Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61999CJ0207

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 9ης Νοεμßρίου 2000.
    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Claudine Hamptaux.
    Αίτηση αναιρέσεως - Υπάλληλοι - Προαγωγή - Συγκριτική εξέταση των προσόντων.
    Υπόθεση C-207/99 P.

    Συλλογή της Νομολογίας 2000 I-09485

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2000:613

    61999J0207

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 9ης Νοεμßρίου 2000. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Claudine Hamptaux. - Αίτηση αναιρέσεως - Υπάλληλοι - Προαγωγή - Συγκριτική εξέταση των προσόντων. - Υπόθεση C-207/99 P.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2000 σελίδα I-09485


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    Υπάλληλοι - ροαγωγή - Συγκριτική εξέταση των προσόντων - Αυτόματη προαγωγή των υπαλλήλων που περιλαμβάνονταν στον πίνακα όσων διαθέτουν τα περισσότερα προσόντα του προηγουμένου έτους - Έλλειψη νομιμότητας - Απόφαση του ρωτοδικείου διαπιστώνουσα την εν λόγω έλλειψη νομιμότητας - Αντιφατική αιτιολογία - Νομικό σφάλμα - Δεν υφίσταται

    (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45 § 1, εδ. 1)

    Περίληψη


    $$Για κάθε περίοδο προαγωγών, το άρθρο 45, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ επιβάλλει στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (ΑΔΑ) την υποχρέωση να προβαίνει στη συγκριτική εξέταση των προσόντων των προαγωγίμων υπαλλήλων, καθώς και των εκθέσεων βαθμολογίας τους.

    Η υποχρέωση συγκριτικής εξετάσεως των προσόντων ναι μεν δεν αποκλείει τη δυνατότητα της ΑΔΑ να λάβει υπόψη το γεγονός ότι ένας υποψήφιος περιλαμβανόταν ήδη στον πίνακα των εχόντων τα περισσότερα προσόντα υπαλλήλων κατά τη διάρκεια προηγουμένης περιόδου προαγωγών, επιβάλλει όμως την εκτίμηση των προσόντων κάθε ενδιαφερομένου σε σχέση με εκείνα των λοιπών υποψηφίων για προαγωγή, περιλαμβανομένων και εκείνων οι οποίοι δεν είχαν περιληφθεί προηγουμένως στον πίνακα των εχόντων τα περισσότερα προσόντα υπαλλήλων.

    Δεν είναι παράλογο να γίνει δεκτό ότι, αφενός, στο πλαίσιο της επίμαχης διαδικασίας προαγωγών, οι περιληφθέντες το προηγούμενο έτος στον πίνακα των εχόντων τα περισσότερα προσόντα υπαλλήλων περιλαμβάνονται στον αντίστοιχο πίνακα της τρέχουσας περιόδου προαγωγών μόνον υπό την προϋπόθεση ότι δεν παύουν να συγκεντρώνουν τα απαιτούμενα προσόντα και, αφετέρου, ότι, ενεργώντας με τον τρόπο αυτό, η ΑΔΑ δεν προέβη σε συγκριτική εξέταση των προσόντων των προαγωγίμων υπαλλήλων σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 45, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ. ράγματι, η εκτίμηση περί του ότι ένας υποψήφιος παύει ενδεχομένως να συγκεντρώνει τα απαιτούμενα προσόντα, η οποία έχει καθαρά ατομικό χαρακτήρα, δεν σημαίνει ότι υπήρξε πραγματική συγκριτική εξέταση των προσόντων του συνόλου των προαγωγίμων υπαλλήλων.

    Για τον ίδιο λόγο το ρωτοδικείο δεν υποπίπτει σε νομικό σφάλμα εκτιμώντας ότι η εξέταση του αν ο προαγώγιμος υπάλληλος εξακολουθεί να συγκεντρώνει τα απαιτούμενα προσόντα δεν ισοδυναμεί με συγκριτική εξετάση των οικείων προσόντων, όπως επιτάσσει το άρθρο 45, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ.

    ( βλ. σκέψεις 18-19, 23-24 )

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-207/99 P,

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τις C. Berardis-Kayser και F. Duvieusart-Clotuche, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, επικουρούμενες από τον D. Waelbroeck, δικηγόρο Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον C. Gómez de la Cruz, μέλος της ίδιας υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

    αναιρεσείουσα,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως που εξέδωσε στις 25 Μαρτίου 1999 το ρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (τέταρτο τμήμα) στην υπόθεση T-76/98, Hamptaux κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I-A-59 και ΙΙ-303), με την οποία ζητείται η εξαφάνιση της αποφάσεως αυτής,

    όπου ο έτερος διάδικος είναι η

    Claudine Hamptaux, υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Βρυξελλών (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τον L. Vogel, δικηγόρο Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο C. Kremer, 6, rue Heinrich Heine,

    προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους A. La Pergola, πρόεδρο τμήματος, Μ. Wathelet (εισηγητή), D. A. O. Edward, P. Jann και L. Sevón, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: P. Léger

    γραμματέας: R. Grass

    έχοντας υπόψη την έκθεση του εισηγητή δικαστή,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Ιουνίου 2000,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 31 Μα_ου 1999 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, αναίρεση κατά της αποφάσεως του ρωτοδικείου (τέταρτο τμήμα) της 25ης Μαρτίου 1999, T-76/98, Hamptaux κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I-A-59 και ΙΙ-303, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το ρωτοδικείο ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής να μην προαγάγει την C. Hamptaux στον βαθμό Β 2 στο πλαίσιο της περιόδου προαγωγών του έτους 1997 (στο εξής: επίδικη απόφαση).

    Το νομικό πλαίσιο

    2 Βάσει του άρθρου 45, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ):

    «Η προαγωγή κατά βαθμό παρέχεται με απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής και συνεπάγεται την κατάληψη από τον υπάλληλο του αμέσως ανωτέρου βαθμού της κατηγορίας ή του κλάδου στον οποίο ανήκει. Η προαγωγή γίνεται αποκλειστικά με επιλογή μεταξύ των υπαλλήλων που έχουν συμπληρώσει έναν ελάχιστο χρόνο υπηρεσίας στον βαθμό τους, μετά από συγκριτική εξέταση των προσόντων των υπαλλήλων που έχουν σειρά προαγωγής, καθώς και των εκθέσεων για τους υπαλλήλους αυτούς.»

    Τα πραγματικά περιστατικά

    3 Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως επί της οποίας ασκείται αναίρεση εκτίθενται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ως ακολούθως:

    «1 Η προσφεύγουσα προσελήφθη στην υπηρεσία της Επιτροπής την 1η Οκτωβρίου 1972 ως επικουρικός υπάλληλος. Διορίστηκε δόκιμη υπάλληλος βαθμού C 3 από την 1η Δεκεμβρίου 1972 και μονιμοποιήθηκε στη θέση της την 1η Ιουνίου 1973.

    2 Η προσφεύγουσα πέτυχε στον εσωτερικό διαγωνισμό COM/B/2/82, ο οποίος παρείχε τη δυνατότητα προσβάσεως σε ανώτερη κατηγορία, οπότε προήχθη στον βαθμό B 5 την 1η Σεπτεμβρίου 1985. Από την 1η Απριλίου 1992, η προσφεύγουσα έχει τον βαθμό Β 3.

    3 Κατά την περίοδο προαγωγών του έτους 1997, κατόπιν προτάσεως της Γενικής Διευθύνσεως ροσωπικού και Διοικήσεως (ΓΔ IX), κατετάγη στη δέκατη τρίτη θέση επί συνόλου δεκατεσσάρων ατόμων με βάση τον πίνακα που δημοσιεύθηκε στο Informations administratives (δελτίο διοικητικών πληροφοριών) αριθ. 992 της 16ης Μα_ου 1997.

    4 Κατόπιν της δημοσιεύσεως αυτής, η προσφεύγουσα προσέφυγε στις 30 Μα_ου 1997 ενώπιον της επιτροπής προαγωγών, ζητώντας την επανεξέταση του φακέλου της.

    5 Με σημείωμα της 9ης Ιουλίου 1997, ο πρόεδρος της επιτροπής προαγωγών για την κατηγορία Β της απάντησε ότι η εν λόγω επιτροπή εξέτασε μεν την περίπτωσή της, αλλά δεν ήταν σε θέση να περιλάβει το όνομά της στο σχέδιο πίνακα των υπαλλήλων που διέθεταν τα περισσότερα προσόντα.

    6 Το όνομα της προσφεύγουσας δεν περιλαμβάνεται ούτε στον πίνακα των υπαλλήλων με τα περισσότερα προσόντα για την προαγωγή στον βαθμό Β 2, ο οποίος δημοσιεύθηκε στο Informations administratives αριθ. 998 της 8ης Αυγούστου 1997, ούτε μεταξύ των προαχθέντων υπαλλήλων, ο πίνακας των ονομάτων των οποίων δημοσιεύθηκε στο Informations administratives αριθ. 999 της 12ης Αυγούστου 1997.

    7 Με σημείωμα της 8ης Οκτωβρίου 1997, που πρωτοκολλήθηκε στη Γενική Γραμματεία στις 9 Οκτωβρίου 1997, η προσφεύγουσα υπέβαλε ένσταση βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ (...) κατά των δύο αυτών αποφάσεων της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής (στο εξής: ΑΔΑ).

    8 Στις 30 Ιανουαρίου 1998 η ως άνω ένσταση απορρίφθηκε με ρητή απόφαση κοινοποιηθείσα στην προσφεύγουσα στις 11 Φεβρουαρίου 1998.»

    Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    4 Με την ενώπιον του ρωτοδικείου προσφυγή-αγωγή της η C. Hamptaux ζήτησε, πρώτον, να ακυρωθεί η επίδικη απόφαση και, δεύτερον, να υποχρεωθεί η Επιτροπή στην καταβολή αποζημιώσεως ύψους 833 000 βελγικών φράγκων (BEF) προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη.

    5 ρος στήριξη της προσφυγής-αγωγής της η C. Hamptaux επικαλέστηκε δύο λόγους, που στηρίζονται, αφενός, στην αναρμοδιότητα του υπογράψαντος την από 30 Ιανουαρίου 1998 απόφαση της ΑΔΑ, με την οποία απορρίφθηκε η ένστασή της, και, αφετέρου, σε παράβαση των άρθρων 5, παράγραφος 3, και 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ. Ο δεύτερος αυτός λόγος υποδιαιρείτο σε δύο σκέλη. Με το πρώτο σκέλος η προσφεύγουσα πρωτοδίκως προσήψε στην Επιτροπή ότι δεν προέβη σε συγκριτική εξέταση των προσόντων των εχόντων σειρά προαγωγής υπαλλήλων. Με το δεύτερο σκέλος προσήψε στην Επιτροπή ότι, αφενός, ακολούθησε άλλα κριτήρια και όχι τα συνδεόμενα με τα προσόντα των ενδιαφερομένων και, αφετέρου, ότι εισήγαγε δυσμενείς διακρίσεις μεταξύ των υπαλλήλων οι οποίοι συμπλήρωσαν μέρος της σταδιοδρομίας τους σε κατηγορία κατώτερη αυτής στην οποία ανήκουν και των λοιπών υπαλλήλων.

    6 Αφού απέρριψε τον πρώτο λόγο, το ρωτοδικείο δέχθηκε το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου, κρίνοντας ως εξής:

    «35 ρέπει να υπομνησθεί, καταρχάς, ότι από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η ΑΔΑ, αποφασίζοντας σχετικά με προαγωγή υπαλλήλου, έχει βάσει του ΚΥΚ την εξουσία να προβαίνει στη σχετική επιλογή με βάση συγκριτική εξέταση των προσόντων των προαγωγίμων υποψηφίων με βάση τη μέθοδο την οποία κρίνει ως την πλέον κατάλληλη (βλ. την απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Ιουλίου 1976, 62/75, de Wind κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1976, σ. 423, σκέψη 17, και τις αποφάσεις του ρωτοδικείου Mergen κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 33, και της 6ης Ιουνίου 1996, Τ-262/94, Baiwir κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. ΙΙ-739, σκέψη 65).

    36 Επομένως, προς εκτίμηση των προσόντων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο αποφάσεως περί προαγωγής βάσει του άρθρου 45 του ΚΥΚ, η ΑΔΑ έχει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, ενώ ο έλεγχος του κοινοτικού δικαστή πρέπει να περιορίζεται στο αν η διοίκηση, ενόψει των μεθόδων που ακολούθησε και των λόγων στους οποίους στηρίχθηκε η εκτίμησή της, κινήθηκε εντός ορίων που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση και δεν χρησιμοποίησε την εξουσία της με τρόπο προδήλως εσφαλμένο. Συνεπώς, το ρωτοδικείο δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ΑΔΑ στην εκτίμηση των προσόντων των υποψηφίων (βλ. τις αποφάσεις του ρωτοδικείου της 30ής Ιανουαρίου 1992, Τ-25/90, Schönherr κατά ΟΚΕ, Συλλογή 1992, σ. ΙΙ-63, σκέψη 20, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, Τ-11/91, Schloh κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1992, σ. ΙΙ-203, σκέψη 51, και Baiwir κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 66).

    37 Από τον πρακτικό οδηγό [της διαδικασίας προαγωγών των υπαλλήλων της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων] και από τις εξηγήσεις που παρέσχε η Επιτροπή κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει ότι οι υπάλληλοι που περιλαμβάνονταν ήδη το προηγούμενο έτος στον πίνακα των εχόντων τα περισσότερα προσόντα υπαλλήλων, τον οποίο καταρτίζει η ΑΔΑ, αλλά οι οποίοι δεν είχαν προαχθεί, περιλαμβάνονται αυτομάτως στον αντίστοιχο πίνακα του επομένου έτους, εκτός και αν έπαυσαν να συγκεντρώνουν τα απαιτούμενα προσόντα. Η Επιτροπή προσέθεσε ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, οι εν λόγω υπάλληλοι προάγονται αυτομάτως.

    38 ρέπει να εξετασθεί αν η εν λόγω διαδικασία προσέβαλε τα δικαιώματα της προσφεύγουσας στο πλαίσιο της διαδικασίας προαγωγής.

    (...)

    41 Από το άρθρο 45, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ προκύπτει ότι κάθε υπάλληλος που έχει σειρά προαγωγής, δηλαδή που έχει συμπληρώσει ένα ελάχιστο όριο αρχαιότητας στον βαθμό του, δικαιούται να αναμένει από την ΑΔΑ την εκ μέρους της συγκριτική εξέταση των προσόντων του και των εκθέσεων βαθμολογίας του (απόφαση του ρωτοδικείου της 11ης Ιουνίου 1998, Τ-167/97, Σκρίκας κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. ΙΙ-857, σκέψη 37).

    42 Επομένως, η προσφεύγουσα εδικαιούτο να αναμένει την εκ μέρους της ΑΔΑ συγκριτική εξέταση των προσόντων της και των εκθέσεων βαθμολογίας της στο πλαίσιο της επίμαχης διαδικασίας προαγωγών.

    43 Το άρθρο 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ δεν διακρίνει την κατάσταση των υπαλλήλων που περιλαμβάνονταν ήδη το προηγούμενο έτος στον πίνακα των εχόντων τα περισσότερα προσόντα ατόμων, τον οποίο καταρτίζει η ΑΔΑ, έναντι εκείνης των λοιπών υπαλλήλων. ράγματι, δεν θέτει καμία συμπληρωματική προϋπόθεση πέραν εκείνης της ελάχιστης αρχαιότητας στον βαθμό (προαναφερθείσα απόφαση Σκρίκας κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 38).

    44 Τόσο από τα έγγραφα που κατέθεσε η Επιτροπή όσο και από τις εξηγήσεις της κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει ότι οι υπάλληλοι που περιλαμβάνονταν το προηγούμενο έτος στον πίνακα των εχόντων τα περισσότερα προσόντα ατόμων, τον οποίο καταρτίζει η ΑΔΑ, και οι οποίοι δεν είχαν προαχθεί, περιλαμβάνονται αυτομάτως στον αντίστοιχο πίνακα του επομένου έτους και προάγονται αυτομάτως, εκτός αν έπαυσαν να συγκεντρώνουν τα απαιτούμενα προσόντα. Κατά συνέπεια, σε αντίθεση με την υποχρέωση που της επιβάλλει το άρθρο 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, η ΑΔΑ δεν προέβη, στο πλαίσιο της επίμαχης διαδικασίας προαγωγών, σε συγκριτική εξέταση των προσόντων της προσφεύγουσας, καθώς και των εκθέσεων βαθμολογίας της, έναντι εκείνων των δύο υπαλλήλων που περιλαμβάνονταν ήδη το προηγούμενο έτος στον καταρτισθέντα από την ΑΔΑ πίνακα των εχόντων τα περισσότερα προσόντα υπαλλήλων, προσβάλλοντας ένα αδιαμφισβήτητο δικαίωμα της προσφεύγουσας στο πλαίσιο της διαδικασίας προαγωγών.

    45 Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή δικαιολόγησε την ενέργεια αυτή υποστηρίζοντας ότι το προηγούμενο έτος είχε ήδη γίνει σύγκριση των προσόντων της προσφεύγουσας με εκείνα του συνόλου των συναδέλφων της. ροσέθεσε ότι οι προτάσεις προαγωγών του προηγουμένου έτους δημιούργησαν τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των προταθέντων υπαλλήλων. Τέλος, υπογράμμισε έντονα ότι το γεγονός ότι η ΑΔΑ περιλαμβάνει κάποιον υπάλληλο στον πίνακα των εχόντων τα περισσότερα προσόντα θεωρείται από την Επιτροπή ως κεκτημένο δικαίωμα για τους εν λόγω υπαλλήλους που δεν προήχθησαν το προηγούμενο έτος και οι οποίοι δεν έπαυσαν να συγκεντρώνουν τα απαιτούμενα προσόντα.

    46 Συναφώς, το ρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι οι υπάλληλοι δικαιούνται να αναμένουν την εκ μέρους της ΑΔΑ συγκριτική εξέταση των προσόντων τους και των εκθέσεων βαθμολογίας τους στο πλαίσιο κάθε διαδικασίας προαγωγών. Το δικαίωμα αυτό είναι σημαντικό για τον πρόσθετο λόγο ότι οι υπάλληλοι που είχαν τα περισσότερα προσόντα το προηγούμενο έτος δεν είναι κατ' ανάγκη οι ίδιοι το επόμενο έτος. Ομοίως, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι πραγματοποιήθηκε σύγκριση των προσόντων της προσφεύγουσας, στο πλαίσιο των προαγωγών του έτους 1996, με εκείνα των λοιπών υπαλλήλων που είχαν τα περισσότερα προσόντα το 1996.

    47 Ακόμη, το ρωτοδικείο δεν μπορεί να δεχθεί τους ισχυρισμούς της Επιτροπής ότι έχει εφαρμογή εν προκειμένω η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Έχει δικαίωμα να ζητήσει την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του κάθε ιδιώτης που βρίσκεται σε κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι η κοινοτική διοίκηση, παρέχοντάς του συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις, του δημιούργησε βάσιμες ελπίδες (απόφαση του ρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 1998, T-43/97, Adine-Blanc κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. ΙΙ-1683, σκέψη 31, και την παρατιθέμενη εκεί νομολογία). Εντούτοις, υποσχέσεις που δίδονται χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι διατάξεις του ΚΥΚ δεν μπορούν να δημιουργήσουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά το άτομο προς το οποίο απευθύνονται (απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 1986, 162/84, Βλάχου κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1986, σ. 481, σκέψη 6, και απόφαση του ρωτοδικείου της 27ης Μαρτίου 1990, Τ-123/89, Chomel κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. ΙΙ-131, σκέψη 30).

    48 Κατά συνέπεια, έστω και αν η Επιτροπή είχε παράσχει διαβεβαιώσεις στους υπαλλήλους οι οποίοι περιλαμβάνονταν το προηγούμενο έτος στον πίνακα των εχόντων τα περισσότερα προσόντα υπαλλήλων, οι εν λόγω διαβεβαιώσεις ήταν προφανώς παράνομες και δεν μπορούσαν να θεμελιώσουν τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τους. Κατά τα λοιπά, η Επιτροπή δεν ισχυρίστηκε ότι έδωσε "συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις" που να δημιουργούν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη. Αντιθέτως, δεν αμφισβητείται ότι, τουλάχιστον κατά τη δημοσίευση του ως άνω πίνακα το 1997, περιελήφθη μια προειδοποίηση κατά την οποία "οι περιλαμβανόμενοι στους εν λόγω πίνακες υπάλληλοι οι οποίοι δεν προήχθησαν την ημερομηνία αυτή δεν [έχουν] δικαίωμα να περιληφθούν αυτομάτως στους μεταγενέστερους πίνακες" (βλ. Informations administratives αριθ. 998 της 8ης Αυγούστου 1997, σ. 4).

    49 Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι οι υπάλληλοι που περιλαμβάνονταν το προηγούμενο έτος στον πίνακα των εχόντων τα περισσότερα προσόντα υπαλλήλων, τον οποίο καταρτίζει η ΑΔΑ, είχαν κεκτημένο δικαίωμα να προαχθούν το επόμενο έτος, εκτός αν έπαυσαν να συμπληρώνουν τα σχετικά προσόντα, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο ΚΥΚ δεν παρέχει κανένα δικαίωμα προς προαγωγή, ούτε καν στους υπαλλήλους που πληρούν όλες τις απαιτούμενες για να προαχθούν προϋποθέσεις (βλ. τις αποφάσεις του ρωτοδικείου της 9ης Φεβρουαρίου 1994, Τ-3/92, Latham κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. ΙΙ-83, σκέψη 50, της 30ής Νοεμβρίου 1995, Τ-507/93, Branco κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. ΙΙ-797, σκέψη 28, και Baiwir κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 67).

    50 Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι η επίδικη διαδικασία προαγωγών πάσχει πλημμέλεια που συνιστά ουσιώδες ελάττωμα, καθόσον δεν πληρώθηκε η προϋπόθεση της συγκριτικής εξετάσεως των προσόντων της ενδιαφερομένης και των δύο ατόμων που περιλαμβάνονταν το προηγούμενο έτος στον πίνακα των εχόντων τα περισσότερα προσόντα υπαλλήλων, τον οποίο καταρτίζει η ΑΔΑ, όπως επιτάσσει το άρθρο 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ (βλ. την απόφαση του ρωτοδικείου της 21ης Νοεμβρίου 1996, T-144/95, Μιχαήλ κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. ΙΙ-1429, σκέψη 62).»

    7 Υπό τις συνθήκες αυτές, το ρωτοδικείο ακύρωσε την επίδικη απόφαση, χωρίς να κρίνει απαραίτητο να εξετάσει τους λοιπούς λόγους ακυρώσεως που επικαλέστηκε η C. Hamptaux, απορρίπτοντας, εξάλλου, την αγωγή αποζημιώσεως που άσκησε η τελευταία.

    Η αίτηση αναιρέσεως

    8 Η Επιτροπή ζητεί, με την αίτηση αναιρέσεως που άσκησε, την εξαφάνιση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και την απόρριψη της προσφυγής ακυρώσεως της C. Hamptaux, επικουρικά δε την αναπομπή της υποθέσεως ενώπιον του ρωτοδικείου.

    9 ρος στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως η Επιτροπή επικαλείται ένα λόγο αναιρέσεως, που στηρίζεται στην αντιφατικότητα της αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και σε σφάλμα δικαίου.

    10 Η Επιτροπή διατείνεται ότι υφίσταται αντίφαση μεταξύ της σκέψεως 44 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία η διαδικασία που ακολούθησε η Επιτροπή δεν πληρούσε την προϋπόθεση της διενέργειας συγκριτικής εξετάσεως των προσόντων των προαγωγίμων υπαλλήλων, και της σκέψεως 37, κατά την οποία, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, οι μη προαχθέντες υπάλληλοι που περιλαμβάνονταν το προηγούμενο έτος στον πίνακα των εχόντων τα περισσότερα προσόντα υπαλλήλων δεν περιλαμβάνονται στον ίδιο πίνακα το επόμενο έτος παρά μόνον υπό την προϋπόθεση ότι «δεν έχουν παύσει να συγκεντρώνουν τα απαιτούμενα προσόντα».

    11 Κατά την Επιτροπή, το γεγονός ότι ένας υπάλληλος παύει να συγκεντρώνει τα απαιτούμενα προσόντα σημαίνει ότι δεν είναι πλέον δικαιολογημένη η προσθήκη του ονόματός του, κατά τη διάρκεια της επόμενης περιόδου προαγωγών, στον πίνακα των εχόντων τα περισσότερα προσόντα υπαλλήλων. Μια εκτίμηση τέτοιας φύσεως προϋποθέτει σύγκριση μεταξύ των προσόντων των άλλων προαγωγίμων υπαλλήλων. Έτσι, η εξέταση του αν οι ενδιαφερόμενοι εξακολουθούν να συγκεντρώνουν τα απαιτούμενα προσόντα είναι παρόμοια προς τη «συγκριτική εξέταση των προσόντων» υπό την έννοια του άρθρου 45, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ.

    12 Η Επιτροπή προσθέτει ότι υφίσταται ένα «μαχητό τεκμήριο» υπέρ των περιλαμβανομένων στον πίνακα των εχόντων τα περισσότερα προσόντα υπαλλήλων, αλλά μη προαχθέντων, όσον αφορά την επανεγγραφή τους στον πίνακα των εχόντων τα περισσότερα προσόντα υπαλλήλων κατά τη διάρκεια της επομένης περιόδου προαγωγών. ράγματι, στις περισσότερες περιπτώσεις, οι υπάλληλοι έχουν ένα σχετικά σταθερό διαχρονικά επίπεδο αποδόσεως και είναι σπάνιο ο υπάλληλος που κρίθηκε ότι έχει τα περισσότερα προσόντα κατά τη διάρκεια μιας περιόδου προαγωγών να «παύει αιφνιδίως να συγκεντρώνει τα απαιτούμενα προσόντα» το επόμενο έτος. Επιπλέον, τα προσόντα ενός υποψηφίου για προαγωγή δεν πρέπει να εκτιμώνται σε σχέση με ένα και μόνον έτος, αλλά σε συνάρτηση με μια μεγαλύτερη περίοδο, άλλως θα ευνοούνταν οι υπάλληλοι οι οποίοι περιορίζονται στην καταβολή συγκεκριμένης προσπάθειας μόνον τις περιόδους κατά τις οποίες ελπίζουν να λάβουν προαγωγή.

    13 Η Επιτροπή σημειώνει ότι η μη προαγωγή ενός υπαλλήλου κατά τη διάρκεια μιας περιόδου προαγωγών, παρά το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος περιλαμβανόταν στον πίνακα των εχόντων τα περισσότερα προσόντα υπαλλήλων, προκύπτει από στενότητα του προϋπολογισμού, που περιορίζει τον διαθέσιμο αριθμό κενών θέσεων στον ανώτερο βαθμό.

    14 Κατά συνέπεια, είναι δικαιολογημένο ή και απαραίτητο η ΑΔΑ, όταν προβαίνει στην προβλεπόμενη από το άρθρο 45, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ συγκριτική εξέταση των προσόντων, να λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι ένας υπάλληλος περιλαμβανόταν, κατά τη διάρκεια της προηγουμένης περιόδου προαγωγών, στον πίνακα των εχόντων τα περισσότερα προσόντα υπαλλήλων. Συναφώς, η Επιτροπή επικαλείται πάγια νομολογία κατά την οποία, προκειμένου περί εκτιμήσεως των προσόντων των ενδιαφερομένων, η ΑΔΑ δεν υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη μόνο τις εκθέσεις βαθμολογίας των υποψηφίων, αλλά και άλλες πτυχές των προσόντων τους, όπως πληροφορίες αφορώσες τη διοικητική και προσωπική τους κατάσταση ικανές να σχετικοποιήσουν την εκτίμηση η οποία στηρίζεται στις εκθέσεις βαθμολογίας και μόνο (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση του ρωτοδικείου της 25ης Νοεμβρίου 1993, Τ-89/91, Τ-21/92 και Τ-89/92, X κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. ΙΙ-1235, σκέψεις 49 και 50).

    15 Η C. Hamptaux υποστηρίζει ότι η επιχειρηματολογία της Επιτροπής στηρίζεται σε εσφαλμένη βάση, δηλαδή στη σκέψη ότι η εξέταση του αν ο ενδιαφερόμενος που περιλαμβανόταν στον πίνακα των εχόντων τα περισσότερα προσόντα υπαλλήλων την προηγούμενη περίοδο προαγωγών «έπαυσε να συγκεντρώνει τα απαιτούμενα προσόντα» σημαίνει ότι διενεργείται εκτίμηση όσον αφορά το αν ο εν λόγω υπάλληλος μπορεί ακόμη να περιλαμβάνεται σε θέση προτεραιότητας στον πίνακα των προαγωγίμων. Όμως, η διαπίστωση του γεγονότος ότι ένας υπάλληλος «παύει να συγκεντρώνει τα απαιτούμενα προσόντα» απαιτεί μόνον ατομική εκτίμηση των επαγγελματικών του προσόντων διαχρονικά και ουδόλως συνεπάγεται σύγκριση μεταξύ της αποδόσεως του ενδιαφερομένου και των επαγγελματικών προσόντων των λοιπών υποψηφίων για προαγωγή.

    16 Έτσι, κατά την C. Hamptaux, απλώς και μόνον το γεγονός ότι ένας υπάλληλος περιλαμβανόταν μεταξύ των «εχόντων τα περισσότερα προσόντα» κατά τη διάρκεια μιας περιόδου προαγωγών και ότι δεν «έπαυσε να συγκεντρώνει τα απαιτούμενα προσόντα» - πράγμα το οποίο σημαίνει ότι δεν υπήρξε μείωση των επαγγελματικών του προσόντων με την πάροδο του χρόνου - ουδόλως σημαίνει ότι, κατά τη διάρκεια της επομένης περιόδου προαγωγών, ο ενδιαφερόμενος εξακολουθεί να «έχει περισσότερα προσόντα» σε σύγκριση με τα επαγγελματικά προσόντα των λοιπών υποψηφίων προς προαγωγή οι οποίοι, ενδεχομένως, δεν ήταν προαγώγιμοι την προηγούμενη περίοδο προαγωγών.

    17 Ασφαλώς, κατά την κατάρτιση του πίνακα των εχόντων τα περισσότερα προσόντα υπαλλήλων, η ΑΔΑ μπορεί να λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι ένας υπάλληλος περιλαμβανόταν ήδη στον οικείο πίνακα του προηγουμένου έτους, τούτο όμως δεν την απαλλάσσει από την υποχρέωση να προβεί σε σύγκριση των προσόντων του ενδιαφερομένου έναντι εκείνων του συνόλου των υποψηφίων για προαγωγή για την τρέχουσα περίοδο. Η C. Hamptaux βάλλει ειδικά κατά της εκ μέρους της ΑΔΑ αυτόματης επανεγγραφής των «επιλαχόντων» του προηγουμένου έτους στον πίνακα των εχόντων τα περισσότερα προσόντα υπαλλήλων για την τρέχουσα περίοδο προαγωγών.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    18 Για κάθε περίοδο προαγωγών, το άρθρο 45, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ επιβάλλει στην ΑΔΑ την υποχρέωση να προβαίνει στη συγκριτική εξέταση των προσόντων των προαγωγίμων υπαλλήλων, καθώς και των εκθέσεων βαθμολογίας τους.

    19 Η υποχρέωση συγκριτικής εξετάσεως των προσόντων ναι μεν δεν αποκλείει τη δυνατότητα της ΑΔΑ να λάβει υπόψη το γεγονός ότι ένας υποψήφιος περιλαμβανόταν ήδη στον πίνακα των εχόντων τα περισσότερα προσόντα υπαλλήλων κατά τη διάρκεια προηγουμένης περιόδου προαγωγών, όπως ορθά παρατήρησε η Επιτροπή, επιβάλλει όμως την εκτίμηση των προσόντων κάθε ενδιαφερομένου σε σχέση με εκείνα των λοιπών υποψηφίων για προαγωγή, περιλαμβανομένων και εκείνων οι οποίοι δεν είχαν περιληφθεί προηγουμένως στον πίνακα των εχόντων τα περισσότερα προσόντα υπαλλήλων.

    20 Όμως, το ρωτοδικείο δέχθηκε επ' αυτού, με τη σκέψη 44 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα ακόλουθα:

    «Τόσο από τα έγγραφα που κατέθεσε η Επιτροπή όσο και από τις εξηγήσεις της κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει ότι οι υπάλληλοι που περιλαμβάνονταν το προηγούμενο έτος στον πίνακα των εχόντων τα περισσότερα προσόντα ατόμων, τον οποίο καταρτίζει η ΑΔΑ, και οι οποίοι δεν είχαν προαχθεί, περιλαμβάνονται αυτομάτως στον αντίστοιχο πίνακα του επομένου έτους και προάγονται αυτομάτως, εκτός αν έπαυσαν να συγκεντρώνουν τα απαιτούμενα προσόντα. Κατά συνέπεια, σε αντίθεση με την υποχρέωση που της επιβάλλει το άρθρο 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, η ΑΔΑ δεν προέβη, στο πλαίσιο της επίμαχης διαδικασίας προαγωγών, σε συγκριτική εξέταση των προσόντων της προσφεύγουσας, καθώς και των εκθέσεων βαθμολογίας της, έναντι εκείνων των δύο υπαλλήλων που περιλαμβάνονταν ήδη το προηγούμενο έτος στον καταρτισθέντα από την ΑΔΑ πίνακα των εχόντων τα περισσότερα προσόντα υπαλλήλων, προσβάλλοντας ένα αδιαμφισβήτητο δικαίωμα της προσφεύγουσας στο πλαίσιο της διαδικασίας προαγωγών.»

    21 Το ρωτοδικείο δέχθηκε επίσης, με τη σκέψη 46, ότι «η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι πραγματοποιήθηκε σύγκριση των προσόντων της προσφεύγουσας, στο πλαίσιο των προαγωγών του έτους 1996, με εκείνα των λοιπών υπαλλήλων που είχαν τα περισσότερα προσόντα το έτος 1996».

    22 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή περιορίστηκε στην επανάληψη ενώπιον του Δικαστηρίου της επιχειρηματολογίας που είχε ήδη υποστηρίξει ενώπιον του ρωτοδικείου, με την οποία επιχείρησε να αποδείξει ότι η ΑΔΑ, όταν εξετάζει αν ο περιληφθείς το προηγούμενο έτος στον πίνακα των εχόντων τα περισσότερα προσόντα υπαλλήλων παύει ενδεχομένως να συγκεντρώνει τα απαιτούμενα προσόντα, προβαίνει σε σύγκριση των προσόντων του συνόλου των προαγωγίμων υπαλλήλων, καθώς και των εκθέσεων βαθμολογίας τους. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν αποδεικνύει ότι η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε σχετικά το ρωτοδικείο αντιφάσκουν επ' αυτού μεταξύ τους.

    23 ράγματι, δεν είναι παράλογο να γίνει δεκτό ότι, αφενός, στο πλαίσιο της επίμαχης διαδικασίας προαγωγών, οι περιληφθέντες το προηγούμενο έτος στον πίνακα των εχόντων τα περισσότερα προσόντα υπαλλήλων περιλαμβάνονται στον αντίστοιχο πίνακα της τρέχουσας περιόδου προαγωγών μόνον υπό την προϋπόθεση ότι δεν παύουν να συγκεντρώνουν τα απαιτούμενα προσόντα και, αφετέρου, ότι, ενεργώντας με τον τρόπο αυτό, η ΑΔΑ δεν προέβη σε συγκριτική εξέταση των προσόντων των προαγωγίμων υπαλλήλων σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 45, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ. Η εκτίμηση περί του ότι ένας υποψήφιος παύει ενδεχομένως να συγκεντρώνει τα απαιτούμενα προσόντα, η οποία έχει καθαρά ατομικό χαρακτήρα, δεν σημαίνει ότι υπήρξε πραγματική συγκριτική εξέταση των προσόντων του συνόλου των προαγωγίμων υπαλλήλων.

    24 Για τον ίδιο λόγο το ρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε νομικό σφάλμα εκτιμώντας ότι η εξέταση του αν ο προαγώγιμος υπάλληλος εξακολουθεί να συγκεντρώνει τα απαιτούμενα προσόντα δεν ισοδυναμούσε με συγκριτική εξετάση των οικείων προσόντων, όπως επιτάσσει το άρθρο 45, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ.

    25 Δεδομένου ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτός ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως τον οποίο προβάλλει η Επιτροπή προς στήριξη της αιτήσεώς της, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    26 Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στη διαδικασία της αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 118, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η C. Hamptaux ζήτησε την καταδίκη της Επιτροπής και η τελευταία ηττήθηκε, καθόσον απορρίφθηκε ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως, η Επιτροπή πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

    αποφασίζει:

    1) Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

    2) Καταδικάζει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα δικαστικά έξοδα.

    Top