σύναψη συμβάσεως ή αν αποτελούσε απλώς πρόσκληση προς διαπραγμάτευση. Μόνον αν θεωρηθεί πρόταση προς σύναψη συμβάσεως, την οποία ο Gabriel αποδέχθηκε, το άρθρο 13, πρώτο εδάφιο, αριθ. 3, έχει εφαρμογή.

35. Συμφωνώ με τον Gabriel και την Αυστριακή Κυβέρνηση ότι αγωγή ασκούμενη από καταναλωτή βάσει του άρθρου 5j του νόμου περί προστασίας των καταναλωτών υπό περιστάσεις όπως αυτές της παρούσας υποθέσεως αφορά «σύμβαση» κατά την έννοια του άρθρου 13, πρώτο εδάφιο, αριθ. 3, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, για τον απλό λόγο ότι η έννομη αξίωση συνδέεται στενά με την υποκείμενη σύμβαση. Με την αγωγή του ο Gabriel επιδιώκει να του καταβληθεί υπεσχημένο βραβείο. Επειδή δε, πρώτον, ρητή προϋπόθεση για την απονομή του βραβείου ήταν να συνάψει παραγγελία και, δεύτερον, η παραγγελία αυτή συνήφθη όντως και εξετελέσθη, είναι αναμφισβήτητο ότι η αγωγή αφορά σύμβαση.

36. Η άποψη αυτή βρίσκει έρεισμα στη νομολογία του Δικαστηρίου τη σχετική τόσο με το άρθρο 13 όσο και με το άρθρο 5, αριθ. 1.

37. Το Δικαστήριο έχει παράσχει ορισμένα στοιχεία ως προς την έννοια της συμβάσεως κατά το άρθρο 5, αριθ. 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, το οποίο εφαρμόζεται επί «διαφορών εκ συμβάσεως». Τα στοιχεία αυτά μπορούν να βοηθήσουν να προσδιοριστεί τί σημαίνει σύμβαση καταρτιζόμενη από καταναλωτή κατά την έννοια του άρθρου 13 (καίτοι, εάν ισχύει το άρθρο 13, είναι σαφές από τη διάρθρωση της Συμβάσεως των Βρυξελλών και από το γράμμα των άρθρων 13 έως 15 ότι η δικαιοδοσία ορίζεται μόνον από το άρθρο 14 και όχι από το άρθρο 5, αριθ. 1).

38. Η έκφραση «διαφορές εκ συμβάσεως» - όπως και πολλοί άλλοι χρησιμοποιούμενοι στη Σύμβαση των Βρυξελλών όροι - έχει αυτόνομη έννοια που πρέπει να ερμηνεύεται με αναφορά κυρίως στο σύστημα και τους σκοπούς της Συμβάσεως των Βρυξελλών, ώστε να εξασφαλίζεται η πλήρης αποτελεσματικότητά της .

39. Κατά την ερμηνεία της εκφράσεως «διαφορές εκ συμβάσεως», το Δικαστήριο ακολούθησε ειδικότερα τους εκτιθέμενους κατωτέρω σκοπούς της Συμβάσεως των Βρυξελλών.

40. ρώτον, το Δικαστήριο τόνισε ότι η Σύμβαση των Βρυξελλών έχει ως βασικό σκοπό την ενίσχυση της έννομης προστασίας των εντός της Κοινότητος εγκατεστημένων προσώπων. ρός τόν σκοπό αυτό θεσπίζει σύνολο κανόνων, με τους οποίους επιδιώκεται να αποφευχθεί η ταυτόχρονη σώρευση εκκρεμών δικών εντός δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών, και που καθιστούν δυνατό, πρός το συμφέρον της ασφαλείας δικαίου και των διαδίκων, τον καθορισμό του εθνικού δικαστηρίου το οποίο είναι το πλέον αρμόδιο κατά τόπον για να εκδικάσει διαφορά .

41. Ειδικότερα, ένας από τους σκοπούς της Συμβάσεως των Βρυξελλών είναι να αποφεύγονται, κατά το μέτρο του δυνατού, καταστάσεις στις οποίες πλείονα δικαστήρια είναι αρμόδια για μία και την αυτή σύμβαση .

42. Εξ άλλου, ο σκοπός της ενισχύσεως της έννομης προστασίας των εγκατεστημένων στην Κοινότητα προσώπων απαιτεί περαιτέρω οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που αποκλίνουν από τη γενική αρχή της Συμβάσεως των Βρυξελλών να ερμηνεύονται κατά τρόπο που να παρέχουν στον επιμελή εναγόμενο τη δυνατότητα να προβλέψει ορθώς ενώπιον τίνος δικαστηρίου, εκτός εκείνου του κράτους της κατοικίας του, ενδέχεται να εναχθεί .

43. Η αρχή ότι πρέπει να συνεκτιμώνται το σύστημα και οι σκοποί της Συμβάσεως των Βρυξελλών και η ανάγκη εξασφαλίσεως πλήρους αποτελεσματικότητας αυτής επιβάλλει επίσης, όταν η έννοια της «συμβάσεως» ερμηνεύεται στο πλαίσιο του άρθρου 13, να λαμβάνονται υπόψη και οι ειδικοί σκοποί αυτής της διατάξεως.

44. Κύριος σκοπός του τμήματος 4 του τίτλου ΙΙ της Συμβάσεως των Βρυξελλών, το οποίο περιλαμβάνει το άρθρο 13, είναι η προστασία του ασθενεστέρου συμβαλλομένου, ήτοι του καταναλωτή. Το Δικαστήριο έχει δεχθεί χωρίς αμφισημία ότι «το ειδικό σύστημα που καθιέρωσαν τα άρθρα 13 επ. της Συμβάσεως των Βρυξελλών διαπνέεται από τη μέριμνα προστασίας του καταναλωτή λόγω της ιδιότητάς του ως συμβαλλομένου ο οποίος λογίζεται ως οικονομικώς ασθενέστερος και νομικώς ως διαθέτων λιγότερη πείρα από τον αντισυμβαλλόμενό του, οπότε δεν πρέπει να αποθαρρύνεται να ασκήσει αγωγή υποχρεούμενος να το πράξει ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο αντισυμβαλλόμενός του» .

45. Επομένως, πρέπει να αποκρουσθεί η τεχνική ή γραμματική ερμηνεία της έννοιας της «συμβάσεως καταναλωτή», αν αντιστρατεύεται τον σκοπό της προστασίας του ασθενεστέρου των συμβαλλομένων.

46. Και τούτο παρ' όλον ότι το άρθρο 13 αποτελεί εξαίρεση του γενικού κανόνα ότι δικαιοδοσία έχουν τα δικαστήρια του κράτους της κατοικίας του εναγομένου. Δεν δέχομαι το επιχείρημα της Γερμανικής Κυβερνήσεως ότι, επειδή το άρθρο 13 αποτελεί εξαίρεση του κανόνα, πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Η στενή ερμηνεία μιας παρεκκλίσεως είναι ενίοτε δικαιολογημένη: π.χ., παρέκκλιση από θεμελιώδες δικαίωμα πρέπει άνευ ετέρου να ερμηνεύεται στενά. Η στάση όμως αυτή δεν πρέπει, κατά την άποψή μου, να γενικευθεί σε όλες τις περιπτώσεις εξαιρέσεως. Μια νομοθετική εξαίρεση πρέπει, όπως και κάθε άλλη νομοθετική διάταξη, να ερμηνεύεται προσηκόντως, με γνώμονα τον σκοπό και το γράμμα της, καθώς και το γενικό διάγραμμα και το αντικείμενο του νομοθετήματος του οποίου αποτελεί μέρος.

47. άντως, και αν ακόμη υποστηρίζει κάποιος ότι οι εξαιρέσεις γενικών κανόνων πρέπει κατ' ανάγκην να ερμηνεύονται στενά, δεν θεωρώ ότι η θεώρηση αυτή οδηγεί στην ερμηνεία την οποία ευνοεί η Γερμανική Κυβέρνηση. Συμφωνώ απολύτως με την εξήγηση την οποία έδωσε ο γενικός εισαγγελέας Reischl στην υπόθεση Effer στο πλαίσιο του άρθρου 5, αριθ. 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών: «Ακόμη και αν πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 5, περίπτωση 1, αποτελεί εξαίρεση στον γενικό κανόνα του άρθρου 2 — αρμοδιότης των δικαστηρίων της κατοικίας του εναγομένου — και κατά συνέπεια δεν πρέπει να αναζητείται έρεισμα στην διασταλτική ερμηνεία της πρώτης διατάξεως, παρόμοιες σκέψεις κατ’ ουδένα λόγο πρέπει να οδηγήσουν σε ερμηνεία που θα επέτρεπε πρακτικά, να στερηθεί αποτελέσματος μία διάταξη που εισάγει εξαίρεση» .

48. Στην παρούσα υπόθεση, αν το άρθρο 13 κρινόταν ανεφάρμοστο διότι, κατόπιν αναλύσεως βάσει των κοινών αρχών περί συμβάσεων, υπήρχε το ενδεχόμενο η επιστολή της Schlank & Schick στον Gabriel να αποτελεί, από τεχνική άποψη, πρόσκληση προς διαπραγμάτευση και όχι πρόταση προς σύναψη συμβάσεως, και, άρα, να μην είναι δεκτική αποδοχής καταλήγουσας σε σύμβαση, επιχειρήσεις όπως η Schlank & Schick θα μπορούσαν, «παίζοντας» επιτηδείως με τη μορφή των επιστολών τους, να εξασφαλίζουν ότι ο καταναλωτής δεν θα μπορεί να ασκήσει αγωγή βάσει της εθνικής νομοθεσίας περί προστασίας των καταναλωτών εντός του κράτους της κατοικίας του, όπως προβλέπουν οι περί προστασίας των καταναλωτών διατάξεις της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα αντιστρατευόταν κατάφωρα τον σκοπό αυτών των διατάξεων.

49. Ας σημειωθεί ότι, σύμφωνα με την Αυστριακή Κυβέρνηση, η προσφορά βραβείων που θα δοθούν όταν παραγγελθούν εμπορεύματα - όπως η επίδικη στην κύρια δίκη - παρουσιάζεται με αύξουσα συχνότητα στην Αυστρία και εμφανίζεται υπό ποικίλες μορφές. Η Αυστριακή Κυβέρνηση καταλήγει ότι δυσχερώς, επομένως, μπορούν να εφαρμοσθούν γενικές αρχές σε όλα τα σχήματα αυτού του είδους.

50. Επί πλέον, ο αποκλεισμός του άρθρου 13 θα αντέβαινε και προς έναν άλλο προαναφερθέντα σκοπό της Συμβάσεως των Βρυξελλών, που είναι η αποφυγή των πολλαπλών κριτηρίων δικαιοδοσίας. Στην υπόθεση Peters, το Δικαστήριο ανέφερε ότι «ενδείκνυται, επομένως, να ερμηνεύονται οι διατάξεις της Συμβάσεως κατά τέτοιο τρόπο ώστε το επιλαμβανόμενο δικαστήριο να μην υποχρεούται να κηρύσσεται αρμόδιο να αποφανθεί επί ορισμένων αιτημάτων, αλλά αναρμόδιο για ορισμένα άλλα αιτήματα, πολύ συναφή ωστόσο. Ο σεβασμός των στόχων και του πνεύματος της Συμβάσεως απαιτεί, εξ άλλου, μια ερμηνεία του άρθρου 5 που να επιτρέπει στον εθνικό δικαστή να αποφαίνεται επί της ιδίας αρμοδιότητάς του χωρίς να υποχρεούται να προβαίνει σε έρευνα της υποθέσεως κατ’ ουσίαν» . εριττόν να λεχθεί ότι η τελευταία πρόταση ισχύει εξ ίσου και ως προς την ερμηνεία του άρθρου 13.

51. Επίσης συμφωνώ με τον γενικό εισαγγελέα Darmon, που, στην υπόθεση Shearson Lehman Hutton είπε ότι ο πολλαπλασιασμός των κριτηρίων δικαιοδοσίας μπορεί να επιφέρει δυσμενέστατα αποτελέσματα στην περίπτωση των καταναλωτών.

52. Το πλαίσιο της υποθέσεως Peters ήταν παρόμοιο με το της παρούσας υποθέσεως κατά το ότι δεν ενέπιπτε ακριβώς στην «κλασική» αντίληψη περί συμβάσεως: η αγωγή αφορούσε την υποχρέωση μέλους σωματείου, δυνάμει του καταστατικού του, να καταβάλλει χρηματικό ποσό και δεν ήταν απολύτως σαφές αν η υποχρέωση ανέκυπτε απλώς από την πράξη της εγγραφής μέλους ή αν ήταν αποτέλεσμα της πράξεως αυτής σε συνδυασμό προς απόφαση οργάνου του σωματείου.

53. Το Δικαστήριο, αναφερόμενο στους προαναφερθέντες σκοπούς της Συμβάσεως των Βρυξελλών, έκρινε, πρώτον, ότι, εφόσον η εγγραφή σε σωματείο δημιουργεί μεταξύ των μελών του στενές σχέσεις της ίδιας φύσεως με τις δημιουργούμενες μεταξύ των συμβαλλομένων μερών μιας συμβάσεως, οι διαφορές αυτές του μέλους πρέπει να θεωρούνται ως «διαφορές εκ συμβάσεως» κατά την έννοια του άρθρου 5, αριθ. 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, και, δεύτερον, ότι το αν η υποχρέωση απέρρεε απευθείας από την πράξη εγγραφής μέλους ή αν προέκυπτε από την πράξη αυτή σε συνδυασμό προς απόφαση οργάνου του σωματείου δεν είχε επίπτωση επί της εφαρμογής του άρθρου 5, αριθ. 1, της Συμβάσεως .

54. Είναι αλήθεια ότι, στην υπόθεση Handte , το Δικαστήριο έκρινε ότι η έκφραση «διαφορές εκ συμβάσεως» δεν αφορούσε μια κατάσταση στην οποία δεν υπήρχε ελευθέρως αναληφθείσα από ένα συμβαλλόμενο υποχρέωση έναντι άλλου συμβαλλομένου . Αυτή όμως η κρίση διατυπώθηκε στο πλαίσιο αξιώσεως του μεταγοραστή εμπορευμάτων έναντι του κατασκευαστή: όπως επισήμανε το Δικαστήριο, δεν υπήρχε κανένας συμβατικός δεσμός μεταξύ των δύο αυτών μερών, διότι ο κατσκευαστής δεν έχει αναλάβει καμμία υποχρέωση συμβατικής φύσεως έναντι του μεταγοραστή . Είναι σαφές ότι η κατάσταση αυτή είναι εντελώς διαφορετική από την επίδικη στην παρούσα υπόθεση. Ειδικότερα, το Δικαστήριο, στην υπόθεση Handte, επισήμανε ότι η εφαρμογή του άρθρου 5, αριθ. 1, της Συμβάσεως επί αγωγής ασκουμένης από τον μεταγοραστή ενός προϊόντος κατά του κατασκευαστή δεν μπορούσε να προβλεφθεί από τον τελευταίο αυτόν και, επομένως, ήταν ασυμβίβαστη προς την αρχή της ασφάλειας δικαίου . Η ένσταση αυτή δεν ισχύει στην περίπτωση αγωγής καταναλωτών οι οποίοι έλαβαν ονομαστικές επιστολές από εταιρίες πωλήσεων δι' αλληλογραφίας.

55. Αν οι αγωγές που ασκούνται βάσει του άρθρου 5j του αυστριακού νόμου περί προστασίας των καταναλωτών υπό περιστάσεις σαν τις επίδικες συνιστούν - όπως το πιστεύω - «διαφορές εκ συμβάσεως» κατά την έννοια του άρθρου 13 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, μια τέτοια εταιρία μπορεί χωρίς δυσκολία να προβλέψει ενώπιον τίνων δικαστηρίων, πλην των του κράτους της κατοικίας της, μπορεί να εναχθεί. Αυτό δεν θα αλήθευε αν ήσσονος σημασίας διαφορές στην τυπική διάρθρωση της συμβάσεως κατέληγαν να παρέχουν αρμοδιότητα σε διαφορετικά δικαστήρια για τέτοιες αγωγές. Ακόμη μεγαλύτερη διάσταση προς τους σκοπούς της Συμβάσεως των Βρυξελλών θα υπήρχε αν τα δικαστήρια ενός συμβαλλομένου κράτους είχαν δικαιοδοσία επί αγωγών αφωρωσών μία από τις πλευρές της συναλλαγής - την υποχρέωση καταβολής βραβείου -, ενώ τα δικαστήρια άλλου συμβαλλομένου κράτους θα είχαν δικαιοδοσία επί αγωγών αφωρωσών μιαν άλλη πλευρά - την παραγγελία εμπορευμάτων που συνάπτεται βάσει της διαβεβαιώσεως ότι αποτελούσε ικανή και αναγκαία συνθήκη για τη λήψη του βραβείου.

56. Είναι σημαντικό να έχουμε κατά νουν ότι η ερμηνεία την οποία προτείνω δεν επιβαρύνει υπέρμετρα τους εναγομένους, που μπορεί να αναγκασθούν να αμυνθούν ενώπιον δικαστηρίων κράτους στο οποίο δεν κατοικούν. Όντως, το άρθρο 20, δεύτερο εδάφιο, της Συμβάσεως των Βρυξελλών - το οποίο προβλέπει ότι ο δικαστής οφείλει να αναστείλει τη διαδικασία εφόσον δεν διαπιστώνεται ότι ο εναγόμενος ήταν σε θέση να παραλάβει το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο εντός της αναγκαίας για την άμυνά του προθεσμίας - εξασφαλίζει τη δυνατότητα να ακουστεί η άποψη του εναγομένου.

57. ρέπει επίσης να έχουμε κατά νουν - όπως επισήμανα με τις προτάσεις μου στην υπόθεση Handte - ότι οι περί διεθνούς δικαιοδοσίας κανόνες της Συμβάσεως των Βρυξελλών ασχολούνται μόνο με το ζήτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας: δεν επηρεάζουν τον χαρακτηρισμό της αγωγής ως προς τον προσδιορισμό, π.χ., των εφαρμοστέων αρχών περί ευθύνης. Έτσι, ο εναγόμενος επ' ουδενί λόγω εμποδίζεται να επιχειρηματολογήσει ότι στην πραγματικότητα δεν έχει συναφθεί έγκυρη σύμβαση .

58. Τέλος, δεν δέχομαι - όσον αφορά τουλάχιστον αξιώσεις όπως η επίδικη στην κύρια δίκη - το επιχείρημα της Γερμανικής Κυβερνήσεως ότι, επειδή το άρθρο 5j του αυστριακού νόμου περί προστασίας των καταναλωτών γεννά ευθύνη άπαξ η γνωστοποιούσα επιχείρηση δημιουργεί την εντύπωση ότι ο καταναλωτής κέρδισε βραβείο και όχι ευθύνη στηριζόμενη στη σύναψη της συμβάσεως, οι προβαλλόμενες βάσει τις διατάξεως αυτής αξιώσεις δεν εμπίπτουν στο άρθρο 13. Σκοπός της διατάξεως ήταν - όπως προανέφερα - να άρει τα εμπόδια τα οποία παρενέβαλλε το αστικό δίκαιο στο εναγώγιμο των υποσχέσεων υπό τέτοιες περιστάσεις· όπως προκύπτει από την παραπεμπτική διάταξη, ο νομοθέτης θεώρησε ότι η προηγούμενη νομοθεσία, η οποία ρητώς απέκλειε το εναγώγιμον των θεωρουμένων ως ενοχών εκ τυχηρών παιγνίων, υφίστατο κατάχρηση, οι δε καταναλωτές παρεπλανώντο εκ δόλου από επιχειρήσεις, οι οποίες εκαλύπτοντο πίσω από την αδυναμία αγωγής. Εφόσον η εθνική νομοθεσία έχει ως σαφή σκοπό την προστασία του καταναλωτή, συνάδει προδήλως προς την οργάνωση και τους σκοπούς της Συμβάσεως των Βρυξελλών στο σύνολό της το να θεωρηθούν οι ασκούμενες βάσει της νομοθεσίας αυτής αγωγές, υπό περιστάσεις όπως οι της παρούσας υποθέσεως, ως αγωγές εκ συμβάσεως καταναλωτή κατά την έννοια του άρθρου 13 της Συμβάσεως των Βρυξελλών.

ρόταση

59. Συνεπώς, καταλήγω ότι στο υποβληθέν από Oberster Gerichtshof ερώτημα πρέπει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση:

Εάν, i) κατά την εθνική νομοθεσία περί προστασίας των καταναλωτών, ο καταναλωτής, ο οποίος έλαβε γνωστοποίηση ότι κέρδισε βραβείο ή άλλη παρόμοια ανακοίνωση διατυπωμένη κατά τρόπο που να δίνει την εντύπωση ότι κέρδισε συγκεκριμένο βραβείο, μπορεί να απαιτήσει δικαστικώς το βραβείο αυτό από την γνωστοποιήσασα επιχείρηση, ii) επιχείρηση που πωλεί εμπορεύματα δι' αλληλογραφίας δίνει την εντύπωση, μέσω ονομαστικής επιστολής, ότι ο καταναλωτής κέρδισε βραβείο το οποίο θα του καταβληθεί μόλις η επιχείρηση λάβει παραγγελία εμπορευμάτων ορισμένης αξίας, iii) ο καταναλωτής συνάπτει τέτοια παραγγελία, iv) τα δε εμπορεύματα παραδίδονται, η ασκούμενη από τον καταναλωτή αγωγή βάσει της νομοθεσίας αυτής αφορά σύμβαση καταναλωτή κατά την έννοια του άρθρου 13, πρώτο εδάφιο, αριθ. 3, της Συμβάσεως των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.

Top