Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61999CJ0215

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Μαρτίου 2001.
    Friedrich Jauch κατά Pensionsversicherungsanstalt der Arbeiter.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Landesgericht Feldkirch - Αυστρία.
    Κοινωνική ασφάλιση των διακινούμενων εργαζομένων - Αυστριακό σύστημα πρόνοιας για την αντιμετώπιση της ανάγκης περιθάλψεως - Χαρακτηρισμός των παροχών και θεμιτόν της προϋποθέσεως της κατοικίας έναντι του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71.
    Υπόθεση C-215/99.

    Συλλογή της Νομολογίας 2001 I-01901

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2001:139

    61999J0215

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Μαρτίου 2001. - Friedrich Jauch κατά Pensionsversicherungsanstalt der Arbeiter. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Landesgericht Feldkirch - Αυστρία. - Κοινωνική ασφάλιση των διακινούμενων εργαζομένων - Αυστριακό σύστημα πρόνοιας για την αντιμετώπιση της ανάγκης περιθάλψεως - Χαρακτηρισμός των παροχών και θεμιτόν της προϋποθέσεως της κατοικίας έναντι του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71. - Υπόθεση C-215/99.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2001 σελίδα I-01901


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    1. Κοινωνική ασφάλιση διακινουμένων εργαζομένων - Κοινοτική κανονιστική ρύθμιση - Καθ' ύλη πεδίο εφαρμογής - αροχές εμπίπτουσες και παροχές αποκλειόμενες - Κριτήρια διακρίσεως - αροχές καταβαλλόμενες δυνάμει εθνικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως καλύπτοντος την ανάγκη περιθάλψεως - Εμπίπτει ως παροχή ασθενείας

    (Κανονισμός 1408/71 του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 1, στοιχ. α_)

    2. Κοινωνική ασφάλιση διακινουμένων εργαζομένων - Ασφάλιση υγείας - Εθνικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως καλύπτον την ανάγκη περιθάλψεως - αροχές ασθενείας σε χρήμα - ροϋπόθεση κατοικίας του ασφαλισμένου εντός του εδάφους του κράτους της ασφαλίσεως - Δεν επιτρέπεται

    (Κανονισμός 1408/71 του Συμβουλίου, άρθρο 19 § 1)

    Περίληψη


    1. Μια παροχή θεωρείται παροχή κοινωνικής ασφαλίσεως εφόσον χορηγείται, χωρίς οποιαδήποτε ατομική και εισάγουσα διακρίσεις στάθμιση των ατομικών αναγκών, στους δικαιούχους βάσει μιας από τον νόμο καθοριζομένης καταστάσεως και εφόσον έχει σχέση με κάποιον από τους κινδύνους που ρητώς απαριθμούνται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση επιδόματος ειδικής φροντίδας, το οποίο χορηγείται κατά τρόπο αντικειμενικό, βάσει καταστάσεως καθοριζομένης από τον νόμο. Αυτού του είδους οι παροχές αποσκοπούν κυρίως στη συμπλήρωση των παροχών της ασφαλίσεως ασθενείας, προς τις οποίες εξάλλου συνδέονται από οργανωτικής πλευράς, προκειμένου να βελτιωθεί η κατάσταση της υγείας και η ζωή των μη αυτοεξυπηρετουμένων ατόμων. Υπό τις συνθήκες αυτές, έστω και αν έχουν ίδια χαρακτηριστικά, οι παροχές αυτές πρέπει να θεωρούνται ως «παροχές ασθενείας» κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχεία α_ και β_, του κανονισμού 1408/71.

    ( βλ. σκέψεις 25-26, 28 )

    2. Το άρθρο 19, παράγραφος 1, στοιχείο β_, του κανονισμού 1408/71 και οι αντίστοιχες διατάξεις των λοιπών τμημάτων του κεφαλαίου 1 του τίτλου ΙΙΙ του κανονισμού αυτού, απαγορεύουν να εξαρτάται το δικαίωμα για την καταβολή του επιδόματος ειδικής φροντίδας που προβλέπει η νομοθεσία κράτους μέλους, το οποίο αναλύεται σε παροχή ασθενείας σε χρήμα, από την προϋπόθεση ότι το μη αυτοεξυπηρετούμενο άτομο έχει τη συνήθη κατοικία του στο εν λόγω κράτος.

    Επομένως, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, το επίδομα ειδικής φροντίδας που αναλύεται σε παροχή ασθενείας σε χρήμα πρέπει να καταβάλλεται ασχέτως του κράτους μέλους εντός του οποίου κατοικεί το μη αυτοεξυπηρετούμενο άτομο που πληροί τις λοιπές προϋποθέσεις για να τύχει της εφαρμογής αυτού.

    ( βλ. σκέψεις 35-36 και διατακτ. )

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-215/99,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Landesgericht Feldkirch (Αυστρία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    Friedrich Jauch

    και

    Pensionsversicherungsanstalt der Arbeiter,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 10α, παράγραφος 1, και 19, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    συγκείμενο από τους G. C. Rodríguez Iglesias, ρόεδρο, C. Gulmann, A. La Pergola, Μ. Wathelet και Β. Σκουρή, προέδρους τμήματος, D. A. O. Edward, J.-P. Puissochet (εισηγητή), P. Jann, L. Sevón, R. Schintgen, F. Macken, N. Colneric, S. von Bahr, J. N. Cunha Rodrigues και C. W. A. Timmermans, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: S. Alber

    γραμματέας: H. A. Rühl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

    λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    - η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπουμένη από την C. Stix-Hackl,

    - η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπουμένη από τους W.-D. Plessing και C.-D. Quassowski,

    - η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένη από τον P. Hillenkamp και την C. Egerer,

    έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

    αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Αυστριακής Κυβερνήσεως, εκπροσωπουμένης από τον G. Hesse, της Γαλλικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπουμένης από την C. Bergeot, της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπουμένης από τον Μ. A. Fierstra, της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπουμένης από την E. Scharpston, QC, και της Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τον V. Kreuschitz και την C. Egerer, κατά τη συνεδρίαση της 25ης Οκτωβρίου 2000,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Δεκεμβρίου 2000,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με διάταξη της 16ης Μαρτίου 1999, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Ιουνίου 1999, το Landesgericht Feldkirch υπέβαλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 10α, παράγραφος 1, και 19, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίοιυ 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1408/71).

    2 Το ερώτημα αυτό υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του F. Jauch και του Pensionsversicherungsanstalt der Arbeiter, σχετικά με την άρνηση του τελευταίου να καταβάλει στον F. Jauch το «Pflegegeld» (στο εξής: επίδομα ειδικής φροντίδας) που προβλέπει ο Bundespflegegeldgesetz (αυστριακός ομοσπονδιακός νόμος περί του επιδόματος ειδικής φροντίδας, BGBl. Ι, 1993, σ. 110, στο εξής: BPGG).

    Κοινοτική κανονιστική ρύθμιση

    3 Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 ορίζει:

    «Ο παρών κανονισμός ισχύει για όλες τις νομοθεσίες που αφορούν τους ακόλουθους κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως:

    α) παροχές ασθενείας [...]·

    β) παροχές αναπηρίας [...]·

    γ) παροχές γήρατος·

    [...]».

    4 Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2α, ο κανονισμός 1408/71 εφαρμόζεται στις μη στηριζόμενες σε εισφορές ειδικές παροχές οι οποίες εμπίπτουν σε νομοθεσία ή καθεστώς εκτός αυτών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του ιδίου άρθρου, όταν οι παροχές αυτές προορίζονται, μεταξύ άλλων, για να καλύψουν συμπληρωματικά, εναλλακτικά ή επικουρικά, την επέλευση οποιουδήποτε κινδύνου που εμπίπτει στους κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως που αφορά η εν λόγω παράγραφος 1.

    5 To άρθρο 10α, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 ορίζει:

    «αρά τις διατάξεις του άρθρου 10 και του τίτλου ΙΙΙ, τα άτομα στα οποία εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός λαμβάνουν τις ειδικές εις χρήμα παροχές χωρίς συνεισφορά της παραγράφου 2α του άρθρου 4 αποκλειστικά στο έδαφος και σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους, όπου κατοικούν, εφόσον αυτές περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙα. Οι παροχές αυτές βαρύνουν τον φορέα του τόπου κατοικίας από τον οποίο και καταβάλλονται.»

    6 To παράρτημα ΙΙα του κανονισμού 1408/71, με τίτλο «Ειδικές παροχές χωρίς συνεισφορά», περιλαμβάνει, στο σημείο του ΙΑ. Αυστρία, υπό στοιχείο β_, την ακόλουθη μνεία:

    «Επίδομα ειδικής φροντίδας (Pflegegeld) βάσει του οικείου αυστριακού ομοσπονδιακού νόμου (Bundespflegegeldgesetz) εξαιρουμένου του επιδόματος ειδικής φροντίδας που καταβάλλεται από φορείς ασφάλισης κατά ατυχήματος όταν η αναπηρία έχει προκληθεί από εργατικό ατύχημα ή επαγγελματική νόσο.»

    7 Τέλος, κατά το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, που περιλαμβάνεται στον τίτλο ΙΙΙ του κανονισμού αυτού:

    «Ο μισθωτός ή μη μισθωτός που κατοικεί στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από το αρμόδιο κράτος μέλος και καλύπτει τους όρους που απαιτούνται από τη νομοθεσία του αρμόδιου κράτους για να έχει δικαίωμα παροχών [...] λαμβάνει στο κράτος της κατοικίας του:

    α) παροχές εις είδος που χορηγούνται για λογαριασμό του αρμοδίου φορέα από τον φορέα του τόπου κατοικίας, σύμφωνα με τη νομοθεσία που ισχύει για τον φορέα αυτόν, σαν να ήταν ασφαλισμένος σε αυτόν·

    β) παροχές εις χρήμα που καταβάλλονται από τον αρμόδιο φορέα σύμφωνα με τη νομοθεσία που εφαρμόζει αυτός. άντως, οι παροχές αυτές δύνανται, κατόπιν συμφωνίας μεταξύ του αρμοδίου φορέα και του φορέα του τόπου κατοικίας, να καταβάλλονται από τον τελευταίο, για λογαριασμό του πρώτου, σύμφωνα με τη νομοθεσία του αρμοδίου κράτους.»

    Εθνική νομοθεσία

    8 Στην Αυστρία, από το 1993, το επίδομα ειδικής φροντίδας που προβλέπει ο BPGG έχει ως σκοπό, κατά το άρθρο 1 του νόμου αυτού, να εξασφαλίζει, υπό τη μορφή κατ' αποκοπήν εισφοράς, μια ενίσχυση και μια βοήθεια στα εξαρτημένα άτομα προκειμένου να βελτιώνονται οι πιθανότητες που έχουν να ζουν αυτόνομα και σύμφωνα προς τις ανάγκες τους. Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του BPGG, που ορίζει το προσωπικό πεδίο εφαρμογής του επιδόματος αυτού, διευκρινίζει μεταξύ άλλων ότι οι ενδιαφερόμενοι δικαιούνται του επιδόματος αυτού στο μέτρο που ο συνήθης τόπος κατοικίας τους είναι η Αυστρία.

    9 Δυνάμει του άρθρου 22 του BPGG, το επίδομα ειδικής φροντίδας καταβάλλεται από τους φορείς υποχρεωτικής ασφαλίσεως συντάξεων και ατυχημάτων. Εντούτοις, το άρθρο 23 του BPGG προβλέπει ότι το κράτος «επιστρέφει στους φορείς της υποχρεωτικής ασφαλίσεως συντάξεως τις αποδεικνυόμενες δαπάνες, δυνάμει του παρόντος ομοσπονδιακού νόμου, στον χωριστό λογαριασμό αποτελέσματος που πρέπει να συντάσσεται δυνάμει των διατάξεων που εφαρμόζονται στους φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως και οι οποίες αφορούν το επίδομα ειδικής φροντίδας, τις παροχές σε είδος, τα μεταφορικά έξοδα, την υπηρεσία του ιατρού-συμβούλου και τη συνήθη παρακολούθηση, τα έξοδα κοινοποιήσεως, το μερίδιο των διοικητικών εξόδων που αντιστοιχεί στις δαπάνες αυτές, καθώς και τα διάφορα έξοδα».

    Η διαφορά της κύριας δίκης

    10 O F. Jauch, Γερμανός υπήκοος, ο οποίος ανέκαθεν κατοικούσε στο Lindau, γερμανική πόλη κείμενη πλησίον των αυστριακών συνόρων, εργάστηκε στην Αυστρία από τον Μάιο 1941 έως τον Ιούνιο 1958, χρονική περίοδο κατά την οποία ήταν ασφαλισμένος υποχρεωτικώς, κατόπιν δε από τον Ιούλιο 1958 έως τον Νοέμβριο 1981, περίοδο κατά την οποία ήταν ασφαλισμένος στο αυστριακό σύστημα προαιρετικής ασφαλίσεως συντάξεως. Επομένως, έχει συνολικώς 480 μήνες ασφαλίσεως στην Αυστρία και λαμβάνει από 1ης Μα_ου 1995 σύνταξη γήρατος, την οποία καταβάλλει το Pensionsversicherungsanstalt der Arbeiter (ίδρυμα ασφαλίσεως συντάξεως των εργαζομένων).

    11 Επειδή ο F. Jauch συμπλήρωσε στη Γερμανία αμελητέες μόνον ασφαλιστικές περιόδους, δεν λαμβάνει γερμανική σύνταξη. Εντούτοις, από την 1η Σεπτεμβρίου 1996 έως τις 31 Αυγούστου 1998, έλαβε, δυνάμει αποφάσεως της 28ης Νοεμβρίου 1996, παροχές της γερμανικής ασφαλίσεως περιθάλψεως που κατέβαλε το Allgemeine Ortskrankenkasse (AOK) Bayern, Pflegekasse Lindau. Ο φορέας αυτός όμως έπαυσε την καταβολή των εν λόγω παροχών στηριζόμενος στην απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Μαρτίου 1998, C-160/96, Molenaar, Συλλογή 1998, σ. Ι-843).

    12 Με απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 1998, το Pensionsversicherungsanstalt der Arbeiter απέρριψε την αίτηση περί χορηγήσεως του αυστριακού επιδόματος ειδικής φροντίδας δυνάμει του BPGG, την οποία του είχε υποβάλει ο F. Jauch. Επομένως, επειδή οι αρμόδιοι φορείς στην Αυστρία και στη Γερμανία του αρνήθηκαν το δικαίωμα για παροχή συνδεομένη με την κατάστασή του εξαρτήσεως, ο F. Jauch άσκησε προσφυγές κατά των αρνητικών αυτών αποφάσεων και στα δύο κράτη μέλη.

    13 Στο πλαίσιο της προσφυγής που ασκήθηκε στην Αυστρία, ενώπιον του Landesgericht Feldkirch, το καθού της κύριας δίκης ζήτησε την απόρριψη της προσφυγής για τον λόγο ότι το επίδομα ειδικής φροντίδας δυνάμει του BPGG αναγράφεται ρητώς στο παράρτημα ΙΙα του κανονισμού 1408/71 ως αποτελούν ειδική παροχή μη στηριζόμενη σε εισφορές υπό την έννοια του άρθρου 10α του εν λόγω κανονισμού, της οποίας η εφαρμογή επιφυλάσσεται στα πρόσωπα που κατοικούν στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους.

    14 Λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές συνθήκες υπό τις οποίες οι προβλεπόμενες για τη χρηματοδότηση του επιδόματος ειδικής φροντίδας λεπτομέρειες άρχισαν να ισχύουν, με αντίστοιχη αύξηση της ασφαλιστικής εισφοράς για ασθένεια, το Landesgericht διερωτάται εντούτοις αν το επίδομα αυτό αποτελεί πράγματι ειδική παροχή μη στηριζόμενη σε εισφορές υπό την έννοια των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 4, παράγραφος 2α, και 10α του κανονισμού 1408/71.

    15 Το Landesgericht Feldkirch αποφάσισε, επομένως, να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «Συνιστά παράβαση του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε, το γεγονός ότι το δικαίωμα για καταβολή επιδόματος ειδικής φροντίδας ("Pflegegeld") δυνάμει του Bundespflegegeldgesetz (BPGG - ομοσπονδιακού νόμου περί επιδόματος ειδικής φροντίδας - BGBl. 110/1993), όπως ισχύει σήμερα, εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι το εξαρτημένο άτομο έχει τη συνήθη κατοικία του στην Αυστρία;»

    Επί του προδικαστικού ερωτήματος

    16 Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ' ουσίαν, αν το επίδομα ειδικής φροντίδας δυνάμει του BPGG μπορεί να θεωρηθεί ως ειδική παροχή μη στηριζόμενη σε εισφορές, υπό την έννοια του άρθρου 10α του κανονισμού 1408/71, που προβλέπει ότι τα οικεία πρόσωπα τυγχάνουν αυτής αποκλειστικά επί του εδάφους του κράτους μέλους εντός του οποίου κατοικούν και σύμφωνα με τη νομοθεσία του εν λόγω κράτους, ή αν η προϋπόθεση της κατοικίας που προβλέπεται για τη χορήγηση του επιδόματος αυτού είναι αντίθετη προς το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 και τις αντίστοιχες διατάξεις των άλλων τμημάτων του κεφαλαίου 1 του τίτλου ΙΙΙ του κανονισμού αυτού.

    17 Όπως έχει αναφερθεί στη σκέψη 6 της παρούσας αποφάσεως, το επίδομα ειδικής φροντίδας περιλαμβάνεται στον κατάλογο των ειδικών παροχών σε χρήμα που δεν στηρίζονται σε εισφορά υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2α, του κανονισμού 1408/71, που αποτελεί αντικείμενο του παραρτήματος ΙΙα του ιδίου κανονισμού. Η Αυστριακή Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η αναγραφή παροχής στον κατάλογο αυτόν αρκεί για να χαρακτηριστεί ως ειδική παροχή χωρίς καταβολή εισφοράς. Στηρίζει τη συλλογιστική της στις αποφάσεις της 4ης Νοεμβρίου 1997, C-20/96, Snares (Συλλογή 1997, σ. Ι-6057), της 11ης Ιουνίου 1998, C-297/96, Partridge (Συλλογή 1998, σ. Ι-3467), και της 25ης Φεβρουαρίου 1999, C-90/97, Swaddling (Συλλογή 1999, σ. Ι-1075). Με τη σκέψη 30 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Snares, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ύπαρξη κανονιστικής ρυθμίσεως περί επιδόματος επιβιώσεως αναπήρων στο παράρτημα ΙΙα του κανονισμού 1408/71 πρέπει να θεωρηθεί σημαίνουσα ότι οι παροχές που χορηγούνται βάσει της ρυθμίσεως αυτής συνιστούν ειδικές μη στηριζόμενες στην καταβολή εισφορών παροχές. Στη σκέψη 31 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Partridge και στη σκέψη 24 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Swaddling, το Δικαστήριο επανέλαβε την ανάλυση αυτή για να διευκρινίσει το νομικό καθεστώς, αντιστοίχως, ενός επιδόματος συμπαραστάσεως προς άτομα με ειδικές ανάγκες και επιδόματος για την ενίσχυση εισοδήματος. ρέπει εξάλλου να παρατηρηθεί ότι, στις τρεις αυτές υποθέσεις, δεν είχε αμφισβητηθεί ότι οι οικείες παροχές είχαν ειδικό χαρακτήρα και δεν στηρίζονταν στην καταβολή εισφορών.

    18 ρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2α, του κανονισμού 1408/71 αφορά «ειδικές παροχές χωρίς συνεισφορά» οι οποίες εμπίπτουν σε νομοθεσία εκτός αυτής που αναφέρεται στους παραδοσιακούς κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως, υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, του ιδίου κανονισμού, δηλαδή, που εμπίπτουν στην κοινωνική ή ιατρική πρόνοια, ρητώς αποκλειομένη από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, δυνάμει του άρθρου του 4, παράγραφος 4, αλλά που μπορούν εντούτοις να συνδεθούν με τον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως που αφορά ο κανονισμός αυτός εφόσον προορίζονται για να καλύψουν συμπληρωματικά, εναλλακτικά ή επικουρικά την επέλευση οιουδήποτε κινδύνου αντιστοιχούντος στους κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως που αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του ιδίου κανονισμού.

    19 Εξάλλου, το άρθρο 10α του κανονισμού 1408/71 επιφυλάσσει το ευεργέτημα των ειδικών σε χρήμα παροχών μη στηριζομένων σε καταβολή εισφοράς, που προβλέπονται από το άρθρο 4, παράγραφος 2α, του ιδίου κανονισμού, στα άτομα που κατοικούν στο εθνικό έδαφος, αρκεί οι παροχές αυτές να αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙα του εν λόγω κανονισμού.

    20 Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 1986, 284/84, Spruyt, Συλλογή 1986, σ. 685, σκέψεις 18 και 19), οι διατάξεις του κανονισμού 1408/71, που θεσπίστηκαν κατ' εφαρμογήν του άρθρου 51 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 42 ΕΚ), πρέπει να ερμηνευθούν υπό το φως του στόχου του άρθρου αυτού, συνιστάμενου στο να συμβάλει στην εγκαθίδρυση μιας όσο είναι δυνατό πληρέστερης εφαρμογής της ελεύθερης κυκλοφορίας των διακινούμενων εργαζομένων. O στόχος των άρθρων 48 και 49 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρων 39 ΕΚ και 40 ΕΚ), 50 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 41 ΕΚ) καθώς και 51 της Συνθήκης δεν επιτυγχάνεται αν οι εργαζόμενοι, ασκώντας το δικαίωμά τους της ελεύθερης κυκλοφορίας, αναγκάζονται να χάσουν τα πλεονεκτήματα στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης που τους αναγνωρίζει η νομοθεσία κράτους μέλους, ιδίως όταν τα πλεονεκτήματα αυτά αποτελούν την αντιπαροχή εισφορών που έχουν καταβάλει.

    21 Στο πλαίσιο αυτό, ο κοινοτικός νομοθέτης μπορεί θεμιτώς να θεσπίσει διατάξεις παρεκκλίνουσες από την αρχή του εξαγωγίμου των παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως (βλ., μεταξύ άλλων, την προπαρατεθείσα απόφαση Snares, σκέψη 41). αρόμοιες παρεκκλίνουσες διατάξεις, όπως αυτές που προβλέπει το άρθρο 10α του κανονισμού 1408/71, πρέπει να ερμηνεύονται στενώς. Αυτό συνεπάγεται ότι αυτές μπορούν να εφαρμόζονται μόνο σε παροχές που πληρούν τις προϋποθέσεις που αυτές καθορίζουν. Συνεπώς, το εν λόγω άρθρο 10α μπορεί να αφορά μόνον τις παροχές που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 4, παράγραφος 2α, του κανονισμού 1408/71, δηλαδή τις παροχές που έχουν ταυτόχρονα ειδικό χαρακτήρα, δεν στηρίζονται στην καταβολή εισφοράς και αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙα του εν λόγω κανονισμού.

    22 Επομένως, πρέπει να εξετασθεί αν η αμφισβητουμένη στο πλαίσιο της κύριας δίκης παροχή, μνημονευομένη στο παράρτημα ΙΙα του κανονισμού 1408/71, έχει ειδικό χαρακτήρα και δεν στηρίζεται σε καταβολή εισφοράς.

    Ειδική παροχή

    23 Η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή δέχονται μεν ότι το επίδομα ειδικής φροντίδας αποτελεί παροχή που εμπίπτει στον κανονισμό 1408/71, πλην όμως η Αυστριακή Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το επίδομα αυτό περιλαμβάνεται στα μέτρα που συνιστούν την πολιτική κοινωνικής πρόνοιας της κυβερνήσεως. Θεωρεί ότι ο κίνδυνος «εξαρτήσεως» είναι πιο κοντά στον κίνδυνο της «πενίας» παρά σε εκείνον της «ασθενείας».

    24 Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι το Δικαστήριο έχει ήδη εξετάσει το ερώτημα αυτό στο πλαίσιο της προπαρατεθείσας αποφάσεως Molenaar. Έκρινε ότι οι διατάξεις περί χορηγήσεως των παροχών της γερμανικής ασφαλίσεως περιθάλψεως παρέχουν στους δικαιούχους εκ του νόμου καθοριζόμενο δικαίωμα και ότι οι εν λόγω παροχές αποσκοπούν κυρίως στη συμπλήρωση των παροχών της ασφαλίσεως ασθενείας, προκειμένου να βελτιωθεί η κατάσταση της υγείας και η ζωή των μη αυτοεξυπηρετουμένων ατόμων.

    25 Κατά πάγια νομολογία, μια παροχή θεωρείται παροχή κοινωνικής ασφαλίσεως εφόσον χορηγείται, χωρίς οποιαδήποτε ατομική και εισάγουσα διακρίσεις στάθμιση των ατομικών αναγκών, στους δικαιούχους βάσει μιας από τον νόμο καθοριζομένης καταστάσεως και εφόσον έχει σχέση με κάποιον από τους κινδύνους που ρητώς απαριθμούνται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 (αποφάσεις της 27ης Μαρτίου 1985, 249/83, Hoeckx, Συλλογή 1985, σ. 973, σκέψεις 12 έως 14· της 20ής Ιουνίου 1991, C-356/89, Newton, Συλλογή 1991, σ. Ι-3017· της 16ης Ιουλίου 1992, C-78/91, Hughes, Συλλογή 1992, σ. Ι-4839, σκέψη 15, και Molenaar, προπαρατεθείσα, σκέψη 20). Κατ' εφαρμογήν της νομολογίας αυτής, λαμβάνοντας υπόψη τα συστατικά στοιχεία των παροχών της γερμανικής ασφαλίσεως περιθάλψεως, το Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 25 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Molenaar, ότι οι εν λόγω παροχές πρέπει να θεωρούνται «παροχές ασθενείας» κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α_, του κανονισμού 1408/71 στη σκέψη δε 36 της ιδίας αποφάσεως, ότι πρέπει να θεωρούνται «εις χρήμα παροχές» της ασφαλίσεως ασθενείας που διέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 19, παράγραφος 1, στοιχείο β_, του εν λόγω κανονισμού.

    26 Στην υπόθεση της κύριας δίκης, το επίδομα ειδικής φροντίδας μπορεί ενδεχομένως να αποτελεί, σε εθνικό επίπεδο, διαφορετικό νομικό καθεστώς, πλην όμως η φύση του είναι πανομοιότυπη προς τις παροχές της γερμανικής ασφαλίσεως περιθάλψεως για τις οποίες πρόκειται στην προπαρατεθείσα απόφαση Molenaar, και χορηγείται παρομοίως κατά τρόπο αντικειμενικό, βάσει καταστάσεως καθοριζομένης από τον νόμο.

    27 Συναφώς, αφενός, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, του BPGG, το δικαίωμα για την καταβολή του επιδόματος ειδικής φροντίδας χορηγείται μόνο στους δικαιούχους συντάξεως λόγω εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας ή στους δικαιούχους συντάξεως καταβαλλομένης δυνάμει του Allgemeines Sozialversicherungsgesetz. Αφετέρου, δυνάμει των άρθρων 22 και 23 του BPGG, το βάρος της καταβολής του επιδόματος αυτού φέρουν προσωρινώς οι φορείς της υποχρεωτικής ασφαλίσεως συντάξεων και ατυχημάτων, στους οποίους ακολούθως επιστρέφονται από τον προϋπολογισμό του ομοσπονδιακού κράτους οι προκαταβολές στις οποίες υποχρεώθηκαν να προβούν για τον λόγο αυτό.

    28 Οι προϋποθέσεις χορηγήσεως του επιδόματος ειδικής φροντίδας και ο τρόπος χρηματοδοτήσεώς του δεν μπορούν να έχουν ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα την αλλοίωση του επιδόματος ειδικής φροντίδας, όπως αυτό ερμηνεύθηκε με την προπαρατεθείσα απόφαση Molenaar, σύμφωνα με την οποία αυτού του είδους οι παροχές αποσκοπούν κυρίως στη συμπλήρωση των παροχών της ασφαλίσεως ασθενείας, προς τις οποίες εξάλλου συνδέονται από οργανωτικής πλευράς, προκειμένου να βελτιωθεί η κατάσταση της υγείας και η ζωή των μη αυτοεξυπηρετουμένων ατόμων (προπαρατεθείσα απόφαση Molenaar, σκέψη 24). Υπό τις συνθήκες αυτές, έστω και αν έχουν ίδια χαρακτηριστικά, οι παροχές αυτές πρέπει να θεωρούνται ως «παροχές ασθενείας» κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχεία α_και β_, του κανονισμού 1408/71 (προπαρατεθείσα απόφαση Molenaar, σκέψη 25). Ελάχιστα ενδιαφέρει, υπό τις συνθήκες αυτές, το ότι το επίδομα ειδικής φροντίδας έχει ως σκοπό, λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση εξαρτήσεως του ατόμου, την οικονομική συμπλήρωση μιας συντάξεως που χορηγείται για άλλο λόγο εκτός της ασθενείας. Επομένως, είτε πρόκειται για στηριζόμενο σε εισφορά είτε μη στηριζόμενο σε εισφορά, το επίδομα αυτό, όπως εξάλλου παρατηρεί η Γερμανική Κυβέρνηση, πρέπει να θεωρείται «παροχή ασθενείας» σε χρήμα υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α_, του κανονισμού 1408/71 και, συνεπώς, δεν εμπίπτει στην παράγραφο 2α του ιδίου άρθρου.

    αροχή μη στηριζόμενη σε εισφορά

    29 Όσον αφορά τον τρόπο χρηματοδοτήσεως του επιδόματος ειδικής φροντίδας, ο BPGG που το δημιούργησε είχε ως σκοπό τη θέση σε εφαρμογή συστήματος που αποσκοπεί να εξασφαλίσει για όλα τα μη αυτοεξυπηρετούμενα άτομα παροχές σε χρήμα ενιαίου χαρακτήρα σε ολόκληρη την επικράτεια, συμπληρώνοντας με τον τρόπο αυτό την κάλυψη του κοινωνικού κινδύνου που συνδέεται με την κατάσταση της μη αυτοεξυπηρετήσεως, που ήδη εξασφαλίζεται σε περιφερειακό επίπεδο από ορισμένα ομόσπονδα κράτη.

    30 Ο BPGG προβλέπει επίσης ότι η χρηματοδότηση του επιδόματος εξασφαλίζεται από το ομοσπονδιακό κράτος, σύμφωνα με τη διαδικασία που περιγράφεται στη σκέψη 27 της παρούσας αποφάσεως. Επομένως, στην υπόθεση της κύριας δίκης, η καταβολή των παροχών σε χρήμα εξασφαλίζεται, αρχικά, από τους φορείς υποχρεωτικής ασφαλίσεως συντάξεων και ατυχημάτων, δεδομένου ότι το άρθρο 23 του BPGG προβλέπει ότι τα κατ' αυτόν τον τρόπο καταβαλλόμενα από τους εν λόγω φορείς ποσά τούς επιστρέφονται ακολούθως από το ομοσπονδιακό κράτος υπό τη μορφή επιστροφής εξόδων. Σε επίπεδο προϋπολογισμού, η Αυστριακή Κυβέρνηση διέθεσε τους αναγκαίους για τη δαπάνη αυτή πόρους μειώνοντας την ομοσπονδιακή συνεισφορά στην ασφάλιση συντάξεως. Για να εξισορροπήσει την τελευταία αυτή μείωση, η εισφορά ασφαλίσεως ασθενείας, την οποία οφείλουν οι φορείς ασφαλίσεως συντάξεως, μειώθηκε κατά το αυτό ποσό που μειώθηκε η ομοσπονδιακή συνεισφορά στην ασφάλιση συντάξεως.

    31 Η Επιτροπή θεωρεί εντούτοις, αφενός, ότι το βάρος της χρηματοδοτήσεως φέρουν στην πραγματικότητα οι ασφαλισμένοι εφόσον, για να αντισταθμιστεί η μείωση των εσόδων της ασφαλίσεως ασθενείας, οι εισφορές στην εν λόγω ασφάλεια αυξήθηκαν το 1993. Επισημαίνει, αφετέρου, ότι το επίδομα ειδικής φροντίδας, που χρηματοδοτείται με τον τρόπο αυτό, ευεργετεί μόνον τους ασφαλισμένους.

    32 Ως προς το τελευταίο αυτό επιχείρημα πρέπει να διευκρινιστεί ότι καμία αρχή ή διάταξη του κοινοτικού δικαίου δεν απαγορεύει στον νομοθέτη κράτους μέλους να θεσπίζει διαφορετικά συστήματα κοινωνικής προστασίας για διαφορετικές κοινωνικές ή κοινωνικοεπαγγελματικές κατηγορίες. Το γεγονός ότι μόνον οι ασφαλισμένοι λαμβάνουν το θεσπισθέν με τον BPGG επίδομα ειδικής φροντίδας δεν μπορεί, καθεαυτό, να αποδείξει ότι η παροχή αυτή χρηματοδοτείται από τις εισφορές τους στην ασφάλιση ασθενείας παρ' όλον ότι, δυνάμει της προπαρατεθείσας αποφάσεως Molenaar, το επίδομα αυτό πρέπει να ερμηνεύεται ως «παροχή ασθενείας». ράγματι, κανένας κανόνας του κοινοτικού δικαίου δεν απαγορεύει μια εθνική νομοθεσία να εξατομικεύει την κάλυψη της ανάγκης περιθάλψεως και να χρηματοδοτεί διαφορετικά άλλες παροχές ασθενείας.

    33 Αντιθέτως, ως προς την αύξηση των εισφορών ασφαλίσεως ασθενείας, η Αυστριακή Κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι η αύξηση αυτή αποφασίστηκε για να αντισταθμιστεί η μείωση των μεταφορών εισφορών της ασφαλίσεως συντάξεων προς τους φορείς της ασφαλίσεως ασθενείας, όπου η μείωση αυτή καθεαυτή έχει ως σκοπό να μειωθεί ανάλογα η ομοσπονδιακή συνεισφορά στην ασφάλιση συντάξεων κατά τρόπον ώστε να διατεθούν οι αναγκαίοι πόροι για τη χρηματοδότηση του νέου επιδόματος ειδικής φροντίδας. Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι η χρηματοδότηση της παροχής αυτής μπόρεσε να πραγματοποιηθεί χωρίς τροποποίηση των παροχών ασθενείας, γήρατος και ατυχήματος, χάρη στην αύξηση των εισφορών ασφαλίσεως ασθενείας. Ο σύνδεσμος, ασφαλώς έμμεσος, με τις εισφορές ασφαλίσεως ασθενείας είναι τόσο ισχυρότερος όσο η απορρόφηση από τα έσοδα της ασφαλίσεως ασθενείας γίνεται από τα έσοδα από τις εισφορές. Επομένως, το επίδομα ειδικής φροντίδας έχει τον χαρακτήρα παροχής στηριζόμενης σε εισφορά.

    34 Επομένως, το επίδομα ειδικής φροντίδας δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 10α του κανονισμού 1408/71, το οποίο επιφυλάσσει το ευεργέτημα των ειδικών παροχών μη στηριζομένων σε καταβολή εισφοράς του άρθρου 4, παράγραφος 2α του ιδίου κανονισμού στα άτομα που κατοικούν στο κράτος μέλος όπου καταβάλλονται.

    35 Επομένως, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19, παράγραφος 1, στοιχείο β_, του κανονισμού 1408/71 και τις αντίστοιχες διατάξεις των άλλων τμημάτων του κεφαλαίου 1 του τίτλου ΙΙΙ του κανονισμού αυτού, το επίδομα ειδικής φροντίδας που αναλύεται σε παροχή ασθενείας σε χρήμα πρέπει να καταβάλλεται ασχέτως του κράτους μέλους εντός του οποίου κατοικεί το μη αυτοεξυπηρετούμενο άτομο που πληροί τις λοιπές προϋποθέσεις για να τύχει της εφαρμογής αυτού.

    36 Υπό τις συνθήκες αυτές, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 και οι αντίστοιχες διατάξεις των λοιπών τμημάτων του κεφαλαίου 1 του τίτλου ΙΙΙ του κανονισμού αυτού απαγορεύουν να εξαρτάται το δικαίωμα για την καταβολή του επιδόματος ειδικής φροντίδας που προβλέπει ο BPGG από την προϋπόθεση ότι το μη αυτοεξυπηρετούμενο άτομο έχει τη συνήθη κατοικία του στην Αυστρία.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    37 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Αυστριακή, η Γερμανική, η Γαλλική, η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με διάταξη της 16ης Μαρτίου 1999 το Landesgericht Feldkirch, αποφαίνεται:

    Το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996, και οι αντίστοιχες διατάξεις των λοιπών τμημάτων του κεφαλαίου 1 του τίτλου ΙΙΙ του κανονισμού αυτού, απαγορεύουν να εξαρτάται το δικαίωμα για την καταβολή του «Pflegegeld» (επιδόματος ειδικής φροντίδας) που προβλέπει ο Bundespflegegeldgesetz (αυστριακός ομοσπονδιακός νόμος περί του επιδόματος ειδικής φροντίδας) από την προϋπόθεση ότι το μη αυτοεξυπηρετούμενο άτομο έχει τη συνήθη κατοικία του στην Αυστρία.

    Top